<-2. Πόρτερ: Ταξίδια στη Γεωργία, την Περσία και την Αρμενία | 4. Μπραντ: Ταξίδι μέσω μέρους τής Αρμενίας και τής Μικράς Ασίας-> |
3. Ιλάι Σμιθ: Ιεραποστολικές έρευνες στην Αρμενία
Όπως αναφέρθηκε στην Εισαγωγή, το βιβλίο τού Σμιθ ήταν γραμμένο με τη μορφή επιστολών. Στην Επιστολή 1 περιγράφεται η αναχώρηση από τη Μάλτα, η άφιξη στη Σμύρνη και η οργάνωση των Αρμενίων τής Σμύρνης. Στη συνέχεια περιγράφεται το ταξίδι από τη Σμύρνη στην Κωνσταντινούπολη. Πορεύτηκε μέσω Μανίσα (Μαγνησίας), Θυατείρων (Ακχισάρ), Γκέλενμπε, Μπαλούκεσερ, Σουσουρλού, Μαχαλούτζ (Μιχαλίτσι, σήμερα Καρατζάμπεϊ) και έφτασε στην Προποντίδα (θάλασσα Μαρμαρά), σε κάποιο επίνειο τού Μαχαλούτζ, όπου επιβιβάστηκε σε σκάφος και ταξίδεψε στην πρωτεύουσα.
Από την Κωνσταντινούπολη στην Τοκάτ (1830)
Το πρωί τής 21ης Μαΐου έφυγαν από την πρωτεύουσα τής Τουρκίας και ξεκίνησαν για την Αρμενία.1 Η καθυστέρησή τους ήταν μεγαλύτερη απ’ όσο είχαν προβλέψει, αλλά δεν μετάνιωσαν καθόλου, καθώς έφερε το ταξίδι τους μέσα σε μια από τις πιο απολαυστικές περιοχές τού κόσμου, στην πιο γοητευτική εποχή τού έτους.
Είχαν επίσης την παρηγοριά να συλλογίζονται ότι ίσως δεν είχε υπάρξει εντελώς άχρηστη, καθώς, μέσω τής ευγένειας τού κ. Ριντ, ο οποίος διαπραγματευόταν τότε συνθήκη μεταξύ τής κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών και τής Υψηλής Πύλης [Η τουρκο-αμερικανική συνθήκη υπογράφηκε στην οθωμανική πρωτεύουσα στις 7 Μαΐου 1830], είχαν την ευκαιρία να κάνουν κήρυγμα κάθε Σάββατο σε μεγάλο μέρος των Άγγλων κατοίκων, οι οποίοι τότε δεν είχαν ιερέα.
Οι φίλοι γενικά, στους οποίους είχαν συστηθεί με επιστολές από τη Σμύρνη, τούς αντιμετώπισαν με μεγάλη φιλοξενία και καλοσύνη. Με τη βοήθειά τους είχαν καταφέρει να προσδιορίσουν οριστικά τη διαδρομή τους μέχρι και το πιο απομακρυσμένο σημείο στο οποίο έφτασαν τελικά, ενώ είχαν πάντοτε λόγο να πιστεύουν ότι ήταν η καλύτερη που θα μπορούσαν να είχαν πάρει. Τούς βοήθησαν επίσης σε πολλά ζητήματα, που συνέβαλαν ουσιωδώς στην επιτυχή ολοκλήρωση τού ταξιδιού τους.
Ο ίδιος λόγος που τούς έκανε να έρθουν από τη στεριά από τη Σμύρνη, αυξημένος από το γεγονός ότι είχε πια ξεκινήσει η εποχή των βορείων ανέμων, τούς παρακίνησε να απορρίψουν πέρασμα δια θαλάσσης στην Τραπεζούντα. Ο Σμιθ σημειώνει: «Φαίνεται ότι δεν υπάρχουν παρά δύο μόνο άνεμοι στην Κωνσταντινούπολη, ο βοριάς και ο νοτιάς. Ο πρώτος επικρατεί, με περιστασιακά διαλείμματα, κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού και, σε συνδυασμό με το ισχυρό ρεύμα τού Βοσπόρου, εμποδίζει όλα τα σκάφη να εισέλθουν στη Μαύρη Θάλασσα, όταν φυσά. Είναι πολύ πιο δροσερός και υγρός από τον δεύτερο, ενώ μια αλλαγή τού ανέμου σπάνια δεν παράγει αποφασιστική αλλαγή τής θερμοκρασίας και των καιρικών συνθηκών. Ένας μετεωρολογικός πίνακας, τον οποίο τηρούσε ο κ. Ντουάιτ, έδειχνε κάποιες μεταβολές, όσο ήμασταν εκεί, τής τάξης των 17° και 20° Φαρενάιτ [7 και 6° Κελσίου] σε έξι ή οκτώ ώρες. Η χαμηλότερη θερμοκρασία υπό σκιά σε ανοιχτό χώρο στις οκτώ το πρωί, από τις 20 Απριλίου μέχρι τις 20 Μαΐου, ήταν 48° [9° C] και η υψηλότερη 71° [22° C]. Η μέση θερμοκρασία εκείνη την ώρα ήταν περίπου 57° [14° C]. Η χαμηλότερη θερμοκρασία στις πέντε το απόγευμα ήταν 62° [17° C] και η ψηλότερη 85° [29° C]. Ο μέσος όρος ήταν περίπου 71° [22° C]».
Επίσης οι αργές κινήσεις ενός καραβανιού, το οποίο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη καθυστερήσεις, θα χρειαζόταν τριανταπέντε ή σαράντα τουλάχιστον ημέρες μέχρι το Ερζερούμ, απειλούσαν να κάνουν το ταξίδι τους πολύ μεγάλης διάρκειας. Μπήκαν λοιπόν κάτω από τις υπηρεσίες ενός τάταρ. Για μεγαλύτερη ασφάλεια, τον ανάγκασαν να βάλει τη σφραγίδα του σε γραπτό συμβόλαιο παρουσία τού αγά των τάταρ, ο οποίος έτσι κατέστη υπεύθυνος, από την πλευρά τής κυβέρνησης, για τα πρόσωπα και την περιουσία τους. Με αυτά τα δεδομένα διεκδίκησε ποσοστό δέκα τοις εκατό από τα χρήματα που πλήρωσαν στον τάταρ τους.
Τα μπαούλα είχαν φορτωθεί με πολύ εύθραυστο και πολύ αδέξιο τρόπο για τη γρήγορη μορφή ταξιδιού που είχαν επιλέξει. Τα αντικατέστησαν λοιπόν με δύο μεγάλες τσάντες, φτιαγμένες να συνδέονται μεταξύ τους και να κρεμιέται καθεμιά σε κάθε πλευρά τού αλόγου, καθώς επίσης και δύο τσάντες σέλλας και δύο βαλίτσες, όλες από χοντρό ρωσικό δέρμα, που γινόταν αδιάβροχο με επένδυση από κερωμένο πανί και ήσαν έτσι κατασκευασμένες, ώστε να κλειδώνουν με λουκέτο. Τα στρώματα ήσαν πολύ ογκώδη και πήραν αντί γι’ αυτά ένα χαλί κι ένα πάπλωμα για τον καθένα, τυλιγμένα σε κομμάτι ζωγραφισμένου καμβά, που χρησίμευσε για την προστασία τους από τη βροχή τη μέρα, και έπαιζε τον ρόλο πατώματος, όταν ξάπλωναν στο έδαφος τη νύχτα. Ένα μεγάλο τουρκικό πανωφόρι στις βαλίτσες τους, όλο επενδεδυμένο με τσιλκούφα, τη γούνα τής καυκάσιας αλεπούς, ήταν διαθέσιμο για να μεταδώσει το μεγάλο απόθεμα τής ζεστασιάς του τη μέρα ή τη νύχτα, όποτε το χρειάζονταν. Τέσσερα χάλκινα τηγάνια, τοποθετημένα το ένα μέσα στο άλλο και στερεωμένα μεταξύ τους με ράβδους από το ίδιο μέταλλο, ένας μύλος, κατσαρόλα και κύπελλα, για να αλέθουν, να φτιάχνουν και να πίνουν καφέ, με μαχαίρι, πιρούνι και κουτάλι για τον καθένα, κι ένα χάλκινο κύπελλο ποτού, ήσαν τα σκεύη τους για το μαγείρεμα και το φαγητό. Ένα κυκλικό κομμάτι δέρματος, με σιδερένιους κρίκους προσαρμοσμένους στην περιφέρειά του και μια αλυσίδα με γάντζο που περνούσε από αυτούς και ονομαζόταν σουφρέ από την περσική λέξη σοφρά, δηλαδή κομμάτι ύφασμα που απλωνόταν στο πάτωμα, πάνω στο οποίο τoποθετούνταν τα πιάτα τού γεύματος. Χρησιμοποιούνταν λοιπόν ως τραπέζι όταν ανοιγόταν και απλωνόταν στο έδαφος, ενώ, όταν μαζευόταν και κρεμόταν σε άλογο, χρησίμευε ως τσάντα για τη μεταφορά τού ψωμιού και τού τυριού τους. Το σύνολο, που αγκάλιαζε τα ρούχα τους, κλινοσκεπάσματα και εξοπλισμό τραπεζιού και κουζίνας, περιεχόταν σε θήκη που τούς έδινε τη δυνατότητα να το μεταφέρουν, στις συνήθεις περιπτώσεις, με ένα μόνο επιπλέον άλογο. Τόσο απλόχερα είχαν περιορίσει τις πλασματικές προσθήκες τού πολιτισμού στα αναγκαία τής ζωής, ώστε, ταξιδεύοντας όσο το δυνατόν πλησιέστερα προς το στυλ τής χώρας, να προχωρούν γρήγορα, οικονομικά και ελάχιστα ελκυστικά για τούς ληστές. Καθώς ο τουρκικός σταθμός αλλαγής εφοδίαζε μόνο με γυμνά άλογα, ήσαν υποχρεωμένοι να προσθέτουν σέλλες και χαλινάρια στον άλλο εξοπλισμό τους. Στο τόξο τής σέλλας τους έβαζαν πιστόλια, για να εκπληρώνουν τον συνηθισμένο τους σκοπό σε αυτή τη χώρα, για να κάνουν δηλαδή τον δειλό να φαίνεται τολμηρός και τρομερός. Τα δικά τους άνετα ρούχα αντικαταστάθηκαν με τα χαλαρά ράσα τού Τούρκου, το ευρωπαϊκό καπέλο ανταλλάχθηκε με το ανατολίτικο τουρμπάνι, ενώ τα πόδια τους τυλίχτηκαν στις τεράστιες κάλτσες και μπότες των τάταρ. Τέτοια προσαρμογή στις προκαταλήψεις τής χώρας κρίθηκε σκόπιμη, προκειμένου να αποφεύγεται η άσκοπη πρόκληση προσοχής, εξόδων και κόπων, αν όχι και προσβολών. Με αυτές τις προετοιμασίες βρέθηκαν πλήρως εξοπλισμένοι για περιοδεία στην Τουρκία.
