- [←1]
-
Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα, 1.31-35. Zosimi, Historia Nova, επιμ. L. Mendelssohn (Λειψία, 1887), σελ. 22-25.
- [←2]
-
Edward Gibbon, The History of the Decline and Fall of the Roman Empire (έκδοση Λονδίνου 1830), κεφ. 10, σελ. 104-105.
- [←3]
-
Το βασίλειο τού Βοσπόρου αναπτύχθηκε μετά τον 5ο π. Χ. αιώνα με πρωτεύουσα το Παντικάπαιον (σήμερα Κερτς) στην ευρωπαϊκή (δυτική) πλευρά τού πορθμού τού Κιμμερίου Βοσπόρου και σταδιακά συμπεριέλαβε τις ελληνικές πόλεις-αποικίες τής περιοχής, όπως η Θεοδοσία (σήμερα Φεοντοσίγια) και η Χερσόνησος (σήμερα Σεβαστούπολις) στην Κριμαία, η Φαναγόρεια και η Ερμώνασσα απέναντι από το Παντικάπαιον, η Τάναϊς στις εκβολές τού Ντον (Τάναϊ) κοντά στο σημερινό Ροστόβ να Ντόνου, η Γοργιππία (σήμερα Ανάπα), η Βάτα (σήμερα Νοβοροσσίσκ) κλπ. Κατά τον 1ο π. Χ. αιώνα ολόκληρη αυτή η περιοχή συμπεριλήφθηκε στο βασίλειο τού Πόντου υπό τον Μιθριδάτη ΣΤ’ Ευπάτορα. Μετά τον θάνατο τού Μιθριδάτη ο Κιμμέριος Βόσπορος έγινε βασίλειο υποτελές στους Ρωμαίους.
- [←4]
-
Βορανοί δέ καί Γότθοι καί Κάρποι καί Οὐρουγοῦνδοι (γένη δέ ταῦτα περί τόν Ἴστρον οἰκοῦντα) μέρος οὐδέν τῆς Ἰταλίας ἤ τῆς Ἰλλυρίδος καταλείποντες ἀδῄωτον διετέλουν, οὐδενός ἀνθισταμένου πάντα ἐπινεμόμενοι. Βορανοί δέ καί τῆς εἰς τήν Ἀσίαν διαβάσεως ἐπειρῶντο, καί ρᾷόν γε κατεπράξαντο ταύτην διά τῶν οἰκούντων τόν Βόσπορον, δέει μᾶλλον ἤ γνώμῃ πλοῖά τε δεδωκότων καί ἡγησαμένων τῆς διαβάσεως. ἕως μέν γάρ βασιλεῖς αὐτοῖς ἦσαν παῖς παρά πατρός ἐκδεχόμενοι τήν ἀρχήν, διά τε τήν πρός Ῥωμαίους φιλίαν καί τό τῶν ἐμποριῶν εὐσύμβολον καί τά παρά τῶν βασιλέων αὐτοῖς ἔτους ἑκάστου πεμπόμενα δῶρα διετέλουν εἴργοντες ἐπί τήν Ἀσίαν διαβῆναι βουλομένους τούς Σκύθας· ἐπεί δέ τοῦ βασιλείου γένους διαφθαρέντος ἀνάξιοί τινες καί ἀπερριμμένοι τῆς ἡγεμονίας κατέστησαν κύριοι, δεδιότες ἐφ’ ἑαυτοῖς τήν διά τοῦ Βοσπόρου τοῖς Σκύθαις ἐπί τήν Ἀσίαν δεδώκασιν πάροδον, πλοίοις αὐτούς οἰκείοις διαβιβάσαντες, ἅ πάλιν ἀναλαβόντες ἀνεχώρησαν ἐπ’ οἴκου.
- [←5]
-
Η σημερινή Πιτσούντα τής βόρειας Γεωργίας, στην ανατολική ακτή τής Μαύρης Θάλασσας.
- [←6]
-
Ρωμαίος αυτοκράτορας (βασ. 253-260 μ. Χ.).
- [←7]
-
Ρraefectus praetorio στα λατινικά, τίτλος υψηλού αξιώματος στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αρχικά ο διοικητής τής Πραιτωριανής Φρουράς, αργότερα (όπως εδώ) ο κύριος βοηθός τού αυτοκράτορα, με εκτεταμένες νομικές και διοικητικές αρμοδιότητες.
- [←8]
-
Το 257 ο Βαλεριανός ανέκτησε την Αντιόχεια από τούς Σασσανίδες Πέρσες και επανέφερε την επαρχία τής Συρίας υπό ρωμαϊκό έλεγχο.
- [←9]
-
Ο σημερινός ποταμός Ριόνι τής Γεωργίας.
- [←10]
-
Η Αία, πρωτεύουσα τού βασιλιά Αιήτη, πατέρα τής Μήδειας, βρισκόταν στην περιοχή τής αρχαίας πόλης Φάσις (σήμερα Πότι), στις εκβολές τού ομώνυμου ποταμού (σήμερα Ριόνι).
- [←11]
-
τῶν δέ Σκυθῶν τά ἐν ποσί πάντα λῃζομένων, οἱ μέν τήν παραλίαν οἰκοῦντες τοῦ Πόντου πρός τά μεσόγεια καί ὀχυρώτατα ἀνεχώρουν, οἱ δέ βάρβαροι τῷ Πιτυοῦντι πρώτῳ προσέβαλλον, τείχει τε μεγίστῳ περιβεβλημένῳ καί λιμένα εὐορμότατον ἔχοντι. Σουκεσσιανοῦ δέ τῶν ἐκεῖσε στρατιωτῶν ἡγεμόνος καθεσταμένου μετά τῆς οὔσης αὐτόθι δυνάμεως ἀντιστάντος καί τούς βαρβάρους ἀποδιώξαντος, δεδιότες οἱ Σκύθαι μή ποτε καί ἐν τοῖς ἄλλοις φρουρίοις πυθόμενοι καί συστάντες τοῖς ἐν τῷ Πιτυοῦντι στρατιώταις ἄρδην αὐτούς ἀπολέσωσιν, ὅσων δεδύνηντο πλοίων ἐπιλαβόμενοι, σύν κινδύνῳ μεγίστῳ τά οἰκεῖα κατέλαβον, ἐν τῷ κατά Πιτυοῦντα πολέμῳ πολλούς τῶν σφετέρων ἀποβαλόντες. οἱ μέ οὖν τόν Εὔξεινον πόντον οἰκοῦντες τῇ Σουκεσσιανοῦ στρατηγίᾳ περισωθέντες, ὡς διεξήλθομεν, οὐδεπώποτε τούς Σκύθας ἤλπισαν αὖθις περαιωθήσεσθαι, τόν εἰρημένον μοι τρόπον ἀποκρουσθέντας· Οὐαλεριανοῦ δε Σουκεσσιανόν μετάπεμπτον ποιησαμένου καί ὕπαρχον τῆς αὐλῆς ἀναδείξαντος καί σύν αὐτῷ τά περί τήν Ἀντιόχειαν καί τόν ταύτης οἰκισμόν οἰκονομοῦντος, αὖθις οἱ Σκύθαι πλοῖα παρά τῶν Βοσπορανῶν λαβόντες ἐπεραιώθησαν. κατασχόντες δέ τά πλοῖα, καί οὐχ ὥσπερ πρότερον τοῖς Βοσπορανοῖς ἐνδόντες μετά τούτων ἐπανελθεῖν οἴκαδε, πλησίον τοῦ Φάσιδος ὡρμίσθησαν, ἔνθα καί τό τῆς Φασιανῆς Ἀρτέμιδος ἱδρῦσθαι λέγουσιν ἱερόν καί τά τοῦ Αἰήτου βασίλεια. πειραθέντες δέ τό ἱερόν ἑλεῖν καί οὐ δυνηθέντες εὐθύ Πιτυοῦντος ἐχώρουν.
- [←12]
-
ἑλόντες δέ ῥᾷστα τό φρούριον καί τῆς ἐν αὐτῷ φυλακῆς ἐρημώσαντες ἐχώρουν εἰς τό πρόσω. πλοίων δέ πολλῶν εὐπορήσαντες καί τῶν αιχμαλώτων τοῖς ἐρέττειν ἐπισταμένοις εἰς ναυτιλίαν χρησάμενοι, γαλήνης παρά πάντα σχεδόν τόν τοῦ θέρους καιρόν γενομένης τῷ Τραπεζοῦντι προσέπλευσαν, πόλει μεγάλῃ καί πολυανθρώπῳ καί πρός τοῖς ἐθάσι στρατιώταις μυρίων ἑτέρων δύναμιν προσλαβούσῃ. καταστάντες δέ εἰς πολιορκίαν κρατήσειν μέν ἤλπιζον οὐδέ ὄναρ τῆς πόλεως δύο τείχεσι περιειλημμένης· αἰσθανόμενοι δέ τούς στρατιώτας ῥαθυμίᾳ καί μέθῃ κατειλημμένους, καί οὔτε εἰς τό τεῖχος λοιπόν ἀνιόντας, οὐδένα δέ καιρόν τήν τρυφήν καί τά συμπόσια παριέντας, δένδρα πάλαι, προς τοῦτο εὐτρεπισθέντα προσθέντες τῷ τείχει καθ’ ὅ βάσιμον ἦν, κατ’ ὀλίγους τε διά τούτων νυκτός οὔσης ἀναβάντες, αἱροῦσι τήν πόλιν, τῶν μέν στρατιωτῶν τῇ αἰφνιδίῳ καί ἀπροσδοκήτῳ τῆς ἐφόδου καταπλαγέντων καί τοῦ ἄστεως ὑποδραμόντων δι’ ἑτέρας πύλης, τῶν δέ ἄλλων παρά τῶν πολεμίων ἀναιρεθέντων. τῆς δέ πόλεως τοῦτον τόν τρόπον ἁλούσης, γεγόνασι πλήθους ἀφάτου χρημάτων καί αἰχμαλώτων οἱ βάρβαροι κύριοι· πάντας γάρ σχεδόν τούς πέριξ οἰκοῦντας συνέβη κατ’ αὐτήν ὡς εἰς ὀχυρόν χωρίον συναλισθῆναι. διαφθείραντες δέ τά τε ἱερά καί τά οἰκοδομήματα καί πᾶν ὅ τι πρός κάλλος ἤ μέγεθος ἤσκητο, καί προσέτι τήν ἄλλην χώραν καταδραμόντες, ἅμα πλήθει παμπόλλῳ νεῶν ἀνεχώρησαν ἐπ’ οἴκου.
- [←13]
-
Ο αρχαιολογικός χώρος τής Ιστρίας βρίσκεται στη Ρουμανία, κοντά στο δέλτα τού Δούναβη.
- [←14]
-
Η σημερινή Κωνστάντζα στη Ρουμανία.
- [←15]
-
Η σημερινή Πομόριε στη Βουλγαρία, τής οποίας το σύγχρονο όνομα αποτελεί βουλγαρική απόδοση τού πρωτοτύπου (Πομόριε σημαίνει Αγχίαλος, δηλαδή «με θάλασσα ολόγυρα»).
- [←16]
-
Η λίμνη Δέρκος, σήμερα Ντουρουγκιόλ, δίπλα στη Μαύρη Θάλασσα, στα αριστερά (δυτικά) τής εξόδου από τον Βόσπορο.
- [←17]
-
Δηλαδή τον (Θρακικό) Βόσπορο.
- [←18]
-
τῶν δέ ὁμορούντων Σκυθῶν θεασαμένων τόν πλοῦτον ὅν ἐπηγάγοντο, καί εἰς ἐπιθυμίαν ἐλθόντων τοῦ δρᾶσαι τά παραπλήσια, πλοῖα μέν κατεσκευάζετο, τῶν συνόντων αὐτοῖς αἰχμαλώτων ἤ ἄλλως κατ’ ἐμπορίαν ἐπιμιγνυμένων ὑπουργησάντων εἰς τήν τούτων δημιουργίαν, τόν αὐτόν δέ τοῖς Βορανοῖς τρόπον ποιήσασθαι τόν ἔκπλουν οὐκ ἔγνωσαν ὡς μακρόν ὄντα καί δύσκολον καί διά τόπων ἤδη πεπορθημένων. ἀναμείναντες δέ τόν χειμῶνα, τόν Εὔξεινον πόντον ἐν ἀριστερᾷ καταλιπόντες, τῆς πεζῆς δυνάμεως αὐτοῖς διά τῶν ᾐόνων κατά τό παρεῖκον συμπαραθεούσης, Ἴστρον καί Τομέα καί Ἀγχίαλον κατά τό δεξιόν παραμείψαντες μέρος ἐπί τήν Φιλεατίναν ἔβησαν λίμνην, ἥ κατά δυτικάς τροπάς Βυζαντίου πρός τῷ Πόντῳ διάκειται. γνόντες δέ τούς ταύτῃ ἁλιέας ἐν τοῖς ἔλεσιν τοῖς ἐπικειμένοις τῇ λίμνῃ μετά τῶν ὄντων αὐτοῖς πλοίων ἀποκρυβέντας, ὁμολογίᾳ παραστησάμενοι καί τήν πεζήν δύναμιν ἐμβιβάσαντες ἐπί τήν διά τοῦ πορθμοῦ τοῦ μεταξύ Βυζαντίου καί Χαλκηδόνος ἐχώρουν διάβασιν. οὔσης δέ φυλακῆς ἔν τε αὐτῇ Χαλκηδόνι καί μέχρι τοῦ ἱεροῦ τοῦ πρός τῷ στόματι τοῦ Πόντου πολλῷ τούς ἐπιόντας ὑπεραιρούσης, οἵ μέν τῶν στρατιωτῶν ἀνεχώρησαν ὑπαντῆσαι δῆθεν τῷ πεμφθέντι παρά βασιλέως ἡγεμόνι βουλόμενοι, οἵ δέ εἰς τοιοῦτον κατέστησαν δέος ὥστε ἅμα τῇ ἀκοῇ προτροπάδην φυγεῖν. οὗ δή γενομένου, ἅμα τε ἐπεραιώθησαν οἱ βάρβαροι καί Χαλκηδόνα μηδενός ἀντιστάντος ἑλόντες χρημάτων καί ὅπλων καί ἄλλης ὅτι πλείστης ἀποσκευῆς γεγόνασιν ἐγκρατεῖς.
- [←19]
-
Σήμερα Ιζμίτ, στον ανατολικό μυχό τής θάλασσας τού Μαρμαρά (Προποντίδας).
- [←20]
-
Σήμερα Ιζνίκ.
- [←21]
-
Σήμερα Γκεμλίκ.
- [←22]
-
Σήμερα Μουντανιά.
- [←23]
-
Σήμερα Μπούρσα.
- [←24]
-
Σήμερα Μπελκίζ.
- [←25]
-
ἐπί δέ τήν Νικομήδειαν ἐχώρουν, μεγίστην οὖσαν καί εὐδαίμονα, διά τε πλοῦτον καί τήν εἰς ἅπαντα εὐπορίαν ὀνομαστοτάτην. ἐπεί τῆς φήμης προκαταλαβούσης ἔφθασαν οἱ ταύτης οἰκήτορες ἀποδρᾶναι, τῶν χρημάτων, ὅσα περ οἷοί τε γεγόνασιν, ἐπικομισάμενοι, τῶν μέν εὑρεθέντων οἱ βάρβαροι τό πλῆθος ἐθαύμασαν, διά δε τιμῆς πάσης καί θεραπείας Χρυσόγονον ἦγον τόν ἐπί τήν Νικομήδειαν αὐτούς ἐλθεῖν ἐκ πολλοῦ παρορμήσαντα. ἐπιδραμόντες δέ Νίκαίᾳ καί Κίῳ καί Ἀπαμείᾳ καί Προύσῃ, τά παραπλήσιά τε καί ἐν ταύταις πεποιηκότες, ἐπί τήν Κύζικον ὥρμησαν. τοῦ Ῥυνδάκου δέ ποταμοῦ πολλοῦ ῥεύσαντος ἐκ τῶν γενομένων ὄμβρων, περαιωθῆναι τοῦτον ἀδυνατήσαντες ἀνεχώρησαν ὀπίσω, καί τήν μέν Νικομήδειαν ἐνέπρησαν καί τήν Νίκαιαν, ἁμάξαις δέ καί πλοίοις ἐμβαλόντες τά λάφυρα περί τῆς οἴκαδε ἐπανόδου διενοοῦντο, τοῦτο τῆς δευτέρας ἐφόδου ποιησάμενοι τέλος…
- [←26]
-
Από το Χρονικόν τού Γεώργιου Σφραντζή, που δημοσιεύθηκε ως Μικρόν Χρονικόν στην Patrοlogia Graeaca, τόμ. 156 (Παρίσι, 1866), με το συγκεκριμένο απόσπασμα στις σελ. 1072-1073. Τότε υπήρχε η εντύπωση ότι ο Σφραντζής είχε γράψει ένα Μικρό και ένα Μεγάλο Χρονικό, όπου το δεύτερο υπάρχει επίσης στον ίδιο τόμο, αλλά, όπως αποδείχθηκε αργότερα, δεν είχε γραφτεί από τον Σφραντζή.
- [←27]
-
Ο δεσπότης τού Μοριά Θωμάς Παλαιολόγος (1409/10-1465) διέφυγε στην Ιταλία όταν προέλαυνε στην Πελοπόννησο ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ Πορθητής το 1460. Θα διαβάσουμε αναλυτικά πιο κάτω.
- [←28]
-
Ὁ δέ δεσπότης κύρ Θωμᾶς φθάσας εἰς τόν Ἀγκῶνα καί ἀπ’ ἐκεῖ εἰς τήν Ῥώμην οὐδέν ἄλλο κατώρθωσεν, εἰ μή ὅτι δέδωκε τῷ πάπᾳ Πίῳ τήν τοῦ ἁγίου ἀποστόλου καί πρωτοκλήτου Ἀνδρέου κάραν κἀκεῖνος πρός αὐτόν τό μόλις νά ζῇ μέ τούς αὐτοῦ αὐτήν καί μόνην τήν ἀναγκαίαν τροφήν.
- [←29]
-
Η Ελένη Παλαιολογίνα (1431-1473) παντρεύτηκε τον Λάζαρ Μπράνκοβιτς (1421-1458), δεσπότη Σερβίας την περίοδο 1456-1458, γιο τού Γεωργίου (Τζούρατζ) Μπράνκοβιτς (βασ. 1427-1456) και τής Ειρήνης Καντακουζηνής. Τη μεγαλύτερη αδελφή τού Λάζαρ, τη Μάρα Μπράνκοβιτς, θα τη συναντήσουμε πιο κάτω ως γυναίκα τού Οθωμανού σουλτάνου Μουράτ Β’, μητριά τού Μωάμεθ Β’ Πορθητή, αλλά και υποψήφια σύζυγο (μετά τον θάνατο τού Μουράτ Β’) τού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου λίγο πριν από την άλωση τού 1453. Μετά τον θάνατο τού Θωμά Παλαιολόγου μια άλλη κόρη του, η Ζωή Παλαιολογίνα (1440/49-1503), παντρεύτηκε το 1472 ως Σοφία τον μεγάλο πρίγκηπα Μόσχας Ιβάν Γ’. Από τον μεγάλο της γιο Βασίλειο Γ’ (1479-1533) η Ζωή-Σοφία υπήρξε γιαγιά τού Ιβάν Δ’ Τρομερού (1530-1584), τού πρώτου τσάρου «πασῶν τῶν Ρωσσιῶν».
- [←30]
-
Ντουμπρόβνικ.
- [←31]
-
Διαβιβάσαντος δέ μερικόν καιρόν ἔδοξεν αὐτῷ καί ἐπανέστρεψεν εἰς τήν αὐθεντίαν τῶν Βενετιῶν καί πάλιν ἀπ’ ἐκεῖσε εἰς τόν Ἀγκῶνα, τῆς θυγατρός αὐτοῦ τῆς βασιλίσσης Σερβίας ἐκεῖσε ἀπελθούσης· καί διατρίψας ἡμέρας τινάς εἰς θεωρίαν αὐτῆς, ἐκεῖνος μέν διέβη πάλιν εἰς τήν Ῥώμην, ἡ δέ βασίλισσα εἰς τό Ῥαούζη ἐπέρασεν.
- [←32]
-
Η Κατερίνα Ζακκαρία, κόρη τού τελευταίου ηγεμόνα τής Αχαΐας Τσεντουριόνε Β’ Ζακκαρία, πριν υποταχθεί η ηγεμονία αυτή στο βυζαντινό δεσποτάτο τού Μοριά (1432).
- [←33]
-
Οι Έλληνες ιστορικοί τής εποχής χρησιμοποιούν δύο ειδών χρονολογήσεις: (α) τη νέμησι (ἐπινέμησι, ἰνδικτιῶνα) στην οποία αναφερόμαστε σε επόμενη υποσημείωση και (β) τη χρονολόγηση από κτίσεως κόσμου. Από διάφορες χρονολογίες γεγονότων προκύπτει ότι έτος κτίσεως κόσμου είναι το 5508 π. Χ. Επομένως η τρέχουσα χρονολόγηση τού έτους από κτίσεως κόσμου που αναφέρεται εδώ είναι το έτος (6970 – 5508 =) 1462 μ. Χ. Η χρονολόγηση αυτή, με όση ακρίβεια μπορεί να περιλαμβάνει, βασίστηκε στη δημιουργία τού σύμπαντος από τον Θεό και μετρά τον χρόνο με αφετηρία τον Αδάμ και την Εύα, παίρνοντας υπόψη τούς διαδοχικούς τους απογόνους μέσα από τα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης.
- [←34]
-
Ἡ δέ εἰς τούς Κορφούς βασίλισσα καί μήτηρ αὐτῆς, κακῶς διαβιβάζουσα, ἐλεηθεῖσα ὑπό θεοῦ τῷ αὐτῷ ἔτει ο-ῷ Αὐγούστῳ κϚ-ῃ ἀπέθανε καί ἐτάφη ἐν τῇ τῶν ἁγίων ἀποστόλων μονῇ Ἰάσωνος καί Σωσιπάτρου.
- [←35]
-
Για το εμιράτο Τζαντάρ ή Ισφεντιγιάρ (1292-1461) τής Σινώπης βλέπε πιο κάτω στην περιγραφή τού Κριτόβουλου.
- [←36]
-
Ὁ δέ τῶν ἀσεβῶν ἐξάρχων τόν αὐτόν δή χρόνον ἀπελθών κατά τοῦ Σφεντιάρη ἀπῆρε τό ἐκείνου περιβόητον κάστρον Σινώπην ὀνομαζόμενον, ὃ δή κἀγώ ἐθεασάμην, ἀλλά δή καί τόν ἄλλον αὐτοῦ ἅπαντα τόπον.
- [←37]
-
Ο Δημήτριος Παλαιολόγος, όπως θα δούμε πιο κάτω σε αυτό το κεφάλαιο.
- [←38]
-
Σήμερα Ένεζ στην Ανατολική Θράκη επί τού Αιγαίου, ανατολικά των εκβολών τού Έβρου.
- [←39]
-
Ἔτι δέ καί παρέμπροσθεν ἀπελθόντος αὐτοῦ ἀπῆρε καί τήν Κερασοῦντα καί τήν Τραπεζοῦντα καί ἅπασαν τήν περίχωρον αὐτῶν δή τῶν βασιλέων Τραπεζοῦντος καί, πάντας σχεδόν τῶν ἐκεῖσε ἀτύχων αὐθεντῶν καί ἀρχόντων ἐκβαλών, εἰς τήν Ἀνδριανούπολιν φέρων κατῴκισεν, ἔνθα δή καί ὁ τοῦ Μορέως αὐθέντης· ὧ δή καί δέδωκεν ἔχειν εἰς ζωάρκειαν αὐτοῦ καί τῶν αὐτοῦ τήν μεγάλην Αἶνον, τήν Λῆμνον, τήν Ἴμβρον καί τήν Σαμοθρᾴκην, τόν δέ Τραπεζοῦντος βασιλέα τόν Κομνηνόν κύρ Δαβίδ χωρία περί τό Μαῦρον Ὄρος. Ὃν δή καί μετά τινος χρόνου μικροῦ παραδρομήν, εὑρών τάχα εἰς αὐτόν ἀφορμήν μικράν καί οὐκ ἀληθῆ, πάντα τά αὐτοῦ ἔλαβε κἀκεῖνον πνιγμῷ ἐτελείωσε.
- [←40]
-
1462 μ. Χ.
- [←41]
-
Τό δέ ἔαρ τοῦ αὐτοῦ ο-οῦ ἔτους διέβη ὁ ἀμηρᾶς εἰς τήν Μεγάλην Βλαχίαν καί ἐδιόρθωσε τά κατ’ αὐτοῦ ἐκεῖσε ἐνεργούμενα.
- [←42]
-
Καί ἐπιστρέψας ἐποίησεν ἁρμάτωμα καί πέμψας κατά τῆς Λέσβου ἀπῆρεν αὐτήν…
- [←43]
-
Κριτόβουλος, De rebus gestis Mechemetis II, IV, 1-9, επιμ. Karl Müller, Fragmenta historicorum graecorum (FHG) (Παρίσι, 1870), σελ. 137-142.
- [←44]
-
Βασιλεύς δέ γενόμενος ἐν Κωνσταντινουπόλει καί μικρόν ἀνεθείς, στρατιάν αὖθις ἤγειρε πλείστην καί στόλον μέγαν ἐξήρτυε κατά γῆν τε καί θάλασσαν καί ὅπλα καί μηχανάς κατεσκεύαζε καί πᾶσαν ἄλλην ἐξεπλήρου χρείαν πολεμικήν. Ἦν δέ οἱ ἡ παρασκευή αὕτη καί ὁ σκοπός τῆς ἐκστρατείας ἐς Τραπεζοῦντά τε καί Σινώπην. Ἡ γάρ Τραπεζοῦς ἦν μέν τό παλαιόν πόλις μεγίστη τε καί καλλίστη, ἀλλά δή καί πρεσβυτάτη τῶν Ἑλληνίδων, Ἰώνων ἄποικος οὖσα καί Ἀθηναίων, κειμένη δ’ ἐν καλῷ τῆς Ἀσίας ἐν τῷ πρός ἥλιον ἀνίσχοντα μυχῷ τοῦ Εὐξείνου πόντου παράλιος· νέμεται χώραν ἀρίστην τε καί πλείστην καί πάμφορον καί πολλῆς ἐπάρχει τῆς περιοικίδος· καταστᾶσα δέ γε τό ἐξ ἀρχῆς κοινόν ἐμπόριον τῆς ἄνω Ἀσίας, λέγω δή Ἀρμενίας τε καί Ἀσσυρίας καί τῆς ἄλλης πλησιοχώρου, ἤκμασεν ἐν τοῖς ἄνω χρόνοις, καί πλοῦτον ἔσχε πολύν καί δύναμιν πλείστην καί δόξαν περιεβέβλητο, καί τῶν ονομαστῶν ἦν οὐ τοῖς ἐγγύς μόνον, ἀλλά δή καί τοῖς πόρρω. Τοῦ χρόνου δέ προϊόντος κατά μικρόν καί τῶν ἐν Ἀσίᾳ πραγμάτων ἄλλοτε ἄλλως ἐχόντων τε καί μεταβαλλομένων, καί βασιλείων τῶν μέν καταλυομένων τε καί ἀνῃρημένων, τῶν δ’ ἀνισταμένων ἤδη, καί πόλεων καί χωρῶν τῶν μέν κατεστραμμένων τε καί ἠφανισμένων τελείως, τῶν δ’ ἐπιγινομένων τε καί οἰκιζομένων αὖθις, ἥψατο καί ταύτης μεταβολή πρός καιρόν, καί πάλιν ἀνακτησαμένη τε ἑαυτήν ὅτι τάχιστα καί ἐς τήν προτέραν εὐδαιμονίαν τε καί κατάστασιν ἐπανελθοῦσα διαγέγονε τό ἐξ ἐκείνου ἀσινής πάντῃ καί μηδενί προσκόψασα δυσχερεῖ. Ἐν δέ τοῖς ὑστέροις καί πρό ἡμῶν ὀλίγον καιροῖς καί βασίλειον κατέστη ἑνός τῶν ἐκ τοῦ βασιλείου γένους Ῥωμαίων τῶν Κομνηνῶν, ἐκ Βυζαντίου ἐκπεσόντος αὐτοῦ καί ἔργα πλεῖστα καί κάλλιστα ἐν αὐτῇ ἐπιδειξαμένου καί πολλῶν τῶν πέριξ γενῶν καί πόλεων ἄρξαντος·
- [←45]
-
καί κατήχθη ἡ τούτων διαδοχή τε καί βασιλεία ἐς δεῦρο εἰρηνική πάντῃ καί ἀστασίαστος, τῶν τε βασιλέων εἰρηνευόντων τε καί ὁμονοούντων, τῶν τε ἔνδον ἡρεμούντων, τῶν τε ἔξω γενῶν τῶν μέν ὑπακουόντων, τῶν δέ ἐνσπόνδων ὄντων αὐτοῖς. Μετά ταῦτά γε μήν στάσεσι καί ἐμφυλίοις χρησαμένων αὐτῶν, καί κατ’ ἀλλήλων τῶν ἐκ τοῦ γένους μανέντων, ἐνόσησε καί αὕτη μετά τῶν ἄλλων, καί τελευτῶσα τοῖς ὅλοις κακῶς ἀπήλλαξε, τῶν βασιλέων καί τῶν ἔνδον, ἧπερ ἔφην, στασιαζόντων τε καί μαχομένων καί διατιθέντων ἀλλήλους κακῶς, τῶν τε πλησιοχώρων ἐθνῶν διά τάς ξυνεχεῖς στάσεις ἐπανισταμένων τε αὐτῇ καί κατατρεχόντων πολλάκις καί ληιζομένων καί βλαπτόντων τά μέγιστα. Τοίνυν, ἕως μέν τά τῆς Κωνσταντίνου καλῶς ἐφέρετο, καί Ῥωμαῖοι ταύτην ἔχοντες τοῦ πορθμοῦ κύριοι ἦσαν, καί ὁ Βόσπορος ἦν οὐ διαβατός, καί ὁ Εὔξεινος πόντος ὅλως ἄπλωτος ἦν τῷ μεγάλῳ στόλῳ τοῦ βασιλέως, ἀντεῖχε καί αὕτη μετά τῶν άλλων, καί ἀνέφερε τάς αὐτῆς ἀκαιρίας, φυλάττουσα τήν ἐλευθερίαν ὡς δυνατόν καί μηδέν τοσοῦτον παραβλαπτομένη τοῖς ἐμφυλίοις κακοῖς. Ἐπεί δέ γε τά πράγματα μετέπεσε, καί ἡ Κωνσταντίνου χειρί πολλῇ καί δυνάμει ἐκπολιορκηθεῖσα ὑπό τοῦ μεγάλου βασιλέως ἑάλω, καί ὁ πορθμός γέγονεν ὑπ’ αὐτῷ, καί ἡ πρός τόν Εὔξεινον πόντον καί τάς ἐκεῖσε πόλεις ὁδός ἠνοίγη λαμπρῶς κατά γῆν τε καί θάλασσαν, τηνικαῦτα δή καί αὕτη μετά τῶν ἄλλων ἔκλινε καί κατακούειν ἤρξατο, καί οἱ ἐν αὐτῇ βασιλεῖς ὑποκύψαντες τῷ μεγάλῳ βασιλεῖ γεγόνασι φόρου ὑποτελεῖς.
- [←46]
-
Ο Κριτόβουλος, ο Χαλκοκονδύλης και άλλοι Έλληνες ιστορικοί χρησιμοποιούν συχνά για τούς τόπους και τούς λαούς ονόματα προερχόμενα από αρχαίους Έλληνες γεωγράφους και ιστορικούς. Τα Τιγρανόκερτα, δηλαδή η πρωτεύουσα τού Αρμένιου βασιλιά Τιγράνη, που αντιστάθηκε κατά τον 1ο π. Χ. αιώνα στη ρωμαϊκή κατάκτηση μαζί με τον Μιθριδάτη ΣΤ’ Ευπάτορα τού Πόντου, δεν υπήρχαν πια την εποχή τού Κριτόβουλου, όπως δεν υπήρχαν ούτε Μήδοι. Πρωτεύουσα τού Ουζούν Χασάν, Τουρκομάνου εμίρη των Ασπροπροβατάδων (Ακ Κογιουνλού) και μεγάλου αντίπαλου τού Μωάμεθ Β’ Πορθητή, ήταν εκείνη την εποχή (1453-1471) το Ντιγιάρμπακιρ, η αρχαία Άμιδα. Στη συνέχεια η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Ταμπρίζ τής Περσίας.
