<-10. Τόζερ: Τουρκική Αρμενία και Ανατολική Μικρά Ασία | 12. Μπριό: Μεταξύ Τραπεζούντας και Ερζερούμ τη δεκαετία τού 1870-> |
11. Χένρι Λιντς: Αρμενία: Ταξίδια και μελέτες
Η ακτή τού Ευξείνου και το λιμάνι τής Τραπεζούντας (1893)
Σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις, καλοκαίρι αλλά και χειμώνα, ο Λιντς ταξίδεψε με πλοίο κατά μήκος τής νότιας ακτής τής Μαύρης Θάλασσας, σχεδόν από τη μια άκρη στην άλλη. Δεν θυμόταν όμως να είχε δει τον ουρανό απαλλαγμένο από βαριά σύννεφα για δύο διαδοχικές ημέρες.1 Καθώς το πλοίο επιτάχυνε προς τα ανατολικά δίπλα στα βουνά τής Βιθυνίας, λεπτό πέπλο ομίχλης θα αναμίγνυε τα περιγράμματα τής στεριάς, ενώ καθώς η οροσειρά μεγάλωνε σε ύψος με κάθε μίλι που προχωρούσαν, ο ατμός θα συγκεντρωνόταν στις πάνω πλαγιές της σε μακρόστενους, οριζόντιους, μαύρους σωρούς. Ακόμη και όταν ο ήλιος αυτού τού νότιου κλίματος είχε διώξει από τον ουρανό και το πιο αργοπορημένο ίχνος ομίχλης, όταν ο ουρανός και το νερό θύμιζαν τις αποχρώσεις τής Μεσογείου, ολόκληρη την κλίμακα λαμπρών αποχρώσεων τού μπλε, κάπου στον ευρύ κύκλο τού ορίζοντα θα καραδοκούσαν οι διάσπαρτες δυνάμεις τής ομίχλης. Όμως το προπύργιο τού νέφους βρισκόταν στα βουνά τού Αχαλτσίκ, στους πρόποδες τού Καυκάσου, στην ακραία ανατολική γωνία τής θάλασσας. Μπορούσε άραγε να υπάρχει πιο ζοφερή ακτή; Εκεί ο ουρανός χαμήλωνε πάντοτε πάνω από τα σκούρα σαν μελάνι νερά, ενώ τα δάση τής ελάτης, που έντυναν την οροσειρά από την κορυφή ως τα νύχια, κυμάτιζαν απειλητικά, σαν φτερά πάνω σε πέπλο. Αυτές ήσαν, νόμιζε ο Λιντς, οι εντυπώσεις τις οποίες ο νους συνέδεε πιο στενά με τα χαρακτηριστικά αυτής τής θάλασσας και τής ακτής. Πόση αντίθεση με το χαμογελαστό τοπίο τού Βοσπόρου, τού στενού μέσω τού οποίου έμπαινε κανείς σε αυτή τη θλιβερή θάλασσα ή την άφηνε επιστρέφοντας στην πατρίδα του! Η ψύχρα ακολουθούσε το πλοίο που επέστρεφε προς τη δύση μέχρι το στενό κανάλι, ανάμεσα στα δασωμένα βράχια και διέλυε σε εύθραυστες μικρές ταινίες που άστραφταν στο λαμπρό φως το κύμα που σήκωνε η πλώρη του. Τα δελφίνια πηδούσαν από τα καταγάλανα νερά και εξακοντίζονταν λάμποντας στον αέρα. Για τον ταξιδιώτη που επέστρεφε από μακρύ ταξίδι στην Ασία και από επίπονη τραμπάλα σε αυτή τη γκρίζα θάλασσα, ο Βόσπορος, πάντοτε φωτεινός, χαρούμενος και όμορφος, μπορεί να έμοιαζε με πύλη τού παραδείσου πέρα από τον κόσμο των σκιών.
Ο χαρακτήρας τής ακτής δεν θα μπορούσε παρά να επηρεάζεται από αυτό το κλίμα, από αυτή την ατμόσφαιρα. Ακριβώς όπως οι ατμοί πύκνωναν εκεί όπου τα βουνά ήσαν πιο ψηλά, στη νοτιοανατολική γωνία τής θάλασσας, έτσι και η βλάστηση αύξανε σε ευθάλεια και ποικιλία όσο προχωρούσε κανείς προς τα ανατολικά. Τα βράχια και οι λόφοι γύρω από την είσοδο τού Βοσπόρου, οι Συμπληγάδες τού ελληνικού μύθου, που κλείνοντας έπιασαν τα φτερά τής ουράς τού περιστεριού, σύντομα έδιναν τη θέση τους στη ζώνη των δασωμένων βουνών, που υψώνονταν ακριβώς δίπλα στο κύμα και εκτείνονταν από τα δυτικά προς τα ανατολικά κατά μήκος ολόκληρης τής ακτής μέχρι τη Φάσιδα και το Βατούμ. Βήμα-βήμα ανέβαιναν από τη στενή λωρίδα άμμου και βοτσάλων και αναπτύσσονταν τόσο σε ύψος όσο και σε καθαρότητα περιγράμματος καθώς εκτείνονταν προς τα ανατολικά. Οι άνεμοι τής ανοιχτής θάλασσας, οι ψυχροί άνεμοι τής Σκυθίας, πετούσαν πάνω από το φράγμα τής οροσειράς. Και το πλοίο μπορούσε συχνά να αγκυροβολεί σε ήρεμα νερά, σε σημείο όπου η διαμόρφωση τής ακτής φαινόταν τουλάχιστον να προσφέρει την ελάχιστη προστασία. Όμως η υγρασία τού αέρα αιχμαλωτιζόταν στην ακτογραμμή και περιφερόταν στα ανώτερα επίπεδα των βουνών ή προσκολλιόταν στις σκεπασμένες με έλατα πλαγιές. Αυτές οι φυσικές συνθήκες ήσαν εξαιρετικά ευνοϊκές για τη βλάστηση, και όσο μεγάλωνε η κλίμακα επί τής οποίας λειτουργούσαν, τόσο πιο πλούσια γινόταν η ανάπτυξη δένδρων και θάμνων. Φτάνοντας τελικά στην περιοχή τής Φάσιδας, όπου το τείχος αυτής τής οροσειράς υψωνόταν από πάνω τους από τη μία πλευρά, ενώ η γραμμή τού Καυκάσου έκλεινε τον ορίζοντα από την άλλη, η παραλία ντυνόταν με πυκνά δάση, τα φυτά και τα αναρριχώμενα άνθιζαν με τροπική αφθονία.
Ο ταξιδιώτης, περνώντας από τον λαβύρινθο των αειθαλών δασών, θα μπορούσε να φαντάζεται ότι περπατούσε στις όχθες τού Αμαζονίου ή μέσα από τα ξέφωτα τής ορεινής περιοχής Μαζαντεράν τού βόρειου Ιράν που βρέχεται από τη νότια ακτή τής Κασπίας.
13-14 Αυγούστου. Το πλοίο τους ετοιμαζόταν να ταξιδέψει για τις όχθες τού Φάσι, «τού πιο απομακρυσμένου σημείου στο οποίο φτάνουν πλοία» σύμφωνα με την αναφορά τού Στράβωνος σε ανώνυμο τραγικό ποιητή: «Η Διοσκουριάς λοιπόν, που βρίσκεται σε τέτοιον κόλπο και καταλαμβάνει το ανατολικότερο σημείο ολόκληρου τού Ευξείνου Πόντου, ονομάζεται όχι μόνο μυχός τού Ευξείνου, αλλά και «μακρινότατο ταξίδι» (ἔσχατος πλοῦς). Και ο παροιμιώδης στίχος «εἰς Φᾶσιν ἔνθα ναυσίν ἔσχατος δρόμος», δηλαδή στη Φάσιδα, που αποτελεί το μακρινότερο ταξίδι των πλοίων, πρέπει να κατανοείται ότι ο ποιητής τού ιαμβικού στίχου δεν εννοούσε τον ποταμό, ούτε την ομώνυμη πόλη επί τού ποταμού, αλλά ότι με το όνομα μέρους τής Κολχίδας εννοούσε ολόκληρη την περιοχή, αφού πέρα από τον ποταμό και την ομώνυμη πόλη απομένει ακόμη ταξίδι σε ευθεία γραμμή μέσα στον μυχό, μήκους όχι μικρότερου των εξακοσίων σταδίων».2
Είσοδος στη Μαύρη Θάλασσα από τον Βόσπορο (Λιντς 1901)
Ήταν βράδυ όταν σήκωσαν άγκυρα από την Κωνσταντινούπολη και η νύχτα είχε ήδη πέσει καθώς περνούσαν τα βράχια τού Μπουγιούκντερε και ανοίγονταν στο στόμιο τού στενού [βλέπε εικόνα]. Αυτό το πρωί παρέκαμπταν τα βουνά τής Βιθυνίας κατευθυνόμενοι στην Άμασρα [την αρχαία Άμαστρι], έχοντας πίσω τους τούς γκρεμούς τού κάβο Μπαμπά, ενός ακρωτηρίου με δίδυμους λόφους. Αυτό το ακρωτήριο έκρυβε τη θέση τής Ηράκλειας, μιας από τις πιο σημαντικές από τις παλαιές ελληνικές πόλεις, τώρα μπαλωμένης με τα λείψανα τού προηγούμενου μεγαλείου της και στερημένης τής δόξας τού αγάλματός της τού Ηρακλή, με λεοντή, ρόπαλο, φαρέτρα, τόξο και βέλη, όλα σφυρήλατα από ατόφιο χρυσάφι.
Η ίδια ψηλή ακτή και τα έντονα ακρωτήρια συνόδευαν την πορεία τους. Σε λίγες ώρες προσπέρασαν το ακρωτήριο Κάρεμπε [Κάραμβις]3 και ο ήλιος δεν είχε ακόμη πέσει καθώς έριχναν άγκυρα στα ανοιχτά τής Ινέμπολου [Ινέπολης], τού σημείου εξόδου των πλούσιων περιοχών γύρω από την Κασταμούνι [Κασταμονή], που ευημερούσε τώρα ίσως περισσότερο από αυτά τα δυτικά ποντιακά λιμάνια.
Ερεγλί (Ηράκλεια), Ινέμπολου (Ινέπολις), Σινόπ (Σινώπη), Σαμσούν (Αμισός), τα πλοία συχνά σταματούσαν σε ένα ή δύο από αυτά τα μέρη. Ωστόσο πόσο λίγο απέμενε από τις παλαιές ελληνικές πόλεις τής Αργοναυτικής ακτής!
Η Ινέμπολου (Ινέπολις) σε καρτ-ποστάλ εποχής
Πατώντας κανείς στη στεριά, θα έβλεπε να ανασύρονται εκεί οι ψηλόπρυμνες γαλέρες, πολύ παρόμοια με τον αρχαίο τρόπο, πάνω στη στενή λωρίδα άμμου. Αλλά ο λόφος στον οποίο αναζητούσε την αρχαία ακρόπολη εμφανιζόταν τώρα γυμνός από κάθε κτίριο, ενώ μόνο ύστερα από προσεκτική αναζήτηση και επιμελή έρευνα θα έβρισκε κάποια πέτρα με ελληνική επιγραφή τής ρωμαϊκής περιόδου, ενσωματωμένη στο στήριγμα σύγχρονης γέφυρας ή κοροϊδεύοντας την πιο τραχιά τοιχοποιία ενός τούρκικου τοίχου. Μάλιστα εκεί στην Ινέμπολου, μισοβυθισμένο στο έδαφος λίγα βήματα από την ακτή, βρισκόταν λαμπρό κομμάτι από λευκό μάρμαρο με ανάγλυφα γλυπτά. Σειρά από λευκά σπίτια με στέγες από κόκκινα κεραμίδια φώλιαζε κάτω από το ορεινό τείχος. Οι Έλληνες ζούσαν από τη μία πλευρά, οι Τούρκοι από την άλλη. Και ο ευφυής άνθρωπος στον οποίο συνήθως απευθυνόταν κάποιος, ήταν ένας Αρμένιος με ευρωπαϊκή ενδυμασία. Το πλοίο τους δεν έπιανε στη Σινόπ σε αυτό το ταξίδι, στη Σινώπη τού ανοικτού χώρου και τού ευρύχωρου όρμου, τής οποίας τα τείχη φαινόταν ότι είχαν αντισταθεί στη γενική κατάρρευση και υψώνονταν από το νερό, ακόμη και τώρα τέλειο μοντέλο οχυρωμένης μεσαιωνικής πόλης. Κατά τη διάρκεια τής νύχτας κύκλωσαν την καμπούρα τής Ανατολίας και πριν από το μεσημέρι είχαν δέσει στον κόλπο τής Σαμσούν, προς το κέντρο μεγάλης καμπύλης ζωσμένης από λευκά σπίτια με κόκκινα κεραμίδια, πέρα από τα οποία τα ερειπωμένα τείχη τής αρχαίας Αμισού εξακολουθούσαν να ξεπροβάλλουν από τα βάτα στην κορυφή τού λόφου που έκλεινε το τοπίο προς τα βορειοδυτικά. Αλλά και στη Σαμσούν φαινόταν ότι η καταστροφή βρισκόταν σε εξέλιξη. Ο Λιντς έψαχνε μάταια για τον μεγάλο πύργο, παλαιό γνώριμο, στο νοτιοανατολικό άκρο τής παραλίας. Αναγνώριζε το σημείο όπου βρισκόταν, στο τέλος τού διαμήκους θαλάσσιου τείχους, ορισμένα τμήματα τού οποίου διασώζονταν ακόμη. Αλλά τα θεμέλια μόνο είχαν γλυτώσει από την κατεδάφιση, ενώ τα λίγα μεγάλα κομμάτια πέτρας που εξακολουθούσαν να βρίσκονται διάσπαρτα στο έδαφος, μαρτυρούσαν μάλλον την αδιαφορία τού Τούρκου εργολάβου, παρά οποιονδήποτε σεβασμό εκ μέρους των εργοδοτών του για την ομορφιά και το συμφέρον τής πόλης τους.
Οι χώροι αυτών των παραθαλάσσιων πόλεων είχαν προσδιοριστεί από τα χαρακτηριστικά τής σειράς των δασωμένων ασβεστολιθικών κορυφογραμμών που υψώνονταν κατά μήκος τής ακτής. Μερικές φορές θα υπήρχε κάποια σχισμή σε αυτή τη διαμήκη ζώνη των βουνών, μια εγκάρσια σχισμή στην υφή τής οροσειράς, η οποία, με το ποτάμι της που θροΐζοντας έδινε πρόσβαση στο εσωτερικό, είχε προσελκύσει την εγκατάσταση οικισμού. Το μάτι αναπαυόταν με ευχαρίστηση στο βαθύ πράσινο αυτών των στενών κοιλάδων. Ο ασβεστόλιθος υψωνόταν πολύ πιο πάνω τους και προστάτευε την πλούσια ανάπτυξη δένδρων και θάμνων. Αλλού η οροσειρά υποχωρούσε από την άκρη τού νερού, σαρώνοντας προς την ενδοχώρα με τη μορφή τεράστιου αμφιθέατρου και καμπυλώνοντας και πάλι προς τα έξω, για να σχηματίσει μακρινό ακρωτήριο στην έντονη και ελικοειδή ακτή. Η πρώτη περιγραφή ίσχυε για τη θέση τής Ινέμπολου. Η δεύτερη μπορούσε να απεικονιστεί με τυπικό τρόπο στην περιοχή τής Σαμσούν. Εκεί το ανοικτό διάστημα τού φαρδιού ημικύκλιου ήταν γεμάτο λόφους και επίπεδες εκτάσεις, που απέφεραν άφθονα σιτηρά. Ήταν αλήθεια ότι οι εκβολές των δύο μεγαλύτερων ποταμών, τού Άλυ και τού Ίρι, παρουσίαζαν εξαιρέσεις από τη συνήθη διαμόρφωση τής ακτής. Αυτά τα σημαντικά ποτάμια σχημάτιζαν εκτεταμένα δέλτα, που προεξείχαν μακριά, μέσα στη θάλασσα. Για κάποιο διάστημα, καθώς τα περνούσε κανείς, έχανε σχεδόν από τα μάτια του τα βουνά και η θέα εκτεινόταν σε χαμηλές, ελώδεις εκτάσεις, σπαρμένες με δένδρα. Καθώς περιέζωναν το δέλτα τού Άλυ, κοίταζαν προς τα κάτω, πάνω σε μια τέτοια δασωμένη πεδιάδα απέναντι από στενή όχθη αμμώδους ακτής.
Η Ινέμπολου (Ινέπολις) σε καρτ-ποστάλ εποχής
Φαινόταν σαν να είχε βυθιστεί η συμπαγής στεριά, μέσα από αυτό το λεπτό φράγμα, κάτω από τη στάθμη των υδάτων στα οποία ταξίδευαν. Το δέλτα τού Άλυ ήταν τόσο διάσημο για τα καπνά του, όσο εκείνο τού Ίρι για το καλαμπόκι του, ενώ η Μπάφρα και ο Τσαρσαμπάς γίνονταν πια σοβαροί ανταγωνιστές των παλαιών ελληνικών πόλεων τής ακτής.
Πράγματι, ακόμη και κατά μήκος αυτής τής απομακρυσμένης ακτής η παλιρροϊκή ροή τού δυτικού πολιτισμού σίγουρα κατευθυνόταν και πάλι προς τα ανατολικά. Πόσο πολύ είχαν αλλάξει οι συνθήκες τής ανθρώπινης ζωής γύρω από αυτά τα μοναχικά νερά κατά τα τελευταία εξήντα χρόνια! Πριν από εξήντα χρόνια το πρώτο ατμόπλοιο οδήγησε τον καπνό και τον ατμό του πέρα από αυτά τα ακρωτήρια και τούς όρμους, αβέβαιης ακόμη φήμης. Τα σκλαβοκάραβα μόλυναν τα λιμάνια τής ακτής, ενώ, αν φαινόταν πανί στον ορίζοντα, ήταν κατά πάσα πιθανότητα πανί δουλέμπορου. Ένοπλες ομάδες εξακολουθούσαν τις επιδρομές στις εσοχές τής Γεωργίας για τη λεία τους, όμορφα αγόρια και κορίτσια, ενώ γονείς που ήθελαν να σώσουν τις κόρες τους από το σκλαβοπάζαρο θα τις έβαζαν, όταν ήσαν ακόμη παιδιά, σε ένα από τα πολυάριθμα οχυρωμένα μοναστήρια που έστεφαν τις κορυφές των λόφων τής χώρας τους. Σιγά-σιγά η λαβή τού νόμου έσφιξε πάνω στους λαούς τής Υπερκαυκασίας, μια αυστηρή δύναμη την οποία κινούσε η επιμονή μέγγενης από τη μακρινή Ρωσία, από τον βορρά, ενώ από τα δυτικά, ίσως λιγότερο συστηματικά, με μικρότερη συνοχή μεθόδων, το ευρωπαϊκό εμπόριο σερνόταν κατά μήκος αυτής τής τουρκικής ακτής τής θάλασσας και επέκτεινε συνεχώς στην ενδοχώρα τις διαλυτικές επιδράσεις τής επιρροής του. Ήδη προς τα μέσα τού αιώνα οι Ρώσοι σάρωναν αυτά τα νερά με τα ταχύπλοα ατμόπλοιά τους, ενώ τα σκάφη τής ακτοφυλακής τους απέκλειαν όλη την ακτή τής Κιρκασίας, προφυλάσσοντας από την εισαγωγή όπλων. Μόνο όταν η χειμερινή περίοδος ήταν πολύ θυελλώδης, όταν τα ταχύπλοα αποσύρονταν στα λιμάνια τους και οι Κοζάκοι δεν τολμούσαν πια να αντιμετωπίσουν την ανοιχτή θάλασσα, μόνο τότε ο καπετάνιος τού δουλεμπορικού πλοίου θα έβγαινε για το επικίνδυνο ταξίδι του από κάποιον δασωμένο ορμίσκο τής ανατολικής ακτής. Στις ημέρες τους αυτού τού είδους η κίνηση είτε είχε σταματήσει εντελώς ή διεξαγόταν μέσα από σκοτεινά και μυστικά κανάλια, που ήταν δύσκολο να εντοπιστούν. Στη Ρωσία έπρεπε να πιστωθεί αυτό το επίτευγμα, το οποίο συνόδευσε την επέκταση τής αυτοκρατορίας της μέχρι κάτω στην ανατολική ακτή τής Μαύρης Θάλασσας. Στην Ευρώπη και στην αυξανόμενη επαφή με τις ευρωπαϊκές αγορές οφειλόταν η αυξανόμενη ευημερία αυτών των πόλεων τής τουρκικής ακτής, αλλά και η ίδια η εικόνα που παρουσίαζαν. Νέες κατοικίες, πολύ πιο στέρεες στην κατασκευή από τις προκατόχους τους, μεταμόρφωναν την όψη τής ακτής. Ψημένα τούβλα ή λιθοδομή έπαιρναν τη θέση τού ξύλου, ενώ τα υλικά αυτά επενδύονταν με στρώση σοβά, που βαφόταν με καθαρό λευκό. Τα ανοίγματα των παραθύρων ήσαν μεγάλα και το βράδυ ή το πρωί σειρά από μεγάλους υαλοπίνακες αντανακλούσε τη λάμψη. Ακόμη και η κυβέρνηση έδειχνε κάποια σημάδια προόδου. Αμαξιτοί δρόμοι είχαν κατασκευαστεί προς τις πόλεις τής ενδοχώρας, από την Ινέμπολου προς το κέντρο τής Κασταμούνι στην ενδοχώρα, από τη Σαμσούν προς την Αμάσεια και τη Σίβας [Σεβάστεια].
15 Αυγούστου. Έχοντας σηκώσει άγκυρα από τη Σαμσούν τη νύχτα, ήταν νωρίς το πρωί καθώς έριχναν άγκυρα στη Γκίρεσουν, την Κερασούντα με τον πυργωμένο της βράχο ριγμένο στη θάλασσα από την οροσειρά, το αγέρωχο ακρωτήρι τού κόλπου, από το οποίο η πόλη καμπύλωνε προς τα δυτικά και βυθιζόταν στην άκρη τού νερού κάτω από τη σκιά τού ορεινού τείχους. Αν δεν υπήρχαν οι βελονίσιες μορφές των μιναρέδων και των κυπαρισσιών, που υψώνονταν πάνω από τις βεράντες λευκών τοίχων και τις κόκκινες στέγες που ανηφόριζαν από την άκρη τού νερού, θα μπορούσαν να πλέουν στον Ρήνο, περνώντας από κάποιον ζοφερό παλαιό πύργο, που δέσποζε πάνω στο σύμπλεγμα ειρηνικών κατοικιών, οι οποίες ζάρωναν από φόβο στα πόδια του. Σε λιγότερο από τρεις ώρες οι μαούνες είχαν αδειάσει και συνέχιζαν την πορεία τους. Σχεδόν αμέσως περνούσαν κοντά από μικρό νησί, πράγμα σπάνιο κατά μήκος αυτής τής ακτής. Ήταν απλή κηλίδα βράχου, όμορφα περικυκλωμένη από φεουδαρχικά τείχη και πύργους. Η οροσειρά στο δεξί τους χέρι συνέχιζε να μεγαλώνει σε ύψος. Σκληρά πορφυριτικά πετρώματα άρχιζαν να παίρνουν τη θέση τού καταρρέοντος ασβεστόλιθου. Οι κορυφογραμμές, στρωμένες μέχρι πάνω με έλατα, υψώνονταν η μια πίσω από την άλλη, ολοένα πιο ψηλές και πιο απότομες. Ταυτόχρονα οι χαμηλότερες πλαγιές πρασίνιζαν περισσότερο. Περιβόλια και φυτείες έντυναν κάθε ανάπαυλα ανοιχτής γης. Μικροί οικισμοί διαδέχονταν ο ένας τον άλλο πιο στενά, τα σπίτια κρυφοκοίταζαν με τα λευκά τους πρόσωπα πίσω από το μαλακό, φυλλώδες πράσινο φόντο.
Τέτοια ήταν η εμφάνιση τής ακτής που παρέκαμπταν αυτό το πρωί! Με τα βουνά να μεγαλώνουν σε ύψος, τη βλάστηση να αυξάνεται, τις χαρακτηριστικές ομορφιές τής ακτής τώρα, ίσως για πρώτη φορά, να αποτυπώνουν μόνιμη εικόνα στο μυαλό. Όπως η Μεσόγειος, έτσι και αυτή η θάλασσα δεν είχε σχεδόν καθόλου παλίρροιες και η στενή λωρίδα άμμου, πάνω στην οποία πάφλαζαν τα κύματα, ήταν απαλλαγμένη από τα γλοιώδη στρώματα γιγάντιων φυκιών, τα οποία, διασκορπισμένα σε ευωδιαστές ταινίες πάνω στις αγγλικές τους ακτογραμμές, ακόνιζαν τη φρεσκάδα τής θαλάσσιας αύρας τους. Πέρα από αυτή την άκρη υψώνονταν τα πρώτα κεντρίσματα των βουνών ή κατέβαιναν αμέσως στα βαθιά, καθαρά νερά με τη μορφή έντονων ακρωτηρίων. Αν αυτή η ακτή υπολειπόταν άλλων σε ποικιλία περιγράμματος, ενώ τής έλειπαν εκείνοι οι συνδυασμοί δαντελωτών κόλπων και ριγμένων στη θάλασσα νησιών, που πρόσφεραν τέτοια ομορφιά στα τοπία τής δυτικής Μικράς Ασίας και στην ευρωπαϊκή ακτή τής Μεσογείου θάλασσας, δεν ξεπερνιόταν από καμία στη διακριτότητα τού χαρακτήρα, στη μοναδικότητα τής επίδρασης.
Μέρα με τη μέρα ήταν η ίδια μακρά ζώνη βουνών που ακολουθούσαν πάντοτε την ακτή, η ίδια μακρά σειρά από παράλληλες κορυφογραμμές, που υψώνονταν σχεδόν παράλληλα προς την ακτή. Η επιμονή τού ορεινού τοπίου, η κανονικότητα τού συστήματος, τα πολλά σημεία κατά μήκος τής ακτής για ολοένα αυξανόμενη ανάπτυξη τής κλίμακας των ορεινών τειχών που βρίσκονταν πίσω, όλα συνέβαλλαν στην αυξανόμενη συνειδητοποίηση, ότι αυτοί οι πρόποδες τού φράγματος, οι ευχάριστες εσοχές αυτής τής ακτής, δεν ήσαν παρά το κατώφλι κάποιου επιβλητικού τμήματος φυσικής αρχιτεκτονικής, τής οποίας λαχταρούσαν να καταλάβουν το σχέδιο. Ενώ η φαντασία διεγειρόταν από αυτή την πληρότητα χαρακτηριστικών, το μάτι ευχαριστιόταν επίσης. Άλση ψηλών ελάτων έντυναν τις πλαγιές και ανέβαιναν στις κορυφές, προεξέχοντας στις κυματιστές πλάτες των ραχών απέναντι στο φως τού ουρανού. Όπου το έδαφος ευνοούσε, υπήρχαν ωραία περιβόλια και άφθονη ανάπτυξη φυτών και δένδρων. Η φύση έδινε την πρώτη ένδειξη εκείνου τού «αειπράσινου», για το οποίο φημιζόταν η ακτή τής Κολχίδας.
Η Κερασούς (Γκίρεσουν) σήμερα. Όψη από το κάστρο
(φωτ. Ν. Παραδεισόπουλος 2014)
Η εκκλησία τού Αγίου Νικολάου, σήμερα Μουσείο Γκίρεσουν (Κερασούντας)
(φωτ. Ν. Παραδεισόπουλος 2014)
Κατά το μεσημέρι κατευθύνονταν προς καλά διαγραφόμενο ακρωτήριο που προεξείχε προς τα βόρεια. Διακρινόταν από έντονους γκρεμούς, που διασπώνταν στη μορφή βράχων πριν φτάσουν στην άκρη τού νερού, καθώς και από σειρά από βαθιές κοιλάδες, που κατέβαιναν και από τις δύο πλευρές στην άκρη τού νερού. Ήταν το ακρωτήριο τού «ιερού βουνού», τού Ιερού Όρους, που τώρα ονομαζόταν Γιορός, Ιερός, ή απλά Όρος και αποτελούσε το δυτικό όριο εκείνης τής σειράς μικρότερων οδοντώσεων, που συνέθεταν τον πανέμορφο κόλπο τής Τραπεζούντας. Τα Πλάτανα, ο πιο γραφικός από τούς μικρούς οικισμούς, φώλιαζε καλά κάτω από την προστασία τού ακρωτηρίου στα δυτικά του, όπως βλέπεις κανείς προσπερνώντας αυτό το άκρο, ενώ στην ανατολική πλευρά τού κόλπου, εκτεθειμένη στους ισχυρούς βορειοδυτικούς ανέμους τής θάλασσας, βρισκόταν η τοποθεσία τής παλαιάς πόλης τής Τραπεζούντας. Από το λιμάνι αυτό ξεκινούσε η κύρια λεωφόρος επικοινωνίας μεταξύ τής τουρκικής Αρμενίας και τής θάλασσας. Και πέρα από τα βουνά, στα νότια αυτής τής άγριας παράκτιας οροσειράς, την οποία διέσχιζε τώρα αμαξιτός δρόμος, βρίσκονταν οι πεδιάδες τού αρμενικού οροπεδίου. Το πλάτος αυτής τής ορεινής ζώνης που συνόρευε με την Αρμενία, η συνεχής αλυσίδα κορυφογραμμών που υψώνονταν η μια πίσω και ψηλότερα από την άλλη και οδηγούσαν σαν σκάλα στην άκρη τού αρμενικού οροπεδίου, αποτελούσε σε αυτήν την τομή τής οροσειράς κατευθείαν απόσταση 50 περίπου μιλίων [80 περίπου χλμ]. Όταν τα τριαντάφυλλα ευωδίαζαν στους κήπους τής ακτής, τα ποτάμια τής Αρμενίας μπορεί να ήταν ακόμη παγωμένα. Αδιάσπαστο φύλλο χιονιού μπορεί να τύφλωνε τα μάτια τού ταξιδιώτη, καθώς διείσδυε από αυτή την παραμεθόριο περιοχή παράλληλων κορυφών και κοιλοτήτων προς τα ανοικτά τοπία τού οροπεδίου.
Πενήντα μίλια περίπλοκης ορεινής χώρας, που κατοικούνταν σε όλες τις περιόδους από αραιό και λίγο πολιτισμένο πληθυσμό αμφίβολης ή μικτής καταγωγής! Το γεγονός δεν αρκούσε καθόλου ως εξήγηση τής απομόνωσης τής Αρμενίας, τής απόστασης σε ολόκληρη τη διάρκεια τής ιστορίας ανάμεσα στις μεγάλες σιτοπαραγωγές πεδιάδες τής ενδοχώρας από τις παράκτιες πόλεις τής Μαύρης Θάλασσας. Ενώ οι ελληνικές πόλεις στα παράλια, προστατευμένες πίσω από το φράγμα τής οροσειράς, βρήκαν φυσική και σχεδόν αδιάκοπη σύνδεση με τα κύρια ρεύματα τής δυτικής ιστορίας και τής δυτικής ζωής, η αρμενική χώρα και ο λαός της, πλήρως εκτεθειμένοι στις επαναστάσεις τής Ασίας, ανήκαν ουσιαστικά στην Ανατολή.
Όμως αυτά τα καταρρέοντα τείχη και οι πύργοι, που αναδύονταν κατά διαστήματα μέσα από τη φυλλωμένη υπερανάπτυξη αναρριχητικών φυτών και δένδρων, διεκδικούσαν μεγαλύτερο μερίδιο τής προσοχής τους από μια απλή επί τροχάδην αναφορά στο λιμάνι τής Τραπεζούντας.
Τραπεζούς: Τελωνείο και χώρος αποβίβασης σε καρτ-ποστάλ εποχής
Επειδή, πρώτον, κανένας ταξιδιώτης που επρόκειτο να εισέλθει στο εσωτερικό από αυτή τη γνωστή και πολυταξιδεμένη διαδρομή, δεν θα απέφευγε να υποστεί τη γοητεία που ανήκε σε αυτά τα ερείπια, ή να αισθανθεί το ενδιαφέρον του να εξάπτεται από τα μνημεία που παρέμεναν εδώ, μιας αυτοκρατορίας ξεχασμένης από καιρό στη Δύση. Ούτε μπορούσε ένα μυαλό, που είχε τραφεί με τη δυτική λογοτεχνία, να αγνοήσει τη σημασία τής κατανόησης των γεγονότων τής δυτικής ιστορίας, που άγγιζαν αυτή την απομακρυσμένη ακτή. Τα χρονικά τής Τραπεζούντας, ενώ απεικόνιζαν και τα ίδια σε μεγάλο βαθμό επαναλάμβαναν τις τύχες αυτών των παράκτιων πόλεων, ενώνονταν με μια κλωστή, που σπάνια αποκόπηκε από τον ιστό των δυτικών πραγμάτων. Ο Λιντς αναφέρεται εδώ στο Τραπεζουντιακόν Χρονικόν (1204-1426), γραμμένο από τον Μιχαήλ Πανάρετο.
Το Χρονικόν, η μόνη άμεση πηγή για την ιστορία τής μεσαιωνικής αυτοκρατορίας τής Τραπεζούντας (1204-1461), ήταν άγνωστο μέχρι την ανακάλυψή του κατά τον 19ο αιώνα από τον Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράγιερ, ανάμεσα στα χαρτιά τού καρδινάλιου Βησσαρίωνος (1403-1472). Δημοσιεύτηκε από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο στον Νέο Ελληνομνήμονα το 1907.
16 Αυγούστου. Το πρωί ήταν η κατάλληλη ώρα να φτάσει κανείς στην Τραπεζούντα, ίσως για να ξυπνήσει όταν το πλοίο βρισκόταν αγκυροβολημένο με ασφάλεια, ενώ φυσούσε από τη στεριά ελαφρύς άνεμος. Το πλοίο, ερχόμενο από τα δυτικά, διέσχιζε τον κόλπο από το Ιερό ακρωτήριο προς αντίστοιχο ακρωτήριο στα ανατολικά και δεν έκοβε μέχρι να περάσει αυτό το μικρότερο ακρωτήριο και να αποκλείσει ή σχεδόν να αποκλείσει από τη θέα τον ευρύ κόλπο. Το αγκυροβόλιο βρισκόταν στους πρόποδες τού ανατολικού προαστίου τής πόλης, που ήταν τώρα το πιο ανθηρό τμήμα της, ενώ το προάστιο ανέβαινε το πίσω μέρος τού μικρού ακρωτηρίου και κατέβαινε μέχρι το νερό στην απέναντι ή δυτική πλευρά. Ο όρμος που υποχωρούσε από το ακρωτήριο δεν ήταν βαθύς και εκτεταμένος, ενώ το καταφύγιο που πρόσφερε ήταν τόσο μερικό, ώστε σε θυελλώδεις καιρικές συνθήκες ένα πλοίο μπορούσε να υποχρεωθεί να κατευθυνθεί στα Πλάτανα και να αναζητήσει καταφύγιο κάτω από την υπήνεμη πλευρά τού Ιερού ακρωτηρίου, τώρα δεκαπέντε περίπου μίλια μακριά. Αυτή η διαμόρφωση τής ακτής μπορούσε να θεωρηθεί ότι έδινε δύο πρόσωπα στην περιοχή τής Τραπεζούντας. Ενώ η αρχαία πόλη με τα ερείπια κοίταζε προς τη θάλασσα και προς τα δυτικά, ελέγχοντας το πιο ήπιο τοπίο τού κόλπου, στο αγκυροβόλιο ανήκε ανατολικός προσανατολισμός και θέα πέρα από την εκβολή τού περίφημου ποταμού Πυξίτη, κατά μήκος τού πιο άγριου τμήματος τής παράκτιας περιοχής.
Αντικρύζοντας το αγκυροβόλιο, στα ανατολικά των λευκών σπιτιών που σκαρφάλωναν στις δυτικές παρυφές τής ανυψούμενης γης, ένας έντονα διαγραφόμενος βράχος δέσποζε πάνω από το νερό, με απότομα πρανή από σκούρο πέτρωμα. Η όψη αυτού τού βράχου ήταν σχεδόν γυμνή από βλάστηση, αλλά η κορυφή του, που ήταν επίπεδη, ήταν εντελώς καλυμμένη με χαλί από μαλακό χλοοτάπητα. Ο βράχος αυτός ήταν 850 πόδια [280 περίπου μέτρα] πάνω από το επίπεδο τής θάλασσας. Ανατολικά και δυτικά ο λόφος κατέβαινε με ήπια κλίση, από τη μία πλευρά μέχρι τις εκβολές τού Πυξίτη και από την άλλη μέχρι το μικρό ακρωτήριο και την πόλη. Αλλά αν τον προσέγγιζε κανείς από την πόλη ή από την κοιλάδα τού ποταμού, δεν ήταν εύκολο να αναρριχηθεί στις πλαγιές. Στον νότο ενωνόταν με το ημικύκλιο τής παράκτιας οροσειράς, η οποία υποχωρούσε πέρα από τον ποταμό σε ευρύ αμφιθέατρο, αγκαλιάζοντας τόσο τούς όρμους όσο και ολόκληρη την πόλη. Έτσι αυτή η χερσόνησος τού βράχου με την επίπεδη σαν τραπέζι κορυφή απέκοπτε την ίδια την πόλη από το επίπεδο έδαφος γύρω από τον ποταμό. Και ενώ ένας δρόμος ανηφόριζε αυτές τις πλαγιές για να ενώσει τις δύο κοιλάδες, ο ἀλλος ελισσόταν προς τα έξω, κατά μήκος τού ποδιού τού βράχου, ακολουθώντας την καμπύλη τής ακτής.