Ο κ. Ριντ, στον οποίο ήσαν ήδη υποχρεωμένοι που τούς εφοδίασε με φιρμάνι και τέζκερε (κυβερνητικά και τελωνειακά διαβατήρια) για ταξίδια στην Τουρκία, καθώς και με διαβατήρια για την είσοδο στη Ρωσία, όπως και ο συμπατριώτης τους κ. Ουόλεϊ, ο οποίος, εκτός από πολλές άλλες χάρες, είχε υποχρεωτικά προσφερθεί να ενεργεί ως αντιπρόσωπός τους κατά την απουσία τους, ολοκλήρωσαν την ευγενή προσοχή τους, συνοδεύοντάς τους μέχρι το Σκουτάρι και αποχαιρετώντας τους καθώς ανέβαιναν στα άλογά τους.
Ήταν στιγμή θλίψης. Από πόσους κόπους, αγωνίες, ίσως ασθένειες, θα περνούσαν πριν ξαναδούν το πρόσωπο συμπατριώτη και φίλου! Μπορούσαν άραγε να προσδοκούν ότι θα διέφευγαν και οι δύο ζωντανοί από τούς κινδύνους λοιμογόνων κλιμάτων και επιδημιών, στην ερημιά, στις πόλεις και στη θάλασσα, ανάμεσα στους ληστές και τούς ψευδείς αδελφούς που τούς περίμεναν; Ο Σμιθ ξεκινούσε την επιχείρηση με ισχυρό προαίσθημα ότι δεν θα ζούσε για να ξανασυναντήσει τούς φίλους του, το οποίο ατελώς μόνο εξαλειφόταν συλλογιζόμενος τη συνεχή προστασία τής Θείας Πρόνοιας σε προηγούμενα ταξίδια. Στον σύντροφό του παρόμοιο συναίσθημα ενισχυόταν από τη μη εξοικείωσή του με τη χώρα και τον λαό της, τη μεγαλύτερη φρεσκάδα και τη στενή σχέση προσκόλλησης σε φίλους που είχαν μείνει πίσω. Αλλά κανένας από τούς δύο δεν οδηγήθηκε ούτε στιγμή σε απελπισία ή αμφιταλάντευση για την απόφαση, γιατί δεν αμφέβαλλαν ότι η Θεία Πρόνοια τούς οδηγούσε στον δρόμο που ακολουθούσαν, ούτε ότι ο σκοπός τους δεν άξιζε όλα, όσα διακινδύνευαν γι’ αυτόν. Ήσαν ευτυχείς που έθεταν απλώς τούς εαυτούς τους κάτω από τη γονική προστασία τού Θεού.
Ήταν δέκα το πρωί όταν ξεκίνησαν. Αν και τα σύννεφα έριχναν ψιλόβροχο, ήσαν ακόμη ευγνώμονες που είχαν την καλοσύνη να τούς προστατεύουν από τον ήλιο. Η διαδρομή τους εκείνης τής ημέρας περιέτρεχε την ακτή τής θάλασσας τού Μαρμαρά, με θέα των Πριγκηπονήσων στον ορίζοντα και εκτεινόταν σε κυματιστή περιοχή, διαφοροποιούμενη από τις καλλιέργειες σιτηρών, αμπελιών και οπωροφόρων δένδρων. Στη γέφυρα τού Μποστάντζι, δύο ώρες από το Σκουτάρι, τα τέζκερέ τους εξετάστηκαν προσεκτικά και θεωρήθηκαν. Αφήνοντας το Μάλτεπε στα δεξιά, πέρασαν μέσα από τα άθλια χωριά Καρτάλ και Πεντέκ [σήμερα Πεντίκ, το βυζαντινό Πεντατείχιον] και έφτασαν στη Γκέμπζε, την αρχαία Λύβισσα, στις έξι το απόγευμα, όπου σταμάτησαν για τη νύχτα. Φαινόταν μεγαλύτερη από κάθε χωριό από το οποίο είχαν περάσει, αλλά καθώς ο σταθμός αλλαγής αλόγων (μενζίλ-χανε) βρισκόταν κοντά στη μια άκρη της, λίγα είδαν από αυτήν. Ήσαν τόσο κουρασμένοι από το ταξίδι τής πρώτης τους ημέρας, αν και μόλις 9 ωρών. Ο Σμιθ σημειώνει: «Η ώρα με την οποία μετρούνται τα στάδια διαδρομής των αλόγων αλλαγής στην Τουρκία, μάλιστα όλες οι αποστάσεις, είναι η πορεία μιας ώρας ενός καραβανιού. Αν και φυσικά αυτή ποικίλλει ανάλογα με τη φύση τού εδάφους, μπορεί να εκτιμηθεί κατά μέσο όρο σε τρία μίλια ή ακριβώς μια αγγλική λεύγα. Τα μήκη των σταδίων που αναφέρονται μέχρι το Ερζερούμ δεν είναι ο χρόνος στον οποίο τα ταξιδέψαμε, ούτε η δική μας εκτίμηση, αλλά εκείνος που καθορίζεται από την κυβέρνηση». Αντί να κάνουν ερωτήσεις, έπεσαν γρήγορα στο πάτωμα για να κοιμηθούν, μη επιτρέποντας ούτε στους ψύλλους, οι οποίοι συνέρρεαν πάντοτε σε τουρκικό σταθμό αλλαγής αλόγων, να διακόψουν την ανάπαυσή τους. Ίσως θα τούς κατηγορούσε κανείς για κάτι περισσότερο από κούραση, όταν ομολογούσαν, ότι ούτε καν ο τύμβος που κάλυπτε τις στάχτες τού μεγάλου Αννίβα σε αυτό το μέρος δεν προσέλκυσε την προσοχή τους.
22 Μαΐου. Ξεκίνησαν στις τεσσερισήμιση το πρωί και διασχίζοντας μεγάλη περιοχή, με έδαφος και τοπίο πολύ παρόμοιο με το χτεσινό, με τη διαφορά ότι η θάλασσα δεν ήταν ορατή, κατέβηκαν τελικά, μέσα από περιβόλια με κερασιές, των οποίων ο καρπός άρχιζε μόλις να ωριμάζει, στην ακτή τού κόλπου τής Νικομήδειας. Αν και η ακτή και η κατηφορικότητα των διογκωμένων λόφων που υψώνονταν πάνω από αυτήν, φαίνονταν επιδεκτικοί τής μεγαλύτερης καλλιέργειας, δεν πέρασαν κανένα χωριό μέχρι να φτάσουν στην πόλη, 9 ώρες από τα βραδινά τους καταλύματα. Έβλεπαν χτες συχνά κοπάδια προβάτων να κινούνται αργά προς την πρωτεύουσα και σήμερα ο δρόμος παρεμποδιζόταν εντελώς από χιλιάδες από αυτά. Έρχονταν από τα τεράστια λιβάδια τής Αρμενίας και τα συνόδευαν οι Κούρδοι βοσκοί τους.
Η Ιζνικμίτ (που συχνά προφερόταν Ιζμίτ) ήταν η τουρκική αντίστοιχη τής Νικομήδειας. Ο Σμιθ σημειώνει: «Είναι περίεργο να βλέπει κανείς τον τρόπο με τον οποίο τα σύγχρονα ονόματα που χρησιμοποιούνται από τούς Τούρκους προδίδουν την άγνοιά τους για τις γλώσσες των ανθρώπων τούς οποίους κατέκτησαν.
Το όνομα με το οποίο οι Έλληνες αποκαλούν τώρα συνήθως την Κωνσταντινούπολη, είναι για λόγους διάκρισης. Όταν πηγαίνουν προς τα εκεί, λένε εἰς τήν πόλιν, και η έκφραση αυτή, που προφέρεται από αυτούς ιστιμπόλιν, έχει μετατραπεί από τούς Τούρκους σε Ισταμπούλ.
Με τον ίδιο τρόπο το Ιζνικμίτ προέρχεται από το εἰς Νικομήδειαν και το Ιζνίκ από το εἰς Νίκαιαν». Βρισκόταν σε όμορφη τοποθεσία, στην κατωφέρεια λόφου που κατέβαινε προς τη βορειοανατολική γωνιά τού κόλπου, στον οποίο έδινε το όνομά της. Πολλά μπρίκια και καΐκια βολτάριζαν προς αυτήν σε εκείνη την κατεύθυνση, ενώ δασωμένα βουνά, καταπράσινοι λόφοι και εύφορες πεδιάδες σε κάθε άλλη πλευρά συνδύαζαν τη γοητεία τού θαλασσινού και τού αγροτικού τοπίου, αντάξια τής πρωτεύουσας τής Βιθυνίας και τού αγαπημένου τόπου διαμονής τού αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Πολλά από τα σπίτια της είχαν επιβλητικό ύψος και επιδεικτική μορφή, σαν να ήσαν ακόμη περήφανα για το περασμένο μεγαλείο της, αλλά η εύθραυστη δομή τους και η φθαρμένη τους κατάσταση πρόδιδαν την πραγματική υποβάθμισή της. Είχε 25.000 περίπου κατοίκους, μοιρασμένους αναλογικά σε 4.000 τουρκικά, 500 αρμενικά και 500 ελληνικά και εβραϊκά σπίτια.
Ιζμίτ (Νικομήδεια)
Το επόμενο στάδιό τους, από την Ιζνικμίτ στη Σαπάντζα, απόσταση 6 ωρών, τούς οδήγησε προς τα ανατολικά μέσω τής πεδιάδας που εκτεινόταν από τον μυχό τού κόλπου. Το προσχωσιγενές της έδαφος ήταν υγρό, αλλά εξαιρετικά γόνιμο. Κατάφυτοι διογκωμένοι λόφοι την περιόριζαν στα αριστερά, ενώ μια κανονική οροσειρά, ντυμένη όλη με πυκνό και αδιάσπαστο δάσος, απλωνόταν στα δεξιά. Οι καλλιέργειες σταματούσαν καθώς προχωρούσαν και το μοναχικό τους μονοπάτι τούς οδηγούσε μέσα από συστάδες δένδρων και θάμνων τροπικής σχεδόν ευθάλειας, η φρεσκάδα τού αρώματος των οποίων, με τη δροσιά τού βραδινού που πλησίαζε και τη μουσική των πουλιών, τούς έκαναν σχεδόν να ξεχνούν την κούραση ημερήσιου ταξιδιού 45 μιλίων. Η ονειροπόλησή τους διακόπηκε σύντομα από σκηνή, που ήταν τόσο κωμική, όσο γοητευτικό ήταν το σημείο. Ήταν πομπή που οδηγούσε Τουρκάλα νύφη από κάποιο γειτονικό χωριό, στον σύζυγό της σε εκείνο στο οποίο πλησίαζαν. Αυτή και οι καλυμμένες συντρόφισσές της κάθε ηλικίας, ήσαν στοιβαγμένες σε έξι σκεπασμένα κάρα, τόσο στενά, που μετά βίας τις χωρούσαν, όπως κάθονταν οκλαδόν κάτω, στραμμένες εναλλάξ στα δεξιά και τα αριστερά. Τις τραβούσαν βουβάλια, στους ζυγούς των οποίων είχαν δεθεί φλάμπουρα διακοσμημένα με μαντήλια κάθε χρώματος που ανέμιζαν, για να προσθέτουν υποτίθεται κομψότητα και ευθυμία στο πιο άχαρο ζώο. Δίπλα τους βάδιζαν ένοπλοι άνδρες και μουσικοί, για να αναγγέλλουν, με τα όπλα τους και τη μουσική των τσιριχτών αυλών και των χοντρών τύμπανων, αυτό που διαφορετικά σίγουρα δεν θα είχε εκφραστεί, τη χαρά τής περίστασης. Έφτασαν στη Σαπάντζα στις επτάμιση το βράδυ. Ήταν συνηθισμένο χωριό, στην άκρη λίμνης γλυκού νερού, στους πρόποδες τού βουνού που μόλις αναφέρθηκε. Είχε 150 τουρκικά, 25 αρμενικά και 15 ελληνικά σπίτια.
