<-Εισαγωγή | 2. Πόρτερ: Ταξίδια στη Γεωργία, την Περσία και την Αρμενία-> |
1. Τζον Μακντόναλντ Κίνεϊρ: Ταξίδι μέσα από τη Μικρά Ασία, την Αρμενία και το Κουρδιστάν
Ο Κίνεϊρ ξεκίνησε από την Αγγλία στις αρχές τού 1813 και ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη μέσω Σουηδίας, Πολωνίας, Γερμανίας και Ουγγαρίας. Από την Κωνσταντινούπολη κατευθύνθηκε προς Εσκίσεχιρ, Άγκυρα, Καισάρεια, Ταρσό, Αντιόχεια και Λαοδίκεια Συρίας. Από τη Λαοδίκεια επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη μέσω Κύπρου, Καραμάν, Ικονίου, Αφιόν Καράχισαρ και Προύσας. Τον Απρίλιο τού 1814 ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη το ταξίδι του προς τις ακτές τού Πόντου, την Τραπεζούντα και το Ερζερούμ.
Από την Κωνσταντινούπολη στην Κασταμονή (1814)
Στις 29 Απριλίου 1814 ο Τζον Μακντόναλντ Κίνεϊρ και ο Ουίλιαμ Τσάβας, στην υπηρεσία τής αξιοτίμου Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, επιβιβάστηκαν σε πλοίο στο Μπουγιούκντερε, χωριό στην ευρωπαϊκή ακτή τού Βοσπόρου λίγο πριν από την έξοδο στη Μαύρη Θάλασσα, με πρόθεση να προχωρήσουν διά θαλάσσης μέχρι την πόλη τής Ηράκλειας, τη σημερινή Καραντενίζ Ερεγλί στα δυτικά τής νότιας ακτής τού Ευξείνου. Για τον σκοπό αυτόν είχαν μισθώσει φελούκα με έξι κουπιά, που την κυβερνούσαν Έλληνες ναυτικοί.
Σύντομα όμως ανακάλυψαν ότι τόσο μικρό σκάφος δεν ήταν κατάλληλο για φουρτουνιασμένη θάλασσα όπως ο Εύξεινος. Στη διάρκεια των λίγων ωρών που ανοίχτηκαν από το κάστρο και το κανάλι τού Βοσπόρου, αφού έπλευσαν επτά περίπου μίλια κατά μήκος τής ακτής του Εύξεινου, ο πλοίαρχος τού σκάφους μπήκε ξαφνικά σε μικρό όρμο, ένα περίπου μίλι πέρα από το ποτάμι και το χωριό τής Ρίβα [ο Κίνεϊρ γράφει Χίβα]. Καθώς ο καιρός συνέχιζε να είναι ήπιος, ο Κίνεϊρ ρώτησε ποια ήταν η αναγκαιότητα τής προσέγγισης στην ακτή, αλλά ο πλοίαρχος απάντησε ότι προέβλεπε να πλησιάζει καταιγίδα. Αφού δεν μπόρεσε να τον πείσει ούτε με απειλές ούτε με παρακλήσεις, βγήκαν στην ακτή και ψυχαγωγήθηκαν βαδίζοντας στην ύπαιθρο, η οποία ήταν καλυμμένη με βλάστηση στην οποία αφθονούσαν σπάνια και όμορφα λουλούδια.
Το μεσημέρι είχαν πυκνή ομίχλη και κατά διαστήματα βροχή. Προς τις τρεις το απόγευμα σηκώθηκε αέρας και η θάλασσα άρχισε να φουσκώνει, με αποτέλεσμα να δηλώσουν οι βαρκάρηδες ότι θα ήταν επικίνδυνο να παραμείνουν κι άλλο εκεί.
Είπαν ότι η καταιγίδα θα συνεχιζόταν κατά πάσα πιθανότητα για πολλές ημέρες, διάστημα κατά το οποίο δεν θα μπορούσαν ούτε να προχωρήσουν στο ταξίδι ούτε να επιστρέψουν. Ο Κίνεϊρ και ο σύντροφός του, διαπιστώνοντας ότι δεν υπήρχε ελπίδα να φτάσουν στην Ηράκλεια τόσο σύντομα όσο προσδοκούσαν, πήραν την απόφαση αφενός να επιστρέψουν αμέσως στην Κωνσταντινούπολη και αφετέρου να προχωρήσουν από τη στεριά κατευθείαν προς Τραπεζούντα. Ο Κίνεϊρ είχε ήδη πληρώσει στον καπετάνιο τού σκάφους τριακόσια γρόσια προκαταβολή και εκείνος συμφώνησε να τούς πάει για το ποσό αυτό μέχρι τη Νικομήδεια. Επειδή είχε σχεδόν σκοτεινιάσει πριν φτάσουν στο Μπουγιούκντερε, οι δύο σύντροφοι πέρασαν εκείνο το βράδυ με τον κ. Μπουλκ, γνωστό τους Ρώσο κύριο, ενώ το επόμενο πρωί προγευμάτισαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου άκουσαν την είδηση τής εισόδου των συμμάχων στο Παρίσι και τη διακήρυξη τής γερουσίας υπέρ τού Λουδοβίκου ΙΗ’. [Τα στρατεύματα των συμμάχων (Αυστρία, Πρωσία, Ρωσία, Βρετανία, Πορτογαλία, Σουηδία, Ισπανία και σειρά γερμανικών κρατών) μπήκαν στο Παρίσι στις 31 Μαρτίου 1814. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης παραιτήθηκε στις 11 Απριλίου, πέντε μέρες αφ’ ότου η Γερουσία του κάλεσε τούς Βουρβώνους να αναλάβουν πάλι τον θρόνο. Ο Λουδοβίκος ΙΗ’ υπέγραψε τη Συνθήκη των Παρισίων στις 30 Μαΐου 1814. Η συνθήκη έδινε στη Γαλλία τα σύνορά της τού 1792, τα οποία επεκτείνονταν ανατολικά τού Ρήνου. Δεν προβλεπόταν καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων και τα κατοχικά στρατεύματα τού συνασπισμού αποσύρθηκαν αμέσως από το γαλλικό έδαφος].
Το Μπουγιούκντερε από τον Τάφο τού Γίγαντα
(Julia Pardoe, The Beauties of the Bosphorus, 1838)
Στις 30 Απριλίου στις έντεκα το πρωί μπήκαν ξανά στη θάλασσα και περνώντας με ούριο άνεμο το Σαράιμπουρνου [τη «μύτη» τής περιτειχισμένης Κωνσταντινούπολης κάτω από το παλάτι τού Τοπ Καπί] και το χωριό τής Χαλκηδόνας [από την οποία αρχαία πόλη τίποτε δεν είχε απομένει κατά τον Κίνεϊρ, εκτός από μερικά ερείπια τειχών κι ένα υπόγειο πέρασμα], ανοίχτηκαν για τον κόλπο τής Νικομήδειας. Στη μία η ώρα άρχισε να πέφτει βροχή και σε μισή ώρα τούς ανάγκασε να αναζητήσουν καταφύγιο στη μικρή πόλη Καρτάλ της Προποντίδας [ο Κίνεϊρ γράφει Κορτάλ], όπου παρέμειναν μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα, όταν ο καιρός καθάρισε και άρχισαν πάλι να ταξιδεύουν. Δεν είχαν όμως βγει καλά-καλά από το λιμάνι, όταν η βροχή άρχισε και πάλι, ενώ συνέχιζε να πέφτει με τέτοια ένταση, που υποχρεώθηκαν να σταματήσουν για τη νύχτα στη μικρή πόλη τής Τούζλα. Ο αγάς ή επικεφαλής τού τόπου ήταν ιδιαίτερα ευγενής και τούς φιλοξένησε σε διαμέρισμα στο σπίτι του.
Ξημερώνοντας η 1η Μαΐου, δεν σταμάτησε να βρέχει μέχρι τις οκτώ το πρωί, όταν, καθώς ο Κίνεϊρ ετοιμαζόταν να μπει στο πλοίο, ένας Έλληνας τού έπιασε το χέρι και τού ζήτησε να τον συνοδεύσει, προσθέτοντας ότι είχε κάτι να τού δείξει που άξιζε την προσοχή του. Τον ακολούθησε στην ελληνική εκκλησία, όπου τού έδειξε κομμάτι μαρμάρου ύψους τεσσάρων περίπου ποδιών και πλάτους τριών, πάνω στο οποίο υπήρχε ανάγλυφο, προφανώς πολύ αρχαίο. Περιλάμβανε τρεις μορφές, φτιαγμένες χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η κεντρική αναπαριστούσε άνδρα με κάποιου είδους κάλυμμα στο κεφάλι του, ενώ εκείνες στις δύο πλευρές του είχαν κεφάλια λύκων με άκρα και σώματα ανδρών. Είχε καθεμιά δόρυ στο χέρι της, με το οποίο τρυπούσε το πλευρό τής κεντρικής μορφής. Ο Κίνεϊρ έδωσε στον Έλληνα μικρό δώρο και επέστρεψε κάπως απογοητευμένος στο σκάφος.
Άφησαν την ακτή λίγα λεπτά μετά τις οκτώ και στις εννέα μπήκαν στον κόλπο τής Νικομήδειας, ο οποίος είχε εδώ πλάτος οκτώ ή δέκα μίλια [12 ή 15 χλμ]. Στις εννιάμιση πέρασαν, στα αριστερά, την πόλη τής Γκέμπζε [ο Κίνεϊρ γράφει Γκίμπζα], την αρχαία Λύβισσα, διάσημη στην ιστορία ως τελευταίο καταφύγιο τού Αννίβα, εκεί όπου μικρός τύμβος, μισό μίλι από την πόλη, εξακολουθούσε να δείχνεται ως ο τάφος αυτού τού ήρωα. Το πλάτος τού κόλπου μειωνόταν τώρα σταδιακά. Οι λόφοι σε κάθε πλευρά καλύπτονταν με πρασινάδα, αλλά η μεγάλη έλλειψη δένδρων έκανε τη θέα ανιαρή. Είχαν ελαφρό αεράκι από τον βορρά κατά τη διάρκεια τού πρωινού, ενώ στις τρεις έφτασαν σε εξέχον ακρωτήριο, όπου ο κόλπος δεν είχε πλάτος μεγαλύτερο από ένα μίλι. Ήσαν τώρα έξι περίπου μίλια από τη Νικομήδεια και μόλις πέρασαν το ακρωτήριο, το στενό διευρύνθηκε αμέσως σε είδος κόλπου, στην πάνω άκρη τού οποίου βρισκόταν η πόλη.
Η ύπαιθρος είχε πάρει πια περισσότερο ευχάριστη και ανθισμένη εμφάνιση. Στα δεξιά οι δασωμένες πλαγιές των βουνών καθρεφτίζονταν στο νερό, ενώ στην αριστερή πλευρά πλούσια και καλλιεργημένα χωράφια πρόσθεταν ποικιλία στο τοπίο. Αποβιβάστηκαν κατά τις πέντε το απόγευμα και με εντολή τού πασά οδηγήθηκαν σε άνετο κατάλυμα, όπου τούς υποδέχτηκε εγκάρδια ο ιδιοκτήτης του, ένας Τούρκος κύριος.
Η Νικομήδεια (τώρα ονομαζόταν Ιζμίτ) ήταν πολύ αρχαία πόλη, που ιδρύθηκε ή καλλωπίστηκε από τον Νικομήδη Α’. Ήταν για πολλούς αιώνες πρωτεύουσα τής Βιθυνίας. Όταν το βασίλειο αυτό υποβιβάστηκε σε ρωμαϊκή επαρχία, η Νικομήδεια έγινε ο συνήθης τόπος κατοικίας τού ανθύπατου. Την εποχή τού Διοκλητιανού ανυψώθηκε στο αξίωμα τής πρωτεύουσας τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τίτλο τον οποίο διατήρησε μέχρι την οικοδόμηση τής Κωνσταντινούπολης. Ο Πλίνιος αναφέρει υδραγωγείο, αμφιθέατρο και ναό, αλλά από αυτά δεν διασώζονταν τώρα απομεινάρια, ενώ μια παλιά εκκλησία ήταν το μόνο που είχε απομείνει από την αρχαία Νικομήδεια. Η σημερινή πόλη βρισκόταν στην πλαγιά λόφου που υψωνόταν από τον κόλπο και ήταν χτισμένη κυρίως από ξύλο, όπως και η Κωνσταντινούπολη. Λεγόταν ότι στην πόλη αυτή ζούσαν επτακόσιες οικογένειες, από τις οποίες εκατόν πενήντα ήσαν ελληνικές, πενήντα εβραϊκές και οι υπόλοιπες τουρκικές.
Η Ιζμίτ (Νικομήδεια) σε καρτ-ποστάλ τής εποχής
Το βασίλειο τής Βιθυνίας, όταν το άφησε ο Νικομήδης Δ’ στον λαό τής Ρώμης, εκτεινόταν στη μία πλευρά από τούς πρόποδες τού Ολύμπου μέχρι τις ακτές τού Ευξείνου και στην άλλη από τον Βόσπορο μέχρι τον ποταμό Παρθένιο και τα σύνορα τής Γαλατίας. Φαίνεται ότι αποτελούσε αρχικά τμήμα τής Φρυγίας. Στη συνέχεια ονομάστηκε Βεβρυκία από τη Βεβρύκη, την κόρη τού Δαναού, ενώ ύστερα πήρε το όνομα Βιθυνία από τον Βιθυνό, τον γιο τού Δία. Την εποχή τού Ξενοφώντος οι ντόπιοι αυτής τής χώρας θεωρούνταν ως οι πιο γενναίοι στην Ασία. Τούς κυβερνούσαν δικοί τους βασιλείς για πάνω από διακόσια χρόνια, όταν ο τελευταίος τού κλάδου τούς άφησε ως κληρονομιά στους Ρωμαίους. Η Βιθυνία ανατράπηκε από τον Μιθριδάτη, ανακαταλήφθηκε από τον Λούκουλλο και τον Κόττα, ενώ μετά την ήττα τού Δομίτιου Καλβίνου αρπάχτηκε από τον Φαρνάκη, τον βασιλιά τού Πόντου, ο οποίος διατήρησε την κατοχή της μέχρι την ανατροπή του στη μάχη των Ζήλων. Από δω και μπρος την κυβερνούσε Ρωμαίος πραίτορας, ενώ όταν ο Κωνσταντίνος εισήγαγε νέα διαίρεση των επαρχιών τής αυτοκρατορίας του, αυτή εντάχθηκε στη διοίκηση τού Πόντου. Υπό τον Βαλεντινιανό η Βιθυνία διαιρέθηκε σε δύο επαρχίες, των οποίων πρωτεύουσες ήσαν η Νίκαια και η Νικομήδεια, ενώ συνέχισε έτσι μέχρι την εποχή που το μεγαλύτερο μέρος τής Μικράς Ασίας έγινε υπήκοο των ηγεμόνων τού οίκου των Σελτζούκων, από τούς οποίους ανακτήθηκε κατά τον 12ο αιώνα, αλλά τελικά χάθηκε για την Ελληνική αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Ανδρόνικου τού νεότερου. [Τού Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου (βασ. 1321-41) το 1337.] Η Βιθυνία περιλαμβανόταν τώρα στη μεγάλη επαρχία τής Ανατολίας και διοικούνταν από πασά με τρεις αλογοουρές, ο οποίος κατοικούσε στην Νικομήδεια. [Υπήρχαν τρεις βαθμοί πασάδων. Ο ψηλότερος είχε το δικαίωμα να έχει στο λάβαρό του (κοντάρι) τρεις αλογοουρές. Οι κατώτεροι δύο και μία αντίστοιχα.] Ήταν ρομαντική και όμορφη περιοχή, που διασχιζόταν από ψηλά βουνά και εύφορες κοιλάδες. Ήταν πλούσια σε φρούτα και κρασί, ενώ είχε άφθονα δάση και ωραία δένδρα.
2 Μαΐου. Ανέβηκαν στα άλογα στις έντεκα, κάτω από ραγδαία βροχόπτωση, η οποία δεν σταμάτησε μέχρι να φτάσουν στη Σαπάντζα, σε απόσταση οκτώ ωρών ή εικοσιτεσσάρων μιλίων (35-40 χιλιομέτρων). Η φύση τής χώρας, για τα πρώτα δέκα μίλια, ήταν εντελώς επίπεδη, το έδαφος πλούσιο και ιδιαίτερα καλλιεργούμενο. Προς νότο υπήρχε ψηλή λοφοσειρά, που καλυπτόταν από ψηλά δένδρα με πυκνά φυλλώματα. Στα δυτικά είχαν θέα του κόλπου τής Νικομήδειας, και στα ανατολικά τής λίμνης Σαπάντζα. Ο Κίνεϊρ σημειώνει: «Φαίνεται από μία από τις επιστολές τού Πλίνιου προς τον Τραϊανό, ότι οι Νικομηδείς δεν είχαν μεγάλες γνώσεις υδραυλικής, γιατί λέει ότι ξόδεψαν τριακόσιες τριάντα εννέα χιλιάδες σηστέρσια για υδραγωγείο, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς επίσης δύο εκατομμύρια σε δεύτερο έργο τής ίδιας περιγραφής, που παρέμενε ανολοκλήρωτο κατά την εποχή του. Αποδίδει αυτές τις αποτυχίες σε ασύνετη επιλογή τής θέσης και τούς συστήνει ένα νέο υδραγωγείο, το οποίο είχε αυτός ξεκινήσει. Προτείνει επίσης, προκειμένου να βελτιωθεί το εσωτερικό εμπόριο τής χώρας, να κοπεί κανάλι από τη λίμνη Σαπάντζα μέχρι τον κόλπο τής Νικομήδειας, ενώ προσθέτει ότι είχε ανακαλύψει έργο που είχε σκαφτεί από έναν από τους βασιλείς τής Βιθυνίας, αλλά εκφράζει αμφιβολίες κατά πόσο προοριζόταν για αποστράγγιση ή για επικοινωνία με τον ποταμό. Η στάθμη τής λίμνης λεγόταν ότι ήταν σαράντα πήχεις ψηλότερα από εκείνη τού κόλπου κι έτσι υπήρχαν φόβοι ότι θα έχανε η λίμνη τα νερά της. Ο πραίτωρ λοιπόν προτείνει διάφορα σχέδια για την αντιμετώπιση αυτής τής δυσκολίας και μεταξύ άλλων την όδευση τού καναλιού σε απόσταση λίγων μέτρων από το ποτάμι αντί να οδηγηθεί κατευθείαν στη θάλασσα. Δεν ξέρω αν κατασκευάστηκε ποτέ αυτό το έργο, αλλά είναι βέβαιο ότι σήμερα δεν εντοπίζονται απομεινάρια του».
Πριν προχωρήσουν τρία μίλια, είχαν διασχίσει δύο φορές τον ποταμό Κίβας, μικρό ρυάκι το καλοκαίρι, που είχε όμως σημαντικό όγκο νερού κατά τη διάρκεια τού χειμώνα και τής άνοιξης. Ο Πλίνιος ο Νεότερος, όταν ήταν πραίτορας τής Βιθυνίας, πρότεινε στον αυτοκράτορα Τραϊανό να κόψει κανάλι μέσα από την πεδιάδα προς τον κόλπο τής Νικομήδειας. Σίγουρα κανένα άλλο έδαφος δεν θα ήταν καλύτερα υπολογισμένο για μια τέτοια επιχείρηση, αν και ο Κίνεϊρ πίστευε ότι το έργο δεν ξεκίνησε ποτέ. Ανάμεσα στο δέκατο και το εντέκατο μίλι στράφηκαν περισσότερο προς τα ανατολικά και μπήκαν σε πυκνό δάσος, μέσα από το οποίο ταξίδεψαν για το υπόλοιπο μέρος τής ημέρας μέχρι τη Σαπάντζα, που ήταν άθλια μικρή πόλη φωλιασμένη σε δάσος και πάνω στην ομώνυμη λίμνη.
3 Μαΐου. Καθυστέρησαν εδώ ολόκληρη τη μέρα λόγω τής δυσκολίας στην εξασφάλιση αλόγων, επειδή, δυστυχώς για αυτούς, τύχαινε να είναι η εποχή που άλλαζαν οι μενζιλτζήδες, οι υπεύθυνοι των σταθμών αλλαγής αλόγων σε κάθε τόπο. Ο Κίνεϊρ έχει αναφέρει ήδη [στο δεύτερο κεφάλαιο τού βιβλίου του (σελ. 34) που δεν περιλαμβάνεται εδώ], ότι αυτοί οι σταθμοί αλλαγής σε ολόκληρη την Τουρκική αυτοκρατορία υποστηρίζονταν από ορισμένες επιδοτήσεις σε γη ή χρήμα, ενώ η σύμβαση ανατίθετο την άνοιξη κάθε έτους στην καλύτερη προσφορά. Κατά συνέπεια αυτό είχε ως αποτέλεσμα μεσοδιάστημα αρκετών ημερών μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες για την αγορά ή μεταφορά των αλόγων από τον ένα σταθμό αλλαγής στον άλλο. Η θερμοκρασία στις έξι το πρωί ήταν 47 βαθμοί, και το μεσημέρι 56 βαθμοί Φαρενάιτ [8 και 13°C αντίστοιχα], ενώ συνέχιζε να βρέχει όλη τη μέρα με μεγάλη ένταση.
4 Μαΐου. Ο αγάς έστειλε μήνυμα ότι τα άλογα ήσαν έτοιμα, αλλά ότι οι δρόμοι είχαν γίνει αδιάβατοι από την πολλή βροχή που είχε πέσει τον τελευταίο καιρό. Ότι ο Σακάρια (Σαγγάριος) είχε ξεχειλίσει από τις όχθες του και ότι πολλά από τα ορεινά ρέματα δεν θα ήταν δυνατό να διασχιστούν. Αυτό συνέβαινε συχνά τον χειμώνα και την άνοιξη. Ούτε μπορούσε ενδεχομένως να γίνει αλλιώς σε χώρα στην οποία δινόταν τόσο λίγη προσοχή στις δημόσιες οδούς. Δεν ήσαν λιγότεροι από πενήντα εκείνοι οι οποίοι, πέρα από την ομάδα τού Κίνεϊρ, είχαν υποχρεωθεί να παραμένουν εκεί, ενώ ανάμεσά τους υπήρχαν και δύο τάταρ, στους οποίους είχε ανατεθεί να φέρουν το κεφάλι τού πασά τής Ζήλε, ενός οπαδού τού μακαρίτη Τσαπάνογλου.
[Τούς τάταρ, κυβερνητικούς αγγελιοφόρους που συνόδευαν με αμοιβή τούς περιηγητές ως εκπρόσωποι τού κράτους σε ταξίδια με άλογα, τα οποία άλλαζαν από σταθμό σε σταθμό αλλαγής αλόγων (μενζίλ), θα τούς συναντάμε συχνά στις αφηγήσεις των περιηγητών, ορισμένοι από τούς οποίους προσφέρουν πιο κάτω αναλυτικές περιγραφές. Ο τάταρ ήταν αξιωματούχος. Είχε την ευθύνη και τον έλεγχο τού ταξιδιού. Τα άλογα αποσκευών οδηγούσε ο σουρτζής, τον οποίο επίσης θα συναντάμε συχνά.]
Τα κεφάλια των επαναστατημένων κυβερνητών, που συντηρούνταν σε κασέλα κεριού, μεταφέρονταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκτίθεντο για μερικές ημέρες σε κόγχη τής πύλης τού σεράι [παλατιού] και στη συνέχεια δίνονταν στους δικούς τους.
5 Μαΐου. Τα άλογα στάλθηκαν νωρίς το πρωί, αλλά καθώς ο μεγάλος δρόμος προς Μπόλου ήταν ακόμη αδιάβατος, τούς ενημέρωσαν ότι έπρεπε είτε να παραμείνουν μερικές ακόμη ημέρες ή να πάρουν δρόμο ευρείας παράκαμψης, πράγμα για το οποίο ο Κίνεϊρ δεν μετάνιωσε, αφού είχε πριν ταξιδέψει τον κατευθείαν δρόμο και ήταν ευτυχής που θα είχε αλλαγή τοπίου. [Ο Κίνεϊρ είχε ταξιδέψει τον προηγούμενο χρόνο (1813) από Κωνσταντινούπολη προς Άγκυρα, Γιοζγκάτ, Καισάρεια και Ικόνιο.] Ανέβηκαν στα άλογα στις εξήμιση και ύστερα από φιλονικία με τον μενζιλτζή, ο οποίος ήταν ως συνήθως δυσαρεστημένος με το δώρο που τού έδωσαν, αποχαιρέτησαν τη Σαπάντζα. Ξεκίνησαν το ταξίδι τους ανεβαίνοντας τούς λόφους αμέσως πάνω από την πόλη προς νότο και έχοντας φτάσει στην κορυφή, στο τέλος δύο περίπου μιλίων, ενθουσιάστηκαν από την ομορφιά τής θέας από αυτό το υπερυψωμένο σημείο. Η λίμνη τής Σαπάντζα εκτεινόταν στα πόδια τους, συνορεύοντας στα νοτιοανατολικά με ποικιλία δένδρων και θάμνων, το παχύ φύλλωμα των οποίων κρεμόταν πάνω από το νερό, ενώ οι πλευρές των λόφων στην απέναντι ακτή καλύπτονταν από κοπάδια, καλλιέργειες και χωριά. Αυτή η λίμνη, που παλαιότερα ονομαζόταν Σοφών, είχε, όπως τουλάχιστον μπόρεσαν να εκτιμήσουν, μήκος δεκατέσσερα περίπου μίλια και πλάτος πέντε, ενώ η Σαπάντζα βρισκόταν επτά μίλια ανατολικά από το δυτικό άκρο της. [Σε αυτή τη λίμνη, χωρίς να την κατονομάζει, αναφέρεται ο Πλίνιος ο Νεώτερος σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Τραϊανό (επ. 10.41.2), ενώ ως λίμνη Σοφών αναφέρεται από τους βυζαντινούς ιστορικούς Σκυλίτζη, Βρυέννιο, Ατταλειάτη, Θεοφάνη κλπ.]
Κατηφόρισαν απότομα για ένα περίπου μίλι σε στενή και ρομαντική κοιλάδα, μέσα από την οποία κυλούσε μικρό ποτάμι που ονομαζόταν Άφτα, ακολουθούσε ανατολική πορεία και χυνόταν στον Σαγγάριο, οκτώ περίπου μίλια πιο κάτω από τον τόπο όπου το είδαν για πρώτη φορά. Ακολούθησαν την αριστερή όχθη αυτού τού ρέματος για μισό περίπου μίλι, ενώ στη συνέχεια το διέσχισαν και συνέχισαν το ταξίδι τους κατά μήκος τής δεξιάς του όχθης για δύο μίλια, όταν, αφήνοντάς το στα αριστερά, πλησίασαν τον ποταμό Σακάρια ή Σαγγάριο, που κυλούσε μέσα σε ζοφερό, περίπλοκο, στενό φαράγγι, στις πλευρές τού οποίου υψώνονταν κατακόρυφα ψηλοί και απότομοι γκρεμοί. Μπήκαν στο πέρασμα και ταξίδεψαν σε στενό μονοπάτι, που το σκίαζαν από τον ήλιο τα βράχια και τα κλαδιά των δένδρων, γιατί τα βουνά καλύπτονταν από εξαιρετικά δένδρα, δρύες, οξιές, πλατάνια και μελιές, που φαίνονταν πιο όμορφα αυτή την εποχή παρά οποιαδήποτε άλλη. Το φαράγγι είχε μήκος δεκατρία περίπου μίλια [20 περίπου χλμ] και ήταν δυνατό να το υπερασπίζεται αμελητέα δύναμη απέναντι στους μεγαλύτερους στρατούς. Μάλιστα παρατήρησαν τα ερείπια δύο κάστρων, που προορίζονταν προφανώς γι’ αυτόν τον σκοπό. Ο Σαγγάριος, που είχε σε γενικές γραμμές πλάτος εκατό περίπου μέτρων, περιείχε τεράστιο όγκο νερού και κυλούσε με εκπληκτική ταχύτητα. Στο εικοστό μίλι διέσχισαν τον ποταμό από μεγάλο πέτρινο γεφύρι, που είχε χτιστεί, όπως φαινόταν από επιγραφή στο ένα του άκρο, από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ. Το μεσαίο τόξο είχε παρασυρθεί από τη δύναμη τού ρεύματος και μερικά χαλαρά δοκάρια είχαν ριχτεί πάνω από το ρήγμα για τη διευκόλυνση των ταξιδιωτών.
Άφηναν τώρα το πέρασμα και έμπαιναν σε ωραία κοιλάδα, από το κέντρο τής οποίας κυλούσε ο Σαγγάριος μεγαλοπρεπώς από τα νοτιοδυτικά. Τα βουνά στα δεξιά και αριστερά καλλιεργούνταν σχεδόν μέχρι την κορυφή στην περιοχή τής μικρής πόλης Γκέιβε [ο Κίνεϊρ γράφει Γκάιβα], όπου έφτασαν στο εικοστό τρίτο μίλι.
Έχοντας την πρόθεση να προχωρήσουν ακόμη ένα στάδιο, παράγγειλαν άλογα, αλλά τούς δόθηκε να καταλάβουν ότι δεν ήταν δυνατό να προσκομιστεί κανένα, αφού δεν ήταν συνηθισμένο να συχνάζουν ταξιδιώτες σε αυτόν τον τόπο. Βλέποντας ότι αυτή ήταν η κατάσταση και ότι είχαν εξαπατηθεί από τον μενζιλτζή στη Σαπάντζα, ο Κίνεϊρ έστειλε τον τάταρ τους στον αγά τής πόλης, ζητώντας του να τού δείξει το φιρμάνι τους και να απαιτήσει να τούς διατεθούν άλογα χωρίς καθυστέρηση. Ο αγάς απάντησε ότι θα έκανε ό, τι μπορούσε για να τα προμηθεύσει, αλλά ότι ήσαν όλα τότε στο γρασίδι και συνεπώς θα περνούσε κάποιος χρόνος μέχρι να μπορέσουν να τα συγκεντρώσουν. Παρέμειναν σε ανήσυχη αναμονή μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα, όταν, μη ακούγοντας τίποτε γι’ αυτά, ο Κίνεϊρ άρχισε να υποψιάζεται ότι ο τάταρ (που είχε συμφέρον να τούς καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο στον δρόμο) δεν είχε λειτουργήσει προς όφελός τους και έτσι έστειλε τον υπηρέτη του με άλλο μήνυμα στον αγά, απειλώντας να γράψει εναντίον του στην Κωνσταντινούπολη, αν δεν συμμορφωνόταν με το αίτημά του. Αυτό είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο αγάς αρνήθηκε ότι είχε πει στον τάταρ ότι δεν υπήρχαν άλογα και είπε ότι είχε διατάξει να είναι έτοιμα για αυτούς το επόμενο πρωί, το ξημέρωμα, προσθέτοντας ότι θα τού έδιναν έναν μεγεθυντικό φακό κι ένα ζευγάρι κιάλια ως αντάλλαγμα για τις προσπάθειές του.
Στις έξι το πρωί το θερμόμετρο ήταν στους 43 και την ίδια ώρα το βράδυ στους 60 βαθμούς Φαρενάιτ [6 και 15°C αντίστοιχα]. Έστειλαν στο παζάρι να αγοράσουν το δείπνο τους και, έχοντας δεχτεί επίθεση από όλων των ειδών τα ζωύφια, πέρασαν άθλια νύχτα σε έναν από τούς πιο απεχθείς σταθμούς αλλαγής αλόγων στην Τουρκία.
6 Μαΐου. Ανάμεσα στις έξι και τις επτά το πρωί τούς έφεραν οκτώ άλογα, αλλά σε τόσο αξιοθρήνητη κατάσταση, που αρκετά από αυτά, λόγω απόλυτης αδυναμίας, έπεσαν στην αυλή πριν ακόμη μπουν πάνω τους τα σαμάρια. Έχοντας προκληθεί από μια τέτοια μεταχείριση, ο Κίνεϊρ έστειλε πάλι τον υπηρέτη του στον αγά, ο οποίος έβγαλε το φταίξιμο από τον εαυτό του και το έριξε στον μενζιλτζή, ενώ έστειλε κάποιους δικούς του στα χωράφια με εντολή να αρπάξουν τα πρώτα άλογα που θα έβρισκαν, πράγμα που αποτελούσε πολύ συνηθισμένο τέχνασμα σε αυτή τη βάρβαρη χώρα.
Άφησαν τη Γκέιβε το μεσημέρι και στις πέντε το απόγευμα έφτασαν στη μικρή πόλη Ταρακλί [ο Κίνεϊρ γράφει Τερεκλί], σε απόσταση έξι ωρών σύμφωνα με τούς Τούρκους και δεκαεννέα μιλίων με βάση τη δική τους εκτίμηση. Ο δρόμος για τα τρία πρώτα μίλια τής διαδρομής τους περνούσε μέσα από την κοιλάδα τής Γκέιβε. Στη συνέχεια μπήκαν σε σκοτεινό και στενό πέρασμα και ταξίδεψαν για έξι ή επτά μίλια κατά μήκος τής αριστερής όχθης τού μικρού ποταμού που ονομαζόταν Καρασού, ο οποίος στο εντέκατο μίλι έβγαινε από τα βουνά σε ανοιχτή χώρα που διασχιζόταν από λόφους και βρισκόταν σε ανεκτή κατάσταση καλλιέργειας. Στο δωδέκατο μίλι είδαν τεράστιο βουνό που ονομαζόταν Καρά Κία και απείχε δύο περίπου μίλια αριστερά από τον δρόμο. Στο δέκατο έβδομο μίλι κατέβηκαν από απότομο λόφο σε εύφορη κοιλάδα που είχε διάσπαρτα περιβόλια και αμπελώνες και ποτιζόταν από τον Ταρακλί Σου, σημαντικό ρεύμα που κυλούσε από ανατολικά προς τα δυτικά μέσα από την πόλη.
Το Ταρακλί ήταν μικρός τόπος και βρισκόταν σε σημείο όπου η κοιλάδα ήταν τόσο περιορισμένη, ώστε οι δρόμοι στις δύο πλευρές είχαν ανέβει στις πλαγιές των βουνών. Σπασμένα στελέχη πυλώνων και κιονόκρανα μαρτυρούσαν την αρχαιότητά της, ενώ δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η τουρκική ονομασία Ταρακλί δεν αποτελούσε παρά παραφθορά τής Ηράκλειας. Ο μενζιλτζής ήταν πολύ ευγενικός, τούς εφοδίασε με εξαιρετικά άλογα και σε αντάλλαγμα για την προσοχή του, τού έδωσαν ένα επιπλέον δώρο, για το οποίο εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του. Η γενική κατεύθυνση τής διαδρομής για τις τρεις πρώτες ώρες ήταν 20 μοίρες από νότο προς ανατολή και για τις υπόλοιπες τρεις 30 μοίρες από νότο προς ανατολή. Στις επτά το πρωί η θερμοκρασία ήταν 52 και το μεσημέρι 61 βαθμοί υπό σκιά [11 και 16°C αντίστοιχα]. Ο καιρός ήταν γενικά ευχάριστος, χωρίς ούτε σταγόνα βροχής από τις 4 τού μηνός, ενώ στον ουρανό δεν φαινόταν ούτε ένα σύννεφο.
Ο ήλιος είχε πέσει πριν φύγουν από το Ταρακλί, αλλά είχαν ωραίο φεγγάρι, ενώ η ομορφιά τής υπαίθρου και η ήπια θερμοκρασία τού αέρα έκαναν το ταξίδι σημαντικά πιο ευχάριστο, απ’ όσο είχε υπάρξει κατά τη διάρκεια τής ζέστης τής ημέρας. Η διαδρομή τους, για δεκαεννέα μίλια, οδηγούσε μέσα από την κοιλάδα και στις όχθες τού Ταρακλί Σου, τον οποίο διαβήκαν δύο φορές. Ύστερα τα βουνά σε κάθε πλευρά έγιναν πιο ψηλά και η κοιλάδα πιο περιορισμένη, ώστε, αφήνοντας το ποτάμι στο δεξί τους χέρι, ανέβηκαν πολύ απότομο λόφο, ενώ στη συνέχεια, κατεβαίνοντας εξίσου απότομα, μπήκαν σε ρεματιά αξιοσημείωτη για την αγριάδα τού τοπίου της, την εικόνα τής οποίας πιθανότατα ενίσχυε το μαλακό φως τού φεγγαριού.