- [←47]
-
Μια κόρη τού αυτοκράτορα Τραπεζούντας Ιωάννη Δ’ Κομνηνού, τον οποίο διαδέχθηκε στον θρόνο ο αδελφός του Δαβίδ Κομνηνός, ήταν παντρεμένη με τον Ουζούν Χασάν, ενώ μια κόρη τού Δαβίδ Κομνηνού ήταν παντρεμένη με τον Μαμία Νταντιάνι-Γκουριέλι, δούκα τής Γκουρίας (στη Γεωργία).
- [←48]
-
Πιο κάτω ο Χαλκοκονδύλης εξηγεί αυτές τις καινοφανείς απόψεις: ο αυτοκράτορας Τραπεζούντας ήθελε να μεταφερθεί ο φόρος υποτέλειάς του από τον Οθωμανό σουλτάνο Μωάμεθ Β’ στον Ουζούν Χασάν των Ακ Κογιουνλού (Ασπροπροβατάδων).
- [←49]
-
Ἕως μέν οὖν εἰρηνεύοντές τε ἦσαν αὐτοί τε ἐς ἀλλήλους καί τόν δασμόν ἀπεδίδουν καί νεωτέρων πραγμάτων οὐχ ἥπτοντο, ἐτύγχανον καί αὐτοί τοῦ βασιλέως εἰρηνικοῦ·ἐπεί δέ αὐτοί τε ἐν ἀλλήλοις διεστασίασαν καί τόν δασμόν οὐ πάνυ ῥᾳδίως παρεῖχον, πρός τε τούς πλησιοχώρους αὐτοῖς βασιλεῖς τῶν τε Τιγρανοκέρτων καί Ἀρμενίων καί Μήδων Χασάνεα τόν Τομήριος καί δή καί Ἰβήρων ἐπιγαμίαν ἔχοντες, ἐδόκουν καινότερά τινα πράττειν καί νεοχμοῦν ἐς τάς μετά τοῦ βασιλέως σπονδάς (οὐ γάρ ἐλάνθανον ταῦτα ποιοῦντες), τηνικαῦτα δή καί ὁ βασιλεύς ὀργῇ ληφθείς τήν ἐκστρατείαν κατ’ αὐτῶν ἐποιεῖτο, προκαταλαβεῖν τε καί προκατασχεῖν τούτους βουλόμενος πρίν τι καί νεώτερον πρᾶξαι.
- [←50]
-
Παρασκευασάμενος οὖν χειμῶνος καλῶς, ἐπειδή ἔαρ ὑπέφαινεν ἤδη, πρῶτα μέν τόν κατά θάλασσαν στόλον ἐξήρτυεν ἐς ἀναγωγήν· ἦσαν δέ τριακόσιαι μάλιστά που τῶν νεῶν στρατιώτιδες καί μάχιμοι τριήρεις τε μακραί καί πεντηκόντοροι καί πλοῖα κατάφρακτα παρέκ τῶν σκευαγωγῶν καί τῶν φερόντων τάς μηχανάς τῶν τε κατ’ ἐμπορείαν ἤ χρείαν ἄλλην ἀφικνουμένων. Ἐνέθηκε δ’ αὐταῖς ὅπλα παντοῖα καί πλεῖστα, ἀσπίδας τε καί θυρεούς καί κράνη καί δόρατα, ἔτι δέ θώρακάς τε καί ἀκόντια καί βελῶν διαφόρων πολύ τι χρῆμα τῶν τε ἀπό τόξων ἀφιεμένων καί τῶν ἄλλων μηχανῶν καί δή καί ἀφετήρια πλεῖστα καί πολλά ἄλλα τῶν ἐς τειχομαχίαν ἐπιτηδείων.
- [←51]
-
Ἐνεβίβαζε δέ καί ἄνδρας ὅτι πλείστους εὐρωστοτάτους τε καί εὐοπλωτάτους καί τά πρός πόλεμον ἱκανῶς παρεσκευασμένους καί ἐμπειροτάτους, ἐπιστήσας αὐτοῖς καί ἡγεμόνας τοῦ στόλου παντός καί στρατηγούς αὐτοκράτορας Κασίμην τε τόν σατράπην Καλλιουπόλεως καί Ἰαγούπην, ἄνδρα τά τε ναυτικά ἐμπειρότατον καί τῶν κατά θάλασσαν στρατηγόν ἄριστον. Ἐ ξαρτύσας οὖν καί ὁπλίσας πάντα τόν στόλον καλῶς, ἐξέπεμπεν· ὁ δ’ ἀνήγετο διά τοῦ Βοσπόρου ἐπί τόν Εὔξεινον, τάχει τε πολλῷ καί βίᾳ καί ῥύμῃ φερόμενος, βοῇ τε ξυμμιγεῖ καί ἀλαλαγμῷ καί εἰρεσίᾳ καί ἀντιφιλοτιμήσει ἐς ἀλλήλους χρωμένων τῶν ἐπιβατῶν, καί φόβον πολύν καί ἀγωνίαν παρέχων καθ’ οὕς ἄν γένοιτο, καί πάντας ἐκπλήττων τῷ παραλόγῳ τῆς θέας. καί ὁ μέν κατά θάλασσαν στόλος οὕτως.
- [←52]
-
Ο Οθωμανός σουλτάνος Μουράτ Β’, ύστερα από τη νίκη του στη Μάχη τής Βάρνας τον Νοέμβριο τού 1444 (γνωστή επίσης ως Σταυροφορία τής Βάρνας), όπου συνέτριψε συνασπισμένη χριστιανική δύναμη των βασιλείων Πολωνίας, Ουγγαρίας και Λιθουανίας, των ηγεμονιών Μολδαβίας και Βλαχίας, των Τευτόνων Ιπποτών και των δυνάμεων τού Παπικού κράτους στον απόηχο τής Ένωσης των Εκκλησιών τής Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-39), παρέδωσε τον θρόνο τού σουλτανάτου στον γιο του, τον Μωάμεθ Β’, ενώ ο ίδιος αποσύρθηκε στην Προύσα. Σύντομα τον ξανακάλεσαν στην εξουσία (1446) ύστερα από εξέγερση των γενίτσαρων. Ηγήθηκε τής οθωμανικής νίκης επί των Ούγγρων και των συμμάχων τους στη Δεύτερη Μάχη τού Κοσσυφοπέδιου (1448) και πέθανε το 1451. Τον διαδέχθηκε και πάλι, οριστικά αυτή τη φορά, ο Μωάμεθ Β’.
- [←53]
-
Βασιλεύς δέ τάς Εὐρωπαίας δυνάμεις ξυνεκρότει τε καί διεβίβαζεν ἐς τήν Ἀσίαν ἱππικάς τε καί πεζικάς, ἔτι δέ ἵππων τε καί ὑποζυγίων καί ἡμιόνων ἀχθοφόρων καί καμήλων πολύ τι χρῆμα καί πᾶσαν ἄλλην τοῦ πολέμου χρείαν τε καί ἀποσκευήν. Ὡς δέ ἅλις εἶχε τῆς τούτων διαβάσεως, τότ’ ἤδη καί αὐτός διαβαίνει, καί προελαύνων διά τῆς Βιθυνίας ἀφικνεῖται ἐς τήν Προυσίου, οὗ δή καί τάς τῆς Ἀσίας δυνάμεις εὗρε πάσας ξυνηθροισμένας. Διαγαγών δέ οὐ πολλάς ἡμέρας αὐτοῦ, καί τινα τῶν ἐν χρείᾳ καταστησάμενος καί τόν στρατόν ἐξαρτύσας ἅπαντα, σπείσας τε τῷ τάφῳ τοῦ πατρός καί τά νενομισμένα τελέσας αὐτῷ μεγαλοπρεπῶς, καί δώροις ὅτι γε πλείστοις καί ἀναθήμασι κοσμήσας καί στεφανώσας αὐτόν, ἄρας ἐκεῖθεν ᾒει διά τῆς Γαλατῶν τε καί Παφλαγόνων. Ἦν δε οἱ ἡ στρατιά, ὡς ἐλέγετο, ἵππος μέν ἑξακισμυρία, πεζός δέ οὐκ ἐλάσσων ὀκτακισμυρίων ἄνευ μέντοι γε τῶν σκευοφόρων καί τῶν ἄλλως ἑπομένων τῇ στρατιᾷ.
- [←54]
-
Παρατηρώντας τον χάρτη στην αρχή αυτού τού κεφαλαίου, αν ο Μωάμεθ Β’ έφτασε στη Σινώπη περνώντας τον ποταμό Άλυ, αυτό σημαίνει ότι είχε πορευτεί από την Προύσα στην ενδοχώρα και είχε βρεθεί ανατολικά τής Σινώπης. Ο Κριτόβουλος εδώ δεν διευκρινίζει την πορεία του, αλλά ο Δούκας πιο κάτω μάς λέει ότι πέρασε από την Άγκυρα τής Γαλατίας. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Μωάμεθ Β’ προχώρησε από την Προύσα στην Άγκυρα και από εκεί στη Σινώπη μέσω Τσόρουμ και Μερζιφούντος.
- [←55]
-
Για τον Κεμαλεντίν Ισμάηλ μπέη (βασ. 1443-1461) και τον πατέρα του, τον Ισφεντιγιάρ μπέη (βασ. 1385-1440), βλέπε πιο κάτω σε υποσημειώσεις στην περιγραφή Χαλκοκονδύλη.
- [←56]
-
Διελάσας δέ ταύτας τε καί τήν Καππαδοκῶν καί διαβάς τόν Ἅλυν γίνεται κατά Σινώπην, πόλιν παράλιον καλλίστην τε καί πλουσιωτάτην τῶν ἐν τῷ Εὐξείνῳ πόντῳ, καί πλείστης δή καί ἀρίστης χώρας ἐπάρχουσαν, ἥ δή κοινόν ἐμπόριον οὖσα τῆς περιοικί δος ἁπάσης καί δή καί μέρους οὐκ ὀλίγου τῆς κάτω Ἀσίας, καί πολλοῖς εὐθηνουμένη τοῖς ἀγαθοῖς, ὅσα φέρουσιν ὧραι καί γῆ καί θάλασσα (τό μέγιστον ὁ χαλκός ἐστιν, ὅς ἄφθονος ἀνορυττόμενος αὐτοῦ γεωργεῖται, καί διαδιδόμενος πανταχοῦ τῆς Ἀσίας τε καί Εὐρώπης καί διατιθέμενος ), προσόδους μεγάλας χρυσοῦ καί ἀργύρου παρέχει τοῖς ἐν αὐτῇ. Εἶχε δέ αὐτῆς τήν ἀρχήν πρό χρόνων πολλῶν Ἰσμαῆλος, ἀνήρ δυνατός τε καί τῶν εὐ γεγονότων παρ’ αὐτοῖς, πατρικήν ἄνωθεν κεκτημένος ἐς αὐτόν κατιοῦσαν ἐκ διαδοχῆς. Ἐπί ταύτην οὖν ἐλάσας ὁ βασιλεύς στρατόπεδον τίθησιν· εὑρίσκει δέ καί τόν κατά θάλασσαν στόλον αὐτοῦ ἐφορμοῦντα τοῖς λιμέσιν αὐτῆς· προλαβόντες γάρ οἱ στρατηγοί ἐκ ξυνθήματος κατῆραν, καί κρατήσαντες τῶν τε λιμένων καί τοῦ ἰσθμοῦ, πᾶσαν ἐν κύκλῳ περιέσχον ταῖς ναυσί τήν τε πόλιν καί τήν νησῖδα· χερρόνησος γάρ ἦν.
- [←57]
-
Άλλοι ιστορικοί (βλέπε πιο κάτω) γράφουν ότι τού έδωσε όχι τα Σκόπια αλλά τη Φιλιππούπολη.
- [←58]
-
Ο Κριτόβουλος χρησιμοποιεί για τούς Σέρβους την ονομασία «Τριβαλλοί» τού Στράβωνος, αλλά οι Τριβαλλοί στο βιβλίο τού αρχαίου γεωγράφου δεν ήσαν φυσικά Σλάβοι.
- [←59]
-
Ἰσμαῆλος δέ τήν ἀθρόαν ἔφοδον τοῦ βασιλέως ἰδών τήν τε κατά γῆν καί θάλασσαν στρατιάν περιστοιχίσασαν τήν τε πόλιν καί ἑαυτόν, ἐξεπλάγη τε τῷ γινομένῳ, καί τί δεῖ ποιεῖν ἐς τό παρόν ἐσκόπει. Ἔδοξεν οὖν αὐτῷ σκοπουμένῳ βέλτιον εἶναι αὐτόν ἐξελθόντα τῷ βασιλεῖ ξυντυχεῖν καί τάς αἰτίας τῆς κατ’ αὐτοῦ ἐξόδου μαθεῖν τε καί διαλύσασθαι, εἴ γε δύναιτο. καί δή δῶρα πλεῖστά τε καί πλείστου ἄξια ἑτοιμασάμενος ἔξεισιν ἐς βασιλέα. Ὁ δέ δέχεται τοῦτον ἡμέρως καί φιλανθρώπως καί προσαγορεύει φιλίως, καί δεξιοῦται και τιμᾷ ταῖς πρεπούσαις τιμαῖς. Ἐς λόγους δέ καταστάντες τούς περί τε τῆς ἀρχῆς καί τῆς πόλεως, καί πολλά εἰπόντες καί κοινολογησάμενοι μετ’ ἀλλήλων ἑκάτεροι ἀναγκαῖα καί δίκαια τῷ τε καιρῷ καί ἑαυτοῖς λυσιτελῆ τε καί πρόσφορα, τέλος ξυμβαίνουσιν ἐπί τοῖσδε, καί διαλύονται εἰρηνικῶς καί φιλίως. καί ὁ μέν βασιλεύς λαμβάνει τήν τε πόλιν Σινώπην καί τήν ταύτῃ πᾶσαν τοῦ Ἰσμαήλου ἀρχήν, ἀντιδίδωσι δέ αὐτῷ σατραπίαν ἐν τῇ Εὐρώπῃ τήν τῶν Σκοπίων καλουμένην, ὅμορον οὖσαν τῇ Τριβαλλῶν, χώραν ἀρίστην τε καί παμφορωτάτην καί κατ’ οὐδέν ἀποδέουσαν τῆς αὐτοῦ καί προσόδων ἕνεκα καί ἀρχῆς καί τῆς ἄλλης διαίτης καί ἀναπαύσεως. Ὁ γάρ τοι βασιλεύς αἰτίαν μέν οὐδεμίαν ἐπιφέρειν εἶχε τῷ Ἰσμαήλῳ, πάνυ δέ προὔργου τήν τε Σινώπην καί τήν ταύτης κατάσχεσιν ἐποιεῖτο, πόλιν τε οὖσαν λόγου ἀξίαν ἐν ἐπικαίρῳ τε κειμένην τῆς ἐν τῷ Εὐξείνῳ πόντῳ Ἀσιανῆς παραλίας, καί λιμένας ἔχουσαν ἀσφαλεῖς καί παραπέμπειν δυναμένους καλῶς τόν τε στόλον καί τά πλοῖα τοῦ βασιλέως ἐς Τραπεζοῦντά τε καί τήν ἄνω πᾶσαν παραλίαν τοῦ Πόντου καί τάς ἐκεῖσε πόλεις, ἄλλως τε δή καί ἐν μέσῃ τῇ χώρᾳ τοῦ βασιλέως κειμένην οὐκ ἐδόκει αὐτῷ ἀσφαλές εἶναι κατά πολλά ὑφ’ ἑτέροις ἡγεμόσι τελεῖν καί μή ὑπ’ αὐτῷ· οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί ἐδεδίει Χασάνεα τόν βασιλέα Τιγρανοκέρτων καί Μήδων, μή λάθῃ ταύτην προκατασχών ἤ ξυμβάσει ἤ πολέμῳ, γειτονοῦσαν τε τῇ αὐτοῦ καί πάντα τρόπον ἐπιβουλεύοντα καί χειρώσασθαι ταύτην βουλόμενον εἰδώς ἐκ πολλοῦ. διά ταῦτα τοίνυν ἀναγκαία γέγονε τῷ βασιλεῖ ἡ τῆς Σινώπης κατάσχεσις.
- [←60]
-
Το όρος Μυκάλη (σήμερα Ντιλέκ Νταγ) βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο.
- [←61]
-
Οι εκστρατείες τού Πομπήιου (106-48 π. Χ.) εναντίον τού Μιθριδάτη ΣΤ’ Ευπάτορος (120-63 π. Χ.) και τού Τιγράνη Β’ (140-55 π. Χ.) περιγράφονται στα Μιθριδάτεια τού Αππιανού, καθώς και στον Πομπήιο και τον Λούκουλλο τού Πλουτάρχου.
- [←62]
-
Μασσαγέτες και Σκύθες είναι και εδώ ονομασίες, που χρησιμοποιεί ο Στράβων κατά τον 1ο μ. Χ. αιώνα για τις νομαδικές φυλές πέρα από τον Δούναβη και γύρω από τα δυτικά, βόρεια και ανατολικά παράλια τής Μαύρης Θάλασσας. Ο Τιμούρ (Ταμερλάνος) τού 14ου -15ου αιώνα δεν ήταν βασιλιάς των Μασσαγετών και Σκυθών. Ήταν Τουρκο-Μογγόλος κατακτητής και ιδρυτής τής δυναστείας των Τιμουριδών στην Κεντρική Ασία, που είχε στόχο την αναβίωση τής Μογγολικής αυτοκρατορίας τού Τζενγκίς Χαν (1162–1227). Πρωτεύουσα τού Τιμούρ ήταν η Σαμαρκάνδη (Σαμαρκάντ, σήμερα στο Ουζμπεκιστάν).
- [←63]
-
Ο Τιμούρ (Ταμερλάνος) νίκησε τον Οθωμανό σουλτάνο Βαγιαζήτ Α’ στη Μάχη τής Αγκύρας (1402) και επέβαλε την επιστροφή των εδαφών που είχε κατακτήσει αυτός από τούς προηγούμενους ηγεμόνες τους. Επωφελήθηκαν λοιπόν οι εμίρηδες τής Ανατολίας, αλλά και η Ρωμαϊκή («Βυζαντινή») αυτοκρατορία και άλλοι χριστιανοί ηγεμόνες. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τον θάνατο τού Βαγιαζήτ Α’ στην αιχμαλωσία και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε μεταξύ των τεσσάρων του γιων για τη διαδοχή στο οθωμανικό σουλτανάτο, παρέτεινε κατά πενήντα χρόνια τη ζωή τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά τελικά δεν απέτρεψε την κατάλυσή της από τον δισέγγονο τού Βαγιαζήτ Α’, τον Μωάμεθ Β’ Πορθητή.
- [←64]
-
Καί Ἰσμαῆλος μέν ξύν τοῖς αὐτοῦ πᾶσιν εὐθύς ᾢχετο ἐς τήν αὐτοῦ σατραπείαν ἀπιών, βασιλεύς δέ παραλαβών τήν τε Σινώπην καί πᾶσαν τήν Ἰσμαήλου ἀρχήν, καί τά ἐν αὐτῇ καταστησάμενος πάντα, Κασίμην μέν καί Ἰαγούπην εὐθύς κελεύει μετά τοῦ στόλου παντός ἀναχθέντας πλεῖν εὐθύ Τραπεζοῦντος, καί προσσχόντας τοῖς λιμέσι κατακλεῖσαι ταύτην κατά γῆν τε καί θάλασσαν καί φυλάσσειν ἀσφαλῶς· αὐτός δέ ἄρας ἐκεῖθεν παντί τῷ στρατῷ ᾒει διά τῆς μεσογείας, καί καταλαβών τόν Ταῦρον, στρατοπεδεύεται πρός ταῖς ὑπωρείαις αὐτοῦ. Ἔστί δε ὁ Ταῦρος ὄρος μέγιστον τῶν ἐν Ἀσίᾳ, διορίζων τήν κάτω Ἀσίαν ἀπό τῆς ἄνω, ἀρχόμενος μέν ἀπό Μυκάλης τοῦ ὄρους καί τῆς ταύτῃ θαλάσσης, ἐκεῖθεν δέ παρήκων καί τέμνων τήν Ἀσίαν τελευτᾷ ἐς τόν Εὔξεινον πόντον κατά Σινώπην, κἀκεῖθεν αὖ διερχόμενος ἑνοῦται τοῖς Ἀρμενίων καί Μήδων ὄρεσι, καί δι ’ αὐτῶν τῷ Καυκάσῳ. Τοῦτόν φασι διαβῆναι ξύν ὅπλοις πρῶτον Ἀλέξανδρον τόν Μακεδόνα μεθ ’ Ἡρακλέα γε καί Διόνυσον, στρατεύσαντα κατά Δαρείου τοῦ Περσῶν βασιλέως καί τῆς ὅλης Ἀσίας, καί μετ ’ ἐκεῖνον αὖθις μετά Ῥωμαίων Μάγνον Πομπήιον. Διέβη δέ κἀν τοῖς ἡμετέροις χρόνοις (καί ) Τόμιρις ὁ Μασσαγετῶν τε καί Σκυθῶν βασιλεύς, ἡνίκα κατά Παϊαζήτεω τοῦ προγόνου τοῦ βασιλέως ἐστράτευσε ξύν ὅπλοις μέν γε καί στρατιᾷ, ἀλλά τῶν παρόδων αὐτός κρατῶν ἐκ πολλοῦ, καί διά φιλίας τῆς αὐτοῦ πορευόμενος. Διαβαίνει τοῦτον καί νῦν ὁ βασιλεύς Μεχεμέτης, ἀλλά ξύν ὅπλοις καί πολέμῳ, τρίτος ἀπ’ Ἀλεξάνδρου, μετά Ῥωμαίους τε καί Πομπήιον.
- [←65]
-
Δηλαδή στο Ντιγιάρμπακιρ, που δεν είναι τα αρχαία Τιγρανόκερτα, τα ερείπια των οποίων βρίσκονται 80 περίπου χλμ ανατολικά, στη σημερινή τουρκική κωμόπολη Σιλβάν.
- [←66]
-
Ο Μαχμούτ πασάς Αγγέλοβιτς (1420-1474), μεγάλος βεζίρης τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1456-1466 και 1472-1474), ήταν απόγονος τής βυζαντινής οικογένειας των Αγγέλων. Γεννήθηκε χριστιανός στη Σερβία, αλλά με το παιδομάζωμα μεγάλωσε ως μουσουλμάνος στην Αδριανούπολη. Ήταν ικανός στρατιωτικός, παντρεμένος με την κόρη τού σουλτάνου Μωάμεθ Β’.
- [←67]
-
Στο σημείο αυτό ο Κριτόβουλος χρησιμοποιεί για το ελαφρύ πεζικό τους όρους τοξότες, πελταστές και ψιλοί, όπως αυτοί εμφανίζονται στα κείμενα αρχαίων Ελλήνων ιστορικών. Βλέπε για παράδειγμα την Κύρου Ανάβαση τού Ξενοφώντος.
- [←68]
-
Χασάνης γάρ, ᾗ πρόσθεν ἔφην, ἐπιγαμίαν ἔχων τῷ βασιλεῖ Τραπεζοῦντος καί ξυμμαχεῖν βουλόμενος τούτῳ, ἄλλως δέ καί Τραπεζοῦντα μᾶλλον αὐτός ὑπαγαγέσθαι βουλόμενος καί ἐλπίζων, ἐπειδή τήν κατ’ αὐτῆς ἔφοδον ἔγνω τοῦ βασιλέως, δύναμιν ἀθροίσας ἧκεν ἐς τάς παρόδους, εἶρξαι βουλόμενος τόν βασιλέα τῆς διαβάσεως. Βασιλεύς δέ τοῦτο μαθών, ἐκεῖνον μέν αὐτοῦ μετά τῆς στρατιᾶς αὐτοῦ χαίρειν εἴασεν, αὐτός δέ ἄλλην ὁδόν ἀτριβῆ καί τραχεῖαν καί πάντῃ δύσπορον καί ἀνάντη εὐθύ φέρουσαν Τιγρανοκέρτων τῶν βασιλείων Χασάνεω ἔτεμε· καί πρῶτον μέν στρατιάν ἱκανήν ἐκπέμψας εὐζώνων τε καί κούφως ὡπλισμένων ἀνδρῶν τοξοτῶν τε καί πελταστῶν μετά Μαχουμούτεω τοῦ πασία προκατέσχε τούς ἐπικαιροτάτους τῶν λόφων τά τε στενά καί δυσδιεξίτητα τῶν παρόδων καί τάς δυσχωρίας ἁπάσας. Μετά δέ καί ψιλούς ἄνδρας ὅτι γε πλείστους ἐκπέμπει ὑλοτομοῦντάς τε καί ἐξομαλίζοντας τά τε σκληρά καί δυσάντη τά τε δασέα καί λάσια τῶν χωρίων καί δρυμῶνας καί λόχμας, δι ’ ὧν ἔμελλε ποιεῖσθαι τήν πάροδον, εὐρυτέραν τε αὐτῷ καί λειοτέραν κατασκευάζοντας τήν διάβασιν.
- [←69]
-
τό γάρ ὄρος τοῦτο ὁ Ταῦρος εἷς μέν λέγεται εἶναι, ἔχει δέ ὄρη πολλά ἐν ἑαυτῷ δυσδιάβατά τε καί δυσδιεξίτητα καί κορυφάς ὑπερνεφεῖς τε καί ἠλιβάτους καί πάγους ὑπερυψήλους καί ἀποτόμους καί φάραγγας βαθείας τε καί κρημνώδεις καί σκοπέλους καί δυσχωρίας καί λόχμας καί βάραθρα ἀνάντη τε καί κατάντη, δυσάντη τε καί προσάντη πολλά, ἅ πάντα δυσκολοτάτην τε καί δυσχερεστάτην καί λίαν ἐπίπονόν τε καί κινδυνώδη ποιεῖται τήν διάβασιν· τό δέ δή μεῖζον ὅτι καί πολλῶν ἡμερῶν ὁδός ἡ διά τῶν τοιούτων τε καί τοσούτων δυσχερειῶν τε καί ἀνοδιῶν φέρουσα, ἥν μόλις ἄνδρες κούφως ὡπλισμένοι καί εὐσταλεῖς καί οὗτοί γε δή ξύν πόνῳ πολλῷ διαβαῖεν ἄν ἐν ὀκτώ καί δέκα ταῖς ὅλαις ἡμέραις, μή ὅτι γε στρατιά τοσαύτη ἱππική τε καί πεζική μεθ’ ὅπλων τε βάρους καί ἀποσκευῆς ὅσης οὐδ’ ἄν εἴποι τις, ἔτι δέ ἵππων τε καί ὑποζυγίων καί καμήλων καί ἡμιόνων πάντων ἀχθοφορούντων πολύ τι χρῆμα·
- [←70]
-
ἀλλ’ ὅμως ταῦτα πάντα παρ’ οὐδέν θέμενος ὁ βασιλεύς διαβαίνειν ἐπειρᾶτο. Ἐκτάξας οὖν καλῶς καί ὁπλίσας πᾶσαν τήν στρατιάν διέβαινε, τό μέν πεζόν ἔμπροσθεν ἐπί κέρως ἔχων ἀεί πορευόμενον, τά σκευοφόρα δ’ ἐν τῷ μέσῳ, τήν δέ ἵππον ὄπισθεν τάξας ξύν οὐραγοῖς τε καί ὀπισθοφύλαξιν· αὐτός δέ τό μέσον ἐπέχων τοῦ πεζοῦ ξύν ὀλίγοις ἱππόταις, ὅταν μέν ἐν στενοπόροις διέβαινεν, ἐς ὀξύ τό κέρας ξυνέστελλεν· ἔστι δ’ ὅτε καί μετωπηδόν ἐπί κέρως προῄει· ὅτε δ’ εὐρυτέρας ἐτύγχανε τῆς διόδου, κατά μικρόν ἀνέπτυσσε τό κέρας ἐς φάλαγγα καί κατά μέτωπον ἦγεν ἐν πλαισίῳ, ἔχων καί τούς ἐξ ἑκατέρου μέρους τῶν πλαγίων ξυντάξει προϊόντας μετωπηδόν, τοξότας τε καί ὁπλίτας, τούς μέν τά τόξα διά χειρός ἔχοντας ἐντεταμμένα ταῖς νευραῖς ξύν τοῖς βέλεσι, καί τούτους ἐναλλάξ τοῖς μέρεσιν, τούς μέν ἀριστερῶς βάλλοντας ἐπί τά δεξιά, τούς δεξιῶς δ’ ἐπί τά ἀριστερά, τούς δέ ὁπλίτας τά δόρατα φέροντας ἐπί τῶν ὤμων καί περιάγοντας ἀεί ἔνθεν κἀκεῖθεν καί πάλλοντας. καί ἡμέρας μέν οὕτω ἐπορεύετο, νυκτός δέ στρατοπεδευόμενος πυρά τε πολλά ἔκαιε πρό τοῦ στρατοπέδου μικρόν ἀπωτέρω καί φυλακάς εἶχεν ἰσχυράς ἐν κύκλῳ καί σκοπούς ξυχνούς πανταχόθεν καί προδρόμους, οὕς ἔταττεν ἡμέρας ἐν τοῖς ἐπικαιροτάτοις τῶν χωρίων, πάντοθεν ἀσφαλιζόμενος τό στρατόπεδον.
- [←71]
-
Ἐν τούτοις δέ καί τι ξυνέβη παράλογον, ὅπερ οὐ μικρῶς ἠνίασε τόν τε βασιλέα καί τούς ἐν τέλει καί πᾶσαν τήν στρατιάν. Ἐχθρός γάρ τις ἀνήρ καί δύσνους καί βάσκανος, μηδενός ὅλως ἔχων αἰτιᾶσθαι, μᾶλλον μέν οὖν καί προσοφείλων χάριτας, ἰδίᾳ δέ μόνον βασκανίᾳ καί κακουργίᾳ κινούμενος ἐπεβούλευε Μαχουμούτει τῷ πασίᾳ. Δραξάμενος οὖν ἐπιτηδείου πρός κακουργίαν καιροῦ, καί θαρρήσας τῇ δυσχωρίᾳ καί ἐλπίσας διαλαθεῖν, λάθρα τε καί μηδενός εἰδότος ἤ ὑφορωμένου τό ξύνολον, ἐντείνας τό τόξον βέλος ἀφίησι κατ’ αὐτοῦ, καί τυγχάνει μέν αὐτοῦ κατά τοῦ μετώπου, οὐ μήν γε καιρίαν ἔσχε πλῆξαι, ξυγχυθείς τε τόν λογισμόν τῷ παραλόγῳ τοῦ ἔργου καί τάς χείρας ἐκλυθείς τῇ ξυγχύσει· ἄλλως δέ πρός θάνατον ἄν ἦν ἡ πληγή. Θορύβου δέ καταστάντος ἐπί τούτῳ μεγίστου, καί τοῦ τε βασιλέως καί τῶν ἐν τέλει καί δή καί τῆς στρατιᾶς ἁπάσης ξυγχυθέντων οὐ μικρῶς τῷ παραλόγῳ τοῦ γεγονότος, καί ὥσπερ ἄν εἰ ἐπίασιν οἱ πολέμιοι αἴφνης, ξυλλαμβάνεται μέν εὐθύς ὁ κάκιστος καί δύστροπος ἐκεῖνος ἀνήρ, καί πρίν ἤ λόγου καί ἀπολογίας τυχεῖν δίδωσι δίκην τῆς τόλμης τήν ἀξίαν, κατακοπείς ὑπό τῆς στρατιᾶς ἀνοικτί μεληδόν, μόνον οὐ πάντων ἀπογευσαμένων τῶν αὐτοῦ σαρκῶν καί τοῦ αἵματος. Βασιλεύς δέ ξυσχεθείς ἀμέτρῳ λύπῃ καί ἀγωνίᾳ καί φόβῳ τῷ περί αὐτόν, εἰ ζημιωθήσεται ἄνδρα τηλικοῦτον καί μάλιστα ἐν τοιούτῳ τῆς ἀνάγκης καί τῶν πραγμάτων καιρῷ καί τόπῳ, καλεῖ μέν παραυτίκα Ἰαγούπην τόν αὐτοῦ ἰατρόν, ἄνδρα σοφόν καί τά πρῶτα τῆς τέχνης φέροντα, ὅση περί τε τό πρακτικόν καί φαινόμενον ἔχει, καί ὅση περί τό θεωρητικόν καί δογματικόν, καί δή καί μέγα δυνάμενον παρ’ αὐτῷ, καί πυνθάνεται περί τοῦ τραύματος. Μαθών δ’ ἐπιπόλαιον εἶναι καί μή πρός κίνδυνον φέρον, ἀνέπνευσέ τε καί τῆς λύπης ὑφεῖκε, καί πλεῖστα τούτῳ δωρησάμενος ἐκέλευσεν ἐπιμελεῖσθαι πάσῃ σπουδῇ. καί ὁ μέν ἐπιμελείας τῆς προσηκούσης τυχών ταχέως τοῦ τραύματος ἀπαλλάττεται.
