2. Ρόμπερτ Κερ Πόρτερ: Ταξίδια στη Γεωργία, την Περσία και την Αρμενία

<-1. Κίνεϊρ: Ταξίδι μέσα από τη Μ. Ασία, την Αρμενία και το Κουρδιστάν 3. Σμιθ: Ιεραποστολικές έρευνες στην Αρμενία->

2. Ρόμπερτ Κερ Πόρτερ: Ταξίδια στη Γεωργία, την Περσία και την Αρμενία

Ο Πόρτερ περιγράφει στο δίτομο έργο του τεράστια διαδρομή κατά τη διάρκεια των ετών 1817, 1818, 1819 και 1820, τμήμα τής οποίας υπήρξε κατά την επιστροφή του η διάσχιση τού νότιου τμήματος τού ιστορικού Πόντου, από το Ερζερούμ μέχρι την Κωνσταντινούπολη μέσω Καράχισαρ (Νικόπολης), Κογιούλχισαρ (Κολώνειας), Τοκάτ (Ευδοκιάδας), Αμάσειας και Ιζμίτ (Νικομήδειας).

Ας περιγράψουμε εδώ επιγραμματικά την πορεία τού Πόρτερ από την αρχή τής περιοδείας του μέχρι το Ερζερούμ, ενώ στο τελευταίο κομμάτι τής επιστροφής του, δυτικά τής Κωνσταντινούπολης, θα αναφερθούμε στο τέλος τής αντίστοιχης ενότητας.

Ο Πόρτερ ξεκινά την αφήγησή του στη Ρωσική αυτοκρατορία, από τις εκβολές τού Δνείπερου στη Μαύρη Θάλασσα. Η εποχή ήταν ευνοϊκή, αφού πρόσφατα οι σύμμαχοι, Ρωσία, Αγγλία, Αυστρο-Ουγγαρία κλπ., είχαν συντρίψει τον Ναπολέοντα. Πέρασε από την Οδησσό, το Νικολάγιεφ, την Ταυρική χερσόνησο (Κριμαία), την Αζοφική θάλασσα, τις όχθες τού Ντον και κατέβηκε ανατολικά τού Ευξείνου στην Υπερκαυκασία. Περιγράφει αναλυτικά διάφορα τμήματα τής Γεωργίας (Καρτέλι, Μισκέτι, Τιφλίδα, Κακέτι), από την οποία πέρασε στην Οθωμανική Αρμενία και επισκέφτηκε τα ερείπια τής Ανί, το όρος Αραράτ, το Ερεβάν και το Ναχτσεβάν. Πέρασε στο Αζερμπαϊτζάν και την Ταμπρίζ τής Περσίας, προχώρησε στην Τεχεράνη και τις Πύλες τής Κασπίας, στο Ισφαχάν, στις αρχαίες Πασαργάδες, την Περσέπολη και το Σιράζ. Εδώ τελειώνει ο πρώτος του τόμος.

Στον δεύτερο τόμο ο Πόρτερ προχώρησε από το Σιράζ στα Εκβάτανα τής Μηδίας, στο Κανταβάρ, το Κερμανσάχ και μπήκε στο αραβικό Ιράκ τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έφτασε στη Βαγδάτη, κατέβηκε νότια στα ερείπια τής Βαβυλώνας, εξερεύνησε τη δυτική όχθη τού Ευφράτη, επέστρεψε στη Βαγδάτη και ακολούθησε τον Τίγρη προς βορρά, προς το Κουρδιστάν. Κινήθηκε ανατολικά, έφτασε στα σύνορα τού περσικού Αζερμπαϊτζάν και στη λίμνη Ουρμία, στην Ταμπρίζ πάλι και στο Αραράτ και από εκεί στο Καρς και το Ερζερούμ.

Ακολουθούμε λοιπόν τον Πόρτερ καθώς πλησιάζει στο Ερζερούμ.

Image

Από το Ερζερούμ στο Καράχισαρ (1819)

6 Νοεμβρίου 1819. Στις επτά το πρωί βρέθηκαν ξανά στην πεδιάδα, προχωρώντας γρήγορα πάνω σε καλό επίπεδο δρόμο, με κατεύθυνση 70° από νότο προς δύση.1 Έχοντας διανύσει δύο μίλια, πέρασαν το χωριό Ελιβάν [Αλβάρ] και ύστερα από οκτώ ακόμη σε πλήρη καλπασμό, με τον ίδιο τρόπο πέταξαν δίπλα από το χωριό Καρατζόκ [Κορουτζούκ, 16 χλμ. δυτικά τού Πασινλέρ], που λεγόταν ότι ήταν στα μισά τού δρόμου μεταξύ Χασάνκαλε [σήμερα Πασινλέρ] και Ερζερούμ. Στο Καρατζόκ έκοψαν ταχύτητα και ίππευσαν από εκεί μάλλον αργά για μερικά μίλια, φτάνοντας έτσι στους πρόποδες των βουνών που οριοθετούσαν τη μεγάλη κοιλάδα προς τα δυτικά. Τώρα ξεκινούσαν την ανάβασή τους. Ο άνεμος ήταν διαπεραστικά κρύος, αλλά ο ουρανός καθαρός και χωρίς σύννεφα. Κοιτάζοντας πίσω, προς τη μακρινή χώρα που είχε αφήσει, ο Πόρτερ είδε και πάλι το επιβλητικό Αραράτ ψηλά, πάνω από τις γιγαντιαίες μάζες κάθε άλλης οροσειράς. Από αυτή την οπτική γωνία η πανύψηλη σεβάσμια κορυφή του φαινόταν σε κατεύθυνση 65° από νότο προς ανατολή και από εκεί, όπως πίστευε, αποχαιρέτισε για πάντα το μεγάλο πανάρχαιο σπίτι τής ανθρωπότητας, το καθαγιασμένο «βουνό τού Κυρίου».

Τα υψώματα μπροστά τους ήσαν άγρια και τραχιά, δείχνοντας όμως υποταγμένα στην εργασία και τον ιδρώτα τού ανθρώπου, ενώ το πέρασμα στο οποίο ελίσσονταν τώρα σιγά-σιγά, ήταν μεγάλο και κάποιες φορές απότομο και τούς πήρε τρεις σχεδόν ώρες να το διαβούν. Από το φρύδι τής καθόδου τους στην απέναντι πλευρά είχαν πλήρη θέα τού Ερζερούμ, που βρισκόταν σε κοιλότητα κάτω κοιλάδας και περιβαλλόταν εντελώς από βουνά. Όταν το είδαν, δεν απείχε περισσότερο από τρία μίλια. Η πόλη φαινόταν μεγάλη και τα ψηλά πέτρινα σπίτια τής έδιναν αέρα μεγαλοπρέπειας, ο οποίος εξαφανίστηκε εντελώς όταν τη γνώρισε από κοντά.

Όμως από κοντά αλλά και από μακριά τον εντυπωσίασε η θέα τής ακρόπολής της με τις επάλξεις, των λαμπερών της τζαμιών των φτιαγμένων σαν από πορσελάνη και των γεμάτων μνημεία νεκροταφείων, καθώς σχημάτιζαν πολύ έντονη αντίθεση με τα πιο μελαγχολικά χαρακτηριστικά παρόμοιων δομών περσικής σύγχρονης πόλης. Στις εντεκάμιση μπήκαν στα προάστια και αμέσως μετά, περνώντας κατά μήκος τμήματος εκτεταμένου παζαριού, ίππευσαν στην πόλη μέσα από τις διπλές ανοιγμένες πύλες, που ήσαν ισχυρά επενδεδυμένες με σίδερο. Μερικά λεπτά ακόμη τούς έφεραν στον σταθμό αλλαγής αλόγων, πολύ άθλιο μέρος από την άποψη τής βρωμιάς και τής ερείπωσης και τόσο έρημο, που σπάνια εμφανιζόταν άνθρωπος στην αυλή του, ενώ δεν υπήρχε ούτε ένα άλογο στους ευρύχωρους στάβλους του. Υπήρχε όμως πολλή φασαρία από ανθρώπους και ζώα στον δρόμο τους προς αυτή τη μοναχική εγκατάσταση και αυτές οι αντιφατικές συνθήκες τού εξηγήθηκαν σύντομα με το επιχείρημα που τού παρουσίασε ο Σεντάκ μπέης, ο Πέρσης που συνόδευσε τον Πόρτερ σε ολόκληρο το ταξίδι του από την Περσία μέχρι την Κωνσταντινούπολη.

Με λίγα λόγια, οι Κούρδοι τού φίλου του τού σαρντάρ [αρχηγού, στρατηγού] τού Ερεβάν, αξιωματούχου τής Περσίας, στον οποίο υπάγονταν οι Κούρδοι που είχαν επιδράμει στην περιοχή τού Ερζερούμ, είχαν δοκιμάσει και πάλι την ανδρεία τους σε τουρκικό έδαφος. Αφού λεηλάτησαν χωριό όχι μακριά από την πόλη τού Ερζερούμ, ο κυβερνήτης έστελνε ιππείς σε κάθε κατεύθυνση, σε αναζήτηση των ληστών και τής λείας τους. Μάλιστα οι ανατολικές κτήσεις τού Μεγάλου Άρχοντα φαινόταν ότι βρίσκονταν μεταξύ δύο πυρών: τού σαρντάρ τού Ερεβάν στα βορειοανατολικά και τού Μαχμούτ Αλή Μίρζα τού Κερμανσάχ στα νοτιοανατολικά, γιατί λίγο καιρό μετά από αυτή την πρώτη είδηση, τού μίλησαν για δεύτερη καταστροφή: ο τελευταίος παραπάνω ηγεμόνας είχε κάνει με κάποιο πρόσχημα επιδρομή στο πασαλίκι τής Βαγδάτης, εκτροπή η οποία, ανά πάσα στιγμή, θα ήταν αποδεκτή από τούς εξεγερμένους Άραβες, τούς οποίους είχαν τόσο ακατεύναστα εξοργίσει οι κυρώσεις τού πασά για την προδοσία τού στρατηγού του.

Image

Παλαιό τζαμί στο Ερζερούμ
(Τεξιέ, Περιγραφή τής Αρμενίας, τής Περσίας και τής Μεσοποταμίας, 1842)

Διαβλέποντας από όλες αυτές τις περιστάσεις ότι η έλλειψη δυνατοτήτων μετακίνησης θα τον καθυστερούσε πιθανώς στο Ερζερούμ, ο Πόρτερ πήρε το πιο αξιοπρεπές διαμέρισμα που μπορούσε να βρεθεί στον σταθμό αλλαγής αλόγων και ετοίμαζε τα αποθέματα υπομονής του για τυχόν άλλα ατυχήματα που θα μπορούσαν να συμβούν.

7 Νοεμβρίου. Όμως, προκειμένου να μη χαθεί τίποτε από παράλειψη, έστειλε σήμερα το πρωί τον Σεντάκ μπέη, συνοδευόμενο από τον Αχμέτ αγά, με την επιστολή τού σαρντάρ στον σερασκέρη, ζητώντας γρήγορη απάντηση για άλογα και φρουρούς που θα τον συνόδευαν στο ταξίδι του. Εκείνος υποδέχτηκε αυτούς τούς απεσταλμένους με τη μεγαλύτερη ευγένεια, παρά το γεγονός ότι οι υπήκοοι τού συγγραφέα τής επιστολής βρίσκονταν σε τόσο εμφανή εχθρότητα απέναντι στο τουρκικό κράτος, ενώ δεν δίστασε ούτε στιγμή να τού χορηγήσει κάθε επιθυμητή επίσημη διαπίστευση, αν και ταυτόχρονα παρατηρούσε ότι, καθώς ο τσάποβ [ο επιδρομέας σύμφωνα με τη σελ. 180 τού πρώτου τόμου τού Πόρτερ] είχε πάρει μαζί του όλα τα άλογα στην καταδίωξη, ο Πόρτερ δεν θα μπορούσε να μετακινηθεί πριν επιστρέψουν κάποια από αυτά και ότι ο ίδιος δεν περίμενε ότι θα επέστρεφαν κάποια πριν από μια-δυο μέρες. Αφού δεν υπήρχε εναλλακτική λύση, ο Πόρτερ παρέμεινε ήσυχος στο κατάλυμά του, μαζεύοντας όση ψυχαγωγία μπορούσε από τούς πολυάριθμους επισκέπτες του, Τούρκους και Αρμένιους. Από τούς τελευταίους έμαθε ότι ο πληθυσμός τής πόλης ανερχόταν σε 6.000 περίπου χριστιανούς και 50.000 μωαμεθανούς. Είχε σαρανταπέντε τζαμιά και δύο εκκλησίες. Δύο από τα πιο αρχαία τζαμιά ήσαν όμορφα διακοσμημένα με τούβλα και χρωματιστά πλακάκια, ενώ οι ψηλοί τους θόλοι, μαζί με τούς αστραφτερούς μιναρέδες άλλων τζαμιών, υψώνονταν πάνω από τα οχυρωμένα τείχη τού παλατιού τού κυβερνήτη, δίνοντας απατηλή λάμψη στην εικόνα τής πόλης, όταν την έβλεπε κανείς από μικρή απόσταση. Εκτός από αυτές τις εσωτερικές οχυρώσεις, ολόκληρη η πόλη προστατευόταν εξωτερικά από ψηλά, διπλά, καλοφτιαγμένα τείχη, πρόσθετα ενισχυμένα με ψηλούς πύργους. Το εξωτερικό τείχος υποστηριζόταν από βαθιά τάφρο, αλλά όλα βρίσκονταν τώρα σε παραμελημένη και κατά συνέπεια ερειπιώδη κατάσταση. Καθώς ο σταθμός αλλαγής αλόγων υψωνόταν στον εξωτερικό προμαχώνα, είχε καλή ευκαιρία να βλέπει από ψηλά μεγάλο μέρος των προαστίων, τα οποία φαίνονταν να εκτείνονται αρκετά γύρω από τα τείχη, ενώ οι σκηνές που εκτυλίσσονταν από κάτω παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία για ασιατικό δράμα.

8 Νοεμβρίου. Θέλοντας όμως να βρεθεί λίγο πιο κοντά στους ανθρώπους, αλλά και να δει την εντός των τειχών πόλη, έστειλε στην τουρκική του εξοχότητα, να ζητήσει άδεια για να περπατήσει στην καρδιά τής πόλης. Εδώ όμως παρουσιάστηκε ένα είδος ζήλειας που δεν είχε δει ποτέ στην Περσία και η απάντηση που έλαβε ο αγγελιοφόρος του ήταν: «Αν ο κύριός σου επιθυμεί να αγοράσει οτιδήποτε στην αγορά τού προάστειου, δεν μπορεί να υπάρξει αντίρρηση να πάει εκεί. Αν όμως θέλει να δει οποιαδήποτε άλλα μέρη τής πόλης εκτός από εκείνο όπου βρίσκεται, αυτό το αίτημά του δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, γιατί όλα τα σπίτια μοιάζουν μεταξύ τους όπως και όλοι οι δρόμοι».

Αυτή η αποφασιστική απάντηση τον ανάγκασε να μην κάνει περισσότερες προσπάθειες να επεκτείνει τα αντικείμενα τής θέας του πέρα από το παράθυρό του, αλλά δεν εμπόδιζε την πανοραμική άποψη τής πόλης, παρουσιάζοντάς του πολλά θέματα για ζωγραφικά σκίτσα των ντόπιων. Θα πρόσθετε εδώ την περιγραφή μερικών από τις ενδυμασίες τους. Σχεδόν κάθε Ευρωπαίος ήταν πολύ εξοικειωμένος με τις γνωστές συνήθειες ενός Τούρκου, ώστε να μη χρειάζεται λεπτομερής επανάληψη, αλλά υπήρχαν εδώ κάποιες ιδιαιτερότητες που είχαν σχέση με διαφορετικούς βαθμούς και επαγγέλματα, τις οποίες θα σημείωνε με συντομία. Το ένδυμα κεφαλής ξεχώριζε γενικά το επάγγελμα εκείνου που το φορούσε. Οι στρατιωτικοί ιππείς διακρίνονταν από μεγάλη απόσταση, από τα ψηλά, κυλινδρικά, μαύρα καπέλα τους. Αυτό το πανύψηλο είδος κράνους δενόταν γύρω από τα φρύδια με μικρή λωρίδα πολύχρωμου λινού ή μεταξωτού, ενώ η στολή που το συνόδευε ήταν καφέ σακάκι, σαν εκείνο που φορούσαν οι συνηθισμένοι άνθρωποι, πιο διακοσμημένο όμως με κοτσίδες κόκκινου, μπλε και κίτρινου χρώματος κάτω από την πλάτη και τούς ώμους του. Αυτό, μαζί με πολύ φαρδιά παντελόνια, που κρέμονταν χαμηλά πάνω από μεγάλες κόκκινες μπότες, αποτελούσε την ενδυμασία, αλλά τα συνοδευτικά δεν ήσαν τόσο απλά. Φαρδιά, κεντημένη ζώνη δεμένη γύρω από τη μέση περιείχε ένα ζευγάρι μακριά πιστόλια. Ένα σπαθί κρεμόταν στον ώμο από στριμμένο μαλλί, ενώ μισή ντουζίνα σακουλάκια με άλλα εξαρτήματα αύξαναν τη γραφικότητα τής εμφάνισής του και τα βάρη που εμπόδιζαν τις κινήσεις του.

Image

Καπέλα των τάταρ (Πόρτερ 1821)

Μερικές τάξεις ανθρώπων φορούσαν το κουρδικό κόκκινο τουρμπάνι-σάκκο, αλλά η βαθμίδα τους φαινόταν ότι ήταν λίγο πάνω από τούς αγρότες ή τούς οικιακούς υπηρέτες, οι οποίοι δεν τολμούσαν να καλύψουν το κεφάλι τους με τίποτε πιο ενοχλητικό από μικρό κάλυμμα τού πάνω μέρους τού κεφαλιού, από οποιοδήποτε χρωματιστό ύφασμα, που τυλιγόταν γύρω με άφθονο κομμάτι βρώμικου λινού, σκέτου ή με σχέδια. Το γνωστό φαρδύ ένδυμα και το μεγάλο τουρμπάνι τού Τούρκου ήσαν συνηθισμένα τόσο στους εμπόρους όσο και στις ανώτερες τάξεις. Η κύρια διαφορά εδώ βρισκόταν στα χρώματα και τα υλικά, αλλά η ζωντάνια, ακόμη και το μεγαλείο, όλων αυτών συχνά υπερέβαινε τη φαντασία και μπέρδευε τόσο πολύ τις τάξεις στο μάτι, που ένας άπειρος αλλοδαπός, κοιτάζοντας μια πομπή από αυτές τις εντυπωσιακές προσωπικότητες να κινούνται επίσημα μέσα στις ετερόκλητες ενδυμασίες τους, δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να ξεχωρίσει τον βαθμό τού ενός από εκείνον τού άλλου.

Ο ίδιος θυμόταν ότι μπαίνοντας στην πόλη τού Καρς και συναντώντας έναν πολύ θαυμάσια ντυμένο κύριο, από τη σοβαρότητά του και από το μεγαλοπρεπώς στολισμένο με παντόφλες βάδισμά του θα τον έπαιρνε για βεζίρη τού πασά, αν δεν κρατούσε στο ένα χέρι μια αρμαθιά μικρά κεριά από ζωικό λίπος και στο άλλο ένα πιάτο κρέμα γάλακτος, πράγμα που διακήρυσσε τον τίτλο του ως ταπεινού απλώς υπηρέτη.

Οι τάταρ ή γενίτσαροι ήσαν όλοι ντυμένοι με σκούρο κιτρινωπό βυσσινί χρώμα. Τα συνηθισμένα ενδύματα κεφαλής τους ήσαν ψηλά τουρμπάνια από μαύρο δέρμα αρνιού, που είχαν στην κορυφή τεράστιο μαξιλάρι από κίτρινο ύφασμα. Αυτό το τουρμπάνι τούς απονεμόταν από τον αρχηγό τους όταν διορίζονταν στο σώμα και μπορούσε μάλιστα να θεωρείται ως το διακριτικό τους. Γιατί όταν εκείνος που το φορούσε υπέπιπτε σε παράπτωμα θεωρούμενο υποτιμητικό για το σώμα στο οποίο ανήκε, τού έπαιρναν το καπέλο και από τότε δεν ήταν πια γενίτσαρος.

Το Ερζερούμ ήταν πασαλίκι, αλλά ο πασάς του απουσίαζε σε επίσκεψη στην Κωνσταντινούπολη τη στιγμή τής άφιξής τού Πόρτερ και έτσι εκείνος βρήκε τα ηνία τής κυβέρνησης στα χέρια τού σερασκέρη. Η πόλη βρισκόταν σε γεωγραφικό πλάτος 39° 56' βόρειο και απαριθμούνταν ανάμεσα στις πιο αρχαίες πρωτεύουσες τής Αρμενίας. Παλιά ονομαζόταν Άρζε.

9 Νοεμβρίου. Τούς έφεραν τα άλογα πολύ νωρίς σήμερα το πρωί, αλλά για διάφορους λόγους η ώρα είχε φτάσει εννέα όταν ελευθερώθηκαν από το πολύ βρώμικο μενζίλ τους. Η βρωμιά του αποτελούσε υπερβολή τής πολύ συνηθισμένης αμέλειας τής Ανατολής, που ήταν όμως ιδιαίτερα ασυγχώρητη εδώ, λόγω τής τεράστιας ποσότητας νερού που διέθετε η πόλη. Αυτό παρεχόταν σε αφθονία, όχι μόνο από τις αμέτρητες πηγές που έρρεαν από τα βουνά, αλλά και από πολλές κρήνες σε διάφορα μέρη τής πόλης και των προαστίων. Πριν φτάσουν στη δυτική πύλη, απ' όπου θα αναχωρούσαν, ο δρόμος προς τα εκεί τούς οδήγησε σε ολόκληρο σχεδόν γύρο τής πόλης, αλλά μόνο μεταξύ των δύο τειχών. Βγαίνοντας βρέθηκαν αμέσως στον μεγάλο δρόμο, που εκτεινόταν σε μεγάλο κοίλωμα ανάμεσα στις κυματιστές πλαγιές που αποτελούσαν το κοιμητήριο των κατοίκων.

Ήταν πολύ εκτεταμένο και ο Πόρτερ είδε για πρώτη φορά αυτά τα τουρκικά μνημεία των νεκρών, τα οποία, φτιαγμένα κάπως σαν τις όρθιες επιτύμβιες στήλες στη χώρα του, είχαν τουρμπάνια στο πάνω τους μέρος. Άλλοι τάφοι ήσαν καλυμμένοι με μικρές ανοιχτές δομές, κάτω από τις οποίες εμφανιζόταν η σαρκοφάγος τού εκλιπόντος. Ανάμεσα σε αυτές τις σιωπηλές κατοικίες αδιατάραχτης ανάπαυσης διέκρινε πολλές γυναίκες, των οποίων τα μακριά λευκά πέπλα τύλιγαν τις φιγούρες τους, ενώ οι ποικίλες στάσεις τους θλίψης και προσευχής, έδιναν σε αυτές την εμφάνιση πολλών μαρμάρινων αγαλμάτων, τοποθετημένων σε θέσεις πένθους για τούς μουσουλμάνους που είχαν αναχωρήσει.

Image

Ερζερούμ
(Λουί-Ουζέν Λουβέ, Οι Καθολικές ιεραποστολές τον 19ο αιώνα, Λιλ 1898)

Το συνηθισμένο τσαντρ [ελαφρύ σάλι] ή μεγάλο πέπλο περιτυλίγματος των θηλυκών τού Ερζερούμ διέφερε εντελώς από εκείνα τής Περσίας και τής Βαγδάτης, όντας κυρίως από θλιβερό λευκό, δηλαδή με γκριζωπή απόχρωση, φανταστικά τονισμένο με κόκκινο, μπλε ή κίτρινο και δεμένο με κόκκινο.

Η πορεία τους ήταν 70° από βορρά προς δύση, ο δρόμος επίπεδος και εξαιρετικός, με σταδιακή κάθοδο στη μέση τής κοιλάδας. Ήταν γόνιμη, καλά ποτιζόμενη και στο μεγαλύτερο πλάτος της εκτεινόταν σε δέκα περίπου μίλια. Τα βουνά στα βόρεια δεν ήσαν πολύ ψηλά. [Όταν βρίσκεσαι σε οροπέδιο σε υψόμετρο 2.000 περίπου μέτρων, όπως η πόλη τού Ερζερούμ, τότε τα βουνά προς βορρά, δηλαδή η οροσειρά Κοπ μεγίστου ύψους 3.100 μέτρων, πράγματι δεν σού φαίνονται πολύ ψηλά. Είναι σαν να βλέπεις από την Καλλιθέα (υψόμ. 25 μ.) τον Υμηττό (μέγιστο ύψος 1.026 μ.)]. Παρ’ όλα αυτά διαμόρφωναν ευγνώμον καταφύγιο για τα πολλά χωριά στη βάση τους. Έχοντας προχωρήσει δύο μίλια, πέρασαν από το μικρό χωριουδάκι Χαν. Δυο μίλια ακόμη τούς έφεραν σε εκείνο τού Γκουζ [σήμερα Γκεζ-Κιόι], ενώ λίγο αργότερα έφτασαν σε γρήγορο και όμορφο ρέμα, που τούς συνόδευσε μέχρι το χωριό Ελίτζα [σήμερα Αζιζιγιέ], μέρος που λεγόταν ότι απείχε δύο αγάτς από το Ερζερούμ.

[Νωρίτερα στο βιβλίο ο Πόρτερ έχει ορίσει το αγάτς ως μια ώρα πορείας (τόμ. 2, σελ. 662) ή φάρσανγκ (τόμ. 2, σελ. 646) δηλαδή παρασάγγη. Από εργασίες ερευνητών τής Κύρου Ανάβασης και τής Καθόδου των Μυρίων έχει αναφερθεί ότι ο φάρσανγκ (παρασάγγης) τού 19ου αιώνα υποδήλωνε στην Ανατολή την απόσταση που διανυόταν σε μια ώρα, απόσταση το μήκος τής οποίας κυμαινόταν, καθώς εξαρτιόταν από τα χαρακτηριστικά τού δρόμου ή τού εδάφους. Θα θυμίσουμε εδώ ότι ο Ηρόδοτος (5.53) ορίζει τον περσικό παρασάγγη τής αρχαιότητας ως ίσο με 30 ελληνικά στάδια και ότι αναλόγως με το θεωρούμενο μήκος σταδίου (ολυμπιακό 192,27 μέτρα ή αττικό 177,40 μέτρα) ένας παρασάγγης αντιστοιχεί με 5,768 ή 5,322 χλμ. Θα σημειώσουμε επίσης ότι ο Ξενοφών στην Κύρου Ανάβαση φαίνεται ότι χρησιμοποιεί δύο μήκη παρασάγγη: τον Ηροδότειο (30 σταδίων) όταν αφηγείται πορείες κατά μήκος κυρίων δρόμων τής εποχής και έναν βραχύτερο (3 περίπου χλμ), όταν περιγραφεί πορείες έξω από κύριους δρόμους ή μέσα στο χιόνι κλπ. Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, το τουρκικό αγάτς, δηλαδή ο περσικός φάρσανγκ τού 19ου αιώνα, υποδήλωνε ακριβώς ό, τι και ο περσικός παρασάγγης τής αρχαιότητας: πορεία μιας ώρας. Η πορεία αυτή στον Ξενοφώντα είχε μήκος 5,8 περίπου χλμ σε κύριους δρόμους, ενώ μειωνόταν στο μισό περίπου σε δυσμενείς εδαφικές ή καιρικές συνθήκες.]

Σε μικρή απόσταση από το χωριό διέκριναν τον Καρασού τον οποίο πλησίαζαν, που κατέβαινε από τα βουνά στα βόρεια. Πρόκειται για μία από τις δυτικές πηγές τού Ευφράτη, ενώ ακόμη και τόσο κοντά στο κεφαλάρι του καταλάμβανε μεγάλη κοίτη, πάνω από την οποία διακρινόταν τώρα πολύ καθαρά γέφυρα με έξι καμάρες. Η πηγή αυτή βρισκόταν τριάντα περίπου μίλια από το σημείο στο οποίο έβλεπε τώρα το ποτάμι, σε εκείνο τον κλάδο των βουνών Τσιλλέρ που ονομαζόταν οροσειρά Αουγκί Ντάγλαρι. Η χώρα πέρα από αυτά είχε το όνομα Τσιλντίρ.

[Ο Πόρτερ γράφει Κελντίρ (Keldir), αλλά το σημερινό όνομα τής περιοχής και τής ομώνυμης λίμνης στη βορειοανατολική άκρη τής Τουρκίας είναι Τσιλντίρ (Çıldır). Και στις δύο περιπτώσεις σηματοδοτεί την περιοχή των Χαλδίων (Khaldi), δηλαδή των απομειναριών των Ουραρτού στα τέλη τού 5ου π. Χ. αιώνα. Ο Ξενοφών, προσπαθώντας να αποκρύψει την από λάθος πορεία των Μυρίων προς τα ανατολικά, πέρα από τον ποταμό Άρπασο (τον σημερινό Άρπα Τσάι στα σύνορα Τουρκίας και Αρμενίας), ονομάζει Χάλυβες τους Χάλδιους (Khaldi), εξακολουθώντας να μπερδεύει μέχρι σήμερα τούς ερευνητές, αφού στην Κάθοδο των Μυρίων εμφανίζονται δύο ειδών Χάλυβες εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους: οι Χάλυβες μεταξύ Κερασούντας και Κοτυώρων στην ακτή, που ήσαν υπήκοοι των Μοσσυνοίκων, εξόρυσσαν σιδηρομετάλλευμα και το επεξεργάζονταν, καθώς και οι Χάλυβες ανάμεσα στους Ταόχους και τους Σκύθες τής σημερινής Αρμενίας, που ήσαν ακατανίκητοι και από τούς οποίους οι Μύριοι δεν μπόρεσαν να αποσπάσουν τίποτε. Αυτούς τούς «Χάλυβες» τού Ξενοφώντος, ο Διόδωρος Σικελιώτης (14.29.1-2) τούς αναφέρει σωστά ως Χάλδιους (Χαλδαίους)].

Κοντά στην Ελίτζα τού έδειξαν θερμή πηγή, όπου είδε δεκαπέντε ή είκοσι περίπου αγόρια, σαν ισάριθμους Έρωτες, να παίζουν μέσα στο νερό γύρω από τρία ή τέσσερα βουβάλια, που φαίνονταν να απολαμβάνουν το μπάνιο όσο και τα παιδιά.

[Τις θερμές πηγές τής Ελέγειας, τής οποίας το τουρκικό όνομα Ελίτζα (Ilıca, σήμερα Αζιζιγιέ) αποτελεί απλή παραφθορά, τις συναντήσαμε ήδη στον Κίνεϊρ και θα τις ξαναδούμε στους περιηγητές, οι οποίοι είτε κινήθηκαν (σε κατεύθυνση βορρά-νότου) μεταξύ Ερζερούμ και Τραπεζούντας μέσω Μπαϊμπούρτ και Γκουμούσχανε, είτε (σε κατεύθυνση ανατολής-δύσης) μεταξύ Ερζερούμ και Τοκάτ μέσω Καράχισαρ και Κογιούλχισαρ. Έχουμε προτείνει ότι η μετέπειτα Ελέγεια ήταν η θερμή πηγή την οποία συνάντησαν εξαντλημένοι οι Μύριοι κατά την πορεία τους μέσα στα χιόνια τής Αρμενίας, ορισμένοι αρνούμενοι να προχωρήσουν (Ανάβ. 4.5.15), ενώ έχουμε επίσης προτείνει ότι τα αρμενικά χωριά τού Ξενοφώντος με τα υπόγεια σπίτια (Ανάβ. 4.5.25) βρίσκονταν δυτικά ακριβώς των θερμών πηγών τής Ελέγειας, στη μέση περίπου τής απόστασης μεταξύ Ερζερούμ και Άσκαλε. Για τα υπόγεια αρμενικά σπίτια, κατεβαίνοντας από Μπαϊμπούρτ προς Ερζερούμ, θυμηθείτε την πιο πάνω περιγραφή τού Κίνεϊρ, αν και θα έχουμε συχνά την ευκαιρία να τα συναντήσουμε και στις αφηγήσεις άλλων περιηγητών, μεταξύ των οποίων ο Σμιθ παρέχει πληρέστατη περιγραφή τους.]

Από αυτό το σημείο η κοιλάδα στένευε πολύ, ενώ λίγο πιο πέρα στα δυτικά την καταλάμβανε ολόκληρη σχεδόν σε πλάτος ο Καρασού, που κυλούσε μέσα από αυτήν. Είχαν συνεχίσει τον δρόμο τους κατά μήκος τής αριστερής του όχθης για τρία περίπου μίλια, όταν πέρασαν δύο χωριά στην απέναντι ή βόρεια όχθη του. Ονομάζονταν Γκιόπι και Τίπκερε [Τικκίρ, σήμερα Τσιγντεμλί]. Ένα ακόμη μίλι τούς έφερε στο χωριό Ανγκερόρ [Αγαβέρ, σήμερα Ντεμίργκετσιτ]. Για μεγάλο διάστημα είχαν αφήσει πίσω τους όλη την ομορφιά τής υπαίθρου. Δεν έβλεπαν ούτε δένδρο, ενώ σπάνια υπήρχε κάποιο δείγμα καλλιέργειας στα φρύδια των βουνών. Σε κάτι περισσότερο από το μισό τής διαδρομής προς τον προγραμματισμένο τόπο στάθμευσής τους (δηλαδή δεκαεπτά περίπου μίλια από το Ερζερούμ), πέρασαν στα δεξιά τους μεγάλο χωριό που ονομαζόταν Αλατζάρ [σήμερα Αλατζά]. Σε όλη την πορεία δεν είχαν δει κανένα σημείο, είτε γραφικό ή ιδιαίτερα ευχάριστο από βλάστηση, αν και είχαν ακολουθήσει τόσο συνεχώς την πορεία τού ποταμού. Το μοναδικό χωριό που μπορούσαν να διακρίνουν αριστερά τους ήταν το Αουράνι [Εβρένι, σήμερα Ατλουκονάκ], ανάμεσα στα βουνά, εκεί όπου ο δρόμος τους είχε κατεύθυνση 70° από νότο προς δύση. Αφού προχώρησαν άλλα δύο μίλια ή περισσότερο, είδαν κτίριο στα δεξιά τους, που ονομαζόταν Τάφος, πολύ εμφανές αντικείμενο. Πέντε μίλια ακόμη τούς έφεραν στο ερειπωμένο χάνι τού Τζεννίς [Τζινίς, σήμερα Όρταμπαχτσέ]. Ο Καρασού έτρεχε κοντά του και έλουζε επίσης τούς ταπεινούς τοίχους τού μικρού χωριού Γκαραμπεγιούκ [Καραμπουγιούκ, σήμερα Καντίλι]. Ακόμη όμως όλα φαίνονταν συγκριτικά άγονα, μέχρι τη στιγμή που, ένα περίπου μίλι πριν από τον σταθμό τους, διέσχισαν τούς λόφους περισσότερο προς τα νότια και κατεβαίνοντας στη χαμηλή κοιλάδα τού ποταμού, είδαν δένδρα και θάμνους να καλύπτουν τις άκρες του, καθώς και το όμορφο χωριό Άσκαλε μπροστά τους. Αφού πέρασαν στη δεξιά όχθη τού ποταμού, στο χείλος τής οποίας βρισκόταν το χωριό, μπήκαν στα καταλύματά τους, τα οποία θα μοιράζονταν ως συνήθως με τα άλογά τους και τούς γηγενείς ψύλλους. Βρίσκονταν τώρα έξω από την αρχαία Αρμενία, το δυτικό όριο τής οποίας ήταν συνήθως ο Καρασού, αυτός ο βορειότερος κλάδος τού Ευφράτη. Στο Άσκαλε ήταν απαραίτητο να ετοιμαστεί κατάλληλη φρουρά, για να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι τής επόμενης ημέρας από ληστές. Λεγόταν ότι οι ντόπιοι ορισμένων στενωμάτων, από τα οποία έπρεπε να περάσουν, ήσαν εξίσου βάρβαροι με εκείνους τής εποχής τού Ηροδότου ή τού Ξενοφώντος. Με μεγάλη δυσκολία και με πολύ εξωφρενική χρέωση έλαβαν την υπόσχεση τριών ιππέων για την επόμενη μέρα, αλλά οι αρχηγοί τού χωριού γέλασαν με την εντολή τού σερασκέρη για περισσότερους και δεν χλεύασαν λιγότερο την ανήμπορη οργή τού Αχμέτ αγά. Μάλιστα όλη η συμπεριφορά τους έκανε τον Πόρτερ να υποψιαστεί έντονα ότι είχαν υπό τον έλεγχό τους όχι μόνο τούς προστάτες, αλλά και τούς ληστές των περασμάτων τα οποία θα επιχειρούσαν να διαβούν το επόμενο πρωί, καθώς και ότι το ποσό που ζητούνταν για την υποτιθέμενη φρουρά, ήταν τρόπος να προσπαθήσουν να αποτιμήσουν κάθε πρόσφορο θύμα. Το ταξίδι τους αυτής τής ημέρας λεγόταν ότι ήταν εννέα ώρες από το Ερζερούμ, αλλά η πραγματική απόσταση ανάμεσα σε εκείνη την πόλη και το ζόρικο μενζίλ τους ήταν τριάντα περίπου μίλια και είχαν φτάσει εκεί στις τρισήμιση.

[Από εδώ και πέρα θα συναντάμε συνεχώς στον Πόρτερ, αργότερα και στον Σμιθ, αυτή την επίσημη ονομαστική απόσταση μεταξύ τόπων σε ώρες. Πρόκειται για μια ακόμη επιβεβαίωση (και επιβίωση) τής έννοιας τού αρχαίου περσικού παρασάγγη. Ακόμη και στην οθωμανική αυτοκρατορία τού 19ου αιώνα, οι αποστάσεις παρέχονταν σε ώρες διάνυσης, δηλαδή σε παρασάγγες.]

10 Νοεμβρίου. Έφυγαν από το Άσκαλε στις έξι το πρωί με την ισχνή συνοδεία τους, αν και λεγόταν ότι η πορεία τής σημερινής ημέρας περνούσε από τα πιο επικίνδυνα εδάφη μεταξύ Τοκάτ και περσικών συνόρων. Ο δρόμος ελισσόταν σε στενή κοιλάδα, που διασχιζόταν από περιστασιακά ανοίγματα στους λόφους κάθε πλευράς. Ο Καρασού ακολουθούσε τη μορφής μαιάνδρου πορεία του κοντά στη διαδρομή τους, μερικές φορές οδηγώντας τους ανάμεσα σε απόκρημνα βραχώδη ύψη, άλλες μέσα από χαμηλά και περίπλοκα αλσύλλια και συχνά δίπλα από μεγάλες μάζες αποσπασμένες από γκρεμούς με θάμνους πίσω τους, που ήσαν όλες κατάλληλες θέσεις για την εξόρμηση ληστών που καραδοκούσαν. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών αποκαλούσαν αυτούς τούς ληστές «Κούρδους από τα βουνά κοντά στη λίμνη Βαν!» αλλά, όπως παρατηρήθηκε προηγουμένως, δεν χρειαζόταν να ταξιδέψουν μακριά ανάμεσα σε αυτά τα περάσματα, για να καταλάβουν ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτοί οι τολμηροί ληστές συκοφαντούνταν από πιο πανούργους κλέφτες. Δεκαεπτά περίπου μίλια από το τελευταίο τους μενζίλ έφτασαν στο χάνι τού Σουγκαΐν [Σογίκ, σήμερα Οζλέρ, 28 χλμ. δυτικά τού Άσκαλε], χτισμένο από τον σουλτάνο Μουράτ εκεί όπου ξεκινούσε το πιο τρομερό μέρος τού δρόμου. Κάποια γνώση των κινδύνων του εμφανιζόταν με τη μορφή είκοσι περίπου τάφων στημένων μερικά μέτρα από την πύλη τού χανιού, οι οποίοι σκέπαζαν τα λείψανα ισάριθμων ατόμων που σκοτώθηκαν σε πρόσφατο επεισόδιο με αυτούς τούς πειρατές ή πέθαναν αργότερα από τα τραύματά τους. Ο δικός τους δρόμος είχε κατεύθυνση 80° από νότο προς δύση και αφού ξανάσαναν τα ζώα τους, ξεκουράστηκαν οι ίδιοι και βεβαιώθηκαν ότι τα όπλα τους ήσαν γεμάτα, προχώρησαν μπροστά όλοι μαζί σε πολύ στενή φάλαγγα. Η τριανδρία των φρουρών τούς ικέτευε να κρατούν τα πιστόλια τους στα χέρια τους και να προσέχουν ιδιαίτερα προς κάθε κατεύθυνση. Έτσι, έχοντας σε συνεχή εγρήγορση τα μάτια και τα αυτιά τους, συνέχισαν να ιππεύουν προς τα εμπρός, σίγουρα μέσα από ένα από τα πιο θλιβερά τοπία που ο Πόρτερ είδε ποτέ. Εδώ δεν υπήρχαν απλώς θρύλοι για ληστείες και δολοφονίες. Ολόκληρο τον δρόμο ακολουθούσε η φοβερή τους επαλήθευση, παρέχοντας οδυνηρή μαρτυρία στις αφηγήσεις των οδηγών τους, καθώς έδειχναν τούς τάφους διαφόρων ταξιδιωτών, μερικούς σε ομάδες, άλλους πιο μοναχικούς, τούς οποίους οι αιμοσταγείς ήρωες των παραμυθιών είχαν καταβάλει. Ένας από τούς δικούς του τάταρ άκουγε αυτά που έλεγαν με συνεχώς μεταβαλλόμενη έκφραση, τής οποίας το σύμπτωμα νοσηρού θάρρους κηρύχθηκε απολύτως ανενεργό, όταν, στρέφοντας τα μάτια του σε ζευγάρι τάφων στα δεξιά τού δρόμου τους, ένας από τούς άνδρες του είπε ότι ανήκαν σε δύο γενίτσαρους, τούς αδελφούς του, για τούς οποίους ήξερε ότι είχαν συναντήσει το πεπρωμένο τους σε αυτό το φαράγγι πριν από κάποιον καιρό. Σε πολλά μέρη, μοναχικός σωρός από μαζεμένες πέτρες σηματοδοτούσε το σημείο όπου είχε πέσει κάποιος μόνος ταξιδιώτης, ενώ σε άλλα, τέσσερα ή πέντε μικρά αναχώματα, ή μερικές φορές ακόμη και δέκα ή δώδεκα σε ομάδα, έδειχναν πού ο ανταγωνισμός ήταν πιο πολυάριθμα θανατηφόρος. Με λίγα λόγια, ο Πόρτερ πίστευε ότι είδε περισσότερους από εκατό τάφους στην κοιλότητα αυτής τής κοιλάδας τού θανάτου. Ο Λόφος τού Αίματος έμοιαζε με ακηλίδωτη αθωότητα, σε σύγκριση με ό, τι είδαν και άκουσαν σε αυτό το φριχτό τοπίο. Πριν από πολύ λίγους μήνες, ένας από τούς τάταρ (ή αγγελιοφόρους) τής βρετανικής πρεσβείας και ένας έμπορος που ταξίδευε υπό την ευθύνη τού τάταρ, έπεσαν σε ενέδρα και λεηλατήθηκαν σε αυτή την κοιλάδα. Κατάφεραν να ξεφύγουν ζωντανοί, μόνο όταν έπεσαν στο ποτάμι. Παρέμειναν κρυμμένοι ανάμεσα στις συστάδες του μέχρι το επόμενο πρωί, όταν από τύχη, ή μάλλον από θεία πρόνοια, τούς ανακάλυψαν μερικοί άνθρωποι που ταξίδευαν από αυτόν τον δρόμο, οι οποίοι, αφού τούς παρέλαβαν, τούς έφεραν με κάρο στο Άσκαλε, όπου παρέμειναν δύο σχεδόν μήνες μέχρι να ανανήψουν από τις πληγές τους. Οι περισσότερες από αυτές τις συμπλοκές λάμβαναν χώρα τη νύχτα, πράγμα που ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Πόρτερ υποψιαζόταν ότι κάποιοι από τούς γειτονικούς χωρικούς ήσαν γενικά οι κύριοι δράστες, ενώ μια δεύτερη παρατήρηση που τού έγινε, ότι δηλαδή αν ένας τάταρ γινόταν αντικείμενο λεηλασίας, έχανε σχεδόν πάντοτε τη ζωή του, εμφανιζόταν επίσης ως επιβεβαιωτική απόδειξη τής ενοχής τους. Γιατί εκείνος γνώριζε πολύ καλά τα πρόσωπα των περισσότερων από αυτούς και επομένως δεν θα τού επέτρεπαν να ζήσει και να πει την ιστορία τού ποιοι ήσαν πραγματικά οι επιδρομείς αυτού τού περάσματος. Η μέρα ήταν μαζί τους και προχωρούσαν σταδιακά, χωρίς να συμβαίνει τίποτε που θα προκαλούσε πραγματικό συναγερμό, αν και, όπως πίστευε, οι περισσότεροί τους αισθάνονταν ένα είδος ανασταλτικής παύσης τού μυαλού κάθε φορά που προχωρούσαν προς σημείο ιδιαίτερα καλά προσαρμοσμένο για ενέδρα, φοβούμενοι μήπως ήταν γραφτό να προστεθεί κάποιος από τη συντροφιά τους στους γύρω σιωπηλούς σωρούς. Η συνηθισμένη μέθοδος επίθεσης σε ενέδρα, νύχτα ή μέρα, ήταν πυρά από ψηλά, ενώ μικρές ομάδες εξορμούσαν από τις χαράδρες των λόφων με πλεονέκτημα απέναντι στους ταξιδιώτες, που ήσαν τόσο σαστισμένοι, όσο εύκολα μπορεί να υποθέσει κανείς. Κάτω από αυτές τις ανησυχίες προχώρησαν όσο πιο γρήγορα επέτρεπαν οι δυσκολίες τού δρόμου για δύο ακόμη ώρες, στο τέλος των οποίων έφτασαν στην τελευταία διαδρομή ομολογούμενου τρόμου, δηλαδή σε τεράστιο χάσμα ή ζιγκ-ζαγκ ρωγμή, η οποία διέσχιζε την καρδιά των λόφων και ονομαζόταν εύστοχα Κοιλάδα τού Διαβόλου, όπου βρήκαν πολύ επικίνδυνο και ολισθηρό δρόμο για τα άλογά τους. [Για την Κοιλάδα τού Διαβόλου ή Σεϊτάν Ντερέσι θα διαβάσουμε και πιο κάτω στον Σμιθ.]