Ακολουθούσαν στενό μονοπάτι που οδηγούσε πάνω από βράχια και γκρεμούς, όπου ένα στραβοπάτημα μπορούσε να βυθίσει τον ταξιδιώτη σε μια στιγμή σε τρομακτικό χάσμα και όπου στο υπόκωφο μουρμούρισμα τού ποταμού, που αγωνιζόταν μέσα στο φαράγγι, απαντούσαν από πάνω αναρίθμητοι καταρράκτες που έπεφταν με ορμή από τούς γύρω γκρεμούς. Συνέχισαν το ταξίδι τους για τρία μίλια μέσα από αυτό το φαράγγι, όταν, κυκλώνοντας σημείο που προεξείχε, βρέθηκαν στις πύλες τής Τιρέμπολου, όπου σκόπευαν να περάσουν το υπόλοιπο τής νύχτας. Είχαν προχωρήσει έξι ώρες, σύμφωνα με τούς Τούρκους, και εικοσιδύο μίλια κατά τη δική τους εκτίμηση.
[Ίσως εδώ έχουμε μια πρώτη συνέπεια των χαμένων σημειώσεων τού Κίνεϊρ, οι οποίες, όπως μάς έχει πει ο ίδιος στην εισαγωγή τού βιβλίου του, κλάπηκαν από πειρατές στον Περσικό κόλπο. Η κωμόπολη μεταξύ Ταρακλί και Μουντουρνού ονομάζεται Γκιοϊνούκ. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι στο παρελθόν λεγόταν Τιρέμπολου. Την κανονική Τιρέμπολου (Τρίπολη) τη συναντάμε (μαζί με τον Κίνεϊρ) πιο κάτω, στην ακτή τού Πόντου].
7 Μαΐου. Ο Κίνεϊρ έστειλε τον τάταρ νωρίς το πρωί να αναφέρει την άφιξή τους και να ζητήσει άλογα από τον μουτεσελίμ [τοπικό πολιτικό διοικητή επί Οθωμανών], ο οποίος απάντησε ότι δεν θα καθυστερούσε να τα συγκεντρώσει από τα γειτονικά χωριά. Αναγκάστηκαν λοιπόν να παραμείνουν ήσυχοι εκείνη τη μέρα και να ψυχαγωγηθούν περπατώντας στην πόλη. Τα σπίτια ήσαν χτισμένα στις πλευρές των γκρεμών, έτσι ώστε πολλοί από τούς δρόμους ήσαν λαξευμένοι στον βράχο. Η πόλη είχε πεντακόσιες περίπου οικογένειες, δύο τζαμιά και ξύλινο παλάτι, στο οποίο κατοικούσε ο μουτεσελίμ. Το ποτάμι, πάνω από το οποίο υπήρχαν δύο πέτρινα γεφύρια, κυλούσε μέσα από το κέντρο τού τόπου, ενώ στις όχθες του υπήρχαν αρκετοί περίεργοι μύλοι για το άλεσμα φλοιού. Η θερμοκρασία στις δέκα το πρωί ήταν 60, στις δώδεκα 70 και στις τρεις το μεσημέρι 72 βαθμοί Φαρενάιτ [15, 21 και 22°C αντίστοιχα]. Βιάζονταν να μετρήσουν την ανύψωση τού ήλιου, αλλά τούς εμπόδιζε η περιέργεια και το θράσος των Τούρκων.
Τα άλογα έφτασαν στις επτάμιση το βράδυ, ίππευσαν στις οκτώ και αναχώρησαν για τη Μουντουρνού [ο Κίνεϊρ γράφει Μοντουρλύ], που βρισκόταν σε απόσταση εννέα ωρών ή τριανταδύο περίπου μιλίων. Η πορεία τους, για το σύνολο σχεδόν τής διαδρομής, περνούσε μέσα από διαδοχή βαθιών φαραγγιών και στενών κοιλάδων. Διέσχισαν λόφους, δάση και ποτάμια, χωρίς την εμφάνιση δρόμου, ενώ όταν ανακάλυπταν ίχνη κάποιου, βρισκόταν σε τόσο άθλια κατάσταση, που τον απέφευγαν προσεκτικά. Για τα πρώτα πέντε μίλια ακολουθούσαν την όχθη τού Ταρακλί Σου, ενώ στη συνέχεια τον άφησαν στο δεξί τους χέρι. Στο ένατο μίλι ήρθαν σε άλλο μικρό ρέμα που κυλούσε βορειοανατολικά, το οποίο ακολούθησαν για πάνω από δέκα μίλια, και, κατά τη διάρκεια αυτής τής απόστασης το διέσχισαν επανειλημμένα, καθώς η κοίτη τού ποταμού ήταν ο μόνος δρόμος για μεγάλο μέρος τής διαδρομής. Στο δέκατο μίλι το πέρασμα έγινε τόσο περιορισμένο, ενώ τα βουνά, που καλύπτονταν με ωραία δένδρα, κρέμονταν πάνω από τον δρόμο με τέτοιον τρόπο, που απέκλειαν εντελώς το φως τού φεγγαριού και καθιστούσαν κάθε αντικείμενο τόσο ασαφές, ώστε με δυσκολία μπορούσαν να εντοπίζουν τον δρόμο τους μέσα στο δάσος. Πολλά από τα άλογα φαίνονταν πολύ κουρασμένα και ένα από αυτά ήταν τόσο ολοκληρωτικά εξαντλημένο, που το άφησαν λυτό στο δάσος, αφού τέτοια ήταν η μοίρα πολλών από αυτά τα κακόμοιρα ζώα, ιδιαίτερα σε αυτήν την εποχή τού έτους, όταν το σιτάρι και οι ζωοτροφές ήσαν πάντοτε σπάνιες, ακόμη και στις πιο παραγωγικές επαρχίες τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στο εικοστό πρώτο μίλι πλησίασαν τρίτο ποτάμι που κυλούσε προς τα βορειοανατολικά και ταξίδεψαν για έξι μίλια δίπλα στις όχθες του, μέσα από ανοιχτή χώρα, διασχιζόμενη από ψηλές σειρές βουνών που αναπτύσσονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Στο εικοστό όγδοο μίλι πέρασαν τέταρτο ρέμα, που κυλούσε από τα ανατολικά προς τα δυτικά, ενώ στο τριακοστό μίλι μπήκαν σε στενή κοιλάδα, στο κέντρο τής οποίας έτρεχε ρυάκι από τα νοτιοδυτικά. Προχώρησαν για δύο περίπου μίλια ανεβαίνοντας αυτή την κοιλάδα και διασχίζοντας τον ποταμό μπήκαν στην πόλη τής Μουντουρνού την ώρα ακριβώς που χάραζε.
Είχαν δύο περιπέτειες κατά τη διάρκεια αυτού τού ταξιδιού. Η πρώτη έλαβε χώρα επτά περίπου μίλια από την Τιρέμπολου, όταν, πέφτοντας ξαφνικά σε πολυάριθμο καραβάνι οι άνθρωποι τού οποίου κάθονταν γύρω από μεγάλη φωτιά σε μικρό ξέφωτο τού δάσους, αυτοί ανησύχησαν, τούς πέρασαν για ληστές, άρπαξαν τα όπλα τους, έριξαν δύο ή τρεις πυροβολισμούς στον αέρα για να δείξουν ότι ήσαν προετοιμασμένοι, ενώ απείλησαν να σκοτώσουν τον πρώτο άνθρωπο που θα προχωρούσε προς το μέρος τους. Πέρασε λίγη ώρα μέχρι να μπορέσουν να τούς πείσουν για το λάθος τους. Τότε τούς επέτρεψαν να περάσουν, πολύ χαρούμενοι που διαπίστωναν ότι οι φόβοι τους ήσαν αβάσιμοι. Αν ήσαν πραγματικά ληστές και ήθελαν να τούς λεηλατήσουν, ούτε ψυχή δεν θα μπορούσε να ξεφύγει, αφού η φλόγα τής φωτιάς τούς φανέρωνε στην ομάδα τού Κίνεϊρ, ενώ εκείνη ήταν αθέατη από τούς άλλους λόγω τής νύχτας και τής πυκνότητας τού δάσους.
Έξι περίπου μίλια πιο πέρα συνάντησαν δύο άνδρες που φαίνονταν ύποπτοι, με καλές εξαρτήσεις στα άλογα και πλήρως εξοπλισμένοι. Προσπέρασαν αρχικά την ομάδα τού Κίνεϊρ, εξετάζοντας προσεκτικά τον εξοπλισμό της. Ύστερα, γυρίζοντας απότομα, μπήκαν μπροστά στα άλογά της και σταμάτησαν τούς σουρτζήδες. [Ο Κίνεϊρ γράφει soorajees, ο Σμιθ surijies και ο Χάμιλτον surijis. Ο Σμιθ εξηγεί πιο κάτω ότι ο μενζιλτζής, ο υπεύθυνος τού σταθμού αλλαγής (μενζίλ), είχε από κάτω του σουριτζήδες ή σουρτζήδες, που λειτουργούσαν ως ιπποκόμοι και, όταν μισθώνονταν άλογα για ένα ταξίδι, τα συνόδευαν μέχρι τον επόμενο σταθμό αλλαγής, για να τα φέρουν πίσω. Το όνομα τού σουρτζή, που σημαίνει κάποιον που σύρει, προερχόταν από το γεγονός ότι μέρος τής δουλειάς του ήταν να οδηγεί φορτωμένα άλογα (αγωγιάτης).]
Οι ύποπτοι ρωτούσαν διάφορες παράλογες ερωτήσεις, προφανώς με σκοπό να ανακαλύψουν ποιοι ήσαν, ενώ αφόπλισαν τον τάταρ, που τον είχαν τραβήξει ανάμεσά τους. Ο Κίνεϊρ όπλισε τότε ένα από τα πιστόλια του και φωνάζοντας στον κ. Τσάβας και στον υπηρέτη του να ετοιμαστούν, όρμησαν έφιπποι πάνω στους κακοποιούς, οι οποίοι, βρίσκοντάς τους κάπως πιο δυνατούς, σπιρούνιασαν τα άλογά τους και εξαφανίστηκαν στη στιγμή. Τούς δρόμους τής Μικράς Ασίας λυμαίνονταν τέτοια καθάρματα, ενώ οι συγκεκριμένοι αναμφίβολα περιφέρονταν σε αναζήτηση κάποιου άτυχου ταξιδιώτη, τον οποίο θα λεηλατούσαν και θα δολοφονούσαν ατιμώρητα.
Η Μουντουρνού, η αρχαία Μοδρηνή, ήταν άθλια μικρή πόλη, χτισμένη κυρίως από ξύλο. Βρισκόταν σε ευχάριστη κοιλάδα, στις όχθες τού ποταμού που προαναφέρθηκε. Ο πληθυσμός της λεγόταν ότι αποτελούνταν από εξακόσιες οικογένειες, από τούς οποίους οι Τούρκοι ήσαν η πλειοψηφία και οι υπόλοιποι ήσαν Έλληνες και Αρμένιοι.
8 Μαΐου. Παρά το γεγονός ότι είχαν να διανύσουν απόσταση δώδεκα ωρών, είχε περάσει η δύο το μεσημέρι όταν τούς έφεραν τα άλογα. Τα δύο πρώτα μίλια τής διαδρομής τους περνούσαν μέσα από την κοιλάδα τής Μουντουρνού, αφήνοντας την οποία μπήκαν σε ωραία πεδιάδα με πλάτος τέσσερα ή πέντε περίπου μίλια, που οριοθετούνταν από τα αριστερά από ψηλή οροσειρά που ονομαζόταν Αμπάς από τούς σύγχρονους και Ύπια όρη από τούς αρχαίους. Στη βόρεια πλευρά της υπήρχε μεγάλη λίμνη, που στο παρελθόν λεγόταν Ύπιος.1 Είχαν τον Μουντουρνού Σου στο αριστερό τους χέρι για τα πρώτα τέσσερα μίλια. Στη συνέχεια ο ποταμός αυτός στράφηκε προς τα ανατολικά και λεγόταν ότι άνοιγε πέρασμα μέσα από τούς λόφους. Είχαν την ευκαιρία να περάσουν από πολλά άλλα μικρά ποτάμια πριν αφήσουν την πεδιάδα, όπου όλα φαίνονταν τελικά να παίρνουν ανατολική πορεία. Το έδαφος ήταν φτωχό και αμμώδες και οι καλλιέργειες άθλιες. Στο όγδοο μίλι βρισκόταν η περιοχή και το χωριό τού Μπουλανκί [Μπουλανίκ], ένα περίπου μίλι από τον δρόμο, στο αριστερό χέρι, ενώ, όταν τελείωσε η πεδιάδα, ανέβηκαν απότομο λόφο και στη συνέχεια συνέχισαν το ταξίδι τους σε ορεινή περιοχή, διάσπαρτη με αλσύλλια οξιάς, ελάτης και κεδρομηλιάς. Το τελευταίο αυτό είδος δένδρου ήταν πολύ κοινό σε όλη τη Μικρά Ασία, αλλά ο καρπός που παρήγαγε σπάνια ή ποτέ δεν ήταν καλός. Στο δέκατο έκτο μίλι κατέβηκαν σε ζοφερό φαράγγι, μέσα από το οποίο κυλούσε ορμητικό ποτάμι σε κατεύθυνση παράλληλη με τον δρόμο. Ήταν πια σχεδόν σούρουπο και ο συννεφιασμένος ουρανός προοιωνιζόταν καταιγίδα που πλησίαζε. Δεν είχαν διανύσει ούτε το μισό τής διαδρομής, ενώ δεν υπήρχε τόπος πλησιέστερος από το Μπόλου, ο οποίος θα μπορούσε να τούς προσφέρει κατάλυμα για τη νύχτα. Προχώρησαν δεκατέσσερα περίπου μίλια μέσα σε αυτό το φαράγγι και στην αριστερή όχθη τού ποταμού. Η νύχτα ήταν εξαιρετικά σκοτεινή, ενώ λίγο μετά το σούρουπο η βροχή έπεφτε πυκνή, μουσκεύοντάς τους σε πολύ λίγη ώρα μέχρι το κόκκαλο. Οι πλαγιές και οι κορυφές των βουνών γύρω τους αφθονούσαν σε ψηλά κωνοφόρα, που πρόσθεταν σημαντικά στην κατήφεια τού τόπου, ενώ σε διάφορα μέρη τής ρεματιάς παρατήρησαν πριονιστήρια ξυλείας, που είχαν φτιαχτεί με εντολή τού πασά τού Μπόλου. Αυτοί οι μύλοι λειτουργούσαν με νερό που ερχόταν από τον ποταμό και από τα βουνά με κανάλια και τελικά μέσα από μακριούς ξύλινους κυλίνδρους, με διάμετρο μεταξύ τριών και πέντε ποδιών. Γύριζαν ένα μόνο πριόνι και έκαναν τρομακτικό θόρυβο, ο οποίος, σε συνδυασμό με τον βρυχηθμό των υδάτων και τις τεράστιες φωτιές που φαίνονταν κατά διαστήματα μέσα στην κατήφεια τού δάσους, πρόσφερε μοναδική και εντυπωσιακή εικόνα. Στο τριακοστό μίλι μπήκαν στην πεδιάδα τού Μπόλου, αφήνοντας το ποταμό και ψηλή οροσειρά στα δεξιά τους. Στο τριακοστό δεύτερο μίλι διαβήκαν τον Μπόλου Σου, σημαντικό ποτάμι, που ονομαζόταν τον παλαιό καιρό Βιλλαίος.2 Αυτό το ποτάμι, που ενωνόταν με εκείνο που είχαν μόλις αφήσει, κυλούσε ως συνδυασμένο ρέμα μέσα από την πεδιάδα και από εκεί στη Μαύρη Θάλασσα. Τώρα έβλεπαν τα φώτα τής πόλης. Φαίνονταν να είναι κοντά τους, αλλά όσο περισσότερο προχωρούσαν προς αυτά, τόσο περισσότερο φαίνονταν να απομακρύνονται. Βασανίστηκαν έτσι για μιάμιση περίπου ώρα και όταν έφτασαν, βρήκαν όλους τούς ανθρώπους στον σταθμό αλλαγής αλόγων να έχουν αποσυρθεί για να ξεκουραστούν. Ήσαν πολύ πεινασμένοι, μη έχοντας φάει τίποτε από το πρωί, αλλά λόγω τής προχωρημένης ώρας το μόνο δείπνο που μπόρεσαν να εξασφαλίσουν ήταν μια μικρή μπουκιά απεχθές κριθαρένιο ψωμί. Υπολόγισαν την απόσταση που είχαν διανύσει σε τριανταέξι περίπου μίλια, σε βορειοανατολική κατεύθυνση.
9 Μαΐου. Καθυστέρησαν σε αυτό το μέρος ολόκληρη τη μέρα με τις δολοπλοκίες τού τάταρ, τον οποίο ο Κίνεϊρ χρειάστηκε και πάλι να επιπλήξει. Είχε περισσότερες από μία φορά την ευκαιρία να παρατηρήσει, ότι δεν έπρεπε ποτέ να υποτάσσεται κανείς στην αυθάδεια των Τούρκων. Όταν τούς αντιμετώπιζαν με επιφύλαξη και υπεροψία, ήσαν ενδοτικοί και γεμάτοι σεβασμό. Αλλά όταν αντίθετα καταλάβαιναν ότι μπορούσαν να πάρουν θάρρος με ατιμωρησία, ποτέ δεν παρέλειπαν να είναι θρασείς και παρεμβατικοί.
Το Μπόλου ήταν αρχαία πόλη και ήταν γνωστή την εποχή των Ρωμαίων με το όνομα Αδριανούπολις. [Το Μπόλου είναι το Βιθύνιον τού Στράβωνος: «Στην ενδοχώρα τής Βιθυνίας βρίσκεται το Βιθύνιον πάνω από το Τίειον και κατέχει την περιοχή γύρω από τον Σάλωνα, όπου υπάρχουν τα καλύτερα λιβάδια για βοοειδή και απ’ όπου προέρχεται ο ‘Σαλωνίτης τυρός’».3 Στην αρχαία ρωμαϊκή εποχή, όπως φαίνεται από τα νομίσματά της, η πόλη ονομαζόταν Κλαυδιούπολις από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο.] Βρισκόταν σε ύψωμα, στο δυτικό άκρο πλούσιας και εύφορης πεδιάδας, που είχε μήκος δεκαέξι περίπου μίλια και πλάτος πέντε ή έξι. Τα ερείπια τού κάστρου υπήρχαν ακόμη στην κορυφή μικρού λόφου, αλλά δεν περιλάμβαναν τίποτε άξιο ιδιαίτερης παρατήρησης. Η σύγχρονη πόλη ήταν φτωχός τόπος, που αποτελούνταν από χίλια περίπου σπίτια, κατοικούμενα κυρίως από Τούρκους. Υπήρχαν μερικοί Αρμένιοι, αλλά κανένας Έλληνας δεν θα βρισκόταν εδώ, αν και τα γειτονικά χωριά ήσαν γεμάτα από αυτούς. Υπήρχαν σε αυτή την πόλη δώδεκα τζαμιά, πλατεία ή αγορά και δημόσια λουτρά. Ήταν ο τόπος διαμονής πασά με δύο αλογοουρές.
Η περιοχή θεωρούνταν γόνιμη. Παρ’ όλα αυτά η έλλειψη ήταν τόσο μεγάλη, που με δυσκολία μπόρεσαν να προμηθευτούν στο παζάρι ακόμη και μικρή ποσότητα κακό ψωμί. Το Μπόλου φημιζόταν για τα ιαματικά του λουτρά, που βρίσκονταν τέσσερα περίπου μίλια νοτιοανατολικά τής πόλης, σε χωριό που ονομαζόταν Βαλατζά, στο οποίο οι Τούρκοι συνέρρεαν σε μεγάλους αριθμούς. Πληροφορήθηκε όμως ότι υπήρχαν πολλές άλλες πηγές τού ίδιου είδους σε διάφορα μέρη τής πεδιάδας και ότι γενικά βρίσκονταν κοντά στους πρόποδες των βουνών. Το μεσημέρι η θερμοκρασία ήταν 70 βαθμοί υπό σκιά [21°C].
10 Μαΐου. Τούς έφεραν τα άλογα στις δέκα και τα ίππευσαν μία ώρα μετά. Στις οκτώ το βράδυ έφτασαν στη Γκέρεντε [ο Κίνεϊρ γράφει Γκέιριντα], σε απόσταση τριανταέξι μιλίων κατά τούς υπολογισμούς τους και δώδεκα ωρών σύμφωνα με εκείνους των Τούρκων. Ο δρόμος, για τα πρώτα εννέα μίλια, περνούσε μέσα από την πεδιάδα τού Μπόλου σε κατεύθυνση από νότια προς τα ανατολικά. Το ποτάμι, τώρα μεγεθυμένο από τα νερά εκείνου που κυλούσε μέσα από το φαράγγι, βρισκόταν στα δεξιά τους, σε μικρή απόσταση από τον δρόμο, ενώ προς τα βόρεια και τα νότια την πεδιάδα οριοθετούσαν ψηλές οροσειρές με χιόνια στις κορυφές, πράγμα που ήταν ευχάριστο, ερχόμενο σε αντίθεση με την πρασινάδα και τα πλούσια καλλιεργούμενα χωράφια πιο κάτω. Στο τέταρτο μίλι διέσχισαν το ποτάμι από γέφυρα, στα οκτώμιση μίλια μικρό ρυάκι που έτρεχε από τα νότια και στο ένατο ανέβηκαν σε κορυφογραμμή λόφων. Στη συνέχεια ταξίδεψαν για δεκατέσσερα σχεδόν μίλια μέσα σε στενή κοιλάδα που είχε ψηλή οροσειρά στα δεξιά και κατέληγε σε πεδιάδα, η οποία διασχιζόταν από λίμνη που ονομαζόταν Μόγκα Γκιόλ και είχε μήκος τέσσερα περίπου μίλια. Ολόκληρη η περιοχή από την οποία είχαν περάσει βρισκόταν σε ανεκτή κατάσταση καλλιέργειας και οι δρόμοι ήσαν σε άριστη κατάσταση. Στο εικοστό τρίτο μίλι ήταν η περιοχή τού Τσαλ Κιόι, που αποτελούνταν από πολλά χωριά χτισμένα από ξύλο. Στο δυτικό άκρο τής πεδιάδας πέρασαν μικρό ρυάκι και συνέχισαν το ταξίδι τους κατά μήκος των νοτίων ορίων τής λίμνης, η οποία παρείχε εξαιρετική βοσκή σε αγέλες γελαδιών και φοράδων. Στο εικοστό ένατο μίλι ανέβηκαν στους λόφους που όριζαν τη λίμνη και την πεδιάδα από τα ανατολικά και ταξίδεψαν το υπόλοιπο μέρος αυτής τής διαδρομής πάνω σε ακατοίκητο τμήμα τής χώρας, μέχρι την Γκέρεντε. Ο Κίνεϊρ εκτίμησε το σύνολο τής απόστασης σε τριανταέξι μίλια, έντεκα σε ανατολική-νοτιοανατολική κατεύθυνση και τα υπόλοιπα σε βορειοανατολική. Παρατήρησαν στην πεδιάδα τού Μπόλου, καθώς και σε διάφορα μέρη τής διαδρομής κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού εκείνης τής ημέρας, αριθμό εκείνων των επιτύμβιων μνημείων που ονομάζονταν Στήλες από τούς Έλληνες, αρκετές από τις οποίες είχαν επάνω τους επιγραφές [Βλέπε πιο κάτω, Πόρτερ (1821): Από την Αμάσεια στην Κωνσταντινούπολη].
Η Γκέρεντε, παλαιότερα γνωστή με τα ονόματα Κράτεια και Φλαβιούπολις, ήταν μικρή πόλη που βρισκόταν σε κοίλωμα και ήταν χτισμένη από κορμούς δένδρων, κάπως παρόμοια με τις πόλεις στη Σουηδία. Η διαμονή στον σταθμό αλλαγής αλόγων (μενζίλ) ήταν τόσο κακή, που χρειάστηκε να νοικιάσουν μικρό διαμέρισμα σε γειτονικό καφενείο.
11 Μαΐου. Τούς δόθηκε να καταλάβουν το πρωί ότι δεν υπήρχαν άλογα και ότι, κατά συνέπεια, τέσσερις από τούς τάταρ τού σουλτάνου είχαν καθυστερήσει για πολλές ημέρες. Ο Κίνεϊρ ήξερε ότι αυτό ήταν εν μέρει σωστό, καθώς είχε ο ίδιος δει και μιλήσει με τούς τάταρ. Έτσι, ως μόνη εναλλακτική λύση, αποφάσισε να δωροδοκήσει τον μενζιλτζή, μέτρο που σπάνια αποτύγχανε στην Τουρκία ή, στην πραγματικότητα, οπουδήποτε αλλού. Κάλεσε αυτή τη φυσιογνωμία, που ήταν επίσης αγάς τής πόλης, και τού πρόσφερε ωραίο δώρο, με την προϋπόθεση ότι θα τούς έδινε άλογα χωρίς χρονοτριβή. Ύστερα από μια ώρα αναχώρησαν, αφήνοντας τούς τάταρ να βρίζουν τόσο εκείνους όσο και τον μενζιλτζή, ενώ στις τρεις το απόγευμα έφτασαν στο Χαμαμλί [ο Κίνεϊρ γράφει Χουμανλή], σε απόσταση οκτώ ωρών ή εικοσιπέντε μιλίων [40 περίπου χλμ]. Η διαδρομή τους περνούσε μέσα από λοφώδη χώρα, αραιά κατοικούμενη, που παρείχε όμως ανεκτούς βοσκότοπους σε ελαφρό και αμμώδες έδαφος. Ο δρόμος ήταν σχετικά καλός, ενώ είχαν στο δεξί τους χέρι, σε όλη τη διάρκεια τού ταξιδιού, οροσειρά που ονομαζόταν Μπαϊντέρ Νταγ. Αυτή η ψηλή οροσειρά, την οποία οι αρχαίοι ονόμαζαν Όλυμπο και χώριζε τη Βιθυνία από τη Γαλατία, απείχε από αυτούς είκοσι περίπου μίλια όταν έφυγαν από τη Γκέρεντε, αλλά συνέχιζαν σταδιακά να την πλησιάζουν και όταν έφτασαν στο Χαμαμλί, βρέθηκαν στους πρόποδές της. Στο εικοστό δεύτερο μίλι κατέβηκαν σε πεδιάδα και προχωρούσαν στην αριστερή όχθη τού Μπαϊντέρ Σου, σημαντικού ποταμού που ονομαζόταν Παρθένιος από τούς αρχαίους γεωγράφους. Εδώ είχε πλάτος τριάντα περίπου μέτρα, ήταν γεμάτος νόστιμα ψάρια και κυλούσε στους πρόποδες των βουνών με απαλό ρεύμα από δυτικά προς ανατολικά. Στο εικοστό τρίτο και μισό μίλι πέρασαν από το Μπαϊντέρ [σήμερα Μπαϊντίρ], κάποτε τόπο με σημασία, αλλά τώρα ερειπωμένο χωριό. Η μέρα ήταν ζεστή μέχρι τις δύο περίπου το μεσημέρι, όταν έπεσαν σε καταιγίδα και μοὐσκεψαν μέχρι το κόκκαλο από χιονόνερο και βροχή. Συνάντησαν πλήθη Αρμενίων αγροτών που κατευθύνονταν στην Κωνσταντινούπολη σε αναζήτηση εργασίας, πράγμα πολύ συνηθισμένο γι’ αυτούς τούς ανθρώπους, που αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους χωριά στα βουνά τής Αρμενίας και διασπείρονταν γι’ αυτόν τον σκοπό σε όλες τις γειτονικές χώρες. Το Χαμαμλί, ερειπωμένη πόλη στις όχθες τού Μπαϊντέρ Σου, ήταν τόσο φτωχό, που δεν μπορούσε να τούς προσφέρει ούτε μια μπουκιά ψωμί.
12 Μαΐου. Άφησαν τον μεγάλο δρόμο στο Χαμαμλί και στρέφοντας περισσότερο προς βορρά, ταξίδεψαν για δώδεκα μίλια μέσα από ζοφερή και λοφώδη χώρα. Στο δέκατο τέταρτο μίλι έφτασαν στην κορυφή βουνού, από το οποίο, κατεβαίνοντας βαθιά χαράδρα, συνέχισαν το ταξίδι τους στις όχθες τού μικρού ποταμιού που κυλούσε προς βορρά για δεκατρία μίλια. Τα βουνά υψώνονταν ψηλά και στις δύο πλευρές τους, μερικές φορές σε απότομους γκρεμούς και άλλοτε σε ήπιας κλίσης πλαγιές που καλύπτονταν από θάμνους και πρασινάδα. Ο ήλιος ήταν ζεστός, αλλά τούς προστάτευε από τις ακτίνες του πυκνό δάσος, τού οποίου τα πιο συνηθισμένα δένδρα ήσαν βελανιδιές, οξιές, φτελιές, πλατάνια, καρυδιές, κερασιές, δαμασκηνιές, μηλιές και αχλαδιές. Ο Κίνεϊρ είδε όμως και γιασεμί ασυνήθιστα μεγάλου μεγέθους, ενώ ψηλά κωνοφόρα έστεφαν τις κορυφές των βουνών. Το έδαφος ήταν σε γενικές γραμμές κακό και οι βράχοι αποτελούνταν από σχιστόλιθο και ψαμμίτη. Στο εικοστό έκτο ή εικοστό έβδομο μίλι βγήκαν από το φαράγγι και διέσχισαν τον Μπαϊντέρ Σου από πέτρινη γέφυρα, ενώ το ποτάμι είχε γίνει τώρα βαθύ και ορμητικό και από το Χαμαμλί κυλούσε σε ανατολική κατεύθυνση για σημαντική απόσταση, ενώ στη συνέχεια στρεφόταν ξαφνικά προς τα βόρεια, ύστερα ακολουθούσε δυτική πορεία και χυνόταν στη Μαύρη Θάλασσα κοντά στο Φίλιος [το αρχαίο Τίειον]. Λίγα μέτρα πάνω από το σημείο όπου το διαβήκαν, βρίσκονταν τα ερείπια τής αρχαίας γέφυρας και ήταν συνολικά ένα από τα ωραιότερα ποτάμια που είχε δει ο Κίνεϊρ στη Μικρά Ασία. [Ο Κίνεϊρ σημειώνει ότι, όπως λέει ο Στράβων, ο ποταμός Παρθένιος, έχει τις πηγές του στην Παφλαγονία και περνά από ευχάριστη και ακμάζουσα χώρα, από την οποία προέρχεται το όνομά του.] Η χώρα έπαιρνε τώρα πιο ήπια όψη. Τεράστια βουνά και τραχιά βράχια, με χιονισμένες κορυφές και εν μέρει καλυμμένα με θάμνους και έλατα, εκτείνονταν προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά δεν έβλεπαν κανένα ίχνος κατοίκων ή καλλιέργειας. Η νύχτα πλησίαζε και καθώς τα άλογα τους, από την κακή κατάσταση των δρόμων, ήσαν καταβεβλημένα, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τρία από αυτά στα θηρία τού δάσους. Ήταν λοιπόν αργά όταν έφτασαν στο Χατζή Αμπάς, χωριό σε ρομαντική τοποθεσία ανάμεσα στα βουνά. [Από την περιγραφή τού Κίνεϊρ το χωριό αυτό, που δεν εντοπίζεται στον χάρτη, πρέπει να βρισκόταν στην περιοχή τής Σαφράμπολης.] Υπολόγισαν ολόκληρη την απόσταση σε τριαντατέσσερα μίλια. Η χώρα ήταν γενικά σε πολύ παραμελημένη κατάσταση και τα μόνα σημάδια των κατοίκων ήσαν κάποιοι διάσπαρτοι οικισμοί χτισμένοι από κορμούς δένδρων και μερικά κοπάδια προβάτων και γελαδιών που έβοσκαν στις κοιλάδες. Εγκαταστάθηκαν σε καφενείο στο Χατζή Αμπάς, όπου δείπνησαν με ένα πιάτο αυγά που τούς έστειλε ο αγάς τού χωριού και θα είχαν περάσει άνετη νύχτα, αν δεν τούς ταλαιπωρούσαν οι εισβολές των ανθρώπων που συνέρρεαν σε πλήθη για να τούς δουν. Ύστερα από την περιπέτειά του με τούς Τουρκομάνους, ο Κίνεϊρ φορούσε πάντοτε τουρκική φορεσιά και κατά συνέπεια περνούσε απαρατήρητος. Αλλά καθώς ο κ. Τσάβας ντυνόταν με ευρωπαϊκό τρόπο, το έκανε κι εκείνος στην παρούσα περίσταση, ως φιλοφρόνηση προς αυτόν, πράγμα που ξεσήκωσε την καθολική προσοχή.
13 Μαΐου. Καθώς είχαν αποκλίνει από τη διαδρομή που ακολουθούσαν τα άλογα των σταθμών αλλαγής, υποχρεώθηκαν να μισθώσουν άλογα για να τούς πάνε στο Αράτς [ο Κίνεϊρ γράφει Ασάρ], χωριό που απείχε δώδεκα ώρες ή, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, τριανταοκτώ μίλια. Ανέβηκαν στα άλογα στις οκτώ το πρωί και στις έξι το απόγευμα έφτασαν στο τέλος τού σταδίου, διασχίζοντας κατά τα πρώτα εννέα μίλια την περιοχή τού Χατζή Αμπάς, όπου βράχοι, γκρεμοί και λόφοι, ντυμένοι με δάση και πρασινάδα, διασταυρώνονταν και ομόρφαιναν την ύπαιθρο. Στα δεξιά οι ψηλές όχθες τού Παρθένιου υψώνονταν σαν τεράστια τείχη κατακόρυφου βράχου. Πριν από την άφιξή τους στο Χατζή Αμπάς είχαν παρατηρήσει τρεις περίεργες σπηλιές στην όψη λοφοσειράς, ενώ αυτό το πρωί, ανάμεσα σε μεγάλο αριθμό τέτοιων, σε πολύ πιο τέλεια κατάσταση, δύο ιδιαίτερα από αυτές προσέλκυσαν την προσοχή τους. Ένας απομονωμένος βράχος, είκοσι περίπου βήματα σε περίμετρο, ο οποίος φαινόταν να είχε πέσει σε κάποια απομακρυσμένη περίοδο από το παρακείμενο βουνό, είχε κουφωθεί πλήρως και αποτελούσε πια θάλαμο κυκλικής μορφής, στον οποίο έμπαινε κανείς από τρεις τετράγωνες πόρτες, όμοιες σε σχήμα και μέγεθος με εκείνες που ανήκαν στις μικρότερες σπηλιές στο Κάρλι της Ινδίας, μεταξύ Βομβάης και Πούνα. Η δεύτερη σπηλιά βρισκόταν στον γκρεμό που κρεμόταν πάνω από τον ποταμό και τόσο ψηλά, που για να μπει άνθρωπος, έπρεπε να τον αφήσουν από πάνω με σχοινί. Το εσωτερικό αποτελούνταν από αρκετούς θαλάμους μεγάλων διαστάσεων με τρεις ελλειψοειδείς πόρτες και αποδιδόταν από τούς ντόπιους, που δεν γνώριζαν τίποτε για την προέλευση αυτών των κοιλωμάτων, στα στοιχειά τής φύσης. Στο ένατο μίλι στράφηκαν περισσότερο προς βορρά, αφήνοντας το ποτάμι στο δεξί τους χέρι, ερχόμενο από τα νοτιοανατολικά, όπου έκοβε τη θέα ψηλή οροσειρά με κατεύθυνση από ανατολικά προς τα δυτικά. Κατέβηκαν σε κοιλάδα και στο δέκατο μίλι έφτασαν στις όχθες τού Αράτς Σου, ποταμού κάπως μικρότερου από τον Παρθένιο. Ακολουθούσε ανατολική πορεία και κοντά στην όχθη ήταν το χωριό Τσιρακλάρ [ο Κίνεϊρ γράφει Τσαραγκλάρ], που περιβαλλόταν από καλλιεργούμενα χωράφια και κήπους οπωροφόρων δένδρων. Ακολούθησαν τη δεξιά όχθη τού Αράτς Σου [ο Κίνεϊρ γράφει Ασάρ Σου] για το σύνολο σχεδόν τής υπόλοιπης διαδρομής, προστατευόμενοι από τον ήλιο από τη σκιά των κλαδιών των δένδρων. Στο όγδοο μίλι τα βουνά άρχιζαν σταδιακά να μειώνονται σε ύψος, η κοιλάδα να ανοίγει, ενώ έβλεπαν κάποια σημάδια καλλιέργειας και μακρινή οροσειρά στο δεξί χέρι. Παρά το γεγονός ότι ο Αράτς Σου δεν είχε τόσο μεγάλο όγκο νερού όσο ο Παρθένιος, απλωνόταν σε πολύ ευρύτερη επιφάνεια και η κοίτη του είχε σε κάποια σημεία πλάτος ενός τέταρτου τού μιλίου (400 περίπου μέτρα). Στο δέκατο όγδοο μίλι οι λόφοι από τις δύο πλευρές πλησίασαν ο ένας τον άλλο, αφήνοντας μικρό άνοιγμα πλάτους τριάντα περίπου μέτρων ως πέρασμα για το ποτάμι. Στο τριακοστό μίλι τεράστιο βουνό που κατέληγε σε κορυφή και ονομαζόταν Aλφάρ Νταγ φαινόταν στα αριστερά, σε κάποια απόσταση προς τα βόρεια. Στο τριακοστό πρώτο μίλι πέρασαν το χωριό Σαρπούντζα [Σαματλάρ] και στο τριακοστό έκτο μπήκαν στον σταθμό αλλαγής αλόγων τού Αράτς, που βρισκόταν ένα περίπου μίλι από το ποτάμι. Τα πιο συνηθισμένα δένδρα μέχρι τώρα ήσαν η δρυς σε μεγάλο μέγεθος, η φτελιά, ο πλάτανος, η καρυδιά, η κεδρομηλιά, η αχλαδιά, η δαμασκηνιά, η κερασιά και το μικρό έλατο. Το τελευταίο αποφλοιωνόταν από τις φτωχότερες τάξεις, που έτρωγαν τις εσωτερικές ίνες αφού τις άλεθαν σε σκόνη και τις αναμίγνυαν με αλεύρι. Η γενική κατεύθυνση τής διαδρομής ήταν βορειοανατολική.
