12. Μ. Π. Μπριό: Μεταξύ Τραπεζούντας και Ερζερούμ τη δεκαετία τού 1870

<-11. Λιντς: Αρμενία: Ταξίδια και μελέτες Γλωσσάρι->

12. Μ. Π. Μπριό: Μεταξύ Τραπεζούντας και Ερζερούμ τη δεκαετία τού 1870

Ο M. Π. Μπριό δεν ήταν περιηγητής. Ήταν Γάλλος αρχιμηχανικός με βάση την Τραπεζούντα και εργαζόταν στην κατασκευή τού νέου αμαξιτού δρόμου που θα συνέδεε αυτό το λιμάνι τού Ευξείνου Πόντου με το Ερζερούμ και την Ανατολή αντικαθιστώντας τον πανάρχαιο δρόμο των καραβανιών, τον «δρόμο τού μεταξιού». Ο αμαξιτός δρόμος μέσω Τορούλ και Γκουμούσχανε κατασκευάστηκε στη διάρκεια τής δεκαετίας τού 1870 και χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τον Λιντς, όπως είδαμε στην προηγούμενη ενότητα αυτού τού βιβλίου.

Ο Μπριό, εκτός από μηχανικός, ήταν και αρχαιολάτρης. Με τη γνώση που απέκτησε στη διάρκεια σειράς ετών για την περιοχή στα νότια τής Τραπεζούντας, επιχείρησε και αυτός να εντοπίσει το όρος Θήχης τού Ξενοφώντος, όπως και τόσοι άλλοι πριν και μετά από αυτόν. Τη θέση τού άρθρου τού Μπριό σε αυτό το βιβλίο δικαιολογούν κυρίως ο χάρτης και τα στοιχεία που παρέχει γι’ αυτή την περιοχή, την οποία, όπως είδαμε ήδη, διέσχισαν και περιέγραψαν ο Κίνεϊρ, ο Σμιθ, ο Χάμιλτον, ο Σάουθγκεϊτ, ο Κέρζον, ο Τόζερ και ο Λιντς.

Το άρθρο με τίτλο «Προσδιορισμός τού όρους Θήχης τού Ξενοφώντος», δημοσιεύτηκε το 1870 στο Περιοδικό τής Γεωγραφικής Εταιρείας τού Λονδίνου (τόμος 40, σελ. 463-473) σε αγγλική μετάφραση τού Τ. Κ. Λιντς, μέλους τής Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας. Στον τίτλο τού άρθρου έχει γίνει λάθος και ο M. P. Briot γράφεται ως M. P. Rorit, όπως έχει επισημάνει από καιρό ο Γκούσταβ Γκάσνερ στη σελ. 3 τού άρθρου του «Η διαδρομή των Μυρίων προς την Τραπεζούντα», που δημοσιεύθηκε το 1953 στο περιοδικό Πραγματείες τής Επιστημονικής Εταιρείας τού Μπράουνσβαϊκ (τόμος 5, σελ. 1-35).

Image

Χάρτης 12.1: Ο χάρτης που συνοδεύει το άρθρο τού Briot
στο Περιοδικό τής Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας τού Λονδίνου (1870)

Το όρος Θήχης τού Ξενοφώντος

Ο Μπριό αρχίζει γράφοντας: «Από την είσοδό τους στα βουνά των Καρδούχων μέχρι να φτάσουν στην Τραπεζούντα, κανένα σημείο τής διαδρομής που ακολούθησαν οι Μύριοι δεν έχει εντοπιστεί ή προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Υπάρχει ακόμη και αμφιβολία αν η σημερινή Τράμπζον είναι η Τραπεζούς, όπου οι Έλληνες έφτασαν στον Εύξεινο Πόντο. Λίγοι ταξιδιώτες έχουν φροντίσει να κάνουν έρευνες ως προς τον δρόμο που πήραν οι Μύριοι. Ο Κίνεϊρ είναι ίσως ο μόνος που έχει ασχοληθεί σοβαρά με αυτό το ζήτημα. Κάνει τούς Έλληνες να περιπλανώνται στις πεδιάδες τού Καρς και να επιστρέφουν προς την Ισπίρ. Ο Κιννέϊρ έχει δίκιο και η Γυμνιάς βρίσκουμε ότι είναι στην περιοχή τής Ισπίρ».

Παρατήρηση: H θέση τής πόλης Γυμνιάς παραμένει άγνωστη. Ο Ξενοφών γράφει: «Από εκεί προχώρησαν τέσσερις σταθμούς, είκοσι παρασάγγες, φτάνοντας σε μεγάλη, ευημερούσα και πολυάνθρωπη πόλη, που ονομαζόταν Γυμνιάς. … Όταν ήρθε ο οδηγός, είπε ότι θα τούς οδηγούσε σε πέντε μέρες σε τόπο, από τον οποίο θα μπορούσαν να δουν τη θάλασσα. … Την πέμπτη μέρα έφτασαν στο βουνό, το όνομα τού οποίου ήταν Θήχης. Μόλις οι άνδρες που προπορεύονταν ανέβηκαν το βουνό και είδαν από μακριά τη θάλασσα, ξεσηκώθηκε μεγάλη κραυγή…».1 Ο Διόδωρος όμως στην Ιστορική Βιβλιοθήκη γράφει: «Στη συνέχεια ξεκίνησαν και πάλι και έφτασαν την τέταρτη μέρα σε μεγάλη πόλη που ονομαζόταν Γυμνασία. Εκεί ο ηγεμόνας αυτών των τόπων έκανε συνθήκη μαζί τους και τούς εφοδίασε με οδηγούς για να τούς οδηγήσουν στη θάλασσα. Φτάνοντας σε δεκαπέντε μέρες στο Χήνιον όρος, όταν οι προπορευόμενοι είδαν τη θάλασσα ενθουσιάστηκαν και έβγαλαν τέτοια κραυγή…».2

Θεωρώντας πέντε μέρες πορείας από την πόλη Γυμνιάς στο όρος Θήχης και τοποθετώντας το όρος αυτό στα Ζίγκανα Ντάγλαρι ή το Κολάτ Νταγ μεταξύ Γκουμούσχανε και Τραπεζούντας, η συνηθέστερη άποψη είναι ότι η Γυμνιάς τού Ξενοφώντος βρισκόταν στην περιοχή τής σημερινής Μπαϊμπούρτ. Όμως έχουμε δείξει ότι αυτή η χωροθέτηση αφήνει αδικαιολόγητα κενά στη χρονολόγηση και τις αποστάσεις (σε παρασάγγες) στην Κύρου Ανάβαση. Αντίθετα, λαμβάνοντας υπόψη τις δεκαπέντε μέρες τού Διόδωρου, δεν υπάρχουν κενά. Aν λοιπόν δεχτούμε ότι η Γυμνιάς βρισκόταν σε απόσταση πορείας δεκαπέντε (και όχι πέντε) ημερών από το όρος Θήχης, τότε μπορούμε να δεχτούμε την τοποθέτησή της στο Γκυουμρί τής σημερινής βορειοδυτικής Αρμενίας. Ο Άρπασος λοιπόν τού Ξενοφώντος είναι ο ποταμός Άρπα Τσάι, το τωρινό σύνορο μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας, ενώ οι Τάοχοι και οι Χάλυβες (Χάλδιοι, Ουραρτού) τού Ξενοφώντος βρίσκονταν δυτικά τού ποταμού και οι Σκύθες (Σκυθηνοί) ανατολικά του.

Παραδόξως, αν και η ταύτιση τής πόλης Γυμνιάς με το Γκυουμρί έχει κατ’ επανάληψη προταθεί στο παρελθόν, οι εισηγητές της δεν μπορούσαν να την αποδείξουν, επειδή αγνοούσαν τις δεκαπέντε ημέρες τού Διόδωρου και η πορεία από το Γκυουμρί μέχρι τα βουνά πάνω από την Τραπεζούντα δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί μέσα στις πέντε ημέρες τού Ξενοφώντος.3

Ο Μπριό συνεχίζει: «Ο Αρριανός στον Περίπλου του επισκέφθηκε, κοντά στην Τραπεζούντα, το μνημείο που υψώθηκε στη μνήμη των Μυρίων, στο βουνό από την κορυφή τού οποίου οι Έλληνες είδαν τη θάλασσα».

Παρατήρηση: Ο Αρριανός γράφει απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα Αδριανό: «Φτάσαμε ταξιδεύοντας στην Τραπεζούντα, ελληνική παραθαλάσσια πόλη, όπως μάς πληροφορεί ο γνωστός Ξενοφών, αποικία τής Σινώπης. Παρατηρήσαμε με μεγάλη ευχαρίστηση τη θάλασσα τού Ευξείνου Πόντου από το ίδιο σημείο, από το οποίο την είδες και συ στο παρελθόν, αλλά και ο Ξενοφών. Βωμοί από ακατέργαστη πέτρα υπάρχουν ακόμη εκεί. Αλλ΄ από την τραχύτητα τού υλικού τα γράμματα που έχουν χαραχτεί πάνω τους δεν φαίνονται καθαρά, ενώ και η ίδια η επιγραφή είναι ανορθόγραφα γραμμένη, πράγμα συνηθισμένο σε βαρβάρους λαούς. Σκέφτομαι λοιπόν να στήσω βωμούς από μάρμαρο και να χαράξω τις επιγραφές με καλοσχεδιασμένα και ξεχωριστά γράμματα. Ο δικός σου αδριάντας, που βρίσκεται εκεί, έχει χάρη τόσο σαν ιδέα όσο και σαν σχέδιο, καθώς σε παριστάνει να δείχνεις προς τη θάλασσα. Αλλά δεν έχει μεγάλη ομοιότητα με την πραγματική φυσιογνωμία σου, ενώ η εκτέλεση είναι κατά τα άλλα αδιάφορη. Στείλε λοιπόν ένα άγαλμα αντάξιο να ονομάζεται δικό σου, ίδιο σε σχέδιο με εκείνο που βρίσκεται εδώ τώρα, καθώς ο τόπος είναι πολύ κατάλληλος για να διαιωνίζει τη μνήμη σου».4

Ο Μπριό συνεχίζει: «Ο Αρριανός δεν φαίνεται να είχε απομακρυνθεί από την ακτή. Το μνημείο που αναφέρει πρέπει να βρισκόταν πάνω στο Μπόζτεπε τής Τραπεζούντας, σε υψόμετρο 200 μέτρων από το επίπεδο τής θάλασσας που βρέχει τα πόδια του, ενώ, σύμφωνα με την Κύρου Ανάβαση, το όρος Θήχης απέχει πορεία πέντε ημερών από την Τραπεζούντα. Κανένας δεν έχει αναγνωρίσει ή επισκεφθεί το όρος Θήχης, από την εποχή που πέρασαν από εκεί οι Μύριοι. Οι Έλληνες άποικοι των ακτών τού Ευξείνου άρχισαν να διεισδύουν στο εσωτερικό τής χώρας μόνο μετά την εποχή τού Αλεξάνδρου. Το όρος Θήχης βρίσκεται στην αρχή τής κοιλάδας τού Χαρσίτ, ποταμού τής Γκουμούσχανε που χύνεται στη θάλασσα μερικά μίλια ανατολικά τής Τιρέμπολου. Έχοντας συμβουλευθεί πολλά έργα σύγχρονων περιηγητών και τη γεωγραφία τού Στράβωνος, αντιλήφθηκα ότι πρέπει κανείς να ακολουθήσει στενά τον Ξενοφώντα. Έτσι, ακολουθώντας κατά γράμμα την Κύρου Ανάβαση, έφτασα στην ανακάλυψη τού ιερού βουνού. Ας επιστρέψουμε όμως στην Τραπεζούντα.

Οι Έλληνες πήγαν δια ξηράς σε τρεις ημέρες από την Τραπεζούντα στην Κερασούντα, η οποία κατά συνέπεια δεν μπορεί να είναι η σημερινή Γκίρεσουν, δεδομένου ότι δεν θα μπορούσαν να φτάσουν εκεί σε λιγότερες από οκτώ ημέρες. Μήπως άραγε Τραπεζούς ήταν η Παλαιά Τραπεζούς (Εσκί Τράμπζον), που βρίσκεται πάνω από μια μοίρα ανατολικά τής Τραπεζούντας; Αλλά τότε, για να φτάσουν στα Κοτύωρα, πρέπει κανείς να υπολογίσει πορεία άνω των τριών ημερών. Οκτώ στάδια, και στη συνέχεια δύο μέρες, είκοσι μέρες θα ήσαν απαραίτητες, γιατί οι ελικώσεις τής ακτής είναι πολύ βασανιστικές και κατά συνέπεια επιμηκύνουν εξαιρετικά τη διαδρομή. Η Κερασούς πρέπει λοιπόν να βρισκόταν στη Φολ, μεταξύ Τραπεζούντας και Τρίπολης».

Παρατήρηση: Στις μέρες μας υπάρχει πια σχεδόν γενική συμφωνία, ότι η Κερασούς τού Ξενοφώντος δεν ήταν η μεταγενέστερη Κερασούς και σημερινή Γκίρεσουν. Για παράδειγμα ο Λέντλε πιστεύει ότι η Κερασούς τού Ξενοφώντος δεν ήταν η σημερινή Γκίρεσουν, αλλά μια δεύτερη πόλη με το ίδιο όνομα, πολύ μακρύτερα ανατολικά, στον κόλπο τού Βακφίκεμπιρ, περίπου 45-50 χλμ. δυτικά τού στρατοπέδου των Μυρίων στην Τραπεζούντα.5 Βάδισαν προς αυτό το μέρος σε τρεις ημέρες, από εκεί σε οκτώ μέρες μέσω των Μοσσυνοίκων και των Χαλύβων και τέλος, ύστερα από πορεία δύο ημερών μέσα από τους Τιβαρηνούς, έφτασαν στα Κοτύωρα (Ορντού). Στην ίδια περιοχή τοποθετεί και ο Μπριό εδώ την Κερασούντα τού Ξενοφώντος, αφού, όπως είδαμε πιο πάνω στον Χάμιλτον, «Τραπεζούς-Πλάτανα-Τρίπολις (1836)», Φολ είναι η παλαιά ονομασία τού σημερινού Βακφίκεμπιρ. Ας θυμηθούμε εδώ ότι ο Χάμιλτον, στην ίδια ενότητα, θεωρεί βάσιμες τις εικασίες τού Κράμερ ότι η Κερασούς τού Ξενοφώντος δεν ήταν μακριά από την Ισκεφιέ των χαρτών εκείνης τής εποχής. Τέλος ας επαναλάβουμε (από σημείωση σε εκείνη την ενότητα), ότι η Ισκεφιέ τού Χάμιλτον και τού Κράμερ είναι το σημερινό Τσαρσίμπασι, 10 χλμ. ανατολικά τού Βακφίκεμπιρ.

Ας επιστρέψουμε στον Μπριό: «Η χώρα των Μοσσυνοίκων ήταν προφανώς στα περίχωρα τής Τρίπολης, γιατί τα δάση καστανιάς αφθονούν εκεί, όπως και οι κερασιές. Στη Φολ η χώρα είναι ψηλή και η ακτή με έντονες οδοντώσεις. Οι Χάλυβες βρίσκονταν προφανώς μεταξύ Κερασούντας και Ορντού (Κοτυώρων), αφού «η χώρα των Τιβαρηνών είναι πολύ πιο πεδινή».6 Εδώ ανακαλύπτει κανείς τη σκουριά των σιδηρουργείων, την οποία οι κάτοικοι μού παρουσίασαν ως κάρβουνο. Τραπεζούς είναι προφανώς η Τράμπζον. Η κορυφή τής οροσειράς που εκτείνεται κατά μήκος τής Μαύρης Θάλασσας (ο Παρυάδρης και τα Μοσχικά όρη) απέχουν γενικά 70 έως 80 χιλιόμετρα από αυτήν».