Όταν πέρασαν κι από εκεί, είχαν τελειώσει όλοι οι κίνδυνοί τους εκείνης τής ημέρας. Βγαίνοντας, οι δύο τάταρ τού Πόρτερ κραύγασαν και πυροβόλησαν με τα πιστόλια τους θριαμβευτικά. Δεν υπήρχε χριστιανός που δεν πρόσφερε ευχαριστίες προς ανώτερη δύναμη.

Ήταν δύο η ώρα όταν, αφήνοντας τον Καρασού να ελίσσεται μέσα στην κοιλάδα των μαύρων κακών στα αριστερά τους, άρχισαν να ανεβαίνουν ανηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε αμέσως πάνω από τα βουνά μπροστά τους. Οι ανηφόρες δεν ήσαν έντονες, αλλά γυμνές από βλάστηση, με ένα καχεκτικό έλατο εδώ κι εκεί, που φαινόταν να μαραίνεται ανάμεσα σε ποσότητες από χαλαρές πέτρες, οι οποίες κάλυπταν την επιφάνεια των υψωμάτων. Έκαναν περισσότερο από μία ώρα για να περάσουν από αυτή την οροσειρά, αλλά στο τέλος αυτού τού χρόνου κατηφόρισαν ευτυχώς σε μικρή κοιλάδα που καλλιεργούνταν και είχε γελάδια που μούγγριζαν, δίνοντας κάποια υπόσχεση έντιμου πολιτισμού με φιλοπονία. Πορεία μιας ακόμη ώρας τούς έφερε στις τέσσερις στο Καρακουλάκ [σήμερα Οτλούκμπελι], στο μενζίλ τους γι’ αυτή τη νύχτα. Δινόταν ονομαστικά ως απόσταση δεκατριών ωρών από το Άσκαλε, αλλά ο Πόρτερ δεν υπολόγιζε την απόσταση μεγαλύτερη από οκτώ αγάτς ή τριανταέξι μίλια. Το Καρακουλάκ ήταν μικρό χωριό που είχε εβδομήντα περίπου μωαμεθανικές οικογένειες και είκοσι Αρμενίων χριστιανών. Καθώς η αυριανή τους διαδρομή έφερνε σχεδόν τόσο κακές αναφορές, όσο εκείνη που είχαν περάσει σήμερα, απευθύνθηκαν αμέσως στον επικεφαλής αυτής τής μικρής κοινότητας, για να τούς συνοδεύσουν μερικοί από τούς υπηκόους του μέσα από την επικίνδυνη περιοχή του. Αλλά ούτε πειστικά λόγια, ούτε απειλές, ούτε χρήματα δεν μπόρεσαν να τον πείσουν να τούς διαθέσει έναν έστω άνθρωπο. Η δικαιολογία του ήταν εκείνη την οποία αρχικά οι τάταρ τού Πόρτερ δεν φαίνονταν να πιστεύουν, ότι δηλαδή υπήρχε τότε ανοικτός πόλεμος ανάμεσα στους ανθρώπους του και τούς Κούρδους των νότιων βουνών, ο οποίος απαιτούσε όλη τη δύναμή του, για να υπερασπίζεται κατά καιρούς τη δική του περιοχή. Ακόμη και στη μέση τής συζήτησης, ξαφνική αναταραχή στην άκρη τού χωριού απέδειξε την αλήθεια εκείνων που έλεγε με την εμφάνιση γεγονότος. Οι Κούρδοι είχαν εμφανιστεί λίγα μέτρα από τον τόπο και όλα σε μια στιγμή μετατράπηκαν σε θόρυβο και σύγχυση. Αλλά κοιτάζοντας, είδε ότι οι αναμενόμενοι επιδρομείς στο χωριό τώρα απομάκρυναν απλώς μερικά κοπάδια προβάτων και βουβαλιών, έχοντας τρέψει μισή ντουζίνα των ενόπλων βοσκών τους σε φυγή, μερικοί από τούς οποίους, μπαίνοντας βιαστικά στο μέρος με τις τρομακτικές τους περιγραφές, είχαν προκαλέσει αυτή την άμεση αναταραχή. Η σκηνή ήταν παράξενη για αλλοδαπό από την πολιτισμένη Ευρώπη, όπου όλα βρίσκονταν σε πανικό και διάθεση εκδίκησης —κραυγές, θρήνοι, κομπασμοί, φωνές και διαβουλεύσεις— καλώντας στα όπλα χωρίς σχέδιο είτε για άμυνα ή για επίθεση. Προσδιορίστηκε όμως πράξη αντιποίνων, η οποία επρόκειτο να λάβει χώρα την επόμενη μέρα, το χάραμα. Με λίγα λόγια αυτή ήταν η ζωή επιδρομών τούτων των ημιάγριων ντόπιων, που εισέβαλλαν από καιρό σε καιρό ο ένας στα σύνορα τού άλλου, έκλεβαν κοπάδι για κοπάδι, ανταπέδιδαν χτύπημα για χτύπημα. Και καθώς τέτοιες αποστολές σπάνια πραγματοποιούνταν χωρίς να κοστίσουν τις ζωές κάποιων από τη μία ή την άλλη παράταξη, η βεντέτα αίματος δεν επιτρεπόταν να σταματήσει ποτέ. Για παράδειγμα, δεν είχε περάσει καιρός που ο Πόρτερ είχε ακούσει από καλή πηγή στην περιοχή, ότι πριν από μερικές εβδομάδες οι άνδρες τού Καρακουλάκ είχαν επιδράμει στις ορεινές κοιλάδες των Κούρδων και γνωρίζοντας ότι οι άρρενες κάτοικοι των δύο από τα χωριά βρίσκονταν σε κάποια απόσταση σε παρόμοια αποστολή, οι έντιμοι κύριοι, φλεγόμενοι τώρα από αγανάκτηση για την κλοπή των δικών τους προβάτων, λεηλάτησαν τις αφύλακτες κατοικίες των εχθρών τους. Μεταξύ άλλων λαφύρων, προσκόμισαν 500 πουγγιά, όπου κάθε πουγγί περιείχε 500 γρόσια για τον αρχηγό τους, 300 από τα οποία έστειλαν αμέσως ως δώρο στον πασά τού Ερζερούμ. Αλλά δεν έπρεπε να υποθέτει κανείς ότι αυτός ο τρόπος συγκέντρωσης τού φόρου υποτέλειάς τους δεν θα αναγνωριζόταν γρήγορα από επίσκεψη, με τον ίδιο τρόπο, των πραγματικών ιδιοκτητών τού θησαυρού. Η επακόλουθη εκκρεμής κατάσταση στο κατάλυμά τους, όπου επικρατούσαν δύο συγκεχυμένες ιδέες, αν δηλαδή οι οπλισμένοι κάτοικοι έπρεπε να ήσαν οι πρώτοι που θα έκαναν την επόμενη επίθεση, ή αν έπρεπε να εμποδιστούν από τη σκέψη να αμυνθούν, τούς ανάγκασε να αναμένουν προστασία μόνο από τη δική τους ανδρεία. Αποφάσισαν λοιπόν να ξεκινήσουν νωρίς το επόμενο πρωί, χωρίς περαιτέρω σκέψη για επιπλέον φρουρά.

Στο μεταξύ ο Πόρτερ γνωρίστηκε με γέρο Αρμένιο, πρακτικό χειρουργό και γιατρό, ο οποίος έμενε δίπλα στην τρώγλη που ήταν το μενζίλ του. Ως αδελφός-χριστιανός, ο γέρος τού υπέβαλε πρώτα τα σέβη του και στη συνέχεια τού έστελνε, πολλές φορές κατά τη διάρκεια τής βραδιάς, μικρά δώρα με αποξηραμένα φρούτα, τυρί κλπ. Εκείνος δεν ήξερε άλλον τρόπο να ανταποδώσει αυτή τη φιλόξενη καλοσύνη, πέρα από το να τού δωρίσει ένα εργαλείο τού επαγγέλματός του. Είχε στην τσέπη του το νυστέρι, σύντροφο εκείνου που είχε προκαλέσει τόσο έντονο συναίσθημα χαράς πριν από τρία σχεδόν χρόνια, στο στήθος αξιόλογου Πέρση τής ίδιας ειδικότητας. Και όταν τώρα το έβαζε στο χέρι τού καλού του Αρμένιου, η αγαλλίασή του δεν ήταν λιγότερο ακατανίκητη. Αν μπορούσε να πάρει όλο το μικρό χειμερινό του απόθεμα μαζί του, θα τού τα είχε παραχωρήσει όλα σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για εκείνο που τού έδωσε τότε. Είπε ότι έχοντας δει κάποτε το πλεονέκτημα τέτοιου οργάνου στα χέρια Ευρωπαίου, που περνούσε από αυτή τη χώρα, επί δεκαπέντε χρόνια στη συνέχεια αναζητούσε το ίδιο, σχεδόν από κάθε ταξιδιώτη που περνούσε από τον δρόμο του. Αλλά καθώς απογοητευόταν πάντοτε, πολύ πριν εμφανιστεί ο Πόρτερ είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα ότι θα το ξανάβλεπε. Τέτοιο δώρο λοιπόν προς αυτόν, τη συγκεκριμένη στιγμή, φαινόταν σαν έργο μαγείας. Μάλιστα η έκσταση τού καλού ανθρώπου βρισκόταν πια σε τέτοια ένταση, που είχε αμφιβολίες αν θα πήγαινε να ξεκουραστεί, πριν ανοίξει πρώτα τις φλέβες ορισμένων από τούς γείτονές του από καθαρή απόλαυση, για να τούς δείξει τη μελλοντική τελειότητα τής πρακτικής του. Εδώ υπήρξαν δύο περιπτώσεις, και οι δύο με τα ίδια μέσα, στις οποίες βρήκε την επιστήμη να ανοίγει την καρδιά αυτών των κατά τα άλλα ακαλλιέργητων Ασιατών, με ανιδιοτελή χαρά για επιτεύγματα επωφελή για τούς συνανθρώπους τους. Οι επακόλουθες σκέψεις τού έδιναν μεγάλη ευχαρίστηση, όταν αναπολούσε πόσοι από αυτούς τούς Ασιάτες μελετούσαν τώρα, όχι μόνο τις επιστήμες στην Ευρώπη, αλλά σχεδόν ασυνείδητα εμποτιζόμενοι από αυτόν τον υψηλότερο τόνο αρχών, που μπορούσαν να αποκτηθούν μόνο στον χριστιανισμό.

11 Νοεμβρίου. Όταν παρατάχθηκαν σήμερα το πρωί ετοιμαζόμενοι για την αναχώρηση, βρήκε τούς τάταρ του να επαναλαμβάνουν την παλιά αναγκαιότητα για αυξημένους αριθμούς. Ο Αχμέτ αγάς δήλωνε ανοιχτά την ανησυχία του ότι θα τούς λήστευαν. Και ο Ισμαήλ αγάς, έχοντας κάποτε υποστεί αυτή τη συμφορά, ήταν εξίσου απρόθυμος να την επαναλάβει. Ο ίδιος δεν αμφέβαλλε ότι ο κίνδυνος τέτοιου γεγονότος ήταν αρκετά πιθανό να έκανε αναγκαία την αυστηρότερη προφύλαξη. Αλλά με τέτοιο ζευγάρι αποφασισμένων δειλών κάτω από στρατιωτική ενδυμασία, δεν ήταν τής τύχης του να προχωρήσει μπροστά. Ο δεύτερος ήρωας, όπως φαινόταν, ενώ ταξίδευε σε αυτό ακριβώς το έδαφος που βρίσκονταν τώρα για να το διασχίσει κάτω από αυτές τις ιδιαίτερα επικίνδυνες συνθήκες, είχε την ατυχία να δεχτεί επίθεση από δύο περιπλανώμενους ορεσίβιους. Ήταν πλήρως οπλισμένος, μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με τούς άγριους που τού επιτέθηκαν, αλλά κατάφεραν να τον ληστέψουν και να τον γδύσουν. Αφού τον έδεσαν σε δένδρο, τον χτύπησαν μέχρι που κουράστηκαν από το άθλημα τού ξυλοδαρμού γενίτσαρου. Στη συνέχεια τον άφησαν σε αυτή την ατιμωτική κατάντια, να έχει υποστεί την απώλεια πέντε πουγγιών, τριών ιδιοκτησίας τού πασά τού Καρς, δύο δικών του, καθώς και όλων των ρούχων του, συμπεριλαμβανομένου τού στιλέτου και των σκαλιστών πιστολιών του. Όχι μόνο. Οι ίδιοι οι κακοποιοί έφυγαν επίσης ιππεύοντας τα δύο δικά του άλογα σταθμού αλλαγής. Όταν διαπράττονταν μια τέτοια ληστεία, στις υποψίες εμπλέκονταν συνήθως οι σουρτζήδες ή οδηγοί των αλόγων αποσκευών. Σε όλους τούς πολέμους επιδρομών, αυτοί οι πλανόδιοι άνδρες θεωρούνταν γενικά ουδέτεροι, αλλά είτε από φόβο, ή από την επιθυμία να συμμετάσχουν στα λάφυρα, μερικές φορές εναρμονίζονταν με τον τσάπποβ (επιδρομέα), όταν θα μπορούσαν να είχαν καλπάσει μακριά προς την ασφάλεια, τουλάχιστον με κάποια από τα φορτωμένα ζώα.

Ο Σεντάκ και ο Πόρτερ στέκονταν ήσυχα παράμερα, κατά τη διάρκεια των κοινών προσπαθειών των δύο ηρώων τους να παρακινήσουν το χωριό και τον δικτάτορά του. Αλλά ούτε λόγια ούτε γρόσια είχαν μεγαλύτερη επίδραση το πρωί απ’ όση το βράδυ και δόθηκε απόλυτα αρνητική απάντηση. Είχε όμως φτάσει πια έντεκα η ώρα, όταν οι τάταρ πείστηκαν για την αναποτελεσματικότητα τής ευγλωττίας τους, ώστε να εξετάσουν την αναγκαιότητα να πορευτεί η ομάδα μόνη της. Έχοντας όμως πάρει θάρρος να ξεκινήσουν, καθώς το τελευταίο φορτωμένο τους ζώο ακολουθούσε τα βαριά βήματά τους έξω από το χωριό, ένας κοντός γέρος καμπούρης βγήκε μπροστά και πρόσφερε τις υπηρεσίες του να τούς οδηγήσει μέσα από τα βουνά. Τούς είπε ότι γνώριζε καλά τα μονοπάτια τους και ότι μπορούσε να τούς οδηγήσει από διαδρομές μακριά από τα επικίνδυνα κομμάτια, από τα οποία θα περνούσαν αν ακολουθούσαν τον κατευθείαν δρόμο. Δεν υπήρξε δισταγμός στην αποδοχή τής προσφοράς και παίρνοντας μαζί τον εθελοντή τους, ξεκίνησαν την πορεία. Η διαδρομή που ακολουθούσε ήταν ελικοειδής, αν και γενικά είχε κατεύθυνση 30° από βορρά προς δύση και περνούσε μέσα από ποικιλία ορεινού τοπίου, μερικές φορές πάνω από ωραίους λόφους βοσκοτόπων, άλλες ανάμεσα σε γυμνά προεξέχοντα βράχια, όπου ο Πόρτερ είδε εξαιρετικά δείγματα σιδηρομεταλλεύματος, όπως εκείνα που είχε βρει στα περίφημα ορυχεία τής Σουηδίας. Αφού ταξίδεψαν έτσι για δυόμιση ώρες, κατέβηκαν σε κοιλάδα τόσο απομακρυσμένη από συνηθισμένο πέρασμα, που δεν είχε κανένα δρόμο. Δεν ήταν όμως γυμνή από καλλιέργειες, ενώ υπήρχαν μερικά χωριά διάσπαρτα σε αυτήν. Ένα στενό ρέμα, που ονομαζόταν Λόρι Σου, ελισσόταν ανάμεσα στους ήπιους κυματισμούς της και ύστερα από πορεία προς τα βορειοδυτικά χυνόταν στον ποταμό Σορμάουν ή Σότμα. Πέρασαν από μικρή σύναξη από καλύβες, στις οποίες ο οδηγός τους έδωσε το όνομα Μπούσκι, στην καρδιά τής κοιλάδας. Η απόσταση από το Καρακουλάκ αναφερόταν ως τρεισήμιση ώρες, ενώ ένα περίπου μίλι πιο πέρα έφτασαν στο χωριό Λόρι [σήμερα Μπεσπουνάρ], που έδινε το όνομά του τόσο στον ποταμό όσο και στην κοιλάδα.

Έφτασαν σε άλλο χωριό ύστερα από ταξίδι μιας ώρας, πιο βορεινό, που ονομαζόταν Μικρό Λόρι [σήμερα Γιαζίμπασι], αλλά καθώς ολόκληρη η κοιλάδα δεν είχε πάνω από πέντε μίλια πλάτος, σύντομα τη διέσχισαν και πήραν και πάλι τα βουνά. Τη στιγμή που άρχιζε η ανάβασή τους, θορυβήθηκαν λίγο από παρέα τούρκων ιππέων, που έρχονταν καταπάνω τους, αλλά βλέποντας τούς τάταρ τους, σταμάτησαν. Διαφορετικά, θα τολμούσε να πει, αυτοί οι κύριοι, όπως και οι περισσότεροι περιπετειώδεις αδελφοί τους, δεν θα έχαναν ευνοϊκή ευκαιρία για λεηλασία. Ύστερη από πολλή κουβέντα χώρισαν. Έχοντας προχωρήσει κάποια απόσταση, πλησιάζοντας σε στενό πέρασμα, ο Σεντάκ παρατήρησε τα κεφάλια πολλών ανδρών να προβάλλουν πάνω από τα βράχια. Χωρίς να χάσει καιρό, ο Πόρτερ τούς έδειξε στους τάταρ, οι οποίοι οπισθοχωρώντας ομολόγησαν ότι δεν τούς άρεσε η εμφάνισή τους. Τότε ο Πόρτερ είπε στον Σεντάκ να ζητήσει από τον μικρό τους Εσόπ, που ήταν οπλισμένος μέχρι τα δόντια, να προχωρήσει μπροστά μαζί του και με τον ίδιο, «για να εξετάσουν τον δρόμο τους». Το έκαναν και οι άνδρες, βλέποντάς τους να καλπάζουν προς το μέρος τους, εξαφανίστηκαν μέσα στα ανώτερα τμήματα τού φαραγγιού. Ο οδηγός τους, καθώς και οι ίδιοι, πίστευε ότι είχαν πιάσει θέση εκεί όχι για καλό σκοπό και εξέφρασε την άποψη ότι αν δεν είχαν δείξει τολμηροί ή αν δεν είχαν υποθέσει ότι οι ιππείς εν όψει αποτελούσαν μέρος τής συντροφιάς τους, θα είχαν μεγαλύτερη δυσκολία να τούς κάνουν να εγκαταλείψουν την προηγούμενη θέση τους. Μισή ώρα από το Λόρι πέρασαν από χωριό που ονομαζόταν Όργκι, απ' όπου ξεκίνησαν άλλη πολύ επίπονη ανάβαση, η οποία τούς οδήγησε κατά μήκος των κορυφών σε φαινομενικά ατελείωτη σειρά λόφων, οι περισσότεροι από τούς οποίους ήσαν εν μέρει καλυμμένοι από δένδρα αρκεύθου και βελανιδιάς-νάνου. Η κατεύθυνση τής πορείας τους φαινόταν εξαιρετικά ποικίλη, αλλά προχωρούσαν κυρίως πολύ προς βορρά. Στις τέσσερις ξεκίνησε η κάθοδός τους σε κοιλάδα καλλιεργούμενη όπως εκείνη τού Λόρι και αφού ακολούθησαν τούς ελιγμούς της σχεδόν προς νότο, σταμάτησαν ακριβώς όταν τελείωνε η μέρα σε μικρό χωριό στους πρόποδες σειράς λόφων που ονομάζονταν Αλμαλή Νταγλάρ. Μέρος των ίδιων λόφων είχαν σκόπιμα αποφύγει λόγω των ξακουστών ληστών τους. Λαμβάνοντας υπόψη την άγρια κατάσταση τού τόπου, βρήκαν αρκετά ανεκτό κατάλυμα για τη νύχτα, αν και δεν ανταποκρινόταν σε μενζίλ για ταξιδιώτες. Το όνομα τού χωριού ήταν Μπαγνταλί [Μπιζγκιλί] και ένα εντυπωσιακό αντικείμενο βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από αυτό με τη μορφή ψηλού μυτερού λόφου, που είχε στην κορυφή του τάφο. Λεγόταν ότι σκέπαζε τα λείψανα κάποιας επιφανούς προσωπικότητας που ονομαζόταν Γιακόμπ Αμπντουλάχ. Το χωριό αναφερόταν ότι βρισκόταν σε απόσταση έξι ωρών από το Καρακουλάκ.

12 Νοεμβρίου. Ξεκίνησαν σήμερα το πρωί στις επτά, με τα ίδια άλογα, ανεβαίνοντας την κοιλάδα σε κατεύθυνση 70° από νότο προς δύση και σε μια ώρα βγήκαν από το φαράγγι τού τόσο επίφοβου περάσματος. Από το σημείο αυτό κάλπασαν μέχρι τη βάση των απέναντι λόφων, όπου σταματώντας οι τάταρ τους αποχαιρέτησαν τον αξιόπιστο οδηγό τους, ενώ πιο εγκάρδια έδωσαν συγχαρητήρια στον Πόρτερ και στους εαυτούς τους, που δεν υπήρχαν πια άλλα αντικείμενα φόβου σε όλη τη διαδρομή μέχρι την Κωνσταντινούπολη.

Στα αριστερά τους είδαν το χωριό Σαντόκ και κοντά σε αυτό μικρό ποτάμι με το ίδιο όνομα, το οποίο εύρισκε τον δρόμο του προς τον Σορμάουν έχοντας ελιχθεί μέσα στην κοιλάδα, στην οποία ο δρόμος τους είχε κατεύθυνση 70° από νότο προς δύση. Στις δέκα η ώρα βγήκαν σε εκτεταμένη κοιλάδα έντονα καλλιεργούμενη, απ' όπου ο ποταμός στρεφόταν σχεδόν στα δυτικά, ενώ συνέχιζαν την προηγούμενη πορεία τους με καλπασμό. Έχοντας ιππεύσει για τρία περίπου μίλια με αυτό τον ρυθμό, πέρασαν εξίσου γρήγορα μέσα από το χωριό Τσιφτλίκ [τη σημερινή κωμόπολη Κελκίτ], θέση που έδειχνε αξιοσέβαστη, με την πρόσθετη πρωτοτυπία ότι τα σπίτια φαίνονταν τολμηρά πάνω από το έδαφος! [Όλοι οι περιηγητές στο βιβλίο σημειώνουν ότι τα σπίτια στα περισσότερα αρμενικά χωριά, όπως και την εποχή τού Ξενοφώντος, ήσαν κάτω από το έδαφος.] Αυτό και μόνον το γεγονός μετέδιδε ζωή και αέρα πολιτισμού στο τοπίο, το οποίο ο Πόρτερ είχε ξεσυνηθίσει για κάποιο διάστημα. Επίσης δεν υπήρχαν οχυρωματικά έργα γύρω του (ούτε, καθώς προχωρούσαν, είδε τέτοια έργα γύρω από άλλα χωριά), πράγμα που μεγάλωνε την ελευθερία και τη φαιδρότητα τής εικόνας του. Δύο μίλια ακόμη τούς έφεραν στον σταθμό αλλαγής τού Γκέρμερι [ο Πόρτερ γράφει Γκέρμελλι, αλλά ο Σμιθ πιο κάτω γράφει σωστά Γκέρμερι, ενώ τώρα ονομάζεται Ακσογούτ], όπου έκαναν μικρή στάση, αφού ήταν ο καλύτερος από οκτώ σταθμούς στην ίδια περιοχή. Για το μεγαλύτερο μέρος τής διαδρομής σίγουρα είχαν προχωρήσει με ρυθμό έξι μιλίων την ώρα. Η απόσταση από το Μπαγνταλί, δηλαδή τον τόπο ανάπαυσής τους τής προηγούμενης νύχτας, ονομαζόταν πέντε αγάτς και την κάλυψαν σε τρισήμιση ώρες.

Ύστερα από σύντομο κολατσιό με καφέ και ψωμί, ξεκίνησαν από το Γκέρμερι με ξεκούραστα άλογα στις δώδεκα. Ο δρόμος ανέβαινε ακόμη την κοιλάδα, η οποία σταδιακά τούς έφερε σε πολύ όμορφη ποικιλία δασικού τοπίου. Μερικές φορές ίππευαν μέσα από δάση ελάτης και βελανιδιάς, ενώ άλλες, ανεβαίνοντας τούς εξίσου σκιερούς λόφους, ξαφνικά εκτείνονταν πάλι σε πλούσια καλλιεργούμενα σημεία. Όλα αυτά γίνονταν ακόμη πιο ευχάριστα από τη ζωντάνια τής διαρκούς συνάντησης με κάρα βουβαλιών φορτωμένα με ξυλεία και καραβάνια εμπορευμάτων με ταξιδιώτες. Στο τέλος δώδεκα μιλίων, μεγάλος τάφος φάνηκε στο αριστερό μέρος τού δρόμου. Η πορεία τους είχε τώρα κατεύθυνση 30° από νότο προς δύση και στις τρεις έφτασαν στο όμορφο χωριό Σαϊράν [ο Πόρτερ γράφει Σαϊράν, αλλά ο Σμιθ πιο κάτω γράφει Σεχεράν, ενώ σήμερα λέγεται Σιράν], που απείχε από το προηγούμενο τέσσερα αγάτς. Έφτασαν σε τρεις ώρες, καλπάζοντας σε όλο σχεδόν τον δρόμο. Εδώ οι τάταρ γευμάτισαν και ευτυχώς, καθώς δεν καθυστέρησαν να τούς δώσουν άλογα, ξεκίνησαν και πάλι στις πέντε. Ο δρόμος τους συνεχιζόταν μέσα από παρόμοιες δασικές περιοχές όπως και πριν, αλλά με την ομορφιά τής σκιάς, που βάθαινε σε κατήφεια καθώς οι σκιές τού δειλινού πλησίαζαν. Όταν σκοτείνιαζε, συνάντησαν ομάδα Περσών που επέστρεφαν από την Αγγλία. Ήσαν οι ίδιοι τούς οποίους ο Αμπάς Μίρζα είχε στείλει εκεί πριν από μερικά χρόνια, υπό τη φροντίδα τού συνταγματάρχη ντ' Αρσύ, για να διδαχτούν διάφορα επαγγέλματα και μηχανολογικές εργασίες. [Ο Αμπάς Μίρζα ήταν Πέρσης εκσυγχρονιστής (1789-1833), γιος τού Φατ Αλή, σάχη τής Περσίας (1797-1834), που προοριζόταν ως διάδοχός του, αλλά πέθανε πριν από τον πατέρα του.]

Η συζήτησή τους ήταν σύντομη και προχώρησαν. Ήταν πια εντελώς σκοτεινά και αμέσως μετά τον χωρισμό από τούς Αγγλο-Πέρσες, είχαν την ατυχία να χάσουν τον δρόμο τους. Από εκείνη την ώρα μέχρι τα μεσάνυχτα συνέχιζαν να περιφέρονται μέσα στο διαπεραστικό κρύο, στρεφόμενοι κάθε φορά σε άλλη κατεύθυνση, εκτός από την σωστή, ώσπου τελικά, κουρασμένοι από την άκαρπη αναζήτησή τους μέσα σε ατελείωτο λαβύρινθο δένδρων, στεγάστηκαν για λίγες ώρες σε άθλια τρώγλη, όπου άναψαν φωτιά και βράζοντας λίγο καφέ, πρόσφεραν στους εαυτούς τους όση άνεση μπορούσαν, μέχρι να έρθει η μέρα και να τούς φέρει το φως.

13 Νοεμβρίου. Ένας καλός ύπνος σύντομα εξαπάτησε τον Πόρτερ για τον χρόνο που είχε περάσει και στις πέντε το πρωί έφυγαν από το φιλικό υπόστεγο, για να βρουν τον δρόμο τής εξόδου τους από το δάσος ή, θα λέγαμε, για να βρουν τον κατευθείαν δρόμο. Μιας ώρας περιπλάνηση τούς έφερε τελικά στον στόχο τους και προχώρησαν στο σημείο που ονομαζόταν ντερμπέντ και ήταν μικρός σταθμός χωροφυλάκων. Αν και τώρα βρίσκονταν στον δρόμο, εξακολουθούσαν να περιβάλλονται από το δάσος, το οποίο, καθώς προχωρούσαν με κατεύθυνση 55° από βορρά προς δύση, φαινόταν ατελείωτο. Για τέσσερις ακόμη ώρες ίππευαν μέσα από ξέφωτα, αλσύλλια και πανύψηλα δάση, χωρίς πιο ήμερα αντικείμενα ρομαντικού σκηνικού που θα μαλάκωναν το τοπίο. Στο τέλος αυτού τού χρόνου έφτασαν στις όχθες όμορφου μικρού ρέματος που ονομαζόταν Καρά Τσάι. Ο δρόμος προχωρούσε στην άκρη του για αρκετή απόσταση, προσφέροντάς τους πολλή ευχαρίστηση από τις αντιθέσεις που παρουσίαζε ως προς την προηγούμενη διαδρομή τους. Πολλοί μύλοι εργάζονταν στις όχθες και η αγροτιά ήταν απασχολημένη σε αυτούς ή δούλευε στις πράσινες και πλούσια καλλιεργούμενες πλαγιές, που απλώνονταν από εκεί σε κάθε πλευρά μέχρι τις παρυφές τού δάσους. Μεγάλη οροσειρά υψωνόταν στα δεξιά τους και φαινόταν να φράζει τη Μαύρη Θάλασσα. Ολόκληρη αυτή η μεγάλη γραμμή σχημάτιζε εκείνο που ονομαζόταν τώρα Ατζά Νταγλάρ, αλλά το οποίο, σύμφωνα με τον Στράβωνα, ήταν παλαιότερα γνωστό με το όνομα Σκυδίσσης. Ο κλάδος που σηματοδοτούσε την πορεία τού Καρά Τσάι ονομαζόταν εκείνος τού Σούμπχανε Νταγλί.

Βρίσκονταν τώρα στην αρχαία Καππαδοκία και πλησίαζαν γρήγορα περιοχή που έγινε γνωστή ως το βασίλειο τού Μιθριδάτη. Στις εντεκάμιση έφτασαν σε τεράστια κορυφογραμμή λόφων, που έτρεχαν στα νότια τής προαναφερθείσας οροσειράς και οι οποίοι έφεραν το όνομα Μουσσαλίμ-Οβεντάν. Μεγάλη κυκλοφορία περνούσε από αυτές τις περιοχές, λόγω των ποσοτήτων στυπτηρίας που παραγόταν από αυτά τα υψώματα. Παραγόταν επίσης πίσσα από το κάψιμο των δένδρων στο δάσος, η οποία στελνόταν μέσω Τραπεζούντας στην Πόλη.

Η κατάβαση από το Μουσσαλίμ ήταν πολύ απότομη, ενώ από τη χαλαρή κατάσταση των εδαφών της επιβαρυνόταν με μεγάλες πέτρες, που κατρακυλούσαν δυσάρεστα καθώς και επικίνδυνα. Ο δρόμος διακοπτόταν επίσης από μικρές λίμνες στάσιμων υδάτων, που τούς ανάγκαζαν σε πολλά μέρη να βρουν πιο κυκλική διαδρομή. Με τις πηγές μέσα και με τις επιπτώσεις τής τήξης των πάγων και των βροχών επί τής επιφάνειας κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών τού έτους, το έδαφος αποσυντίθετο τόσο, που τεράστια κομμάτια γης, κάποια με μήκος πολλές εκατοντάδες μέτρα, ξεκολλούσαν από την κάτω κορεσμένη μάζα και όπως συνέβαινε σε παρόμοια ατυχήματα στους λοφώδεις τυρφώνες τής Ιρλανδίας, γλιστρούσαν κάτω στην κοιλάδα. Όταν αυτές οι φοβερές χιονοστιβάδες χώματος και πέτρας βρίσκονταν σε κίνηση, μερικές φορές συνέβαιναν οι πιο θανατηφόρες καταστροφές σε ανθρώπους και άλογα. Το όνομα τού βουνού προερχόταν από γεγονός αυτού τού είδους, το οποίο η παράδοση κατέγραφε ότι συνέβη σε βασιλιά τής Τραπεζούντας, ο οποίος, πορευόμενος από αυτό το πέρασμα κατά τη διάρκεια τής ελώδους εποχής για να εισβάλει σε χώρα στα δυτικά, θάφτηκε ξαφνικά με ολόκληρο τον στρατό του από την πτώση τού μισού βουνού.

Ολόκληρη η χώρα από εδώ και πέρα παρουσίαζε μεγαλειώδη χαρακτηριστικά. Βαθιές κοιλάδες και καταπληκτικά απομονωμένα υψώματα στέκονταν σαν ενιαία βουνά, ενώ κάθε τεράστιος μαύρος βράχος έσπαγε σε χίλιους απόκρημνους γκρεμούς. Πέρα από αυτούς υψώνονταν άλλοι, πλαισιώνοντας την κοιλάδα, σωρός πάνω από τον σωρό, αναμιγνύοντας τις ελικοειδείς κορυφές τους με τα αιωρούμενα σύννεφα. Στα πόδια τους απλωνόταν μακρά και ελισσόμενη κοιλάδα ασυνήθιστης βλάστησης με αφθονία ωραίων δένδρων, που ποτιζόταν από την πλούσια ροή τού ορμητικού Οβαντμίς Τσάι [σήμερα Αβουτμούς Τσάι]. Σε ένα από τα πιο εμφανή από τα μαύρα απομονωμένα βράχια είδαν το φρούριο τού Καράχισαρ. Στεκόταν πάνω από τη μικρή πόλη, όπου επρόκειτο να αλλάξουν τα άλογά τους. Πλησιάζοντας διέσχισαν το ποτάμι από πέτρινη γέφυρα δύο αψίδων, που υποστηριζόταν από αντηρίδες τού συμπαγούς βράχου, ενώ από εκεί προχώρησαν μέσα από χωράφια και κήπους, δενδροστοιχίες με λεύκες και άλση οπωροφόρων δένδρων, οι πλούσιες φθινοπωρινές αποχρώσεις των οποίων έκαναν πιο εντυπωσιακό τον ζοφερό τόνο τού γύρω τοπίου. Προχωρώντας ανέβηκαν σταδιακά τη μεγάλη αγκαλιά τής κοιλάδας προς τα βορειοδυτικά, όπου πέρασαν από το χωριό Ταμζάρ [σήμερα Ταμζάρα], που ήταν επίσης το όνομα αυτής τής σκοτεινής οροσειράς, ενώ πλησιάζοντας στο Καράχισαρ, αρκετά καλοφτιαγμένα σπίτια στόλιζαν τον δρόμο. Στις δυόμιση έφτασαν στην πόλη, που παρεχόταν ονομαστικά ως απόσταση δεκαέξι ωρών από το Σαϊράν [σήμερα Σιράν], αλλά, όπως πίστευε ο Πόρτερ, δεν υπερέβαινε τα τριανταέξι μίλια.

Η θέση τού φρουρίου φαινόταν απρόσιτη. Ο βράχος πάνω στον οποίο βρισκόταν έμοιαζε με εκείνον τού κάστρου τού Εδιμβούργου και ήταν σχεδόν διπλάσιος σε ύψος. Απλωνόταν σε όλη την κορυφή, αλλά οι τρομερότεροι σε αριθμό πύργοι εμφανίζονται στο βόρειο άκρο. Κάτω από το δυτικό φρύδι και ακριβώς πάνω στην πλαγιά τού βράχου, εκεί όπου η κατωφέρεια ήταν λιγότερο απότομη απ’ όσο στις άλλες πλευρές, ήταν χτισμένο το μεγαλύτερο μέρος τής πόλης. Τα σπίτια ήσαν κυρίως διώροφα και στέκονταν σε σειρές η μία πάνω από την άλλη. Δύο τζαμιά και ένας μιναρές υψώνονταν ανάμεσά τους. Το σύνολο έδινε την υπόσχεση εσωτερικής άνεσης, που δεν ήταν πιθανό να επαληθεύεται και μέσα από τα τείχη. Τετρακόσιες οικογένειες αποτελούσαν τον πληθυσμό του, πενήντα από τις οποίες ήσαν χριστιανικές. Ο σταθμός αλλαγής αλόγων ήταν καλός και οι άνθρωποι ευγενικοί. Ο Πόρτερ είχε την απόλαυση να φάει λίγο σταρένιο πιλάφι, αφού από τη νύχτα που σταμάτησαν στο Μπαγνταλί δεν είχε φάει τίποτε, εκτός από κάποιες μικρές μερίδες ψωμιού. Ευτυχώς βρήκαν άλογα έτοιμα για άμεση αναχώρηση, πλεονέκτημα που δεν έπρεπε να αφήσουν ανεκμετάλλευτο, λόγω τού φόβου μήπως χαθούν. Έτσι, γι’ αυτόν και μόνο τον λόγο, αν και ξεκινώντας πάλι το ίδιο απόγευμα θα τούς έφερνε σε νυχτερινό ταξίδι που θα τού στερούσε πολλά μοναδικά ωραία τοπία, δεν μπορούσε να κρίνει φρόνιμο να καθυστερήσουν μέχρι το πρωί. Στις τεσσερισήμιση λοιπόν ξανανέβηκαν στα άλογα και έφυγαν από το Καράχισαρ, τού οποίου το όνομα σήμαινε κυριολεκτικά Μαύρο Κάστρο.

Image

Από το Καράχισαρ στην Αμάσεια (1819)

Η κατεύθυνσή τους ήταν 45° από νότο προς δύση, σε ήπια κατάβαση σε περιοχή με πολύ άγρια χαρακτηριστικά. Αποτελούνταν όλη από ατελείωτες σειρές σκούρων τεράστιων βουνών, ριγμένων μαζί στις πιο άγριες μορφές χαοτικών αντιθέσεων.2 Αλλά αυτή η σεβάσμια συνάθροιση των πιο αχανών υλικών τής φύσης επεκτάθηκε σε ακόμη πιο τρομερό μεγαλείο καθώς πλησίαζαν ψηλότερη περιοχή, όπου κάποιες τεράστιες αναταράξεις τής γης φαινόταν ότι είχαν σχίσει τούς ορεινούς σωρούς της με περισσότερη από τη συνηθισμένη οργή. Ύψη, βάθη και σπηλαιώδη σκοτάδια τρόμαζαν το μάτι κατά την πορεία τους, αν και ο Πόρτερ πίστευε ότι δεν ήταν απίθανο να υπερέβαλλε τη μπροστά του φοβερή εικόνα η κατήφεια τού σούρουπου, που πρόσθετε στη φυσική μαυρίλα των βουνών μπερδεύοντας τα περιγράμματα των αντικειμένων και αναμιγνύοντας σκιές με την πραγματικότητα. Σε μιάμιση περίπου ώρα βρέθηκαν στην πεδιάδα πολύ μεγάλης κοιλάδας που περιβαλλόταν από βουνά. Δεν φαινόταν κανένας τρόπος να τα διασχίσουν, παρά μόνο μέσα από τεράστιο χάσμα, σχισμένο προφανώς στην καρδιά ενός προς τα νοτιοδυτικά.