14 Μαΐου. Πήραν άλογα στις οκτώ το πρωί και ένα περίπου μίλι βόρεια τού χωριού διέσχισαν τον Αράτς Σου από ξύλινη γέφυρα αξιοθαύμαστης κατασκευής. Στρέφοντας προς βορρά, άφησαν τις όχθες τού ποταμού και για δεκαεπτά μίλια η φύση τής χώρας είχε εντυπωσιακή ομοιότητα με ορισμένα μέρη τής Σουηδίας. Ήταν λοφώδης, καλυμμένη από δάση με έλατα και πεύκα, διασχιζόμενη από κοίλες και βαθιές χαράδρες και είχε ορισμένα ξέφωτα στο δάσος, καλά κατοικούμενα και καλλιεργούμενα. Το έδαφος είχε κοκκινωπό χρώμα και φαινόταν να αποδίδει ανεκτούς καρπούς, αλλά η γη ήταν ως επί το πλείστον βαλτώδης και οι δρόμοι αδιάβατοι ύστερα από βροχερό καιρό. Στο όγδοο μίλι πέρασαν το χωριό Τσεργκοβά και στο δέκατο πέμπτο το Τσεραμάνι, που απείχε δύο μίλια από τον δρόμο, στο αριστερό χέρι. Διέσχισαν πολλά ρυάκια κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού και στο δέκατο έβδομο μίλι σημαντικό ρέμα που κυλούσε προς τα νοτιοδυτικά, αλλά, όπως πίστευε ο Κίνεϊρ, τελικά προς τα βόρεια. Στο εικοστό πρώτο μίλι βγήκαν από το δάσος και μπήκαν σε γυμνή και άγονη χώρα, η οποίο δεν παρουσίασε καμία αλλαγή, μέχρι που έφτασαν στις πύλες τής Κοσταμπούλ. Ολόκληρη η απόσταση λεγόταν ότι ήταν δέκα ώρες, αλλά οι ίδιοι δεν την υπολόγισαν σε περισσότερα από τριάντα μίλια. Έστειλε τον τάταρ μπροστά να τούς εξασφαλίσει κονάκι, το οποίο τούς έδωσε ο πασάς στο σπίτι Αρμενίου ιερέα, που τούς αντιμετώπισε με συγκρατημένη φιλοξενία.
Λίγο μετά την άφιξή τους δέχτηκαν επίσκεψη από τον γιατρό τού πασά, τον οποίο ο Κίνεϊρ αναγνώρισε αμέσως ως το άτομο με το οποίο είχε συγκατοικήσει το προηγούμενο φθινόπωρο στη Γιοζγκάτ [ο Κίνεϊρ γράφει Ουσκάτ]. Μετά τον θάνατο τού Τσαπάνογλου αποσύρθηκε από την αυλή εκείνου τού ηγεμόνα και μπήκε στην υπηρεσία τού πασά τής Κοσταμπούλ, ο οποίος τον είχε στείλει να τούς συγχαρεί για την άφιξή τους.
[Με τέτοιες μεθόδους η Θράκη, η Μακεδονία, οι ακτές τού Δούναβη και μεγάλο μέρος τής Βλαχίας τέθηκαν υπό τον άμεσο έλεγχο τού σουλτάνου μεταξύ 1814 και 1820. Ένοπλες δυνάμεις χρησιμοποιήθηκαν, όπου αποτύγχαναν αυτά τα μέτρα. Το πιο γνωστό παράδειγμα χρήσης βίας κατά τοπικού ηγεμόνα (αγιάν) είναι η περίπτωση τού Αλή πασά στα Γιάννενα. Μπόρεσαν να τον αποβάλουν μόνο ύστερα από μακρά πολιορκία τής πόλης (Αύγουστος 1820 – Ιανουάριος 1822). Ταυτόχρονα οι τοπικοί ηγεμόνες (αγιάν) τής Ανατολίας κατεστάλησαν επίσης χρησιμοποιώντας την ίδια τακτική, που είχε λειτουργήσει καλά στα Βαλκάνια. Ο κυβερνήτης τής Τραπεζούντας εξάλειψε τούς κύριους αγιάν κατά μήκος τής Μαύρης Θάλασσας το 1812 και 1813, ενώ ο θάνατος τού Τσαπάνογλου Σουλεϊμάν μπέη το 1814 είχε ως αποτέλεσμα τη διαίρεση τής δυναστείας του και άλλων τοπικών κυβερνητών που καταλάμβαναν τότε την περιοχή, εξασθενίζοντας έτσι κι άλλη περιφερειακή δύναμη. Ο θάνατος κι άλλου ισχυρού αγιάν, τού Καραοσμάνογλου Χουσεΐν αγά το 1816, είχε παρόμοιο αποτέλεσμα. Έτσι, μέχρι το τέλος τού 1817, η άμεση εξουσία τού σουλτάνου στην Ανατολία είχε ενισχυθεί πολύ.4 ]
Έμαθε από τον γιατρό την ατίμωση και καταστροφή τής οικογένειας τού πρώην ευεργέτη του, από την οποία ο σουλτάνος είχε αποσπάσει δώδεκα χιλιάδες πουγγιά ή έξι εκατομμύρια γρόσια, είχε θανατώσει τούς περισσότερους από τούς υποστηρικτές και ευνοούμενούς του και είχε μοιράσει τα εδάφη του σε εκείνους που είχαν συμβάλει στην καταστροφή των παιδιών του.
15 Μαΐου. Σταμάτησαν τη μέρα αυτή και βγήκαν με τον γιατρό να δουν την πόλη. Τα εδάφη που ήσαν γειτονικά με την Κοσταμπούλ, ή, όπως ονομαζόταν μερικές φορές, Κασταμούνι, έμοιαζαν με εκείνα στη συνοικία τού Πέρα, όντας γυμνά, θλιβερά και άγονα, διασχιζόμενα από βαθιές χαράδρες και πολλές νεροσυρμές. Ο Όλγασσυς, τεράστια οροσειρά που τώρα ονομαζόταν Ουλγούζ Νταγ, φαινόταν από την πόλη σε απόσταση είκοσι περίπου μιλίων σε νοτιοανατολική κατεύθυνση. Κατευθυνόταν από τα βορειοανατολικά στα νοτιοδυτικά και οι κορυφές του ήσαν καλυμμένες με χιόνι όλες τις εποχές τού έτους. Η πόλη βρισκόταν σε κοίλωμα, στο κέντρο τού οποίου υψωνόταν αγέρωχος και κατακόρυφος βράχος, που στεφόταν με ερειπωμένο φρούριο, το οποίο κατείχε κάποτε ο ευγενής οίκος των Κομνηνών. Τα σπίτια ήσαν χτισμένα από ξύλο και πέτρα, ενώ το παλάτι τού πασά, φτωχό οικοδόμημα, έβλεπε στο μεϊντάν ή πλατεία. Υπήρχαν τριάντα τζαμιά με μιναρέδες, εικοσιπέντε δημόσια λουτρά, έξι χάνια και ελληνική εκκλησία. Τα παζάρια ήσαν εκείνη την εποχή καλά εφοδιασμένα, αλλά οι κάτοικοι ήσαν συχνά εκτεθειμένοι στην πείνα, ιδιαίτερα ύστερα από βαρύ χειμώνα, όταν το χιόνι παρέμενε για τόσο πολύ πάνω στο έδαφος, ώστε να εμποδίζει τις δραστηριότητες τής γεωργίας. Ο πληθυσμός της υπολογιζόταν σε δώδεκα χιλιάδες Τούρκους, τριακόσιους Έλληνες και σαράντα οικογένειες Αρμενίων. Το εμπόριο ήταν ασήμαντο, ενώ δεν παρήγαγαν επεξεργασμένα προϊόντα.
Η Παφλαγονία, τής οποίας η Κοσταμπούλ, κατά τον Κίνεϊρ, με την ονομασία Γερμανικόπολις ήταν μία από τις κύριες πόλεις [ωστόσο Γερμανικόπολις δεν ήταν η Κασταμονή αλλά η γειτονική Γάγγρα, σήμερα Τσανκίρι], περικλειόταν μεταξύ των ποταμών Παρθένιου [ή τού Βιλλαίου κατά τον Πλίνιο] στα δυτικά και Άλυ στα ανατολικά, συνόρευε με τη Γαλατία προς νότο και με τον Εύξεινο στον βορρά.
Η Κασταμονή σε καρτ-ποστάλ τής εποχής
Μέχρι την εποχή τού Τρωικού πολέμου τη χώρα λεγόταν ότι καταλάμβαναν οι Ενετοί, οι οποίοι στη συνέχεια περνώντας στην Ιταλία μπέρδεψαν το όνομά τους με εκείνο των Βενετών. [Ο Κίνεϊρ παραπέμπει εδώ στον ντ’ Ανβίλ και στον Στράβωνα που γράφει: «Άλλοι επίσης λένε ότι φυλή ονομαζόμενη Ενετοί, που συνόρευε με τούς Καππαδόκες, εκστράτευσε μαζί με τούς Κιμμέριους και απωθήθηκαν στην Αδριατική Θάλασσα. Αλλά εκείνο για το οποίο υπάρχει γενική συμφωνία είναι ότι οι Ενετοί, στους οποίους ανήκε ο Πυλαιμένης, ήταν η αξιολογότερη φυλή των Παφλαγόνων και επιπλέον ότι πολλοί από αυτούς συστρατεύθηκαν μαζί του, αλλά χάνοντας τον ηγέτη τους πέρασαν απέναντι στη Θράκη μετά την άλωση τής Τροίας και περιπλανώμενοι εκεί έφτασαν στην περιοχή τής Ενετικής, όπως αυτή ονομάζεται τώρα. Κατά ορισμένους συγγραφείς ο Αντήνωρ και τα παιδιά του πήραν μέρος σε αυτή την εκστρατεία και εγκαταστάθηκαν στον μυχό τής Αδριατικής, όπως αναφέρω κι εγώ στην περιγραφή τής Ιταλίας [βλέπε Στράβωνα 3.2.13 και 5.1.4]. Είναι λογικό λοιπόν να υποθέσουμε ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον εξαφανίστηκαν οι Ενετοί και δεν υπάρχουν πια στην Παφλαγονία».5 ]
Ο Όμηρος αναφέρει τούς Παφλαγόνες ως γενναίο λαό, αν και, σύμφωνα με τον Λουκιανό, ήσαν προληπτικοί και ανόητοι. Η επαρχία κατακτήθηκε από τον Μιθριδάτη Γ’ και προστέθηκε στο βασίλειο τού Πόντου, αλλά στη συνέχεια προσαρτήθηκε στη Βιθυνία από τον Πομπήιο τον Μεγάλο. Μοιράστηκε την τύχη των άλλων επαρχιών τής Ελληνικής αυτοκρατορίας και αποτελούσε πια μικρό μέρος τής Αναντολού (Ανατολίας).
[Ο Κίνεϊρ σημειώνει ότι ο Κωνσταντίνος διαχώρισε την Παφλαγονία και την Αμάσεια από τη Βιθυνία. Η πρώτη είχε έξι πόλεις, από τις οποίες η Γάγγρα ήταν η πρωτεύουσα, ενώ η δεύτερη, που ονομάστηκε Ελενόποντος (από τη μητέρα τού αυτοκράτορα), είχε επτά πόλεις με την Αμάσεια ως μητρόπολη. Στην ύστερη περίοδο τής ελληνικής αυτοκρατορίας η Κασταμονή ήταν πρωτεύουσα ανεξάρτητου ηγεμόνα, ο οποίος εκδιώχθηκε πρώτα από τον Βαγιαζήτ Α’ Κεραυνό (Γιλντιρίμ), αποκαταστάθηκε στις κτήσεις του από τον Ταμερλάνο και τελικά κατακτήθηκε από τον Μωάμεθ Α’.]
16 Μαΐου. Η θερμοκρασία σήμερα στις οκτώ το πρωί ήταν 60°, στις δέκα 64°, το μεσημέρι 68° και στις πέντε το απόγευμα 65° Φαρενάιτ [15, 17, 20 και 18°C αντίστοιχα]. Ο μέσος όρος δύο μεσημβρινών παρατηρήσεων καθόρισε το γεωγραφικό πλάτος σε 40° 29’ 30″ βόρειο. Καθυστέρησαν ολόκληρη αυτή τη μέρα [κατά την οποία ο Κίνεϊρ πήρε αρκετά δείγματα πηλού, σχιστόλιθου και ψαμμίτη] από το πείσμα και την εξέγερση τού τάταρ τους, ο οποίος, επειδή, όπως έχει ήδη αναφερθεί, πληρωνόταν με τον μήνα, φαινόταν ότι είχε αποφασίσει ότι έπρεπε να ταξιδεύουν όσο το δυνατόν πιο αργά, αφού όσο περισσότερο παρέμεναν στον δρόμο, τόσο περισσότερα θα τού όφειλαν. Απειλούσε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας στο μεταξύ πετύχει να πάρει με το μέρος του τον υπηρέτη τού Κίνεϊρ, έναν ντόπιο τού Πέρα. [Ο Κίνεϊρ σημειώνει ότι από όλους τούς υπηκόους τού Μεγάλου Άρχοντα, οι Φράγκοι τού Πέρα ήσαν, πέρα από κάθε σύγκριση, οι πιο ανήθικοι και χωρίς αρχές.] Υποθέτοντας ότι ο Κίνεϊρ δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να προχωρήσει χωρίς αυτούς, σκέφτηκαν ότι ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να αποσπάσουν χρηματικό ποσό. Εκείνος κατάλαβε σαφέστατα το σχέδιό τους και επομένως δεν μπορούσαν να τού επιβληθούν. Παρακάλεσε λοιπόν τον γνωστό του γιατρό να πάει και να παρουσιάσει ολόκληρη την υπόθεση στον πασά. Ο τελευταίος, που γνώριζε τον Άγγλο από την εποχή που ήταν καπουδάν πασάς [ναύαρχος], διέταξε τον Μεχμέτ αγά να εμφανιστεί μπροστά του και αφού τον επέπληξε αυστηρά, έστειλε να ειδοποιήσουν τον Κίνεϊρ ότι δεν έπρεπε να ανησυχεί, γιατί θα τού έδινε ο ίδιος έναν προσεκτικό άνθρωπο για να τούς συνοδεύσει στο υπόλοιπο τού ταξιδιού. Κανόνισε λοιπόν ο Κίνεϊρ τούς λογαριασμούς τους και απέλυσε τόσο τον τάταρ όσο και τον υπηρέτη. Όταν εκείνοι διαπίστωσαν ότι όχι μόνο είχαν αποτύχει στον σκοπό τους να αποσπάσουν χρήματα, αλλά είχαν επίσης χάσει τις θέσεις τους, άρχισαν να κατηγορεί ο ένας τον άλλο ως υπεύθυνο τής ατυχίας του και να ζητούν καθένας χωριστά συγχώρεση, υποσχόμενοι ότι θα συμμορφώνονταν με όλες τις επιθυμίες τού Κίνεϊρ και τού συντρόφου του, αν τούς ξανάπαιρναν στην υπηρεσία τους. Για να αποφύγουν δαπάνες και καθυστερήσεις, τούς δέχτηκαν και πάλι στην εύνοιά τους. Ταυτόχρονα τούς δέσμευσαν με γραπτό συμβόλαιο, με το οποίο συμφωνούσαν να χάσουν το σύνολο των αποδοχών τους, αν στο μέλλον τούς έδιναν δίκαιη αφορμή καταγγελίας.
Από την Κασταμονή στη Σαμσούν (1814)
17 Μαΐου. Την παραμονή τής αναχώρησής τους οι γυναίκες τής οικογένειας με την οποία κατοικούσαν συγκεντρώθηκαν γύρω από την πόρτα τού διαμερίσματός τους στην προσδοκία δώρου, αφού ο παπάς ή ιερέας είχε υιοθετήσει αυτό το σχέδιο, για να αποζημιωθεί για τη δαπάνη που τού είχαν προξενήσει. Έδωσαν σε καθεμιά δυο ρουμπιέδες, με τούς οποίους φάνηκαν απόλυτα ικανοποιημένες. [Ο Κίνεϊρ έχει αναφέρει σε προηγούμενο σημείο τού βιβλίου του, ότι ο ρουμπιές (ρούμπα) ήταν μικρό χρυσό νόμισμα αξίας ίσης περίπου με μισή κορώνα.] Ο πασάς τούς εφοδίασε με εξαιρετικά άλογα, που τούς μετέφεραν στο Τας Κιοπρού σε έξι ώρες. Οι Τούρκοι εκτιμούσαν την απόσταση σε οκτώ ώρες και οι ίδιοι την υπολόγισαν σε εικοσιοκτώ μίλια.
Ο δρόμος περνούσε μέσα από πυκνοκατοικημένη και ιδιαίτερα καλλιεργούμενη κοιλάδα, που ποτιζόταν από ποτάμι το οποίο είχε την πηγή του λίγα μίλια νότια τής Κοσταμπούλ. Ψηλή οροσειρά την οριοθετούσε προς βορρά, ενώ οι χιονισμένες κορυφές τού Ουλγούζ Νταγ προς νότο κρύβονταν εν μέρει από την ομίχλη που αιωρούνταν γύρω τους. Στο πέμπτο μίλι βρισκόταν το χωριό Ισπάν [Τεκκενισίν, σήμερα Σουρασογκυτλέρ], ενώ στο ένατο μίλι πέρασαν, από πέτρινο γεφύρι, ποτάμι μεγαλύτερο από εκείνο που αναφέρθηκε προηγουμένως, το οποίο ονομαζόταν Καρασού και προερχόμενο από τα βουνά Ουλγούζ ενωνόταν με το άλλο, μισό περίπου μίλι βόρεια τού σημείου στο οποίο το διαβήκαν. [Ο Κίνεϊρ σημειώνει ότι πρόκειται για το ίδιο ποτάμι, το οποίο πέρασαν το πρωί που έφτασαν στην Κοσταμπούλ.] Στο εντέκατο μίλι πέρασαν το συνδυασμένο ρεύμα από ξύλινη γέφυρα και ακολούθησαν την αριστερή του όχθη για το υπόλοιπο τής διαδρομής. [Ο Καρασού τού Κίνεϊρ μεταξύ Κασταμονής και Μπογιαμπάτ είναι ο Γκιοκ Ιρμάκ, ο Αμνίας τής αρχαιότητας, ο οποίος χύνεται στον Κιζίλ Ιρμάκ (Άλυ) μεταξύ Μπογιαμπάτ και Βεζίρκιοπρου.] Στο δέκατο πέμπτο μίλι βρισκόταν η ανθούσα περιοχή τού Μπατάκ, στο εικοστό εκείνη τού Μπουγιούκ, ενώ στο εικοστό πέμπτο διαβήκαν ποτάμι κοντά στο χωριό Αχμέντε, όπου, κυλώντας από τον βορρά, ένωνε τα νερά του με εκείνα τού Καρασού. Μπαίνοντας στο Τας Κιοπρού διέσχισαν και πάλι τον Καρασού πάνω από όμορφο πέτρινο γεφύρι, φτιαγμένο από σπασμένους μαρμάρινους κίονες και απομεινάρια επιστυλίων. [Κατά τον Κίνεϊρ αυτό έδινε το όνομα στον τόπο, αφού Τας στα τουρκικά είναι η πέτρα και Κιοπρού η γέφυρα.] Ο καιρός ήταν ευχάριστος και οι δρόμοι εξαιρετικοί. Βελανιδιές, ιτιές, λεύκες τεράστιου μεγέθους και ψηλές καρυδιές τούς πρόσφεραν ευχάριστη σκιά. Η κοιλάδα παρήγαγε σιτάρι, κριθάρι, ρύζι, φασόλια, φακές και το φυτό τού λαδιού [ηλίανθο άραγε;], το οποίο φαινόταν να καλλιεργείται σε μεγάλες ποσότητες.
Επιγραφή στο νεκροταφείο τού Τας Κιοπρού
Στη δροσιά τής βραδιάς έκαναν βόλτα στην πόλη, η οποία, από τη θέση της και από τα πολλά απομεινάρια αρχαιοτήτων που επιδείκνυε, καταλάβαιναν ότι ήταν η αρχαία Πομπηειόπολις, στο παρελθόν μία από τις πόλεις τής Παφλαγονίας. Στο νεκροταφείο από το οποίο πέρασαν, παρατήρησαν αριθμούς σπασμένων κιόνων, ενώ κοντά του ένας μεντρεσές ή θρησκευτικό σχολείο ήταν χτισμένος σχεδόν εξ ολοκλήρου από μεγάλα κομμάτια λευκού μαρμάρου, θραύσματα θριγκού και κιονόκρανα σωριασμένα μαζί, χωρίς οποιαδήποτε τάξη ή γούστο. Μερικά από αυτά τα θραύσματα είχαν επιγραφές επάνω τους, τις πιο τέλειες από τις οποίες αντέγραψαν, όπως την παραπάνω [Κίνεϊρ, αριθ. 24, σελ. 550]:
Ο σκεπαστός διάδρομος στο εσωτερικό τού μεντρεσέ στηριζόταν σε μαρμάρινους κίονες διαφόρων χρωμάτων και διαστάσεων, μερικούς με ιωνικά και άλλους με κορινθιακά κιονόκρανα. Αλλά ήταν προφανές ότι τα κιονόκρανα αυτά ποτέ δεν προορίζονταν για τούς κίονες πάνω στους οποίους είχαν τοποθετηθεί από τούς Τούρκους, αφού οι μεγαλύτεροι κίονες είχαν όχι σπάνια τα μικρότερα κιονόκρανα. Η πύλη, αν και μικρή, ήταν καλοφτιαγμένη, ενώ στον δρόμο, σε μικρή απόσταση από αυτήν, βρισκόταν υπέροχη σαρκοφάγος. Είχε μήκος επτά μέτρα και πλάτος τρία και ήταν λαξευμένη από υπέροχο κομμάτι λευκού μαρμάρου, καλά γυαλισμένη και πλούσια διακοσμημένη με γιρλάντες λουλουδιών. Οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει αυτό το όμορφο απομεινάρι τής αρχαιότητας σε δεξαμενή νερού. Είδαν επίσης στους τοίχους πολλών σπιτιών σπασμένα κομμάτια γλυπτών, κιονόκρανα καθώς και βάθρα κιόνων, ενώ από μεγάλο κομμάτι λευκού μάρμαρου αντέγραψαν την παρακάτω επιτύμβια επιγραφή [Κίνεϊρ, αριθ. 25, σελ. 550]:
Επιγραφή σε τοίχο σπιτιού στο Τας Κιοπρού
Το Τας Κιοπρού ήταν καζαμπάς [κωμόπολη] που περιλάμβανε τέσσερις περίπου χιλιάδες οικογένειες, βρισκόταν σε επίπεδο τόπο και εκτεινόταν κατά μήκος τής δεξιάς όχθης τού ποταμού. Υπήρχαν δεκατρία τζαμιά με μιναρέδες, χάνι και λουτρό, ενώ οι κάτοικοι κατασκεύαζαν δερμάτινα και βαμβακερά ρούχα σε επαρκείς ποσότητες για τον εφοδιασμό των γειτονικών περιοχών.
Επιστρέφοντας στον σταθμό αλλαγής αλόγων, βρήκαν άτομο που είχε σταλεί από τον αγά για να τούς προσκαλέσει να αναλάβουν διαμονή τη νύχτα μαζί του. Όμως, καθώς ήταν σχεδόν σκοτάδι και το σπίτι βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση, έστειλε τον υπηρέτη του να ευχαριστήσει για την προσοχή του και ταυτόχρονα να αρνηθεί την προσφορά με τη δικαιολογία τής κόπωσης.
18 Μαΐου. Αναχώρησαν από το Τας Κιοπρού στις έξι το πρωί και ύστερα από κοπιαστικό ταξίδι έντεκα ωρών ή τριανταπέντε μιλίων έφτασαν στο Μπογιαμπάτ [ο Κίνεϊρ γράφει Βεϊβόντ], καζαμπά δύο περίπου χιλιάδων κατοίκων. Ο δρόμος τους προχωρούσε για τρία μίλια πάνω στην όμορφη κοιλάδα τού Τας Κιοπρού, ενώ στη συνέχεια ξεκίνησαν την ανάβαση απότομου και δασωμένου βουνού, στους πρόποδες τού οποίου, στην αριστερή πλευρά, ένα περίπου μίλι από τον δρόμο, υπήρχαν τα ερείπια αρχαίου φρουρίου. Συνέχισαν να ανεβαίνουν σταδιακά για τέσσερις σχεδόν ώρες μέσα από πυκνό δάσος κωνοφόρων, τα οποία αυξάνονταν σε μέγεθος μαζί με το υψόμετρο και όταν έφτασαν κοντά στην κορυφή, πολλά από αυτά είχαν περιφέρεια κορμού δεκαέξι ολόκληρα πόδια (πάνω από 5 μέτρα). Μεγάλωναν σε τεράστιο ύψος, είχαν σε γενικές γραμμές μόνο κλαδιά προς την κορυφή και ήσαν ασύγκριτα πιο μαγευτικά από οποιαδήποτε άλλα είχε δει ποτέ στον βορρά τής Ευρώπης. Οι κορμοί τους θα μπορούσαν εύκολα να κοπούν και να πλεύσουν στον Καρασού και τον Κιζίλ Ιρμάκ φτάνοντας στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά το πολύ μεγαλύτερο μέρος αφήνονταν επί τού παρόντος να σαπίζουν στα δάση. Εμφανίζονταν ορισμένα ξέφωτα κατά διαστήματα, όπου έβλεπαν περιβόλια οπωροφόρων δένδρων και πολλά κοπάδια βουβαλιών. Στην αριστερή πλευρά και σε απόσταση δέκα ή δώδεκα μιλίων υπήρχε ψηλή οροσειρά με κατεύθυνση σχεδόν παράλληλη με εκείνη τού δρόμου, ενώ στη νότια βάση της κυλούσε ο Καρασού. Οι δρόμοι ήσαν βαθείς αλλά πετρώδεις, πράγμα το οποίο, μαζί με τη διαρκή ανάβαση και κατάβαση, είχε κουράσει τα άλογά τους τόσο πολύ, που τελικά υποχρεώθηκαν να αφήσουν δύο από αυτά ελεύθερα στο δάσος. Η μέρα ήταν ζεστή και αποπνικτική, αλλά τα κλαδιά των δένδρων τούς πρόσφεραν ευχάριστη σκιά στο μεγαλύτερο μέρος τής διαδρομής. Από το δέκατο ένατο μίλι κατέβαιναν συνεχώς, μέχρι που έφτασαν στο τέλος τού ταξιδιού τους. Στο εικοστό τρίτο μίλι σταμάτησαν για να αναζωογονηθούν κοντά σε κάποιους διάσπαρτους οικισμούς σε ξέφωτο τού δάσους, όπου οι άνθρωποι τής περιοχής τούς έδωσαν γάλα και τυρόπηγμα. Δεν είχαν όμως ψωμί. Φαίνονταν εντελώς φτωχοί και εξαθλιωμένοι. Οι κατοικίες τους ήσαν άθλιες καλύβες, αποτελούμενες από ενιαίο διαμέρισμα, ένα άκρο τού οποίου καταλάμβανε η οικογένεια και το άλλο τα γελάδια. Οι άνδρες, που φορούσαν τη συνηθισμένη τουρκική φορεσιά, με μικρά καλύμματα στο κεφάλι τους και ξύλινα σανδάλια στα πόδια, παραπονιούνταν ότι ακόμη κι εδώ δεν ήσαν απαλλαγμένοι από το αρπακτικό χέρι τής καταπίεσης. Στο εικοστό έβδομο μίλι άφησαν το δάσος και μπήκαν σε βραχώδη χώρα σκεπασμένη με καχεκτικές δρύες και οξιές, απ’ όπου είχαν θέα τού ποταμού που διέσχιζε ελισσόμενος κοιλάδα στα αριστερά. Στο δέκατο τρίτο μίλι η ύπαιθρος έγινε πιο ανοιχτή, καλλιεργούμενη σε ορισμένα τμήματα, ενώ σε άλλα παρείχε καλή βοσκή σε πολυάριθμα κοπάδια αιγοπροβάτων. Στο τριακοστό πρώτο μίλι είδαν ανασκαφή σε βράχο με τη μορφή αψίδας, ενώ αμέσως μετά είδαν από ύψωμα την πόλη τού Μπογιαμπάτ, η οποία παρουσίαζε ιδιαίτερα όμορφη εμφάνιση. Ποτάμι που κατέβαινε από τα βουνά στον νότο ελισσόταν μέσα από μακρά στενή κοιλάδα, που αποτελούνταν από καταπράσινα λιβάδια και άλση μεγαλοπρεπών δένδρων. Ψυχροί και γυμνοί γκρεμοί το περιόριζαν από κάθε πλευρά, ενώ στην κορυφή τού λόφου τής πόλης βρισκόταν το κάστρο, πολύ παλαιό κτίσμα, πλαισιωμένο από ψηλούς πύργους, που έμοιαζε με τα κάστρα των Άγγλων φεουδαρχών. Τίποτε δεν μπορούσε να ξεπερνά την πολυτέλεια τής πρασινάδας σε αυτήν την κοιλάδα. Τα οπωροφόρα δένδρα (ιδιαίτερα η καρυδιά) αναπτύσσονταν σε τεράστιο μέγεθος, ενώ τα αμπέλια, σε ορισμένες περιοχές τόσο παχιά όσο το σώμα ενός άνδρα, πλούτιζαν τούς κορμούς και τα κλαδιά των δένδρων, ακόμη και μέχρι την κορυφή, από την οποία κρέμονταν σε όμορφες και πληθωρικές γιρλάντες. Τα τριαντάφυλλα στους κήπους βρίσκονταν σε πλήρη άνθιση, ενώ τα χωράφια ήσαν ζωγραφισμένα με μαργαρίτες, πασχαλίτσες και αναρίθμητα λουλούδια, πολλά από τα οποία ήσαν καινούργια για τον Κίνεϊρ. Στοχαζόμενος πόσα είχε κάνει η φύση για τη χώρα αυτή, δεν μπορούσε παρά να θρηνεί που την κατείχε λαός ανίκανος να εκτιμήσει τη γενναιοδωρία της και για τον οποίο, τυλιγμένο στους καπνούς τού ταμπάκου, ήταν εξίσου αδιάφορο αν κατοικούσε στις ευχάριστες περιοχές τής Μικράς Ασίας ή στην καυτή άμμο τής Αραβίας. Ο Κίνεϊρ σημείωνε: «Η νωθρότητα και η απάθεια των Τούρκων μπορεί σε μεγάλο βαθμό, αν όχι εξ ολοκλήρου, να αποδοθεί στην πίστη τους στον απόλυτο προορισμό. Ο ευσεβής μουσουλμάνος, που δίνει την ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη του στις επιταγές τού κορανίου, είναι σίγουρος για την αιώνια σωτηρία. Αν έχει πίστη και τηρεί σχολαστικά το τελετουργικό που τού επιβάλλεται, δεν κινδυνεύει να χάσει τις απολαύσεις τού παραδείσου, ακόμη κι αν είναι ένοχος για τα πιο ειδεχθή εγκλήματα. Η ιδέα ότι ο Θεός έχει προκαθορίσει κάθε γεγονός που μπορεί να συμβεί στη ζωή ενός αληθινού πιστού δεν είναι δυνατόν παρά να αποθαρρύνει την προσπάθεια. Ούτε είναι δύσκολο να δικαιολογήσει μια φανατική προσκόλληση στα αποφθέγματα ενός προφήτη, ο οποίος προσφέρει, με τόσο εύκολους όρους, προοπτική παρούσας και μέλλουσας ευδαιμονίας. Μια θρησκεία που διαδίδει τέτοια δόγματα, όπως αυτή, είναι αξιοθαύμαστα υπολογισμένη, τόσο για να κερδίσει πολλούς προσήλυτους ανάμεσα στους αναλφάβητους και απερίσκεπτους ιθαγενείς τής ανατολής, όσο και για να κρατήσει εκείνους που θα προσηλυτιστούν».
Καθώς η πανούκλα μαινόταν στην πόλη και τα γειτονικά χωριά, ο Κίνεϊρ έστειλε μπροστά να ζητήσουν κονάκι από τον χακίμ [δικαστή], ο οποίος τούς έδωσε σπίτι, υπηρέτες να τούς προσέχουν και ό, τι άλλο ζητούσαν. Ήσαν υποχρεωμένοι γι’ αυτή τη φιλική αντιμετώπιση σε επιστολή, ή μάλλον εντολή, τού πασά τής Κοσταμπούλ, που ζητούσε από τούς κυβερνήτες των πόλεων υπό την εξουσία του να τούς φέρονται με σεβασμό και να τούς προωθούν στο ταξίδι τους. Είχαν επίσης τα ισχυρότερα φιρμάνια από την αυλή, αλλά αυτά δεν τούς πρόσφεραν καμία υπηρεσία. Τα φιλούσαν, ήταν αλήθεια, ως ένδειξη σεβασμού, αλλά σπάνια έμπαιναν στον κόπο ακόμη και να τα διαβάσουν.
Λίγο μετά την άφιξή τους δέχτηκαν επίσκεψη από έναν από εκείνους τούς επαίτες που ονομάζονταν δερβίσηδες, ο οποίος, περιμένοντας κάποιο δώρο, ήταν πλούσιος σε κατηγορίες για τούς Γάλλους και επαίνους για τούς Άγγλους. Κράδαινε πίπα τεράστιου μεγέθους και έκανε διάφορες χειρονομίες, μέχρι που ο Κίνεϊρ πρόσταξε τον υπηρέτη του να τού δώσει είκοσι παράδες. Αγανακτισμένος που το ποσό ήταν τόσο μικρό, το έριξε με οργή στο πάτωμα και ορμώντας έξω από το διαμέρισμα, έβριζε ότι οι Γάλλοι ήσαν ευγενείς και γενναιόδωροι άνθρωποι, αλλά οι Άγγλοι σύνολο απίστων, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν από την καταδίκη. Αυτοί οι δερβίσηδες ήσαν είδος προνομιούχων και αντιμετωπίζονταν απ’ όλους τούς Τούρκους με μεγάλο σεβασμό και προσοχή.
