<-12. Μπριό: Μεταξύ Τραπεζούντας και Ερζερούμ τη δεκαετία τού 1870 | Βιβλιογραφία-> |
Γλωσσάρι
αγάς (ağa): αρχηγός, άρχοντας, τοπικός κυβερνήτης
αγάτς (ağaç): δένδρο
αζάπ (azap): άτακτος πεζός στρατιώτης του οθωμανικού στρατού, αζάπης
ακ (ak): άσπρος
αλμπάν (nalbant): πεταλωτής
αλλάχεριμ (allahkerim): ο Θεός είναι ελεήμων (επιφ.)
άλτι (altı): έξι
αμάν (aman): ωχ, αμάν (επιφ.)
αμπάρ (ambar): αποθήκη, αμπάρι
αντά (ada): νησί, ανταλάρ (adalar): νησιά
αραμπά (araba): κάρρο, αραμπάς
ασάγι (aşağı): κάτω (σε τοπωνύμια)
ατ (at): άτι, άλογο
ατζέμι (acemi): αρχάριος, νεοσύλλεκτος, εξελληνισμένο ως ατζαμή
αχούρ (ahır): αχούρι, στάβλος, αχυρώνας
βεζίρης (vizir): ανώτατος διοικητικός αξιωματούχος
βιλαγιέτ (vilayet): επαρχία, βιλαέτι
βοϊβόντ (voivod): βοεβόδας
γιασμάκ (yaşmak): πέπλο, γιασμάκι
γενί (yeni): νέος
γενίτσερι (yeniçeri): γενίτσαρος
γεντί (yedi): επτά
γεσίλ (yeşil): πράσινος
γιαγλά (yayla): οροπέδιο
γιαλταγκάρ (yaltagar): στιλέτο
γιαταγάν (yatağan): τουρκικό μαχαίρι ή κοντό ξίφος
γιλντίζ (yıldız): αστέρι
γιλντιρίμ (yıldırım): κεραυνός, αστραπή
γιόζμπασης (yuzbasi): λοχαγός
γιουκάρι (yukarı): άνω (σε τοπωνύμια)
γκιαούρ (gâvur): άπιστος
γκιοζλού (gözlü): αυτός που φορά γυαλιά, διοπτροφόρος
γκιοκγιουζού (gökyüzü): ουρανός
γκιόλ (göl): λίμνη
γκουμούς (gümüş): ασήμι
γρόσι (kuruş): ασημένιο νόμισμα
δερβίσης (derviş): θρησκευτικός επαίτης
δραγουμάνος (tercüman): διερμηνέας
έλτσι (elçi): απεσταλμένος, πρεσβευτής
εμίρ (emir): ηγεμόνας, εμίρης
εμρί (emri): ένταλμα
εσκί (eski): παλαιός
ζάμπιτ (zabit): αξιωματικός
ζαπτιές (zaptiye): χωροφύλακας
ίκι (iki): δύο
ιμάμης (imam): μουσουλμάνος θρησκευτικός ηγέτης
ιμαρέτ (imaret): πτωχοκομείο σε κληροδότημα ελεημοσύνης (βακούφιο, vakıf)
ίνσαλλα (inşallah): μακάρι (επιφ.)