23 Μαΐου. Η λίμνη τής Σαπάντζα είχε πλάτος 3 ή 4 περίπου μίλια και έβρεχε τούς πρόποδες τού βουνού, την άνοδο στο οποίο μπορούσαν να αποφεύγουν μόνο τσαλαβουτώντας για κάποια απόσταση στο νερό. Μέσα κολυμπούσαν βουβάλια και πάνω από την επιφάνεια προεξείχε μικρό μέρος τού στόματός τους και τα ρουθούνια. Τόσο απαραίτητο ήταν το νερό για αυτά τα ζώα, που έβλεπε κανείς μερικές φορές τούς οδηγούς τους να το ρίχνουν πάνω τους από ρυάκια, που ήσαν πάρα πολύ μικρά για να μπορέσουν να κάνουν μπάνιο. Ήσαν μεγαλύτερα και πιο δυνατά από τα συνηθισμένα γελάδια, θαμπού γκρίζου χρώματος, σχεδόν χωρίς τρίχωμα, με προεξέχοντες τούς ώμους και τα οστά τού ισχίου και άσχημα στη μορφή και την ιδιοσυγκρασία. Στην Αίγυπτο, στην κοιλάδα Μπεκάα τού όρους τού Λιβάνου, στη Μικρά Ασία και στη Γεωργία, το βουβάλι χρησιμοποιούνταν σχεδόν τόσο, όσο το συνηθισμένο βόδι. Για κάποιον που ήταν εξοικειωμένος με τις υδρόβιες τάσεις του, το όνειρο τού Φαραώ με τα δαμάλια που ανέβαιναν από το ποτάμι, φαινόταν απόλυτα φυσικό:
«Και ξάφνου, επτά δαμάλια όμορφα και παχύσαρκα ανέβαιναν από τον ποταμό, και έβοσκαν στο λιβάδι· και ξάφνου, άλλα επτά δαμάλια ανέβαιναν, ύστερα από εκείνα, από τον ποταμό, άσχημα και λεπτόσαρκα, και στέκονταν κοντά στα άλλα δαμάλια στην άκρη τού ποταμού».2
Αφήνοντας τη λίμνη, πορεία δυόμιση ωρών σε προσχωσιγενή πεδιάδα, όπως η χτεσινή, τής οποίας αποτελούσε μάλιστα συνέχεια, τούς έφερε στον λασπωμένο Σακάρια (Σαγγάριο), τον οποίο διέσχισαν από προσωρινή ξύλινη γέφυρα. Πέρα από αυτόν, η πεδιάδα διατηρούσε τα ίδια χαρακτηριστικά για κάποια απόσταση, αλλά τελικά μετατράπηκε σε έλος, μέσω τού οποίου πέρασαν πάνω σε μακρύ διάδρομο από κορμούς, ακριβώς όμοιο με εκείνους σε ορισμένα μέρη τής δικής τους χώρας. Τρεις ώρες από το ποτάμι έφτασαν σε στεγνή και πιο ορεινή περιοχή, αλλά καμία σχεδόν καλλιέργεια δεν εμφανίστηκε όλη τη μέρα και το μεγαλύτερο μέρος τής περιοχής σκεπαζόταν από δένδρα και αλσύλλια, στα οποία κυριαρχούσαν η οξιά και η καρυδιά.
Βρήκαν το μενζίλ-χανε στο Χαντίκ [σήμερα Χεντέκ], 10 ώρες από τη Σαπάντζα. Το χωριό περιβαλλόταν από άλσος, ή μάλλον δάσος, απλωμένων δένδρων, στο οποίο ήσαν διασκορπισμένα τα σπίτια, εκτός από λίγα στο κέντρο, καθένα μέσα στη δική του περίφραξη, ώστε να είναι σχεδόν εντελώς κρυμμένα. Ρέματα νερού έτρεχαν στους περισσότερους δρόμους του, προς μεγάλη αύξηση, κατά τα τουρκικά γούστα, τής ομορφιάς του, αλλά τής βρωμιάς του κατά τη δική τους εκτίμηση. Είχε 200 περίπου σπίτια, όλα κατοικούμενα από Τούρκους. Τα άλογα στον σταθμό αλλαγής ήσαν πολύ άθλια για να χρησιμοποιηθούν και ο αγάς τού χωριού, κατ’ απαίτηση τού τάταρ τους, πίεσε κάποιους κατοίκους να τούς εξυπηρετήσουν. Όμως άργησαν τόσο πολύ να έρθουν, που ο τάταρ αποφάσισε να μη φύγουν μέχρι το πρωί και κατά συνέπεια υποχρεώθηκε να τα επιστρέψει στους ιδιοκτήτες τους, που τα ζητούσαν για τις αυριανές τους εργασίες.
Οι ίδιοι χάρηκαν με αυτή την καθυστέρηση, καθώς τούς επέτρεπε να κλέψουν μιας ώρας ήσυχη απόσυρση στο δάσος για διαλογισμό. Καθισμένος κάτω από απλωμένη καρυδιά, από την πλευρά ρέματος μύλου που μουρμούριζε, ο Σμιθ οδηγήθηκε από το όμορφο γύρω δασικό τοπίο, να σκεφτεί αυτή τη μυστηριώδη πρόνοια, με την οποία μια τόσο όμορφη χώρα είχε τεθεί κάτω από μια τόσο καταστροφική κυβέρνηση και στα χέρια ενός τόσο νωχελικού και βάρβαρου λαού. Με την ενεργητικότητα και καλλιέργεια των δικών του συμπατριωτών, θα γινόταν «ακόμη και σαν τον κήπο τού Κυρίου». Σίγουρα η θρησκεία τού ψευδοπροφήτη, αφού τής επιτράπηκε να εξαπλωθεί σε τόσο ωραία τμήματα τής υδρογείου, είχε βρεθεί στις πιο ευνοϊκές συνθήκες για να βελτιώσει την κοσμική κατάσταση τού ανθρώπου, αν αυτή ήταν η τάση της. Έβλεπε κανείς το αποτέλεσμα σε εύφορες περιοχές που ερημώνονταν και γίνονται χέρσες και σε ανθρώπους που περιβάλλονταν από τα πλουσιότερα δώρα τής φύσης, απαξιωμένοι και στερημένοι τις ανέσεις τής πολιτισμένης ζωής. Μπορούσε άραγε ο Θεός να είχε υιοθετήσει καλύτερη μέθοδο για να δείξει στον κόσμο ότι η θρησκεία ήταν ψευδής και κατάρα για τον άνθρωπο; Ο ίδιος ο σκεπτικισμός έπρεπε τώρα να δεχτεί το συμπέρασμα.
24 Μαΐου. Το πρωινό τους στάδιο είχε διάρκεια 10 ωρών. Την πρώτη ώρα ταξίδευαν σε ασυνεχή περιοχή με πολύ πλούσιο χώμα, που καλυπτόταν από πυκνή ανάπτυξη οξιάς, σφενδαμιάς, βελανιδιάς και άλλων δασικών δένδρων, τα οποία, σκιάζοντας τον δρόμο, μετέφεραν τον Σμιθ νοερά στα προσφάτως κατοικηθέντα μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ κάπου ένα καλλιεργημένο χωράφι, που καλυπτόταν από δένδρα που το κύκλωναν, ολοκλήρωνε την εξαπάτηση. Στον σύντροφό του θύμιζε έντονα την όλη εικόνα τής υπαίθρου τού δυτικού τμήματος τής Νέας Υόρκης, περιοχής προσφιλούς σε αυτόν, όχι μόνο για τη γονιμότητα και την ομορφιά της, αλλά και για τούς τρυφερούς δεσμούς τής πατρίδας. Τα δένδρα γίνονταν λιγότερο πυκνά καθώς προχωρούσαν, ενώ ύστερα από μιάμιση ώρα, διασχίζοντας τον μεγάλο Μελά που εδώ κυλούσε προς βορρά. [Ο ποταμός Μελάς πηγάζει από τη λίμνη Σαπάντζα και χύνεται στον Σαγγάριο, ο οποίος εκβάλει στον Εύξεινο Πόντο.] Μπήκαν σε εκτεταμένη και πολύ εύφορη προσχωσιγενή πεδιάδα, εν μέρει καλλιεργούμενη και ελαφρά σκιαζόμενη από μεγάλες λευκές καρυδιές. Η κουφάλα μιας από αυτές ήταν το σπίτι Τούρκου αγίου. Έχοντας φωτιά πάντοτε έτοιμη για να ανάψει την πίπα και μια κανάτα νερό για να σβήσει τη δίψα τού ταξιδιώτη, με το κωμικό του τραγούδι και τις χειρονομίες πλήρως ενδεικτικές τρέλας ή ηλιθιότητας, κέρδιζε από τη φιλανθρωπία αρκετά για να τού εξασφαλίζουν ζωή, στην οποία οι Τούρκοι αποδίδουν ιδέα μεγάλης αγιότητας. Ο Σμιθ εντυπωσιάστηκε βλέποντας τον τάταρ τους, ως χαιρετισμό, να τον αρπάζει αγενώς από τη γενειάδα, αλλά αμέσως την έφερε στο στόμα του και φιλώντας την μετέτρεψε αυτό που διαφορετικά θα ήταν η πιο ανυπόφορη από τις προσβολές σε πράξη τής μεγαλύτερης ευλάβειας. Αν και η οροσειρά η οποία συνεχιζόταν στα δεξιά από την Ιζνικμίτ, εδώ φανέρωνε πάνω στην κορυφή της κάποιους σωρούς χιονιού, αυτή η χαμηλή πεδιάδα, κάτω από τις ακτίνες τού ήλιου, από τον οποίο, μέχρι τώρα, τούς είχαν προστατεύσει τα σύννεφα, ήταν υπερβολικά ζεστή. Δεν στενοχωρήθηκαν που καθυστέρησαν για άλογα στον σταθμό αλλαγής πέντε ή έξι περίπου ώρες, μέσα στη ζέστη τής ημέρας.