Πλησιάζοντας πέρασαν από τεράστια γυμνή μάζα βράχου που στεκόταν σε πανύψηλη πυραμιδική μορφή στα αριστερά τους. Ονομαζόταν Νταμόν Καγιά, τυλιγμένος στα σύννεφα λόφος, και το όνομα θα δώσει κάποια ιδέα για το ύψος του που τρυπούσε τον ουρανό. Μέρος τής βάσης του βρεχόταν από το κύριο ρεύμα τού μεγάλου ποταμού τής περιοχής, ένας κλάδος τού οποίου, με την τοπική ονομασία Οβαντμίς, πότιζε την κοιλάδα τού Ταμζάρ, αλλά εδώ ονομαζόταν Ντεριμαούνυ ή Κελκίτ Τσάι και ύστερα από ελικοειδή πορεία μέσα από την κοιλάδα τού Κογιούλχισαρ, κατά τη διάρκεια τής οποίας αυξανόταν από πολλά μικρά ρέματα και έπαιρνε το όνομα Σαουρμαντζή Σου, κυλούσε προς τα δυτικά και τα βόρεια, μέχρι που χυνόταν στη Μαύρη Θάλασσα με τη νέα ονομασία Κερσανμπούρ ή Τέρμα Ιρμάκ, εκείνη τού παλαιού Θερμώδοντα, τού μεγάλου εμπορικού ποταμού τού Πόντου. [Εδώ ο Πόρτερ έχει κάνει προφανώς λάθος. Ο ποταμός που περιγράφει είναι ο Λύκος (Κελκίτ), ο οποίος χύνεται στον Ίρι (Γεσίλ Ιρμάκ) βόρεια τής Αμάσειας και δεν έχει σχέση με τον γειτονικό (κοντά στις εκβολές του) Τέρμε Ιρμάκ ή Θερμώδοντα.]

Όταν είχαν φτάσει στο επίπεδο έδαφος κοντά στον τυλιγμένο στα σύννεφα λόφο, διαβήκαν αυτό το κάποτε διάσημο ρέμα σε σημείο, όπου η τωρινή του ροή δεν ξεπερνούσε τα σαράντα πόδια σε πλάτος, αλλά η βαθιά, πετρώδης κοίτη του, τριπλασίαζε το πέρασμα, παρέχοντας μαρτυρία ευρύτερης πλημμύρας σε ορισμένες εποχές. Όχι πολύ μακριά, ο Πόρτερ παρατήρησε γέφυρα με πολλές καμάρες. Από εδώ μπήκαν γρήγορα στη ρεματιά, οι ελικοειδείς βράχοι τής οποίας περιόριζαν πιο στενά το ποτάμι, αυξάνοντας το βάθος και τις αναταράξεις του. Ακούγοντας την ορμητικότητα και τη ζωντάνια τού νερού, άρχισαν να ανεβαίνουν ένα από τα απόκρημνα όριά του προς τα δυτικά, όπου σύντομα τούς τύλιξαν όλες οι δυσκολίες μιας τέτοιας διαδρομής σε τέτοιαν ώρα. Ήταν πια απόλυτο σκοτάδι και επομένως μπορούσαν μόνο να φανταστούν και να αισθανθούν τον δρόμο τους ή εδώ κι εκεί να εκτιμήσουν παροδικά την πορεία από το αχνό φέγγος των αστεριών. Δεν είχαν καθόλου φεγγάρι και ένα τόσο αδύναμο φως, που έλαμπε για λίγο θαμπά πριν εξαφανιστεί και πάλι, φαινόταν στην πραγματικότητα να αυξάνει παρά να μειώνει την αμηχανία τους, υψώνοντας σε απόκρημνους σωρούς μέχρι τα σύννεφα τα τεράστια αντικείμενα που έπρεπε να ανεβούν και βαθαίνοντας τα πρανή που έπρεπε να κατεβούν σε κόλπους τρομακτικής μαυρίλας. Επίσης η σιωπηλή ακινησία όλων γύρω, εκτός από τον κανονικό βηματισμό των αλόγων τους πάνω στον πετρώδη δρόμο και τη μακρινή ορμή των νερών στο χάσμα κάτω, έδινε πιο φοβερή εντύπωση στους έγκλειστους βρυχηθμούς των τελευταίων, καθώς αντιλαλούσαν εκατό φορές, από τη μεγάλη άβυσσο των προεξεχόντων βράχων, κάτω από τούς οποίους αγωνίζονταν να ανοίξουν τον δρόμο τους. Με λίγα λόγια, απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει μέσα στη σκοτεινιά, κάθε βήμα που έκανε τον οδηγούσε να παραπονιέται περισσότερο που είχε υποχρεωθεί να ταξιδέψει τέτοιο τοπίο στο σκοτάδι τής νύχτας. Συχνά δεν μπορούσε να αποφύγει να ξεσπάσει σε επιφωνήματα θαυμασμού και λύπης. Μάλιστα είχε διακρίνει αρκετά για να πειστεί, ότι εκείνο που είχε χάσει τότε από αυτόν τον κλάδο τού κραταιού Ταύρου, ήταν μακράν η πιο μαγευτική και πανέμορφη χώρα που θα μπορούσε να είχε δει κατά τη διάρκεια ολόκληρης τής ανατολικής του περιοδείας. Κι άλλες περιστάσεις, πέρα από εκείνες τής όρασης, εντύπωσαν σίγουρα αυτή την ιδέα και καμία περισσότερο από τούς συνεχιζόμενους κινδύνους τού δρόμου τους. Τα στενά ορεινά μονοπάτια που ακολουθούσαν τον έκαναν συχνά να ανατριχιάζει, μήπως ένα γλίστρημα τού ζώου που ίππευε τούς έριχνε μαζί στα τεράστια χάσματα πιο κάτω, σε βουτιά πολλών εκατοντάδων κατακόρυφων ποδιών. Εδώ, όφειλε να ομολογήσει, ένιωσε τα νεύρα του να δονούνται, ενώ συχνά αναφωνούσε από μέσα του «Πόσο τρομακτικό!» Αλλά ήταν βέβαιος για το γεγονός ότι τότε ανέβαιναν γκρεμούς και περνούσαν από βραχώδεις προεξοχές, που μόλις και μετά βίας χωρούσαν σε πλάτος ένα μόνο άλογο, σε άκρες γκρεμών τόσο τρομερά ψηλών, που με το καθαρό φως τής ημέρας δεν θα τολμούσε ούτε καν με τα πόδια. Πάντοτε είχε την απορία, πώς άραγε κατάφεραν τα ζώα τους τέτοιες διαδρομές, ορισμένα μάλιστα έχοντας στις πλάτες τους τα βαριά κιβώτια που είχε φέρει από τη Βαβυλώνα. Έτσι φορτωμένα, σκαρφάλωναν πάνω από τα πιο επικίνδυνα σημεία, ενώ ήταν τόσο σκοτεινά, που φαινόταν να τα οδηγεί μόνο κάποιο υπερφυσικό ένστικτο. Με τον ίδιο τρόπο κινούνταν με απαρέγκλιτο ρυθμό κατά μήκος των στενότερων κορυφογραμμών, με τείχος βράχου να πιέζει από τη μία πλευρά και με το κεκλιμένο μονοπάτι να υποχωρεί από τα βήματά τους από την άλλη. Τα άλογα αποσκευών πορεύονταν σε γραμμή. Εκείνο που καθιστούσε την προέλασή τους πιο εντυπωσιακή, ήταν ότι ήσαν όλα δεμένα μεταξύ τους, από την ουρά τού ενός στο καπίστρι τού άλλου. Ο ίδιος ήταν εντελώς παραδομένος στο μικρό πλάσμα που ίππευε, αφού ούτε μια φορά δεν άγγιξε το χαλινάρι του. Η πλήρης επίγνωση αυτής τής εξάρτησης ήταν ο μοναδικός του τρόπος ασφάλειας. Τότε το ζώο αισθανόταν αυτοπεποίθηση, βρίσκοντας το κεφάλι του εντελώς ελεύθερο, η ευαισθησία τού οποίου, αν ελεγχόταν εσφαλμένα, το έριχνε πάντοτε στο έδαφος. Με αυτό τον τρόπο συνέχισαν να ταξιδεύουν όλη τη νύχτα, μερικές φορές αναρριχώμενοι στα βουνά, όπως περιγράφηκε, άλλες κατηφορίζοντας σε ελισσόμενες κοιλάδες και συνεχίζοντας την πορεία τους κατά μήκος τής άκρης τού ποταμού. Πολλές βαθιές και στενές ρεματιές οδηγούσαν τα βραχώδη κανάλια τους στην κοιλάδα, φέρνοντας καθεμιά τον παραπόταμό της σε αυτή την απομονωμένη περιπλάνηση τού Θερμώδοντα.

14 Νοεμβρίου. Στις δύο περίπου σήμερα το πρωί άφησαν τις όχθες τού ποταμού, αλλά για μεγάλο διάστημα εξακολουθούσαν να ακούν τη ροή του στα αριστερά τους, ενώ άρχιζαν να ανεβαίνουν στην όψη τού τελευταίου βουνού, που παρεμβαλλόταν ανάμεσα σε εκείνους και τον προγραμματισμένο τόπο στάθμευσής τους. Η πορεία του ξεπερνούσε σε κινδύνους όσους δρόμους είχαν περάσει μέχρι τώρα, όντας πολύ τρομακτικό ζικ-ζακ, που έφτανε σε τόσο τεράστιο ύψος και όπου όλες οι άλλες πανύψηλες στήλες, στις οποίες είχαν σκαρφαλώσει τελευταία με τόσο άμεσο κίνδυνο, όταν ξημέρωσε, φαίνονταν πολύ κάτω από αυτό το βουνό. Η πορεία και η επίδραση τού φωτός που ξετυλιγόταν πάνω σε τέτοιο σκηνικό όπως αυτό, ήταν δύσκολο να περιγραφεί. Ήταν πραγματικά κυνήγι των σκιών. Και οι φοβερά σκοτεινές και άμορφες εμφανίσεις, που σάρωναν τις ψηλές κορυφές, φτερούγιζαν διαδοχικά μακριά, ανάμεσα στα μαύρα και γεμάτα ατμούς χάσματα, προς το κάτω μέρος των βουνών. Στην πορεία τους πάνω από την κορυφή αυτού τού τελευταίου υψώματος, πέρασαν από τα ερείπια φρουρίου που ονομαζόταν φρούριο τού Κογιούλχισαρ, ενώ αμέσως μετά ξεκίνησε η κάθοδός τους σε στενή κοιλάδα, αλλά από διαδρομή ακόμη περισσότερο σχεδόν κατακόρυφη από το ζιγκ-ζαγκ τής ανάβασής τους. Εκεί βρισκόταν το μενζίλ τους, σε χωριό με όνομα ίδιο με το παλαιό φρούριο. Με χαρά ξεπέζεψαν μπροστά στη μικρή ταπεινή του πόρτα στις τέσσερις. Ήσαν έντεκα ώρες από το Καράχισαρ και αυτή ήταν ακριβώς η απόσταση που υπολογιζόταν από τούς ανθρώπους τής χώρας, αλλά σε αγγλική μέτρηση θα την ονόμαζε τριάντα μίλια. Προσωπικά ήταν τόσο κουρασμένος από την τόση ώρα που καθόταν στη ράχη τού αλόγου και κάτω από τέτοιες πρόσθετες νυχτερινές ανησυχίες, που αισθάνθηκε πολύ χαρούμενος ρίχνοντας το κορμί του σε χαλί σε μια γωνία τού δωματίου τού σταθμού αλλαγής, ώστε να μη σκεφτεί να πάρω οποιοδήποτε αναψυκτικό. Έτσι άφησε τον Σεντάκ και τούς τάταρ του να απολαύσουν ναργιλέδες και καφέ, ενώ αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Όμως στις έξι η ώρα τον ξύπνησε το συνηθισμένο σάλπισμα σε αυτά τα μέρη. Οι τάταρ και οι άνθρωποι τού σταθμού φιλονικούσαν για τα άλογά τους, για κανένα από τα οποία δεν ζητούσαν λιγότερα από έξι γρόσια και μάλιστα δεν θα τούς τα διέθεταν αμέσως. Αυτό το στάδιο τής διαδρομής, καθώς και το επόμενο, είχαν το μοναδικό προνόμιο να παίρνουν τα άλογα από τα διάφορα γειτονικά χωριά. Ο Αχμέτ αγάς λοιπόν ήταν υποχρεωμένος να δεχτεί τούς όρους τους, ενώ, επειδή ήθελαν έντεκα άλογα, ολόκληρη η υπόλοιπη μέρα πέρασε μέσα σε αυτή την κυριαρχία βρωμιάς και σύγχυσης, συνηθισμένης σε τουρκικό σταθμό αλλαγής, μάταια περιμένοντας ανά πάσα στιγμή την άφιξη τού μόνου μέσου διαφυγής τους. Η ακίνητη απάθεια με την οποία οι υπηρέτες τού τόπου συνόδευαν την παρότρυνση των τάταρ να επιταχύνουν αυτές τις παρελκυστικές διαδικασίες, ήταν ανυπόφορη. Όσο για το μεγάλο κεφάλι με το τουρμπάνι, τον ίδιο τον επικεφαλής τού τμήματος, την πεμπτουσία τής περήφανης άγνοιας, αφού πήρε στα χέρια του τα γρόσια, όλες οι διαμαρτυρίες και οι απειλές τού Αχμέτ αγά που απευθύνονταν σε αυτόν, θα μπορούσαν κάλλιστα να απευθύνονται στον αέρα. Καθόταν ακίνητος, κοιτάζοντας και τούς δύο κραυγάζοντες γενίτσαρους (γιατί τού επιτίθεντο και οι δύο) με την πιο ανενόχλητη σιωπηλή αδιαφορία. Όσο περισσότερο τού τόνιζαν τη σημασία για τον Φράγκο τής γρήγορης συνέχισης τού ταξιδιού, τόσο πιο καθοριστικά κουτή φαινόταν να ήταν η συμπεριφορά του. Με λίγα λόγια, ο ήλιος ανέτειλε και έδυσε δύο φορές, πριν δουν σημάδια ότι ο γέρος κατεργάρης κινούνταν για την εκπλήρωση τού συμβολαίου του. Αυτό ήταν αλλαγή για τον Πόρτερ. Γιατί αν ένας Πέρσης παρόμοιου επαγγέλματος τολμούσε να μεταχειριστεί Ευρωπαίο ταξιδιώτη με τέτοια ανεντιμότητα και αυθάδεια, το φιλόξενο πνεύμα εκείνης τής χώρας θα επέτρεπε άμεση επανόρθωση, ακόμη και από το ραβδί ή το μαστίγιο τού θιγόμενου προσώπου. Αλλά σε αυτές τις τουρκικές περιοχές, ένας Φράγκος δεν τολμούσε να κουνήσει το δάχτυλο σε Οσμανλή (Οθωμανό) και συνεπώς, ανεξάρτητα από τη ζημιά του, έπρεπε να υποταγεί ήσυχα.

Όσον αφορά την τροφή στον σταθμό αλλαγής αλόγων, αφού ικανοποιούσε τον εαυτό του με ψωμί, αυγά και καφέ, δεν διαμαρτυρόταν για περιορισμό από αυτή την άποψη. Αλλά οι τάταρ ήσαν εξοργισμένοι με τόσο στοιχειώδη διατροφή και κάθε φορά που εμφανιζόταν μπροστά τους το γεύμα, η οργή τους ξεσπούσε σε βρισιές. Όλοι οι άνθρωποι που σταματούσαν σε αυτά τα μέρη, είτε είχαν τον βαθμό τού βεζίρη, τού πασά και τού σερασκέρη, είτε ήσαν κύριοι ή υπηρέτες, κάθονταν κάτω οκλαδόν για το ίδιο γεύμα με τούς ανθρώπους τού ξενώνα, από τον υπερήφανο κάτοχό του μέχρι τον κατώτερο που καθάριζε γαβάθες, και έσμιγαν τα δάχτυλά τους στο μεγάλο γενικό πιάτο. Αυτό το τεράστιο συνονθύλευμα βρισκόταν στη μέση τού δίσκου, σε χαμηλό στρογγυλό τραπέζι, που συνήθως έβγαινε με τόσα κομμάτια ψωμί, όσοι ήσαν οι επισκέπτες. Τα άλλα συστατικά τού πρωινού ήσαν συχνά πηχτό γάλα με δύο πλάκες πηχτό τυρί κατσίκας, λίγο μέλι και λίγο σιρόπι σταφυλιών. Το μεσημέρι παρεχόταν ψωμί και αποξηραμένα ή ώριμα φρούτα. Το σούρουπο είδος σούπας και στιφάδο με κρέας πρόβατου ή κατσίκας, αναμιγμένο με γλυκιά σάλτσα και κρεμμύδια και πιλάφι σταριού. Τα πιάτα σερβίρονταν διαδοχικά και τοποθετούνταν στη μέση τού δίσκου, γύρω από τον οποίο εκείνοι που έτρωγαν κάθονταν ακριβώς από πάνω, έτοιμοι με τα δάχτυλά τους ή με κουτάλια να βουτήξουν σε κάθε νέο πιάτο. Αυτή ήταν η γενική εικόνα των πραγμάτων στους περισσότερους σταθμούς αλλαγής, όπου ένα γεύμα τη μέρα για τάταρ και ταξιδιώτες, καθώς και τροφή για τα άλογα, παραγγελόταν σε καθορισμένη τιμή. Αλλά εδώ, όπως και σε άλλα μέρη, είχε δει πόσο λίγο τηρούνταν αυτές οι συμβάσεις και κάθε ώρα άκουγε τη γκρίνια των οδηγών του, ανώφελη τόσο για την ανεπαρκή τροφή τους όσο και για την παρατεταμένη παραμονή. Ο γέρος τύραννος τής σκηνής, όταν τον είδε απασχολημένο με το γράψιμο κατά τη διάρκεια τού θορυβώδους γεύματός τους, κουνώντας το κεφάλι του στον ίδιο παρατήρησε με σοβαρότητα: «Γνωρίζω ότι οι Φράγκοι που έρχονται στα εδάφη τού Μεγάλου Άρχοντα είναι όλοι κατάσκοποι! Μάλιστα ξέρω από καλή πηγή, ότι ο βασιλιάς τού Φραγκιστάν (Ευρώπης) είχε πει στον σουλτάνο ότι γνώριζε κάθε πόλη, βουνό και ποτάμι στην Τουρκία και αν επέλεγε ο ίδιος να έρθει με τον στρατό του, ήξερε ολόκληρη τη χώρα καλύτερα από τη μεγαλειότητά του και από όλους τούς ανθρώπους της μαζί. Αλλά ο Θεός είναι μεγάλος! Έχουμε τα σπαθιά και τα μαχαίρια μας και δεν μάς νοιάζει τι ξέρετε για εμάς!»

Το Κογιούλχισαρ θεωρείτο από τον ντ'Ανβίλ ότι ήταν η αρχαία Κολώνεια. Ήταν ρομαντικά τοποθετημένο στην άκρη τεράστιου ορεινού χάσματος, ενώ τα σπίτια του, σκορπισμένα πάνω στις βραχώδεις πλαγιές σε πολύ όμορφες ομάδες, έσμιγαν με τις ποικίλες μορφές πυκνά σκιερών δένδρων. Τριάντα μωαμεθανικές και πέντε αρμενικές οικογένειες αποτελούσαν τούς κατοίκους του. Το βουνό με το οποίο συνόρευε προς τα ανατολικά, όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει, ήταν σχεδόν κατακόρυφο. Η επιφάνειά του αποτελούνταν από αμμώδη βράχο και πάνω της ήταν χαραγμένο μονοπάτι, φαινομενικά ανέφικτο ακόμη και για αγριοκάτσικα. Όμως δεν υπήρχε άλλος τρόπος να κατέβουν από εκείνο το σημείο στη ρεματιά, όπου ήσαν υποχρεωμένοι να κατευθυνθούν σε αυτό το αφιλόξενο μενζίλ. Αναφέραμε ότι είχαν περάσει από τα ερείπια τού κάστρου που ονομαζόταν Κογιούλχισαρ και εξακολουθούσε να στέκεται στην κορυφή τού υψώματος, ενώ ύστερα από την κατάβασή τους ο Πόρτερ είχε αρκετό χρόνο να το δει από τη βάση. Αποτελούνταν από πολλούς ογκώδεις οκτάγωνους και τετράγωνους πύργους, οι οποίοι, μαζί με τα συνδετήρια τείχη τους, αποδείκνυαν την προηγούμενη δύναμη και σημασία του, ενώ πρέπει να έλεγχαν εντελώς αυτό το πέρασμα προς την ανατολική χώρα, με άλλα λόγια την πιο προσιτή διαδρομή για οποιονδήποτε κατευθυνόταν από την περσική μεθόριο προς τα εδώ. Ολόκληρη αυτή η περιοχή βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία τού πασά τής Τραπεζούντας. Μια άλλη θαλάσσια πόλη, πέρα από αυτό το διάσημο από καιρό λιμάνι τής Μαύρης Θάλασσας, βρισκόταν πιο δυτικά στην ίδια ακτή και ονομαζόταν Σαμσούν. Απείχε από τον τωρινό σταθμό τους πέντε ημερήσιες πορείες και η διαδρομή ήταν η εξής:

Από το Κογιούλχισαρ στο Αρμάνι [πιο κάτω ο Πόρτερ γράφει Αρμάρι], 12 ώρες.
Από το Αρμάνι στη Νικσάρ, 6 ώρες.
Από τη Νικσάρ στο Χαρράκ, 6 ώρες.

Ο ποταμός Κερσανμπούρ (ή Θερμώδων) [εννοείται ο Κελκίτ (Λύκος)] διασχιζόταν στον δρόμο ανάμεσα σε αυτές τις δύο τελευταίες θέσεις από όμορφη γέφυρα, που ονομαζόταν γέφυρα των απίστων ή Γκιαούρ Κιοπρού.

Από το Χαρράκ στη Λαντίκ, 10 ώρες.
Από τη Λαντίκ στο Καμπάκ, 10 ώρες.
Από το Καμπάκ στη Σαμσούν, 8 ώρες.

Είχε ειπωθεί από τούς αρχαίους, ότι η χώρα των Αμαζόνων βρισκόταν σε αυτή την ακτή, που περιλάμβανε μεγάλη έκταση η οποία ονομαζόταν πεδιάδα τής Θεμίσκυρας, μεταξύ των ποταμών Κερσανμπούρ ή Θερμώδοντα και Γεσίλ Ιρμάκ ή Ίρι, οι οποίοι χύνονταν στον κόλπο τής Σαμσούν. Η πόλη τής Σαμσούν αντιμετωπιζόταν με μεγάλο σεβασμό. Είχε πολλά καλοχτισμένα σπίτια, επτά τζαμιά, αρμενική εκκλησία και πληθυσμό 500 μωαμεθανικές οικογένειες και 200 χριστιανικές. Η περιοχή είχε από καιρό σημειωθεί για τα μεταλλεία της αργύρου και χαλκού, δύο από τα οποία, που βρίσκονταν μεταξύ Σαμσούν και Καμπάκ [Καβάκ] και κοντά στον ποταμό Σαράι Γκουρ Χαν, θεωρούνταν μεγάλης αρχαιότητας και ονομάζονταν Μαλέτ και Τζουμπίς. Πρόσφατα είχαν ξανανοίξει. Από αρχαιοτάτων χρόνων όλες αυτές οι περιοχές, μέχρι την άκρη τού νερού τού Ευξείνου, ήσαν επίσης διάσημες για τούς ανθρώπους που επεξεργάζονταν το σίδερο. Είχαν και τώρα την ίδια φήμη, όπως όταν κατοικούνταν από τούς Χάλυβες τού Ξενοφώντος, όχι μόνο επεξεργαζόμενοι το υλικό, όταν εισαγόταν από την Κριμαία, αλλά εξορύσσοντάς το από τα έγκατα των δικών τους βουνών. Επίσης τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου στην ίδια περιοχή δεν τού άφηναν καμία αμφιβολία ότι επρόκειτο για την Αλύβη τού Ομήρου και τού Στράβωνος. [Για τούς απογόνους των Χαλύβων τού Ξενοφώντος ανατολικά τής Σαμσούν θα διαβάσουμε πιο κάτω στον Χάμιλτον.]

16 Νοεμβρίου. Σήμερα το πρωί συγκεντρώθηκαν εννέα άλογα για την αναχώρησή τους, αλλά αφού χρειάζονταν και είχαν πληρώσει για έντεκα, η μέρα περνούσε τόσο λυπηρά περιμένοντας τα υπόλοιπα δύο, που ζήτησε από τον Αχμέτ αγά να κάνουν ό, τι καλύτερο μπορούσαν με εκείνα που είχαν και να ξεκινήσουν. Φορτώθηκαν λοιπόν σε τέσσερα όλες οι αποσκευές και στα άλλα πέντε ανέβηκαν οι ίδιοι. Αλλά όταν ο οδηγός του έθεσε στον δύστροπο συμπατριώτη του το ζήτημα τής επιστροφής των χρημάτων για τα άλογα που δεν παρουσιάστηκαν, η απάντηση που πήρε ήταν: «Πηγαίνετε όπως είσαστε ή περιμένετε μέχρι να έρθουν και τα άλλα!» Μια τέτοια εναλλακτική λύση ήταν πιο πιθανό να μειώσει παρά να αυξήσει τα διαθέσιμα άλογά τους. Έτσι ο Αχμέτ αγάς τον στόλισε πλούσια με τον τρόπο τού τάταρ καθώς ανέβαινε στη σέλλα του, ενώ την ίδια στιγμή ίππευσαν όλοι. Ήταν τρεις το απόγευμα όταν απέστρεψαν τα πρόσωπά τους από το χωριό και ξεκίνησαν τη δυτική απότομη ανάβαση τού χάσματος, σε κατεύθυνση 40° από βορρά προς δύση, ανεβαίνοντας στην πρώτη κορυφή τού οποίου βρέθηκαν σε διαδοχή δασωμένων λόφων. Καθώς προχωρούσαν, το βράδυ γινόταν εξαιρετικά ψυχρό, ενώ βαδίζοντας με βήμα πεζού, λόγω των αγροτών που βάδιζαν δίπλα τους και στους οποίους ανήκαν τα άλογά τους, ένιωθαν περισσότερο το κρύο. Η νύχτα σκοτείνιαζε γύρω τους και ύστερα από πέντε ώρες πορείας από την κοιλάδα τού Κογιούλχισαρ, βρέθηκαν μέσα σε δάσος, ο βαθύς σκοτεινός δρόμος τού οποίου τούς έφερε σταδιακά σε τεράστιο φλεγόμενο σωρό, που προσέλκυε μάλιστα την προσοχή τους από μεγάλη απόσταση. Σκιαζόταν από τη μία πλευρά από ομάδα ταξιδιωτών που ανήκαν σε καραβάνι, αλλά η φωτιά που είχαν ανάψει τότε για παραμονή μερικών ωρών ήταν μεγέθους επαρκούς για ομάδα γιγάντων, αφού δεν ήταν τίποτε λιγότερο από τούς κορμούς πέντε ή έξι υλοτομημένων δένδρων, ριγμένους ο ένας πάνω στον άλλο, οι οποίοι, όταν παραδόθηκαν στην πυρά, άναψαν σε όλο σχεδόν το μήκος τους. Όταν έφτασαν, έκαναν σύντομη στάση σε ένα τόσο άνετο καταυλισμό και δεν βρήκαν αγένεια στο καλωσόρισμα. Ήταν σκηνή για το μολύβι τού Σαλβατόρ ή τού Ρέμπραντ. Από αυτόν τον τόπο η γραμμή τής χώρας γινόταν πιο ασαφής από τούς πολλούς λοφώδεις κυματισμούς και τις σκιές τους με τις οποίες αναμιγνύονταν. Παρ’ όλα αυτά, καθώς προχωρούσαν, παρά το γενικό σκοτάδι τής νύχτας, ο Πόρτερ εντόπιζε συχνά τον αστραφτερό Θερμώδοντα στα αριστερά τους [ας ξαναπούμε εδώ ότι έβλεπε τον Λύκο (Κελκίτ) και όχι τον Θερμώδοντα]. Το πρωί είχε προχωρήσει αρκετά όταν έφτασαν στο Ις Κοσάρ [Ισκεφσίρ, σήμερα Ρεσαντίγιε], τον τερματισμό τής πορείας εκείνης τής ημέρας. Η απόσταση από το προηγούμενο μενζίλ υπολογιζόταν σε δεκατέσσερις ώρες, τις οποίες μέτρησε ως τριανταέξι μίλια.

17 Νοεμβρίου. Παρέμειναν σε αυτό το πολύ σεβαστό χωριό μέχρι όχι περισσότερο από τις οκτώ το ίδιο πρωί, όταν τούς έφεραν τα ξεκούραστα άλογα. Ο δρόμος τους από αυτό προχωρούσε προς τα βορειοδυτικά, πάνω από λοφώδη και εν μέρει καλλιεργούμενη χώρα. Έχοντας προχωρήσει έξι μίλια, πέρασαν το χωριό Αρμάρι [Μέρα, σήμερα Τσαγιρπουνάρ] στα αριστερά τους. Τα έντονα και βραχώδη βουνά, που διέσχιζαν τόσον καιρό, τώρα μαλάκωναν σε πιο ήπια μορφή, ντυμένα σχεδόν εντελώς με δάση, που κατηφόριζαν στην πλούσια κοιλάδα τής διαδρομής τους. Ύστερα από πορεία δέκα μιλίων μέσα από αυτή την όμορφη περιοχή, πλούσια σε πηγές, γονιμότητα και χωριά, πέρασαν κοντά από εκείνη τής Άλμα, την οποία ξεχώρισε ιδιαίτερα, λόγω τής εξαιρετικής της ομοιότητας με τα χωριά των Κοζάκων τού Ντον. Τα σπίτια ήσαν όλα φτιαγμένα από το ίδιο υλικό και με τον ίδιο τρόπο, αλλά ορισμένα στοιχεία τους ήσαν κάπως διαφορετικά, λόγω της αναγκαιότητας προσαρμογής σε διαφορετικό κλίμα. Εδώ είχαν όλα επίπεδη οροφή και μαζί της το αντίστοιχο περιστύλιο ή βεράντα. Το κτίριο υψωνόταν πάνω σε θεμέλια από πέτρα ή ξύλο, αρκετά ψηλά από την επιφάνεια τού εδάφους και ενώ το κάτω μέρος, στο εσωτερικό, ήταν η κατοικία των γελαδιών, ο υπερυψωμένος όροφος προοριζόταν για την οικογένεια. Σε άλλη μία ώρα πέρασαν το χωριό Μπας Τσιφτλίκ [με το ίδιο όνομα και σήμερα], που βρισκόταν πάνω σε ορμητικό ρεύμα το οποίο χυνόταν στον νότο σε μεγαλύτερο ποτάμι, τώρα μακριά από τα μάτια τους. Τα επόμενα έξι μίλια προχωρούσαν μέσα από δασική περιοχή με τεράστια έλατα, που οδηγούσε σε μια από τις συνηθισμένες τους απότομες και ελικοειδείς καταβάσεις, η οποία τούς έφερνε πάνω από πετρώδη και επικίνδυνο δρόμο, σε όλες τις πλευρές τού οποίου κρέμονταν συστάδες από βελανιδιές-νάνους. Στο κακό μονοπάτι ακολουθούσαν τον οδηγό τους με γρήγορο τριποδισμό, αλλά καθώς η πορεία αυτή παρεμποδιζόταν εδώ κι εκεί από την πτώση ορισμένων από τα άλογα αποσκευών τους, πέρασε μια ολόκληρη ώρα μέχρι να μπουν στο κοίλωμα τής κοιλάδας. Μετρώντας, ήταν βέβαιος ότι η κατάβαση αυτού τού καλυμμένου με βελανιδιές τμήματος τού βουνού θα είχε προσθέσει άλλα έξι μίλια, στον ίδιο αριθμό που είχαν διασχίσει κάτω από τα ελατοδάση του.

Το τοπίο στο οποίο έμπαιναν τώρα ονομαζόταν κοιλάδα τής Νικσάρ και παρουσίαζε εικόνα αγροτικής ευημερίας και τέλειας αρκαδικής ομορφιάς: απαλά φουσκωμένο έδαφος, στρωμένο με πρασινάδα, άλση και αφρίζοντα ρυάκια. Όπου γυρνούσε τα μάτια του, σπίτια εμφανίζονταν ανάμεσα στο φύλλωμα και πλατιά απλωμένα αμπέλια κρέμονταν σε ομάδες από άλλα οπωροφόρα δένδρα. Η ποικιλία αυτών των τελευταίων δύσκολα μπορούσε να απαριθμηθεί, ενώ η πολυτέλεια τής ανάπτυξής τους δεν ήταν εφικτή στα πιο σκληρά κλίματά τής χώρας τού Πόρτερ. Ολόκληρο το τοπίο τού έδινε την εντύπωση ορισμένων από τα ωραιότερα μέρη τής Ελβετίας, ανάμνηση που ποτέ πριν δεν είχε ξυπνήσει μέσα του, από οποιοδήποτε τοπίο τής Ανατολής. Ίσως δεν ήταν άσχετο να θυμηθεί εδώ, ότι ήταν από την Κερασούντα, σε αυτή την ακτή τού Ευξείνου, που ο Λούκουλλος μεταφύτευσε κερασιές στην Ιταλία, ενώ από εκεί, σε λίγο περισσότερο από έναν αιώνα, αυτές πρωτοστόλισαν τούς κήπους τής Μεγάλης Βρετανίας. Δίπλα στα πολυάριθμα ρυάκια της, ένα πανέμορφο πλήρες ρέμα κυλούσε μέσα από αυτήν την πανέμορφη κοιλάδα τού αρχαίου Πόντου. Στις δύο η ώρα έφτασαν στην πόλη τής Νικσάρ, που υποτίθεται ότι ήταν κάποτε η σημαντική πόλη τής Νεοκαισάρειας. Εδώ τα σπίτια άρχιζαν να αλλάζουν το ασιατικό στυλ με ταράτσες στις οροφές, παίρνοντας ένα είδος ευρωπαϊκής κεραμοσκεπής. Αλλά τα συμπαγή και με πυκνές επάλξεις τείχη και οι πύργοι, με το φρούριο και άλλα ερείπια που έστεφαν την κορυφή λόφου στα βόρεια και έβλεπαν από πάνω τη σημερινή πόλη, όλα διακήρυσσαν την προηγούμενη σημασία και το μεγαλείο της. Μπαίνοντας στον σταθμό αλλαγής, τον βρήκε από τούς καλύτερους στην περιοχή, ενώ είδε σε κάθε πλευρά του πλήθη βρώμικων τεμπέληδων, στο ευνοούμενο χρώμα τού προφήτη τους. Στο Καράχισαρ είχε πρωτοπαρατηρήσει την υποβαθμισμένη υιοθέτηση τού πράσινου τουρμπανιού, τού σήματος τού ιερού πολέμου, να κάθεται πάνω σε κάποια από τα πιο απεχθή φρύδια. Και τώρα ήταν προφανές για τον ίδιο, ότι όσο πλησίαζε πιο κοντά στην πρωτεύουσα τής μεγάλης τουρκικής αυτοκρατορίας, τόσο πιο πολυάριθμες ήσαν οι φυλές, χαμηλότερη η τάξη τους και πιο απαξιωμένη η αυτοαλαζονική απραξία τους. Στην Περσία το χρώμα τού προφήτη θα μπορούσε ίσως να ονομαστεί μανδύας ονειροπόλου νωθρότητας. Εδώ ήταν το καπέλο τής ελευθερίας για κάθε άτιμη επιβολή ή αμετακίνητη κατάσταση τεμπελιάς. Η Νικσάρ ήταν ιδιαίτερα γνωστή για τα μαχαίρια της και άλλα σιδερένια εργαλεία. Η απόστασή της από το Ις Κοσάρ παρεχόταν ονομαστικά ως οκτώ ώρες. Την έκαναν σε έξι, προχωρώντας, όπως υπέθετε, εικοσιτέσσερα μίλια.

18 Νοεμβρίου. Άφησαν το μενζίλ τους στις οκτώ το πρωί, περνώντας στην τειχισμένη πλευρά τής πόλης πάνω από μονότοξη γέφυρα, όχι πολύ πρόσφατης αρχιτεκτονικής. Ο δρόμος τους στη συνέχεια είχε κατεύθυνση 20° από νότο προς δύση μέσα από την κοιλάδα, όπου, στο τέλος δύο μιλίων, διέσχισαν δεύτερη γέφυρα πάνω από το κύριο ποτάμι που κυλούσε προς βορρά, το οποίο έφερε εκεί το όνομα Σαούρ-Μαουτζή Σου και μέσα στο οποίο χυνόταν το παραπόταμο ρέμα τής κοιλάδας τής Νικσάρ. Παρέμειναν κοντά στην αριστερή όχθη τού ποταμού για περισσότερο από μία ώρα και στη συνέχεια στράφηκαν σε ζούγκλα ρεματιά, πολύ περισσότερο προς τα δυτικά από οποιαδήποτε από τις προηγούμενες πορείες τους. Κλεισμένοι έτσι στις λόχμες και τη σκιά, ανηφόρισαν σταδιακά για έξι περίπου μίλια, όταν ανοίχτηκαν στην εκτεταμένη αγκαλιά άλλης πλούσιας καλλιεργούμενης κοιλάδας. Εδώ σταμάτησαν για να ξανασάνουν τα άλογά τους για λίγα λεπτά και στη συνέχεια ξεκίνησαν με πλήρη καλπασμό. Όλα μπροστά και γύρω τους, καθώς προχωρούσαν, ήσαν χωράφια και περιβόλια, μέχρι που έφτασαν σε μία περίπου ώρα (έξι μίλια) στην όχθη σημαντικού ποταμού, που κυλούσε προς τα νοτιοδυτικά. Η πηγή του, όπως τού είπαν οι σύντροφοί του, δεν ήταν πολύ μακριά στα βουνά προς τα βορειοανατολικά και εδώ ονομαζόταν Τοκάτ Τσάι. [ο Γεσίλ Ιρμάκ ή Ίρις]. Αφού τον συνάντησαν, προχωρούσαν κοντά στις πλούσιες όχθες και τις ποικίλες στροφές του, σε ιδιαίτερα καλό δρόμο, ενώ πάνω από τούς μικρότερους λόφους στα νοτιοδυτικά, ευθεία μπροστά τους, υψώνονταν τα γκρίζα υψώματα ψηλής οροσειράς, η οποία ονομαζόταν τώρα Ιλντίζ Νταγλάρ, αλλά κατά τον Πόρτερ ήταν ο Παρυάδρης των αρχαίων. [Όμως ο Παρυάδρης δεν είναι στα νοτιοδυτικά τής Νικσάρ και τού Κελκίτ (Λύκου) ποταμού αλλά στα βορειοανατολικά.]

Ταξιδεύοντας προς τα εμπρός, πέρασαν κοντά από τεράστια μάζα συμπαγούς πέτρας ή κομματιού βράχου, που στεκόταν στα δεξιά τους έχοντας σκάψιμο στην όψη της, σε σχήμα μικρής θύρας με τοξωτό πάνω μέρος. Δεν μπόρεσε να πάρει περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτήν, πέρα από το ότι «ήταν η μεγάλη πέτρα με την τρύπα μέσα της, που φτιάχτηκε, κανείς δεν ξέρει πότε, από τούς άπιστους!»

Στη μιάμιση έφτασαν στην πόλη Τοκάτ, αφού πρώτα διαβήκαν τον ποταμό της. Η απόσταση που είχαν ταξιδέψει εκείνο το πρωί εκτιμήθηκε σε εννέα ώρες και την υπολόγιζε σε εικοσιεπτά περίπου μίλια. Ήταν μεγάλη και εντελώς ανοιχτή πόλη, χτισμένη στα κατηφορικά κράσπεδα δύο σχεδόν απομονωμένων βραχωδών λόφων, απόκρημνης, κερματισμένης και σπειροειδούς μορφής, αλλά οι οποίοι στην πραγματικότητα ανήκαν σε παρόμοια ρομαντική λοφοσειρά. Αναρίθμητα σπίτια εμφανίζονταν συνωστισμένα στις βάσεις αυτών των δίδυμων μικρών βουνών και πατώντας το ένα πάνω στο άλλο προς τα κάτω, προσέγγιζαν τις πλαγιές τους και εκτείνονταν στην ενδιάμεση κοιλάδα. Τζαμιά και μιναρέδες ποίκιλλαν τις πιο κανονικές στέγες των άλλων πολυπληθών κτιρίων. Οι κορυφές των πάνω υψωμάτων είχαν ιδιαίτερα θρυμματισμένη εμφάνιση, η οποία προσαυξανόταν από την ερειπωμένη κατάσταση των αρχαίων τειχών με επάλξεις και των πύργων που έστεφαν τις κορυφές και αγκάλιαζαν κάθε τολμηρή προεξοχή. Αυτό το στεφανωμένο από τα σύννεφα φρούριο υποτίθεται ότι ήταν η παλαιά Μπερίσσα και τα Ποντικά Κόμανα τού Στράβωνος. [Για τα Ποντικά Κόμανα, που λαθεμένα τοποθετούνται από τον Πόρτερ στην Τοκάτ, θα διαβάσουμε πιο κάτω και σε άλλους περιηγητές.]

Κρίνοντας τον πληθυσμό τής πόλης στα πόδια του από την προφανή της έκταση, πρέπει να ήταν πολύ μεγάλος, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τού δώσει, ή δεν τού έδινε, πληροφορίες για το θέμα. Δεν ήταν απίθανο να επεκτείνονταν εδώ οι υποψίες τού τουρμπανοφόρου οικοδεσπότη του στο Κογιούλχισαρ. Η Τοκάτ ασκούσε σημαντικό εμπόριο σε κύπελλα και άλλα χάλκινα σκεύη δικής της παραγωγής. Υπήρχαν ορυχεία εκεί κοντά και μερικά πολύ μεγάλης φήμης πενήντα περίπου ώρες μακριά. Βρίσκονταν είκοσι ώρες από την πόλη Τουάζ, η οποία έδινε το όνομά της στην περιοχή τής Τοκάτ, και όπου κατοικούσε ο κοινός τους πασάς. [Ωστόσο πόλη Τουάζ δεν υπάρχει. Μάλλον ο Πόρτερ εννοεί εδώ τη Σίβας (Σεβάστεια), στο πασαλίκι τής οποίας υπαγόταν η Τοκάτ.]

Αυτά τα διάσημα ορυχεία παρήγαγαν χαλκό, μόλυβδο και άργυρο και είχαν πενήντα φούρνους συνεχώς σε λειτουργία. Μάλιστα προμήθευαν κατά κύριο λόγο το τελευταίο αυτό μέταλλο για το νομισματοκοπείο τής Κωνσταντινούπολης.