ιρμάκ (ırmak): ποτάμι
Ιτς Καλέ (iç kale): εσωτερικό κάστρο, ακρόπολη
ιτς (üç): τρία
καβάκ (kavak): λεύκα
καγιά (kaya): βράχος
καδής (kadı): μουσουλμάνος δικαστής
καζαμπά (kasaba): πόλη
καΐκ (kayık): βάρκα, καΐκι
καΐκτσή (kayıkçı): βαρκάρης, καϊκτσής
καϊμακάμ (kaymakam): νομάρχης
καϊμακαμλίκ (kaymakamlik): η περιοχή δικαιοδοσίας του καϊμακάμη
καλέ (kale): κάστρο
καλκάν (kalkan): ασπίδα
καλκάν μπαλούκ (kalkan balık): ψάρι-ασπίδα (λόγω σχήματος), καλκάνι
καλπάκ (kalpak): μάλλινος ή δερμάτινος σκούφος, καλπάκι
κάμα (kama): μεγάλο δίκοπο μαχαίρι, κάμα
καμπάκ (kabak): κολοκύθα
καμτσί (kamçi): μαστίγιο, καμουτσίκι
καπέ (kapı): πύλη
καπουδάν (kapudan, kaptan): καπετάνιος
καρά (kara): μαύρος
καραβανσεράι (caravansaray): πανδοχείο πάνω σε διαδρομή καραβανιών
καρντάς (kardeş): αδελφός
καχγιά (kahya): οικονόμος, κεχαγιάς
κιζίλ (kızıl): κόκκινος
κιζιλτζίκ (kızılcık): κρανιά
κιλίσε (kilise): εκκλησία
κιόι (köy): χωριό
κιοσκ (kiosk): περίπτερο, κιόσκι
κιοπρού (köprü): γέφυρα
κιουτσούκ (küçük): μικρός
κιρκ (kırk): σαράντα
κογιούν (koyun): πρόβατα
κογιουνλού (koyunlu): προβατάς
κονάκ (konak): κονάκι, αρχοντικό, κατάλυμα
κουμ (kum): άμμος
κουμπέτ (kümbet): θολωτός τάφος
κουρμπάν (kurban): θυσία
κουρμπάν μπαϊράμ (kurban bayram): γιορτή τής θυσίας (το «Πάσχα» των μουσουλμάνων)
λιμάν (liman): λιμάνι
μαντέν (maden): ορυχείο
μαούν (maund): οθωμανική μονάδα βάρους αντίστοιχη με το μπατμάν (βλ. λέξη)
μάσαλλα (maşallah): επιφώνημα επιδοκιμασίας, κυριολ. «ό, τι θέλει ο Θεός»
μεβλεβή (mevlevi): θρησκευτικό τάγμα περιστρεφόμενων δερβίσηδων
μεϊντάν (meydan): πλατεία, μεϊντάνι
μενζίλ (menzil): σειρά, σταθμός αλλαγής αλόγων
μενζιλτζής (menzilci): υπεύθυνος του σταθμού αλλαγής αλόγων
μεντρεσέ (madrasa): θρησκευτικό σχολείο
μεστζίτ (mescit): μικρό τζαμί
μιναρές (minare): ο ψηλός και στενός κυλινδρικός πύργος τού μουσουλμανικού τεμένους
μίρι (miri): κρατική γη (οθωμαν.)
μιχράμπ (mihrab): κόγχη, ιερό σε τζαμί
μουαβίν (muavin): βοηθός, ο χριστιανός βοηθός κυβερνήτη
μουλά (mullah): μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος, μουλάς
μουτεσελίμ (mütesellim): τοπικός πολιτικός διοικητής (επί Οθωμανών)
μπαϊράκ (bayrak): σημαία, μπαϊράκι
μπαϊρακτάρ (bayraktar): σημαιοφόρος, μπαϊρακτάρης
μπαϊράμ (bayram): γιορτή
μπακρ, μπακούρ (bakır): μπακίρι, χαλκός
μπαλούκ (balık): ψάρι
μπαξίς (bahşiş): μπαξίσι, φιλοδώρημα
μπας (bas): κεφάλι
μπατμάν (batman): μονάδα βάρους αντίστοιχη με 13,5 λίμπρες (6,1 χιλιόγραμμα)
μπεηλερμπέης (beylerbey): ο μπέης των μπέηδων, ο γενικός διοικητής