- [←72]
-
Βασιλεύς δέ ἡμέρας ἑπτά πρός ταῖς δέκα προελαύνων ἀεί, καί φάραγγας βαθείας καί κρημνούς ἀποτόμους καί δυσχωρίας μεγίστας καί τόπους δυσβάτους καί ἀποκρότους καί πολλά τοιαῦτα προσάντη καί δυσχερῆ μόλις που καί ξύν πόνῳ πολλῷ διελθών, καί μεγίστας ὑπομείνας ταλαιπωρίας ἐν ὅπλοις αὐτός τε καί πᾶσα ἡ στρατιά διαβαίνει τόν Ταῦρον, καί καταβάς ἐς τό πεδίον στρατοπεδεύεται οὐ πόρρω Τιγρανοκέρτων. Χασάνης δέ τήν ἀθρόαν ἔφοδον τοῦ βασιλέως μαθών, καί ὡς δυσχωρίαν τοσαύτην καί ὁδόν ἀτριβῆ καί πλείστην καί τό ὅλον ἄβατον ἐς δεῦρο οὕτως εὐκόλως διέβη καί μετά τοσαύτης στρατιᾶς τε καί ὅπλων (καί) ἀποσκευῆς, καί πρός αὐτοῖς ἤλασε τοῖς βασιλείοις αὐτοῦ, ἐξεπλάγη τε τῷ παραλόγῳ τοῦ γεγονότος, καί οἷόν τινι βέλει τῶν ἐξ οὐρανοῦ πληγείς ἐς ἀμηχανίαν δεινήν καί φόβον ἐνέπεσε, μή ἔχων ὅ τι καί δράσειε· καί τέλος ἐς ἀνάγκην μεγίστην καταστάς ἐκπέμπει τήν αὐτοῦ μητέρα πρέσβιν ὡς βασιλέα μετά δώρων ὅτι πολλῶν, ἀπολογούμενός τε ὑπέρ ὧν ἔδοξε δρᾶσαι, καί ξυγγνωμην αἰτῶν, καί ἅμα δεόμενος ξύμμαχος εἶναι καί φίλος τοῦ βασιλέως. Ὁ δέ δέχεται ταύτην φιλίως καί τιμᾷ ταῖς πρεπούσαις τιμαῖς, καί λαλήσας εἰρηνικά μετ’ αὐτῆς σπένδεται καί δέχεται φίλον καί ξύμμαχον εἶναι Χασάνεα· οὐ μήν ἀπέπεμψέ γε ταύτην εὐθύς, ἀλλ’ ἔχων μεθ’ ἑαυτοῦ ἐπορεύετο. καί ὁ μέν βασιλεύς οὕτως.
- [←73]
-
Ο Κριτόβουλος μιλά εδώ για εικοσιοκτώ μέρες πολιορκίας, ο Χαλκοκονδύλης πιο κάτω για τριανταδύο και ο Αμιρούτζης για σαράντα περίπου.
- [←74]
-
Οἱ δέ τοῦ στόλου ἡγεμόνες καταπλεύσαντες ἐς Τραπεζοῦντα προσέσχον τοῖς λιμέσιν αὐτῆς, καί ἀποβάντες ξυνάπτουσι πόλεμον Τραπεζουντίοις ἐπεξελθοῦσι πρό τῆς πόλεως· καί τρεψάμενοι τούτους ξυνωθοῦσι βίᾳ καί κατακλείουσιν ἐντός τοῦ ἄστεος. Κρατήσαντες δέ τῆς ἔξω χώρας ἁπάσης καί τῆς παρόδου τῆς πρός τήν πόλιν, καί κύκλῳ περισχόντες αὐτούς τῷ στρατῷ κατά γῆν καί κατά θάλασσαν ταῖς ναυσίν ἐπολιόρκουν, παραφυλάττοντες ἰσχυρῶς τοῦ μή τι τῶν ἔνδον ἐξαγαγεῖν ἤ τῶν ἔξωθεν ἐσκομίσασθαι. Ἡμέραι μέν οὖν παρῆλθον ἑξῆς ὀκτώ πρός ταῖς εἴκοσι πολιορκουμένοις, ἐν αἷς ἐκδρομαί τινες ἐγίνοντο τῶν ἀπό τῆς πόλεως πρός τούς ἔξω, κἄν ταύταις οὐδέν ἔλαττον εἶχον οὗτοι τῶν πολεμίων, ὅμως γε μήν ξυνελαυνόμενοι βίᾳ ὀλίγοι ὑπό πολλῶν αὖθις ἐσωθοῦντο καί κατεκλείοντο ἐς τό ἄστυ. Μετά δέ ταῦτα παραγίνεται Μαχουμούτης ὁ πασίας ξύν τῇ κατά γῆν στρατιᾷ, προλαβών ἡμέρᾳ μιᾷ τόν βασιλέα, καί στρατοπεδευσάμενος οὐ πόρρω τοῦ ἄστεος, πέμψας ἄγγελον Θωμᾶν τόν Καταβοληνοῦ, λόγους προσφέρει τοῖς ἐν τῇ πόλει καί βασιλεῖ τούτων ξυμβατηρίους περί ἐνδόσεως ἑαυτῶν τε καί τῆς πόλεως, βέλτιον εἶναι λέγων αὐτοῖς καί τῶν κατά πολύ ξυμφέροντος καταπιστεῦσαι ἑαυτούς τε καί τήν πόλιν τῷ μεγάλῳ βασιλεῖ μετά γε ξυμβάσεων καί ὅρκων βεβαίων καί πίστεως· τοῦτο γάρ ἔσται πρός καλοῦ καί ἐπωφελοῦς αὐτοῖς τε κοινῇ τῷ τε βασιλεῖ ἰδίᾳ καί παισί τοῖς αὐτοῦ καί τοῖς γε περί αὐτόν πᾶσι, τῷ μέν, τυχόντι προνοίας παρά τοῦ μεγάλου βασιλέως, χώρας τε πολλῆς καί προσόδων ἱκανῶν ἔς τε διατροφήν αὐτοῖς καί ἀνάπαυσιν καί πᾶσαν ἄλλην χρείαν τε καί αὐτάρκειαν, τοῖς δέ, καθῆσθαι ξύν γυναιξί καί τέκνοις ἀπαθέσιν ὅλως κακῶν, ἔχουσι τήν τε πατρίδα καί τά ὑπάρχοντα. Εἰ δέ προκαλουμένου νῦν ἐπί ξυμβάσεις τοῦ μεγάλου βασιλέως παρακούσειαν, οὐκέτι ἕξουσι τοῦ λοιποῦ πρός αὐτόν ξυμβάσεών τε καί ξυνθηκῶν ὅλως μνησθῆναι, ἅπαξ ὀργῇ καί θυμῷ καταστάντος ἐς τό πολεμεῖν, ἀλλά κριθήσονται τά κατ’ αὐτούς ὅπλοις μᾶλλον τε καί σιδήρῳ, καί ἁλόντες πολέμῳ ὑποστήσονται φόνον τε καί διαρπαγήν καί δουλείαν καί ὅσα πολέμου καί ἁλώσεως πάθη. Καί ὁ μέν οὕτως.
- [←75]
-
Οἱ δέ ἐν τῇ πόλει καί βασιλεύς αὐτῶν ἀκούσαντες ταῦτα ἐδέξαντό τε τούς λόγους ἡσύχως, καί τοῦ μεγάλου βασιλέως ἔφασαν παραγενομένου ξυμβήσεσθαι. Τῇ δ’ ὑστεραίᾳ παραγίνεται καί οὗτος, καί στρατοπεδεύεται πρό τῆς πόλεως, καί κήρυκα πέμψας τόν Θωμᾶν, προκαλεῖται καί αὐτός ἐπί ξυμβάσεις αὐτούς ἐπί τοῖς αὐτοῖς καί ὁμοίοις, ἐφ’ οἷσπερ καί Μαχουμούτης. Οἱ δέ τοῦ κήρυκος ἀκούσαντες, δῶρα τε πλεῖστα καί κάλλιστα ἑτοιμάσαντες εὐθύς, καί ἄνδρας τούς ἀρίστους σφῶν ἀπολεξάμενοι καί πίστεις δόντες αὐτοῖς έκπέμπουσιν. Οἱ δέ ἀφικόμενοι προσκυνοῦσί τε τόν βασιλέα καί ξυνθήκας ποιοῦνται, καί ὅρκους δόντες καί λαβόντες παραδιδόασι τήν τε πόλιν καί ἑαυτοῦς βασιλεῖ, καί ἀνοίξαντες τάς πύλας δέχονται Μαχουμούτεα μετά τῆς στρατιᾶς, καί παραλαμβάνει Μαχουμούτης τήν πόλιν. Ἔξεισι δέ καί βασιλεύς Τραπεζοῦντος ξύν γε παισί καί τοῖς περί αὐτόν ἅπασιν ἐς προσκύνησιν τοῦ βασιλέως. Ὁ δέ δέχεται τοῦτον ἡμέρως καί φιλανθρώπως, καί δεξιωσάμενος καί τιμήσας τά εἰκότα, δωρεῖται πολυτρόπως αὐτόν τε καί τούς παῖδας καί τούς ξύν αὐτῷ πάντας.
- [←76]
-
Καί μετά τοῦτο ἐσέρχεται ἐς τήν πόλιν ὁ βασιλεύς, καί περιερχόμενος κατεθεᾶτο τε θέσιν αὐτῆς ἀσφάλειαν ἄλλην ἐπιτηδειότητα τῆς χώρας αὐτῆς, ἔτι δέ οἴκησιν τό πλῆθος τῶν ἐν αὐτῇ. Ἄνεισι ἔς ἀκρόπολιν τά βασίλεια, εἶδε ἐθαύμασε ἐχυρότητα ἄκρας τάς οἰκοδομάς βασιλείων λαμπρότητα, λόγου ἀξίαν διά πάντων ἀπέφαινε. Μετά κελεύει τόν βασιλέα τούς περί αὐτόν ἅπαντας δή τινας δυνάμει ὄντων πόλεως πλοῦτον κεκτημένων σύν γυναιξί παισί τοῖς ὑπάρχουσι πᾶσιν ἐξελθόντας ἐμβῆναι τριήρεις. Ἐκλέγεται παῖδας ἐφήβων ἀπό ἔξω ἁπάσης πεντακοσίους που μάλιστα χιλίους, καία ὐτούς ἐμβιβάζει ἐςτάς τριήρεις. Καί δωρησάμενος πολλά τοῖς ἡγεμόσι τῶν νεῶν, τριηράρχαις τέ φημι καί ναυάρχαις, ἔτι δέ κυβερνήταις καί κελευσταῖς καί τοῖς ἄλλοις, ἐκέλευσεν ἀποπλεῖν. καί οἱ μέν ἀνήγοντο, αὐτός δέ παρακατασχών τόν ἕνα τῶν ἡγεμόνων τοῦ στόλου, Κασίμην τόν σατράπην Καλλιουπόλεως, δίδωσιν αὐτῷ τήν σατραπείαν Τραπεζοῦντος, δίδωσι δέ καί τῶν ἀπό τῆς ἰδίας αὐλῆς ἄνδρας ἐπιλέκτους τετρακοσίους ἐς φυλακήν.
- [←77]
-
Δηλαδή το (6969 – 5508 =) 1461 μ. Χ. όπως εξηγήσαμε πιο πάνω.
- [←78]
-
Διαγαγών δέ οὐ πολλάς ἡμέρας αὐτοῦ καί τά ἐν τῇ πόλει καταστησάμενος πάντα, ὡς ἦν αὐτῷ κατά νοῦν, ἄρας ἐκεῖθεν ᾒει τήν αὐτήν αὖθις ἐπ’ οἴκου. Γενόμενος δέ κατά τήν Χασάνεω χώραν, ἀποπέμπει τήν μητέρα αὐτοῦ, πολλά δωρησάμενος καί τιμήσας, ἐκπέμπει δέ καί πρέσβεις ξύν αὐτῇ ἐς Χασάνεα τόν υἱόν, σπονδάς τε ἀνανεῶν καί φίλον καί ξύμμαχον, ᾗ πρόσθεν ἔφην, ἔχειν βουλόμενος. Ὁ δέ καί αὐτός ἀντιπέμπει πρέσβεις ἐς βασιλέα δῶρά τε φέροντας καί ξυγχαίροντας αὐτῷ τῶν κατορθωμάτων καί χάριν ὁμολογοῦντας τῆς ἐς τήν μητέρα τιμῆς, καί φιλίαν καί ξυμμαχίαν βεβαιοῦντας. Βασιλεύς δέ ἐκεῖθεν ὁρμηθείς καί ἀεί σπουδῇ ἐλαύνων ἐπί τά πρόσω, διαβαίνει τε τόν Ταῦρον ἀσφαλῶς καί πᾶσαν τήν μεταξύ διελθών ἐν οκτώ καί εἴκοσι ταῖς ὅλαις ἡμέραις ἀφικνεῖται ἐς τήν Προυσίου, καί τήν στρατιάν διαιρείς διαναπαύει αὐτόν τε καί τούς μετ’ αὐτοῦ ένταῦθα ἡμέρας οὐ συχνάς, καί μετά τοῦτο, φθινοπώρου λήγοντος ἤδη, παραγίνεται ἐς τό Βυζάντιον καί ἔννατον καί ἑξηκοστόν ἔτος πρός τοῖς ἐννακοσίοις καί ἑξακισχιλίοις τοῖς ὅλοις ἠνύετο, ἑνδέκατον δέ τῆς ἀρχῆς τῷ βασιλεῖ.
- [←79]
-
Ἀποδείξεις Ἱστοριῶν, βιβλίο ix, CSHB, Βόννη, 1843, σελ. 460-61.
- [←80]
-
Το Σμεντέρεβο τής Σερβίας, η Σπενδερόβη όπως γράφει ο Χαλκοκονδύλης στο κείμενο που προηγείται και δεν περιλαμβάνεται εδώ.
- [←81]
-
Η Άμαστρις (σήμερα Άμασρα), στα δυτικά τής νότιας ακτής τού Ευξείνου Πόντου, μεταξύ Ηράκλειας Ποντικής και Σινώπης, βρίσκεται στην περιοχή τής αρχαίας Παφλαγονίας. Αναφέρεται από τον Όμηρο ως Σήσαμος σε συνδυασμό με την Κύτωρο. Ο Στέφανος Βυζάντιος γράφει ότι αρχικά ονομαζόταν Κρώμνη. Η βασίλισσα Άμαστρις ήταν ανηψιά τού τελευταίου βασιλιά των Αχαιμενιδών Περσών Δαρείου Γ’, ο οποίος νικήθηκε από τον Αλέξανδρο. Ήταν σύζυγος τού τυράννου τής Ηράκλειας Ποντικής Διονυσίου και μετά τον θάνατό του σύζυγος τού Λυσιμάχου, ενός από τους επιγόνους τού Αλεξάνδρου. Η βασίλισσα Άμαστρις ένωσε σε πόλη με το όνομά της τις μικρές ιωνικές αποικίες Σήσαμο, Κύτωρο και Κρώμνη. Αργότερα, ύστερα από την κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους τής Τέταρτης Σταυροφορίας (1204), η Άμαστρις πέρασε στην αυτοκρατορία τής Τραπεζούντας που ιδρύθηκε τότε. Στη συνέχεια, στη διάρκεια τής επόμενης δεκαετίας, καταλήφθηκε από τους Σελτζούκους Τούρκους, που την κατείχαν μέχρι το 1261. Τότε η πόλη πέρασε στους Γενουάτες, που προσπαθούσαν να μονοπωλήσουν το εμπόριο τής Μαύρης Θάλασσας.
- [←82]
-
Το Ερζιντζάν στην αρχαία Ακιλησηνή, κοντά στην καμπή τού Ευφράτη προς νότο, υπήρξε πάντοτε σημαντική μεταβατική περιοχή ανάμεσα σε αντιμαχόμενες αυτοκρατορίες. Εδώ, μετά την αποχώρηση τού Ταμερλάνου από την Ανατολία και τον θάνατό του, το κράτος των Ακ Κογιουνλού (Ασπροπροβατάδων) τού Ουζούν Χασάν επιχειρούσε να αποκτήσει τον έλεγχο τού Ερζιντζάν.
- [←83]
-
Καί ὡς αὐτῷ προσεχώρησεν ἡ πόλις, ὥρμητο μέν ἐς Πελοπόννησον στρατεύεσθαι, μετά δέ ἀφικόμενος ἐς Βυζάντιον καί ἐς τήν Ἀσίαν διαβάς ἤλαυνεν ἐπί Ἄμαστριν τήν Ἰανυΐων πόλιν, ἐπί τῷ Εὐξείνῳ πόντῳ. οἱ γάρ Ἰανύϊοι πρέσβεις πέμψαντες ᾐτοῦντο τήν Γαλατίην πόλιν οὖσαν σφῶν, οὐδέν ἠδικηκότες, καί σπονδάς ἐχόντων αὐτῷ. καί εἰ προσεχώρησε δέ κατά τήν Βυζαντίου ἅλωσιν, ἠξίουν αὖθις σφίσιν ἀποδοθῆναι. βασιλεύς μέν οὖν ἀπεκρίνατο, ὡς οὔτε αὐτός ἀδικοίη, οὔτε ἐλάσας ἕλοι τήν πόλιν, ἀλλ’ οἱ τῆς πόλεως ἄρχοντες ἀφικόμενοι ὡς αὐτόν παρέδωκάν τε σφᾶς, ἀξιοῦντες εὖ πάσχειν ὑπό βασιλέως, καί ταύτῃ παραλαβών τήν πόλιν οὐδένα ἠδικηκώς εἴη. διά ταῦτα δή τόν πόλεμον ἀπαγγελλόντων τῶν Ἰανυΐων τότε, ἤλαυνεν ἐπί Ἄμαστριν πόλιν ἐπί τῷ Εὐξείνῳ πόντῳ. ἐλαύνων δέ ἐφέρετο μέν χαλκόν ἄπλετον ἐπί τῶν καμήλων καί ὑποζυγίων, ἤγετο δέ καί τόν ἀπό τῆς Ἀσίας στρατόν. ὡς δέ ἀφικόμενος ἐπολιόρκει τήν πόλιν, προσεχώρησεν ἡ πόλις αὐτῷ καθ’ ὁμολογίαν. παραλαβών δέ τήν πόλιν, τό μέν τρίτον μέρος αὐτοῦ καταλιπών ἐν τῇ πόλει, τάς δύο μοίρας ἀγαγών τῆς πόλεως ἐς Βυζάντιον κατῴκισε, καί τινας τῶν παίδων αὐτοῦ τῆς πόλεως ἐξελόμενος ἑαυτῷ ἐκομίζετο ἐπ’ οἴκου. ἔνθα δή αὐτῷ ἠγγέλλετο τά Χασάνεω πράγματα χωρεῖν ἐπί μέγα δυνάμεως καί Ἐρτζιγγάνην τά Ἀρμενίων βασίλεια.
- [←84]
-
Ἀποδείξεις Ἱστοριῶν, βιβλίο ix, CSHB, Βόννη, 1843, σελ. 485-98.
- [←85]
-
Ο Ουζούν («Μακρύς», δηλαδή Ψηλός) Χασάν (1423-1478) ήταν σουλτάνος τής τουρκομανικής δυναστείας των Ακ Κογιουνλού (Ασπροπροβατάδων). Ήταν ηγεμόνας τού δυτικού Ιράν, το οποίο περιλάμβανε επίσης τμήματα τού σημερινού Ιράκ, τής Τουρκίας, τού Αζερμπαϊτζάν και τής Αρμενίας.
- [←86]
-
Τοῦ δ’ ἐπιγιγνομένου θέρους, ὡς τό ἔαρ ἐπεγένετο, ἐστρατεύετο Μεχμέτης ἐπί τόν Κασταμονίης τε καί Σινώπης ἡγεμόνα, αἰτιασάμενος, ὅτι Χασάνῃ τῷ μακρῷ ἐπιτήδειός τε ἦν, καί ἐδόκει ἂν μεταστῆναι μετ’ αὐτοῦ ἐπί τήν Μεχμέτεω χώραν, ἐπιόντα ἅμα ἐκείνῳ στρατεύεσθαι. λέγεται μέν δή καί ἄλλα, ὡς ὁ Ἀμάρλεω ἀδελφός διατρίβων ἐν ταῖς βασιλέως θύραις συνεβούλευε βασιλεῖ στρατεύεσθαι ἐπί τόν ἀδελφόν. πληρώσας δέ ναῦς, πλοῖά τε καί τριήρεις, ἀμφί τά πεντήκοντα καί ἑκατόν κατά θάλασσαν, καί αὐτός διαβάς ἐς τήν Ἀσίαν, ἐκομίζετο πεζῇ διά τῆς ἠπείρου, καί ὁ στόλος αὐτῷ διά θαλάσσης ἐν χρῷ παραλαβών τήν Ἀσίαν, ἐς ὃ ἀφίκετο ἐπί Σινώπην.
- [←87]
-
Πεντέμιση περίπου χλμ, αφού το στάδιο είναι 200 περίπου μέτρα.
- [←88]
-
Τέσσερα περίπου χλμ.
- [←89]
-
καί ὁ βασιλεύς στρατευσάμενος διά τῆς Κασταμόνης πόλεως διελαύνων ἀφίκετο ἐπί Σινώπην. ἔστι δ’ ἡ πόλις αὕτη προκειμένη περί τόν Εὔξεινον πόντον, διατείνει δέ χερρόνησος οὖσα ἐς τήν θάλασσαν ἐπί σταδίους εἴκοσι καί ἑπτά, καί παρά τῷ ἰσθμῷ ᾤκηται ἡ πόλις, ἐφ’ ἑκάτερα ἔχουσα τήν θάλασσαν καί λιμένα αὐτοφυῆ. ἡ δέ ἐπέκεινα τῆς πόλεως ἔσω διατείνουσα χερρόνησος διήκει ἐπί σταδίους εἴκοσιν, ἔμπλεως δέ ἐστι παραδείσων τε καί δένδρων παντοδαπῶν, ἡμέρων τε καί ἀγρίων, Πόρδαπας ὀνομαζομένη, ἔχουσά τε ἐντός δορκάδια λαγωούς τε καί ἀλλ’ ἄττα κυνηγέσιμα. ἡ δέ πόλις ἐρυμνή μέν ἐστιν ἐφ’ ἑκάτερα τῆς θαλάσσης ἐς τά μάλιστα, περικαλλεστάτη τε καί ὡραία· ἀπό δέ τῆς ἠπείρου ἀνέχει μέν ἡ πόλις ἐπί ἀκτήν τινα. ἡ δέ ἀπό τῆς χερρονήσου χώρα τῆς πόλεως πεδεινή τε καί οἵα προσβάλλειν τῷ τείχει ὡς ῥᾷστα.
- [←90]
-
Στον Μαχμούτ πασά Αγγέλοβιτς (1420-1474) αναφερθήκαμε σε προηγούμενη υποσημείωση.
- [←91]
-
Ύστερα από διαδοχικές καταλήψεις και ανακαταλήψεις, η Σινώπη πέρασε οριστικά υπό τουρκικό έλεχο το 1265. Με την παρακμή των Σελτζούκων, η πόλη έγινε έδρα δύο διαδοχικών ανεξάρτητων εμιράτων: τού Περβάνε (μέχρι το 1292) και τού Τζαντάρ ή Ισφεντιγιάρ (1292-1461). Ο Κεμαλεντίν Ισμαήλ μπέης (βασ. 1443-1461) που αναφέρεται εδώ ήταν εμίρης τής Σινώπης μέχρι τρεις μήνες πριν από την προσάρτησή της στο οθωμανικό σουλτανάτο. Τελευταίος Ισφεντιγιάρ εμίρης ήταν ο γιος τού Ισμαήλ, ο Κιζίλ (Κόκκινος) Αχμέτ μπέης, που βασίλευσε τρεις μόνο μήνες.
- [←92]
-
Ισφεντιγιάρ μπέης (βασ. 1385-1440), ο πατέρας τού Ισμαήλ.
- [←93]
-
Μαχουμούτης μέν οὖν ἐλάσας ἐπί τήν πόλιν, πρίν ἢ βασιλέα ἀφικέσθαι ἐς τό στρατόπεδον, προσέφερε λόγους τῷ Ἰσμαήλῃ, λέγων τοιάδε. “ὦ παῖ Σκενδέρεω, σύ μέν γένους εἶ τῶν Τούρκων ἐπιφανοῦς, καί τόν γε βασιλέα οἶσθα ὡς τοῦ γένους τούτου ὢν πρός τε τούς πολεμίους τοῦ Μεχμέτεω ἥρωος οὐ παύεται διαπολεμῶν. τί οὖν οὐχ ἡσυχίαν ἄγων, καί τἀδελφῷ τῷ σῷ τήν ἡμίσειαν ἀρχήν ἐπιτρέπων, ἐς τό ἥμισυ βασιλεύειν ἐθέλεις, ἀλλ’ ἀφελόμενος τόν ἀδελφόν τόν σόν σύμπασαν ἤδη τήν ἀρχήν διέπεις, ἐναντία βασιλέως φερόμενος; νῦν οὖν, ὅπως τάδε ἐπί τό βέλτιον καταστῇ, ἴσθι, ἐξιών ἔλθε ὡς βασιλέα, σαυτόν ἐπιτρέψων τε ἅμα καί τήν ἡγεμονίαν. καί οὕτω σαφῶς ἴσθι ὡς οὐδέν ἄχαρι πεισόμενος πρός βασιλέως, οὐδέ τό ὑπερβαλεῖν χάριν τοιάνδε αὐτῷ καταθέμενος. καί ἔσται σοι χώρα οὐκ ἐλάττων τῆσδε τῆς σῆς χώρας, καί ἅμα ἐν ἀσφαλείᾳ βιοτεύων εὐδαιμονίαν μέν ἄλυπον ἕξεις, πράγματα δέ οὔτε πρός τῶν πολεμίων ἡμῖν τε καί σοί ἔσται τοῦ λοιποῦ, οὔτε πρός τοῦ ἀδελφοῦ ἐπιτιθεμένου σοί ἀεί καί ἐς τήν ἀρχήν ἐπιβουλεύοντος. ἴθι οὖν, αὐτός ἐξηγοῦ, ὁποίαν σοι ἐν τῇ Εὐρώπῃ ἀρχήν ζητεῖς παρά βασιλέως, ὡς ἂν διαπράξωμαι περί αὐτῆς ἐς τόν βασιλέα.”
- [←94]
-
Το 1458 πέθανε ο δεσπότης Σερβίας Λάζαρ Μπράνκοβιτς (βασ. 1456-1458). Ο Μιχαΐλο, αδελφός τού Μαχμούτ, έγινε μέλος συλλογικής αντιβασιλείας, αλλά σύντομα καθαιρέθηκε από την αντι-οθωμανική και φιλο-ουγγρική παράταξη τής σερβικής αυλής.
- [←95]
-
Ο Κριτόβουλος πιο πάνω μιλά για τα Σκόπια. Η Φιλιππούπολη είναι το σημερινό Πλόβντιβ τής Βουλγαρίας.
- [←96]
-
ταῦτα μέν Μαχουμούτης ὁ Μιχαήλου ἡγεμών ἔλεγεν. Ἰσμαήλης δ’ ὑπολαβών ἔλεγεν· “ἀλλ’ ἐχρῆν μέν, ὦ Μαχουμούτη, ἐς τούς ἥρωος πολεμίους στρατευόμενον τόν βασιλέα ἐλαύνειν, καί οὐκ ἐπί τούς ὁμοφύλους καί ὁμοπίστους· οὐ γάρ θέμις ἄνδρα ὁμόφυλον καί ὑπόσπονδον, μή ὑπάρξαντα ἀδικίας, πρότερον καταλύειν ἐλθόντα. ἡμεῖς δέ οὔτε ἄδικόν τι ἐς βασιλέα ἐπράξαμεν, οὔτε τάς σπονδάς παραβαίνομεν. εἰ δέ ταῦτα μέν οὖν καί αὐτός ἐντεθύμηται βασιλεύς, πρός δέ Χασάνην τόν πόλεμον ταύτην οἱ τήν χώραν ἐθέλει γενέσθαι, φέρε ἐπιδότω ἡμῖν Φιλιππόπολιν ἀντί τῆσδε τῆς χώρας, ὥστε μή ὑπόφορον ἔχειν, ἀλλ’ ἀτελῆ, καί χωρήσομεν ὡς βασιλέα, πιστεύοντες αὐτοῦ τῇ ἐπιεικείᾳ. ὁρᾶτε οὖν τήν πόλιν, ὡς ἐν ὀχυρῷ πάνυ ᾠκημένη καί κεκοσμημένη ὅπλοις. τετρακοσίους μέν τηλεβόλους, τηλεβολίσκους δέ ἀμφί τούς δισχιλίους καί ἄνδρας ὑπέρ τούς μυρίους παρέχει, ὡς ἀσφαλέστατα μέν ἡμῖν τε αὐτοῖς ἀμύνεσθαι, καί τοῖς πολεμίοις ὡς ἐπιζήμια.”
- [←97]
-
ταῦτα ἀκούσας ὁ Μαχουμούτης, καί ἡσθείς πάνυ τοῖς Ἰσμαήλεω λόγοις, προήλαυνεν ἐπί βασιλέα ὡς ἐπί τῇ ξυμβάσει τῆς πόλεως συνησθησόμενος βασιλεῖ. βασιλεύς μέν ὡς ἐπύθετο ἕκαστα τά ἀπό Ἰσμαήλεω, ἕτοιμος ἦν σπένδεσθαι, ἐφ’ οἷς προΐσχετο Ἰσμαήλης αἰτῶν, καί τήν τε Φιλιππόπολιν παρείχετο. καί Ἰσμαήλης ξύμπαντα τόν ὄλβον ἀποφερόμενος ὑπεξεχώρει ἐκ τῆς πόλεως, ἐς τήν Εὐρώπην διακομιζόμενος ἐπί τήν χώραν, ἣν αὐτῷ παρέσχε βασιλεύς. ἐνταῦθα ὡς παρέλαβε τε τήν πόλιν ὁ βασιλεύς, καί Ἰσμαήλην τε ἔπεμπεν ἐς τήν Εὐρώπην, τά τε ἄλλα, ὅσα ἐς τήν ἀρχήν αὐτοῦ διετέλει, προσεχώρησεν αὐτίκα τῷ βασιλεῖ, καί δή καί Κασταμώνη πόλις εὐδαίμων ἐρυμνή τε ἐς τά μάλιστα, ἐς ἣν γυναῖκά τε καί παῖδας ὑπεξέθετο καί αὐτός παρεσκευάζετο ἐν Σινώπῃ πολιορκησόμενος.
- [←98]
-
Σήμερα Καραντενίζ Ερεγλί.
- [←99]
-
Ο Τουργούτ, όπως θα δούμε πιο κάτω, ήταν πεθερός τού Μωάμεθ Β’. Η χώρα τού Τουργούτ, αφού βρισκόταν ανατολικά τού εμιράτου τής Σινώπης, όπως περιγράφει εδώ ο Χαλκοκονδύλης, πρέπει να ήταν κάποιο από τα μικρά εμιράτα μεταξύ Ισφεντιγιάρ και αυτοκρατορίας Τραπεζούντας, τα οποία (βλέπε χάρτη στην αρχή αυτού τού κεφαλαίου) ονομάζονται ομαδικά Τζανίκ. Τα μικρά αυτά εμιράτα, που είχαν ήδη ενσωματωθεί στο οθωμανικό σουλτανάτο την εποχή τής εκστρατείας τού Μωάμεθ Β’ το 1461, ήσαν τα εξής: (α) Μπάφρα (πρωτεύουσα Μπάφρα, ενσωμάτωση 1460), (β) Χατζηεμίρ (πρωτ. Μεσουντίγιε στην ενδοχώρα τού Ορντού, ενσωμ. 1427), (γ) Κουμπάτ (Λαντίκ, ενσωμ. 1428), (δ) Κουτλουσάχ (Αμάσεια, ενσωμ. 1381), Τατζεττίν (Νικσάρ, ενσωμ. 1415), Τασάν (Μερζιφών, ενσωμ. 1398).