20 Μαΐου. Έφυγαν από το Μπογιαμπάτ το πρωί και στις τρεις η ώρα το απόγευμα τής επόμενης ημέρας έφτασαν στο Βεζίρκιοπρου, σε απόσταση δεκαοκτώ ωρών ή, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, εξήντα μιλίων. Αντιμετώπισαν σημαντική δυσκολία διάβασης τού Καρασού δύο μίλια από την πόλη, αν και η κοίτη του είχε μεγάλο πλάτος και χωριζόταν σε τρία ξεχωριστά ρεύματα. Στη συνέχεια ταξίδεψαν κατά μήκος τής αριστερής όχθης, μέσα από κοιλάδα με πλάτος μισό περίπου μίλι, η οποία, για τα πρώτα δεκαοκτώ μίλια, είχε μεγάλες καλλιεργούμενες εκτάσεις, εναλλασσόμενες με χωριουδάκια χτισμένα από κορμούς δένδρων. Η συγκομιδή φαινόταν πιο προχωρημένη απ’ όσο στην περιοχή τής Κοσταμπούλ, τα σταφύλια ήσαν σχηματισμένα και οι καρυδιές (που σχεδόν δεν είχαν φύλλα στον προηγούμενο τόπο) βρίσκονταν εδώ σε πλήρη άνθιση. Στο δέκατο πέμπτο μίλι τρία από τα άλογά τους βρέθηκαν να είναι ανίκανα να προχωρήσουν και αναγκάστηκαν λοιπόν να αρπάξουν τρία άλλα, τα οποία είδαν να βοσκούν σε διπλανό χωράφι. Στο δέκατο ένατο μίλι η κοιλάδα πήρε άγρια εμφάνιση και όλα τα σημάδια καλλιεργειών ή κατοίκησης είχαν εξαφανιστεί. Τα βουνά και οι γκρεμοί στις δύο όχθες τού ποταμού γίνονταν πιο ψηλά και άγρια, ενώ, στην επιφάνεια απομονωμένου βράχου, είδαν πολλές τεχνητές σπηλιές, στις οποίες δεν μπόρεσαν να πλησιάσουν αρκετά για να τις εξετάσουν. Παρατηρούσαν τώρα για πρώτη φορά ότι ο Καρασού είχε διογκωθεί σε τεράστιο μέγεθος και ψάχνοντας για την αιτία, οι σουρτζήδες τούς ενημέρωσαν ότι είχε ενωθεί με τον Κιζίλ Ιρμάκ, γεγονός που θα μπορούσε εύκολα να διαφύγει τής προσοχής τους, αφού η κοιλάδα ήταν πυκνά δασωμένη σε διάφορα τμήματα. [Αναφέραμε ήδη ότι εδώ ο Καρασού τού Κίνεϊρ είναι ο Γκιοκ Ιρμάκ, ο Αμνίας τής αρχαιότητας, ο οποίος χύνεται στον Κιζίλ Ιρμάκ (Άλυ) μεταξύ Μπογιαμπάτ και Βεζίρκιοπρου.] Καθώς τα άλογα αποσκευών ήσαν εξαιρετικά κακά και μπορούσαν να ταξιδέψουν μόνο αργά, ο κ. Τσάβας, ένας υπηρέτης και ο Κίνεϊρ πήγαιναν πιο μπροστά, με την ελπίδα ότι θα ανακάλυπταν κάποιο χωριό όπου θα μπορούσαν να περάσουν τη νύχτα. Προχωρούσαν στην άκρη τού Κιζίλ Ιρμάκ, μέσα από περιοχή που ήταν κάποτε παραγωγική και γραφική. Εκτεταμένα λιβάδια παρείχαν βοσκή σε αγέλες γελαδιών και φοράδων, ενώ άλση μυρτιάς κρέμονταν σε άγρια ευθάλεια από τις πλευρές των γκρεμών. Η νύχτα τώρα τούς πλησίαζε γρήγορα και η θολή εμφάνιση τού ουρανού προμήνυε καταιγίδα. Είχαν αφήσει τις αποσκευές τους πολύ πίσω και δεν φαινόταν ακόμη στον ορίζοντα χωριό ή κατοικία οποιασδήποτε μορφής. Σταμάτησαν λοιπόν και συζητούσαν τι ήταν καλύτερο να γίνει, όταν, βλέποντας αρκετούς ανθρώπους να ανεβαίνουν σε λόφο, έσπευσαν προς το μέρος τους, αλλά εκείνοι μόλις τούς είδαν τράπηκαν σε φυγή και εξαφανίστηκαν πολύ σύντομα ανάμεσα στα βράχια. Σταμάτησαν και πάλι, και καθώς λεγόταν ότι την περιοχή λυμαίνονταν ληστές, ενώ μπορούσαν επίσης να χάσουν τον δρόμο στο σκοτάδι, αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω και να επανενωθούν με τις αποσκευές. Μια φωνή εκείνη τη στιγμή τούς φώναζε από ύψωμα πίσω τους. Κοιτάζοντας γύρω, νόμιζαν ότι μπορούσαν να διακρίνουν (γιατί ήταν σχεδόν σκοτάδι τώρα πια) ιππέα στην κορυφή τού λόφου. Αμέσως σκέφτηκαν ο κ. Τσάβας και ο Κίνεϊρ, ότι ίσως ήταν ο τάταρ, ο οποίος, ανησυχώντας για την απουσία τους, είχε έρθει να τούς αναζητήσει, και προχώρησαν ανάλογα προς το σημείο, όπου ήσαν στην ευχάριστη θέση να διαπιστώσουν ότι οι εικασίες τους ήσαν σωστές. Μόλις ενώθηκαν με τον Μεχμέτ αγά, εκείνος ξέσπασε σε χείμαρρο κατηγοριών, οι οποίες είχαν παράλογη επίδραση, καθώς η οργή του ήταν προφανώς αποτέλεσμα των φόβων του, που τον κρατούσαν σε αγωνία καθώς κοιτούσε γύρω του και ξεκινούσαν από κάθε αντικείμενο που έβλεπε. Έλεγε ότι ο μόνος ασφαλής τρόπος ταξιδιού ήταν να παραμένουν μαζί και ότι αν δεν υπόσχονταν ότι θα ήσαν πιο προσεκτικοί στο μέλλον, θα επέστρεφε στην Κωνσταντινούπολη και δεν θα διακινδύνευε να χάσει τη ζωή και τη φήμη του για χάρη απίστων. Γύρισαν μαζί του δύο περίπου μίλια προς τα πίσω, όπου, συναντώντας τις αποσκευές, σταμάτησαν σε μικρό λιβάδι, ξεφόρτωσαν τα άλογα που είχαν καταβληθεί από την κούραση, τα άφησαν στο γρασίδι και άπλωσαν τα χαλιά τους κάτω από δένδρο. Η νύχτα μετατρεπόταν σε σκοτάδι, άρχισαν να ξεσπούν κεραυνοί και για μια περίπου ώρα είχαν έντονη βροχόπτωση. Η φωτιά τους σβήστηκε αμέσως και πέρασαν, όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, πολύ δυσάρεστη νύχτα, μουσκεμένοι μέχρι το κόκκαλο και δύσκαμπτοι από το κρύο. Όταν σταμάτησε η βροχή, ξανάναψαν τη φωτιά και ήπιαν λίγο ζεστό καφέ, που τούς αναζωογόνησε πολύ. Ύστερα ξανάρχισαν το ταξίδι τους, ακολουθώντας την πορεία τού Κιζίλ Ιρμάκ για δώδεκα μίλια. Τα τελευταία οκτώ μίλια τής κοιλάδας βρίσκονταν σε ανεκτή κατάσταση καλλιέργειας, αν και δεν φαίνονταν πουθενά οικισμοί. Αργότερα έμαθαν ότι οι άνθρωποι κατοικούσαν στα πιο απομακρυσμένα και απρόσιτα μέρη των βουνών, για να διασφαλίσουν καλύτερα την περιουσία τους απέναντι σε επιδρομές ταξιδιωτών και στους στρατιώτες των δικών τους ηγεμόνων. Παρ’ όλα αυτά, τελικά ανακάλυψαν αρκετά άτομα να δουλεύουν σε χωράφι και τούς πήραν μαζί τους για να τούς βοηθήσουν στη διάβαση τού ποταμού, τον οποίο διαβήκαν πάνω σε μεγάλη βάρκα χωρίς καρίνα, σε σημείο όπου περιοριζόταν το πλάτος του και κοντά στα ερείπια όμορφης παλαιάς γέφυρας. Ο Κιζίλ Ιρμάκ ήταν ίσως το καλύτερο ποτάμι στη Μικρά Ασία. Περιλάμβανε μεγάλο όγκο νερού και εδώ είχε εκατό περίπου μέτρα πλάτος. Διασχίζοντας την Καππαδοκία και τη Γαλατία, χώριζε την Παφλαγονία από τον Πόντο και χυνόταν στον Εύξεινο. Σε μέρος που λεγόταν Μπάφρα έπαιρνε το όνομα Άλυς, λόγω τής αλμύρας των νερών του για κάποια μίλια πριν φτάσει στη θάλασσα. Ο Κίνεϊρ είχε περάσει αυτό το ποτάμι σε τέσσερα διαφορετικά μέρη: δύο φορές στο ταξίδι του από Γιοζγκάτ προς Καισάρεια, μία φορά στο Οσμαντζίκ και τέλος μεταξύ Μπογιαμπάτ και Βεζίρκιοπρου. Άφηναν τώρα τις όχθες του και ανέβαιναν στους λόφους στο δεξί χέρι, ταξιδεύοντας για δώδεκα μίλια μέσα από δάσος με βελανιδιές νάνους, έλατα, οξιές και μυρτιές, ενώ σταμάτησαν για πρωινό σε χωριό που ονομαζόταν Σιρ Σεράι [Σαραϊτζίκ]. Εδώ τα άλογά τους φάνηκαν πάλι κουρασμένα και καθώς είχαν κοιμηθεί λίγο κατά τη διάρκεια τής νύχτας και δεν είχαν φάει τίποτε από το προηγούμενο πρωί, αποφάσισαν να αναπαυτούν σε αυτό το μέρος για λίγες ώρες. Ο κεχαγιάς [ο Κίνεϊρ γράφει kia και προφανώς εννοεί kahya], η κεφαλή τού χωριού, τούς έφερε λίγο γάλα και τυρόπηγμα, αλλά παραπονιόταν ότι δεν είχε μπορέσει να προμηθευτεί ούτε μια μπουκιά ψωμί. Σύντομα ο Κίνεϊρ ανακάλυψε ότι αυτός ο ισχυρισμός ήταν ψευδής, γιατί εφοδίασε τον τάταρ και τούς σουρτζήδες με ό, τι ήθελαν. Όταν λοιπόν ερχόταν για να ζητήσει το δώρο του, δεν θα τού έδινε τίποτε. Οι Τούρκοι, σε αυτό το τμήμα τής χώρας ήσαν εξαιρετικά φανατικοί και αποστρέφονταν τούς Φράγκους, αλλά αυτή η αντιπάθεια ήταν περισσότερο εμφανής στις χαμηλότερες απ’ όσο στις ανώτερες τάξεις τού λαού. Από το Σιρ Σεράι μέχρι το Βεζίρκιοπρου η απόσταση ήταν δεκαέξι μίλια. Το έδαφος είχε κοκκινωπή χροιά και η ενδιάμεση χώρα ήταν ανοικτή και πλούσια σε βοσκοτόπους. Τα βουνά, κατά τη διάρκεια τής χθεσινής και τής σημερινής πορείας, αφθονούσαν σε σταχτόχρωμο μάρμαρο, αλάβαστρο και μαρμαρυγή σχιστόλιθο.
Έμειναν αρκετές ώρες στεκόμενοι στους δρόμους τού Βεζίρκιοπρου, μέχρι να καταδεχτεί ο αγιάν ή αγάς να τούς δώσει κατάλυμα. Στη διάρκεια αυτή μαζεύτηκε γύρω τους όχλος, γιατί η πλειοψηφία τους δεν είχαν δει ποτέ πριν Ευρωπαίο. Επίσης ο Κίνεϊρ άκουσε έναν από τούς σουρτζήδες να ξεστομίζει κατάρες εναντίον τους, που κρατούσαν τόσον καιρό τα άλογά του χωρίς φορτίο. Έλεγε ότι ήταν κωμικό να βλέπει κανείς γκιαούρηδες [απίστους] να εγκαθίστανται σε ιδιωτικά σπίτια, ενώ οι πιστοί υποχρεώνονταν να είναι ευχαριστημένοι με εγκατάσταση σε καφενείο. Τελικά τούς έδειξαν ένα δωμάτιο, αλλά προτίμησαν να απλώσουν τα χαλιά τους σε ανοιχτή βεράντα, όπου διέτρεχαν μικρότερο κίνδυνο να ενοχληθούν από κοριούς και άλλα απεχθή έντομα.
21 Μαΐου. Η θερμοκρασία στις οκτώ το πρωί ήταν 55, στις δέκα 62, το μεσημέρι 65 και στις δύο το απομεσήμερο 68 βαθμοί Φαρενάιτ (13, 17, 18 και 20° αντίστοιχα). Πρόσφατα ήταν αδύνατο να προχωρούν πάνω από ένα στάδιο τη μέρα, λόγω τής δυσκολίας εξασφάλισης αλόγων, τα οποία συνήθως συλλέγονταν από τούς κατοίκους τής πόλης και των γειτονικών χωριών. Έδιναν πάντοτε δώρο στο πρόσωπο που τα έφερνε, πάνω-κάτω οκτώ ή εννέα ρουμπιέδες, ανάλογα με την ποιότητα των ζώων. Σε γενικές γραμμές όμως ήσαν άθλια πλάσματα, κουτσά, τυφλά, που εργάζονταν χωρίς έλεος, αν και σπάνια ανταμείβονταν με μια μπουκιά καλαμπόκι και τρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά με χορτάρι.
Το Βεζίρκιοπρου (κυριολεκτικά η γέφυρα τού βεζίρη), που ονομαζόταν επίσης Γκέντα Καρά από παλαιό κάστρο με αυτό το όνομα, ήταν μικρή πόλη, που βρισκόταν πάνω σε ποταμάκι που χυνόταν στον Κιζίλ Ιρμάκ και αποτελούσε την πρωτεύουσα πλούσιας περιοχής, η οποία υπαγόταν στη διοίκηση τού Μπαμπά πασά τής Μαλάτειας. [Εδώ ο Κίνεϊρ κάνει λάθος. Εννοεί τον πασά τής Αμάσειας, αφού η Μαλάτεια (βλέπε πιο κάτω Μπραντ, «Από το Χαρπούτ στο Ντιγιάρμπακιρ και τη Μαλάτεια») βρίσκεται πολύ μακριά από το Βεζίρκιοπρου.] Λεγόταν ότι περιλάμβανε δύο χιλιάδες οικογένειες, δεκατρία τζαμιά με μιναρέδες, χάνι, δύο δημόσια λουτρά και καλά εφοδιασμένο παζάρι, γιατί από την πόλη εξαρτώνταν όχι λιγότερα από σαρανταέξι χωριά. Το Βεζίρκιοπρου απείχε έξι ώρες από το Μαρσοβάν [Μερζιφών] και δώδεκα από την Αμάσεια, στον δρόμο προς την οποία υπήρχε μέρος που ονομαζόταν Γκούζα, φημισμένο για τα ιαματικά του λουτρά. [Προφανώς ο Κίνεϊρ εννοεί τη Χάβζα, τα Θερμά Ὕδατα Φαζημωνιτῶν τού Στράβωνος.] Οι πηγές, όπως καταλάβαινε ο Κίνεϊρ, ήσαν άφθονες. Υπήρχαν επίσης κάποια αρχαία ερείπια σημαντικής μεγαλοπρέπειας.
Στις δύο τούς έφεραν άλογα και συνέχισαν το ταξίδι τους μέσα από ανοιχτή ορεινή χώρα, γεμάτη από ήπιες κλίσεις, εν μέρει καλλιεργούμενη και σε άλλα μέρη με άφθονες μικρές βελανιδιές, από τις οποίες μέτρησε τέσσερα διαφορετικά είδη. Στο τέταρτο μίλι διέσχισαν ρέμα που χυνόταν στον Κιζίλ Ιρμάκ. Στα δεκαπέντε μίλια τα άλογα κουράστηκαν και οι σουρτζήδες ήθελαν να σταματήσουν στο ελληνικό χωριό Γκουρ Κιόι, αλλά τούς πίεσε να πάνε τέσσερα μίλια πιο πέρα, σε μέρος που λεγόταν Χαν Κιόι, όπου τούς δόθηκαν καταλύματα σε άθλια τρώγλη. Άναψαν μεγάλη φωτιά, καθώς η νύχτα ήταν πολύ κρύα, ενώ οι άνθρωποι τού χωριού τούς πρόσεξαν όσο περισσότερο μπορούσαν.
Βιάζονταν να αναχωρήσουν πριν από το χάραμα, αλλά, παρά τις αυστηρές διαταγές τους για τον σκοπό αυτόν, δεν μπόρεσαν να φύγουν πριν από τις έξι το πρωί. Η φύση τής χώρας για τα πρώτα πέντε ή έξι μίλια δεν διέφερε από εκείνη τής προηγούμενης ημέρας. Στη συνέχεια έγινε πιο λοφώδης και μπήκαν σε πυκνό δάσος με οξιές και μικρές βελανιδιές, όπου οι σουρτζήδες έχασαν τον δρόμο. Αφού περιπλανήθηκαν για αρκετή ώρα, στο δέκατο πέμπτο μίλι κατέβηκαν σε ρεματιά, στην οποία ταξίδεψαν για πέντε μίλια και στη συνέχεια μπήκαν στην καλά καλλιεργούμενη περιοχή Kονάκ, φτάνοντας στο εικοστό δεύτερο μίλι σε ομώνυμο χωριό φτιαγμένο από ξύλο. [Στους χάρτες η κωμόπολη ονομάζεται Καβάκ και μάλλον πρόκειται για το Κονάκ τού Κίνεϊρ.] Το έδαφος κατά τη χθεσινή και σημερινή πορεία ήταν πλούσια μαύρη μάργα, που απέδιδε εξαιρετικές καλλιέργειες σιταριού και κριθαριού, αλλά το καλαμπόκι είχε υποφέρει σοβαρά από το χαλάζι. Ο αέρας ήταν αρωματισμένος από ποικιλία όμορφων αρωματικών φυτών, που έντυναν την επιφάνεια τής γης. Αν και οι βελανιδιές και οι φτελιές στη ρεματιά ήσαν καλού μεγέθους, τα πεύκα ήσαν μικρά, όπως ο Κίνεϊρ είχε παρατηρήσει να συμβαίνει πάντοτε στις λιγότερο υπερυψωμένες περιοχές τής χώρας. Προγευμάτιζαν με μέλι, γάλα και λοιπά, όταν ήρθε ο τάταρ για να τούς πει ότι ο ζάμπιτ [αξιωματικός] δεν μπορούσε να τούς δώσει άλογα πριν από το επόμενο πρωί. Καθώς είχαν και πάλι αρχίσει να υποψιάζονται ότι αυτός ο γέρος χρησιμοποιούσε δόλια μέσα για να καθυστερήσει την πρόοδο τού ταξιδιού τους, ο Κίνεϊρ έστειλε μήνυμα στον ζάμπιτ, αναφέροντας ότι θα τον επισκεπτόταν μόλις τελείωναν το πρωινό τους. Τον βρήκε να κάθεται πάνω σε δέρμα βίδρας σε είδος υπόστεγου, φτιαγμένου κοντά στην πύλη οχυρωμένου σπιτιού, όπου, αφού τού ζήτησε να καθίσει, φώναξε για καφέ, που προσφέρθηκε πρώτα στον ίδιο και στη συνέχεια στον τάταρ. Όταν πρόσφεραν και στον Κίνεϊρ, εκείνος αρνήθηκε να τον πάρει και αφού τον ενημέρωσε ότι δεν είχε συνηθίσει να τον υπηρετούν ύστερα από ανθρώπους τής δικής του θέσης, τραβήχτηκε πίσω προφανώς έκπληκτος και ταπεινωμένος, αλλά τον αντιμετώπισε με μεγαλύτερη ευγένεια στη συνέχεια και ζήτησε συγγνώμη για την κακή κατάσταση των δωματίων τους. Ο Κίνεϊρ χαιρέτησε κι έφυγε, αλλά ο Μεχμέτ αγάς έμεινε πίσω, ίσως για να μαλακώσει αυτά που είχε πει. Είχαν άθλιο κατάλυμα, ενώ δεν μπορούσαν να έχουν τίποτε για δείπνο, εκτός από λίγο κακό ψωμί, ξινόγαλο και μέλι. Αυτό δεν ήταν όμως παρά δευτερεύον κακό, αφού η εμπειρία είχε πείσει τον Κίνεϊρ ότι όσο πιο μετριοπαθής ήταν η διατροφή του, τόσο μεγαλύτερες δυσκολίες μπορούσε να αντέξει και κατά συνέπεια ποτέ δεν άγγιζε ζωικά τρόφιμα, κρασί ή οινοπνευματώδη κατά τη διάρκεια μακρινών και κουραστικών ταξιδιών. Ο κ. Τσάβας, που είχε μόλις έρθει από την Αγγλία και θεωρούσε ότι ήταν αδύνατο να υπάρξει χωρίς βοδινό ή αρνίσιο κρέας, προσηλυτίστηκε πολύ σύντομα στην άποψή του.
Η θερμοκρασία στις δώδεκα ήταν 66 βαθμοί [19°C]. Μικρού μήκους αλλά ψηλή οροσειρά, καλυμμένη με χιόνι, αναπτυσσόταν στα δεξιά, παράλληλα με τον δρόμο, ο οποίος, από τότε που έφυγαν από το Μπογιαμπάτ, ήταν βατός για τροχοφόρα σε πολλά μέρη. Τελευταία έβλεπαν λίγη ή καθόλου άρδευση, αλλά η βροχή ήταν επαρκώς άφθονη για την καλλιέργεια τής γης. Το κρύο ήταν πιο έντονο και η εποχή κατά συνέπεια πιο πίσω σε αυτό το μέρος τής Μικράς Ασίας, απ’ όσο στην περιοχή τής Τοκάτ ή τής Αμάσειας, όπου τα κεράσια ήσαν ήδη ώριμα, αν και εδώ σχεδόν δεν είχαν σχηματιστεί.
23 Μαΐου. Από το Κονάκ στη Σαμσούν ήταν οκτώ ώρες, ή, σύμφωνα με τούς υπολογισμούς τους, εικοσιοκτώ μίλια. Ο δρόμος περνούσε από ορεινή χώρα, όπου αφθονούσαν τα ψηλά δένδρα και παρουσίαζε τέτοια ποικιλία ρομαντικού και όμορφου τοπίου, που θα μπορούσαν να φαντάζονται ότι ίππευαν σε χώρους αναψυχής άρχοντα στην Αγγλία.
Η Σαμσούν (Αμισός) σε καρτ-ποστάλ τής εποχής
Ύστερα από επτά μίλια συνεχούς ανάβασης και κατάβασης έφτασαν στις όχθες μικρού ρέματος, σε ξέφωτο τού δάσους, όπου είδαν κάποια καλλιεργούμενα χωράφια και τα ερείπια παλαιού κτιρίου, απ’ όπου ανεβαίνοντας για μια περίπου ώρα έφτασαν στο ψηλότερο σημείο τής κορυφογραμμής και από μικρά ανοίγματα τού δάσους είχαν εκτεταμένη θέα τής γύρω περιοχής. Τα βουνά διασχίζονταν από στενές κοιλάδες και βαθιές χαράδρες σκεπασμένες από ψηλές οξιές με πλούσια φυλλώματα, εκτός από διαστήματα όπου έβλεπαν ξύλινα χωριουδάκια και καλλιεργούμενες εκτάσεις. Στο ενδέκατο μίλι είχαν θέα τής Μαύρης Θάλασσας μέσα από τα δένδρα, ενώ στο δωδέκατο μπορούσαν να βλέπουν τα πλοία που έπλεαν σε αυτήν. Στο δέκατο τέταρτο κατέβηκαν από ύψωμα, όπου οι αγρότες ασχολούνταν με την κοπή των δένδρων προκειμένου να σπείρουν σιτηρά. Η χώρα ύστερα από αυτό έγινε πιο ανοικτή και οι πλαγιές των βουνών έδειχναν να αποδίδουν ανεκτούς καρπούς, αλλά ταυτόχρονα ήσαν τόσο απότομες, που δυσκολευόταν να φανταστεί πώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι να επωφεληθούν από τη χρήση τού αρότρου.
Κατέβαιναν σταδιακά για το υπόλοιπο μέρος τής διαδρομής και σύντομα διέκριναν τα πλοία αγκυροβολημένα στον κόλπο τής Σαμσούν. Στο εικοστό πέμπτο μίλι σταμάτησαν για μισή ώρα στις όχθες ρυακιού που κυλούσε βορειοανατολικά, απ’ όπου ο Κίνεϊρ έστειλε τον τάταρ να ετοιμάσει κατάλυμα. Η Σαμσούν, που βρισκόταν κοντά στο δυτικό άκρο κόλπου με μήκος τέσσερα περίπου μίλια και περιβαλλόταν από εκτεταμένους ελαιώνες, φαινόταν να επωφελείται. Τα σπίτια, κατασκευασμένα από ξύλα, επενδυμένα με σοβά και τέλος ασβεστωμένα, έδιναν καλή εικόνα όταν φαίνονταν από απόσταση, ανάμεσα στις φυτείες και τη θάλασσα.
Καθώς η πόλη κατοικούνταν σχεδόν αποκλειστικά από Τούρκους, ανέλαβαν με χαρά διαμονή σε καφενείο, όπου νοίκιασαν καθαρό μικρό δωμάτιο που έβλεπε στη θάλασσα. Οι άνθρωποι ήσαν ευγενικοί αλλά τούς έβλεπαν με έκπληξη. Ο καφετζής ρώτησε αν έπρεπε να τούς φέρει κρασί ή ρακί. Τού είπαν ότι αν το κρασί ήταν καλό, θα μπορούσαν ίσως να το δοκιμάσουν μετά το δείπνο. Καθώς ετοιμαζόταν το δωμάτιό τους, έκαναν μια βόλτα στην πόλη.
Η πόλη αντιπροσώπευε την αρχαία Αμισό, η οποία, ύστερα από τη Σινώπη, ήταν η πιο πλούσια πόλη τού Πόντου.
[Ο Κίνεϊρ παραθέτει εδώ στα λατινικά το παρακάτω απόσπασμα τού Στράβωνος: «Μετά τη Γαζηλώνα είναι η Σαραμηνή και η αξιόλογη πόλη τής Αμισού, που απέχει περίπου εννιακόσια στάδια από τη Σινώπη. Ο Θεόπομπος γράφει ότι ιδρύθηκε από Μιλήσιους,… από ηγέτη των Καππαδοκών και τρίτον αποικίστηκε από τον Αθηνοκλή και τούς Αθηναίους, που άλλαξαν το όνομά της σε Πειραιά. Οι βασιλείς τού Πόντου κατέλαβαν επίσης αυτή την πόλη και ο Ευπάτωρ τη στόλισε με ναούς και κατασκεύασε επέκτασή της. Κι αυτή η πόλη πολιορκήθηκε από τον Λούκουλλο και αργότερα από τον Φαρνάκη, όταν αυτός κατέφθασε εκεί δια θαλάσσης από τον Κιμμέριο Βόσπορο. Απελευθερωθείσα από τον θεοποιημένο Καίσαρα, η Αμισός παραχωρήθηκε από τον Αντώνιο στους βασιλείς. Ακολούθως επί τυράννου Στράτωνος η πόλη δεινοπάθησε. Αργότερα, μετά τη Ναυμαχία τού Ακτίου, η πόλη απελευθερώθηκε και πάλι από τον Καίσαρα Αύγουστο. Στις μέρες μας είναι καλά οργανωμένη. Πέρα από την υπόλοιπη όμορφη ενδοχώρα της κατέχει επίσης τη Θεμίσκυρα, την κατοικία των Αμαζόνων, αλλά και τη Σιδήνη. Η Θεμίσκυρα είναι πεδιάδα, η οποία από τη μια πλευρά βρέχεται από τη θάλασσα, που απέχει περίπου εξήντα στάδια από την πόλη, ενώ από την άλλη βρίσκεται στους πρόποδες τής ορεινής χώρας, η οποία είναι δασωμένη και διασχίζεται από ποταμούς, που έχουν τις πηγές τους εκεί. Ένας από αυτούς τούς ποταμούς, ο Θερμώδων, τροφοδοτούμενος από όλους τούς παραποτάμους, χύνεται στην πεδιάδα. Άλλος παρόμοιος ποταμός, που πηγάζει έξω από την αποκαλούμενη Φανάροια, ονομάζεται Ίρις και χύνεται στην ίδια πεδιάδα».6 ]
Φαίνεται ότι η Αμισός είχε ιδρυθεί και κατοικούνταν από αποίκους από τη Μίλητο και την Αθήνα, οι οποίοι διατήρησαν την ανεξαρτησία τους μέχρι την κατάκτησή τους από τούς Πέρσες. Πέτυχαν να διατηρήσουν την ελευθερία τους υπό τον Αλέξανδρο, αλλά στη συνέχεια έγιναν υπήκοοι των βασιλέων τού Πόντου, ενώ ο ίδιος ο Μιθριδάτης, που αγωνίστηκε τόσο γενναία εναντίον των Ρωμαίων, περνούσε το μεγαλύτερο μέρος τού χρόνου του στην Αμισό, την οποία διακόσμησε με πολλά εντυπωσιακά οικοδομήματα, ενώ ανέγειρε σε μικρή απόσταση από την πόλη υπέροχο παλάτι, το οποίο ονόμασε Ευπατορία. Καταλήφθηκε ύστερα από μακρά πολιορκία από τον Λούκουλλο, ενώ πυρπολήθηκε από τον Καλλίμαχο τον κυβερνήτη, αλλά σώθηκε από την καταστροφή από ξαφνική νεροποντή που έσβησε τις φλόγες. Αποτελούσε αγαπημένο τόπο διαμονής τού Πομπήιου τού Μεγάλου, ο οποίος ανοικοδόμησε την πόλη και αποκατέστησε την ελευθερία των κατοίκων της, η οποία επιβεβαιώθηκε από τον Καίσαρα και τον Αύγουστο. Ο Πλίνιος την αποκαλεί ελεύθερη και συμμαχική πόλη των Αμισηνών, οι οποίοι, όπως λέει, διέπονταν από τούς δικούς τους νόμους.
Προς τη θάλασσα όμως ήταν δυνατό να εντοπιστούν τα απομεινάρια τείχους πολύ πιο αρχαίου, αν και τα ερείπια ήσαν τώρα σχεδόν θαμμένα στα κύματα.
Περιλαμβανόταν στην επικράτεια των Κομνηνών αυτοκρατόρων τής Τραπεζούντας και τελικά κατακτήθηκε από τούς Τούρκους κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Μωάμεθ Β’. Η σύγχρονη πόλη ήταν μικρή, μη έχοντας, όπως καταλάβαινε ο Κίνεϊρ, περισσότερους από δύο χιλιάδες κατοίκους. Περιβαλλόταν από κατεστραμμένο τείχος, το οποίο, από τη μορφή των αψίδων των πυλών και από κάποια αρχαία γλυπτά αναμειγμένα με άλλες πέτρες, υπέθετε ότι είχε κατασκευαστεί από τούς Τούρκους.
Η πόλη μπορούσε να καυχάται για πέντε τζαμιά με μιναρέδες, χαμάμ και μεγάλο χάνι για χρήση από τούς εμπόρους, οι οποίοι διεξήγαγαν ζωηρό εμπόριο με την Κωνσταντινούπολη και άλλα λιμάνια τής Μαύρης Θάλασσας. Τα πλοία που ανήκαν στο λιμάνι τα κυβερνούσαν Έλληνες, γιατί αν και (όπως ειπώθηκε πριν) ο πληθυσμός τής πόλης αποτελούνταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από Τούρκους, στα γειτονικά χωριά κατοικούσαν κυρίως χριστιανοί.
Ύστερα από περίπατο μιας ώρας επέστρεψαν στο καφενείο, όπου τούς κέρασαν ένα μπουκάλι απαίσιο κρασί. Ο καιρός τον τελευταίο καιρό ήταν ευχάριστος, αν και κάπως ζεστός κατά τη διάρκεια τής ημέρας. Δεν είχαν βροχή. Τα βράδια και τα πρωινά ήσαν ιδιαίτερα ευχάριστα. Στις επτά το πρωί σήμερα το θερμόμετρο έδειχνε 62 βαθμούς Φαρενάιτ [17°C].
Το βασίλειο τού Πόντου πρέπει να ήταν ενδιαφέρον για κάθε αναγνώστη τής ιστορίας, ως οι κληρονομικές κτήσεις ενός ηγεμόνα, ο οποίος για τριάντα χρόνια αντιστάθηκε με τα όπλα στους γενναιότερους στρατηγούς και τούς καλύτερους στρατούς που έστειλαν ποτέ οι Ρωμαίοι στο πεδίο τής μάχης.
Σαμσούν (Έμπερχαρντ φον Βέσταρπ, Κάτω από την Ημισέληνο και τον Ήλιο, Βερολίνο 1913)
Το βασίλειο οριζόταν προς βορρά από τον Εύξεινο, ανατολικά από την Κολχίδα, νότια από την Καππαδοκία και τη Γαλατία και δυτικά από τον Άλυ. [Δεδομένου ότι η Σινώπη υπήρξε πρωτεύουσα τού Μιθριδάτη ΣΤ’ Ευπάτορος, για κάποιο τουλάχιστον διάστημα το βασίλειο τού Πόντου εκτεινόταν και δυτικότερα τού Άλυ (βλέπε πιο κάτω, ταξίδι τού Χάμιλτον).] Ήταν γενικά αποδεκτό ότι το όνομά του προερχόταν από τον Εύξεινο Πόντο, τώρα Μαύρη Θάλασσα, αν και άλλοι προσποιούνταν ότι πήρε την ονομασία του από βασιλιά που ονομαζόταν Πόντος. Οι κάτοικοι την εποχή τού Ηροδότου ονομάζονταν Λευκόσυροι ή λευκοί Σύριοι, κοινή ονομασία για όλους τούς ντόπιους τής Καππαδοκίας, τής οποίας η χώρα αυτή αποτελούσε μέρος, μέχρι που δημιουργήθηκε ως ξεχωριστή σατραπεία από τον Δαρείο Υστάσπη, υπέρ τού Αρτάβαζου, τού γιου ενός από εκείνους τούς ευγενείς που συνωμότησαν εναντίον των Μάγων. Υπό τούς Ρωμαίους ήταν χωρισμένη σε τρεις επαρχίες: τον Καππαδοκικό Πόντο, τον Πολεμονιακό Πόντο και τον Γαλατικό Πόντο, τού οποίου πρωτεύουσα ήταν η Αμάσεια. Οι άλλες πόλεις ήσαν η Σινώπη, η Αμισός, η Θεμίσκυρα, η Φαρνάκεια και η Τραπεζούς. Δεκατρείς βασιλιάδες βασίλεψαν επί τού Πόντου από τον Αρτάβαζο μέχρι τον μεγάλο Μιθριδάτη, μετά την πτώση τού οποίου ανακηρύχθηκε ρωμαϊκή επαρχία από τον Πομπήιο. Επιστράφηκε όμως από τον Μάρκο Αντώνιο στον Κάρνιο, γιο τού Φαρνάκη, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις υπηρεσίες του κατά τη διάρκεια τού εμφυλίου πολέμου, ενώ τον διαδέχθηκε ο Πολέμων, γιος διάσημου ρήτορα στη Λαοδίκεια, από τον οποίο πέρασε στον γιο του, τον Πολέμονα Β’. [Βασιλιάς τού Πόντου (υποτελής στους Ρωμαίους) έγινε το 39 π. Χ. από τον Ρωμαίο τριάρχη Μάρκο Αντώνιο ο Δαρείος, πρωτότοκος γιος τού βασιλιά τού Πόντου Φαρνάκη Β’ και εγγονός τού Μιθριδάτη ΣΤ’ Ευπάτορος. Ο Δαρείος πέθανε σύντομα, το 37 π. Χ. τον διαδέχθηκε για λίγο ο αδελφός του Αρσάκης, αλλά ο Μάρκος Αντώνιος ανέθεσε το 37 π. Χ. το υποτελές βασίλειο στον Πολέμονα Α’.