μπέης (bey): ο επικεφαλής περιοχής
μπεντεστέν (bedesten): μπεζεστένι, το κεντρικό κτίριο τής αγοράς
μπες (beş): πέντε
μπίμπασης (binbaşı): το κεφάλι (μπας) χιλίων (μπιν), χιλίαρχος, ταγματάρχης
μπιν (bin): χίλια
μπιρ (bir): ένας
μπισμιλλάχ (bismillah): στο όνομα του Θεού
μπογάζ (boğaz): λαιμός. Βoğaz: ο Βόσπορος
μποζ (boz): γκρίζος
μποστάν (bostan): κήπος, μποστάνι
μποσταντζή (bostancı): κηπουρός, περιβολάρης
μπουγιούκ (büyük): μεγάλος
μπουρνού (burnu): μύτη, ακρωτήριο
μπουρούν (burun): μύτη
ναργκιλέ (nargile): ναργιλές
νιζάμ (nizam): ο νόμος, οι πειθαρχημένοι στρατιώτες
νταγ (dağ): βουνό, ντάγλαρι (dağları): βουνά, οροσειρά
ντελή (deli): παράφρων, παράτολμος
ντεμίρ (demir): σίδερο
ντενίζ (deniz): θάλασσα
ντερέ (dere): μικρό ποτάμι
ντερέμπεϋ (derebey): ντερέμπεης, φεουδαρχικός άρχοντας κοιλάδας
ντερμπέντ (derbent): στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά, δερβένι
ντεφτερντάρ (defterdar): o υπεύθυνος οικονομικών, αυτός που κρατάει τα βιβλία (τεφτέρια)
ντιβάνι (divan): αίθουσα συνεδριάσεων του oθωμανικού υπουργικού συμβούλιου, χαμηλό κρεβάτι
ντοκούζ (dokuz): εννέα
ντορτ (dört): τέσσερα
ντραμ (dram): δράμι, το 1/400 τής οκάς
οβά (ova): πεδιάδα, κάμπος
οκά (okka): μονάδα βάρους (περίπου 1,3 κιλά)
ον (on): δέκα
οντά (oda): δωμάτιο, οντάς
οντάμπασης (odabaşı): υπεύθυνος ξενώνα
όρτα (orta): μεσαίος
οτζάκ (ocak): τζάκι, εστία, προσωπική ιδιοκτησία
ουζούν (uzun): μακρύς, ψηλός
ουλεμά (ulama): λόγιος ανώτατης βαθμίδας στην ισλαμική ιεραρχία
παζάρ (pazar): υπαίθρια εποχιακή αγορά, παζάρι
παπούτς (papuç): υπόδημα, παπούτσι
παπουτσή (papuçi): τσαγκάρης, παπουτσής
παράς (para): οθωμανικό κέρμα (40 παράδες ήσαν ένα γρόσι)
πασάς (paşa): διοικητής ευρείας περιφέρειας
πασαλίκι (paşalık): η επικράτεια του πασά
πεκμέζ ή πετμέζ (pekmez): σιρόπι από σταφύλια, πετιμέζι
Περσεμπέ (Perşembe): Πέμπτη
πεσκές (peşkeş): δώρο, πεσκέσι
πίλιτς (piliç): μικρό κοτόπουλο
ραγιάς (reaya): μη μουσουλμάνος υπήκοος
ρακί (raki): απόσταγμα σταφυλιών, ρακί
ραμαζάνι (ramazan): ο μήνας νηστείας του ισλαμικού ημερολόγιου
ρέις (reis): αρχηγός, καπετάνιος
ρεντίφ (redif): οθωμανική πολιτοφυλακή
ρουμπιές, ρούμπα, ρουπία (rubieh): μικρό χρυσό νόμισμα αξίας ίσης περίπου με μισή κορώνα.
σακίζ (sakız): μαστίχα
σαλάμ (salaam): ειρήνη, αλλά και χαιρετισμός (αραβ.)
σαλβάρ (şalvar): φαρδύ παντελόνι, σαλβάρι
σαντζάκι (sanjak): περιοχή, διοικητική υποδιαίρεση
σαντιρβάν (sadirvan): πίδακας, σιντριβάνι
σαράφ (sarraf): αργυραμοιβός, σαράφης
σαρντάρ (sardar): αρχηγός, στρατηγός (περσ.)