Ο Λιντς θυμόταν ότι, όταν κοίταξε για πρώτη φορά την πόλη από πάνω, εντυπωσιάστηκε αμέσως από τον τρόπο με τον οποίο αυτό το έντονο φυσικό χαρακτηριστικό αντιστοιχούσε στο όνομά της (Τραπεζούς). Θα μπορούσε άραγε το σχήμα που υποδήλωνε η μορφή τραπεζιού να παρουσιαστεί από τη φύση με πιο πειστικό τρόπο, απ’ όσο με αυτή τη μάζα βράχου, που υψωνόταν πάνω από τη θάλασσα και από τις κοιλάδες προς μια κορυφή, που ήταν σχεδόν απόλυτα επίπεδη; Το όνομα όμως δεν φαινόταν ότι καταγόταν από μια δικαιολόγηση τόσο εντυπωσιακή και ταυτόχρονα σαφή, αλλά μάλλον ότι προερχόταν από τη διαμόρφωση τού εδάφους στον δυτικό κόλπο, πάνω από τον οποίο χτίστηκε το αρχαίο φρούριο. Μάλιστα αυτή η φυσική εξέδρα ήταν σίγουρα το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό τής θέσης τής Τραπεζούντας. Οι Τούρκοι, που δεν είχαν αρχαιολογικές ευαισθησίες, τού έδιναν τη θαμπή και χωρίς διακρίσεις ονομασία Μπόζτεπε, γκρίζος λόφος, βασίζοντας το όνομα στο χρώμα τού τραχειτικού βράχου από τον οποίο αποτελούνταν ο λόφος. Οι Έλληνες από παλιά τον γνώριζαν ως Μίθριον όρος από άγαλμα τού θεού Μίθρα, που ήταν στημένο σε αυτό το υπερυψωμένο σημείο. Δεν ήταν εύκολο να φανταστεί κανείς πιο πλεονεκτική θέση, από την οποία να είχε εποπτεύουσα θέα τής πόλης και τής ακτής. Μπορούσε κανείς να βαδίσει 500 περίπου βήματα, από τα οποία 200 σε επίπεδη επιφάνεια μαλακού χλοοτάπητα, χωρίς αντικείμενο ανάμεσα σε αυτόν και την ευρεία έκταση γύρω του, σε αέρα ο οποίος ήταν ταυτόχρονα γεμάτος ήλιο και δυνατός. Και αν ήταν καθαρή μέρα, μπορούσε κανείς να διακρίνει, πέρα από την απέραντη έκταση νερού, το αχνό γαλάζιο τού μακρινού Καυκάσου να κλείνει τον ορίζοντα στα ανατολικά.
Το αγκυροβόλιο τής Τραπεζούντας δεχόταν το πρώτο κοκκίνισμα τού πρωινού. Γλυκό φως έπεφτε πάνω στις βεράντες τού ανατολικού προαστίου, κυκλώνοντας από τη θάλασσα τις υπώρειες τού Μίθριου όρους μέχρι την άκρη τού μικρού ακρωτηρίου. Εδώ κι εκεί, ανάμεσα στα κτίρια, σειρές ψηλών κυπαρισσιών εξακολουθούσαν να κρατούν τις σκιές τής νύχτας. Αλλά οι λευκές όψεις των σπιτιών σύντομα διέλυαν το σκοτάδι και τα τζάμια των παραθύρων τους αντανακλούσαν σε λάμψη εκθαμβωτικού μεγαλείου τη φλογερή λαμπρότητα τού ανατέλλοντος ηλίου. Πουθενά αλλού, παρά μόνο σε αυτά τα τοπία τής Μαύρης Θάλασσας και τής Κασπίας, ήταν η αυγή τόσο ουσιαστικά «ροδοδάκτυλη»4 ή η θάλασσα το ξημέρωμα είχε «το πράσινο τού γυαλιού». Καθώς οι ακτίνες άρχιζαν να ξεπροβάλλουν, ο άνεμος δρόσιζε και τα μαύρα κυπαρίσσια κυμάτιζαν και ταλαντώνονταν. Κάτω από την ακτή, πέρα από τον σκοτεινό βράχο τού Μίθρα, τα βουνά τής παραλίας μαζεύονταν σε άγρια στηθαία κάτω από την ανατολή τού ηλίου. Τα πιστά σύννεφα προσκολλώνταν στις πλαγιές τους ή αιωρούνταν πάνω τους, ένας ουρανός ψύχους, ασημόχρωμων γκρίζων. Δυτικά, πάνω από την άκρη τού μικρού ακρωτηρίου, κάτω από το άμεσο υπήνεμο τού οποίου βρίσκονταν, μόλις διέκριναν το απαλότερο περιβάλλον τού ίδιου τού ευρύτερου κόλπου, καθώς το περίγραμμα τής οροσειράς απλωνόταν σε μεγάλους κυματισμούς μακριά στη δυτική θάλασσα. Η μέρα ξυπνούσε. Τα χρώματα ξεκινούσαν. Ο κόσμος τού ροζ και τού οπαλιού εξαφανιζόταν. Η όψη τής πόλης ήταν ζεστή και πρόσχαρη, ακόμη και τον χειμώνα, όταν το φόντο των σπασμένων κορυφογραμμών έπαιρνε την πιο άγρια μορφή του και τα αραιά έλατα ξεχώριζαν σκοτεινά από το χιόνι. Ηλιόλουστα λιβάδια και αναλαμπές πράσινου χλοοτάπητα χάιδευαν τον ταξιδιώτη, ο οποίος μπορεί να είχε ταξιδέψει κατά το μακρύ καλοκαίρι και φθινόπωρο τής Ανατολής σε χώρες, όπου δεν φύτρωνε ούτε χορταράκι. Η ακτή βρισκόταν σύντομα σε κίνηση και οι κραυγές των βαρκάρηδων μεταφέρονταν από τον άνεμο. Μεγάλες, ψηλόπρυμνες γαλέρες κατευθύνονταν κατά πάνω τους, ενώ τα πληρώματα συναγωνίζονταν για την πρώτη θέση ελλιμενισμού. Τούς περικύκλωνε σμήνος κουρελιασμένων ανθρώπινων όντων, που φώναζαν, ανταγωνίζονταν, χειρονομούσαν, καθώς οι βάρκες τους και οι βαριά φορτωμένες μαούνες προχωρούσαν δίπλα στις ψηλές σιδερένιες πλευρές τους.
Τα ατμόπλοια αγκυροβολούσαν σε κάποια μικρή απόσταση από την ακτή και χρειαζόταν πολύ κουπί, όταν ο άνεμος φυσούσε από τη στεριά, για να φτάσει η λάντζα στον μικρό μώλο.
Τις λάντζες επάνδρωναν κακότροποι νεαροί, των οποίων οι κραυγές, από την πλευρά τού πλοίου μέχρι τον χώρο αποβίβασης, δεν σταματούσαν ποτέ. Στην προκυμαία ήσαν παραταγμένοι οι τελωνειακοί υπάλληλοι και οι βοηθοί τους, ετερόκλητες ομάδες στις οποίες οι ξεπερασμένες ενδυμασίες τής Ευρώπης έσμιγαν με τα χρωματιστά βαμβακερά τής Ανατολής.
Τι ανακούφιση να ξέφευγε κανείς απ’ όλη αυτή την αναταραχή και να αναπαυόταν για λίγα λεπτά σε ευρύχωρο καφενείο, που υψωνόταν πάνω από το λιμάνι και τον θόρυβο! Ένας μικρός είχε μόλις ολοκληρώσει την πρωινή του υπηρεσία καθαρισμού. Το δάπεδο είχε σκουπιστεί και σφουγγαριστεί, οι ναργιλέδες είχαν τυλιχτεί, η ειρηνική μορφή τής Ηούς ερχόταν στο μυαλό.
Ο δικός τους δρόμος οδηγούσε στον λόφο, αρχικά δίπλα στον κήπο τής πόλης και σε φαρδείς δρόμους, πλαισιωμένους από σπίτια και καταστήματα χτισμένα σε ευρωπαϊκό στυλ και στη συνέχεια μέσα από τα στενά σοκάκια που έτεμναν τις χριστιανικές συνοικίες, έναν λαβύρινθο ελισσόμενων δρόμων. Αυτοί οι δρόμοι τής Τραπεζούντας είχαν πλάτος που δεν ξεπερνούσε τα 6 ή 8 πόδια [2 ή 3 μέτρα] και μερικές φορές λιγότερο, ενώ πλαισιώνονταν από τούς ανιαρούς τοίχους των κήπων που απέκλειαν κάθε θέα προς την πόλη. Ένα ανυψωμένο πεζοδρόμιο έτρεχε κατά μήκος τους, μερικές φορές και στις δύο πλευρές τού δρόμου και πάντοτε στη μία. Εδώ κι εκεί κρέμονταν πάνω από τούς τοίχους τα δροσερά πράσινα φύλλα μιας συκιάς ή η δαφνοκερασιά με τούς μπορντώ χρώματος καρπούς της σε τσαμπιά ή τα ροζ λουλούδια τής πικροδάφνης. Τα σπίτια ήσαν σε μεγάλο βαθμό αρκετά ανατολίτικα στον χαρακτήρα, με άδειους, απρόσωπους τοίχους, που διασπώνταν μόνο στη μέση τού ύψους από μικρά παράθυρα με καφασωτά από δαντελωτές λωρίδες ή πήχεις που θηλύκωναν. Όμως η σύγχρονη βίλα έπαιρνε γρήγορα τη θέση τους.
Τραπεζούς: Ο Μπόζτεπε (Γκρίζος Λόφος) σε καρτ-ποστάλ εποχής
Πόσους ταλαίπωρους όλων των ηλικιών συναντούσες σε αυτά τα σοκάκια! Ο Λιντς όμως νόμιζε, και ο πρόξενος των Άγγλων κ. Λόνγκουορθ φαινόταν διατεθειμένος να συμφωνήσει μαζί του, ότι ο ελληνικός τύπος επικρατούσε. Η συνομιλία τους στρεφόταν σε αυτά τα φυλετικά ζητήματα. Στην πραγματικότητα κανείς δεν σταματούσε ποτέ να διδάσκεται πόσο απατηλοί οδηγοί σε αυτά τα ζητήματα ήσαν η θρησκεία και η εθνικότητα. Υπήρχαν ολόκληρα χωριά σε αυτή την ακτή, όπου οι κάτοικοι ήσαν μουσουλμάνοι και θα δυσανασχετούσαν αν τούς αποκαλούσαν με οποιοδήποτε άλλο όνομα εκτός από Οσμανλή (Οθωμανούς). Όμως η ελληνική τους καταγωγή αποδεικνυόταν τόσο από την ιστορία όσο και από τις παραδόσεις που οι ίδιοι εξακολουθούσαν να τηρούν εν μέρει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα Σούρμενα και τον Οφ, δύο σημαντικά χωριά στα ανατολικά τής Τραπεζούντας. Αυτοί οι ευέλικτοι Έλληνες ήσαν τόσο διάσημοι τώρα για τη θεολογική τους υπεροχή, όσο ήσαν στο παρελθόν υπό την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, με τη διαφορά ότι, ενώ εκείνες τις εποχές εφοδίαζαν την εκκλησία με επισκόπους, τώρα εφοδίαζαν το Ισλάμ με μουλάδες. Όμως, αν και φανατικοί, εξακολουθούσαν να διατηρούν κάποια έθιμα που τούς συνέδεαν με την παλαιά πίστη, την οποία κάποτε υπηρετούσαν με τόσες διακρίσεις και εναντίον τής οποίας αργότερα, χωρίς αμφιβολία, άσκησαν διώξεις με τον ίδιο ζήλο. Υπό την πίεση τής αρρώστιας η Παναγία έκανε και πάλι την εμφάνισή της, η εικόνα της κρεμιόταν και πάλι πάνω από το κρεβάτι τού άρρωστου. Ο πάσχων έπινε το απαγορευμένο κρασί από το παλαιό κύπελλο τής θείας κοινωνίας, το οποίο εξακολουθούσε να παραμένει πολύτιμο αντικείμενο για ολόκληρη την κοινότητα, όπου όλοι θα δυσκολεύονταν πολύ να εξηγήσουν γιατί. Καθώς μιλούσαν, ένα κοριτσάκι τύχαινε να περνά τον δρόμο, ένα παιδί δέκα περίπου ετών. Τα πόδια της καλύπτονταν ελάχιστα από χαλαρή βαμβακερή φούστα, αν και το χρώμα της δεν είχε υποφέρει από τον ήλιο. Η κέρινη υφή τής σάρκας, ο διάφανος χρωματισμός και τα πλούσια πυρόξανθα μαλλιά θύμιζαν ευνοούμενη Ενετών ζωγράφων ή πρόσωπα που βλέπει κανείς σε βόρειες ιταλικές πόλεις. Ήταν όμως πολύ φυσικό να είχαν οι άνθρωποι αυτής τής πόλης κάποιον τόνο ιταλικού αίματος. Πριν από όχι πολλούς αιώνες οι Γενουάτες έλεγχαν το εμπόριο και απειλούσαν την ανεξαρτησία τής Τραπεζούντας.
Ήταν μεγάλη ανηφόρα από το αγκυροβόλιο μέχρι το βρετανικό προξενείο, το οποίο, αν και βρισκόταν μέσα στα όρια αυτού τού προαστείου με τούς κήπους, είχε υψόμετρο τουλάχιστον 150 πόδια [50 μέτρα]. Παρ’ όλα αυτά η περιοχή είχε τα πλεονεκτήματα μεσαίας θέσης, ανάμεσα στην παλαιά οχυρωμένη πόλη στον δυτικό όρμο από κάτω και τούς ανοιχτούς περιπάτους γύρω από το Μπόζτεπε. Κι αν τα πρωινά αφιερώνονταν στην πόλη και τα ερείπια, τα απογεύματα μπορούσαν να δαπανηθούν σε αυτή την ευάερη πλατφόρμα ή πάνω στις μοναχικές πλαγιές των γειτονικών λόφων.
Υπήρχαν πολλά ευχάριστα σημεία, τα οποία, στη διάρκεια αυτών των περιπάτων, προσφέρονταν για θέα πάνω από την πόλη. Το τοπίο που επέβλεπε κανείς ήταν εκείνο από τα δυτικά: η ασαφής διαδοχή ατελείωτων μικρών ακρωτηρίων και κολπίσκων, που εξαφανίζονταν και συνδυάζονταν, για να διαμορφώσουν το ενιαίο χαρακτηριστικό φαρδιού και ανοιχτού όρμου. Από κάτω τους βρισκόταν η παλαιά πόλη, μεσαιωνικά τείχη και πύργοι, κατάφυτη από θόλο φύλλων, με ελαφρά κλίση προς τη θάλασσα [βλέπε εικόνα επόμενης σελίδας].
Όμως, όσο όμορφη κι αν ήταν από μόνη της η σκηνή που εκτεινόταν μπροστά σε κάποιον, το μυαλό είχε μάλλον την τάση να σταθεί στις σκέψεις και τις αναμνήσεις που πρόβαλλε αυτή. Η θάλασσα δεν ήταν τόσο το μπλε χωρίς όρια δάπεδο, στο οποίο κατέβαινε το ελικοειδές περίγραμμα τής ακτής, όσο η ανοικτή δίοδος, που οδηγούσε απέναντι στην Ευρώπη, ενώνοντας την Ασία με τη Δύση. Οι ντυμένες με έλατα κορυφογραμμές, που έκλειναν τη θέα προς το εσωτερικό, ήσαν μάλλον οι πρώτοι προπομποί αυτής τής ευρείας ζώνης κοιλοτήτων και κορυφογραμμών, στην οποία τόσο πολλοί στρατοί είχαν παγιδευτεί, παρά το φόντο πιο βλοσυρών χαρακτηριστικών, το οποίο υποστήριζε το ειρηνικό τοπίο, στο οποίο βρισκόταν η ερειπωμένη πόλη. Η σκηνή ήταν η ίδια που έφερε δάκρυα στα μάτια τού Ξενοφώντος και η οποία συνδέθηκε στο μυαλό τού αυτοκράτορα Αδριανού με την πρώτη του θέα αυτής τής ακτής και θάλασσας.
Αλλά το πρωί δεν ήταν η ώρα, ούτε ήταν αυτή η ευκαιρία για τέτοιες ανασκοπήσεις. Ξεκούραστοι από τον ύπνο, το πρώτο τους ενδιαφέρον ήταν τα σκεπασμένα από κισσό ερείπια τής Τραπεζούντας, που βρίσκονταν πολύ πιο κάτω από αυτούς, στον δυτικό όρμο.
Η Τραπεζούς από το πάνω μέρος τού δυτικού φαραγγιού (Λιντς 1901)
Κατέβαιναν από τις πλαγιές δίπλα στο Μπόζτεπε, περνώντας από τις νοικοκυρεμένες βίλες και τούς περίκλειστους κήπους τού ανατολικού προαστείου, στη χαράδρα που χώριζε το προάστειο αυτό, μαζί με το αγκυροβόλιο και την εμπορική συνοικία, από τον χώρο τής παλαιάς οχυρωμένης πόλης. Μάλιστα ήταν θέση που δεν ξεχνιόταν εύκολα, ούτε ήταν εύκολο να γίνει λάθος. Αν οι περιγραφές τής Τραπεζούντας, που είχαν φτάσει σε αυτούς, απεικόνιζαν πλημμελώς τα πολλά αξιόλογα στοιχεία που ήσαν χαρακτηριστικά τού τόπου, τουλάχιστον δεν άφηναν καμία αμφιβολία για την ταυτότητα τής ιστορικής πόλης με τη θέση αυτών των ερειπίων.
Στους πρόποδες των απόκρημνων πρανών τού Μπόζτεπε, στη δυτική πλευρά αυτού τού λόφου τού οποίου η κορυφή έμοιαζε με τραπέζι, την επιφάνεια τού εδάφους διέσχιζαν δύο βαθιές χαράδρες.
Οι χαράδρες αυτές, αφήνοντας στενό ενδιάμεσο διάστημα, κατέβαιναν από το εσωτερικό προς την ακτή, σε ορθές περίπου γωνίες ως προς την ακτογραμμή. Αντιπροσώπευαν την κάτω πορεία δύο δασωμένων κοιλάδων, από εκείνες τις οποίες το τοπίο προς το Ιερό ακρωτήριο περιλάμβανε διαδοχικά, διαφορετικές στα χαρακτηριστικά, αλλά τής ίδιας μορφής.
Το ιδιαίτερο με αυτές τις δύο χαράδρες ήταν πόσο κοντά βρίσκονταν η μία με την άλλη. Τα ρέματα που κυλούσαν κατά μήκος τους απείχαν μόνο 400 περίπου μέτρα καθώς πλησίαζαν στη θάλασσα. Μάλιστα σε ένα σημείο, 1.000 περίπου μέτρα από την ακτή, η μάζα τού βράχου από τον οποίο διαχωρίζονταν σχημάτιζε λαιμό ή ισθμό, τού οποίου η κορυφή είχε μέχρι απέναντι μήκος μικρότερο από 60 μέτρα. Με αυτόν τον τρόπο διαμορφωνόταν ένας χώρος, που περιοριζόταν στις τρεις πλευρές από φυσικές οχυρώσεις: δυτικά και ανατολικά από τα φαράγγια και στα βόρεια από τη θάλασσα. Σχεδιάζοντας κανείς ένα τείχος κατά μήκος τού λαιμού ή στενότερου τμήματος τού βράχου, θα έχει αμέσως το σχήμα πλάγιου παραλληλόγραμμου, τού οποίου η τέταρτη πλευρά ήταν το μικρού μήκους εγκάρσιο τείχος. Αυτά τα φυσικά χαρακτηριστικά, τόσο ευνοϊκά για την άμυνα, δεν είχαν ξεφύγει από την εφευρετικότητα τού ανθρώπου. Το εγκάρσιο τείχος χτίστηκε με τη μορφή ογκώδους πύργου και ακρόπολης, ενώ οι εσωτερικές πλευρές των ρεματιών επενδύθηκαν με τείχη και πολεμίστρες, οι οποίες εξακολουθούσαν να συνοφρυώνονται πάνω από τα φυλλωμένα βάραθρα και τα ρέματα που θρόιζαν μέσα στις σκιές.
Στην εμφάνισή του ο προστατευμένος περίβολος με τις παράπλευρες χαράδρες του είχε χαρακτηριστεί από ορισμένους συγγραφείς ως χερσόνησος-υψίπεδο, ενώ κατ’ άλλους υποδείκνυε τη μορφή τραπεζιού και φαινόταν να δικαιολογεί το όνομα τής Τραπεζούντας. Καμία από τις δύο παρομοιώσεις δεν φαινόταν στον Λιντς εντελώς σωστή. Και οι δύο περιλάμβαναν εξ ορισμού την έννοια τής διαφοράς επιπέδων: το υψίπεδο ως εξέδρα που ανυψωνόταν πάνω από την περιβάλλουσα χώρα και το τραπέζι που ανυψωνόταν πάνω από την επιφάνεια τού δαπέδου. Όμως δεν ήσαν τέτοια τα χαρακτηριστικά τού χώρου. Η παρομοίωση με τραπέζι φαινόταν ότι ήταν η πιο ακατάλληλη, αφού το λιγότερο που θα περίμενε κανείς από ένα τέτοιο αντικείμενο ήταν να είχε επίπεδο και οριζόντιο πάνω μέρος.
Αυτός ο χώρος δεν είχε καμία από τις δύο παραπάνω ιδιότητες. Από τη μία πλευρά, το ανώτερο τμήμα που υποστήριζε την ακρόπολη υψωνόταν πάνω από το κατώτερο σαν εξέδρα ή βήμα, ενώ, από την άλλη, το επίπεδο τού εδάφους ήταν κεκλιμένο επίπεδο και ακολουθούσε τη γενική διαμόρφωση τής περιοχής, κλίνοντας σταδιακά από τούς λόφους προς τη θάλασσα.
Όμως αυτές οι εικόνες και οι εντυπώσεις από τις οποίες προέρχονταν στηρίζονταν αναμφίβολα σε πραγματικές συνθήκες. Η απομόνωση τού χώρου, μαζί με την ανύψωσή του, στην πραγματικότητα όχι πάνω από τα επίπεδα με τα οποία εφαπτόταν στις δύο πλευρές, αλλά πάνω από το επίπεδο τής θάλασσας, αυτοί ήσαν οι δύο παράγοντες που είχαν προσφέρει την πραγματική ουσία των εντυπώσεων.
Τραπεζούς: Το τείχος τής δυτικής ρεματιάς
Το πρώτο από αυτά τα χαρακτηριστικά θα ήταν στο μάτι πιο ευδιάκριτο, αν δεν υπήρχε η πυκνή βλάστηση δένδρων και υποστρώματος, που υψωνόταν από την κοίτη και πάνω στις πλαγιές των φαραγγιών και έκρυβε σχεδόν το απόκρημνο των πλευρών τους.
Το βάθος των χασμάτων μπορούσε να εκτιμηθεί από την ακόλουθη μέτρηση, που είχε γίνει από το πάνω μέρος τής δυτικής χαράδρας. Αν στεκόταν κάποιος στον πυθμένα τής αβύσσου, ο βράχος που στήριζε την ακρόπολη και το παλάτι θα βρισκόταν από πάνω του 150 περίπου πόδια [50 περίπου μέτρα] στο ψηλότερο σημείο. Το πλάτος των φαραγγιών, από βράχο σε βράχο, ποίκιλλε σημαντικά, ανάλογα με τον τρόπο που άνοιγε ή έκλεινε κάθε χάσμα. Το μήκος καθεμιάς από τις δύο γέφυρες που κάλυπταν τις χαράδρες ήταν 100 περίπου βήματα. Και οι δύο χαράδρες έτειναν να επιπεδώνονται καθώς κατέβαιναν προς την ακτή, ή με άλλα λόγια, να μεγαλώνουν σε πλάτος και να μικραίνουν σε βάθος. Όσον αφορά την υπερύψωση τού περιβόλου, ήταν φυσικά πιο σημαντική στον στενό ισθμό και στην ακρόπολη. Αυτό το ψηλότερο τμήμα, που περιλάμβανε τη φρουρά και το παλάτι, βρισκόταν 200 περίπου πόδια [65 περίπου μέτρα] πάνω από τη θάλασσα.
Είναι προφανές από την περιγραφή που μόλις δόθηκε, ότι τα χαρακτηριστικά τού χώρου αναπτύσσονταν περισσότερο σε εκείνο το τμήμα τού περιβόλου που ήταν πιο απομακρυσμένο από την ακτή. Εκεί οι προστατευτικές κοιλότητες ήσαν βαθύτερες και ο βράχος τον οποίο πλαισίωναν ήταν ψηλότερος.
Τραπεζούς: Η γέφυρα τής ανατολικής ρεματιάς (Οὐγκο Γκρότε, Επί τουρκικού εδάφους: ταξιδιωτικές εικόνες και μελέτες, Βερολίνο 1903)
Μάλιστα κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών και των πρώτων περιόδων των Κομνηνών, το φρούριο περιοριζόταν σε αυτό το ανώτερο τμήμα, ενώ το εξωτερικό τείχος από την πλευρά τής θάλασσας εκτεινόταν από κόλπο σε κόλπο, σε απόσταση 460 περίπου γυαρδών [420 περίπου μέτρων] από τη σημερινή άκρη τού νερού. Μερικές φράσεις θα αρκούσαν για να παρουσιαστεί το σχέδιο των οχυρώσεων, όπως μπορούσε να εντοπιστεί ανάμεσα στα εναπομένοντα ερείπια.
Στο πάνω μέρος τής διάταξης ήσαν η φρουρά και η ακρόπολη, με το εξωτερικό τείχος να καλύπτει τον στενό ισθμό ανάμεσα στις δύο χαράδρες. Ήταν το πιο αδύναμο σημείο σε ολόκληρη την περιφέρεια τού φρουρίου και τα έργα ήσαν ισχυρότερα σε αυτήν την πλευρά. Χτισμένος σε αυτό το εξωτερικό τείχος υπήρχε τεράστιος τετράγωνος πύργος, που υψωνόταν έντονα πάνω από τις πολεμίστρες και αντιμετώπιζε τις προσεγγίσεις από τον νότο. Το έδαφος ανηφόριζε κλιμακωτά προς τα πάνω, σχεδόν αμέσως από τα πόδια τού πύργου μέχρι το αμφιθέατρο των λόφων που κύκλωναν τον όρμο.
Έτσι επί τού φρουρίου δέσποζαν οι πλαγιές προς νότο, απ’ όπου ήταν ήδη πιο ευάλωτο από τη φύση του. Από τον νότο εξαπέλυσαν οι δράστες τις κύριες επιθέσεις τους: οι Γότθοι, οι Γεωργιανοί, οι Σελτζούκοι, οι Τουρκομάνοι, οι Οθωμανοί Τούρκοι. Ολόκληρο τον χώρο μέσα στο τείχος και ανάμεσα στις δύο χαράδρες γέμιζαν σε αυτό το ανώτερο τμήμα τού φρουρίου πρώτα η φρουρά και στη συνέχεια το ίδιο το παλάτι.
Τραπεζούς: Σχέδιο των αρχαίων οχυρώσεων (Λιντς 1901, εξελλην. Ι. Παραδεισόπουλος 2023)
Η ακρόπολη λειτουργούσε ως βασιλική κατοικία και το τείχος με τα έντονα παράθυρα που υψωνόταν κατά μήκος τής άκρης τής δυτικής χαράδρας ήταν ταυτόχρονα φρούριο και τοίχος παλατιού. Αυτό το ανώτατο φρούριο ή ακρόπολη, με το παλάτι τού βασιλιά, διαχωριζόταν από το κατώτερο αλλά πιο εκτεταμένο τμήμα τού χώρου από εγκάρσιο τείχος, ύψους ίσου με εκείνο των τειχών στις χαράδρες και υποστηριζόμενο στα δύο άκρα του από πύργους. Τόσο πολύ πιο ψηλό ήταν το πάνω επίπεδο από εκείνο που βρισκόταν από κάτω του, ώστε το παλάτι, που καταλάμβανε το πιο υπερυψωμένο σημείο, δέσποζε ψηλά πάνω από τις επάλξεις τού εγκάρσιου τείχους, ενώ η ίδια η βάση αυτού τού τείχους βρισκόταν ψηλότερα από το πάνω μέρος των κτιρίων τού δεύτερου και χαμηλότερου επιπέδου.
Κάτω από το εγκάρσιο τείχος με την τεράστια διπλή του πύλη βρισκόταν εκείνο το μέρος τού φρουρίου, που περιλάμβανε τον καθεδρικό ναό και τα δημόσια κτίρια και σχημάτιζε το κατοικούμενο τμήμα τής αρχικής οχυρωμένης πόλης. Όπως και η ακρόπολη, προστατευόταν από τις δύο πλευρές από τις ρεματιές, επενδεδυμένες στο εσωτερικό τους άκρο από ψηλό τείχος πάχους 7 ποδιών [2 μέτρων], με πύργους κατά διαστήματα.
Ένα δεύτερο εγκάρσιο τείχος, που εκτεινόταν από χαράδρα σε χαράδρα, ήταν το προπύργιό της από την πλευρά τής θάλασσας και αποτελούσε τον εξωτερικό προμαχώνα τού περιβόλου, όπως υπήρχε στην αρχαία του μορφή. Αυτός ο εξωτερικός προμαχώνας ακολουθούσε την άκρη φυσικής κατωφέρειας στην επιφάνεια τού επικλινούς εδάφους και παρουσίαζε έντονο μέτωπο προς τα χαμηλότερα επίπεδα, που βρίσκονταν ανάμεσα σε αυτόν και την ακτή.
Το τρίτο και χαμηλότερο στάδιο τού οχυρωμένου περιβόλου γέμιζε τον χώρο που παρέμενε ακόμη μεταξύ αυτού τού εξωτερικού τείχους τής πόλης και τής άκρης τής θάλασσας. Οι χαράδρες άνοιγαν προς τα έξω, καθώς πλησίαζαν στην ακτή και φάρδαινε ο χώρος τον οποίον όριζαν. Από την άλλη όμως μεριά, οι πλευρές αυτών των φυσικών εμποδίων ίσιωναν και έπαιρναν την επιφάνεια τού γειτονικού εδάφους. Έτσι το σχέδιο τού κάτω φρουρίου δεν επιδείκνυε την ίδια υποταγή στα φυσικά χαρακτηριστικά τού χώρου και προεκτεινόταν προς τα δυτικά, πέρα από το εξωτερικό περιθώριο τής δυτικής χαράδρας. Μάλιστα η περιοχή που περικλειόταν από αυτό το μεταγενέστερο έργο τού 14ου αιώνα ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από εκείνη τής αρχαίας πόλης. Και κατ’ αναλογία, όσο ελλειμματική ήταν σε φυσικές οχυρώσεις, τόσο πιο δυνατή ήταν σε τεχνητές. Τείχος πάχους εξήμιση ποδιών [δύο περίπου μέτρων], με πύργους σε ακανόνιστα διαστήματα, περικύκλωνε το νέο έργο. Και εκτός από την πλευρά τής θάλασσας, αυτό το προτείχισμα πλαισιωνόταν από δεύτερο και χαμηλότερο τείχος, με τάφρο στην εξωτερική του πλευρά.
Όμως, αν και το χαμηλότερο φρούριο σχημάτιζε τρίτη και ξεχωριστή ενότητα, υπερβαίνοντας τα φυσικά όρια τού χώρου, συνδεόταν πολύ στενά με τον άνω περίβολο και με τα τείχη που συνόρευαν με τις ρεματιές.
Τραπεζούς: Ο πύργος στο ψηλότερο σημείο τής οχύρωσης σε καρτ-ποστάλ εποχής
Τραπεζούς: Το μεσαίο κάστρο (όρτα χισάρ) σε καρτ-ποστάλ εποχής
Στα ανατολικά οι νέες επάλξεις ενώθηκαν με το παλαιό τείχος και συνέχισαν την κατεύθυνσή του σε ευθεία γραμμή προς την ακτή, όπου στράφηκαν σε ορθές γωνίες κατά μήκος τής ακτής. Έτσι το παλαιό εγκάρσιο τείχος καλύφθηκε πλήρως από τις νέες οχυρώσεις, ενώ η κύρια πύλη τής παλαιάς πόλης, που περνούσε από αυτό το τείχος και έβλεπε τη θάλασσα, αντί να στέκεται στο εξωτερικό άκρο τού φρουρίου, βρισκόταν τώρα στο μέσο περίπου τού σχεδίου οχύρωσης. Το νέο τείχος κατά μήκος τής θάλασσας εκτεινόταν στα δυτικά, πιο πέρα απ’ όσο το δυτικό άκρο τού παλαιού εγκάρσιου τείχους. Έφτανε πέρα από την έξοδο τής δυτικής χαράδρας και επικάλυπτε κατά πολύ την παράλληλη γραμμή τού παλαιού τείχους. Σε μικρή απόσταση δυτικά τού σημείου όπου έσβηνε η χαράδρα, άλλαζε και πάλι κατεύθυνση και εκτεινόταν προς νότο, μέχρι που έφτανε σε σημείο απέναντι από τη γέφυρα, που οδηγούσε έξω από το μεσαίο φρούριο και πάνω από 100 βήματα από την άκρη τού φαραγγιού. Από αυτό το σημείο, το οποίο τονιζόταν από ορθογώνιο πύργο ασυνήθιστα μεγάλου μεγέθους, η γραμμή τού τείχους σχημάτιζε ορθή γωνία και συναντούσε την άκρη τού φαραγγιού.
Αυτή η τριπλή διάταξη των τειχών και των οχυρώσεων ήταν χαρακτηριστική τού σχεδίου τής οχυρωμένης πόλης και αποτελούσε χαρακτηριστικό που επισημαινόταν καλά στις περιγραφές των γεωγράφων, ενώ εξακολουθούσε να ξεχωρίζει στον λαϊκό λόγο. Πράγματι, ακόμη και στις ημέρες τού Λιντς, όταν οι περισσότερες μεγάλες πύλες είχαν εξαφανιστεί και πολυώροφα σπίτια καθιστούσαν ασαφές το σχέδιο, η πλαγιά καλυπτόταν από τρία πλήρη φρούρια, όπου το καθένα διαχωριζόταν από το άλλο και το ένα ήταν ψηλότερο από το άλλο, αλλά και τα τρία ήσαν στενά συνδεδεμένα σε ένα. Η εμφάνιση τής πόλης κατά τις ημέρες του μεγαλείου της πρέπει να είχε δικαιολογήσει τη φήμη της ως «βασίλισσας τού Ευξείνου» και να έδινε βάση στον ισχυρισμό της, ότι ήταν η πρωτεύουσα μιας παλινορθωμένης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τής Ανατολής. Ανάμεσα σε εκτεταμένα προάστια, γεμάτα πολυάσχολους δρόμους και αγορές, που υψώνονταν από την ακτή και από τις δύο πλευρές, μέσα από λαβύρινθο κήπων και σπιτιών μέσα στο πράσινο, συγκεντρωμένων στις ψηλότερες πλαγιές, οι δύο συγκλίνουσες γραμμές ογκωδών στηθαίων και πύργων σκαρφάλωναν αργά στο επικλινές έδαφος. Όσο περισσότερο απομακρύνονταν από την άκρη τού νερού, τόσο σαφέστερα πρόβαλλαν τα βασικά χαρακτηριστικά τής περιοχής: οι χαράδρες που άνοιγαν απειλητικά ακριβώς στους πρόποδες κάθε τείχους, τα τείχη που ακολουθούσαν από κοντά την ακανόνιστη πορεία των χασμάτων, άλλοτε ψηλώνοντας, άλλοτε χαμηλώνοντας κατά μήκος τής ανώμαλης επιφάνειας των βράχων. Κοντά στο κεφάλι τής διάταξης στεκόταν το βασιλικό παλάτι, υψωμένο πάνω από τα τεράστια έργα τής ακρόπολης, με τη βαθιά τάφρο των δίδυμων χασμάτων στις δύο πλευρές. Φαρδιά παράθυρα άνοιγαν από τη βασιλική αίθουσα υποδοχής, φτιαγμένη από λευκό μάρμαρο, προσφέροντας τις ποικίλες προοπτικές σε κάθε πλευρά, ενώ στο εσωτερικό, το τεράστιο διαμέρισμα ήταν διακοσμημένο με πλούσια έργα ζωγραφικής, τα πορτρέτα των διαδοχικών κατόχων τού αυτοκρατορικού αξιώματος, τα διακριτικά τους και οικόσημα.