- [←100]
-
Ο Αλφόνσο ο Καλόκαρδος (1396-1458) ήταν βασιλιάς τής Αραγωνίας (ως Αλφόνσο Ε’), τής Βαλένθια (ως Αλφόνσο Γ’), τής Μαγιόρκα, τής Σαρδηνίας και τής Κορσικής (ως Αλφόνσο Β’), τής Σικελίας (ως Αλφόνσο Α’), κόμης Βαρκελώνης (ως Αλφόνσο Δ’) από το 1416 και βασιλιάς τής Νάπολης (ως Αλφόνσο Α’) από το 1442 μέχρι τον θάνατό του.
- [←101]
-
Ο Χαλκοκονδύλης αναφέρεται εδώ στη συνθήκη τού Λόντι (1454). Κατά τη διάρκεια τού 15ου αιώνα στην ιταλική ηπειρωτική χώρα κυριαρχούσαν πέντε μεγάλες δυνάμεις: η Βενετία, το Μιλάνο, η Φλωρεντία, τα παπικά κράτη και η Νάπολη. Καμία δεν είχε τη δυνατότητα να νικήσει όλες τις άλλες. Η ισορροπία δυνάμεων ήταν προς το συμφέρον όλων και επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό μετά το 1454, όταν η Βενετία και το Μιλάνο επέλυσαν τις μακροχρόνιες διαφορές τους σε συνθήκη που υπογράφηκε στο Λόντι τής Λομβαρδίας. Αργότερα το ίδιο έτος η Φλωρεντία συγκρότησε αμυντική συμμαχία με το Μιλάνο και τη Βενετία. Στις αρχές τού 1455 ο πάπας και ο βασιλιάς τής Νάπολης μπήκαν επίσης στη συμμαχία που αναφέρεται συνήθως ως Ιταλική Ένωση (λίγκα), στην οποία και οι πέντε δυνάμεις υποσχέθηκαν αμοιβαία μη επιθετικότητα.
- [←102]
-
Ἡ δέ χώρα αὕτη τοῦ Ἰσμαήλεω ἄρχεται μέν ἀπό τῆς ἐς τόν Πόντον Ἡρακλείας πόλεως τοῦ βασιλέως, διατείνει δέ διά τοῦ Πόντου ἐς τήν Παφλαγόνων χώραν καί ἐπί τήν Τουργούτεω χώραν, ὀλβιωτάτη δέ οὖσα πρόσοδον ἔχει ἐς τάς εἴκοσι μυριάδας χρυσίου τοῦ ἔτους στατῆρας. χαλκόν δέ, ὡς καί ἄλλοθι μοι τοῦ λόγου, φέρει ἡ χώρα αὕτη μόνη τῶν ἐν τῇ Ἀσίᾳ, χαλκόν δέ κάλλιστον μετά γε τόν Ἰβηρίας χαλκόν, ἀφ’ οὗ δή προσῄει τῷ βασιλεῖ ἐπέτειος φόρος χρυσίου πέντε μυριάδες στατήρων. πλοῖα δέ ἐπῆν ἐν τῷ λιμένι τῆς Σινώπης ἄλλα τε καί ναῦς στρογγύλη, ἣν ἐναυπηγήσατο Ἰσμαήλης, ἐνακοσίων πίθων. ταύτην μέν οὖν ἐς Βυζάντιον ἔπεμψε, ᾗ δή καί βασιλεύς ἐναυπηγεῖτο ναῦν μεγίστην δή τῶν πώποτε γενομένων νεῶν μετά γε τήν Οὐενετῶν καί βασιλέως τοῦ Ταρακωνησίων Ἀλφόνσου. Ἀλφόνσος γάρ δή πρῶτος ναῦν ἐναυπηγήσατο πίθων ὡς τετρακισχιλίων· καί ὕστερόν τε ἡ Οὐενετῶν πόλις, ἐπείτε εἰρήνη ἐγένετο σφίσι πρός τόν Λιγυρίας τύραννον καί Ταρακώνων, ἐναυπηγήσαντο καί αὐτοί ναῦς δύο, μεγίστας δή ἁπασῶν τῶν γενομένων νεῶν. αἱ μέν δή τοῦ Ταρακώνων βασιλέως νῆες ὑπό μεγέθους σφίσιν αὐταῖς ἐμπεσοῦσαι διεφθάρησαν ἐν τῷ λιμένι, καί οὐκ ἔφθησαν ἐκπλεῦσαί ποι ἐς πέλαγος γενόμεναι. βασιλεύς δέ καί αὐτός πυνθανόμενος ταῦτα ἐναυπηγεῖτο ναῦν ὡς τρισχιλίων πίθων· καί οὐ πολλῷ ὕστερον ὑπό μεγέθους τοῦ ἱστοῦ ἀπώλετο, ὅτε, καθότι ἐς τήν ναῦν ἠνεῴχθη, καί ἄντλον ποιουμένη πολύν ἐπί συχνόν τινα χρόνον, ὡς ἐξέχυτο ὑπό τετρακοσίων τεταγμένων ἐς τοῦτο, μετά ταῦτα κατέδυ αὐτή ἐν τῷ λιμένι καί ἠφανίσθη ὑπό θαλάσσης. καί ὁ ναύκληρος τῆς νηός ἀπέδρα, δείσας βασιλέα Μεχμέτην.
- [←103]
-
Ο Ιωάννης Δ’ Μέγας Κομνηνός (1403–1460) υπήρξε αυτοκράτορας Τραπεζούντας από το 1429 μέχρι το 1459. Ήταν γιος τού αυτοκράτορα Αλεξίου Δ’ τής Τραπεζούντας και τής Θεοδώρας Καντακουζηνής.
- [←104]
-
Ο Δαβίδ Μέγας Κομνηνός (1408–1463) ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας Τραπεζούντας από το 1459 μέχρι το 1461. Ήταν ο τρίτος γιος τού αυτοκράτορα Αλεξίου Δ’ τής Τραπεζούντας και τής Θεοδώρας Καντακουζηνής.
- [←105]
-
Το 1458 ο Ουζούν Χασάν παντρεύτηκε τη Θεοδώρα Μεγάλη Κομνηνή, κόρη τού αυτοκράτορα Ιωάννη Δ’ τής Τραπεζούντας και τής Γεωργιανής συζύγου του Μπαγκρατιόνι. Η Θεοδώρα είναι γνωστή στους ιστορικούς ως Δέσποινα Χατούν.
- [←106]
-
Εννοώντας ότι ο σουλτάνος θα είχε κατακτήσει τα εδάφη τους ή τα όμορα με την επικράτεια των Ακ Κογιουνλού εδάφη.
- [←107]
-
Το 1075, ύστερα από 700 χρόνια βυζαντινής κυριαρχίας, η Αμάσεια κατακτήθηκε από τούς Τουρκομάνους εμίρηδες Ντανισμέντ. Υπήρξε πρωτεύουσά τους μέχρι την προσάρτηση τού εμιράτου από τούς Σελτζούκους υπό τον Κίλιτζ Αρσλάν Β’ (βασ. 1156-1192). Η Αμάσεια υπό τούς Σελτζούκους και αργότερο υπό τούς Μογγόλους τού Ιλχανάτου (1256-1335) έγινε κέντρο ισλαμικού πολιτισμού. Η Αμάσεια ενσωματώθηκε στο οθωμανικό σουλτανάτο από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ Α’ «Κεραυνό» (Γιλντιρίμ, βασ. 1389-1403) και αναπτύχθηκε ως κέντρο μάθησης. Τα παιδιά των Οθωμανών ηγεμόνων στέλνονταν εκεί για εκπαίδευση. Στα πλαίσια τής προετοιμασίας τους για τη μελλοντική άσκηση εξουσίας σουλτάνου, συχνά διορίζονταν διοικητές Αμάσειας. Μελλοντικοί σουλτάνοι από τον Βαγιαζήτ Α’ μέχρι τον Μουράτ Γ’ (βασ. 1574-1595) εκπαιδεύτηκαν στην Αμάσεια και κατείχαν τη θέση τού κυβερνήτη της στα νιάτα τους. Εδώ πρόκειται για τον Βαγιαζήτ, τον πρωτότοκο γιο τού Μωάμεθ Β’, ο οποίος βασίλευσε ως Οθωμανός σουλτάνος Βαγιαζήτ Β’ (1481-1512) μετά τον θάνατο τού πατέρα του.
- [←108]
-
Ἀλλά τοῦτο μέν ὕστερον ἐγένετο· τότε δέ βασιλεύς παραλαβών τήν Ἰσμαήλεω τοῦ Σκενδέρεω χώραν ἴετο ὁμόσε ἐπί Χασάνην τόν μακρόν καί ἐπί Κολχίδα, ὡς καθαιρήσων βασιλέα τῆς Τραπεζοῦντος, ὃς ἐπιτηδείως ἔχων τόν Χασάνην καί συνήθης γενόμενος, καί μᾶλλον ὁ ἀδελφός αὐτοῦ βασιλεύς Ἰωάννης, καί αὐτός βασιλεύς Δαβίδ ἐξέδοτο ἐς γάμον θυγατέρα Ἰωάννου καί Δαβίδ ἀνεψιάν Χασάνῃ τῷ μακρῷ. καί προσεδεῖτο βασιλεύς Δαβίδ τόν Χασάνην διαπράξασθαι [τόν Χασάνην] ἐς τόν βασιλέα Μεχμέτην τοῦ λοιποῦ μή ἀπάγειν τόν φόρον τῆς Τραπεζοῦντος πρός αὐτόν, ἀλλά ζητῶν μᾶλλον ἀποχαρίσασθαι τῷ Χασάνῃ βασιλεύς Μεχμέτης. οἱ μέν οὖν Χασάνεω πρέσβεις ἐς βασιλέα ἀφικόμενοι διελέγοντο μέν καί ἄλλα ὑπερηφανῆ, ἐν δέ δή καί τόδε ἠξίουν, σφίσιν ἀφεθῆναι τόν τῆς Κολχίδος χώρας φόρον. τούτους μέν οὖν ἀπέπεμψε βασιλεύς ἐπαπειλήσας, ὡς τοῦ λοιποῦ εἴσονται οὐκ εἰς μακράν, ὅτου δέοι τοῦ βασιλέως προσδεῖσθαι. τότε δή οὖν τά τῆς Καππαδοκίας ἐλαύνων, καί διεξελαύνοντι ὅ τε παῖς αὐτῷ προσῄει ὁ πρεσβύτερος, ὁ τήν Ἀμασίαν διαιτώμενος, δῶρα τε μεγάλα ἔφερε τῷ πατρί, καί προσεκύνησεν αὐτόν ἐπί γῆς, ὥς γε τούτοις νομίζεται.
- [←109]
-
Η επικράτεια των Ακ Κογιουνλού (1378-1501) εκτεινόταν στα βόρεια μέχρι τη Σεβάστεια στα δυτικά και την Κασπία θάλασσα στα ανατολικά, εφαπτόμενη στο νότιο όριο τής αυτοκρατορίας τής Τραπεζούντας. Δυτικό όριο των Ακ Κογιουνλού ήταν ο ποταμός Ευφράτης και νότιο ο Περσικός κόλπος.
- [←110]
-
Το όνομα λείπει στο χειρόγραφο.
- [←111]
-
Η Σάρα Χατούν, επιδέξια διπλωμάτης.
- [←112]
-
παρεγένετο δέ τῷ βασιλεῖ καί ὁ πενθερός αὐτοῦ Τουργούτης, οὗ τήν θυγατέρα ἀγόμενος ὅ τε βασιλεύς καί ἀρεσκόμενος ταύτῃ ἐχρῆτό τε δεύτερον, μετά γε τάς ἐν τῷ κοιτῶνι αὐτοῦ γυναῖκας, καί τόν γε ἀδελφόν τῆς γυναικός, ἐς τάς θύρας αὐτῷ παραγενόμενον καί διατρίβοντα ἐν ταῖς θύραις, περιάγειν, ὅπου ἂν στρατεύηται. τότε μέν δή διελαύνοντι ὑπήντα τῷ βασιλεῖ δῶρα φέρων ὡς μέγιστα. ἐπεί δέ παραμειψάμενος τήν Σεβάστειαν ἐσέβαλεν ἐς τήν Χασάνεω χώραν, πολίχνην μέν…. τοὔνομα ἐπιών παρεστήσατο. μετά δέ προϊόντι ἀφικνεῖται ἐς αὐτόν βασιλέα ἡ τοῦ Χασάνεω μήτηρ, φέρουσά τε δῶρα λαμπρά καί ὑπέρ τοῦ παιδός διαπρεσβευομένη.
- [←113]
-
Πατέρας τού Μωάμεθ Β’ Πορθητή ήταν ο Οθωμανός σουλτάνος Μουράτ Β’ (1421-1444 και 1446-1451).
- [←114]
-
Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Α’ Κεραυνός (Γιλντιρίμ, βασ. 1389-1402) νικήθηκε και αιχμαλωτίστηκε από τον Ταμερλάνο (Τιμούρ) στη Μάχη τής Αγκύρας το 1402 και πέθανε στην αιχμαλωσία. Την παρέμβαση τού Ταμερλάνου είχαν προκαλέσει οι Τουρκομάνοι εμίρηδες τής Ανατολίας, επειδή ο Βαγιαζήτ με τον ιερό του πόλεμο (τζιχάντ) δεν κατακτούσε μόνο εδάφη απίστων, δηλαδή χριστιανών, αλλά είχε προσαρτήσει και τα μικρασιατικά τους εμιράτα στο οθωμανικό.
- [←115]
-
ἐλθοῦσα δέ ἐς ὄψιν τῷ βασιλεῖ ἔλεγε τοιάδε. “ὦ βασιλεῦ Ὀτουμάνεω Ἀμουράτεω παῖ, ἐμέ τήνδε ἀπέστειλε Χασάνης ὁ ἐμός παῖς, εὐνοῶν μέν τοῖς σοῖς πράγμασι, καί οὔτε ἀχθόμενος τῇ εὐδαιμονίᾳ τῇ σῇ, οὔτε ἀπαγορεύων χαρίζεσθαί σοι, ἐφ’ ὅ τι ἂν αὐτῷ παραγγέλῃς. ἐγώ δέ σοι ἀπ’ ἐμαυτοῦ τάδε· δαιμόνιε ἀνδρῶν, τί οὕτω προσφέρεις ἡμῖν τοῖς ὁμοφύλοις ὑπεναντίως πόλεμον; ἢ οὐκ οἶσθα, ὡς Παιαζήτην τόν λαίλαπα, Ἀμουράτεω παῖδα, περί ταῦτα δή πλημμελοῦντα καί ἐξαμαρτόντα τά μέγιστα ἐς τούς ὁμοφύλους, ἡ δίκη φέρουσα ἐπέβαλεν αὐτῷ τήν χεῖρα καί ἀπώλετο ὑπό βασιλέως Τεμήρεω; καί σοί μέν ἐς τόδε ἠπίως προσφερομένῳ τοῖς ὁμοφύλοις, καί οὐδενί κακόν τι ἀνήκεστον ἐργασαμένῳ, πολλήν μέν καί ἄφθονον τήν εὐδαιμονίαν παρέχεται ὁ θεός, διδόντος σοι ταῦτα τοῦ ἥρωος, πολλήν δέ καί εὐδαίμονα χώραν καί πόλεις καί βασιλεῖς παρέχεται ὑποχειρίους σοι γίγνεσθαι καί αἰχμαλώτους. καί ταῦτα δή σύ ἐπίστασαι, ὡς οὐκέτι δή ἐς τόδε ἐξυβρίσαντι ἐς τούς ἑαυτοῦ ἄνδρας παρέχεταί σοι καταστρέφεσθαι· ὡς ἔνιοι τήν φύσιν τε καί ψυχήν αὐθαδέστατοι καί ἀναιδεῖς οἴονται, ὡς δίκη οὐδαμοῦ γῆς ἀνθρώποις ἐπεξέρχεται, ἀλλ’ αὐτά εἰκῇ χωρεῖν πέφυκε σφίσι τά πράγματα. μή, ἐφ’ ὅ τι ἂν γένοιτο ἕκαστος τραπόμενος, τοῦτο αὐτῷ θεμιτόν εἶναι καί δίκαιον, καί τῷ δυνατῷ τυράννῳ καί βασιλεῖ προχωρεῖ ἕκαστα σύν δίκῃ ἐπιγενόμενα αὐτοῖς. ἀλλά θεός μέν τάς μοίρας διανειμάμενος, τήν τε φαύλην καί ἀγαθήν, ἐς ἄμφω ταύτας διακρίνει τούς τῇδε ἀνθρώπων παραγινομένους. οἷς δ’ ἂν διανέμηται ἀρίστην μοῖραν, καί μετά θάνατον οὕτω δεσμούμενος τιμωρεῖταί τε ἐς τά μάλιστα. πέφυκε δέ ἄλλως τό θεῖον, ὅτῳ ἄν τις ξυνομολογῇ, τούτῳ συντίθεσθαι· ἢν δέ παραβαίνῃ, ἐπιτρίβεσθαι τό παράπαν. σύ δέ ἐς μέγα ἥκεις εὐδαιμονίας τῶν γε νῦν ὄντων ἀνά τήν οἰκουμένην βασιλέων διά τό πείθεσθαι τῷ ἥρωϊ καί μή παραβαίνειν τά νομιζόμενα, καί τοῦ γε λοιποῦ ἄρχειν ἁπάντων ἀνθρώπων. καί οἷς δ’ ἂν ξυντιθοῖτο ὁ ἄνθρωπος, εἴτε θεῷ εἴτε ἥρωϊ, ἐς ὃ ἂν τελευτήσῃ. πείθεσθαι ἀνάγκη. καί σύ ἡμᾶς τούσδε ὁμοφύλους μή καλῶς ποιεῖς, δούλους ὄντας τοῦ ἥρωος, πρός ὃν τάς συνθήκας ἡ μοῖρα ἐτάξατο· οὐ γάρ περιόψεται ἡμᾶς ἐκ σοῦ περιυβριζομένους καί ἠδικημένους περινοστεῖν.”
- [←116]
-
ταῦτα ἔλεγε. καί ὑπολαβών ὁ βασιλεύς ἔλεγε τοιάδε· “ὦ γῦναι, ἐν δίκῃ μέντοι εἴρηταί σοι ἕκαστα· εὖ μέντοι ἐπίστασο, ὡς καί τῷ βασιλεῖ πλέον τι χαρίζεται ἡ συνθήκη καί τῷ τυράννῳ. φέρειν δέ τοῦτο τά πράγματα πέφυκεν. ἢν δέ καί κατά τούς ὁμοφύλους ἐξαμαρτάνων τις φαίνηται, ἀνάγκῃ ἐπί μαρτυρίαν τοῦτο αὐτό τις ὁδεύεται, καί ἐπιόντα ἀμύνεσθαι. καί ἡμεῖς δέ τοῦτο ποιησάμενοι, καί προειπόντες αὐτῷ μή παρέχειν τῇ ἡμετέρᾳ χώρᾳ, οὔτε ἀπείχετο τό παράπαν καί ἐπιών ἐνοχλεῖν οὐκ ἐπαύετο. ὅμως τάδε ἐπιτέλλοντες τῷ σῷ υἱῷ, ἀπεχόμεθα μέν τοῦ λοιποῦ τῆς χώρας, ἐφ’ ᾧ μή ἐπιβῆναι ἐσαῦθις τῆς χώρας ἡμῶν καί μηδέ τῷ βασιλεῖ Τραπεζοῦντος ἐπαμύνειν καί ὑπερμαχεῖν.” ταῦτα εἰπόντος τοῦ βασιλέως συνετίθετο αὐτίκα ἡ γυνή καί σπονδάς ἐποιεῖτο.
- [←117]
-
Η περιοχή τής Άρδασας (σήμερα Τορούλ) στην ενδοχώρα.
- [←118]
-
Τό δέ ἐντεῦθεν ἤδη ἐπορεύετο ἐπί Τραπεζοῦντα καί κατά βασιλέως Δαβίδ, ὃς τελευτήσαντος τοῦ βασιλέως τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ Ἰωάννου, καί καταλειφθέντος αὐτῷ ἐγγόνου ἑνός, ἐπαγόμενος τούς Καβασιτάνους ἄρχοντας τῶν περί τήν Τραπεζοῦντα Μεσοχαλδείων κατέσχε τήν βασιλείαν καί ἐβασίλευεν, ἀδικήσας τόν ἀνεψιόν αὐτοῦ τετραετῆ ὄντα. ὁ μέντοι στόλος ἄρας ἀπό Σινώπης, ἐπεί ταύτην προεδουλώσαντο, ἐπορεύετο ἐν δεξιᾷ ἔχων τούς Καππάδοκας, καί ἀφικόμενος ἐς τήν πόλιν Τραπεζοῦντα τά τε προάστεια ἐνέπρησε, καί ἐπολιόρκει τήν πόλιν ἐπί ἡμέρας τριάκοντα δύο. μετά δέ ταῦτα ἐπελαύνων ἐπῄει βασιλεύς.
- [←119]
-
Σήμερα Γκιολτσαγίρ, 7 χλμ νότια τής Τραπεζούντας. Βλέπε Σάββα Ἰωαννίδου, Ἱστορία καί στατιστική Τραπεζοῦντος καί τῆς περί ταύτην χώρας, Κωνσταντινούπολις 1870, σελ. 239.
- [←120]
-
Για τον Γεώργιο Αμιρούτζη θα διαβάσουμε και πιο κάτω. Οι μητέρες τού Μαχμούτ και τού Αμιρούτζη ήσαν αδελφές και Ελληνίδες.
- [←121]
-
Στον δεσπότη τού Μοριά Δημήτριο Παλαιολόγο.
- [←122]
-
Σήμερα Ένεζ.
- [←123]
-
προελαύνων δέ Μαχουμούτης ἐς Τραπεζοῦντα, καί αὐτοῦ που σκηνώσας ἐν τῇ λεγομένῃ Σκυλολίμνῃ, καί λόγους προσφέρων πρός τόν αὐτοῦ ἐξάδελφον Γεώργιον πρωτοβεστιάριον, ἔλεγε πρός αὐτόν εἰπεῖν τῷ βασιλεῖ Δαβίδ τάδε· “βασιλεῖ Τραπεζοῦντος, γένους τοῦ Ἑλλήνων βασιλείου, βασιλεύς μέγας τάδε λέγει, ὡς ὁρᾷς μέν ὅσην χώραν διαπορευόμενος, ἐπειδή διεξῄει, ὥστε ἐνταῦθα γενέσθαι. ἢν οὖν αὐτίκα τήν πόλιν παραδῷς τῷ βασιλεῖ, καί χώραν μέν σοι παρέχεται, ὡς καί τῷ Ἑλλήνων ἡγεμόνι τῆς Πελοποννήσου Δημητρίῳ εὐδαιμονίαν τε ἐδωρήσατο καί νήσους καί Αἶνον πόλιν εὐδαίμονα, καί ἐν ἀσφαλεῖ ὢν κάθηται εὐδαιμονῶν. ἢν δέ μή πειθόμενος ἀντέχειν ἐθέλῃς, ἴσθι τήν τε πόλιν ἐξανδραποδίσαι οὐ πολλῷ ὕστερον· οὐ γάρ ἂν ἀπαναστήσεται, μή ἐξελών πρότερον ὑμᾶς καί αἰσχίστῳ παραδούς θανάτῳ.” ταῦτα εἰπόντος τοῦ Μαχουμούτεω, ὑπολαβών ὁ βασιλεύς Κολχίδος ἔλεγε τοιάδε· “ἀλλ’ ἡμεῖς καί πρότερον τάς βασιλέως σπονδάς οὐ παραβαίνοντες, τόν τε ἀδελφόν τοῦ βασιλέως πέμψαντες ἕτοιμοι ἦμεν, ἐφ’ ὅ τι ἂν ἄρα κελεύοι βασιλεύς, ἴεσθαι αὐτίκα πειθόμενοι, καί νῦν τῷ ναυάρχῳ τοῦ βασιλέως τόδε ἐλέγομεν, ὡς ἂν μή τήν χώραν κακῶς ποιοῦντες ληΐζωνται, ὡς, ἢν ἐπίῃ βασιλεύς, προσχωρήσειν αὐτῷ παρεσκευάσμεθα.”
- [←124]
-
Η Ελένη Καντακουζηνή, κόρη τού Γεωργίου Παλαιολόγου Καντακουζηνού.
- [←125]
-
Το 1460 ο Μαμία Νταντιάνι-Γκουριέλι, δούκας τής Γκουρίας (στη Γεωργία), παντρεύτηκε μια κόρη τού Δαβίδ Κομνηνού και τής Ελένης Καντακουζηνής.
- [←126]
-
ταῦτά τε ἔλεγε, καί ἠξίου σπένδεσθαι αὐτῷ βασιλέα, ἐφ’ ᾧ τήν τε θυγατέρα αὐτοῦ βασιλέα ἄγεσθαι καί χώραν αὐτῷ παρέχεσθαι, ὅσῳ ἴσην τήν πρόσοδον αὐτοῦ τῆς χώρας ἀποδοίη τε. ταῦτα λέγων ἠξίου σπένδεσθαι. Μαχουμούτης μέν, ὡς ἐς τό στρατόπεδον ἀπήλαυνε βασιλεύς, ὑπήντα ἀγγέλλων τά παρά τῆς πόλεως. ἐπαρθείς δέ τοῖς λόγοις τοῖσδε ὥρμητο κατά κράτος ἐξελεῖν τήν πόλιν καί ἀνδραποδίσασθαι· ἤχθετο γάρ, ὅτι ἡ γυνή τοῦ βασιλέως. πρίν ἢ ἀφικέσθαι τόν στόλον, ἀφίκετο παρά τόν ἑαυτῆς γαμβρόν τόν Μαμίαν προεξιοῦσα. μετά δέ ταῦτα βουλευομένῳ οἱ ἐδόκει ἐς τήν ξύμβασιν τούς ὅρκους ποιεῖσθαι, καί ἐγίνοντο οἱ ὅρκοι τοῦ βασιλέως,
- [←127]
-
Ελαφρύ πεζικό.
- [←128]
-
Στην αυτοκρατορία Τραπεζούντας οι τίτλοι σεβαστός και πανσέβαστος δήλωναν τούς ανώτατους άρχοντες τού κράτους.
- [←129]
-
Κατά τον 19ο αιώνα Τζανική (Τζανίκ) ήταν η ευρύτερη διοικητική περιοχή που περιλάμβανε τη Σαμσούν (Αμισό), τη Μπάφρα (Παύρα), τον Τσαρσαμπά (Θεμίσκυρα), την Τέρμε (Θέρμη), την Ούνιε (Οινόη) και τη Φάτσα (Φαδισάνη). Νωρίτερα όμως, κατά τον 6ο αιώνα, ο Προκόπιος μιλά για τούς Τζάνους (τούς Σάννους τού Στράβωνος, δηλαδή τούς Μάκρωνες τού Ξενοφώντος), που κατοικούσαν σε περιοχή με τραχιά βουνά και ήσαν ορεσείβιοι. Αφού λοιπόν εδώ ο Χιτίρ προχώρησε από την Τραπεζούντα προς το Βυζάντιο μέσα από την ισχυρή και αδιάβατη Τζανική, πρέπει να ακολούθησε τη διαδρομή κατά μήκος τού ποταμού Λύκου (Κελκίτ) από Γκουμούσχανε (Αργυρούπολη) προς Νικσάρ (Νεοκαισάρεια), όπως αυτή περιγράφεται εδώ από περιηγητές τού 19ου αιώνα.
- [←130]
-
μετά δέ καί τήν πόλιν παρελάμβανον Τραπεζοῦντα οἱ τοῦ βασιλέως νεήλυδες, ὡς ἐπέταξε βασιλεύς. τόν δέ βασιλέα Τραπεζοῦντος ἐμβάντα ἐς τάς ναῦς ἅμα τοῖς παισίν αὐτοῦ καί τῇ θυγατρί καί συγγένεσιν αὐτοῦ, ὅσοι παρῆσαν αὐτῷ, ἐκέλευσεν ἀποπλεῖν ἐς τό Βυζάντιον, ὡς αὐτίκα παρεσομένου καί αὐτοῦ βασιλέως διά τῆς ἠπείρου, τήν μέν οὖν πόλιν ἐπέτρεψε τῷ ναυάρχῳ, τῆς Καλλιουπόλεως ὑπάρχῳ, νεήλυδάς τε καθίστη ἐς τήν ἀκρόπολιν καί ἀζάπιδας ἐς τήν πόλιν. μετά δέ ταῦτα πέμψας Χιτήρη τῆς Ἀμασίας ὕπαρχον, παρεστήσατο τά περί τήν πόλιν χωρία καί τά περί τό Μεσοχάλδειον, Καβασιτάνων ὄντα τῶν ὑπάρχων, τοῦ τε πανσεβάστου καί τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ. καί ἕκαστα προσεχώρησεν. ὃς καί φυλακήν ἐγκατέλιπεν, ἀναζεύξας διά τῆς ἠπείρου, καί ἀπήλαυνε, καί διά τῆς τῶν Τζανίδων χώρας ἐκομίζετο, χώραν ἐρυμνήν τε καί ἄβατον ἐς τά μάλιστα. γενόμενος δέ ἐπί Βυζαντίου, βασιλέα μέν αὐτοῦ ἐπέταξεν ἀπάγειν ἐς Ἀδριανούπολιν, καί αὐτός οὐ πολλῷ ὕστερον ἐκομίζετο ἐπί Ἀδριανούπολιν.
- [←131]
-
Η Πόλη αλώθηκε από τον Μωάμεθ Β’ το 1453, ο Μοριάς κατακτήθηκε το 1460 και η Τραπεζούς το 1461.
- [←132]
-
Τραπεζοῦς μέν οὖν οὕτως ἑάλω, καί ἡ τῆς Κόλχων χώρα σύμπασα ὑπό βασιλεῖ ἐγένετο, ἡγεμονία καί αὕτη Ἑλλήνων οὖσα καί ἐς τά ἤθη τε καί δίαιταν τετραμμένη Ἑλλήνων, ὥστε ἀναστάτους γενέσθαι ὑπό τοῦδε τοῦ βασιλέως οὐ πολλῷ χρόνῳ τούς Ἕλληνάς τε καί Ἑλλήνων ἡγεμόνας, πρῶτα μέν τήν Βυζαντίου πόλιν, μετά δέ ταῦτα Πελοπόννησόν τε καί Τραπεζοῦντος βασιλέα καί χώραν αὐτήν.
- [←133]
-
Τα ανώτερα αξιώματα στην Οθωμανική αυτοκρατορία καταλαμβάνονταν από τα μέλη τού εντερούν, τού χαρεμιού των αγοριών τού σουλτάνου. Τα υψηλότερα αξιώματα στο εντερούν αναλάμβαναν οι σιλαχτάρ αγάδες, οι αντίστοιχοι των βυζαντινών πρωτοσπαθαρίων. Σιπαχί (εξελληνισμένο ως σπαχής) ήταν ο Οθωμανός ιππέας. Σιπαχογλάν εδώ, είναι τα αγόρια τού εντερούν που θα εξελιχθούν σε σπαχήδες.
- [←134]
-
Για την παιδοφιλία τού Μωάμεθ Β’ Πορθητή υπάρχουν επίσης υπαινιγμοί στον Δούκα (στο κομμάτι για την εκτέλεση τού Λουκά Νοταρά) και στην επιστολή Αμιρούτζη προς Βησσαρίωνα (βλέπε πιο κάτω σε αυτή την ενότητα).