Παρατήρηση: Ο Μπριό (βλέπε Χάρτη 12.1 στην αρχή αυτού τού κεφαλαίου) χρησιμοποιεί την ονομασία Παρυάδρης για τον ορεινό όγκο που περιλαμβάνει τα Ζίγκανα Ντάγλαρι, το Κολάτ Νταγ και το Καρακαμπάν Νταγ, ενώ ονομάζει Μοσχικά όρη τα βουνά βόρεια τού Χαρτ (Αϊντίντεπε) και τής Μπαϊμπούρτ. Στην πραγματικότητα τα Μοσχικά όρη (Μεσκέτι στα γεωργιανά) είναι η οροσειρά που συνδέει τον Καύκασο και τον Αντίταυρο στην περιοχή των συνόρων Τουρκίας και Γεωργίας, όπως έχει περιγράψει ο Λιντς σε προηγούμενο κεφάλαιο («Ανάβαση στην Αρμενία (1893)»). Τα βουνά τα οποία ο Μπριό ονομάζει εδώ Μοσχικά όρη είναι τα Σογανλί Ντάγλαρι, το τμήμα των Ποντικών Άλπεων (Ντογούζ Καραντενίζ Ντάγλαρι, Οροσειρά Ανατολικής Μαύρης Θάλασσας) ανατολικά των βουνών Ζίγκανα, Κολάτ, Καρακαμπάν κλπ. και δυτικά των Κατσκάρ Ντάγλαρι πάνω από τη Ρίζε.

Ο Μπριό συνεχίζει: «Απέναντι από την Τραπεζούντα είναι το Καρακαμπάν, το Κολάτ Νταγ, το βουνό των Κόλχων, ενώ το όρος Θήχης είναι τρεις ημέρες πιο πέρα και πρέπει να αναζητηθεί στα περίχωρα τής Μπαλαχόρ [σήμερα Ακσάρ] ή τής Μπαϊμπούρτ, στις ψηλές προεκτάσεις τού Καρακαμπάν ή τού Κοπ Νταγ (όρος Σκυδίσσης). Οι Έλληνες είχαν πρώτη θέα τής θάλασσας μέσω κοιλώματος των Μοσχικών βουνών ή μέσω τής κοιλάδας τού Χαρσίτ. Ας το καταγράψουμε αυτό κατ’ αρχάς, υποθετικά μόνο, μέχρι να βρούμε το ποτάμι των Μακρώνων».

Παρατήρηση: Ο Μπριό υποθέτει κατ’ αρχάς ότι οι Έλληνες είδαν τη θάλασσα είτε από τα Σογανλί Ντάγλαρι πάνω από τα Σούρμενα και τον Οφ (τα οποία, όπως προαναφέραμε, σημειώνει λανθασμένα στον χάρτη του ως Μοσχικά όρη) ή μέσω της διαγώνιας κοιλάδας του Χαρσίτ, από τις πηγές του (νοτιοανατολικά τής Γκουμούσχανε) μέχρι τις εκβολές του (ανατολικά της Τιρέμπολου). Η δεύτερη απόσταση από τη θάλασσα είναι σε ευθεία γραμμή υπερδιπλάσια της πρώτης. Εμείς (βλέπε πιο κάτω) προτείνουμε ότι το όρος Θήχης ήταν το Κεμέρ Νταγ, ο δυτικός κλάδος των Σογανλί Ντάγλαρι.

Και συνεχίζει: «Δεν χρειάζεται μάλλον να αναφέρω ότι είμαι απόλυτα εξοικειωμένος με τη χώρα. Έχω ταξιδέψει από το Ερζερούμ μέσω Καρακαμπάν, Βέζερνικ [σήμερα Γιαγλάντερε], Μπαϊμπούρτ και Κότζα Πουνάρ [Κοσαπουνάρ, το Χοσαμπουνάρ τού Κέρζον πιο πάνω], επιστρέφοντας μέσω τού Κοπ Νταγ και τής κοιλάδας τής Γκουμούσχανε. Το ποτάμι των Μακρώνων κυλούσε στα δεξιά, δηλαδή, από τα βόρεια ή από τα ανατολικά.7 Άρα το ποτάμι στα αριστερά, δηλαδή εκείνο στο οποίο χυνόταν, μπορούσε να ρέει μόνο σε δυτική ή νότια κατεύθυνση. Τα χαρακτηριστικά αυτά ισχύουν μόνο για το ποτάμι τής Γκουμούσχανε [τον ποταμό Χαρσίτ], ενώ το ποτάμι των Μακρώνων μπορούσε μόνο να είναι εκείνο τού Βέζερνικ. Εκείνο στα αριστερά, μέσα στο οποίο χύνεται, είναι πολύ μικρότερο. Βρίσκεται στην επέκταση τής κοιλάδας τού Χαρσίτ, ρέοντας από το Καλετζίκ, το Ταρκανάς [σήμερα Κοτζαγιοκούς] και το όρος Θήχης. Τα δύο ποτάμια ενώνονται μεταξύ Σαμπράν Χαν [Σομπράν, σήμερα Αρζουλάρ] και Μουράτ Χαν, 19 χιλιόμετρα πάνω από τη Γκουμούσχανε και 6 χιλιόμετρα από το Τεκκέ. [Στο Μουράτ Χαν έχει αναφερθεί και ο Λιντς στην προηγούμενη ενότητα («Νέα επίσκεψη στην Αρμενία (1898)»), ο οποίος μάλιστα διανυκτέρευσε εκεί.] Υπάρχει μια γέφυρα πάνω από τον Χαρσίτ στο Σαμπράν Χαν. Πεντακόσια μέτρα κάτω από τη γέφυρα, στη συνάντηση αυτών των ποταμών (ποιος άραγε από τούς δύο είναι ο Χαρσίτ;), ακριβώς εκεί που πέρασαν οι Έλληνες, βλέπει κανείς τετράγωνο περίβολο που ήταν οτζάκ [τζάκι, εστία, προσωπική ιδιοκτησία] τού σουλτάνου Μουράτ Β’, σύμφωνα με τον Χατζή Χαλίφα [Οθωμανό ιστορικό και γεωγράφο τού 17ου αιώνα]. Ονομαζόταν Ορλά ή Ουρλά Γκουμούσχανε. Το ποτάμι έρχεται από το Γκεβανίς [Κεγανίζ, η αρμενική ονομασία τού σημερινού Καλέ], όπου υπάρχει φρούριο. Η χώρα, γεμάτη με δάση, είναι οτζάκ τού σουλτάνου Μουράτ. Αυτό το τμήμα τής χώρας εξακολουθεί να διατηρεί το όνομα Μουράτ Χαν. Όσο για τα δάση, έχουν εξαφανιστεί. Το ποτάμι των Μακρώνων είναι το καλοκαίρι απλώς ρυάκι με κάποια μέτρα πλάτος, αρκετά ρηχό, που ρέει μέσα από κοίτη αμμοχάλικου πλάτους 100 μέτρων, γεμάτη ακανθώδεις θάμνους, σαν εκείνους που βρίσκει κανείς παντού στην ίδια χώρα να φυτρώνουν κατά μήκος τού ποταμού. Οι όχθες κυκλώνονταν από χαμηλούς αλλά πυκνούς θάμνους. Αν και το ποτάμι δεν ήταν φαρδύ, οι Μάκρωνες χωρίζονταν από αυτό με τούς θάμνους, γεγονός που εξηγεί γιατί οι πέτρες που πετούσαν στους Έλληνες δεν τούς χτυπούσαν».

Παρατήρηση: Όσα αναφέρει ο Μπριό για τις κατευθύνσεις ροής τού ποταμού των Μακρώνων και τού ποταμού στον οποίο χυνόταν αυτός, προφανώς δεν ορίζονται μονομερώς αλλά έχουν σχέση με τη θέση τού παρατηρητή. Αν οι Μύριοι, ερχόμενοι από ανατολικά, βρήκαν μπροστά τους (και όχι δεξιά τους) τον ποταμό των Μακρώνων, έχοντας δεξιά τους όπως γράφει ο Ξενοφών (δηλαδή πάνω τους, προς βορρά) δύσβατη χώρα, τότε ο ποταμός στα αριστερά τους, δηλαδή εκείνος στον οποίο χυνόταν ο ποταμός των Μακρώνων, θα μπορούσε να ρέει είτε σε δυτική κατεύθυνση (όπως ο Χαρσίτ) είτε σε ανατολική (όπως ο Τσορούχ). Βλέπε Χάρτη 12.2.

Ο Μπριό συνεχίζει: «Στα δεξιά πολύ απότομο βουνό».8 Αυτό το βουνό βρίσκεται σε απόσταση 5 χιλιομέτρων πιο ψηλά. Στέφεται με πολύ σημαντικά ερείπια, που αποδίδονται στους Γενουάτες. Στα πόδια του βρίσκεται το χωριό Καλετζίκ ή Καλέ, που υπάγεται στο Γκεβανίς. Ο τωρινός δρόμος είναι στενό μονοπάτι κομμένο στον βράχο, 10 περίπου μέτρα πάνω από το ποτάμι. Από την άλλη πλευρά τού ποταμού υπάρχει σάρα που το περιορίζει και δημιουργεί στενή χαράδρα».

Παρατήρηση: Στα ερείπια τού κάστρου αυτού έχει αναφερθεί πιο πάνω (με εικονογράφηση) ο Χάμιλτον στην ενότητα «Κωνσταντινούπολη-Τραπεζούς-Ερζερούμ (1836)», καθώς και ο Λιντς στην ενότητα «Νέα επίσκεψη στην Αρμενία (1898)», με φωτογραφία στην ενότητα «Επιστροφή στην περιοχή των συνόρων (1894)». Ο Μπριό μιλά εδώ για δύο γειτονικά χωριά, όπου το Καλέ ή Καλετζίκ, στα πόδια τού κάστρου, υπαγόταν στο Γκεβανίς, δηλαδή στο Κεγανίζ, το σημερινό Καλέ.

Image

Χάρτης 12.2: O Θήχης τού Μπριό (και ο δικός μας)

Συνεχίζει: «Σύμφωνα με το κείμενο τού Ξενοφώντος, το πολύ απότομο βουνό πρέπει να βρίσκεται κοντά στον ποταμό των Μακρώνων. Στην πραγματικότητα απέχει 5 χιλιόμετρα. Η διαφορά αυτή πρέπει να εξηγηθεί. Ο Ξενοφών σημείωνε την πορεία του στους σταθμούς όπου στρατοπέδευε. Στον ίδιο τόπο ο στρατός αντιμετώπισε δύο προβλήματα: τον πολύ απότομο λόφο και το ποτάμι των Μακρώνων. Το ποτάμι των Μακρώνων απέχει 25 χιλιόμετρα από το όρος Θήχης και 30 περίπου χιλιόμετρα από το βουνό των Κόλχων. Αφού προσδιοριστεί το ποτάμι των Μακρώνων, στενεύει ο κύκλος στον οποίο πρέπει να αναζητηθεί το όρος Θήχης. Δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από μερικές ώρες από το Μουράτ Χαν στην οροσειρά Βαβούκ Νταγ, η οποία χωρίζει τις λεκάνες τού Χαρσίτ και τού Τσορούχ. Εξοπλισμένος και πεπεισμένος με τις παραπάνω απόψεις, ανέβηκα και πάλι την κοιλάδα τής Γκουμούσχανε. Επισκέφθηκα τις ψηλότερες κορυφές τής οροσειράς Βαβούκ Νταγ. Βρήκα εδώ κι εκεί μικρές πυραμίδες από χαλαρές πέτρες, που έπαιρναν τη μορφή ημικυκλικού καταφύγιου, έργου των βοσκών. Είχα χάσει κάθε ελπίδα και ήμουν έτοιμος να προχωρήσω ακόμη πιο πέρα προς τη Μπαϊμπούρτ, όταν, για να ικανοποιήσω τη συνείδησή μου, αποφάσισα να ανέβω σε ομάδα λόφων απομονωμένων προς νότο, δηλαδή σε κατεύθυνση που φαινόταν να με απομακρύνει από κάθε πιθανότητα να δω τη θάλασσα. Σκαρφάλωσα σε κεντρική κορυφή ψηλότερη από τις υπόλοιπες και βρήκα εκεί μερικούς σωρούς από πέτρες, αλλά δεν ήταν τίποτε περισσότερο από αναχώματα πορφυριτικού βράχου, που είχαν χαλαρώσει από το στρώμα τους και κυλίσει (όχι σε ευθεία γραμμή) προς το επίπεδο, που απλωνόταν προς νότο και αποτελούσε τη μεγάλη πεδιάδα τού Σκεϊλάν Ντερέ [τοὐ Λύκου (Κελκίτ) ποταμού]».

Παρατήρηση: Εμείς δεν αναζητούμε, όπως ο Μπριό, το όρος Θήχης νότια των ποταμών Χαρσίτ και Τσορούχ, πιο πέρα από την Ποντική οροσειρά και πιο μακριά από τη θάλασσα (βλέπε Χάρτη 12.2). Προτείνουμε ότι αποτελούσε μια κορυφή των Σογανλί Ντάγλαρι, των βουνών δηλαδή που ο Μπριό ονομάζει Μοσχικά όρη στον χάρτη του. Προτείνουμε συγκεκριμένα ότι όρος Θήχης ήταν το Κεμέρ Νταγ, 15 χλμ βόρεια τού Χαρτ (Αϊντίντεπε). Ποταμός των Μακρώνων ήταν ο Σορκουνλού, που χύνεται στον Τσορούχ κοντά στο χωριό Τσατικσού. Επομένως η απόσταση τού όρους Θήχης από τον ποταμό των Μακρώνων ήταν 23 χλμ (όχι μακριά από τα 25 χλμ τού Μπριό) και αναλύεται ως εξής: Κεμέρ Νταγ [15 χλμ] Αϊντίντεπε [8 χλμ] Τσατικσού (συμβολή Τσορούχ και Σορκουνλού). Έχουμε επίσης αναφέρει ότι η Ποντική οροσειρά δικαιολογείται να ορίζει τα σύνορα μεταξύ Μακρώνων και Κόλχων. Οι πρώτοι ήσαν εγκατεστημένοι στα νότια των Ποντικών Άλπεων, προς τη Γκουμούσχανε και τη Μπαϊμπούρτ, ενώ οι δεύτεροι στα βόρεια των ίδιων βουνών, προς την Τραπεζούντα και τον Εύξεινο Πόντο. Προτείνουμε ότι οι Μύριοι αντιμετώπισαν τούς Κόλχους στο πέρασμα τού Καζικλί Νταγ. Τούς έτρεψαν σε φυγή και κατέβηκαν στη χώρα τους. Επομένως η απόσταση τού ποταμού των Μακρώνων (Σορκουνλού στο Τσατικσού) από το βουνό των Κόλχων (Τσοράκ, πέρασμα Καζικλί Νταγ) είναι 44,4 χλμ (αντί των 30 χλμ τού Μπριό) και αναλύεται ως εξής: Τσατικσού [37,0 χλμ] Γιαγμούρντερε [7,4 χλμ] Τσοράκ.

Ο Μπριό συνεχίζει: «Στη συνέχεια κατεύθυνα τα βήματά μου προς άλλη κορυφή, 1.200 ή 1.500 μέτρα προς τα βόρεια. Έφτασα στην πρώτη κορυφή, στην οποία βρήκα τύμβο από πέτρες. Μέσω μικρής κυρτότητας τού εδάφους 150 ή 200 μέτρα πιο πέρα, έφτασα σε άλλη κορυφή. Εκεί βρήκα τον τύμβο που είχαν υψώσει οι Μύριοι. Στα βορειοδυτικά, ακριβώς μπροστά, βυθιζόταν βαθιά η κοιλάδα τού Χαρσίτ, στο κάτω μέρος τής οποίας μού έκανε εντύπωση που είδα τη θάλασσα. Στα βόρεια μια πολύ χαμηλή βύθιση των Μοσχικών βουνών, πάνω από το Βέζερνικ, ήταν καλυμμένη με ομίχλη. Στα νοτιοδυτικά νομίζω ότι είδα μεγάλη και απομακρυσμένη κοιλάδα, στο πέρα άκρο τής πεδιάδας τού Σκεϊλάν Ντερέ. Ήταν άραγε η κοιλάδα τού Ευφράτη κάτω από το Ερζιντζάν προς τη Μαλάτεια; Ή μήπως η κοιλάδα τού Κιζίλ Ιρμάκ [Άλυ] προς τη Σίβας [Σεβάστεια]; Τη μέρα εκείνη δεν είχα όργανο για να μετρήσω την κατεύθυνση».