Με τον θάνατο αυτού τού ηγεμόνα ο Πόντος απορροφήθηκε και πάλι στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ενώ εκείνο το τμήμα που γειτνίαζε με τη Σινώπη και τον Άλυ πήρε την ονομασία Ελενόποντος από την Ελένη, τη μητέρα τού Κωνσταντίνου. Διοικήθηκε από την οικογένεια των Κομνηνών, δουκών Τραπεζούντας, για διακόσια πενήντα χρόνια, ενώ στο τέλος αυτής τής περιόδου κατακτήθηκε από τον Μωάμεθ Β’ και από τότε υπήρξε υπήκοος των απογόνων του. Τώρα διοικούνταν από τον Σουλεϊμάν πασά τής Φάσης, η δικαιοδοσία τού οποίου εκτεινόταν από τις εκβολές τού Φάσιδος [τού ποταμού Ριόνι τής Κολχίδας] μέχρι εκείνες τού Κιζίλ Ιρμάκ (Άλυ). Από την έκταση των εδαφών του θα ήταν δυνατό να υποτεθεί ότι κατείχε σημαντικό βαθμό επιρροής και ισχύος, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχε ούτε το ένα ούτε το άλλο, όντας υποχρεωμένος να προσκαλεί τούς Λέσγους (Τσετσένους), προκειμένου να διατηρεί τούς μικροηγεμόνες τής επικράτειάς του σε υποταγή και να επιβάλλει την πληρωμή των εσόδων.
Από τη Σαμσούν στην Τραπεζούντα (1814)
24 Μαΐου. Αποχαιρέτησαν τη Σαμσούν στις εννέα το πρωί και έφτασαν στον Τσαρσαμπά στις τρεις το απόγευμα, σε απόσταση οκτώ ωρών ή εικοσιοκτώ περίπου μιλίων. Για τα πρώτα δυόμιση μίλια ταξίδευαν κατά μήκος τής παραλίας, μέχρι που ανέβηκαν στο ακρωτήριο το οποίο τερμάτιζε τον κόλπο στα νοτιοανατολικά και προχώρησαν για ένα σχεδόν μίλι σε μονοπάτι λαξευμένο προφανώς στον βράχο. Στην αριστερή πλευρά υπήρχε γκρεμός πάνω από τη θάλασσα, πάνω από εκατό μέτρα σε κατακόρυφο ύψος, κατά μήκος τού οποίου μέρος τού βράχου, μήκους τριών περίπου ποδιών, είχε αφεθεί ως στηθαίο για την αποφυγή ατυχημάτων. Ολόκληρο αυτό το τμήμα τού δρόμου, καθώς και η όψη τού απέναντι λόφου, σκεπάζονταν από υπέροχες δάφνες, αγιόκλημα και λευκάγκαθα σε άνθιση, τα κλαδιά των οποίων, διαπλεκόμενα μεταξύ τους, πρόσφεραν ευχάριστη σκιά. Σε τριάμιση μίλια κατέβηκαν στον κόλπο, που ήταν χυδαία γνωστός με το όνομα κόλπος τής Σαμσούν και ονομαζόταν από τούς αρχαίους Αγκών Λευκοσύρων, δηλαδή ο κολπίσκος των λευκών Σύρων, ένα μεγάλο ημικύκλιο, δημιουργημένο προς τα ανατολικά από χαμηλό επικλινές σημείο που εκτεινόταν, όπως υπέθετε ο Κίνεϊρ, για δώδεκα περίπου μίλια στη θάλασσα. Το άκρο τού σημείου αυτού βρισκόταν βορειοανατολικά τής Σαμσούν. Άφησαν τον κόλπο και μπήκαν σε επίπεδη χώρα, γνωστή στους αρχαίους με το όνομα Φανάροια, σκεπασμένη με δάση, ενώ η οροσειρά των Αμαζονίων υποχωρούσε σταδιακά προς νότο. Ταξίδεψαν για εννέα μίλια μέσα από αυτό το δάσος και πέρασαν πολλά ρέματα, τα οποία, λόγω τής μεγάλης επιπεδότητας τής χώρας, με δυσκολία εύρισκαν δίοδο προς τη θάλασσα και κατά συνέπεια δημιουργούσαν μεγάλες στάσιμες λίμνες και έλη, καθιστώντας τούς δρόμους αδιάβατους ύστερα από δυνατή βροχή, καθώς το δάσος ήταν στα περισσότερα μέρη τόσο αδιαπέραστο, ώστε να αποκλείει εντελώς τις ακτίνες τού ήλιου. Η βελανιδιά, η φλαμουριά, η συκομουριά και η καρυδιά φαίνονταν να ευδοκιμούν εκεί στο γενέθλιο έδαφός τους. Η συκιά και η μυρτιά ήσαν πια θάμνοι, ενώ αμπέλια φορτωμένα με καρπό κρέμονταν από τις κορυφές και τα κλαδιά των ψηλότερων δένδρων.
Στο δωδέκατο μίλι σταμάτησαν για να ξεκουράσουν τα άλογα σε καφενείο που βρισκόταν στις όχθες μικρού ρέματος, το οποίο πέρασαν από ξύλινη γέφυρα. Το δάσος γινόταν στη συνέχεια λιγότερο αδιαπέραστο και περνούσαν από μεγάλα ξέφωτα, παραχωρημένα εν μέρει στη γεωργία και εν μέρει στη βοσκή φοράδων με πουλάρια και βοδιών. Οι φοράδες ήσαν μεγάλες και δυνατές, αλλά αναιμικές, ενώ τα βόδια ήσαν μικρά, όπως τα δικά τους ινδικά γελάδια. Σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, καλαμπόκι και λίνο φαινόταν ότι καλλιεργούνταν με επιτυχία. Στο δέκατο πέμπτο μίλι ανέβηκαν στις όχθες στενού αλλά βαθιού και ορμητικού ποταμιού (τού αρχαίου Χαδίσιου), κατά μήκος τού οποίου προχώρησαν για τρία μίλια και στη συνέχεια το διέσχισαν πάνω από ξύλινη γέφυρα. Ο Τσαρσαμπάς ήταν τόσο απόλυτα φωλιασμένος σε δάσος, που μπήκαν πριν καν καταλάβουν ότι είχαν πλησιάσει στην πόλη, η οποία βρισκόταν πάνω στον Γεσίλ Ιρμάκ ή πράσινο ποταμό (τον αρχαίο Ίρι), με τη συνοικία των Ελλήνων να βρίσκεται στη δυτική όχθη και των Τούρκων στην ανατολική. Ο Κίνεϊρ μέτρησε τη γέφυρα και βρήκε ότι το ποτάμι είχε πλάτος διακόσια πενήντα βήματα.
Έρρεε κατευθείαν προς βορρά και χυνόταν στον κόλπο δέκα περίπου μίλια από εκεί. Αυτός ο ποταμός διέσχιζε την πόλη τής Αμάσειας και ύστερα από την ένωσή του με τον Κούλε Χισάρ Σου, (ονομαζόταν Λύκος από τούς αρχαίους) [δηλαδή τον ποταμό τής Κολώνειας, τον Κελκίτ] ήταν σχεδόν τόσο μεγάλος όσο ο Κιζίλ Ιρμάκ. Τα Αμαζόνια βουνά ήσαν συνεχόμενα με την ακτή στη Σαμσούν. Στα μισά περίπου τού δρόμου απείχαν έντεκα ή δώδεκα μίλια από αυτούς και στον Τσαρσαμπά επτά ή οκτώ.
Ο καζαμπάς τού Τσαρσαμπά, που πιθανώς αντιπροσώπευε την αρχαία Μαγνόπολι, λίγο έμοιαζε με πόλη, αφού κάθε σπίτι περιβαλλόταν από μεγάλο περιβόλι με οπωροφόρα δένδρα. [Η Μαγνόπολις τού Πομπήιου, όπως μετονόμασε ο Ρωμαίος στρατηγός την Ευπατορία τού Μιθριδάτη, βρισκόταν κατά τον Στράβωνα (12.3.30) στη συμβολή των ποταμών Ίρι (Γεσίλ Ιρμάκ) και Λύκου (Κελκίτ), δηλαδή αρκετά νοτιότερα τού Τσαρσαμπά.] Λεγόταν ότι περιλάμβανε πεντακόσιες οικογένειες Τούρκων, πενήντα Ελλήνων και ισάριθμες Αρμενίων. Τα σπίτια ήσαν χτισμένα από ξύλο και σοβά και είχαν ως επί το πλείστον δύο ορόφους, όπου το ισόγειο παραχωρούνταν, όπως συνέβαινε συνήθως σε κάθε άλλο μέρος τής Τουρκίας, στη χρήση των γελαδιών και των υπηρετών. Ο χακίμ [δικαστής] ή κυβερνήτης τής περιοχής, η οποία ονομαζόταν Τζανικλί [Τζανική], τούς έδωσε κονάκι σε ελληνικό σπίτι, ο κύριος τού οποίου είχε πάει στην Αραβία. Έστειλε έναν από τούς ανθρώπους του μαζί τους για να αναλάβει την κατοχή, αλλά χτυπούσαν την πόρτα για περισσότερο από μία ώρα μέχρι να τούς επιτρέψουν να μπουν. Τελικά εμφανίστηκε μια μεγάλη γυναίκα, τόσο πολύ φοβισμένη, που δύσκολα μπορούσε να αρθρώσει λέξη, έχοντας πιστέψει ότι ήσαν ομάδα Τούρκων που ερχόταν να λεηλατήσει την κατοικία τού συζύγου της. Είχε σημάνει συναγερμό και σε σύντομο χρονικό διάστημα όλη η γειτονιά βρισκόταν στο πόδι. Δεν μπορούσαν να φέρουν στα λογικά τους τις γυναίκες, που ήσαν οι πιο φωνακλούδες, μέχρις ότου ο υπηρέτης τού Κίνεϊρ απευθύνθηκε σε αυτές στη δική τους γλώσσα και τις διαβεβαίωσε ότι ήσαν Άγγλοι, που ήθελαν μόνο κατάλυμα για μια νύχτα και ότι θα πλήρωναν διπλά για οτιδήποτε χρειάζονταν. Η καταιγίδα σταμάτησε αμέσως και τούς δέχτηκαν. Τα χαλιά και τα μαξιλάρια βγήκαν από τα ντουλάπια, όπου είχαν μαζευτεί, ενώ το καλύτερο διαμέρισμα στο σπίτι ετοιμάστηκε για αυτούς. Τούς έφεραν ως δώρα λουλούδια, φρούτα και ψάρια και σύντομα συναγωνίζονταν μεταξύ τους για να κερδίσουν την προσοχή τους. Ο Κίνεϊρ αναφέρει αυτές τις συνθήκες, επειδή δείχνουν τα ήθη των ανθρώπων και την ίδια στιγμή το είδος τής τυραννίας κάτω από την οποία ήσαν καταδικασμένοι να βογγούν. Μόλις είχαν καθίσει, όταν άκουσαν θόρυβο στην αυλή και κοιτάζοντας έξω, ανακάλυψαν τον τάταρ να διαπληκτίζεται με τον σουρτζή, τον οποίο είχε εξαπατήσει για τα μισά χρήματα από εκείνα που έπρεπε να εισπράξει.
25 Μαΐου. Η θερμοκρασία στη σκιά, στις οκτώ το πρωί, ήταν 65 βαθμοί Φαρενάιτ [18°C]. Ανέβηκαν στα άλογα στις δέκα και ξεκίνησαν το ταξίδι τους για την Ούνιε, που απείχε δέκα τούρκικες ώρες ή τριανταέξι αγγλικά μίλια. Προχωρούσαν μέσα από περιοχή πολύ παρόμοια με εκείνη από την οποία είχαν περάσει την προηγούμενη μέρα, δηλαδή εντελώς επίπεδη, άφθονη σε ωραία δένδρα και γεμάτη βάλτους και έλη. Υπήρχαν ορισμένα καλλιεργούμενα σημεία, αλλά κατά το μεγαλύτερο μέρος της η γη είχε παραχωρηθεί στη βοσκή πολυάριθμων κοπαδιών από φοράδες με πουλάρια. Δεν υπήρχαν χωριά, αλλά έβλεπαν πολλές ξύλινες καλύβες να εμφανίζονται κατά διαστήματα ανάμεσα στα δένδρα. Στο δέκατο τρίτο μίλι διέσχισαν ρυάκι, ενώ στο δέκατο πέμπτο έφτασαν στον μικρό καζαμπά τής Τέρμε, χωριό αποτελούμενο από ογδόντα ή ενενήντα περίπου ξύλινα σπίτια, που βρισκόταν πάνω σε ποτάμι με το ίδιο όνομα, το οποίο στην αρχαιότητα ονομαζόταν Θερμώδων.
Οι όχθες τού ποταμού αυτού ήσαν διάσημες στη μυθική ιστορία ως έδρα των Αμαζόνων, μιας εξαιρετικής φυλής γυναικών που είχαν εξάψει την προσοχή τής κοινότητας των μορφωμένων, τόσο των σημερινών όσο και των προηγούμενων εποχών. Αυτές είχαν αναφερθεί από πολλούς από τούς Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς, ενώ άλλοι αρνούνται την ύπαρξή τους. Δεν αναφέρονται από τον Ξενοφώντα, ενώ αν και ο Λούκουλλος στον πόλεμό του εναντίον τού Μιθριδάτη επέδραμε σε ολόκληρη τη Θεμίσκυρα, καμία νύξη για τις Αμαζόνες δεν γίνεται από οποιονδήποτε από τούς ιστορικούς τού στρατηγού. Ο Κίνεϊρ σημειώνει: «Νομίζω ότι ο μορφωμένος Μπριάν έχει αποδείξει ότι η όλη ιστορία των Αμαζόνων είναι μύθος και το όνομα ήταν κοινό σε όλους τούς ντόπιους τής Καππαδοκίας και τού Πόντου, που ήσαν λάτρεις τού ήλιου. Οι Γκίμπον και Ρένελ (τούς οποίους θεωρούμε αυθεντίες) φαίνεται ότι έχουν την ίδια γνώμη». Αν πιστέψουμε την αυθεντία τού Ιουστίνου, αυτές όφειλαν την καταγωγή τους σε σκυθική φυλή, η οποία, διωγμένη από τα πατρογονικά της εδάφη, αναζήτησε άσυλο στα νότια σύνορα τού Ευξείνου και στις όχθες τού Θερμώδοντος. Όταν οι άντρες είχαν πέσει στη μάχη, οι γυναίκες απαρνήθηκαν τον γάμο ως ασύμβατο με την ελευθερία, ενώ, συνηθισμένες στις πολεμικές ασκήσεις τής ιππασίας και τού κυνηγιού, υπερασπίζονταν με τόλμη τούς εαυτούς τους εναντίον όλων των εισβολέων και πολλαπλασιάζονταν δεχόμενες, κατά διαστήματα, τις αγκαλιές των γειτόνων τους. Τα αρσενικά παιδιά πετιούνταν ή θανατώνονταν, αλλά τα θηλυκά εκπαιδεύονταν στα όπλα. Και λεγόταν ότι έκοβαν τον δεξιό τους μαστό, για να μη τις εμποδίζει στη χρήση τού τόξου. Μια βασίλισσα των Αμαζόνων, που αναφέρεται από τον Διόδωρο Σικελιώτη, λεγόταν ότι είχε προωθήσει τις κατακτήσεις της από τη μία πλευρά πέρα από τον Τάναϊ ποταμό [που είναι το αρχαίο όνομα τού ρωσικού ποταμού Ντον, ο οποίος εκβάλλει στον μυχό τής Αζοφικής θάλασσας] και από την άλλη στα σύνορα τής Συρίας, ενώ ο Κουΐντος Κούρτιος αφηγείται ότι όταν η Θάλεστρις πήγε να επισκεφτεί τον Αλέξανδρο, εντυπωσιάστηκε από το μικρό του ανάστημα, αλλά δεν παρέλειψε να τού πει ότι ήθελε από αυτόν να τής δώσει διάδοχο για τον θρόνο της. Μία από τις βασίλισσές τους ανέγειρε ναούς αφιερωμένους στον Άρη και την Άρτεμη, τις προστάτιδες θεότητες των Αμαζόνων, ενώ έχτισε πόλη που ονομάστηκε Θεμίσκυρα στις εκβολές τού Θερμώδοντος, η οποία στη συνέχεια αντιστάθηκε σε πολιορκία των Ρωμαίων υπό τον Λούκουλλο.
[Ο Κίνεϊρ σημειώνει ότι ο Πλούταρχος, στη ζωή τού Λούκουλλου, αναφέρει τη λεηλασία τής Θεμίσκυρας, αλλά δεν λέει τίποτε για τις Αμαζόνες. Αυτή η πόλη προέβαλε σθεναρή αντίσταση. Ο κυβερνήτης έβαλε άγρια θηρία και σμήνη μελισσών στις σήραγγες που έσκαβαν οι πολιορκητές. Πρβλ. Αππιανό: «Οι [Ρωμαίοι] πολιορκητές ύψωσαν εδώ πύργους, έφτιαξαν αναχώματα και έσκαψαν τόσο μεγάλες σήραγγες, ώστε μέσα τους μπορούσαν να διεξαχθούν μεγάλες υπόγειες μάχες. Οι κάτοικοι έσκαβαν από πάνω ανοίγματα προς αυτές τις σήραγγες κι έριχναν σε κείνους που δούλευαν εκεί αρκούδες, άλλα άγρια ζώα και σμήνη μελισσών»].7
Σταμάτησαν μισή ώρα στην Τέρμε, η οποία, από το όνομα και τη θέση της, πιθανώς βρισκόταν πάνω ή κοντά στην τοποθεσία τής αρχαίας Θεμίσκυρας, ενώ, αφού αναζωογονήθηκαν με καφέ και ναργιλέδες, πέρασαν τον Θερμώδοντα πάνω από ξύλινη γέφυρα μήκους εβδομηντατεσσάρων βημάτων. Το ποτάμι, το οποίο, λόγω τής υπερβολικής επιπεδότητας τής περιοχής, φαινόταν σαν να μην κυλά, συναντούσε τη θάλασσα τρία περίπου μίλια κάτω από την Τέρμε. Τα νερά του ήσαν λασπώδη, άφθονα σε εκλεκτά ψάρια, ενώ οι όχθες ήσαν επικλινείς και γεμάτες βούρλα. Αφού πέρασαν τον Θερμώδοντα, ταξίδεψαν για δύο μίλια μέσα από τέλμα προς τη Μαύρη Θάλασσα και στη συνέχεια κατά μήκος αμμώδους ακτής διανθισμένης με θάμνους, μετά την οποία ξαναμπήκαν στον δρόμο στα δεξιά και πέρασαν στο εικοστό μίλι τον ποταμό Μελιτσέρμε, που είχε πλάτος εξήντα βήματα, πάνω από ξύλινη γέφυρα. Αυτός ήταν ο αρχαίος Βήρις8 και, αν ήταν δυνατόν, με ροή πιο αργή ακόμη και από τον Θερμώδοντα. Από τη γέφυρα μέχρι το στόμιό του κυλούσε παράλληλα με τη θάλασσα (από την οποία απείχε διακόσια μέτρα) για τρία περίπου μίλια, όπου παραλάμβανε τη ροή κι άλλου ρέματος, λίγο πριν εκβάλει. Εδώ κατέβηκαν και πάλι στην παραλία, κατά μήκος τής οποίας ταξίδεψαν για πέντε σχεδόν μίλια, έχοντας κάποιου είδους τέλμα και βάλτο στα δεξιά, που σχηματιζόταν από ορισμένα ρυάκια τού βουνού, τα οποία δεν μπορούσαν να ανοίξουν δρόμο προς τη θάλασσα. Στο εικοστό όγδοο μίλι διαβήκαν τον ποταμό Άσκυντα (τον αρχαίο Θόαρι),9 καθαρό ρέμα που κυλούσε πάνω σε κοίτη από βότσαλα και ελισσόταν μέσα από άλση ωραίων δένδρων και καταπράσινα λιβάδια. Ο ήλιος ήταν εξαιρετικά καυτός κατά τη διάρκεια τής ημέρας, αλλά ήταν πια έξι το απόγευμα και ένα δροσερό αεράκι από τη θάλασσα ανανέωνε τον αέρα και έκανε το γύρω τους σκηνικό πολύ ευχάριστο. Στο τρίτο μίλι διαβήκαν άλλο ποτάμι, τού ίδιου μεγέθους με τον Άσκυντα και εξίσου καθαρό. Η κορυφογραμμή των Αμαζονίων, η οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος τής ημέρας απείχε από αυτούς οκτώ ή εννέα περίπου μίλια, πλησίαζε τώρα τη θάλασσα, αφού πρώτα σχημάτιζε τεράστιο αμφιθέατρο μεταξύ Σαμσούν και Ούνιε. Ήταν χαμηλή οροσειρά που καλυπτόταν από ψηλά δένδρα [τα πιο συνηθισμένα από τα οποία ήσαν βελανιδιές, φλαμουριές, λεύκες, αχλαδιές και μουριές κατά τον Κίνεϊρ], με εξαίρεση διαστήματα, όπου τα καλλιεργημένα χωράφια και τα διάσπαρτα χωριουδάκια των κατοίκων αποτελούσαν ευχάριστη αντίθεση με το γύρω τοπίο. Μετά το τριακοστό πρώτο μίλι ταξίδευαν εναλλάξ κατά μήκος τής παραλίας και από στενό μονοπάτι λαξευμένο στον βράχο, με χαμηλή λοφοσειρά κοντά στα δεξιά τους, αποτελούμενη από μαλακή αμμώδη πέτρα σε οριζόντια στρώματα. Το έδαφος ήταν καλυμμένο από ρείκια, που αναπτύσσονταν σε μεγάλο ύψος, καθώς και πολλά άλλα πλούσια φυτά, αλλά ιδιαίτερα από μεγάλο και όμορφο ροζ λουλούδι. Στο τριακοστό τέταρτο μίλι ανέβηκαν απότομο λόφο, από την κορυφή τού οποίου άνοιγε η θέα τής Ούνιε, φωλιασμένης σε κήπους οπωροφόρων δένδρων σε πλήρη άνθηση. Η πόλη βρισκόταν σε μικρό όρμο ακριβώς από κάτω τους, ενώ η θάλασσα, που εμφανιζόταν κατά διαστήματα μέσα από το παχύ φύλλωμα των δένδρων, ήταν ήρεμη και ατάραχη. Τα βουνά στα δεξιά ήσαν καλυμμένα με άλση μεγαλοπρεπών δένδρων και στη μία πλευρά υπήρχε βαθιά χαράδρα, από την οποία υψωνόταν κατακόρυφος βράχος που στεφόταν από αρχαίο φρούριο. Πολλά σκάφη ήσαν αγκυροβολημένα στον κόλπο, ενώ τα σπίτια φαίνονταν να κρέμονται πάνω από το νερό. Κατέβηκαν από τον λόφο και περνώντας κάτω από ψηλό πέτρινο τείχος που κύκλωνε τεράστιο παλάτι, χτισμένο εν μέρει από πέτρα και εν μέρει από ξύλο, μπήκαν στους δρόμους, όπου περίμεναν για ένα τέταρτο τον τάταρ. Στη συνέχεια εμφανίστηκε, συνοδευόμενος από τον δεσπότη των Ελλήνων και αξιωματικό τής κυβέρνησης, που τούς οδήγησαν σε μικρό σπίτι, το οποίο γειτνίαζε με την ελληνική εκκλησία και στο οποίο αρνήθηκαν να μπουν, καθώς δεν πρόσφερε κατάλληλο κατάλυμα. Ο δεσπότης έδειξε να εκπλήσσεται από αυτή την παρατήρηση και απάντησε ότι ήταν το καλύτερο που διέθετε ο τόπος. Όμως αποφάσισαν να προσπαθήσουν να βρουν καλύτερο, αν ήταν δυνατό, και έτσι τον έστειλαν με τον υπηρέτη τού Κίνεϊρ, να δουν τι μπορούσε να γίνει. Καθώς όμως ο τελευταίος ανέφερε επιστρέφοντας ότι είχαν επιθεωρήσει πολλά σπίτια, χωρίς να ανακαλύψουν κανένα ανώτερο από εκείνο που τούς είχε ήδη διατεθεί, διέταξαν να σκουπιστεί και να στρωθούν τα δικά τους χαλιά. Ήταν σχεδόν σκοτάδι και ήσαν ταυτόχρονα κουρασμένοι και πεινασμένοι. Όμως σε λιγότερο από μία ώρα τούς έφεραν πλούσιο δείπνο, που αποτελούνταν από επτά ή οκτώ διαφορετικά πιάτα, πέρα από το ψητό αρνί που τούς στάλθηκε ως δώρο από τον κυβερνήτη. Έβαλαν μπροστά τους τρία μεγάλα μπουκάλια καλό κρασί και μια καράφα ρακί, περιμένοντας να πιούν το μεγαλύτερο μέρος τους, γιατί αυτοί οι άνθρωποι νόμιζαν ότι όλοι οι Ευρωπαίοι έπιναν υπερβολικά.
Η Ούνιε αποτελούσε απλώς παραφθορά τής Οινόης, τού αρχαίου ονόματος τής πόλης αυτής, η οποία δεν φαινόταν να υπήρξε ποτέ μέρος μεγαλύτερης σημασίας απ’ όση είχε τώρα. Τα σπίτια ήσαν χτισμένα από ξύλο, ενώ εκείνα δίπλα στη θάλασσα χτίζονταν πάνω σε πέτρινους πυλώνες, ώστε να μην ήταν ασυνήθιστο να βλέπει κανείς τα σκάφη να έλκονται κάτω από τα σπίτια στους δρόμους, η βρωμιά και η δυσωδία των οποίων δημιουργούσε αξιοθρήνητη αντίθεση με τη μοναδική γύρω ομορφιά. Οι κάτοικοι ήσαν πλούσιοι άνθρωποι και αποτελούνταν από Τούρκους, Έλληνες και Αρμένιους, ασχολούμενους με σημαντικό εμπόριο με την Κωνσταντινούπολη και με τη Θεοδοσία, την πρωτεύουσα τής Κριμαίας. Μεγάλος αριθμός των σκαφών, κανένα από τα οποία δεν υπερέβαινε σε βάρος τούς διακόσιους τόνους, ανήκαν στο λιμάνι, πλοηγούνταν από τούς Έλληνες και ναυπηγούνταν στην παραλία, σε μικρή απόσταση προς τα ανατολικά τής πόλης. Τα τζαμιά ήσαν πολλά, αλλά φτωχικά. Οι Έλληνες είχαν δύο εκκλησίες και οι Αρμένιοι μία. Υπήρχαν καλά λουτρά και μεγάλο χάνι. Οι εξαγωγές ήσαν βαμβακερά από την Τοκάτ και το Ντιγιάρμπακιρ, φρούτα και κρασί. Οι εισαγωγές ήσαν σιτηρά και λάδι από την Κριμαία, καθώς και καφές, ζάχαρη και ευρωπαϊκά προϊόντα από την Κωνσταντινούπολη.
27 Μαΐου. Ο δεσπότης των Ελλήνων, που τούς είχε μεταχειριστεί με τόση προσοχή, ήρθε στον Κίνεϊρ το πρωί, να ζητήσει συστατική επιστολή προς τον κ. Πιζάνι, τον Άγγλο δραγουμάνο στην Κωνσταντινούπολη, την οποία τού έδωσε. Είπε ότι ο πασάς τού Βιδινιού τού είχε δανειστεί δέκα χιλιάδες γρόσια πριν από πολλά χρόνια, αλλά ότι, κάθε φορά που αποτολμούσε να εκφράσει ακόμη και επιθυμία για την επιστροφή τού ποσού, ο δανειστής απειλούσε πάντοτε να τού κόψει το κεφάλι. Έχοντας βρεθεί σε τέτοια κατάσταση, σκέφτηκε ότι ένας ισχυρός φίλος στην Υψηλή Πύλη θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει.
Εδώ ο Κίνεϊρ σημειώνει: «Είναι λυπηρό το γεγονός ότι δεν έχει ακόμη βρεθεί κατάλληλος δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των Άγγλων πρεσβευτών στην Κωνσταντινούπολη και των υπουργών τής Υψηλής Πύλης. Πολλές αντιρρήσεις μπορούν να προβληθούν εναντίον τής χρησιμοποίησης των δραγουμάνων ή διερμηνέων, καθώς πρόκειται για εκ γενετής υπηκόους τού Μεγάλου Άρχοντα και, φοβάμαι, όχι ανθεκτικούς απέναντι στη διαφθορά. Οι απόψεις τους είναι περιορισμένες από τη φύση τής εκπαίδευσής τους. Και καθώς οι οικογένειες και οι διασυνδέσεις, που κατοικούν στο Πέρα, σε περίπτωση πολέμου θα είναι εκτεθειμένες στην εκδικητική μανία των Τούρκων, είναι προς το συμφέρον τους να κάνουν οτιδήποτε μπορούν, για να αποφευχθεί μια ρήξη. Φοβούνται, κατά συνέπεια, να μεταδώσουν με αλήθεια ή τόλμη τα μηνύματα τού πρέσβη, τού οποίου την τιμή, καθώς και εκείνη τού έθνους που εκπροσωπεί, εκθέτουν όχι σπάνια με τη μικροπρεπή και δουλοπρεπή συμπεριφορά τους. Αν ήταν λοιπόν δυνατό να επικοινωνεί άμεσα ο πρέσβης με τον Ρέις Εφέντη (υπουργό Εξωτερικών) ή με τη μεσολάβηση οποιουδήποτε από τούς Άγγλους γραμματείς, η εργασία δεν θα διευκολυνόταν απλώς σε μεγάλο βαθμό, αλλά και θα απέφευγε κάθε είδους διαστρέβλωση, ενώ ταυτόχρονα θα είχε πιο ακριβή εικόνα για την πραγματική κατάσταση».
Ο μουτεσελίμ, που ήταν γιος τού πασά τής Φάσης, ήθελε να κάνουν το υπόλοιπο τού ταξιδιού τους μέχρι την Τραπεζούντα από τη θάλασσα, προσθέτοντας ότι δεν συνήθιζαν οι ταξιδιώτες να πηγαίνουν από τη στεριά και ότι, αν επέμεναν στην απόφασή τους, η κακή κατάσταση των δρόμων και η έλλειψη καταλυμάτων θα έκαναν το ταξίδι τους εξαιρετικά δυσάρεστο. Οι ίδιοι όμως διαφωνούσαν με αυτή τη ρύθμιση, επειδή θα ανέτρεπε σε μεγάλο βαθμό τον σχεδιασμό τού ταξιδιού τους. Κατόρθωσαν λοιπόν να τον πείσουν να τούς δώσει άλογα. Είχαν ευτυχώς σύντομο στάδιο έξι ωρών ή δεκαοκτώ μιλίων μέχρι να φτάσουν στη Φάτσα, αλλά ο δρόμος ήταν εξαιρετικά κακός και στο σύνολο τής διαδρομής προχωρούσε κατά μήκος τής ακτής, η οποία ήταν πυκνά στρωμένη με μεγάλα στρογγυλά βότσαλα που βρέχονταν από τα κύματα τής θάλασσας. Μια ψηλή όχθη και πυκνό δάσος στα δεξιά τούς σκίαζαν από τον ήλιο, τα κλαδιά των βελανιδιών κρέμονταν στο νερό, ενώ ο Κίνεϊρ παρατήρησε τεράστιο αριθμό αειθαλών θάμνων, όπως η δάφνη, το πουρνάρι και το ρείκι, με ύψος επτά ή οκτώ πόδια. Το λουλούδι που αναφέρθηκε προηγουμένως ήταν άφθονο παντού και εδώ έπαιρνε ποικιλία αποχρώσεων, ανάλογα με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη έκθεσή του στον ήλιο. Στη σκιά τα χρώματα ήσαν φωτεινά και ζωηρά, αλλά χλώμιαζαν και ξεθώριαζαν όταν ήταν πολύ εκτεθειμένο. Σε κάποια μέρη ήταν λεπτό ροζ, σε άλλα πλούσιο μωβ και σε άλλα πάλι βαθύ βυσσινί. Ο Κίνεϊρ είχε δει αυτό το λουλούδι σε πολλά μέρη τής Μικράς Ασίας, αλλά πουθενά σε τέτοια ομορφιά και τελειότητα όπως εδώ. Αναπτυσσόταν σε θάμνο μεγέθους όσο μια μετρίου μεγέθους δάφνη και είχε φύλλο που έμοιαζε με το δικό της. Αμέσως μετά την αναχώρησή τους από την Ούνιε διέσχισαν ασήμαντο ποτάμι που ονομαζόταν Ούνιε Σου, σε δυόμιση μίλια δεύτερο ποτάμι που στο παρελθόν ονομαζόταν Φυγαμούς10 και σε ένα μίλι από τη Φάτσα ρέμα σημαντικού μεγέθους. Οι λόφοι σπάνια ήσαν μακρύτερα από δύο μίλια από τη θάλασσα, ενώ, κατά διαστήματα, έβγαζαν κλάδους που έφταναν στην ακτή. Η Φάτσα ήταν άθλιος καζαμπάς, που περιλάμβανε παλαιό παλάτι και μεγάλο χάνι για τη στέγαση των εμπόρων που μετέφεραν εμπορεύματα στην Κριμαία, ενώ βρισκόταν στο δυτικό άκρο ωραίου κόλπου, προστατευόμενου από τούς ανατολικούς ανέμους από ψηλό προεξέχον ακρωτήριο, που παλαιά ονομαζόταν Ιασώνιο ακρωτήριο και τώρα Γιάσον Μπουρνού.
Μόλις είχαν καθίσει σε ζοφερό δωμάτιο, μάλλον τρύπα, τού σταθμού αλλαγής αλόγων, όταν αναγκάστηκαν να φύγουν από τη θέση τους λόγω των εντόμων που τούς επιτίθεντο από κάθε γωνία, φαινόμενο συνηθισμένο σε αυτό το μέρος τού κόσμου, όπου, εφόσον ο Τούρκος είχε μαξιλάρι, ή οτιδήποτε μαλακό για να καθίσει πάνω του, λίγο ενδιαφερόταν για την καθαριότητά του. Προς το βράδυ είχαν καταιγίδα, που συνοδευόταν από μεγάλη βροχόπτωση, πράγμα που τούς εμπόδισε να επισκεφτούν τα ερείπια τού αρχαίου Πολεμωνίου.
28 Μαΐου. Στις επτά το πρωί αποχαιρέτησαν τη Φάτσα και στις τέσσερις το απόγευμα έφτασαν στο Ορντού, μικρό ψαροχώρι που βρισκόταν κοντά στη θέση των αρχαίων Κοτυώρων, όπου οι Μύριοι παρέμειναν για κάποιο χρονικό διάστημα και απ’ όπου στη συνέχεια μπάρκαραν για τη Σινώπη. Ο δρόμος τους, για τα πρώτα τέσσερα μίλια, έτρεχε κατά μήκος αμμώδους κόλπου, ενώ πέρασαν στο δεύτερο μίλι τα ερείπια τής αρχαίας πόλης τού Πολεμωνίου [σήμερα Μπολαμάν], το οποίο θεωρείται ότι είχε ιδρύσει ο Πολέμων, τον οποίο είχε ανεβάσει στον θρόνο τού Πόντου ο Αντώνιος. Τα ερείπια αυτά, τα οποία (με την εξαίρεση ενός τοξωτού κτιρίου) αποτελούνταν από διάσπαρτους σωρούς σκουπιδιών, εκτείνονταν κατά μήκος τής ακτής και στις όχθες τού ποταμού Σιδηνού, ο οποίος εδώ έμπαινε στη θάλασσα και διασχιζόταν με δυσκολία.