Στα ανατολικά, πέρα από την άβυσσο, η κλίση συγκεντρωνόταν σταδιακά προς την πλευρά τού Μίθριου όρους, τού λόφου με την επίπεδη σαν τραπέζι κορυφή, στην οποία κατεύθυνση, ακριβώς απέναντι από το παλάτι, η εκκλησία και ο οχυρωμένος περίβολος τού Αγίου Ευγενίου έστεφαν σχεδόν απομονωμένη περιοχή, που πλαισιωνόταν από την πέρα πλευρά από τρίτη και μικρότερη χαράδρα. Προς το εσωτερικό, από την πλευρά τού στενού ισθμού, η θέα επεκτεινόταν πολύ, πάνω από τις επάλξεις, πέρα από τούς λόφους που περικύκλωναν τον φαρδύ κόλπο, ενώ το ανυψωμένο έδαφος, που άνοιγε προς τα πάνω από τη γλώσσα τού ισθμού, καταλάμβαναν το θέατρο και ο εκτεταμένος περιτειχισμένος περίβολος τού τζυκανιστηρίου [ανοιχτού χώρου σαν στάδιο όπου διεξαγόταν το τζυκάνιον, παιχνίδι έφιππων με μπάλα] ή ιπποδρόμου. Βασιλική πύλη παρείχε πρόσβαση από το παλάτι προς αυτά τα μέρη αναψυχής, σε μικρή απόσταση βαδίσματος από το τείχος. Μέσω αυτής τής πύλης η αυτοκρατορική συντροφιά και η λαμπρή αυλή της περνούσαν στα μαρμάρινα καθίσματά τους πάνω από τον στίβο, απ’ όπου ολόκληρο το τοπίο τής πόλης, των αγρών και τού ωκεανού βρισκόταν απλωμένο στα πόδια τους. Αν τα διάφορα τμήματα τού οχυρωματικού περιβόλου μπορούσαν να περιγραφούν ως ισάριθμες βαθμίδες ή κατηφορικά επίπεδα, που υψώνονταν το ένα πίσω από το άλλο από την ακτή, τότε ο στίβος έξω από τα τείχη θα ήταν το τέταρτο επίπεδο τής πλατφόρμας, το τελευταίο και ψηλότερο και το πιο όμορφο απ’ όλα. Πράγματι, η θέα πάνω από τα τείχη και τούς πύργους τής πόλης προς την πέρα μακρινή θάλασσα, πρέπει να υπήρξε πάντοτε αξεπέραστης ομορφιάς, είτε την έβλεπε κανείς από τα παράθυρα τής αυτοκρατορικής κατοικίας ή από τα ευάερα υψώματα πάνω από την πόλη. Από το παλάτι εμφανιζόταν η διαμήκης προοπτική τής αρχιτεκτονικής τής πόλης διαγραφόμενη μπροστά στον γαλάζιο κόλπο, με τα τεράστια εγκάρσια τείχη να διασπούν τις πολυσύχναστες συνοικίες, τούς τρούλους των εκκλησιών να αστράφτουν στο λαμπρό φως τού ήλιου και, διάσπαρτα, ήσυχες ανάσες με σκιές και φυλλωσιές, όπου κάποια στοά με νωπογραφίες στους τοίχους και σειρά από μαρμάρινες κολώνες υπενθύμιζε τις συνήθειες τής κλασικής εποχής. Από το ψηλότερο σημείο τού στίβου όλες οι πλούσιες λεπτομέρειες αυτής τής σκηνής αναμιγνύονταν και μαλάκωναν. Το μάτι θα ακολουθούσε τη μακρά σειρά στηθαίων και πύργων που κατέβαιναν από την πλευρά τής ελικοειδούς λωρίδας πρασινάδας που σημάδευε την πορεία τής δυτικής χαράδρας. Τα παράθυρα τού παλατιού που εξακολουθούσαν να υψώνονται πάνω από το κεφάλι αυτής τής χαράδρας, έλεγχαν το τοπίο προς τα δυτικά, τον ευρύ κόλπο με το γαλήνιο περιβάλλον του από καλλιεργούμενες πλαγιές, που εκτείνονταν δίπλα στη θάλασσα μέχρι το μακρινό ακρωτήριο.
Ανάμεσα στα πιο ευχάριστα και ίσως τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά στη σύνθεση αυτών των σκηνών πρέπει να υπήρξε πάντοτε η πολυτέλεια και η ποικιλία τής βλάστησης, που ήταν φυσική σε αυτό το έδαφος. Η απαραίτητη υγρασία παρεχόταν όχι από λιμνάζοντα νερά και έλη, καθώς η χώρα ποτιζόταν από τούς κολχικούς ποταμούς πιο ανατολικά, αλλά από υγιεινές πηγές που ανάβλυζαν από την επιφάνεια τού βράχου και ενώνονταν σε ρέματα που θρόιζαν. Ο ήλιος ήταν πράγματι η πύρινη σφαίρα των τοπίων τής Ανατολής. Αλλά το κλίμα μετριαζόταν από τούς δροσιστικούς ανέμους που έρχονταν πέρα από τη θάλασσα, φέρνοντας μαζί τους βροχή και ομίχλη. Αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών ήταν η ταυτόχρονη πληθωρικότητα δένδρων και φυτών που ευδοκιμούσαν στις ακτές τής Μεσογείου, καθώς και των φυλλωδών γιγάντων των βορείων δασών τους. Δίπλα σε σκιερές συστάδες από καστανιές, λεύκες, βελανιδιές και φουντουκιές, τα άλση κυπαρισσιών, οι δάφνες και οι ελιές κοσμούσαν την ακτή. Το άγριο αμπέλι κρεμόταν σε γιρλάντες από τα κλαδιά, ενώ σε προστατευμένα σημεία η πορτοκαλιά, η λεμονιά και η ροδιά αναπτύσσονταν και απέδιδαν τούς καρπούς τους. Όλα τα φρούτα τους υπήρχαν στους καλά εφοδιασμένους κήπους, ενώ το σύκο τής Τραπεζούντας ήταν από παλιά τόσο διάσημο, όσο τα σταφύλια τής Τρίπολης και το κεράσι τής Κερασούντας. Καλλιεργούνταν αγγούρια και μεγάλες κολοκύθες, καθώς και καπνός και καλαμπόκι με μίσχους σαν καλάμια και χυμώδη φύλλα. Μπορούσε κανείς να δει τα όμορφα ροζ λουλούδια τής πικροδάφνης να υψώνονται πάνω από κάποιον τοίχο περιβολιού. Στα μέσα τού 17ου αιώνα λεγόταν ότι υπήρχαν πάνω από τριάντα χιλιάδες κήποι και αμπελώνες καταγραμμένοι στα μητρώα τής πόλης, ενώ εκείνη την εποχή οι πλαγιές γύρω από το Μπόζτεπε ήσαν εντελώς καλυμμένες από αμπέλια. Όμως η φύση είχε σκορπίσει πιο ελεύθερα τα δώρα της, χωρίς φειδώ, στη δυτική μάλλον πλευρά τού φρουρίου παρά στην ανατολική. Και σε κανένα σημείο με περισσότερη αφθονία ή μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, απ’ όσο στη δυτική χαράδρα. Οι ομορφιές αυτής τής κοιλάδας, σχεδόν όπως τις έβλεπε κανείς και τώρα, είχαν περιγραφεί με φλογερή γλώσσα από τον καρδινάλιο Βησσαρίωνα κατά τον 15ο αιώνα, που ήταν ο ίδιος τέκνο τής Τραπεζούντας [ο Λιντς αναφέρεται εδώ στο Ἐγκώμιον Τραπεζοῦντος τού Βησσαρίωνος], καθώς και από τον ιστορικό τής αυτοκρατορίας των Κομνηνών, τού οποίου τη θερμή φαντασία υποδαύλιζαν σκηνές που υπενθύμιζαν και ενέτειναν τις χάρες τού δικού του Τιρόλο [ο Λιντς σημειώνει ότι ο Γ. Φ. Φαλμεράγιερ γεννήθηκε το 1790 από ταπεινούς γονείς, τα κοπάδια των οποίων πρόσεχε στις πλαγιές των βουνών, όταν ήταν μικρός. Πέθανε το 1861. Υπήρξε μεγάλος λόγιος, μεγάλος συγγραφέας, αλλά το έργο του δεν είχε ακόμη κερδίσει όλη την αναγνώριση που δικαιούτο]. Ένα μονοπάτι οδηγούσε από το προάστιο στα δυτικά κάτω στη σκιά και τη δροσιά τού φαραγγιού, μέσα από συστάδες ψηλών δασικών δένδρων, των οποίων τα φυλλωμένα κλαδιά δένονταν με άγρια αμπέλια. Ακόμη και το μεσημέρι, όταν ο ήλιος κρεμόταν αίθριος πάνω από τη στενή θέα, οι ακτίνες ελάχιστα διείσδυαν στις βαθιές σκιές των θάμνων πλούσιας βλάστησης μυρτιάς, δάφνης και κισσού, που υψώνονταν από το έδαφος και πάνω στα βράχια. Από το ψηλότερο σημείο τού βράχου τού κάστρου, 150 περίπου πόδια [50 περίπου μέτρα] πάνω, ανάμεσα σε άγρια σύγχυση αναρριχητικών φυτών και δένδρων, ο έντονος τοίχος τού παλατιού, που τώρα είχε μετατραπεί σε άδειο σκελετό, εξακολουθούσε να στέκεται απέναντι στον ουρανό. Και τα φαρδιά παράθυρα, που κάποτε ανοίγονταν από τα διαμερίσματα τού αυτοκράτορα, εξακολουθούσαν να βλέπουν προς το καταπράσινο κάτω σκηνικό. Περνώντας από ποώδεις όχθες, στις οποίες άνθιζαν το αγριόκρινο και το χαμομήλι, μέσα από κατάφυτες λόχμες, όπου τα δαφνόδεντρα έκρυβαν το έδαφος, το μικρό ρέμα χυνόταν από ψηλά στους κόλπους των κοιλοτήτων ή ράντιζε το χείλος σκληρού βράχου.
Ας μην πρόβλεπε όμως κανείς τι θα συναντούσε στον περίπατό του, ο οποίος δεν τον είχε φέρει ακόμη πέρα από το άκρο τής ανατολικής χαράδρας. Περνούσε τη γέφυρα και βρισκόταν αμέσως μέσα στον οχυρωμένο περίβολο, ο οποίος διασχιζόταν από φαρδύ δρόμο. Ακολουθώντας αυτόν τον δρόμο, περνούσε μέσα από το μεσαίο φρούριο, δηλαδή από το τμήμα τής περιοχής που αποτελούσε την κατοικούμενη συνοικία τής εντός των τειχών πόλης στην αρχική της μορφή. Τώρα, όπως και στην αρχαιότητα, ήταν γεμάτη κτίρια, ενώ σημαντικό τμήμα καταλάμβανε το σεράι ή κυβερνητικό κτίριο (αριθ. 17 στο σχέδιο τής Τραπεζούντας και των περιχώρων, πέντε σελίδες πίσω), το οποίο βρισκόταν στη μέση περίπου τού χώρου ανάμεσα στις χαράδρες, στη νότια άκρη τού δρόμου τους.
Εδώ ο πασάς θα καθόταν σε εσωτερικό δωμάτιο, με δέσμη εγγράφων στο πλάι του στο ντιβάνι. Μπαίνοντας στην αυλή, έχει κανείς στη μία πλευρά αυτό το παλάτι, συνωστιζόμενο από αιτούντες, ενώ από την άλλη τα σιδερένια κάγκελα μιας φυλακής, που συνένωναν τα πρόσωπα των αιχμαλώτων, οι οποίοι ατένιζαν την παρακάτω σκηνή. Περνώντας την πύλη τού σεράι, ένας στενός δρόμος ανέβαζε στον περίβολο, αποκλίνοντας σε ορθή γωνία από τον δρόμο που ένωνε τις χαράδρες. Τούς οδήγησε στο πάνω φρούριο μέσω γειτονιάς γεμάτης ιδιωτικά σπίτια και κατοικούμενης αποκλειστικά από μωαμεθανούς.
Περίπατος διακοσίων ή τριακοσίων μέτρων τούς έφερε στους πρόποδες τού ψηλού εγκάρσιου τείχους, το οποίο ήταν σχεδόν τόσο φρέσκο τώρα, όπως όταν αναγέρθηκε. Με απότομη κλίση μπήκαν από πύλη σε κοίλο πύργο που γειτνίαζε με το εξωτερικό τείχος στα ανατολικά, η οποία αποτελούσε τη μόνη δίοδο προς την ακρόπολη.
Τραπεζούς: Το Σεράι σε καρτ-ποστάλ εποχής
Η ογκώδης αρχαία πύλη εξακολουθούσε να στέκεται πάνω στις αρθρώσεις της, ενώ οι σκουριασμένες σιδερένιες πλάκες που την επένδυαν ήσαν γεμάτες με σφαίρες. Μια δεύτερη πύλη, τοποθετημένη κάθετα προς την πρώτη στον επόμενο τοίχο, παρείχε έξοδο από τον πύργο. Η ακρόπολη, όπως και το μεσαίο φρούριο, καταλαμβανόταν από σύγχρονα σπίτια. Αλλά ήσαν λιγότερο συχνά και σχεδόν περιορίζονταν στους χώρους που γειτνίαζαν άμεσα με το εγκάρσιο τείχος. Υπήρχε κάποια δυσκολία στην εξέταση των εκτεταμένων αρχαίων έργων που εξακολουθούσαν να παραμένουν εν μέρει πάνω στον χώρο. Ένα από τα κύρια κτίρια καταλαμβανόταν από στρατιωτικές αποθήκες και αποτελούσε απαγορευμένο έδαφος. Ο Λιντς μηχανεύτηκε να κατορθώσει να μπει και το βρήκε σχεδόν άδειο, χειροπιαστός λόγος για τέτοια απαγορευτικά μέτρα. Ύστερα τα τείχη που περιέκλειαν τούς κήπους των ιδιωτικών κατοικιών δεν ήσαν λιγότερο οι διακριτικοί προστάτες τής ζωής τού χαρεμιού, απ’ όσο το πέπλο για την απόκρυψη τής αθλιότητας μιας χλιδής που ξεθώριαζε. Ενώ ένας από αυτούς έπαιρνε μετρήσεις με πρισματική πυξίδα, ολόκληρη η γειτονιά ξεσηκωνόταν από τις διαμαρτυρίες νεαρής σουσουράδας, που επέμενε ότι αποτελούσε αντικείμενο των αγενών του βλεμμάτων. Όπως έχει πει ο Λιντς, το παλάτι ήταν πια απλός σκελετός. Ένα ασυνάρτητο παλαιό σπίτι με γραφική στέγη καταλάμβανε τμήμα τής κάτοψης των βασιλικών διαμερισμάτων, εκεί όπου αυτά είχαν θέα τού δυτικού φαραγγιού. Τούς δόθηκε καθυστερημένα η άδεια από μια γυναικεία φωνή. Από πολεμίστρα στο τεράστιο τείχος τού φρουρίου, ακριβώς κάτω από τη γραμμή οκτώ τοξωτών παραθύρων, που στέκονταν άδεια απέναντι στον ουρανό, ικανοποίησαν τα μάτια τους με τη μαγευτική θέα πάνω από το δυτικό φαράγγι, ακολουθώντας το ελικοειδές του περίγραμμα στο φόντο των φυλλωμένων λόφων, ή αναπαύοντάς τα πάνω στα κυπαρίσσια και τον μιναρέ τού τζαμιού Χατουνιέ, ανάμεσα στις εξοχικές κατοικίες στην απέναντι άκρη τής αβύσσου.
Μέσα από αυτό το εξωτερικό τείχος, λίγο νότια από εκεί όπου στέκονταν, υψωνόταν τετράγωνος πύργος πάνω από το περίγραμμα των επάλξεων, εμφανίζοντας στο ανώγειό του το εσωτερικό ευρύχωρου διαμερίσματος με παράθυρα που άνοιγαν πάνω στο τοπίο. Το θραύσμα ενός τείχους προεξείχε προς το μέρος τους δίπλα από τον πύργο, ενώ τρία μεγάλα παράθυρα, από τα οποία δύο ήσαν διπλά, με λεπτούς διαχωριστικούς πυλώνες, είχαν γλιτώσει από τη φθορά τού χρόνου. Ακριβώς στα βόρειά τους τρία ακόμη παράθυρα φύτρωναν από το εξωτερικό τείχος, σε ψηλότερο επίπεδο από εκείνα που βρίσκονταν πάνω από τα κεφάλια τους. Και οι δύο σειρές δεν ήσαν παρά λείψανα από πολύ μεγαλύτερες σειρές, που θα αποτελούσαν κάποτε τη ζωή και την υπερηφάνεια αυτών των ζοφερών στηθαίων. Τούς επέτρεπαν να φανταστούν το αρχαίο μεγαλείο τής αυτοκρατορικής κατοικίας, η οποία, μέρα με τη μέρα, περνούσε αργά στον κόσμο των επουσιωδών αναμνήσεων, για να μοιραστεί την τύχη τής ιερής Τροίας και τού βασιλιά Πριάμου, πλούσιου σε κοπάδια.
Πάνω από το παλάτι, μέσα στη γλώσσα τής περιτοίχισης που στένευε, ο χώρος καταλαμβανόταν από τις υποδομές τής φρουράς, πάνω από τις οποίες σκαρφάλωσαν στα στηθαία τού εξωτερικού τείχους. Δίπλα τους ο τετράγωνος πύργος στο απώτατο άκρο τού φρουρίου πρόβαλλε βλοσυρός στην κορυφογραμμή, που έμοιαζε με μαχαίρι ανάμεσα στις χαράδρες. Ήταν πιθανό ότι αυτός ο πύργος αποτελούνταν από συμπαγή μάζα, γιατί δεν εντοπίζονταν σημεία εσωτερικού περάσματος. Οι επάλξεις τού τείχους υψώνονταν σε ύψος 200 περίπου ποδιών [60 μέτρων] πάνω από τη δυτική χαράδρα. Ακριβώς στα ανατολικά τού πύργου τοποθετούνταν η μόνη είσοδος στην ακρόπολη από την πλευρά τής κορυφογραμμής. Αποτελούνταν από μακρύ πέρασμα, που πλαισιωνόταν από παράλληλο εξωτερικό τείχος και εφάπτονταν τεράστιου γωνιακού πύργου. Αλλά η εσωτερική πόρτα ήταν τώρα χτισμένη με τοίχο και ήσαν υποχρεωμένοι να κατευθυνθούν στο μεσαίο φρούριο προκειμένου να βγουν από τα τείχη.
Η πύλη βρισκόταν ακριβώς κάτω από την είσοδο στην ακρόπολη, στο τείχος στα ανατολικά. Ήταν κι αυτή εφοδιασμένη με διπλές πόρτες, οι οποίες, όπως και οι γειτονικές τους, είχαν κοσκινιστεί από ριπές μουσκέτων. Νότια αυτής τής πύλης υπήρχε μόνο τόσος χώρος μεταξύ τού τείχους και τού άκρου τής ανατολικής χαράδρας, ώστε να χωράει στενός δρόμος. Φεύγοντας από το εσωτερικό τού φρουρίου, οδηγούνταν κανείς κατά μήκος αυτού τού δρόμου, με τον δασωμένο γκρεμό στο ένα χέρι και τούς κισσούς που σκαρφάλωναν στις επάλξεις στο άλλο.
Το τζαμί Χατουνιέ έξω από τα τείχη τού Όρτα Χισάρ
σε φωτογραφία των αρχών τού 20ού αιώνα
Αγρότες, που μετέφεραν καλάθια, περνούσαν δίπλα κατευθυνόμενοι στην αγορά. Και κάτω από μια συκιά γεμάτη φρούτα, μερικές μουσουλμάνες ξεκουράζονταν από τον ποδαρόδρομο και καλύπτονταν με τα πέπλα τους καθώς αυτοί πλησίαζαν. Ο κολοσσιαίος γωνιακός πύργος προεξείχε από το κεφάλι τού ακανόνιστου τείχους προς τη φυλλωμένη άβυσσο, ενώ μεγάλη ολόλευκη επιγραφή υπήρχε πάνω στον τοίχο απέναντί τους: η καταγραφή τής κατάκτησης τού Μωάμεθ Β’.
Αλλά το σημείο στο οποίο σταματούσε κανείς ήταν στο πάνω μέρος τής οχύρωσης, κάτω από την ψηλό γκρεμό τού τετράγωνου πύργου. Ήταν ο ίδιος τόπος στον οποίο οι λαοί από απομακρυσμένες εσοχές τής Ασίας είχαν σταθεί με τη σφοδρή επιθυμία τής κατάκτησης στα μάτια τους. Στην απέναντι όχθη τής ανατολικής χαράδρας ο μορφής τύμπανου τρούλος τού Αγίου Ευγενίου υψωνόταν ανάμεσα σε σύμπλεγμα εξοχικών σπιτιών με κόκκινες στέγες.
Εκεί ήταν που ο Σελτζούκος σουλτάνος εξαπέλυε τις απειλές και τις ύβρεις του, ενώ ο Έλληνας αυτοκράτορας νήστευε και προσευχόταν. Μέσα από τα όρια τού ίδιου ιερού ακούγονταν οι κραυγές των γλεντζέδων, ανακατεμένες με τις φωνές των παλλακίδων τους. Και ένας λευκός μιναρές διακήρυσσε το γεγονός τού μακροχρόνιου και άνισου αγώνα ανάμεσα στους αποφασισμένους οπαδούς τού προφήτη και τα αδυνατισμένα παιδιά τού σταυρού.
Ο ίδιος ο πύργος είχε προφανώς κατασκευαστεί σε μεταγενέστερη περίοδο από το τείχος, από το οποίο υψωνόταν με συνεχές πρόσωπο. Το χρώμα τής πέτρας ήταν λίγο πιο ανοιχτόχρωμο, ενώ μια επιγραφή, τώρα πολύ φθαρμένη, πιστοποιούσε ότι ήταν έργο τού αυτοκράτορα Ιωάννη Δ’, τού προτελευταίου τής δυναστείας των Κομνηνών. Το έδαφος διευρυνόταν σαν βεντάλια από τούς πρόποδες αυτού τού πύργου, ενώ τα φαράγγια, που είχαν σχεδόν συναντηθεί, απόκλιναν και γίνονταν μεγάλες κοιλάδες που εκτείνονταν στην αγκαλιά των λόφων. Μέσα σε αυτόν τον φαρδύτερο χώρο, μερικές εκατοντάδες μέτρα νότια τού φρουρίου, μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει ακόμη τον περίβολο τού ιπποδρόμου και τη μεγάλη πύλη στη βόρεια πλευρά του. Το τείχος υψωνόταν ακόμη κατά τόπους σε ύψος από έξι μέχρι δέκα πόδια, αλλά όλες οι εσωτερικές δομές είχαν εξαφανιστεί. Χωράφι με καπνά φύτρωνε πάνω στον χώρο. Γειτνιάζοντας με την πύλη και απέναντι από το παλάτι, εντυπωσιαζόταν κανείς από το σχήμα και την εμφάνιση μιας προεξέχουσας γλώσσας γης με επίπεδη κορυφή. Ίσως στο σημείο αυτό υπήρχε κάποτε το θέατρο.
Οι αρχαίες εκκλησίες τής Τραπεζούντας, από τις οποίες μερικές είχαν μετατραπεί σε τζαμιά και άλλες σε δημόσια λουτρά, ήσαν από τα πιο ενδιαφέροντα λείψανα που περιείχε η πόλη. Ξαναφέρνοντας τα βήματά τους στο μεσαίο κάστρο και στον δρόμο που ἐνωνε τις δύο χαράδρες, είχαν φτάσει σχεδόν στη γέφυρα πάνω από τη δυτική ύφεση πριν προσεγγίσουν τον παλαιό καθεδρικό ναό, τον αφιερωμένο στην Παναγία Χρυσοκέφαλο, τού οποίου ο νότιος τοίχος συνόρευε με τον δρόμο τους προς βορρά (αριθ. 18). Πόσο γυμνή και ζοφερή φαινόταν, με αποκομμένα τα νότια και δυτικά της προπύλαια και καλυμμένη με παχύ στρώμα ασβέστη! Μια μικρή αυλή, στρωμένη με πλάκες, συνόρευε με αυτήν στα ανατολικά, πάνω από την οποία περνοὐσε κανείς σε είσοδο στη βορειοανατολική γωνιά, η οποία είχε καταστρέψει την πλευρική αψίδα σε εκείνη την πλευρά. Αν έλεγχε κανείς τον εξωτερικό τοίχο τής κύριας αψίδας, μπορεί να διέκρινε ακόμη κάτω από το ασβέστωμα κάποια ψηφιδωτά σχέδια, ένα από τα οποία ίσως αναπαριστούσε την καθιστή Παρθένο. Ο χρόνος είχε φθείρει τα λίγα ανάγλυφα γείσα, των οποίων δεν υπήρχε ίχνος. Λίγα πράγματα προσέλκυαν την προσοχή σε αυτή την παραμορφωμένη ομάδα αετωμάτων, πάνω από τα οποία βρισκόταν το τύμπανο τού δωδεκάγωνου τρούλου. Στη βόρεια πλευρά υψωνόταν ο μιναρές, που εφάπτονταν στην κύρια είσοδο, η οποία χρησιμοποιούσε την παλιά στοά στα βόρεια. Τέσσερις μαρμάρινοι κίονες με ιωνικά κιονόκρανα, ίσως τα λάφυρα από κάποιον ειδωλολατρικό ναό, στήριζαν την οροφή αυτής τής ευρύχωρης βεράντας. Ετοιμάζονταν να μπουν, όταν τούς φώναξαν στην άκρη για να παρατηρήσουν παλαιά κρήνη στην αυλή στα ανατολικά. Περιλάμβανε μαρμάρινη πλάκα με ελληνική επιγραφή που ήταν δυσανάγνωστη. Το νερό έβγαινε από πολύ φθαρμένο χάλκινο στόμιο, που αναπαριστούσε κεφάλι φιδιού ή δράκου, που λεγόταν ότι ανήκε σε ορειχάλκινο μοντέλο τέτοιου τέρατος, το οποίο σκοτώθηκε από το δόρυ τού Αλεξίου Α’. Κοντά στην κρήνη υπήρχε τάφος, διατηρούμενος ακόμη σε καλή κατάσταση, στον οποίο είχαν εναποτεθεί τα λείψανα νεαρού βοσκού, στον οποίο απέδιδαν οι κάτοικοι την κατάληψη τού φρουρίου από τούς Οθωμανούς Τούρκους. Σύμφωνα με την ιστορία αυτή, ο Μωάμεθ Β’, εμποδιζόμενος από τη δύναμη τής ακρόπολης, προσέφυγε σε τελικό μέσο, τού οποίου το αποτέλεσμα θα προσδιόριζε τις εναλλακτικές λύσεις, δηλαδή τη συνέχιση των προσπαθειών ή την εγκατάλειψη τής πολιορκίας. Θα ρίχνονταν βολές κανονιού στην αλυσίδα που στήριζε την κρεμαστή γέφυρα. Αν κοβόταν, θα ήταν σημάδι για την ανανέωση των προσπαθειών. Σε αντίθετη περίπτωση, η πολιορκία θα λυνόταν. Το πείραμα απέτυχε. Ο σουλτάνος διέλυσε το στρατόπεδό του και απομάκρυνε το μεγαλύτερο μέρος τού στρατού του, αφήνοντας όμως το φορτωμένο κανόνι ακόμη στη θέση του. Ένας νεαρός βοσκός, που τύχαινε να περνά από εκεί, παρακινήθηκε από την τόλμη τής νιότης του να δοκιμάσει τις ικανότητές του στον δύσκολο στόχο. Πυροδότησε το κανόνι και η κινητή γέφυρα έπεσε. Αυτό το παιδί, που δεν θα είχε μέλλον μπροστά του, έσπευσε στο στρατόπεδο τού Μωάμεθ, ο οποίος προχωρούσε στην κοιλάδα τού Πυξίτη κατευθυνόμενος στη Μπαϊμπούρτ. Αλλά η ιστορία του χλευάστηκε και ο σουλτάνος, σε έκρηξη θυμού, προκάλεσε τον θάνατό του. Η οργή τού τυράννου μετατράπηκε σε θλίψη όταν έφτασε σε αυτόν η επιβεβαίωση τού θαυμαστού κατορθώματος. Την επιστροφή του ακολούθησε η πτώση τής πόλης. Ο ίδιος προσπάθησε να εξιλεωθεί για την απερίσκεπτη πράξη του, φορτώνοντας το θύμα του με μεταθανάτιες ανταμοιβές. Πάνω στο φέρετρο μπορούσε κανείς ακόμη να δει να κρέμεται η μπάλα, η οποία αποφάσισε την τύχη τής Τραπεζούντας. Και ο μάρτυρας ήταν γνωστός με όνομα, που επαναλαμβάνει τον θλιβερό θαυμασμό τού σουλτάνου: «Χος Ογλάν» ή «Μπράβο αγόρι»! Όπως θα δούμε στην τελευταία ενότητα και στον χάρτη του Μπριό, υπάρχει χωριό Χοσογλάν στα νότια της πόλης.
Το εσωτερικό τού τζαμιού προκαλούσε αίσθηση εξαιρετικά συμπαγούς εμφάνισης, με τούς ογκώδεις πεσσούς του που στήριζαν τον τρούλο, με τούς τοίχους που ένωναν αυτούς τούς πεσσούς με τούς τοίχους τής εκκλησίας και χώριζαν τα κλίτη από τον ανοιχτό χώρο κάτω από τον θόλο.
Εκτός από τούς δύο εσωτερικούς κίονες τού προστώου, δεν φαινόταν ούτε ένας πυλώνας. Τα κλίτη ήσαν στενά και οι οροφές τους χαμηλές. Από πάνω τους υπήρχε στοά, από την οποία μπορούσε κανείς να κοιτάξει μέσα από χαμηλά, τοξωτά ανοίγματα στον κυρίως ναό. Οι Τούρκοι είχαν τοποθετήσει ξύλινη σκηνή στο βόρειο σκέλος τού ναού, μεταξύ των δύο τοίχων που διαχώριζαν από τον διάδρομο.
Αυτή η ανέγερση έβλεπε προς τον βωμό τους και προοριζόταν για τις γυναίκες τους. Έφτανες εκεί με σκάλα τοποθετημένη στο εσωτερικό τού κτιρίου, μπροστά από τη βορειοανατολική είσοδο. Μια πόρτα οδηγούσε από αυτή την ξύλινη δομή στην παλαιά στοά πάνω από τον διάδρομο, μέσω τού οποίου περνούσαν στον γυναικωνίτη τού αρχικού σχεδιασμού, που γέμιζε τον χώρο πάνω από τα ταβάνια τού νάρθηκα και τού εξωνάρθηκα στη δυτική πλευρά τού τζαμιού. Δύο ψηλά θολωτά ανοίγματα εμφάνιζαν το εσωτερικό προς αυτή τη στοά, ενώ ο τοίχος μεταξύ νάρθηκα και εξωνάρθηκα ήταν διάτρητος από τρεις αψίδες σε παρόμοιο ύφος. Η πόρτα στα δυτικά τού κάτω ορόφου, η οποία κατά τούς χριστιανικούς χρόνους έδινε πρόσβαση μέσω αυτών των εξωτερικών χώρων στο σώμα τής εκκλησίας, δεν χρησιμοποιούνταν πια, τώρα που η θρησκευτική εστίαση τού κτιρίου είχε αλλάξει από την αψίδα μέχρι τον νότιο βραχίονα μεταξύ των διαδρόμων. Ο εξωνάρθηκας είχε πλάτος 18 πόδια [πεντέμιση περίπου μέτρα] και ο νάρθηκας 9 πόδια και 7 ίντσες [3 περίπου μέτρα].
Οι πεσσοί πάνω στους οποίους ακουμπούσαν οι θολωτές οροφές αυτών των αυλών είχαν τέτοιο πάχος, ώστε ολόκληρος ο χώρος, μετρούμενος από την εσωτερική πλευρά τού εξωτερικού τοίχου μέχρι την εξωτερική πλευρά τού τοίχου τού σηκού, να ήταν 37 πόδια και 5 ίντσες [12 περίπου μέτρα]. Οι εσωτερικές διαστάσεις τής ίδιας τής εκκλησίας ήταν μήκος 93 πόδια και 6 ίντσες [29 περίπου μέτρα] από την αρχή τού κυρίως ναού μέχρι το κεφάλι τής αψίδας και πλάτος μόνο 50 πόδια και 5 ίντσες [16 περίπου μέτρα]. Φωτιζόταν καλά από τα παράθυρα στην αψίδα και κατά μήκος των τοίχων, αλλά τα δώδεκα παράθυρα τού τρούλου ήσαν μικρά. Μπορούσε ακόμη να θαυμάσει κανείς στην αψίδα όμορφες μαρμάρινες πλάκες διαφόρων χρωμάτων και σχεδίων σε ψηφιδωτό, αλλά αλλού υπήρχε σχεδόν πλήρης έλλειψη διακόσμησης. Όσο για τη χρονολογία τής οικοδόμησης, αυτή αποδιδόταν από τον Τεξιέ στους Μεγάλους Κομνηνούς. Με πολύ λιγότερες γνώσεις, ο Λιντς δίσταζε να εκφέρει τη γνώμη ότι το σχέδιο ανήκε σε προγενέστερη περίοδο.
Από αυτό το τζαμί τού μεσαίου φρουρίου, το Όρτα Χισάρ Τζαμισί, τον αρχαίο καθεδρικό ναό, η απόσταση μέχρι τη γέφυρα πάνω από το δυτικό φαράγγι ήταν μόνο μερικά βήματα. Όπως και η συνάδελφός της στα ανατολικά τού περιβόλου, αποτελούνταν από ψηλό πέτρινο ανάχωμα, με μια μόνο στενή αψίδα, μέσα από την οποία κυλούσε το ρεύμα. Η θέα και από τις δύο πλευρές ήταν πολύ όμορφη, ενώ οι βαθιές σκιές τής βλάστησης, που υψωνόταν από το δάπεδο τού φαραγγιού, ανάπαυαν το μάτι και αναζωογονούσαν τις αισθήσεις.
Τραπεζούς: Το Γκιαούρ Μεϊντάν σε καρτ-ποστάλ εποχής
Προς τα νότια, πέρα από ακανόνιστη γραμμή στηθαίων φορτωμένων με κισσούς και πύργων διαφόρων χαρακτηριστικών και μεγεθών, τα εντυπωσιακά έργα τού παλατιού και τής ακρόπολης υψώνονταν στον ουρανό, ενώ στην κατεύθυνση τής θάλασσας, εκεί όπου έσβηνε η υπερύψωση και χανόταν σε λαβύρινθο από σπίτια, τις σειρές από κεραμιδένιες σκεπές διαπερνούσε διπλή σειρά από πολεμίστρες και εξοπλισμένα φρούρια. Το τείχος τού μεσαίου φρουρίου φαινόταν να εκτείνεται για κάποια απόσταση κατά μήκος τής ανώμαλης άκρης τής βραχώδους βάσης του. Αλλά υπερίσχυε πάνω του στο τοπίο η εξωτερική γραμμή των τειχών, τα οποία, ξεκινώντας από την απέναντι πλευρά τής χαράδρας, εκτείνονταν σε μακρά προοπτική μέχρι την ακτή.
Στόχος τους τώρα ήταν η περίφημη εκκλησία τής Αγίας Σοφίας. Βρισκόταν πάνω στην ακτή στα δυτικά τής πόλης, σε απόσταση πάνω από ένα μίλι από τα τείχη (αριθ. 25). Η γέφυρα περνώντας από πάνω οδηγούσε στο δυτικό προάστιο, ενώ για λίγο ακολουθούσαν το εξωτερικό τείχος του κάτω φρουρίου, που εκτεινόταν προς τα δυτικά σε ορθές γωνίες ως προς τη χαράδρα. Στη δεξιά πλευρά υπήρχε συμπαγής τοιχοποιία και τεράστιος ορθογώνιος πύργος. Στα αριστερά, λίγο πιο κάτω, ήσαν τα κυπαρίσσια τού τουρκικού νεκροταφείου. Οι ελαφρώς κλίνουσες λευκές επιτύμβιες στήλες με τις επίχρυσες αραβικές επιγραφές τους ήσαν καλύτερα τοποθετημένες και περιποιημένες απ’ όσο συνέβαινε συνήθως. Είχαν περάσει τον δρόμο που έστριβε προς τα πάνω, προς το τζαμί Χατουνιέ (αριθ. 20), το ευρύχωρο και ακόμη καλά οργανωμένο τζαμί και θρησκευτικό σχολείο (μεντρεσέ), που διατηρούσε ζωντανή τη μνήμη τής μητέρας τού σουλτάνου Σελήμ Α’.
Όπως και το μέσο και κάτω φρούριο, έτσι και αυτό το δυτικό προάστιο κατοικούνταν ως επί το πλείστον από μωαμεθανούς. Τι αντίθεση με την πολύβουη συνοικία στα ανατολικά τής πόλης, όπου βρίσκονταν οι χριστιανικές συνοικίες! Εκεί, πολυσύχναστοι δρόμοι, πλαισιωμένοι από τα φαρδιά παράθυρα γραφείων και καταστημάτων. Εδώ, το σιωπηλό νεκροταφείο και οι πολύ διασκορπισμένες κατοικίες, που φαίνονταν να συστέλλονται από την επαφή με τη ζωή. Μια πιο φωτεινή όψη ανήκε στο μεϊντάνι ή ανοιχτό χώρο από τον οποίο περνούσαν και τον οποίο διέσχιζαν, το Καβάκ Μεϊντάν ή πλατεία τού πλατάνου, εκτεταμένη περιοχή με πράσινο χλοοτάπητα, που έμοιαζε με αγγλικό κοινόχρηστο χώρο, όπου τα παλιά χρόνια γίνονταν κονταρομαχίες. Αρκετοί τάφοι (κουμπέτ) φαίνονταν σε αυτό το χορταριασμένο γκαζόν, αλλά ο Λιντς δεν ήξερε για ποιους είχαν στηθεί. Λίγο αργότερα είχαν αφήσει τούς τελευταίους οικισμούς πίσω τους και ελίσσονταν έξω από την πόλη, προς την ακτή. Η εκκλησία τής Αγίας Σοφίας, ή τής Θείας τού Θεού Σοφίας, που είχε τώρα μετατραπεί σε τζαμί, είχε χαρακτηριστεί ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μνημεία βυζαντινής αρχιτεκτονικής, γλυπτικής και ζωγραφικής, που είχε γλυτώσει από τη φθορά τού χρόνου.5 Αυτό μόνο εν μέρει μπορούσε να το εκτιμήσει ο τωρινός ταξιδιώτης, επειδή οι τοιχογραφίες που κάλυπταν κάποτε το εσωτερικό τού οικοδομήματος είχαν τώρα επιχριστεί με διαδοχικές στρώσεις ασβέστη. Ήταν πιθανό, όταν ερχόταν η ώρα να επιστρέψει το κτίριο στη χριστιανική λατρεία, ή τουλάχιστον, όπως μπορούσε να ελπίζει κανείς, να διατηρείται ως κειμήλιο που θα δίδασκε μια φωτισμένη εποχή, ότι τα λέπια θα έπεφταν και θα αποκάλυπταν σε μέρος τής αρχαίας λάμψης τους τα σοβαρά πρόσωπα και τις πανέμορφες ενδυμασίες των Μεγάλων Κομνηνών, καθώς κοιτούσαν κάτω προς το εκκλησίασμα μοναχών και προσκυνητών πριν από έξι αιώνες. Στο μεταξύ μπορούσε να συμβουλευτεί κανείς εκείνες τις περιγραφές των ζωγραφικών έργων που είχαν διασωθεί στις περιγραφές πιο τυχερών σύγχρονων περιηγητών, γιατί σε ορισμένες περιόδους τμήμα τού σοβά είχε πέσει και είχε αποκαλύψει την πλούσια εργασία που βρισκόταν από κάτω. Τα γλυπτά και τα αρχιτεκτονικά πλεονεκτήματα μπορούσαν να τα κρίνουν επί τόπου, επειδή, αν και οι Τούρκοι προχώρησαν σε ορισμένες τροποποιήσεις στη δομή, αυτές ήσαν πολύ αδέξιες για να παραπλανήσουν.