σεϊτάν (şeytan): σατανάς, διάβολος
σεΐχης (şeyh): αρχηγός, κυβερνήτης
σεκίζ (sekiz): οκτώ
σελαμλίκ (selamlik): διαμέρισμα για άνδρες σε τούρκικο σπίτι
σεράι (saray): παλάτι
σερασκέρης (serasker): στρατιωτικός διοικητής, αρχιστράτηγος
σεργούνης (sürgün): εξόριστος, εκτοπισμένος
σερμπέτ (serbet): σιρόπι
σεχήρ (şehir): πόλη
σιλαχτάρ (silahtar): Οθωμανός αντίστοιχος του Βυζαντινού σπαθάριου
σίνι (sini): δίσκος
σοκάκ (sokak): δρόμος, σοκάκι
σου (su): νερό, ποτάμι
σουρτζής (surici): ο υπεύθυνος του σταθμού αλλαγής (μενζίλ), που λειτουργεί ως οδηγός μέχρι τον επόμενο σταθμό και επιστρέφει με τα άλογα
σούφι (sufi): ισλαμιστής ασκητής
σουφρέ (sufre): ύφασμα που απλώνεται στο πάτωμα, πάνω στο οποίο τoποθετούνται τα πιάτα του γεύματος
σπαχή (sipahi): σπαχής, ιππέας
σπαχηλίκι (sipahilik): φέουδο διοικούμενο από σπαχή
σπαχογλάν (sipahoğlan): νεαρός του χαρεμιού αγοριών του σουλτάνου, που θα γίνει σπαχής
ταβούκ (tavuk): κοτόπουλο
τανζιμάτ (tanzimat): αναδιοργάνωση
τας (taş): πέτρα, στήλη
τάταρ (tatar): έφιππος αγγελιοφόρος
τέζκερε (tezkere): φύλλο πορείας
τεκές (tekke): ιερό
τεπέ (tepe): λόφος, κορυφή
τζαμί (cami): ισλαμικός ναός, τέμενος
Τζουμά (Cuma): Παρασκευή
τουρμπάν (türban): πάνινο κάλυμα κεφαλιού, τουρμπάνι
τσαβούς (çavuş): τσαούσης, λοχίας
τσαΐρ (çayır): λιβάδι
τσαμ (çam): έλατο
τσαούσμπασης (çavuşbası): αρχηγός των τσαούσηδων
τσαπάρχανε (çaparhane): οίκος ή σταθμός (χανέ) των αγγελιοφόρων (τσαπάρ)
Τσαρσαμπά (Çarşamba): Τετάρτη
τσαρσί (çarşı): αγορά σε σταθερό τόπο
τσαντρ (chadr): ελαφρύ σάλι (περσ.)
τσάι (çay): ποταμός
τσιμπούκ (cibuk): πίπα, τσιμπούκι
τσιμπουκτζή (cibukci): υπηρέτης που ανάβει την πίπα
τσιτσέκ (çiçek): λουλούδι
τσιφτλίκ (çiftlik): τσιφλίκι, αγρόκτημα
τσόρμπα (çorba): σούπα
τσορμπατζή (çorbaçı): αυτός που φτιάχνει σούπα, ευκατάστατος, νοικοκύρης
φένα (fena): κακός
φερετζέ (ferace): κάλυμα προσώπου, φερετζές
φερμάν (ferman): φιρμάνι, διάταγμα
φες (fes): μικρό καπέλο, φέσι
φετβά (fetva): απόφαση, επίσημη γνωμοδότηση, φετβάς
χαμάμ (hamam): λουτρά
χαν (han): χάνι, πανδοχείο
χανέ (hane): σπίτι, οίκος (βιομηχανικός)
χανιτζής (hanici): ιδιοκτήτης πανδοχείου
χάνουμ (hanım): κυρία
χαρέμ (harem): χαρέμι
χατούν (hatun): οθωμανικός τίτλος γυναίκας, κυρία
χακίμ (hakim): δικαστής
χεκίμ (hekim): γιατρός
χεκίμπασης: το κεφάλι (μπας) των γιατρών (χεκίμ), αρχίατρος
χισάρ (hisar): φρούριο
χόροζ (horoz): κόκορας
χότζας (hoca): μουσουλμάνος θρησκευτικός δάσκαλος
χούκα (hookah): ναργιλές
<-12. Μπριό: Μεταξύ Τραπεζούντας και Ερζερούμ τη δεκαετία τού 1870 | Βιβλιογραφία-> |