Έγραψα στο ημερολόγιό μου: «Στις 5 Σεπτεμβρίου 1867, στις δέκα το πρωί, έφτασα στην κορυφή τού όρους Θήχης». Προγευμάτισα και στη συνέχεια έχυσα σπονδές στον τύμβο στη μνήμη των Μυρίων.

Ο τύμβος είχε διάμετρο 10 μέτρα και ύψος στο κέντρο 80 εκατοστά. Έστεφε ολόκληρη την κορυφή τού υψώματος και τον αποτελούσαν μεγάλες πέτρες από συντρίμμια που είχαν συλλεγεί από αμέσως πιο κάτω, στις πλευρές τού λόφου, όπου υπάρχει στρογγυλό στρώμα πορφυριτικής πέτρας. Αυτές οι σπασμένες πέτρες είχαν επίπεδες όψεις, αλλά δεν είναι τόσο ευθύγραμμες σαν να είχαν σμιλευτεί, γιατί είναι χωρίς αμφιβολία ακατέργαστες.

Στη μέση τού τύμβου υπάρχει ημικυκλικό προπέτασμα σαν το μισό πεζούλι πηγαδιού, με διάμετρο ενάμιση μέτρο και νότιο προσανατολισμό. Το εσωτερικό αυτού τού σωρού ακατέργαστων λίθων καταλαμβάνει άγριος θάμνος, φραγκοσταφυλιά αν δεν κάνω λάθος. Γύρω από τον τύμβο έχουν ανεγερθεί, προφανώς με τις πέτρες τού τύμβου, έξι (ή επτά) κυλινδρικές πυραμίδες ή κώλουροι διαμέτρου 1,00-1,20 μέτρου και ύψους δυόμιση μέτρων, από το οποίο μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι ο ίδιος ο τύμβος είχε κωνικό ύψος πολλών μέτρων. Στον μικρό σωρό από πέτρες τού γειτονικού τύμβου υπάρχει επίσης καλύβα από το ίδιο υλικό, εν μέρει κατεστραμμένη. Οι Έλληνες κατέλαβαν προφανώς τούς δύο λόφους και τον χώρο που τούς χωρίζει.

Βρίσκει κανείς στις κορυφές των γύρω βουνών, όπως κι εδώ, μικρές πυραμίδες από ακατέργαστες πέτρες. Από απόσταση θα μπορούσε να τις πάρει για ανθρώπους. Ποιος άραγε τις έχει υψώσει; Προφανώς βοσκοί σε απομίμηση εκείνων των Ελλήνων. Δεν μπορεί να πάρει κανείς καμία πληροφορία από τούς κατοίκους. Η ιστορία και οι παραδόσεις τους δεν εκτείνονται πέρα από τη μνήμη των γερόντων τους. Όλα τα ερείπιά τους αποδίδονται στους Γενουάτες και όλα τα παλαιά φρούριά τους είναι εκείνα τού Κιζ Καλέσι [Κετσικαγιά Καλέσι;].

Αναποδογυρίζοντας τις πέτρες τού τύμβου έκανα μικρή έρευνα και βρήκα εκεί συνηθισμένα σπασμένα κομμάτια από κόκκινα και μαύρα κεραμικά, όπως εκείνα που βρίσκονται ακόμη σε χρήση στη χώρα και όπως εκείνα που βρίσκει κανείς στον τύμβο τής Μπαλαχόρ. Από κάτω υπάρχει καφέ χώμα, τα απομεινάρια ίσως των ασπίδων από λυγαριά και δέρμα των Σκυθών. Γέμισα και πάλι την τρύπα που είχα ανοίξει με τις πέτρες που είχα βγάλει. Τα κόκκινα κεραμικά βρίσκονταν ανάμεσα στις πέτρες και τα μαύρα στο καφέ χώμα. Οι βόρειες και δυτικές πλαγιές τού όρους Θήχης διατηρούν ακόμη τα απομεινάρια δασών από πεύκα. Η κορυφή είναι γυμνή, καλυμμένη από χοντρό χορτάρι και χαμηλό φυτό αγκινάρας, αυτό που αποκαλούμε τζουμπάρμπ [φυτό τής οικογένειας των Κρασουλίδων (Crassulaceae)]. Μάζεψα εκεί ένα μπουκέτο κίτρινα «αθάνατα».

Το όρος Θήχης βρίσκεται 500 περίπου μέτρα πάνω από την κορυφή τού Βαβούκ Νταγ, η οποία έχει μετρηθεί 1.900 μέτρα πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα. Τα ψηλότερα σημεία τού Καρακαμπάν πρέπει να φτάνουν τα 3.000 μέτρα και οι γύρω κορυφές τού Παρυάδρη και των Μοσχικών βουνών τα 2.000 μέτρα.

Καθυστέρησα τη δημοσίευση τής ανακάλυψής μου, γιατί δεν είχα τον χρόνο να διατυπώσω αυτά τα απομνημονεύματα και να σχεδιάσω τον χάρτη που τα επεξηγεί. Δεν είχα κανένα φόβο ότι θα μού έπαιρναν την τιμή τής ανακάλυψής μου, γιατί το όρος Θήχης είναι σε θέση στην οποία μπαίνει κανείς συνεχώς στον πειρασμό να γυρίσει την πλάτη του, ενώ τα σχόλια που έχουν γραφεί για την Κάθοδο των Μυρίων το μόνο που καταφέρνουν είναι να μπερδεύουν κάποιον στην έρευνά του.

Έχω μελετήσει κατά τη διάρκεια ενός έτους αρχαία και σύγχρονα έργα που αντιμετωπίζουν την ιστορία και γεωγραφία τής χώρας, χωρίς να μπορέσω να αντλήσω από αυτά ούτε την ελάχιστη θετική πληροφορία. Η γενική γνώση τής περιοχής, η αφήγηση που παρέχεται από τον Ξενοφώντα, λογική πεποίθηση, επιμονή και πολύ καλά πόδια με οδήγησαν να φτάσω στο όρος Θήχης»

Παρατήρηση: Ο Μπριό αναγνωρίζει ότι βόρεια από το δικό του όρος Θήχης, προς τη θάλασσα, υπήρχαν ψηλότερα βουνά, έστω κι αν θεωρεί αρκετά χαμηλότερο από την πραγματικότητα το ύψος αυτών των βουνών. Γράφει ότι οι γύρω κορυφές του Παρυάδρη και των Μοσχικών βουνών (Σογανλί Ντάγλαρι) φτάνουν τα 2.000 μέτρα. Όμως το δυτικότερο από τα τελευταία (Κεμέρ Νταγ) υψώνεται στα 2.819 μέτρα και το αμέσως ανατολικότερο Τσουχουγιούρντι Νταγ) πάνω από τα 2.700 μέτρα, ενώ το Κολάτ Νταγ, ο ψηλότερος κλάδος του Παρυάδρη, υψώνεται στα 3.410 μέτρα, τα Ζίγκανα Ντάγλαρι πάνω από τα 2.600 μέτρα και το Καρακαμπάν Νταγ στα 2.506 μέτρα. Ας σημειώσουμε εδώ ότι κατά τον Μπριό ο δικός του Θήχης ήταν 500 περίπου μέτρα ψηλότερα (και νοτιότερα) από την κορυφή τού Βαβούκ Νταγ, την οποία τοποθετεί στα 1.900 μέτρα. Εδώ δεν κάνει λάθος, αφού το Βαβούκ Νταγ υψώνεται στα 1.863 μέτρα, ενώ ο Θήχης του Μπριό, το αγνώστου ονόματος βουνό πίσω από τα χωριά Τσερτσί και Κοτζαγιοκούς, υψὠνεται στα 2.440 μέτρα.

Ο Μπριό ισχυρίζεται ότι ευρισκόμενος νότια τού ποταμού Χαρσίτ έβλεπε, ακριβώς μπροστά, να βυθίζεται βαθιά η κοιλάδα τού Χαρσίτ, στο κάτω μέρος τής οποίας (μακριά αριστερά, στα βορειοδυτικά) είδε τη θάλασσα. Από το πλησιέστερο στον Θήχη τού Μπριό χωριό, δηλαδή το Τσερτσί, 42 χλμ ανατολικά τής Γκουμούσχανε, μέχρι τις εκβολές τού ποταμού Χαρσίτ (Ντογανκέντ) ανατολικά τής Τιρέμπολου, η οδική απόσταση μέσω τής κοιλάδας είναι 157 χλμ. Σε ευθεία γραμμή και στην ίδια κατεύθυνση η απόσταση τής κορυφής τού βουνού από τη θάλασσα είναι 112 χλμ.

Συνεχίζει: «Από τούς τρεις δρόμους που οδηγούν από την Τραπεζούντα στη Μπαϊμπούρτ, μπορεί κανείς να δει το όρος Θήχης από την πεδιάδα τής Νίβε [Νιβ, σήμερα Αρπαλί] και τού Βαρζαχάν [σήμερα Ουγράκ], από την κορυφή τού Βαβούκ Νταγ και από τόσο μακριά όσο το Καντεράκ [Χαντράκ, σήμερα Μπαλκαϊνάκ]. Από τη γέφυρα τής Μπαλαχόρ [σήμερα Ακσάρ] βλέπει κανείς την κορυφή του να υψώνεται πάνω από τη μικρή κοιλάδα, ανάμεσα στον Σκεϊλάν Ντερέ [τον ποταμό Κελκίτ, τον Λύκο των αρχαίων] και το ποτάμι τού Καντεράκ. Οι Έλληνες έπρεπε να το είχαν δει την τέταρτη μέρα τής πορείας τους από την πόλη Γυμνιάς, δηλαδή την Ισπίρ.

Ακολουθώντας τον χειμερινό δρόμο, τον οποίο προσπαθούν τώρα να κάνουν κατάλληλο για την κυκλοφορία τροχοφόρων, αφήνοντας την πέτρινη γέφυρα τής Γκουμούσχανε, βρίσκουμε:

Στα 13,2 χιλιόμετρα το Τεκκέ.

Στα 19 χιλιόμετρα τον ποταμό των Μακρώνων (που κατεβαίνει από το Βέζερνικ), 1.290 μέτρα πάνω από το επίπεδο τής θάλασσας.

Στα 24,5 χιλιόμετρα το Καλετζίκ [σήμερα Καλέ], το πολύ απότομο βουνό.

Στα 31,8 χιλιόμετρα το Γκουελτσίντ [Γκετσίντ] Χαν.

Στα 34,5 χιλιόμετρα ο ποταμός διακλαδίζεται.

Ο μεγαλύτερος βραχίονας κατευθύνεται στο Ανατολικό Ταρκανάς και το όρος Θήχης, το οποίο δεν είναι ευδιάκριτο. Ο άλλος βραχίονας στρέφεται προς τα βόρεια και στη συνέχεια σχεδόν αμέσως προς τα ανατολικά, μέσα από φαράγγι βράχων, προκειμένου να φτάσει στο Βαβούκ Χαν, 37 χιλιόμετρα από τη Γκουμούσχανε. 1.800 μέτρα πιο πέρα από το Βαβούκ Χαν φτάνει κανείς στο βουνό, στη κορυφή τού Βαβούκ Νταγ, σε υψόμετρο 1.900 μέτρων πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα.

Στον δρόμο από Ερζερούμ μέσω Γκουμούσχανε, κατεβαίνοντας μερικά βήματα προς τα δεξιά και νότια περίπου 6 χιλιόμετρα, βρίσκει κανείς αμέσως το όρος Θήχης, το οποίο σχηματίζει κορυφογραμμή προς τα βόρεια, στους πρόποδες τής οποίας βλέπει κανείς το χωριό Τσαρτσί [σήμερα Τσερτσί].

Από την κορυφή τού Βαβούκ Νταγ πρέπει κανείς να μπορεί να διακρίνει με κιάλια τις πυραμίδες που περιβάλλουν την κορυφή και μάλλον και τον θάμνο που καταλαμβάνει το κέντρο».

Παρατήρηση: Ο Μπριό προσδιορίζει λοιπόν το δικό του όρος Θήχης ως το βουνό στους πρόποδες τού οποίου βρισκόταν το χωριό Τσαρτσί, το σημερινό Τσερτσί 2 χλμ νότια τού δρόμου Γκουμούσχανε-Μπαϊμπούρτ και στη μέση περίπου τής απόστασης (38 χλμ δυτικά τής Μπαϊμπούρτ και 43 χλμ ανατολικά τής Γκουμούσχανε).

Ο Μπριό συνεχίζει: «Οι Έλληνες κατεύθυναν την πορεία τους προς τη θάλασσα. Το χωριό για το οποίο ο οδηγός τούς ενημέρωσε ότι θα μπορούσαν να στρατοπεδεύσουν είναι το σημερινό Ταρκανάς [σήμερα Κοτζαγιοκούς]. Αν και βρίσκεται στη λεκάνη τού Χαρσίτ, το Ταρκανάς ήταν σκυθικό. Το Βαβούκ Νταγ είναι ολοστρόγγυλο βουνό. Οι Άραβες είχαν ελεύθερη πρόσβαση γύρω του, όπως είχαν σε όλη τη χώρα των Σκυθών και προς το Ερζερούμ από την πλευρά τής λεκάνης τού Τσορούχ Σου, ενώ οι κορυφές τού Βαβούκ Νταγ δεν έχουν πάνω από 150 μέτρα υπερύψωση.

Κάτω από το Ταρκανάς, καθώς επίσης και κάτω από το Βέζερνικ, οι κοιλάδες γίνονται βραχώδη φαράγγια, τα οποία καλύπτονταν τότε από δάση, κατοικούνταν όπως και τώρα και χώριζαν τούς Σκύθες από τούς Μάκρωνες. Αυτό εξηγεί τα όρια αυτών των τελευταίων στο Μουράτ Χαν, στο ποτάμι των Μακρώνων, οι οποίοι κατοικούσαν σε τραχιά, ανώμαλη χώρα, όπου η χρήση των κάρων δεν ήταν δυνατή. Σήμερα οι Μάκρωνες και οι Σκύθες εξακολουθούν να αποτελούν δύο διακριτούς τύπους.

Από το Ταρκανάς οι Έλληνες, κατεβαίνοντας βραχώδη και δασωμένη κοιλάδα, πέρασαν στους πρόποδες τού όρους τού Καλετζίκ, τού «πολύ απότομου» τού Ξενοφώντος, έφτασαν στο ποτάμι των Μακρώνων, το πέρασαν και στρατοπέδευσαν εκεί, ανάμεσα στους Μάκρωνες, που τούς εφοδίασαν με γελάδια και προμήθειες. Οι Έλληνες στη συνέχεια άλλαξαν την κατεύθυνσή τους, όταν έμαθαν ότι η Τραπεζούς βρισκόταν στα βόρεια. Οι Μάκρωνες, προκειμένου να τούς απομακρύνουν από το έδαφός τους, τούς οδήγησαν προς το Βέζερνικ, πάνω από το οποίο στρατοπέδευσαν. Την τρίτη μέρα ανέβηκαν στο βουνό, υπερφαλάγγισαν τούς Κόλχους και στρατοπέδευσαν σε χωριά που αφθονούσαν σε προμήθειες και πολύ μέλι, το οποίο οδηγεί κάποιον σε παραλήρημα. Βρίσκει κανείς ακόμη και τώρα σε όλα αυτά τα βουνά ένα μέλι που παράγεται από το άνθος τού ροδοδένδρου ποντικού».

Παρατήρηση: Μετά την κάθοδό τους από το όρος Θήχης, οι Έλληνες, κατά τον Μπριό, στρατοπέδευσαν στο χωριό Ταρκανάς [σήμερα Κοτζαγιοκούς], 6 χλμ δυτικά τού χωριού Τσαρτσί [σήμερα Τσερτσί], που βρισκόταν στους πρόποδες τού δικού του όρους Θήχης, νότια τού ποταμού Χαρσίτ και τής σημερινής οδού (Τραπεζούντας-) Γκουμούσχανε-Μπαϊμπούρτ (-Ερζερούμ).