Ο Πόρτερ έκανε βιαστικό σκίτσο τής γενικής εικόνας τής Τοκάτ και των μοναδικών της οχυρωμένων βράχων, αλλά ήταν υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το μολύβι του σε στιγμές που ήταν εντελώς απαρατήρητος, γιατί η ζήλεια με την οποία οι Φράγκοι αντιμετωπίζονταν από τούς Τούρκους αυξανόταν με κάθε βήμα προς την πρωτεύουσα. Στο βορειοανατολικό άκρο τής πόλης ο ποταμός διασχιζόταν από πέτρινο γεφύρι πέντε αψίδων, αλλά η ευκολία αυτή ποτέ δεν επιτρεπόταν στους ταξιδιώτες, εκτός από εποχές τήξης πάγων και ραγδαίων βροχών, όταν το ρεύμα ήταν αδιάβατο. Σε αυτή την πόλη ο αείμνηστος συμπατριώτης τους Χένρι Μάρτιν τελείωσε την επίγεια υπηρεσία του, το προσκύνημα εξυπηρέτησης μακρινών ανθρώπων, οι οποίοι, επειδή ήσαν άνθρωποι, «τούς αγαπούσε από μακριά σαν αδέλφια», και αφιέρωσε το άνθος τής ζωής και των ικανοτήτων του για να τούς ανακτήσει από το σφάλμα. Αλλά ο ζήλος του ήταν πέρα από τη δύναμη μιας εκ φύσεως λεπτής κράσης. Όμως η θεία πρόνοια τον υποστήριξε, μέχρις ότου, αφού ολοκληρώθηκε η αποστολή του με το δώρο τής Αγίας Γραφής προς τα έθνη τής Ανατολής στις δικές τους γλώσσες, η εξαντλημένη του φύση βυθίστηκε κάτω από την αποστολική εργασία και σε αυτόν τον τόπο κλήθηκε να ξεκουραστεί στον ουρανό. Εξέπνευσε στην Τοκάτ στις 16 Οκτωβρίου 1812. Τα λείψανά του κοιμούνταν σε τάφο τόσο ταπεινό, όπως η δική του πραότητα. Αλλά ενώ εκείνος ο ψηλός πυραμιδικός λόφος, που σημαδευόταν από καταρρέοντα ερείπια ειδωλολατρικών εποχών, έδειχνε προς τον ουρανό, κάθε Ευρωπαίος ταξιδιώτης έπρεπε να βλέπει σε αυτόν το μνημείο τού τιμημένου συμπατριώτη τους. Για τον ιεραπόστολο Χένρι Μάρτιν γράφει πιο κάτω και ο Σμιθ.

Έφυγαν από την Τοκάτ στις τέσσερις το απόγευμα τής ίδιας ημέρας που μπήκαν σε αυτήν. Ο δρόμος τους είχε κατεύθυνση 70° από νότο προς δύση και σε απόσταση δύο μιλίων ξαναδιαβήκαν το ποτάμι, ακολουθώντας στη συνέχεια την κοιλάδα, πλούσια σε αμπέλια, περιβόλια και χωράφια. Μπορούσε να χρησιμοποιεί τον τελευταίο αυτόν όρο, γιατί εδώ εκείνα τα ευχάριστα καλλιεργούμενα μικρά κομμάτια, τα οποία έδιναν τόσο πολύ την ιδέα τής άνεσης στην πατρίδα, ήσαν χωρισμένα με κανονικές σειρές θάμνων, με τον ίδιο τρόπο όπως και στην Αγγλία. Για είκοσι ολόκληρα μίλια ίππευαν μέσα σε αυτή την πραγματικά «ευχάριστη κοιλάδα», διατηρώντας τα λαμπερά νερά τού Τοκάτ Τσάι στα αριστερά τους. Ήταν αξιοσημείωτη για τεχνητό λόφο τεραστίων διαστάσεων, ο οποίος τώρα ονομαζόταν όρος Γκουρ, αλλά, συμφωνώντας με τον ντ’ Ανβίλ, θα έλεγε ότι επρόκειτο για το διάσημο όρος Στέλλα, που «παραδόθηκε στη διασημότητα» όντας η σκηνή τής ολοκληρωτικής ήττας τού Μιθριδάτη από τον Πομπήιο. Λίγο αφού το πέρασαν, έστρεψαν την πορεία τους δυτικά-βορειοδυτικά, μπαίνοντας σε βαθιά σειρά άγονων και πετρωδών λόφων, η οποία τούς οδήγησε και πάλι σε πολύ στενή περιοχή, που διακοπτόταν κατά καιρούς από ψηλότερες ανεξάρτητές βραχώδεις μάζες, οι οποίες στήνονταν σαν βουνά-γίγαντες στον δρόμο τους. Στους πρόποδες μιας από αυτές βρισκόταν το προγραμματισμένο μενζίλ τους, το χωριό τού Τουρχάλ, ονομαστικής απόστασης εννέα ωρών από την Τοκάτ, την οποία έκαναν σε εξήμιση και την υπολόγιζε σε εικοσιεπτά μίλια. Το μέρος ήταν μεγάλο για χωριό και ήταν κάποτε η γνωστή Σεβαστούπολις, χτισμένη από τον Αύγουστο Καίσαρα. [Όμως η Σεβαστούπολις βρισκόταν νοτιότερα τού Τουρχάλ, στο σημερινό Σουλουσαράι]. Στο επιβλητικό της ύψωμα βρίσκονταν ακόμη τα ερείπια τού φρουρίου της [Στο Τουρχάλ βρισκόταν η αρχαία πόλη Τάλαυρα, τα Γαζίουρα τής ελληνιστικής περιόδου]. Το ποτάμι τής Τοκάτ κυλούσε μέσα από αυτή τη στενή κοιλάδα, αλλά εδώ έπαιρνε το όνομα τού χωριού και ονομαζόταν Τουρχάλ Τσάι. Αυτός ο κατά τόπους προσδιορισμός των ονομάτων αποτελούσε συχνά τον κύριο λόγο μεγάλης σύγχυσης όσον αφορά τον εντοπισμό των κύριων κλάδων των ποταμών. Το ρέμα λοιπόν δίπλα του, όπως και τα περισσότερα άλλα στην Ανατολή, είχε τόσα σχεδόν ονόματα, όσες ήσαν οι περιοχές που άρδευε. Η κύρια όμως ονομασία του ήταν Γεσίλ Ιρμάκ, ο Ίρις των αρχαίων. Χυνόταν στη Μαύρη Θάλασσα, όχι πολύ ανατολικά από την πόλη τής Σαμσούν.

19 Νοεμβρίου. Άφησαν τα νυχτερινά τους καταλύματα σήμερα στις έξι το πρωί, ακολουθώντας την κοιλάδα στην ίδια κατεύθυνση όπως και χτες και έχοντας το ποτάμι στα αριστερά τους. Στο τέλος των έξι μιλίων, βυθίστηκαν ξαφνικά σε κατεύθυνση 20° από βορρά προς ανατολή σε βαθιά και στενή χαράδρα, ελισσόμενοι σταδιακά προς τα δυτικά για τρεις ώρες, διάστημα κατά το οποίο η διαδρομή τους ήταν όχι μόνο απότομα ανώμαλη, αλλά ιδιαίτερα επίπονη, αφού έπρεπε να ανοίγουν τον δρόμο τους μέσα από στενά συνυφασμένες λόχμες χαμηλής βλάστησης, που διανθίζονταν επίσης από τεράστια εμπόδια βράχων. Αφού ξεπέρασαν αυτές τις δυσκολίες, έφτασαν σε ένα από τα μεγάλα κλειδιά αυτής τής χώρας, σε στενό ορεινό πέρασμα που ονομαζόταν Ντερμπέντ από τη γενική ονομασία τέτοιων θέσεων σε αυτό το μέρος τής Ασίας. Όπως θα δούμε και πιο κάτω, ντερμπέντ (εξελληνισμένο ως δερβένι) σημαίνει στενό πέρασμα. Εκείνο στο οποίο έμπαιναν τώρα ήταν στενό, όχι περισσότερο από μερικά πόδια σε πλάτος, ανάμεσα σε δύο κατακόρυφες αντηρίδες τού φυσικού βράχου, αλλά προφανώς διαμορφωμένο σε τέτοιο ομαλό υψόμετρο από την εργασία τού ανθρώπου. Ένα ισχυρό ζευγάρι πυλών μπορούσε εύκολα να κλειδώσει το πέρασμα. Μια μικρή αγροικία κάτω από το φρύδι των συνοφρυωμένων βράχων και μια κρεμάλα ακριβώς μπροστά στην πόρτα της, αποτελούσαν εδώ το φρούριο και το μπουντρούμι τού τόπου. Το πρώτο φρουρούνταν από δύο άνδρες, στα γενικά καθήκοντα των οποίων ήταν να εφοδιάζουν τούς ταξιδιώτες με καφέ, ενώ το δεύτερο, που αποτελούνταν από ζευγάρι τεράστιων στύλων με το εγκάρσιο δοκάρι τους οπλισμένο, γεμάτο μεγάλα καρφιά και τσιγκέλια, στεκόταν έτοιμο για την άμεση υποδοχή όσων κλεφτών συλλαμβάνονταν στην περιοχή του. Αυτή η διαδικασία ήταν πολύ συνοπτική. Καμία δίκη δεν χρειαζόταν. Μόλις συλλαμβανόταν ο ένοχος, γαντζωνόταν από οποιοδήποτε πρόσφορο μέρος τού σώματός του εμφανιζόταν πρώτο και έμενε εκεί για να πεθάνει από την πείνα και τα τραύματά του. Ρώτησε αν αυτή η φρικτή τιμωρία λάμβανε χώρα συχνά και τού απάντησαν: «Ναι. Σπάνια περνά χρόνος χωρίς δύο ή τρεις εκτελέσεις αυτού τού είδους». Πίστευε ότι οι οικοδεσπότες του είχαν την τιμή να είναι οι δήμιοι. Τα λόγια που τού είπαν, μετέφεραν αέρα μεγάλης αυτο-ικανοποίησης. Προχωρώντας μέσα από την πύλη, θα μπορούσαμε να πούμε, τής ρεματιάς, σταδιακά ανοίχτηκαν σε ευρύτερη κοιλάδα και κατά τη διάρκεια τής πορείας τους πέρασαν από χάνι ή καραβανσεράι, είδος κτιρίου όχι πολύ συνηθισμένο σε αυτό το μέρος τής τουρκικής αυτοκρατορίας. Εκτιμούσε ότι βρισκόταν στα μισά τού δρόμου μεταξύ Τουρχάλ και Αμάσειας, τού επόμενου σταθμού τους. Σε κάποια απόσταση από εκείνο το σημείο βρήκαν μικρή καλλιεργούμενη γονιμότητα. Περνώντας όμως από εκεί, ο δρόμος τούς έφερε και πάλι πάνω σε διαδοχή λόφων, που καλύπτονταν από δάση βελανιδιάς-νάνου. Ταξίδι δύο ωρών ανάμεσά τους τούς έφερε σε δεύτερο ντερμπέντ, που σχηματιζόταν από σχισμή πλάτους τεσσάρων μόνο ποδιών στο φυσικό ορεινό τείχος τού βράχου, φτάνοντας σε ύψος τουλάχιστον ενενήντα ποδιών. Αλλά γι’ αυτό το είδος περάσματος δεν θα ήταν δυνατή η έξοδος. Όπως συνέβαινε, βρήκαν τη ζιγκ-ζαγκ κάθοδό του τόσο εντελώς σκοτεινή, συνεχώς επί αρκετές εκατοντάδες μέτρα, λόγω τού τεράστιου βάθους και τής στενότητας τής σχισμής, που το φως τής ημέρας φαινόταν σαν κάτι περισσότερο από μακρά γκρίζα γραμμή πάνω από τα κεφάλια τους, ενώ το έντονο κρύο τής σχισμής τον έκανε να αισθάνεται μάλλον αγωνία να βγει από εκεί. Από αυτή τη στενωπό μπήκαν στην ευγενή κοιλάδα τής Αμάσειας, θαυμάσια στην ομορφιά των πολυτελών της κήπων και των αλσών που αγκάλιαζαν τις θερινές κατοικίες των ευπόρων τής πόλης και πανέμορφη από το καταπληκτικό τοπίο σε κάθε πλευρά, βουνών και βράχων σε όλα τα απέραντα περιγράμματά τους. Από τούς σκοτεινούς βράχους, από τούς οποίους είχαν βγει, ξεσπούσε επίσης ογκώδες ρεύμα νερού και χυνόταν κατά μήκος τής πτωτικής του πορείας για κάποιο διάστημα με θόρυβο που αντηχούσε, μέχρι που φτάνοντας στο επίπεδο έδαφος, σύντομα εξαφανιζόταν ανάμεσα στα διάφορα αρδευτικά κανάλια για τα πλησιέστερα περιβόλια. Σε παλαιότερες εποχές οδηγούνταν στην πόλη από υδραγωγείο κομμένο στην ελικώδη όψη τού βουνού, τα ερείπια τού οποίου ήσαν ακόμη ορατά, κατεστραμμένα όμως σε έκταση πέντε τουλάχιστον μιλίων. Οι άνθρωποι τής περιοχής απέδιδαν το έργο σε ήρωα τού σμιλέματος παρόμοιο με τον Φερχάντ τής Σιρίν και έλεγαν ότι φτιάχτηκε από ερωτευμένο καλλιτέχνη, για να αποκτήσει το χέρι όμορφης κόρης ενός από τούς βασιλιάδες τής Αμάσειας. [Ο Χάμιλτον πιο κάτω περιγράφει αυτόν τον μύθο τού Φερχάντ και τής Σιρίν.]

Έφτασαν στη διάσημη πρωτεύουσα τής Καππαδοκίας στις δύο. Η απόσταση από τον τελευταίο τους σταθμό υπολογιζόταν σε δώδεκα ώρες. Θα έλεγε ότι διάνυσαν εικοσιεπτά μίλια. Η πόλη βρισκόταν στο στενότερο τμήμα τής κοιλάδας, μέσα στο πιο έντονο τοπίο της. Η κοντινή της περιοχή ήταν άγρια ρομαντική, ενώ όλα πιο πέρα ήσαν τού πιο τεράστιου χαρακτήρα. Στον πυθμένα τής κοιλάδας κυλούσε ο Γεσίλ Ιρμάκ και η πόλη απλωνόταν στις δυο του όχθες, αλλά πιο εκτεταμένα στη βορειοανατολική. Στην απέναντι πλευρά υψωνόταν ιδιαίτερα μαγευτικός σωρός βράχων, στη σχεδόν πυραμιδοειδή κορυφή τού οποίου βρίσκονταν οι καταρρέοντες τώρα πύργοι τής αρχαίας ακρόπολής της, πάνω από τα σπηλαιώδη ανοίγματα των βασιλικών τάφων, που είχαν σκαφτεί στη σχεδόν απρόσιτη όψη τού βράχου. Ο τόπος ήταν διάσημος ως γενέτειρα τού Στράβωνος και είχε φοβερή χαρά που βάδιζε στα βήματά του και σύγκρινε τις τωρινές εικόνες με τις περιγραφές του.

Μπαίνοντας στην πόλη, τα πρώτα αντικείμενα ενδιαφέροντος ήσαν τα ερείπια χριστιανικής εκκλησίας, υπέροχου δείγματος τού ίδιου στυλ, στο οποίο βρήκε τα πιο όμορφα απομεινάρια ιερής αρχιτεκτονικής στην Ανί. [Για την Ανί μάς μιλά αργότερα ο Χάμιλτον στο αντίστοιχο κεφάλαιο.] Μέρος αυτού τού θαυμάσιου ερείπιου χρησιμοποιούνταν σήμερα ως τζαμί. Προχωρώντας, οι δρόμοι ήσαν στενοί και τόσο άσχημα πλακόστρωτοι, που τα άλογά τους βάδιζαν με δυσκολία. Τα σπίτια ήσαν ψηλά, έχοντας προεξέχοντες ορόφους, μοιάζοντας τόσο με εκείνα τού Λονδίνου πριν από τη μεγάλη πυρκαγιά, που οι σοφίτες σε κάθε πλευρά δεν απείχαν μεταξύ τους περισσότερο από δώδεκα ίντσες [30 εκατοστά]. Ο αέρας λοιπόν περιοριζόταν και η δυσωδία από τη συσσωρευμένη κάτω βρωμιά ήταν σχεδόν ανυπόφορη. Αν και ο δρόμος ήταν κακός και προχωρούσαν κάτω από αυτές τις αποπνικτικές σοφίτες, παρ' όλα αυτά προχωρούσαν πολύ γρήγορα, εξυπηρετούμενοι από τις κραυγές των σουρτζήδων, που ανακοίνωναν την προσέγγιση τάταρ. Επομένως η θέα που είχε, ίσως ήταν απλώς παροδική. Όμως τα μάτια του κολλούσαν σε κάθε αντικείμενο όπως περνούσαν γρήγορα, καθώς και σε πολλά από τα παλαιά κτίρια. Μπορούσε να διακρίνει ελληνικές επιγραφές, αν και ήταν εντελώς εκτός συζήτησης να σταματήσει και να τις αντιγράψει. Τελικά έφτασαν στο κατάλυμά τους, έχοντας ιππεύσει μέσα από τμήμα τού παζαριού, ενώ από τον εξώστη τού τσαπάρχανε [δηλαδή του οίκου ή σταθμού (χανέ) των αγγελιοφόρων (τσαπάρ)] είχε πλήρη εικόνα τού φρουρίου-βράχου και των στομίων των επιτύμβιων σπηλαίων, στη μέση περίπου τού ύψους του. Η ανυπομονησία του να τα επισκεφτεί ήταν καταπιεστική. Ύστερα από μακρά, ενοχλητική και ανήσυχη συζήτηση με τούς γύρω του ανθρώπους (γιατί αν απευθύνονταν στις αρχές τής πόλης, θα προκαλούσαν ρητή απαγόρευση), τελικά έπεισε τον Σαγιέντ, έναν τής ιερής φυλής, μέσω σταθερού δορυφόρου, να τον οδηγήσει στον λόφο. Ο Σεντάκ θα ήταν ο σύντροφός του και θα τον συνόδευε επίσης ένας από τούς τάταρ. Κάποιου είδους οσμανλήδικη προστασία θα ήταν απαραίτητη σε αυτό το μάλλον περιπετειώδες εγχείρημά του. Στη διαδρομή τους διέσχισαν αρκετούς στενούς αποπνικτικούς δρόμους, που τούς έφεραν σε γέφυρα, η οποία διέσχιζε τον ποταμό και είχε πλάτος 160 περίπου πόδια [50 περίπου μέτρα]. Οι πλευρές είχαν στηθαία και φαίνονταν θραύσματα μαρμάρινων κιόνων, ένα από τα οποία ήταν απαλά πτυχωτό. Μάλιστα η όλη δομή τού οικοδομήματος, η υπέροχα λαξευμένη του πέτρα και η κλασική του αρχιτεκτονική, παρείχαν επαρκή απόδειξη στον ίδιο, ότι ήταν μια από τις γέφυρες που αναφέρει ο Στράβων. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να ήταν δεκαεννέα σχεδόν αιώνων. Πέρασαν κάτω από πύλη εισόδου στο δυτικό της άκρο, η οποία οδηγούσε απευθείας στη βάση τού φρουρίου-λόφου και άρχισαν αμέσως να ανεβαίνουν απότομο πλακοστρωμένο δρόμο, που διακοπτόταν περιστασιακά από σύντομες σειρές σκαλοπατιών. Σπίτια και οχλήσεις διαφόρων ειδών ακολουθούσαν το στενό μονοπάτι από κάθε πλευρά. Τον κοιτούσαν πολύ εξονυχιστικά καθώς περνούσε, αλλά, προς έκπληξή του, κανένας από αυτούς τούς ανθρώπους δεν τον ακολούθησε για να διερευνήσει τις προθέσεις του από πιο κοντά. Έτσι έφτασαν ανεμπόδιστα σε ψηλότερο και πιο ανοικτό τμήμα τής ακρόπολης. Σε εκείνο το σημείο βρήκε τα παλαιά τείχη τής αρχαίας ανωδομής σχεδόν μειωμένα στις βάσεις τους, αλλά μπορούσε να ακολουθήσει καθαρά τη γραμμή των χαμηλότερων επάλξεων και πύργων τού φρουρίου. Επίσης να εντοπίσει τα θεμέλια πολλών άλλων κτιρίων και ανάμεσά τους ενός που έμοιαζε με τα λουτρά ή χαμάμ. Όμως αυτά τα τελευταία έμοιαζαν πιο πρόσφατης εποχής από τούς γύρω προμαχώνες. Σε αυτή την όψη τού βουνού φαίνονταν οι τρεις βορεινοί από τούς λαξευμένους τάφους, ενώ με τον ίδιο τρόπο φαίνονταν δύο στον νότο.

Αφήνοντας τον μισοκοιμισμένο γενίτσαρό του να καπνίζει κάτω από την προστατευτική σκιά ενός από τα καταρρέοντα τείχη, κατευθύνθηκαν στα ερείπια στα αριστερά τους και αφού ανέβηκαν τα απότομα είκοσι ή τριάντα βήματα πιο ψηλά, πέρασαν μέσα από πέρασμα κουφωμένο στον συμπαγή βράχο για μήκος έξι ή οκτώ μέτρων. Η είσοδός του έφερε τα σημάδια κάποιας προηγούμενης κιγκλιδωτής οχύρωσης, τής οποίας οι τρύπες παρέμεναν στις πλευρές, πάνω και κάτω, εκεί δηλαδή που θα έμπαιναν οι μεταλλικές ράβδοι. Βγήκαν στο φως από αυτόν τον σκοτεινό δρόμο, πάνω σε μακρά προεξοχή τού βράχου, μήκους έξι περίπου μέτρων και κομμένου στην πλευρά τού βράχου, που οδηγούσε προς τα πάνω σαν είδος σκάλας. Η πλευρά προς τον γκρεμό προστατευόταν από χαμηλό στηθαίο, άφηνε μερικά πόδια, ψηλά στο σκάψιμο τού διαδρόμου ανάμεσα σε αυτόν και την πλευρά τού βουνού, ενώ όπου η ανάβαση ήταν πιο απότομη απ’ όσο συνήθως, σύντομη σειρά σκαλοπατιών την καθιστούσε πιο προσβάσιμη. Ανεβαίνοντας έτσι είκοσι περίπου μέτρα, έφτασαν στην πρώτη επιτύμβια εκσκαφή, η οποία έδειχνε τον βράχο λαξευμένο προς τα μέσα σε βάθος δεκαεπτά ή δεκαοκτώ ποδιών, σχηματίζοντας πέρασμα πλάτους τεσσάρων ποδιών και ύψους τριανταπέντε. Στη συνέχεια έπαιρνε πεπλατυσμένο ημικυκλικό σχήμα, διαμορφώνοντας τοξωτό κοίλωμα ανοίγματος εικοσιπέντε ποδιών και αφήνοντας συμπαγή έκταση τού βράχου με ελεύθερη πρόσβαση ολόγυρά της. Η όψη αυτού τού σπηλαίου προσεγγιζόταν από αρκετά χαμηλά σκαλοπάτια, που κατέληγαν σε μακρύ κεφαλόσκαλο, ενώ το εσωτερικό πάλι είχε σκαφτεί στη μορφή μικρού θολωτού θαλάμου, με επαρκή χώρο για να περιλάβει μεγάλο φέρετρο ή σαρκοφάγο.

Από τις σχετικές διαστάσεις τού κοίλου μέρους στη μέση τού δαπέδου, φαινόταν ότι τέτοιο ήταν το αντικείμενο που είχε αποτεθεί. Η είσοδος σε αυτόν γινόταν μέσω πύλης εισόδου με επίπεδη κορυφή, ύψους πέντε ποδιών και πλάτους τριών. Διατηρούσε επίσης ανοιγμένες τρύπες εκεί όπου κατά το παρελθόν θα είχαν εισαχθεί σιδερένια προστατευτικά. Αναζήτησε μάταια επιγραφές οποιουδήποτε είδους. Αφήνοντας αυτή την πρώτη περιοχή, είκοσι περίπου μέτρα πιο πέρα στη βραχώδη προεξοχή έμπαιναν σε δεύτερη και καθόλου διαφορετική από εκείνη που μόλις περιγράψαμε. Ύστερα επισκέφθηκαν εκείνους που ήσαν περισσότερο προς τα βόρεια και τους βρήκαν μάλλον χαμηλότερα στο βουνό από εκείνους στο νότιο φρύδι. Η αρχαία προσέγγισή τους φαίνεται ότι γινόταν από φαρδιά και υπέροχη σκάλα, ενώ, στο σύνολό της, η περιοχή αυτή έδειχνε πιο εξαιρετικού σχεδιασμού, αλλά ο τάφος στη δεξιά άκρη ήταν ο μόνος που είχε αέτωμα, η πύλη του ήταν λαξευμένη με ανώτερη φροντίδα, και παρέμενε λιγότερο τραυματισμένος απ’ όσο βρήκαν τούς άλλους. Το εσωτερικό του ήταν επίσης πολύ πιο ευρύχωρο, αλλά οι όψεις όλων των τάφων ήσαν τόσο αξιοθρήνητα ακρωτηριασμένες, που ήταν αδύνατο να εικάσουν ακόμη και το στυλ των στολιδιών τους. Λίγο όμως πιο χαμηλά, στην κατωφέρεια τού λόφου, υπήρχαν αρκετά θραύσματα από πέτρα, όμοια με εκείνη τού βράχου, σκαλισμένα σαν τμήματα διαζωμάτων και επιστυλίων.

Image

Αμάσεια: Τάφοι βασιλέων (Πόρτερ 1821)

Δεν ήταν απίθανο ότι ίσως συνέβαλαν να διαμορφώνονται οι όψεις αυτών των αρχαίων τάφων σε στοές είδους ναού. Mια από τις βραχώδεις προεξοχές, ακόμη ψηλότερα, στην ίδια πλευρά με το φρούριο σε σχέση με το ποτάμι, περιλάμβανε δύο ακόμη τάφους, αλλά σκαμμένους σε χαμηλότερο υψόμετρο τού βουνού από εκείνους που εξέτασαν πριν στον βράχο τού φρουρίου.

Ένας ήταν αρκετά πιο κοντά στην πεδιάδα και στις πλευρές τής εισόδου του διασώζονταν εμφανή ίχνη αρχιτεκτονικού διακόσμου. Δύο ακόμη εμφανίζονταν χαμηλά στην πλαγιά τού βουνού, ακριβώς πάνω από την πόλη, στην απέναντι πλευρά τού ποταμού σε σχέση με εκείνη τού λόφου-κάστρου, από το επιβλητικό φρύδι των οποίων μπόρεσε να κάνει αυτές τις πιο μακρινές παρατηρήσεις. Εννέα συμπλήρωναν τον αριθμό που είδε, από κοντά και από μακριά. Για την εποχή τής κατασκευής τους μόνο εκτίμηση μπορούσε να γίνει, από τη σύγκριση γεγονότων. Ολόκληρο όμως το σχέδιό τους αποδείκνυε την προέλευσή τους, πολύ πριν από την εποχή τού χριστιανισμού, όταν τόσοι πολλοί από τούς διωκόμενους μαθητές του αναγκάζονταν να αναζητήσουν καταφύγιο σε φυσικά σπήλαια ή υπόγεια άσυλα πολύ διαφορετικών μορφών. Θα έλεγε μάλλον ότι προέρχονταν από παρόμοια αντίληψη για τον τρόπο ενταφιασμού, η οποία επικρατούσε κατά τις πρώιμες περιόδους τής Περσίας.

Image

Άποψη τής Αμάσειας (Πόρτερ 1821)

Η Αμάσεια ήταν από τις παλαιότερες και πιο πολυτελείς πόλεις τού Πόντου ή Καππαδοκίας. Αυτή η περιοχή αποτελούσε μέρος τής τρίτης σατραπείας τού Δαρείου Υστάσπη και έτσι παρέμεινε σε αυτό το είδος επαρχιακής κατάστασης, μέχρι να γίνει βασίλειο τρεις περίπου αιώνες πριν από τη χριστιανική εποχή. Δεν ήταν λοιπόν πολύ απίθανο, ότι κατά τη διάρκεια τής πρώιμης διακυβέρνησής της υπό τούς ηγεμονικούς σατράπες από την Περσία, οι οποίοι, στην πραγματικότητα, βασίλευαν εκεί με το πλήρες καθεστώς ανεξάρτητων ηγεμόνων, θα επηρεάζονταν από τούς βασιλικούς τάφους τού Ναχσί-Ρουστάμ [αρχαίας νεκρόπολης, 12 περίπου χλμ. βορειοδυτικά τής Περσέπολης] ή τής Τελμησσού [πόλης τής Λυκίας στη Μικρά Ασία, αργότερα Μάκρης, σήμερα Φετιγιέ] και θα έχτιζαν με τον ίδιο τρόπο τούς δικούς τους τάφους στους βράχους τής Αμάσειας. Οι επόμενοι βασιλείς τής χώρας βρήκαν αυτές τις επιτύμβιες εκσκαφές και είτε τις μετέτρεψαν σε δική τους χρήση ή τις απομιμήθηκαν σε παρόμοια σπήλαια με ακόμη πιο επίπονη εργασία. Από την άποψη αυτή, πρέπει να υποθέσουμε ότι το πιο απλό στυλ τάφου, στο νότιο φρύδι τού φρουρίου-βράχου, ήταν το αρχαιότερο, και ότι οι λαμπροί ηγεμόνες τής εποχής τού Μιθριδάτη ήσαν οι αρχιτέκτονες των πιο βορεινών και στολισμένων. Όμως αρνήθηκαν στα λείψανά του θέση σε αυτούς τούς τάφους. Ο Πομπήιος έστειλε τη βασιλική σορό σε μακρινό τάφο στη Σινώπη, ενώ ο ίδιος παρίστανε τον δεσπότη σε αυτή την πρωτεύουσα, προστάζοντας, από τον ίδιο λόφο στον οποίο στεκόταν ο Πόρτερ τώρα, όλους τούς ηγεμόνες τής Ανατολής.

Κατεβαίνοντας από το φρούριο, όχλος ανδρών και αγοριών είχαν συγκεντρωθεί στη γέφυρα για να τούς συναντήσουν κατά την επιστροφή τους και βρέθηκαν αμέσως κυκλωμένοι. Δεν τούς πείραξαν, αλλά έγιναν ατελείωτες ερωτήσεις στον Σαγιέντ και στον τάταρ σχετικές με το αντικείμενο τής επίσκεψής του στον λόφο.

Καθώς καμία διαβεβαίωση δεν μπορούσε να τούς πείσει ότι δεν είχε άλλο σκοπό, παρά μόνο να εξετάσει τις άδειες τρύπες στις πλευρές του, συνέχιζαν την ανάκριση με κάπως λιγότερο ήσυχη συμπεριφορά, σε όλο τον δρόμο μέχρι τον σταθμό αλλαγής αλόγων.

Εκεί το πλήθος διασκορπίστηκε λίγο, αλλά ο Αχμέτ αγάς, αρχίζοντας να καταλαβαίνει ότι κάτι πολύ δυσάρεστα σοβαρό μπορούσε να προκύψει από την ικανοποίηση τής περιέργειάς του, έσπευσε στα άλογα τους. Και μόλις ετοιμάστηκαν, ίππευσαν και ξεκίνησαν.

Η ώρα ήταν τέσσερις, όταν διέσχιζαν πάλι τα στενά δρομάκια με αρκετά γρήγορο ρυθμό και προχωρούσαν στην άκρη τού ποταμού, εντελώς σκιασμένου από τα πυκνά πιεστικά του σπίτια. Σε αυτό το κομμάτι, πέρασαν το εξωτερικό τοίχωμα ωραίου τζαμιού, αφιερωμένου στον σουλτάνο Βαγιαζήτ, ενώ αμέσως μετά πέρασαν τον Γεσίλ Ιρμάκ, πάνω από όμορφη γέφυρα με επτά καμάρες. Το νερό κάτω φαινόταν πολύ θολό και βρώμικο, αλλά παρ’ όλα αυτά το χρησιμοποιούσαν για κάθε οικιακή χρήση. Επειδή όμως οι όχθες ήσαν απότομες σε διάφορα σημεία, οι κάτοικοι ήσαν υποχρεωμένοι να το ανεβάζουν για χρήση σε ξύλινα υδραγωγεία μέσω μεγάλων τροχών, που είχαν δεμένους δερμάτινους κουβάδες στην εξωτερική περιφέρειά τους. Η ροή τού ποταμού τούς κρατούσε σε συνεχή δράση και, καθώς περιστρέφονταν, η ομαλή διαδικασία έριχνε το νερό που είχαν παραλάβει στο ξύλινο κανάλι, που ήταν σωστά τοποθετημένο για να το δεχτεί. Αν ήταν κάτοικος Αμάσειας, η κατάσταση των υδάτων θα τον έκανε να λυπάται για την παραμελημένη κατάσταση τής καθαρής ροής από το ντερμπέντ, που κάποτε έφτανε στην πόλη μέσα από το μακρύ ορεινό της κανάλι.

Κατά την έξοδό τους από την πόλη, ένας πλανόδιος έμπορος ζήτησε την άδεια να συμμετάσχει στη συντροφιά τους και από αυτόν έμαθε, μέσω των ερωτήσεων τού Σεντάκ, ότι τα σπίτια ήσαν 6.000 τουλάχιστον. Θεωρώντας τέσσερις κατοίκους σε κάθε σπίτι, είχαν πληθυσμό 24.000, ο οποίος, όπως υποψιαζόταν, υπερέβαινε τον πραγματικό πληθυσμό κατά το ένα τρίτο. Η Αμάσεια είχε εργοστάσιο μεταξιού, το οποίο ανταγωνιζόταν το αντίστοιχο οποιουδήποτε άλλου τόπου στην Ανατολή και αποτελούσε κατά συνέπεια το μεγαλύτερο αντικείμενο τού εμπορίου της.

Η πορεία τους είχε κατεύθυνση 55° από βορρά προς δύση, συνεχίζοντας να κατεβαίνουν την κοιλάδα, ενώ κάποια στιγμή ο Πόρτερ σταμάτησε εδώ για λίγα λεπτά, για να σκιτσάρει την πόλη και τούς γειτονικούς της βράχους [βλέπε εικόνα]. Μάλιστα η κοιλάδα γύρω τους αποτελούσε πολύ ευτυχισμένη σκηνή, παράγοντας μεγάλες ποσότητες σιτηρών, οι οποίες, μαζί με τη συγκομιδή άλλων γόνιμων περιοχών πιο νότια, εφοδίαζαν με μεγάλη δική τους κερδοφορία τις γειτονικές περιοχές που είχαν μικρότερη αφθονία.

Image

Από την Αμάσεια στην Κωνσταντινούπολη (1819)

Ύστερα από έντονη ιππασία μισής περίπου ώρας άρχισαν να ανεβαίνουν βουνό τόσο τραχύ και απότομο, που δεν κυριάρχησαν στις πλαγιές και την κορυφή του παρά μόνο ύστερα από πολύ μόχθο τριών ωρών. Η κατάβαση από την αντίθετη πλευρά τούς έφερε σε πεδιάδα, όπου πέρασαν μικρή γέφυρα πάνω από τον τότε μικρό ποταμό Σουγιατούν Τσάι, ο οποίος, όταν γινόταν αυξημένο ρεύμα, χυνόταν τελικά στον Κιζίλ Ιρμάκ, τον γνωστό Άλυ των αρχαίων.3 Τώρα πια έπεφτε γύρω βαριά η νύχτα και από την απουσία φεγγαριού σύντομα σκοτείνιασε τόσο, που δεν μπορούσαν να δουν τίποτε πέντε μέτρα μπροστά τους. Ευτυχώς όμως και οι οδηγοί και τα άλογα ήσαν πολύ καλά εξοικειωμένοι με τον δρόμο για να τον χάσουν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ενώ ο Σεντάκ και ο Πόρτερ ακολουθούσαν έτσι με ασφάλεια μέσα από τη μαυρίλα που είχαν μπροστά τους. Ύστερα από πολύ θλιβερή πορεία, έφτασαν ανάμεσα στις δέκα και τις έντεκα τη νύχτα στο Μαρσοβάν [Μερζιφών], το προγραμματισμένο μενζίλ τους. Ονομαζόταν απόσταση εννέα ωρών από την Αμάσεια, αλλά από τον τρόπο τού ταξιδιού τους την εκτιμούσε σε εικοσιεπτά μίλια.

Το Μαρσοβάν ήταν μεγάλο χωριό, ή μάλλον μικρή πόλη, που αποτελούνταν από 2.000 περίπου οικογένειες. Υποτίθεται ότι καταλάμβανε μέρος τού εδάφους που ανήκε κάποτε στην πόλη τής Θεοδωρούπολης, η οποία είχε χτιστεί στον χώρο των πιο αρχαίων Ευχαΐτων. [Τώρα γνωρίζουμε ότι τα Ευχάιτα (πιθανόν και η Θεοδωρούπολις) βρίσκονταν νοτιότερα, στην περιφέρεια τού Τσόρουμ]. Εδώ βρήκε δυσάρεστη αλλαγή στη συνηθισμένη μορφή τού σταθμού τους. Σε γενικές γραμμές στάθμευαν σε τσaπάρχανε ή σταθμούς αλλαγής, όπου είχε κάποια πιθανότητα να βρίσκει ξεχωριστό διαμέρισμα. Αλλά εδώ το μενζίλ τους ήταν αυτό που οι τάταρ ονόμαζαν καφενείο, δηλαδή μεγάλο δωμάτιο, η πρώτη όψη και μυρωδιά τού οποίου ήταν πιο αηδιαστική απ’ όσο μπορούσαν να ζωγραφίσουν οι λέξεις. Όλες οι πλευρές του ήσαν εφοδιασμένες με φαρδιές πλατφόρμες, λίγο υπερυψωμένες από το δάπεδο, αφήνοντας στενόχωρο πέρασμα από την πόρτα μέχρι το κέντρο τού δωματίου, μέχρι το τζάκι, που αποτελούνταν από μάλλον ευρύχωρη εστία, ανυψωμένη στο ίδιο σχεδόν επίπεδο με τις πλατφόρμες-πάγκους και καλυπτόμενη από όλα τα σκεύη για το φτιάξιμο και την κατανάλωση καφέ, τα οποία δεν πλένονταν ποτέ. Στους πάγκους, ή μάλλον στις πλατφόρμες που μόλις αναφέρθηκαν, ήσαν στρωμένα παλιά χαλιά, πάνω στα οποία υπήρχαν στρώματα και μαξιλάρια, με χαρούμενα κάποτε χρώματα, αλλά τώρα χαμένα εντελώς κάτω από τη συσσωρευμένη σκιά τού καπνού, τής σκόνης και των άλλων μολυσματικών ιδιοτήτων, τις οποίες είχαν μεταφέρει οι διάφοροι ταξιδιώτες, που είχαν αναζητήσει ανάπαυση πάνω τους.

Από όλα τα αχούρια, σίγουρα το ανθρώπινο είναι το πιο αηδιαστικό και πρέπει να είναι έτσι, γιατί μόνο τα ανθρώπινα όντα έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν αλλού τις κατοικίες τους. Όμως αυτή η βρωμιά, που φαινόταν ότι ήταν η πάγια σύντροφος τής άγνοιας, αποτελούσε παλαιά παρατήρηση από εμπειρία. Και ενώ διερχόμενος από διάφορες χώρες ο Πόρτερ δεν είχε κανένα λόγο να τη δυσφημήσει, ωστόσο πουθενά δεν συνάντησε ποτέ κάτι τόσο κακό, όσο σε ένα από αυτά τα καφενεία. Το συνηθισμένο του σχέδιο, το οποίο πρότεινε σε όσους θα πήγαιναν από τον ίδιο δρόμο, ήταν να βρει κάποια γωνιά στην πλατφόρμα χωρίς στρώμα ή ψάθα ή, αν όλες αυτές ήσαν κατειλημμένες, να αποσπάσει το μαξιλάρι που είχε διαλέξει από το γενικά πολύ ζωντανό του φορτίο και ύστερα από σχολαστικό σκούπισμα, να εφοδιάσει το καθαρισμένο πάτωμα με το δικό του χαλί και νουμούντ. [Ο Πόρτερ μάς έχει πει στον πρώτο τόμο ότι νουμούντ (nummud) στην Περσία ήταν είδος τσόχας ή χαλιού, στο οποίο κάθονταν ο οικοδεσπότης και οι επισκέπτες του]. Με αυτόν τον τρόπο, απέφευγε ευτυχώς κάθε στενότερη γνωριμία με το πάνω του ζωντανό μέρος τής σκόνης.

20 Νοεμβρίου. Όταν ξημέρωσε, κατάλαβε ότι το τωρινό τους μενζίλ βρισκόταν σε απέραντη πεδιάδα, οριοθετούμενη σε κάθε πλευρά από βουνά. Στις οκτώ η ώρα βρίσκονταν πάνω στις σέλλες τους, ακολουθώντας μέσα στην πεδιάδα πορεία με κατεύθυνση 75° από βορρά προς δύση. Ύστερα από τρεις ώρες πέρασαν το μεγάλο χωριό Χατζή [σήμερα Γκουμούς Χατζή Κιόι], γνωστό σε αυτή την περιοχή για το εργαστήριο κατασκευής αναβολέων αλόγου. Καθώς συνέχιζαν να προχωρούν, τα βουνά φαίνονταν βαθμιαία να πλησιάζουν το ένα το άλλο, μέχρι που, στρέφοντας μερικές ακόμη μοίρες προς βορρά, βρέθηκαν κλεισμένοι σε γιγαντιαίο πέρασμα, που ονομαζόταν Νταράκι-ντερμπέντ. Καθώς διείσδυαν σε αυτό το ρομαντικό φαράγγι, οι λεπτομέρειές του τού θύμιζαν τα όμορφα τοπία τού Ντέρμπισαϊρ, ιδιαίτερα εκείνα τής κοιλάδας Ντοβ, αλλά σε πιο μεγεθυμένη κλίμακα. Σιγά-σιγά κατέβηκαν στην αγκαλιά αυτής τής περιτειχισμένης από βράχους κοιλάδας, από μονοπάτι τόσο απότομο, που ήταν λαξευμένο σε πολλά σημεία σε σκαλοπάτια. Το πέρασμα σκοτείνιαζε συχνά από προεξέχοντες γκρεμούς και μερικές φορές πιο επικίνδυνα από μεγάλες μάζες αποσπασμένων βράχων, που εμποδίζονταν να πέσουν στα κεφάλια τους μόνο από τούς κορμούς ισχυρών δένδρων, που είχαν τοποθετηθεί ως στηρίγματά τους. Μερικά ζημιάρικα άτομα είχαν προσπαθήσει να κόψουν πολλές από αυτές τις ξύλινες κολώνες, τόσο ώστε να πετύχουν τον σκοπό τους, δηλαδή να καταστήσουν το υποστήριγμα ανασφαλές. Όμως η ραθυμία εκείνων που έπρεπε να προσέχουν το πέρασμα, δεν είχε μπει στον κόπο να τις αντικαταστήσει με άλλες. Η ρεματιά τελικά άνοιγε σε πλούσια κοιλάδα, ντυμένη με υπέροχο δάσος, αμπέλια και αξιόλογη κτηνοτροφία, πάνω από την οποία συνέχισαν στη συνήθη κατεύθυνσή τους για τρεις ώρες, φτάνοντας στον επόμενο σταθμό τους. Ήταν τότε πέντε η ώρα και είχαν ιππεύσει τριανταέξι περίπου μίλια, αλλά η απόσταση παρεχόταν ως εννέα ώρες. Αυτή η πόλη, που τώρα έφερε το όνομα Οσμαντζίκ, θεωρούνταν από τον ντ' Ανβίλ ότι ήταν τα αρχαία Πιμώλισα, ενώ η θέση της και η γενική της εμφάνιση συμφωνούσαν με την ιδέα. Η σημερινή πόλη κάλυπτε τη νοτιοδυτική όψη τεράστιου απομονωμένου υψώματος που στεκόταν στη μέση τής κοιλάδας, ενώ η κορυφή του στεφόταν από τα ερείπια εκτεταμένου φρουρίου, που ανταποκρινόταν πολύ στην περιγραφή τού Στράβωνος, εκεί που γράφει γι’ αυτό το τμήμα τής Καππαδοκίας: «Ιδρύθηκε κι εδώ πόλη, εννοώ η Πομπηειούπολις [Τάσκιοπρου] και στην πόλη αυτή βρίσκεται το Σανδαρακουργείον, όχι μακριά από τα Πιμώλισα, κάποτε βασιλικό φρούριο, σήμερα σε ερείπια, από το όνομα τού οποίου η περιοχή και από τις δύο πλευρές τού ποταμού [Άλυος] ονομάζεται Πιμωλισηνή».4 Πολλές διάσπαρτες κατοικίες φαίνονταν στον βράχο, ψηλότερα από τη συνηθισμένη γραμμή των δρόμων. Έσμιγαν γραφικά με τούς καταρρέοντες πύργους και κατοικούνταν από ανθρώπους τής πόλης. Η ταινία δρόμου από την οποία πέρασαν ακριβώς πριν από την είσοδό τους, ήταν ο μόνος διαχωρισμός μεταξύ τής βάσης τού υψώματος και τής άκρης τού ποταμού, που τώρα ονομαζόταν Κιζίλ Ιρμάκ από τα πηχτά και κίτρινα νερά του, αλλά στο παρελθόν έφερε το κλασικό όνομα Άλυς και ήταν το γνωστό όριο που σημάδευε την Παφλαγονία προς τα ανατολικά. Διασχιζόταν σε αυτό το μέρος από όμορφη πέτρινη γέφυρα δεκαπέντε τόξων και μήκους μεγαλύτερου από 300 πόδια [100 μέτρα]. Στον Βαγιαζήτ Β’ αποδιδόταν η τιμή τής κατασκευής της, αλλά ο Πόρτερ νόμιζε ότι η αρχιτεκτονική ήταν πολύ πιο αρχαίας περιόδου. Ολόκληρη η εικόνα τής κοιλάδας ήταν πραγματικά μοναδική, όντας κατά τμήματα εντελώς επίπεδη και άφθονα καλλιεργούμενη, αν και κοντά στην πόλη στερούνταν δένδρων και σε ορισμένα τμήματα διακοπτόταν από τεράστιες μάζες απόκρημνων μαύρων βράχων, που στέκονταν χωριστά και υψώνονταν απότομα από την πεδιάδα, με ύψη σχεδόν παρόμοια εκείνου στο οποίο εδραζόταν η πόλη.