Στην αρχή τού πέμπτου μιλίου στράφηκαν από την ακτή και μπήκαν σε πυκνά δασωμένη κοιλάδα, από το κέντρο τής οποίας περνούσε ρέμα. Ύστερα άρχισαν να ανεβαίνουν κορυφογραμμή, η οποία, προεξέχοντας στη θάλασσα, σχημάτιζε τα ακρωτήρια Ιασώνιο και Βοώνα,11 ενώ στο δωδέκατο μίλι έφτασαν στην κορυφή, από την οποία απόλαυσαν θέα ταυτόχρονα μαγευτική και συναρπαστική. Η ατμόσφαιρα ήταν ασυννέφιαστη, ο Εύξεινος έμοιαζε με τεράστιο φύλλο από διαφανές γυαλί, ενώ μπορούσαν να διακρίνουν μέχρι το ακρωτήριο Τέρμε στη μία κατεύθυνση και τη Γκίρεσουν στην άλλη. Από την πλευρά τής στεριάς έβλεπαν τεράστια μάζα βουνών, που διασχιζόταν από βαθείς κόλπους και στενές κοιλάδες και καλυπτόταν με τις ωραιότερες οξιές, εκτός από ορισμένα ξέφωτα, όπου το μάτι τραβούσε η πολυτέλεια τής πρασινάδας, η ομορφιά των αναρίθμητων λουλουδιών που απλώνονταν πάνω στο έδαφος, καθώς και τα ξύλινα σπίτια των ντόπιων, περιτριγυρισμένα από κήπους με κερασιές και σκαρφαλωμένα στις απότομες πλαγιές. Εδώ, με λίγα λόγια, είχαν την ευκαιρία να ατενίσουν τη φύση σε όλο της το μεγαλείο, ενώ, καθυστερώντας σε αυτό το σημείο, δεν μπόρεσαν να αποφύγουν και πάλι την έκφραση τής λύπης τους, που μια τόσο ωραία περιοχή ήταν υπήκοος στην κακοδιοίκηση των πιο νωχελικών τής ανθρωπότητας. Η βελανιδιά, η φτελιά, η καρυδιά, η κερασιά, η αχλαδιά, η μηλιά, η δαμασκηνιά, η καστανιά, η φουντουκιά, η βατομουριά και η δάφνη φύτρωναν στο δάσος, αλλά το πιο κοινό δένδρο ήταν η οξιά και μάλιστα μεγαλύτερης ανάπτυξης απ’ όση ο Κίνεϊρ θυμόταν να είχε δει οπουδήποτε αλλού. Στο δέκατο έβδομο μίλι σταμάτησαν σε κρήνη κάτω από άλσος με κερασιές. Προς μεγάλη τους λύπη ο καρπός δεν είχε ακόμη ωριμάσει, αλλά παρηγορήθηκαν μαζεύοντας τις άγριες φράουλες που φύτρωναν γύρω τους σε σωρούς. Από αυτό το σημείο άρχισαν να κατεβαίνουν σταδιακά, ενώ η χώρα γινόταν όλο και πιο ανοικτή και καλύτερα καλλιεργούμενη καθώς πλησίαζαν τη θάλασσα. Στο εικοστό τρίτο μίλι ξαναβγήκαν στην ακτή, σε χωριό που ονομαζόταν Περσεμπέ, μισό μίλι πέρα από το οποίο πέρασαν μικρό ποτάμι, (τον αρχαίο Γένηπο)12 και ταξίδεψαν το υπόλοιπο μέρος τής διαδρομής πάνω σε δύσβατο δρόμο, που περνούσε κοντά από την άκρη τής θάλασσας. Την χώρα κατοικούσαν στο παρελθόν οι Τιβαρηνοί, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, διέμεναν σε πόλεις κοντά στη θάλασσα και στους οποίους οι Έλληνες στρατηγοί ανυπομονούσαν να επιτεθούν κατά την Κάθοδο των Μυρίων. Πέντε περίπου μίλια δυτικά από τον Περσεμπέ ήταν το χωριό Γιάσον, όπου εξακολουθούσαν να υπάρχουν τα ερείπια αρχαίας πόλης. Είχαν ταξιδέψει τριάντα μίλια σε νοτιοανατολική κατεύθυνση, αν και η οριζόντια απόσταση από τη Φάτσα στο Ορντού δεν έπρεπε να υπερβαίνει τα δεκαεπτά ή δεκαοκτώ κατά τη γνώμη τού Κίνεϊρ.
Το Ορντού, που κατά τη γνώμη του καταλάμβανε τη θέση των αρχαίων Κοτυώρων, ήταν μεγάλο απλωμένο χωριό, που βρισκόταν στο δυτικό άκρο τού καλύτερου όρμου που είχε δει στις ακτές τής Μαύρης Θάλασσας.
Το Ορντού (Κοτύωρα) σε καρτ-ποστάλ τής εποχής
Τα σπίτια ήσαν χτισμένα από ξύλο και στεγασμένα με πλάκες, όπου κάθε κομμάτι είχε μήκος δύο πόδια [60 εκατοστά], πλάτος έξι ίντσες [15 εκατοστά] και πάχος μισή ίντσα [1,3 εκατοστά], όντας ανθεκτικό και στον πιο θυελλώδη καιρό. Το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων ήσαν Έλληνες και οι υπόλοιποι Τούρκοι και Αρμένιοι. Οι άνθρωποι σε αυτό το μέρος τής Μικράς Ασίας τούς φαινόταν ότι ήσαν όμορφη φυλή, αν και η απόχρωσή τους ήταν πολύ πιο σκούρα απ’ όσο περίμεναν, λαμβάνοντας υπόψη την ήπια θερμοκρασία τού κλίματος. Τα θηλυκά ήσαν τόσο δειλά, που ακόμη και οι Ελληνίδες γυναίκες απέφευγαν την προσέγγιση ανδρών.
29 Μαΐου. Σε συζήτηση που είχε ο Κίνεϊρ το πρωί με τον αγά τού τόπου, εκείνος ανέφερε ότι, καθώς ήταν τρέλα να σκεφτούν να ταξιδέψουν από τη στεριά, είχε διατάξει μια φελούκα να τούς μεταφέρει στη Γκίρεσουν, αλλά αρνήθηκαν την προσφορά του και τού ζητήσαν να τούς βρει άλογα χωρίς καθυστέρηση. Τα άλογα δεν ήρθαν μέχρι τις έντεκα το πρωί, ώρα κατά την οποία ίππευσαν και άρχισαν το ταξίδι τους προς τη Γκίρεσουν, την αρχαία Κερασούντα, όπου έφτασαν ακριβώς όταν τα αγόρια στους μιναρέδες καλούσαν τούς κατοίκους στην πρώτη βραδινή προσευχή. Η απόσταση αναφερόταν ως δώδεκα ώρες. Οι ίδιοι την υπολόγισαν σε τριαντατέσσερα μίλια. Ο Ξενοφών στην περιγραφή του τής Καθόδου των Μυρίων, που πέρασε από αυτό το τμήμα τής χώρας, λέει ότι την κατείχαν οι Τιβαρηνοί και οι Μοσσύνοικοι, των οποίων τα εδάφη χωρίζονταν από τον ποταμό Φαρματηνό [όπως συνέβαινε ακόμη και τώρα κατά τον Κίνεϊρ].
[Ο Κίνεϊρ σημειώνει: «Οι Μοσσύνοικοι ονομάζονταν έτσι από τούς ξύλινους πύργους στους οποίους κατοικούσαν και εξακολουθούν να κατοικούν. Αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονταν σε πόλεμο μεταξύ τους κατά τη στιγμή που οι Έλληνες έφτασαν στα σύνορά τους κι έτσι το ένα μέρος πήρε το μέρος των Ελλήνων, ενώ το άλλο τούς αντιτάχθηκε. Έδειξαν στους Έλληνες αγόρια που είχαν παχυνθεί με βραστά κάστανα. Η επιδερμίδα τους ήταν λεπτή και λευκή και το φάρδος τους ήταν σχεδόν όσο το ύψος τους. Οι πλάτες τους ήσαν βαμμένες με διάφορα χρώματα και το σώμα τους μπροστά ήταν κεντημένο με σχέδια λουλουδιών. Ο Ξενοφών λέει ότι όλοι οι ντόπιοι ήσαν ανοιχτόχρωμοι. Αντίθετα, εμείς παρατηρήσαμε ότι είχαν σκούρα απόχρωση».]
Μέρος των Μοσσυνοίκων αντιτάχθηκε στους Έλληνες κατά την Κάθοδό τους, αλλά νικήθηκαν, καταλήφθηκε η πρωτεύουσά τους και ο βασιλιάς κάηκε στον πύργο του. Οι κατακτητές βρήκαν μεγάλες ποσότητες από βραστά κάστανα, τα οποία χρησιμοποιούσαν σαν ψωμί, πράγμα που αποτελούσε κοινό έθιμο μέχρι τώρα στη Μικρά Ασία. Το κρασί, παρατηρεί ο Ξενοφών, ήταν τραχύ και φαινόταν ξινό, αλλά όταν αναμειγνυόταν με νερό, γινόταν γλυκό και εύγευστο.
Διάνυσαν το σύνολο τής διαδρομής κατά μήκος τής ακτής, εναλλάξ πάνω σε αμμώδη παραλία και πολύ δασωμένη όχθη. Οι λόφοι, εκτεινόμενοι κατά διαστήματα μέσα στη θάλασσα, σχημάτιζαν ακρωτήρια και πολυάριθμους μικρούς όρμους κατά μήκος τής ακτής. Όμως η φύση τής χώρας ήταν ακόμη η ίδια, δηλαδή σπαρμένη με υπέροχα δένδρα, λουλούδια και άλση κερασιάς. Στο δεύτερο μίλι πέρασαν από το σκόρπιο χωριό Μπουγιούκ και από ποτάμι με το ίδιο όνομα (που στο παρελθόν ονομαζόταν Μελάνθιος), το οποίο, μισό περίπου μίλι από τις εκβολές του ήταν τόσο μεγάλο, που το διαβήκαν με δυσκολία, αν και χωριζόταν σε δύο διαφορετικά ρεύματα, καθένα με πλάτος πενήντα περίπου βήματα. Εδώ ο Κίνεϊρ μέτρησε όχι λιγότερα από εικοσιδύο άροτρα, που εργάζονταν σε χωράφι. Στο έβδομο μίλι πέρασαν τον μικρό ποταμό Σεριντί, ενώ στο όγδοο είδαν εκτεταμένη καλλιέργεια ρυζιού. Στο δέκατο έκτο μίλι σταμάτησαν για μισή ώρα σε καλύβα ψαρά και στο δέκατο ένατο μπήκαν σε όμορφη και εύφορη κοιλάδα που άνοιγε πάνω στη θάλασσα. Μισό μίλι από τις εκβολές του και σε σημείο όπου γινόταν διαβατός, χωριζόμενος σε πέντε κανάλια, πέρασαν τον Μπαϊντάρ Σου, τον αρχαίο Φαρματηνό, τουλάχιστον ίσου μεγέθους με τον Μελάνθιο. Αυτή η κοιλάδα ή φυσικό αμφιθέατρο κατοικούνταν κατά κύριο λόγο από Έλληνες και βρισκόταν σε ανεκτή κατάσταση καλλιέργειας. Τα βουνά που την περιόριζαν από τρεις πλευρές, ξεκινούσαν ένα περίπου μίλι ή ενάμιση από την ακτή και υψώνονταν σε ψηλά κατακόρυφα βράχια ή μικρούς κωνικούς λόφους, στολισμένους με τα ωραιότερα δένδρα, κάτω από το παχύ φύλλωμα των οποίων μπορούσε κανείς να δει τούς ξύλινους πύργους των ντόπιων. Η βραδιά ήταν απολαυστική και ο υπόκωφος ήχος των κυμάτων, που ανακατευόταν με το κελάηδισμα τού αηδονιού και τις νότες τής φλογέρας τού βοσκού που αντιλαλούσαν στα βράχια, έκαναν το ταξίδι τους πολύ μαγευτικό. Αμπέλια που απέδιδαν τεράστιες ποσότητες καρπού περιπλέκονταν γύρω από τούς κορμούς και τα κλαδιά των δένδρων. Τα αχλάδια ήσαν εδώ τόσο φτηνά, που πωλούνταν για ένα-δύο παράδες η οκά [μια οκά ήταν δυόμιση περίπου λίμπρες], ενώ από αυτό ακριβώς το σημείο ο Λούκουλλος εισήγαγε για πρώτη φορά κεράσια στην Ευρώπη. Στο εικοστό μίλι ανέβηκαν σε κορυφή και ανακάλυψαν σε απόσταση τούς πύργους τής Γκίρεσουν, που βρίσκονταν σε ψηλό σημείο, το οποίο συνόρευε στα ανατολικά με κόλπο και αμφιθέατρο, παρόμοιο με εκείνο που είχαν μόλις αφήσει. Κάλπασαν κατά μήκος τής παραλίας γιατί είχε αρχίσει να βρέχει και διασχίζοντας μικρό ποτάμι, μπήκαν αμέσως μετά στην πόλη. Ο αγάς τούς εγκατέστησε σε δωμάτιο στο σπίτι του, σε ένα παλιό κτίριο χτισμένο στην πύλη τής πόλης, όπου ο Κίνεϊρ μόλις είχε αποκοιμηθεί, όταν ξύπνησε από έντομα που περπατούσαν σε κάθε κατεύθυνση πάνω στο πρόσωπο και το κεφάλι του. Ζήτησε να τού φέρουν φως και ο υπηρέτης του σκότωσε διακόσια περίπου από αυτά τα παράσιτα. Έμειναν δύο μέρες στη Γκίρεσουν, η οποία υποτίθεται ότι ήταν η αρχαία Κερασούς, καθώς και εκείνη η Φαρνάκεια. [Ο Κίνεϊρ παραθέτει εδώ στα λατινικά το παρακάτω απόσπασμα τού Στράβωνος: «Μετά τη Σιδήνη είναι η Φαρνακεία, οχυρωμένη πόλη. Ακολουθεί η Τραπεζούς, ελληνική πόλη, η διαδρομή προς την οποία από την Αμισό έχει μήκος δύο χιλιάδες διακόσια στάδια»].13 Στη Φαρνάκεια ο Μιθριδάτης, μετά τη μάχη στα Κάβειρα, διέταξε να δηλητηριαστούν οι γυναίκες και οι αδελφές του. Βρισκόταν, όπως προαναφέρθηκε, σε υπερυψωμένο βραχώδες ακρωτήριο που οριοθετούσε εκτενή κόλπο προς τα ανατολικά και φαίνεται ότι υπήρξε στο παρελθόν δυνατός τόπος. Σημαντικό μέρος τού αρχαίου τείχους εξακολουθούσε να υπάρχει. Σχηματιζόταν από σκληρή πράσινη πέτρα λαξευμένη από τον βράχο [ο οποίος κατά τον Κίνεϊρ αποτελούνταν από ποικιλία πράσινης πέτρας και πρωτογενούς πυριτικού βράχου] και, όπως εκείνο τής Αντιόχειας, εκτεινόταν και αυτό πάνω από τις κορυφές των λόφων και τις πλευρές των γκρεμών. Η πόλη αποτελούνταν από επτακόσια περίπου ερειπωμένα σπίτια, πεντακόσια από τα οποία κατοικούνται από Τούρκους, εκατόν πενήντα από Έλληνες και πενήντα από Αρμενίους, που αποτελούσαν το μόνο εργατικό μέρος τής κοινότητας, αλλά ταυτόχρονα καταπιέζονταν τόσο ντροπιαστικά από τούς Τούρκους άρχοντές τους, που φοβούνταν να δείξουν τα πλούτη τους, είτε με την αγορά ενός άνετου σπιτιού ή με άλλες ανέσεις. Ήσαν λοιπόν υποχρεωμένοι σε γενικές γραμμές να κρύβουν τον πλούτο τους κάτω από την πιο άθλια εξωτερική εμφάνιση και αυτό προξενούσε σε μεγάλο βαθμό την άθλια κατάσταση των περισσότερων πόλεων στις επαρχίες τής Τουρκίας.
Άποψη τής Κερασούντας
(Τουρνεφόρ, Διήγηση ενός ταξιδιού στην Ανατολή, 1717)
Τα βουνά πλησίαζαν κοντά στην πόλη και καθώς υπήρχαν ελάχιστες ή καθόλου καλλιεργούμενες εκτάσεις, το ψωμί που χρησιμοποιούνταν συνήθως φτιαχνόταν από σιτηρά που εισάγονταν από τη Θεοδοσία. Οι άνθρωποι εμπορεύονταν με την Κριμαία και ναυπηγούσαν τα δικά τους σκάφη στον κόλπο, κάτω από τα τείχη τής πόλης. Την Κερασούντα επισκέφτηκε ο Ξενοφών, ο οποίος την αποκαλεί ελληνική αποικία, ευρισκόμενη στη χώρα των Κόλχων.14 [Τώρα πια είναι σχεδόν βέβαιο ότι εδώ ο Ξενοφών δεν αναφέρεται στη σημερινή Γκίρεσουν ως Κερασούντα, αλλά σε κάποια άλλη Κερασούντα πολύ πιο ανατολικά, στην περιοχή τού Βακφίκεμπιρ. Πρβλ. πιο κάτω Χάμιλτον (1842), «Τραπεζούς-Πλάτανα-Τρίπολις (1836)».] Τη μεγάλωσε και τη στόλισε ο Φαρνάκης Α’, βασιλιάς τού Πόντου, που τής έδωσε το όνομά του. Καταλήφθηκε από τον Λούκουλλο στον Μιθριδατικό Πόλεμο και κατακτήθηκε από τούς Τούρκους κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Μωάμεθ Β’.
Ήσαν αποφασισμένοι να προχωρήσουν από τη στεριά, αν ήταν δυνατό, το υπόλοιπο τού ταξιδιού τους μέχρι την Τραπεζούντα. Όμως, παρά τις απειλές, τις δωροδοκίες και τις παρακλήσεις τού Κίνεϊρ, δεν εμφανιζόταν ούτε ένα άλογο και ο αγάς ισχυριζόταν με αποφασιστικότητα ότι οι δρόμοι ήσαν εντελώς αδιάβατοι. Υποχρεώθηκαν λοιπόν τελικά να υποχωρήσουν και να συναινέσουν να ετοιμαστεί σκάφος, για να τούς μεταφέρει στην Τρίπολη, την Τιρέμπολου όπως την αποκαλούσαν οι Τούρκοι.
1η Ιουνίου. Επιβιβάστηκαν σε φελούκα με έξι κουπιά, επανδρωμένη με ίδιο αριθμό Ελλήνων ναυτικών. Υπήρχε καταιγίδα τη νύχτα, αλλά προς το πρωί κόπασε ο άνεμος, μπήκαν στη θάλασσα και κωπηλατώντας έφτασαν σε μικρό νησί που ονομαζόταν σε παλαιότερες εποχές Αρητιάς, όπου αποβιβάστηκαν για λίγα λεπτά, για να εξετάσουν τα ερείπια αρχαίου κάστρου. Το νησί είχε περιφέρεια μήκους ενός περίπου τέταρτου τού μιλίου και φαινόταν ότι κάποτε ήταν όλο οχυρωμένο, αλλά τα τείχη που διασώζονταν τώρα ήσαν προφανώς τουρκικής καταγωγής. Είχε εξαιρετικό νερό καθώς και καλό λιμάνι, όπου μεγάλα σκάφη μπορούσαν να βρίσκονται κοντά στον βράχο. Την τρίτη ώρα είδαν το χωριό Κεσάπ [ο Κίνεϊρ γράφει Κισόπ], που απείχε λιγότερο από μισό μίλι από την ακτή. Στις δέκα ο αέρας δρόσισε και τούς ανάγκασε να αποβιβαστούν σε κολπίσκο κοντά σε χωριό που ονομαζόταν Γιολαγκζί [ο Κίνεϊρ γράφει Ουλάγκε], δώδεκα μίλια από τη Γκίρεσουν. Οι άνεμοι που επικρατούσαν αυτή την εποχή τού έτους προέρχονταν από τα βορειοανατολικά και συχνά φυσούσαν με μεγάλη ένταση, αλλά οι βάρκες δεν φαινόταν σε καμία περίπτωση ότι ήσαν φτιαγμένες για να ταξιδεύουν σε άγρια θάλασσα. Μάλιστα μπορούσαν να τις τραβούν στην παραλία με μεγάλη ευκολία και αυτό φαινόταν ότι ήταν το κύριο πράγμα που είχε προβλεφθεί στην κατασκευή τους. Τα βουνά για πολλά μίλια στα ανατολικά τής Γκίρεσουν ακουμπούσαν στη θάλασσα, ενώ τούς έδειξαν από μακριά την ψηλή κορυφή τού Τσαλ Νταγ, τού κύριου σημείου αναφοράς για τα πλοία που έρχονταν από την Κριμαία, το οποίο βρισκόταν ακριβώς νότια τής Γκίρεσουν, σε απόσταση είκοσι περίπου μιλίων. Τα πλοία ήσαν γενικά προσεκτικά όταν πλησίαζαν την ακτή τη νύχτα, αφού ο αριθμός των υφάλων καθιστούσε την πορεία εξαιρετικά επικίνδυνη. Καθώς το βράδυ είχε υποχωρήσει η θύελλα, μπήκαν και πάλι στη θάλασσα και αφού ταξίδεψαν έξι ή επτά μίλια σε απόσταση λίγων μέτρων από την ακτή, κύκλωσαν το Καρά Μπουρνού, το παλαιό Ζεφύριο ακρωτήριο.
Στη συνέχεια διέσχισαν βαθύ κόλπο μήκους δώδεκα περίπου μιλίων και τα μεσάνυχτα έφτασαν και αγκυροβόλησαν στο λιμάνι τής Τιρέμπολου (Τρίπολης), το οποίο καταλάμβανε τη δυτική πλευρά βραχώδους ακρωτηρίου, ενώ την είσοδο τού λιμανιού προστάτευε παλαιό φρούριο, χτισμένο σε μικρό νησί. Στους περισσότερους χάρτες που είχε δει, τοποθετούνταν στο κάτω μέρος βαθέος κόλπου στα ανατολικά τού ακρωτηρίου Καρά Μπουρνού, αλλά αυτό ήταν λάθος, καθώς στην πραγματικότητα βρισκόταν στην άκρη τού ακρωτηρίου που οριοθετούσε ανατολικά τον κόλπο που αναφέρθηκε.
Άποψη τής Τρίπολης τού Πόντου (Τουρνεφόρ, Διήγηση ενός ταξιδιού στην Ανατολή, 1717)
Η Τιρέμπολου είχε το μισό περίπου μέγεθος τής Γκίρεσουν, αλλά τα σπίτια, αν και αρκετά αδιάφορα, ήσαν καλύτερα δομημένα από εκείνα τής προηγούμενης πόλης. Ήσαν διάσπαρτα στις άκρες των γκρεμών και στις πλαγιές των βουνών. Λεγόταν ότι το νερό ήταν βαθύ κοντά στην ακτή στη δυτική πλευρά τής πόλης, ενώ στα ανατολικά υπήρχε λιμάνι, όπου μικρά σκάφη μπορούσαν να οδηγούνται με ασφάλεια σε θυελλώδη καιρό, αφού το λιμάνι προστατευόταν από τα δυτικά από το ακρωτήριο Καρά Μπουρνού και από τα ανατολικά από χερσόνησο, την οποία καταλάμβαναν τα κατεστραμμένα τείχη αρχαίου κάστρου, τώρα σκεπασμένα με κισσό. Ο πληθυσμός ήταν κατανοητό ότι αποτελούνταν από τετρακόσιες οικογένειες, ενώ τα μόνα στολίδια τού τόπου ήσαν δύο όμορφα χάνια, μια παλιά ελληνική εκκλησία και το σπίτι τού κυβερνήτη, το οποίο ήταν χτισμένο από πελεκητή πέτρα με καμαρωτές πόρτες και παράθυρα, στο ίδιο μοντέλο, όπως τα γενουάτικα και ενετικά κτίρια στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν υπήρχε καμία καλλιέργεια στην περιοχή τής πόλης, αλλά οι λόφοι πρόσφεραν καλούς βοσκοτόπους για πολυάριθμα κοπάδια αιγοπροβάτων, ενώ η ύπαιθρος αφθονούσε σε πέρδικες, ορτύκια και μπεκάτσες. Σπάνια όμως ή ποτέ δεν συναντιόταν ο φασιανός, που τον έφεραν αρχικά από τις όχθες τού Φάσι και τη γειτονική επαρχία τής Μινγκρελίας. Η Τιρέμπολου απείχε τριανταπέντε μίλια από τη Γκίρεσουν και εβδομηνταδύο από την Τραπεζούντα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Τούρκων [στην πραγματικότητα 46 και 87 χλμ αντίστοιχα]. Η θερμοκρασία στις δέκα το πρωί ήταν 70° Φαρενάιτ [21°C].
2 Ιουνίου. Το πρωί μετακινήθηκαν σε διαμέρισμα σε ελληνικό σπίτι και ο Κίνεϊρ έστειλε τον τάταρ στον αγά, για να διευκρινιστεί αν θα ήταν ή όχι δυνατό να τούς εφοδιάσουν με άλογα. Επέστρεψε όμως χωρίς επιτυχία και τούς καθυστερούσε και πάλι ο άνεμος από τα βορειοανατολικά, ο οποίος, σαν κανονική αύρα τής θάλασσας, ξεκινούσε μέχρι τότε στις δέκα το πρωί και συνέχιζε να φυσά μέχρι τις έξι το απόγευμα, ενώ, όταν σταματούσε, τον διαδέχονταν ελαφροί άνεμοι από τη στεριά.
3 Ιουνίου. Συνέχιζε να φυσά, να βροντά και να βρέχει όλη τη μέρα χτες, με τόσο βίαιο τρόπο, ώστε να αποκλείεται η δυνατότητα μετακίνησης πριν από σήμερα το πρωί, όταν ξεκίνησαν το χάραμα με αεράκι από τη στεριά. Στο δεύτερο μίλι πέρασαν τις εκβολές τού Τιρέμπολου Σου, σημαντικού ρεύματος που έμπαινε στη θάλασσα μέσω στενού φαραγγιού στα βουνά. [Πρόκειται για τον ποταμό Χαρσίτ (Χαρσιώτη) που εκβάλλει εδώ κατεβαίνοντας από τη Γκουμούσχανε (Αργυρούπολη).] Στη μέση αυτού τού φαραγγιού, τέσσερα περίπου μίλια από την ακτή, δέσποζε το κάστρο τής Μπέντραμα πάνω σε απομονωμένο λόφο.15 Η κάτοχος, μια Τουρκάλα κυρία, είχε πρόσφατα εξεγερθεί και μαζί με μερικούς οπαδούς της κρατούσε για πολλούς μήνες, απέναντι σε όλα τα στρατεύματα που μπόρεσαν οι γειτονικοί πασάδες να βάλουν στο πεδίο τής μάχης, ενώ οι πολιορκητές, ανεξάρτητα αν ήσαν φίλοι ή εχθροί, λεηλατούσαν τις γειτονικές περιοχές και χωριά. Στο δέκατο μίλι κύκλωσαν το ακρωτήριο που οριοθετούσε τον κόλπο τής Τιρέμπολου στα ανατολικά, ενώ εδώ πρέπει να παρατηρηθεί ότι αυτά τα ακρωτήρια βρίσκονταν πάντοτε βορειοανατολικά ή νοτιοδυτικά το ένα από το άλλο. Στο δέκατο τρίτο μίλι πέρασαν μεγάλο και όμορφο σπίτι που ανήκε σε αρχηγό που ονομαζόταν Μεχμέτ μπέης, ενώ στο δέκατο τέταρτο μίλι πέρασαν το στόμιο μικρού ποταμιού και στο δέκατο πέμπτο αποβιβάστηκαν στο χωριό Ελεού. [Ο Κίνεϊρ γράφει Euloi και ο Χάμιλτον πιο κάτω Eleheu. Πρόκειται για την Ἐλεοῦ, τη σημερινή Γκιόρελε, τα Κόραλλα τής αρχαιότητας. Η ονομασία αυτή τής κωμόπολης κατά τον 19ο αιώνα ταυτίζεται με την προστακτική τού ελληνικού ρήματος και σημαίνει «δείξε έλεος, ελέησε».] Παλαιότερα ονομαζόταν Φιλοκάλεια, στα εδάφη των Φιλύρων:
«Πέρα από το νησί και την απέναντι ηπειρωτική χώρα κατοικούν οι Φίλυρες.
Πάνω από τους Φίλυρες βρίσκονται οι Μάκρωνες
και ύστερα από αυτούς οι μεγάλες φυλές των Βεχείρων».16
Εδώ προγευμάτισαν με φράουλες και κρέμα και στη συνέχεια άλλαξαν σκάφος και συνέχισαν το ταξίδι τους. Στο τρίτο μίλι πέρασαν το κάστρο και το χωριό τού Ιμπραήμ μπέη, κυβερνήτη τής Ούνιε και είδαν πίσω τους το βουνό Σιτς Νταγ καλυμμένο με χιόνι. Στο όγδοο μίλι η θαλασσινή αύρα φυσούσε τόσο έντονα από τα ανατολικά, που αναγκάστηκαν να αποβιβάσουν μερικούς από το πλήρωμα για να τραβούν το σκάφος. Στο ένατο μίλι πέρασαν από μικρό ποτάμι που κυλούσε κοντά στο χωριό και την έδρα τού Γιουσούφ μπέη, ενώ στο δέκατο πέρασαν το ερειπωμένο φρούριο τού Γκιόρελε [ο Κίνεϊρ γράφει Γκόριλλα], που ονομαζόταν Κόραλλα17 από τούς αρχαίους γεωγράφους και βρισκόταν πάνω σε βραχώδες ακρωτήριο. Στο δωδέκατο μίλι βρισκόταν το χωριό Γιάρμπολι [Γιόμπολ, σήμερα Τσεσμεονού], στα δυτικά μεγάλου κόλπου, που φημιζόταν για το καλό κρασί του. Στο δέκατο πέμπτο αποβιβάστηκαν στο Μπουγιούκ Λιμάν (Μεγάλο Λιμάνι, σήμερα Βακφίκεμπιρ), μικρό χωριό που στεκόταν στον μυχό τού κόλπου και αποτελούνταν από είκοσι περίπου ξύλινα σπίτια. Τα βουνά Σιτς Νταγ βρίσκονταν νοτιοδυτικά τού ακρωτηρίου Γκιόρελε και βορειοανατολικά τού ακρωτηρίου Μπουγιούκ, τα οποία απείχαν δεκατρία περίπου μίλια. Η ύπαιθρος, καθώς πλησίαζαν στην Τραπεζούντα, σταδιακά γινόταν πιο ευημερούσα, καλύτερα κατοικούμενη και καλλιεργούμενη. Τα ξύλινα σπίτια των κατοίκων ήσαν διάσπαρτα κατά μήκος των κοιλάδων και των πλαγιών των λόφων, που παρουσίαζαν ποικίλη και γραφική όψη εκτεταμένων αμπελώνων, ωραίων αλσών και καταπράσινων λιβαδιών. Μια ψηλή οροσειρά, που παλαιότερα ονομαζόταν Σαούρ, έτρεχε από βορειοανατολική προς νοτιοδυτική κατεύθυνση και προχωρούσε αρκετά μέσα στη θάλασσα σχηματίζοντας το προαναφερθέν ακρωτήριο Μπουγιούκ. Γευμάτισαν με τον αγά με ψωμί, γάλα και μέλι, τη συνηθισμένη τροφή των ντόπιων. Επειδή ο άνεμος είχε ευτυχώς αλλάξει, μπήκαν στη θάλασσα με ελαφρύ ευνοϊκό αεράκι. Ύστερα από μισό μίλι πέρασαν τις εκβολές ποταμού, στο τέταρτο μίλι από μεγάλο σπίτι και μικρό ρέμα, ενώ στο δέκατο τρίτο έφτασαν στο ακρωτήριο Μπουγιούκ. Έπλευσαν κάτω από την ψηλή άκρη αυτού τού ακρωτηρίου σε νοτιοανατολική κατεύθυνση, μέχρι που έφτασαν στο χωριό και το κατεστραμμένο κάστρο τού Ακτσάκαλε [ο Κίνεϊρ γράφει Αγά Κελά], στην αρχαία Ερμώνασσα [η αρχαία Ερμώνασσα δεν βρισκόταν στο Ακτσάκαλε, αλλά λίγο πιο κάτω, στα Πλάτανα], όπου, αλλάζοντας την πορεία τους σε ανατολική-νοτιοανατολική, μπήκαν σε κόλπο και στο τέλος τού εικοστού έκτου μιλίου αποβιβάστηκαν στον καζαμπά Πλάτανα [σήμερα Ακτσααμπάτ], σε περιοχή που υποτίθεται ότι κατοικούνταν από λαό που ονομάζονταν Δρίλες, οι οποίοι δέχτηκαν επίθεση από τούς Μυρίους όταν εκείνοι είχαν στρατοπεδεύσει στην Τραπεζούντα. [Πιο κάτω ο Μπριό (1870), «Το όρος Θήχης τού Ξενοφώντος», λέει ότι η πρωτεύουσα των Δριλών πρέπει να αναζητηθεί πάνω από τα Πλάτανα, προς την Χάτσκα (σήμερα Ντούζκιοϊ), σε απόσταση πέντε ωρών από τη θάλασσα.] καθώς έφευγαν από το Μπουγιούκ, ο Κίνεϊρ είδε μεγάλο σώμα ανδρών, οπλισμένων με καραμπίνες, να περνάει πάνω από τα βουνά και ενημερώθηκε ότι αποτελούσαν μέρος τού στρατού, που πολιορκούσε τότε γειτονικό κάστρο που ονομαζόταν Σαχέμ και βρισκόταν σε ψηλό βράχο, δυσπρόσιτο από όλες τις πλευρές και τόσο ισχυρό, που φρουρά πενήντα ανδρών είχε αντισταθεί για δώδεκα σχεδόν μήνες εναντίον χιλιάδων. Το κάστρο τής Σατάλια [Αττάλειας] στη Μεσόγειο είχε πρόσφατα, με τον ίδιο τρόπο, περιφρονήσει ολόκληρη τη δύναμη τής Υψηλής Πύλης, η οποία, ύστερα από πολιορκία και αποκλεισμό δέκα μηνών, αναγκάστηκε τελικά να συμβιβαστεί με τον επαναστατημένο υπερασπιστή του.
4 Ιουνίου. Στο φως τής ημέρας το πρωί ανακάλυψαν ότι το παλτό και το γιλέκο τού κ. Τσάβας είχαν κλαπεί τη νύχτα. Καθώς ήταν η πρώτη φορά που είχαν πέσει θύματα ληστείας από τότε που έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη, ήσαν αποφασισμένοι να μην προσπεράσουν το ζήτημα σιωπηλά. Παρουσιάστηκε λοιπόν η υπόθεση στον αγά, με την απειλή ότι θα διαμαρτύρονταν στον πασά, εκτός αν ξανάφερναν αμέσως τα πράγματα που είχαν παρθεί. Εκείνος όμως απάντησε ότι δεν ήταν στην εξουσία του να ανακαλύψει τούς κλέφτες και καθώς ο άνεμος ήταν ευνοϊκός, σάλπαραν χωρίς να κάνουν καμία περαιτέρω έρευνα και μπήκαν, ύστερα από ταξίδι δέκα μιλίων, στο λιμάνι τής Τραπεζούντας, η οποία βρισκόταν σε σημείο νοτιοανατολικά τού ακρωτηρίου Χαρόμσα [τού Ιερού ακρωτηρίου]. Καθώς πλησίαζαν την πόλη, τα βουνά γίνονταν λιγότερο ψηλά, λιγότερο δασωμένα και η περιοχή περισσότερο καλλιεργούμενη, με κύρια προϊόντα το κριθάρι, το λινάρι και το κρασί. Αποβιβάστηκαν στο δυτικό λιμάνι, κοντά στα ερείπια προβλήτα που είχε χτιστεί από τούς Γενουάτες. Ήταν γεμάτο με βάρκες και η ακτή γεμάτη με ξύλινα κιβώτια, μάλλον κασέλες, όπου καθεμιά περιείχε δείγματα των σιτηρών ή των προμηθειών, που έφερνε το πλοίο στο οποίο αυτή ανήκε. Όλα βρίσκονταν μέσα σε βιασύνη και φασαρία, ενώ οι άνθρωποι κινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Έβλεπε κανείς αγόρια να κουβαλούν σερμπέτια στη μια γειτονιά και ζαχαροπλάστες να πωλούν τα γλυκά τους σε άλλη. Όμως την προσοχή τους προσέλκυσε ιδιαίτερα ένας φουκαράς, που καθόταν στη μέση τής αγοράς, πάνω σε παλιό και βρώμικο κομμάτι τσόχας. Από τη μακρά έκθεση στη σκληρότητα τού καιρού, το σώμα του ήταν καλυμμένο με τρίχες, η φωνή του έμοιαζε με γαύγισμα σκυλιού και λεγόταν ότι καταβρόχθιζε περισσότερα απ’ όσα μπορούσαν να καταναλώσουν οκτώ άτομα κανονικής διάπλασης. Δεν είχε μετακινηθεί από το σημείο για πολλά χρόνια και αντιμετωπιζόταν με σεβασμό από τούς Τούρκους. [Ο Κίνεϊρ σημειώνει ότι οι Τούρκοι θεωρούσαν τούς ηλίθιους ως ευνοούμενους τού Θεού.] Σπάνια ή ποτέ δεν τον προσπερνούσαν χωρίς να τού δώσουν ελεημοσύνη. [Ο Κίνεϊρ έμαθε ότι είχε βρεθεί άγριος στα δάση, ενώ θυμόταν παρόμοιο περιστατικό γυναίκας που είχαν βρει στα δάση κοντά στη Σμύρνη, η οποία δεν μπορούσε ούτε να περπατήσει ούτε να μιλήσει και, σαν θηρίο, ήταν εντελώς σκεπασμένη με τρίχες.] Αφού παρέμειναν δύο περίπου ώρες σε καφενείο, τούς οδήγησαν σε μικρό σπίτι που ανήκε σε Έλληνα ιερέα, όπου δέχτηκαν την επίσκεψη τού αγά των Πλατάνων.