Ο Ξενοφών γράφει: «Έτσι [ο οδηγός], αφού τούς έδειξε ένα χωριό στο οποίο θα μπορούσαν να βρουν κατάλυμα, καθώς και τον δρόμο μέσω τού οποίου θα προχωρούσαν προς τη χώρα των Μακρώνων, τούς γύρισε την πλάτη καθώς έπεφτε το σκοτάδι κι έφυγε».9 Κατά τον Μπριό το χωριό αυτό (Ταρκανάς) ήταν σκυθικό. Σε αυτό το συμπέρασμα των οδηγούν τα γραφόμενα τού Ξενοφώντος μετά την κάθοδο από το όρος Θήχης, την αναχώρηση του οδηγού και τη διανυκτέρευσή τους: «Από αυτό το σημείο οι Έλληνες προέλασαν μέσα στη χώρα των Μακρώνων τρεις σταθμούς, δέκα παρασάγγες. Την πρώτη λοιπόν ημέρα έφτασαν στον ποταμό που αποτελούσε το όριο μεταξύ τής χώρας των Μακρώνων και εκείνης των Σκυθηνών».10

Αν η συμβολή των δύο ποταμών, όπου ήσαν παραταγμένοι οι Μάκρωνες, σηματοδοτούσε το (ανατολικό) όριο των Μακρώνων, τότε σηματοδοτούσε επίσης το (δυτικό) όριο όχι των Σκυθηνών αλλά των εχθρών τους, το όνομα των οποίων ξεχνά (ή δεν αποκαλύπτει) ο Ξενοφών, ενώ ο ίδιος θυμάται (και αποκαλύπτει) το είδος των ασπίδων που κρατούσαν: «Είχαν επίσης πάρει είκοσι περίπου ασπίδες, καλυμμένες με ακατέργαστα δέρματα δασύτριχων βοδιών».11 Έχουμε δείξει ότι η περιγραφή τού Ξενοφώντος για τις ασπίδες των εχθρών των Σκυθηνών ταιριάζει με εκείνη τού Ηροδότου για τούς Σάσπειρες: «Οι Κόλχοι φορούσαν στα κεφάλια τους ξύλινα κράνη και είχαν μικρές ασπίδες από δέρματα βοδιών, κοντά ακόντια, καθώς και ξίφη. … Οι Αλαρόδιοι και οι Σάσπειρες εκστράτευαν οπλισμένοι όπως οι Κόλχοι…».12

Προτείνουμε ότι όταν οι Μύριοι λεηλάτησαν τη χώρα των Σασπείρων (Εσπεριτών), εκείνοι ακολούθησαν τούς Έλληνες σε όλη τη διαδρομή προς τα ύψη τού όρους Θήχης: «Γιατί ακολουθούσαν [τούς Έλληνες] οι κάτοικοι τής καιγόμενης χώρας και η οπισθοφυλακή είχε σκοτώσει κάποιους, ενώ συνέλαβε άλλους ζωντανούς σε ενέδρα…»13 Αυτοί οι εχθροί των Σκυθηνών, οι Σάσπειρες (Εσπερίτες), ακολουθούσαν βαδίζοντας μέσα στη δική τους χώρα. Στην αντίθετη περίπτωση πρέπει να βρούμε τρόπο ερμηνείας τής ασαφούς εδώ περιγραφής τού Ξενοφώντος. Γιατί προσπαθώντας να αποκρύψει την ακριβή θέση τής πόλης Γυμνιάς και των Σκυθηνών τόσο μακριά στην ανατολή, πρώτον, παραλείπει το όνομα των εχθρών των Σκυθηνών και, δεύτερον, υπονοεί ότι οι Μύριοι ξεκίνησαν από τη χώρα των Σκυθηνών, βγήκαν από αυτή τη χώρα, μπήκαν στη χώρα των εχθρών τους και τη λεηλάτησαν, καθώς ο οδηγός, «μόλις μπήκαν στην εχθρική προς τούς δικούς του χώρα, τούς προέτρεπε συνεχώς να σκορπίζουν φωτιά και κατατροφή».14 Αργότερα μάλιστα οι Μύριοι παρουσιάζονται να έχουν βγει από τη χώρα των εχθρών και να έχουν ξαναμπεί στη χώρα των Σκυθηνών που συνόρευε με εκείνη των Μακρώνων, αφού, όπως διαβάσαμε πιο πάνω, «την πρώτη λοιπόν ημέρα έφτασαν στον ποταμό που αποτελούσε το όριο μεταξύ τής χώρας των Μακρώνων και εκείνης των Σκυθηνών».15

Παραδόξως αυτό σημαίνει ότι η περιοχή του όρους Θήχης βρισκόταν στη χώρα των Σκυθηνών και όχι των εχθρών τους. Σημαίνει επίσης ότι οι εχθροί των Σκυθηνών είχαν ακολουθήσει μέσα στη χώρα των Σκυθηνών τούς Έλληνες που ανέβαιναν στο όρος Θήχης. Στην αφήγηση όμως τού Διόδωρου (14.29.3-4) δεν υπάρχουν Σκύθες (Σκυτίνοι) στην περιοχή τού όρους Θήχης (Χήνιον). Κατεβαίνοντας από το βουνό μπήκαν στη χώρα των Μακρώνων: «Δώρισαν στον οδηγό ασημένιο κύπελλο και περσική στολή κι εκείνος έφυγε, αφού τούς έδειξε τον δρόμο προς τούς Μάκρωνες. Οι Έλληνες μπήκαν στη συνέχεια στη χώρα των Μακρώνων, με τούς οποίους συνήψαν ανακωχή, παίρνοντας από εκείνους ως ενέχυρο καλής πίστης βαρβαρικό δόρυ και δίνοντάς τους σε αντάλλαγμα ένα ελληνικό».16

Ο Μπριό τοποθετεί τη συνάντηση των Μυρίων με τους Μάκρωνες δυτικά τού Καλέ (νοτιοανατολικά τής Γκουμούσχανε), στη συμβολή τού ποταμού τού Βέζερνικ (σήμερα Γιαγλάντερε) με τον Χαρσίτ. Την τοποθετεί δηλαδή 41 χλμ δυτικά τής δικής μας πρότασης για το Τσατικσού (συμβολή Σουρκουνλού και Τσορούχ).

Ο Μπριό συνεχίζει: «Σε δύο μέρες κατέβηκαν γρήγορα και αμέριμνα προς τη θάλασσα. Ο Ξενοφών δεν λέει τίποτε γι’ αυτό το τμήμα τής διαδρομής, την οποία υπολογίζει σε 7 παρασάγγες. Είναι πάρα πολύ μικρή. Το βουνό των Κόλχων απέχει 60 έως 70 χιλιόμετρα από την Τραπεζούντα. Δεχόμενοι ότι, αφού αναρριχήθηκαν στο βουνό, προχώρησαν για μερικές ώρες στους σημερινούς γιαγλάδες, όπου βρήκαν τα χωριά, εξακολουθούν να λείπουν περισσότεροι από 7 παρασάγγες, αλλά μπορεί κανείς να φανταστεί ότι ο Ξενοφών (τώρα που είχαν τελειώσει όλες οι δυσκολίες) βρήκε την απόσταση μικρή.

Πού ήσαν αυτά τα χωριά; Στους γιαγλάδες τού Κουλάτ, τού Κότζα Μέζαρι, τού άνω Μεριεμανά Ντερέ [τής κοιλάδας τού ποταμού τής Σουμελά] ή τού Γαλίαν Ντερέ [τής κοιλάδας τού ποταμού τής Γαλίανας, σήμερα Ατασού], που αποτελούν τα υπέροχα λιβάδια των βουνών; Μήπως οι Έλληνες ακολούθησαν τη σημερινή διαδρομή από Βέζερνικ [σήμερα Γιαγλάντερε] μέσω Μαντέν Χαν, Κουλάτ, Κότζα Μέζαρι, μέσω Λάρκανα Ντερέ [τής κοιλάδας τού ποταμού τής Λαραχανής, σήμερα Ακαρσού] ή Μεριεμανά Ντερέ, για να βγουν στο Τζεβιζλίκ [σήμερα Μάτσκα]; Μήπως πέρασαν άραγε από το Κασικλή; [Το Κασικλή Χαν είναι δυτικά τής Σάντας, σήμερα Ντουμανλή, στον χάρτη τού Μπριό.] Στην τελευταία περίπτωση δεν θα είχαν κατέβει το Γαλίαν Ντερέ, που είναι απότομο σαν σκάλα μεταξύ τής τοποθεσίας Αμπάρια [ο Μπριό γράφει Ambarlo και ο Κίπερτ, βλέπε επόμενο ενότητα, γράφει Ambarly] και τής γέφυρας τής Γαλίανας [Γαλίαν Κιοπρού, η Γαλίανα ονομάζεται σήμερα Ατασού]. Από το Kαραγκούμσε θα είχαν ακολουθήσει την κορυφογραμμή τού βουνού, πράγμα που είναι εφικτό στις μέρες μας, η οποία βγαίνει στη θάλασσα στον Κάμπο. [To χάνι Καραγκούμσε βρίσκεται λίγο βορειότερα από το Καζικλή, βλέπε χάρτη Μπριό]. Αλλά όχι, πρέπει να είχαν περάσει από το Τζεβιζλίκ, ένα πολύ παλαιό μέρος. Η διαδρομή μέσω Καρακαμπάν πρέπει να είναι η αρχαιότερη στη χώρα μεταξύ Μαύρης Θάλασσας και Περσίας, και πρέπει να ήταν πολυσύχναστη από τα παλαιότερα χρόνια».

Παρατήρηση: Έχουμε προτείνει ότι τα χωριά των Κόλχων ήσαν διάσπαρτα στα βόρεια τής Ποντικής οροσειράς και στα νότια τής Ματσούκας. Ύστερα από το επεισόδιο με το «τρελό μέλι» στην περιοχή τού Κοσάντερε (14,2 χλμ βόρεια τής Μονής Σουμελά και 7,4 χλμ νότια τής Ματσούκας), οι Μύριοι ξεκίνησαν το τελευταίο σκέλος τής πορείας τους προς Τραπεζούντα, το οποίο είχε μήκος 7 παρασάγγες. Η απόσταση τού Κοσάντερε από την Τραπεζούντα είναι 35 περίπου χλμ (6 παρασάγγες).

Και συνεχίζει: «Δεν είμαι απόλυτα εξοικειωμένος με τις κορυφές τού Καρακαμπάν. Ξέρω τις τρεις προς νότο και τη μία προς βορρά, προς Τας Κιοπρού. Με τις γραμμές που έχουν τονιστεί με κόκκινο έχω επισημάνει τις διαφορετικές κατευθύνσεις που θα μπορούσαν να είχαν ακολουθήσει οι Έλληνες. Μήπως άραγε οι Έλληνες είχαν πραγματικά διασχίσει το βουνό των Κόλχων μέσω μιας από τις σχισμές που χωρίζουν τις ψηλές κορυφές τού Καρακαμπάν, όπως η πραγματική διαδρομή σήμερα; Σε αυτή την περίπτωση έπρεπε να ξανακατέβουν 700-800 μέτρα, προκειμένου να φτάσουν στους γιαγλάδες όπου θα βρίσκονταν τα χωριά. Πέφτουμε εντελώς σε αμφιβολία όταν διαβάζουμε ότι, «Οι Έλληνες έχοντας φτάσει στην κορυφή, στρατοπέδευσαν σε πολλά χωριά». Ένα από τα δύο μπορεί να συνέβησαν: είτε οι Έλληνες πέρασαν το βουνό των Κόλχων από πολύ χαμηλό πέρασμα, το οποίο τούς οδήγησε χωρίς να κατέβουν πάρα πολύ στους γιαγλάδες που βρίσκονται στις πηγές τού Μεριεμανά Ντερέ ή κατέβηκαν τον Χαρσίτ προς Τεκκέ προκειμένου να φτάσουν στην Κρώμνη [σήμερα Γιαγλίντερε], το ποτάμι τής οποίας είναι σε δασωμένο φαράγγι. Ανεβαίνοντας τη δεξιά πλευρά, απρόσιτη από την κοιλάδα, φτάνει κανείς με εύκολο περπάτημα στους γιαγλάδες τού Κουλάτ. Μια έρευνα τού Καρακαμπάν και των διαδρομών από Κρώμνη προς Τεκκέ θα τα διευκρίνιζε σαφώς όλα αυτά.

Οι Έλληνες δεν πέρασαν από το Τας Κιοπρού. Μεταξύ αυτού τού σημείου και τού Καζικλή Χαν υπάρχει επέκταση τού βουνού που δεν είναι ανέφικτη, αλλά όπου οι Κόλχοι θα μπορούσαν εύκολα να σταματήσουν τον στρατό κυλώντας μεγάλες πέτρες από το βουνό».

Παρατήρηση: Σε αντίθεση με τον Μπριό, έχουμε προτείνει ότι οι Μύριοι πέρασαν από το Τας Κιοπρού επειδή με αυτή τη διαδρομή, την πιο ανατολική, η απόσταση από το Αϊντίντεπε (Χαρτ) μέχρι την Τραπεζούντα είναι 134,8 χλμ (23,4 «κανονικοί» παρασάγγες) και σχεδόν ταυτίζεται με την εκτίμηση τού Ξενοφώντος (22 παρασάγγες).17 Έχουμε λοιπόν υιοθετήσει αυτή τη διαδρομή, τής οποίας τα 134,8 χλμ προκύπτουν ως εξής: Αϊντίντεπε [8,2 χλμ] Τσατικσού (συμβολή Τσορούχ και Σορκουνλού) [14,8 χλμ] Αλατζά [30,9 χλμ] Τσοράκ (πέρασμα Καζικλί Νταγ) [12,0 χλμ] Τας Κιοπρού [20,0 χλμ] Σουμελά [14,2 χλμ] Κοσάντερε («τρελό» μέλι) [7,4 χλμ] Μάτσκα [27,3 χλμ] Τραπεζούς.

Όσον αφορά τη δυσκολία τής διέλευσης από αυτό το σημείο με δεδομένη την αντίσταση των Κόλχων, ο Ξενοφών περιγράφει αναλυτικά (4.8.9-19) πώς την ξεπέρασαν.

Ο Μπριό συνεχίζει: «Οι Έλληνες στρατοπέδευσαν στην Τραπεζούντα μεταξύ Μπόζτεπε και τής παλαιάς πόλης πάνω από το Μεϊντάν, σε κεκλιμένο οροπέδιο που δεν είχε σπίτια πριν από 30 χρόνια. Αυτό το οροπέδιο χωρίζεται από τη θάλασσα από ακανόνιστη κατωφέρεια, η οποία, καλυμμένη με δάσος, ανταποκρίνεται καλά στην αφήγηση τού Ξενοφώντος. Η περιοχή Πλάτανα [σήμερα Ακτσααμπάτ] ανταποκρίνεται μόνο στην αφήγηση τής εκστρατείας εναντίον των Δριλλών, η πρωτεύουσα των οποίων πρέπει να αναζητηθεί πιο πάνω, προς την Άσκα [Χάτσκα, σήμερα Ντούζκιοϊ], 5 ώρες από τη θάλασσα, πάνω από τα Πλάτανα. Μήπως δεν αναφέρει ο Πλίνιος ότι οι γιαγλάδες στα βουνά τής Μικράς Ασίας ήσαν σπαρμένοι με χωριά; Στους γιαγλάδες τού Καραγκιόλ Νταγ, μεταξύ Κερασούντας και Καράχισαρ [σήμερα Σέμπιν Καράχισαρ], βρήκα το περασμένο έτος ίχνη αρχαίων χωριών, τα οποία, όπως μού εξήγησαν, υπήρχαν μέχρι πριν από 50 περίπου χρόνια, αλλά εγκαταλείφθηκαν μετά την καταστροφή των δασών που τα προστάτευαν.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα βουνά τής Μικράς Ασίας ήσαν παντού καλυμμένα με δάση. Η καταστροφή τους είναι έργο εκείνων που υιοθετούν ποιμενική ζωή, η οποία αποτελεί εχθρό τής προόδου και τού πολιτισμού, πηγή τής πολυγαμίας, φυτώριο τής αδράνειας, τής απροσεξίας, τής έλλειψης προβλεπτικότητας και τής ανατολίτικης μοιρολατρίας.