Η Ντούτζε, όπου σταμάτησαν, ήταν τουρκικό χωριό με 200 περίπου σπίτια, πολλά διάσπαρτα και περιείχε μερικές λαξευμένες πέτρες και σπασμένους κίονες, που υποδείκνυαν τον χώρο αρχαίων κτιρίων. Η Προυσιάς επί τού Υπίου τού 3ου π. Χ. αιώνα βρισκόταν κοντά στη Ντούτζε: «Ο Προυσίας, ο σθεναρός και πολύ δραστήριος βασιλιάς των Βιθυνών, έφερε με πόλεμο την Κίερο (που ανήκε στους Ηρακλειώτες) υπό τον έλεγχό του, μαζί με κάποιες άλλες πόλεις. Άλλαξε το όνομα τής πόλης από Κίερος σε Προυσιάς».3
Η πεδιάδα εκτεινόταν μέχρι τούς πρόποδες βουνού δυόμιση περίπου ώρες πιο πέρα. Τόσο μακριά από την Ιζνικμίτ, κάρα που τα τραβούσαν βουβάλια, εδώ πολύ πιο πολυάριθμα από τα συνηθισμένα βόδια, περνούσαν συνεχώς πάνω-κάτω, μεταφέροντας ξυλεία στην πρωτεύουσα. Μερικοί ορυζώνες προσέλκυσαν την προσοχή τους, καθώς πλησίαζαν την άκρη τής πεδιάδας. Στις επτάμιση το βράδυ, καθώς έπεφταν οι σκιές τής νύχτας, μπήκαν σε φαράγγι τού βουνού και προχώρησαν για περισσότερο από δύο ώρες σε συνεχή και δύσκολη ανάβαση. Τα πυκνά κλαδιά τού δάσους, που κρέμονταν πάνω από το μονοπάτι, έκαναν το σκοτάδι έντονο και έβαζαν τα μάτια τους σε συνεχή κίνδυνο, ενώ το σπασμένο πλακόστρωτο τού δρόμου και οι στενές γέφυρες από τις οποίες διέσχισαν επανειλημμένα έναν ορεινό χείμαρρο, τούς εξέθεταν σε συχνές πτώσεις και μώλωπες. Ένα άλογο εγκατέλειψε και αρνιόταν να σαλέψει, ενώ όλα ήσαν πολύ κουρασμένα. Στην κορυφή βρήκαν πρόχειρη αστυνομική φρουρά, σε βρώμικο παλιό ντερμπέντ (φυλάκιο), η οποία κοιμόταν ή κάπνιζε δίπλα σε αναμμένη φωτιά. Μπήκαν γύρω της και απόλαυσαν την ευχάριστη επίδρασή της για μια ώρα, ενώ οι σουρτζήδες τους έπιαναν ένα άλογο από γειτονικό βοσκότοπο, για να πάρει τη θέση εκείνου που είχε εγκαταλείψει. Κατεβαίνοντας λοιπόν σιγά-σιγά σε ανοικτή και προφανώς καλλιεργούμενη περιοχή, έφτασαν στο Μπόλου δυόμιση ώρες μετά τα μεσάνυχτα, έχοντας ταξιδέψει 10 ώρες από το Ντούτζε και 60 μίλια από το πρωί. Κουρασμένοι και νυσταγμένοι, κρυωμένοι από την αλλαγή τού κλίματος και την υγρασία τής νύχτας, τύλιξαν τα πανωφόρια γύρω τους και ξάπλωσαν για να ξεκουραστούν στο δάπεδο τού σταθμού αλλαγής αλόγων.
25 Μαΐου. Το Μπόλου αντιπροσώπευε την αρχαία Αδριανούπολη, η οποία ήταν διάσημη για τα θερμά λουτρά της. [Κατά τη ρωμαϊκή εποχή το Μπόλου αναφέρεται ως Κλαυδιούπολις, ενώ ο Στράβων (12.4.7) το αναφέρει ως Βιθύνιον, όπως έχουμε ήδη σημειώσει κατά τη διέλευση από εκεί τού Κίνεϊρ.] Εξακολουθούσαν να υπάρχουν, αλλά απείχαν αρκετά μίλια. Είχε 800 περίπου τουρκικά σπίτια και ξεχωριστό προάστιο που κατοικούνταν από 40 περίπου οικογένειες Αρμενίων. Ένα χαμάμ το πρωί τούς απάλλαξε από τρία κακά, αναπόφευκτα στον τρόπο με τον οποίο ταξίδευαν, δηλαδή από τον πόνο, τη βρωμιά και τα παράσιτα, ενώ στις εννέα και τέταρτο το πρωί ήσαν σε καλή κατάσταση για να προχωρήσουν. Τα εξαιρετικά άλογα αυτού τού σταθμού χρειάστηκαν δύο μόλις ώρες και ένα τέταρτο για να τούς μεταφέρουν πάνω από την πεδιάδα τού Μπόλου. Οι ακτίνες τού ήλιου, αν και έλαμπαν σε ανέφελο ουρανό, μάλλον τούς ευχαριστούσαν παρά τούς καταπίεζαν. Αυτό, μαζί με τα στρώματα χιονιού στα γύρω βουνά, υποδείκνυε το μεγάλο υψόμετρο τού τόπου. Η ίδια η πεδιάδα ήταν κυματιστή και ποτιζόταν καλά, ενώ, όντας σχεδόν εξ ολοκλήρου καλλιεργούμενη και ζωντανή με συχνά χωριά, παρουσίαζε όμορφη εικόνα. Σε ολόκληρη την έκταση τής Μικράς Ασίας, δεν βρήκαν άλλη περιοχή τόσο πλήρως καλλιεργούμενη. Ακόμη και οι πέρα λόφοι συμμετείχαν στο ίδιο χαρακτηριστικό και είχαν κάποια χωριά ανάμεσά τους. Εδώ ακολούθησαν ένα διαυγές ρυάκι μέχρι την πηγή του και αναγνώρισαν την αχλαδιά στις όχθες του, αν και, σε αντίθεση με τη δική τους, μεγάλωνε στο μέγεθος μηλιάς, με κορμό ενάμιση σχεδόν πόδι σε διάμετρο. Σε ένα ντερμπέντ, που λειτουργούσε ως σταθμός στα μισά τού δρόμου, ξεκουράστηκαν μια στιγμή και καταβρόχθισαν ένα ψητό αρνί, με το οποίο ο τάταρ τους είχε προνοητικά εφοδιάσει το σουφρέ τους στο Μπόλου. Το δεύτερο μισό τού ταξιδιού τους ήταν πάνω σε λοφώδη χώρα που λίγα είχε για να προκαλέσει το ενδιαφέρον τους και έφτασαν στον σταθμό αλλαγής στη Γκέρεντε, 12 ώρες από το Μπόλου, στις πεντέμιση το απόγευμα.
Η δροσιά τού αέρα που τούς είχε στηρίξει και ευχαριστήσει το απόγευμα, αυξήθηκε σε ψύχρα το βράδυ και έκανε επιθυμητό ένα κλειστό δωμάτιο και μια φωτιά. Τα χάρτινα παράθυρα τού μενζίλ-χανε τούς βοήθησαν στο πρώτο, ενώ ένα δοχείο με κάρβουνα στον περίβολο τούς εφοδίασε με το άλλο. Ως απόδειξη τής ψυχρότητας τού κλίματος, παρατήρησε ότι κάθε περίβολος είχε στο κέντρο μια θέση, εξοπλισμένη γι’ αυτή την ευκολία. Μάλιστα τούς διαβεβαίωσαν ότι το χιόνι έπεφτε σε αρκετά πόδια βάθος τον χειμώνα, ενώ παρατήρησε ότι ορισμένο χιόνι εξακολουθούσε να υπάρχει στα βουνά, αλλά λίγο πιο πάνω από αυτούς. Η Γκέρεντε, παραφθορά τής Κράτειας, μιας από τις αρχαίες ονομασίες της, ήταν πόλη-αγορά 200 περίπου τουρκικών σπιτιών, χτισμένων από πελεκητούς κορμούς, στο καλύτερο επαρχιακό στυλ των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο τάταρ τους φαινόταν ότι είχε καλές σχέσεις με τον μενζιλτζή και καθώς κάθονταν κι έπιναν το ρακί τους ενώπιον όλων όσοι μπαινόβγαιναν στο πανδοχείο, εξέφρασε την έκπληξή του που δεν επέτρεπαν στους εαυτούς τους την ίδια απόλαυση. Εξήγησαν τούς λόγους τους, αλλά ταυτόχρονα ανέφεραν ότι είχαν λιγότερες αντιρρήσεις εναντίον τής χρήσης κοινού κρασιού με τα γεύματά τους. Σε αντίθεση με τις προσδοκίες τους, σε μια πόλη εντελώς τουρκική, τούς προσφέρθηκε κρασί. Αν και το ρακί πινόταν τόσο ανοιχτά, το κρασί το έφεραν προσεκτικά κρυμμένο κάτω από πανωφόρι. Ήταν το μόνο μέρος μεταξύ Ιζνικμίτ και Μαρσοβάν όπου βρήκαν κρασί, ενώ μεταξύ Νικσάρ και Ερζερούμ δεν βρήκαν καθόλου, αν και μπορούσαν πιθανότατα να βρουν ρακί (αράκ) σχεδόν παντού. Ο λόγος ήταν ότι οι Τούρκοι έπιναν πολύ πιο εύκολα το δεύτερο παρά το πρώτο, ίσως επειδή η απαγόρευση τού κρασιού από το Κοράνι ήταν ρητή, ενώ εκείνη των αποσταγμένων ποτών απλώς υπονοούνταν. Ο Σμιθ σημειώνει: «Σας ζητούν», λέει το Κοράνι, «να σέβεστε το κρασί και το μέϊζερ [είδος τυχερού παιχνιδιού]. Λένε ότι σε αυτά υπάρχει μεγάλη φαυλότητα και πλεονεκτήματα για τούς άνδρες. Αλλά η φαυλότητά τους είναι μεγαλύτερη από τα πλεονεκτήματά τους» (Sooret-el-bokarab). «Ω εσείς που έχετε πιστέψει! Το κρασί και το μέϊζερ είναι εξευτελιστική συνήθεια, έργο τού Σατανά» (Sooret-el-maideh). «Από τον καρπό τού φοίνικα και από τα σταφύλια παίρνετε οινοπνευματώδη ποτά (sefer) και καλή τροφή. Σε αυτό υπάρχει σημάδι για τούς ανθρώπους με κατανόηση» (Sooret-el-Nahl).
Συχνά είχαν ζητήσει τού Σμιθ ρακί άμεσα ή έμμεσα, αλλά κρασί ποτέ. Τόσο ο τάταρ που πήραν από τη Σμύρνη, όσο και εκείνος που τούς οδήγησε στο Ερζερούμ, ήσαν μεγάλοι πότες και αναμφίβολα απογοητεύτηκαν που δεν τούς βοηθούσαν στο απαγορευμένο ποτό. Δυστυχώς στην πρώτη περίπτωση ένας Έλληνας και στην άλλη ένας Αρμένιος συνοδοιπόρος κουβαλούσαν μπουκάλια στις τσέπες τους. Κατά τον Σμιθ ήταν ντροπή για τούς ξένους, καθώς και για τούς ντόπιους χριστιανούς σε εκείνη τη χώρα, που υπέθαλπαν τόσο εύκολα αυτή την όρεξη των Τούρκων και τούς βοηθούσαν να παραβιάσουν έναν πραγματικά αξιέπαινο κανόνα τής θρησκείας τους.