21 Νοεμβρίου. Ξεκίνησαν σήμερα το πρωί στις εξήμιση και αφού πέρασαν τη γέφυρα, προχώρησαν κατά μήκος τής αριστερής όχθης τού ποταμού σε δυτική γενικά κατεύθυνση, για τέσσερις περίπου ώρες, διάστημα κατά το οποίο, ύστερα από λίγα μίλια ταξιδιού από την πόλη, κάθε καλλιέργεια εξαφανίστηκε και προχωρούσαν, χάνοντας σταδιακά την πιο ανοιχτή ερημιά, ώσπου, στο τέλος των τεσσάρων ωρών, μπήκαν σε βραχώδη χαράδρα. Στις δέκα παρά τέταρτο πέρασαν τον Κιζίλ Ιρμάκ και ύστερα από λίγα λεπτά τον ξαναπέρασαν πάλι, αφού το ποτάμι έπαιρνε πολύ παράξενη στροφή. Αυτό ήταν μάλλον ενόχληση λόγω τής ταχύτητας τού ρεύματος, το οποίο εδώ ξεχυνόταν με τέτοια σφοδρότητα, ώστε να παρασύρει σχεδόν τα ζώα τους. Η στάθμη του ήταν ψηλότερα από τις κοιλιές τους. Υπήρχε κι άλλος και πιο κανονικός δρόμος από αυτόν, που ελισσόταν κατηφορίζοντας την απότομη πλαγιά τού βουνού ακριβώς πάνω από τη χαράδρα τους. Αλλά ο Αχμέτ αγάς είχε προτιμήσει την τωρινή χαμηλότερη διαδρομή τους, τόσο επειδή ήταν συντομότερη, όσο και επειδή αυτή την εποχή δεν ήταν τόσο δύσκολη όσο η άλλη.

Το ποτάμι συνέχιζε να είναι σύντροφός τους από τα δεξιά και στις έντεκα έφτασαν στον σταθμό τού Χατζή Χαμζέ [σήμερα Χατζηχαμζά], σε ονομαστική απόσταση οκτώ ωρών. Την εκτιμούσε σε εικοσιπέντε περίπου μίλια. Το χωριό βρισκόταν στην πλαγιά βουνού, ωραία αγκαλιασμένο από δένδρα και διέθετε μικρό οχυρωμένο τμήμα, καθαγιασμένο από λεπτό και επιχρυσωμένο μιναρέ. Τα ερείπια μιας μονότοξης γέφυρας έδειχναν ότι το εύρος τού Άλυ σε αυτό το σημείο δεν ήταν πολύ τρομερό. Αφού ξανανέβηκαν γρήγορα στα άλογα στο Χατζή Χαμζέ, προχώρησαν ανεβαίνοντας την κοιλάδα, μέχρι τη στιγμή που ύστερα από τρία μίλια, κοιλάδα και ποταμός έστριψαν ξαφνικά προς τα βορειοανατολικά.

Η κύρια πηγή τού Άλυ βρίσκεται στα βουνά Αντζέχ Ντάγλαρι. Ο ποταμός, αφού ελιχθεί μέσω τμήματος τής αρχαίας Φρυγίας και τής Γαλατίας, εκβάλλει στη Μαύρη Θάλασσα, σαράντα περίπου μίλια βορειοδυτικά τού κόλπου τής Σαμσούν. Αυτό το ποτάμι ήταν κάποτε το όριο μεταξύ τής Λυδικής και τής Περσικής αυτοκρατορίας. Ακριβώς εκεί που έπαιρνε στροφή η κοιλάδα τού Χατζή Χαμζέ, εμφανιζόταν το χωριό Καργκάι [σήμερα Καργκί], που ήταν σημαντικός τόπος και πλούσιο σε φυτείες ρυζιού. Από εκεί ο δρόμος τους ανέβαινε γόνιμη ρεματιά με κατεύθυνση 60° από νότο προς δύση. Οι γύρω εκτάσεις ποτίζονταν καλά από τον ποταμό Ντάλυ-νταβράζ, ο οποίος, κοντά σε αυτό το σημείο, χυνόταν στον Κιζίλ Ιρμάκ. Συνέχισαν κατά μήκος τής όχθης του για μια ώρα. Στη συνέχεια διαβήκαν το ρέμα μέσα από πολύ πλατιά κοίτη και το άφησαν εντελώς, μπαίνοντας σε πολύ στενό λαγκάδι, πυκνά καλυμμένο από δένδρα, που τούς οδήγησε σταδιακά ανηφορικά μάλλον στα βόρειο-βορειοδυτικά. Δύο μίλια τέτοιου δρόμου τελείωσαν σε πιο ανοιχτή χώρα και στην πόρτα μικρού ξύλινου σπιτιού, όπου απόλαυσαν εξαιρετικό καφέ για δύο παράδες το φλιτζάνι, που αντιστοιχούσαν περίπου σε ένα βρετανικό φαρδίνι. Διαδρομή μιας ώρας τούς έφερε και πάλι στις όχθες τού ποταμού και σε άλλο τμήμα τής ελισσόμενης κοιλάδας, εκεί όπου την είχαν αφήσει πριν. Κι αυτή η περιοχή ήταν αφιερωμένη στην καλλιέργεια ρυζιού. Η μέρα τελείωνε και σκοτείνιασε αρκετά πριν φτάσουν στην Τόσια, τον τόπο ανάπαυσής τους. Αλλά ενώ ήταν ακόμη λυκόφως, συνάντησαν μεγάλο σώμα Τούρκων, που είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη σε αναζήτηση εργασίας και τώρα επέστρεφαν στα σπίτια τους σε αυτό το μέρος τής επικράτειας τού Μεγάλου Άρχοντα. Πολλοί από αυτούς διεκδικούσαν συγγένεια με τον Προφήτη με τα πράσινα τουρμπάνια τους, ενώ περνώντας δίπλα τους, μερικά από αυτά τα άγια πρόσωπα φώναζαν μεταξύ τους με δυνατές περιφρονητικές φωνές την παρατήρηση που σύντομα τού μεταφράστηκε ως εξής: «Δείτε τάταρ τι προβλήματα προκαλείτε υπηρετώντας αυτούς τούς άπιστους! Θα ήταν καλύτερο να τούς κόψετε τούς λαιμούς και να τελειώνετε μαζί τους!»

Ένας χριστιανός Ευρωπαίος θα ταξίδευε από τον Περσικό κόλπο μέχρι τον Αράξη, χωρίς να ακούσει τέτοια έκφραση από καμία τάξη των ντόπιων κατοίκων. Όταν ενεργούσαν με εχθρότητα, αυτό δεν οφειλόταν στη διαφορά στα δόγματα, αλλά σε πνεύμα λεηλασίας, εξίσου ενεργό απέναντι σε καραβάνι δικών τους συμπατριωτών, όσο και απέναντι σε ξένο ταξιδιώτη. Έτσι η ανελέητη οργή τού φανατισμού δεν έφερνε εξοντωτική αρχή στις κατά περίπτωση επιθέσεις τους στον δρόμο ή στο βουνό.

Ήταν έξι το απόγευμα, αλλά απολύτως σκοτεινή νύχτα, όταν έφτασαν στην Τόσια. Η απόσταση αυτή ονομαζόταν εννέα ωρών, αλλά ο υπολογισμός του την εκτιμούσε σε εικοσιεπτά μίλια. Το μενζίλ τους είχε τώρα την τιμή να βρίσκεται σε πόλη, αλλά δεν υπήρχαν σημάδια αρχαιότητας σε αυτήν ή κοντά της. Η θέση της ήταν σε ρωγμή τής κοιλάδας και στις πλαγιές δύο λόφων που πλησίαζαν ο ένας τον άλλο με τον τρόπο που ονόμαζαν χτένες στην Αγγλία. Η πόλη ήταν χτισμένη σε αυτήν την κοιλότητα και στις πλαγιές της, δείχνοντας ανάμεσα στα πολύβουα σπίτια της τις κορυφές έξι τζαμιών και ισάριθμων πανύψηλων μιναρέδων. Ο πληθυσμός υπολογιζόταν σε 5.000. Δραστηριοποιούνταν σε σημαντικές βιοτεχνίες χάλκινων σκευών, πράσινου δέρματος και ενός μαύρου υλικού που έμοιαζε με καμηλό.

22 Νοεμβρίου. Ξεκίνησαν σήμερα το πρωί μεταξύ έξι και επτά. Η πορεία τους είχε κατεύθυνση 50° από νότο προς δύση. Ο ποταμός έρρεε τέσσερα περίπου μίλια νότια τής πόλης, αλλά ολόκληρη η ενδιάμεση χώρα χωριζόταν σε καλά καλλιεργούμενα χωράφια ρυζιού και άλλων σιτηρών, που έμοιαζαν πολύ ευρωπαϊκά με τις πράσινες σειρές θάμνων που τα χώριζαν, αναμιγμένων με πολύ αναπτυγμένα δένδρα. Καθώς προχωρούσαν, η κοιλάδα μεταβαλλόταν σε πλάτος, έχανε σταδιακά την καλλιεργημένη της εμφάνιση και παρουσίαζε στη θέση της όμορφη ανθισμένη επιφάνεια μικρών βοτάνων, όπως εκείνη στους αγγλικούς τους ορεινούς βοσκοτόπους, τα οποία, καθώς απλώνονταν πέρα στις πλαγιές των γειτονικών βουνών, έδιναν πλούσιους βοσκοτόπους σε χιλιάδες κατσίκες με λευκό και ασημί τρίχωμα, που ήταν τόσο γνωστό στην Ευρώπη με το όνομα Αγκύρας (ανκορά). Η πόλη από την οποία έπαιρναν αυτή την ονομασία βρισκόταν πενήντα περίπου μίλια νότια τού τόπου όπου τις έβλεπαν να βοσκούν, αλλά δεν μονοπωλούσε πλήρως την κατασκευή τού σαλιού καμηλό που κατασκευαζόταν από το τρίχωμά τους. Όλοι οι χωρικοί, όπου εκτρέφονταν τα ζώα αυτά, έπαιρναν το μερίδιό τους στο πλέξιμο ή το γνέσιμο τού μαλλιού. Καθώς ταξίδευαν, πέρασαν από το ανθηρό χωριό Κοτσεζάν, καθώς και από πολλά άλλα στις πλαγιές των κοιλάδων. Επίσης από μεγάλη πόλη που ονομαζόταν Κίσσα [Τσίγε, σήμερα Ακμπούκ]. Το χωριό Κατζασίρ [Κοτσχισάρ, σήμερα Ιλγκάζ] θα ήταν ο σταθμός τους, όπου έφτασαν σε εξήμιση ώρες, αν και παρεχόταν ονομαστικά ως δέκα. Θα εκτιμούσε την απόσταση σε τριάντα μίλια. Αυτό το μέρος βρισκόταν σε μικρό λόφο και δεν παρουσίαζε τίποτε αξιοσημείωτο. Βρέθηκαν και πάλι στις σέλλες τους στις δύο η ώρα και ταξίδεψαν για κάποιο διάστημα όχι μακριά από τη βόρεια όχθη τού ποταμού. Πέντε περίπου μίλια πάνω από τη νότια όχθη του βρισκόταν η πόλη Ομερλί [με το ίδιο όνομα και σήμερα]. Σε λιγότερο από μια ώρα από αυτό το σημείο άφησαν το ποτάμι εντελώς. Είχε γίνει πολύ στενό και ο οδηγός είπε στον Πόρτερ ότι δεν βρίσκονταν τότε μακριά από την πηγή του. Στις έξι έφτασαν στο Καρά Τζορέμ [Καρατζαβιράν, σήμερα Κουρσουνλού], όπου σταμάτησαν για τέσσερις ώρες. Αυτό το μέρος παρεχόταν ονομαστικά ως επτά ώρες από την τελευταία θέση, αλλά ο ίδιος υπολόγιζε την απόσταση σε είκοσι μόνο μίλια. Ήταν πολύ σκοτεινά όταν ξανανέβηκαν στα άλογα στις δέκα, αλλά οι οδηγοί τους προχωρούσαν με τόσο ταχύ ρυθμό, που έφτασαν στο χωριό Καρατζαλάρ [σήμερα Ατκαρατζαλάρ] στη μια μετά τα μεσάνυχτα. Η υπολογιζόμενη απόσταση ήταν τέσσερις ώρες, δώδεκα μίλια.

23 Νοεμβρίου. Εδώ είχαν την πολυτέλεια να βρουν καθαρό καφενείο! Αλλά η αιτία τής καλής τύχης οφειλόταν μόνο στο γεγονός ότι το κτίριο ήταν καινούργιο. Όμως, καθώς δεν θα είχαν άλογα μέχρι το μεσημέρι, εκμεταλλεύτηκε αυτό το καλό κατάλυμα και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Το πρωί είχε προχωρήσει αρκετά όταν η συντροφιά βρισκόταν και πάλι στο πόδι. Στεκόταν έξω με τούς υπόλοιπους, απολαμβάνοντας την καθαρή δροσιά τού αέρα, όταν μια ομάδα που ανήκε στον παλιό του γνωστό, τον Αμπούλ Χασάν Χαν (τότε Πέρση πρεσβευτή στο Λονδίνο), πλησίασε το χωριό. Οι άνθρωποι επέστρεφαν από την Αγγλία στην Τεχεράνη ενώ υπό την ευθύνη τους, ιππεύοντας ένα θλιβερό άλογο σταθμού αλλαγής, βρισκόταν η περίφημη ωραία Κιρκάσια! Η εξοχότητά του την είχε αγοράσει στην Κωνσταντινούπολη, στον δρόμο του προς τη δύση, όπου, όπως καταλάβαινε, τόσο στο Παρίσι όσο και στο Λονδίνο, την είχαν προσέξει οι Ευρωπαίες κυρίες με μεγάλη ευγένεια. Αλλά το στυλ με το οποίο την έβλεπε τώρα, παρήγαγε θλιβερή αντίθεση με εκείνο που πρέπει να είχε βιώσει τότε. Όταν το φτωχό πλάσμα πλησιάζοντας διέκρινε τη φράγκικη εμφάνισή του, στην αγαλλίαση ίσως μιας ευχάριστης ανάμνησης, ίππευσε προς τα εμπρός για να απευθυνθεί σε αυτόν, αλλά στη στιγμή ο άγριος τύπος, που ήταν ο οδηγός της, ακούμπησε το μαστίγιο πάνω στους ώμους της με τόσο τρομερή επίπληξη, που κλείνοντας τόσο τα χείλη όσο και το πέπλο της, προχώρησε με αναμφίβολα βαριές αναμνήσεις. Η παρέμβαση υπέρ μιας γυναίκας που βρισκόταν σε τέτοια θέση θα δημιουργούσε είδος μόλυνσης εναντίον της και θα είχε κατά συνέπεια το αποτέλεσμα τής δονκιχωτικής διακοπής τού μαστιγώματος τού αγοριού από τον κύριό του, δηλαδή μόνο τον διπλασιασμό των χτυπημάτων.

Στις τρεις η ώρα πήραν άλογα. Η πορεία τους είχε κατεύθυνση 70° από νότο προς δύση μέσω κυματιστής χώρας με παρόμοια επιφάνεια βοσκοτόπων με εκείνη που περιγράφηκε προηγουμένως. Ούτε ένα δένδρο δεν έσπαγε την απόλυτη ομαλότητα κάτω. Όταν είχαν ιππεύσει τρία μίλια, πέρασαν το χωριό Σάτσα [σήμερα Σάτσακ], το οποίο στεκόταν μάλλον στα αριστερά τους, ενώ στο τέλος εννέα ακόμη μιλίων έφτασαν στην όμορφη μικρή πόλη Τσερκές, φωλιασμένη σε υπέροχο δάσος και χτισμένη κοντά σε πολύ άφθονο ρέμα, το οποίο διασχιζόταν από πέτρινο γεφύρι. Λεγόταν ότι είχε 3.000 κατοίκους, οι οποίοι διεξήγαγαν αξιόλογο εμπόριο ορυκτού άλατος, το οποίο έφερναν από τα βουνά μάλλον προς νότο. Το μέλι και το ψωμί αυτών των εργατικών ανθρώπων ήταν επίσης πολύ διάσημο και αποτελούσε έθιμο να σταματούν εδώ οι τάταρ και οι ταξιδιώτες και να κερνούν τούς σουρτζήδες τους με λίγη γεύση από αυτές τις λιχουδιές. Έλεγξαν λοιπόν τα άλογά τους και εκεί απόλαυσαν όλοι νόστιμη τροφή και άφθονο καφέ μέχρι να ξεκινήσουν. Από τον τόπο αυτόν ο δρόμος συνεχιζόταν εξαιρετικός για οκτώ μίλια, αλλά στη μέση περίπου ο ποταμός Τσερκίς απομακρυνόταν προς νότο, ενώ η διαδρομή τους σταδιακά έκανε το ίδιο προς βορρά, μέχρι που τελικά άρχισαν μακρά και απότομη ανάβαση σε βραχώδες βουνό, απολύτως γυμνό. Τώρα πια τούς είχε φτάσει η νύχτα και προχωρούσαν προς τα εμπρός κάτω από το αδύναμο φως φεγγαριού τεσσάρων ημερών. Φτάνοντας στο ακραίο σημείο τού βουνού, το επόμενο κατόρθωμά τους έπρεπε να είναι να κατέβουν από την άλλη πλευρά από απόκρημνη και περίπλοκη διαδρομή, οι δυσκολίες τής οποίας δεν θα ήσαν τρομερές για κάποιον τόσο συνηθισμένο σε αντίστοιχες, αν δεν υπήρχε το επικίνδυνο σκοτάδι. Όταν κατέβηκαν, έφτασαν σε δασωμένη κοιλάδα, μέσα στην οποία άκουσαν το ταχύ ρεύμα ποταμού που ονομαζόταν Χαμαμλού. Πήγαζε στα νοτιοανατολικά, στα βουνά τού Αλά Νταγλάρ και αφού παραλάμβανε τα νερά τού Τσερκίς και τού Γκέρεντε κυλώντας προς τα βορειοδυτικά, περνούσε από χωριό που είχε το όνομά του (κοντά στο οποίο τον άκουσαν για πρώτη φορά και όπου διασχιζόταν από πέτρινο γεφύρι με τρία τόξα). Από εκεί συνέχιζε με το όνομα Μπαρτίν Σου (όντας ο αρχαίος Παρθένιος) και χυνόταν στη Μαύρη Θάλασσα. Αυτό το ποτάμι οριοθετούσε την Παφλαγονία προς τα δυτικά και λεγόταν ότι είχε πάρει το όνομά του από τη χαρούμενη περιοχή μέσα στην οποία κυλούσε. Το Χαμαμλί, ο τόπος στάθμευσής τους [Χαμαμλί και σήμερα], απείχε ονομαστικά δέκα ώρες από το Καρατζαλάρ, αλλά ο ίδιος θα εκτιμούσε την απόσταση σε εικοσιτέσσερα μίλια. Το χωριό, ή μάλλον κωμόπολη, βρισκόταν σε άθλια κατάσταση ερειπίων, έχοντας σχεδόν καταστραφεί πριν από λίγο καιρό από αρχηγό ανταρτών, ο οποίος πλήρωσε όμως το τίμημα τής οργής του χάνοντας το κεφάλι του.

24 Νοεμβρίου. Έφυγαν από τα καταλύματά τους σήμερα το πρωί στις επτά, ακολουθώντας κατεύθυνση 60° από νότο προς δύση, σε λοφώδη δρόμο, στείρο και ζοφερό. Σε απόσταση δύο μιλίων πέρασαν το χωριό Πιαντόρ [Μπαϊντίρ]. Ύστερα το ποτάμι έκανε καμπή προς νότο, αλλά οι ίδιοι συνέχισαν την αρχική τους πορεία για δεκατέσσερα ακόμη μίλια, η οποία ολοκληρώθηκε με πολύ γρήγορο ρυθμό και σταμάτησαν σε ένα από τα συνηθισμένα σημεία πώλησης. Από εκείνο το σημείο ο δρόμος έγινε πιο λοφώδης, αλλά κατά καιρούς αποκτούσε κάποια ποικιλία με δάση. Έφτασαν στον σταθμό αλλαγής τους στο Γκέρεντε σε πέντε ώρες. Ονομαζόταν απόσταση επτά ωρών από το Χαμαμλί, την οποία ο Πόρτερ εκτιμούσε σε είκοσι μίλια. Το τελευταίο μέρος τής διαδρομής τους είχε δυτική σχεδόν κατεύθυνση.

Το Γκέρεντε [με το ίδιο όνομα και σήμερα] ήταν αξιοσέβαστη μικρή πόλη και σύμφωνα με τον ντ' Ανβίλ ήταν η αρχαία Κράτεια ή Φλαβιούπολις. Εδώ η φιλοπονία ανέπτυσσε μεγάλη δραστηριότητα. Μεγάλες βιοτεχνίες κατασκεύαζαν χάλκινα σκεύη και έβαφαν χοντρό, ανθεκτικό δέρμα σε σκούρο κόκκινο, παρόμοιο με εκείνο που ονόμαζαν ρωσικό στην Ευρώπη. Μεγάλες ποσότητες μεταφέρονταν στην Κωνσταντινούπολη, για να φτιαχτούν από αυτό μπότες και οι τεράστιες τσάντες σέλλας που χρησιμοποιούσαν οι τάταρ. Καθυστέρησαν εκεί για άλογα μέχρι τις τρεις, όταν ίππευσαν και άλλαξαν λίγο την κατεύθυνσή τους προς δυτική-βορειοδυτική. Η χώρα ήταν ευχάριστη στο μάτι, όντας βοσκότοποι και δάση, πυκνά πασπαλισμένοι με τα κοπάδια τής όμορφης χνουδωτής κατσίκας. Σε μία περίπου ώρα έφτασαν σε μικρή αγροτική κοιλάδα που τη ζωντάνευαν διάφορα χωριά και διασχίζοντάς την είδαν μικρή λίμνη που ονομαζόταν Τσανγκί Γκιολ, στη μέση περίπου τής πεδιάδας της. Για έξι περίπου μίλια είχαν θέα αυτής τής μάζας υδάτων στα δεξιά τους και στη συνέχεια μπήκαν σε στενή κοιλάδα. Το σούρουπο είχε πια προχωρήσει τόσο πολύ, που δεν διέκριναν τίποτε περισσότερο από τα περιγράμματα των αντικειμένων, πράγμα που στενοχώρησε πολύ τον Πόρτερ, επειδή έβλεπε περιστασιακά πολλές μικρές στήλες όχι μακριά από τον δρόμο, που τού φαίνονταν σαν επιτύμβια μνημεία προηγούμενων αιώνων. Με αυτόν τον σκοτεινό τρόπο προχώρησαν για δεκαπέντε περίπου μίλια, όταν οι τάταρ τους σταμάτησαν σε καφενείο-καλύβα, σχεδόν απέναντι από μία από τις όμορφες κρήνες, που ήσαν τόσο πολλές σε αυτό το μέρος τής Ανατολής. Ενώ έπιναν το αγαπημένο τους ποτό, τον προσέλκυσε το νερό. Παρατηρώντας τις πέτρες που αποτελούσαν τη δομή, τις βρήκε όλες παρόμοιες κοντές στήλες με εκείνες που είχε δει στον δρόμο. Ήσαν διαμορφωμένες σαν το πάνω μέρος κίονα, μαζί με το κιονόκρανο. Αφού φώναξε τον Αχμέτ αγά να τού φέρει μερικά αναμμένα δεμάτια, ανακάλυψε με το φως τους πολλές ελληνικές επιγραφές, μόνο μία από τις οποίες μπόρεσε να αντιγράψει.

image

Επιγραφή έξω από τη Γκέρεντε (Πόρτερ 1821)

Ρώτησε αν αυτά τα κειμήλια είχαν βρεθεί στην πηγή και τού απάντησαν αρνητικά. Τα είχαν φέρει από χωριό όχι πολύ μακρινό, που ονομαζόταν Ντενγκενί, όπου υπήρχαν τέτοιες στήλες σε τεράστιους αριθμούς. Ιππεύοντας μια ώρα πιο πέρα, πέρασαν από πέντε πιο κιονοειδείς τάφους, που στέκονταν κοντά στον δρόμο, σηματοδοτώντας την ψυχρή ανάπαυση των από καιρό ξεχασμένων νεκρών τους με τον τρόπο των δυτικών κατακτητών τού τόπου. Μια ώρα αργότερα αποσπάστηκαν από αυτούς τούς συλλογισμούς μπαίνοντας στην εκτεταμένη κοιλάδα τού Μπόλου, όπου η ίδια σκηνή παρουσίαζε το πιο τρομερό μεγαλείο. Τα δάση των βουνών καίγονταν σε αρκετές μεγάλες κάποτε εκτάσεις. Ολόκληρος ο γύρω ορίζοντας ήταν απόλυτα μαύρος, εκτός από εκείνα τα σημεία. Εκεί οι φλόγες υψώνονταν μοιάζοντας με ηφαιστειακές εκρήξεις, οι οποίες, ρίχνοντας κόκκινο φως πάνω στα αντικείμενα σε μεγάλη απόσταση από αυτές τις αντανακλάσεις, μεγάλωναν τη φρίκη τής σκηνής. Επίσης ο άνεμος βρυχιόταν ανάμεσα στα γειτονικά δάση, με θόρυβο σαν εκείνον τής θάλασσας σε καταιγίδα, ενώ στην καταστροφική του οργή έπρεπε να αποδοθεί το κακό που έβλεπε μπροστά του. Ταξιδιώτες ή υλοτόμοι είχαν ανάψει μερικά από τα κομμένα δένδρα για την προσωρινή τους διανυκτέρευση στην ύπαιθρο και ο άνεμος που σηκώθηκε ξαφνικά άπλωσε τις φλόγες στα γειτονικά κλαδιά, με το τρομακτικό αποτέλεσμα το οποίο κοίταζε τώρα με τόσο άθλιο θαυμασμό. Επίσης συχνά η αιτία για τέτοιες πυρκαγιές ήταν ότι η παρέα φεύγοντας παραμελούσε να σβήσει πλήρως αυτές τις νυχτερινές φωτιές. Είδε τότε να καίγονται και να χαραμίζονται σκληρά μερικές εκατοντάδες από τα καλύτερα δένδρα στην Ασία. Παρόμοιες καταστροφές, από παρόμοια απροσεξία, συνέβαιναν στις ψηλές χλοώδεις στέπες βόρεια τού Ευξείνου.

Σε διάφορα σημεία πάνω και κοντά στον τωρινό δρόμο παρέμεναν μακρά τμήματα ρωμαϊκής οδού. Μάλιστα αντίστοιχα απομεινάρια ήσαν πολύ εμφανή σχεδόν σε όλο τον δρόμο από την Αμάσεια, εμφανίζοντας τμήματα στρωμένα με μεγάλες πέτρες, τοποθετημένες με μεγάλη ακρίβεια και σε στάθμη σημαντικά πάνω από το γύρω έδαφος. Αφού προχώρησαν λίγο στην επίπεδη χώρα, διέσχισαν τον Μπόλου Τσάι, που στην αρχαιότητα ονομαζόταν Βιλλαίος. Έρρεε σε μικρή απόσταση νότια από την πόλη τού Μπόλου και από εκεί έπαιρνε βορειοανατολική ελικοειδή πορεία ανάμεσα στους λόφους, μέχρι να χυθεί στον Παρθένιο ή Μπαρτίν Σου. Έφτασαν στο μενζίλ τους μεταξύ δέκα και έντεκα τη νύχτα. Η απόσταση παρεχόταν ως δώδεκα ώρες από τη Γκέρεντε, αλλά ο ίδιος την εκτιμούσε σε τριανταέξι μίλια.

Το Μπόλου καταλάμβανε τον χώρο τής Αδριανούπολης, αλλά η τουρκική ζήλια για τον σκοπό του δεν θα τού επέτρεπε να εξερευνήσει τα λείψανά του περισσότερο απ’ όσο μπορούσε να δει με περαστική ματιά. Έτσι, κοιτάζοντας γύρω, αντιλήφθηκε σε πολλά μέρη θραύσματα έξοχα κατεργασμένου μαρμάρου, τα οποία πρέπει να αποτελούσαν γείσα και άλλα κλασικά στολίδια. Διέκρινε επίσης πολλά δείγματα τού ημικίονα που αναφέρθηκε πριν, να υψώνονται ανάμεσα στους μωαμεθανικούς τάφους στα νεκροταφεία τής πόλης. Ο πληθυσμός τής πόλης, σύμφωνα με τις πληροφορίες που τού έδωσαν, ανερχόταν σε 5.000 άτομα, από τα οποία 3.000 ήσαν Έλληνες και Αρμένιοι. Λίγα μίλια νότια ανάβλυζε μεταλλική πηγή, που την είχαν σε μεγάλη υπόληψη οι Τούρκοι για τις θεραπευτικές της ιδιότητες.

25 Νοεμβρίου. Βγαίνοντας από το κατάλυμά τους αυτό το πρωί, ο ανατέλλων ήλιος ξεδίπλωσε μπροστά τους μια από τις πιο εκτεταμένες και πλουσιότερες κοιλάδες που είχε δει μέχρι τότε από τον Θερμώδοντα μέχρι τον Παρθένιο. Καλλιέργειες απλώνονταν σε ολόκληρη την επιφάνειά της και κάλυπταν τις πλαγιές κάθε λόφου που προεξείχε από τη βάση των βουνών, οι κορυφές και οι πλαγιές των οποίων ήσαν ντυμένες πλήρως με δάση. Δεν θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα την κοιλάδα στους συμπατριώτες του, από το να πει ότι παρουσίαζε μαζί σε μία εικόνα τις αναμειγμένες ομορφιές των δικών τους Ντέβον και Σόμερσετσάιρ. Έχοντας ιππεύσει πέντε περίπου μίλια μέσα από αυτή την ευχάριστη περιοχή, έφτασαν στην όχθη ορμητικού ρεύματος που κυλούσε προς τα νοτιοδυτικά και από εκεί μπήκαν στην περιοχή τού δάσους. Στον δρόμο τους μέχρι εδώ, είχαν διασχίσει πολλές εκτάσεις που έφεραν αυτό το όνομα, αλλά ποτέ δεν είχαν δει τέτοιο γιγαντιαίο δασικό τοπίο, όπως αυτό στο οποίο βυθίζονταν τώρα. Τα φαινομενικά αδιαπέραστα βάθη εκτείνονταν πάνω σε οροσειρά που φαινόταν ατελείωτη. Κάθε είδος από τα καλύτερα δένδρα υπήρχε εδώ, κάθε ηλικίας και ύψους, σε αλσύλλια ή σε ξέφωτα, ανεβαίνοντας στα πιο επιβλητικά ύψη και με κορμούς αντίστοιχου μεγέθους. Από αυτό το γενναιόδωρο θησαυροφυλάκιο τής φύσης φτιάχτηκαν αναμφίβολα οι στόλοι τού Μιθριδάτη, οι οποίοι τόσον καιρό αμφισβήτησαν την εξουσία τής Ρώμης στην Ποντική θάλασσα, ενώ από το ίδιο ο Μεγάλος Άρχοντας αντλεί τώρα όλα τα αποθέματά του ξυλείας και πίσσας για την κατασκευή των στόλων του, τα οποία μπορεί να ειπωθεί ότι αυξάνονται από εποχή σε εποχή, σε αυτόν τον σκοτεινό κόσμο τού ανεξάντλητου δάσους. Το υπόστρωμά του παρουσίαζε τη θρυλική σκηνή τού μαγεμένου δάσους τού Tάσσο, με την αειθαλή δάφνη, τη μυρτιά και τον πύξο και ποικιλία άλλων όμορφων θάμνων παρόμοιου χαρακτήρα, να μπλέκουν τα αρωματικά τους κλαδιά. [Η σκηνή περιλαμβάνεται στο επικό ποίημα Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ (La Gerusalemme Liberata) τού Ιταλού ποιητή Τορκάτο Τάσσο, που εκδόθηκε το 1581 και αφηγείται μυθοποιημένη εκδοχή τής Πρώτης Σταυροφορίας]. Και καθώς η εποχή ήταν ασυνήθιστα ήπια, είχε την ευχαρίστηση να τα βρει όλα σε πλούσια πρασινάδα, όπου ακόμη και το φύλλωμα των δένδρων δεν ήταν παρά ελαφρά χρωματισμένο με τις αποχρώσεις τού φθινοπώρου. Τρεις ώρες τουλάχιστον χρειάστηκαν μέχρι να βγουν από το τμήμα τού δάσους που βρισκόταν στην πορεία τους, γιατί εκτός από το μεγάλο μήκος τής διαδρομής, βρήκαν τον δρόμο σε πολλά σημεία σχεδόν καλυμμένο από τούς ζωηρούς βλαστούς τού υποστρώματος. Όμως αυτός ο διαμορφωμένος δρόμος που συνέχιζε μαζί τους ήταν αλάνθαστος οδηγός. Βγαίνοντας από το δάσος, έφτασαν σε όμορφη επίπεδη περιοχή, την οποία τα άλογά τους εκμεταλλεύτηκαν πλήρως, καλπάζοντας προς τη Ντούτζε, τον τόπο τής προγραμματισμένης τους στάθμευσης. Έφτασαν εκεί ύστερα από συνολικό ταξίδι έξι ωρών (που συνήθως παρεχόταν ως δώδεκα), χωρίς καμία προφανή κόπωση. Υπέθετε ότι η απόσταση ήταν εικοσιτέσσερα μίλια. Ξεκουραζόταν λίγο, ενώ οι τάταρ του είχαν αρχίσει το τσιμπούσι χωρίς να ψάχνουν για εκείνον. Το χωριό ήταν τώρα πολύ φτωχός τόπος για να ενδιαφερθεί ιδιαίτερα για την παρατήρηση ενός ξένου, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όμως δεν ήταν πάντοτε έτσι, όπως ήταν προφανές από τα πολυάριθμα θραύσματα έξοχων μαρμάρων, κάποιων σκέτων, άλλων που έφεραν ίχνη τής όμορφης σμίλης τής Ελλάδας ή τής Ρώμης, ενώ ακριβώς μπροστά στην πόρτα τού σταθμού αλλαγής υπήρχε ιδιαίτερα εντυπωσιακό δείγμα με τη μορφή πηγαδιού. Εξετάζοντάς το, βρήκε κυκλική μάζα λευκού μαρμάρου, πιθανότατα τη βάση κάποιας τεράστιας στήλης ή βάθρο, αλλά εδώ κουφωμένη εσωτερικά με σκοπό να περιβάλλει το στόμιο τού πηγαδιού. Το εξωτερικό της έφερε ίχνη ότι είχε σμιλευτεί σε γιρλάντες περιτυλισσόμενου κισσού, ενωμένες με κορδέλες, που τις κρατούσαν φτερωτά αγόρια. Το νερό που ανέβαζαν μέσα από αυτόν τον μαρμάρινο κύλινδρο ριχνόταν σε μεγάλη σαρκοφάγο από το ίδιο υλικό, η οποία όμως δεν είχε καθόλου στολίδια. Εκτός από αυτά τα μνημεία τού κλασικού παρελθόντος, είδε αριθμούς επιτύμβιων στηλών, αλλά όλες χωρίς επιγραφές, ανάμεσα στα μνήματα των «πρωτόγονων προγόνων» των σημερινών ενοίκων αυτού τού μικρού σημείου τής αρχαίας Βιθυνίας.

Στις τρεισήμιση ανέβηκαν σε ξεκούραστα άλογα και ξεκίνησαν, ακολουθώντας δυτική κατεύθυνση για την υπόλοιπη πεδιάδα, την οποία είχαν μισοδιασχίσει το πρωί. Φαινόταν καλά καλλιεργούμενη και προφανώς πολύ παραγωγική. Έχοντας ιππεύσει οκτώ μίλια, πέρασαν τον ποταμό Μανταρίς και σχεδόν αμέσως μετά ξαναμπήκαν στους δασωμένους λόφους. Εδώ τούς περίμενε άλλο τοπίο δασικού μεγαλείου. Από τη στιγμή που έφυγαν από τη Ντούτζε τα σύννεφα μαζεύονταν μπροστά τους σε βαριές μαύρες μάζες, από τις οποίες ξεσπούσαν κατά καιρούς ορμητικές λάμψεις αστραπών. Αλλά από τη στιγμή που μπήκαν για τα καλά μέσα στο δάσος, η νύχτα έγινε απόλυτα σκοτεινή και πλήρης ακινησία χαρακτήριζε κάθε αντικείμενο. Φαινόταν αδύνατο να δουν ή ακόμη και να νιώσουν τον δρόμο τους σε αυτή τη μαύρη μοναξιά, αλλά παρ’ όλα αυτά προχωρούσαν προσεκτικά, όταν, σε μια στιγμή, άρχισε να κυλά η βροντή και να πέφτει η βροχή σαν χείμαρρος. Τα άλογά τους σταμάτησαν ενστικτωδώς για καταφύγιο κάτω από κάποια κλαδιά φτελιών σε ένα από τα ξέφωτα, μέσα από το οποίο τύχαινε τότε να περνούν. Αλλά δεν είχαν καλά-καλά σταματήσει, όταν εκτοπίστηκαν και πάλι από ξαφνικό ζικ-ζακ χτύπημα κεραυνού, ο οποίος έπεσε πάνω σε μερικά δένδρα που δεν απείχαν πολύ από εκείνους. Τα είχαν δει όρθια στη λάμψη, αλλά την πτώση τους την άκουσαν μόνο. Τόσο ξαφνικό ήταν το φλογερό χτύπημα, τόσο βαθιά σκοτεινή η στιγμιαία αλλαγή και τόσο φρικτή η συντριβή και η βροντή που τη συνόδευσε, που οι άνδρες και τα άλογα τρομοκρατήθηκαν, μη ξέροντας προς τα πού να κινηθούν, με θλιβερό μπλέξιμο των φτωχών ζώων που μετέφεραν τις αποσκευές, καθώς και με μερικές πτώσεις των δικών τους αλόγων πάνω στο ανώμαλο και κορεσμένο έδαφος. Δεν ήταν εύκολο να περιγραφεί πώς έφτασαν, αλλά στις δέκα μπήκαν στο μενζίλ τους στο Καντάγ [Χεντέκ], βρεμένοι μέχρι το κόκκαλο. Η απόσταση από τη Ντούτζε παρεχόταν ονομαστικά ως έντεκα ώρες, αλλά ο Πόρτερ θα την υπολόγιζε σε εικοσιπέντε μίλια.

26 Νοεμβρίου. Φαινόταν μεγάλο και ακμάζον χωριό, τουλάχιστον απ' όσα μπορούσε να κρίνει στο σύντομο διάστημα από την είσοδο μέχρι την έξοδό τους, γιατί στις τέσσερις το πρωί ξεκίνησαν και πάλι, ιππεύοντας για μερικές ακόμη ώρες στο σκοτάδι και αισθανόμενοι ότι περνούσαν από δάση ή διέσχιζαν περιστασιακά στενές πεδινές εκτάσεις. Ολοκληρώνοντας είκοσι μίλια έφτασαν στις όχθες τού ποταμού Σακάρια, τού αρχαίου Σαγγάριου, όπου σταμάτησαν σε απομονωμένο σπίτι, για να δουν αν θα μπορούσαν να αποκτήσουν λίγα αυγά και λίγο ψωμί. Από εκεί πέρασαν αμέσως το ρεύμα από ξύλινη γέφυρα, τόσο ανασφαλή, ώστε να απειλεί με κάταγμα κάποιον σε κάθε βήμα, αλλά η εύθραυστη δομή της ίσως δικαιολογούνταν, γιατί χρειαζόταν να την ξαναστήνουν κάθε χρόνο μετά τις πλημμύρες από το βουνό. Ο Σακάρια πήγαζε μακριά στα νοτιοανατολικά και ύστερα από πολλούς ελιγμούς έφτανε στο σημείο αυτής τής γέφυρας, απ’ όπου κυλούσε προς τα βορειοανατολικά, έχοντας μεγαλώσει από ρεύμα από τη λίμνη Σαπάντζα, μέχρις ότου, στρέφοντας μάλλον προς τα βορειοδυτικά, χυνόταν στη Μαύρη Θάλασσα, όχι μακριά από το ακρωτήριο Κάρπε, την αρχαία Κάλπη. Ολόκληρη η κυματιστή έκταση αυτής τής ακτής τού Ευξείνου, από τον κόλπο τής Σαμσούν, ήταν γεμάτη με αντικείμενα ενδιαφέροντος: Ηράκλεια, τώρα Ερεγλί, Σινώπη κλπ.