Η γύμνια τής Αραβίας και των τεραστίων εκτάσεων τής Ασίας στα βόρεια και δυτικά, η στειρότητα τού εδάφους η οποία επεκτείνεται σαν κηλίδα λαδιού στην Περσία, δεν μπορεί να αποδοθεί σε καμία άλλη αιτία παρά μόνο στην ποιμενική ζωή των κατοίκων. Οι άνθρωποι που την υιοθετούν είναι ακρίδες. Καταστρέφουν όλα τα δάση και τη βλάστηση, μεταβάλλοντας έτσι ακόμη και το κλίμα, πράγμα που προκαλεί και την αναγκαιότητα τής μετανάστευσης. Μήπως είχαν άραγε οι επιδρομές των βαρβάρων οποιαδήποτε άλλη αιτία; Μια μελέτη τού θέματος με αυτή την έννοια θα μπορούσε ίσως να μάς δώσει ένα κλειδί για τις μεγάλες μεταναστεύσεις τής ανθρωπότητας. Αυτοί οι τεμπέληδες νομάδες καταστρέφουν τα δάση με τσεκούρι και φωτιά, ενώ οι κατσίκες τους πετυχαίνουν τα υπόλοιπα μέχρι τις ίδιες τις ρίζες. Η κατσίκα είναι πυρωμένο σίδερο που πρέπει κανείς να καταστρέψει, πριν αποκαλύψει γυμνά τα ίδια τα βράχια. Στην Ελλάδα είναι τόσο πολυάριθμες, όσο οι πέτρες. Η καταστροφή των αρχαίων ελληνικών πόλεων τής Ασίας και το γέμισμα των λιμανιών τους με άμμο, δεν είχαν άλλη αιτία, παρά την κοπή των ορεινών τους δασών.

Ύστερα από αυτή την παρέκβαση, την οποία έχει εμπνεύσει η παρούσα κατάσταση τής καταστροφής των δασών τής Μικράς Ασίας, θα ήθελα να πω λίγα ακόμη λόγια για την Κάθοδο των Μυρίων. Ο σωρός από πέτρες στο όρος Θήχης είναι, χωρίς αμφιβολία, ο μόνος μάρτυρας που άφησαν οι Μύριοι για την πορεία τους από τα Κούναξα στην Τραπεζούντα, με την εξαίρεση ίσως ότι στις πολυάριθμες μάχες στις οποίες ενεπλάκησαν, πρέπει να έχουν αφήσει μερικά όπλα ή στρατιωτικά εξαρτήματα, σε τόπους από τούς οποίους δεν πέρασαν στη συνέχεια τα ελληνικά και ρωμαϊκά στρατεύματα. Πιστεύω όμως ότι τα σημεία στα οποία στρατοπέδευσαν, πολέμησαν, πέρασαν τα ποτάμια, καθώς και η πόλη Γυμνιάς, είναι δυνατόν να προσδιοριστούν και να εντοπιστεί η πορεία των Μυρίων με κάποιο βαθμό ακρίβειας».

Παρατήρηση: Τον Ιούνιο τού 1854, κατεβαίνοντας με σχεδία τον Τίγρη προς τη Μοσούλη, βρήκαν ορειχάλκινο κράνος στη συμβολή του με τον Μποτάν (τον Κεντρίτη τού Ξενοφώντος). Αν και η ακριβής τοποθεσία δεν μπορεί τώρα να αναπαραχθεί, η περιγραφή δείχνει ότι ήταν αμέσως κατάντη τής συμβολής των ποταμών, πιθανότατα στην επόμενη στροφή τού ποταμού Τίγρη. Το κράνος, που βρίσκεται τώρα στο Μουσείο Ασμόλιαν τής Οξφόρδης, αντιπροσωπεύει τον λεγόμενο γενικό βοιωτικό τύπο, που βρισκόταν σε χρήση κατά τον 5ο και 4ο π. Χ. αιώνα. Κράνη αυτής τής μορφής ήσαν διαδεδομένα την εποχή τού Ξενοφώντος σε ελληνικούς στρατούς και μονάδες μισθοφόρων.18

Ο Μπριό συνεχίζει: «Γνωρίζω μόνο τις διαδρομές που οδηγούν από την Τραπεζούντα στο Ερζερούμ και δεν έχω πάει πιο πέρα από την τελευταία αυτή πόλη. Με τον χάρτη τού Κίπερτ στα χέρια μου, αν διέσχιζα τα όρη των Καρδούχων, τον Κεντρίτη, τον Τηλεβόα και ολόκληρη την πεδιάδα, θα έφτανα σε κάστρα περιβαλλόμενα από πολλά χωριά, «όπου υπήρχε κρασί εξαιρετικής γεύσης, όλα τα είδη των λαχανικών και σταφίδες».19 Πρέπει να ανακαλύψουμε αυτή την τοποθεσία. Νομίζω ότι είναι η Μους. Είχε βουνό μπροστά και πίσω. Από μια τέτοια τοποθεσία οι Έλληνες φεύγουν νωρίς το πρωί, όσο το δυνατόν ήσυχα, πολεμούν τον Τιρίβαζο και στρατοπεδεύουν. Στη συνέχεια κάνουν τρία στάδια στην έρημο, κατά μήκος τού Ευφράτη, τον οποίο περνούν προς το Μαντζικέρτ.

Πιο κάτω πρέπει επίσης να περάσουν τον Μπινγκιόλ. Σύμφωνα με τον Κίνεϊρ [σελ. 378], ο Ευφράτης [o Μουράτ] είναι εδώ τόσο μεγάλος, τόσο βαθύς και τόσο ορμητικός, όσο ο Τίγρης στη Μοσούλη. Ύστερα από τρία στάδια στην πεδιάδα, η εμπροσθοφυλακή έφτασε σε χωριό όπου υπήρχε φρούριο και πηγή κοντά στο φρούριο. Η οπισθοφυλακή απώθησε τον εχθρό, που έπεσε σε κοιλάδα. Ο υπόλοιπος στρατός πέρασε τη νύχτα έξω. Οι στρατιώτες προχωρούσαν με λυγισμένα τα γόνατά τους προς σκούρα σημεία, εκεί όπου το χιόνι είχε λιώσει. Επρόκειτο για πηγές. Την επόμενη μέρα ξαναενώθηκαν με τον Χειρίσοφο και βρήκαν χωριά με υπόγεια σπίτια, όπου υπήρχε κωμάρχης κλπ».20

Παρατήρηση: Σωστά ξεκινάει από τη Μους ο Μπριό. Επαναλαμβάνει όμως το συνηθισμένο την εποχή του σφάλμα που οφειλόταν στους Γάλλους γεωγράφους τού 18ου αιώνα: θεωρεί τον ποταμό Μουράτ ως Ευφράτη τού Ξενοφώντος, τον οποίο οι Μύριοι διαβήκαν όχι μακριά από τις πηγές του. Γι’ αυτό οδηγεί τούς Έλληνες στην ανατολική άκρη τής σημερινής Τουρκίας, ενώ προορισμός τους ήταν ο Εύξεινος Πόντος στον βορρά.21

Ο Μπριό συνεχίζει: «Αυτό το σημείο [τα χωριά με τα υπόγεια σπίτια] πρέπει να μπορεί να αναγνωριστεί εύκολα. Η χώρα και τα έθιμά της δεν έχουν αλλάξει από την απώτατη αρχαιότητα. Ίσως προς την κατεύθυνση τού Μποσέγκ [Μποσίκ, σήμερα Γιολουγκιουζέλ, 10 περίπου χλμ δυτικά τού Αγρί], τού Τέρανος [σήμερα Οζανλάρ, μέχρι το 1928 Ίρανος, αρμενικά Γέρανος, 5 περίπου χλμ βόρεια τού Αγρί], τού Καρά Κιλίσε [αργότερα Καρακιοσέ, σήμερα Αγρί], τού Μουλλά Οσμάν [σήμερα Μολλαοσμάν], στον δρόμο από το Ερζερούμ προς το Βαγιαζήτ [σήμερα Ντογουμπαγιαζήτ]. Ακολουθεί κανείς αυτόν τον δρόμο προς το Ερζερούμ, προκειμένου να περάσει το βουνό. Αλλά από αυτή τη διαδρομή είναι μόνο 100 χιλιόμετρα μέχρι το Κιοπρουκιόι, όπου διασχίζει κανείς τον Φάσι (Αράξη), ενώ οι Έλληνες πορεύτηκαν τρία στάδια, 35 παρασάγγες επιπλέον, μέχρι να φτάσουν στον Φάσι. Δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι τον πέρασαν πιο κάτω, δεδομένου ότι είχε πλάτος ένα μόνο πλέθρο. Το πιο πιθανό είναι ότι ο οδηγός οδήγησε τούς Έλληνες λάθος, εκεί όπου δεν υπήρχαν χωριά. Οδηγήθηκαν προς τα δυτικά, σε πολύ ψηλό και πολύ δύσκολο βουνό, μάλιστα την εποχή τού χιονιού. Αλλά στη συνέχεια πήραν κατεύθυνση προς τα βόρεια, η οποία σε σχέση με τη θέση τους ήταν εκείνη προς τον Εύξεινο Πόντο. Μήπως άραγε πίστευαν ότι είχαν βρει τον Φάσι, εκεί όπου τα πλοία τερμάτιζαν τα ταξίδια τους;22 Θα είχαν προχωρήσει κατά μήκος αυτού τού ποταμού, τού Φασιάν Σου [τού Πάσιν Σου, δηλαδή τού Αράξη, όπως είδαμε και σε άλλους περιηγητές], και βλέποντας το λάθος ότι οδηγούσε ανατολικά, θα είχαν στραφεί προς το Καρς».

Παρατήρηση: Ο Μπριό αναζητά τα χωριά με τα υπόγεια σπίτια μεταξύ Αγρί και Ντογουμπαγιαζήτ, στην ανατολική άκρη τής σημερινής Τουρκίας προς το Ιράν. Όμως στο βιβλίο αυτό οι περιηγητές μας έχουν σημειώσει αρμενικά χωριά με υπόγεια σπίτια παντού: Ο Κίνεϊρ στη Μπαλαχόρ επί του δρόμου Γκουμούσχανε-Μπαϊμπούρτ. Ο Σμιθ μεταξύ Καράχισαρ και Ερζερούμ. O Μπραντ μεταξύ Γεωργίας και Αρνταχάν. Ο Χάμιλτον μεταξύ Γκουμούσχανε και Μπαϊμπούρτ. Ο Χάμιλτον πάλι ανατολικά τής Ισπίρ.

Εμείς τοποθετούμε τα χωριά αυτά στους νότιους πρόποδες τής οροσειράς Κοπ υιοθετώντας το επιχείρημα τής Σαγκόνα, ότι ένα σύμπλεγμα χωριών εκείνης τής εποχής θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε στην κοιλάδα τού Καρασού (Ευφράτη) μεταξύ Ερζερούμ και Άσκαλε.23 Καθώς αρχαιολογικά ίχνη τέτοιων χωριών εντοπίστηκαν σε αυτή την κοιλάδα,24 προτείνουμε ότι ήσαν τα αρμενικά χωριά τού Ξενοφώντος με τα υπόγεια σπίτια τους επειδή: (α) Βρίσκονταν πάνω ή κοντά στην κύρια διαδρομή καραβανιών προς τη θάλασσα. (β) Η εγγύτητά τους προς το Ερζερούμ και το Άσκαλε δικαιολογεί τη δήλωση τού Ξενοφώντος: «Εκείνες ρώτησαν τούς Έλληνες ποιοι ήσαν και ο διερμηνέας απάντησε στα περσικά ότι βρίσκονταν στον δρόμο τους από τον βασιλιά προς τον σατράπη. Οι γυναίκες απάντησαν ότι ο σατράπης δεν ήταν εκεί, αλλά έναν παρασάγγη μακριά».25 Ο σατράπης (εν προκειμένω ο Τιρίβαζος) είχε πιθανώς επισκεφτεί το Ερζερούμ ή το Άσκαλε, καθώς τα μέρη αυτά υπήρχαν κατά τη διάρκεια τής εποχής των Αχαιμενιδών με τα ονόματα Κάριν και Σίναρα αντίστοιχα.26 (γ) Οι θερμές πηγές τής Ελεγείας (Ελίτζα, Αζιζιγιέ) παρέχουν, όπως ήδη αναφέραμε, το σκηνικό για την περιγραφή τού Ξενοφώντος.27 (δ) Οι Μύριοι είχαν βαδίσει προς αυτά τα χωριά πάνω σε βαθύ χιόνι σε πεδιάδα,28 στην πραγματικότητα στην πεδιάδα τού Ερζερούμ. (ε) Οι μέσες θερμοκρασίες τού Ερζερούμ και τού Άσκαλε όλο τον χρόνο και ιδιαίτερα τον Φεβρουάριο είναι πλήρως συμβατές με αυτή την πρόταση και δικαιολογούν υπόγεια διαβίωση κατά τον χειμώνα την εποχή τού Ξενοφώντος.29

Το επόμενο επιχείρημα τού Μπριό είναι πιο βάσιμο: Μήπως οι Μύριοι, βρίσκοντας τον Αράξη (Φάσι), πίστεψαν ότι είχαν βρει τον κολχικό Φάσι (Ριόνι) που θα τούς οδηγούσε στον Εύξεινο Πόντο; Μήπως τελικά, βλέποντας ότι οδηγούσε ανατολικά, κατάλαβαν το λάθος τους και στράφηκαν προς βορρά, προς το Καρς; Κάτι αντίστοιχο υποστηρίζουμε κι εμείς σε παραλλαγή τής πρότασης τού Μανφρέντι30 (που δεν γνωρίζει τις 15 ημέρες τού Διόδωρου και αναζητά την πόλη Γυμνιάς στη Μπαϊμπούρτ). Βλέποντας την προς νότο στροφή τού Αράξη, οι Μύριοι κατάλαβαν το λάθος τους. Βρήκαν εκεί κοντά τα χωριά των Σκυθηνών (στην περιοχή τού Ερεβάν) και ακολουθώντας τη διαδρομή καραβανιών προς Τιφλίδα, έφτασαν στην πόλη Γυμνιάς στο Γκυουμρί, βόρεια τού Ερεβάν.

Ο Μπριό συνεχίζει: «Ακολουθώντας τη διαδρομή από Ερζερούμ προς Καρς, ύστερα από πορεία δέκα παρασαγγών από το Κιοπρουκιόι, φτάνουμε στο βουνό Σογανλί Νταγ. Ας ανέβουμε αυτό το βουνό και είμαστε στην πεδιάδα των Ταόχων. Τριάντα παρασάγγες ακόμη και φτάνουμε σε πέρασμα που διασχίζεται πολύ δύσκολα. Τα στοιχεία που δίνει ο Ξενοφών όσον αφορά αυτό το μέρος πρέπει να μάς δίνουν τη δυνατότητα να το αναγνωρίσουμε. Είναι ίσως το Καρς.

Οι Έλληνες είδαν μπροστά τους ψηλή αλυσίδα βουνών, που ήσαν ανάμεσα σε αυτούς και τον Καύκασο (δεν ξέρω αν από το Καρς μπορεί κανείς να δει τον Καύκασο). Ανακάλυψαν ότι είχαν βρεθεί πολύ ανατολικά και ότι είχαν περάσει την ακραία καμπύλη τού Ευξείνου Πόντου. Στη συνέχεια στράφηκαν προς τα δυτικά, και βρήκαν τη χώρα των Χαλύβων, που είχαν μακρά δόρατα.31 Αυτοί είναι οι Κούρδοι. Γύρω από το Καρς είχαν οχυρωμένες θέσεις, ενώ τα χωριά τής περιοχής βρίσκονται και σήμερα σε σημεία που πολύ δύσκολα δέχονται επίθεση.