- [←135]
-
Ο Αλέξιος ήταν γιος τού Αλέξανδρου (Σκαντάριου) Κομνηνού και τής κόρης τού ηγεμόνα τής Μυτιλήνης Γκατελούζο. Ο Αλέξανδρος (Σκαντάριος) ήταν ο δεύτερος γιος τού αυτοκράτορα Τραπεζούντας Αλεξίου Δ’ Μεγάλου Κομνηνου (βασ. 1417-1429) και τής Θεοδώρας Καντακουζηνής. Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού πατέρα του, ο μεγαλύτερος αδελφός του Ιωάννης επιχείρησε να καθαιρέσει τον Αλέξιο και αποτυγχάνοντας διέφυγε στη Γεωργία. Ο Αλέξιος Δ’ διόρισε συναυτοκράτορα τον Αλέξανδρο. Όμως το 1429 ο Ιωάννης επέστρεψε στην Τραπεζούντα και άρπαξε την εξουσία. Ο Αλέξιος Δ’ δολοφονήθηκε από τούς υποστηρικτές τού Ιωάννη Δ’ και ο Αλέξανδρος εξορίστηκε και πήγε να ζήσει στην Κωνσταντινούπολη με την αδελφή του Μαρία τής Τραπεζούντος (1404-1439), η οποία είχε παντρευτεί τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο (βασ. 1425-1448). Η Μαρία πέθανε από βουβωνική πανούκλα την εποχή που ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος επέστρεφε από τη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε τη Μαρία, κόρη τού Γενουάτη άρχοντα τής Λέσβου Ντορίνο Α’ Γκατελούζο. Αργότερα συμφιλιώθηκε με τον Ιωάννη Δ’ και ζούσε στην Τραπεζούντα, μαζί με τη Μαρία Γκατελούζο και τον μικρό Αλέξιο. Πιθανώς ο Ιωάννης Δ’, μη εμπιστευόμενος τον μικρότερο αδελφό του, τον Δαβίδ, είχε κάνει συναυτοκράτορα τον Αλέξανδρο, ενώ αργότερο όρισε τον μικρό Αλέξιο ως διάδοχό του. Ο Αλέξανδρος πέθανε λίγο πριν από τον θάνατο τού αδελφού του Ιωάννη Δ’ το 1459.
- [←136]
-
Ο Αμιρούτζης.
- [←137]
-
Ταῦτα μέν ἐς τοσοῦτον ἐγένετο· τήν δέ Τραπεζοῦντα ἐς μοίρας διελόμενος, τό μέν παρ’ ἑαυτῷ κατεκράτησε, ποιήσας σιλικταρίους καί σπαχογλάνους ὕστερον ἐς τάς θύρας αὐτοῦ, τούτους κρατήσας παρ’ ἑαυτόν ὑπηρεσίας αὐτοῦ ἕνεκα καί ἐς τά παιδικά, τό δέ κατῴκισεν ἐς Βυζάντιον, καί τό ἕτερον πεποίηκεν Ἰανιτζαρίους καί δουλευτάς ἐν σκευαῖς, ἐπιλεξάμενος παῖδας ὀκτακοσίους, καί ἐς τήν τῶν νεηλύδων τάξιν ἐτάξατο. τήν μέντοι θυγατέρα τοῦ βασιλέως Δαβίδ γυναῖκα μέντοι οὐκ ἠγάγετο, μετ’ οὐ πολύ δέ ἐς τόν κοιτῶνα μετεπέμψατο αὐτήν, σφαγιασθέντος τοῦ βασιλέως Δαβίδ, καί τόν παῖδα ἔγγονον τοῦ πρότερον βασιλέως νήπιον ὄντα εἶχε παρ’ ἑαυτῷ ὁ κρατῶν. ὁ μέντοι βασιλέως παῖς ὁ νεώτερος, Γεώργιος τοὔνομα, ὡς ἐς τήν Ἀδριανούπολιν παρών, ἐτράπετο ἐπί τήν τοῦ Μεχμέτεω θρησκείαν, καί ἐς τά ἤθη γενόμενος τά ἐκείνων οὐ πολλῷ ὕστερον συνελήφθη ἅμα τῷ πατρί καί τοῖς ἀδελφοῖς ὑπό βασιλέως. καί γάρ ἔπεμψε γράμματα ἡ ἀνεψιά τοῦ βασιλέως, ἡ τοῦ Χασάνη γυνή, καί μετεκαλεῖτο ἢ τόν τοῦ βασιλέως υἱόν ἢ τόν ἀνεψιόν αὐτοῦ τόν Ἀλέξιον τόν ἐκ Μυτιλήνης, Κομνηνόν ὄντα. καί τά μέν γράμματα ἐνεχείρισαν τῷ βασιλεῖ, δηλοποιοῦντα, ὅπως εἷς ἐκ τῶν υἱῶν τοῦ βασιλέως ἢ ὁ ἀνεψιός αὐτοῦ, ὡς εἴρηται, ἀφίξηται πρός τήν Δέσποιναν, τήν γυναῖκα τοῦ Μακροῦ Χασάνη οὖσαν. ἐνεχείρισε δέ ταῦτα τά γράμματα ὁ πρωτοβεστιάριος Γεώργιος ἐπί τρόπῳ τάχα ἀγαθῷ, ὅπως φανήσεται ὁ βασιλεύς εἰς πίστωσιν ἴσως ἀγαθήν, καί ἄλλως ἵνα μή ἀκουσθῇ καί παρ’ ἄλλων, ὅπως ὁ πρωτοβεστιάριος ἔκρυψε τοῦτο, φοβούμενος τόν τε αὐθέντη τόν μέγαν καί τόν πάσιαν Μαχουμούτη, καί πάθῃ κακῶς ὁ πρωτοβεστιάριος παρά τοῦ μεγάλου αὐθέντου. καί διά τοῦτο δέδωκε καί τόν χάρτην πρός τόν μέγαν αὐθέντη. τά μέν οὖν γράμματα δεξάμενος ὁ βασιλεύς καί νόῳ λαβών καθίστατο ἐς ὑποψίαν, καί αὐτούς συλλαβών τόν τε Δαβίδ βασιλέα καί τούς υἱούς αὐτοῦ σύν τῷ ἀνεψιῷ καθεῖρξε. καί τήν μέν θυγατέρα ἐς κοιτῶνα αὐτῷ μετεπέμψατο, ἔχων δέ αὐτούς ἐν πέδαις, οὐ πολλῷ ὕστερον ἀπαγαγών ἐς Βυζάντιον διεχρήσατο. τούς μέντοι παῖδας τούς ἀπό ἄστεως καί ἀπό τῶν περιοίκων χωρίων τούς μέν νεήλυδας ταξάμενος κατέθετο ἐς τόν ἑαυτοῦ κοιτῶνα, τούς δ’ ἄλλους ἐν τοῖς ἑαυτοῦ ἐπιτηδεύμασι, τούς δ’ ἑτέρους ἀπεχαρίσατο τοῖς υἱοῖς αὑτοῦ καί τοῖς ἄρχουσι. τάς δέ κόρας τάς μέν ἐν τοῖς αὑτοῦ κοιτῶσι κατέθετο, τάς δέ ἀπεχαρίσατο, καί τινας ἐξ αὐτῶν τοῖς υἱοῖς αὑτοῦ ἀπεστέλλετο, ἐνίας δ’ ἔν τινι ὀλίγῳ καιρῷ καί ὑπανδρεύσατο.
- [←138]
-
Hist. byzant., κεφ. 45, CSHB, Βόννη, 1834, σελ. 340-43.
- [←139]
-
Δηλαδή το (6969 – 5508 =) 1461 μ. Χ.
- [←140]
-
Ἐν δέ τῷ ἑξακισχιλιοστῷ ἐνακοσιοστῷ ἑξηκοστῷ ἐνάτῳ ἔτει ἐποίησε στόλον τριήρεων καί διήρεων μέχρι που τά σʹ καί νήας ιʹ. Αὐτός δέ τῷ ἔαρι τόν πορθμόν διαβάς ἧκεν εἰς Προῦσαν τῆς Βιθυνίας, μή ἐπισταμένου τινός μηδέ νοήσαντος τήν βουλήν.
- [←141]
-
Εἴπω καί τι παράδοξον· Ὁ νομοδιδάσκαλος αὐτοῦ, ὃς καί κριτής κριτῶν ὑπῆρχε τῷ τότε καιρῷ, θαῤῥήσας ὡς πρός τήν πλησιότητα, ἣν ἐκέκτητο πρός τόν ἡγεμόνα, καί ὁ ἡγεμών πάλιν ὡς πρός τήν εὐλάβειαν, ἣν ἐδείκνυε πρός τόν διδάσκαλον, τολμήσας λέγει τῷ ἡγεμόνι, ἔτι ὄντων αὐτῶν καταμόνας· «Κύριε, τήν παράταξιν ταύτην, τήν διά ξηρᾶς καί διά θαλάσσης ἑτοιμασθεῖσαν, ποῦ κελεύεις φέρεσθαι;» Ὁ δ’ ὀργίλως πως ἐμβλέψας εἰς αὐτόν, ἔφη· «Ἴσθι, ὦ οὗτος, εἰ ᾔδειν, ὅτι ἐκ τῶν τοῦ πώγωνός μου τριχῶν θρίξ μία ἐπελάβετό μου τοῦ μυστηρίου, ἀποσπάσας ἂν αὐτήν πυρί παρέδωκα». Τοσοῦτον κρυψίνους ὁ ἀνήρ καί ὀργίλος.
- [←142]
-
Η σημερινή Κίλια (η βυζαντινή Κελλία) στα σύνορα Ρουμανίας-Ουκρανίας, στο Δέλτα τού Δούναβη.
- [←143]
-
Η αρχαία Θεοδοσία (και σημερινή Φεοντοσίγια) τής Κριμαίας. Ως Καφφάς ήταν τότε γενουάτικη αποικία.
- [←144]
-
Φοβηθέντες πάντες· οἱ οἰκοῦντες ἔν τε τῷ Λυκοστομίῳ Βλάχοι, ἀλλά δή καί Καφᾶς, Τραπεζοῦς καί οἱ Σινωπεῖς, αἵ τε νῆσοι τοῦ Αἰγαίου Πελάγους, Ῥόδος καί τά πέριξ αὐτῆς νησίδια, Χίος καί Λέσβος, εἰ καί τελοῦντες ἦσαν, ἀλλά τήν ἀκαταστασίαν αὐτοῦ γινώσκοντες ἐτρόμαξαν.
- [←145]
-
Ὁ δέ ἡγεμών ἀπάρας ἀπό Βιθυνίας ἦλθεν εἰς Ἄγκυραν τῆς Γαλατίας· κἀκεῖ τάς σκηνάς πήξας, ὁ τῆς Σινώπεως ἡγεμών στείλας τόν υἱόν αὐτοῦ μετά πλείστης δωροφορίας καί προϋπαντήσας αὐτῷ δουλικῶς προσεκύνησεν. Ὁ δ’ ὑπεδέξατο τοῦτον ἀσμένως καί τά τῷ ἰδίῳ πατρί μηνυθησόμενα τούτῳ ἀπήγγειλε καί αὐτόν ὡς ἄγγελον τῶν ῥηθησομένων, πάντα κατεῖπε λέγων· «Ἀνάγγειλον τῷ πατρί σου, ὅτι τήν Σινώπην βούλομαι· καί εἰ μέν ταύτην μοι ἐλευθέρως παράσχῃ, κἀγώ χαριέντως ἀνταποδίδω αὐτῷ τήν ἐπαρχίαν τῆς Φιλιππουπόλεως· εἰ δ’ οὖν, ἔρχομαι ταχύ». Ὁ δέ στόλος διά τῆς θαλάσσης τῆς Ποντικῆς ἔφθασεν ἐν Σινώπῃ. Ὁ υἱός δέ τοῦ Ἰσμαήλ, ἡγεμόνος τῆς Σινώπης, ἦλθε πρός τόν πατέρα αὐτοῦ καί ἀνήγγειλεν αὐτῷ πάντα τά λαληθέντα παρά τοῦ τυράννου. Ὁ τύραννος δέ μαθών τήν ἀνάβασιν τοῦ στόλου γεγονυῖαν ἐν Σινώπῃ καί αὐτός διά ξηρᾶς εἰς αὐτήν ὥδευεν. Ὁ δέ Ἰσμαήλ ἀπορήσας ἐξῆλθε τῆς Σινώπης καί προϋπαντήσας αὐτῷ καί δουλικῶς προσκυνήσας, ἀσπασίως αὐτόν ὁ τύραννος ὑπεδέξατο, κελεύσας πάντας τούς θησαυρούς αὐτοῦ λαβεῖν καί ἵππους καί ἡμιόνους καί καμήλους καί ἄλλο, εἴ τι ἐν τοῖς αὐτοῦ ταμείοις ἐκέκτητο, καί μή προσψαῦσαί τίς τι τῶν αὐτοῦ. Τήν Σινώπην οὖν καλῶς ἐγκαταστήσας καί ἡγεμόνα ἕνα τῶν δούλων αὐτοῦ χειροτονήσας, αὐτός εἰς τά τῆς Ἀρμενίας ἐνδότερα ἐχώρει.
- [←146]
-
Ὁ δέ προῤῥηθείς Οὐζοῦν Χασάν ἡγεμών εἰς τά τῆς Περσίδος ὅρια ἐπάνω ὀρέων σύν τοῖς αὐτοῦ διέτριβε, μή ἔχων ἰσχύν ἀποπροσωπίσαι τῷ τυράννῳ. Περάσας δέ τήν Ἀρμενίαν καί διαβάς τόν Φάσιδα ποταμόν, χώρας τάς μέν εἷλε, τάς δ’ οὐ δυνηθείς παρέδραμε· καί τά Καυκάσια ὄρη μετά πολλοῦ τοῦ κόπου καί τῆς ὑστερήσεως τῶν ἀναγκαίων ἀναβάς κατῆλθεν εἰς Κόλχους.
- [←147]
-
Καί δή εἰς Τραπεζοῦντα ἀνελθών πέμπει τῷ βασιλεῖ Τραπεζοῦντος ἐκ τῶν δύο ἑλέσθαι τό κρεῖττον· ἢ παραδοῦναι τήν βασιλείαν τῷ τυράννῳ ἄνευ ζημίας αὐτοῦ τινος ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ θησαυρῶν, ἀργύρου, χρυσοῦ, χαλκοῦ καί παντοίου εἴδους ἄλλου, δούλων τε καί δουλίδων καί πάσης ἄλλης κινητῆς ὑποστάσεως, ἢ σύν τῇ βασιλείᾳ καί ταῦτα πάντα καί τήν ζωήν ἀφαιρεθῆναι. Ἀκούσας δέ ταῦτα ὁ βασιλεύς, ἐξελθών πανοικί προσεκύνησεν. Ἦν γάρ ὁ στόλος πρό πολλῶν ἡμερῶν ἀπάρας ἀπό Σινώπης εἰς Τραπεζοῦντα, ἀλλά καί πολεμῶν καθεκάστην οὐδέν ἤνυεν, ἕως ὁ τύραννος διά ξηρᾶς κατήντησεν. Ἐξελθών δέ ὁ βασιλεύς σύν γυναικί καί τέκνοις προσεκύνησε· ἦν δ’ οὗτος Δαβίδ ὁ Κομνηνός, υἱός Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ καί ἀδελφός Ἰωάννου Κομνηνοῦ τοῦ προβεβασιλευκότος. Στείλας δ’ αὐτόν ἐν Κωνσταντινουπόλει σύν ταῖς τριήρεσι παγγενεί μέ ἑτέρους θείους καί ἀνεψιούς αὐτοῦ καί σύν τοῖς ἄρχουσι καί εὐγενέσι τοῦ παλατίου, φέρων ὁ καθείς τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ ἄνευ τῶν ἀκινήτων. Αὐτός δέ τά τῆς Τραπεζοῦντος καλῶς διοικήσας ἐπανεστράφη, χρόνον τέλειον πληρώσας εἰς τήν ἀποδημίαν αὐτήν.
- [←148]
-
Chron. maius, IV, 20, CSHB, Βόννη, σελ. 413-14.
- [←149]
-
Εἶτα στρατεύει κατά τῆς βασιλείας Τραπεζοῦντος, καί ἐν εὐκολίᾳ μετ’ ὀλίγον πόλεμον πᾶσαν ἐκείνην τήν ἀρχήν ἔλαβε, καί τόν βασιλέα αὐτῆς Δαβίδ τόν Κομνηνόν αἰχμάλωτον ἐν τῇ πόλει Κωνσταντίνου ἔφερεν. καί τήν περιβόητον πόλιν Σινωπίου ἥν ὑποτελῆ οἱ πρό αὐτοῦ ἐποίησαν, οὗτος πολέμῳ τόν αὐτῆς ἀμηρᾶν νικήσας κύριος τέλειος ἐκείνης τῆς ἀρχῆς ἐγένετο.
- [←150]
-
Migne, Patrologia Graeca, 161, στήλες 723-28. Σπ. Π. Λάμπρος, «Ἡ Ἅλωσις τῆς Τραπεζοῦντος καί ἡ Βενετία», Νέος Ἑλληνομνήμων, II (1905), 324-33 και τού ιδίου «Ἡ περί ἁλώσεως Τραπεζοῦντος ἐπιστολή τοῦ Ἀμηρούτζη», στο ίδιο, XII (1915), 476-78 και XIV (1917), 108.
- [←151]
-
Αἰδεσιμώτατε καί σεβασμιώτατε ἐν Χριστῷ πάτερ καί δέσποτα, εἴης μοι ὑγιαίνων καί εὖ ἔχων ἐν ἅπασιν.
- [←152]
-
Ἅ πάλαι προὔλεγον καί διεμαρτυρόμην πρός τούς ἡμετέρους πολίτας, ἔγραφον δέ καί πρός τήν σήν κυριότητα, δεόμενος ἕνα γοῦν μοι τῶν παίδων δεξάμενον διασῶσαι, γέγονε καί πέρας ἔχει. Καίτοι δεινά μέν ἀγγέλλων οἶδα καί οἷα οὐκ ἄν ἀδακρυτί παρέλθοις· ἀλλά μικράν σοι καταθείμην χάριν, τάς κοινάς ἀποκρυψάμενος συμφοράς. τίς γάρ ὅνησις ἀγνοίᾳ συνεῖναι τῶν οἰκείων κακῶν; Ἅμα δέ καί μάτην ἄν εἴην αὐτός σιωπῶν ἅ πανταχοῦ νῦν, οἶμαι, διεβόησε καί διετραγῴδησεν ἡ φήμη.
- [←153]
-
Ἴσθι τοίνυν τήν κοινήν (!) πατρίδα φεῦ! ὑπ’ ἀλλοφύλων ἑαλωκυῖαν καί εἰς πεῖραν ἀφιγμένην τῶν δεινοτάτων. Καίτοι ἐξ ὁμολογίας ἥλω· ἀλλ’ οὐδέν ὤνατο τῶν ξυμβάσεων ἐφ’ αἷς προὐδόθη· πέπονθε δέ παραπλήσια τοῖς πολέμῳ κατά κράτος ἑαλωκόσι.
- [←154]
-
Τό μέν οὖν κεφάλαιον τῶν κακῶν εἴρηται, ἐφ’ ᾧ πολλάς μέν ἡμέρας, πολλάς δέ νύκτας, οἶμαι, πενθήσεις, συμπαθής τε ὤν ἄλλως τε καί πρός Ἕλληνας, καί τήν πατρίδα φιλῶν ἐς τά μάλιστα· δεῖ δέ καί ὅπως πέπρακται διά βραχέων προσθεῖναι, ὡς ἄν τοῦτο γοῦν τό μέρος μή ἀθυμήσῃς. τό γάρ δεινόν, ὅπως γέγονεν ἀγνοούμενον, μάλλον εἴωθεν ἀνιᾷν.
- [←155]
-
Ὁ γάρ τοίνυν μέγα δυνάμενος καί πλείστων καί μεγίστων ἐθνῶν ἄρχων, Ἑλλήνων τε καί Ῥωμαίων ἤδη βασιλεύς, ἐγκαλεῖν μέν ἴσως ἔχων οὐδέν, ἔρωτι δέ δόξης καί μείζονος ἀρχῆς ἐπιθυμίᾳ, στόλον μέγαν, οὐ πλήθει τριήρεων τοσοῦτον (ἦσαν γάρ οὐ πολλῷ τῶν ἑκατόν πλείους), ὅσον παρασκευῇ παντοίᾳ καί μηχαναῖς ἐξαρτύσας, κατά Σινώπης και τῶν ἄλλων Παφλαγόνων ἀπέστειλεν· αὐτός τε πεζήν ἄγων στρατιάν ὑπέρ τάς πέντε καί δέκα μυριάδας, οὐδενός ἔτι λόγον ποιούμενος, εἰς τήν Ἀσίαν διέβη. Οὕτω δέ παραβόλως εἰς τήν πολεμίαν ἐμβαλών, πάντων παρά δόξαν εὐθύς ἐκράτησεν. Οὔτε γάρ εἰς ὅπλα, οὔτε εἰς τριβήν ἔτι καί χρόνον εἶδον οἱ Παφλαγόνες· ἀλλ’, ὡς οὐδαμόθεν ἔτι χρηστόν ἐλπίζοντες, καί τήν τύχην αὐτήν, ἥ πολλούς πολλάκις μεγάλων ἐξείλετο κινδύνων, ὑπερεῖδον. τάς τε οὖν πόλεις καί τά φρούρια μετά τοῦ σφῶν ἡγουμένου παραδόντες, δεσπότην εὐθύς αὐτῶν ἐποιήσαντο. Οὕτω δέ παρ’ ἐλπίδα τῶν πραγμάτων κεχωρηκότων, μεῖζόν τι σύν λόγῳ φρονήσας, τόν μέν στόλον ὡς εἶχεν εὐθύς ἀκραιφνῆ καί κακῶν ὅλως ἀπείρατον καθ’ ἡμῶν ἀπέστειλεν· αὐτός δέ κατά τῶν Καππαδοκῶν καί Μεσοποταμίας ἄρχοντος ἐπορεύετο.
- [←156]
-
Ὁ δέ τό μέν πρῶτον ἀκούων ἠπίστει, και κόμπον ἐνόμιζεν εἶναι μόνον· ἐπίστευε γάρ οὐδείς, ἡμῶν γε ζώντων, τοσοῦτον τῆς ἀρχῆς αὐτόν ἀποστῆναι. Ὡς δ’ ἔγνω ἀληθές ὄν καί τούς πολεμίους ἐμβεβληκότας εἰς τήν αὐτοῦ πύθοιτο, κατεπλάγη, καί οὐκ ἔτι τῶν γενναίων ἦν λογισμῶν, ἄλλως τε καί ἐπιβουλῆς ὑπονοουμένης ὑπ’ ἀδελφοῦ· ἀλλ’ ὄκνος αὐτόν εἶχε καί ἀνάδυσις, καί οὐκ ἐθάρρει τόν ὑπέρ τῶν ὅλων κύβον ἀναῥῥίψαι. Ταχύ γοῦν τήν χώραν ἔρημον ἀνδρῶν ἀποδείξας δι’ ἧς ἔμελλον οἱ πολέμιοι διελθεῖν, αὐτός ἀεί μικρόν ὑπεχώρει καί τοῦ στρατοπέδου ἐξίστατο. Οὐ μήν οὐδ’ οὗτος αὐτῷ διώκων ἐπέκειτο· ἀλλ’ ἠγάπα, τῶν ἐχθρῶν ὑπεξανισταμένων, ἀδήριτον λαμβάνων την νίκην.
- [←157]
-
Οὗτος μέν οὖν τούς πολεμίους ἐκδιδαξάμενος, ἐπειδή παρά τοῖς ἡμετέροις ὁρίοις ἐγένετο καί τῶν παρόδων ἐκράτησε, πάντα τἄλλα ἀφείς, ἐφ’ ἡμᾶς ἐχώρει· ὁ δέ στόλος πρότερον αἰφνίδιον εἰς τήν ἡμετέραν φανείς πολλήν ἔκπληξιν παρεῖχε καί θόρυβον. Δοκῶν γάρ ἡμῖν ἄν οὐκ ἐπελθεῖν διά τε τους ὅρκους οἵ ἔναγχος ἐγένοντο καί τό μηδέν τῶν ὁμολογηθέντων ἐλλελοιπέναι, τριβήν τε ἅμα καί χρόνον ἐλπίδος οὔσης, πολιορκουμένης Σινώπης, οὐκ ὀλίγον γενέσθαι, ἐξ αἴφνης ἐπιπλέων τῇ πόλει ἐφαίνετο. Οὔτε οὖν οὕς εἴχομεν στρατιώτας συναγαγεῖν οἷοί τε ἦμεν ἔτι, οὔτε τά ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰσκομίσασθαι, μόνην δέ τήν πόλιν ὑπ’ ἀνάγκης ἐδόκει φυλάττειν. Οὕτω δή καθ’ ἡσυχίαν ἀποβάντες οἱ πολέμιοι, μυρίων ὄντες οὐκ ἐλάττους, ἄριστα ἐξηρτυμένοι, μέχρι μέν τινος ἐδήουν τά πρό τῆς πόλεως, τόν τε σῖτον φθείροντες καί τάς οἰκίας ἐμπιπρῶντες, ἔπειτα ἡμᾶς εἰς τά τείχη κατακλείσαντες ἐπολιόρκουν.
- [←158]
-
Ἡμέρας μέν οὖν περί μ’ ό πόλεμος ἦν, ἐν αἷς ἐδοκοῦμεν ἀεί κρατεῖν και πλεῖστα βλάπτειν τούς πολεμίους. Οἵ τε γάρ ἐκ τῶν ἀγρῶν καταθέοντες ἑκάστοτε καί συμπλεκόμενοι πολλούς ἀνῄρουν, αὐτοί τε ἐπεξιόντες τά χείριστα διετίθεμεν· ἐλπίς τε ἀγαθή τάς ψυχάς ἔτρεφεν ὡς πάντα διαφθεροῦμεν τόν στόλον. Κἄν ἐξειργασάμεθα τό ἔργον, εὖ ἴσθι, εἰ μή ὤφθη πρότερον ὁ κατ’ ἤπειρον ἅπας στρατός μετά τοῦ σφῶν ἄρχοντος ἄνωθεν ἐπελθών. Τοῦτο γάρ ἐκείνους μέν ἐγγυτάτω τοῦ διαφθαρῆναι ἐλθόντας καί νυκτός δρασμόν διανοουμένους ἔσωσεν, ἡμᾶς δέ τελείως ἀπώλεσεν. Οὐ γάρ ἐχώρησε τόν στρατόν οὔτε τά πρό τῆς πόλεως πεδία, οὔτε αἱ παρ’ ἑκάτερα φάραγγες· ἀλλά καί βουνοί δρώμενοι καί γήλοφοι οὐκ ἤρκεσαν στρατοπεδεύσασθαι.
- [←159]
-
Eὐθύς οὖν ἐνεργός ἦν, καί τάς μεγίστας τῶν ἑλεπόλεων, ὧν μείζους οὔπω εἶδεν ἥλιος, στήσας, ἐχρῆτο κατά τῆς πόλεως. Ἡ δέ ἐν ἀμηχανίᾳ εὐθύς ἦν, καί ἡ χρηστοτέρα αὐτήν καθάπαξ ἐλπίς ἀπολέλοιπε. τά τε γάρ ἐπιτήδεια ἐσπάνιζεν ἤδη, καί τό ὕδωρ καθάπαξ ἐπέλιπε· πρᾶγμα ἐκ τοῦ παντός αἰῶνος μηδέπω γεγενημένον· ὅ τε δῆμος οὐκ ἤθελεν ἔτι εἰς προὖπτον κίνδυνον αὑτόν ἐμβαλεῖν, ἀλλ’ ἐς ξυμβάσεις ἑώρα. οὐδέν ἔτι ἐδόκει ἐκ τῶν παρόντων οἷόν τε εἶναι τόν πόλεμον διενεγκεῖν· ἀλλά δῆλον ἦν ἤδη κατά κράτος ἁλώσασθαι. Οὕτω δή βουλευομένοις τοῖς πολλοῖς ἐδόκει ὁμολογίᾳ προσχωρεῖν, ὡς μή αἰχμάλωτοι γῆν πᾶσαν καί θάλατταν προσαιτοῦντας ἐπελθεῖν.
- [←160]
-
Οὕτω τοίνυν τῶν ὁμολογιῶν πεπραγμένων, τήν πόλιν καί ἑαυτούς παρέδωκαν· καί ἡ ἐλευθεριωτάτη τῶν πόλεων, πολλούς μέν ὑπέρ ἐλευθερίας τόν πρόσθεν χρόνον λαμπρῶς ἀγωνισαμένη ἐς μέγα δέ ἀξίωμα καί κλέος ἐλθοῦσα, ὑπ’ ἀλλοφύλοις, φεῦ ! ἐγένετο· καί νῦν τήν ἄτιμον ὑπομένει δουλείαν, πένθος μέγα οὐ μόνον τοῖς ὁμοδόξοις, ἀλλά καί πᾶσι τοῖς ἐν Ἀσίᾳ βαρβάροις.
- [←161]
-
Ἐπεί δέ τῆς πόλεως ἐκράτησαν καί πάντας ὥσπερ ἐν μιᾷ σαγήνῃ τούς Κομνηνούς ἔσχον ὑποχειρίους, παῖδάς τε εὐθύς καί κόρας ἐλάμβανον, ἀνδραποδιζόμενοι σχεδόν ἅπαντας ὅσοις ὥρας τι προσῆν. Ἐν οἷς καί τόν ἐμόν, φεῦ ! υἱόν, ὅν αὐτός διά τῆς μητρός ἐκ τοῦ θείου λουτροῦ λαβών υἱόν ἐποιήσω, τόν καλόν Βασίλειον· ἔτι δέ καί τόν τῆς θυγατρός νυμφίον, ὅτι νέος τε ἦν και καλός ἐδόκει, ἐλάχιστον χρόνον ἀπολελαυκότα τοῦ γάμου. τόν δέ βασιλέα σύν πάσῃ συγγενείᾳ καί τούς ἐν τέλει σχεδόν ἅπαντας εἰς τάς τριήρεις ἐμβαλόντες, εἰς τήν Κωνσταντίνου πόλιν ἤγαγον· ἐκεῖθεν δέ πάλιν εἰς τά Ἀδριανοῦ ἀγαγόντες κατῴκισαν.
- [←162]
-
Το πρωτότυπο κείμενο (βλέπε επόμενη υποσημείωση) προέρχεται από τον Ευρυπίδη, Ορέστης, 1.5-7: Διός πεφυκώς, ὡς λέγουσι, Τάνταλος κορυφῆς ὑπερτέλλοντα δειμαίνων πέτρον ἀέρι ποτᾶται.
- [←163]
-
καί νῦν εἰμι ἐνταῦθα, κορυφῆς ἀτεχνῶς ὑπερτέλλοντα δειμαίνων πέτρον. Καίτοι πολλάκις παρά τήν πολιορκίαν ἠφείδησα ἐμαυτοῦ ὥστε θανεῖν· ἀλλ’ οὕπω ἐγένετο τούτου τυχεῖν, τῆς Προνοίας, οἶμαι, ἐπί τό χεῖρον φυλαττούσης, ὅπως, ἐπί πολύν τιμωρηθείς χρόνον, ἔπειτα ἀποθάνω. καί τά μέν ἄλλα φέρειν οἷός τέ εἰμι, πενίαν φημί καί τήν ἐν ἀλλοδαπῇ ἀνελεύθερον διατριβήν· ἡ δέ τοῦ παιδός στέρησις ἐμπιπρᾷ μου τά σπλάγχνα. πρός γάρ τοῖς ἄλλοις αἰκιζόμενον αὐτόν ὑπό τοῦ πάντων κρατοῦντος καί μαστιζόμενον ἑκάστοτε μανθάνων, ἔκφρων γίνομαι· αἴτιον δέ, ὅτι φρονήματος ἐπειλημμένος οὑμός παῖς, ὤν τε ἄλλως φύσει περί ἀρετήν θερμός, τήν πάτριον οὐ προδίδωσι δόξαν. καί τήν οὖν ἀρχήν λόγοις αὐτόν ἐπεχείρει πείθειν καί δώροις ὁ κρατῶν· ὡς δέ ἦν τούτοις ἀνάλωτος, ἐπί τάς βασάνους ἐτράπετο. Ἐπεί δέ πάντα ποιήσας οὐδέν ἴσχυσε, τήν μέν ἀρετήν ἐθαύμαζε τοῦ παιδός καί τήν μετά φρονήματος ἔνστασιν· οὐ μήν ᾗ προσῆκεν ἐλεύθερον αὐτόν ἐποίησεν· ἀλλ’ ἀπογνούς τήν μεταβολήν, ἀποδόσθαι ἔγνωκε· τοσαύτης αὐτόν φιλανθρωπίας ἠξίωσε. Πλείστου δέ αὐτόν ὅμως ἀποδίδοται, καί ὅσον αὐτοί οὐκ ἄν ποτε ἱκανοί ἐσόμεθα λυτρώσασθαι. τά μέν οὖν ἡμέτερα ἐν τούτοις καί πολλῷ χείροσιν ἔτι· δεῖσθαι δέ σοῦ βουλόμενοι χεῖρα ὀρέξαι, οὐ πολλῶν ἡγοῦμαι δεήσασθαι λόγων. Ὁ γάρ πολλοῖς τῶν ἀθλίων Ῥωμαίων τήν αἰχμαλωσίαν λυσάμενος, οὐ δήπου πολίτην ἕνα δεόμενον περιόψει.