Αφού διέσχισαν τον ποταμό, ίππευσαν δίπλα στις όχθες του για έξι μίλια, ενώ από εκεί πήραν κατεύθυνση 60° από βορρά προς δύση, αφήνοντας τον Σακάρια στα αριστερά τους. Ο δρόμος τους περνούσε από όμορφη βαθύπεδη πεδιάδα, που τούς έφερε σε μία περίπου ώρα στη νοτιοανατολική ακτή τής λίμνης Σαπάντζα. Η περιοχή στην οποία πλησίαζαν μεταβαλλόταν ρομαντικά από ψηλούς προεξέχοντες βράχους και δένδρα, ενώ μερικές φορές ο τολμηρός βράχος ξεπρόβαλλε χωρίς βλάστηση πάνω του. Αλλού όμορφα άλση έστεφαν την κορυφή του ή απλώνονταν κάτω από τα βράχια, μέχρι εκεί όπου οι ρίζες τους δεν μπορούσαν πια να αντλήσουν τροφή από την άμμο ή τα βότσαλα. Η λίμνη κυκλωνόταν εντελώς από βουνά, μερικά από τα οποία, ιδιαίτερα εκείνα στα βόρεια, εμφάνιζαν τις πιο γυμνές και απόκρημνες πλαγιές, ξεκινώντας ακριβώς από την άκρη τού νερού. Λεγόταν ότι είχε μήκος τρισήμιση ώρες, δηλαδή δέκα μίλια, και δύο πλάτος. Προχώρησαν κατά μήκος τής νότιας άκρης της για έξι μίλια, απολαμβάνοντας υπέροχο τοπίο σε πολύ ωραίο πρωινό, μέχρι που έφτασαν στην όμορφη μικρή κωμόπολη τής Σαπάντζα, κοντά στις όχθες της. Την είχαν διακρίνει από μικρή απόσταση, λόγω ενός ιδιαίτερα κομψού μιναρέ που υψωνόταν ανάμεσα στο πλούσιο δάσος, το οποίο τούς έκρυβε την άμεση θέα των σπιτιών. Στις δέκα και μισή σταμάτησαν στο μενζίλ τους. Η ονομαστική απόσταση ήταν έντεκα ώρες από το Καντάγ, ενώ τα μίλια ο Πόρτερ θα έλεγε ότι ήσαν τριάντα.

Εδώ υπήρχαν πολλά σπασμένα μαρμάρινα ερείπια από αρχαίους ναούς ή κατοικίες. Μερικά ήσαν χτισμένα στους τοίχους των σύγχρονων κατοικιών και ενώ οι άνθρωποι ξαναφόρτωναν τα άλογά τους, εκείνος αντέγραψε δύο ελληνικές επιγραφές από μαρμάρινα θραύσματα κοντά στον σταθμό αλλαγής αλόγων.

Image

Επιγραφές στη Σαπάντζα (Πόρτερ 1821)

Στις έντεκα άφησαν το σκιερό μενζίλ τους και μαζί με αυτό τις όχθες τής λίμνης, με κατεύθυνση τότε 70° από βορρά προς δύση. Στο ταξίδι τους εδώ τούς συνόδευαν τόσο πολλά αγροτικά αντικείμενα κτηνοτροφίας και φυτικής καλλιέργειας, που πρέπει να σταματήσουμε εδώ για να παρατηρήσουμε και πάλι τη μορφή τού ασιατικού κάρου και τις σταδιακές αλλαγές που υφίστατο στην πορεία προς τα δυτικά. Έχουμε αναφερθεί στη δυσκίνητη κατασκευή του, όπως το χρησιμοποιούσαν στη γεμάτη κοιλάδες χώρα στα σύνορα τής Περσίας. Από εκεί έπαιρνε σταδιακά πιο διαχειρίσιμη μορφή, αλλά αρχικά έπαιρνε μόνο ελαφρύτερο ύφασμα, φορώντας ακόμη το αδέξιο σχήμα και τούς συμπαγείς τροχούς που έβλεπαν στην πεδιάδα τού Σάλμος. Όταν έφτασαν στην Τόσια, αυτό το μέρος τού οχήματος είχε μετατραπεί σε λιγότερο άκαμπτο, κουφώνοντας τον τροχό και συνδέοντάς τον με πρωτόγονο είδος ακτίνων. Ταξιδεύοντας πιο πέρα, βρήκαν να προστίθενται δύο ακόμη τροχοί, ενώ φτάνοντας στο Μπόλου είδαν τη δυνατή αλλά ελαφριά κανονικά φτιαγμένη άμαξα. Στον δρόμο τους από εκεί και πέρα προσπερνούσαν συρμούς από τις πιο δυνατές από αυτές τις μηχανές. Ανήκαν στην κυβέρνηση και μετέφεραν μεγάλα δένδρα ξυλείας, πολλά τόσο βαριά, που χρειάζονταν έλξη από δεκαέξι βουβάλια. Από το τελευταίο μενζίλ τους έβλεπαν το ελαφρύτερο είδος αυτών των αμαξών να προχωρούν, φορτωμένες με μήλα, κρεμμύδια και άλλα λαχανικά για την οθωμανική πρωτεύουσα. Μάλιστα στη συνέχεια προσπέρασαν κι άλλες στην ίδια διαδρομή, σε συρμούς των δέκα, είκοσι, τριάντα. Τα μπροστινά πόδια των βουβαλιών ήσαν πεταλωμένα με σίδερο, με το πέταλο φτιαγμένο σε δύο κομμάτια, για να ταιριάζει με το ακριβές σχήμα τού ποδιού. Έριχναν το ζώο κάτω στα πλευρά του, προκειμένου να προσαρμόσουν αυτή την αναγκαία προστασία στην οπλή του.

Το είδος τής χώρας από την οποία περνούσαν αφήνοντας τη λίμνη ήταν ωραία πεδιάδα, πλούσια στις καλύτερες καλλιέργειες, με τα δασωμένα βουνά να στέκονται στα αριστερά τους, σε απόσταση δύο περίπου μιλίων. Καθώς πλησίαζαν την πόλη τής Ιζνικμίτ, την αρχαία Νικομήδεια, όπου σκόπευαν να ολοκληρώσουν την πορεία εκείνης τής ημέρας τους, η εικόνα που παρουσίαζε ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακή. Η έκτασή της φαινόταν να καλύπτει τούς ενωμένους κυματισμούς διπλού λόφου, κατηφορίζοντας σταδιακά προς τις ακτές τού κόλπου τής Νικομήδειας, ενώ η ψηλή πολλαπλότητα των σπιτιών της, που υψώνονταν η μια ομάδα πάνω από την άλλη, μαζί με τα πολυάριθμα τζαμιά και τούς πανύψηλους μιναρέδες, χρωματισμένους με τις χρυσές ακτίνες ενός πολύ λαμπρού δύοντος ήλιου, παρείχαν σαφή ειδοποίηση ότι πλησίαζαν σε μια από τις πιο μεγαλοπρεπείς πόλεις τής Ανατολής. Έφτασαν στις τέσσερις. Η απόσταση από τον τελευταίο σταθμό τους ήταν έξι ώρες, δηλαδή 18 περίπου μίλια. Οι τάταρ τούς οδήγησαν σε καφενείο αξιοσέβαστης εμφάνισης, οι ζωγραφιστές διακοσμήσεις στους τοίχους τού οποίου έδειχναν τη γειτνίασή τους με την Κωνσταντινούπολη. Σύντομα συμποσίαζαν με εκλεκτό ψάρι, ένα είδος σκουμπριού, που αφθονούσε εκείνη την εποχή σε αυτές τις θάλασσες. Έμοιαζε στο μέγεθος με μεγάλη πέστροφα, ενώ σε γεύση ξεπερνούσε κάθε ψάρι τού είδους του στις δικές τους ακτές. Σταφύλια, μήλα και άλλα φρούτα τοποθετήθηκαν μπροστά τους σε αφθονία. Μάλιστα τα σταφύλια υπήρχαν σε τέτοια αφθονία, που οι ντόπιοι απόσταζαν από αυτά λευκό ποτό, όχι διαφορετικό σε γεύση από τη βότκα των Ρώσων ή το αράκ των Αρμενίων τού Αζερμπαϊτζάν. Δεν ήταν καθόλου δυσάρεστο, ενώ ούτε οι τάταρ του, ούτε οι υπόλοιποι τής παρέας τους ήσαν τόσο οπισθοδρομικοί, ώστε να μη χύσουν τις σπονδές του ύστερα από τόσο ευπρόσδεκτο δείπνο.

Το όνομα, Ιζνικμίτ ή Ιζμίτ, αποτελεί παραφθορά τής Νικομήδειας. Η πόλη είχε ονομαστεί έτσι από τον ιδρυτή της Νικομήδη, γιο τού Προυσία, έναν από τούς πρώτους Βιθυνούς μονάρχες. Η ωραία της θέση την έκανε αγαπημένο τόπο διαμονής επόμενων ηγεμόνων, είτε ντόπιων είτε κατακτητών. Αρκετοί Ρωμαίοι αυτοκράτορες την τίμησαν με την παραμονή τους και ιδιαίτερα ο Διοκλητιανός, ο οποίος, επιθυμώντας να ανταγωνιστεί αυτή σε μεγαλείο ακόμη και τη Ρώμη, τη στόλισε με ναούς, παλάτια και θέατρα. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι τα θεμέλια τουλάχιστον τέτοιων υπέροχων οικοδομημάτων θα μπορούσαν ακόμη να εντοπιστούν, αν οι τουρκικές αρχές στην πόλη επέτρεπαν την αναζήτηση, παρά το γεγονός ότι τα πιο ψηλά ερείπια όλων τους είχαν από καιρό σαρωθεί από τη βία, την αποσύνθεση τού χρόνου και τα τραντάγματα τής φύσης. Ο τωρινός πληθυσμός υπολογιζόταν σε 25.000 περίπου και συμπεριλάμβανε Τούρκους, Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους. Το εμπόριό της αποτελούνταν κυρίως από σιτηρά, μαλλί, μετάξι και βαμβάκι, το οποίο οι έμποροι είχαν το πλεονέκτημα να εξάγουν από τα δικά τους λιμάνια, καθώς η πόλη βρισκόταν στον μυχό κόλπου που άνοιγε προς την Προποντίδα ή Θάλασσα τού Μαρμαρά. Οι πολυάριθμοι όμορφοι κολπίσκοι που κύκλωναν αυτή την «ωραιότερη θάλασσα τής Ανατολής» δεν ομόρφαιναν μόνο την ακτή, αλλά εξυπηρετούσαν την κίνηση εσωτερικού των κατοίκων της, καθώς όλοι σχεδόν αυτοί οι κολπίσκοι ήσαν κατάσπαρτοι με μικρές παράκτιες πόλεις και συχνά με τα ερείπια άλλων, περισσότερο σεβάσμιων και αρχαίων. Όχι μακριά από τον διπλό λόφο τής Νικομήδειας μπορούσαν να εντοπιστούν τα ερείπια τού Αστακού, ο οποίος, σύμφωνα με τον Στράβωνα, είχε δώσει το όνομα Αστακηνός στον κόλπο: «Στη συνέχεια ακολουθεί την ακτή των Χαλκηδονίων ο Αστακηνός κόλπος όπως ονομάζεται, που αποτελεί μέρος τής Προποντίδας. Εδώ βρίσκεται η Νικομήδεια, που φέρει το όνομα ενός από τούς βασιλείς τής Βιθυνίας από τούς οποίους ιδρύθηκε. Πολλοί όμως βασιλείς έχουν πάρει το ίδιο όνομα, όπως οι Πτολεμαίοι, λόγω τής φήμης τού πρώτου προσώπου που ονομαζόταν έτσι. Στον ίδιο κόλπο βρίσκεται και η πόλη Αστακός, που ιδρύθηκε από Μεγαρείς και Αθηναίους».5 Προχωρούσε προς τη στεριά ανάμεσα σε δύο χερσονήσους. Εκείνη προς βορρά οριοθετούνταν από τον Εύξεινο και τον Βόσπορο, ενώ η άλλη προς νότο από την Προποντίδα και τον κόλπο των Μουδανιών. Το δεύτερο αυτό κομμάτι γης αποτελούσε μέρος τής σύγχρονης Ανατολίας και όντας πολύ ορεινό, παρουσίαζε υπέροχη αντίθεση με τούς πιο απαλούς κυματιστούς λόφους τού απέναντι κομματιού.

25 Νοεμβρίου. Άφησαν την Ιζνικμίτ στις τέσσερις το πρωί, διατηρώντας την πορεία τους κατά μήκος τής βόρειας χερσονήσου και κοντά στον ελισσόμενο κόλπο τής Νικομήδειας στα αριστερά τους. Καθώς χάραζε και ανέτειλε ο ήλιος, το τοπίο έλαμπε και άστραφτε από ομορφιά, με πλούσια κοκκινάδα να καλύπτει τα πιο κοντινά αντικείμενα, ενώ οι λαμπερές του ακτίνες, εκτινασσόμενες στα κύματα, άναβαν τις βουνοκορφές σε τόσο μεγάλη απόσταση προς τα δυτικά, που πίστευε ότι θα μπορούσαν να διακρίνουν ακόμη και την πανύψηλη κορυφή τού Κας Νταγ ή όρους Ίδη. Ο δρόμος τους περνούσε μερικές φορές τόσο κοντά στον παφλασμό τής θάλασσας, που τούς σκέπαζαν οι ψιχάλες του, χαιρετισμός εμψυχωτικός μάλλον παρά δυσάρεστος, από στοιχείο που κανένας Άγγλος δεν μπορεί να αναγνωρίσει ύστερα από μακρά απουσία, χωρίς να αισθάνεται ότι ακουμπά στην πατρίδα. Αυτή η όψη τής ακτής σημαδευόταν μερικές φορές από απότομους και έντονους βράχους ή από λόφους που κατέβαιναν απαλά στην παραλία της, μερικές φορές χρωματισμένοι με λιγοστή μόνο πρασινάδα, αλλά πιο συχνά πολυτελώς ντυμένοι με θάμνους κάθε φύλλου και απόχρωσης, ανακατεμένους με οπωροφόρα δένδρα, αμπελώνες και άλση κυπαρισσιών. Στις οκτώ έφτασαν σε μικρό χωριό που ονομαζόταν Χέρικα [Χέρεκε, ο βυζαντινός Χάραξ], στην άκρη τού νερού, ενώ όχι μακριά του παρατήρησαν τα ερείπια φρουρίου στο πλησιέστερο ύψωμα. Στον στάβλο τού καφενείου όπου σταμάτησαν, ο Πόρτερ βρήκε τα ξύλινα δοκάρια που στήριζαν την οροφή να εδράζονται σε πολλά λευκά μαρμάρινα κιονόκρανα. Όλα ήσαν δυστυχώς ακρωτηριασμένα, αλλά απέμεναν αρκετά για να δείχνουν ότι ήσαν τού νόθου κορινθιακού ρυθμού. Από εδώ άρχισαν να ανεβαίνουν το ψηλότερο έδαφος στα δεξιά τους και σε κατεύθυνση περισσότερο βορεινή παρά δυτική από οποιαδήποτε είχαν ακολουθήσει για πολύ καιρό. Η απόχρωση τού ουρανού άλλαζε καθώς προχωρούσαν, καθώς επίσης και η όψη τής χώρας. Λίγα ακόμη μίλια τούς έφεραν ανάμεσα σε γυμνούς λόφους, όπου τα σύννεφα, που είχαν μαζευτεί κατά τη διάρκεια τού τελευταίου μέρους τής πορείας τους, άνοιξαν πάνω τους σε αδιάκοπη βροχόπτωση. Μέσα από αυτό το πυκνό πέπλο νερού μπήκαν στην πόλη τής Γκέμπζε, σε εκτιμώμενη απόσταση εννέα ωρών από την Ιζνικμίτ. Και ενώ απείχαν τότε ένα μόνο στάδιο πορείας από την Κωνσταντινούπολη, δεν μπόρεσε να επιβληθεί στον εαυτό του να συνεχίσει προς τα εμπρός, με όλη αυτή την ασάφεια ανάμεσα σε εκείνον και σε όλα όσα θα έβλεπε σε καθαρή ατμόσφαιρα από αυτόν τον τόπο μέχρι την αρχαία πρωτεύουσα των ανατολικών αυτοκρατόρων. Έτσι, καθώς ο καιρός φαινόταν αναμφισβήτητα βροχερός για το υπόλοιπο τής ημέρας, αποφάσισε να παραμείνει εκεί όπου βρισκόταν μέχρι το επόμενο πρωί, ελπίζοντας ότι μέχρι τότε θα είχε πέσει όλη η βροχή και ότι βλέποντας τις δόξες τής Ισταμπούλ, όπως ονομαζόταν από τούς Τούρκους, φωτισμένες από λαμπρό ήλιο, θα τελείωνε τα ταξίδια του στην Ασία όπως τα είχε αρχίσει, κάτω από τις ευχάριστες ακτίνες του. Η Γκέμπζε σηματοδοτούσε τον χώρο τής Λύβισσας, πόλης κοντά στην οποία θάφτηκε ο Αννίβας. Αν και ο σημερινός τόπος είχε κάποια σημασία, δεν μπόρεσε να βρει κανέναν που να ήξερε κάτι για τα ένδοξα ερείπια, τα οποία τού είχαν δώσει κάποτε διασημότητα. Μάταια ρωτούσε να πληροφορηθεί αν υπήρχαν κάποιες παραδοσιακές περιγραφές για τον τάφο κάποιου μεγάλου άπιστου, που θα τον οδηγούσαν στον τύμβο του ή στα μαρμάρινα απομεινάρια τού τάφου του. Ο δεύτερος θάνατος τής άγνοιας τον τύλιξε εντελώς. Τού έδειξαν, πράγματι, τρεις κολοσσιαίες σαρκοφάγους, που τις χρησιμοποιούσαν ως γούρνες νερού, η μεγαλύτερη από τις οποίες ήταν περιέργως σημαδεμένη στις πλευρές με σχήμα που έμοιαζε με τον μικρό σταυρό των οικοσήμων. Εκτεταμένο νεκροταφείο βρισκόταν στα νότια τής πόλης, το οποίο διέσχισε σε κάθε κατεύθυνση, χωρίς να μπορέσει να ανακαλύψει ίχνη αρχαίου ταφικού τύμβου.

26η Νοεμβρίου. Το ξημέρωμα σήμερα το πρωί ανταποκρίθηκε στις χτεσινές του προσδοκίες. Ξεκίνησαν στις έξι και όταν ο ήλιος ανέτειλε, δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο. Ο δρόμος τους προχωρούσε κατά μήκος τμήματος τής ακτής που δεν θα μπορούσε να καυχηθεί για δικά του δένδρα, αλλά πέρα, δηλαδή έξω στον κόλπο προς τα νοτιοδυτικά, η θέα γινόταν ενδιαφέρουσα από τα νησιά που υψώνονταν από το στήθος της, πράσινα και ποικιλοτρόπως σπαρμένα με χωριά, παλαιά θρησκευτικά κτίσματα ή ερείπια αρχαίων στρατιωτικών έργων. Ονομάζονταν τώρα Πριγκηπονήσια, αλλά παλαιότερα ονομάζονταν Χαλκηδόνιοι Νήσοι και Δημόνησοι. Ανάμεσα στα καταρρέοντα κτίρια που μόλις κατονομάστηκαν, ήσαν εκείνα πολλών γυναικείων μοναστηριών, αφιερωμένων στις πριγκίπισσες τής αυτοκρατορικής οικογένειας, οι οποίες είχαν προτιμήσει τη ζωή τής ιερής απομόνωσης από τις ομορφιές ενός βασιλικού γάμου. Αφού προχώρησαν πέντε μίλια, πέρασαν το χωριό Γκούζλα [Τούζλα], που στεκόταν στα αριστερά τους πάνω σε ακρωτήριο και κρεμόταν πάνω από τη θάλασσα. Το τέλος επτά ακόμη μιλίων τούς έφερε στο Καντάκ [Πεντίκ], άλλη μικρή συλλογή παραθαλάσσιων κατοικιών που βρίσκονταν κοντά στο νερό. Τρία επιπλέον μίλια τούς οδήγησαν μέσα από το Καρτάλ, απ’ όπου ο Πόρτερ έστειλε άνθρωπο να ειδοποιήσει για την άφιξή του τον Σερ Ρόμπερτ Λίστον, τον πρέσβη τους στην Κωνσταντινούπολη, και να ζητήσει να κάνει ο γενικός πρόξενος κάποια ρύθμιση, ώστε να περάσει αμέσως τις αποσκευές του στο αγγλικό κατάλυμα, χωρίς επιθεώρηση. Καθώς πλησίαζαν στο Σκουτάρι, το ασιατικό προάστιο τής οθωμανικής πρωτεύουσας, βρέθηκαν στη μέση τού απέραντου νεκροταφείου του, θλιβερής περιοχής θνησιμότητας, που απλωνόταν δεξιά, αριστερά και μπροστά τους, σε έκταση που περιοριζόταν στο μάτι μόνο από μακρινά δάση κυπαρισσιών, που σκίαζαν αναρίθμητους τάφους και μνήματα, γενιάς μετά τη γενιά, από εκείνο τού παιδιού που θάφτηκε σήμερα, μέχρι τον πηλό τού πατριάρχη που ανέβηκε στους πατέρες του αιώνες πριν. Τα μαρμάρινα μνημεία πάνω από αυτές τις σκοτεινές αίθουσες των νεκρών υψώνονταν ακόμη πιο κοντά απ’ όσο τα πυκνά φυτεμένα δένδρα τα οποία αποτελούσαν τα ζοφερά στέγαστρά τους. Αυτή η λεωφόρος προς μια πρωτεύουσα, η οποία, παρά το μεγαλείο της, θεωρούνταν η ίδια η πόλη τής πανούκλας, δεν μπορούσε να εμπνεύσει έναν Ευρωπαίο ταξιδιώτη με τις πιο άνετες προσδοκίες, ιδιαίτερα όταν κάθε νέο που μάθαινε αυτός, γνωστοποιούσε ότι η αρρώστια, που μερικές φορές κοιμόταν ελαφρά, μαινόταν τότε με περισσότερη από τη συνηθισμένη μανία. Μάλιστα ο αριθμός των πράσινων τάφων που πέρασαν, καθώς και εκατοντάδες άλλοι ανοιγμένοι για να παραλάβουν τα μελαγχολικά τους αποθέματα, διακήρυσσαν πολύ ειλικρινά την τρομερή θνησιμότητα προς την οποία βάδιζαν. Πιο κοντά στο Σκουτάρι, οι γραμμές τού νεκροταφείου διακόπτονταν εδώ κι εκεί από τα εργαστήρια κατασκευαστών μνημάτων, επιδεικνύοντας τάφους κάθε μεγέθους, σχήματος και διακόσμησης και σε πλήθη που αντιστοιχούσαν στην ενδεχόμενη ζήτηση για τη διαιώνιση τής μνήμης των υψηλότερων βαθμίδων. Εργάτες απασχολούνταν δραστήρια στις αντίστοιχες εργασίες. Μερικά από τα μνήματα αυτά ήταν πλούσια σκαλισμένα και επίχρυσα ή βαμμένα με διάφορα χρώματα. Κάθε τάφος διέθετε δύο τμήματα, ένα στο κεφάλι και το άλλο στα πόδια. Το πρώτο, τετράγωνο στέλεχος, συνήθως υψωνόταν τέσσερα περίπου πόδια και είχε πάνω τουρμπάνι, η μορφή και οι ποικίλες αποχρώσεις τού οποίου ανακοίνωναν τον βαθμό ή το επάγγελμα τού εκλιπόντος. Μια πινακίδα από κάτω περιείχε κατάλληλη επιγραφή, γενικά από το Κοράνι. Μεγάλη πλάκα κάλυπτε το σώμα, έχοντας την ασυνήθιστη εμφάνιση να είναι διάτρητη, ενώ από τις τρύπες φύτρωναν τα πιο όμορφα και ευωδιαστά λουλούδια και σκορπούσαν τα φύλλα τους στην πέτρα από κάτω.

Image

Στην Κωνσταντινούπολη (1819)

Το προάστιο Σκουτάρι είχε μεγάλη έκταση και όπως απλωνόταν σε τεράστια απόσταση κατά μήκος τής ακτής τού Βοσπόρου, ακριβώς απέναντι από το Πέρα, καταλάμβανε τον χώρο τής αρχαίας Χρυσούπολης.6 Κοντά στο δυτικό άνοιγμα υπήρχε χωριό που ονομαζόταν Καντικιόι και σηματοδοτούσε τη θέση τής αρχαίας Χαλκηδόνος. Έφτασαν στο Σκουτάρι στη μία και χώθηκαν αμέσως στους στενούς, πολύβουους και μολυσμένους από πανούκλα δρόμους του, οι οποίοι τούς έφεραν σταδιακά στην άκρη τού νερού. Εκεί τούς καλωσόριζε δροσιστικό αεράκι, ενώ η πρωτεύουσα τού Κωνσταντίνου υψωνόταν πραγματικά μπροστά τους, απλωμένη στην απέναντι λοφοσειρά με αφθονία μεγαλείου που δύσκολα περιγράφεται. Σύντομα προμηθεύτηκαν βάρκα για να τούς περάσει απέναντι και σε μικρή απόσταση από την ακτή πέρασαν από ψηλό βράχο, που είχε πάνω του πύργο που ονομαζόταν Πύργος Λεάνδρου [σήμερα Κιζ Κουλέσι (Πύργος τής Κόρης)]. Κωπηλάτησαν απευθείας προς το τελωνείο, αλλά χάρη στον εξοχότατο κ. Καρτράιτ, τον γενικό τους πρόξενο, δεν χρειάστηκε ούτε να βγουν από τη μικρή τους βάρκα, ούτε να στείλουν τις αποσκευές τους στην επικίνδυνη υποδοχή. Δύο ώρες μετά την είσοδό του στο Σκουτάρι, ο Πόρτερ βρισκόταν ανάμεσα στους τοίχους τού βρετανικού παλατιού. Ο Σερ Ρόμπερτ και η Λαίδη Λίστον τον περίμεναν από καιρό. Μέχρι τη στιγμή που συναντήθηκαν, τούς ήταν προσωπικά άγνωστος, αλλά η θερμή υποδοχή τους και η ακούραστη ευγένειά τους, όσο βρισκόταν κάτω από τη στέγη τους, απαιτούσαν λόγια ευγνωμοσύνης που δεν μπορούσαν να εκφραστούν. Πρέπει ένας άνθρωπος να ταξιδέψει μακριά, να υποστεί κινδύνους, στερήσεις, έλλειψη φιλοξενίας, μάλιστα να γνωρίσει «τις στερήσεις ενός ξένου», για να καταλάβει τέτοια συναισθήματα. Όμως θα τού έλειπε η κοινή ειλικρίνεια τής καρδιάς, αν οποιαδήποτε ιδέα παρανόησης από εκείνους που κάθονταν στο σπίτι απολαμβάνοντας φυσικά χωρίς σκέψη τη συνηθισμένη ανταλλαγή αμοιβαίας φιλοξενίας, τον εμπόδιζε να αναγνωρίσει έτσι δημοσίως τις υποχρεώσεις του στη φιλανθρωπία αυτού τού ικανού λειτουργού και πιο συμπαθή από όλους τούς ανθρώπους. Η πανούκλα μαινόταν τόσο έντονα, που χιλιάδες είχαν ήδη πέσει θύματά της, ενώ πέθαιναν τόσο πολλές εκατοντάδες καθημερινά, που ο Πόρτερ παρέμεινε υπό περιορισμό φιλοξενούμενός του, όχι μόνο για μέρες, αλλά για εβδομάδες. Επομένως οι εντυπώσεις γενικής ευγνωμοσύνης δεν μπορούσαν παρά να εξελιχθούν σε εκείνες τής ξεχωριστής φιλίας.

Όσον αφορά την πόλη, στο προάστιο Πέρα τής οποίας ήταν τότε κλεισμένος, οι περιγραφές της ήσαν τόσο πολλές, που ο ίδιος δεν θα προσπαθήσει να επαναλάβει τις λεπτομέρειες ή να προσθέσει σε αυτές, εκτός από εκεί όπου κάποια συγκεκριμένα ερείπια τού αρχαίου μεγαλείου της έτυχε να παρουσιάζουν ένα νέο ή συγκριτικά λίγο προσεγμένο αντικείμενο. Η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν σε γεωγραφικό πλάτος 41° 1' και γεωγραφικό μήκος 28° 53' ανατολικό.

Από τη διαδοχή των λόφων επί των οποίων υψωνόταν, η γενική άποψη καθίστατο εκπληκτικά μαγευτική και υπέροχη, ενώ οι φουσκωμένοι τρούλοι των τζαμιών και οι λευκοί λεπτοί μιναρέδες τους έρχονταν σε μοναδική αντίθεση και ζωντάνευαν τις σκοτεινές ομάδες κυπαρισσιών, που φαίνονταν να τούς ανταγωνίζονται σε ύψος, καθώς μεγάλωναν αδιάκριτα ανάμεσα στα διάφορα κτίρια τής πόλης. Αν η όψη τής τώρα μωαμεθανικής μητρόπολης ήταν τόσο εντυπωσιακή από αυτά τα αντικείμενα, πώς άραγε θα ήταν την εποχή των αυτοκρατόρων της, όταν παλάτια, αψίδες θριάμβου, στήλες, οβελίσκοι, θέατρα, ναοί και εκκλησίες σχημάτιζαν την απαράμιλλη μεγαλοπρέπειά της! Ο Πόρτερ γνώριζε ότι, προκειμένου να ολοκληρωθεί η έδρα τής ανατολικής αυτοκρατορίας, πάρθηκαν από τις κατακτημένες πόλεις τής Ελλάδας τα πιο όμορφα δείγματα τής τέχνης τους. Έτσι τα έργα τού Φειδία, τού Πραξιτέλη και όλων των φημισμένων γλυπτών αυτής τής κλασικής χώρας, καθώς και κάθε άλλο αντικείμενο που θα καθιστούσε την πρωτεύουσα περισσότερο γνωστή, μεταφυτεύτηκε μέσα από τα τείχη της. Ο Κωνσταντίνος, καθορίζοντας τον χώρο τής νέας του πόλης ώστε να μπορεί να ανταγωνίζεται τη Ρώμη σε όλα τα πράγματα, κάλυψε επτά λόφους με τη γραμμή των προβλεπόμενων ορίων της, πολύ πέρα από τα όρια τού αρχαίου Βυζαντίου.

Όσο η πανούκλα συνέχιζε τον αφανισμό της, δεν γινόταν ούτε συζήτηση για είσοδο στην ίδια την πόλη και ο κ. Έλιοτ, αποσπασμένος στη βρετανική πρεσβεία, ήταν τόσο υποχρεωτικός, που συνόδευσε τον Πόρτερ σε μικρή εκδρομή γύρω από τα τείχη της. Έχοντας κατέβει από τον λόφο στον οποίο βρισκόταν το προάστιο τού Πέρα και φτάσει στην είσοδο τού βόρειου κλάδου τού Βοσπόρου, που χώριζε αυτή την περιοχή από την Κωνσταντινούπολη, μπήκαν σε μια από τις εύθυμα επιχρυσωμένες λέμβους (των οποίων οι μυτερές μορφές θύμιζαν τις αρχαίες γαλέρες τής Ελλάδας σε μικρογραφία) και θέλησαν να τούς οδηγήσουν με κουπιά κατά μήκος τού ανατολικού μετώπου τής πόλης. Η μέρα ήταν όμορφη και κάθε αντικείμενο συμμετείχε στο μεγαλείο της. Το σεράι καταλάμβανε ολόκληρο τον χώρο εκείνου που ήταν κάποτε το αρχαίο Βυζάντιο και ήταν χτισμένο στο βορειοανατολικό σημείο τής πόλης. Προστατευόταν από όλες τις πλευρές από ισχυρά τείχη και πύργους, ενώ δύο από τις πλευρές του προστατεύονταν επίσης από τα νερά των Στενών, τα οποία εδώ κύκλωναν μάλιστα έναν από τούς πιο πλούσιους και λαμπερούς κήπους αναψυχής που θα μπορούσε να ζωγραφίσει η φαντασία. Χρυσά παλάτια και ποικιλόχρωμα περίπτερα υψώνονταν, όπως σε γη τού παραμυθιού, ανάμεσα σε σειρές σκούρων κυπαρισσιών και λυγισμένων ιτιών. Αφού πέρασαν κάτω από τις όμορφα καφασωτές στοές τους, έφτασαν σε κατοικία διαφορετικού είδους, στη φυλακή τού Επταπυργίου, οικοδόμημα όπου η δυστυχία μόνο περίμενε τούς έγκλειστους σε αυτό. Τούτο το ζοφερό κάστρο αποτελούσε προφανώς απομεινάρι τής αρχικής οχύρωσης τής πόλης. Λέγοντας αρχικής, δεν εννοείται ότι το σύνολο ήταν τής εποχής τού Κωνσταντίνου, αλλά καθώς η επιστήμη τού πολέμου υφίστατο τόσο λίγες ουσιαστικές αλλαγές μέχρι την εφεύρεση τής πυρίτιδας, το στυλ των οχυρωμένων τόπων παρέμενε αναγκαστικά στην ίδια σχεδόν στάσιμη κατάσταση. Έτσι ο Πόρτερ δεν νόμιζε ότι τα παλαιά αμυντικά τείχη αυτής τής πόλης, τόσο εύκολα ανιχνεύσιμα γύρω από ολόκληρη την έκτασή της, είχαν κάποια διαφορά από το σχέδιο τού πρώτου ιδρυτή τους. Η φυλακή που μόλις αναφέρθηκε διαμόρφωνε τη νοτιοδυτική γωνία τής πόλης. Τα τείχη και οι πύργοι της παρουσίαζαν πολύ ξεχωριστή εικόνα από απόσταση, αφού ήσαν σημαντικά ψηλότερα από τη γενική γραμμή τής οχύρωσης. Πάνω από τις επάλξεις τής τελευταίας υπήρχαν ψηλές κωνικές μάζες, περισσότερο σαν περιστερώνες παρά σαν προμαχώνες. Η γραμμή άμυνας προς τα δυτικά, η οποία ήταν σίγουρα η πιο ευάλωτη πλευρά της, ενισχυόταν από τριπλή σειρά έργων με την προσθήκη φαρδιάς τάφρου. Το εξωτερικό τείχος ήταν χαμηλό και αποτελούσε απλώς επάλξεις. Το δεύτερο ήταν πολύ ψηλότερο και προστατευόταν κατά διαστήματα από μικρούς τετράγωνους πύργους. Το τρίτο ήταν εξαιρετικά ψηλό, με πύργους αντίστοιχου μεγέθους, τετράγωνου ή οκτάγωνου σχήματος. Σε αυτή την πλευρά τής πόλης τα απομεινάρια πολλών ωραίων πυλών εντυπωσίαζαν το μάτι, ιδιαίτερα μιας, τής πλησιέστερης στην Προποντίδα, η οποία εκείνος νόμιζε ότι πρέπει να ήταν η Χρυσή Πύλη τού Θεοδοσίου, τόσο φημισμένη επειδή περιλάμβανε στη μορφή και τις διακοσμήσεις της όλο το μεγαλείο μιας αψίδας θριάμβου. Πήρε την ονομασία Χρυσή από τα χρυσά στολίδια που την εμπλούτιζαν. Εννοείται ότι όχι μόνο στο ίδιο το σημείο, αλλά και κοντά σε αυτό, υπήρχαν τα πιο εκλεκτά κομμάτια υπέροχων ανάγλυφων κιόνων, ζωφόρων κλπ. Τώρα πέντε πύλες οδηγούσαν έξω από την πόλη, οι περισσότερες από τις οποίες ήσαν σύγχρονες και κακής αρχιτεκτονικής, ενώ οι άλλοτε μεγαλειώδεις πύλες των αυτοκρατόρων πλαισιώνονταν καθεμιά από ζευγάρι τεραστίων τετράγωνων πύργων.

Έχοντας ολοκληρώσει το κύκλωμα των τειχών τής πόλης, βρέθηκαν ύστερα από την πολύ ενδιαφέρουσα βόλτα τους σε εκείνη την όχθη τού Βοσπόρου, που ήταν ακριβώς απέναντι από την ακτή τού Πέρα, απ’ όπου είχαν ξεκινήσει. Η αρχαία οχύρωση σε αυτή την περιοχή ήταν τόσο συνυφασμένη με τα σπίτια, αλλά και παραμελημένη, που φαινόταν σαν να είχε εξαφανιστεί σχεδόν απόλυτα, παρουσιάζοντας στη θέση της μεγάλη ακανόνιστη γραμμή ιδιωτικών κατοικιών, δημόσιων γραφείων, αποθηκών και άλλων κτιρίων, τα οποία απαιτούνταν για το αδιάκοπο εμπόριο και την επικοινωνία που ζωντάνευε πάντοτε αυτή την πολύβουη μικρή θάλασσα. Από το πρωί μέχρι τη νύχτα τα νερά σκεπάζονταν από σκάφη διαφόρων περιγραφών, πέρα από τις χιλιάδες βάρκες που περνούσαν σε κάθε κατεύθυνση προς όλα τα μέρη τού Βοσπόρου. Όταν επανεπιβιβάστηκαν, διασχίζοντας το λιμάνι (το Χρυσόκερας των αρχαίων) είχαν ωραία θέα τού τουρκικού στόλου, τώρα σε εφεδρεία (περίπου 20 πλοία τής γραμμής), αγκυροβολημένου κάτω από τα τείχη τού παλατιού τού καπουδάν πασά (ναυάρχου), μεγάλου απλωμένου κτιρίου, λευκού και άκομψου. Αποβιβάστηκαν όχι μακριά από εκεί που ξεκίνησαν, στο προάστιο τού Γαλατά, αρχικό δημιούργημα των παλαιών Γενουατών ρεπουμπλικάνων, τούς οποίους περιέθαλψαν οι Έλληνες αυτοκράτορες. Προδίδοντας όμως τούς ευεργέτες τους και μάλιστα τούς ίδιους τούς εαυτούς τους, με τις επαίσχυντες δολοπλοκίες τους γκρέμισαν τελικά την Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Τούρκων. Αυτή η καταστροφή συνέβη περίπου στα μέσα τού 15ου αιώνα. Η Ελλάδα σύντομα έπεσε κάτω από το ξίφος τού ίδιου κατακτητή, ενώ ήταν πιθανό, ότι αν δεν είχε παρεμβάλει η θεία πρόνοια τον ενετικό στόλο μεταξύ τού Μωάμεθ του Μεγάλου και τής προέλασής του προς τα δυτικά, ολόκληρη η Ιταλία θα είχε αναγκαστεί να αναγνωρίσει την ισχύ τής Ημισελήνου. Πολλοί από τούς πύργους και μεγάλο μέρος των τειχών τού αρχαίου φρουρίου μιας ξένης αποικίας στέκονταν ακόμη, ενώ, ακόμη και τότε, ο ψηλός πύργος τού Γαλατά ήταν από τα πιο επιβλητικά αντικείμενα τής πόλης. Είχε πάνω από 100 πόδια ύψος, προσφέροντας από την κορυφή του μια από τις καλύτερες θέες στον κόσμο. Αφού πέρασαν κοντά του, ανέβηκαν στον λόφο και μπήκαν σε εκτεταμένο νεκροταφείο, που τερματιζόταν μόνο στους τοίχους τού βρετανικού παλατιού τής πρεσβείας. Αυτά τα αποθετήρια των νεκρών αποτελούσαν τούς αγαπημένους περιπάτους για τούς ζωντανούς, ενώ φτιάχνονταν παρέες καθημερινά για την ευχαρίστηση τού περίπατου σε αυτά, με τόση αδιαφορία, σαν να γινόταν η υπαίθρια άσκηση στο Χάιντ Παρκ ή στο ανάκτορο τού Κεραμεικού. Μάλιστα δεν υπήρχαν άλλοι περίπατοι μέσα ή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και τούς ζεστούς μήνες τα πυκνά και αδιαπέραστα άλση κυπαρισσιών πρέπει να τούς καθιστούσαν ελκυστικούς, με την προϋπόθεση ότι η καθολική επίδραση τής θερμότητας τού ήλιου εκείνη την εποχή δεν θα επηρέαζε τόσο τα λείψανα που ήσαν θαμμένα κάτω, ώστε να μολύνει τον αέρα, πράγμα που ο Πόρτερ θεωρούσε πολύ πιθανό να συμβαίνει τότε, γιατί ακόμη και αυτή τη στιγμή μπορούσε να αισθανθεί μια ξινή υγρή μυρωδιά να διεισδύει στις λεωφόρους τους.

30 Νοεμβρίου. Ήταν τώρα η τελευταία μέρα τού Νοεμβρίου και ο καιρός ήταν ακόμη γαλήνιος σαν φθινόπωρο. Μάλιστα σε αυτή την παρατεταμένη ζεστασιά και απαλότητα τής ατμόσφαιρας αποδιδόταν αυτή η ασυνήθιστη συνέχιση και σοβαρότητα τής επιδημίας, αφού τόσο ήπια εποχή είχαν να θυμηθούν πολλά χρόνια. Όσο κρατούσε όμως, η εξοχότητά του ήθελε να τού δείξει το Μπουγιούκντερε, ένα χωριό στην ευρωπαϊκή πλευρά τού Βοσπόρου, όχι πολλά μίλια από τη Μαύρη Θάλασσα και θερινή κατοικία των περισσότερων ξένων πρεσβευτών. Κατά συνέπεια, νωρίς σήμερα το πρωί μπήκαν στη μεγάλη βάρκα τού πρέσβη και ξεκίνησαν μια από τις πιο απολαυστικές υδάτινες εκδρομές που ο Πόρτερ είχε κάνει ποτέ. Το κλίμα και το τοπίο παρουσίαζαν τέλεια ομορφιά, ενώ οι σχέσεις που συνδέονταν με κάθε χαρακτηριστικό αυτής τής ομορφιάς, όντας σαν την έκφραση «χαρές που έχουν περάσει», από ωραία άποψη, εμβαθύνοντας το ενδιαφέρον διπλασίαζαν τις χάρες του. Καθώς ανέβαιναν τον Βόσπορο, η ευρωπαϊκή πλευρά εμφάνιζε σχεδόν αδιάκοπη αλυσίδα κτιρίων, που εκτείνονταν μέχρι λίγα μίλια πριν από τον προορισμό τους. Διανθίζονταν με παλάτια που ανήκαν στον σουλτάνο, άλλα ιδιοκτησία μιας αδελφής τού εκλιπόντος ηγεμόνα και διάφορα ακριβά αρχοντικά, θερινές κατοικίες πλούσιων προσώπων, Τούρκων αλλά και χριστιανών. Αυτά τα εξοχικά σπίτια τού μονάρχη ήσαν συνήθως λευκά, χαρούμενα βαμμένα με επίχρυσα αραβουργήματα. Εκείνα των Οθωμανών υπηκόων του ήσαν γενικά σκούρα κόκκινα, ενώ οι Αρμένιοι, όσο πλούσιοι κι αν ήσαν, ήσαν υποχρεωμένοι να ζουν μέσα σε ζοφερούς τοίχους, μαύρους σαν φέρετρα. Το υπέροχο καταπράσινο φόντο, παρέχοντας ανάγλυφο σε αυτά τα ποικιλόχρωμα οικοδομήματα, παρουσίαζε κήπους σε πεζούλες που υψώνονταν ακόμη και στις ίδιες τις κορυφές των λόφων, των οποίων η χαριτωμένα κυματιστή γραμμή, έτσι ντυμένη με καρπούς και λουλούδια, έσπαγε κατά καιρούς σε όμορφες μικρές κοιλάδες, ενώ στη συνέχεια φουσκώνοντας πάλι, συνεχιζόταν μέχρι να ενωθεί με τη ρομαντική αγριάδα των βράχων που ονομάζονταν Κυανέες πέτρες:

Image

Κωνσταντινούπολη: Άποψη τού Μπουγιούκντερε και τής εισόδου στη Μαύρη Θάλασσα (Φράνκλαντ, Ταξίδια προς και από Κωνσταντινούπολη κατά τα έτη 1827 και 1828)

«Οι Κυανέες Πέτρες είναι δύο νησάκια κοντά στο στόμιο τού Πόντου, ένα κοντά στην Ευρώπη και το άλλο κοντά στην Ασία. Διαχωρίζονται από κανάλι πλάτους είκοσι σταδίων και απέχουν είκοσι στάδια από το ιερό των Βυζαντινών και από το ιερό των Χαλκηδονίων. Εδώ είναι το στενότερο σημείο τού στομίου τού Ευξείνου Πόντου, γιατί προχωρώντας μόνο δέκα στάδια πιο πέρα υπάρχει ακρωτήριο, που μικραίνει το πλάτος τού στενού σε πέντε μόνο στάδια, ενώ στη συνέχεια το στενό ανοίγει σε μεγαλύτερο πλάτος και αρχίζει να σχηματίζει την Προποντίδα».7

Το Μπουγιούκντερε βρισκόταν στην πιο πλούσια από αυτές τις κοιλάδες, διέθετε ιδιαίτερα όμορφο δασωμένο τοπίο που κάλυπτε κάθε πλευρά τής κοιλάδας του και διασχιζόταν από υπέροχο υδραγωγείο. Άλση επίσης από τα πιο σκιερά πλατάνια πρόσφεραν καταφύγιο σε εκατοντάδες παρέες, που έπιναν καφέ και κατέφευγαν εδώ το καλοκαίρι για να βρεθούν στην ύπαιθρο και κάθονταν ξένοιαστοι, σαν τις τουλίπες με τις οποίες έμοιαζαν, σε σειρές, μασώντας το όπιό τους ή καπνίζοντας τη χούκα [ναργιλέ]. Όμως αυτή η κοιλάδα είχε κι άλλο φημισμένο χαρακτηριστικό: τού εἰπαν ότι εδώ, τόσο μακριά, στρατοπέδευσε ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος με τούς σταυροφόρους του.