Ύστερα από πορεία 50 παρασαγγών σε επτά στάδια, οι Έλληνες έφτασαν στον Άρπασο ποταμό, που είχε πλάτος πέντε πλέθρα. Είναι ο ποταμός Όλτου. Η άνοιξη πλησίαζε, το χιόνι είχε αρχίσει να λιώνει και τα ποτάμια είχαν φουσκώσει. Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να δουν τη θάλασσα από την κοιλάδα τού Τσορούχ Σου, λόγω τής οροσειράς τού Αρτβίν.

Από το Καρς μέχρι τον ποταμό Όλτου δεν είναι 50 παρασάγγες, αλλά πρέπει να παραδεχτούμε ότι η πορεία των Μυρίων επιμηκύνθηκε από τις επιθέσεις των Χαλύβων, «των πιο πολεμοχαρών από τούς ανθρώπους από τούς οποίους περάσαμε».32 Οι Έλληνες έκαναν 20 παρασάγγες σε τέσσερα στάδια μέσα από τη χώρα των Σκυθών, σε πεδιάδα καλά σπαρμένη με χωριά. Βρισκόμαστε στο Τορτούμ. Οι Έλληνες τής ορεινής Ελλάδας θα το θεωρούσαν ανοικτή, επίπεδη χώρα. Οι κλίσεις της δεν είναι πολύ απότομες. Οχήματα τη διέσχιζαν, όπως και όλα τα γύρω βουνά αυτών των περιοχών, που είναι σχηματισμού τής πρώιμης ιουρασικής περιόδου. Ο δρόμος που προχωρά από την Ισπίρ δεν είναι δύσκολος. Βρισκόμαστε στην πόλη Γυμνιάς. Άραγε η Γυμνιάς ήταν δεξιά ή αριστερά τού Τσορούχ Σου; Πρέπει να υπήρχε γέφυρα κάποιου είδους κοντά σε εκείνη τη «μεγάλη, πλούσια και πυκνοκατοικημένη» πόλη. Οι Έλληνες πέρασαν το ποτάμι, το οποίο διαφορετικά έπρεπε να περάσουν πιο ψηλά, προς τη Μπαϊμπούρτ, προκειμένου να φτάσουν στο όρος Θήχης. Ελπίζω φέτος να επισκεφτώ την περιοχή μεταξύ τής Ρίζε στη Μαύρη Θάλασσα και τής Ισπίρ και να ξαναπεράσω από το βουνό προς Μπαϊμπούρτ».

Παρατήρηση: Το Σογανλί Νταγ που αναφέρει εδώ ο Μπριό είναι διαφορετικό από το ομώνυμό του πάνω από τον Οφ και αναφέρθηκαν σε αυτό τόσο ο Μπραντ (1836): «Από το Καρς στο Ερζερούμ και το Χαρπούτ», όσο και ο Χάμιλτον (1842): «Ερζερούμ-Καρς-Ανί». Ο Μπριό ταυτίζει τούς Χάλυβες τού τέταρτου βιβλίου τού Ξενοφώντος με τούς Κούρδους τής δικής του εποχής, αλλά οι Καρδούχοι τού Ξενοφώντος βρίσκονταν πολύ νοτιότερα. Έχουμε προτείνει ταύτιση αυτών των Χαλύβων με τούς Χαλδίους, τα απομεινάρια των Ουραρτού, τα εδάφη των οποίων βρίσκονταν βόρεια τού ποταμού Αράξη, σε περιοχή στην οποία παλαιότερα κυριαρχούσαν οι Ουραρτού (μέχρι τον 8ο π. Χ. αιώνα), ιδιαίτερα στην κοιλάδα τού μικρού ποταμού Ζίβιν βορειοανατολικά τού Χορασάν.33 Ο Μπριό ταυτίζει τον Άρπασο του Ξενοφώντος με τον ποταμό Όλτου. Ωστόσο μετά τη διάβαση του Άρπασου ποταμού τόσο ο Ξενοφών34 όσο και ο Διόδωρος35 αφηγούνται πορεία 120 περίπου χλμ (20 παρασαγγών) πάνω σε ομαλή πεδιάδα. Ο Μπριό θεωρεί ότι αυτό συνέβη στη διαδρομή Όλτου (Άρπασος)-Τορτούμ-Ισπίρ (Γυμνιάς). Επειδή όμως εκεί δεν υπάρχει τέτοια πεδιάδα, εκτιμά ότι οι Έλληνες τής ορεινής Ελλάδας θα θεωρούσαν ανοικτή, επίπεδη χώρα αυτή την περιοχή. Όμως πιο πάνω ο Χάμιλτον (1842): «Ανί-Καρς-Τορτούμ-Ισπίρ», έχει δώσει διαφορετική εικόνα για τη δυσκολία τής διαδρομής από το Τορτούμ μέχρι την Ισπίρ. Επίσης κάθε φορά που ο Ξενοφών αναφέρει πεδιάδα (πεδίον) στην Κύρου Ανάβαση, η πεδιάδα υπάρχει πραγματικά και δεν αποτελεί «εκτίμηση των Ελλήνων τής ορεινής Ελλάδας».36

Συνεχίζει: «Οι Έλληνες θα μπορούσαν σε μία μέρα να είχαν φτάσει στην κορυφή των Μοσχικών βουνών [δηλαδή των Σογανλί Ντάγλαρι πάνω από τον Οφ, όπως έχουμε ήδη διορθώσει] και να είχαν δει τη θάλασσα στα πόδια τους, αλλά ο κυβερνήτης τής χώρας τούς κατεύθυνε προς τη χώρα των εχθρών του, πράγμα που κατάλαβαν όταν ο οδηγός τούς κάλεσε να κάψουν και να καταστρέψουν τα πάντα. Ξανανέβηκαν στην αριστερή όχθη τού Τσορούχ Σου, βάδισαν στην πεδιάδα τής Χαρτ [σήμερα Αϊντίντεπε], πέρασαν από τη Μπαλαχόρ [σήμερα Ακσάρ] και έφτασαν στο όρος Θήχης».

Παρατήρηση: Η παρατήρηση τού Μπριό ότι οι Μύριοι θα μπορούσαν να δουν τη θάλασσα από κορυφή των Σογανλί Ντάγλαρι πάνω από τον Οφ είναι σωστή. Εμείς προτείνουμε ότι αυτό ακριβώς έκαναν: είδαν τη θάλασσα από το Κεμέρ Νταγ, τον δυτικό κλάδο των Σογανλί Ντάγλαρι. Το ίδιο έχουν σημειώσει και άλλοι ερευνητές: «Όταν η μέρα είναι καθαρή, η θάλασσα φαίνεται από τα όρη Σογανλί».37 Όμως η πιο πειστική απόδειξη ότι η θάλασσα φαίνεται από τα όρη Σογανλί είναι η πιο κάτω εικόνα που προέρχεται από το άρθρο τού Γκάσνερ.38 Τραβήχτηκε τη δεκαετία τού 1930 και προσφέρει θέα από βορρά, από τη θάλασσα, προς την οροσειρά Σογανλί.

Image

Φωτογραφία τραβηγμένη από τη θάλασσα προς τα όρη Σογανλί στις 27 Απριλίου 1935. Μπροστά η παραθαλάσσια πόλη Οφ, απ’ όπου η κοιλάδα τού ποταμού Χαλντιζέν οδηγεί πάνω, στις Ποντικές Άλπεις (Πηγή: Gassner 1953)

Ο Μπριό συνεχίζει: «Το χωριό Τζινίς, που βρίσκεται στην αριστερή όχθη τού Ευφράτη τού Ερζερούμ, 40 χιλιόμετρα από εκείνη την πόλη, στον δρόμο από το Ερζιντζάν, δεν μπορεί να είναι η Γυμνιάς. Στην πραγματικότητα από τον ποταμό Φάσι μέχρι την πόλη Γυμνιάς οι Έλληνες έκαναν πορεία δεκαεννέα ημερών, όταν θα μπορούσαν να είχαν πάει στο Τζινίς σε τέσσερις ημέρες μέσω Ερζερούμ. Δεν μπορεί κανείς να υποθέσει ότι πήγαν προς το Καρς και επέστρεψαν προς τις πηγές τού Φάσι (Αράξη). Εκτός αυτού, θα είχαν περάσει από το Χασάνκαλε [σήμερα Πασινλέρ], όπου υπάρχουν πηγές ζεστού νερού. Στην Ελίτζα (12 χιλιόμετρα σε ευθεία απόσταση από το Ερζερούμ), θα είχαν περάσει από την ίδια την πηγή, τής οποίας το νερό έχει θερμοκρασία 100o Φαρενάιτ [38ο Κελσίου] βγαίνοντας από τη γη, με όγκο τόσο παχύ, όσο το σώμα ενός άνδρα, ενώ σχηματίζει είδος λίμνης, στην οποία, όλες τις εποχές, αναδύονται σύννεφα ατμού. Πρέπει κανείς να περάσει από την ίδια την πηγή, έχοντας στα αριστερά βουνό και στα δεξιά έλη μήκους 25 χιλιομέτρων. Η πηγή αυτή δεν πρέπει να σχηματίστηκε αργότερα, γιατί έχει σχηματίσει εκεί σχεδόν λόφο από πολύ ανθεκτικό τραβερτίνη».

Παρατήρηση: Το Τζινίς τού Μπριό, Τζενίς πιο πάνω στον Πόρτερ, είναι το σημερινό Ορταμπαχτσέ. Για κάποιο διάστημα το Τζινίς προτεινόταν ως η θέση τής πόλης Γυμνιάς τού Ξενοφώντος, λόγω τής ομοιότητας στο όνομα, αλλά και τής απόστασης πέντε ημερών από τα βουνά πάνω από την Τραπεζούντα. Όσο για την Ελίτζα, την αρχαία Ελέγεια και σημερινή Αζιζιγιέ, είμαστε οι μόνοι που έχουμε προτείνει ότι εκεί βρισκόταν η θερμή πηγή την οποία συνάντησαν εξαντλημένοι οι Μύριοι κατά την πορεία τους μέσα στα χιόνια τής Αρμενίας, ορισμένοι αρνούμενοι να προχωρήσουν (Ανάβ. 4.5.15), ενώ έχουμε επίσης προτείνει ότι τα αρμενικά χωριά τού Ξενοφώντος με τα υπόγεια σπίτια (Ανάβ. 4.5.25) βρίσκονταν δυτικά ακριβώς των θερμών πηγών τής Ελέγειας, στη μέση περίπου τής απόστασης μεταξύ Ερζερούμ και Άσκαλε.

O Μπριό καταλήγει: «Από το Τζινίς πρέπει κανείς να περάσει τον Ευφράτη, ο οποίος έχει εδώ 30 μέτρα πλάτος τη χαμηλή περίοδο, να διασχίσει το Κοπ Νταγ και το φαράγγι τού Κοπ Κενί, όπου λίγοι άνδρες θα μπορούσαν να σταματήσουν έναν στρατό. Πρέπει να περάσει από την κοιλάδα τού Σαμάν Σου, αφού ταξιδέψει κατά μήκος τού Ευφράτη. Είναι άραγε πιθανό να μην έλεγε ο Ξενοφών τίποτε γι’ αυτό; Το Τζινίς και η Ισπίρ απέχουν πέντε ακριβώς ημέρες από το όρος Θήχης.

Και καταλήγει: Αν οι Μωαμεθανοί δεν ήσαν εικονομάχοι, θα πρότεινα να αναγείρουν άγαλμα τού Ξενοφώντος στον τόπο τού Τσαρκί Μεϊντάν τής Τραπεζούντας, το οποίο έπρεπε να πάρει το όνομα «Ο Τόπος τού Ξενοφώντος ή των Μυρίων».

Image

Χάρτης 12.3: Ο χάρτης τού Briot κατά Kiepert (1870)

Ο χάρτης τού Μπριό για τις διαδρομές από την Τραπεζούντα

Το άρθρο τού Briot, δημοσιευμένο το 1870 στα αγγλικά, όπως είδαμε, στο Περιοδικό τής Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας τού Λονδίνου, παρουσιάστηκε την ίδια χρονιά στα γερμανικά από τον Heinrich Kiepert στο Περιοδικό τής Γεωγραφικής Εταιρείας τού Βερολίνου με τίτλο «Το όρος Θήχης στην αφήγηση τού Ξενοφώντος για την Κάθοδο των Μυρίων κατά τον P. Borit».39

Image

Χάρτης 12.4: Ο χάρτης τού Briot στα ελληνικά,
περιλαμβάνοντας (σε παρένθεση) τα σύγχρονα τοπωνύμια

Ο Κίπερτ, διάσημος χαρτογράφος τής εποχής του, συνόδευε την συνοπτική του παρουσίαση με τον χάρτη τού Briot επανασχεδιασμένο στα γερμανικά και με μικροδιορθώσεις στα τοπωνύμια. Αντίγραφο τού χάρτη τού Κίπερτ παρουσιάζεται εδώ ως Χάρτης 12.3.

Ο Χάρτης 12.4 στα ελληνικά φτιάχτηκε με βάση τα κατά Μπριό τοπωνύμια αλλά και κάποιες μικροδιορθώσεις κατά Κίπερτ. Για να είναι αυτός χρήσιμος στον σημερινό αναγνώστη, επιδιώχθηκε η ταύτιση κάθε τοπωνυμίου τού Μπριό με το σημερινό όνομα τού συγκεκριμένου τόπου, το οποίο παρουσιάζεται στον δικό μας χάρτη σε παρένθεση.

Στον πίνακα που ακολουθεί παρέχονται σχεδόν όλα τα τοπωνύμια τού χάρτη τού Μπριό, με εξαίρεση τα χάνια (που δεν υπάρχουν πια) και τρία χωριά που σημειώνονται με ερωτηματικό (;) στον πίνακα, τα οποία δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν.

Πίνακας 12
Γεωγραφικές ονομασίες στον χάρτη τού Μπριό

Τοπωνύμιο
στον χάρτη
τού Μπριό

Απόδοση
τοπωνυμίου
Μπριό
στα ελληνικά40

Σημερινό τοπωνύμιο41

Απόδοση
σημερινού
τοπωνυμίου
στα ελληνικά

Παρατη-
ρήσεις

Amonria

Αμούρια (Xamurya)

Sukenarı

Σουκενάρι

χωριό

Ambarlo

Αμπαρλού (Αμπάρια)42

τοποθεσία

Abder Khaman

Αμπντέρ Χαμάν43

χωριό

Kanifa

Ανίφα (Anifa)

Akoluk

Ακολούκ

χωριό

Ardouca

Άρδασα (Ardasa)

Torul

Τορούλ

κωμόπολη

Ardouca Kn

Άρδασα Χάνι

χάνι

Armoutlu

Αρμουτλού (Armutlu)

Başpınar

Μπασπουνάρ

χωριό

Asbet Déré

Ασμπέτ Ντερέ

Baltacı Deresi

Μπαλτατζή Ντερέσι

ποτάμι

Vavouq Dagh Pass

Βαβούκ Νταγ πέρασμα

Vavuk Dağ

Βαβούκ Νταγ

πέρασμα

Vavouq Kn

Βαβούκ Χάνι

χάνι

Varzahan

Βαρζαχάν (Varzihan)

Uğrak

Ουγράκ

χωριό

Vaschen

Βαχσέν (Vahşen)

Çatıksu

Τσατικσού

χωριό

Vesernik

Βέζερνικ (Veyserni)

Yayladere

Γιαγλάντερε

κωμόπολη

Kavras

Γαβράς (Gavras)

Kayabaşı

Καγιάμπασι

χωριό

Galian-Keupru

Γαλίαν Κιοπρού

γέφυρα

Galian Déré

Γαλίαν Ντερέσι

Kalyan Deresi

Καλίαν Ντερέσι

ποτάμι

Yer-Keupru

Γερ Κιοπρού

Yerköprü

Γερκιοπρού

γέφυρα

Jamboli

Γιάμπολ (Yambol)

Araklı

Αρακλί

κωμόπολη

Jamboli Déré

Γιάμπολι Ντερέ

Karadere Çayı

Καράντερε π.