- [←164]
-
Καίτοι τόν πρόσθεν χρόνον εὐλαβής ἦν αἰτεῖν τι παρά τῆς σῆς κυριότητος· ἀλλά νῦν οὐκ ἄν αἰσχυνοίμην τό πρᾶγμα. Δέομαι τοίνυν τῆς σῆς κυριότητος, αἰδεσιμώτατε δέσποτα, μεμνημένον τῆς πολλῆς ἡμῶν ἀεί περί σέ εὐνοίας καί τῶν πολλών ἐπί σοί καί μεγάλων ἐλπίδων, ὧν ἔχοντες ἡδέως διεβιώσαμεν τόν μέχρι τῆς ἁλώσεως χρόνον, ὡς οἶδεν ὁ πάντα ἐφορῶν ὀφθαλμός, ἔτι δέ τῆς παρά σοῦ εἰς ἡμᾶς εὐεργεσίας, ἥν εἴ τις τῶν ἡμετέρων ἀφέλῃ, οὐκ οἶδ’ εἴ τι περιλειφθήσεται, καί τῆς καθαρᾶς ἐκείνης καί εἰλικρινοῦς φιλίας, ἥν οὐ χρόνος, οὐ πραγμάτων μεταβολαί, οὐ τοσοῦτον διάστημα ἴσχυσεν ὁπωσοῦν ἀμαυρῶσαι, τά προσήκοντα τῇ παρούσῃ τύχῃ βοηθῆσαι, καί πρῶτον μέν ἡμῖν τόν Βασίλειον ἐλευθερῶσαι, ὅς, τούτου τυχών, εὐθύς παρά σέ ἥξει, δοῦλος ἐσόμενος· ἔπειτα καί ἡμῖν τινα χορηγίαν εἰς τό μέλλον πορίσασθαι, αφ’ ἧς ἐν τῇ παρούσῃ τύχῃ διαβιώσομεν. Εἰ δέ μεγάλα ταῦτα καί ἀμφότερα οὐ ῥᾴδιον τό νῦν ἔχον γενέσθαι, σύ δέ τόν παῖδα λυσάμενος τά μέγιστα εὖ ποιήσεις καί οὗ μεῖζον ἡμῖν οὐκ ἄν γένοιτο, αὐτοί δέ τήν ἄλλην τύχην οὐ χαλεπῶς οἴσομεν, ὁρῶντες τούς ἀθλίους Ῥωμαίους οἵ ἅπαντα πράττουσιν ὅπως τῆς ἐφημέρου τροπῆς εὐπορήσωσιν.
- [←165]
-
Ἀλλά σοι ὁ πάντα διέπων Θεός μακρόν μέν αἰῶνα δοίη, ἐῥῥωμένον δέ ἡμῖν καί εὔθυμον διαφυλάττοι· σέ γάρ ἔχοντες καί αἰχμαλωσίαν καί πενίαν καί πᾶσαν τύχην οὐ χαλεπῶς οἴσομεν. πρός Θεοῦ δέ μή ἀπαξιώσῃς ἡμῖν ἀεί γράφειν· ὡς ἡμῖν καί τά σά γράμματα μόνα μεγίστην φέρει παραμυθίαν. Ἐνταῦθα δέ ἡμῖν ἐπιστέλλειν ῥᾴδιον· πολλοί γάρ ἐκ Βενετίας, οἱ δέ ἐκ Φλωρεντίας εἰς τήν Κωνσταντίνου πόλιν ἀφικνοῦνται· ἐντεῦθεν δέ εἰς τήν Ἀδριανοῦ τριῶν ἡμερῶν ὁδός ἐστιν· ὥστε ἔστι καί γράμματα καί ἄλλο τι ἀσφαλῶς πέμπειν. καί γάρ αὐτός μαθών τι παρά σοῦ ἥκειν, τάχιστα εἰς τήν Κωνσταντίνου ἀφίξομαι.
- [←166]
-
Ὁ παρών ἄνθρωπος, ὁ τά γράμματα κομίζων, ἔστιν ἡμέτερος πολίτης, συγγενής καί οἰκεῖος τοῦ Παρασκευᾶ τοῦ τῆς μητρός θεράποντος· ἀπώλεσε δέ καί αὐτός παῖδα καί γυναῖκα, ὅν εἰ βοηθείας τῆς δυνατῆς ἀξιώσεις, τῇ μητρί καί θανούσῃ δόξεις χαρίζεσθαι· καί γάρ αὐτός δι’ ἐκείνην πρός σέ ἔδραμεν. Ἔῥῥωσο.
- [←167]
-
Η επιστολή χρονολογείται «τῆς ιης ἰνδικτιῶνος». Η νέμησις ή επινέμησις ή ινδικτιών αναφέρεται σε κύκλο 15 ετών. Κάθε έτος τού κύκλου αυτού αριθμείται διαδοχικά ως νεμήσεως α’, νεμήσεως β’ και λοιπά, μέχρι νεμήσεως ιε’. Οι κύκλοι όμως αυτοί δεν είναι χρονολογημένοι πέρα από την δεκαπενταετία στην οποία ανήκουν. Απαιτούνται λοιπόν άλλες πληροφορίες για την αναγνώριση τού συγκεκριμένου έτους. Παρέχεται παρακάτω η μετατροπή των ινδικτιώνων (νεμήσεων) σε σύγχρονη χρονολόγηση, για τα έτη πριν και μετά την άλωση τού 1453. Από τον πίνακα προκύπτει ότι η δεκάτη (ι’) ινδικτιών τής επιστολής Αμιρούτζη είναι το ἐτος 1462.
νεμήσεως
α’
β’
γ’
δ’
ε’
στ’
ζ’
η’
θ’
ι’
ια’
ιβ’
ιγ’
ιδ’
ιε’
1438
1439
1440
1441
1442
1443
1444
1445
1446
1447
1448
1449
1450
1451
1452
έτος
1453
1454
1455
1456
1457
1458
1459
1460
1461
1462
1463
1464
1465
1466
1467
1468
1469
1470
1471
1472
1473
1474
1475
1476
1477
1478
1479
1480
1481
1482
- [←168]
-
Ἐν ἀδριανουπόλει, Δεκεμβρίου ιαῃ τῆς ιης ἰνδικτιῶνος.
Τῆς σῆς αἰδεσιμότητος ἐλάχιστος δοῦλος Γεώργιος ὁ Ἀμιρούτζης
- [←169]
-
Κριτόβουλος, De rebus gestis Mechemetis II, IV, 9 και V, 10-11, επιμ. Karl Müller, Fragmenta historicorum graecorum (FHG) (Παρίσι, 1870), σελ. 142-143 και 155-156.
- [←170]
-
Τά μέν οὖν κατά Σινώπην καί Τραπεζοῦντα, πόλεις λόγου ἀξίας καί τῶν ὀνομαστῶν ἐν τοῖς νῦν καιροῖς, τοῦτον ἔσχε τόν τρόπον. βασιλεύς δέ Μεχεμέτης τήν Κωνσταντίνου καταλαβών πρῶτα μέν προὔργου τι ποιεῖται τήν θεραπείαν τοῦ βασιλέως Τραπεζοῦντος, καί δίδωσιν αὐτῷ καί τοῖς σύν αὐτῷ χώραν ἱκανήν ἐς διατροφήν περί που τόν Στρυμόνα ποταμόν ὥστε ἀποφέρεσθαι δασμόν ἐκεῖθεν ἐτήσιον ἀργυρίου κέρμα νενομισμένον μυριάδας τριάκοντα.
- [←171]
-
Θεόδωρος Μετοχίτης, Ὑπομνηματσμοί καί σημειώσεις γνωμικαί: …καί μάλιστα φιλοσόφων περί τό δογματικόν καί φυσικόν ἐσπούδασαν…
- [←172]
-
Το Λύκειο τού Αριστοτέλη ονομαζόταν Περίπατος, από τη συνήθεια τού δασκάλου και των μαθητών του να συζητούν περπατώντας στη στεγασμένη πλευρική στοά.
- [←173]
-
Η Ποικίλη Στοά στην Αθήνα υπήρξε το κέντρο τής ομώνυμης φιλοσοφικής σχολής τού Στωικισμού, η οποία ιδρύθηκε από τον Ζήνωνα.
- [←174]
-
ἦν δέ καί τις ἀνήρ τῶν μετά βασιλέως, Γεώργιος Ἀμηρούκης τοὔνομα, φιλοσοφίαν ἄκρος, ὅση περί τε τό φυσικόν ἔχει καί δογματικόν τό τε μαθηματικόν τε καί γεωμετρικόν καί τάς ἀναλογίας τῶν ἀριθμῶν καί ὅση τῶν ἀπό τοῦ Περιπάτου καί τῆς Στοᾶς, προσέτι δέ καί πλήρης πάσης ἐγκυκλίου παιδείας, ῥητορικῆς τέ φημι καί ποιητικῆς.
- [←175]
-
περί τούτου μαθών ὁ βασιλεύς μετακαλεῖται τόν ἄνδρα καί πεῖραν ἱκανήν ἔκ τε τῆς συντυχίας καί ὁμιλίας λαβών τῆς τε παιδείας καί σοφίας αὐτοῦ θαυμάζει τε τοῦτον διαφερόντως καί χώρας τῆς προσηκούσης ἀξιοῖ παρ’ αὐτῷ καί συχναῖς ὡς αὐτόν εἰσόδοις καί ὁμιλίαις τιμᾷ δόγματα τῶν παλαιῶν αὐτῷ προτιθείς καί φιλοσόφους ἀπορίας καί συζητήσεις καί λύσεις· ἔστι γάρ τῶν ἄκρως φιλοσόφων ὁ βασιλεύς.
- [←176]
-
μετά δέ τοῦτο τῶν κατά τήν Πόλιν αὖθις φροντίδων γίνεται τοῦ τε συνοικισμοῦ αὐτῆς ἄγαν ἐπιμελόμενος τοῦ τε κόσμου σύμπαντος καί τῆς ἄλλης καλλονῆς καί κατασκευῆς νεώς τε ἀνεγείρων καί νεώρια οἰκοδομῶν καί θέατρα καί ἀγοράς καί ὅσα τοιαῦτα, προσέτι δέ καί πάσας τέχνας καί ἐπιστήμας εἰσάγων αὐτῇ πανταχόθεν ἀγείρων τε καί μετακομίζων τούς τούτων ἐπιστήμονας καί τεχνίτας καί κατοικίζων αὐτῇ μηδεμιᾶς δαπάνης ἢ ἀναλωμάτων πρός τοῦτο φειδόμενος. ἐσπούδαστο γάρ αὐτῷ διά τέλους αὐτάρκη τοῖς ὅλοις φῆναι τήν πόλιν μηδαμοῦ προσδεομένην ἑτέρου τινός τῶν ἔξωθεν ἔς τε φιλοτιμίαν καί χρείαν καί κόσμον ὁμοῦ καί λαμπρότητα.
- [←177]
-
Παραχειμάσας οὖν ἐν τούτοις ὁ βασιλεύς, ἐπειδή ἔαρ ὑπέφαινεν ἤδη, ὥρμησε μέν ἐς ἐκστρατείαν καί παρεσκευάζετο ἐπί τοῦτο. αἰσθόμενος δέ τούς στρατιώτας ἀγανακτοῦντας καί τήν ἰδίαν αὐλήν κεκακωμένους τε καί τεταλαιπωρημένους τά μάλιστα ταῖς συχναῖς τε καί μακραῖς ὁδοιπορίαις καί ἐκστρατείαις καί ἀεί ἐν ἀποδημίαις ὄντας ὑπερορίοις καί πόνοις καί πάντα τά ἑαυτῶν ἀπολλύντας, καί σώματα καί χρήματα καί ἵππους καί ὑποζύγια, καί πάντα τρόπον φθειρομένους τε καί κακοπαθοῦντας ἀνέσχε τῆς ὁρμῆς· καί αὐτός δέ ὁ βασιλεύς κεκοπωμένος τε καί κατατετριμμένος ὅλος καί τό σῶμα καί τήν γνώμην ὑπό τε τῶν συνεχῶν καί ἀνενδότων λογισμῶν τε καί φροντίδων καί τῶν ἀτρύτων πόνων καί κινδύνων καί πειρασμῶν ἀναπαύλης γοῦν ἐδεῖτο προσκαίρου καί θεραπείας.
- [←178]
-
διά τοῦτο μένειν ἐγνώκει δεῖν καί διαναπαῦσαι ἑαυτόν τε καί τήν στρατιάν τοῦ ἐνεστῶτος θέρους, ὡς ἂν ἔτι γε τοῦ λοιποῦ νεαρωτέροις τε καί προθυμοτέροις ἔχοι κεχρῆσθαι πρός τά λοιπά τῶν ἔργων. καί δή δόξαν οὕτω τήν μέν ἄλλην στρατιάν πολυτρόπως δωρησάμενος ἀπέλυσε, τοῖς μέν ἵππους, τοῖς δέ ἐσθῆτας, τοῖς δέ χρήματα, τοῖς δέ ἄλλο τι διαδιδούς, τούς δ’ ἀπό τῆς ἰδίας αὐλῆς, οὓς ἠπίστατο φιλοπόνους τε καί φιλοκινδύνους καί σπουδαίους καί χρησίμους τοῖς ὅλοις καί ἀγαθούς ἄνδρας, καί τιμαῖς ταῖς πρεπούσαις ἐτίμησε καί ἀρχαῖς καί δώροις λαμπροῖς καί πολλοῖς ἄλλοις καλοῖς προάγων καί προβιβάζων αὐτούς ἐπί τά πρόσω δι’ ἀρετήν.
- [←179]
-
καί τούτους μέν οὕτω τιμήσας τε καί δωρησάμενος πολυτρόπως, ᾗπερ ἔφην, ἀπέλυσεν· αὐτός δέ διάγων ἐν Βυζαντίῳ θέρους τῶν μέν ὑπέρ τῆς πόλεως φροντίδων οὐκ ἠμέλει συνήθως, τοῦ τε συνοικισμοῦ αὐτῆς φημι καί τῆς ἄλλης κατασκευῆς τε καί βελτιώσεως ἄγαν ἐπιμελόμενος.
- [←180]
-
ἐσχόλαζε δέ καί φιλοσοφίᾳ, ὅση τε Ἀρράβων καί Περσῶν καί Ἑλλήνων μάλιστα ἐς τήν Ἀρράβων μετενεχθεῖσα, συνών τε ὁσημέραι τοῖς τούτων ἡγεμόσι καί διδασκάλοις (ἔχει δέ οὐκ ὀλίγους περί αὐτόν) καί συζητῶν ἅμα καί συμφιλοσοφῶν αὐτοῖς καί τοῖς τῆς φιλοσοφίας δόγμασι προσανέχων, καί μάλιστα τοῖς ἀπό τοῦ Περιπάτου καί τῆς Στοᾶς.
- [←181]
-
ἐντυχών δέ που καί τοῖς τοῦ Πτολεμαίου διαγράμμασιν, ἐν οἷς ἐκεῖνος ἐπιστημονικῶς τε καί φιλοσόφως τήν τοῦ κόσμου περιήγησιν καί περίοδον πᾶσαν ἐκτίθεται, πρῶτον μέν ἠβουλήθη κατακερματισμένην οὖσαν αὐτήν ἐν τῇ δέλτῳ καί δυσδιάγνωστον μιᾷ ὑφῇ παραδοῦναι συνημμένως ἐν ἑνί πέπλῳ καί πίνακι σαφεστέραν τε οὖσαν οὕτω καί εὐληπτοτέραν συμπεριλαβεῖν τε ἅμα τῇ διανοίᾳ καί κατασχεῖν καί γνῶναι καλῶς· καί γάρ ἀναγκαῖον εἶναί οἱ ἔδοξέ που τό μάθημα τοῦτο καί σπουδαιότατον.
- [←182]
-
μετακαλεσάμενος οὖν Γεώργιον τόν φιλόσοφον ἀνατίθησιν αὐτῷ τόν τοῦ πράγματος πόνον σύν ἀξιώσει καί φιλοτιμίᾳ βασιλικῇ. καί ὃς ἀναδέχεται τοῦτον ἄσμενος ὑπουργῶν προθύμως τῷ βασιλέως σκοπῷ καί κελεύσματι καί δή μετά χεῖρας τό βιβλίον λαβών καί τό θέρος ὅλον ἐνδιατρίψας τε καί σχολάσας αὐτῷ καί ἱκανῶς ἐκμελετήσας τε καί τήν τούτου γνῶσιν ἀναλεξάμενος διέγραψεν ἄριστα καί ἐπιστημονικώτατα πᾶσαν τήν τῆς οἰκουμένης περίοδον ἐν ἑνί πέπλῳ καί πίνακι γῆς καί θαλάσσης ὁμοῦ, ποταμούς τέ φημι καί λίμνας καί νήσους καί ὄρη καί πόλεις καί πάντα ἁπλῶς, παραδούς ἐν τούτῳ καί κανόνας καί μέτρα καί ἀποστάσεις καί τἆλλα πάντα εἰδέναι καλῶς· καί παραδίδωσι βασιλεῖ σπούδασμά τε καί μάθημα πάνυ ἀναγκαῖον καί χρήσιμον τοῖς σπουδαίοις τε ἅμα καί φιλοπόνοις καί φιλοκάλοις.
- [←183]
-
ἐκτίθεται δέ καί τά ὀνόματα τῶν χωρῶν καί τόπων καί πόλεων Ἀρραβικῶς ἐν τῷ πίνακι χρησάμενος ἑρμηνεῖ τῷ σφετέρῳ υἱεῖ καλῶς ἠσκημένῳ τήν Ἀρράβων τε καί Ἑλλήνων.
- [←184]
-
ἡσθείς οὖν πάνυ τῷ ἔργῳ τούτῳ ὁ βασιλεύς καί τήν σοφίαν τε καί περίνοιαν τοῦ Πτολεμαίου θαυμάσας, ἀλλά δή καί τοῦ ἐκθεμένου τοῦτο καλῶς, δωρεῖται τοῦτον πολυτρόπως καί φιλοτίμως, κελεύει δέ καί πᾶσαν τήν βίβλον ὑπ’ αὐτῶν Ἀρραβικῶς ἐκδοθῆναι μισθούς μεγάλους ὑπέρ τούτου καί δῶρα ἐπαγγειλάμενος. καί ταῦτα μέν οὕτως.
- [←185]
-
Δηλαδή το έτος (6973 – 5508 =) 1465 μ. Χ., όπως εξηγήσαμε σε προηγούμενη υποσημείωση.
- [←186]
-
Το 1465 ήταν το δέκατο πέμπτο έτος τού Μωάμεθ Β’ ως επικεφαλής τού οθωμανικού σουλτανάτου, αφου είχε διαδεχθεί τον πατέρα του, τον Μουράτ Β’, το 1451.
- [←187]
-
ἐν τούτοις γε μήν καί τοῖς τοιούτοις ἀσχολουμένῳ τε καί διατρίβοντι τῷ βασιλεῖ διαγέγονε τό θέρος ὅλον καί τό φθινόπωρον· καί τούτων παρῳχηκότων τρίτον καί ἑβδομηκοστόν ἔτος πρός τοῖς ἐννακοσίοις τε καί ἑξακισχιλίοις τοῖς ὅλοις ἠνύετο, πέμπτον δέ καί δέκατον τῆς ἀρχῆς τῷ βασιλεῖ.
- [←188]
-
Lampros επιμ., Ecthesis chronica, Λονδίνο, 1902, σελ. 25-27.
- [←189]
-
Τούτῳ τῷ τρόπῳ ᾐχμαλώτιστο ἡ Κωνσταντινούπολις! ὁ ταλαίπωρος δέ βασιλεύς Κωνσταντῖνος ἅμα τοῦ εἰσελθεῖν τούς Τούρκους ἐν τοῖς μέρεσι τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ περιπατῶν μετά καί ἑτέρων ἀρχόντων θεωροῦντες τά τείχη ὑπῄντησαν αὐτῷ μερικοί Τοῦρκοι καί πολεμήσαντες οὐ κατεδέξαντο δουλωθῆναι αὐτοῖς, ὅθεν ἀπέτεμον τήν κεφαλήν αὐτοῦ μετά καί τῶν εὑρεθέντων μετ’ αὐτοῦ, μή εἰδότες ὅτι ἐστί βασιλεύς· ὕστερον δέ πολλῆς ζητησεως γεναμένης περί αὐτοῦ, φοβούμενος ὁ αὐθέντης μήπως ἐν τοῖς ζῶσιν ἐστί καί πορευθείς φέρῃ ἐκ τῆς Φραγγίας λαόν κατ’ αὐτοῦ, εὗρον γάρ τήν κεφαλήν αὐτοῦ καί ἀνεγνώρισαν αὐτήν ὅ τε Μάμαλις καί οἱ ἕτεροι ἄρχοντες, καί οὕτως ἡσύχασεν.
- [←190]
-
Μεγάλος δούκας, εδώ ο Λουκάς Νοταράς, ήταν ο πρωθυπουργός με τα σημερινά δεδομένα. Μεγάλος δομέστικος ήταν ο αρχηγός τής αυτοκρατορικής φρουράς. Ο πρωτοστάτωρ ήταν το δεύτερο σε σπουδαιότητα στρατιωτικό αξίωμα ύστερα από τον μεγάλο δομέστικο. Ο μεσάζων ήταν πολιτικός αξιωματούχος τής ύστερης περιόδου. Ο ιστορικός Δούκας ταυτίζει τον τίτλο με εκείνον τού Τούρκου βεζίρη.
- [←191]
-
Η Άννα Νοταρά έφυγε από την Κωνσταντινούπολη μεταξύ 1440 και 1449 και πήγε στη Ρώμη με δύο αδελφές της, γλυτώνοντας έτσι από τη σφαγή την οποία υπέστησαν άλλα μέλη τής οικογένειάς της με την πτώση τής Κωνσταντινούπολης. Στην Ιταλία, με την περιουσία τού πατέρα της που είχε επενδυθεί στο εξωτερικό, η Άννα αποτελούσε το επίκεντρο τής ομογένειας στη Βενετία. Εκεί το 1499 ίδρυσε μαζί με τον Νικόλαο Βλαστό και τον Ζαχαρία Καλλέργη ένα από τα πρώτα τυπογραφεία για την έκδοση ελληνικών βιβλίων. Η σύνοδος τής Σιένα, στην αλληλογραφία της με την Άννα, αναφέρεται σε αυτήν ως χήρα τού τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται από κανέναν ιστορικό τού Βυζαντίου.
- [←192]
-
Τήν δέ χαράν ἥνπερ ἔσχεν ὁ αὐθέντης τίς διηγήσεται, ὅτι γέγονε κύριος τοιούτου κάστρου ἐκλεκτοῦ; Μετά δέ παραδρομήν ἡμερῶν πέντε γέγονε ζήτησις τῶν μεγάλων ἀρχόντων, τόν τε μέγαν δοῦκα καί τόν μέγαν δομέστικον καί τόν πρωτοστάτορα υἱόν Καντακουζηνοῦ τοῦ μεσάζοντος καί ἑτέρους τούς ἐκλεκτοτέρους, καί ἀπεκεφάλισεν ἅπαντας· τόν δέ μέγαν δοῦκα ἔσφαξε τούς υἱούς αὐτοῦ ἔμπροσθεν αὐτοῦ· τόν δέ νεώτερον υἱόν αὐτοῦ τόν Ἰσαάκιον ἔβαλεν ἐν τῷ σαραγίῳ, καί ὡς ἐν ὀλίγῳ ἀπέδρασεν ἐκ τοῦ σαραγίου ἐν τῇ Ἀδριανουπόλει καί ἐγένετο ἀφανής· ὕστερον δέ εὑρέθη ἐν Ῥώμῃ ἐν τῇ ἀδελφῇ αὐτοῦ σταλεῖσα ὑπό τοῦ πατρός αὐτῆς πρό τῆς ἁλώσεως μετά πλούτου ἀπείρου. Ἀπέτεμε δέ πάντας ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ, τά δέ σώματα πάντα ὅσα ἦν ἐν ταῖς πύλαις ἐντός καί ἐκτός ἀνάψαντες πυρκαϊάν ἐν μέσῳ τῆς σούδας κατέφλεξαν ἅπαντα.
- [←193]
-
Ο Τσανταρλή Χαλίλ πασάς υπήρξε μεγάλος βεζίρης τού Οθωμανικού σουλτανάτου για δεκαπέντε χρόνια, από το 1439 μέχρι την 1η Ιουνίου 1453, υπό τούς σουλτάνους Μουράτ Β’ και Μωάμεθ Β’.
- [←194]
-
Το 1444, ύστερα από τη νίκη του στη Μάχη τής Βάρνας εναντίον των συνασπισμένων χριστιανικών δυνάμεων υπό την ηγεσία τού Ούγγρου Γιάνος Χούνιαντι, ο σουλτάνος Μουράτ Β’ αποσύρθηκε από την πρωτεύουσά του Αδριανούπολη στη Μαγνησία τού Σιπύλου (σήμερα Μανίσα, 40 χλμ. βορειοανατολικά τής Σμύρνης) και παρέδωσε τον θρόνο στον δωδεκαετή τότε γιο του, τον Μωάμεθ Β’. Την εξουσία ασκούσε ουσιαστικά ο μεγάλος βεζίρης Τσανταρλή Χαλίλ πασάς. Λόγω των κινδύνων που προκαλούσαν στα οθωμανικά εδάφη οι επιθέσεις των συνασπισμένων ευρωπαϊκών στρατών, ο Χαλίλ πασάς κάλεσε τον Μουράτ Β’ να επιστρέψει στον θρόνο και να πάρει τα ηνία τής αυτοκρατορίας από τα χέρια τού ανήλικου γιου του. Ο Μουράτ Β’ επέστρεψε, νίκησε το 1448 τις χριστιανικές δυνάμεις στη Δεύτερη Μάχη τού Κοσσυφοπέδιου και πέθανε το 1451.
- [←195]
-
Εξόριστους.
- [←196]
-
Η σημερινή Μίντιε τής Ανατολικής Θράκης, στη θέση τής αρχαίας Σαλμηδυσσού, τής οποίας παραφθορά αποτελεί το μεταγενέστερο όνομα.
- [←197]
-
Σήμερα Νέσεμπαρ στη Βουλγαρία, στη δυτική ακτή τής Μαύρης Θάλασσας.
- [←198]
-
Η σημερινή Σιλιβρί στην Προποντίδα (θάλασσα Μαρμαρά), 75 χλμ δυτικά τής Κωνσταντινούπολης.
- [←199]
-
Η σημερινή Μάρμαρα Ερεγλισί στην Προποντίδα, 115 χλμ δυτικά τής Κωνσταντινούπολης.
- [←200]
-
Άλλη ονομασία τής Αδριανούπολης.
- [←201]
-
Η σημερινή Μπαρμπαρός στην Προποντίδα, 160 χλμ δυτικά τής Κωνσταντινούπολης
- [←202]
-
Ὡς ἐν ὀλίγῳ δέ ἀπέκτεινε καί τόν Χαλούλ πασιᾶ ἔχων αὐτόν ἐν κακίᾳ, ὅπως ἐμήνυσε τόν πατέρα αὐτοῦ ἐν τῷ καιρῷ τῶν Οὐγκρῶν καί ὅτι ἔσκωπτεν αὐτόν τοῦ πολιορκῆσαι τήν Πόλιν λέγων αὐτῷ, ὅτι θέλει γένηται ἀνακάτωμα ἐκ τῶν Φραγκῶν καί ἐλθόντες ἐξέλωσιν ἡμᾶς ἐκ τῆς Δύσεως· ὅμως ἀπέκτεινεν αὐτόν. Ἐγκαταστήσας δέ τῇ Πόλει φύλακας καί καδδῆν ἐπορεύθη ἐν τῇ Ἀδριανουπόλει μετά χαρᾶς καί δόξης πολλῆς· ἀοίκου δέ οὔσης τῆς Πόλεως ὥρισεν ὅπως φέρωσι σεργούνιδες· ἔφερον γάρ ἔκ τε Μηδείας καί τῶν χωρίων αὐτῆς· ὑπέκυψαν γάρ αὐτῷ ἅπαντα ἡ Μήδεια, ἡ Μεσημβρία καί ἄράντες πλήθη ἀνδρῶν τε καί γυναικῶν ἔφερον αὐτούς ἔκ τε Σηλυβρείας καί Ἡρακλείας καί Ὀρεστιάδος καί Πανίδου, οἰκήσαντες αὐτούς ἐν τῇ ἐρήμῳ Πόλει, δόντες αὐτοῖς οἴκους οἵους ἄν ἤθελον.
- [←203]
-
Μετά την οθωμανική κατάκτηση το 1453 ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ βρήκε ερειπωμένα σε μεγάλο βαθμό τόσο το εγκαταλειμένο Μέγα Παλάτιον τής Κωνσταντινούπολης στην περιοχή τού Ιπποδρόμου και τής Αγίας Σοφίας, όσο και το Παλαιολόγειο παλάτι στην περιοχή συμβολής τού χερσαίου τείχους και τού τείχους τού Κερατίου. Η οθωμανική αυλή εγκαταστάθηκε λοιπόν αρχικά στο Εσκί Σαράι (Παλαιό Παλάτι), στον σημερινό χώρο τού Πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης. Αργότερα, το 1459, ο σουλτάνος επέλεξε ως καλύτερη θέση για παλάτι την αρχαία ακρόπολη τού Βυζαντίου και πρόσταξε να χτιστεί εκεί το ανάκτορο Τοπ Καπί, ο τόπος διαμονής των σουλτάνων μέχρι τα μέσα τού 19ου αιώνα.
- [←204]
-
Το Εξαμίλιον τείχος στον Ισθμό τής Κορίνθου, που αναπτυσσόταν παράλληλα με τη μεταγενέστερη διώρυγα, κατασκευάστηκε για πρώτη φορά στις αρχές τού 5ου μ. Χ. αιώνα επί αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’, για να αποτρέψει την είσοδο των Βησιγότθων στην Πελοπόννησο. Κατά τον 6ο αιώνα, επί Ιουστινιανού, το τείχος ενισχύθηκε, αλλά οι Σλάβοι το παρέκαμψαν από τη θάλασσα και μπήκαν στην Πελοπόννησο. Πολύ αργότερα, το 1415, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος επισκεύασε και οχύρωσε και πάλι το Εξαμίλιον, για να αποτρέψει την είσοδο των Οθωμανών, που κυριαρχούσαν τότε στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το τείχος καταλήφθηκε και ανακαταλήφηκε αρκετές φορές. Επισκευάστηκε για τελευταία φορά το 1444 από τον δεσπότη Μορέως Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’, αλλά ανακαταλήφθηκε και καταστράφηκε οριστικά το 1446 από τον Οθωμανό σουλτάνο Μουράτ Β’.
- [←205]
-
Το Νεγκροπόντε, η Εύριπος τού ανωνύμου συγγραφέα τής Ἐκθέσεως Χρονικῆς, δηλαδή η Χαλκίδα, βρισκόταν ακόμη, μαζί με ολόκληρη την Εύβοια, στα χέρια των Ενετών και των απογόνων των Ιταλών ιπποτών τής Τέταρτης Σταυροφορίας. Το Νεγκροπόντε υπέκυψε στους Οθωμανούς το 1470.
- [←206]
-
Καί ἐλθών ὁ αὐθέντης πάλιν ἐν τῇ Πόλει ἤρξατο κτίζειν τό παλαιόν σαράγιον· εἶτα πορευθείς ἔλαβε τήν Αἶνον, εἶτα τήν Ἀθήναν, τήν Θήβαν, τήν Θάσον, τήν Σαμοθρᾴκην, τό Ἄργος, (τό γάρ Ἑξαμίλιον εἶχον αὐτό ἐκ παλαιοῦ καιροῦ) τήν Λῆμνον, τήν Ἴμπρον, ἁπλῶς εἰπεῖν ἅπασαν τήν Δύσιν ἄνευ τῆς Εὐρίπου· ἔφερον γάρ ἅπαντας ἐν τῇ Πόλει ἄνδρας τε καί γυναῖκας.
- [←207]
-
Οι γειτονικές Παλαιά και Νέα Φώκαια (σήμερα Εσκί και Γενί Φότσα, 70 περίπου χλμ. βορειοδυτικά τής Σμύρνης), που είχαν παραχωρηθεί από τους αυτοκράτορες στη γενουάτικη οικογένεια των Γκατελούζο από τα μέσα τού 14ου αιώνα, υπέκυψαν στους Οθωμανούς το 1455.