Τραπεζούς: Η Αγία Σοφία σε καρτ-ποστάλ τής εποχής
Είχε έρθει να τούς παρακαλέσει να μη διαμαρτυρηθούν στον μουτεσελίμ, ο οποίος, όπως είπε, θα χαιρόταν με τέτοια πρόφαση να αποσπάσει δύο ή τρεις χιλιάδες γρόσια από τούς κατοίκους τού χωριού του. Παραπονιόταν ότι είχε κάνει κάθε προσπάθεια για να ανακαλύψει τα κλεμμένα αντικείμενα, αλλά μάταια, ενώ, με κάποια λογική, κατηγόρησε τούς δικούς τους βαρκάρηδες ως δράστες. Καθώς τα πράγματα ήσαν μικρής αξίας και εκείνος φαινόταν σε μεγάλη απόγνωση, υποσχέθηκαν να μην πουν τίποτε περισσότερο γι’ αυτό. Αλλά ο τάταρ, που είχε στο μεταξύ πει όλη την ιστορία, τούς έφερε λίγο μετά μήνυμα από τον μουτεσελίμ, που έλεγε ότι είχε παραγγείλει να κοπεί το κεφάλι τού καφετζή όπου είχαν διαμείνει και να επιβληθεί πρόστιμο μεγάλου χρηματικού ποσού στους πρόκριτους τής περιοχής. Ο Μεχμέτ αγάς στην καταγγελία του είχε απερίφραστα υποστηρίξει ότι υπήρχαν πάνω από χίλιοι χρυσοί ρουμπιέδες στην τσέπη, αν και γνώριζε ότι υπήρχαν λίγα μόνο γρόσια και μια μικρή πυξίδα τσέπης. Ο Κίνεϊρ έγραψε σημείωμα στον μουτεσελίμ, ζητώντας του να αγνοήσει την υπόθεση και ταυτόχρονα να τούς στείλει μερικά άλογα και οδηγό για να τούς δείξει την πόλη. Έφτασαν στις δέκα η ώρα την επόμενη μέρα, ίππευσαν και φεύγοντας από την ελληνική συνοικία, που βρισκόταν στο ανατολικό άκρο τής πόλης, διέσχισαν φτωχικό παζάρι, και βγαίνοντας από τη θαλάσσια πύλη, οδηγήθηκαν στην εκκλησία τής Αγίας Σοφίας, που στεκόταν σε ύψωμα με θέα τη θάλασσα, ένα περίπου μίλι δυτικά.
Ήταν μικρών διαστάσεων, κτισμένη από πελεκητή πέτρα με τη μορφή σταυρού, διαιρούνταν σε σηκό και δύο διαδρόμους και φωτιζόταν από τρούλο που στηριζόταν σε τέσσερις μαρμάρινους κίονες. Η κύρια είσοδος, ένα είδος στοάς, στολισμένη με τέσσερις λευκές μαρμάρινες κολώνες κορινθιακού ρυθμού, κοίταζε προς νότο.
Ο ρωμαϊκός αετός ήταν εμφανής πάνω από την πύλη, ενώ κάτω από αυτήν υπήρχε αριθμός μικρών ανάγλυφων, τώρα σχεδόν κατεστραμμένων. Όμορφο γείσο περιέτρεχε το εξωτερικό τού οικοδομήματος. Ογκώδη απομεινάρια άλλων κτιρίων έστεφαν τα γύρω υψώματα, ενώ σε κάποιο σημείο υψωνόταν τεράστιος τετράγωνος πύργος, που είχε τώρα μετατραπεί σε στάβλο αγελάδων.
Επέστρεψαν στην πόλη από δρόμο που αναπτυσσόταν στους πρόποδες των λόφων, μέσα από λεωφόρο που σχηματιζόταν από τα δένδρα στους κήπους στις δύο πλευρές τους, ενώ κοντά στην είσοδο τής εξωτερικής πύλης πέρασαν από τον τάφο και το ιερό τού Αβία Σούφι (πολύ σεβαστού μωαμεθανού αγίου), μεγάλη και όμορφη δομή, που περιλάμβανε σχολείο για δερβίσηδες, το οποίο υποστηριζόταν από τις δωρεές των προσκυνητών. Μεταξύ των εξωτερικών και εσωτερικών πυλών διέσχισαν πέτρινο γεφύρι πάνω από βαθύ φαράγγι, που προστάτευε την πόλη από τα δυτικά. Η δεύτερη πύλη ήταν χτισμένη με τον ρωμαϊκό τρόπο και κοντά σε αυτήν παρατήρησε μεγάλη εκκλησία, που είχε τώρα μετατραπεί σε τζαμί. Διέσχισαν πολλά στενά βρώμικα δρομάκια και στη συνέχεια ανέβηκαν στην ακρόπολη, που βρισκόταν στο νότιο άκρο τής πόλης και πρόσφερε πλήρη θέα τής πόλης και των περιχώρων της. Η Τραπεζούς είχε μακρόστενο σχήμα και οι μακρύτερες πλευρές της αναπτύσσονταν παράλληλα από νότο προς βορρά και καταλάμβαναν πλαγιά που υψωνόταν απαλά από τη θάλασσα. Από τα ανατολικά και τα δυτικά την προστάτευαν δύο βαθιές χαράδρες, που συνδέονταν μεταξύ τους με τάφρο κομμένη στον βράχο πίσω από το κάστρο, ενώ στα δυτικά είχε κατασκευαστεί εξωτερικό έργο, από τον τάφο τού Αβία Σούφι μέχρι την ακτή. Τα αρχαία τείχη τής πόλης, τα οποία ήσαν χτισμένα από πέτρα και σε γενικές γραμμές ήσαν πολύ ψηλά, διέτρεχαν τα ρείθρα των χαραδρών που προαναφέρθηκαν, βρέχονταν στον βορρά από τα κύματα και συνδέονταν στον νότο με την ακρόπολη. Υπήρχαν έξι διπλές πύλες, ενώ πάνω από εκείνη τού Ερζερούμ υπήρχε ελληνική επιγραφή, την οποία στάθηκε αδύνατο να αντιγράψει ο Κίνεϊρ, λόγω τού μεγάλου αριθμού των Τούρκων που περνούσαν συνεχώς από το σημείο [την αντέγραψε όμως ο Χάμιλτον αργότερα και θα τη δούμε ύστερα από μερικές σελίδες]. Τα σπίτια, στο μεγαλύτερο μέρος τους, ήσαν χτισμένα από πέτρα και ασβέστη, στεγασμένα με μικρά κόκκινα κεραμίδια, και, όπως οι κοινές τούρκικες κατοικίες, μίζερα στην εξωτερική τους εμφάνιση και μέσα χωρίς ανέσεις.
Το λιμάνι τής Τραπεζούντας τη δεκαετία τού 1840
Έφυγαν πάλι από την πόλη από την πύλη τού Ερζερούμ και διασχίζοντας τη γέφυρα που ήταν χτισμένη πάνω από τη χαράδρα στην ανατολική πλευρά, μπήκαν σε μεγάλο προάστιο που το καταλάμβαναν κυρίως οι χριστιανοί και το οποίο, από τον αριθμό των παλαιών εκκλησιών και άλλων κτιρίων που περιλάμβανε, πιθανότατα αποτελούσε τμήμα τής αρχαίας πόλης. Οδηγήθηκαν στη συνέχεια σε μικρό λιβάδι, περιτριγυρισμένο από σπίτια και ονομαζόμενο Γκιαούρ Μεϊντάν ή «Πλατεία των Απίστων», καθώς ήταν η συνοικία των Ελλήνων. Από εκεί προχώρησαν σε μικρό σημείο που ονομαζόταν Εσκί Σεράι ή «Παλαιό Παλάτι», μεγάλο οικοδόμημα που είχε πια πέσει σε αποσύνθεση και καταλάμβανε μικρή χερσόνησο, η οποία εκτεινόταν αρκετά μέσα στη θάλασσα, ώστε να σχηματίζει δύο κολπίσκους, έναν στην ανατολική και τον άλλο στη δυτική πλευρά. Ο πρώτος ήταν καλύτερα προστατευμένος από τούς ανέμους και αποτελούσε το αγκυροβόλιο για τα μεγαλύτερα πλοία. Στον δεύτερο (σε εκείνο στον οποίο αποβιβάστηκαν) γενικά σύχναζαν μικρά σκάφη.[Ο Κίνεϊρ σημειώνει ότι ο αυτοκράτορας Αδριανός κατασκεύασε μώλο, για να φτιάξει είδος λιμανιού στην ανατολική πλευρά τής Τραπεζούντας.] ένα τούρκικο παλάτι, που είχε πια καταστραφεί από πυρκαγιά, φαινόταν εδώ να έχει ανεγερθεί πάνω σε πιο αρχαία θεμέλια, ίσως εκείνα τής αυτοκρατορικής κατοικίας τού οίκου των Κομνηνών, δεδομένου ότι τα ερείπια ήσαν εκτεταμένα και η θέση ήταν η καλύτερη, καθώς και η πιο βολική στην Τραπεζούντα.
Ήταν πολύ αρχαία πόλη και αναφέρεται από τον Ξενοφώντα στην ιστορία του για την Κάθοδο των Μυρίων με την ονομασία Τραπεζούς, όνομα που προερχόταν από την ομοιότητά της με το γεωμετρικό σχήμα τής ονομασίας αυτής. Ο Κίνεϊρ παραθέτει εδώ στα λατινικά το παρακάτω απόσπασμα τού Στράβωνος: «Πάνω από την Φαρνακία και την Τραπεζούντα βρίσκονται οι Τιβαρηνοί και οι Χαλδαίοι, των οποίων η χώρα εκτείνεται μέχρι τη Μικρή Αρμενία. Αυτή η περιοχή είναι αρκετά εύφορη. Η Μικρή Αρμενία, όπως και η Σωφηνή, βρίσκονταν πάντοτε υπό την κατοχή δυναστών, οι οποίοι άλλοτε ήσαν φιλικοί με τούς υπόλοιπους Αρμένιους κι άλλοτε φρόντιζαν μόνοι τις υποθέσεις τους. Διατηρούν ως υπηκόους τούς Χαλδαίους και τούς Τιβαρηνούς κι έτσι η αυτοκρατορία τους εκτεινόταν μέχρι την Τραπεζούντα και την Φαρνάκεια».18
Η Τραπεζούς ήταν, σύμφωνα με τον Έλληνα ιστορικό, αποικία των Σινωπέων, πολυάνθρωπη και ευρισκόμενη στον Εύξεινο Πόντο, στη χώρα των Κόλχων. Επιβίωσε ως ελεύθερη και ανεξάρτητη πόλη μέχρι να πέσει κάτω από την εξουσία των βασιλέων τού Πόντου, από τούς οποίους την κατέκτησαν οι Ρωμαίοι και περιλήφθηκε στην αυτοκρατορία τους ως πρωτεύουσα τής επαρχίας τού Καππαδοκικού Πόντου. Κατά το έτος 1203, όταν η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τούς Φράγκους, ο Αλέξιος Κομνηνός ίδρυσε αυτοκρατορία, που εκτεινόταν από τις εκβολές τού ποταμού Φάσι μέχρι εκείνες τού Άλυ. Τέσσερις ηγεμόνες αυτού τού οίκου βασίλευσαν με την ονομασία δούκες ή αυτοκράτορες τής Τραπεζούντας μέχρι την τελική αποβολή τους από τον Μωάμεθ Β’,19 εποχή από την οποία η πόλη είχε παραμείνει στην κατοχή των Τούρκων. [Εδώ ο Κίνεϊρ κάνει λάθος, γιατί από τον πρώτο (Αλέξιο Α’, βασ. 1204-22) μέχρι τον τελευταίο (Δαβίδ, βασ. 1459-51) στην αυτοκρατορία τής Τραπεζούντας βασίλευσαν 20 αυτοκράτορες.]
Η Τραπεζούς λεγόταν ότι περιλάμβανε πληθυσμό δεκαπέντε χιλιάδων ψυχών, ετερογενούς μίγματος Τούρκων, Ελλήνων, Εβραίων, Αρμενίων, Γεωργιανών, Μινγκρελίων, Κιρκασίων και Τατάρων. Το εμπόριο ήταν πολύ σημαντικό και τις κυριότερες εξαγωγές αποτελούσαν μεταξωτά και βαμβακερά προϊόντα που κατασκευάζονταν από τούς κατοίκους, φρούτα και κρασί. Οι εισαγωγές ήσαν ζάχαρη, καφές και μάλλινα υφάσματα από την Κωνσταντινούπολη, καθώς και καλαμπόκι, αλάτι και σίδερο από την Κριμαία και τη Μινγκρελία. Υπήρχαν δεκαοκτώ μεγάλα τζαμιά, οκτώ χάνια, πέντε λουτρά και δέκα μικρές ελληνικές εκκλησίες, διοικούμενες από δεσπότη ή μητροπολίτη και χτισμένες σαν την Αγία Σοφία που μόλις περιγράφηκε. Ο Κίνεϊρ αντέγραψε την παρακάτω επιγραφή στην Αγία Σοφία, αλλά, καθώς είχε σχεδόν εξαλειφθεί και ήταν πολύ ψηλά για να μπορεί να βλέπει τα γράμματα ευδιάκριτα, δεν μπορούσε να εγγυηθεί για την ακρίβειά της [Κίνεϊρ, αριθ. 26, σελ. 551]:
Επιγραφή στην Αγία Σοφία Τραπεζούντας
Όμως το πιο περίεργο οικοδόμημα στην πόλη ήταν το μπεζεστένι, τεράστιο τετράγωνο κτίσμα, με δύο μικρά παράθυρα σε κάθε πλευρά, που πιθανότατα οικοδομήθηκε από τούς Γενουάτες ως πυριτιδαποθήκη. Η ύπαιθρος γύρω από την Τραπεζούντα ήταν, όπως ήδη παρατηρήθηκε, σε βελτιωμένη κατάσταση καλλιέργειας. Στα ανατολικά τα βουνά ήσαν λιγότερο ψηλά και η ακτογραμμή αναπτυσσόταν περίπου ανατολικά, αν και ένα μακρινό ακρωτήριο κατευθυνόταν ανατολικά-βορειοανατολικά. Ο πασάς κατοικούσε στη Φάση [το Πότι τής Γεωργίας, κοντά στις εκβολές τού ποταμού Φάσι, τώρα Ριόνι], πέντε μέρες ταξίδι από εδώ, αλλά η πόλη βρισκόταν υπό την άμεση διοίκηση τού μουτεσελίμ, για την προσοχή τού οποίου δεν είχαν λόγους να διαμαρτύρονται και ο οποίος, καθώς δεν υπήρχε τακτική υπηρεσία αλλαγής αλόγων σε αυτόν τον τόπο, τούς εφοδίασε με άλογα τα οποία είχε συλλέξει από διάφορα άτομα. Όμως, πριν τούς δώσει την άδεια να αναχωρήσουν, απέσπασε γραπτή υπόσχεση ότι δεν θα διαμαρτύρονταν για την κλοπή στα Πλάτανα, αφού στην περίπτωση αυτή θα τον τιμωρούσαν, ίσως με ποινή είκοσι πουγγιά ή δέκα χιλιάδες γρόσια.
Από την Τραπεζούντα στο Ερζερούμ (1814)
5 Ιουνίου. Αναχώρησαν από την Τραπεζούντα το μεσημέρι και ανεβαίνοντας τούς λόφους ακριβώς πίσω από την πόλη, διέσχισαν για πέντε μίλια τραχύ και πετρώδη δρόμο, από τον οποίο κατέβηκαν σε στενή κοιλάδα και ακολουθώντας την αριστερή όχθη μικρού αλλά ορμητικού ποταμού, τού ονομαζόμενου Μεριεμανά Σου, έφτασαν όταν τελείωνε η μέρα και έχοντας διανύσει δεκαπέντε μίλια στην κωμόπολη τού Ματρατζίκ [Ο Κίνεϊρ γράφει Ματουράτζ, ενώ το Ματρατζίκ, σήμερα Ματαρατζή, βρίσκεται στα δεξιά τού δρόμου από Τραπεζούντα προς Ματσούκα, σήμερα Μάτσκα], όπου ήταν απαραίτητο να πάρουν φρουρό. Τα βουνά στις δύο πλευρές τής κοιλάδας καλλιεργούνταν μέχρι την κορυφή τους, παράγοντας μεγάλες ποσότητες κριθαριού, λιναριού και καλαμποκιού, ενώ τα αγροτοκάλυβα των ντόπιων ήσαν σκαρφαλωμένα στις πιο απότομες πλαγιές. Ο ποταμός Μεριεμανά, ο οποίος στο όγδοο μίλι ενωνόταν με άλλο ρέμα από τα νοτιοανατολικά και χυνόταν στη Μαύρη Θάλασσα ένα μίλι ανατολικά τής Τραπεζούντας, λεγόταν ότι είχε τις πηγές του κοντά σε γειτονικό μοναστήρι με το ίδιο όνομα [Μεριεμανά στα τουρκικά σημαίνει «μητέρα Μαριάμ» δηλαδή Παναγία, ενώ το γειτονικό ομώνυμο μοναστήρι ήταν εκείνο τής Παναγίας Σουμελά], το οποίο περιγραφόταν ως μεγάλο οικοδόμημα, που στεκόταν στην κορυφή βουνού τόσο δύσκολα προσβάσιμου, που όποιος ήθελε να μπει στο κτίριο, έπρεπε να τραβηχτεί πάνω από το χείλος τού γκρεμού σε καλάθι. Ο αγάς τού Ματρατζίκ έλεγε ότι κατοικούνταν από Έλληνα ηγούμενο και αρκετούς μοναχούς, παρατηρώντας ταυτόχρονα, ως πολύ υπέροχο γεγονός, ότι η στέγη του ήταν καλυμμένη με μολύβι.
8 Ιουνίου. Έβρεχε τόσο πολύ κατά τη διάρκεια τής νύχτας και τού πρώτου μέρους τού πρωινού, που δεν μπόρεσαν να ανέβουν στα άλογα πριν από τις εννέα. Ταξίδεψαν για τα τρία πρώτα μίλια στην ίδια κοιλάδα όπως χτες, όταν έφτασαν στο ερειπωμένο χωριό Τζεβιζλίκ [ο Κίνεϊρ γράφει Τζεμισί, ενώ Τζεβιζλίκ ήταν η παλαιά ονομασία τής Ματσούκας], όπου ο Μεριεμανά Σου ενωνόταν με άλλο ρέμα που κυλούσε από τα νοτιοδυτικά. Εδώ, αφού διέσχισαν τον Μεριεμανά Σου κοντά στη συμβολή, άρχισαν να ανεβαίνουν πολύ απότομο και αγέρωχο βουνό. Το ποτάμι ήταν στο δεξί τους χέρι και στο τέλος τού πέμπτου μιλίου είδαν από πάνω ότι ενωνόταν με τρίτο ρέμα από τον νότο. Οι πλαγιές των βουνών, για τα πρώτα επτά μίλια, ήσαν καλλιεργούμενες, αλλά στη συνέχεια, καθώς συνέχιζαν ακόμη να ανεβαίνουν, η χώρα γινόταν πιο δασώδης και το μέγεθος των δένδρων μεγάλωνε σταδιακά καθώς προχωρούσαν. Έλατα και οξιές ήσαν τα πιο συνηθισμένα δένδρα, τα πρώτα χαμηλά, οι δεύτερες σε πιο ψηλές θέσεις. Σε κάθε πλευρά υπήρχαν βαθιά φαράγγια με ρέματα που κυλούσαν ανάμεσά τους, ενώ, στο δέκατο πέμπτο μίλι, έφτασαν σε μικρό χωριουδάκι που ονομαζόταν Ματιόρ, όπου σταμάτησαν για να ξεκουράσουν τούς φρουρούς και τα άλογά τους, που είχαν κουραστεί από τούς δύσκολους δρόμους και την απότομη ανάβαση. [Δεν φαίνεται ότι υπήρχε χωριό Ματιόρ. Από την περιγραφή τού Κίνεϊρ φαίνεται ότι βρίσκονταν στην περιοχή όπου φτιάχτηκε αργότερα το χάνι Καρακαμπάν των περιηγητών που ακολουθούν.] Σε μικρή απόσταση από το Ματιόρ έχασαν από τα μάτια τους τα άλση με τις οξιές και έβλεπαν μόνο μερικές σκόρπιες συκομουριές, αλλά κι εκείνες εξαφανίστηκαν σύντομα, ενώ, στο δέκατο όγδοο μίλι, τούς τύλιξε παχιά ομίχλη και το χιόνι στο έδαφος είχε βάθος τρία ή τέσσερα πόδια.
Το κρύο ήταν τόσο διαπεραστικό, που είχαν μουδιάσει εντελώς. Η ομίχλη ή μάλλον το χιονόνερο έπεφτε τόσο γρήγορα, που τούς μούσκεψε μέχρι το κόκκαλο και όταν στις έξι το απόγευμα έφτασαν στην κορυφή τού βουνού (από το οποίο ο Εύξεινος ήταν ορατός τις καθαρές ημέρες), το χιόνι που έλιωνε παρουσίαζε μεγαλειώδες και μοναδικό θέαμα. Από τη φυσική θερμότητα τού εδάφους, εκείνο το χιόνι που βρισκόταν από κάτω διαλυόταν συντομότερα. Το χιόνι λοιπόν σχημάτιζε εκτεταμένες κοιλότητες κι ένας άνθρωπος μπορούσε να περπατά για μεγάλη απόσταση κάτω από είδος αψίδας, κάτω από το μέσο τής οποίας κυλούσε ορμητικός χείμαρρος λασπωμένου νερού. Αυτό το βουνό ονομαζόταν Κουλάτ Νταγ από τούς Τούρκους [ο Κίνεϊρ γράφει Κοάτ Νταγ], και ήταν πιθανώς τα ίδιο που υπερασπίζονταν οι Κόλχοι εναντίον των Μυρίων. [Ο Κίνεϊρ σημειώνει: «Από την κορυφή τού μεγάλου βουνού, το οποίο υπερασπίζονταν οι Κόλχοι εναντίον των Μυρίων, οι Έλληνες έφτασαν στην Τραπεζούντα σε δύο μέρες. Έτσι η απόσταση αντιστοιχεί ακριβώς».] καθώς η νύχτα προχωρούσε, το κρύο γινόταν πιο έντονο και συνεπώς, σκοπεύοντας να προχωρήσει μπροστά από τις αποσκευές, ο Κίνεϊρ διέταξε τον Έλληνα υπηρέτη του να τούς ακολουθήσει, αλλά εκείνος αρνήθηκε αυθαίρετα να υπακούσει. Όταν τού ζήτησε να τού παραδώσει τα πιστόλια του, εκείνος πέταξε το τουρμπάνι και τον μανδύα του, κατέβηκε από το άλογό του, προέτεινε ένα από τα πιστόλια προς το στήθος του και απειλούσε με τον πιο έξαλλο και μανιασμένο τρόπο ότι θα πυροβολούσε. Ο Κίνεϊρ ήταν άοπλος, αλλά ο φίλος του, ο κ. Τσάβας, μόλις συνήλθε από την έκπληξη που τού είχε προξενήσει η ασυνήθιστη συμπεριφορά τού ανθρώπου, έπεσε πάνω του αμέσως και θα τον σκότωνε επί τόπου, αν δεν παρέμβαινε ο Κίνεϊρ. Γιατί αν και το κάθαρμα άξιζε απόλυτα να τιμωρηθεί, ο ίδιος δεν ήταν πρόθυμος να τού στερήσει τη ζωή. Έτρεξε προς το άλογό του, ίππευσε, κάλπασε μπροστά, διατηρώντας τους όμως πάντοτε στη θέα του. Η φρουρά τους βρισκόταν αρκετά μίλια πίσω, ενώ ο τάταρ στεκόταν απόλυτα ατάραχος και σε καμία περίπτωση δεν έδειχνε διάθεση να λάβει μέρος στη συμπλοκή. Τώρα άρχιζαν να κατεβαίνουν από βαθιές χαράδρες στα βουνά, από τις πλαγιές των οποίων έτρεχαν χείμαρροι προς όλες τις κατευθύνσεις, που δημιουργούνταν από το λιώσιμο τού χιονιού. Στο εικοστό τέταρτο μίλι πέρασαν ορμητικό ρέμα που κυλούσε νοτιοδυτικά και ελισσόμενοι μέσα από αρκετά στενά φαράγγια έφτασαν στο εικοστό όγδοο μίλι στο χωριό Σταυρίν, όπου πέρασαν τη νύχτα σε άθλια καλύβα. [Ο Κίνεϊρ γράφει Εστούρυ. Το σημερινό όνομα τού χωριού Σταυρός ή Σταυρίν είναι Ουγούρτασι.] Το κλίμα εδώ ήταν τόσο δριμύ, που οι άνθρωποι ήσαν υποχρεωμένοι να ζουν υπόγεια. Τα φρούτα δεν ωρίμαζαν, ενώ οι άθλιες καλλιέργειες κριθαριού στις πλαγιές των βουνών σπάνια ανταπέδιδαν τούς κόπους τού καλλιεργητή. Με λίγα λόγια, η φύση τής υπαίθρου φαινόταν ότι είχε αλλάξει εντελώς. Όλη η πρασινάδα είχε εξαφανιστεί και αντί για πράσινα λιβάδια, ωραία άλση και ανθισμένους θάμνους, δεν φαινόταν τίποτε εκτός από ζοφερά και γυμνά βουνά με χιονισμένες κορυφές, διασχιζόμενα από ρεματιές και τρομακτικούς γκρεμούς. Τα χωριά ήσαν κρυμμένα από τη θέα. Οι στέγες των σπιτιών βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος και καλυμμένες με χώμα, έτσι ώστε η διαδρομή οδηγούσε όχι σπάνια πάνω από τα ταβάνια των σπιτιών.
9 Ιουνίου. Σε όλη τη διάρκεια τής νύχτας ο Κίνεϊρ δεν είδε τον υπηρέτη του, ενώ ο Μεχμέτ αγάς, που τον είχε διατάξει να τού πάρει τα πιστόλια, αρνιόταν με το συνηθισμένο πείσμα του να συμμορφωθεί. Το πρωί όμως ο Έλληνας, ταπεινωμένος και φοβισμένος, ήρθε για να τα βρουν, αλλά ο Κίνεϊρ αρνήθηκε να τον ακούσει, αν πρώτα δεν παρέδιδε τα πιστόλια, τα οποία ο κ. Τσάβας είχε προσπαθήσει να αρπάξει με τη βία, αλλά εμποδίστηκε από μερικούς από τούς φρουρούς. Ακολούθησε αμέσως συμπλοκή, στην οποία κατάφεραν να πάρουν στην κατοχή τους τα πιστόλια. Οι φρουροί ήσαν σκυθρωποί και τούς απείλησαν, ενώ, όταν κατέβαιναν τούς λόφους, αφού είχαν απομακρυνθεί, άρχισαν να βάλλουν με τις καραμπίνες τους, με σκοπό, υπέθετε, να τούς εκφοβίσουν. Αλλά ο ντόπιος έδειχνε σημάδια μεταμέλειας και τούς έστειλε τον τάταρ αρκετές φορές για να ζητήσει συγνώμη. Είχαν ανέβει στα άλογα στις οκτώ το πρωί, παρά το γεγονός ότι αυτά ήσαν τόσο κουρασμένα από το ταξίδι την προηγούμενης ημέρας. Είχαν απελπιστεί ότι δεν θα έφταναν στη Γκουμούσχανε εκείνο το βράδυ. Ο δρόμος, για τα τρία πρώτα μίλια, περνούσε μέσα από φαράγγι και κατά μήκος τής αριστερής όχθης τού χειμάρρου που είχαν διασχίσει το προηγούμενο βράδυ. Στη συνέχεια στράφηκαν περισσότερο προς τα νότια και στο πέμπτο μίλι διαβήκαν άλλο ρέμα που κυλούσε προς τα βορειοδυτικά. Αυτά τα δύο ποτάμια ενώνονταν λίγα μίλια από αυτό το σημείο. Άρχιζαν τώρα σταδιακά να ανεβαίνουν από στενό μονοπάτι, που οδηγούσε μέσα από διαδοχή κοιλοτήτων και φαραγγιών, έως ότου, ύστερα από ένα μίλι, έφτασαν στην κορυφή βουνού που ονομαζόταν Κοράς Νταγ, από την οποία είχαν θέα τής πόλης της Γκουμούσχανε, σε νότια κατεύθυνση και οριζόντια απόσταση πέντε περίπου μιλίων. [Στον χάρτη τού Μπριό, βλέπε τελευταία ενότητα αυτού τού βιβλίου, υπάρχει χωριό Κοράς κάτω από το Σταυρίν, προφανώς στην περιοχή τού Κοράς Νταγ τού Κίνεϊρ.] Το βουνό αυτό ήταν τόσο απότομο και ο δρόμος τόσο κακός, που αναγκάστηκαν να κατεβούν από τα άλογά τους και να περπατήσουν για μια περίπου ώρα, ενώ στη συνέχεια κατέβηκαν σε στενή, αλλά πανέμορφη κοιλάδα, η οποία βρεχόταν από τον ποταμό Χαρσίτ, που ακολουθούσε βορειοδυτική κατεύθυνση και χυνόταν στον Εύξεινο μεταξύ Τιρέμπολου και Ελεού. Ολόκληρη η κοιλάδα ήταν συνεχόμενο περιβόλι οπωροφόρων δένδρων, αρδευόμενο από κανάλια από το ποτάμι, από το οποίο πέρασαν πάνω από πέτρινο γεφύρι και στη συνέχεια ταξίδεψαν για τέσσερα μίλια στις όχθες του, κάτω από τη σκιά τής καρυδιάς, τής δαμασκηνιάς, τής μηλιάς, τής αχλαδιάς, τής αμυγδαλιάς και τής κυδωνιάς. Ύστερα πέρασαν μικρό ρυάκι, που ενωνόταν εδώ με τον Χαρσίτ. Ανέβηκαν για μισό περίπου μίλι και πέρασαν τις πύλες τής Γκουμούσχανε, μιας ιδιόμορφης πόλης, χτισμένης μέσα σε βράχους και γκρεμούς, στο φρύδι τού βουνού. Αφού περίμεναν στην πύλη τού παλατιού τού κυβερνήτη για μερικά λεπτά, τούς οδήγησαν σε ευχάριστη διαμονή, όπου άπλωσαν τα χαλιά τους σε ξύλινη εξέδρα, φτιαγμένη κάτω από τη σκιά των δένδρων.
Η Γκουμούσχανε, ή Οίκος τού Ασημιού, ονομάστηκε έτσι από ορυχείο αργύρου στην περιοχή της, το οποίο εξακολουθούσε να λειτουργεί, αλλά δεν απέδιδε ούτε το ένα τρίτο τού ασημιού που απέδιδε στο παρελθόν. Λεγόταν ότι η πόλη είχε 7.000 κατοίκους, από τούς οποίους 1.100 ήσαν Έλληνες και 700 Αρμένιοι. Ήταν στολισμένη με πέντε χάνια, δύο λουτρά, τέσσερις ελληνικές εκκλησίες και αρμενικό παρεκκλήσι. Τα σπίτια υψώνονταν το ένα πάνω από το άλλο και ήταν καλύτερα δομημένα από εκείνα στις περισσότερες τουρκικές πόλεις.
Γενική άποψη της Γκουμούσχανε
(Τεξιέ, Περιγραφή τής Αρμενίας, τής Περσίας και τής Μεσοποταμίας, 1842)
Οι Έλληνες, που ήσαν πολυάριθμοι στη γειτονική περιοχή, είχαν πολλά μοναστήρια γεμάτα με μοναχούς και ιδιαίτερα ένα, που ονομαζόταν Γιόνα, τόπο προσκυνήματος, που λεγόταν ότι ήταν μεγάλο και όμορφο οικοδόμημα, πλούσια προικισμένο. [Ο Κίνεϊρ γράφει Jeuna. Πρόκειται ίσως για το μοναστήρι Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στην Ίμερα, σήμερα Ολουτζάκ, βορειοανατολικά τής Γκουμούσχανε.]
Η Γκουμούσχανε ήταν τρεις ημέρες ταξίδι από το Καράχισαρ [σήμερα Σέμπιν Καράχισαρ, που θα το συναντήσουμε αργότερα σε περιγραφές άλλων περιηγητών], πάνω από τεράστια βουνά, απ’ όπου περνούσε κανείς μόνο το καλοκαίρι. Η θερμοκρασία σήμερα το πρωί στις επτά ήταν 57 βαθμοί Φαρενάιτ και χθες στις έξι το πρωί 43 [14 και 6°C αντίστοιχα].
Λίγο μετά την άφιξή τους, ο κύριος τού σπιτιού στο οποίο είχαν εγκατασταθεί και πολλοί άλλοι ευυπόληπτοι άνθρωποι ήρθαν και τούς ικέτευαν να συγχωρήσουν τον υπηρέτη, ο οποίος, πέφτοντας στα πόδια τους, υποσχόταν να συμπεριφέρεται στο μέλλον με μεγαλύτερη ευπρέπεια. Τελικά σκέφτηκαν ότι ήταν καλύτερο να τον δεχθούν και πάλι στην εύνοιά τους, γιατί στην πραγματικότητα δεν ήταν στο χέρι τους να τον τιμωρήσουν, ενώ θα τούς είχαν λείψει πολύ οι υπηρεσίες του.