26 Μαΐου. Ξάπλωσαν με πρόθεση να ξεκινήσουν τα μεσάνυχτα, αλλά σύντομα μια κραυγή για ληστές κάλεσε τούς ενοίκους στα όπλα τους και αποδείχθηκε ότι είχαν κλαπεί ορισμένα από τα άλογα αλλαγής. Το ατύχημα τούς καθυστέρησε μέχρι τις τρεις και τέταρτο το πρωί. Ξεκινώντας λοιπόν, βρήκαν τη χώρα λοφώδη, λίγο καλλιεργούμενη και λιγότερο εύφορη απ’ όσο μέχρι τότε, μέχρι που κατέβηκαν σε μικρή κοιλάδα ενός από τούς κλάδους τού Παρθένιου. Υπήρχαν σε αυτήν δύο μικρά χωριά, το δεύτερο από τα οποία ονομαζόταν Χαμαμλί. Εκεί, 7 ώρες από τη Γκέρεντε, προγευμάτισαν και άλλαξαν άλογα. Στη συνέχεια διέσχισαν το ποτάμι από γέφυρα, ανέβηκαν σε βουνό και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είχαν μπει για τα καλά στην Παφλαγονία.
Στο Τσερκίς, μικρό χωριό όπου έφτασαν στη μία και τέταρτο το μεσημέρι, ξεκουράστηκαν μισή ώρα. Ήταν γεμάτο ανθρώπους που παρευρίσκονταν σε πανηγύρι, το οποίο περνούσε εκ περιτροπής από τα πολλά χωριά τής περιοχής. Στο πλήθος υπήρχαν δύο δερβίσηδες, οι οποίοι παρουσίαζαν ενώπιόν τους το συνηθισμένο τέχνασμα τού περάσματος ενός σουβλιού μέσα από το μάγουλο και τον λαιμό, αλλά δεν αποδείχτηκαν μεγάλοι ειδικοί στην απατεωνιά. Το υπόλοιπο ημερήσιο ταξίδι τους ήταν σε κανονικά κυματιστό οροπέδιο, χωρίς ούτε θάμνο και με λίγο γρασίδι, αλλά σπαρμένο κατά τόπους με σιτάρι. Η δροσιά τού αέρα και τα μπαλώματα τού χιονιού στους διογκωμένους λόφους που το περιόριζαν στα δεξιά, έδειχναν ότι το υψόμετρό του δεν ήταν μικρό. Τα άλογά τους κάλπαζαν πάνω του με ταχείς ρυθμούς και στις τεσσερισήμιση το απόγευμα έφτασαν στον σταθμό αλλαγής αλόγων, στο μικρό χωριό Καρατζαλάρ [σήμερα Ατκαρατζαλάρ], 8 ώρες από το Χαμαμλί.
Τώρα ταξιδεύουν με το αξεπέραστο στυλ τού τάταρ και πρέπει να σάς προσκαλέσουν να τούς δείτε, καθώς κινούνται πάνω σε αυτές τις γυμνές πεδιάδες. Δυο άλογα, το πρώτο από τα οποία οδηγεί ο σουρτζής πάνω σε ξεχωριστό ζώο και το δεύτερο δεμένο από το καπίστρι του στην ουρά τού συντρόφου του, μεταφέρουν τις αποσκευές τους. Ο τάταρ τους, με καλπάκι από μαύρο δέρμα αρνιού στο κεφάλι του, μήκους δώδεκα ή δεκαπέντε περίπου ιντσών, που έμοιαζε πολύ με καμινάδα φούρνου, με κίτρινο μαξιλάρι να γεμίζει το πάνω άκρο του και βαρύ καμτσί (καμουτσίκι) στο χέρι του, για να δίνει δύναμη στη συχνή αναφώνηση χάιντε, ιππεύει στο πλευρό τους. Εκείνοι, μεταμορφωμένοι σε Τούρκους, με αξύριστα χείλη και τουρμπάνια στο κεφάλι, ακολουθούν από πίσω. Κάθε στάδιο, συχνά τριάντα μίλια ή περισσότερα, διανύεται χωρίς να επιτρέπεται στα άλογά τους ούτε σταγόνα νερό, ενώ το βάδισμά τους ήταν συχνά γρήγορος καλπασμός, για να αντέξουν τον οποίο, ιδιαίτερα τα φορτωμένα ζώα, επιδείκνυαν αντοχή και ανθεκτικότητα που κατέπλησσε. Πέρα από τον πόνο τού μαστίγιου τού τάταρ, το βάρος τού φορτίου τους και την ταχύτητα τού βηματισμού τους, υπόκεινταν σε πολλά σκληρά ατυχήματα. Ένα στραβοπάτημα σε τέτοια γρήγορη κίνηση συχνά έκανε το ένα να σκοντάψει, ενώ το άλλο, δεμένο καθώς ήταν μαζί του, αιχμαλωτιζόταν πιο ανήμερα και αντισυμβατικά. Ή αν το έδαφος ήταν λοφώδες, το ένα κυλούσε μερικές φορές κάτω από κατωφέρεια, και έσερνε τον σύντροφό του απρόθυμα μαζί του. Η κίνησή τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε, έτσι βολικά που ήσαν γεμάτες οι αποσκευές τους, δεν περνούσε ούτε ένα στάδιο χωρίς να στραφούν περισσότερες από μία φορά, φέρνοντας το σχοινί, που στήριζε όλο το βάρος τού φορτίου, ξαφνικά στην πλάτη τού δύστυχου ζώου, η οποία συχνά ήταν ήδη πλήρως γδαρμένη από τον ερεθισμό τής σέλλας. Τέτοια ατυχήματα, επειδή οφείλονταν συχνά σε σφάλμα τού σουρτζή, μπορούσαν να τον οδηγήσουν σε διαμάχη με τον τάταρ, στην οποία είχαν δει πάνω από μία φορά να εφαρμόζεται στην πλάτη του το γιαταγάνι, αντί για το καμουτσίκι.
Στο Καρατζαλάρ, η εξαπάτηση τού τάταρ τους, την οποία είχαν ήδη υποψιαστεί, αναπτύχθηκε πλήρως. Τον είχαν προσλάβει στην Κωνσταντινούπολη μόνο για τούς ίδιους, όπως νόμιζαν. Παρόλο που ένας Αρμένιος είχε ενωθεί μαζί τους στο Σκουτάρι και δύο άλλοι στη Σαπάντζα, δεν ήσαν σίγουροι ότι κάτι συνέβαινε λάθος. Αλλά εδώ έφτασαν δύο Τούρκους εμπόρους, με τρία βαριά φορτωμένα άλογα και δύο σουρτζήδες, που βρίσκονταν όσο κι εκείνοι υπό τη συνοδεία του, με αποτέλεσμα να αποτελούν στην πραγματικότητα τη μειοψηφία τής ομάδας. Ο λόγος για τον οποίο οι σταθμοί αλλαγής αλόγων είχαν βρεθεί τόσο συχνά στερούμενοι αλόγων ή εφοδιασμένοι μόνο με κακά άλογα, τώρα εξηγούνταν, γιατί ο τάταρ τούς είχε στραγγίξει, διατηρώντας αυτή την παρέα λίγο μπροστά από εκείνους. Με την προσθήκη αυτή και αγκαλιάζοντας έναν δεύτερο τάταρ ως συμπτωματικό σύντροφο, το καραβάνι τους τώρα αποτελούνταν από δεκαεννέα άλογα, περισσότερα απ’ όσα αναμένονταν να είχαν οι περισσότεροι σταθμοί αλλαγής αλόγων. Δεν ήταν όμως παρά δείγμα διπροσωπίας, με την οποία σύντομα εξοικειώνεται κανείς ως καθημερινό φαινόμενο στην Τουρκία, που αντανακλούσε ότι το συμβόλαιό τους ήταν πραγματικά φθηνότερο απ’ όσο θα μπορούσε ο τάταρ να αντέξει οικονομικά χωρίς επιπλέον κέρδος από την υπόλοιπη ομάδα. Αποφάσισαν λοιπόν να μη διαμαρτυρηθούν, όσο δεν υπέφεραν για καλά άλογα ή καταλύματα.
Πέρα από το Καρατζαλάρ το ίδιο οροπέδιο συνεχιζόταν και η ομάδα τους προχωρούσε πάνω του, συχνά δεκαεννέα δίπλα-δίπλα, με σχεδόν συνεχή καλπασμό για τρεις ώρες μέχρι το Καρατζουλέν [Καρατζαβιράν, σήμερα Κουρσουνλού], όπου σταμάτησαν στις επτά το βράδυ. Αν τούς έβλεπε κανείς, φορτωμένα άλογα και όλους, να πηδούν πάνω στην πεδιάδα σαν να είχαν βάλει στοίχημα, η σκηνή θα τον διασκέδαζε, εκτός ίσως αν η λύπη για τα κακόμοιρα ζώα προκαλούσε αντίθετη εντύπωση. Έπρεπε και οι ίδιοι να είχαν αντιμετωπίσει καλύτερα τα δύστυχα ζώα και μάλιστα τούς αναβάτες τους, αν ήσαν οι ίδιοι επικεφαλής. Όμως, με επίπεδο δρόμο και καλά άλογα, η ακαταμάχητη τάση τού τάταρ ήταν να τρέχει μπροστά. Και ο δικός τους Μεχμέτ αγάς δεν είχε μικρό μερίδιο τής τάσης τού επαγγέλματός του. Έχοντας ως συνήθως προηγηθεί λίγο, περίμενε την άφιξή τους στον σταθμό αλλαγής αλόγων και καθώς έφτασαν εκεί με καλή διάθεση ύστερα από ταξίδι 60 τουλάχιστον μιλίων από το πρωί, φώναξε στους φίλους του, «ελ χαμντ λίλλαχ αλουσντουλάρ» (δόξα τω θεώ, το συνήθισαν), ιδιαίτερα ικανοποιημένος από μια τέτοια απόδειξη ότι ήσαν τώρα σε θέση να προχωρούν τόσο γρήγορα, όσο ήθελε εκείνος. Αυτός ο τόπος είχε 200 περίπου σπίτια, όλα τουρκικά.
27 Μαΐου. Αφού πέρασαν, για δυόμιση ώρες, από περιοχή πιο διασπασμένη από τη χτεσινή πεδιάδα, έφτασαν σε μικρό παραπόταμο τού Άλυ, που ονομαζόταν Ντερινγκιόζ, τον οποίο ακολούθησαν την υπόλοιπή μέρα, μερικές φορές πάνω στις όχθες του και μερικές φορές σε απόσταση. Εκτός από μερικά χωριά στη νότια πλευρά του και λίγα δένδρα, που γίνονταν πια σπάνια, ο Σμιθ δεν παρατήρησε τίποτε μέχρι που έφτασαν στο Κοτσχισάρ [σήμερα Ιλγκάζ], ολοκληρώνοντας στάδιο 8 ωρών. Ήταν τουρκική πόλη με 200 περίπου σπίτια. Στα καταστήματά της πήραν αυγά για δύο περίπου λεπτά τη δωδεκάδα, ενώ και το ψωμί ήταν αναλογικά φτηνό.
Βρίσκονταν πια στην πλησιέστερη προσέγγισή τους προς την Άγκυρα, μέρος ενδιαφέρον στον έμπορο λόγω τής περίφημης παραγωγής μαλλιού καμηλό από τρίχα κατσίκας (σάλι Αγκύρας) και στον ιεραπόστολο για τον πολυάριθμο και πλούσιο παπικό αρμενικό πληθυσμό του. Τούς έδειξαν όμορφο δείγμα τού υφάσματος που κατασκευάζεται σε αυτό το χωριό, ενώ είδαν στην περιοχή μερικά από τα ζώα, από το μαλλί των οποίων φτιάχνεται. Αλλά δεν άκουσαν για χριστιανούς με οποιοδήποτε όνομα μεταξύ Μπόλου και Τόσια.