ποτάμι

C. Joros

Γιόρος (Ιερόν) ακρωτ.

Yoros Burnu

Γιόρος Μπουρνού

ακρωτήριο

Kovali

Γιουβαλί (Yuvalı)

Yuvalı

Γιουβαλί

χωριό

Getschid

Γκετσίντ

Geçit köy

Γκετσίτ Κιόι

χωριό

Gueul-Tchaer

Γκιολτσαΐρ

Gölçayır

Σκυλολίμνη

χωριό

Gueuverdjeldek

Γκιουβερτζιλντίκ

Güvercinlik

Γκιουβερτζινλίκ

χωριό

Godul Déré

Γκοντούλ Ντερέ

Büyükdere

Μπουγιούκντερε

ποτάμι

Gumuch Kn

Γκουμούς Χαν

χάνι

Gumush Khana

Γκουμούσχανε

Gümüşhane

Γκουμούσχανε

πόλη

Goufter

Γκουφτέρ

Gökler

Γκιοκλέρ

χωριό

Dipotamos

Διπόταμος44

İkisu

Ικισού

τοποθεσία

Ekrès

Εκρίζ

İkiz

Ικίζ

χωριό

Emirler

Εμιρλέρ45

Emirler

Εμιρλέρ

συνοικία

Ergui

Έργκι (Ergi)

Taşocağı

Τασοτζάγι

χωριό

Erguenetz

Ερκινίς (Erginis/Erkinis)

Suludere

Σουλούντερε

χωριό

Yessir-Oglan

Εσίρογλου (Esiroğlu)

Esiroğlu

Εσίρογλου

χωριό

Zermont Déré

Ζερμούτ Ντερέ

Çit Deresi

Τσιτ Ντερέσι

ποτάμι

Zigana Keui

Ζίγκανα Κιόι

Zigana

Ζύγαινα

χωριό

Ziganoi

Ζιγκανόι (Ciganoy)

Çağlayan

Τσαγλαγιάν

χωριό

Zik-sou Kn

Ζικ-σου Χάνι

χάνι

Kavanleuk-Keupru

Καρανλίκ-Κιοπρού46

Karanlik Köprü

Καρανλίκ-Κιοπρού

γέφυρα

Kasékli Khan

Καζικλή Χάνι

χάνι

Kaledjik

Καλετζίκ

Kale

Καλέ

χωριό

Campos

Κάμπος

Kalkınma

Καλκουνμά

Kaderak

Καντεράκ (Hadrak)

Balkaynak

Μπαλκαϊνάκ

χωριό

Kara Kapan

Καρά Καπάν

Karakaban dağ

Καρακαμπάν Νταγ

βουνό

Kara Kapan Kn

Καρά Καπάν Χάνι

χάνι

Karagueuse Kn

Καραγκούμσε Χάνι47

χάνι

Kasmatha Kn

Κασμετζή Χάνι48

χάνι

Kérémiti Kn

Κιρεμιτλί (Kiremitli) Χάνι

Kiremitli

Κιρεμιτλί

χάνι

Kéchich

Κεσίς (Keşiş)

Yağmurdere

Γιαγμούρντερε

χωριό

Kirzy

Κίρζι (Kırzı)

YukarıKırzı

Γιουκάρι Κίρζι

χωριό

Kovata

Κόβατα

Yomra

Γιόμρα (Γέμουρα)

χωριό

Kop Kieu

Κοπ Κιόι

Kop Köyü

Κοπ Κογιού

χωριό

Kop Dagh

Κοπ Νταγ

Kop Dağ

Κοπ Νταγ

βουνό

Korasch

Κοράς49

Koraş Dağ

Κοράς Νταγ

βουνό;

Kodja Mézari

Χότζα Μέζαρι50

Hoca mezarı

Χότζα Μέζαρι

τοποθεσία

Kodjapounar Pass

Κοτζαπουνάρ πέρασμα

Kocapınar

Κοτζαπουνάρ

πέρασμα

Koch-Keupru

Κος-Κουρού (Koşkuru)

Kemertaş

Κεμερτάς

χωριό

Khreusa

Κρένασα (Krenasa)

Anayurt

Αναγιούρτ

χωριό

Kromm

Κρώμνη (Krom)

Yağlıdere

Γιαγλίντερε

χωριό

Larkana

Λαραχανή

Akarsu

Ακαρσού

χωριό

Larkana Déré

Λάρκανα Ντερέ

Altıntaş Deresi

Αλτιντάς Ντερέσι

ποτάμι

Maden-Keui

Μαντέν Κιόι

Maden

Μαντέν

χωριό

Maden Kn

Μαντέν Χάνι (Ζύγαινα)

χάνι

Maden Kn

Μαντέν Χάνι (Καρακαμπάν)

χάνι

Manderia

Μαντρία (Mandria)51

;

;

χωριό

Maturadjik

Ματουρατζίκ

Mataracı

Ματαρατζή

χωριό

Mezire

Μένγκε (Menge)

Alaca

Αλατζά

χωριό

Mexila Kn

Μέξιλα Χάνι

Çatak

Τσατάκ

χάνι

Meriemana Deresi

Μεριεμανά Ντερέσι

Meryemana Deresi

Μεριεμανά Ντερέσι

ποτάμι

Mehasar

Μεϋχαζάρ (Meyhazar)

Yeniyol

Γενιγιόλ

χωριό

Moschiques Mnts.

Μοσχικά όρη (λάθος)

Soğanlı Dağları

Σογανλή Ντάγλαρι

βουνό

Murad Kn

Μουράτ Χάνι

χάνι

Muhurdju

Μουγιουρτζή52

Mühürcü

Μουχουρτζού

χωριό

Baibourt

Μπαϊμπούρτ

Bayburt

Μπαϊμπούρτ

πόλη

Balahor

Μπαλαχόρ

Akşar

Ακσάρ

κωμόπολη

Bech Kilissi

Μπες Κιλίσε (Beşkilise)

Mescitli

Μεστζιτλί

χωριό

Bektchile

Μπεκτσιλέρ (Bekçiler)53

Bekçiler

Μπεκτσιλέρ

Boklo Khan

Μπόκλο Χάνι

χάνι

Nive

Νίβε (Niv)

Arpali

Αρπαλί

χωριό

Demurdji Keui

Ντεμουρτζί Κιόι

Harmancık

Χαρμαντζίκ

χωριό

Demurdji Kn

Ντεμουρτζί Χάνι

χάνι

Dormen Déré

Ντορμέντερε

Değirmendere

Ντεγιρμέντερε

ποτάμι

Ostouk

Οσντούκ (Osduk)

Nişantaşı

Νισάντασι

χωριό

Of

Οφ

Of

Οφ

πόλη

Punchirghid

Παντσίργκα (Pançırga)

Çiçekli

Τσιτσεκλί

χωριό

Paryadres Mts.

Παρυάδρης όρος

βουνό

Platana

Πλάτανα (Pulathane)

Akçaabat

Ακτσααμπάτ

πόλη

Rizet

Ρίζε

Rize

Ρίζε

πόλη

Saman Su

Σαμάν Σου

Danişment Dere

Ντανισμέντ Ντερέ

ποτάμι

Sabran

Σαμπράν (Sobran)

Arzular

Αρζουλάρ

χωριό

Santa

Σάντα

Dumanlı

Ντουμανλή

χωριό

Tchap Khané

Σάπχανε (Şaphane)

Şaphane

Σάπχανε

χωριό

Sarmath Kn

Σαρμάτ Χάνι

χάνι

Schéilan Déré

Σκεϊλάν Ντερέ

Kelkit Çayı

Κελκίτ (Λύκος) π.

ποτάμι

Sulakly Su

Σολακλί Σου

Çataklı Çayı

Όφις π.

ποτάμι

Monastery

Σουμελά

Sumela

Σουμελά

μοναστήρι

Sorda

Σούντρα (Xudra)

Alemdar

Αλεμντάρ

χωριό

Surmeneh

Σούρμενα

Sürmene

Σούρμενα

πόλη

Surmeneh Su

Σούρμενε Σου

Manahoz Çayı

Μοναχός π.

ποτάμι

Stavros

Σταυρός (Σταυρίν)

Uğurtaşı

Ουγούρτασι

χωριό

Stavros Kn (Koulat)

Σταυρός Χάνι (Κουλάτ)

χάνι

Tarkanas

Ταρκανάς

Kocayokuş

Κοτζαγιοκούς

χωριό

Tach-Keupru

Τας Κιοπρού

Taşköprü

Τας Κιοπρού

γέφυρα

Tékké

Τεκκέ

Tekke

Τεκκέ

χωριό

Tendera

Τεντέρα

;

;

χωριό

Zambour

Τζανμπούρ (Canbur)

Dolayli

Ντολαϊλί

χωριό

Djevislik

Τζεβιζλίκ (Cevizlik)

Maçka

Μάτσκα

κωμόπολη

Tomla

Τόμλα (Tomla/Tumla)

Çiğdemtepe

Τσιγντέμτεπε

χωριό

Toronsos

Τόρανσος (Toransos)

Sorkunlu

Σορκουνλού

χωριό

Toufa

Τούφα54

χωριό

Trebizond

Τραπεζούς

Trabzon

Τράμπζον

πόλη

Tchaerlar

Τσαγιρλάρ (Λιβάδια)

Çayırlar

Τσαγιρλάρ

χωριό

Tchalouk

Τσαλούκ

Çalık

Τσαλούκ

χωριό

Tchartchi

Τσαρτσί

Çerçi

Τσερτσί

χωριό

Cheufter

Σεφκέρ (Sifker/Söfker)

Güneydere

Γκιουνέιντερε

χωριό

Tchoruk Su

Τσορούχ π. (Άκαμψις)

Çoruh

Τσορούχ

ποτάμι

Fol (Cerasus)

Φολ (Κερασούς Ξενοφώντος)

Vakfıkebir

Βακφίκεμπιρ

κωμόπολη

Folaki

Φολάκι(;) 55

;

;

χωριό

Ampsi Keui

Χαμσικιόι

Hamsiköy

Χαμσικιόι

χωριό

Khan

Χαν (κοντά στο Ζίγκανα Κιόι)

χάνι

Karava

Χάραβα (Harava)

İkisu

Ικισού

χωριό

Karava Déré

Χάραβα Ντερέ

İkisu Dere

Ικισού Ντερέ

ποτάμι

Karava Kn

Χάραβα Χάνι

χάνι

Khorshat Déré

Χαρσίτ Ντερέ

Harşit Çayı

Χαρσίτ π.

ποτάμι

Karta

Χαρτ (Hart)

Aydıntepe

Αϊντίντεπε

κωμόπολη

Kosch Oglan

Χος Ογλάν

Hoşoğlan

Χοσογλάν

χωριό

Ο Μπριό αναγνωρίζει ότι μπροστά στο δικό του όρος Θήχης (προς βορρά) υπάρχουν ψηλότερα βουνά που κλείνουν αναμφίβολα τη θέα προς τη θάλασσα. Αναφέρει λοιπόν στο άρθρο του ότι από τον δικό του Θήχη η θάλασσα φαινόταν στα βορειοδυτικά, στην άκρη τής ορεινής κοιλάδας τού Χαρσίτ, δηλαδή στις εκβολές τού ποταμού αυτού ανατολικά τής Τιρέμπολου. Είναι συζητήσιμο κατά πόσον αυτό είναι δυνατό, όχι μόνο επειδή η κοιλάδα τού Χαρσίτ ελίσσεται ανάμεσα στα βουνά, αλλά και επειδή το μήκος αυτής τής απόστασης, όπως αναφέραμε πιο πάνω, είναι σε ευθεία γραμμή 112 χιλιόμετρα.

Γιατί λοιπόν αναπαράγεται εδώ το άρθρο τού Μπριό αφού, με τις παραδοχές που υιοθετεί, δεν είναι πιθανό ότι είχε εντοπίσει το όρος Θήχης τού Ξενοφώντος; Η αξία τού άρθρου δεν βρίσκεται τόσο στην πρόταση για τη θέση τού όρους Θήχης, όσο στο πολύ κατατοπιστικό διάγραμμα που τη συνοδεύει. Το διάγραμμα αυτό (Χάρτης 12.1) μπορεί να θεωρηθεί ότι ανακεφαλαιώνει και περιλαμβάνει όλες τις διαδρομές τού 19ου αιώνα μεταξύ Μπαϊμπούρτ και Τραπεζούντας, όπως τις διαβάσαμε στις προηγούμενες ενότητες αυτού τού βιβλίου από άλλους περιηγητές.

Σύμφωνα με τις αφηγήσεις που προηγήθηκαν, οι περιηγητές μας κινήθηκαν μεταξύ Τραπεζούντας και Μπαϊμπούρτ, για την ακρίβεια μεταξύ Ματσούκας (Τζεβιζλίκ) και Μπαλαχόρ (Ακσάρ), από όλες σχεδόν τις διαθέσιμες διαδρομές. Αν εξαιρέσουμε το τελευταίο ταξίδι τού Λιντς, που ακολούθησε, ύστερα από παράλογο περιορισμό όπως γράφει ο ίδιος, το ίχνος τού νέου αμαξιτού δρόμου μέσω Ζύγαινας και Άρδασας (Τορούλ), όλοι σχεδόν οι άλλοι ακολούθησαν τον συντομότερο δρόμο μέσω Καρακαμπάν και Σταυρού. Αυτό δείχνει ότι η λεγόμενη καλοκαιρινή διαδρομή μεταξύ Τραπεζούντας και Ερζερούμ, δηλαδή ο δρόμος των καραβανιών, ο «δρόμος τού μεταξιού», βρισκόταν ανατολικά τού σημερινού αμαξιτού δρόμου. Φυσικά διέσχιζε τα βουνά σε υψόμετρο μεγαλύτερο από εκείνο τού περάσματος τής Ζύγαινας, όπως μάς εξήγησε πιο πάνω αναλυτικά ο Λιντς, αλλά αυτό πρακτικά δεν σημαίνει ότι τον χειμώνα χρησιμοποιούνταν ευρέως η «χειμερινή» διαδρομή μέσω Ζύγαινας και Άρδασας, αφού την εποχή εκείνη ο δρόμος ήταν πρακτικά κλειστός για τα καραβάνια, τόσο στο ορεινό του κομμάτι μεταξύ Τραπεζούντας και Μπαϊμπούρτ, κατά τη διέλευση δηλαδή από τις Ποντικές Άλπεις είτε από τη Ζύγαινα, είτε από το Καρακαμπάν, όσο και κατά τη διέλευση από την οροσειρά Κοπ μεταξύ Μπαϊμπούρτ και Ερζερούμ, είτε από το πέρασμα Κοπ είτε από το πέρασμα Κοτζαπουνάρ.

Το ζήτημα αυτό, όσο περιορισμένη σημασία κι αν έχει για την εξεταζόμενη περίοδο (19ος αιώνας), είναι πραγματικά κεντρικό για τον προσδιορισμό τής διαδρομής τής Καθόδου των Μυρίων και την αναγνώριση τού όρους Θήχης τού Ξενοφώντος. Σε βιβλίο που γράφτηκε παράλληλα με το παρόν,56 όπου αντιμετωπίζονται τα ζητήματα τής χρονολόγησης, των παρασαγγών και τής διαδρομής τής Καθόδου των Μυρίων όπως αυτά εξετάστηκαν σε πρόσφατες δημοσιεύσεις,57 αμφισβητείται η επικρατούσα άποψη ότι η πόλη Γυμνιάς τού Ξενοφώντος, σε απόσταση πέντε ημερών από την οποία οι Μύριοι έφτασαν στο όρος Θήχης, βρισκόταν είτε στη Μπαϊμπούρτ, είτε στην Ισπίρ ή οπουδήποτε αλλού δυτικά τού ποταμού Άρπασου τού Ξενοφώντος, που δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Άρπα Τσάι στα σημερινά σύνορα Τουρκίας και Αρμενίας.