Τραπεζούς: Αγία Σοφία (Λιντς 1901)
Η πρώτη θέα τού οικοδομήματος, που καθόταν ψηλά στην αριστερή πλευρά, εκεί όπου ο δρόμος ξεχυνόταν στις αμμουδιές, επιδείκνυε αμέσως τις ομορφιές που προσιδίαζαν σε αυτό: την επιλογή τού χώρου και την επιδέξια ομαδοποίηση των τμημάτων που το συνέθεταν [βλέπε εικόνα]. Φαρδιά βεράντα ή πλάτωμα, εν μέρει φυσική και εν μέρει υποστηριζόμενη από ανάχωμα και τείχος, αποτελούσε το πάνω μέρος ήπιας πλαγιάς, που υψωνόταν από το νερό πέρα από κράσπεδο κάκτων και φυλλωμένων θάμνων.
Η επιφάνεια αυτής τής εξέδρας ήταν επίπεδη και ομαλή και καλυπτόταν από το πράσινο χαλί χλοοτάπητα. Η θέα εκτεινόταν σε ολόκληρο τον κόλπο μέχρι το Ιερό ακρωτήριο, ενώ προς τη θάλασσα απεριόριστα πάνω από τα κύματα. Στα ανατολικά το έδαφος που υψωνόταν έκρυβε την πόλη και το προάστιο, ενώ προς νότο, το ανοιχτό τοπίο τού λόφου και η κοιλάδα περισσότερο γίνονταν αισθητά, παρά φαίνονταν. Από το ειρηνικό ύψος αυτής τής ευχάριστης βεράντας, τα καλοδιατηρημένα ερείπια αρχαίου μοναστηριού έβλεπαν κάτω την ακτή. Στα δυτικά, στο πέρα άκρο τής εξέδρας, ψηλό τετράγωνο καμπαναριό στεκόταν μόνο του, σαν φρουρός, αντικρύζοντας τη θάλασσα. Ακριβώς κάτω από αυτό βρισκόταν η εκκλησία, σύμπλεγμα από στέγες και αετώματα που συνέκλιναν σε τρούλο μορφής τύμπανου. Από τα κτίσματα τού μοναστηριού ένα μόνο διασωζόταν, ένα ογκώδες τετράγωνο οικοδόμημα στη νοτιοδυτική γωνία τής εξέδρας, το οποίο κρυβόταν σχεδόν από δένδρα.
Ανέβηκαν την πλαγιά και έφτασαν στην εξέδρα στη νότια πλευρά, με την εκκλησία ανάμεσα σε αυτούς και τα καταγάλανα νερά τού κόλπου. Ένας φύλακας βρισκόταν σε κάποια τρώγλη ανάμεσα στους οπωρώνες, αλλά κανένα μίζερο αντικείμενο δεν διασπούσε τη χλοώδη επιφάνεια τής εξέδρας από την οποία υψωνόταν το κτίριο, τού οποίου η ομαλή τοιχοποιία φαινόταν από τη βάση μέχρι τον θόλο.
Σε αντίθεση με τούς απλούς γκρίζους χώρους των τοιχωμάτων που βρίσκονταν πίσω της, η πλούσια πρόσοψη τής νότιας εισόδου προσέλκυε αμέσως το μάτι [βλέπε εικόνα]. Αποτελούνταν από βεράντα ή πλευρική δομή, που κάποτε έδινε πρόσβαση σε πόρτα στον κύριο τοίχο τής εκκλησίας. Δύο χαριτωμένες μαρμάρινες κολώνες με κορινθιακά κιονόκρανα στήριζαν την πρόσοψη, αλλά οι Τούρκοι είχαν κλείσει αυτή την είσοδο και χτίσει τις κολώνες, που ήσαν ορατές μόνο από το εσωτερικό.
Το νέο έργο δεν ανέβαινε πολύ ψηλότερα από το πάνω μέρος των κιονοκράνων, ενώ τα ανοίγματα των τριών αψίδων που φύτρωναν από τούς πυλώνες είχαν κλειστεί με γυάλινα παράθυρα. Από τις αψίδες αυτές, η κεντρική ήταν ελαφρώς μυτερή, ενώ εκείνες εκατέρωθεν ήσαν στρογγυλές. Ευχάριστο χαρακτηριστικό τού σχεδίου αποτελούσε το έντονα στρογγυλεμένο τόξο, που κάλυπτε τη βεράντα από τον ένα τοίχο στον άλλο και εσώκλειε τούς τρεις μικρότερους θόλους και τις μαρμάρινες κολώνες τους σε ευρεία ζώνη αλάξευτης πέτρας. Στην εξωτερική πλευρά, στενό τελάρο με σταφύλια και αμπελόφυλλα τόνιζε τη μελετημένη απουσία κάθε στολιδιού στην τοιχοποιία τού ανοίγματος. Τον ακρογωνιαίο λίθο εμπλούτιζε η εικόνα τού μονοκέφαλου αετού των Κομνηνών, με ανοιχτά τα νύχια και τα φτερά απλωμένα. Ο χώρος τού τοίχου που σχηματιζόταν με αυτόν τον εντυπωσιακό τρόπο και ο οποίος στηριζόταν στους πυλώνες τής πρόσοψης, δημιουργούσε φάτνωμα ή φατνώματα, θαυμάσια προσαρμοσμένα για να δεχτούν το είδος τής διακοσμητικής επεξεργασίας στην οποία διακρίθηκε η βυζαντινή τέχνη. Περίπου στο κέντρο ο χώρος διακοπτόταν από τετράφυλλο παράθυρο, πάνω από το οποίο, και στις δύο πλευρές, πλάκες ποικιλόχρωμων ψηφιδωτών είχαν εισαχθεί στον τοίχο. Κάτω από το παράθυρο και από άκρη σε άκρη έτρεχε διάζωμα σε χαμηλό ανάγλυφο, πάνω από το οποίο υπήρχε επιγραφή στα ελληνικά: «Ελέησέ με, σώσε με από τις αμαρτίες μου, βοήθησέ με, Κύριε, Θεέ, Άγιε! Άγιε!». Στη ζωφόρο, ανάμεσα σε σχήματα φυτών και δένδρων, που παρέχονταν με τη μεγαλύτερη ικανότητα και με πολλή χάρη, διακρίνονταν ανθρώπινες φιγούρες που είχαν υποστεί ακρωτηριασμό, αλλά οι οποίες, όπως αντίστοιχα έργα τού ρωμανικού στυλ, εμφανίζονταν παραμορφωμένες σε μέγεθος. Ο Αδάμ κοιμόταν ξαπλωμένος ανάμεσα στο φύλλωμα τού κήπου. Ένα φίδι, κουλουριασμένο γύρω από γυμνό κορμό, αντίκρυζε την όρθια μορφή τής Εύας.
Τραπεζούς: Όψη Αγίας Σοφίας από νότο (Λιντς 1901)
Από τα ψηφιδωτά, δύο τουλάχιστον από τις πλάκες είχαν αφαιρεθεί ή είχαν χαθεί. Φαίνονταν τα κενά επιμήκη διαστήματα και στις δύο πλευρές τού τετράφυλλου. Οι μεγαλύτεροι πίνακες περιείχαν γεωμετρικά σχήματα. Αλλά το πιο όμορφο και καλοδιατηρημένο, αν και το μικρότερο ίσως, αποτελούνταν από δύο περιστέρια και δύο κλαδιά ροδιάς, λευκά πάνω σε μαύρο φόντο. Αυτή η πλάκα είχε τοποθετηθεί ακριβώς πάνω από το παράθυρο και κάτω από τα νύχια τού βασιλικού πουλιού.
Ο αναγνώστης θα έχει μαντέψει, ότι η μεγάλη γοητεία αυτής τής πρόσοψης οφειλόταν τόσο στο ευφυές σχέδιο —το φαρδύ άνοιγμα τού τόξου πάνω από τα μικρότερα τόξα και τον ευχάριστο συνδυασμό αυτών των μορφών με τις κάθετες γραμμές των τοίχων και των κιόνων και με την οξεία γωνία τής οροφής— όσο και στο διακοσμητικό αποτέλεσμα των λεπτών γείσων και περίτεχνων γλυπτών και πλούσιων ψηφιδωτών, ριγμένων στη γκρίζα πέτρα. Βεράντες παρόμοιου σχεδίου έδιναν πρόσβαση στο εσωτερικό, τόσο τής δυτικής όσο και τής βόρειας πλευράς, αλλά τα τύμπανα ή φατνώματά τους ήσαν χωρίς στολίδια. Η δυτική βεράντα είχε αραβική κόγχη με βαθύ κυψελωτό γείσο, από την οποία φύτρωνε η εξωτερική αψίδα, ενώ το γείσο αυτό συνεχιζόταν με τη μορφή κορυφωμάτων πάνω από τα κιονόκρανα. Εκείνο στα βόρεια ήταν χωρίς αξιόλογα χαρακτηριστικά, με εξαίρεση ότι τα κιονόκρανα, που ήσαν από καθαρό λευκό μάρμαρο, φαινόταν ότι ήσαν πολύ μεταγενέστερης χρονολογίας. Ήσαν χωρίς σκάλισμα, αλλά σε καθένα είχε κοπεί φάτνωμα, που έφερε το σχήμα λατινικού σταυρού.
Μια βόλτα γύρω από το κτίριο επιβεβαίωνε την εντύπωση που αποκόμιζε κανείς όταν το πρωτοέβλεπε. Ο αριθμός των στεγών σε διάφορα επίπεδα, η διαφορετική ομαδοποίηση των αετωμάτων σε κάθε στροφή, ήσαν εκείνα στα οποία σταματούσε το μάτι και ευχαριστιόταν. Οι ίδιοι οι τοίχοι ήσαν από πελεκητές πέτρες επίπεδης διαμόρφωσης, οι πιο φίνες από τις οποίες διέτρεχαν την αψίδα και τα πλευρικά παρεκκλήσια, πάνω από τα παράθυρα, σε συνεχή ζώνη. Στην όψη τής ίδιας τής αψίδας έβλεπε κανείς τον αετό των Μεγάλων Κομνηνών, τοποθετημένο σε πίνακα στον τοίχο.
Η είσοδος στο τζαμί γινόταν από τη βεράντα στα δυτικά. Αυτή ήταν πολύ μικρότερη ή λιγότερο βαθιά από τις δύο αντίστοιχές της, αλλά, σε αντίθεση με εκείνες, έδινε πρόσβαση μέσω μαρμάρινης πόρτας σε δεύτερο προθάλαμο ή εξωτερική αυλή. Αυτή η αυλή ή νάρθηκας εκτεινόταν σε όλο το πλάτος τού κτιρίου και ήταν ψηλή και καλά φωτιζόμενη.
Μια πόρτα άνοιγε από αυτήν προς την κυρίως εκκλησία, ένα ευάερο εσωτερικό ευχάριστων αναλογιών, στο οποίο το φως έρρεε από τα δώδεκα παράθυρα στην περιφέρεια τού τρούλου [βλέπε εικόνα].
Τέσσερις τεράστιες μαρμάρινες κολώνες με σκαλιστά βυζαντινά κιονόκρανα στήριζαν τα σφαιρικά τρίγωνα από τα οποία φύτρωνε ο τρούλος, αλλά η σαφήνεια τού γλυπτού είχε σβηστεί από παχιά στρώματα κιτρινωπού και πράσινου χρώματος. Οι Τούρκοι είχαν επίσης εισαγάγει ορισμένες διαρθρωτικές αλλαγές. Η νότια βεράντα είχε ριχτεί μέσα στο σώμα τού οικοδομήματος, ενώ ένας βωμός (μιχράμπ) είχε τοποθετηθεί ανάμεσα στους δύο κίονες, οι οποίοι κανονικά ανήκαν στην πρόσοψη. Με τον τρόπο αυτόν η βεράντα, με τον προσανατολισμό της προς τη Μέκκα, είχε γίνει το θρησκευτικό επίκεντρο τού τζαμιού. Μια ξύλινη στοά (από την οποία έχει παρθεί η φωτογραφία) είχε στηθεί στον απέναντι τοίχο. Η αψίδα, η οποία φωτιζόταν από τρία παράθυρα, συμπληρωνόταν από δύο μικρότερες αψίδες ή πλευρικά παρεκκλήσια στα άκρα των διαδρόμων.
Όπως οι περισσότερες αρχαίες εκκλησίες που επρόκειτο να επισκεφθούν κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού τους στον νότο, η Αγία Σοφία ήταν κτίριο μικρών διαστάσεων με βάση τις σύγχρονες απόψεις. Το εσωτερικό είχε μήκος όχι περισσότερων από 69 πόδια [21 περίπου μέτρα] από την εσωτερική πόρτα μέχρι το κεφάλι τής αψίδας, ενώ το πλάτος, εξαιρώντας τις πλευρικές βεράντες, ήταν 36 πόδια [11 περίπου μέτρα]. Ένα οικοδόμημα αυτού τού μεγέθους ήταν θαυμάσια προσαρμοσμένο στην τέχνη τού ζωγράφου τοιχογραφιών, ενώ το έργο του αντλούσε το μεγαλύτερο δυνατό όφελος από τα χαρακτηριστικά τού σχεδίου τού ναού.
Εσωτερικό τής Αγίας Σοφίας (Λιντς 1901)
Οι ψηλοί θολωτοί χώροι τού τρούλου και τής αψίδας ήσαν κάποτε περίλαμπροι με φωτεινά εφφέ. Στους τοίχους αποτυπώνονταν οι πλούσια ντυμένες φυσιογνωμίες των ηγεμόνων τής γενεαλογίας των Κομνηνών. Από τις υποκειμενικές λεπτομέρειες που συγκράτησαν γι’ αυτά τα έργα ζωγραφικής διάφοροι περιηγητές, ήταν δυνατόν να συνειδητοποιήσει κανείς, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό, το παλαιό μεγαλείο τής σκηνής. Στην είσοδο, πάνω από την πόρτα, υπήρχε η εικόνα τού Αλεξίου, τού πρώτου αυτοκράτορα Τραπεζούντας, περιβαλλόμενου από την αυλή του, όπως ο Ιουστινιανός στη Ραβέννα. Στα χέρια του είχε τη χρυσή σφαίρα τής αυτοκρατορίας και στο μέτωπό του λευκό διάδημα. Στα δεξιά τής ίδιας πόρτας στεκόταν ο πρώτος Μανουήλ (βασ. 1238-1263), ο ηγεμόνας που ήταν γνωστός ως «ο μεγάλος καπετάνιος» και ο οποίος, σύμφωνα με την περιγραφή στην πλευρά τής εικόνας, ήταν ο ιδρυτής τού μοναστηριού. Ο αυτοκράτορας ήταν χωρίς στέμμα, αλλά το μέτωπό του κύκλωνε ταινία με διπλή σειρά μαργαριταριών. Το μπροστινό μέρος τού βασιλικού ενδύματος ήταν στολισμένο από κάθε πλευρά με ζώνη μεγάλων κυκλικών μεταλλίων, που έφεραν τη έμβλημα τού μονοκέφαλου αετού. Παρόμοιο στολίδι, με χαραγμένη πάνω την έφιππη μορφή τού Αγίου Ευγενίου, κρεμόταν πάνω από τον βασιλικό μαστό.
Πολλοί από τούς διαδόχους αυτών των δύο ηγεμόνων απεικονίζονταν αναμφίβολα στις υπόλοιπες θέσεις των τοίχων, ενώ τα πορτρέτα περιλάμβαναν εκείνα αγίων και ευαγγελιστών, όλων ντυμένων πλουσιοπάροχα. Η αψίδα παρουσίαζε ομάδα τριών μορφών, από τις οποίες η κεντρική φαινόταν ότι είχε προσδιοριστεί ως ο Άγιος Παύλος. Στα δεξιά του ο Άγιος Ιάκωβος και στα αριστερά ο Άγιος Ιωάννης είχαν αναγνωριστεί από παπύρους. Από τις εσωτερικές πλευρές των τόξων, σαν από τον θόλο τού ουρανού, τα πρόσωπα των αγγέλων κοίταζαν κάτω. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με πλούσιο ψηφιδωτό μαρμάρων. Ιδιαίτερα αξιοθαύμαστο ήταν ένα σχέδιο γεωμετρικού χαρακτήρα, φτιαγμένο με μαύρο μάρμαρο σε φόντο ζωηρών κόκκινων, ροζ και πράσινων.
Αλλά η εντύπωση που θα έπαιρναν μαζί τους από αυτό το περίτεχνο εσωτερικό θα ήταν εντύπωση θλίψης, ίσως πόνου. Η τέχνη, η ζωή που αντιπροσωπεύονταν εδώ, ήταν τέχνη σε δεσμά, λήγουσα φάση τής ζωής. Η ιδιόμορφη ξύλινη ποιότητα αυτών των ανέκφραστων προσώπων μπορούσε να εκτιμηθεί με βάση τα παραδείγματα που είχαν διασωθεί για αυτούς από τη φροντίδα τού Τεξιέ. Αυστηρές συμβάσεις είχαν πάρει τη θέση τής πραγματικότητας, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη. Πόσο λυπηρή, ύστερα από την αξεπέραστη ομορφιά τού ελληνικού σθένους, ήταν η φανταχτερή ενδυμασία και η παιδαριώδης αγάπη για στολίδια, που σηματοδοτούσαν τη φθίνουσα περίοδο τού ελληνικού κόσμου! Εξαφανισμένη ή κρυμμένη από τα μάτια πίσω από το αδυσώπητο ασβέστωμα βρισκόταν η ζωντανή απόδειξη αυτής τής εποχής που είχε φύγει. Αποκρουστική, τόσο για το πνεύμα όσο και για την αποστολή τού μωαμεθανισμού, αυτή η πλούσια συλλογή χριστιανικών εικόνων έπρεπε, από την πρώτη στιγμή, να είχε φλερτάρει με την εξάλειψη. Την εποχή τής επίσκεψης τού Λιντς οι τοίχοι είχαν πρόσφατα ασβεστωθεί, για να καθαρίσουν το οικοδόμημα μετά τη λειτουργία του ως κρατική φυλακή, όπως είχε μετατραπεί προσωρινά κατά τη διάρκεια τής επικράτησης τής χολέρας στην πόλη. Στον άνω όροφο τού καμπαναριού, μεταγενέστερου έργου τού 15ου αιώνα, οι τοιχογραφίες εξακολουθούσαν να εκτίθενται, αλλά ήταν προφανές ότι δεν πρέπει να είχαν ποτέ μεγάλη σημασία. Το βαπτιστήριο, που λεγόταν ότι καλυπτόταν με τέτοια ζωγραφικά έργα, είχε αφαιρεθεί πριν από πολλά χρόνια. Βρισκόταν κοντά στην άκρη τής βεράντας, στα βόρεια.
Πριν οδηγήσουν και πάλι τα βήματά τους προς την πόλη, άξιζε να επεκτείνουν την εκδρομή στα γειτονικά ερείπια τού Μεβλά Χανέ (Οίκος των θεών, αριθ. 23), έστω και μόνο για χάρη μιας βόλτας μέσα από τούς ευχάριστους δρόμους τής υπαίθρου και για θέα τού γαλήνιου τοπίου τού κόλπου. Μπροστά από το φόντο τής γραμμής των υψωμάτων, σε απόσταση τριών τετάρτων τού μιλίου από την Αγία Σοφία, τα λιγοστά ερείπια ειδωλολατρικού ναού ξεπρόβαλλαν από φυλλωμένη λόχμη, η οποία γέμιζε εσοχή τού λόφου. Τμήματα από πύργο και πύλη, τα κατώτερα τμήματα δύο τειχών, είχαν διαφύγει τη φθορά τού χρόνου. Μικρές τετράγωνες κόγχες φαίνονταν στα τείχη σε κοντινά διαστήματα, που λεγόταν ότι περιείχαν τα αγάλματα των θεών. Από το δάπεδο τού ναού υψώνονταν ψηλές λεύκες, στολισμένες με άγριες κληματαριές, ενώ ένα αρχαίο δαφνόδεντρο ακουμπούσε πάνω στη φορτωμένη με κισσό τοιχοποιία. Σπάνια περνούσαν άνθρωποι από εδώ και με την ευκαιρία τής επίσκεψής τους υπήρξαν ακούσιοι δράστες ενός μάλλον σοβαρού αδικήματος. Ανάμεσα στα δρομάκια κάτω από το ερείπιο ξάφνιασαν νεαρή γυναίκα, που χτένιζε τα μακριά της μαλλιά στην άκρη ρυακιού, από το οποίο είχε μόλις βγει.
Μπορούσε κανείς να επιστρέψει στην Τραπεζούντα από τον παλιό δρόμο προς τα Πλάτανα, ο οποίος είχε αντικατασταθεί από νέο αμαξιτό δρόμο πιο κοντά στην ακτή. Από το Καβάκ Μεϊντάν με το έξοχο πλατάνι του προχωρούσαν μέσα από τη συνοικία Σότκε προς την πύλη με το ίδιο όνομα, στο τείχος τού κάτω φρουρίου. Οι παραποτάμιες συνοικίες στα ανατολικά τής πόλης άξιζαν πολύ μια επίσκεψη. Έφτανε κανείς εκεί είτε διασχίζοντας τούς πολυσύχναστους χώρους τού οχυρωματικού περιβόλου, είτε κάνοντας το πιο ευχάριστο κύκλωμα από την πλευρά τής θάλασσας. Επιλέγοντας τη δεύτερη λύση, έφτασαν σύντομα στη γωνία τού τείχους και πορεύτηκαν πάνω στη φαρδιά λωρίδα άμμου. Όλα τα στοιχεία τού γραφικού τοπίου ήσαν παρόντα στην ποικίλη αυτή σκηνή: η γραμμή των τειχών, ο ογκώδης πύργος ακριβώς στα ανατολικά τής πύλης τού Αιόλου, οι φαρδύπρυμνες βάρκες τραβηγμένες πάνω στην ακτή, ομάδες ανθρώπων σε ετερόκλητες ενδυμασίες. Το φθινόπωρο μεγάλες ποσότητες φουντουκιών απλώνονταν στην άμμο, περιμένοντας την αποστολή στη Γαλλία. Ο πύργος περιστοιχιζόταν στα δυτικά από το στηθαίο σύγχρονης πυροβολαρχίας, ενώ στα ανατολικά εφαπτόταν με την καμάρα, μέσα από την οποία περνούσε το ρέμα, προερχόμενο από τη δυτική χαράδρα. Μπροστά από την καμάρα υπήρχε μικρή γέφυρα. Τα βυθισμένα ερείπια ημικυκλικού μώλου, έργου τής παλαιάς ελληνικής εποχής, υποδεικνύονταν από γραμμή αφρού στη θάλασσα. Ήταν προφανές ότι η είσοδος σε αυτό το λιμάνι ήταν στα ανατολικά. Σε εκείνη την πλευρά υπήρχε επίσης πύργος, που εκτεινόταν μέσα στα κύματα με τη μορφή σφήνας και παρ’ όλα αυτά ενωνόταν με τη βορειοανατολική γωνία τού φρουρίου από την υποδομή τεράστιου τείχους.
Μέσα από άνοιγμα αυτού τού τείχους περνούσαν από τη ζωή τής ακτής στην πιο έντονη και σφύζουσα ζωή τού παζαριού. Στα παλιά χρόνια μια από τις μεγάλες πύλες παρείχε είσοδο από το κάτω φρούριο προς τις σημαντικές παραποτάμιες συνοικίες στα ανατολικά. Η πύλη αυτή, η πύλη τού παζαριού ή πύλη τού Μούμχανε (εργοστάσια κεριού), είχε αφαιρεθεί για να δώσει χώρο σε φαρδύ δρόμο. Το ρέμα από την ανατολική ρεματιά, η οποία περνούσε έξω από τα τείχη, οδηγούνταν με σήραγγα μέσα από αυτή την πολύβουη συνοικία. Τα παζάρια εφάπτονταν στο φρούριο. Ήσαν καλά εφοδιασμένα και εκτεταμένα. Όσο περισσότερο περπατούσε κανείς στην Τραπεζούντα, τόσο περισσότερο εντυπωσιαζόταν από τη συστολή των γυναικών. Πουθενά στην Ανατολή δεν είχε δει ο Λιντς να ντρέπονται περισσότερο να δείξουν το πρόσωπό τους. Πουθενά αλλού δεν μπορούσε κανείς να συνειδητοποιήσει πιο έντονα την απώλεια χρώματος και ευθυμίας, την οποία συνεπαγόταν αυτό το σκέπασμα και το τύλιγμα των γυναικών. Ένα καλό παράδειγμα παλιάς ιταλικής αποθήκης μπορούσε να δει κανείς σε αυτή τη γειτονιά. Ονομαζόταν Μπεζεστάν (αποθετήριο υλικών, αριθ. 16). Εκεί όπου το παζάρι ήταν πιο πολυσύχναστο, τεράστιο τετράγωνο οικοδόμημα από πέτρα και τούβλα υψωνόταν πάνω από τις γραμμές των παραπηγμάτων με τις σκιασμένες εσοχές τους. Η είσοδος γινόταν από τέσσερις επιμεταλλωμένες με σίδηρο ξύλινες πόρτες, μία σε κάθε πλευρά. Στο κέντρο υπήρχε πηγάδι. Η στέγη στηριζόταν σε τέσσερις πεσσούς και ξεφύτρωνε από θόλους σε κάθε γωνία τού τετραγώνου. Οι πεσσοί και οι θόλοι εξακολουθούσαν να υπάρχουν, αλλά η στέγη είχε φύγει. Η θέση καταλαμβανόταν από πωλητές παπλωμάτων γεμισμένων με βαμβάκι, που χρησιμοποιούνταν στην Ανατολή αντί για κουβέρτες.
Νότια τού κτιρίου αυτού, πέρα από το μεγάλο τζαμί τής συνοικίας, το οποίο δεν είχε αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, βρίσκονταν οι δύο ελληνικές εκκλησίες Αϊβασίλ και Αϊάνα, η πρώτη σχεδόν στο κράσπεδο των παζαριών. Ο Αϊβασίλ (αριθ. 14) είχε ανακατασκευαστεί ή μάλλον ο χώρος τής παλαιάς εκκλησίας είχε καλυφθεί από σύγχρονη και άχρωμη προσθήκη. Αλλά μια μεγάλη πέτρα, μέρος τής ζωφόρου, που περιείχε επιγραφή τού Ιουστινιανού, η οποία ανήκε στο προηγούμενο οικοδόμημα, διασωζόταν ως ιστορικό κειμήλιο στο σώμα τής εκκλησίας. Η Αϊάνα (αριθ. 13), ο κοντινός του γείτονας, παρέμενε, από την άλλη πλευρά, σχεδόν ακέραια και εξακολουθούσε να αποτελεί πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα των απαρχών τής χριστιανικής αρχιτεκτονικής. Μικρό και απλό κτίριο από πέτρα, όχι πολύ ομοιόμορφα τοποθετημένη, με τις καμάρες πάνω από τα μικρά παράθυρα φτιαγμένες από τούβλα, θα διέφευγε σχεδόν τής προσοχής, αν δεν υπήρχε μεγάλο μαρμάρινο ανάγλυφο, που είχε εισαχθεί στον τοίχο πάνω από την πόρτα στα νότια. Παρά το γεγονός ότι η πέτρα είχε ραγίσει και το γλυπτό είχε υποστεί ακρωτηριασμό, μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει ότι αναπαριστούσε κολοσσιαία καθιστή φιγούρα, που είχε στα πόδια της μικρότερη, η οποία κρατούσε ασπίδα. Το εσωτερικό ήταν χτισμένο από τούβλα και αποτελούνταν από σηκό και δύο διαδρόμους, όπου η κύρια αψίδα πλαισιωνόταν από δύο πλευρικές.6 Όμως δεν υπήρχε τρούλλος και το λιγοστό φως που έπεφτε πάνω στις μαραμένες τοιχογραφίες προερχόταν από εννέα μικρά παράθυρα στους τοίχους. Κάθε κλίτος είχε δύο αψίδες, από τις οποίες το ανατολικότερο ζεύγος στηριζόταν σε πεσσούς, ενώ το πιο δυτικό σε μαρμάρινους κίονες με ιωνικά κιονόκρανα. Παρατηρούσε κανείς τη στενότητα τής αψίδας, στην οποία ήταν τοποθετημένος πρωτόγονος βωμός, που έμοιαζε με εκείνους στις παλαιότερες αρμενικές εκκλησίες. Αποτελούνταν από οριζόντια πλάκα που στηριζόταν σε κυκλική πέτρα, ενώ στην πλευρά τής πλάκας υπήρχε ελληνική επιγραφή. Διασώζονταν πολλές από τις τοιχογραφίες με τις οποίες καλύπτονταν κάποτε οι τοίχοι, ενώ το κτίριο χρησιμοποιούνταν ακόμη ως εκκλησία. Εκτός από βιβλικά θέματα, παρατηρούσε κανείς διάφορα πορτρέτα πάνω στον τοίχο στα δυτικά. Το μεγαλύτερο μέρος τού χώρου ήταν γεμάτο με εικόνες αγίων και μοναχών, αλλά στη βόρεια πλευρά υπήρχε αναπαράσταση κολοσσιαίας μορφής, τής οποίας το κεφάλι είχε δυστυχώς σβηστεί. Η μορφή ήταν ντυμένη με πορφυρό χιτώνα, με λωρίδες χρυσού κεντημένες σε μαύρο, με την ίδια ενδυμασία με εκείνη με την οποία απεικονιζόταν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’ στο χρυσόβουλλο τής Σουμελά. Στο αριστερό χέρι κρατούσε κυκλικό κόσμημα ή έμβλημα. Επιγραφή, εν μέρει σβησμένη, φαινόταν στον τοίχο κάτω από τη μορφή.7 Αυτό ήταν το λείψανο τής παλαιάς πόλης, με τα λάφυρά του ακόμη παλαιότερων ναών, που γεφύρωναν τις περιόδους τής παλαιάς λατρείας και τής νέας.
Επιστρέφοντας στην εμπορική συνοικία από τα στενά δρομάκια που κύκλωναν αυτό το κτίριο, περνούσαν από παλαιό σπίτι, που ήταν παράδειγμα τού αρχιτεκτονικού στυλ το οποίο τώρα αντικαθίστατο γρήγορα από τη σύγχρονη βίλα. Το εξωτερικό, με το προεξέχον ανώγειό του και το ημικυκλικό, σκεπαστό μπαλκόνι, όπου οι ένοικοι θα απολάμβαναν τη δροσιά τού απογεύματος, παρήγαγε αμέσως την εντύπωση κάπως δαπανηρής στερεότητας και γραφικής γοητείας. Τα δωμάτια ήσαν επενδεδυμένα με ξύλο, οι τοίχοι καθώς και οι οροφές, ενώ ξυλόγλυπτα πετάσματα, τοποθετημένα μπροστά στα παράθυρα, προφύλασσαν την ησυχία τής μέσα ζωής. Στις μικρές κόγχες και στις λεπτομέρειες τής διακόσμησης το πνεύμα ήταν εκείνο τής περσικής τέχνης. Οι αποθήκες των εμπόρων βρίσκονταν κατά μήκος τής ακτής, μεταξύ τής οχυρωμένης πόλης και τού ακρωτηρίου τού Γκιουζέλ Σεράι. Προχωρώντας προς τα ανατολικά, δεν χρειαζόταν να σταματήσουν για να επισκεφθούν τον ελληνικό καθεδρικό ναό (Άγιος Γρηγόριος, αριθ. 12), μεγάλο σύγχρονο κτίριο μεγάλης ασχήμιας πάνω στο κύμα. Στη νότια πλευρά αυτού τού επιτηδευμένου ναού τούς έδειξαν τον τάφο τού τελευταίου των Γεωργιανών βασιλέων. Ένας δρόμος οδηγούσε προς τα πάνω μέσα από την πολυσύχναστη χριστιανική συνοικία, τον Φρανκ Μαχαλά, πέρα από το τείχος και τον πύργο τού Γκιουζέλ Σεράι (αριθ. 10).
Αυτά τα κτίρια χρονολογούνταν, πίστευε ο Λιντς, από σχετικά πρόσφατη περίοδο, αλλά καταλάμβαναν τον χώρο τού περίφημου φρουρίου, τού Λεοντόκαστρου, επί καιρό διαμφισβητούμενου μεταξύ των Κομνηνών αυτοκρατόρων και των Γενουατών. Το ταίρι του, το φρούριο τής Δαφνούντος, μια άλλη γενουάτικη κτήση, πιθανότατα βρισκόταν στον κόλπο στα δυτικά.
Τραπεζούς: Ο Άγιος Γρηγόριος σε καρτ-ποστάλ εποχής
Τραπεζούς: Εκκλησία και συνοικία Αγίου Γρηγορίου σε καρτ-ποστάλ εποχής
Τραπεζούς: Γκιουζέλ Χισάρ και φάρος σε καρτ-ποστάλ εποχής
Εκεί η γειτονιά Ντία Φούντα, ιταλική παραφθορά τού ελληνικού ονόματος, αντίκριζε το σύγχρονο αγκυροβόλιο. Οι τοίχοι τού Γκιουζέλ Σεράι δέσποζαν πάνω από πάρκο με κανόνια, που είχαν τραβηχτεί πάνω σε καταπράσινη εξέδρα στο σημείο αυτό.
Ο περίπατός τους μέσα από το ανατολικό προάστιο μπορούσε να επεκταθεί μέχρι την πλαγιά τού Μπόζτεπε, όπου αρχαίο γυναικείο μοναστήρι [η Παναγία Θεοσκέπαστος], διάσημο για τις τοιχογραφίες του, δέσποζε στο τοπίο τής πόλης από καλά επιλεγμένη θέση, λίγο έξω από το ακραίο της περιθώριο (αριθ. 6).
Δίπλα στο κτίριο, που είχε την εμφάνιση φρουρίου, βρισκόταν η θερινή κατοικία ή οίκος αναψυχής, απ’ όπου οι Μεγάλοι Κομνηνοί επόπτευαν την περικαλλή πρωτεύουσά τους. Ο Λιντς θυμόταν καλά τα ερείπια αυτού τού παλατιού, με τα καθαρά παράθυρά του, τόσο ευχάριστο πλαίσιο για τη μαγευτική θέα που πρόσφεραν.
Αλίμονο! Αυτό το θραύσμα είχε εξαφανιστεί, για να δημιουργηθεί χώρος για άσχημο ξενώνα, τον οποίο άπληστες μοναχές είχαν χτίσει στη θέση του.
Τραπεζούς και περίχωρα (Λιντς 1901, εξελλην. Ι. Παραδεισόπουλος 2023)
Το παρεκκλήσι τού μοναστηριού, αφιερωμένο στην Παρθένο, την Παναγία Θεοσκέπαστο, ήταν χτισμένο στην άκρη τού γκρεμού και το εσωτερικό του άκρο ήταν στην πραγματικότητα σπηλιά. Η υγρασία είχε θαμπώσει τις τοιχογραφίες, αλλά μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει ακόμη τα βασιλικά πορτραίτα στον βορεινό τοίχο. Τα πάνω τμήματα δύο βασιλικών μορφών, ντυμένων με πορφυρά ενδύματα και στα δεξιά τους, δίπλα-δίπλα, δύο βασίλισσες με κορώνες με κοσμήματα εξακολουθούσαν να χρωματίζουν τη μουχλιασμένη πλευρά τού σπηλαίου και ήσαν σχεδόν κρυμμένα πίσω από σειρά πάγκων. Είχαν ταυτοποιηθεί από επιγραφές, οι οποίες, υπέθετε ο Λιντς, είχαν σβηστεί, ως ο Αλέξιος Γ’ και η βασίλισσά του Θεοδώρα, ως ο Ανδρόνικος και η Ειρήνη, μητέρα αντίστοιχα και γιος τού προαναφερθέντος ηγεμόνα.
Ούτε έπρεπε να παραλείψει ο ταξιδιώτης μια επίσκεψη στην εκκλησία τού Αγίου Ευγενίου (αριθ. 19), παρόλο που μπορεί να μην είχε χρόνο να επισκεφθεί τα σπήλαια στην όψη τού Μπόζτεπε, και να επεκτείνει την εκδρομή πέρα από το στόμιο τού Πυξίτη, στον χώρο τού στρατοπέδου τού Ξενοφώντος. Η περίφημη αυτή εκκλησία βρισκόταν στην αντίθετη κατεύθυνση και έχει ήδη αναφερθεί στην περιγραφή τού άνω φρουρίου. Στεκόταν στην άκρη τής ανατολικής χαράδρας, σχεδόν απέναντι από τον μεγάλο πολυγωνικό πύργο. Ο χώρος χωριζόταν από τις πλαγιές τού Μπόζτεπε από δεύτερο και μικρότερο φαράγγι, στο οποίο φαίνονταν ερείπια τειχών και πύργων, στη δυτική όχθη. Σπίτια μαζεύονταν γύρω από το κτίριο, τα οριζόντια περιγράμματα των οποίων βρίσκονταν κάτω από τα αετώματά του και στέφονταν από τον πολυγωνικό του τρούλο, μορφής τύμπανου. Ο Άγιος Ευγένιος χρονολογείτο από την περίοδο των Μεγάλων Κομνηνών, αλλά οι τοιχογραφίες στον δυτικό τοίχο, τις οποίες ορισμένοι περιηγητές είχαν παρατηρήσει, δεν ήσαν τώρα τίποτε περισσότερο από χρωματιστά μπαλώματα. Ήταν κάπως μεγαλύτερο οικοδόμημα από την Αγία Σοφία, με την οποία, αν και λιγότερο χαριτωμένο, έμοιαζε από ορισμένες απόψεις. Ο τρούλος στηριζόταν σε δύο κίονες στη δυτική πλευρά, ενώ στην ανατολική υποστηριζόταν από πεσσούς. Πλημμύρα φωτός γέμιζε το εσωτερικό, το οποίο ήταν απλό και γυμνό, αφού η εκκλησία είχε μετατραπεί στην υπηρεσία τού Ισλάμ από τον Οθωμανό κατακτητή. Λεγόταν ότι εδώ προσευχήθηκε ο Μωάμεθ Β’ την πρώτη Παρασκευή μετά την κατάληψη τής πόλης από τα στρατεύματά του. Το γεγονός αυτό τιμούσαν με το όνομα Νέα Παρασκευή (Γενί Τζουμά), με το οποίο ήταν γνωστό το τζαμί.