Ύστερα από κωπηλασία δύο ωρών, αποβιβάστηκαν στον όμορφο κόλπο τής κοιλάδας, στο σπίτι τού μαρκησίου ντε Ριβιέρ, τού Γάλλου πρεσβευτή στην Υψηλή Πύλη. Η ευχάριστη κατοικία του ήταν μια από τις πολλές που ανήκαν σε αλλοδαπούς κατοίκους και κοσμούσαν τη μαγευτική ακτή που ο Πόρτερ ανέβηκε τότε. Οι περισσότερες από αυτές τις προσωπικότητες ήσαν ακόμη εκεί. Η επικράτηση τής πανούκλας από τη μια πλευρά και η συνέχιση τού ευχάριστου καιρού από την άλλη, τούς κρατούσαν μακριά από τα χειμερινά τους παλάτια στο Πέρα. Αφού κοίταξε γύρω προς μεγάλη ικανοποίησή του, σε αυτό το θερινό τους μενζίλ, σε «τόσο ωραίο παράδεισο, όσο εκείνος που στόλιζε το όνειρο τού Μωάμεθ» και αφού αποχαιρέτισαν τον κύκλο, τον οποίο είχε την τύχη να απολαύσει πλήρως, επανεπιβιβάστηκαν για να επιστρέψουν στα βρετανικά καταλύματα. Σε εκείνο το σημείο απείχαν τέσσερα περίπου μίλια από το στόμιο τού Ευξείνου και είκοσι από την είσοδο τού Βοσπόρου στο Σκουτάρι. Έχει ήδη εκφραστεί ο θαυμασμό μας για την ευρωπαϊκή ακτή τού πορθμού, αλλά όταν τη συγκρίνουμε με την πολυποίκιλη ομορφιά και το μεγαλείο τής ασιατικής ακτής, γίνεται ήμερη και μονότονη.

Εκεί έβλεπε λόφους και δάση, βράχια και φρούρια, μερικά κοντά στην άκρη τού νερού, άλλα σε απόσταση στεφανώνοντας τα πιο έντονα υψώματα. Σε ορισμένα μέρη διέκρινε άλση και χωριά. Σε άλλα παλάτια, επίσης τού Μεγάλου Άρχοντα, αμπελώνες και κήπους. Παραπέρα εκτείνονταν οι πιο ορεινοί λόφοι και έναν από τούς ψηλότερους τού τον υπέδειξαν με το όνομα το Κρεβάτι τού Γίγαντα, χωρίς αμφιβολία το Κρεβάτι τού Ηρακλή των κλασικών συγγραφέων. [Σήμερα Γιούσα Τεπέ (Λόφος τού Γιούσα). Κατά την αρχαιότητα υπήρχε εκεί τάφρος μήκους 12 μέτρων ονομαζόμενη «κρεβάτι τού Ηρακλή», αν και ήταν περισσότερο γνωστός ως «Τάφος τού Γίγαντα», για τον οποίο ο Λόρδος Βύρων έγραψε στον «Δον Ζουάν». Οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι ήταν ο τάφος τού Γιούσα, τοπικού αγίου τον οποίο ταυτίζουν με τον βιβλικό Ιησού τού Ναυή].

Πιο χαμηλά έβλεπε διαδοχικά φημισμένους αρχαίους χώρους, αναμειγμένους με άλλες παλαιές, αν και συγκριτικά σύγχρονες, θεμελιώσεις. Ένας, προς το στόμιο τού καναλιού, ήταν πολύ εντυπωσιακός, όντας τα ερείπια γενουάτικου φρουρίου, ενώ το ύφος τής στρατιωτικής του αρχιτεκτονικής υποδείκνυε τη χρονολόγησή του στην περίοδο των Ελλήνων αυτοκρατόρων. Εκείνη την εποχή πρέπει να αποτελούσε απόρθητη οχύρωση, αλλά μετά την εισαγωγή τής πυρίτιδας και των συνοδευτικών της τρόπων επίθεσης, αυτά τα τείχη και οι πύργοι αποδείχτηκαν μικρής χρησιμότητας. Κατασκευάστηκαν λοιπόν κοντά τους έργα πιο κατάλληλα για το σημερινό σύστημα πολέμου, με την ανέγερση αξιόλογης πυροβολαρχίας στην άκρη τού νερού. Ο βαρώνος ντε Τοτ ήταν ο μηχανικός. Σε αυτές τις δύο οχυρώσεις, αρχαία και σύγχρονη, αντιστοιχούσαν από την ευρωπαϊκή πλευρά κάστρα, που θεωρείται ότι πατούσαν στο ίδιο έδαφος όπου βρισκόταν ο ναός τού Διός Σεράπιδος, ενώ αυτό το γενουάτικο παλαιό φρούριο στην ασιατική όχθη λεγόταν ότι κάλυπτε τα ερείπια τού αντίστοιχου ναού τού Διός Ουρίου.

Στα μισά περίπου τού δρόμου ανάμεσα σε αυτό το τελευταίο και το Σκουτάρι, εκεί όπου ξεκινούσε κόλπος, υπήρχαν κάποιες ιδιαίτερα όμορφες κρήνες, για τις οποίες οι Έλληνες διατηρούσαν ιδιόμορφο σεβασμό. Βρίσκονταν κοντά σε όμορφο χωριό, φωλιασμένο στα δένδρα. Επίσης, δεν ήσαν μακριά από άλλο πολύ εκτεταμένο οχυρό, που ονομαζόταν το Παλαιό Κάστρο τής Ασίας και ήταν γνωστό ότι υπήρξε έργο των πρώτων αυτοκρατόρων. [Το Αναντολού Χισάρ χτίστηκε μεταξύ 1393 και 1394 από τον Οθωμανό σουλτάνο Βαγιαζήτ Α’ «Κεραυνό» (Γιλντιρίμ) πάνω στα ερείπια αρχαίου ναού.] έλεγχε το στενότερο σημείο τού πορθμού και υποτίθεται ότι ήταν το σημείο, από το οποίο ο Δαρείος έριξε απέναντι την πλωτή του γέφυρα από πλοία στη σκυθική του εκστρατεία: «Ύστερα, ικανοποιημένος ο Δαρείος με την πλωτή γέφυρα, αντάμειψε με δώρα στο δεκαπλάσιο τον αρχιτέκτονά της, τον Σάμιο Μανδροκλή. Από τα δώρα αυτά ο Μανδροκλής έφτιαξε πίνακα, που παρουσίαζε όλη τη σκηνή τής γέφυρας επί τού Βοσπόρου, με τον βασιλιά Δαρείο καθισμένο σε διακεκριμένη θέση και τον στρατό να περνά απέναντι. Πλήρωσε για να φτιαχτεί αυτός ο πίνακας και τον έδωσε ως αφιέρωμα στο ναό τής Ήρας με την ακόλουθη επιγραφή: Έχοντας γεφυρώσει τον Βόσπορο, τη γεμάτη ψάρια θάλασσα, ο Μανδροκλής αφιερώνει τον πίνακα στην Ήρα, σε ανάμνηση τού έργου του. Στεφανώθηκε ο ίδιος, δόξασε τούς Σάμιους και τα έφτιαξε όλα από το μυαλό του για τον Δαρείο».8 Ένα άλλο φρούριο, τής ίδιας εποχής, τού αποκρινόταν στην απέναντι όχθη και ονομαζόταν Κάστρο τής Ευρώπης. [Το Ρούμελι Χισάρ, που χτίστηκε μεταξύ 1451 και 1452 από τον Οθωμανό σουλτάνο Μωάμεθ Β’ Πορθητή (Φατίχ) τις παραμονές τής άλωσης τής Κωνσταντινούπολης.] Αυτό το τελευταίο χρησιμοποιούνταν τώρα ως μπουντρούμι εξολόθρευσης πολλών εκατοντάδων. Τού έδειξαν τη μικρή υδάτινη πύλη, από την οποία, όποιος πέρασε μέσα, δεν τον είδαν ποτέ να βγαίνει. Αυτοί οι αιματηροί πύργοι καχυποψίας και αθόρυβων δολοφονιών δεν θα μπορούσε παρά να ρίχνουν ζοφερή σκιά πάνω στα χαμογελαστά κύματα τού Βοσπόρου.

Δεκέμβριος 1819. Καθώς η πανούκλα δεν μειωνόταν, ο Πόρτερ παρέμενε σε κλειστά καταλύματα με τούς φιλόξενους οικοδεσπότες του, αποκλεισμένος στην πραγματικότητα από την ίδια την πόλη, αλλά έχοντας παρ’ όλα αυτά θέα, καθώς και ακούσματα, των καταστροφών στις οποίες υπέβαλλαν τούς κατοίκους η προδοσία και η μοιρολατρία ορισμένων από αυτούς. Με λίγα λόγια, οι πυρκαγιές που ξεσπούσαν στην Κωνσταντινούπολη ήσαν σχεδόν τόσο αξιοσημείωτες, όσο και η πανούκλα της. Κατά τη διάρκεια τής παραμονής του στο βρετανικό παλάτι είδε μια από αυτές τις φρικτές πυρκαγιές. Ξέσπασε μέσα στη νέκρα τής νύχτας στο κέντρο τής πόλης και έλαμψε με τρομακτικά εκτεταμένο φως πάνω από το σκοτάδι. Όπως τα περισσότερα άλλα ατυχήματα τού είδους, ήταν έργο των εξοργισμένων γενιτσάρων, αφού αυτός ήταν ο συνηθισμένος τρόπος που χρησιμοποιούσαν, για να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στον σουλτάνο. Πρόσφατα είχε προσβάλει ολόκληρο το σώμα, έχοντας διατάξει τον στραγγαλισμό τεσσάρων από τούς αδελφούς τους. Ανάβοντας λοιπόν νεκρική πυρά για τα πνεύματά τους, οι επιζώντες έκαναν τη συνηθισμένη νύξη προς τον κατά τα άλλα δεσποτικό κυρίαρχό τους, ότι οι φύλακές του μπορούσαν να εκδικούνται, καθώς και να προστατεύουν. Η Ύψιστη Μεγαλειότητά του δεν χρειάστηκε δεύτερη υπενθύμιση, αλλά κατεύνασε αμέσως την οργή τους διώχνοντας τον αγά τους, στον οποίο είχε αναθέσει την εκτέλεση που τούς είχε τόσο εξοργίσει, ενώ ολοκλήρωσε την ειρήνη του διορίζοντας διοικητή πιο σύμφωνο με τις επιθυμίες τους. Η πόλη ήταν χτισμένη κυρίως από ξύλο, πράγμα που καθιστούσε αυτές τις πυρκαγιές, είτε από ατύχημα ή από προμελέτη, πολύ πιο καταστροφικές από εκείνες που συνέβαιναν σε πόλεις όπου τα κύρια υλικά κατασκευής ήσαν το τούβλο ή η πέτρα. Η τωρινή πυρκαγιά, την οποία χαρακτήριζαν ασήμαντη, έκαψε πεντακόσια σπίτια! Ένα τέτοιο γεγονός στη Δυτική Ευρώπη οφειλόταν γενικά σε ατύχημα, ενώ αυτός ο όρος χρησιμοποιούνταν κι εδώ για την αιτία αυτής τής καταστροφής. Όμως και η πανούκλα ονομαζόταν ατύχημα, λέξη που φαινόταν ότι είχε για τον Τούρκο το ίδιο όνομα με εκείνη τού μοιραίου, τού πεπρωμένου που θα ερχόταν και ήταν έξω από την ανθρώπινη διορατικότητα να το αποτρέψει, όπως ήταν επίσης πέρα από την ανθρώπινη δύναμη να σταματήσει την εξέλιξή του. Με τέτοιο παραλυτικό είδος δεισιδαιμονίας, κάποια ζητήματα στην καλύτερη περίπτωση κοιμούνταν αιώνια στα μυαλά αυτών των Οθωμανών γιων τού τυφλού πεπρωμένου. Όμως το ότι δεν ήσαν όλοι τόσο υποχωρητικοί στα πρόσκαιρα γεγονότα τής ημέρας, το βλέπουμε σε εκείνους που άναψαν αυτές τις φωτιές. Ρωτώντας, ο Πόρτερ έμαθε την αιτία τής οργής που είχε ανάψει τον δαυλό.

Φαινόταν ότι οι εκτελεσμένοι γενίτσαροι είχαν υποστεί τη βασιλική ποινή, επειδή είχαν καταδικάσει δημοσίως την ανώτατη εξουσία για κάποια πρόσφατη και ακραία αυστηρότητα εναντίον μιας δυστυχούς αρμενικής οικογένειας, παλαιών κατοίκων τής πρωτεύουσας. Αυτοί οι άνθρωποι ονομάζονταν Ντούζογλου. Έχοντας υπάρξει εργατικοί και πετυχημένοι κατά τη διάρκεια των ετών, έγιναν τόσο πλούσιοι, ώστε να προσελκύσουν την προσοχή τού σουλτάνου, ο οποίος, κατά συνέπεια, βρέθηκε στην ευχάριστη θέση να διορίσει τέσσερα αδέλφια, τούς επικεφαλής τής οικογένειας, στη διεύθυνση τού νομισματοκοπείου του. Ήταν δυστυχής διάκριση γι' αυτούς, γιατί κάποιο διάστημα αργότερα 1.000.000 γρόσια αναγγέλθηκαν ως ελαττωματικά, με το χρυσάφι των νομισμάτων σημαντικά απαξιωμένο. Γι’ αυτόν τον λόγο τα τέσσερα αδέλφια, που ζούσαν μέσα στην κομψότητα και την άνεση με τις οικογένειές τους, συνελήφθησαν αμέσως και τιμωρήθηκαν επίσης αμέσως. Δύο αποκεφαλίστηκαν στην πύλη τού σεράι και δύο κρεμάστηκαν από τα παράθυρα των δικών τους σπιτιών. Ταυτόχρονα όλοι οι γνωστοί συγγενείς τους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, σύρθηκαν από τα σπίτια τους και ρίχτηκαν στα απεχθή μπουντρούμια τού Επταπυργίου (Γεντικουλέ). Σε αυτή την τελευταία πράξη, μερικοί γενίτσαροι είχαν ακουστεί να μουρμουρίζουν. Για τέτοια λοιπόν ανδροπρεπή συμπόνια έχασαν τη ζωή τους. Αλλά η εκδικητικότητα τής οθωμανικής του μεγαλειότητας εναντίον των συγγενών αυτών των ενόχων ή συκοφαντημένων Αρμενίων δεν είχε κορεστεί ακόμη. Είχε εξιλεωθεί απέναντι στους φρουρούς του για τον θάνατο των συντρόφων τους, αλλά οι εκτελέσεις στις οικογένειες των Ντούζογλου και το ποσό που συγκεντρώθηκε από την πώληση τής περιουσίας τους, διπλάσιο από τα υποτιθέμενα κίβδηλα νομίσματα, δεν είχαν ακόμη θεωρηθεί επαρκείς. Με λίγα λόγια, συνεχίζονταν κάθε μορφής διώξεις σε βάρος των Αρμενίων τής πόλης, όπου όλα φαινόταν ότι συνέδεαν την τεκμαρτή ενοχή με τη θρησκεία στην οποία ανήκαν οι αρχικοί φταίχτες.

Το σώμα των γενιτσάρων συγκροτήθηκε για πρώτη φορά από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή ως είδος τακτικής δύναμης, με προορισμό να αντιτάσσεται στα καλύτερα πειθαρχημένα στρατεύματα τής Ευρώπης, που ήταν τότε διπλά τρομερά με την εξάσκηση στη χρήση πυροβόλων όπλων. Αρχικά το νεοσύστατο σώμα είχε απορριφθεί κατηγορηματικά από τη γενική προκατάληψη εναντίον κάθε είδους καινοτομίας, αλλά η σκληρότητα και η δύναμη τού μονάρχη σύντομα το καθόρισαν αποφασιστικά ως τον μόνιμο στρατό τής αυτοκρατορίας. Η δύναμή του ήταν τεράστια, όταν στρεφόταν ολόκαρδα εναντίον κάποιου, ενώ το αποτέλεσμα ήταν ότι το ίδιο γνώριζε τη δύναμή του και για πολλές γενιές κρατούσε στα χέρια του την απόλυση υπουργών, τις ζωές των ανωτάτων αρχόντων, ακόμη και το δώρο τής διαδοχής, εξασφαλίζοντας την ταυτόχρονη κίνησή του. Όμως, κατ' αναλογία, καθώς η επιρροή αυτή είχε γίνει υπέρογκη επί των καταστάσεων στο εσωτερικό, το σώμα, ως στρατιωτική δύναμη, φαινόταν ότι είχε χάσει το δέος που προκαλούσε το όνομά του στο εξωτερικό. Μάλιστα δεν ήταν απίθανο, ότι, λόγω των διάφορων κελευσμάτων των συνιστωσών του, που σπανίως είχαν σχέση με το καθήκον τού στρατιώτη, η αταξία των πληθών του μπορούσε να μετατρέψει ανά πάσα στιγμή την κατάκτηση όλων των τουρκικών κτήσεων στην Ευρώπη σε υπόθεση λίγων μόνο ημερών. Οι συνηθισμένοι άνδρες των γενιτσάρων αποτελούνταν από κάθε σχεδόν επάγγελμα στην Κωνσταντινούπολη, όπως μπακάληδες, ζαχαροπλάστες, νερουλάδες, καφετζήδες, βαρκάρηδες, αχθοφόρους κλπ., πέρα από εξωμότες και άλλες πιο αξιοσέβαστες στρατολογήσεις. Εκείνοι που είχαν δουλειές, τις διεκπεραίωναν στην πόλη τόσο ενεργητικά, σαν να μην είχαν τίποτε άλλο να κάνουν με ένα τσουκάλι, παρά να βάλουν μέσα του τον γάντζο τους με το κρέας και να το φάνε. Ταυτόχρονα οι λιγότερο εργατικοί αδελφοί τους μαζεύονταν στους εκτεταμένους στρατώνες που είχε φτιάξει γι’ αυτούς ο ανώτατος άρχοντάς τους, από τούς οποίους όμως συχνά εξορμούσαν με εκφοβιστικό πνεύμα, που έμοιαζε κάπως με εκείνο τής παλαιάς πραιτωριανής φρουράς. Αλλά το λάβαρο γύρω από το οποίο συσπειρώνονταν στο απόλυτο πεδίο τής μάχης ήταν το τσουκάλι τους. Για έναν όρτα [κατώτερο αξιωματικό] το να χάσει αυτό το μαγειρικό σύμβολο θα συνεπαγόταν ανεξίτηλη σχεδόν ντροπή για κάθε άνδρα τού συντάγματος. Κατά συνέπεια το τσουκάλι τού συντάγματος φρουρούνταν με την πιο αυστηρή φροντίδα και σε κάθε περίπτωση λάμβανε τέτοιες τιμές, όπως εκείνες που απέδιδαν οι συμπατριώτες τού Πόρτερ στις σημαίες τους. Ο εκλιπών σουλτάνος Σελήμ προσπάθησε την εποχή του να δημιουργήσει μια διαφορετική στρατιωτική τάξη και με την ανώτερη τακτική της, έλπιζε ότι σταδιακά θα αποθάρρυνε και θα αντικαθιστούσε τούς γενίτσαρους, τόσο στα στρατιωτικά τους καθήκοντα όσο και στην πολιτική επιρροή. Η νέα αυτή δύναμη ονομάστηκε Νιζάμ-ι-Τζεντίτ [Νέα Τάξη]. Πολλά συντάγματά της οργανώθηκαν και ντύθηκαν με τον ευρωπαϊκό τρόπο και στη συνέχεια επέδειξαν την ανωτερότητά τους απέναντι στο παλαιό σύστημα σε πολλά μέρη, αλλά ιδιαίτερα κατά την πολιορκία τού Αγίου Ιωάννη τής Άκρας από τούς Γάλλους [Η πολιορκία τής Άκρας (1799) υπήρξε αποτυχημένη γαλλική πολιορκία τής υπερασπιζόμενης από τούς Οθωμανούς περιτειχισμένης πόλης τής Άκρας (τώρα Άκο στο Ισραήλ). Ήταν μία από τις λίγες ήττες τού Ναπολέοντα]. Όμως η αρχαία δύναμη των γενιτσάρων ήταν ακόμη πολύ ισχυρή για να τεθεί σε δοκιμασία ατιμώρητα, ενώ αυτή η πρώτη δοκιμή προς εκείνη την κατεύθυνση, μέσω αυτού που εκείνοι ονόμαζαν χριστιανικές καινοτομίες, παραλίγο να στοιχίσει τη ζωή όλων των νεοσύλλεκτων και σίγουρα κόντυνε τις ημέρες τού δραστήριου σουλτάνου τους. [Ο Σελήμ Γ’ (βασ. 1789-1807) καθαιρέθηκε και φυλακίστηκε από τούς γενίτσαρους, που ανέβασαν στον θρόνο τον ξάδελφό του Μουσταφά ως Μουσταφά Δ’. Ο Σελήμ φονεύτηκε το 1808 από ομάδα δολοφόνων ύστερα από εξέγερση των γενίτσαρων. Ο Μουσταφά εκθρονίστηκε τον ίδιο χρόνο από τον αδελφό του Μαχμούτ Β’, με εντολή τού οποίου φονεύτηκε λίγο αργότερα.]

Ο χρόνος ελαττωνόταν για τον Πόρτερ, αλλά όχι για την πανούκλα έξω στην πόλη. Καθώς φοβόταν ότι τελικά θα υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει την περιοχή της χωρίς να έχει περάσει ούτε μία φορά μέσα από τα τείχη της, αν τολμούσε να τα περάσει κάτω από αυτές τις συνθήκες, παρακάλεσε τον Σερ Ρόμπερτ Λίστον, ο οποίος τελικά συμφώνησε ότι θα μπορούσε να βγει αλλά με περίσκεψη. Έτσι βγήκε παρέα με εκείνον και συνοδευόμενος από μερικούς γενίτσαρους, για να κρατούν μακριά τούς Τούρκους. Μερικοί από αυτούς θα μπορούσαν πιθανότατα να είναι μολυσμένοι από την πανούκλα, ενώ κάποιοι λίγοι αποτελούσαν τόσο οπισθοδρομικά άρρωστες περιπτώσεις, ώστε τρίβονταν πάνω σε έναν Φράγκο για να τού μεταδώσουν την αρρώστια τους. Παίρνοντας αυτές τις προφυλάξεις κατέβηκαν στην ακτή τού Γαλατά και διασχίζοντας πάλι τον Κεράτιο, αποβιβάστηκαν στην πόλη, εκατό περίπου μέτρα βόρεια από το παλάτι τού Μεγάλου Άρχοντα. Βρήκε τούς δρόμους υπερβολικά στενούς, βρώμικους και πολυάνθρωπους, αλλά ήταν τόσο τυχερός, ώστε να μην έχει καμία οπτική απόδειξη τής σκληρής ασθένειας που μάστιζε τα σπίτια τους. Μάλιστα το πολύβουο πλήθος μπροστά τους τούς έκανε σχεδόν να ξεχνούν τον εχθρό που κινούνταν αόρατος ανάμεσά τους, ενώ η ίδια ακριβώς η περίσταση έτσι απρόσεκτα που βοσκούσαν μαζί, κάτω από όλα τα κινούμενα στάδια τής νόσου, εξάπλωνε τη μόλυνση και προκαλούσε τον θάνατο χιλιάδων. Κατά την πορεία τους πέρασαν σε διάφορα σημεία από τα ψηλά πυργωμένα τείχη τού σεράι, σε έκταση τεσσάρων μιλίων. Επίσης από τις διάφορες πύλες του, που άνοιγαν προς την πόλη και παρείχαν συνοφρυωμένη μαρτυρία τού χεριού τού κατακτητή, τού Μωάμεθ Β’, το οποίο τις τοποθέτησε εκεί. Έβλεπε κανείς την περίφημη εκκλησία τής Αγίας Σοφίας, αλλά ο Πόρτερ μπόρεσε να δει μόνο απ' έξω τον τεράστιο άμορφο όγκο της, που έδειχνε θαμμένος σε αντηρίδες. Ο τωρινός σουλτάνος είχε απαγορεύσει σε όλους τούς χριστιανούς να περνούν το κατώφλι της. Όταν την έβλεπες από απόσταση, οι μιναρέδες που τη συνόδευαν μάλλον ελάφραιναν τη βαριά της εικόνα. Παρ’ όλα αυτά, από όλα τα τζαμιά στην Κωνσταντινούπολη πρόσφερε τούς λιγότερους λόγους για θαυμασμό, ενώ εκείνα τού σουλτάνου Αχμέτ Σελήμ και τού Βαγιαζήτ υψώνονταν με κάθε αρχιτεκτονική χάρη ενωμένης κομψότητας και μεγαλείου. Αλλά, όπως ειπώθηκε και πριν, όλα αυτά τα πράγματα είχαν περιγραφεί πολύ πλήρως από προηγούμενους περιηγητές, ώστε να μη χρειάζεται να κάνει ο Πόρτερ κάτι περισσότερο, από το να αναφέρει απλώς αντικείμενα καθώς περνούσε.

Ο ευγενής οδηγός του τον έφερε στη μεγάλη αυλή των κτιρίων που ήσαν αφιερωμένα στη λειτουργία τού κράτους, η μεγάλη είσοδος στα οποία έδινε το όνομά της στην αυτοκρατορία, αυτό τής Υψηλής Πύλης. Όπως η κύρια πύλη των ανακτόρων στην Περσία, που εκεί ονομαζόταν Ντερ-ι-Χανά, αντιπροσώπευε την αίθουσα τής δικαιοσύνης και των βασιλικών ακροάσεων. Ο τόπος τού δικαστηρίου, όπου προέδρευε ο βεζίρης, ήταν πολύ όμορφη αίθουσα, ενώ πιο ψηλά, σε μια γωνία, ο Πόρτερ παρατήρησε είδος υπερώου σχήματος φαναριού, όπου ο σουλτάνος καθόταν συχνά χωρίς να τον βλέπουν, για να είναι αυτόπτης μάρτυρας των διαδικασιών που εξελίσσονταν κάτω. Πάνω στο μαξιλάρι τής κρίσης ήταν γραμμένη μια φράση από το Κοράνι. Έτσι ο κατηγορούμενος που στεκόταν μπροστά του, έπρεπε να διαβάζει την προτροπή κάθε φορά που σήκωνε το κεφάλι του. Ήταν η εξής:

«Ω αληθινοί πιστοί, πρέπει πάντοτε να υπακούτε εκείνους που σάς διοικούν».

Και στον απέναντι τοίχο, υπήρχε επίσης το μάθημα για τον βεζίρη:

«Να θυμάσαι, όταν κρίνεις, να κρίνεις με δικαιοσύνη».

Κατά πόσο αυτό επιτρεπόταν να τηρείται από τούς διαχειριστές τής δικαιοσύνης σε αυτή την πρωτεύουσα, μπορούσε να το μαντέψει κανείς από το ανέκδοτο που μόλις αναφέρθηκε για τις δύστυχες οικογένειες των Ντούζογλου.

Image

Tο Ατ Μεϊντάν, o Ιππόδρομος τής Κωνσταντινούπολης
(Λα Μοτράι, Ταξίδια στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, 1727)

Ξαναπερνώντας την πύλη τού σεράι, τράβηξε την προσοχή τού Πόρτερ μεγάλο και υπέροχο οκτάγωνο σιντριβάνι, που υπήρχε στα αριστερά του. Ήταν φτιαγμένο από καθαρό λευκό μάρμαρο, πλούσια σκαλισμένο σε πολύπλοκα σχήματα αραβουργημάτων, φύλλων σε στεφάνια, ελίκων κλπ., πολλά από τα οποία ήσαν επιχρυσωμένα και διανθίζονταν με γραμμές από το Κοράνι. Από εδώ ακολούθησαν τούς περίπλοκους ελιγμούς διάφορων δρόμων, μέχρις ότου, αφού ανέβηκαν ήπια ανηφόρα, βρέθηκαν σε ανοιχτό χώρο, στο Ατ Μεϊντάν τής πόλης, κάποτε τον Ιππόδρομο των αυτοκρατόρων. Ήταν πια συμπιεσμένος σε λιγότερο από ένα τέταρτο τού μιλίου σε μήκος και περίπου το μισό αυτού τού διαστήματος σε πλάτος. Στην πραγματικότητα στενή λωρίδα σε σύγκριση με την προηγούμενη έκτασή του, που περιλάμβανε αρχοντικό ιππόδρομο μήκους μεγαλύτερου των 400 βημάτων, πλάτους 100 και στολισμένου με αγάλματα και οβελίσκους. Στη μία πλευρά τού Ατ Μεϊντάν και διαχωριζόμενο από αυτό με σιδερένια κάγκελα, βρισκόταν το τζαμί τού σουλτάνου Αχμέτ, ενώ στην απέναντι πλευρά, ανάμεσα σε σειρά σπιτιών και στα ανοίγματα των δρόμων, εμφανίζονταν δύο ζοφερές δομές, η μια σαν φυλακή, η άλλη ήταν παλαιά χριστιανική εκκλησία, αλλά και οι δύο είχαν πια μετατραπεί σε θηριοτροφείο για τα άγρια θηρία τού σουλτάνου. Όχι μακριά από αυτές, καταλαμβάνοντας μια γωνία τού Ατ Μεϊντάν, υπήρχε άλλο οικοδόμημα που έδειχνε επίσημο. Ήταν χτισμένο σε τεχνητή υπερύψωση που σχηματιζόταν από διαδοχικές σειρές αψίδων, έργο των αυτοκρατόρων, για να εξυπηρετεί διπλό σκοπό: να φέρνει αυτό το τμήμα στο ίδιο επίπεδο με τον ιππόδρομο στηρίζοντας κάποια από τα συνοδευτικά του κτίρια και να περιλαμβάνει τις μεγάλες δεξαμενές τής πόλης. Η εν λόγω δομή είχε μοναστική εμφάνιση και το τμήμα που έμοιαζε με μοναστήρι ήταν αφιερωμένο στην υποδοχή τρελών Οθωμανών. Αυτά τα άθλια όντα ήσαν φορτωμένα με βαριές αλυσίδες και περιορισμένα σε παραμελημένα και κατά συνέπεια σιχαμερά κελιά, ανοιχτά στη θέα τού περαστικού, αλλά ασφαλισμένα από μπροστά με ράβδους σιδήρου. Ήταν ευτυχής που δεν είδε περισσότερους από τέσσερις μανιακούς σε αυτό το άθλιο μέρος. Στην Περσία η τρέλα ήταν σπάνια, αλλά εδώ, όπως τού είπαν, η ασθένεια ήταν συνηθισμένη. Σύντομα στράφηκε από το μελαγχολικό θέαμα στα λίγα λείψανα τής αρχαιότητας που σηματοδοτούσαν ακόμη τον χώρο τού Ιπποδρόμου. Ήσαν τρία. Το πρώτο, που στεκόταν στο κέντρο του τόπου, ήταν ο αιγυπτιακός οβελίσκος που έφεραν από τη Θήβα και τοποθέτησαν εδώ με εντολή τού Θεοδοσίου Α’.

Αποτελούνταν από ενιαίο κομμάτι κοκκινωπού γρανίτη, μήκους μεταξύ πενήντα και εξήντα ποδιών και καλυμμένου με ιερογλυφικά. Η βάση του στηριζόταν σε τέσσερις ορειχάλκινες μπάλες, οι οποίες το ανύψωναν σαφώς από βάθρο από λευκό μάρμαρο, που είχε ύψος έξι περίπου πόδια.

Αυτή η προσθήκη στην παλαιά αιγυπτιακή μάζα είχε τις τέσσερις πλευρές της επίσης σμιλεμένες, αλλά με τρόπο που πρόσφερε λίγα εύσημα στον καλλιτέχνη ή στο αυτοκρατορικό γούστο που τής είχε επιτρέψει να στηθεί. Η μία πλευρά αναπαριστούσε τον αυτοκράτορα και την οικογένειά του καθισμένους μαζί και συνοδευόμενους από την αυλή του και φρουρούς, να βλέπουν τούς αγώνες στον Ιππόδρομο. Όλα αυτά τα άτομα ήσαν σωρευμένα σε μια ομάδα σε σύγχυση, χωρίς διάκριση ή αναλογία. Στην απέναντι πλευρά, η μεγαλειότητά του απεικονιζόταν να παίρνει δώρα από μερικά από τα γειτονικά κράτη. Στην τρίτη στεκόταν όρθιος ανάμεσα σε δύο άτομα και κρατούσε στα χέρια του τα στεφάνια τού νικητή. Συνοδοί ήσαν παραταγμένοι πίσω του. Άλλοι επίσης, μια γραμμή πιο κάτω. Αυτή η πλευρά ήταν μακράν η καλύτερα εκτελεσμένη. Κάτω από το ανάγλυφο υπήρχε επιγραφή. Τρεις μόνο γραμμές ήσαν πια ορατές, ενώ οι υπόλοιπες ήσαν θαμμένες στη γη, αλλά ο κ. Καρτράιτ (ο οποίος διέθετε πολλά όμορφα δείγματα ελληνικής αρχαιότητας, μετάλλια, κλπ.) ήταν τόσο υποχρεωτικός, ώστε να τού κάνει τη χάρη να τον εφοδιάσει με το παρακάτω πλήρες αντίγραφό της:9

Image

Επιγραφή στη βάση τού αιγυπτιακού οβελίσκου (Πόρτερ 1821)

Στην απέναντι πινακίδα που ανήκε στο ανάγλυφο, υπήρχαν τα εξής στα ελληνικά, επίσης κρυμμένα εν μέρει από το χώμα που είχε συσσωρευτεί πάνω τους:10

Image

Επιγραφή στη βάση τού αιγυπτιακού οβελίσκου (Πόρτερ 1821)

Στα χαμηλότερα τμήματα των άλλων δύο πλευρών, αντί για επιγραφές υπήρχαν επιπλέον ανάγλυφα, ενώ σε εκείνο προς τα δυτικά υπήρχε αναπαράσταση των αγώνων, τού οβελίσκου και τού στόχου. Στην ανατολική πλευρά, το κάτω μέρος τής οποίας ήταν εντελώς θαμμένο στο έδαφος, ο Σερ Ρόμπερτ Λίστον τού είπε ότι μπορούσε να φανεί ανάμνηση τού μηχανισμού, με τον οποίο είχε στηθεί το αιγυπτιακό κειμήλιο.

Σαράντα περίπου πόδια [13 μέτρα] από τον οβελίσκο βρισκόταν η περίφημη ορειχάλκινη στήλη τού Τρικάρηνου Όφι, των στριμμένων φιδιών. Τώρα δεν υπήρχαν ούτε κεφάλια ούτε λαιμοί των τριών πλασμάτων για να ξεχωρίζουν τα περιπλεγμένα σώματά τους. Το ύψος που προεξείχε τώρα από το έδαφος, που είχε παρεισδύσει, ήταν δώδεκα περίπου πόδια [4 μέτρα]. Η περιφέρεια μπορούσε με ευκολία να αγκαλιαστεί.

Εκεί όπου ο χρόνος είχε φθείρει τον ορείχαλκο, ο Πόρτερ μπορούσε να αντιληφθεί ότι η στήλη είχε γεμιστεί με σκληρή λευκή ουσία, σαν ασβέστη. Αυτό προφανώς το γέμισμα δύσκολα μπορεί να υπήρχε κατά την πρώτη διαμόρφωση τής στήλης. Αλλιώς, πού άραγε θα ήταν ο χώρος για τα εσωτερικά κανάλια, απ' όπου έρρεε το τριπλό ποτό προς τιμήν τού θεού, όταν η στήλη κοσμούσε τον ναό στους Δελφούς;

Μερικά πόδια πιο πέρα από αυτή τη στήλη των ερπετών υψωνόταν πολύ ψηλός πυλώνας, κάποτε εξ ολοκλήρου σκεπασμένος από πλάκες επιχρυσωμένου μετάλλου, από τις οποίες πήρε το όνομα τού ορειχάλκινου πυλώνα. Από πάνω μέχρι κάτω στο τωρινό απομεινάρι φαίνονται αναρίθμητες τρύπες σε όλη την επιφάνεια, οι οποίες παραλάμβαναν στο παρελθόν τα καρφιά των εξαφανισμένων πια πλακών.

Image

Κωνσταντινούπολη: Το στήσιμο τού οβελίσκου των Θηβών στον Ιππόδρομο.
Από το ανάγλυφο στη βάση τού οβελίσκου
(Ζιλ, Οι αρχαιότητες τής Κωνσταντινούπολης, Λονδίνο 1729).

Η παρούσα κατάστασή του ήταν τόσο ετοιμόρροπη, ενώ τόσο λίγη σκέψη είχε αφιερωθεί ώστε να καταστεί πιο ασφαλής, που σε σύντομο διάστημα θα ισοπεδωνόταν με το έδαφος, πράγμα ιδιαίτερα λυπηρό, αφού θεωρούνταν ο αρχαίος στόχος των αγώνων.

Επισκέφθηκαν στη συνέχεια μία από τις τεράστιες δεξαμενές τής πόλης, εκείνη που ονομαζόταν των χιλίων και ενός κιόνων. Λεγόταν ότι ήταν έργο τού Φιλόξενου. Το βάθος ήταν τεράστιο και η στενή αψιδωτή της οροφή στηριζόταν σε τριακόσιους κίονες, που απείχαν ο ένας από τον άλλον οκτώ περίπου πόδια [2,5 μέτρα]. Στέκονταν σε μακρές σειρές, οι οποίες στέφονταν από άμορφα κιονόκρανα που δεν διέθεταν κανένα στολίδι. Η ποσότητα νερού που μπορούσε να χωρέσει η δεξαμενή θα σχημάτιζε μικρή λίμνη. Τώρα χρησιμοποιούνταν για διαφορετικό σκοπό, όντας μάλιστα εργοστάσιο, γεμάτο με εκατοντάδες μηχανισμούς για κλώσιμο νήματος και τούς τροχούς τους. Σωλήνες, τοποθετημένοι κοντά στο κάτω μέρος αυτής τής μεγάλης δεξαμενής, μετέφεραν στο παρελθόν τα νερά της στους διάφορους δρόμους στην περιοχή της, όπου κατάλληλες κρήνες παραλάμβαναν το απόθεμα, έτοιμο για τούς κατοίκους, που έρχονταν να γεμίσουν τούς κουβάδες τους.

Image

Κωνσταντινούπολη: Η Στήλη τού Κωνσταντίνου ή Καμένη Στήλη (Τσεμπερλίτας)
με το τζαμί τού Κιοπρουλού Μεχμέτ πασά πίσω της
(Τζούλια Πάρντο, "Οι ομορφιές τού Βοσπόρου", 1838)

Προχώρησαν από εκεί προς αυτό που τώρα ονομαζόταν Καμένη Στήλη [Γιανίκ Σουτούν στα τουρκικά, επίσης γνωστή ως Τσεμπερλίτας, δηλαδή «στήλη με κρίκους», επειδή οι Οθωμανοί περί το 1515 πρόσθεσαν σε αυτήν για σταθερότητα σιδερένιους ενισχυτικούς κρίκους (τσεμπέρ) ανά διαστήματα]. Φτάνοντας όμως ο Πόρτερ δεν μπόρεσε να αντιληφθεί τίποτε πάνω ή κοντά σε αυτό, που θα μπορούσε να εξηγήσει μια τόσο ασυνήθιστη ονομασία. [Σεισμοί και πυρκαγιά το 1779 κατέστρεψαν την περιοχή γύρω από τη στήλη, αφήνοντας την ίδια με μαύρα σημάδια καύσης, στα οποία οφείλεται η ονομασία. Όμως κατ’ άλλους η ονομασία αυτή οφείλεται στο χρώμα τής στήλης, που είναι φτιαγμένη από πορφυρίτη.] Η πρώτη εικόνα της τού έκανε δυσάρεστη εντύπωση από το σχήμα τού βάθρου της, που έμοιαζε με το κάτω μέρος καράφας νερού, μορφή πολύ διαφορετική από τη συνηθισμένη χάρη και αναλογία των ελληνικών ερειπίων τού είδους. Ρωτώντας λοιπόν έμαθε, ότι αυτή η παράλογη βάση μιας τόσο ευγενούς στήλης ήταν έργο των Τούρκων, οι οποίοι είχαν έτσι ντροπιάσει τούς εαυτούς τους παραμορφώνοντας ένα από τα ωραιότερα μνημεία τής πρωτεύουσάς τους, με την τροποποίηση που έκαναν στην αρχική του μορφή. Η στήλη που υψωνόταν από αυτήν, ήταν από κόκκινο πορφυρίτη και χωριζόταν σε διαδοχικά μέρη που τώρα ήσαν έξι. Τα πέντε χαμηλότερα αποτελούνταν καθένα από συμπαγές κομμάτι και διακρίνονταν μεταξύ τους από παχιά προεξέχοντα στεφάνια από στενά υφασμένο κισσό, η γλυπτική τού οποίου ήταν αξιοθαύμαστη.