Ξεκινώντας και πάλι, βρήκαν την πιο πλούσια βλάστηση στις όχθες τού ποταμού, ενώ ο δρόμος τους για κάποιο μήκος είχε φράχτη από τριανταφυλλιές. Όμως, εκτεθειμένοι στις καυτές ακτίνες τού ήλιου σε θερμοκρασία 98° Φαρενάιτ [37° C], λίγο την απόλαυσαν και σύντομα η κοιλάδα έγινε στενή και οι κέδροι ήσαν το μόνο στολίδι στους λόφους που την κύκλωναν. Στον σταθμό τού μέσου τής διαδρομής ένα ευάερο περίπτερο (κιοσκ) πάνω από σιντριβάνι που εκτόξευε νερό τούς έδωσε μερικά λεπτά δροσερής ανάπαυσης και τούς έβαλε στον πειρασμό τού εγωιστικού θαυμασμού αυτού τού χαρακτηριστικού τής τουρκικής θρησκείας, που οδηγεί σε τέτοιες πράξεις καλοσύνης προς τον ταξιδιώτη. Για αρκετές εκατοντάδες μίλια στον τωρινό τους δρόμο, σπάνια ταξίδεψαν τόσο ώστε να διψάσουν χωρίς να βρεθεί κάποια κρήνη, έργο προφανώς φιλανθρωπικής αξίας κάποιου ευσεβούς Τούρκου, που τούς προσκαλούσε να πιούν από τον διαυγή της πίδακα. Προχωρώντας, παρατήρησαν στα προσχωσιγενή τού ποταμού πολλά χωράφια ρυζιού, αυτού τού απόγονου τής θερμότητας και πατέρα τής αρρώστιας. Τα στάσιμα νερά στις καλλιέργειες ρυζιού ήταν υπεύθυνα για την ελονοσία, τα «ρίγη και πυρετούς» που αναφέρονται συχνά από τούς περιηγητές αυτού τού βιβλίου.
Ο σταθμός αλλαγής αλόγων βρισκόταν στην Τόσια, στο τέλος σταδίου 10 ωρών. Διασχίζοντας ορμητικό παραπόταμο τού Ντερινγκιόζ από σκεπαστή πέτρινη γέφυρα, μπήκαν σε αυτήν ανάμεσα σε πλούσιους κήπους και όμορφα καλοκαιρινά σπίτια, που εκτείνονταν από τη νότια βάση ενός γκρεμού, που βρισκόταν σε μεγάλο κατήφορο προς το ποτάμι. Όντας από τη θέση της επωφελώς εκτεθειμένη, φαινόταν μεγάλη, όπως πραγματικά ήταν. Ο Σμιθ μέτρησε δεκαπέντε ή είκοσι μιναρέδες και τού είπαν ότι είχε 3.000 τουρκικά και 50 ελληνικά σπίτια. Δεν είχε Αρμένιους. Μόνο σε αυτόν τον τόπο βρήκαν οπαδούς των γενιτσάρων. Ήσαν εδώ κυρίαρχοι, ενώ δύο ή τρία άτομα είχαν σκοτωθεί πρόσφατα στις φιλονικίες τους. Στη συνέχεια έμαθαν ότι λίγο καιρό αφ’ ότου πέρασαν από εκεί, είχαν κατασταλεί εντελώς.
Η κατάχρηση εξουσίας, η στρατιωτική αναποτελεσματικότητα, η αντίσταση στη μεταρρύθμιση και το κόστος των μισθών των 135.000 γενιτσάρων, πολλοί από τούς οποίους στην πραγματικότητα δεν υπηρετούσαν ως στρατιώτες, είχαν όλα γίνει ανυπόφορα. Το 1826 ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ ήταν έτοιμος να κινηθεί εναντίον των γενιτσάρων, στοχεύοντας σε πιο σύγχρονο στρατό. Τούς ενημέρωσε με φετβά ότι σχηματίζει νέο στρατό, οργανωμένο και εκπαιδευμένο στα σύγχρονα ευρωπαϊκά πρότυπα. Οι γενίτσαροι στασίασαν και βάδισαν εναντίον τού παλατιού τού σουλτάνου. Στη μάχη που ακολούθησε, πυρπολήθηκαν οι στρατώνες των γενιτσάρων από πυρά πυροβολικού, με αποτέλεσμα 4.000 νεκρούς γενίτσαρους. Όσοι επέζησαν, είτε εξορίστηκαν ή εκτελέστηκαν και οι περιουσίες τους κατασχέθηκαν από τον σουλτάνο. Αργότερα οι τελευταίοι των γενιτσάρων θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό στη Θεσσαλονίκη.
28 Μαΐου. Καθώς κατέβαιναν το ποτάμι, οι ορυζώνες συνεχίζονταν στις όχθες του, αλλά τα γύρω βουνά έπαιρναν άγρια και γυμνή όψη. Πέρασαν στη δεξιά του όχθη από διάβαση, κατά τη διάρκεια τού πρωινού, ενώ πέντε ώρες και τρία τέταρτα από την Τόσια έφτασαν στη συμβολή του με τον Άλυ, σε σημείο όπου ο ποταμός αυτός, έχοντας κατηφορίσει από τα ανατολικά, στρέφει ξαφνικά προς βορρά. [Ο Σμιθ σημειώνει ότι ο Κίνεϊρ, στον χάρτη που υπάρχει στο βιβλίο του Tαξίδια στη Μικρά Ασία, την Αρμενία και το Κουρδιστάν, έχει πάρει λανθασμένα αυτούς τους ποταμούς, τον ένα για τον άλλο.] Ακολουθώντας τη νότια όχθη τού τελευταίου ρέματος, που ονομαζόταν πολύ σωστά Κιζίλ Ιρμάκ (κόκκινο ποτάμι) από το χρώμα των λασπωμένων του νερών, οδηγήθηκαν σε στενή κοιλάδα, κλεισμένη ανάμεσα σε πανύψηλα βουνά και θερμαινόμενη από τον περιορισμό τού αέρα και τις συγκεντρωμένες ακτίνες τού ήλιου σχεδόν σε θερμοκρασία φούρνου. Αν και λιποθυμική για τούς ίδιους, η ατμόσφαιρα αποδεικνυόταν ευνοϊκή για τη βλάστηση, με τον απροσδόκητο πλούτο των οπωροφόρων δένδρων και των κήπων που την καταλάμβαναν. Εδώ, στο τέλος σταδίου 8 ωρών, βρήκαν το μενζίλ-χανέ τους στη μικρή περιτειχισμένη πόλη τού Χατζή Χαμζέ [σήμερα Χατζηχαμζά, που πρόκειται επίσης για το Χατζή Αμπάς τού Κίνεϊρ, βλέπε πιο πάνω]. Ένα πλήθος γενειοφόρων βρώμικων Τούρκων ήσαν συγκεντρωμένοι σε πανηγύρι και, κρίνοντας από τα χαρακτηριστικά τους, ο Σμιθ έλεγε ότι η θερμοκρασία τού τόπου ευνοούσε την ανάπτυξη των ανθρώπινων παθών τόσο, όσο και τής βλάστησης, γιατί σίγουρα φαίνονταν το πιο κτηνώδες πλήθος που είδε ποτέ. Ακόμη και τα παιδιά έδειχναν την απαίσια επιρροή τού επικρατούντος γονίδιου, γιουχάροντάς τους από τούς τοίχους καθώς περνούσαν.
Καθώς ανέβαιναν το ποτάμι, τα βουνά που το εσώκλειαν στενά μεγάλωναν σε ύψος και τραχύτητα, παρέχοντας, με σπηλιές και οχυρώσεις στα απόκρημνα μέτωπά τους, καταφύγια για ληστές, από τούς οποίους λεγόταν ότι αυτό το πέρασμα δεν ήταν ποτέ απαλλαγμένο. Τρεις ώρες από το Χατζή Χαμζέ ο ποταμός έβρεχε για κάποια απόσταση τη βάση γκρεμού ύψους τριακοσίων ή τετρακοσίων ποδιών [100-130 μέτρων], στην όψη τού οποίου, ίσως εξήντα ή εκατό πόδια [20-30 μέτρα] πάνω από το νερό, έπρεπε να ανεβούν στενό μονοπάτι λαξευμένο στον βράχο. Καθώς έμπαιναν, ο Μεχμέτ, ο οποίος για κάποια απόσταση είχε φροντίσει να μη διαχωριστούν, τούς συγκέντρωσε σε συμπαγή φάλαγγα και κάνοντας τα βουνά να αντηχήσουν με την κραυγή τού τάταρ, τούς ώθησε προς τα εμπρός με τον ισχυρισμό ότι το σημείο αυτό, λόγω τού κινδύνου του, βρισκόταν στο μυαλό κάθε ταξιδιώτη από τη στιγμή που έφευγε από την Κωνσταντινούπολη. Τα μοναδικά πλεονεκτήματα τού τόπου και η εμφάνιση των ανθρώπων στην τελευταία πόλη, καθένας από τούς οποίους έμοιαζε περισσότερο με ληστή παρά με έντιμο άνθρωπο, δικαιολογούσαν να υπάρχει λόγος ανησυχίας, αλλά δεν είδαν ούτε ένα ζωντανό πλάσμα. Η κοιλάδα απλωνόταν πιο πέρα σε φαρδύτερη και πιο ανοιχτή πεδιάδα και ακολούθησαν επίπεδο δρόμο μέσα από αυτήν μέχρι τις επτάμιση το βράδυ. Στη συνέχεια, διασχίζοντας το ποτάμι από εξαιρετική γέφυρα συμπαγώς φτιαγμένη από πελεκητή πέτρα (που λεγόταν από τον Κίνεϊρ ότι ήταν έργο τού Βαγιαζήτ), μπήκαν στο Οσμαντζίκ, 8 ώρες από το Χατζή Χαμζέ. Βρισκόταν στους πρόποδες απομονωμένου βράχου, πάνω στον οποίο υπάρχει ερειπωμένο κάστρο, ενώ από τη χαμηλή του θέση και το κακό του νερό, πρέπει να ήταν πολύ ανθυγιεινό.