Ήταν κανείς τυχερός, αν μπορούσε να περάσει τα απομεσήμερα ημερών αφιερωμένων στη μελέτη τής πόλης, μέσα στο χαλαρωτικό περιβάλλον τής ευχάριστης υπαίθρου, πάνω στις πλαγιές των γειτονικών λόφων.
Τραπεζούς: Καμηλιέρηδες (ντεβετζήδες) σε καρτ-ποστάλ εποχής
Τέτοιο προνόμιο είχε ο Λιντς το 1898. Οι σκηνές τους ήσαν στημένες στο ψηλό οροπέδιο στα βορειοδυτικά τής πόλης και η θέα εκτεινόταν από τη μία πλευρά μέχρι τα απόκρημνα βράχια τού Μπόζτεπε και από την άλλη στο μακρινό ακρωτήριο τού Ιερού όρους. Οι πολυσύχναστες εντυπώσεις τής ημέρας έπαιρναν αναλογία και προοπτική. Έβλεπε κανείς μια πόλη η οποία, παρά τη σύγχρονη όψη ορισμένων συνοικιών, λίγα είχε χάσει από τον ρομαντισμό τού Μεσαίωνα. Το πρωιμότερο αποτύπωμα πάνω στα κτίριά της ήταν εκείνο τής εποχής τού Ιουστινιανού. Ο Λιντς γράφει εδώ ότι ο Μπετζεσκιάν δημοσιεύει την επιγραφή τού Ιουστινιανού στην όψη τής παλαιάς πύλης τής Ταμπάκχανε, η οποία έχει πια εξαφανιστεί. Καταγράφει την αποκατάσταση των δημόσιων οικοδομημάτων τής πόλης από τον εν λόγω αυτοκράτορα. Βλέπε επίσης Χάμιλτον.
Η τωρινή της εμφάνιση οφειλόταν στους Μεγάλους Κομνηνούς. Μεγάλος ύπνος είχε γεφυρώσει το διάστημα μέχρι σήμερα. Όμως η ζωή τού τόπου, αυτή που ήταν, ακολουθούσε τα παλαιά κανάλια, ενώ το πλήθος στους δρόμους τώρα δεν ήταν λιγότερο ετερογενές απ’ όσο ήταν πριν από τέσσερις αιώνες. Οι Γάλλοι, οι Αυστριακοί και οι Ρώσοι διεξήγαγαν το εμπόριο με την Ευρώπη, αναβιώνοντας τη δραστηριότητα των Γενουατών. Τα προϊόντα που έφερναν ήσαν σε μεγάλο βαθμό βρετανικής προέλευσης, ενώ εισάγονταν κυρίως από βρετανούς εμπόρους που δραστηριοποιούνταν στην Περσία. Μπορούσε κανείς να δει στους δρόμους σειρές από βακτριανές καμήλες, έτοιμες να ξεκινήσουν τα μακρά στάδια τού ταξιδιού που χώριζε αυτό το λιμάνι από το Ερζερούμ και την περσική Ταμπρίζ.
Οι διάφοροι λαοί τής Ασίας και τής Ευρώπης εξακολουθούσαν να συναντιούνται στα παζάρια.8 Αλλά ο ρομαντισμός τής πόλης δεν μπορούσε ποτέ να φτάσει τον ρομαντισμό τού περιβάλλοντός της. Η φύση ήταν ο πιο δυσδιάκριτος υφαντής μυστηρίων, η μητέρα με τούς ατελείωτους μύθους, στους οποίους το ρομαντικό πνεύμα έβρισκε το μόνο υγιεινό καταφύγιο από τη μονότονη πραγματικότητα τής καθημερινής ζωής. Η πιο μόνιμη μνήμη που θα συγκρατούσε ο ταξιδιώτης από την επίσκεψή του μπορεί να ήταν ο καρπός αυτών των ημίωρων μεταξύ ημέρας και νύχτας, τα οποία περνούσε στην κατασκήνωσή του πάνω από την πόλη. Όταν κάποτε έδυε ο ήλιος, ακολουθούσε περίοδος λυκόφωτος, όπου η λάμψη τού νότου φαινόταν να αναμειγνύεται με τις πανέμορφες επιδράσεις των βορείων γεωγραφικών πλατών. Πράγματι, η θέα προς τη θάλασσα τη μέρα θύμιζε τούς χρωματισμούς στις αγγλικές τους ακτές. Και η μικρή μεταξωτή βρετανική σημαία, που ανέμιζε πάνω από τη σκηνή τού συντρόφου του, ο οποίος ενεργούσε ως πρόξενος, συχνά φαινόταν να κυματίζει σε χωράφι τού φυσικού της μπλε. Αλλά το βράδυ παραγόταν συνδυασμός στοιχείων, που ήσαν ταυτόχρονα πολύ πιο ήπια και πολύ πιο αυστηρά από το σκηνικό των αγγλικών τους τοπίων. Το πνεύμα τής Σκυθίας, τού παγωμένου βορρά, συναντούσε το νωχελικό μεσογειακό πνεύμα και άπλωνε μανδύα φωτιάς και ωχρότητας πάνω από τη θάλασσα. Μόνο τα κυπαρίσσια και το πλούσιο φύλλωμα διαφύλασσαν την ταυτότητα των δαντελωτών όρμων, ενώ η διαδοχή των εγκάρσιων κορυφογραμμών που χαρακτήριζαν την ακτή προς το Ιερό ακρωτήριο ήταν ντυμένη με δάσος από δένδρα, που ερέθιζαν το μεγαλείο τού δυτικού ουρανού.
Συμπληρωματικό σημείωμα τού Λιντς
Για την τοπογραφία και τις αρχαιότητες τής Τραπεζούντας ο Λιντς παραπέμπει τον ερευνητή που επιθυμεί να εξετάσει πιο αναλυτικά το αντικείμενο στις ακόλουθες εργασίες:
Ritter, Erdkunde von Asien, τόμ. XVIII, σελ. 852 και εξής και ιδιαίτερα στους παρακάτω ειδικούς τούς οποίους επικαλείται ο Ritter:
Travels of Evliya, μετάφραση von Hammer, Λονδίνο 1850, τόμ. II, σελ. 41 κ.ε.
Tournefort, Voyage du Levant, Παρίσι 1717, τόμ. ΙΙ, σελ. 233 κ.ε.
Hamilton, Researches in Asia Minor, etc., Λονδίνο 1842, τόμ. ΙΙ, παράρτημα V, σελ. 409 (επιγραφή υπ’ αριθ. 49, πάνω από την πύλη).
Fallmerayer, J. P., Fragmente aus dem Orient, 2η έκδοση, Στουτγκάρδη 1877, με το οποίο πρέπει να διαβαστούν τα Original-Fragmente τού ίδιου συγγραφέα, δημοσιευμένα στα Abhandlungen τής Ακαδημίας τού Μονάχου (Τάξη Ιστορίας), τόμοι III και IV, 1843-44.
Ανάμεσα σε αυτούς που είχαν προωθήσει τη γνώση για τον τόπο από την εποχή που έγραψε ο Ritter, ο Λιντς θα ανέφερε τούς εξής:
Texier, 1839, Description de l’Armenie, etc., Παρίσι 1842, δύο τόμοι (βλέπε επίσης την υπέροχη εργασία των Texier και Pullan, L’Architecture Byzantine, Λονδίνο 1864).
Pfaffenhoffen, Essai sur les aspres Comnénats ou blancs d’argent de Trébizonde, Παρίσι 1847.
Finlay, Medieeval Greece and the Empire of Trebizond (τόμος IV τού History of Greece, αναθεωρημένη έκδοση, Oξφόρδη 1877).
Tozer, Turkish Armenia, Λονδίνο 1881, σελ. 450 κ.ε.
Είχε επίσης πρόσβαση σε βιβλίο στα αρμενικά, που τού το έδειξαν στην Τραπεζούντα και το οποίο έφερε τον τίτλο:
History of Pontus, από τον αιδεσιμότατο πατέρα Minas Bejeshkean (Mekhitarist), ντόπιο τής Τραπεζούντας, Βενετία 1819.9
Σημείωση του μεταφραστή: Προστίθενται στην επόμενη σελίδα δύο θραύσματα επιγραφών από τα Original-Fragmente τού Fallmerayer. Στην Ελλάδα η γενικευμένη απόρριψη τού δεύτερου βιβλίου τού Φαλερμάγιερ (1830: Ιστορία τής Χερσονήσου τού Μορέως κατά τον Μεσαίωνα) έχει οδηγήσει στην πλήρη σχεδόν αποσιώπηση τού πρώτου (1827: Ιστορία τής Αυτοκρατορίας τής Τραπεζούντας).
Μονή Θεοσκεπάστου. Εξαφανισμένη πια επιτύμβια επιγραφή τού δεσπότη Ανδρόνικου, νόθου γιου τού Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού (Fallmerayer, Original-Fragmente, σελ. 104)
Εἴπατε τόνδε τόν σθεναρόν γεννάδαν —
ἥρωα τοῦτον ἤπερ γεννάδαν ἄλλον,
ἀπό βασιλικῆς ὀσφύος κατηγμένον —
Oὗτος τοῦ κλεινοῦ ἦν υἱός Ἀλεξίου
αὐτοκράτορος φίλιος καί χαρείης —
παρ’ οὗ κυδροῦται βαθμῷ τῷ τοῦ δεσπότου
Ἀλλά τί πέπόνθαμεν δεινόν ἐντεῦθεν —
τῶν ἀνακτόρων κατακρημνισκόμενος
ἐκθνήσκει βαβαί ὁ τηλίκος Δεσπότης —
ὁ Κομνηνανθής Ἀνδρόνικος ὁ μέγας
τόν εἰκοστόν δεύτερον ἀνίων χρόνον —
ἀλλά θεός εἴθεμοι τοῦτον μετρῆσαι
πολλαπλάσιον τῶν εὐσεβῶν ἀνάκτων. —
μηνί Μαρτίῳ εἰς τήν ιδ’ ἡμέρᾳ ς’. ἰνδικτ. ιδ’ …
Είπατε αυτόν τον πανίσχυρο ευγενή
ήρωα, αυτόν παρά άλλον ευγενή,
που καταγόταν από αυτοκρατορική γενιά.
Ήταν γιος αγαπημένος και όμορφος
τού διάσημου αυτοκράτορα Αλέξιου,
από τον οποίο καμάρωνε τον βαθμό τού δεσπότη.
Μα τι κακό πάθαμε τώρα;
Έπεσε από το παλάτι και σκοτώθηκε,
αλίμονο, σε τέτοια ηλικία ο δεσπότης,
ο Ανδρόνικος, ο γόνος των Μεγάλων Κομνηνών,
που διάνυε το εικοστό δεύτερο έτος τής ζωής του.
Μακάρι ο Θεός να τον εκτιμήσει
περισσότερο από τούς ευσεβείς κυρίους.
Στις 14 Μαρτίου, ημέρα Παρασκευή,
τής 14ης ινδικτιώνος, έτους 6884 [1376 μ.Χ.]
Τραπεζούς. Επιγραφή σε πύργο τείχους (Fallmerayer, Original-Fragmente, σελ. 103)
Πιστός Έώας καί Περατίας ἄναξ
Κομνηνός Ἀλέξιος ἐν Χριστῷ Μέγας
ὁ τοῦδε κτήτωρ τοῦ πυργικοῦ πουρτζίου
οὗ σκέπει Θεός τό κράτος εἰς αἰῶνα.
Ὁ δοῦλος τοῦ ἁγίου ἡμῶν αὐθέντου καί
βασιλέως τοῦ Μεγάλου Κομνηνοῦ καί
ἐπιστάτης τοῦ ἔργου
Κωνσταντῖνος ὁ …………..
Ο πιστός κύριος τής Ανατολής και τής Περατείας,
ο εν Χριστώ Αλέξιος Μέγας Κομνηνός,
είναι ο ιδιοκτήτης αυτού τού πυργικού φρουρίου,
τού οποίου τη δύναμη προστατεύει αιώνια ο Θεός.
Ο υπηρέτης τού αγίου κυρίου μας και
αυτοκράτορα τού Μεγάλου Κομνηνού και
επιστάτης τού έργου,
Κωνσταντίνος ο …………..
Τα σχέδια που συνοδεύουν το κεφάλαιο αυτό έγιναν προς το τέλος τού δεύτερου ταξιδιού τού Λιντς με την ευγενή άδεια τής τουρκικής κυβέρνησης και αφού είχε ήδη μελετήσει τις περιγραφές των προκατόχων του. Υπήρχε ένα σημείο σε σχέση με την τοπογραφία, για το οποίο θα ήθελε κανείς να αισθάνεται σίγουρος, δηλαδή για το ύψωμα στην περιοχή, στο οποίο είχε στηθεί το άγαλμα τού αυτοκράτορα Αδριανού.
Στην αρχή τού έργου του ο Αρριανός γράφει στον αυτοκράτορα Αδριανό, στον οποίο απευθύνεται η αναφορά του: «Φτάσαμε ταξιδεύοντας στην Τραπεζούντα, ελληνική παραθαλάσσια πόλη, όπως μάς πληροφορεί ο γνωστός Ξενοφών, αποικία τής Σινώπης και παρατηρήσαμε με μεγάλη ευχαρίστηση τη θάλασσα τού Ευξείνου Πόντου, από το ίδιο σημείο, από το οποίο την είδες και συ στο παρελθόν, αλλά και ο Ξενοφών…. Ο δικός σου αδριάντας, που βρίσκεται εκεί, έχει χάρη τόσο σαν ιδέα όσο και σαν σχέδιο, καθώς σε παριστάνει να δείχνεις προς τη θάλασσα. Αλλά δεν έχει μεγάλη ομοιότητα με την πραγματική φυσιογνωμία σου, ενώ η εκτέλεση είναι κατά τα άλλα αδιάφορη. Στείλε λοιπόν ένα άγαλμα αντάξιο να ονομάζεται δικό σου, ίδιο σε σχέδιο με εκείνο που βρίσκεται εδώ τώρα, καθώς ο τόπος είναι πολύ κατάλληλος για να διαιωνίζει τη μνήμη σου».10
Ο Λιντς φανταζόταν ότι έπρεπε να είχε στηθεί στο Καρλίκ Τεπέ, έντονη κορυφή, τέσσερα περίπου μίλια νότια τής πόλης, που πρόσφερε υπέροχη θέα. Μικρό εκκλησάκι βρισκόταν τώρα στην κορυφή.
Η ιστορία τής αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών τής Τραπεζούντας αποτελούσε πολύ διδακτικό επεισόδιο τού από αμνημονεύτων χρόνων αγώνα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Μπορούσε να ειπωθεί ότι ήταν ο Φαλμεράγιερ εκείνος που είχε δώσει αυτή την ιστορία ως νέο κτήμα γνώσης στο θαυμαστό του έργο Geschichte des Kaiserthums von Trapezunt, Μόναχο 1827, το οποίο ακολούθησε το Original-Fragmente που προαναφέρθηκε. Αυτές οι πηγές είχαν χρησιμοποιηθεί από τον Φίνλεϊ στην ιστορία του τής Ελλάδας και τής Τραπεζούντας, αλλά ήταν λυπηρό ότι ο ίδιος ο Φαλμεράγιερ δεν ξανάγραψε την Ιστορία του, ύστερα από τις δικές του μεταγενέστερες ανακαλύψεις νέου και σημαντικού υλικού. Το περίγραμμα τού αντικειμένου ήταν ενδεχομένως δυνατό να παρουσιαστεί στο παρακάτω συνοπτικό σημείωμα.
Ο Λιντς σημείωνε ότι όσο περισσότερο προωθούσε κανείς τη μελέτη των χωρών δυτικά τής Ινδίας, είτε στο πεδίο ή στη βιβλιοθήκη, τόσο περισσότερο ύφαινε το αρχοντικό ύφασμα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τής Ανατολής και τόσο περισσότερο αισθανόταν την ανάγκη ενός έργου, που θα ασχολούνταν διεξοδικά με αυτό το μεγάλο θέμα. Οι ιστορικοί τής Δύσης επέτρεψαν στο ενδιαφέρον τους να απορροφηθεί από την Ευρώπη. Ελάχιστα είχαν ρίξει κάτι περισσότερο από ανυπόμονη ματιά στην Ασία και στην κυριαρχία των αυτοκρατόρων πάνω σε μερικά από τα πιο ωραία τμήματα των τεραστίων εδαφών της, για περίοδο η οποία, ξεκινώντας από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, μπορούσε να θεωρηθεί ότι εκτεινόταν μέχρι την κατάπνιξη των ηγεμόνων τής Τραπεζούντας από τούς Οθωμανούς Τούρκους κατά το δεύτερο μισό τού 15ου αιώνα. Η περίοδος κάλυπτε την άνθηση και πτώση έξι τουλάχιστον ασιατικών δυναστειών: των Αρσακιδών, Σασσανιδών, Αράβων χαλίφηδων, Σελτζούκων Τούρκων, σάχηδων τής Χωρασμίας, Τατάρων χάνων. Έφτανε στο τέλος της ανάμεσα στα ερείπια τής ασιατικής ευημερίας, όταν οι Τουρκομάνοι έβοσκαν τα κοπάδια τους στα συντρίμμια τού πολιτισμού και οι Οθωμανοί σουλτάνοι, που κατάγονταν τους από νομαδική τουρκική φυλή, οδηγούνταν στο αποκορύφωμά τους από τούς πρώην υπηκόους των αυτοκρατόρων, διαχωρισμένους από τη δυτική τους κουλτούρα και τη χριστιανική θρησκεία στο σώμα των γενιτσάρων και ζώντας μόνο με την αναπνοή τού μωαμεθανού και ανατολίτη βασιλιά τους. Αυτή η αναπάντεχη επανάσταση στην πολιτική και οικονομική κατάσταση τής Ασίας, τα αποτελέσματα τής οποίας φαίνονταν μέχρι τώρα, μπορούσε να χρονολογηθεί από το αποφασιστικό πλήγμα που επέφερε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τής Ανατολής η νίκη τού Σελτζούκου σουλτάνου Αλπ Αρσλάν επί τού αυτοκράτορα Ρωμανού κοντά στο Μαντζικέρτ στην Αρμενία το έτος 1071. Οι τρεις αιώνες αυτοκρατορικής κυριαρχίας στην Ασία που ακολούθησαν αυτό το γεγονός αποκάλυπταν λίγες και σπασμωδικές διακοπές στο κεκλιμένο επίπεδο τής δυτικής υποτροπής. Στη συνέχεια έπεφτε τελικά το σκοτάδι. Η Κωνσταντινούπολη υπέκυπτε (1453) και το δυτικό εμπόριο αποβαλλόταν από τη Μαύρη Θάλασσα.
Η αυτοκρατορία τής Τραπεζούντας έπαιρνε τη θέση της σε αυτή τη μεγάλη τραγωδία τής ιστορίας, όταν το τέλος ήταν ήδη εν όψει. Το ίδιο έτος και τον ίδιο μήνα κατά τον οποίο οι Λατίνοι κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη και η αριστοκρατία τής αυτοκρατορικής πρωτεύουσας κατέφυγε στις πόλεις τής Ασίας (Απρίλιος 1204), δύο νεαροί απόγονοι τού ένδοξου οίκου των Κομνηνών εμφανίστηκαν επικεφαλής σώματος γεωργιανών μισθοφόρων μπροστά στις πύλες τής Τραπεζούντας. Οι Κομνηνοί, το όνομα των οποίων ίσως αποκαλύπτει ιταλική καταγωγή, ξεπρόβαλλαν στο φως τής ιστορίας κατά το τελευταίο μέρος τού 10ου αιώνα, από ιδιωτικό σταθμό τής ελληνικής αριστοκρατίας τής Ασίας, όπου η κληρονομική τους περιουσία βρισκόταν κοντά στην Κασταμονή, μια πόλη στο εσωτερικό, στην οποία μπορούσε κανείς να φτάσει τώρα με αμαξιτό δρόμο από το λιμάνι τής Ινέμπολου στη Μαύρη Θάλασσα. Ο Μανουήλ Κομνηνός, ο πρώτος που θα έφερνε φήμη στην οικογένεια, ήταν νομάρχης όλης τής Ανατολής υπό τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ (το 976), ενώ ο γιος του, ο λόγιος Ισαάκιος Κομνηνός, επιλέχθηκε από τούς συγχρόνους του για να ανέβει στον αυτοκρατορικό θρόνο.
Μικρογραφία με βυζαντινούς Έλληνες στρατιώτες από την αυτοκρατορία τής Τραπεζούντας, προερχόμενη από τον κώδικα τού μυθιστορήματος τού Αλεξάνδρου τού 14ου αιώνα, που φυλάσσεται στην εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων (S. Giorgio dei Greci) στη Βενετία (Ψηφιοποίηση: Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας)
Ο ανιψιός τού Ισαάκιου, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός (βασ. 1081-1115), ήταν γνωστός για τον ρόλο που έπαιξε κατά τη διάρκεια τής εποχής των Σταυροφοριών. Τον ακολούθησαν στον βυζαντινό θρόνο δύο από τις πιο πολεμικές φυσιογνωμίες αυτής τής εποχής των ηρώων, ο Καλογιάννης (βασ. 1118-1143) και ο Μανουήλ (βασ. 1143-1180). Τον Μανουήλ διαδέχθηκε ο εξάδελφός του, ο Ανδρόνικος Κομνηνός (βασ. 1182-1185), αυτοκράτορας που έκανε πολλά για να καθαρίσει τη διεφθαρμένη επαρχιακή διοίκηση τής βυζαντινής μοναρχίας και ο οποίος έχασε τη ζωή του σε εσωτερική επανάσταση, λόγω των αυστηρών μέτρων που είχε πάρει εναντίον τής υψηλής αριστοκρατίας. Τη δολοφονία αυτού τού ηγεμόνα ακολούθησε λίγο μετά η λατινική κατάκτηση τής πρωτεύουσας.
Οι δύο Κομνηνοί που ήρθαν στην Τραπεζούντα το 1204 ήσαν γιοι τού Μανουήλ, γιου και διάδοχου τού Ανδρόνικου, ο οποίος είχε επίσης χάσει τη ζωή του στην προαναφερθείσα επανάσταση. Τα ονόματά τους ήσαν Αλέξιος και Δαβίδ και βοηθήθηκαν στην επιχείρησή τους από τη θεία από τον πατέρα τους, τη Θάμαρ, απόγονο τού παππού τους και γεωργιανή κυρία. Η πολιτική κατάσταση τής Τραπεζούντας κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ τής δολοφονίας τού Ανδρόνικου και τής λατινικής κατάκτησης τής πρωτεύουσας δεν ήταν γνωστή με βεβαιότητα, αλλά η ελληνική πόλη αισθανόταν πιθανώς την πίεση τού γειτονικού βασιλείου τής Γεωργίας κατά τη στιγμή τής έλευσης των δύο Ελλήνων πριγκήπων. Οι προοπτικές ανακούφισης από αυτή την πίεση αφενός και εξάρτησης από τη διεφθαρμένη αυλή τής Κωνσταντινούπολης αφετέρου υπό την ελπιδοφόρα εξουσία επιφανούς οικογένειας, πρέπει να λειτούργησαν ως ισχυρά κίνητρα για τούς κατοίκους τής πόλης, ώστε να καλωσορίσουν το νέο καθεστώς.
Ο Αλέξιος Κομνηνός γινόταν δεκτός ως ηγεμόνας τής πόλης και οι ανερχόμενες τύχες του προσέλκυαν στο νικηφόρο λάβαρό του μερικούς από τούς ευγενέστερους των προσφύγων από την πρωτεύουσα, που διέφευγαν στην Ασία μπροστά στους Λατίνους. Άλλοι παρατάσσονταν γύρω από τον Θεόδωρο Λάσκαρι στη Βιθυνία και δύο αντίπαλες ελληνικές ή ρωμαϊκές αυτοκρατορίες ιδρύονταν σε ασιατικό έδαφος: αυτή τής Νικαίας, τής πρωτεύουσας τής Βιθυνίας, και η αυτοκρατορία τής Τραπεζούντας.
Οι διάδοχοι τού Λάσκαρι πάλεψαν για να ξαναπάρουν την Κωνσταντινούπολη, την οποία ανέκτησαν από τούς Λατίνους βαρώνους το 1261. Πολύ λιγότερο υπέροχη μοίρα επιφυλασσόταν για την οικογένεια τού Αλεξίου Κομνηνού. Όμως η μικρή αυτοκρατορία στη Μαύρη Θάλασσα κράτησε περισσότερο από την ανακτημένη βυζαντινή αυτοκρατορία, ενώ διάστημα εκατό περίπου ετών χώριζε την πτώση τής τελευταίας από τις ελληνικές πόλεις τού εσωτερικού (κατάκτηση τής Φιλαδέλφειας από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ το 1390) από την ανατροπή τού κράτους των Κομνηνών τής Τραπεζούντας (1461). Κατά τη διάρκεια περιόδου μεγαλύτερης από 250 χρόνια αυτοί οι μικροί Έλληνες ηγεμόνες κατάφεραν να ξεφύγουν από τις θύελλες τής μουσουλμανικής κατάκτησης πίσω από το τείχος των βουνών που παρεμβάλλονταν μεταξύ τής ενδοχώρας και τής ακτής. Μερικές φορές ως υποτελείς των δυναστειών της Ανατολίας, άλλες φορές σε κατάσταση ανεξαρτησίας, κυβερνούσαν την όμορφη πόλη καθώς και στενή λωρίδα ακτής, η έκταση τής οποίας μεταβαλλόταν. Οι κτήσεις τους περιλάμβαναν ακόμη και μέρος τής Κριμαίας, από την οποία ο φόρος υποτέλειας μεταφερόταν μέσα από την εκτεταμένη θαλάσσια έκταση με αυτοκρατορικές γαλέρες. Περήφανοι για τούς πομπώδεις τίτλους τους των Μεγάλων Κομνηνών και αυτοκρατόρων των Ρωμαίων, ή αρχόντων πάσης Ανατολίας, Γεωργίας και Περατείας [της πέρα ακτής, της Κριμαίας], αντιστάθμιζαν τις ελλείψεις τους σε πραγματική δύναμη με περίτεχνες τελετουργίες και αντικαθιστούσαν την πανέμορφη λατρεία τού πολιούχου τους Ευγενίου με τις λατρευτικές ασκήσεις τής χριστιανικής θρησκείας. Θα μπορούσαν να σταλθούν χωρίς λύπη στο χρονοντούλαπο τής ιστορίας, αν δεν υπήρχε η υπόθεση τής οποίας αποτελούσαν τούς τελευταίους και απαξιωμένους εκπροσώπους, στης οποίας όμως, παρ’ όλα αυτά, συνέβαλαν στη διατήρηση. Η επικράτειά τους πρόσφερε έδρα και εδαφική βάση για το εμπόριο, ενώ, όταν οι χερσαίες οδοί μέσω τής Μικράς Ασίας περιέπεσαν σε αχρηστία, λόγω τής αύξησης τής αναρχίας, η Τραπεζούς έγινε κέντρο τού εμπορίου με την πρόσω Ασία, το οποίο εκτράπηκε στην πιο ασφαλή λεωφόρο των αρμενικών πεδιάδων. Το εμπόριο αυτό διεξαγόταν με μεγάλη ενεργητικότητα από τούς Γενουάτες από τις εμπορικές τους εγκαταστάσεις στην Τραπεζούντα, μέχρι τη στιγμή που οι Μεγάλοι Κομνηνοί, οι Ιταλοί έμποροι και όλη η σύνθετη δομή τού πολιτισμού σαρώθηκαν από τον Οθωμανό σουλτάνο Μωάμεθ Β’ (1451-1481). Αυτός ο τύπος ανατολίτικης αποκλειστικότητας ήρθε πορευόμενος πέρα από τα βουνά μερικά χρόνια μετά την κατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης (1453). Η ακρόπολη τής Τραπεζούντας παραδόθηκε στους γενίτσαρους, το παλάτι σε πασά. Ο τελευταίος των Κομνηνών μεταφέρθηκε σε εξορία στην Ευρώπη, απ’ όπου, όχι πολύ αργότερα, κλήθηκε στην πρωτεύουσα και τον πρόσταξαν να αποκηρύξει τη χριστιανική πίστη. Η σταθερότητα τής άρνησής του και η αξιοπρέπεια τού μαρτυρίου του έριχνε διαχωριστική ακτίνα δόξας μέσα από τις σκιές που είχαν ήδη συγκεντρωθεί πάνω από τον οίκο του. Το σώμα του και εκείνα των αρχόντων που πέθαναν μαζί του πετάχτηκαν στα σκυλιά πέρα από τα τείχη τής Κωνσταντινούπολης. Μόνο το ένα τρίτο των κατοίκων τής Τραπεζούντας και από αυτούς τα χαμηλότερα στρώματα τού πληθυσμού, άντεξαν να παραμείνουν στη μητρική τους πόλη. Οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και οι περιουσίες τους κατασχέθηκαν. Το 1475 η πολιτική απέλασης όλων των δυτικών επιρροών στέφθηκε με την οθωμανική κατάκτηση τού Καφφά [τής αρχαίας Θεοδοσίας, τής σύγχρονης Φεοντοσίγια τής Κριμαίας] και τής Τάνας [τής αρχαίας πόλης Τάναϊς κοντά στις εκβολές τού ποταμού Ντον (Τάναϊ) στον μυχό τής Αζοφικής θάλασσας], των βορειότερων δηλαδή εγκαταστάσεων των Γενουατών στη Μαύρη Θάλασσα. Τα ευρωπαϊκά πλοία διώχτηκαν από αυτά τα νερά. Απ’ όπου το εμπόριο εξορίστηκε, ακολούθησε η βαρβαρότητα και για τρεις αιώνες αυτές οι ακτές ξεχάστηκαν από τη Δύση. Μια νέα εποχή βρήκε την έκφρασή της στη Συνθήκη τής Αδριανούπολης (1829), η οποία εξασφάλισε την ελεύθερη ναυσιπλοΐα σε αυτή τη θάλασσα. Το πρώτο ατμόπλοιο έκανε την εμφάνισή του το 1836 και από τότε το εμπόριο είχε αυξηθεί σταθερά. Έρρεε κατά μήκος τής ακτής και διανεμόταν σε ολόκληρο το εσωτερικό, μέχρι που έφτανε στο συμπαγές εμπόδιο των ρωσικών συνόρων. Μεταφερόταν σε όλη την Ασία λίγο έξω από αυτό το εμπόδιο στις ράχες καμηλών και μουλαριών. Στην άλλη πλευρά τού τείχους ακουγόταν το σφύριγμα τής ατμομηχανής και το βουητό τρένου, στο οποίο ούτε ένα δέμα των μισητών προϊόντων τής ευρωπαϊκής βιομηχανίας δεν επιτρεπόταν να εισβάλει.
Τα προοδευτικά κράτη τής σύγχρονης Ευρώπης έπρεπε να λάβουν σοβαρά υπόψη, μήπως οι εγχώριες αντιπαλότητές τους είχαν ως αποτέλεσμα τη μετατροπή τής Μαύρης Θάλασσας σε ρωσική λίμνη και την επανεγκαθίδρυση τής παλαιάς τάξης και μελαγχολίας.
Από την Τραπεζούντα στο Βατούμ και την Αρμενία (1893)
Ο Λιντς δεν είχε ποτέ την πρόθεση να μπει στην Αρμενία από την πολυταξιδεμένη διαδρομή μεταξύ Τραπεζούντας και Ερζερούμ. Η εποχή ήταν προχωρημένη.11 Πρώτος του στόχος ήταν το Αραράτ και φαινόταν αμφίβολο κατά πόσον, ακόμη και με τη μέγιστη δυνατή βιασύνη, θα κατόρθωνε να ολοκληρώσει την ανάβαση του βουνού πριν αρχίσουν να πέφτουν τα χιόνια τού χειμώνα. Η προσπέλαση ήταν αναμφίβολα εφικτή από την πλευρά τής Τουρκίας. Σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις είχε υπάρξει επιτυχής. Όμως το ταξίδι ήταν μακρύ από το Ερζερούμ μέχρι το Βαγιαζήτ [σήμερα Ντογού Βαγιαζήτ, 300 περίπου χλμ ανατολικά τού Ερζερούμ], ενώ τα στάδια έπρεπε να τα καλύψει κανείς με δικά του άλογα. Δεν υπήρχαν σταθμοί (μενζίλ) για να τον εφοδιάζουν με αλλαγή αλόγων. Ούτε ήταν πιθανό ότι θα έβρισκε στο Βαγιαζήτ τις ίδιες ευκολίες που προσφέρονταν σε ρωσικό έδαφος, μέσω τής ευγένειας τής ρωσικής κυβέρνησης, από το απόσπασμα Κοζάκων που στάθμευαν στις βορεινές πλαγιές. Οι σκέψεις αυτές υπήρξαν καθοριστικές για να επιλέξει την προσέγγιση από την πλευρά τής Γεωργίας. Αλλά ήταν ανυπόμονος και για άλλους λόγους να εξοικειωθεί με τις ρωσικές επαρχίες τής Αρμενίας, πριν διερευνήσει την κατάσταση εκείνων που βρίσκονταν κάτω από τουρκική εξουσία. Με αυτές τις προθέσεις, ξανανέβηκαν στο ατμόπλοιό τους το βράδυ τής 16ης Αυγούστου και συνέχισαν το ταξίδι προς το Βατούμ.
Βατούμ: Το λιμάνι σε καρτ-ποστάλ εποχής
17 Αυγούστου. Από την Τραπεζούντα μέχρι το ρωσικό λιμάνι ήταν απόσταση εκατό μιλίων. Νωρίς το πρωί κύκλωναν τα οχυρώματα που χαράκωναν την ακτή και προσπερνούσαν το μικρό ακρωτήριο στο οποίο βρισκόταν ο φάρος. Στον κολπίσκο ή μικρό όρμο που υποχωρούσε από εκείνο το χαμηλό ακρωτήριο, υπήρχε νερό με βάθος τριάντα περίπου οργιές. Όμως ο κόλπος στο σύνολό του ήταν ρηχός και γεμάτος λάσπη, ενώ μόνο σε αυτή τη δυτική πλευρά, τόσο κοντά στη στεριά, υπήρχαν αυτά τα βάθη. Τα μεγαλύτερα πλοία μπορούσε να τα δει κανείς να οδηγούνται τόσο κοντά στην ακτή, που οι ψηλές τους πρύμνες σχεδόν κρέμονταν πάνω από τις κατηφορικές πλαγιές της.
Αλλά ο χώρος δεν ήταν εκτεταμένος σε αυτή την ευνοημένη περιοχή και αν και αυτό το φυσικό λιμάνι προστατευόταν στα ανατολικά από το τείχος τής παράκτιας οροσειράς, ήταν εκτεθειμένο προς βορρά. Οι Ρώσοι είχαν καταβάλει προσπάθειες να ξεπεράσουν αυτά τα μειονεκτήματα, κατασκευάζοντας μακρύ κυματοθραύστη από συμπαγή τοιχοποιία, ο οποίος προεξείχε από την πλευρά των βουνών μέσα τον κόλπο.
Εδώ και χρόνια είχαν εμπλακεί σε εργασίες βυθοκόρησης, αλλά είχαν παρεμποδιστεί από τη συνεχή τάση τού αγκυροβόλιου να γεμίζει με απόθεση άμμου κατά μήκος τής ανατολικής ακτής.
Ο Λιντς δεν θα απασχολούσε, ούτε θα εξέτρεπε τον αναγνώστη του με ένα ταπεινό περιστατικό τού ταξιδιού, αν δεν ανυπομονούσε να διαλύσει τις επικρατούσες προκαταλήψεις, που απέδιδαν ασυνήθιστο βαθμό αυστηρότητας στην υπηρεσία των τελωνείων σε αυτό το λιμάνι. Πριν από μερικά χρόνια, όταν επέστρεφε από την Περσία στην Ευρώπη, είχε κληθεί ενώπιον τής φοβερής παρουσίας των προϊσταμένων αξιωματούχων και τον είχαν αφήσει φιλικά να περάσει. Τότε όμως είχε το πολύ αθώο χαρακτηριστικό τού εξαγωγέα, ενώ τώρα έμπαιναν στο στόμα τού λιονταριού με την ελκυστική ιδιότητα των εισαγωγέων από τη Μεγάλη Βρετανία. Στο εξωτερικό λέγονταν ιστορίες για κυρίες, που είχαν φτάσει με μεταξωτά φορέματα και τις οποίες είχαν δει να βγαίνουν από τις πύλες αυτού τού τρομερού τελωνείου με όσα ρούχα είχαν αποφύγει την κατάσχεση, από εκείνα που φορούσαν και αποτελούσαν τα πιο πολύτιμα προϊόντα των ευρωπαϊκών αργαλειών. Επομένως περίμεναν με κάποια ανησυχία και όχι χωρίς φόβο την άφιξη τού επιθεωρητή και των ανδρών του.