Το πάνω τμήμα ήταν λευκό και υψωμένο σε σειρές από μάρμαρο, γύρω από τη δεύτερη από τις οποίες φαινόταν ελληνική επιγραφή, αλλά σε τόσο μεγάλο ύψος που φαινόταν αδύνατο να τη διαβάσει.

Σύμφωνα με τον Γκίμπον, αυτή η όμορφη στήλη δεν είχε τώρα ούτε το μισό τού αρχικού της ύψους. Περιέγραφε το βάθρο της ως είκοσι πόδια [6 μέτρα] ψηλό, ενώ πρόσθετε:

«Η στήλη αποτελούνταν από δέκα κομμάτια πορφυρίτη, καθένα ύψους δέκα ποδιών και περιφέρειας τριαντατριών. Πάνω από όλα αυτά στεκόταν κολοσσιαίο άγαλμα τού Απόλλωνα. Ήταν ορειχάλκινο και αποδίδεται στον Φειδία».

Με αυτόν τον υπολογισμό, το αρχικό ύψος από τη βάση τού βάθρου πρέπει να ήταν 120 πόδια [36 μέτρα]. Αυτό που απέμενε τώρα από τον πορφυριτικό άξονα είχε ύψος πενήντα πόδια [15 μέτρα]. Η λευκή μαρμάρινη προσθήκη του φαινόταν πιο σύγχρονης χρονολογίας, αλλά ο Πόρτερ δεν μπορούσε να προσποιηθεί ότι ήξερε πότε αντικατέστησε τα τελευταία πέντε κομμάτια από πορφυρίτη, αν και δεν ήταν απίθανο ότι, μετά τον φοβερό σεισμό που σημειώθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1150 μ. Χ., όταν, όπως γινόταν αντιληπτό, ο Μανουήλ Α' Κομνηνός επισκεύασε αυτή τη στήλη, ίσως είχε εφαρμόσει τις τεράστιες σιδερένιες τιράντες που την ενίσχυαν. Ίσως επίσης είχε υψώσει τη μαρμάρινη υπερδομή, από το σημείο όπου ήταν πολύ πιθανό να είχε σπάσει η στήλη κατά τη διάρκεια των σεισμικών αναταράξεων, πέφτοντας μαζί με το περίφημο άγαλμα τού Απόλλωνα στην κορυφή της, στο οποίο μεταγενέστερες εποχές είχαν δώσει το θνητό όνομα τού Κωνσταντίνου. Η θέση αυτού τού υπέροχου λείψανου τής αρχαιότητας λεγόταν ότι σηματοδοτούσε το κέντρο τής αρχαίας αγοράς, σε έναν από τούς επτά λόφους τής αρχαίας πόλης.

Την περιέργειά του ξεσήκωσε στη συνέχεια το υδραγωγείο τού Ουάλεντος, οι αψίδες τού οποίου φαίνονταν να εκτείνονται πάνω από τα ψηλότερα σπίτια τής πόλης. Αυτό, μαζί με την Καμένη Στήλη και τον τεράστιο βαρύ σωρό τής Αγίας Σοφίας, ήσαν όλα τα παλαιά αυτοκρατορικά ερείπια που υψώνονταν υπερέχοντας ανάμεσα στους μιναρέδες των Τούρκων. Επιστρέφοντας στο σπίτι, πέρασαν μέσα από τμήμα τού σκεπαστού παζαριού [καπαλί τσαρσί] και τής αιγυπτιακής αγοράς [Μισίρ τσαρσισί]. Στην τελευταία δεν πωλούνταν τίποτε άλλο εκτός από φάρμακα και γόμμες κάθε είδους, σαν να αποτελούσαν ακόμη οι μούμιες και ο τρόπος κατασκευής τους το αντικείμενο τού εμπορίου του.

Image

Σχήματα καμινάδων στην Πόλη (Πόρτερ 1822)

Από εδώ πέρασαν σύντομα στο σημείο επανεπιβίβασής τους και διέσχισαν προς το Πέρα. Κωπηλατώντας κατά μήκος, παρόλο που το εξωτερικό τής πόλης και των προαστίων είχαν μάλλον ζοφερή εμφάνιση όσον αφορά την όψη των σπιτιών, οι μορφές των καμινάδων ήσαν τόσο κομψές και εντυπωσιακές, που ο Πόρτερ δεν μπόρεσε να αντισταθεί να σκιτσάρει μερικές επιτόπου [βλέπε εικόνα]. Ο Σερ Ρόμπερτ Λίστον τού ανέφερε πρώτος την ιδιαιτερότητά τους, καθώς μάλιστα το γούστο του ήταν πάντοτε άγρυπνο, για κάθε αξιοσημείωτο αντικείμενο, από το μεγαλύτερο μέχρι το μικρότερο.

Περιδιαβαίνοντας τούς δρόμους, αν μπορούσε να είχε αποφύγει την επιφυλακή για ενδεχόμενη επαφή με τα πλήθη που συναντούσαν, θα είχε διασκεδάσει πολύ με τη μασκαρεμένη εμφάνιση τού συνόλου. Η ποικιλία ενδυμασιών έφτανε σχεδόν στο γελοίο και ιδιαίτερα των τουρμπανιών, τα οποία σε μέγεθος οδηγούνταν μερικές φορές σε τέτοιο παροξυσμό, ώστε να μεταφέρουν την ιδέα ότι πρόθεσή τους ήταν να αποτελέσουν γελοιογραφίες τού ενός για το άλλο. Οι γενίτσαροι δεν αρκούνταν να εμφανίζονται σαν τόσο πολλούς Τούρκους Άτλαντες, φέροντας τεράστια ομοιώματα τής υδρογείου πάνω στα κεφάλια τους, αλλά έπρεπε να τα τοποθετούν σε εκείνα τα είδη θέσεων πάνω στο κρανίο τους, ώστε με δυσκολία να ισορροπούν το επιτακτικό τους βάρος. Μια ομάδα ανθρώπων που ονομάζονταν μποσταντζήδες, δηλαδή σώμα κηπουρών για το σεράι, φορούσαν πολύ γελοία στολή. Είχαν δύο επαγγέλματα εκτός από εκείνο τής φυτοκομίας. Πρώτον, φρουρούσαν τον ίδιο τον ηγεμόνα. Δεύτερον, συλλάμβαναν εγκληματίες και τούς τραβούσαν στη δικαιοσύνη. Όμως τα σαν φάροι κεφάλια τους, όταν φαίνονταν από μακριά, πρέπει να αποτελούσαν επαρκή προειδοποίηση γι’ αυτούς τούς τελευταίους, ώστε να παραμένουν μακριά από τον δρόμο τους. Τα καπέλα τους, που ήταν φτιαγμένα από κόκκινο πανί, υψώνονταν ψηλά με κυλινδρική μορφή και τότε ξαφνικά έκαναν οξεία γωνία προς τα μπρος ή προς τα πίσω, όπως ο μηχανισμός που ονομαζόταν αγελάδα στις πυρίμαχες καμινάδες τους. Το ένδυμα αυτών των ανδρών ήταν πλούσια κεντημένο και καλυπτόταν στο στήθος με κομμάτια από ανάγλυφο ασήμι. Τα μαχαίρια τους ή γιαλταγκάρ ήσαν επίσης υπέροχα. Οι Αρμένιοι διακρίνονταν από το τουρμπάνι τους, που είχε μορφή αχλαδιού και ήταν φτιαγμένο από μαύρη γούνα. Οι Εβραίοι πάλι χαρακτηρίζονταν από το κάλυμμα κεφαλής που προσιδίαζε σε αυτούς.

Όμως από τα πιο εκπληκτικά αξιοθέατα που είδε ο Πόρτερ όσο βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, ήταν ένα παρεκκλήσι των περιστρεφόμενων δερβίσηδων τής τάξης των μεβλεβή. Οι προσευχές τους παρουσιάζονταν στο κοινό κάθε Τρίτη και Παρασκευή και τα τζαμιά τους ήσαν τα μόνα ανοικτά για τούς χριστιανούς. Εκείνο που επισκέφτηκε δεν ήταν πολύ μακριά από το αγγλικό παλάτι. Μαζί με έναν από τούς δραγουμάνους τής πρεσβείας τους και τον Σεντάκ μπέη, με συνοδεία δύο γενίτσαρους, υπήρξε μάρτυρας τής πιο μοναδικής ιεροπρέπειας. Το τζαμί δεν ήταν πολύ μεγάλο, αλλά είχε οκταγωνική μορφή, με καγκελόφραχτο κύκλο στη μέση, σε κάποια απόσταση από τον τοίχο. Οι θεατές στέκονταν ανάμεσα σε αυτό το κιγκλίδωμα και τον τοίχο, ενώ μέσα στον κύκλο εκτελούνταν οι λατρευτικές εξελίξεις. Ένα υπερώο φαινόταν πάνω, χωρισμένο σε τμήματα για τις γυναίκες, εσοχή για τον σουλτάνο και διαμέρισμα για τούς μουσικούς. Μπαίνοντας βρήκαν τούς δερβίσηδες καθισμένους γύρω από την εσωτερική πλευρά τού κύκλου. Ήταν επίσης παρών ο σεΐχης τους, σεβάσμια προσωπικότητα, ντυμένος με μακρύ πράσινο χιτώνα. Το κεφάλι του ήταν τυλιγμένο με ψηλό καπέλο, με σάλι τυλιγμένο γύρω του, ίδιου χρώματος με το ράσο του. Όλη η αδελφότητα είχε το ίδιο χτένισμα και καθένας ήταν τυλιγμένος με το μεγάλο ανδρικό πανωφόρι-μανδύα, κοινό στους Τούρκους, αλλά εδώ με τις πιο μελανές αποχρώσεις. Όλοι κοίταζαν πολύ ευλαβικά προς τη γη. Δεν είχε περάσει ώρα που κοίταζαν τη σιωπηλή ομάδα, όταν άρχισε η μουσική από το θεωρείο. Οι τόνοι ήσαν όμορφοι, ξεκινώντας από παράξενα διαμορφωμένο σύνολο φλάουτων και συνοδευόμενοι από έγχορδο όργανο στα μπάσα. Αυτοί οι αργοί ήχοι συνεχίστηκαν για μισή ώρα, όταν ξαφνικά χτύπησε μικρό τύμπανο και όλη η ομάδα των δερβίσηδων έσκυψαν αμέσως τα κεφάλια τους προς το έδαφος. Ύστερα σηκώθηκαν αμέσως και άρχισαν αργό μετρημένο βηματισμό, ακολουθώντας ο ένας τον άλλο γύρω από τον κύκλο, κάτω από τούς ιεροπρεπείς ήχους τής μουσικής. Καθώς έρχονταν εναλλάξ απέναντι σε συγκεκριμένο πυλώνα, στον οποίο ήταν γραμμένη προσευχή προς τον ιδρυτή τής τάξης, καθένας έκανε πολύ βαθιά υπόκλιση, ύστερα κινιόταν γρήγορα σαν να πατούσε στο ένα πόδι και αμέσως έπεφτε στον ιεροπρεπή ρυθμό που είχε έτσι διακοπεί στιγμιαία. Αυτός ο ελιγμός ήταν σίγουρα κάτι γελοίο, αλλά η προσεκτική σιωπή, ενωμένη με τούς μελαγχολικούς ήχους των οργάνων, συγκράτησε τη αρχική του τάση να γελάσει. Στη συνέχεια είδε έναν καθόλου αμελητέο βαθμό ομορφιάς στην κανονικότητα των κινήσεων. Τρεις κύκλοι αυτού τού πρώτου είδους τής εξέλιξης είχαν ολοκληρωθεί. Στο τέλος τού τρίτου κάθε δερβίσης φιλούσε το χέρι τού σεΐχη καθώς περνούσε μπροστά του, ο οποίος, σε αντάλλαγμα, φαινόταν να τού δίνει την ευλογία του. Όταν έγινε αυτό, πέταξαν σε μια στιγμή τούς εξωτερικούς τους μανδύες και η αδελφότητα εμφανίστηκε με κοντά σακάκια και μακριά μεσοφόρια (όλα με τις πιο σκούρες αποχρώσεις).

Τυλίγοντας τα χέρια τους γύρω από τα στήθη τους, ξεκίνησαν, ο ένας μετά τον άλλο, με κανονική περιστροφή, να στροβιλίζονται με μεγάλη ταχύτητα. Φαίνονταν ότι δεν άφηναν ποτέ το σημείο από το οποίο είχαν αρχίσει, ενώ στην πραγματικότητα όλοι ταυτόχρονα περιέγραφαν ανεπαίσθητα τον κύκλο, με ευκολία και βαρύτητα που συνιστούσε αρμονική ομορφιά τού συνόλου. Τα μάτια τους ήσαν πάντοτε καρφωμένα στο έδαφος. Η ένταση τής ιεροπρεπούς μουσικής άλλαξε ύστερα από κάποιο διάστημα, όταν η αφοσιωμένη ομάδα τέντωσαν όλοι τα χέρια τους προς τα δεξιά και αριστερά και κρατώντας τα μάλλον υψωμένα, συνέχισαν την περιστροφική τους κίνηση, αλλά με τις πιο γρήγορες περιστροφές. Καθώς επαναλαμβάνονταν ξαφνικά οι πιο αργές νότες, η τελετή έκλεισε με άλλο τριπλό επίσημο γύρο, όπου ολόκληρη η ομάδα, με σιωπηλό και μετρημένο ρυθμό, βγήκε από το τζαμί.

Image

Χορός των δερβίσηδων σε τεκέ τής Κωνσταντινούπολης
(Λα Μοτράι, Ταξίδια στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, 1727)

Αυτή η τάξη των πιστών ήταν άνετα εγκατεστημένη σε θρησκευτικά άσυλα παρόμοια με τα χριστιανικά μοναστήρια και θεωρούνταν η πιο σεβαστή από τις αιρέσεις των δερβίσηδων. Αυτό που είχε μόλις δει ο Πόρτερ θεωρούνταν μέτριας πειθαρχίας, γιατί υπήρχαν άλλοι που επέκτειναν την περιστροφική κίνηση σε τέτοια υπέρβαση, ώστε να πέφτουν κάτω αναίσθητοι, καθώς και πολλοί που κόβονταν με αιχμηρά αντικείμενα. Υπήρχε επίσης αδελφότητα κραυγαζόντων δερβίσηδων, που δεν σταματούσαν ούτε μέρα ούτε νύχτα να κάνουν τούς πιο φρικτούς θορύβους.

Ο χειμώνας τώρα τραβούσε τα σύννεφα τού χιονιού του πάνω από τα βουνά στα βόρεια αυτής τής υπέροχης πόλης των «επιμηκυμένων καλοκαιρινών ήλιων» και πριν χάσει όλο αυτό το τοπίο τη φωτεινότητά του, ο Πόρτερ πρότεινε εκδρομή στο Βελιγράδι [στο Δάσος Βελιγραδίου, που βρίσκεται 15 χλμ βορειοδυτικά τής Κωνσταντινούπολης και οφείλει το όνομά του στις χιλιάδες Σέρβων κατοίκων που απελάθηκαν από την πόλη τού Βελιγραδίου το 1521, όταν αυτή έπεσε στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων], τόπο που είχε τόσο εξαίσια περιγραφεί από τη λαμπρή πένα τής συμπατριώτισσάς τους, τής Λαίδης Μαίρης Ουόρτλεϊ Μόνταγκιου, Αγγλίδας αριστοκράτισσας και συγγραφέα (1689-1762), γνωστής κυρίως για τις επιστολές της από την Τουρκία, ως σύζυγος τού βρετανού πρέσβη, στις οποίες περιγράφεται η μουσουλμανική Ανατολή. Συνοδευόμενος από τον κ. Έλιοτ, τον Πέρση του και έναν γενίτσαρο, ξεκίνησε απολαμβάνοντας ολόκαρδα την προοπτική τής βόλτας τους. Πέρασαν πάνω από τούς γυμνούς τώρα λόφους βόρεια τού Πέρα, από όπου είχε ωραία θέα τής πόλης, των διπλών καναλιών τού Βοσπόρου και τού κόλπου τής Νικομήδειας, με τα μακρινά βουνά τής Ασίας. Αφού προχώρησαν λίγα μίλια, κατέβηκαν σε προφυλαγμένη κοιλάδα, που φημιζόταν για τον αριθμό και την εαρινή ομορφιά των πηγών της. Μια επίσκεψη στα Γλυκά Νερά θεωρούνταν ευχάριστη εκδρομή από όλους τούς Φράγκους τής Κωνσταντινούπολης. Αποτελούσε επίσης αγαπημένο καταφύγιο τού Μεγάλου Άρχοντα, που είχε εδώ θερινό ανάκτορο, φωλιασμένο στα δένδρα, με την υπέροχη συνοδεία κήπων, σιντριβανιών, διάφορων ρεμάτων και μικρών σπιτιών αναψυχής, όλα περιβαλλόμενα από μεγάλα σιδερένια κάγκελα. Διέσχισαν το ρυάκι που τώρα ονομαζόταν Κέτχανε Σου αλλά στην αρχαιότητα Βαρβύζης. Μεγεθυνόταν λίγο χαμηλότερα από τον Αλήμπεη Κιόι Σου, τον Κύδαρι τής αρχαιότητας, που κυλούσε μέσα από όμορφη κοιλάδα στα βορειοανατολικά. Όταν ενώνονταν, χύνονταν μαζί στον παλαιό Κεράτιο κόλπο. Από τα άφθονα νερά αυτές οι κοιλάδες διέθεταν αδιάλειπτη πρασινάδα, κάθε ποικίλης απόχρωσης, από εκείνη των πλούσιων ποωδών φυτών μέχρι εκείνες μιας σμαραγδένιας φωτεινότητας γεμάτης φως και φρεσκάδα. Ολόκληρη η περιοχή πέρα από αυτές, λόγω τής σπανιότητας τής βροχής κατά τη διάρκεια τού τέλους τού καλοκαιριού, ήταν συγκριτικά καμένη και άχρωμη. Έτσι αυτά τα υγρά τοπία έδειχναν διπλά γοητευτικά. Ανεβαίνοντας στον δρόμο τους την κοιλάδα τού Κύδαρι, πέρασαν το κύριο χωριό της, θα έλεγε σε απόσταση έξι μιλίων από το Πέρα, όπου ξεπρόβαλε μπροστά τους μαγευτικό υδραγωγείο, που αγκάλιαζε την κοιλάδα από την μία πλευρά μέχρι την άλλη. Ήταν έργο τού Ιουστινιανού. Κοιτάζοντας ένα τέτοιο αντικείμενο, δεν μπορούσε κανείς παρά να αναγνωρίσει την πράξη ενός ανθρώπου που άξιζε να ήταν αυτοκράτορας, ανθρώπου άξιου να διοικεί άνδρες, αφού γνώριζε τόσο καλά πώς να αφιερώνει τη δύναμή του στην υπηρεσία τους. Η εικόνα αυτής τής τεράστιας δομής διέφερε σε κάποιο βαθμό από τη συνηθισμένη απλότητα, η οποία υπάρχει σε αυτές τις αρχαίες διαδρομές νερού. Η ιδιομορφία αυτή προέκυπτε από τα ακανόνιστα ανοίγματα των αψίδων της. Διπλή βαθμίδα, τεσσάρων αψίδων σε πλάτος, αποτελεί το σώμα τού υδραγωγείου. Οι δύο στο κέντρο ήσαν μεγάλου ανοίγματος, ενώ εκείνες εκατέρωθεν ήσαν στενές και στρογγυλεμένες. Αρκετές μάλιστα στην πάνω βαθμίδα είχαν οξυγώνιες κορυφές, το οποίο μπορούσε να αποδοθεί σε επισκευές μεταγενέστερης εποχής, κατά πάσα πιθανότητα από τον σουλτάνο Σουλεϊμάν. Το υδραγωγείο υψωνόταν εκατό ολόκληρα πόδια από το έδαφος και παρουσίαζε σταθερότητα και χαρακτήρα πραγματικά υπέροχο. Οι αντηρίδες του ήσαν ιδιότυπης κατασκευής, ενώ ο κεκλιμένος και γωνιακός τρόπος με τον οποίο φαίνονταν να συγχωνεύονται μέσα στην απότομη όψη τής κατασκευής, ενοποιούσε το σύνολο στο μάτι σε τεράστια και αρμονική μάζα. Ο Πόρτερ όμως λυπόταν προσθέτοντας ότι η σεβάσμια και ωραία εμφάνιση ενός τόσο μεγάλου μνημείου τής αρχαιότητας είχε σχεδόν εντελώς καταστραφεί από τη βάρβαρη προσθήκη στρώματος ξεπλυμένου λευκού, με το οποίο το είχε καλύψει το κακό γούστο των Τούρκων. Πράγματι, αυτή η άθλια εξάλειψη των αποχρώσεων τού χρόνου, ο οποίος είχε απλώσει τα πιο μαγικά χρώματα πάνω στο φυσικό καθώς και στο τεχνητό τοπίο, σοβάντιζε τώρα σχεδόν κάθε αρχαίο έργο, μικρό και μεγάλο, στην περιοχή τής Κωνσταντινούπολης.

Από εδώ μπήκαν σύντομα σε πιο πυκνά δασωμένη περιοχή, μάλιστα στο σημείο όπου ξεκινούσαν τα τεράστια απάτητα δάση που ακουμπούσαν στις ακτές τής Μαύρης Θάλασσας. Ήταν η περιοχή των υπόγειων νεροσυρμών. Όλα τα υπόγεια έργα, όπου και αν πήγαιναν και κυρίως σε αυτή την περιοχή, τρυπούσαν τη γη σε ποικιλία αξιοθαύμαστα φτιαγμένων καναλιών, τα οποία παρουσίαζαν περιστασιακά ανοίγματα, κάπως στη μορφή πηγαδιών, προστατευόμενων από πέτρινο κτίριο, και συνολικά πολύ παρόμοιας αρχής με τα κανάουτ τής Περσίας. Ο Πόρτερ έχει πει στον πρώτο τόμο (σελ. 296), ότι το κανάουτ (kanaught) είναι είδος υδραγωγείου που σχηματίζεται από βαθιά πηγάδια, σε κανονική γραμμή, αλλά σε σημαντική απόσταση το ένα από το άλλο, που συνδέονται στο κάτω μέρος τους με μεγάλου μήκους υπόγεια κανάλια, μέσω των οποίων το νερό περνά από το ένα πηγάδι στο άλλο.

Το σύνολο επικοινωνούσε με τα κρυμμένα κανάλια του με δεξαμενές, ταμιευτήρες, υδραγωγεία κλπ., όπου όλα οδηγούσαν στον μεγάλο στρόβιλο κατανάλωσης, στην πόλη. Επειδή η Κωνσταντινούπολη εξαρτιόταν εντελώς από την ελεύθερη κυκλοφορία τού νερού σε αυτά τα κανάλια, για το αναγκαίο τής ζωής, μια ιδέα κατέλαβε πριν από μερικά χρόνια μερικά σεβάσμια κεφάλια στα συμβούλια τού Μεγάλου Άρχοντα, ότι σε κάποια μελλοντική στιγμή ένας ξένος εχθρός μπορεί να άρπαζε τις πηγές των κρηνών τους και με τον τρόπο αυτό να ανάγκαζε την πόλη σε παράδοση. Κατά τη μάταιη προσπάθεια τού σουλτάνου Σελήμ για τη δημιουργία τού σώματος Νιζάμ-ι-Τζεντίτ, ή ευρωπαϊκά οργανωμένου στρατού, ο οποίος, μεταξύ άλλων καθηκόντων, θα είχε εκείνο τις παραμονής σε στρατιωτικούς σταθμούς πάνω από τις πηγές αυτών των καναλιών, ο Τσελεμπή εφέντης, ένας από τούς κύριους αξιωματούχους τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έγραψε πραγματεία για το θέμα, που εξηγούσε τούς λόγους τού βασιλικού του κυρίου για τις καινοτομίες αυτές. Ήταν γέρος, μεταξύ ογδόντα και ενενήντα, που είχε περάσει μεγάλο μέρος τής ζωής του στην Ευρώπη και έτσι ίσως γινόταν σεβαστός ως πιθανός κριτής των πολιτικών της απόψεων. Κάτω από τέτοιες εντυπώσεις, έγραφε σε σχέση με το ζήτημα αυτό για τούτα τα κανάλια με τη μορφή παραβολής, την οποία απέδιδε σε προδοτικό ραγιά, που έδινε συμβουλές στην τότε αυτοκράτειρα τής Ρωσίας, για τον τρόπο με τον οποίο θα γινόταν κυρία τής οθωμανικής πρωτεύουσας:

«Κανένας από τούς Οθωμανούς στρατιώτες (τούς γενίτσαρους) δεν είναι διατεθειμένος να μπει στο πεδίο τής μάχης. Εκείνοι τής Ανατολίας ασχολούνται με την καλλιέργεια τής γης και το κάπνισμα των ναργιλέδων τους. Όσοι κατοικούν στην Κωνσταντινούπολη, είτε είναι θαμμένοι κάτω από τη διεξαγωγή οποιουδήποτε εμπορίου ή τουλάχιστον δεν ξέρουν τίποτε από καλή πειθαρχία. Αν έπρεπε να συγκεντρωθούν σε στράτευμα με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, θα χρειαζόταν ένας μήνας γι’ αυτόν τον σκοπό. Ορίστε, το νερό που χρησιμοποιείται για πόση σε μια τόσο μεγάλη πόλη, προέρχεται από ορισμένες δεξαμενές που βρίσκονται πέρα από αυτήν (οι δεξαμενές αυτές βρίσκονταν ανάμεσα στους λόφους και τα δάση μεταξύ τής Μαύρης Θάλασσας και τής Προποντίδας, στην πραγματικότητα, στα δάση τού Βελιγραδίου και τού Ντουμούζντερε). Η μεγαλειότητά σας χρειάζεται μόνο να στείλει από την Κριμαία όλα τα πλοία εκεί, μεγάλα και μικρά, γεμάτα στρατιώτες, και να τούς αποβιβάσει ξαφνικά στην περιοχή που περιλαμβάνει τις δεξαμενές. Όταν σταματήσει το νερό, το αποτέλεσμα θα είναι μεγάλη ταραχή στην Κωνσταντινούπολη και θα εξαπλωθεί παντού η είδηση ότι ο εχθρός δεν έκανε μόνο αυτό, αλλά βαδίζει προς τα εμπρός με μεγάλη δύναμη για να επιτεθεί στην πόλη. Οι στρατιώτες στην πόλη (δηλαδή οι γενίτσαροι), αντί να πορευτούν να τον εμποδίσουν, πρώτα θα λεηλατήσουν όλα όσα βρίσκονται στον δρόμο τους και στη συνέχεια θα τραπούν σε φυγή με τα λάφυρα, ενώ οι κάτοικοι, συγκλονισμένοι από απογοήτευση και απόλυτα υποβαθμισμένοι από την έλλειψη νερού, θα υποταγούν στους αυτουργούς τού στρατηγήματος».

Ο Τούρκος σύμβουλος συνέχιζε την αφήγησή του λέγοντας: «Το πρώτο μέτρο που πρέπει να ληφθεί για την αποτροπή τέτοιας καταστροφής, είναι να στηθεί στρατιωτικός σταθμός σε όχι μεγάλη απόσταση από τις δεξαμενές. Οι νεοστρατολογούμενοι στρατιώτες, αντί να εμπλέκονται στο εμπόριο, πρέπει να παραμένουν μέρα και νύχτα στους χώρους τους, υποβαλλόμενοι καθημερινά στις στρατιωτικές ασκήσεις κλπ., που απαιτούνται για άμεση υπηρεσία».

Αλλά ο βετεράνος σοφός έδινε μάταια αυτές τις συμβουλές, απέναντι στις παγιωμένες προκαταλήψεις των συμπατριωτών του από τη μία πλευρά και τις εγωιστικές τους απόψεις από την άλλη. Η τακτική στρατιωτική πειθαρχία εγκαταλείφθηκε, σχεδόν αμέσως μόλις τέθηκε σε εφαρμογή στο νέο σώμα των Νιζάμ-ι-Τζεντίτ, ενώ από εκείνους που είχαν ισχυριστεί ότι θα έσωζαν τη χώρα τους παρά τη θέλησή της, κάποιοι πλήρωσαν την αλαζονεία τους με τη ζωή τους, ενώ άλλοι ζούσαν, κατά πάσα πιθανότητα για να βλέπουν το τυραννικό πείσμα των αντιπάλων τους να επισπεύδει τη μοίρα της.

Έχοντας αφήσει την ευγενή δομή τού Ιουστινιανού και προχωρήσει για ένα-δύο μίλια, έφτασαν σε άλλη δομή τού ίδιου είδους, που ονομαζόταν Μακρύ Υδραγωγείο και αποτελούνταν επίσης από διπλή σειρά αψίδων. Αυτό, μαζί με δεύτερο, που διέσχιζε την κοιλάδα πιο νότια, αποδίδονταν στους πρώτους σουλτάνους. Το τελευταίο είχε γωνιακή μορφή και στεκόταν ψηλότερα απ’ όσα είχε δει μέχρι τότε. Αλλά σε αυτήν την απόσταση από την Κωνσταντινούπολη, το μητρικό χρώμα τής πέτρας είχε κατορθώσει να παραμείνει, πράγμα το οποίο, αναμειγνυόμενο με τις βαθιές αποχρώσεις των κηλίδων τού καιρού, έδινε ανάγλυφο στην πλούσια κουρτίνα απλωμένων κισσών, που κρέμονταν σε μάζες από πυλώνα σε πυλώνα και το υπέτασσαν με τον τρόπο αυτό στη φύση. Αυτή η απομακρυσμένη κοιλάδα, με το υδραγωγείο της σκεπασμένο από το πράσινο, παρουσίαζε πολύ πιο ρομαντική και εντυπωσιακή εικόνα από την πραγματικά ευγενέστερη δομή τού Ιουστινιανού. Η καλύτερη θέα ήταν στα νότια τής δομής, όπου το ρεύμα τού Κέτχανε διασχιζόταν από άγριο μικρό ξύλινο γεφύρι, που με αυτή τη χωριάτικη κατασκευή του έκανε όμορφη αντίθεση με την υπέροχη συμμετρία τού γιγαντιαίου γείτονά του. Από εκεί πέρασαν μέσα από το χωριό τού Μπουργκάς [σήμερα Κεμερμπουργκάζ], εκτιμώμενης απόστασης πέντε μιλίων από το Βελιγράδι και ένα περίπου μίλι πιο πέρα, έχοντας ιππεύσει κάτω από την κεντρική αψίδα μικρού υδραγωγείου που ονομαζόταν εκείνο τού Πασά Κιόι, βρέθηκαν στο πυκνό δάσος. Καθώς ελίσσονταν κατά μήκος τού σκιερού του δρόμου, ο γενίτσαρός τους τούς οδήγησε στο νέο Μπεντ, το πιο όμορφο είδος αναχώματος που θα μπορούσε να συλλάβει κανείς. Ήταν κυριολεκτικά τεράστιος ογκώδης τοίχος από το ωραιότερο λευκό μάρμαρο, φτιαγμένος έτσι, ώστε να λειτουργεί ως φραγμός για τα νερά από πάνω, τα οποία περιόριζε μέσα στα όριά του με τη μορφή μικρής λίμνης και τα άφηνε μπροστά, όπως απαιτούσε η περίσταση, για να εφοδιάζουν τα υπόγεια κανάλια, τις δεξαμενές κλπ. Το μπροστινό μέρος αυτής τής τεράστιας δεξαμενής ήταν απλό και μεγαλειώδες, έχοντας κάπως την εμφάνιση πύλης φρουρίου. Όταν ανέβαινε πολύ η στάθμη τού νερού που μαζευόταν μέσα, ορισμένα ανοίγματα στο πάνω μέρος μικρού στηθαίου αφήνονταν ανοιχτά, μέσα από τα οποία ορμούσε αμέσως η υπερχείλιση και απλωνόμενη πάνω από το Μπεντ, κυλούσε επί τής όψης τής δομής προς το έδαφος. Εκείνη τη στιγμή η εικόνα που παρουσίαζε πρέπει να ήταν ιδιαίτερα όμορφη. Τότε το αραχνοΰφαντο ρεύμα των διάφανων νερών, καλύπτοντας το πεντακάθαρο μάρμαρο, πρέπει να εμφανιζόταν στα μάτια τού περαστικού ταξιδιώτη κάπως σαν το θέαμα που περιγράφεται σε ανατολίτικες ιστορίες κάποιου παλατιού με τζίνι.

Σε μικρή απόσταση από αυτό το πρώτο θαύμα, έφτασαν σε δεύτερο, κατασκευασμένο από το ίδιο υλικό και ονομαζόμενο Μπεντ τού Βελιγραδίου. Τα περίκλειστα νερά του εκτείνονταν σε σημαντική απόσταση, οριοθετούμενα από το δάσος, μέχρι που άγγιζαν σχεδόν το διάσημο χωριό προς το οποίο ταξίδευαν. Φτάνοντας σε αυτό, τον ευχαρίστησε πολύ η ρομαντική απομόνωση τής θέσης του, φωλιασμένο σε δάση και ποτιζόμενο από τις πιο διάφανες πηγές. Ο χειμώνας τώρα χρωμάτιζε κάθε αντικείμενο, αλλά σε πιο πρόσχαρη εποχή οι βόλτες σε αυτή την περιοχή πρέπει να είχαν μεγάλη αγροτική, ρομαντική και γραφική ομορφιά, ενώ από τούς ψηλότερους λόφους, σε απόσταση δυο μιλίων ανατολικά από το χωριό, τού είπαν ότι υπήρχε ωραία θέα τής Μαύρης Θάλασσας. Στην όμορφη μικρή ρεματιά, κάτω από τις ξύλινες κατοικίες που αποτελούσαν κυριολεκτικά χωριό, εμφανιζόταν η γνωστή κρήνη, την οποία το γοητευτικό μολύβι τής Λαίδης Μαίρης Ουόρτλεϊ Μόνταγκιου είχε καταστήσει κλασική σκηνή στα βρετανικά μάτια.

Κατά την επιστροφή τους από το Βελιγράδι, τα αντικείμενα που αναφέρθηκαν πηγαίνοντας όχι μόνο εμφανίζονταν από διαφορετική οπτική γωνία, αλλά με πρόσθετα χαρακτηριστικά ενδιαφέροντος. Το Μπεντ και το υδραγωγείο τού Πασά Κιόι ιδιαίτερα, τα ίδια που φαίνονταν από τις βίλες στο Μπουγιούκντερε, αναμειγνύονταν με περίεργο τρόπο με τις σκιές που απλώνονταν το βράδυ, ενώ ο μακρινός Βόσπορος, ορατός μέσα από τα ανοίγματα των λόφων, έχοντας πίσω του το όρος τού Ηρακλή στην ασιατική πλευρά σε πλήρη αντανάκλαση τού δύοντος ήλιου, σχημάτιζε λαμπρό ορίζοντα στην εικόνα. Τρία μίλια πιο πέρα έκλειναν όλα όσα ήσαν άξια προσοχής, μέχρι το μάτι να συναντήσει και πάλι την εκτεταμένη θέα τής πρωτεύουσας. Μπαίνοντας στα στενά δρομάκια τού Πέρα, υποχρεώθηκαν να τραβηχτούν στην άκρη, για να ανοίξουν δρόμο για ομάδα γενιτσάρων, που οδηγούσαν σειρά σκύλων που ανήκαν στον σουλτάνο. Αυτά τα ζώα ήσαν τεράστιου μεγέθους, σε μορφή παρόμοια με τα δικά τους μπουλντόγκ και πολύ άγρια. Τα διατηρούσαν για να βασανίζουν άγρια θηρία, μια από τις αγαπημένες διασκεδάσεις τού βασιλικού τους αφέντη. Τα κρατούσαν με γερές αλυσίδες, καθένα ανάμεσα σε δύο οδηγούς, ενώ ο δρόμος ανοιγόταν μπροστά τους με τόσο αυθάδη εντολή, σαν να ερχόταν ο ίδιος ο Μεγάλος Άρχοντας.

Ιανουάριος 1820. Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων μηνών υπολογιζόταν ότι η πανούκλα είχε προκαλέσει 80.000 θανάτους. Όμως τώρα πια η έξαρσή της είχε υποχωρήσει τόσο σημαντικά, τόσο στην πρωτεύουσα, όσο και στα χωριά προς τα βαλκανικά βουνά, που δεν ήταν πια απαραίτητο να αναβάλει κι άλλο την αναχώρησή του από τις ακτές τού Βοσπόρου. Ετοιμαζόμενος λοιπόν γι’ αυτή την αναχώρηση, επισκέφτηκε για δύο ή τρεις ημέρες και αποχαιρέτισε τούς διπλωματικούς του φίλους στην όμορφη κοιλάδα τού Μπουγιούκντερε, αλλά ανέλαβε προσωρινή διαμονή στην κατοικία τού εξοχότατου βαρώνου Στρογκόνοφ, τού Ρώσου απεσταλμένου. Λίγα σημεία θα μπορούσαν να είναι πιο ευχάριστα για τις ανασκοπήσεις ενός ανθρώπου των γραμμάτων, ιδιαίτερα κάποιου που μελετά την αρχαιότητα στην ιστορία της και άλλα ερείπια, κυρίως με σκοπό να συμπεράνει μελλοντικά καλά από περασμένα μεγαλεία, να μεταφέρει την εμπειρία περασμένων εποχών, όντας ο δάσκαλος εκείνων που θα έρθουν. Με λίγα λόγια, όπου πηγαίνει, να ενώνει τον άνθρωπο των γραμμάτων με τον πολιτικό, τον πολιτικό με τον φιλάνθρωπο και την αφοσίωση στην τιμή τής χώρας του με όλα αυτά. Μάλιστα θα θυμόταν για πολύ καιρό τις τελευταίες ευχάριστες ώρες που πέρασε σε αυτή την αρκαδική κοιλάδα. Οι αποχρώσεις τού φθινοπώρου προσπαθούσαν ακόμη να κρατηθούν στα δάση που την προστάτευαν, ενώ μαλακός ήλιος φώτιζε τα κύματα τού Βοσπόρου, λούζοντας απαλά την ακόμη καταπράσινη νότια ακτή τού πανέμορφου μικρού κόλπου, που κύκλωνε τα αρχοντικά των φίλων του. Τα ονόματα των εξοχοτήτων τους, ο μαρκήσιος ντε Ριβιέρ, ο κόμης Λούντολφ, ο ιντερνούντσιος κόμης Λούτζοφ, καθώς επίσης και εκείνα των συμπαθών οικογενειών τους, θα έρχονταν πάντοτε στο μυαλό του μαζί με τις εικόνες αυτής τής ακτής, εποικίζοντας τις όχθες της με τις ωραιότερες και ευγενέστερες μορφές. Αφού τούς αποχαιρέτισε, επέστρεψε στο βρετανικό παλάτι στο Πέρα για να πάρει τα διαπιστευτήριά του για οριστική αναχώρηση, δηλαδή ένα φιρμάνι για άλογα μέχρι την τουρκική μεθόριο, άλλο για τούς ανθρώπους τού τελωνείου, διαβατήρια κλπ. Επίσης επιστολές από τον Άγγλο πρεσβευτή στην Υψηλή Πύλη, τον κ. Κασμέιτζορ, προς τον εκπρόσωπό τους στην Αγία Πετρούπολη. Αφού τα συγκέντρωσε όλα, η ώρα τού χωρισμού πλησίαζε. Αποχαιρέτισε τον πολύτιμο φίλο του, τον κ. Καρτράιτ, τον γενικό τους πρόξενο, στην άμεση εξυπηρέτηση τού οποίου, σε πολλές περιπτώσεις, όφειλε τόσο πολλά. Στους ακούραστα ευγενείς οικοδεσπότη και οικοδέσποινά του μπορούσε μόνο να επαναλάβει την ευγνωμοσύνη, την οποία συμμεριζόταν κάθε Άγγλος περιηγητής που επισκεπτόταν τη χώρα όσο εκείνοι κατοικούσαν εκεί. Όταν αποχαιρέτησε τον Σεντάκ μπέη, τον πιστό του Πέρση, ήταν σαν να έκοβε το χέρι του. Είχε τόσο καιρό υπάρξει «το μπαστούνι τής ανάπαυσής του», σε όλες τις περιπλανήσεις και τούς κινδύνους του, αλλά χώρισαν. Έλπιζε να συναντηθούν ξανά.

30 Ιανουαρίου. Σήμερα το πρωί στις δέκα, συνοδευόμενος από τον Ρώσο του και έναν γενίτσαρο που ανήκε στην πρεσβεία τού Βουκουρεστίου, ο Πόρτερ έστρεψε τελικά την πλάτη του στο φιλόξενο Πέρα, αλλά αντί να περάσει τον Κεράτιο και να διασχίσει την πόλη, προχώρησε γύρω από την κοιλάδα των Γλυκών Νερών. Αφού ανέβηκαν στους λόφους στα δυτικά και πέρασαν από τις άδεντρες κορυφές, πορεία λίγων μιλίων τούς έφερε στο τζαμί και το κιόσκι (θερινό ανάκτορο) τού Νταούντ πασά. Από εκείνο το σημείο έριξε μια τελευταία ματιά στην Κωνσταντινούπολη, οι ψηλοί μιναρέδες τής οποίας συνέχιζαν για ώρα να φαίνονται ανάμεσα στους λόφους. Ο δρόμος τους συνεχιζόταν κατά μήκος τής ακτής τής θάλασσας τού Μαρμαρά, στη χώρα των αρχαίων Θρακών, που τώρα ονομαζόταν Ρωμυλία. Στις δύο έφτασαν στο χωριό Κιουτσούκ Τσεκμετζέ, σε υπολογιζόμενη απόσταση τεσσάρων ωρών από την πρωτεύουσα. Στις πέντε ήρθαν στο Μπουγιούκ Τσεκμετζέ. Και τα δύο αυτά χωριά βρίσκονταν κοντά σε τμήματα τής θάλασσας, που είχαν τώρα κλειστεί μέσα στη στεριά από αναχώματα, και σχημάτιζαν λίμνες παρόμοιες με τις λιμνοθάλασσες (λιμάν) που είχαν κερδηθεί με τον ίδιο τρόπο από τη Μαύρη Θάλασσα. Στις οκτώ σταμάτησαν για τη νύχτα στο χωριό Μπαχανάς [Μπίγαδος, το χωριό Επιβάτες, σήμερα Σελίμ-πασα], που βρισκόταν, όπως και τα προηγούμενα, επί τής ακτής.

Ο Πόρτερ προχώρησε δυτικά στην Ανατολική Θράκη, έφτασε στο Τσορλού και από εκεί, προχωρώντας προς βορρά στην οθωμανική Βουλγαρία και τη Βλαχία, έφτασε στο Βουκουρέστι. Συνέχισε βορειοδυτικά στη Μολδαβία, στο Γαλάτσι και το Ιάσι, έφτασε στην αυστριακή μεθόριο, πέρασε στη Γαλικία και το Λέμπεργκ (σήμερα το Λβοφ τής Ουκρανίας) και επέστρεψε στη Ρωσία.

<-1. Κίνεϊρ: Ταξίδι μέσα από τη Μ. Ασία, την Αρμενία και το Κουρδιστάν 3. Σμιθ: Ιεραποστολικές έρευνες στην Αρμενία->
error: Content is protected !!
Scroll to Top