29 Μαΐου. Ξεκίνησαν στη μια παρά τέταρτο τη νύχτα και αφήνοντας τα προσχωσιγενή τού ποταμού στα δεξιά, βρέθηκαν το ξημέρωμα να ιππεύουν σε λοφώδη χώρα. Αφού ο Σμιθ απέφυγε παρά τρίχα πολλές φορές την πτώση από το άλογό του λόγω υπνηλίας, έφτασαν σε παλιό ντερμπέντ, όπου έπεσε στο πάτωμα και αποκοιμήθηκε αμέσως. Λεπτά ενός τέτοιου ύπνου άξιζαν ώρες στο μαλακό κρεβάτι τού σπιτιού. Στην περίπτωση όμως αυτή ήσαν λίγα, γιατί σύντομα τον σήκωσαν για να φάει πρωινό, βούτυρο και μέλι με λίγο ψωμί, ενώ στη συνέχεια τον προέτρεψαν να ανέβει και πάλι στο άλογό του. Ύστερα από σύντομη απόσταση, έφτασαν σε πλαγιά βουνού σε σημείο όπου άγριο χάσμα ανάμεσα σε εκατέρωθεν γκρεμούς πρόσφερε πέρασμα σε αφρίζον ρέμα που κατευθυνόταν στον Άλυ. Ήταν πολύ στενό για να χωρέσει δρόμος. Έτσι, με πολύ κούραση για τα ζώα τους και περιστασιακό προαίσθημα κακού για τα δικά τους νεύρα, ανέβηκαν πάνω από την κορυφή κατά μήκος τού χείλους ενός από τα βάραθρα. Προχωρώντας για λίγο στην απέναντι πλευρά τής μικρής κοιλάδας τού ρέματος, που εδώ ήταν ρυάκι που μουρμούριζε ήσυχα, βγήκαν στην πεδιάδα τού Μαρσοβάν [Μερζιφών].
Το στάδιό τους ήταν 12 ωρών και ερχόμενοι ύστερα από νύχτα με τόσο λίγο ύπνο, έφτασαν στην πόλη με την υπομονή τους σχεδόν εξαντλημένη από τη φαινομενικά ατελείωτη έκταση τής πεδιάδας. Το μήκος της, στην κατεύθυνση τής διαδρομής τους, πρέπει να ήταν είκοσι ή τριάντα μίλια και το εύρος της, αν και μικρότερο, ήταν επίσης πολύ σημαντικό. Η επιφάνειά της κυμάτιζε ωραία, ενώ αν και το έδαφος ήταν ελαφρύ και λίγο καλλιεργούμενο, ποτιζόταν από συχνές πηγές και αρκετά χωριά ήταν σκορπισμένα πάνω της. Ήταν δύσκολο, σε ορισμένες περιπτώσεις, να προσδιοριστούν οριστικά τα όρια των αρχαίων τμημάτων τής Μικράς Ασίας, ενώ ο Σμιθ μπορούσε μόνο να πει ότι κατά τη διάρκεια τού χτεσινού ταξιδιού άφησαν την Παφλαγονία, ίσως άγγιξαν τα σύνορα τής Γαλατίας και μπήκαν στον Πόντο. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούσε να υπάρχει αμφιβολία ότι βρίσκονταν πια αρκετά μέσα σε αυτή την περιοχή. Δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει το ίδιο για τη Μικρή Αρμενία, αν και τα στατιστικά στοιχεία αυτού τού τόπου φαίνονταν να λένε ότι τουλάχιστον την πλησίαζαν. Το Μαρσοβάν καταλάμβανε τον χώρο τού αρχαίου Φαζημώνος, από τον οποίον επίσης προφανώς προερχόταν το όνομά του. Αν και δεν διεκδικούσε τον τίτλο πόλης και είχε μόνο τη μορφή χωριού, πληροφορήθηκαν αξιόπιστα ότι είχε 5.000 σπίτια, από τα οποία 1.000 ήσαν αρμενικά και τα υπόλοιπα τουρκικά. Από εδώ μια διαδρομή αλλαγής αλόγων διακλαδιζόταν προς Τραπεζούντα, πιθανώς μέσω τής Σαμσούν, η οποία δεν έπρεπε να ήταν πολύ μακριά.
Η υπερβολική ζέστη τούς καθυστέρησε πέντε ή έξι ώρες στη μέση τής ημέρας και δεν ξεκίνησαν πριν από τις πέντε και τέταρτο το απόγευμα. Το φως τής ημέρας τούς άφησε πριν φτάσουν στους λόφους στην άκρη τής πεδιάδας και καθώς στην ομάδα γινόταν αισθητή κάποια ανησυχία για ληστές, ο τάταρ τους, όπως συνήθιζε σε τέτοιες περιπτώσεις, ίππευσε μπροστά για να εξετάσει κάθε εμφάνιση ανθρώπου ή ζώου κοντά στον δρόμο. Αρχικά κυνήγησε ένα ζώο, το οποίο, αν εξαιρέσουμε την ταχύτητά του, ο Σμιθ θα το είχε πάρει για πρόβατο, μέχρι που εξαφανίστηκε από το οπτικό τους πεδίο, όταν ένας από τούς Τούρκους φίλους του άρχισε αμέσως την καταδίωξη. Τούς εξήγησε την ανησυχία του, διαβεβαιώνοντας όταν επέστρεψε ότι δεν ήταν ζώο, αλλά πνεύμα, ιδέα προερχόμενη πιθανώς από την προηγούμενη συζήτηση τού τάταρ, ο οποίος, με την ακραία ευπιστία σε υπερφυσικά φαινόμενα, συνηθισμένη ανάμεσα στους μουσουλμάνους, διασκέδαζε την παρέα με περιγραφές για φωτεινά φαντάσματα που σύχναζαν σε αυτή την πεδιάδα και έκαναν τούς ταξιδιώτες να περιπλανώνται, οδηγώντας τους εδώ κι εκεί, ένα από τα οποία τον είχε κάποτε κάνει να περιπλανηθεί εδώ μια ολόκληρη νύχτα. Τελικά άρχισαν να κατεβαίνουν βουνό τόσο απότομο, που τα άλογά τους δύσκολα μπορούσαν να προχωρήσουν, μάλιστα τόσο ψηλό, που πήρε μια ώρα μέχρι να φτάσουν στον πυθμένα. Ψηλοί γκρεμοί σε κάθε πλευρά έδειχναν να κλείνουν μπροστά τους, ενώ φαινόταν, στο σκοτάδι τής νύχτας, σαν να κατέβαιναν σε τεράστια φυσική χοάνη. Εδώ, στο κάτω μέρος, μπήκαν στην Αμάσεια στις έντεκα και τέταρτο τη νύχτα. Το τελευταίο τους στάδιο ήταν 8 ωρών, έχοντας κάνει εξήντα τα μίλια από το πρωί, ενώ αμέσως μετά αναζητούσαν ανάπαυση στην ανοιχτή βεράντα τού σταθμού αλλαγής αλόγων.
30 Μαΐου. Το χάραμα τούς έδειξε ότι το σκοτάδι τής νύχτας τούς είχε εξαπατήσει για τη μορφή, όχι όμως και για το μεγαλείο αυτού τού μοναδικού σημείου. Γιατί αντί να ήταν χάσμα χωρίς διέξοδο, ήταν, στη γλώσσα τού γεωγράφου Στράβωνος, ο οποίος είχε γεννηθεί εδώ, «μια μεγάλη και βαθιά χαράδρα από την οποία διέρχεται ο ποταμός Ίρις».4 Η πόλη βρισκόταν και στις δύο όχθες τού ποταμού, στο στενότερο μέρος, το οποίο γέμιζε πλήρως. Ψηλά βάραθρα κρέμονταν πάνω της σε κάθε πλευρά, ένα από τα οποία, μπροστά στο παράθυρό τους, αποτελούνταν από ξεχωριστό βράχο, στεφανωμένο με τα τείχη παλαιού φρουρίου. Στην κατακόρυφη όψη του εμφανίζονταν αρκετές ανασκαφές, σαν τα κελιά των αναχωρητών, σεβόμενη τούς οποίους η παράδοση είχε διατηρήσει διάφορους μύθους, που δεν αξίζει να αναφερθούν. [Είναι παράξενο που ο Σμιθ προσπερνά με αυτή τη λακωνική αναφορά τούς λαξευτούς βασιλικούς τάφους τής Αμάσειας, στους οποίους αναφέρονται εκτεταμένα όλοι οι άλλοι περιηγητές.]
Οι ακτίνες τού ήλιου, συγκεντρωμένες από τα γύρω βάραθρα, προκαλούσαν υπερβολική ζέστη, η οποία προξενούσε πυρετούς κατά τούς ζεστούς μήνες. Όμως μια αφθονία φρούτων και άλλων προϊόντων, που οφειλόταν στην ίδια αιτία, έδινε στον τόπο αντισταθμιστική ελκυστικότητα, για την οποία ο άνθρωπος σε κάθε μέρος τού κόσμου ήταν έτοιμος να εκθέσει σε κίνδυνο την υγεία και τη ζωή του. Δεν έμαθαν αν η Αμάσεια είχε διατηρήσει κάποια λείψανα τής βασιλικής της εποχής, εκτός από το όνομά της. Τώρα είχε όλα τα χαρακτηριστικά συνηθισμένης τουρκικής πόλης, εκτός από το ότι τα σπίτια της ήσαν φτιαγμένα μάλλον καλύτερα απ΄ όσο συνήθως σε αυτή την περιοχή. Μια εξαιρετική γέφυρα συνέδεε τα δύο τμήματα στα οποία χωριζόταν από τον ποταμό. Είχε 4.000 τουρκικά, 600 αρμενικά και 125 ελληνικά σπίτια. Περνώντας μέσα από το παζάρι, είδαν σωρούς από πέτρες, οι οποίες, ρωτώντας, έμαθαν ότι ήταν ορυκτό αλάτι. Εξορυσσόταν από ορυχείο όχι μακρινό και χρησιμοποιούνταν στη φυσική του κατάσταση. [Μάλλον το ίδιο, σημειώνει ο Σμιθ, για το οποίο μιλά ο Στράβων στην περιοχή τής Ξιμήνης και το οποίο προτείνει ότι είχε δώσει στον ποταμό Άλυ το όνομά του: «Στην Ξιμήνη υπάρχουν αλυκές ορυκτού αλατιού, από τις οποίες υποτίθεται ότι ο ποταμός ονομάστηκε Άλυς».5 ] Μεταξύ των κυριότερων προϊόντων τής Αμάσειας ήταν το μετάξι, από το οποίο, όπως τούς διαβεβαίωσαν, παράγονταν ετησίως 24.000 οκάδες. [Ο Σμιθ σημειώνει ότι το βάρος τής οκάς διέφερε σε διαφορετικά μέρη. Στη Σμύρνη ήταν 2,78 λίμπρες.]
Για χάρη τής ηρεμίας και τής απομόνωσης, όσο έλειπε ο σύντροφός του, ο Σμιθ περνούσε το μεγαλύτερο μέρος τής ημέρας στην υπερυψωμένη βεράντα τού σταθμού αλλαγής αλόγων και φυσικά λίγα έβλεπε, πέρα από εκείνα που συνέβαιναν στην αυλή του. Την καταλάμβαναν σταθερά οι σύντροφοί τους, κουρασμένοι όπως και οι ίδιοι, που ξεκουράζονταν, κάπνιζαν ή κοιμούνταν κάτω από τα δένδρα που τη σκίαζαν. Περιστασιακά έρχονταν τάταρ, άλλαζαν άλογα, κάπνιζαν τούς ναργιλέδες τους και έσπευδαν στον δρόμο τους, μιλώντας, ως συνήθως, λίγο στους άλλους τού επαγγέλματός τους που βρίσκονταν εκεί. Ήσαν οι μεταφορείς ειδήσεων τής χώρας, οι οποίοι γενικά κατασκεύαζαν νέα φήμη για κάθε πόλη, την οποία αλίευαν ανυπόμονα οι κοινοί άνθρωποι. Αλλά όταν συναντιούνταν μεταξύ τους, ίσως από αμοιβαία κατανόηση τής τέχνης τής μυθοπλασίας, φαινόταν ότι δεν είχαν τίποτε να ρωτήσουν ή να αφηγηθούν και ένα απλό σαλάμ ήταν συχνά το μόνο που έλεγαν. Ένας όμως, στην περίπτωση αυτή, έδωσε είδηση που ήταν αληθινή και σημαντική. Ανάγγειλε την προσέγγισή του με την ιδιάζουσα κραυγή, κάτι ανάμεσα σε γρύλισμα και σφύριγμα, που ήταν το κέρας τού τάταρ καθώς πλησίαζε σε σταθμό αλλαγής αλόγων. Μπαίνοντας στην αυλή με πλήρη ταχύτητα, ξεπέζεψε, κάθισε σε εξέδρα κοντά στην πύλη, σημάδι ότι ήθελε ναργιλέ, τον οποίο τού έφεραν αμέσως.