Τα λευκά τους καπέλα και οι λευκοί τους χιτώνες φάνηκαν σύντομα στη σκάλα τού πλοίου. Ανέβηκαν στο κατάστρωμα και φαίνονταν ότι ήσαν αβέβαιοι και ήθελαν πληροφορίες. Στη συνέχεια, ύστερα από μια-δυο ματιές, τούς βλέπουν να μπαίνουν στη γραμμή. Σε μια απομακρυσμένη γωνιά τού καταστρώματος, σχεδόν σκεπασμένη από τον γιγαντιαίο μπόγο τού Ρούντολφ, βρισκόταν ένας σωρός ποικίλων αλλά εξαιρετικά αξιόλογων αποσκευών, των οποίων άμοιροι ιδιοκτήτες ήσαν οι ίδιοι. Όταν ο Ελβετός ερωτάται, χαμογελάει τρυφερά. Ο χαιρετισμός από την πλευρά τους δεν ήταν λιγότερο ευχάριστος και διαχυτικός. Τότε ἀφησαν το ατμόπλοιο και ο Λιντς και ο Ρούντολφ ήσαν ελεύθεροι. Τι ήταν αυτό το συμβάν; Αν το μετρούσε κανείς με βάση την παραδοξότητα τής εμφάνισής του, ήταν περισσότερο από συμβάν, ήταν γεγονός. Για τα υπόλοιπα δεν άργησαν να ανακαλύψουν την εξήγηση. Δεν υπήρχε στη Ρωσία πιο ευγενικός αξιωματούχος ή πιο καλοκάγαθη προσωπικότητα από τον διευθυντή τού τελωνείου στο Βατούμ. Ο κ. ντε Κλούπφελ ήταν βετεράνος λάτρης των σπορ και, ως τέτοιος, φίλος των Άγγλων. Στον εξάδελφό του βρήκε διακαή θιασώτη τής δικής του επιστήμης και σύντροφο στην προώθησή της. Τούς συνέδεσε σειρά ευχάριστων αναμνήσεων, μέχρι τη στιγμή που τούς χώρισε η μέρα τής αναχώρησης.
Πέντε πολύτιμες ημέρες, από τις οποίες ούτε λεπτό δεν υπήρξε κενό, καταναλώθηκαν για την ολοκλήρωση των προετοιμασιών για το ταξίδι τους και την εξασφάλιση συμπληρωματικής προμήθειας συστατικών επιστολών προς εκείνους που βρίσκονταν στην εξουσία στα κέντρα από τα οποία θα περνούσαν. Θα έμπαιναν σε χώρα η οποία, τόσο για στρατηγικούς όσο και για πολιτικούς λόγους, περιοριζόταν από ελάχιστα ορατούς, αλλά εξαιρετικά ψηλαφητούς περιορισμούς και για τον απροετοίμαστο και με ανεπαρκείς συστάσεις ταξιδιώτη αποτελούσε σχεδόν απαγορευμένο έδαφος. Υπήρχαν μεγάλες περιοχές, στις οποίες ο πρόξενός τους στο Βατούμ δεν επιτρεπόταν να ταξιδέψει. Ο Λιντς ήταν βέβαιος ότι δεν θα τολμούσε να περάσει το κατώφλι τού Καρς. Για να ήταν κανείς βέβαιος ότι θα τού επιτρεπόταν να κυκλοφορεί χωρίς εμπόδια και να απολαμβάνει την πολυτέλεια τής σιγουριάς ότι η παρουσία του θα ήταν ανεκτή και ότι δεν θα απελαυνόταν ξαφνικά με συνοπτικές διαδικασίες, έπρεπε απαραίτητα να είναι εφοδιασμένος με ειδική άδεια από τον κατάλληλο υπουργό στην Αγία Πετρούπολη. Όμως ο πρεσβευτής τους στη ρωσική πρωτεύουσα αρνιόταν να υποβάλει την αίτηση. Είχε φτιάξει κανόνα, τον οποίο τίποτε δεν θα τον ωθούσε να παραβιάσει. Στην Κωνσταντινούπολη η πρεσβεία τους φυσικά δεν μπορούσε να προσφέρει καμία βοήθεια. Απέμενε η αμφίβολη μέθοδος τής ιδιωτικής προσέγγισης. Οι μέρες διαστέλλονταν σε εβδομάδες, ενώ καθυστερούσαν στον Βόσπορο. Ήταν άσκοπο να προχωρήσουν χωρίς κάποιας μορφής άδεια στις τσέπες τους, αλλά οι πολύτιμοι μήνες τού καλοκαιριού ξεγλιστρούσαν. Τελικά εφοδιάστηκαν με επαρκείς συστάσεις, που τούς εμπιστεύονταν σε αξιόπιστα χέρια για τα υπόλοιπα. Όφειλαν πολλά στην καλοσύνη των Ρώσων γνωστών τους στην Κωνσταντινούπολη και μπορούσαν να κατανοήσουν ένα γεγονός, τού οποίου έλαβαν στη συνέχεια άφθονες αποδείξεις: ότι οι υψηλότεροι Ρώσοι αξιωματούχοι ήσαν κατά κανόνα φωτισμένοι άνθρωποι τού κόσμου, καθώς και οι πιο ευγενικοί και φιλόξενοι οικοδεσπότες.
Από την πλευρά τής Γεωργίας υπήρχαν δύο κύριες προσεγγίσεις προς την Αρμενία και στον ταξιδιώτη που ήθελε να εξασφαλίσει την άνεσή του, δινόταν η συμβουλή να περιορίσει τις επιλογές του σε αυτούς τούς δύο δρόμους. Ο πιο δυτικός ανέβαινε την κοιλάδα τού ποταμού Κούρα και έφτανε στα υψίπεδα κοντά στο Αχαλτσίκ από το ρομαντικό φαράγγι και πέρασμα τού Μπορτζόμ. Ο άλλος, ο πιο ανατολικός, άφηνε τον σιδηρόδρομο μεταξύ Μαύρης Θάλασσας και Κασπίας στον σταθμό τού Ακστάφι [σήμερα Αγστάφα στο Αζερμπαϊτζάν], 50 περίπου μίλια [80 χλμ] κάτω από την Τιφλίδα και ανεβαίνοντας από το κατώτατο σημείο τού Κούρα κατά μήκος τής πορείας τού Ακστάφα, ξεπρόβαλλε στην ανοιχτή χώρα στα δυτικά τής λίμνης Σεβάν, κοντά στον σταθμό αλλαγής αλόγων τού Ντελιτζιάν [Ο Λιντς σημείωνε ότι μια σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε την Τιφλίδα, πρωτεύουσα τής Γεωργίας, με την Αλεξαντροπόλ και το Καρς, είχε ολοκληρωθεί από την εποχή αυτού τού ταξιδιού. Ανέβαινε ελισσόμενη την κοιλάδα τού Μπορτσάλα].
Μια διακλάδωση σε αυτό το σημείο οδηγούσε από τον ένα κλάδο στην Αλεξαντροπόλ [σήμερα Γκυουμρί] και από τον άλλο στο Ερεβάν. Μπορούσε κανείς να ταξιδέψει με άμαξα βικτόρια και με άλογα σταθμών αλλαγής σε οποιονδήποτε από αυτούς τούς δρόμους. Και οι δύο οδηγούσαν από τις στέπες στους νότιους πρόποδες τού Καυκάσου και από επίπεδα που ήσαν συγκριτικά χαμηλά, εγκάρσια ή πλάγια από την υφή των περιφερειακών οροσειρών, προς την άκρη τού αρμενικού οροπεδίου. Αυτές οι οροσειρές αποτελούσαν τη συνέχιση προς ανατολή των βουνών που είχαν ακολουθήσει από τον Βόσπορο μέχρι το Βατούμ.
Το Γκυουμρί (Αλεξαντροπόλ) από το Αρμενικό κοιμητήριο (Λιντς, 1901)
Στέκονταν σαν τείχος από τις επίπεδες περιοχές τού Ριόνι και από τις πεδιάδες που συνόρευαν με τη χαμηλότερη πορεία τού Κούρα και είχαν εμφάνιση πολύ παρόμοια με εκείνες που είδαν να υψώνονται με ολοένα αυξανόμενες διαστάσεις κατά μήκος τής ακτής τής Μαύρης Θάλασσας. Πέρα από αυτές τις πεδινές περιοχές, ένας ισχυρός γείτονας, η παράλληλη οροσειρά τού Καυκάσου, τις αντίκρυζε από τα βόρεια. Μόνο σε ένα σημείο ενώνονταν αυτά τα δύο μεγάλα συστήματα: στη ζώνη ορεινής χώρας που χώριζε τη λεκάνη απορροής τού Κούρα από εκείνη τού Ριόνι, την οποία ο σιδηρόδρομος διέσχιζε από το πέρασμα τού Σουράμ (υψόμετρο 3.000 περίπου πόδια, 900 μέτρα). Αυτή η συνδετήρια οροσειρά ήταν γνωστή στους γεωγράφους με το όνομα Μοσχικά όρη. Οι γεωλόγοι είχαν την τάση να τη συνδέουν με τη δομή τού Καυκάσου. Οι αισθήσεις τους ήταν δυνατό να τής αποδώσουν ξεχωριστή ύπαρξη, ένα εγκάρσιο φράγμα όπως ήταν, ριγμένο από οροσειρά σε οροσειρά, πάνω στην κοιλότητα που εκτεινόταν από θάλασσα σε θάλασσα.
Για διάφορους λόγους ο Λιντς δεν ήταν πρόθυμος να διασχίσει αυτό το φράγμα, ώστε να επωφεληθεί από έναν από τούς δύο κύριους δρόμους. Προορισμός τους ήταν το Ερεβάν και τα πιο πρόσφορα μέσα πρόσβασης ήσαν ο σιδηρόδρομος και η κοιλάδα τού Ακστάφα. Αλλά ήταν ήδη εξοικειωμένος με τη λεκάνη τού Κούρα μεταξύ Τιφλίδας και Κασπίας, ενώ είχε διαβάσει τόσο πολλές περιγραφές αυτής τής προσέγγισης στην Αρμενία, που τα φυσικά χαρακτηριστικά των διαφόρων τμημάτων τής διαδρομής μεταξύ τού γεωργιανού ποταμού και τής λίμνης Σεβάν φαίνονταν αποτυπωμένα στη μνήμη του. Ανυπομονούσε επίσης πολύ να αποκτήσει κάποιες γνώσεις για το δυτικό τμήμα τού οροπεδίου, για το οποίο είχε κατορθώσει να αποσπάσει από την ταξιδιωτική βιβλιογραφία μόνο εντελώς ανεπαρκή άποψη. Προς αυτές τις περιοχές η διαδρομή μέσω Μπορτζόμ ήταν ταυτόχρονα η πιο γνωστή λεωφόρος και εκείνη που συνδύαζε την πλούσια επίδειξη μαγευτικού τοπίου με τις ανέσεις τής πεπατημένης. Σκεφτόταν όμως, ότι αν ανέβαινε έρποντας την κοιλάδα τού Κούρα μέχρι τα αρμενικά υψίπεδα, θα έχανε την ευκαιρία που δεν θα προσφερόταν στη συνέχεια, να αντιληφθεί δηλαδή από την αρχή τού μακρινού τους ταξιδιού τα βασικά χαρακτηριστικά τής χώρας που είχαν έρθει να δουν. Στην Ασία η φύση είχε λειτουργήσει σε τόσο μεγάλη κλίμακα, τόσο πολύ σύστημα είχε εναποθέσει πάνω στα έργα της, που ήταν δυνατό να ακολουθείς για εκατοντάδες μίλια τις ίδιες εκδηλώσεις, μέχρις ότου, από κάποιο πλεονεκτικό σημείο, μπορέσεις να ανακαλύψεις να ξεδιπλώνεται μπροστά σου η ιδέα και οι δεσμευτικές αρχές τού εκτεταμένου και μεγαλοπρεπούς σχεδίου της. Ποια άραγε προσέγγιση ήταν καλύτερα υπολογισμένη για να προσφέρει μεγάλες όψεις τής φύσης και να τούς καθοδηγήσει για τα σχέδιά της, απ’ όσο εκείνη, που αναρριχιόταν στα τείχη τής ζώνης των οροσειρών, εκεί όπου αυτές υψώνονταν ψηλότερα πάνω από τη στεριά και τη θάλασσα; Από το Βατούμ ίσως ήταν δυνατό να διεισδύσει κανείς στα βουνά τής Ατζαρίας και να ξεχυθεί σε κάποιαν από τις πιο υπερυψωμένες περιοχές τού οροπεδίου, από το οποίο κατέβαιναν τα πάνω νερά και οι πρώτοι παραπόταμοι τού Κούρα (Κύρου). Αλλά ο κάτω ρους τού Τσορούχ και οι αλπικοί του παραπόταμοι έτεμναν πιο περίπλοκη και άγρια χώρα, όπου η διαδικασία ανύψωσης είχε συντελέσει στην εξάρθρωση τής οροσειράς και είχε δημιουργήσει αναστατώσεις, οι οποίες, ενώ παρείχαν πολύ ενδιαφέρον πεδίο για τον γεωλόγο και τον μελετητή τής ορεινής δομής, είχαν τοποθετήσει εμπόδια στον δρόμο τής ανθρώπινης επικοινωνίας, τα οποία δεν ήταν αναγκασμένος να ξεπεράσει ο ταξιδιώτης.
Ακολουθώντας την καμπή τής οροσειράς μέχρι την ακτή και κατά μήκος τού Ριόνι, έως ότου αυτός έπαιρνε και πάλι κανονική πορεία, μπορούσε κανείς να αποφύγει αυτόν τον κόμπο από ράχες και τον λαβύρινθο από κοιλάδες και την ίδια στιγμή να αποκτήσει σαφέστερη και πιο συγκεκριμένη αντίληψη τής γεωγραφίας αυτών των εδαφών. Έμαθαν ότι υπήρχε δρόμος από την πεδιάδα τού Ριόνι που ανέβαινε στην πλαγιά και στην κορυφή τής οροσειράς. Σύντομα αποφάσισαν υπέρ των ανώτερων αξιοθέατων που υποσχόταν και έβγαλαν εισιτήρια για την πρωτεύουσα τής χώρας στα δυτικά τού Μοσχικού φράγματος, την αρχαία πόλη τού Κουτάισι.
22 Αυγούστου. Έπεφτε βροχή καθώς η ατμομηχανή τούς τραβούσε σιγά-σιγά μακριά από τον σταθμό. Έβρεχε σχεδόν πάντοτε στο Βατούμ. Τα σύννεφα δεν μπορούσαν να πηδήξουν το γιγάντιο προπύργιο των βουνών σε αυτή τη νοτιοανατολική γωνία τής θάλασσας. Προσκολλώνταν στις σκεπασμένες με έλατα πλαγιές ή έβαζαν χέρι και ξεπερνούσαν τούς γκρεμούς, μέχρι που εξαντλούνταν και διαλύονταν.
Βατούμ: Η σιδηροδρομική γέφυρα τής Ταμάρα σε καρτ-ποστάλ εποχής
Η πόλη σύντομα βρισκόταν πίσω τους, καθώς εκείνοι ελίσσονταν στους πρόποδες τής οροσειράς στη στενή ανάπαυλα τής ακτής. Το Βατούμ, με τη σκληρή του περιφρόνηση για το γραπτό δίκαιο τής Ευρώπης, με τη γαλήνια θέση του στην πύλη τής πετρελαϊκής βιομηχανίας, τής οποίας παραλάμβανε τα προϊόντα με τον σιδηρόδρομο τής Κασπίας για να τα διανείμει σε ολόκληρο τον κόσμο, αποτελούσε δημιούργημα τής σύγχρονης Ρωσίας, με το συνηθισμένο επίσημο σχέδιο λεωφόρων που απλώνονταν με ωραία καταστήματα και μεγάλα ξενοδοχεία. Εδώ ήταν το σημείο εκκίνησης τού πρώτου τρένου που περιέζωνε την ακτή τού Ευξείνου, ενώ ακόμη και αυτό το απομακρυσμένο παράδειγμα τού είδους στρεφόταν πέρα από τη μυστηριώδη ακτή προς τις πόλεις τού εσωτερικού, ύστερα από μικρό διάστημα είκοσι περίπου μιλίων.
Όμως, ακόμη και στα στενά αυτά όρια, μεταφέρονταν μέσα από το πιο άγριο κομμάτι χώρας που μπορούσε να βρεθεί μεταξύ των εκβολών τού ποταμού Ριόνι και τής εισόδου στη Μαύρη Θάλασσα, σε περιοχή προικισμένη με εξαιρετική γονιμότητα, η οποία παρέμενε ακόμη αναξιοποίητη και ακαλλιέργητη.
Κατοικούνταν εδώ κι εκεί με μερικούς σκόρπιους οικισμούς, που έφερναν σε αντίθεση το μεγαλείο τού φυσικού περιβάλλοντος με την αθλιότητα τού απολίτιστου ανθρώπου. Είχαν ξεπεράσει την απώτατη επέκταση τού ορίου των ελληνικών στοιχείων. Γεωργιανοί λαοί ζούσαν στις κοιλάδες τού εσωτερικού και ήσαν αραιά διασκορπισμένοι στην ελώδη ακτή, ενώ πιο ανατολικά, εκεί όπου η οροσειρά είχε αφήσει τη θάλασσα και ευθυγραμμιζόταν με τις πεδιάδες, τα χαμηλότερα σημεία καθώς και τα βουνά, οι πρόποδες τής οροσειράς αλλά και τα ενδότερα μύχια της, ήσαν η πατρίδα πληθυσμού τής γεωργιανής φυλής. Ανάμεσα στην Τραπεζούντα και το ρωσικό φρούριο πρώτα οι Λαζοί και στη συνέχεια οι Χαζάροι ήσαν ενδεχομένως δυνατό να θεωρηθούν ως μεταβατικοί παράγοντες στη νέα τάξη πραγμάτων, που άρχιζε μετά την αναχώρηση από το Βατούμ. Ο Λιντς δεν θα τολμούσε να αποφανθεί επί των φυλετικών συνδέσεων των Λαζών. Ίσως αντιπροσώπευαν τούς αυτόχθονες κατοίκους τής χώρας τους, τις άγριες φυλές που βασάνιζαν τον στρατό τού Ξενοφώντος και αποτελούσαν την πάγια μάστιγα των βυζαντινών διοικητών και των αυτοκρατόρων τής γενεαλογίας των Κομνηνών. Οι Χαζάροι (Ατζάροι) φαινόταν ότι είχαν μικτή καταγωγή. Ήσαν μωαμεθανοί όπως και οι Λαζοί. Οι γεωργιανές περιοχές στις οποίες έμπαιναν τώρα εξακολουθούσαν να διατηρούν τα ονόματα των πολλών ανεξάρτητων ηγεμονιών στις οποίες ανήκαν στο παρελθόν και, εκτός από την περίπτωση τής Αμπχαζίας πάνω στο βόρειο τμήμα, στους πρόποδες τού Καυκάσου, επικρατούσε σχεδόν αποκλειστικά η χριστιανική θρησκεία. Πρώτη ερχὀταν η Γκουρία κατά μήκος τής ακτής και τής καμπής των βουνών. Η Ιμερετία εκτεινόταν στις δύο όχθες τού Ριόνι μέχρι το πέρασμα τού Σουράμ. Μινγκρελία ήταν το όνομα τής χώρας στα βόρεια τού κολχικού ποταμού και οριοθετούνταν από την Ιμερετία στα ανατολικά. Για απόσταση δεκαπέντε περίπου μιλίων το τοπίο ήταν μονότονο. Από τη μία πλευρά το σχεδόν κατακόρυφο προπύργιο των βουνών, από την άλλη τα μικρά γκρίζα κύματα που έσπαγαν στην πετρώδη ακτή. Όμως, λίγο πριν φτάσουν στον σταθμό τού Κομπουλέτι, η καταπιεστική εγγύτητα τής οροσειράς χαλάρωσε, η χώρα άνοιξε, ενώ ανάμεσα σε χαμηλά δάση και ξέφωτα καλλιεργημένα με καλαμπόκι, τα φορτωμένα με λάσπη νερά ενός ποταμού ελίσσονταν κατεβαίνοντας προς τη θάλασσα. Ήταν η έναρξη τού τοπίου το οποίο ήταν χαρακτηριστικό τής Γκουρίας, ένα κομμάτι παρθένου δάσους που έντυνε τις άκρες τής υποχωρούσας οροσειράς και τα προσχωσιγενή επίπεδα και έλη τής ακτής. Λόφοι έπαιρναν τη θέση τού απότομου τείχους-βράχου. Καλύπτονταν από ζούγκλα θάμνων και μικρών δένδρων, την οποία διασπούσαν εδώ κι εκεί ακανόνιστα μπαλώματα φυτεμένα με καλαμπόκι. Σκούρα ρέματα, φορτωμένα με μάργες, κατηφόριζαν ανάμεσα σε ψηλές όχθες. Δεν μπορούσαν να δουν κανένα χωριό, καμία ανθρώπινη κατοικία. Η μακρινή θέα εμποδιζόταν από πέπλο ομίχλης. Η μέρα όμως ήταν αρκετά καλή και ο ουρανός από πάνω τους ξέσπαγε συχνά σε καθαρό γαλάζιο, αν και τα σύννεφα ήσαν βαθιά σωρευμένα στον ορίζοντα. Καθώς προχωρούσαν, το δάσος αυξανόταν σε μεγαλοπρέπεια και ευθάλεια. Συστάδες υπέροχων δένδρων υψώνονταν πάνω από τούς θάμνους και τα φρύγανα, μέχρι τη στιγμή που τα χαρακτηριστικά τού λόφου και τής απόληξης τού βουνού χάθηκαν κάτω από την ψηλή υπερανάπτυξη και μετατράπηκαν σε μάζες ή προεξοχές ψηλών μίσχων και απλωμένων κλαδιών που προβάλλονταν απέναντι στον ουρανό. Τα μαραμένα πιρούνια άψυχων κορμών ξεχώριζαν σε ζοφερό ανάγλυφο από αυτό το πεδίο σκιών ή προβάλλονταν σε περίεργα περίτεχνα σχέδια στο πεδίο τού φωτός, εύγλωττη απόδειξη ότι κανένα ανθρώπινο χέρι δεν είχε ακόμη διαταράξει τη φυσική τάξη αυτών των αρχέγονων δασών. Η θάλασσα χάθηκε πίσω από φυλλώδεις λόχμες στολισμένες με γλυκύτατα αναρριχητικά φυτά, τα οποία ευδοκιμούσαν με τροπική σχεδόν ανάπτυξη σε αυτό το ζεστό κλίμα και πάνω σε αυτό το μουσκεμένο έδαφος. Δεν έβλεπαν ούτε έναν δρόμο. Οι σταθμοί ήσαν απλώς στάδια τής διαδρομής και το μόνο σημάδι ανθρώπινης παρουσίας ήταν ένας από τούς διάστικτους χοίρους με τα μακριά πόδια, τόσο συνηθισμένους στην Ιμερετία, που διέσχιζε τη γραμμή.
Αυτά ήσαν τα χαρακτηριστικά που επικρατούσαν σε γενικές γραμμές μεταξύ Κομπουλέτι και Λαντσχούτι, δηλαδή επί μήκους εικοσιτεσσάρων περίπου μιλίων. Αλλά δεν είχαν φτάσει ακόμη στον δεύτερο αυτόν σταθμό, που βρισκόταν βόρεια τού Οζουργκέτι, τής πρωτεύουσας τής Γκουρίας, όταν νέα χαρακτηριστικά εμφανίστηκαν στη σκηνή. Στην αριστερή πλευρά η θέα άνοιγε προς ομαλή χώρα, όπου οι χυμώδεις μίσχοι και οι μορφής αυλών καλαμιές και τα λουλούδια των φυτών αραβοσίτου εναλλάσσονταν με χέρσες θαμνώδεις εκτάσεις. Στο βάθος κάποιος έντονος λόφος, εν μέρει μόνο δασωμένος, προεξείχε μέσα στην πεδιάδα από μακρά, ασαφή γραμμή βουνών, που έκλεινε τον ορίζοντα στα βόρεια. Αισθάνονταν ότι έπρεπε σίγουρα να ήταν οι απολήξεις τού Καυκάσου και ότι ο ποταμός Φάσις σύντομα θα αποκαλυπτόταν.
Περνά κανείς αυτό το μυθικό ποτάμι, τον σύγχρονο Ριόνι, με τη συνήθη μέθοδο τής σιδηροδρομικής γέφυρας. Κυλάει ανάμεσα σε ψηλές όχθες, μέσα από τη μεγάλη έκταση αυτής τής περιοχής, στο νότιο άκρο τής πεδιάδας. Σε κάποια απόσταση ανατολικά από αυτές τις περιοχές τού κάτω ρου του, το ορμητικό ρεύμα που είχε διαπεράσει τον Καύκασο, από τον οποίο ξεπρόβαλλε στο Κουτάισι, είχε εκτραπεί από τα βουνά των νοτίων συνόρων που το έστρεφαν προς τα δυτικά. Δεν ακολούθησαν τη βασανιστική πορεία του, η οποία περιέζωνε τα προχώματα αυτών των βουνών, καθώς εκτείνονταν προς το εσωτερικό από την ακτή. Το έδαφος ήταν επίπεδο και ο σιδηρόδρομος κατευθυνόταν πιο άμεσα προς την πρωτεύουσα, στους πρόποδες τής μεγάλης οροσειράς στα βόρεια.
Μίλι μετά το μίλι η πεδιάδα τού Ριόνι ξετυλιγόταν μπροστά τους. Εύφορη επαρχία, που θα μπορούσε να γίνει ο σιτοβολώνας τής Γεωργίας, αλλά που τώρα φαινόταν να μην παράγει τίποτε άλλο πέρα από το φτηνότερο των σιτηρών, ατέλειωτη διαδοχή φυτειών καλαμποκιού. Η καλλιεργήσιμη γη διεκδικούνταν ανεπαρκώς. Λίγη προσπάθεια είχε γίνει και οι θάμνοι ξεκινούσαν από τα καλάμια. Στους σταθμούς έβλεπαν ομάδες γυναικών και νεαρών κοριτσιών ντυμένες με φαρδιά βαμβακερά φορέματα, με βαμβακερά μαντήλια στο κεφάλι τους. Χήνες περπατούσαν καμαρωτά στη γραμμή ή πιτσίλιζαν στα ρηχά νερά, ενώ εξοικειώθηκαν με την παράξενη εμφάνιση των χοίρων τής Ιμερετίας. Όμως ακόμη δεν έβλεπαν χωριό! Σε σπάνια διαστήματα κάποια ξύλινη καλύβα με μεγάλη βεράντα ή εδώ κι εκεί, ανάμεσα στα καλαμπόκια, κάποια από εκείνες τις κακότεχνες ξύλινες εξέδρες, στημένη για να προσφέρει θέα πάνω από τα χωράφια.
Καθώς προχωρούσαν, το αμυδρό και ομιχλώδες περίγραμμα τού Καυκάσου έπαιρνε σχήμα και χρώμα στις χαμηλότερες πλαγιές. Οι γλυκές αποχρώσεις τής βλάστησης, οι λαμπρότερες λάμψεις των γυμνών στρωμάτων, ξεχωρίζονταν από το αβέβαιο φόντο βράχων και σύννεφων. Έντονες κορυφογραμμές με φανταστικά περιγράμματα υψώνονταν στον ορίζοντα, αλλά εδώ κι εκεί ο λευκός ατμός ήταν ακόμη προσκολλημένος στα ψηλότερα στηθαία τους και απλωνόταν σε σχήμα βεντάλιας στον μικρό κύκλο καθαρού ουρανού. Πάνω τους βρισκόταν ένας κόσμος ημίφωτος και συσσωρευμένων νεφομαζών, η συγκαλυμμένη παρουσία τής κύριας οροσειράς. Πίσω τους υψώνονταν οι δασωμένες ράχες τής νότιας οροσειράς, μέχρι που εξαφανίστηκαν στις πτυχώσεις τού σκοτεινού θόλου με τον οποίο συνδέονταν τόσο στενά και αγαπούσαν τόσο πολύ. Αλλά τα έλη είχαν εξαφανιστεί, ενώ οι χαμηλότερες ράχες που συναντούσαν την πεδιάδα ήσαν σχεδόν γυμνές από δένδρα. Κατά τη γνώμη τους φυσικά οι δύο μεγάλες οροσειρές φαίνονταν να σμίγουν και να εμποδίζουν την ομαλή πορεία τους προς τα ανατολικά.
Θα αφήσουμε εδώ τον Λιντς να συνεχίσει το ταξίδι του. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αντικείμενο τού δίτομου έργου του είναι η Αρμενία, αυτή τής Ρωσικής αυτοκρατορίας στον πρώτο τόμο και εκείνη τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας στον δεύτερο. Ο Πόντος, ειδικότερα η Τραπεζούς, ήταν απλώς ένα σκαλί τής μετάβασής του στη ρωσική Αρμενία. Η Τραπεζούς πάλι θα ήταν το σημείο εξόδου του από την οθωμανική Αρμενία. Πριν ξαναβρούμε τον Λιντς στον δεύτερο τόμο του, ας περιγράψουμε σε πολύ γενικές γραμμές τη διαδρομή του. Από το Αχαλτσίκ τής Γεωργίας πέρασε στην Αλεξαντροπόλ τής Αρμενίας, το σημερινό Γκυουμρί, και από εκεί στο Ερεβάν. Ανέβηκε στο όρος Αραράτ, επέστρεψε στο Ερεβάν και από εκεί κατευθύνθηκε στα ερείπια τής Ανί και στο κατεχόμενο από τούς Ρώσους Καρς. Διέσχισε αυτό που ονομάζει ραχοκοκκαλιά τής Αρμενίας, δηλαδή την κοιλάδα τού Αράξη δυτικά προς Καγιζμάν, στα όρια τής ρωσικής κατοχής τής εποχής. Εδώ τελειώνει ο τόμος του για τη ρωσική Αρμενία. Στη συνέχεια μπήκε στην οθωμανική Αρμενία. Προχώρησε στη λίμνη Βαν και από εκεί στο Μπιτλίς. Ανέβηκε προς βορρά στη Μους και στο Ερζερούμ. Ξαναβρίσκουμε λοιπόν τον Λιντς στο Ερζερούμ και τον ακολουθούμε στο τέλος τού πρώτου του ταξιδιού μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα.
Από το Ερζερούμ στην Τραπεζούντα τον Φεβρουάριο (1894)
Από το Ερζερούμ μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, στο πλησιέστερο σημείο, κοντά στη Ρίζε (Ρίζαιον), η απόσταση σε ευθεία γραμμή ήταν 88 μίλια [περίπου 140 χλμ] ή 114 μίλια [περίπου 180 χλμ] μετρούμενη από την Τραπεζούντα.12 Όμως η απόσταση από τον κύριο δρόμο μέχρι την αρχαία πρωτεύουσα των Μεγάλων Κομνηνών ήταν λίγο μικρότερη από 200 μίλια [320 περίπου χλμ]. Αυτή η μεγάλη διαφορά οφειλόταν στο μεγάλο υψόμετρο τής οροσειράς στα βόρεια τής πεδιάδας τού Ερζερούμ, και ειδικότερα στον χαρακτήρα ωκεανού εσοχών και κορυφογραμμών, που παρεμβάλλονταν μεταξύ τής πόλης τής Μπαϊμπούρτ και τής ακτής. Η τουρκική κυβέρνηση είχε φτιάξει έναν υπέροχο αμαξιτό δρόμο που διέσχιζε αυτή την περιοχή, ο οποίος κατασκευάστηκε τη δεκαετία τού 1870 από Γάλλους μηχανικούς [βλέπε Μπριό στο επόμενο κεφάλαιο].
Ο Λιντς σημειώνει ότι είχε γράψει αυτή την περιγραφή, όταν έφτασε στα χέρια του το αξιοθαύμαστο βιβλίο τού στρατηγού Σερ Τσαρλς Ουίλσον [Sir Charles Wilson, Handbook for Asia Minor, Λονδίνο, Murray, 1895]. Δίνει την απόσταση μεταξύ Ερζερούμ και Τραπεζούντας, μετρημένη σε μίλια κατά μήκος τού αμαξιτού δρόμου, ως 199¼ μίλια. Μια άλλη περιγραφή ανεβάζει το σύνολο σε 196½ μίλια. O Λιντς ρώτησε επίσημους κύκλους στο Ερζερούμ αν διασωζόταν κάποια ακριβής καταγραφή τής απόστασης. Έρευνα που έγινε στα αρχεία είχε αρνητικό αποτέλεσμα. Μεγάλο μέρος των ορόσημων στέκονταν ακόμη δίπλα στον δρόμο, αλλά πολλά είχαν εξαφανιστεί, η πορεία τού δρόμου είχε αλλάξει κατά τόπους και τα ορόσημα είχαν αντικατασταθεί, πιθανότατα με αυθαίρετο τρόπο. Η δική του καταγραφή, που βασιζόταν σε προσεκτικές εκτιμήσεις διάνυσης και χρόνου, ήταν η εξής: Ερζερούμ-Άσκαλε: 33 μίλια. Άσκαλε-Πιρνακαμπάν: 10 μίλια. Πιρνακαμπάν-Χάνι Νοτίου Κοπ: 2 μίλια. Χάνι Νοτίου Κοπ-Πέρασμα Κοπ: 5½ μίλια. Πέρασμα Κοπ-Χάνι Βορείου Κοπ: 5⅓ μίλια. Χάνι Βορείου Κοπ-Μαντέν Χαν: 6½ μίλια. Μαντέν Χαν-Μπαϊμπούρτ: 10¾ μίλια. Μπαϊμπούρτ (γέφυρα)-Βαρζαχάν: 6 μίλια. Βαρζαχάν-Οσλούκ Χαν: 6 μίλια. Οσλούκ Χαν-Χαντράκ: 8 μίλια. Χαντράκ-Πέρασμα Βαβούκ: 4½ μίλια. Πέρασμα Βαβούκ-Μουράτ Χαν: 10⅓ μίλια. Μουράτ Χαν-Κάτω Γκουμούσχανε: 16¼ μίλια. Κάτω Γκουμούσχανε-Άρδασα: 16½ μίλια. Άρδασα-Χωριό νότια τής Ζύγαινας: 9½ μίλια. Χωριό νότια τής Ζύγαινας-Πέρασμα Ζύγαινας: 4½ μίλια. Πέρασμα Ζύγαινας-Άνω Χαμσί Κιόι: 10⅓ μίλια. Άνω Χαμσί Κιόι-Τζεβιζλίκ: 15¼ μίλια. Τζεβιζλίκ-Τραπεζούντα: 20 μίλια. Συνολικά: 199 ¾ μίλια. Ήταν δυνατό να μισθωθεί άμαξα (βικτόρια) στην Τραπεζούντα.
Ένα τέτοιο όχημα, ελκόμενο από δύο άλογα, μαζί με καρότσι για τις αποσκευές, με ομάδα τριών ατόμων, κόστιζε για το σύνολο τής διαδρομής 13 λίρες στερλίνες και 10 σελίνια. Αλλά, συνέχιζε ο Λιντς, αν τού επιτρεπόταν να δώσει μια συμβουλή στον ταξιδιώτη, θα ήταν να παραμείνει ανεξάρτητος από τον αμαξιτό δρόμο, αγοράζοντας άλογα και ιππεύοντας. Θα μείωνε κατά πολύ τα χιλιόμετρα με αυτόν τον τρόπο, ενώ θα απέφευγε και το τράνταγμα που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την κακή συντήρηση τής επιφάνειας τού οδοστρώματος. Στην πραγματικότητα η κυκλοφορία τροχοφόρων αποτελούσε ακόμη κάτι ασυνήθιστο, τόσο στην Τουρκία όσο και στην Περσία. Από την άλλη πλευρά, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αγοράσει κανείς καλά άλογα στην Τραπεζούντα, αν και ήταν δυνατό να αγοραστούν εύκολα στο Ερζερούμ.
Όποια όμως κι αν ήταν η αξία αυτού τού δρόμου σε καιρό πολέμου, δεν είχε καταφέρει να φέρει επανάσταση στις μεθόδους μεταφοράς που υιοθετούνταν από αμνημονεύτων χρόνων. Η κυκλοφορία των οχημάτων διεξαγόταν μεταξύ των άκρων αυτού τού δρόμου το καλοκαίρι, ενώ τον χειμώνα το ταξίδι ήταν εφικτό μόνο με έλκηθρο. Αλλά η καμήλα, το μουλάρι και το φορτωμένο άλογο αποτελούσαν ακόμη τα κύρια μέσα μεταφοράς, ενώ το καραβάνι δεν είχε περιπέσει ακόμη σε αχρηστία. Με άλογα που είχαν μείνει χωρίς δουλειά, ύστερα από τη μακρά ανάπαυσή τους στο Ερζερούμ, έφτασαν στην Τραπεζούντα μέσα στο καταχείμωνο σε έξι μέρες.
Αυτή την εποχή τού έτους ο ταξιδιώτης ειδοποιούνταν να προσέχει τις χιονοθύελλες που καθιστούσαν τρομακτική τη διέλευση από το πέρασμα τής οροσειράς Κοπ. Το όνομα τού εν λόγω περάσματος προφερόταν με κάποιο βαθμό τρόμου στα παζάρια και τα καφενεία τού Ερζερούμ. Κάθε χειμώνας έφερνε τον κατάλογο καταστροφών ανθρώπων και ζώων, θαμμένων στο χιόνι που συσσωρευόταν από τον άνεμο σε αυτά τα δυσοίωνα ύψη. Ούτε ήταν εύκολο να ολοκληρωθεί το πέρασμα σε μια μέρα από το Ερζερούμ, περιμένοντας στην πόλη για ευνοϊκές καιρικές συνθήκες. Η οροσειρά Κοπ βρισκόταν 40 περίπου μίλια [60 περίπου χλμ] δυτικά τής επαρχιακής πρωτεύουσας και το φράγμα πάνω στo οποίo είχε τοποθετηθεί το τείχος στα βόρεια τού Ερζερούμ, δύσκολα μπορούσε να ξεπεραστεί από πιο κοντινό σημείο όταν καλυπτόταν από τα χιόνια. Γιατί η συνεχής διέλευση καραβανιών μέσω ενός περάσματος σε αυτό το γεωγραφικό πλάτος και σε τόσο μεγάλο υψόμετρο πάνω από τη θάλασσα ήταν εκείνη που καθιστούσε εφικτή τη διαδρομή ολόκληρο τον χρόνο. Τα καραβάνια είχαν επιλέξει την οροσειρά Κοπ και ο ταξιδιώτης δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, παρά να συναινέσει στην επιλογή τους. Αποφασίστηκε λοιπόν να ολοκληρώσουν το στάδιο τής πρώτης τους ημέρας μέχρι το χωριό Άσκαλε, στις όχθες τού Ευφράτη, στάδιο διαδρομής μεγαλύτερης από τριάντα μίλια [50 περίπου χλμ], και από εκεί, την επόμενη μέρα, αν ήταν ο καιρός ευνοϊκός, να ανέβαιναν στην οροσειρά.