- [←208]
-
Αναφέραμε πιο πάνω στον Χαλκοκονδύλη, ότι τελευταίος Ισφεντιγιάρ εμίρης τής Σινώπης ήταν ο γιος τού Ισμαήλ, ο Κιζίλ (Κόκκινος) Αχμέτ μπέης, που βασίλευσε τρεις μόνο μήνες.
- [←209]
-
Ο Σελτζούκος σουλτάνος Καϊκουμπάντ Α’ Αλαντίν (βασ. 1188–1237).
- [←210]
-
Οὗτος ὁ ἀλιτήριος καί φθορεύς τῶν Χριστιανῶν οὐκ ἐκάθισε γάρ τό σύνολον εἰρηνεῦσαι κἄν ἔτος ἕν, ἔπειτα περαιωθείς ἐν τῇ Ἀνατολῇ μετά καί στόλου ἐκ θαλάσσης καί στερεᾶς ἔλαβε τήν Μιτυλήνην, τάς δύο Φώκαιας ἄνευ πολέμου τινός, ὑπέκυψαν γάρ αὐτῷ ἅπαντα· καί ἄρας πλήθη ἀνδρῶν τε καί γυναικῶν ἔφερον μετά τῶν ἀρχηγῶν αὐτῶν ἐν τῇ Πόλει· ἐπιστρέψας γάρ ἔλαβε καί τήν Κασταμόνην καί τήν Σινώπην ἐκ χειρός τοῦ Κυζίλ Ἀχουμάτι· ἔσχον γάρ οἱ γονεῖς αὐτοῦ ταῦτα ἐκ τοῦ σουλτάν Ἀλατίν ὥσπερ κληρονομίαν· μαθών δέ τήν ἄφιξιν τοῦ αὐθεντός ἐν τῇ Κασταμόνῃ φυγών ἐπορεύθη ἐν τῷ Οὐζούν Χασάνῃ ἐν τῇ Περσίᾳ· ἔλαβε δέ καί ταῦτα ἀπονητί μετά καί πασῶν τῶν χωρῶν αὐτῶν· ἡ γάρ Ἄμαστρις μόνη ἦν τῶν Γενουβήτων, εἶχον γάρ καί τόν Καφᾶν· ἔλαβε γάρ καί αὐτόν μετά τήν τῆς Πόλεως ἅλωσιν ὡς ἐν ὀλίγῳ καιρῷ· ἔφερε γάρ τόν λαόν ἅπαντα ἐν τῇ Πόλει ἐάσας αὐτήν ἄοικον χαλάσας καί τά τείχη αὐτῆς.
- [←211]
-
Ποιμαντορική ράβδος την οποία ο αυτοκράτορας απένειμε σε διακεκριμένους κληρικούς.
- [←212]
-
Οι Άγιοι Απόστολοι ήσαν για περισσότερα από 700 χρόνια η δεύτερη σε σπουδαιότητα εκκλησία τής Κωνσταντινούπολης μετά την Αγία Σοφία. Όμως, ενώ η Αγία Σοφία βρισκόταν στο παλαιό τμήμα τής πόλης, οι Άγιοι Απόστολοι βρίσκονταν στο κέντρο τού νέου τμήματος πάνω στην κύρια αρτηρία, τη Μέση ή Κεντρική οδό, που επί Οθωμανών και μέχρι σήμερα ονομάζεται Ντιβάν Γιολού (Δρόμος προς το Αυτοκρατορικό Συμβούλιο). Οι Άγιοι Απόστολοι αποτελούσαν λοιπόν την πιο πολυσύχναστη εκκλησία τής Κωνσταντινούπολης. Οι περισσότεροι αυτοκράτορες καθώς και πολλοί πατριάρχες και επίσκοποι είχαν ταφεί στην εκκλησία αυτή. Τα λείψανά τους λατρεύονταν από τούς πιστούς επί αιώνες. Μετά την άλωση (1453), ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ Πορθητής, αντί να μετατρέψει τούς Αγίους Αποστόλους σε τζαμί, όπως έκανε με όλες τις άλλες εκκλησίες, αποφάσισε να κατεδαφίσει τον ναό και να κτίσει στον χώρο του τέμενος με αντίστοιχα μεγαλειώδη χαρακτηριστικά. Κτίστηκε λοιπόν το Φατίχ τζαμί (τέμενος τού Πορθητή), το οποίο καταλαμβάνει και σήμερα τον χώρο τού ναού των Αγίων Αποστόλων και στο οποίο βρίσκεται ο τάφος τού σουλτάνου.
- [←213]
-
Πτωχοκομείο.
- [←214]
-
Η Μονή Παμμακαρίστου διασώζεται ως Φετιγιέ Τζαμί. Χτίστηκε το 1294 στον πέμπτο λόφο τής πόλης, πάνω από το Φανάρι.
- [←215]
-
Ἐλθών δέ πάλιν ἐν τῇ Πόλει ἠρώτησε περί πατριάρχου· ὥρισεν οὖν ὅπως ποιήσωσι πατριάρχην οἷον ἄν ἐκλέξωνται ἐκ τοῦ μέσου αὐτῶν· ἐποίησε δέ τοῦτο τεχνηέντως ὡς ἀλώπηξ ὅπως ἀκούσαντες οἱ ἁπανταχοῦ ὄντες χριστιανοί συνάζωνται ἐν τῇ Πόλει. Ἐξελέξαντο οὖν τόν φιλόσοφον κῦρ Γεώργιον τόν Σχολάριον κριτήν ὄντα τῆς βασιλικῆς κρίσεως, ἄνδρα ἁγιώτατον καί εὐλαβέστατον, καί μή θέλοντα ποιήσαντες αὐτόν πατριάρχην, ὠνόμασαν αὐτόν Γεννάδιον· ᾧ δέδωκεν ὁ αὐθέντης ἰδίαις χερσί τό δεκανίκιον, ἀσμένως δέ ὑποδεχθείς ἔσχεν αὐτόν φιλίως· δέδωκε δέ πρός αὐτόν καί τόν περιώνυμον καί μέγαν ναόν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων εἰς πατριαρχεῖον· ὄντος δέ ἐκεῖσε τοῦ πατριάρχου εὑρέθη τις πεφονευμένος μέσον τῆς αὐλῆς τοῦ ναοῦ, ὅθεν φοβηθείς ὁ πατριάρχης καί οἱ μετ’ αὐτοῦ μήπως πάθωσι καί αὐτοί τά ὅμοια ἀνεχώρησαν ἐκεῖθεν καταλείψαντες τόν θαυμαστόν ἐκεῖνον ναόν· ἦν γάρ τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὁ τόπος ὁ πέριξ τοῦ ναοῦ ἄοικος, οὐ γάρ ἦσαν πλησίον οἱ γειτονοῦντες τινές· ὑπῆρχε γάρ ὁ ναός ἐκεῖνος ὅς νῦν ἐστιν ἡμαράτιον τοῦ σουλτάν Μεχεμέτι ἐν τῷ νοτιαίῳ μέρει, ἵστανται γάρ καί ἐκ τῶν κτισμάτων αὐτοῦ ἕως τοῦ νῦν. Παρῃτήσαντο γάρ τά ἐκεῖσε καί αἰτήσαντες τήν μονήν τῆς Παμμακαρίστου ὅπως ἔχωσιν αὐτήν εἰς πατριαρχεῖον, δέδωκεν αὐτήν ἐν ἑνί λόγῳ· ᾐτήσαντο δέ τόν ναόν αὐτόν διά τό εἶναι οἰκούμενον τό μέρος ἐκεῖνο ἐκ τῶν ὧνπερ ἔφερον χριστιανῶν σεργούνιδων ἐκ πασῶν τῶν πόλεων. Ὅτε δέ αὐτός ὁ αὐθέντης ἐλθών ἐντός τοῦ παρακλησίου τοῦ ἐν τῷ σκευοφυλακείῳ διαλεχθείς μετά τοῦ πατριάρχου κυροῦ Γενναδίου ὑποδείξας τήν ἀλήθειαν τῆς πίστεως ἡμῶν ἀνεπαισχύντως καί μετά παρρησίας ὑποδείξας καθαρῶς τό μυστήριον τῆς ἁγίας Τριάδος, καί ὅτι αὐτός ὁ σαρκωθείς ἐκ τῆς πανάγνου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, ὁ εἷς ἐστι τῆς Τριάδος ὁ υἱός καί λόγος τοῦ ἀγεννήτου πατρός, καί ὅπως ἀπέθανε καί ὅπως ἀνέστη καί ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός κάθηται, τοῦτο γάρ σημαίνει τό ἐκ δεξιῶν, ἀναληφθείς τε εἰς οὐρανούς πάντων ὁρώντων, καί ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων πάλιν ἔρχεσθαι τοῦ κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς· καί ἕτερα μυστήρια ἐρωτήσας αὐτόν ἀκριβῶς, εὐσεβῶς ταῦτα διεσάφησε· καί πληροφορηθείς κατά ἀκρίβειαν ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ πίστις τῶν χριστιανῶν καλῶς ἐθεώρει τό ἡμέτερον γένος· χαίρων γάρ ἦν ὅτι τοιούτου γένους γέγονεν ἀρχηγός σοφῶν καί διδασκάλων.
- [←216]
-
Ο Θωμάς (1409/10-1465) και ο Δημήτριος (1407-1470) ήσαν αδελφοί τού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου (1405-1453) και δεσπότες Μορέως. Συγκρούστηκαν πολλές φορές μεταξύ τους, χώρισαν το δεσποτάτο σε δύο τμήματα και διοικούσε καθένας το δικό του.
- [←217]
-
Μέσον δέ τοῦ καιροῦ ὡς ἐν ὀλίγῳ στρατεύει κατά Πελοποννήσου· ἦσαν γάρ οἱ δύο δεσπόται, ὅ τε Δημήτριος καί Θωμᾶς, μή δυνάμενοι δέ ἀντιμαχήσασθαι αὐτῷ ἔπεσον εἰς συμβιβάσεις ὅπως δώσωσιν αὐτῷ χαράτζιον ἀνά δισχιλίων φλωρίων ὁ καθείς κατ’ ἔτος καί τό μέρος ὅσον ἐπεριπάτησεν ὁ ἵππος αὐτοῦ· δέδωκαν δέ αὐτῷ τά Καλάβρυτα, τήν Πάτραν καί ἕτερα κάστρη καί χώρας, καί ὑπέστρεψεν.
- [←218]
-
Ο Γεννάδιος Β’ Σχολάριος υπήρξε πατριάρχης το 1454-1456, το 1462 και το 1464.
- [←219]
-
Ισίδωρος Β’, πατρ. 1456-1462.
- [←220]
-
Ιωάσαφ Α΄ Κόκκας, πατρ. 1465-66.
- [←221]
-
Η Μονή Τιμίου Προδρόμου χτίστηκε το 1270 και βρίσκεται 12 χλμ βορειοανατολικά των Σερρών.
- [←222]
-
Εἴπωμεν καί τά τῆς εκκλησίας· ὁ γάρ κῦρ Γεννάδιος πατριαρχεύσας ἔτη πέντε ἤ καί πλέον, καλέσας σύνοδον ἀρχιερέων ἐποίησε παραίτησιν, καί γέγονε πατριάρχης ὁ κῦρις Ἰσίδωρος, ἁγιώτατος πνευματικός πατήρ πάσης τῆς Πόλεως. Τελευτήσαντος οὖν ἐκείνου γέγονεν ὁ Ἰωάσαφ οὗ τό ἐπίκλην Κόκκας· μή δυνηθείς γάρ τά τῶν κληρικῶν καθ’ ἑκάστην γενόμενα σκάνδαλα, πεσών ἐν φρέατι, ἐξέβαλον αὐτόν ἠμίθνητον. Ὁ δέ κῦρ Γεννάδιος ἀναχωρήσας τῆς Πόλεως καί τῶν σκανδάλων πάντων ἀνῆλθεν ἐν τῇ μονῇ τοῦ τιμίου Προδρόμου πλησίον Σερρῶν, κἀκεῖ ἐτελεύτησεν.
- [←223]
-
Από τον 13ο αιώνα η Πάτρα ήταν γνωστή ως Παλαιά Πάτρα (Μπαλιαμπάτρα στα τούρκικα), αφού υπήρχε και η Νεοπάτρα, η σημερινή Υπάτη.
- [←224]
-
Ο Ματθαίος Ασάν. Δεύτερη σύζυγος τού Δημήτριου Παλαιολόγου ήταν η Θεοδώρα Ασάνινα, κόρη τού Παύλου Ασάν και αδελφή τού Ματθαίου.
- [←225]
-
Θεοδώρα Ασάνινα.
- [←226]
-
Στρατηγός τού Δημήτριου Παλαιολόγου στο δεσποτάτο τού Μοριά. Υπερασπίστηκε το φρούριο τής Ακροκορίνθου κατά την εκστρατεία τού Μωάμεθ Β’ Πορθητή στην Πελοπόννησο το 1460.
- [←227]
-
Μαθών γάρ ὁ αὐθέντης ὡς οἱ δύο δεσπόται οὐ συμβιβάζονται ἀλλά καθ’ ἑκάστην ἔχουσι σκάνδαλα, ἀλλ’ οὐδέ τό χαράτζιον δοῦναι ὅπερ ὑπέσχοντο, διεμηνύσατο γάρ καί ὁ κῦρ Δημήτριος ὡς ὁ ἀδελφός αὐτοῦ ὁ κῦρ Θωμᾶς οὐκ ἵσταται εἰς τάς συμβιβάσεις ἅσπερ εἴχομεν μετά τοῦ αὐθεντός, ἀλλ’ ἐπόρθησεν χώρας καί κάστρη, ὑποκύψαντες αὐτῷ ἥ τε παλαιά Πάτρα καί τά Καλάβρυτα καί ἕτερα ἅπερ δεδώκαμεν πρός σέ, καί οὐ μόνον ἐκεῖνα, ἀλλά καί ἐκ τῶν ἐμῶν χωρῶν ἁρπάζων οὐ παύεται· ἐλθέ οὖν καί λάβε τόν τόπον ἡμῶν, ὅπως εἰρηνεύσῃς ἡμᾶς. Ταῦτα οὖν διεμηνύσατο ὁ δεσπότης πρός τόν σουλτάν Μεχεμέτην, ὁ δέ θυμοῦ πλησθείς ὥρμησεν εὐθύς κατά Πελοποννήσου· ἦν δέ ὁ τοῦ δεσπότου γυναικάδελφος, Ματθαῖος ὁ Ἀσάνης, εὑρεθείς ἐν Κορίνθῳ καί οὐκ ἔχων ὅ, τι καί δράσειεν, καί ἄκων προσεκύνησεν καί παρέδωκεν αὐτῷ τό θαυμαστόν ἐκεῖνο πολίχνιον· ἄρας δέ τόν Ἀσάν καί τούς μετ’ αὐτόν στρατιώτας ἐπορεύθη ὅπου ἦν ὁ δεσπότης ἐν τῷ Μιζηθρᾷ· τί γάρ εἶχεν ποιῆσαι ὁ ταλαίπωρος δεσπότης, ἐπειδή αὐτός διεμηνύσατο αὐτόν; αἰτήσας οὖν τινα ζητήματα παρά τοῦ αὐθεντός, ὅπως λάβῃ τήν θυγατέρα αὐτοῦ εἰς γυναῖκα και ἵνα δώσῃ καί αὐτῷ τά πρός διατροφήν καί τοῖς μετ’ αὐτοῦ οὖσι, ἔστερξε οὖν ὅσα ᾐτήσατο· τήν γάρ θυγατέρα αὐτοῦ ἀρραβωνήσας αὐτήν κατά τήν τάξιν τοῦ σεβάσματος αὐτῶν, καί παρέδωκεν αὐτοῖς εὐνούχοις μετά δορυφορίας ὅτι πλείστης ἕως Ἀδριανουπόλεως, ἀλλ’ οὐκ ἐσυνεγένετο μετ’ αὐτῆς ὅλως φοβούμενος μήπως γένηται ἐξ αὐτῆς φαρμακεία ἤ τις δόλος, ὕποπτος γάρ ὤν οὐκ ἠθέλησε γενέσθαι αὐτῇ. Ἔφερον οὖν ἅπαντας ἐν τῇ Ἀδριανουπόλει τόν τε δεσπότην καί τήν βασίλισσαν τήν αὐτοῦ γαμετήν· ἦν γάρ θυγάτηρ κυροῦ Παύλου τοῦ Ἀσάν· προϋπῆρχε γάρ τεθνηκώς, ὁ δέ υἱός αὐτοῦ Ματθαῖος Ἀσάν ἔσχε γυναῖκα τήν τοῦ Εὐδαίμονος Ἰωάννου θυγατέρα· ἔφερον δέ ἅπαντας ἄρχοντας τούς τοῦ δεσπότου μικρούς τε καί μεγάλους, ἦλθον γάρ καί ἄρχοντες ἐν τῇ Ἀδριανουπόλει, οὐ γάρ εἶχον τί ζωοτροφεῖσθαι.
- [←228]
-
Την Κατερίνα Ζακκαρία, κόρη τού τελευταίου ηγεμόνα τής Αχαΐας Τσεντουριόνε Β’ Ζακκαρία.
- [←229]
-
Όπως διαβάσαμε πιο πάνω στον Σφραντζή, η Ελένη Παλαιολογίνα (1431-1472) είχε παντρευτεί τον δεσπότη (κράλη) Σερβίας Λάζαρ Μπράνκοβιτς (βασ. 1456-1458).
- [←230]
-
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, η Ζωή Παλαιολογίνα (1440/49-1503) παντρεύτηκε το 1472 ως Σοφία τον μεγάλο πρίγκηπα Μόσχας Ιβάν Γ’ (βασ. 1462–1505).
- [←231]
-
Την Γιελένα Μπράνκοβιτς (1447-1498).
- [←232]
-
Τον βασιλιά Βοσνίας Στέφανο Τομάσεβιτς (βασ. 1461-1463).
- [←233]
-
Η Μάρα Μπράνκοβιτς (1418-1487) ήταν κόρη τού δεσπότη Σερβίας Γεωργίου (Τζούρατζ) Μπράνκοβιτς (βασ. 1427-1456) και τής Ειρήνης Καντακουζηνής. Ήταν επίσης αδελφή τού επόμενου δεσπότη Σερβίας (1456-1458) Λάζαρ Μπράνκοβιτς (1421-1458), σύζυγου τής Ελένης Παλαιολογίνας (1431-1473), κόρης τού Θωμά Παλαιολόγου. Επομένως ήταν θεία τής Γιελένα Μπράνκοβιτς-Τομάσεβιτς, που αναφέρεται εδώ. Σε προσπάθεια αποτροπής οθωμανικής εισβολής στο δεσποτάτο τής Σερβίας, αρραβώνιασαν το 1431 τη Μάρα με τον Οθωμανό σουλτάνο Μουράτ Β’. Ο γάμος έγινε το 1435 στην Αδριανούπολη. Έτσι η Μάρα έγινε και μητριά τού στερημένου μητέρας από μικρή ηλικία, Μωάμεθ Β’ Πορθητή, με τον οποίο είχε πολύ καλή σχέση.
- [←234]
-
Έζοβα είναι η σημερινή Δάφνη, 18 χλμ. νοτιοανατολικά τής Νιγρίτας και 40 χλμ. ανατολικά των Σερρών.
- [←235]
-
Ὁ δέ κῦρ Θωμᾶς ὁ δεσπότης μαθών τήν ἄφιξιν τοῦ αὐθεντός ἐν τοῖς ὄρεσι τῆς Πελοποννήσου φυγών ἐπορεύθη ἐν Ῥώμῃ μετά γυναικός καί τῶν δύο υἱῶν αὐτοῦ Ἀνδρέου καί Μανουήλ καί ἀρχόντων μερικῶν ἐκ τῶν ἰδίων αὐτοῦ, ἀσμένως δέ ὑπεδέξαντο αὐτόν οἱ Λατῖνοι ποιήσαντες αὐτῷ σιτηρέσια μετά τῶν υἱῶν αὐτοῦ, πλήν ὡς ἐν ὀλίγῳ ἐτελεύτησεν· ἔσχε γάρ καί θυγατέρας δύο, καί ἡ μέν μία ἦν ἐν Σερβίᾳ πρός τόν κράλην, ἡ δέ ἑτέρα ἦν ἐν τῇ Ῥουσίᾳ πρός τόν τοῦ Μοσκόβου αὐθέντην· ἡ γάρ ἐν Σερβίᾳ θυγάτηρ αὐτοῦ ἔσχε θυγατέρα καί δέδωκαν αὐτήν πρός τόν τῆς Μπόσνας κράλην, ἥν ὕστερον πορευθείς ὁ σουλτάν Μεχεμέτης ἔλαβε κυριεύσας τήν Πόσναν καί πᾶσαν τήν περιοχήν αὐτῆς· καί τόν μέν ἄνδρα αὐτῆς ἀπέκτεινε, τήν δέ κράλητζαν ἔφερεν ἐν Κωνσταντινουπόλει ποιήσας αὐτῇ σιτηρέσιον ἕως τέλους ζωῆς αὐτῆς· ἔχουσα δέ ἡ αὐτή κράλητζα τήν τοῦ πατρός αὐτῆς ἀδελφήν τήν κυράν Μάρων, ἥ ὑπῆρχε γυνή τοῦ σουλτάν Μουράτη, μητέρα οὖσα τοῦ σουλτάν Μεχεμέτι, δέδωκε δέ αὐτῇ χώρας ὅτι πλείστας εἰς διατροφήν ἐγγύς τῶν Σερρῶν τήν τε Ἐζοβάν καί τά πλησιάζοντα χωρία, ζῶν ἐν ἐξουσίᾳ ἡ βασίλισσα μέχρι τέλους ζωῆς αυτῆς.
- [←236]
-
Ο Μανουήλ Παλαιολόγος γεννήθηκε το 1455 και πέθανε το 1512.
- [←237]
-
Κατά τον F. Babinger, Mehmed the Conqueror and his Time, Πρίνστον 1992, σελ. 180, το Σιρέντζιον τού κειμένου είναι το χωριό Ιστράντζα (Istranca) στην Ανατολική Θράκη, βορειοδυτικά τής Κωνσταντινούπολης.
- [←238]
-
H Γιελένα Μπράνκοβιτς (1447-1498), όπως είδαμε πιο πάνω.
- [←239]
-
Τοῦ γάρ δεσπότου κυρoῦ Θωμᾶ, ὡς προέφημεν, ὑπῆρχoν οἱ υἱoί δύο· ὁ νεώτερος οὖν υἱός αὐτοῦ, ὁ Μανουήλ, ἀποδράσας ἐκ Ῥώμης, ἦλθεν ἐν Κωνσταντινουπόλει, πλανήσαντες αὐτόν ὅ τε Μαγκαφᾶς και Κόντος καί Νικολός, ὄντες οἰκεῖοι αὐτοῦ, καί oἵα νέος ὤν ἤκουσε τούς λόγους αὐτῶν, ὡς ὁ αὐθέντης, ἐάν πορευθῶμεν ἐν τῇ Πόλει, ἐν πολλῇ τιμῇ ποιήσει σε ὡς ὅτι οὐκ ἀπέμεινας ἐν τῇ Φραγκίᾳ. Ἀπατήσαντες oὖν αὐτόν ἔφερoν ἐν τῇ Πόλει· ὅθεν ὁ αὐθέντης χαριέντως αὐτόν ὑποδεξάμενος δέδωκεν αὐτῷ χώρας εἰς διατροφήν τό τε Σιρέντζιον καί τό Ἀμπελίτζιν καί ἕτερα χωρία δύο καί ῥώγαν ἐξόχως ἀνά ἄσπρα ρ’, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, δούς αύτῷ καί δούλας δύο. Ἐποίησεν oὖν καί ἐκ τῶν δύο υἱούς· τόν μέν ἕνα ὠνόμασεν Ἰωάννην Παλαιολόγον, τόν δέ ἕτερον Ἀνδρέαν. Ἔζη δέ καλῶς μετά τιμῆς καί ἀρχόντων οὐκ ὀλίγων ὄντων μετ’ αὐτοῦ· ἀλλ’ οὖν δέδωκε καί αὐτός τό κoινόν χρέος, ταφείς ἐν τῇ χώρᾳ τοῦ Σιρεντζίου ἐντός τοῦ ναoῦ, ὁμοίως καί ἡ ἀνεψιά αὐτοῦ ἡ κράλητζα.
- [←240]
-
Ὡς ἐν ὀλίγῳ δέ μετά τό ἀποθανεῖν τόν πατέρα αὐτῶν, βασιλεύσας ὁ σουλτάν Σελίμης ἔλαβεν Ἀνδρέαν τόν ὕστερον υἱόν αὐτοῦ, καί ἔβαλεν αὐτόν ἐν τῷ σαραγίῳ, ποιήσας αὐτόν Ἰσμαηλίτην, ὀνομάσας αὐτόν Μεχεμέτ· ὁ δέ ἕτερος υἱός αὐτοῦ ὁ Ἰωάννης, περιπεσών ἐν νόσῳ ἀνιάτῳ ἐτελεύτησε, ταφείς ἐν τῇ Παμμακαρίστῳ.
- [←241]
-
Σήμερα Ένεζ στην ανατολική Θράκη, ανατολικά των εκβολών τού Έβρου.
- [←242]
-
Αμαρδάριοι στο πρωτότυπο (βλέπε σημείωση 480), αλλά Αμαλδαρέοι στο κείμενο που παραθέτει ο Κ. Ν. Σάθας (Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Βενετία 1894, τόμος 7, σελ. 577). Κατά τον J. Richardson (Dictionary of Persian, Arabic, and English, Λονδίνο 1806, τόμος 1, σελ. 657) αμαλντάρ (amaldar) είναι ο συλλέκτης φόρων, ο εισπράκτορας.
- [←243]
-
Σκάκους στο πρωτότυπο (βλέπε σημείωση 480), ραβδισμούς κατά Σάθα, ό. Π., 669.
- [←244]
-
Η Θεοδώρα Ασάνινα, κόρη τού Παύλου Ασάν, αδελφή τού Ματθαίου Ασάν και δεύτερη σύζυγος τού Δημήτριου Παλαιολόγου, πέθανε τον Αύγουστο τού 1471.
- [←245]
-
Ο Δημήτριος Παλαιολόγος πέθανε το 1470.
- [←246]
-
Η Ελένη Παλαιολογίνα, κόρη τού Δημήτριου και τής Θεοδώρας Ασάνινας, πέθανε από βουβωνική πανούκλα το 1470, λίγο πρν από τον πατέρα της.
- [←247]
-
Αυτοκρατορικό ένδυμα.
- [←248]
-
Ὁ δέ δεσπότης Δημήτριος, ὤν ἐν τῇ Ἀδριανουπόλει, δέδωκεν αὐτόν ὁ αὐθέντης τήν τῆς Αἴνoυ ἁλυκήν τήν ἥμισυ· ἔζη δέ ἐν σπατάλῃ καί τιμῇ καί κυνηγεσίοις πλέον ἤ ἐν τῇ Πελοποννήσῳ. Ὁ δέ Ματθαῖος ὁ Ἀσάν ἐπορεύετο μετά τοῦ αὐθεντός ἐν τοῖς πολέμοις· ἦν γάρ αὐτός φρονιμώτατος λίαν. Φθονήσας γάρ ὁ ἐχθρός διάβολος ἐμβάλλει λογισμόν ἐν τοῖς Ἀμαρδαρίοις τοῖς κρατήσασι τότε τήν ἁλυκήν, ὡς ἵνα κλέψωσιν ἄσπρα ἐκ τῆς ἁλυκῆς. Εἶπον οὖν τήν βουλήν πρῶτον τόν Ἀσάνην· ὁ δέ ἀναισχυντήσας ἀπεδίωξεν αὐτούς, μηδόλως παραδεξάμενος τόν λόγον αὐτῶν. Πορευθείς οὖν παρήγγειλε τόν δεσπότην, ὅτι ἐάν σοι εἴπωσιν oἱ Ἀμαρδάριοι τόν λόγoν ὅνπερ εἶπον καί ἐμοί, μή ἀκούσῃς αὐτόν, ὅτι, ἐάν βουληθῇς ποιῆσαι ὡς καθώς λέγουσι, μέλλομεν ἐμπεσεῖν ἐν κινδύνῳ μεγάλῳ· ὅ καί γέγoνεν. Ὁ γάρ Ἀσάν ἐπορεύθη μέν μετά τοῦ αὐθεντός ἐν τῇ Μπόσνᾳ οὐ πολύ τό ἐν μέσῳ· ἅμα γάρ τοῦ ἐξελθεῖν τόν Ἀσάν, πορευθέντες οἱ Ἀμαρδάριοι ἐπλάνησαν αὐτόν και ἔστερξεν ὅπως κλέψωσι τά ἄσπρα. Ὅρα γάρ γνῶσιν δούλου καί αὐθεντός. Οὕτως ἐποίησεν ὁ ἀσύνετος δεσπότης. Ὡς ἐν ὀλίγῳ δέ ἐλθών ὁ αὐθέντης ἐκ τῆς Μπόσνας ἠκούσθη, ὡς οἱ Ἀμαρδάριοι ἔκλεψαν ἄσπρα ἐκ τῆς ἁλυκῆς, δέδωκαν αὐτούς σκάκους, καί ὡμολόγησαν, ὅτι καί μετά βουλῆς τοῦ δεσπότου ἐκλέψαμεν, μοιράσαντες αὐτά ὁμοῦ. Ἀκούσας δέ ὁ αὐθέντης, ἠβουλήθη ἀποκτεῖναι αὐτόν, εἰ ὁ Μαχουμούτ πασίας ἔσκοψεν αὐτόν τοῦ μή ἀποκτεῖναι. Ἐκρἀτησεν oὖν τήν ἁλυκήν καί εἴ τι ἄλλο εἰσόδημα. Οἱ γάρ ἄρχοντες οἱ ὄντες μετ’ αὐτοῦ ἐπορεύθησαν ἕκαστος ὁ μέν ἔνθεν, ὁ δέ ἔνθεν· οὐ γάρ εἶχόν τι εἰς διατροφήν. Καθήμενος δέ ὁ ταλαίπωρος ἐν τῇ Ἀδριανουπόλει, ἐποίησαν αὐτόν τοῦ μή ἱππεῦσαι ὅλως. Ὁ δέ Ἀσάν, ἐλθών ἐκ τῆς Μπόσνας καί ἀκούσας τό δρᾶμα, ἐκ τῆς χολῆς πεσών ἐν ἀσθενείᾳ ἐτελεύτησεν· ὡς ἐν ὀλίγῳ δέ ἀπέθανε καί ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ. Ὀλίγoυ δέ καιροῦ παρελθόντος, ὑποστρέψας ὁ αὐθέντης ἦλθεν ἐν Ἀδριανουπόλει, καί ἐξελθών ὁ ταλαίπωρος πεζοπορῶν ὑπήντησεν αὐτόν. Ἰδών δέ αὐτόν, ἠλέησεν αὐτόν· ὥρισε γoῦν καί δέδωκαν ἵππον ἐκ τῶν ἐκλεκτῶν, καί ἐκαθέσθη περιπατών ἔμπροσθεν αὐτοῦ· δέδωκε δέ αὐτῷ καί σιτηρέσιον μερικόν εἰς διατροφήν μόνον. ἐν τῇ Ἀδριανουπόλει. Ὡς ἐν ὀλίγῳ δέ ἐτελεύτησε καί ἡ βασίλισσα καί αὐτός ό δεσπότης ἐν τῇ Ἀδριανουπόλει. Τῆς δέ θυγατρός αυτοῦ τά εἴδη ἐδόθησαν ἐν τῷ πατριαρχείῳ, ἐξ ὧν ἐστι καί ὁ σάκκος ὁ ἀρχαῖος ἕως τοῦ νῦν, ταφέντες ἅπαντες.
- [←249]
-
Ιωάσαφ Α΄ Κόκκας, πατρ. 1465-66.
- [←250]
-
Την εποχή αυτής τής εκστρατείας πρωτεύουσα των Ακ Κογιουνλού ήταν το Ντιγιάρμπακιρ και όχι η Ταμπρίζ τής Περσίας, η οποία έγινε πρωτεύουσά τους αργότερα, όταν επικράτησαν των Καρά Κογιουνλού (Μαυροπροβατάδων).