Προτείνουμε ότι η Γυμνιάς ήταν το σημερινό Γκυουμρί τής βόρειας Αρμενίας και συμπεριλάβαμε στο βιβλίο αυτό το ταξίδι τού Χάμιλτον έξω από τον ιστορικό Πόντο, στη διαδρομή Ερζερούμ-Μπαρντές-Καρς-Ανί-Γκυουμρί-Καρς-Μπαρντές-Ισπίρ-Μπαϊμπούρτ, για να εξοικειώσουμε τον αναγνώστη με την προτεινόμενη διαδρομή τής Καθόδου.

Έχουμε δείξει ότι δεν έχει νόημα να ψάχνουμε για την πόλη Γυμνιάς στη Μπαϊμπούρτ ή στην Ισπίρ, γιατί πουθενά μέσα στην κοιλάδα τού Τσορούχ (θεωρούμενου στην περίπτωση αυτή ως Άρπασου τού Ξενοφώντος) δεν υπάρχουν οι τέσσερις ημέρες πορείας κατά Ξενοφώντα σε μεγάλη πεδιάδα (Ανάβ. 4.7.18). Έχουμε προτείνει ότι οι Μύριοι πορεύτηκαν προς τα ανατολικά με την εσφαλμένη εντύπωση ότι ο ποταμός Φάσις τού Ξενοφώντος, δηλαδή ο Αράξης (που χύνεται στην Κασπία), ήταν ο Κολχικός Φάσις (δηλαδή ο Ριόνι που χύνεται στη Μαύρη Θάλασσα). Ακολούθησαν λοιπόν τον Αράξη ακόμη και μετα τη συμβολή του με τον Άρπασο (Άρπα Τσάι), αλλά κατάλαβαν το λάθος τους όταν είδαν την προς νότο στροφή τού Αράξη στα νότια τού Ερεβάν. Κάπου εκεί κοντά βρήκαν τα σκυθικά χωριά αναψυχής (Ανάβ. 4.7.18), επιβεβαίωσαν την πραγματικότητα και κινήθηκαν προς βορρά επί τέσσερις ημέρες, πάνω στην κεντρική διαδρομή καραβανιών (Τιφλίδας-) Γκυουμρί-Ερεβάν (-Περσίας), φτάνοντας στην πόλη Γυμνιάς, δηλαδή στο Γκυουμρί.

Αν η Γυμνιάς βρισκόταν στο Γκυουμρί, προφανώς δεν ήταν εφικτή η άφιξη από εκεί στο όρος Θήχης, δηλαδή στα βουνά νότια ή νοτιοανατολικά τής Τραπεζούντας, μέσα σε πέντε μέρες. Όλα όμως τα προβλήματα χρονολόγησης και χιλιομέτρησης τής Καθόδου των Μυρίων, τα οποία συνδέονται με τις πέντε ημέρες τού Ξενοφώντος μεταξύ πόλης Γυμνιάς και όρους Θήχης, εξαφανίζονται, αν αντί για τις πέντε ημέρες τού Ξενοφώντος δεχτούμε τις δεκαπέντε ημέρες που προτείνει η μόνη άλλη διασωζόμενη πηγή μας για αυτά τα γεγονότα, δηλαδή η Ιστορική Βιβλιοθήκη τού Διόδωρου Σικελιώτη (1ος π. Χ. αιώνας). Μάλιστα ο πρόσθετος χρόνος 29 ημερών τού Διόδωρου, δηλαδή οι πιο πάνω 10 επιπλέον ημέρες πορείας (Διόδ. 14.29.3) καθώς και 19 επιπλέον ημέρες στάθμευσης, δηλαδή 4 στον ποταμό Φάσι (Αράξη) και 15 στους Ταόχους (Διόδ. 14.29.1), κλείνουν χωρίς κενά τη χρονολόγηση τής Κύρου Ανάβασης και τής Καθόδου των Μυρίων, χωρίς δηλαδή να απαιτούνται οι αυθαίρετες παραδοχές τής σύγχρονης βιβλιογραφίας.

Θα κλείσουμε με δύο σημειώσεις. Πρώτον, τοποθετούμε το όρος Θήχης τού Ξενοφώντος στα βόρεια τής Χαρτ (σήμερα Αϊντίντεπε), στα δεξιά τού διαγράμματος τού Μπριό (Χάρτης 1), στα υψώματα των βουνών πάνω από τον Οφ, τα οποία ο Μπριό ονομάζει λανθασμένα Μοσχικά όρη και σήμερα ονομάζονται Σογανλί Ντάγλαρι. Οι Μύριοι έρχονταν από ανατολικά, από το Γκυουμρί. Ο Θήχης δεν βρισκόταν επί τής διαδρομής τους, όπως έχει σωστά παρατηρήσει ο Χάμιλτον και διαβάσαμε πιο πάνω. [Χάμιλτον, Κωνσταντινούπολη-Τραπεζούς-Ερζερούμ (1836)]: «Πρέπει λοιπόν να δεχτούμε την άποψη ότι οι Έλληνες είδαν για πρώτη φορά τη θάλασσα από κάποιο πιο εσωτερικό σημείο. Και όταν θυμηθούμε ότι οδηγήθηκαν από τον οδηγό τους σε αυτό το σημείο, από το οποίο τούς είχε υποσχεθεί να τούς δείξει αυτό που είχαν τόσον καιρό λαχταρήσει, είναι πιο πιθανό ότι τούς οδήγησε σε κάποια απομονωμένη βουνοκορφή, παρά ότι η θάλασσα ήταν ορατή από το πέρασμα, ή από κάποιο άλλο σημείο τής οροσειράς, στο οποίο θα τούς οδηγούσε φυσιολογικά η διαδρομή που ακολουθούσαν». Έκαναν λοιπόν μικρή παράκαμψη πορείας τριών περίπου ωρών (15 περίπου χλμ), για να δουν τη θάλασσα από τις κορυφές τού βουνού. Στη συνέχεια κατέβηκαν από την πλευρά που είχαν ανέβει, δηλαδή προς νότο, διανυκτέρευσαν στη περιοχή τής Χαρτ και το επόμενο πρωί κινήθηκαν για λίγο νοτιοδυτικά, μέχρι το σημείο όπου συνάντησαν τούς Μάκρωνες στη συμβολή τού Τσορούχ και τού Σορκουνλού, δηλαδή ακριβώς πριν βγουν στον δρόμο των καραβανιών από Ερζερούμ προς Τραπεζούντα μέσω Μπαϊμπούρτ.

Η δεύτερη σημείωση έχει σχέση με την εφικτότητα τής διάνυσης αυτής τής απόστασης μεταξύ Γκυουμρί και Χαρτ σε 15 μέρες, αν δεχτούμε την πορεία 15 ημερών που αναφέρει ο Διόδωρος. Εδώ εμπλέκεται ένα ζήτημα που έχει ταλαιπωρήσει τη βιβλιογραφία και δεν είναι άλλο από τον ορισμό τού παρασάγγη τού Ξενοφώντος. Τι ακριβώς ήταν ο παρασάγγης; Αν ήταν περσική μονάδα μήκους, το μήκος αυτό θα ήταν μεταβλητό, θα ήταν συνάρτηση τής ταχύτητας κίνησης. Επομένως, εκεί όπου ο Ηρόδοτος, περιγράφοντας την περσική βασιλική οδό Σούσων-Σάρδεων, λέει ότι «ο παρασάγγης αντιστοιχεί σε 30 στάδια, όπως αναμφίβολα αντιστοιχεί»,58 πράγμα το οποίο, άλλωστε, αποτελεί τον μοναδικό στην ελληνική γλώσσα ορισμό τού παρασάγγη, δεν εννοεί ότι ο παρασάγγης ισούται με 5,768 ή 5,322 χιλιόμετρα, όπως αντιλαμβάνονται τα «ψηφιακά» μυαλά μετατρέποντας τον παρασάγγη από 30 στάδια σε μέτρα με βάση τον αντίστοιχο ορισμό τού σταδίου (192,27 μέτρα για το ολυμπιακό στάδιο, 177,40 μέτρα για το αττικό).59 Ο Ηρόδοτος λέει εδώ ότι ο παρασάγγης είναι η απόσταση που διανύεται σε μία ώρα υπό κανονικές συνθήκες, πράγμα το οποίο κατά την εποχή του (αλλά και σήμερα) σημαίνει απόσταση τής τάξης των πέντε έως έξι χιλιομέτρων. Στον αναγνώστη που θα επιμείνει να προσδιορίσει ψηφιακά τη χιλιομετρική αντιστοιχία τού παρασάγγη μέσα από την Κύρου Ανάβαση τού Ξενοφώντος, θυμίζουμε μόνο τούτο: σχεδόν κατά κανόνα ο Ξενοφών αναφέρεται σε ημερήσια διάνυση 5 παρασαγγών. Επομένως, είτε στρογγυλεύει συστηματικά, είτε εκφράζει τον παρασάγγη ως μέση ωριαία διάνυση. Θα μπορούσαμε εδώ να σημειώσουμε ότι, όπως υπενθυμίζει ο Αγαθίας Σχολαστικός τού 6ου μ. Χ. αιώνα, «οι Λαζοί έχουν επίσης την ίδια μονάδα μέτρησης, αλλά την ονομάζουν με το διαφορετικό όνομα ανάπαυλες και νομίζω για προφανή λόγο: γιατί οι αχθοφόροι τους σταματούν για λίγο για να ξεκουραστούν, όταν διανύουν έναν παρασάγγη και ακουμπούν κάτω το φορτίο τους».60 Αν μεταφέρουμε αυτή την πρακτική στην Κύρου Ανάβαση, τότε οι Μύριοι, μετά τη διάνυση ενός παρασάγγη, δηλαδή πορείας μιας ώρας, σταματούσαν για κάποιο διάστημα για να ξεκουραστούν. Αν σταματούσαν ύστερα από κάθε παρασάγγη για μία περίπου ώρα, τότε η μέση ημερήσια διάρκεια τής πορείας τους ήταν οκτώ-εννέα ώρες, δηλαδή πέντε ώρες πορείας συν τρεις έως τέσσερις ώρες ανάπαυλας, πράγμα που μοιάζει λογικό: ένα τρίτο τού ημερήσιου χρόνου στην πορεία, ένα τρίτο σε ελεύθερο χρόνο και ένα τρίτο για ύπνο.

Όλες αυτές οι εύλογες απόψεις επαληθεύονται από τις παρατηρήσεις δύο περιηγητών μας, τού Πόρτερ και τού Σμιθ, οι οποίοι αναφέρουν συστηματικά την ονομαστική απόσταση μεταξύ κάθε ζεύγους τόπων, καθώς και τα πραγματικά μίλια στα οποία αντιστοιχούσε αυτή. Μάλιστα ο Πόρτερ ονομάζει αγάτς αυτή τη διάνυση, διευκρινίζοντας σε δύο σημεία ότι εννοεί ωριαία διάνυση και φάρσανγκ, δηλαδή παρασάγγη.

Θα κλείσουμε αυτή την παρένθεση εκεί που την αρχίσαμε, δηλαδή αν ήταν πρακτικά εφικτό να διανυθεί η απόσταση μεταξύ Γκυουμρί (Γυμνιάς) και Χαρτ (15 χλμ νότια του όρους Θήχης) μέσα στις 15 ημέρες του Διόδωρου. Δεν θα χρειαστεί να κάνουμε τίποτε περισσότερο από το να αντιγράψουμε τη διάνυση όπως παρέχεται από τον Χάμιλτον. Ο αναγνώστης, πηγαίνοντας στο Παράρτημα Β΄ του Χάμιλτον, διαβάζει ακριβώς τα εξής (τόμος Β΄, σελ. 389):

«Διαδρομές στη Μικρά Ασία. Οι αποστάσεις παρέχονται σε τουρκικές ώρες αλλαγής αλόγων, όπως τις ανέφεραν οι μενζιλτζήδες, σύμφωνα με τον ρυθμό βαδίσματος των αλόγων και για τις οποίες πλήρωνα. Οι ώρες αυτές μπορούν κατά μέσο όρο να θεωρηθούν ίσες με τρία αγγλικά μίλια. Όπου δύο οι περισσότεροι αριθμοί ενώνονται με αγκύλες, αυτό σημαίνει ότι τα ίδια άλογα χρησιμοποιήθηκαν στο σύνολο τής απόστασης».

Ο Χάμιλτον συνεχίζει με πίνακα, από τον οποίο αντιγράφουμε το εξής απόσπασμα [σελ. 389-390]:

ώρες

Γκυουμρί-Καρς

10

Καρς-Μπαρντές

12

Μπαρντές-Ιντ

10

Ιντ-Λιεσγκάφ

7

Λιεσγκάφ-Χίζρα

5

}

Με τα ίδια άλογα

Χίζρα-Γιουντούκ

2

Γιουντούκ-Ισπίρ

8

Ισπίρ-Καρά Αγάτς

9

}

Με τα ίδια άλογα

Καρά Αγάτς-Μπαϊμπούρτ

9

Γκυουμρί-Μπαϊμπούρτ

72

Μπαϊμπούρτ-Τραπεζούς

32

Ο πίνακας αυτός είναι διπλά ενδιαφέρων. Πρώτον, μάς λέει ότι η απόσταση μεταξύ Γκυουμρί και Μπαϊμπούρτ ήταν 72 ώρες πορείας, δηλαδή 72 παρασάγγες. Καθώς Χαρτ (Αϊντίντεπε) και Μπαϊμπούρτ βρίσκονται πάνω και κάτω αντίστοιχα (βόρεια και νότια) από τη ροή του κύριου ρεύματος του Τσορούχ από δυτικά προς ανατολικά (βλέπε Xάρτες 12.1, 2, 3 και 4), απέχουν εξίσου από την Ισπίρ. Στους οδικούς χάρτες οι αντίστοιχες αποστάσεις είναι Ισπίρ-Αϊντίντεπε 99 χλμ και Ισπίρ-Μπαϊμπούρτ 98 χλμ. Επομένως η απόσταση Γκυουμρί-Ισπίρ-Χαρτ (Αϊντίντεπε) είναι ίδια με την απόσταση Γκυουμρί-Ισπίρ-Μπαϊμπούρτ, δηλαδή 72 παρασάγγες. Άρα, θεωρώντας ημερήσια πορεία 5 παρασαγγών, που είναι η μέση ημερήσια πορεία στην Κύρου Ανάβαση, η απόσταση μεταξύ Γκυουμρί (Γυμνιάς) και όρους Θήχης (15 χλμ, δηλαδή 2,5 παρασάγγες, βόρεια τού Αϊντίντεπε) ισούται με τους 75 παρασάγγες του Διόδωρου (15 ημέρες x 5 παρασάγγες/ημέρα = 75 παρασάγγες).

Δεύτερον, ο πίνακας μάς λέει ότι η απόσταση μεταξύ Μπαϊμπούρτ και Τραπεζούντας ήταν 32 παρασάγγες. Δηλαδή, αφαιρώντας τους 7 παρασάγγες του Ξενοφώντος για την τελευταία διάνυση των Μυρίων από τα χωριά των Κόλχων με το «τρελό» μέλι μέχρι την Τραπεζούντα,61 ότι η απόσταση τής Μπαϊμπούρτ από τα χωριά των Κόλχων ήταν 25 παρασάγγες. Όμως, 25 παρασάγγες είναι πορεία 5 ημερών (με τούς 5 παρασάγγες ανά ημέρα τού Ξενοφώντος). Επομένως, αν η Γυμνιάς βρισκόταν στη Μπαϊμπούρτ (ή στην Ισπίρ τού Μπριό), τότε οι Μύριοι θα είχαν βρεθεί σε πέντε μέρες από εκεί, όχι στο όρος Θήχης, αλλά κάπου κοντά στο Τζεβιζλίκ τού Μπριό (σήμερα Μάτσκα), 30 χλμ νότια τής Τραπεζούντας. Όλα αυτά τα ζητήματα εξετάζονται αναλυτικά στο βιβλίο που προαναφέρθηκε.62

error: Content is protected !!
Scroll to Top