Ξεκίνησαν στις έντεκα το πρωί τής 6ης Φεβρουαρίου, μιας σκοτεινής χειμωνιάτικης ημέρας, όταν ο ήλιος πάλευε με τις γκρίζες ομίχλες που είχαν απλωθεί στη γη και τον ουρανό. Το θερμόμετρο έγραφε όχι λιγότερο από παγετό: 20ο Φαρενάιτ [-7ο C]. Η πεδιάδα και το βουνό είχαν καλυφθεί εντελώς από βαθύ χιόνι. Ακόμη και ο δρόμος σπάνια αποκάλυπτε ένα μπάλωμα καφέ εδάφους και διακρινόταν μόνο από τα παράλληλα βαθουλώματα των τάφρων στο προσκήνιο τής λευκής έκτασης. Αλλά η πόλη φαινόταν στη χαμηλότερη πλαγιά τού νότιου φράγματος, όπου οι θολωτές κορυφές και οι έντονες κοιλότητες αυτού τού ψηλού τείχους βουνών κατέβαιναν στην πεδιάδα που έμοιαζε με λίμνη. Βρισκόταν εκεί, σκοτεινή μάζα, από την οποία προβαλλόταν στον σκοτεινό ουρανό το περίγραμμα ενός πύργου, οι μορφές των μιναρέδων σαν βελόνες. Σε κάθε πλευρό της, σε ευρύ ημικύκλιο, η αλυσίδα των υψωμάτων προχωρούσε στην ανοιχτή χώρα, πιο υψωμένη και λιγότερο περιορισμένη προς τα βορειοανατολικά, μειούμενη σε ύψος αλλά πιο κοντινή στα δυτικά. Και στις δύο κατευθύνσεις τα αντίθετα κέρατα αυτού τού κόλπου υψωμάτων με χιονισμένες κορυφές φαίνονταν να αγγίζουν το αντίστοιχο στηθαίο στα βορειοδυτικά και βορειοανατολικά σε μακρά, ευθεία γραμμή, την οποία παραμόρφωναν τα σχήματα κώνων και εξογκωμάτων, εκτείνοντας το εμπόδιο κι αυτής τής μακρινής ακόμη οροσειράς. Το σημείο εμφανούς τομής μεταξύ των δύο περιγραμμάτων ήσαν, στην πραγματικότητα, οι ανοιχτές πόρτες τής πεδιάδας. Στα βορειοανατολικά βρισκόταν η είσοδος που οδηγούσε προς το Όλτου, γνωστή ως Γκούρτζι Μπογάζ και στα δυτικά η κοιλάδα που παραλάμβανε τον Καρασού.
Η πορεία τους κατευθυνόταν προς την Ελίτζα [Ελέγεια], που ήταν χωριό με υπέργεια σπίτια στους πρόποδες τής δυτικής μύτης, κοντά σε μερικές ιαματικές πηγές. Στην Ελέγεια, σήμερα Αζιζιγιέ, έχουν ήδη αναφερθεί πιο πάνω ο Κίνεϊρ, ο Σμιθ και ο Σάουθγκεϊτ, ενώ από αυτήν πέρασε και ο Χάμιλτον, αν και δεν την αναφέρει, επειδή, όπως διαβάσαμε, «όταν κατηφορίσαμε στην κοιλάδα… βάλαμε τα άλογά μας να καλπάσουν και δεν ανακόψαμε μέχρι που φτάσαμε στο Ερζερούμ, σε απόσταση είκοσι σχεδόν μιλίων».
Ο καλοκαιρινός δρόμος προς το Ερζιντζάν απόκλινε προς τα δυτικά λίγο μετά την έξοδο από το Ερζερούμ. Οδηγούνταν απέναντι από το κέρας των υψωμάτων, ανηφορίζοντας μέχρι μερικό άνοιγμα, το οποίο ήταν όμως ελάχιστα ορατό. Η θέα σε όλη την πεδιάδα και κατά μήκος των κορυφών τού βορείου φράγματος εκτεινόταν από το Ντεβέ Μπογιούν και τα μακρινά υψώματα Καργκαμπαζάρ μέχρι την οροσειρά Κοπ στα δυτικά. Αρκετά μεμονωμένα υψώματα ήταν δυνατό να διακριθούν από τα γειτονικά τους: το Σεϊχτζίκ, όμορφος κώνος βορειοδυτικά τού Ερζερούμ, στη συνέχεια το Άκμπαμπα, περίγραμμα που έμοιαζε με λειρί κόκορα και ύστερα το Τζετζέν, συμμετρική κορυφή. Η μάζα με την επίπεδη κορυφή και τούς φαρδείς ώμους, η οποία ολοκλήρωνε τη σειρά, ήταν το Κοπ, κάτω από τη σκιά τού οποίου βρισκόταν το πέρασμα.
Στο χωριό Γκεζ [σήμερα Γκεζκιόι], σύμπλεγμα μωαμεθανικών και αρμενικών σπιτιών, έκαναν στάση είκοσι λεπτών και αποχαιρέτισαν κάποιους φίλους τους, που είχαν έρθει να τούς συναντήσουν με έλκηθρο. Τόσο οι πλούσιοι όσο και οι φτωχοί προτιμούσαν πολύ κατά τη διάρκεια τού χειμώνα τη χρήση ελκήθρων. Μικρά μαύρα στίγματα έρχονταν γλιστρώντας πάνω στο χιόνι στα περίχωρα τής πόλης. Όταν αποκτούσαν σχήμα, φαίνονταν να αποτελούνται μερικές φορές από άπαχο άλογο, που τραβούσε ένα ζευγάρι διαμήκεις κορμούς, τοποθετημένους πάνω σε χιονοπέδιλα. Άλλες φορές ένα χαριτωμένο κάρο, που το τραβούσε ζευγάρι αλόγων που κάλπαζαν σηκώνοντας τα γόνατα ψηλά, συρόταν και σε προσπερνούσε με γρήγορο τρέξιμο. Κοντά στην Ελίτζα διέσχισαν ρεύμα ζεστού νερού, που προχωρούσε να τούς ακολουθήσει στο δεξί τους χέρι. Στις τρεις η ώρα είχαν φτάσει στο σημείο κοντά στο άκρο τού υψώματος, όπου περίμεναν ότι ο Δυτικός Ευφράτης (Καρασού) θα έμπαινε στα στενά.
Όμως το ποτάμι δεν ήταν ακόμη ορατό, θαμμένο κάτω από τον θόλο που απλωνόταν στα απέναντι βουνά χωρίς διακοπή. Αφού πέρασαν το κέρας, που ήταν χαμηλό και το διαδέχονταν ήπια υψώματα, κατηφόρισαν στην κοιλάδα, ανάμεσα σε αυτούς τούς λόφους και στο βορεινό εμπόδιο, μέσα από θλιβερό τοπίο, πάνω στο οποίο κρεμόταν η ομίχλη. Μια όμορφη αλεπού με φαρδιά ουρά περνούσε απέναντι στο χιόνι και ήταν δύσκολο να ξεφύγει από τη θέα. Ο Λιντς την είδε από μακριά και έβγαλε κραυγή που εξέπληξε τούς συνοδούς τους. Είχε δώσει διέξοδο στην αυτοσυγκράτηση μιας ολόκληρης σεζόν. Στις τέσσερις πέρασαν από τον μοναχικό σταθμό τού Γενί Χαν και μία ώρα αργότερα ο δρόμος διακλαδιζόταν πάνω στους λόφους, οδηγώντας στο Ερζιντζάν. Σε άλλη μισή ώρα διέσχισαν την είσοδο μεγάλης πλευρικής κοιλάδας, μέσα στην οποία κυλούσε σφυρίζοντας σημαντικό ρέμα. Κατέβαινε από τα βουνά στα βόρεια και ονομαζόταν Σερτσεμέ Τσάι. Τα ενωμένα νερά ύστερα από τη συμβολή με τον Καρασού ήσαν γενικά γνωστά ως Φρατ ή Ευφράτης. [Ο Λιντς σημειώνει ότι σύμφωνα με τον Strecker, Zeit. Erdk., Bερολίνο, 1869, τόμ. iv, σελ. 147, ο Σερτσεμέ Τσάι έχει βραχύτερη πορεία κι φέρνει λιγότερο νερό από τον Καρασού. Θα θεωρούσε ότι από αυτές τις δύο ακρότατες συνιστώσες τού Ευφράτη (Φρατ) η πρώτη έχει μεγαλύτερο μέσο όγκο νερού.] Τούς εξέπληξε ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η σύνδεση ανάμεσα σε αυτό το χωρίς πάγο ρέμα και τον θαμμένο Καρασού. Κατηφορίζοντας προς το κατώτατο σημείο τής κοιλάδας, το ορμητικό ρέμα εισερχόταν στην ίδια κοίτη στην οποία κοιμόταν ο σύντροφος ποταμός. Δεν βυθιζόταν κάτω από τον θόλο, αλλά έσπευδε κατά μήκος τής πλευράς τού εταίρου του, τρίβοντας την άκρη τού πάγου. Όταν το διέσχισαν, λίγο αργότερα, από σημαντική γέφυρα στη δεξιά όχθη, το ενωμένο παγωμένο και ρέον νερό είχε πλάτος πενήντα βήματα. Ύστερα από τη διακλάδωση των δρόμων η κοιλάδα είχε στενέψει και είχε γίνει σχεδόν αλπική σε εμφάνιση. Σε τέτοιο περιβάλλον βρισκόταν το γραφικό χωριό Καγκνταρίτς [Ασάγι Καγνταρίτς, δίπλα στο χωριό Κιουτσούκ Γκετσίτ, που βρίσκεται 7,5 χλμ ανατολικά του Άσκαλε], ακριβώς πάνω από τη γέφυρα, στη δεξιά όχθη.
Οι λόφοι άνοιγαν και πάλι μετά το πέρασμά τους από τον ποταμό και πλησιάζοντας στο Άσκαλε συγκροτούσαν πεδιάδα. Έφτασαν στον προορισμό τους στις επτά παρά τέταρτο, κάτω από τις σκιές τής νύχτας. Ήταν μωαμεθανικό χωριό κάποιου μεγέθους, με λίγα σπίτια Αρμενίων. Τα σπίτια εδώ ήσαν πάνω από το έδαφος. Η κοιλάδα πρέπει να είχε κατά τόπους πλάτος έξι ή επτά μίλια. Ο χαρακτήρας της έγινε εμφανής όταν υψώθηκαν από πάνω της το επόμενο πρωί, αφού διέσχισαν παραπόταμο τού Ευφράτη που ονομαζόταν Καρά Χασάν Σου, ο οποίος ήταν σχεδόν κρυμμένος από κρούστα πάγου. Όπως και η πεδιάδα τού Ερζερούμ, πιθανότατα καλυπτόταν από νερό κατά τη διάρκεια όχι πολύ απομακρυσμένης γεωλογικής περιόδου. Το δάπεδο τής κοιλάδας παρουσίαζε μάλιστα σχεδόν επίπεδη επιφάνεια, αλλά ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στη δεύτερη αυτή λίμνη, που έμοιαζε με προέκταση τής λεκάνης τού Ευφράτη, ήταν μια έντονη μάζα βράχου που προεξείχε στην περιοχή τού χωριού, απομονωμένη από τα προς βορρά υψώματα. Η στενή ομοιότητα αυτού τού λόφου με μερικές προεξοχές σε εκείνα τα υψώματα υποδείκνυε την κατανόηση μιας μακρινής εποχής, όταν αυτή η κοιλάδα βρισκόταν στα σπάργανα, ενώ τα βουνά που υψώνονταν τώρα στις απέναντι άκρες της ήσαν αναπόσπαστα μέρη ενιαίου τμήματος υπερυψωμένης γης. Όσο περισσότερο προχωρούσαν προς τα δυτικά, τόσο περισσότερο στένευε η πεδιάδα. Ακολουθούσαν διαγώνια πορεία κατά μήκος των κάτω πλαγιών τού βόρειου φράγματος και μπορούσαν να δουν το ποτάμι σε κάποια απόσταση, εν μέρει παγωμένο και εν μέρει να κεντά το χιόνι σε διάφορα μικροσκοπικά κανάλια.
7 Φεβρουαρίου. Είχαν φύγει από το Άσκαλε (υψόμετρο 5.520 πόδια, 1.682 μέτρα) στις οκτώμιση, με την υπόσχεση υπέροχης ημέρας, γιατί οι υδρατμοί είχαν συγκεντρωθεί σε λαμπερές μάζες και ο ήλιος ανέβαινε σε καθαρό, γαλάζιο ουρανό. Λίγο πριν χάσουν τη θέα τής πεδιάδας, ο Λιντς σταμάτησε για να πάρει φωτογραφία τού σχηματισμού των κορυφών από προεξοχή τής βορεινής οροσειράς. Τού έκανε εντύπωση η ομοιότητα τής επίπεδης άκρης αυτής τής υπερύψωσης με τα προχώματα τού οροπεδίου Μπινγκιόλ. Λίγο αργότερα έμπαιναν σε πλευρική κοιλάδα, μέσα στην οποία κυλούσε μικρό και εν μέρει παγωμένο ρέμα. Ανεβαίνοντάς την για μικρή απόσταση με βόρεια πορεία, έφτασαν στις έντεκα στο όμορφο αλπικό χωριό Πιρνακαμπάν [με το ίδιο όνομα και σήμερα, 24 χλμ βορειοδυτικά του Άσκαλε, επί της οδού Ερζερούμ-Μπαϊμπούρτ]. Πέρα από αυτό το μουσουλμανικό χωριουδάκι, το οποίο κοσμούσε άλσος ιτιάς, η κοιλάδα γινόταν φαράγγι. Τόσο απότομοι ήσαν οι βράχοι που κρέμονταν από πάνω του, που σε πολλά σημεία ήσαν απαλλαγμένοι από χιόνι. Βρίσκονταν τώρα σε επίπεδο 6.000 περίπου ποδιών [2.000 περίπου μέτρων] και, όπως συνέβαινε, έτοιμοι να ξεκινήσουν την ανάβαση. Τα πετρώματα τής περιοχής ήσαν ιδιαίτερα διπλωμένα και αποτελούνταν από σερπεντίνες και ασβεστόλιθους, που είχαν αποκτήσει από τον καιρό διάφορες αποχρώσεις. Δύο πέρδικες ήσαν καθισμένες άφοβα σε μία από τις προεξοχές, λίγα πόδια πιο πέρα από εκεί που περνούσαν. Η πραγματική ανάβαση ξεκινούσε λίγο πιο πέρα, εκεί όπου το τοπίο άνοιγε και στεκόσουν στο κάτω μέρος τού πανύψηλου τείχους. Εκεί βρισκόταν ανάμεσα στα χιόνια το χάνι τού Νότιου Κοπ, από το οποίο ξεκινούσε η ανάβαση. Έβλεπες τον αμαξιτό δρόμο να ελίσσεται σε μεγάλη σειρά από σπείρες προς ψηλό εξώστη τής οροσειράς. Κάλυπτε απόσταση 7½ περίπου μιλίων [12 περίπου χλμ] μεταξύ Πιρνακαμπάν και περάσματος.
Σε αυτόν τον εξώστη, που ήταν σχεδόν τόσο υπερυψωμένος όσο και το πέρασμα, προχώρησαν για να ακολουθήσουν πολύ πιο σύντομη διαδρομή. Σε μισή ώρα είχαν έφτασαν στη θέση ύστερα από γενναία αναρρίχηση και ετοιμάστηκε αμέσως η μηχανή για φωτογράφηση. Αλλά εχθρός τους ήταν, αλίμονο, ο ήλιος, απόρθητος αντίπαλος, που έριχνε τις ακτίνες του ακριβώς από την περιοχή την οποία ήθελαν να αγκαλιάσουν. Λυπούμενος για την απουσία τού πολυμήχανου Ουέσσον, ο Λιντς ήταν υποχρεωμένος να στρέψει το όργανο προς τα ανατολικά-νοτιοανατολικά [ο Λιντς μάς έχει πει στην εισαγωγή τού βιβλίου του, ότι ο Ουέσσον τον συνόδευσε μέχρι το Ερζερούμ]. Σε αυτή την κατεύθυνση έβλεπαν την άνω κοιλάδα τού Ευφράτη [βλέπε φωτογραφία επόμενης σελίδας], αλλά είχαν στερηθεί την εικόνα τού σημαντικού τοπίου στον νότο.
Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι, τα βουνά ήσαν λουσμένα με φως και μόνο πάνω από τη βαθιά κοιλάδα τού ποταμού κρεμόταν βαριά μάζα ατμού. Όλες οι κορυφές που φαίνονταν από αυτή την πλευρά εκείνου τού ατμού ανήκαν στον ορεινό όγκο στα βόρεια. Η κωνική κορυφή στα αριστερά τής εικόνας ήταν το όμορφο Τζετζέν Νταγ. Πέρα από την ομίχλη, τα μακρινά ύψη ήσαν εκείνα του νοτίου ορίου στην περιοχή τού Ερζερούμ.
Σε άλλη μισή ώρα είχαν φτάσει περίπου στο ψηλότερο σημείο πάνω στις κυματιστές χιονισμένες εκτάσεις τής περιοχής των κορυφών. Το ίδιο το Κοπ, το βουνό που έδινε το όνομά του στο πέρασμα, ήταν μάζα με επίπεδη κορυφή, που υψωνόταν με απότομες πλαγιές στα δεξιά τού δρόμου. Το πέρασμα είχε υψόμετρο 8.048 πόδια [2.453 μέτρα]. Τόσο λαμπρός ήταν ο ήλιος, που είχαν τη δυνατότητα να χαλαρώσουν και να προσπαθήσουν να αντιληφθούν το πανόραμα τού νότου.
Ο ταξιδιώτης που προσέγγιζε την Αρμενία από αυτή την πολυχρησιμοποιούμενη λεωφόρο, ίσως δεν μπορούσε να ανακαλύψει τα χαρακτηριστικά μεγάλου οροπεδίου στη διαμόρφωση αυτού τού ευρέος τμήματος τής περιοχής της, το οποίο απλωνόταν από αυτό το πέρασμα. Ήταν αλήθεια ότι η οροσειρά που διέσχιζε έμοιαζε μάλλον με μεγάλο κομμάτι από σκληρό υλικό και όχι με οροσειρά με την πιο συνήθη έννοια τού όρου. Αλλά το περίγραμμα τής μάζας αυτής διασπόταν σε κορυφές κάθε σχήματος, ενώ οι απέναντι οροσειρές εμφάνιζαν τα ίδια χαρακτηριστικά, ώστε συνδυαζόμενο το σύνολο να παράγει την εντύπωση ταραγμένης θάλασσας. Πόσο διαφορετικό ήταν αυτό το τοπίο, από εκείνο που είχε δει ο Λιντς από το πέρασμα τού Ζικάρ στα βόρεια!
Η εξήγηση όμως αυτής τής ποικιλομορφίας νόμιζε ότι δεν διέψευδε την αντίληψη, την οποία είχε εντυπώσει στο μυαλό του η μεγάλη εμπειρία, δηλαδή εκείνη τεράστιας μάζας υπερυψωμένης χώρας, τής οποίας βασικό χαρακτηριστικό ήταν η επιπεδότητα τής επιφάνειάς της. Γιατί σε αυτό το τοπίο η ισοπεδωτική επιρροή τής λάβας ήταν σχεδόν απούσα, ενώ, από την άλλη πλευρά, η λειτουργία των διαφόρων διαδικασιών απογύμνωσης είχαν λάβει χώρα σε κολοσσιαία κλίμακα και με εμφανή αποτελέσματα. Οι αρχαίες ιζηματογενείς αποθέσεις είχαν διαβρωθεί από τη δράση τους σε κορυφές σημαντικού σχετικά ύψους, ενώ οι πεδιάδες με τις μορφής λίμνης στρώσεις τους, όπως συνέβαινε, είχαν σφετεριστεί τα χαρακτηριστικά των βουνών που κρέμονταν από πάνω τους. Αφήνοντας για περαιτέρω μελέτη τη χώρα μεταξύ τού Φρατ (Καρασού) και τού Μουράτ στα δυτικά τού Ερζερούμ και τής Μους, ο Λιντς ήθελε μόνο να παρατηρήσει ότι η τωρινή της θέα από τη σκοπιά αυτού τού περάσματος ήταν κάπως ξένη με την ιδέα τής επικρατούσας επιπεδότητας, την οποία είχε προσκληθεί να σχηματίσει από παρόμοιες προοπτικές.
Δύο και μόνο δύο ξεχωριστές οροσειρές ήσαν ορατές στον νότο. Η πρώτη, η οποία ήταν προφανώς η μικρότερη, ήταν εκείνη στα νότια τού Ερζερούμ, το Παλαντόκεν και τα συνεχιζόμενα υψώματα προς τα δυτικά. Πίσω από αυτό το περίγραμμα υψωνόταν δεύτερη και επίσης οριζόντια οροσειρά, την οποία ο πληροφοριοδότης του, ένας ζαπτιέ [χωροφύλακας] που ζούσε στο βουνό, προσδιόρισε ως την οροσειρά στα βόρεια τού Μουράτ ή Ανατολικού Ευφράτη, γνωστή σε αυτόν με το ίδιο όνομα, όπως εκείνο τής περιφέρειας τού Τερτζάν. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο οροσειρές απλωνόταν μάζα υδρατμών, που αιωρούνταν πάνω από το ποτάμι, το οποίο ενωνόταν με τον Δυτικό Ευφράτη κάτω από την πόλη Μαμαχατούν [που ήταν το προηγούμενο όνομα τής πόλης Τερτζάν]. Μια τρίτη και πιο μακρινή οροσειρά, εκείνη των κουρδικών βουνών, πέρα από τον Μουράτ, δεν διακρινόταν, και, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν θα μπορούσε να διακρίνεται από αυτό το πέρασμα.
[O Λιντς σημειώνει ότι ο Kinneir, Journey through Asia Minor, κλπ., Λονδίνο, 1818, σελ. 358, φαίνεται ότι έχει θεωρήσει εσφαλμένα αυτή την οροσειρά Τερτζάν ως εκείνη στα νότια τού Μουράτ. Τον ακολουθεί με σεβασμό ο εργατικός Ritter, Erdkunde, τόμ. x, σελ. 743. Αλλά αυτός ο πολυμαθής γεωγράφος, στον οποίο οφείλουμε τόσα πολλά, έπρεπε να ήταν πιο προσεκτικός, ώστε να ικανοποιείται η δήλωση (σελ. 741) ότι η οροσειρά την οποία διασχίζει το πέρασμα Κοπ αποτελεί το «βόρειο όριο των αρμενικών οροπεδίων». Λίγοι μήνες προσωπικού ταξιδιού θα τον έβαζαν σε καλή θέση, ύστερα από όλη αυτή τη λεπτομερή ανάλυση των εργασιών των περιηγητών].
Συνεχίζοντας το προς βορρά ταξίδι τους δέκα λεπτά πριν από τις δύο, μπήκαν λίγο αργότερα σε διακοπή τής μάζας. Στην κοιλότητα κυλούσε χείμαρρος, εν μέρει στρωμένος με πάγο, το πρώτο από τα ρέματα που έβρισκαν τον δρόμο τους προς τη Μαύρη Θάλασσα. Καθώς προχωρούσαν, αυτό το ρηχό άνοιγμα μετατρεπόταν σε βαθύ φαράγγι, που οδηγούσε, σχεδόν κατευθείαν, προς τα βόρεια. Ο δρόμος κατηφόριζε με ήπιες κλίσεις αυτή τη βολική κοιλάδα, ενώ, ύστερα από πορεία περισσότερων από πέντε μίλια από το ψηλότερο σημείο τού περάσματος, έφτασαν στο καταφύγιο που ήταν γνωστό ως Χάνι τού Βόρειου Κοπ. Εδώ ξεκουράστηκαν για μιάμιση ώρα, ξαναρχίζοντας το ταξίδι τους στις τεσσερισήμιση. Κρατούσαν τον χείμαρρο στα αριστερά τους, ακόμη προσκολλημένο στο φαράγγι, το οποίο παρείχε ωραία θέα προς τα πίσω, προς την κορυφή τού ορεινού όγκου. Τείχος τεράστιου ύψους έστεφε το ανώτατο άκρο του και παρουσίαζε τη γνώριμη επίπεδη άκρη.
Βλέποντας ανατολικά-νοτιοανατολικά κοντά στο πέρασμα Κοπ (Λιντς 1901)
Τα στρώματα μαρμαροποιημένου ασβεστόλιθου, που κρέμονταν πάνω από τη ρεματιά, ήσαν πολύ παραμορφωμένα, σαν τον κόκκο ενός κόμπου σε δένδρο. Αφού διέσχισαν ρέμα, εν μέρει παγωμένο, το οποίο αναγνώρισαν ως τον Τσορούχ, έφτασαν στις έξι και τέταρτο στον μικρό οικισμό Μαντέν Χαν (υψόμετρο 5.455 πόδια, 1.663 μέτρα) κοντά στο Χάλβα Μαντέν, που απείχε 6½ περίπου μίλια από το τελευταίο σημείο όπου σταμάτησαν ή 29 περίπου μίλια [45 περίπου χλμ] από το Άσκαλε, από αυτόν τον δρόμο.
Ο Λιντς δεν σκόπευε να περιγράψει λεπτομερώς τα επόμενα στάδια τού ταξιδιού τους μέχρι την ακτή τής Μαύρης Θάλασσας. Αλλά δεν είχε φέρει ακόμη τον αναγνώστη του στα ακραία γεωγραφικά όρια τής χώρας την οποία προσπαθούσε να περιγράψει στην παρούσα εργασία.
Από το Μαντέν Χαν ήταν ακόμη ταξίδι μιάμισης ημέρας μέχρι το πέρασμα όπου αποχαιρετούσε κανείς τις αρμενικές πεδιάδες. Αυτή η βόρεια επέκταση των ορεινών περιοχών τής Αρμενίας ποτιζόταν από τον Άνω Τσορούχ.
Στις όχθες τού Τσορούχ πάνω από τη Μπαϊμπούρτ (Λιντς 1901)
8 Φεβρουαρίου. Φεύγοντας από το σύμπλεγμα των ξενώνων στην άκρη τού δρόμου, στους οποίους είχαν περάσει τη νύχτα, η πορεία τους κατευθυνόταν δυτικά, κατηφορίζοντας με το ρέμα. Στις δύο όχθες υψώνονταν λόφοι από μάρμαρο χωρίς μεγάλη σχετική υπερύψωση, σκεπασμένοι, όπως και η κοιλάδα, από βαθύ χιόνι. Το ρέμα έτρεχε μερικές φορές σε ανοικτό κανάλι, αλλά εξίσου συχνά βυθιζόταν κάτω από συνεχή κρούστα πάγου. Ούτε δένδρο, ούτε καν θάμνος δεν φαινόταν στο τοπίο. Λίγο πιο κάτω οι λόφοι άνοιγαν κι έδιναν τη θέση τους σε τμήμα πεδιάδας [βλέπε εικόνα].
Στο δυτικό άκρο αυτής τής έκτασης κύκλωναν και πάλι προς τα μέσα και η κοιλάδα έπαιρνε απότομη στροφή προς τα ανατολικά. Στο στόμιο αυτού τού περάσματος βρισκόταν το κάστρο και η πόλη τής Μπαϊμπούρτ, που έφραζε την προσέγγιση σε αυτόν τον άνω ρου τού Τσορούχ. Όμως στα δυτικά αυτού τού γραφικού και κατεστραμμένου φρουρίου, τα υψώματα που εξέτρεπαν τον ποταμό στη μακρά πορεία του προς τα ανατολικά δέσποζαν πάνω από το οχυρό και μείωναν την αξία του σε σύγχρονο πόλεμο. Μάλιστα αποτελούσαν κυματιστό υψίπεδο ή οροπέδιο, πλαισιωμένο από τα κυρτά σχήματα μακρινών λόφων.
Στο ψηλότερο περίπου σημείο του αυτό το οροπέδιο είχε υψόμετρο 5.620 περίπου πόδια [1.710 περίπου μέτρα]. Φεύγοντας από την πόλη, κινήθηκαν προς αυτή την ορεινή περιοχή με δυτική προς δυτική-βορειοδυτική κατεύθυνση και σε λίγο περισσότερο από μια ώρα έβλεπαν από πάνω μία από τις επίπεδες κοιλότητες που έχουν ήδη περιγραφεί τόσο συχνά. Πάνω στη σκεπασμένη με χιόνια επιφάνειά της βρισκόταν αρμενικό χωριό με τρία ωραία κτίρια, τώρα σε ερείπια, απομεινάρια τού παλαιού καιρού.
Αρμενικό κοιμητήριο στο Βαρζαχάν (Λιντς 1901)
Τι εύγλωττο μνημόσυνο εξακολουθούσαν να διασώζουν αυτές οι καλλίγραμμες μορφές και αυτή η φινιρισμένη τοιχοποιία για μια καλλιεργημένη και ευγενική φυλή! Βαρζαχάν [σήμερα Ουγράκ] ήταν το όνομα τού χωριού, αλλά είχαν τεθεί και πάλι υπό επιτήρηση και ήταν αδύνατο να διαιωνίσουν φωτογραφίζοντας την εικόνα αυτών των ερειπίων που φθείρονταν. Ο Λιντς σημείωνε ότι ένα από αυτά τα κτίρια είχε ήδη σχεδιάσει ο Λέιαρντ,13 ενώ και ο ίδιος αναπαρήγαγε στο βιβλίο του φωτογραφία που πήρε κατά τη διάρκεια τού δεύτερου ταξιδιού του, η οποία δείχνει ορισμένα ενδιαφέροντα παραδείγματα παλαιών αρμενικών επιτύμβιων στηλών με κεφάλια κριαριών στο νεκροταφείο τού Βαρζαχάν [βλέπε εικόνα].
Η πεδιάδα (οβά) τού Βαρζαχάν, στην οποία κατέβηκαν, αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο δυτική επέκταση εκείνου τού τμήματος τής κοιλάδας τού Τσορούχ που βρισκόταν κάτω από την πόλη της Μπαϊμπούρτ. Διαχωριζόταν όμως από σειρά λόφων από τη λεκάνη των περιβαλλόντων περιγραμμάτων, μέσω τής οποίας γνώριζαν ότι έπρεπε να κυλά ο ποταμός. Οι λόφοι αυτοί κύκλωναν προς νότο από την εγκάρσια αλυσίδα των μακρινών υψωμάτων που περιόριζαν αυτή την πεδιάδα καθώς και την κοιλάδα τού Τσορούχ. Τα ρέματα που συλλέγονταν στην πεδιάδα και κατευθύνονταν στον Τσορούχ έβρισκαν αναμφίβολα πέρασμα. Τούς θύμιζε η εμφάνισή της την πεδιάδα τού Ερζερούμ, πολλά από τα χαρακτηριστικά τής οποίας είχαν αναπαραχθεί σε μικρότερη κλίμακα. Φαινόταν να χτυπά η τελευταία νότα τού ξεχωριστού μοτίβου που άκουγαν για τόσο πολλούς μήνες. Η πεδιάδα είχε υψόμετρο 5.300 περίπου πόδια [1.600 περίπου μέτρα] και ήταν δυνατόν να ανεβεί κανείς στα υψώματα των βορείων της ορίων και, το καλοκαίρι, να συνεχίσει προς Τραπεζούντα. Αλλά τον χειμώνα οδηγούνταν σε άνοιγμα στο δυτικό της άκρο, το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε, από το όνομα σημαντικού χωριού που βρισκόταν μέσα σε αυτό, κοιλάδα τής Μπαλαχόρ. Αυτή η κοιλάδα σε οδηγούσε με δυτική κατεύθυνση στην κορυφογραμμή ή τις κορυφογραμμές που αποτελούσαν τον υδροκρίτη στα νότια τού Λύκου και στα δυτικά και ανατολικά των Χαρσίτ και Τσορούχ αντίστοιχα.
Προς αυτά τα διαχωριστικά ύψη ξεκίνησαν στις 9 Φεβρουαρίου από τον μοναχικό σταθμό τού Χαντράκ [σήμερα Μπαλκαϊνάκ] στην κοιλάδα τής Μπαλαχόρ [σήμερα Ακσάρ]. Το ρέμα που πότιζε αυτή την κοιλάδα και έβρισκε τον δρόμο του προς την πεδιάδα τού Βαρζαχάν ήταν θαμμένο κάτω από συνεχή θόλο χιονιού. Τα υψώματα στις δύο πλευρές είχαν ασήμαντη υπερύψωση σε σχέση με το γενικό επίπεδο τού εδάφους. Σε μισή ώρα ένας δρόμος απέκλινε, καλά πατημένος από την κυκλοφορία, οδηγώντας στο Κελκίτ και το Ερζιντζάν. Διακλαδιζόταν στο αριστερό χέρι. Βρίσκονταν στην κορυφή τής κοιλάδας, περιβαλλόμενοι από αμφιθέατρο λόφων. Η πορεία τους κατευθυνόταν στο τείχος στα δεξιά τους και σε άλλα δέκα λεπτά είχαν φτάσει στο ψηλότερο σημείο. Στέκονταν όχι ακριβώς σε κορυφογραμμή, αλλά στην όψη υψιπέδου, πάνω από το οποίο οι άνεμοι σάρωναν με μεγάλη δύναμη όταν ο καιρός ήταν θυελλώδης. Όμως άλλη μισή ώρα τούς έφερε σε υψόμετρο 6.468 ποδιών [1.971 μέτρων], στον αυχένα τού περάσματος Βαβούκ. Είχαν φτάσει στη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε δύο βιλαέτια: τού Ερζερούμ και τής Τραπεζούντας.
Ο Λιντς πληροφορήθηκε ότι πρόσφατα ένας τάταρ ιππέας είχε συναντήσει τον θάνατο ενώ περνούσε από αυτό το πέρασμα. Τον είχε προφτάσει και καταβάλει χιονοθύελλα, πριν προλάβει να μπει στο καταφύγιο των κοιλάδων στις δύο πλευρές. Μάλιστα ο αριθμός των υποζυγίων που έχαναν τη ζωή τους σε αυτή τη διαδρομή ήταν σημαντικός. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο εύγλωττη απόδειξη τής έλλειψης ανθρωπιάς στους ντόπιους, από την ανάλγητη αδιαφορία τους για τα βάσανα των άλαλων ζώων, η οποία επιδεικνυόταν μέρα με τη μέρα σε αυτά τα περάσματα. Τέτοια συνήθεια σκληρότητας αποτελούσε αμέσως επιχείρημα για ολίσθημα στη βαρβαρότητα και εξηγούσε τη διάπραξη των ακατονόμαστων φρικτών πράξεων, που τόσο συχνά σόκαραν τη συνείδηση της Δύσης. Συνέχιζαν να περνούν σειρές βαριά φορτωμένων τετράποδων, τα οποία, με τα θαμπά τους μάτια, τα γερμένα τους κεφάλια και τα άσαρκα σώματά τους σκεπασμένα με πληγές, είχαν χάσει τα χαρακτηριστικά τού αλόγου. Κανένα από αυτά δεν είχε τούς μηρούς, που θα τού επέτρεπαν να αντιμετωπίσει τις αναβάσεις, ενώ τα περισσότερα ήσαν αθεράπευτα κουτσά. Το πίσω μέρος των γονάτων τους ήταν λυγισμένο ή πρησμένο από περιοστίτιδα. Ένα φτωχό ζώο έσερνε τα πίσω πόδια του, ενώ άλλο είχε ένα από τα μπροστινά του πόδια σχεδόν διπλάσια λυγισμένο. Αμφέβαλλε κανείς, αν θα κατόρθωναν να φτάσουν στην Τραπεζούντα. Σέρνονταν έτσι πάνω στο έδαφος, από χρόνο σε χρόνο, μέχρι να κλείσουν την άθλια ύπαρξή τους βυθιζόμενα εξαντλημένα σε ένα πέρασμα. Ακόμη κι όταν τα ελευθέρωναν, ήσαν καταδικασμένα σε παρατεταμένη αγωνία. Έχοντας μαρτυρήσει σε όλη τους τη ζωή από τη βαρβαρότητα τού ανθρώπινου ζώου, γίνονταν θύματα τής διεστραμμένης ανθρωπιάς του στον θάνατό τους. Θα τα έβλεπε κανείς μπρούμυτα πάνω στον δρόμο, όπου τα είχαν εγκαταλείψει οι οδηγοί τους για να πεθάνουν στο χιόνι. Θρησκευτικοί ενδοιασμοί απέτρεπαν αυτά τα παραπλανημένα τέρατα να τούς προσφέρουν την απαλλαγή. Ο Λιντς αρρώστησε μία φορά από το θέαμα ταλαίπωρου άλογου, το οποίο, με μάτια που γυάλιζαν, συνέχιζε να τρίβει με το πόδι, με σπασμωδικό τρόπο, ένα κομμάτι εδάφους, το οποίο στην αγωνία του είχε καθαρίσει από τον πάγο. Σημαδεύοντάς τον με το περίστροφό του, ανάγκασε έναν από τούς οδηγούς να κόψει την τραχηλική του αρτηρία.