- [←251]
-
Ἐν δέ τῇ πατριαρχείᾳ τοῦ’Ιωάσαφ ἐπορεύθη ὁ αὐθέντης σουλτάν Μεεμέτης κατά τῆς Τραπεζοῦντας μετά δυνάμεως πλείστης ἔκ τε γῆς καί θαλάσσης πλήθους ἀναριθμήτου. Βασιλεύων γάρ ἦν ὁ κῦρ Δαυίδ ὁρμώμενος ἐκ τοῦ γένους τῶν Κομνηνέων. Ὡς γάρ εἶδε τήν ἀθρόαν ἔλευσιν καί τό πλῆθος τοῦ τοσούτου λαοῦ, οὐκ ἔχων τι διαπράξασθαι, καί ἄκων προσεκύνησεν. Ἐζήτησεν oὖν τινα ζητήματα, ἕν μέν ὅπως λάβῃ τήν θυγατέρα αὐτοῦ εἰς γυναῖκα· ὅμως ὑπέσχετο λαβεῖν αὐτήν. Ἔσχε γάρ ὁ αὐτός βασιλεύς καί ἑτέραν θυγατέρα τήν δέσποινα Χατούν, ἔχουσαν τον Οὐζoυν Χασάνην ἐν τῷ Τευρίζι, ἔχουσαν μετ’ αὐτoῦ υἱούς τρεῖς· ἤλπιζε γάρ τοῦ εὑρεῖν βοήθειαν ἐξ αὐτοῦ, ἀλλ’ οὐκ ἠδυνήθη βοηθῆσαι αὐτῷ τό σύνολον, φοβούμενος μή πως πoρευθῇ κατ’ αὐτοῦ. Ἐκ γάρ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἔστειλε πρέσβυν τήν μητέρα αὐτοῦ πρός τόν αὐθέντην, μετά δώρων πολλῶν προϋπαντήσας αὐτόν ἐν τῇ ὁδῷ, φήσας οὕτω· Γνωστόν ἔστω τῇ σῇ βασιλείᾳ, ὅτι οὔκ εἰμι ἐναντίος σοί, ἀλλά πορευθείς ποίησον ὡς βούλει. Ἀποδεξάμενος δέ αὐτήν ἀσμένως καί φιλοφρονήσας, ἀπέστειλεν οἴκαδε. Ἐζήτησε δέ ὁ ταλαίπωρος βασιλεύς, ὅπως δώῃ αὐτόν τόπον εἰς διατροφήν καί τοῖς οὖσι μετ’ αὐτοῦ, ἔστερξε δέ καί αὐτό, καί ἀπέστειλε τάς κλεῖς τοῦ κάστρου πρός αὐτόν. Ἐκυρίευσε δέ τήν τοσαύτην ἐπαρχίαν ἀπονητί χωρίς πολέμου τινός ἀπό Ἀμισοῦντος ἕως τῶν ὁρίων Ίβερίας κάστρων καί χωρῶν. Ἐποίησαν δέ τόν λαόν τῆς Tραπεζοῦντος μοίρας τρεῖς· τό μέν ἕν μέρος ἔλαβεν αὐτός καί οἱ μεγιστᾶνες αὐτοῦ, τό δέ ἕτερoν ἔφερε σεργούνιδας ἐν τῇ Πόλει, τό δέ ἄλλο μέρος ἀφῆκεν ἐν αὐτῷ τῷ κάστρῳ oἰκεῖν οὐκ ἔσω, ἀλλ’ ἔξω τῶν τειχῶν· τόν βασιλέα δέ καί πάντας τούς ἄρχοντας ἀναβιβάσας ἐν πλοίοις ἔφερεν ἐν Κωνσταντινουπόλει, τόν τε Καβαζήτην καί πᾶσαν τήν γενεάν αὐτοῦ, τόν μέγαν μεσάζοντα τον Ἀλταμούριον, τόν φιλόσoφoν Ἀμηρούτζην τον πρωτοβεστιάριον.
- [←252]
-
Ο Γεώργιος Αμιρούτζης υπήρξε αμφιλεγόμενο πρόσωπο. Όπως είδαμε πιο πάνω, διαπραγματεύθηκε την παράδοση τής Τραπεζούντας. Όπως είδαμε επίσης, έθεσε υπόψη τού σουλτάνου το γράμμα τής Δέσποινας Χατούν, το οποίο αποτέλεσε την υποτιθέμενη αιτία για τη θανάτωση τού πρώην αυτοκράτορα και των αρχόντων τής Τραπεζούντας, ενώ ο ίδιος επέζησε. Επίσης νωρίτερα (1438-39), στη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, υπήρξε εξαρχής υπέρ τής ένωσης των Εκκλησιών, μαζί με τον επίσης Τραπεζούντιο Βησσαρίωνα και τον Ισίδωρο Κιέβου, πράγμα που τον καθιστούσε ιδιαιτέρως αντιπαθή στους «ανθενωτικούς», όπως για παράδειγμα στον Σίλβεστρο Συρόπουλο και τα γραφόμενα στα Απομνημονεύματά του. Παρ’ όλα αυτά, με εξαίρεση την εδώ αναφορά τού ανώνυμου συγγραφέα τής Εκθέσεως Χρονικής, δεν υπάρχουν στοιχεία ότι ο Αμιρούτζης αλλαξοπίστησε.
- [←253]
-
Οὗτος γάρ ὁ πρωτοβεστιάριος ὑπῆρχεν ἔγγoνoς τοῦ Ἰάγαρη, ὁμοίως καί ὁ Μαχουμούτ πασίας ἐκ τῆς ἄλλης θυγατρός τοῦ Ἰάγαρη τῆς οὔσης ἐν τῇ Σερβίᾳ· ὑπῆρχoν οὖν πρωτεξάδελφοι. Καί μετά δόλου καί ἀπάτης αὐτοῦ τοῦ πρωτοβεστιαρίου ἐπορεύθη ὁ αὐθέντης ἐν τῇ Τραπεζοῦντι. Αὐτός γάρ ἔπεισε καί τόν ταλαίπωρον βασιλέα καί ἐπροσεκύνησεν. ἦν γάρ ὁ βασιλεύς οὗτος νωθρός καί ἄνανδρος καί οὐχ ἱκανός εἰς βασιλείαν. Εὗρε γάρ ὁ πρωτοβεστιάριος τιμήν ὅτι καί πλείστην ἔκ τε τοῦ αὐθεντός καί τοῦ μπασία· ἦν γάρ ὡραῖος καί ἀνδρεῖος ἔν τε μεγέθει σώματος καί ἐπιτηδειότητι· τοξευτής γάρ ἦν ὡς οὐδείς ἄλλος τῶν τοῦ αὐθεντικοῦ φοσσάτου. Τούς γάρ υἱούς τοῦ Ἀμηρούτζη ἔβαλεν ἐν τῷ σαραγίῳ, τόν δέ Ἀμηρούτζην ὕστερον ἐποίησεν αὐτόν Ἰσμαηλίτην· τόν βασιλέα δέ δέδωκεν αὐτῷ χώρας εἰς διατροφήν πλησίον Σερρῶν· τήν θυγατέρα αὐτοῦ ἥν ὑπέσχετο λαβεῖν εἰς γυναῖκα οὐκ ἔλαβεν αὐτήν, ἀλλ’ ἔδωκεν αὐτήν πρός τόν χότζιαν αὐτοῦ, καί, πολλά μοχθήσας τοῦ έκβαλεῖν αὐτήν ἐκ τῆς Πίστεως τοῦ Χριστοῦ, οὐκ ἠδυνήθη ἑλκῦσαι αὐτήν, ὅμως ἀπέλυσεν αὐτήν· εἶχε γάρ σιτηρέσιον μέχρι τέλους ζωῆς αὐτῆς. Ὑστερον δέ, γενομένης μάχης μετά τοῦ Οὐζούν Χασάνη, μέλλων πορευθῆναι κατ’ αὐτοῦ, ἀποστείλας άπέκτεινε τόν ταλαίπωρον βασιλέα· οὐ γάρ οἴδαμεν τίς ἦν ἡ αἰτία.
- [←254]
-
Με την κατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης και τον διαμελισμό τής αυτοκρατορίας από τούς «σταυροφόρους» τής Τέταρτης Σταυροφορίας (1204), η Αθήνα πέρασε στην εξουσία των Βουργουνδών ιπποτών (1204-1308), αργότερα των μισθοφόρων τής Καταλανικής Εταιρείας Ανατολής (1308-1388) και τέλος των Φλωρεντινών εμπόρων Ατσαγιόλι. Τελευταίος Φλωρεντινός δούκας Αθηνών ήταν ο Φράνκο Ατσαγιόλι μέχρι το 1458, οπότε ο Μωάμεθ Β’ Πορθητής κατέλαβε την Αθήνα.
- [←255]
-
Οι Ασάν ήσαν βλαχο-βουλγαρική δυναστεία, η οποία στα τέλη τού 12ου αιώνα δημιούργησε το αντίστοιχο κράτος με πρωτεύουσα το Τάρνοβο, το σημερινό Βέλικο (Μεγάλο) Τάρνοβο στη βόρεια Βουλγαρία. Πολέμησαν τούς «σταυροφόρους» καταληψίες τής Κωνσταντινούπολης (1204), ενώ πριν και μετά την ανακατάληψη τής Πόλης από τούς Έλληνες τής αυτοκρατορίας τής Νίκαιας (1261), ενεπλάκησαν σε πολέμους και με αυτούς. Ο τελευταίος Ασάν βασιλιάς, ο Ιωάννης Γ’ (βασ. 1279-1280), παντρεύτηκε το 1277 την Ειρήνη Παλαιολογίνα, αδελφή τού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (βασ. 1259-1282). Με την παρακμή τού βουλγαρικού βασίλειου στα τέλη τού 13ου αιώνα, οι Ασάν και οι απόγονοί τους, μέσω γάμων με κόρες τής αυτοκρατορικής αυλής τής Κωνσταντινούπολης, έγιναν αξιωματούχοι στην αυτοκρατορία. Ο Δημήτριος Ασάν ήταν άρχοντας τού κάστρου Μουχλί στον Μοριά, κοντά στο Παρθένι Αρκαδίας. Η κόρη του, η όμορφη Μουχλιώτισσα όπως έμεινε γνωστή, ήταν χήρα τού τελευταίου δούκα των Αθηνών, τού Φλωρεντινού Φράνκο Ατσαγιόλι (βλέπε προηγούμενη υποσημείωση).
- [←256]
-
Ἐν δέ τοῖς καιροῖς ἐκείνοις ἐξεβλήθη ἐκ τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου ὁ Ἰωάσαφ· ἀπέκοψε γάρ ὁ αὐθέντης τήν αὐτοῦ πολιάν, τόν δέ μέγαν ἐκκλησιάρχην ἔσχισεν ἐκ τῶν δύο μερῶν τήν ῥίνα αὐτοῦ ἕνεκεν τοῦ πρωτοβεστιαρίου· οὗτος γάρ ἔσxε γυναῖκα νόμιμον, ἔχων καί παῖδας μετ’ αὐτῆς. Ὁ γάρ αὐθέντης πορευθείς πρό καιροῦ ἔλαβε τήν Ἀθήναν· τόν γάρ τῆς Ἀθήνας ἄρχοντα ἀποκτείνας, τήν γυναῖκα καί παίδας ἔφερεν αὐτούς ἐν τῇ Ἀδριανουπόλει· ἡ γάρ γυνή ἦν θυγάτηρ Δημητρίου τοῦ Ἀσάν· ἰδών δέ αὐτήν ὁ πρωτοβεστιάριος, τρωθείς ἐν τῷ αὐτῆς ἔρωτι, ἤθελε λαβεῖν αὐτήν εἰς γυναῖκα· παρεκάλει οὖν διά γραφῶν τόν πατριάρχην, ὅπως συγχωρήσας λάβῃ αὐτήν· ὡς δέ οὐ κατένευσε ποιῆσαι αὐτό, φανερᾶς οὔσης μοιχοζευξίας, ὡς καί καταβοώσης τῆς γυναικός αὐτοῦ, ὠργίσθη ὁ μπασίας τόν τε πατριάρχην καί τόν μέγαν ἐκκλησιάρχην ὡς οὐκ ἤκουσαν τόν λόγον αὐτοῦ, καί ἐποίησεν αὐτοῖς ὡς προείπομεν· ἔλαβε γάρ αὐτήν παρανόμως μοιχεύων· ἡ γάρ δίκη οὐκ εἴασεν αὐτόν εἰς μακράν. Έν μιᾷ oὖν τῶν ἡμερῶν μετά τῶν ἀρχόντων παίζων ζάρια, ἁπλώσας τήν χεῖρα τοῦ λαβεῖν καί ρῖψαι αὐτά ἀπέψυξε καί ἀώρως ἐτελεύτησε, παραπεμφθείς τῷ αἰωνίῳ πυρί.
- [←257]
-
Μάρκος Β΄ Ξυλοκαράβης, πατρ. το 1466.
- [←258]
-
Δώρο.
- [←259]
-
Συμεών Α΄ Τραπεζούντιος, πατρ. το 1467.
- [←260]
-
Ἀνῆλθε δέ εἰς τόν πατριαρχικόν θρόνον ὁ κῦρι Μάρκος ὁ Ξυλοκαράβης Κωνσταντινουπολίτης καί μέτοχος λόγου. Ποιήσας oὖν καιρόν ὀλίγον ἐν τῷ πατριαρχείῳ, ἀνεφύησαν σκάνδαλα οὐκ ὀλίγα ἐκ τῶν κληρικῶν· οὐ γάρ ἠγάπουν αὐτόν. Ἦν δέ τῷ καιρῷ ἐκείνῳ τις ἱερομόναχος ὀνόματι Συμεών, ὁρμώμενος ἐκ Τραπεζοῦντος, χρησιμώτατος πάνυ καί φιλόξενος ὡς ἄλλος οὐδείς. Οἱ γάρ Τραπεζούντιοι ἤθελον τοῦ ποιῆσαι αὐτόν πατριάρχην· ἔσxoν γάρ υἱούς ἐντός σαραγίου καί ἐκτός ἐν ἀξιώμασι πλείστοις καί τιμαῖς μεγίσταις, και, δεξιωθέντες τοῖς κληρικοῖς, κακῶς διάκειντο μετά τοῦ πατριάρχου, συκοφαντοῦντες αὐτόν καί λέγοντες, ὅτι ἐποίησε προσθήκην, ὅπως δώῃ μπεσκέσιον φλωρία χίλια· oὐ γάρ ἔδιδόν τι οὔτε αὐτός οὔτε οἱ πρό αὐτοῦ πατριάρχαι· ὁ δέ ὤμνυε μή εἰδώς τό τοιοῦτον, ἀλλ’ οὐκ ἐπίστευον αὐτόν. Ὅθεν συναχθέντες οἱ Τραπεζούντιοι ἄρχοντες καί ἐκ τῶν πολιτῶν μερικοί, συνάξαντες φλωρία χίλια, ἔστειλαν αὐτά τόν αὐθέντην, εἰπόντες, ὅτι ὁ πατριάρχης ἔταξε τήν βασιλείαν σου φλωρία χίλια, δίδομεν δέ καί ἡμεῖς τά αὐτά, ἵνα ποιήσωμεν πατριάρχην τόν ἡμέτερoν καλόγηρον· οὐ γάρ θέλομεν ἡμεῖς ὁ λαός καί οἱ κληρικοί, τον Μάρκoν. Μειδιάσας οὖν ὁ αὐθέντης καί καταγνούς τήν ἀγνωσίαν αὐτῶν, εἶπεν· Ἀληθῶς ἔταξε ταῦτα, ἀλλ’ οὖν ἐπειδή οὐ θέλετε αὐτόν ὑμεῖς, ποιήσατε οἷον βούλεσθε. Ἐκβαλόντες γάρ τόν κῦρι Μάρκον ληστρικῶς ἐκ τοῦ πατριαρχείου, ἀνεβίβασαν τόν κῦρι Συμεῶνα· τόν δέ Μάρκον ἀνεθεμάτιζον οὐ μόνον κληρικοί, ἀλλά καί ἰδιῶται, ῥίπτοντες λίθους ἐν ταῖς ὁδοῖς καί ῥύμαις τῆς Πόλεως ἀνεθεμάτιζον αὐτόν· οὐ γάρ εἶχε τί καί δράσειεν, ἐκάθητο ἰδιάζων, περιμένων ὅπως γένηται σύνοδος καί ἴδωσι τήν ἐν αὐτῷ γενομένην ἀδικίαν· οὐ γάρ ἐπαύετο γράφων πρός τούς ἀρχιερεῖς. Ὅθεν, μερικοῦ καιροῦ παρελθόντος, γέγονε σύνοδος μεγίστη, ὅπως ἐξετάσωσιν έν τίνι ἐγκλήματι ἐξέωσαν αὐτόν ἐκ τοῦ θρόνoυ αὐτοῦ· βοῶν γάρ ἦν ὡς ἠδίκησαν αὐτόν.
- [←261]
-
Αναφέραμε πιο πάνω ότι η Μάρα Μπράνκοβιτς (1418-1487) ήταν και μητριά τού στερημένου μητέρας από μικρή ηλικία Μωάμεθ Β’ Πορθητή, με τον οποίο είχε πολύ καλή σχέση. Η Μάρα έζησε στην αυλή τού Μουράτ Β’ μέχρι τον θάνατό του το 1451. Ἠταν πάντοτε χριστιανή και ο Μωάμεθ Β’ τής φέρθηκε με ευπρέπεια. Ο Σφραντζής αναφέρει ότι μαθαίνοντας τον θάνατο τού Μουράτ Β’, πρότεινε στον Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο να παντρευτεί τη Μάρα. Ο αυτοκράτορας συμφώνησε αλλά, όπως γράφει ο Σφραντζής (Χρονικόν, 31.11), «εὑρέθη, ὅτι ἡ ἀμήρισσα ἐδεήθη τοῦ θεοῦ καί ἔταξεν, ἵνα, εἰ διά τινος τρόπου ἐλευθερώσῃ αὐτήν ἀπό τό ὁσπίτιον τοῦ τάχα ἀνδρός αὐτῆς, ἄνδρα ἕτερον εἰς ὅλην αὑτῆς τήν ζωήν νά μηδέ ἐπάρῃ, ἀλλά νά μένῃ ἐλευθέρα καί κατά τό δυνατόν θεραπεύουσα τόν τήν ἐλευθερίαν αὐτῇ δεδωκότα. Ἐναπέμεινεν οὖν διά ταύτην αἰτίαν τό περί τούτου ἀργόν».
- [←262]
-
Διονύσιος Α΄, πατρ. 1467-1471.
- [←263]
-
Ἐν δέ τῷ χορῷ τῶν ἀρχιερέων εἷς ἦν καί ὁ Φιλιππουπόλεως κῦρι Διονύσιος, ἔχων φιλίαν ἄκραν μετά τῆς κυρᾶς τῆς Μάρως, μητρυιᾶς οὔσης τοῦ αὐθεντός· ἐτίμα γάρ καί ἠγάπα αὐτόν ὡς πνευματικόν πατέρα. Μαθοῦσα γάρ αὕτη τά σκάνδαλα των δύο πατριαρχῶν, ἔκρινεν ὅπως ποιήσωσι τον κῦρι Διονύσιον πατριάρχην καί παύσωσι τά σκάνδαλα πάντα. Γεγόνασι γάρ οἱ τῆς Πόλεως λαϊκοί τε καί ἱερεῖς πρασιαί-πρασιαί, οἱ μέν θέλοντες τῷ ἑνί, οἱ δέ τῷ ἑτέρῳ. Βαλών γάρ ἡ κυρία αὕτη εἰς ἕν ταψίον ἀργυρόν φλωρία χιλιάδες δύο, ἐπορεύθη πρός τόν αὐθέντην. Ἐρωτήσας οὖν αὐτήν Τί ἔστι ταῦτα, ὦ μῆτερ; ἡ δέ ἔφη· Ἔστι μοι εἷς καλόγηρος, καί παρακαλῶ τήν αὐθεντείαν σου, ὅπως ποιήσω αὐτον πατριάρχην. Ἄρας δέ τα φλωρία καί εὐχαριστήσας αὐτήν, εἶπε πρός αὐτήν· Ποίησον, μῆτερ, ὅ βούλει. Καί ἀνεβιβάσθη εἰς τόν πατριαρχικόν θρόνον ὁ κῦρι Διονύσιος ὁρισμῷ τοῦ κρατοῦντος. Τί γάρ εἶχον ποιῆσαι; δύο γάρ δερνόντων ὁ τρίτος πρῶτος.
- [←264]
-
Στενήμαχος είναι το σημερινό Ασένοβγκραντ τής Βουλγαρίας, 20 χλμ νότια από το Πλόβντιβ.
- [←265]
-
Η Αχρίς (Όχριντ και σήμερα στη Βόρεια Μακεδονία) βρίσκεται πάνω στην ομώνυμη λίμνη.
- [←266]
-
Για τέσσερα και όχι οκτώ χρόνια. Βλέπε προηγούμενη υποσημείωση.
- [←267]
-
Παύλος, Πρός Ἐβραίους7.12: Μετατιθεμένης γάρ τῆς ἱερωσύνης ἐξ ἀνάγκης καί νόμου μετάθεσις γίνεται.
- [←268]
-
Καί ὁ μέν κῦρι Συμεών ἀνεχώρησεν ἐν τῇ μoνῇ τοῦ Στενημάχου, ὁ δέ κῦρ Μάρκος ἔλαβε τήν ἀρχιεπισκοπήν τῆς Ὀχρίδου, ὀλίγον δέ βιώσας ἐτελεύτησεν. Ὁ δέ κῦρ Διονύσιος, πατριαρχεύσας ἔτη ὀκτώ, ὥρμητο μέν οὗτος ἐκ Πελοποννήσου· ἐλθών γάρ ἐν Κωνσταντινουπόλει, παῖς ὤν τῇ ἡλικίᾳ, ἦν ἐν τῇ μονῇ τῶν Μαγγάνων, ὑποτακτικός γενόμενος του κῦρ Μάρκου τοῦ Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, καί παρ’ αὐτοῦ τραφείς καί παιδευθείς τήν μοναχικήν πολιτείαν, καί χειροτονήσας αὐτόν ἱερέα ἦν μετ’ αὐτοῦ ἕως ἐν τοῖς ζῶσιν ἦν· ὕστερoν δέ, γενομένης τῆς ἁλώσεως, ἔλαβoν αὐτόν αἰχμάλωτον. Ἠγόρασε δέ αὐτόν τις ἄρχων ὀνόματι Κυρίτζης ἐν τῇ Ἀδριανουπόλει· ἐκ γάρ τῆς ἀρετῆς αὐτοῦ ὡς ἐν ὀλίγῳ γέγoνε καί μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως, εἶτα καί πατριάρχης. Ὄντος γάρ αὐτοῦ ἐν τῷ θρόνῳ, ὁ ἐχθρός διάβολος, φθονήσας τήν εἰρήνην καί κατάστασιν τών ἐκκλησιῶν, ἐνέβαλε ζιζάνια τοῖς κληρικοῖς, συκοφαντήσαντες αὐτόν, ὅτι ἐστί περιτετμημένος ἐκ τῶν Ἰσμαηλιτῶν, ὧν περ εἶχoν αὐτόν δοῦλον. Συνόδου οὖν συγκροτηθείσης καί συνάξεως οὐκ ὀλίγης γενομένης ἀρχιερέων καί ἐπισκόπων καί τῶν τῆς Πόλεως ἱερέων καί ἀρχόντων καί τοῦ κοινοῦ λαοῦ πλῆθος, ἐλέγχοντες αὐτόν ἦσαν τῶν ἐκ τοῦ κλήρου τινές. Ὤμνυε γάρ, ὅτι οὔκ ἐστιν ἀληθές τό λεγόμενον, ἀλλά συκοφαντία ἐστίν. Ὡς οὖν οὐκ ἐπείθοντο, τί γάρ εἶχε καί δράσειεν; ἀλλ’ ἐξ ἀνάγκης καί νόμου μετάθεσις γίνεται·
- [←269]
-
Η ιερά μονή Κοσίνιτσας ή Εικοσιφοίνισσας στο Παγγαίο, που λειτουργεί και σήμερα.
- [←270]
-
ἐγερθείς oὖν καί σταθείς ἐν μέσῳ τοῦ πλήθους καί ἄρας τά κράσπεδα τῶν ἰματίων αὐτοῦ, ἔδειξε πᾶσι τάς σάρκας αὐτοῦ ἐξ ἑκατέρου μέρους τῶν καθεζομένων ἀρχιερέων καί κληρικῶν καί λαϊκῶν τῶν καλλιστευόντων, ὅσοι ἔτυχον εὑρεθέντες πλησίον. Καί ἰδόντες ἐξεπλάγησαν τήν καθαρότητα καί παρθενίαν αὐτοῦ· οὐ γάρ ἦν σαρκός σημεῖον ἐν αὐτῷ εἰ μή μόνoν ἄκρoν δέρματος. Αἰσχυνθέντες οὖν οἱ εἰπόντες ἔπεσoν ἐν τοῖς ποσίν αύτοῦ τοῦ συγχωρῆσαι αὐτοῖς τήν ἀδικίαν καί συκοφαντίαν ἥνπερ εἰργάσαντο. Παρεκάλουν δέ αὐτόν οἱ πάντες ἀρχιερεῖς καί πᾶς ὁ λαός τοῦ μή ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνoυ, αὐτός δέ οὐδέ ἄκροις ὠσίν ἠθέλησεν ἀκοῦσαι, ἀλλά, σταθείς παρρησίᾳ, ἀφώρισεν πάντας τούς συνεργoύς καί πράκτoρας καί συκοφάντας τοῦ τοιούτου δράματος, καί εὐθέως ἐξῆλθε τῆς Πόλεως μετά τοῦ βίου καί τῶν πραγμάτων αὐτοῦ, καί ἐπορεύθη ἐν τῇ μoνῇ τῆς Κοσινίτζου, καί ἐποίησεν ἀνακτίσεις καί καλλιεργείας οὐκ ὀλίγας· ἔμεινε δέ ἐν τῇ αὐτῇ μoνῇ ζῶν ἐν εἰρήνῃ.
- [←271]
-
Συμεών Α΄ Τραπεζούντιος (πατρ. για δεύτερη φορά 1471-1475).
- [←272]
-
Ντεφτερντάρ: Ο υπεύθυνος οικονομικών τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτός που κρατάει τα βιβλία (τεφτέρια).
- [←273]
-
Ἀνεβίβασαν δέ πάλιν εἰς τόν πατριαρχικόν θρόνoν τόν κῦρι Συμεῶνα, δούς πεσκέσιον φλωρία χιλιάδες δύο· οὐ γάρ ἠθέλησεν ὁ τευτέρης λαβεῖν φλωρία χίλια, ὅτι εὑρέθησαν γεγραμμένα χιλιάδες δύο τοῦ κῦρ Διονυσίου.
- [←274]
-
Ο Σφραντζής, Χρονικόν 47.1 γράφει: «Περί δέ τό ἔαρ τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐξῆλθε καί ὁ Ζουχασάνης [Ουζούν Χασάν] κατά τοῦ τόπου ἀμηρᾶ τοῦ Μεχεμέτη καί διέδραμε τόπους αὐτοῦ εἰς τήν Ἀνατολήν· καί ἐξῆλθε οὕτως ὁ ἀμηρᾶς ἀπό τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀπῆλθε κατ’ ἐκείνου μετά πάσης τῆς δυνάμεως αὑτοῦ. Καί πλησιάσαντες εἰς τήν ἀρχήν ἐνίκησεν ἐκεῖνος φωσάτον τοῦ ἀμηρᾶ, ὅπερ ἐξῆλθεν ἔμπροσθεν κατ’ ἐκείνου· ἐν ᾧ ἐσκότωσε καί τόν μπεϊλαρπεῒν τῆς Δύσεως, υἱόν τοῦ ποτε Παλαιολόγου Θωμᾶ τοῦ Γίδου ἐκείνου καί πολλούς ἄλλους τῶν ὄντων εἰς τήν Δύσιν ἀρχόντων καί κεφαλάδων».
- [←275]
-
Ο «μπέης των μπέηδων», ο «διοικητής των διοικητών». Εδώ αναφέρονται δύο μπεηλερμπέηδες (γενικοί διοικητές) τής αυτοκρατορίας: ένας τής Δύσης (Ρούμελι, Ρωμυλία) και ο άλλος τής Ανατολής (Αναντολού, Ανατολία).
- [←276]
-
Ατζάμιδες στο κείμενο, από το τουρκικό acemi εξελληνισμένο ως ατζαμής.
- [←277]
-
Ἐν δέ τοῖς καιροῖς ἐκείνοις ἐπορεύθη ὁ αὐθέντης ἐν τῇ Περσίᾳ, γενομένης μάχης μετά τοῦ Οὐζούν Χασάνη, καί πορευθείς μέχρι τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτου, συνῆψε πόλεμον μετ’ αὐτοῦ· έν αὐτῷ γάρ τῷ πολέμῳ ἀπεκτάνθη καί ὁ Χάς Μουράτης μπεγλερμπεΐς ὤν τῆς Ἀνατολῆς ὁ υἱός Παλαιολόγου τοῦ Γiδου. Ὁ δέ Μαχουμούτ μπασίας ἦν μπεγλερμπεΐς τῆς Δύσεως, καί oὐκ ἐβοήθησεν αὐτόν ἐν τῷ πολέμῳ· ἐφθόνει γάρ αὐτόν, διό καί ἐξ ἐκείνου ὠργίσθη αὐτόν ὁ αὐθέντης, καί ἐν τῷ ἐπανελθεῖν ἐκ τοῦ φοσσάτου ὡς ἐν ὀλίγῳ ἀπέπνιξεν αὐτόν ἐν τῷ πύργῳ τοῦ Tζατλατῆ. Πολέμου οὖν γενoμένoυ, οὐκ ἠδυνήθη στῆναι μετά τῶν Ὀτμαλήδων ὁ Οὐζούν Χασάνης, ἀλλά φυγών διεσώθη. Ἔλαβε δέ πλῆθος πολύ ἐκ τῶν Ἀτζάμιδων τῶν ἐν τῷ πολέμῳ καί τῶν μεγιστάνων αὐτῶν, καί ἔφερε πάντας ἐν τῇ Πόλει ζῶντες κακῶς, καί οἱ μέν ἀπέθανoν, οἱ δέ ζῶντες, ἀγάπης γενομένης, ἐπορεύθησαν ἐν τῇ πατρίδι αὐτῶν.
- [←278]
-
Ραφαήλ Α΄, πατρ. 1475-1476.
- [←279]
-
Πατριαρχεύσας οὖν ὁ κῦρι Συμεών ἔτη τρία ἤ καί πλείω, ἐν αὐτῷ οὖν τῷ καιρῷ ἐφάνη τις ἱερομόναχος ὀνόματι Ῥαφαήλ, ὁρμώμενος ἐκ Σερβίας, μέθυσος καί οἰνοπότης· ἔx ων φίλους ἐκ τῶν μεγιστάνων, ἐποίησεν ὅπως δώῃ καθ’ ἕκαστον xρόνoν φλωρία χιλιάδες δύο και πεσκέσιον φλωρία ἑπτακόσια. Δέδωκαν δέ αὐτόν τόν θρόνον, καί ἐξεβλήθη πάλιν ὁ κῦρι Συμεών. Στάσεως οὖν γενομένης, οὐκ ἤθελον συλλειτουργῆσαι αὐτῷ, ἀλλ’ ὅμως ἐκ τοῦ φόβου καί ἄκοντες εσυλειτούργουν αὐτῷ· ἦν γάρ τοσοῦτον μέθυσος, ὡς καί τῇ ἁγίᾳ καί μεγάλῃ Παρασκευῇ ἐν τοῖς τροπαρίοις οὐκ ἠδύνατο στῆναι ἐκ τῆς μέθης, ἀλλ’ ἔπιπτε τό δεκανίκιον ἐκ τῶν χειρῶν. Ἐμίσουν γάρ αὐτόν οἱ πάντες τό μέν ἐκ τῆς μέθης, τό δέ ἐκ τῆς ἀλλογλωττίας. Περαιωθέντος o ὖν τοῦ χρόνου, οὐκ ἠδυνήθη δοῦναι τό χαράτζιον· οὐ γάρ ἦν τις ὁ βοηθῶν αὐτόν οὔτε ἐκ τῶν κληρικῶν οὔτε ἐκ τῶν λαϊκῶν. Ἀφέντες γάρ αὐτόν, ἔβαλον αὐτόν ἐν τῇ φυλακῇ, καί, περιπατῶν μετά τῆς ἀλύσου, ἐτελεύτησε κακῶς…