Ξεκουράστηκαν μια μέρα στη Γκουμούσχανε και στις 11 τού μηνός ο μενζιλτζής τούς έστειλε επτά άλογα, παραπονούμενος ότι δεν υπήρχαν άλλα στους στάβλους του, αν και αμέσως μετά έφερε τα υπόλοιπα, σε αντάλλαγμα για λίγους ρουμπιέδες. Βασανίζονταν, ως συνήθως, από πενήντα περίπου άτομα που ζητούσαν μπαξίσι, αλλά, αφού αντάμειψαν όλους όσους τούς είχαν προσφέρει οποιαδήποτε υπηρεσία, σπιρούνιασαν τα άλογά τους και με δυσκολία ξέφυγαν από τις κραυγές και τις κατάρες των υπόλοιπων. Άφησαν την πόλη από τον ίδιο δρόμο από τον οποίο είχαν μπει σε αυτήν και κατεβαίνοντας τον λόφο ξαναδιέσχισαν τον Χαρσίτ, κατά μήκος τής δεξιάς όχθης τού οποίου συνέχισαν να ταξιδεύουν για τα πρώτα τέσσερα μίλια, μέσα από άλση οπωροφόρων δένδρων που σχημάτιζαν ευχάριστη αντίθεση με τα βραχώδη και άγονα βουνά σε κάθε πλευρά. Η κοιλάδα στη συνέχεια γινόταν ακατοίκητη και φτωχή σε δένδρα. Στη δεξιά πλευρά είχαν το ποτάμι και στην αριστερή απότομους και άγριους γκρεμούς. [Ο Κίνεϊρ σημειώνει: «Οι Έλληνες, κατά τη διάρκεια τής πορείας τής πρώτης ημέρας στη χώρα των Μακρώνων, είχαν στα δεξιά τους ύψωμα δύσκολης πρόσβασης και στα αριστερά τους ποτάμι, στο οποίο χυνόταν το ποτάμι που αποτελούσε το σύνορο μεταξύ των δύο εθνών. Οι όχθες αυτού τού ποταμού ήσαν καλυμμένες με δένδρα, τα οποία δεν ήσαν μεγάλα, αλλά φύτρωναν το ένα κοντά στο άλλο. Δεν μοιάζει άραγε αυτή η περιγραφή με εκείνη τού ποταμού τής Γκουμούσχανε;»]
Στο ένατο μίλι σταμάτησαν για λίγα λεπτά σε χωριό που ονομαζόταν Τεκκέ [ο Κίνεϊρ γράφει Πέκα], ενώ στο δωδέκατο πέρασαν από τα χαλάσματα δεύτερου χωριού, όπου ο ποταμός ενωνόταν με άλλον που ερχόταν από τα βορειοανατολικά. Στη συνέχεια ταξίδεψαν για τέσσερα μίλια μέσα από περιοχή εξίσου βραχώδη και άγονη, με το ποτάμι να μειώνεται σημαντικά σε μέγεθος καθώς πλησίαζαν στην πηγή του. Στο δέκατο έκτο μίλι σταμάτησαν για μισή ώρα στο χωριό Καλέ [ο Κίνεϊρ γράφει Μπους Κελά], το οποίο βρισκόταν στους πρόποδες τεράστιου βράχου που στεφόταν από αρχαίο κάστρο. Ύστερα συνέχισαν το ταξίδι τους ανηφορίζοντας ακόμη την κοιλάδα, έως ότου, στο εικοστό τέταρτο μίλι, άφησαν τον ποταμό. Καθώς ανέβαιναν σταδιακά ολόκληρη τη μέρα, είχαν φτάσει στην κορυφή των βουνών στο εικοστό πέμπτο μίλι και έμπαιναν σε πιο ανοιχτή χώρα, που παρείχε εξαιρετική βοσκή και αφθονούσε σε πηγές καλού νερού. Δεν φαινόταν πουθενά ούτε δένδρο ούτε θάμνος, αλλά τα πράσινα λιβάδια ήσαν στρωμένα με τουλίπες και ποικιλία βοτάνων. Στο εικοστό έκτο μίλι κατέβηκαν σε πεδιάδα που είχε ρυάκι, το οποίο κυλούσε παράλληλα με τον δρόμο στα δεξιά. Στο εικοστό όγδοο μίλι αυτό ενωνόταν με άλλο ρεύμα από τον βορρά και η πεδιάδα διευρυνόταν στο εικοστό όγδοο, όπου έβλεπαν κάποια σημάδια καλλιέργειας. Οι καλλιέργειες φαίνονταν φτωχικές και αδύναμες και παρότι το καλαμπόκι στην κοιλάδα τής Γκουμούσχανε ήταν σχεδόν ώριμο, εδώ δεν υψωνόταν πάνω από τρεις ίντσες [8 εκατοστά] από το έδαφος. Στο εικοστό ένατο ήταν το χωριό Χαντράκ [ο Κίνεϊρ γράφει Μπουμπουρντύ, αλλά στην απόσταση που αναφέρει βρίσκεται το χωριό Μπαλκαϊνάκ, που τότε ονομαζόταν Χαντράκ], σε κάποια απόσταση από τον δρόμο στην αριστερή πλευρά, ενώ στο τριακοστό τρίτο σταμάτησαν για τη νύχτα στη Μπαλαχόρ [σήμερα Ακσάρ], μικρό μέρος που φημιζόταν για την ποικιλία που είχαν οι πασχαλιές και οι λεύκες του. Τα σπίτια τού τόπου αυτού, όπως συνέβαινε συνήθως στα βουνά τής Αρμενίας, ήσαν χτισμένα σχεδόν εξ ολοκλήρου υπόγεια. Οι στέγες τους ήσαν κατάφυτες με γρασίδι και μπορούσε κανείς να δει αιγοπρόβατα να βόσκουν πάνω σε αυτές. Παρά το κρύο τής νύχτας, προτίμησαν να κοιμηθούν σε μεγάλη βοϊδάμαξα παρά στο ζοφερό και βρώμικο εσωτερικό αυτών των χαμόσπιτων, όπου έμπαινε αέρας μόνο από την πόρτα, η οποία σπάνια έμενε ανοικτή και όπου αγελάδες, πρόβατα και σκυλιά φιλοξενούνταν στο ίδιο δωμάτιο με την οικογένεια. [Πρόκειται για την πρώτη αναφορά στα υπόγεια σπίτια των Αρμενίων, τα οποία θα συναντήσουμε πιο κάτω και σε άλλους περιηγητές. Θυμίζουμε ότι ο Ξενοφών γράφει:20 «Τα σπίτια εδώ ήσαν υπόγεια, με είσοδο στενή σαν πηγάδι, αλλά κάτω ευρύχωρα. Και ενώ οι είσοδοι για τα υποζύγια ήσαν σκαμμένες σήραγγες, οι άνθρωποι κατέβαιναν με σκάλες. Στα σπίτια υπήρχαν κατσίκες, πρόβατα, γελάδια, πουλερικά και τα μικρά τους. Όλα τα ζώα τρέφονταν με ζωοτροφές εκεί στα σπίτια.»]
12 Ιουνίου. Σηκώθηκαν πριν ξημερώσει, σχεδόν πεθαμένοι από το κρύο, και ανεβαίνοντας στα άλογά τους συνέχισαν το ταξίδι τους σε οροπέδιο με ήπιες κλίσεις. Στο ενάμιση μίλι πέρασαν το ρέμα που προαναφέρθηκε, σημαντικά αυξημένο σε μέγεθος. Απομακρυνόταν προς τα αριστερά, παίρνοντας ανατολική-νοτιοανατολική πορεία στους πρόποδες ψηλής οροσειράς, ενώ δεκαπέντε ή δεκαέξι μίλια κάτω από την γέφυρα όπου το πέρασαν, ενωνόταν με τον ποταμό Τσορούχ. Ο δρόμος, για το σύνολο τής διαδρομής, περνούσε από ίδιου είδους περιοχή, δηλαδή γυμνή και ζοφερή, που παρήγαγε όμως πλούσιο είδος χλόης και οριοθετούνταν στις δύο πλευρές από ψηλές οροσειρές που αναπτύσσονταν παράλληλα προς τον δρόμο, με την οροσειρά στα δεξιά είκοσι σχεδόν μίλια μακριά και με εκείνη στα αριστερά περίπου στο μισό τής απόστασης. Στο δέκατο μίλι είδαν πολλά μικρά χωριά στην πεδιάδα. Στο δέκατο τρίτο φάνηκε μπροστά τους το κάστρο τής Μπαϊμπούρτ, ενώ στο δέκατο έκτο μίλι έφτασαν στον καζαμπά με αυτό το όνομα, όπου έγιναν δεκτοί από τον αρχηγό σε σπίτι φανταστικά διακοσμημένο με τα κεφάλια και τα κέρατα ελαφιών καρφωμένα πάνω στους τοίχους. Η Μπαϊμπούρτ ήταν απλωμένο μέρος, ένα περίπου μίλι σε μήκος, που βρισκόταν σε πλαγιά στις όχθες τού ποταμού Τσορούχ, ο οποίος ονομαζόταν σε παλαιότερες εποχές Βόας και Άκαμψις. Φαινόταν από τη θέση της να εκπροσωπεί την αρχαία Βαρούθα, ενώ την προστάτευε κάστρο που είχε κάποια σημάδια αρχαιότητας. Πολλά από τα σπίτια ήσαν αρκετά καλοφτιαγμένα, ενώ μεταξύ κάποιων ερειπίων είδαν τα απομεινάρια όμορφου τουρκικού τάφου, τής ίδιας αρχιτεκτονικής με εκείνον τού Ζομπέιντα στη Βαγδάτη. Το κάστρο καταλάμβανε απομονωμένο λόφο μεγάλης διαμέτρου, στο βόρειο άκρο τής πόλης, η οποία, σύμφωνα με την παράδοση των κατοίκων, ιδρύθηκε από αποικία Σκυθών κατά τις ημέρες τού Αλεξάνδρου και άκμασε σαν μεγάλη πόλη ακόμη και μέχρι την εποχή τού οίκου των Σελτζούκων.
Σε αυτό το μέρος τής Αρμενίας οι ντόπιοι ήσαν κοντή, εύσωμη και δραστήρια ράτσα ανθρώπων, εντυπωσιακά σκούροι στην απόχρωσή τους. Ήσαν γενναίοι και σκληροτράχηλοι, ανθεκτικοί στο κρύο και την κούραση και με πάθος για το κυνήγι τού ελαφιού, που υπήρχε άφθονο στα βουνά. Εκείνοι που μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά, φορούσαν την τουρκική ενδυμασία, ενώ οι χαμηλότερες τάξεις φορούσαν κοντό σακάκι και φαρδύ παντελόνι από καφέ μάλλινο ύφασμα, που κατασκευαζόταν στο σπίτι και στολιζόταν με μαύρο ή κόκκινο κορδόνι. Μικρό σκουφί ή τουρμπάνι κάλυπτε το κεφάλι, ενώ, αντί για παπούτσια, είχαν ξύλινα σανδάλια δεμένα με ανεπεξέργαστο δέρμα. Τούς εύρισκαν πάντοτε ευγενικούς, ενώ, παίρνοντας υπόψη ότι ποτέ πριν δεν είχαν δει Ευρωπαίους, τούς αντιμετώπιζαν με πολύ λίγη περιέργεια. Οι χειμώνες ήσαν τόσο δριμείς, ώστε, λόγω τού βάθους τού χιονιού, λεγόταν ότι διακοπτόταν κάθε επικοινωνία ανάμεσα στη Μπαϊμπούρτ και τα γύρω χωριά για τέσσερις μήνες τού έτους. Δεν υπήρχαν ξύλα σε απόσταση μικρότερη από ταξίδι τριών ημερών. Έτσι η κοπριά τής αγελάδας ψημένη στον ήλιο, η οποία συγκεντρωνόταν τούς καλοκαιρινούς μήνες, αποτελούσε το μόνο καύσιμο που άντεχαν οικονομικά να αγοράσουν οι φτωχοί. Αντί για τείχη και προμαχώνες, η πόλη προστατευόταν από φορητούς πύργους φτιαγμένους από ξύλινους κορμούς. Ήσαν τριγωνικού σχήματος και αλεξίσφαιροι στις βολές μουσκέτου, έχοντας ανυψωμένους πυργίσκους σε κάθε γωνία. Αν τούς χρειάζονταν σε οποιοδήποτε απομακρυσμένο μέρος τής χώρας, όπως συνέβαινε όχι σπάνια, ήταν δυνατό να μεταφερθούν σε κομμάτια, ή, αν χωρούσαν στους δρόμους, να φυτευτούν πάνω σε τρεις μικρές ρόδες. Ο Κίνεϊρ εντυπωσιάστηκε από την ομοιότητα αυτών των μηχανημάτων με τούς κινούμενους πύργους των αρχαίων. Μάλιστα σε τόσο απομονωμένο μέρος τού κόσμου, ήταν πιθανό ότι ελάχιστη μεταβολή είχε υπάρξει στα έθιμα των ντόπιων για αιώνες.
13 Ιουνίου. Η Μπαϊμπούρτ ήταν εξίσου μακριά από το Ερζερούμ και το Ερζιντζάν, ενώ ο Τσορούχ, αν και εδώ ήταν ρέμα όχι μεγάλου μεγέθους, γινόταν στη συνέχεια ένα από τα ωραιότερα ποτάμια στην Αρμενία. [Ο Κίνεϊρ σημειώνει ότι η Μπαϊμπούρτ είχε περίπου το μέγεθος τής Γκουμούσχανε και φημιζόταν για τα αμπέλια της.] κυλούσε από εδώ προς την Ισπίρ και αποτελώντας το όριο ανάμεσα στα εδάφη τής Τραπεζούντας και τής Γκουρίας, χυνόταν στον Εύξεινο στο Βατούμ. [Ο Κίνεϊρ σημειώνει: «Η Ισπίρ, η αρχαία Υσπιρίτις, απέχει εικοσιοκτώ ώρες από τη Μπαϊμπούρτ. Λέγεται ότι είναι η πλουσιότερη και πιο ζεστή περιοχή σε αυτό το τμήμα τής Αρμενίας και παράγει τα πιο νόστιμα φρούτα. Η ίδια η πόλη είναι αμελητέα και αποκτά σημασία μόνο από τον πλούτο και τον αριθμό των εξαρτωμένων από αυτήν χωριών.»]
Συνέβη κάτι, το οποίο θα μπορούσε πιθανώς να τούς είχε καθυστερήσει αρκετές ημέρες σε αυτό το μέρος. Στον αγά άρεσε το κυνηγετικό όπλο τού κ. Τσάβας, το οποίο είχε δει από το παράθυρο τη μέρα τής άφιξής τους και αμέσως εξέφρασε την επιθυμία να το έχει. Είχε υποσχεθεί ότι τα άλογα θα ήσαν σε ετοιμότητα το προηγούμενο βράδυ, αλλά διαπιστώνοντας ότι ο κ. Τσάβας δεν πειθόταν να αποχωριστεί το όπλο του, τα παρακρατούσε με πρόσχημα ότι είχαν περιπλανηθεί στα βουνά. Το υπονοούμενό του δεν τούς διέφυγε και γι’ αυτό τού έγραψαν σημείωμα, αναφέροντας ότι είχαν αποφασίσει ότι δεν θα έπαιρνε το όπλο και ότι αν τούς καθυστερούσε κι άλλο, θα υπέβαλλαν καταγγελία εναντίον του στον πασά τού Ερζερούμ. Δεν άκουσαν τίποτε άλλο γι’ αυτόν, αλλά τα άλογα ήρθαν και στις δέκα ξεκίνησαν το ταξίδι τους προς το Άσκαλε, σε απόσταση δώδεκα ωρών ή σαρανταδύο περίπου μιλίων. Η θερμοκρασία στις εννέα το βράδυ ήταν 56, στις επτά το πρωί 50 και το μεσημέρι 59 βαθμοί Φαρενάιτ [13, 10 και 15°C αντίστοιχα].
Διέσχισαν το ποτάμι από γέφυρα και στη συνέχεια προχώρησαν το ταξίδι τους σε μη καλλιεργούμενη κοιλάδα, σε είδος εξέδρας που υψωνόταν κατά μήκος τής δεξιάς όχθης τού Τσορούχ. Στο τέταρτο μίλι η κοιλάδα στένεψε και η κοίτη τού ποταμού καταλάμβανε σχεδόν ολόκληρο το πλάτος της. Τα βουνά στις δύο πλευρές ήσαν μεγάλα και εντυπωσιακά, αλλά ούτε χορταράκι, ούτε ίχνος καλλιέργειας δεν φαινόταν πουθενά. Στο όγδοο μίλι ξαναδιέσχισαν τον ποταμό, που εδώ ήταν εξαιρετικά ορμητικός, και ταξίδεψαν για τέσσερα μίλια στην αριστερή όχθη. Στο δωδέκατο μίλι άφησαν τον Τσορούχ, που κυλούσε από τα ανατολικά, και στρέφοντας προς νότο πορεύτηκαν κατά μήκος τής άκρης παραπόταμου, σχεδόν τόσο μεγάλου όσο το κύριο ρεύμα. Στο δέκατο πέμπτο μίλι πέρασαν αυτό το ρεύμα σε σημείο όπου ενωνόταν με άλλο ρυάκι που ερχόταν από τον νότο και στη συνέχεια ακολούθησαν τη δεξιά του όχθη, διασχίζοντας στο δέκατο έβδομο ρυάκι-παραπόταμο από τον βορρά. Είχαν ταξιδέψει μέχρι τώρα μέσα από τέλεια ερημιά, θλιβερή και ακατοίκητη, αλλά στο δέκατο όγδοο μίλι η χώρα έγινε λιγότερο άγονη, οι πλαγιές των βουνών πήραν καταπράσινη εμφάνιση και οι όχθες τού ποταμού καλύπτονταν με οξιές και κεδρομηλιές. Η τουλίπα, την ομορφιά τής οποίας ο Κίνεϊρ είχε συχνά πριν παρατηρήσει, ήταν παντού προφανής, ενώ είδε θάμνο που έμοιαζε πολύ με το φραγκοστάφυλο, με τη διαφορά ότι δεν είχε αγκάθια και τα φύλλα ήσαν κάπως μεγαλύτερα. Στο εικοστό έκτο μίλι έφτασαν στη βάση τού Κοπ Νταγ, που παλαιότερα ονομαζόταν Σκυδίσσης. Λεγόταν ότι ήταν η πιο ψηλή οροσειρά στην Αρμενία μη εξαιρώντας το Αραράτ. [Πρόκειται για λάθος, αφού το Αραράτ (Αγρί Νταγ) έχει ύψος 5.137 μέτρα ενώ το Κοπ Νταγ 3.100 μέτρα.] Το Αραράτ, σύμφωνα με τις πληροφορίες των οδηγών τους, φαινόταν από τις κορυφές τής εδώ οροσειράς σε καθαρή μέρα. Σταμάτησαν μια ώρα για να ξεκουράσουν τα άλογά τους, τα οποία, επειδή η τροφή τους περιοριζόταν σε πράσινο χόρτο, δεν μπορούσαν να αντέξουν μεγάλη κούραση. Είχαν ακολουθήσει το ποτάμι μέχρι την πηγή του. Σχηματιζόταν από πολλά ρυάκια, ορισμένα από τα οποία προέρχονταν από το λιώσιμο τού χιονιού, αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό από πηγές, που βρίσκονταν παντού άφθονες. Το σούρουπο έφτασαν στην κορυφή των βουνών, έχοντας διανύσει εικοσιοκτώ μίλια. Εδώ απόλαυσαν απεριόριστη και ωραία θέα τής γύρω χώρας. Τεράστιος όγκος βουνών εκτεινόταν, με έντονες και διαδοχικές κορυφογραμμές, πολύ πιο πέρα από εκεί που μπορούσε να φτάσει το μάτι. Οι ασπρισμένες κορυφές των πιο ψηλών βουνών, σε αντίθεση με το πράσινο των μακριών και στενών κοιλάδων που πλένονταν από ρέματα που άφριζαν, και οι καφέ κορυφές των λιγότερο ψηλών λόφων, εμφάνιζαν όλα μαζί σκηνή ασυνήθιστου μεγαλείου και έμοιαζαν πολύ με τις θάλασσες σε θυελλώδη μέρα. Μέτρησαν τέσσερις ξεχωριστές οροσειρές να τρέχουν παράλληλα η μία με την άλλη σε βορειοανατολική και νοτιοδυτική κατεύθυνση. Η βορειότερη ήταν εκείνη που αναφέρθηκε ότι ήταν στο αριστερό τους χέρι τη μέρα που μπήκαν στη Μπαϊμπούρτ. Η δεύτερη και πιο ψηλή ήταν εκείνη στην οποία στέκονταν. [Ο Κίνεϊρ αναφέρει ότι δεν μπόρεσαν να επιβεβαιώσουν το υψόμετρο αυτών των βουνών, επειδή τα βαρόμετρά τους είχαν σπάσει.] Η τρίτη, η οποία ονομαζόταν Κεμπάν Νταγ, οριοθετούσε την πεδιάδα τού Ερζερούμ από τα νοτιοανατολικά, ενώ η τελευταία, ακόμη μακρύτερα προς νότο, περιέζωνε τα όρια τής λίμνης Βαν. Τα βουνά αυτά ήσαν γεμάτα πηγές, από τις οποίες ξεκινούσαν αναρίθμητα ποτάμια, ενώ το λιώσιμο των χιονιών αυτή την εποχή τού έτους προκαλούσε πολλούς χειμάρρους, που ξεχύνονταν από τις απόκρημνες πλαγιές πιο κάτω στις πεδιάδες. Όλοι οι ποταμοί στη βόρεια πλευρά τού Σκυδίσση χύνονταν στον Εύξεινο Πόντο και όλοι εκείνοι στα νότια ήσαν παραπόταμοι τού Ευφράτη, τον οποίον είδαν να κάμπτει την πορεία του προς τα δυτικά σε κοιλάδα από κάτω τους. Εκείνα τα μέρη των βουνών όπου το χιόνι είχε ήδη λιώσει, καλύπτονταν από χοντρό γρασίδι, άγριο θυμάρι, μελισσόχορτο και άλλα αρωματικά φυτά, τα οποία, όταν πιέζονταν από τις οπλές των αλόγων, ανάδιδαν ευχάριστο άρωμα.
Φτάνοντας στην κορυφή, τα άλογά τους ήσαν εντελώς εξαντλημένα. Η νύχτα έπεφτε γρήγορα πάνω τους και επειδή το κοντινότερο χωριό βρισκόταν σε απόσταση ακόμη δεκαπέντε περίπου μιλίων, δεν είχαν άλλη εναλλακτική λύση, παρά να περάσουν τη νύχτα στο βουνό. Το βρήκαν όμως τόσο αφόρητα κρύο μόλις έφτασαν στην κορυφή, που έκαναν μια επιπλέον προσπάθεια και προχώρησαν για τρία μίλια κατά μήκος τής άκρης χειμάρρου, ο οποίος από μικρό ρυάκι έγινε ορμητικό ρέμα μέσα στη σύντομη αυτή απόσταση. Οι όχθες του ήσαν ντυμένες με πυκνούς θάμνους, καταφύγιο λιονταριών και άλλων άγριων ζώων, τα οποία, όπως τούς ενημέρωσαν οι οδηγοί τους, κατέβαιναν στις πεδιάδες κατά τη διάρκεια τής νύχτας και άρπαζαν τα πρόβατα και τα γελάδια τής αγροτιάς. Στο τριακοστό πρώτο μίλι ξεφόρτωσαν τα άλογά τους και αφού άναψαν φωτιά για να κρατούν μακριά τα λιοντάρια, δύο από τα οποία είχαν ήδη διασχίσει τον δρόμο τους, πήγαν για ύπνο μέχρι την αυγή τής ημέρας, όταν ξύπνησαν μουδιασμένοι από το κρύο και συνέχισαν σταδιακά να κατεβαίνουν, μέχρι που έφτασαν στο Άσκαλε, την αρχαία Βρέπο. [Ο Κίνεϊρ αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια τής πορείας εκείνης τής ημέρας, παρατήρησε αριθμούς εκείνου τού μικρού ζώου, τού τζέρμποα, που ήταν τόσο συνηθισμένο στην Περσία. Εδώ είχαν ανοιχτό καφέ χρώμα και ήσαν κάπως μεγαλύτερα από εκείνα που είχε δει προηγουμένως.]
Πέρασαν διάφορα ρέματα που χύνονταν στον Ευφράτη, στις όχθες τού οποίου έφτασαν στο έκτο μίλι, και για πρώτη φορά από τότε που είχαν φύγει από τη Μπαϊμπούρτ είδαν κάποια απομονωμένα κομμάτια καλλιεργούμενης γης, αλλά το σιτάρι δεν είχε ύψος μεγαλύτερο από μερικές ίντσες. Κοντά στην είσοδο τού Άσκαλε διαβήκαν μικρό ποτάμι που ερχόταν από τα βόρεια και ήταν παραπόταμος τού Ευφράτη, με τον οποίο ενωνόταν μισό μίλι νότια τού χωριού. Ήταν άθλιο μέρος, που κατοικούνταν εν μέρει από Τούρκους και εν μέρει από Αρμένιους και βρισκόταν σε κοιλάδα τού βόρειου κλάδου τού Ευφράτη, που εδώ ονομαζόταν Καρασού. Τα σπίτια ήσαν χτισμένα με τον τρόπο που τόσο συχνά έχει ήδη περιγραφεί, με την εξαίρεση ότι η έλλειψη ξυλείας είχε αναγκάσει τούς ντόπιους να φτιάξουν τις στέγες σε καμάρες, οι οποίες είχαν σειρά από μικρούς θόλους μοιάζοντας με ασβεστοκάμινους. Άπλωσαν το χαλί τους κάτω από μια λεύκα και αφού τούς έφεραν ξεκούραστα άλογα πολύ σύντομα, συνέχισαν το ταξίδι τους προς το Ερζερούμ, που απείχε εννέα ώρες κατά τούς Τούρκους. Αμέσως μετά την έξοδό τους από το Άσκαλε διέσχισαν τρία ρέματα, σε απόσταση λίγων μέτρων το ένα από το άλλο, όλα παραπόταμους τού Ευφράτη. Η δεξιά όχθη τού τελευταίου από αυτά ήταν εν μέρει καλλιεργούμενη και εν μέρει είχε αφεθεί για να βοσκούν τα γελάδια. Στο τέταρτο μίλι πέρασαν αυτό το ωραίο ποτάμι, το οποίο, σύμφωνα με μέτρηση που έκανε ο Κίνεϊρ από τη γέφυρα, είχε πλάτος εβδομήντα βήματα από όχθη σε όχθη. Ύστερα ταξίδεψαν στην αριστερή του όχθη για ένα σχεδόν μίλι, όταν έφτασαν σε σημείο όπου διαμόρφωνε συμβολή με άλλο ποτάμι ίσου μεγέθους, με το πρώτο να έρχεται από ανατολικά-βορειοανατολικά και το δεύτερο να κυλά παράλληλα με τον δρόμο. Η περιοχή ήταν επίπεδη, διανθισμένη με υψώματα και αρκετά καλά καλλιεργούμενη, μέχρι το εικοστό δεύτερο μίλι, όταν μπήκαν στην απέραντη πεδιάδα τού Ερζερούμ και πέρασαν μέσα από το χωριό Ελίτζα [σήμερα Αζιζιγιέ], την Ελέγεια τής αρχαιότητας. [Ο Πτολεμαίος τοποθετεί την Ελέγεια κοντά στις πηγές του Ευφράτη [γεωγρ. μήκος 73ο 20’ και πλάτος 42ο 45’].21 Ο Τραϊανός, στην αρμενική εκστρατεία του, προχώρησε στην Ελέγεια. Το 162 μ. Χ. ο βασιλιάς της Παρθίας εισέβαλε στην Αρμενία και κατέσφαξε στην Ελέγεια ρωμαϊκή λεγεώνα υπό τον Σεβεριανό. Η Ελέγεια ήταν φημισμένη για τα φυσικά θερμά λουτρά της. Κατά τη γνώμη μας22 στην Ελέγεια τοποθετείται το σκηνικό που περιγράφεται από τον Ξενοφώντα:23 «Αναγκασμένοι λοιπόν από τέτοιες δυσκολίες, είχαν μείνει πίσω ορισμένοι από τούς στρατιώτες. Και όταν έβλεπαν ένα σημείο που ήταν σκούρο, γιατί το χιόνι είχε μόλις εξαφανιστεί από εκεί, νόμιζαν ότι είχε λιώσει. Και είχε λιώσει λόγω μιας πηγής που ήταν κοντά, βγάζοντας ατμούς σε στενή κοιλάδα. Εκεί κάθονταν έχοντας λυγίσει και αρνούνταν να προχωρήσουν.»]
Στη συνέχεια ο Κίνεϊρ πήρε πιο νότια πορεία αφήνοντας τον Ευφράτη στα αριστερά και πέρασε, στο εικοστό τρίτο μίλι, ένα ρέμα-παραπόταμο που κυλούσε από τα νοτιοδυτικά. Η μεγάλη πεδιάδα τού Ερζερούμ ήταν, όπως όλες εκείνες στην Περσία, αμελητέου πλάτους σε σύγκριση με το μήκος της. Ήταν αρκετά πυκνοκατοικημένη και καλλιεργούμενη. Όμως η παντελής έλλειψη δένδρων, σε συνδυασμό με τα σπίτια που ήσαν χαμηλά, πράγμα που τα καθιστούσε δυσδιάκριτα από απόσταση, έδιναν μελαγχολική και μοναχική εμφάνιση. Στο εικοστό πέμπτο μίλι πέρασαν το χωριό Γκιούτζε [σήμερα Γκεζκιόι] και στο τριακοστό μπήκαν στην πόλη, που βρισκόταν στους πρόποδες τής οροσειράς Κεμπάν και στο νοτιοανατολικό άκρο τής πεδιάδας. [Όμως το Ερζερούμ βρίσκεται στους πρόποδες τής οροσειράς Παλαντόκεν και δεν προκύπτει από κάπου ότι αυτή λεγόταν Κεμπάν.] Διέσχισαν αρκετούς μίζερους και άθλιους δρόμους και στις πέντε το απόγευμα σταμάτησαν στον σταθμό αλλαγής αλόγων, όπου τούς έβαλαν σε μικρό και βρώμικο μπαλκόνι, στο οποίο παρέμειναν μία περίπου ώρα, μέχρι να φτάσει ο τάταρ με τις αποσκευές. Στη συνέχεια ο Κίνεϊρ τον έστειλε στον πασά για να ζητήσει κονάκι, αλλά ο τελευταίος εξέφρασε την επιθυμία να παραμείνουν όλη τη νύχτα στον σταθμό αλλαγής αλόγων, υποσχόμενος ότι θα τούς εφοδίαζε με κατάλυμα το πρωί.
Οι ίδιοι όμως αντιτάχθηκαν σε αυτή την ρύθμιση, με αποτέλεσμα να στείλει ο πασάς να φωνάξουν τον αρχηγό των Αρμενίων και να τον διατάξει να τούς διαθέσει διαμέρισμα χωρίς καθυστέρηση.
Οδηγήθηκαν στη συνέχεια στη συνοικία των Αρμενίων και εγκαταστάθηκαν σε άνετο δωμάτιο με θέα σε μικρό κήπο, όπου ύστερα από λίγο δέχτηκαν την επίσκεψη τού γιατρού τού πασά, ενός Ενετού τυχοδιώκτη, ο οποίος είχε μετατραπεί τώρα σε γιατρό, θέση που δεν ήταν δύσκολο να πάρει κανείς στην Τουρκία. Το πρόσωπο αυτό είχε υπάρξει κατά τη δική του αφήγηση έμπορος σαλιών και φαινόταν εξοικειωμένος με τις πιο απομακρυσμένες χώρες τής Ανατολής. Βρισκόταν κάποτε στην υπηρεσία τού Σερ Τζέιμς Μάκιντος με την ιδιότητα τού μπάτλερ και περνώντας από το Ερζερούμ κατά την επιστροφή του από την Ινδία, πήρε τη θέση τού γιατρού τού πασά, με μισθό τετρακόσια γρόσια τον μήνα.
Άποψη τού Ερζερούμ
(Τουρνεφόρ, Διήγηση ενός ταξιδιού στην Ανατολή, 1717)
Η ενδυμασία του ήταν το πρώτο πράγμα που τράβηξε την προσοχή τους και σίγουρα η μορφή και η εμφάνισή του ήσαν τόσο εντελώς αστείες, που με δυσκολία μπορούσαν να κρατήσουν τα γέλια τους. Ήταν μικροκαμωμένος, καμπούρης και στραβοκάνης, με τεράστιο κεφάλι και μακριά αχτένιστα μαύρα μαλλιά, που κρέμονταν πάνω από το μέτωπό του, τα αυτιά και τούς ώμους. Φορούσε άθλιο μπλε παλτό και κεντημένο γιλέκο, παντελόνι φτιαγμένο από πράσινο σάλι Αγκύρας στολισμένο με ασημένια κλωστή, ένα ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες που κάποτε ήσαν λευκές και κίτρινες παντόφλες. Πάνω στο κεφάλι του είχε μεταξωτό σκουφάκι πορτοκαλί χρώματος, στολισμένο με χρυσά κρόσσια, ενώ πάνω από το παλτό του φορούσε μακρύ πορτοκαλί πανωφόρι επενδεδυμένο με πράσινο καμηλό. Αυτή η μορφή ερχόταν με μήνυμα από τον πασά, που ήθελε να μάθει αν ήταν αλήθεια ότι ο Βοναπάρτης είχε εξοριστεί σε έρημο νησί. Ο Κίνεϊρ σημειώνει: «Οι κάτοικοι τής Ανατολής δείχνουν πάντοτε μεγάλο ενδιαφέρον για τις τύχες τού Ναπολέοντα, αυτού τού ασυνήθιστου ανθρώπου. Το όνομα και τα κατορθώματά του τούς έχουν γίνει γνωστά. Τον θεωρούν ως ευνοούμενο τού ουρανού και οι υπερβολικές αναφορές στην ισχύ του είναι καλά υπολογισμένες, για να κάνουν ισχυρή εντύπωση στο μυαλό ανθρώπων που τούς αρέσει η λαμπρότητα και η μεγαλοπρέπεια. Οι σκεπτόμενες τάξεις των Τούρκων και των Περσών τον έβλεπαν ως τον μελλοντικό τους προστάτη ενάντια στις εχθρικές προθέσεις τής Ρωσίας και άκουγαν αρχικά με αμφιβολία και στη συνέχεια με ανησυχία τις αναφορές για τις ήττες του και την ταχεία ανατροπή του».
Ο Κίνεϊρ και ο σύντροφός του προσκάλεσαν τον «γιατρό» του πασά σε δείπνο και στη συνέχεια εκείνος τούς ψυχαγώγησε με ιστορίες από τις περιπέτειές του.
16 Ιουνίου. Αυτή τη μέρα ο κ. Τσάβας και ο γιατρός εμβολίασαν πάρα πολλά παιδιά για προστασία από τη μαστίτιδα τής αγελάδας (που προκαλούσε ήπιας μορφής ευλογιά). Ο εμβολιασμός ήταν σχεδόν άγνωστος σε αυτό το μέρος τού κόσμου, όπου πολλοί άνθρωποι πέθαιναν κάθε χρόνο από ευλογιά. Όταν θα γινόταν ο εμβολιασμός, η νέα τους γνωριμία ομολόγησε την άγνοιά του για τη χρήση τού νυστεριού, αλλά ο φίλος τού Κίνεϊρ υποσχέθηκε να τού τη μάθει. Πλήθη ανθρώπων, γέρων και νέων, ήρθαν να εμβολιαστούν, ενώ, μεταξύ άλλων, ο πασάς έστειλε όλα τα παιδιά του.
Θα αφήσουμε εδώ τον Κίνεϊρ να προχωρήσει στο τελευταίο μέρος τού ταξιδιού του. Από το Ερζερούμ κατευθύνθηκε προς νότο, ακολουθώντας σε γενικές γραμμές πορεία αντίστροφη εκείνης τής Καθόδου των Μυρίων. Πέρασε από το Μπιτλίς και τη Σιρτ και έφτασε στη Μοσούλη. Ακολουθώντας την πορεία τού Τίγρη έφτασε στη Βαγδάτη και συνεχίζοντας επίσης προς νότο κατέληξε στη Βασσόρα. Εκεί μπήκε σε πλοίο με προορισμό τη Βομβάη. Το πλοίο δέχτηκε επίθεση από πειρατές στον Περσικό κόλπο, όπως γράφει ο ίδιος στον πρόλογό τού βιβλίου του. Ανάμεσα στα πράγματα που κλάπηκαν ήσαν και οι σημειώσεις του, γεγονός στο οποίο οφείλεται μάλλον η δυσκολία αναγνώρισης κάποιων μικρότερης σημασίας τόπων από τα ονόματα που είχε συγκρατήσει. Ολοκλήρωσε το βιβλίο στο Μαντράς τής Ινδίας, κατά τη διάρκεια των λίγων στιγμών αναψυχής που μπορούσε να αποσπάσει από τα επίπονα καθήκοντα τής επίσημης θέσης του, όπως γράφει.
<-Εισαγωγή | 2. Πόρτερ: Ταξίδια στη Γεωργία, την Περσία και την Αρμενία-> |