Από τέτοιες σκηνές ο ταξιδιώτης στρεφόταν στην ενατένιση τής φύσης, όχι μόνο με αίσθηση ανακούφισης, αλλά κάτω από πρόσθετη συνείδηση τού μεγαλείου της, τού υψηλού εκφραστή τής αρμονίας των πραγμάτων. Το πέρασμα τού Βαβούκ χώριζε δύο τοπία ακριβώς αντίθετης φύσης και οδηγούσε σε νέο κλίμα και σε νέο κόσμο. Το απέναντι τείχος βράχου ήταν διάσπαρτο με χαμηλά έλατα, των οποίων, καθώς προχωρούσαν, μεγάλωνε το ύψος και η σκιά. Η απέναντι κοιλάδα προς την οποία κατέβαιναν ήταν ήδη ζεστή σε σύγκριση με τα ψυχρά υψίπεδα από τα οποία έρχονταν. Μέχρι να φτάσουν στον ποταμό, στον ελισσόμενο ρου τού Χαρσίτ, που ήταν ελεύθερος από πάγο ακόμη και αυτή την εποχή, μεγάλες κυλιόμενες μάζες σύννεφων προχωρούσαν πάνω από τα βουνά, υγροποιούμενες σε χιόνι και βροχή. Ακόμη και από αυτή την απόσταση οι αισθήσεις αναγνώριζαν τη θάλασσα. Όλα τα χαρακτηριστικά των παραμεθορίων περιοχών, ευθυγραμμισμένα σε βαθιά ζώνη από την ακτή, εμφανίζονταν κατά τα διαδοχικά στάδια ταξιδιού δυόμιση ημερών. Αν και τα δάση ήσαν λιγότερο πλούσια από εκείνα στην πλευρά τού Ριόνι, η θέα κατά τόπους θύμιζε, ακόμη και κατά τη διάρκεια αυτής τής εποχής, εκείνα τα φορτωμένα με δένδρα προπετάσματα. Βραχώδεις γκρεμοί υψώνονταν πάνω από κοιλάδες τεράστιου βάθους. Ήταν ουσιαστικά χώρα κορυφών και βαθουλωμάτων. Και ακριβώς όπως η σκηνή ερχόταν σε αντίθεση με τα αρμενικά τοπία, έτσι και οι άνθρωποι και οι τύποι ήσαν νέοι. Τα γνωστά χαρακτηριστικά των Ελλήνων έπαιρναν τη θέση εκείνων των Αρμενίων, ενώ το αυτί χαιρετιζόταν από τη γλώσσα των Ελλήνων.
Ο Λιντς σημείωνε ότι δεν ήσαν χριστιανοί όλοι οι άνθρωποι διακριτά ελληνικού τύπου που συναντούσε κανείς. Ιδιαίτερα στις πιο απομακρυσμένες από την ακτή κοιλάδες, όπως σε εκείνη τού Χαρσιώτη (Χαρσίτ), οι κάτοικοι τής ελληνικής φυλής είχαν σε μεγάλο βαθμό προσηλυτιστεί στον Μωαμεθανισμό, ή είχαν γίνει μωαμεθανοί με κοσμικά κίνητρα ή για προληπτικούς λόγους. Η μετατροπή τους σε ορισμένους τόπους ήταν τόσο πλήρης, που όταν ρώτησε τον οικοδεσπότη του στο Μπες Κιλίσε, άνθρωπο τού οποίου η φυσιογνωμία έδειχνε τυπική ελληνική, σε ποια εθνικότητα ανήκε, εκείνος απάντησε «Οσμανλή» (Οθωμανική). Μέρος των κατοίκων τού Χαμσικιόι, χωριού νότια τής Ζύγαινας, αντιπροσώπευε μεταβατικό στάδιο. Τα παιδιά τους βαφτίζονταν, αλλά ο μουλάς τούς έλεγε προσευχές. Είχαν ένα μωαμεθανικό κι ένα χριστιανικό όνομα, για παράδειγμα Αχμέτ Απόστολος. Όταν πέθαιναν, διεκδικούσαν το σώμα τού νεκρού ο παπάς και ο μουλάς. Δεν είχαν ούτε εκκλησία, ούτε τζαμί. Όταν συναντούσαν Έλληνα, του έλεγαν «καλησπέρα» κι όταν συναντούσαν μουσουλμάνο, τού έλεγαν «μερχαμπά».
Έπρεπε να διασχίσουν ένα ακόμη πέρασμα, το χειμερινό πέρασμα τής Ζύγαινας (6.640 πόδια, 2.024 μέτρα), που από τις πέρα πλαγιές του εκτεινόταν θέα τής μακρινής θάλασσας. Το θερμόμετρο ανέβαινε στους 62 βαθμούς Φαρενάιτ [17° C] από τη στιγμή που έφτανες στην ακτή. Κι εκεί, στην Τραπεζούντα, τα τριαντάφυλλα άνθιζαν στους κήπους, ενώ τα αρμενικά ποτάμια ήσαν θαμμένα κάτω από τον πάγο.
Το δίτομο έργο τού Λιντς δεν τελειώνει εδώ. Επέστρεψε στην Αρμενία τέσσερα χρόνια αργότερα και ολοκλήρωσε το ταξίδι που περιγράφεται στο δεύτερο μέρος τού δεύτερου τόμου του (Τουρκικές επαρχίες τής Αρμενίας). Ξεκίνησε και πάλι από την Τραπεζούντα. Ας παρακολουθήσουμε το ταξίδι του μέχρι το Ερζερούμ το καλοκαίρι του 1898.
Από την Τραπεζούντα στο Ερζερούμ τον Ιούνιο (1898)
Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από το τέλος τού προηγούμενου ταξιδιού του. Η Αρμενία είχε στο μεταξύ υπάρξει σκηνή τραγωδιών, οι οποίες είχαν αγγίξει τη συνείδηση της Δύσης.14 Μικροαναταραχές μεταξύ των ορεσίβιων στα άγρια οχυρά τής Σασούν, νότια τής Μους, είχαν μεγεθυνθεί από τις επαρχιακές αρχές σε εκδήλωση επανάστασης και κατεστάλησαν με άγρια σκληρότητα. Το παράδειγμα μιας μόνο σφαγής δεν ήταν αρκετό για να κατατρομάξει τούς Αρμένιους. Το παλάτι είχε δοκιμάσει το αίμα και οι ειδικοί του εκπρόσωποι σε όλες τις επαρχίες ανυπομονούσαν για το έργο και τις ανταμοιβές. Ενάντια στις συμβουλές των καλύτερων αξιωματούχων του και τις παρακλήσεις των πιο αληθινών φίλων τής Τουρκίας, το παλάτι οργάνωσε σειρά από σφαγές σε μεγάλη κλίμακα. Τα γεγονότα στη Σασούν ακολούθησαν παρόμοιες φρικαλεότητες, όχι μόνο στις πόλεις και τα χωριά που κατοικούνταν από Αρμένιους, αλλά και στην ίδια την πρωτεύουσα. Η Ευρώπη, βαθιά δεσμευμένη να εξασφαλίσει καλή διακυβέρνηση των Αρμενίων, ήταν απρόθυμη να ξεκινήσει πολιτική αποφασιστικής δράσης, έχοντας παραλύσει από τις αμοιβαίες αντιζηλίες των κυρίων Δυνάμεων. Κατά τη διάρκεια εκείνων των σκοτεινών ημερών η χώρα είχε κλείσει για τούς ταξιδιώτες και μόνο με πολύ μεγάλη δυσκολία κατέστη τελικά δυνατό να ολοκληρωθούν οι μελέτες, που είχαν διακοπεί την προηγούμενη φορά από τη δριμύτητα τού χειμώνα.
7 Ιουνίου 1898. Μια μέρα στις αρχές τού καλοκαιριού, όταν ο αέρας ήταν δροσερός και ο ήλιος ζεστός, ο Λιντς και ο φίλος του Όσβαλντ ξεκίνησαν από την Τραπεζούντα, για να κάνουν το ταξίδι που αποτελούσε το αντικείμενο τού τελευταίου κεφαλαίου τού βιβλίου του με την αντίστροφη έννοια. Είχε ήδη περιγράψει τα στάδια από το Ερζερούμ μέχρι το πέρασμα τού όρους Βαβούκ. Ίσως όμως ήταν επιθυμητό να σημειώσει με συντομία το ενδιάμεσο τμήμα μεταξύ τής θάλασσας και αυτού τού φυσικού ορίου τού αρμενικού οροπεδίου. Για απόσταση πάνω από ένα μίλι ο δρόμος ακολουθούσε την ακτή κάτω από τη σκιά τής επίπεδης στην κορυφή μάζας σκούρας πορφυριτικής λάβας, που ήταν γνωστή ως Μπόζτεπε. Η θέα εκτεινόταν πάνω από το αξιόλογο δέλτα τού Πυξίτη, λωρίδα από άμμο και βότσαλα που προεξείχε βαθιά μέσα στη θάλασσα, η οποία είχε αποχρωματιστεί για κάποια απόσταση από φερτές ύλες. Αλλά η ευρεία θέα χανόταν αμέσως καθώς έμπαινε κανείς στην κοιλάδα τού ποταμού και προχωρούσε σε ορθή γωνία ως προς την προηγούμενη πορεία. Το ρέμα στροβιλιζόταν χωρισμένο σε πολλά κανάλια, ενώ από πάνω του κρέμονταν σε αξιόλογο ύψος ψηλοί βράχοι. Σε ορισμένα σημεία τα περιγράμματα άνοιγαν και αποκάλυπταν χώρα λόφων, όπως εκεί όπου το μεγάλο και ασβεστωμένο μοναστήρι της Αγίας Άννας φαινόταν να κάθεται ψηλά σε όμορφο τοπίο στη δεξιά όχθη. Ήταν πράγματι θαυμάσια προσέγγιση στις εσοχές τής Ποντικής οροσειράς αυτή η κοιλάδα τού Ντεγιρμέν. Οδηγούσε με μεγάλο μέρος τής ευθύτητας και ευρυχωρίας τού κυρίως ναού εκκλησίας, μέσα από τα ψηλά και περίπλοκα προχώματα τής οροσειράς, σχεδόν στη σπονδυλική της στήλη, στο πέρασμα τής Ζύγαινας.
Πριν συμπληρωθούν δέκα μίλια, τα δασωμένα ύψη και στις δύο πλευρές άρχιζαν να είναι διάσπαρτα με τις σκούρες μορφές των πρώτων δένδρων ερυθρελάτης. Η κοιλάδα στένευε, τα τείχη μεγάλωναν πιο απότομα και ο πύργος σε μεγαλύτερο υψόμετρο, αλλά ποτέ δεν χανόταν η έκταση τού ουρανού. Αν η σκηνή θύμιζε Τιρόλο, τότε δεν είχες επίγνωση τού περιορισμού. Δεν υπήρχε καθόλου η ψύχρα και το σκοτάδι τής αλπικής ρεματιάς. Ο χαρακτήρας τού τοπίου επηρεαζόταν από την εναλλαγή των τόφφων με λάβα. Οι τελευταίοι γίνονταν πιο σκούροι και πιο συμπαγείς. Στους τόφφους οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό οι μαλακότεροι χώροι χωραφιών και κήπων, ενώ η λάβα, η οποία είχε ψυχθεί σε δομή περίπου στηλοειδή, δημιουργούσε στηθαία τεράστιου ύψους και απότομους βράχους. Λίγο κάτω από την κωμόπολη τού Τζεβιζλίκ στάθηκαν θαυμάζοντας στους πρόποδες λόφου, που τον αποτελούσε πέτρωμα αυτής τής περιγραφής. Γέμιζε τη γωνία μεταξύ τού κύριου ρεύματος και παραπόταμου στην αριστερή όχθη και πρέπει να είχε ύψος 1.500 τουλάχιστον πόδια [500 τουλάχιστον μέτρα]. Οι στήλες λάβας παρουσίαζαν την εικόνα εκκλησιαστικού οργάνου κολοσσιαίων διαστάσεων. Και πόσο ρομαντικό χαρακτηριστικό αποτελούσαν η έντονη προοπτική τής πλευρικής κοιλάδας, η καλλιέργεια που οδηγούνταν προς τα πάνω με σχεδόν αδύνατες κλίσεις, το έντονο πράσινο τού νεαρού σιταριού σε αντίθεση με τα μπαλώματα γης σε αγρανάπαυση, χρωματισμένα με ελαφρύ μωβ-καφέ! Κατά μήκος των κορυφών τού φαρδιού αμφιθέατρου βουνοπλαγιών, το δάσος υψωνόταν απέναντι στο πεδίο τού ουρανού.
Στο Τζεβιζλίκ [Ματσούκα, σήμερα Μάτσκα], τον πρώτο σταθμό, έφτασαν στο 20ό περίπου μίλι [32ο περίπου χλμ]. Βρισκόταν ακριβώς κάτω από τη συμβολή σημαντικού ρέματος, το οποίο ερχόταν στη δεξιά όχθη. Ένας ανώμαλος δρόμος απόκλινε από τον αμαξιτό σε αυτό το σημείο, και ακολουθούσε την πορεία τού παραποτάμου. Οδηγούσε στο φημισμένο μοναστήρι τής Σουμελά, όπου έφτανε κανείς ιππεύοντας ή με γρήγορο βήμα σε τρεισήμιση ώρες. Πέρασαν ομάδες προσκυνητών που κατευθύνονταν σε αυτό το θέρετρο, ολόκληρες οικογένειες, ολόκληρο χωριό συσκευασμένο και στοιβαγμένο πάνω σε άλογα, οι γυναίκες καβάλα με τα μωρά τους δίπλα τους, οι άνδρες με τα πόδια. Το μοναστήρι ήταν χτισμένο σε προεξοχή σχεδόν κατακόρυφου τείχους τού βουνού, σε υψόμετρο 4.450 πόδια [1.400 μέτρα] πάνω από το επίπεδο τής θάλασσας και 800 πόδια [250 μέτρα] πάνω από τον χείμαρρο που βούιζε στη βάση τού βράχου. Βρισκόταν σχεδόν στην κορυφή τής όμορφης κοιλάδας τής Μεριεμανά, κοιλάδας μάλιστα που ήταν πιο περιορισμένη από εκείνη τού Πυξίτη, αλλά που συνδύαζε στα διάφορα στάδιά της όλα τα χαρακτηριστικά αυτής τής ωραίας περιοχής.
Περιβόλια και τμήματα με δασικά δένδρα έντυναν τις πιο εύκολες κλίσεις στην είσοδο τού ανοίγματος, ενώ μεγάλος κύκλος υψωμάτων ανέβαινε στον ουρανό πάνω από μωβ πλαγιές, όπου το έδαφος αποκαλυπτόταν από το άροτρο. Συστάδες ξύλινων αγροικιών έβλεπαν από ψηλά τον ελισσόμενο ποταμό, ενώ κάθε έντονο ύψωμα στεφόταν από λευκό, πέτρινο εκκλησάκι. Καθώς η κοιλάδα μετατρεπόταν σε ρεματιά, ο όρος δεν ήταν ικανοποιητικά προσαρμοσμένος για να εκφράσει την κλίμακα με την οποία η φύση είχε επεξεργαστεί τις αυξήσεις τής ευθάλειας και τις αλλαγές τού χαρακτήρα τής βλάστησης, μέχρι που το τοπίο έπαιρνε εκείνη την παράξενη και σχεδόν υπερφυσική εμφάνιση, η οποία είχε βρει τόσο ακριβή έκφραση στην εξωτικότητα των κολχικών μύθων.
Το φύλλωμα, που σχεδόν συσκότιζε το φως και τής πιο λαμπρής ημέρας, αποτελούνταν από σημύδες, φιλύρες, καρυδιές και λεύκες, οξιές και καστανιές, μελιές και στις ψηλότερες πλαγιές από πανύψηλα έλατα. Θάμνοι πρίνου, αζαλέας και ροδόδεντρου παρείχαν υπόστρωμα βλάστησης, το οποίο εκείνη την εποχή φλεγόταν από άνθιση. Το φθινόπωρο ο ροζ, δηλητηριώδης κρόκος (κολχικός) φύτρωνε από τα βράχια, έχοντας διπλάσιο μήκος και μέγεθος από το συνηθισμένο λουλούδι. Μύκητες με βυσσινί ρίζες ξεκινούσαν από την ασημένια λειχήνα που διέχεε απόκοσμο φως.
Μοναστήρι Σουμελά (Λιντς 1901)
Μακριές ταινίες από γκριζοπράσινες λειχήνες αιωρούνταν στα χαμηλότερα κλαδιά, που ήσαν στολισμένα με γιρλάντες αφθονίας αναρριχητικών φυτών. Εδώ κι εκεί το άλσος άνοιγε σε έκταση χλοοτάπητα.
Το δάσος τροφοδοτούνταν από τα σύννεφα που συγκεντρώνονταν σε αυτό το καζάνι τής φύσης, ενώ από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο οι ακτίνες τού ήλιου σπάνια χαιρετούσαν τα παράθυρα τού μοναστηριού [βλέπε εικόνα].
Ο ταξιδιώτης προς Ερζερούμ που αναζητούσε ρομαντικό τοπίο, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε καλύτερο από το να ακολουθήσει αυτή την κοιλάδα τής Μεριεμανά. Ήταν η διαδρομή που επέλεξε ο Λιντς για την επιστροφή του σε αυτό το δεύτερο ταξίδι, αλλά δεν ήταν εφικτή κατά τούς χειμερινούς μήνες. Απότομη ανάβαση από την είσοδο τής ρεματιάς οδηγούσε σε περιοχή χορταριασμένων υψιπέδων, που υψωνόταν σταδιακά μέχρι το πέρασμα τού Καζικλί Νταγ. Αυτό το πέρασμα ήταν το πιο ανατολικό ομόλογο εκείνου τής Ζύγαινας, αλλά το ξεπερνούσε σε υψόμετρο κατά περισσότερα από 1.000 πόδια (8.290 έναντι 6.640 ποδιών, 2.527 έναντι 2.024 μέτρων). Το φράγμα στα βόρεια τής πεδιάδας τής Μπαϊμπούρτ διασχιζόταν στο Κιτοβά Νταγ από πέρασμα σε υψόμετρο 8.040 ποδιών [2.451 μέτρων] έναντι των 6.470 ποδιών [1.972 μέτρων] τού περάσματος Βαβούκ. Πέρα από το Καζικλί Νταγ υπήρχε ωραία κομμάτι το οποίο χρησιμοποιούνταν από καραβάνια το καλοκαίρι, αλλά μεταξύ εκείνου τού σημείου και τής Τραπεζούντας ακολουθούσαν συντομότερη διαδρομή. Αυτή η προσέγγιση προς τις πεδιάδες τής Αρμενίας ήταν σχεδόν σε ευθεία γραμμή, αποφεύγοντας τη μακρά παράκαμψη μέσω Γκουμούσχανε. Το ταξίδι από το μοναστήρι τής Σουμελά μέχρι τη Μπαϊμπούρτ μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε δύο μέρες. Ο Λιντς προσδιόριζε τα στάδια ως εξής: Τζεβιζλίκ-Σουμελά: 10½ μίλια. Σουμελά- Τάσκιοπρου μέσω τού Καζικλί Νταγ: 11 μίλια. Τάσκιοπρου-Μέζερε Χαν μέσω τού Τσαμπράκ Χαν και διασχίζοντας το Κιτοβά Νταγ: 18¼ μίλια. Μέζερε Χαν-Μπαϊμπούρτ: 17½ μίλια. Από τη Μπαϊμπούρτ μπορούσε κανείς να πάρει τον καλοκαιρινό δρόμο προς Ερζερούμ μέσω τού περάσματος Χοσαμππουνάρ. Τα στάδια ήσαν: Μπαϊμπούρτ-Μαντέν Χαν: 10¾ μίλια. Μαντέν Χαν μέχρι Χοσαμππουνάρ (χωριό) στη νότια πλευρά τού περάσματος (υψόμετρο 8.600 πόδια): 28 μίλια. Χοσαμππουνάρ (χωριό)-Ερζερούμ μέσω Μαϊμανσούρ: 29 μίλια. Συνολική απόσταση από την Τραπεζούντα μέσω αυτής τής οδού: 145 μίλια, έναντι των 199 μιλίων τού κύριου δρόμου.
Στην παρούσα περίπτωση ήσαν αναγκασμένοι από διεστραμμένες εντολές από την Κωνσταντινούπολη να ακολουθήσουν τον αμαξιτό δρόμο. Ο παραπόταμος, τον οποίο πέρασαν στο Τζεβιζλίκ πάνω σε γέφυρα με πολλές καμάρες, φαινόταν να φέρνει τόσον όγκο νερού, όσο το ποτάμι που τροφοδοτούσε. Τα ανώτερα στάδια τής κύριας κοιλάδας ήσαν ωραιότατα, χωρίς την κατήφεια και αγριότητα τής κοιλάδας τής Μεριεμανά. Οι πλαγιές και στις δύο πλευρές υψώνονταν σε πεζούλες μέσα στην αχλύ τού ουρανού, ενώ για ορισμένα μίλια πάνω από το Τζεβιζλίκ ήσαν ζωντανές με οικισμούς. Στο μέσο ύψος θαύμαζε κανείς τις συχνές συστάδες των χωριών. Οι εκκλησίες ήσαν χτισμένες σε προεξέχουσες κορυφές βράχων και αποτελούνταν από ομάδα αετωμάτων πάνω από τα οποία υπήρχε τρούλος, ενώ κοντά τους υπήρχε διώροφο καμπαναριό ανοικτών αψίδων. Ένα ασβεστωμένο μοναστήρι φαινόταν ψηλά στην απέναντι ή αριστερή όχθη τού ποταμού. Γέμιζε μια κόγχη ή φυσική εσοχή σε κατακόρυφο τείχος βράχου και πάνω από τις στέγες του κρεμόταν η οροφή τού σπηλαίου. Το ρέμα διασχιζόταν σε τακτά διαστήματα από μικρά πέτρινα μονότοξα γεφύρια, με ιδιαίτερα καμπυλωμένη αψίδα και με τον δρόμο να υψώνεται προς το κέντρο τού γεφυριού. Σε κάποιο σημείο ο δρόμος, που περνούσε από την πλαγιά προς ένα χωριό, περιβαλλόταν στο πάνω του άκρο από ισχυρό πύργο, οι κλεισμένοι στον οποίο μπορούσαν να αντισταθούν σε επίθεση από κάτω. Πάνω από αυτή την κατοικούμενη ζώνη, στους πρόποδες των ελάτων, κοντά στις κορυφές των ραχών, αραιά χωριουδάκια ή απομονωμένες αγροικίες μόλις διακρίνονταν στην ασαφή λεπτομέρεια ψηλά στις πλαγιές. Ήχος όπλων, που ακουγόταν μακρινός, ερχόταν από μία από αυτές τις αετοφωλιές, όπου γιόρταζαν γλέντι γάμου. Στα χωράφια με τις περίεργες κλίσεις άνδρες και γυναίκες βρίσκονταν στη δουλειά, οι άνδρες ευκίνητοι, οι γυναίκες τετράγωνες, με φούστες κάτω από το γόνατο και χοντρές κάλτσες στα πόδια τους. Ήταν ονειρική σκηνή τού νότου, από τη μια μεριά ομορφιά, από την άλλη εξαθλίωση, ενώ επαναλάμβανε σε μεγάλη κλίμακα τα χαρακτηριστικά αυτών των εγκάρσιων μοσχευμάτων, που εκτείνονταν από την ακτή προς τα υψίπεδα τής Μικράς Ασίας και κατοικούνταν από πληθυσμό τής ελληνικής φυλής.
Ο αμαξιτός δρόμος ακολουθούσε τη δεξιά όχθη, σε κάποιο ύψος πάνω από το ρέμα, με πλήρη θέα και προς τις δύο πλευρές. Η κοιλάδα διατηρούσε το πλάτος της, αλλά η φύση τού τοπίου άλλαζε. Οι καλλιέργειες σταματούσαν και το δάσος κατέβαινε στον δρόμο. Συστάδες ροδόδεντρου φαίνονταν για πρώτη φορά, οι θάμνοι που έμοιαζαν με δένδρα, με τούς οποίους ήσαν εξοικειωμένοι στην Αγγλία, με τα μεγάλα λουλούδια. Οι λόχμες αποτελούσαν ανθισμένη μάζα. Λίγο ψηλότερα συνάντησαν τις αζαλέες. Η κίτρινη αζαλέα και τα χλωμά μωβ πέταλα τού ροδόδεντρου βρίσκονταν στο μεγαλείο τής πιο πρόσφατης ανθοφορίας τους. Στο καταπράσινο δάσος είδαν οξιές, καρυδιές, σφενδαμιές, φουντουκιές, βελανιδιές και φτελιές. Οι αφροξυλιές βρίσκονταν σε πλήρη άνθιση και οι κερασιές ήσαν εμφανείς για τον αριθμό και το μέγεθός τους. Οι πιο ανοιχτοί χώροι καλύπτονταν από μάζες τού φυτού μη με λησμόνει. Κάλυκες ελλέβορου, ωχροκίτρινοι, αναπαύονταν στο παχύ γρασίδι, ενώ ο κίτρινος φλόμος, γεμίζοντας τον αέρα με το λεπτό του άρωμα, φύτρωνε ανάμεσα στα βράχια. Μικροί καταρράκτες ξεπηδούσαν από τον βαθύ ίσκιο των στενών ξέφωτων. Πλησίαζαν στο πάνω μέρος τής κοιλάδας. Ένα στρώμα ψαμμίτη, κρατώντας την υγρασία σαν σφουγγάρι, διέκοπτε τα στρώματα λάβας. Οι κορυφογραμμές κύκλωναν προς τα μέσα. Η κοιλάδα γινόταν αμφιθέατρο και ο αρχοντικός της χαρακτήρας διατηρούνταν μέχρι το τέλος.
Σε βεράντα αυτού τού αμφιθεάτρου, ο μικρός οικισμός τού Κάτω Χαμσί Κιόι είχε εκτεταμένη θέα προς βορρά. Απείχε 14 περίπου μίλια [20 περίπου χλμ] από το Τζεβιζλίκ και 34 [50 περίπου χλμ] από την Τραπεζούντα. Ολοκλήρωσαν αυτό το στάδιο στο Άνω Χαμσί Κιόι, περισσότερο από ένα μίλι πιο πέρα από το Κάτω, με συνεχή ανάβαση. Βρισκόταν πάνω από μια από τις δύο μεγαλύτερες πλευρικές κοιλάδες που συνέκλιναν προς τον οικισμό που προαναφέρθηκε. Από εδώ ξεκινούσε το πρώτο τμήμα τής ανάβασης στο Ζίγανα Νταγ, μέσα από ξέφωτα δασών, στα οποία η ερυθρελάτη εναλλασσόταν με δάση οξιάς και τα οποία ήσαν στρωμένα με χαλί ροδοδένδρων, αζαλέας και φτέρης με ψηλά φοινικοειδή φύλλα. Καθώς ανέβαιναν το επόμενο πρωί ψηλότερα από τα γύρω τους, αναζητούσαν μάταια τη θέα τής θάλασσας, αφού ο ορίζοντας καλυπτόταν από πέπλο ομίχλης. Τα αυτιά τους υποδέχονταν το τραγούδι των αηδονιών, καθώς και το καθαρό κάλεσμα τού κούκου, ενώ ο φλοίσβος των αναρίθμητων ρυακιών και καταρρακτών αναμειγνυόταν σε υπόβαθρο τρεμουλιαστού ήχου. Πέρασαν κοπάδια προβάτων στον δρόμο τους προς τούς θερινούς βοσκοτόπους και μπορούσαν να ακούν τα κουδούνια τους από μακριά. Τα συνόδευαν βοσκοί με σκυλιά όχι πολύ μικρότερα από μαντρόσκυλα, που είχαν μακρύ λευκό τρίχωμα και ουρές σαν τής αλεπούς. Είχαν αφήσει πίσω την πλευρική κοιλάδα και στη συνέχεια μια δεύτερη και ακόμη μικρότερη κοιλάδα, μέχρι που το δάσος έπαυε και έμπαιναν στην περιοχή των θλιβερών υψωμάτων. Αλλά η αζαλέα συνεχιζόταν, σκαρφαλώνοντας στην κορυφογραμμή σαν τούς δικούς τους αγγλικούς ακανθώδεις θάμνους και όχι λιγότερο ανεξέλεγκτη σε λουλούδια. Μπαλώματα χιονιού παρέμεναν, χωρίς να έχουν λιώσει ακόμη και αυτή την εποχή. Στον αυχένα τού περάσματος είχαν καλύψει 10 περίπου μίλια [15 περίπου χλμ] και είχαν ανέβει 2.600 περίπου πόδια [800 περίπου μέτρα] από το Άνω Χαμσί Κιόι στα 4.060 πόδια [1.237 μέτρα] στο Πέρασμα Ζύγαινας στα 6.640 πόδια [2.024 μέτρα].
Οι πλαγιές είχαν κλίση σχεδόν 30 μοιρών και ο βράχος είχε αποσυντεθεί πολύ. Δεν υπήρχε χρόνος για προσεκτική εξέταση, αλλά ο Όσβαλντ προτιμούσε το συμπέρασμα ότι ήταν σκληρός και ολοκρυσταλλικός, παρόμοιου χαρακτήρα με εκείνον τού Κιτοβά Νταγ πιο ανατολικά. Η κάθοδος ήταν μακρά και σταδιακή από το πέρασμα μέχρι την κοιλάδα τού Χαρσίτ, ο οποίος άνοιγε τον δρόμο του μέσα από άγρια βουνά προς τη Μαύρη Θάλασσα. Ο δρόμος προχωρούσε κατά μήκος των υψωμάτων, στα ανατολικά λεκάνης κορυφογραμμών, από σειρά αναβαθμίδων. Τον χειμώνα, όταν το χιόνι άπλωνε χαλί στα πόδια των ελάτων, η θέα ήταν ταυτόχρονα ενθαρρυντική και υπέροχη. Αλλά το καλοκαίρι οι μεγάλες εκτάσεις γυμνής κίτρινης σάρας, τραχείτη που αποσυντίθετο και φθειρόταν από τον καιρό, σε χτυπητό κίτρινο, κούραζαν το μάτι και απωθούσαν την αίσθηση. Υπήρχε κάποια αντίθεση στη βλάστηση στις νότιες πλαγιές. Το γλυκύτατο δάσος είχε εξαφανιστεί, καθώς και τα ροδόδεντρα. Αλλά η αζαλέα και η ερυθρελάτη εξακολουθούσαν να ντύνουν τα τείχη που αντιμετώπιζαν τούς ανέμους τού Πόντου. Από την άλλη πλευρά το σκωτσέζικο έλατο έπαιρνε τη θέση τού πιο ισχνού ανταγωνιστή του στα στηθαία που ήσαν λιγότερο εκτεθειμένα στην υγρασία. Στους πρόποδες τής κύριας καθόδου τοποθετούνταν σε διαστήματα τρία χωριουδάκια με πολλά καραβανσεράι. Το πρώτο ήταν το Μαντέν, ενώ τα άλλα δύο ήσαν γνωστά αντίστοιχα ως Άνω και Κάτω Ζύγαινα (υψόμετρο 4.330 πόδια, 1.320 μέτρα). Η απόσταση από το πέρασμα μέχρι την Κάτω Ζύγαινα πρέπει να ήταν 4½ με 5 περίπου μίλια. Από εκεί ήταν άλλα 7½ μίλια μέχρι τη γέφυρα τού Χαρσίτ (υψόμετρο 3.100 πόδια, 945 μέτρα). Το τοπίο, τεράστιας έκτασης και με πολύ άγριο χαρακτήρα, πλαισιωνόταν στα νότια από το πριονωτό περίγραμμα τού Γκιαούρ Νταγ, με φλέβες χιονιού και καλυμμένο από σύννεφα. Ανάμεσα στο πέρασμα και τα χωριουδάκια παρατήρησαν τεράστια ηφαιστειακά αναχώματα να σχηματίζουν ραφές στις βουνοπλαγιές, με έντονες γραμμές λεπτοκρυσταλλικού βράχου.
Η μικρή πόλη τής Άρδασας στις όχθες τού Χαρσίτ παρείχε καταφύγιο για τη νύχτα. Βρισκόταν σε απόσταση 2 περίπου μιλίων πάνω από τη γέφυρα και 24½ περίπου μιλίων [40 περίπου χλμ] από το Άνω Χαμσί Κιόι. Πάνω από τον διάσπαρτο οικισμό υπήρχε βράχος ύψους χιλίων περίπου ποδιών, ίσως ασβεστόλιθος χρωματισμένος με σκουριασμένο καφέ. Στην κορυφή φαίνονταν τα θραύσματα μεσαιωνικού κάστρου. Μεταξύ Άρδασας και περάσματος Βαβούκ ακολούθησαν την επόμενη μέρα τον ελισσόμενο ποταμό, μένοντας δίπλα του σχεδόν μέχρι τις πηγές του. Η κοιλάδα ήταν αρκετά ανοιχτή, με σειρά από πλευρικές κοιλάδες, αλλά το τοπίο ήταν ερημωμένο και γυμνό. Ούτε απομεινάρι αζαλέας δεν αναζωογονούσε το τοπίο. Η βλάστηση ήταν προσκολλημένη στην άκρη τού νερού: οπωροφόρα δένδρα και ιτιές, τα μεγάλα μοβ λουλούδια τής ίριδος, ανθισμένα λευκάγκαθα, τα κίτρινα άνθη των οξυάκανθων. Υπήρχε κάποιος αέρας άνεσης στα όμορφα ξύλινα σπίτια με τα αετώματά τους και τις ξύλινες οροφές, που έλαμπαν λευκά. Όμως αυτή η νότα συχνά και γρήγορα χανόταν στις ηχηρές παραφωνίες μιας χαοτικής φύσης, όπου οι σχιστόλιθοι και οι ασβεστόλιθοι ήσαν συμπιεσμένοι σε σχεδόν απίθανες εξαμβλώσεις και ψημένοι και ανυψωμένοι από τεράστιους όγκους πυριγενών πετρωμάτων. Πέρα από ένα τέτοιο φαράγγι τού διαβόλου, πάνω από το οποίο κρεμόταν η αετοφωλιά ενός ληστή, βρισκόταν η μεγάλη πόλη τής Γκουμούσχανε, διάσημη για τα αργυρωρυχεία της, που δεν λειτουργούσαν πια. Την άφηνες στα δεξιά και περνούσες μέσα από χαμηλότερο προάστιο, σε απόσταση 16½ περίπου μιλίων από την Άρδασα.
Άλλα 10 μίλια σε έφερναν στο μεγάλο χωριό Τεκκέ, ενώ 2 περίπου μίλια πιο πέρα μια γέφυρα διέσχιζε τον Χαρσίτ. Έπαιρνε δρόμο που απέκλινε εδώ, για να ακολουθήσει παραπόταμο στην αριστερή όχθη, ο οποίος οδηγούσε μέσα από το Γκιαούρ Νταγ στο Ερζιντζάν. Κοιμήθηκαν στο Μουράτ Χαν, άνετο καταφύγιο, έχοντας διανύσει στάδιο 33 μιλίων [50 χλμ] (υψόμετρο 4.430 πόδια, 1.350 μέτρα).
Το πρωί τής 10ης Ιουνίου ακολούθησαν ξανά το ποτάμι, που γινόταν τώρα ρηχό, ενώ σύντομα περνούσαν κάτω από το μισογκρεμισμένο κάστρο τού Καλατζίκ [Καλέ], ένα από τα αξιοθέατα τού ταξιδιού προς το Ερζερούμ [βλέπε εικόνα, παρμένη τον χειμώνα].
Το μέγεθος τού ερείπιου και η κλίμακα των προχωμάτων, τα οποία προστάτευαν κάθε προεξοχή τού ασβεστολιθικού γκρεμού, ξεπερνούσαν κατά πολύ τα παρόμοια οχυρά σε αυτή την άγρια κοιλάδα.
Ύστερα από 7 μίλια άφησαν το ρέμα για να ανηφορίσουν με ευκολία τις ήπιες κλίσεις τού περάσματος Βαβούκ (6.468 πόδια, 1.971 μέτρα). Είχαν καλύψει έφιπποι απόσταση μάλλον μεγαλύτερη από 10 μίλια [15 περίπου χλμ].
Κάστρο τού Καλατζίκ, άνω Χαρσίτ (Λιντς 1901)
Στάθηκαν στο κατώφλι τού αρμενικού οροπέδιου, κάτω από νέο κλίμα και εν όψει νέας σκηνής. Η αντίθεση εντυπωσίασε τον Όσβαλντ, που την έβλεπε για πρώτη φορά και ο οποίος κατάλαβε αμέσως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού τού νέου κόσμου. Είχαν διασχίσει τη ζώνη των αραιών ελάτων. Η κορυφή ήταν εντελώς γυμνή. Η πεδιάδα μπροστά τους, καθώς και οι στρογγυλεμένες γραμμές των απέναντι λόφων, ήσαν γυμνές από βλάστηση οποιουδήποτε είδους. Μόνο στην άκρη ενός ποταμού, που κυλούσε αργά κάτω από αυτούς, στρώματα ανεμώνης σηματοδοτούσαν με μπαλώματα την αργή του πορεία. Ασβεστόλιθοι και σχιστόλιθοι ήταν το υλικό αυτού και των πιο πέρα υψωμάτων. Ήταν χώρα με μαλακές, φουσκωμένες κατεβασιές σε μεγάλη κλίμακα. Τα σύννεφα στέκονταν φυλακισμένα στις ψηλότερες κορυφές αυτού τού φράγματος. Ο ουρανός πιο πέρα ήταν διαφανής, ο αέρας τονωτικός, οι αποχρώσεις ζεστές. Καθώς κατευθύνονταν κάτω από τη νύχτα στον μακρινό τους προορισμό, πέρα από τη Μπαϊμπούρτ, ο αποσπερίτης έλαμπε με τη λάμψη φάρου και ο φίλος τού Λιντς μπέρδεψε τον γαλαξία με φωτεινό σύννεφο. Όταν έφτασαν στο Ερζερούμ (υψόμετρο 6.168 πόδια, 1.880 μέτρα) στις 14 Ιουνίου, η πασχαλιά γέμιζε τούς κήπους με τη βαριά μυρωδιά της. Είχε αρχίσει να ανθίζει στην πατρίδα τους, πριν αφήσουν πίσω τις ακτές της.
Το δεύτερο ταξίδι και ο δεύτερος τόμος τού Λιντς για την Αρμενία συνεχίστηκαν από το Ερζερούμ νότια προς τη Χουνούς, από εκεί ανατολικά δίπλα στον Μουράτ (Ανατολικό Ευφράτη) στο Μαντζικέρτ, στο Αχλάτ στη δυτική ακτή τής λίμνης Βαν και στο όρος Νιμρούντ και πίσω πάλι στο Μπινγκιόλ και στο Ερζερούμ.
<-10. Τόζερ: Τουρκική Αρμενία και Ανατολική Μικρά Ασία | 12. Μπριό: Μεταξύ Τραπεζούντας και Ερζερούμ τη δεκαετία τού 1870-> |