Ούτε λέξη δεν ειπώθηκε, αλλά οι ιπποκόμοι είδαν ότι το άλογο είχε εξωθηθεί σε ύστατη προσπάθεια και αμέσως έμπηξαν ένα μαχαίρι στο στόμα του, για να σώσουν τη ζωή του.
Τελικά, αφού κάπνισε τον ναργιλέ, άφησε να εννοηθεί ότι αρκετές χιλιάδες ντελή (παλαιοί στρατιώτες, τώρα αποστρατευμένοι) είχαν συγκεντρωθεί σε εξέγερση και λεηλατούσαν την περιοχή γύρω από τη Σίβας, ο πασάς τής οποίας τον είχε στείλει με εντολή στον κυβερνήτη τής Αμάσειας, να ενωθεί αμέσως μαζί του με χίλιους στρατιώτες. Ο Σμιθ δεν ήξερε πού ήσαν οι επιστολές του, αλλά αναμφίβολα παραδόθηκαν γρήγορα και με ασφάλεια, γιατί αν και το ψέμα ήταν πιο φυσικό από την αλήθεια στο στόμα ενός τάταρ, δεν υπήρχε πιο αξιόπιστο σύνολο ανδρών στον κόσμο. Όχι μόνο φρόντιζαν με τον καλύτερο τρόπο έγγραφα που τούς ανατίθεντο, αλλά χιλιάδες δολάρια στην βαλίτσα ενός τάταρ, χωρίς απόδειξη ή άλλη υποχρέωση, ήσαν τόσο ασφαλή, εξαιρουμένου τού κίνδυνου από ληστές, όσο θα ήσαν στο θησαυροφυλάκιο τράπεζας.
Στο τέλος τής ημέρας εφοδιάστηκαν με επαρκή αριθμό αλόγων, η έλλειψη των οποίων τούς είχε κρατήσει εκεί από το πρωί, και συνέχισαν τον δρόμο τους. Βγαίνοντας από την πόλη, πέρασαν από αρχαίο κτίριο ασυνήθιστα σεβάσμιας εμφάνισης, ο μπροστινός τοίχος τού οποίου, εκπληκτικά συμπαγής και παχύς, ήταν εξ ολοκλήρου στο αρχαίο του στυλ και σχημάτιζε εντυπωσιακή αντίθεση με την τραχύτητα και αδυναμία των άλλων τμημάτων, που ήσαν σύγχρονης προέλευσης. Ήταν αναμφίβολα παλαιά εκκλησία, η οποία, όπως τούς είπαν κατά τη διάρκεια τής ημέρας, όταν ζητούσαν πληροφορίες για αρχαιότητες, είχε κάποτε χρησιμοποιηθεί από τούς Τούρκους ως τζαμί, αλλά τώρα είχε αφεθεί κλειστή και έρημη, επειδή διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να πουν τις προσευχές τους μέσα σε αυτήν! Ο δρόμος τους ανέβαινε για κάποιο διάστημα τη στενή κοιλάδα τού ποταμού και στα δεξιά φράχτης από τριανταφυλλιές τον χώριζε από τούς πλούσιους κήπους και τα οπωροφόρα δένδρα, κυρίως κερασιές, τώρα φορτωμένες με τον καρπό τους που κοκκίνιζε, οι οποίες καταλάμβαναν το πλούσιο προσχωσιγενές της έδαφος.
Αμάσεια
(Ξυλογραφία στο Ελιζέ Ρεκλύ, Η γη και οι κάτοικοί της, Νέα Υόρκη 1891)
Στα αριστερά είχαν κατακόρυφο γκρεμό, με το κανάλι τού αρχαίου υδραγωγείου κομμένο στον βράχο κατά μήκος τής βάσης του. Όταν τελικά βγήκαν από το φαράγγι, έστριψαν αριστερά από τον ποταμό και περνώντας κατά την ανάβασή τους μέσα από είδος φυσικής πύλης, που σχηματιζόταν από δύο πλαγιές βράχων τόσο κοντά, ακριβώς όσο για να επιτρέπουν στα φορτωμένα ζώα τους να περάσουν, ξεπρόβαλλαν στον ανοιχτό αέρα. Η βραδινή δροσιά στην κορυφή τούς αναζωογόνησε από την αποχαύνωση τής ατμόσφαιρας τής πόλης, η οποία είχε θερμανθεί το μεσημέρι στη θερμοκρασία των 92° Φαρενάιτ [33° C] υπό σκιά. Καθώς κατέβαιναν πάλι σε ανεκτά επίπεδο δρόμο, οριοθετημένο και από τις δύο πλευρές από λόφους σε μικρή απόσταση, το σκοτάδι τής νύχτας έκλεισε τις παρατηρήσεις τους.
Ο σταθμός τους στα μισά τού δρόμου ήταν, ως συνήθως, ένα ντερμπέντ και από τη στιγμή που έφτασαν, μιας ώρας ξεκούραση δίπλα στη φωτιά και δείπνο με αυγά και γιαούρτι, ψωμί, βούτυρο και μέλι, πρόσφεραν μεγάλη ικανοποίηση. Η ευγένεια τού οικοδεσπότη τούς ευχαρίστησε ακόμη περισσότερο από τη φωτιά ή το δείπνο του. Οι Τούρκοι, ακόμη και ο χαμηλότερος χαμάλης στους δρόμους, θεωρούσαν συστηματικά τούς χριστιανούς, ντόπιους ή Ευρωπαίους, ως κατώτερούς τους, αρνούμενοι γενικά να μπουν στην υπηρεσία τους ως υπηρέτες και καθιστώντας σχεδόν στοιχείο τής θρησκείας τους να μην τούς δείχνουν ποτέ σεβασμό με το να σηκώνονται όρθιοι παρουσία τους.
Ο Σμιθ σημειώνει: «H επιμονή τους σε αυτό το στοιχείο αγένειας τέθηκε τέλεια σε δοκιμασία κατά τη διάρκεια τού πρόσφατου ρωσικού πολέμου, σύμφωνα με την περιγραφή Αρμένιου επισκόπου, ο οποίος ήταν με τον στρατό. Όταν, μετά τη μάχη τού Σογανλί Νταγ, η οποία έκρινε τη μοίρα τού Ερζερούμ, ο Ρώσος στρατηγός μπήκε στο αντίσκηνο ενός από τούς Τούρκους πασάδες, αυτός, αν και τον είχαν εγκαταλείψει τα στρατεύματά του, είχε κατακτηθεί από τούς Ρώσους και λεηλατηθεί από τούς Κοζάκους, αρνιόταν να σηκωθεί, μέχρι που τον πρόσταξαν σαφέστατα να το πράξει. Ύστερα από την κατάληψη τού Αχαλίτσκι, ο στρατηγός Πάσκεβιτς αναγκάστηκε να εκδώσει διακήρυξη, προκειμένου να μπορέσει να αποκτήσει αυτή την ένδειξη σεβασμού από εκείνους που είχε κατακτήσει».
Όταν λοιπόν οι πρεσβευτές στην Κωνσταντινούπολη ανέχονταν τέτοια ανάγωγη αλαζονεία από τούς δικούς τους γενίτσαρους, απλοί ταξιδιώτες σαν τούς δικούς μας εδώ δεν έπρεπε να περιμένουν τίποτε άλλο εκτός από αυτό, σχεδόν σε κάθε σταθμό αλλαγής αλόγων, όπου ο πιο βρώμικος Τούρκος θα εξασφάλιζε κατάλυμα σε βάρος τής άνεσής τους, ενώ ο ίδιος ο ιδιοκτήτης θα έδινε στους ίδιους τη μικρότερη δυνατή προσοχή και με εμφανή απροθυμία. Μια τέτοια μεταχείριση, εκτός από όλη την ταλαιπωρία που τη συνόδευε, παρενοχλούσε τα ατομικά και εθνικά αισθήματα κάθε ανθρώπου, αλλά για τον χριστιανό, που ήξερε ότι η αληθινή της αιτία δεν βρισκόταν στην υποτίμηση τού ίδιου ή τού έθνους του, αλλά σε εκείνη τής θρησκείας του, ενώ έβλεπε σε κάθε εκδήλωσή της την επίδειξη περιφρόνησης προς την ιερή πίστη που αγαπούσε, περιφρόνηση η οποία είχε ασκηθεί για τόσο μεγάλο διάστημα, ώστε να είχε καταστεί αναπόσπαστο μέρος των εθνικών συναισθημάτων και εθίμων ενός ολόκληρου λαού, ήταν απείρως προσβλητική και θλιβερή. Ήταν κυρίως η μουσουλμανική αλαζονεία εκείνη που δημιουργούσε την ανάγκη συνοδού όπως ο τάταρ, ενώ η εξουσία τού δικού τους αποσπούσε γενικά για λογαριασμό τους επαρκή σεβασμό, ώστε να αποτρέπεται να υποφέρουν κάποια σοβαρή ταλαιπωρία. Ακόμη ήταν τόσο νέο και τόσο ευχάριστο να έχουν, σε αυτή την άγρια χώρα και αυτή τη σκοτεινή και κουραστική νύχτα, έναν Τούρκο, που όχι μόνο τούς έδινε τη δική του ζεστή θέση κοντά στη φωτιά, αλλά έσπευδε να ανακουφίσει τα άκαμπτα άκρα τους από τα πανωφόρια και τις μπότες τους και να καλύψει κάθε ανάγκη, μόλις εκφραζόταν, που ο Σμιθ δεν θα μπορούσε παρά να το καταγράψει προς έπαινό του. Τού έδωσαν πρόθυμα διπλάσιο από το συνηθισμένο δώρο καθώς τούς βοηθούσε να ανέβουν στα άλογά τους και στη συνέχεια τον άφησαν σε καταιγισμό προσευχών για την ευημερία τού ταξιδιού τους. Είχε διδαχτεί την ευγένειά του από την εποχή που κατοικούσε κάποτε στο αγγλικό παλάτι στην Κωνσταντινούπολη.
Τρεις περίπου ώρες αργότερα βρέθηκαν σε άλλο ντερμπέντ. Ο διοικητής του κοιμόταν μέσα και με δυσκολία μπόρεσαν να τον ξυπνήσουν για να τούς φτιάξει ένα φλιτζάνι καφέ. Αλλά ο φρουρός καθόταν μπροστά σε μεγάλη φωτιά στην ύπαιθρο, η φλόγα τής οποίας, καθώς έλαμπε ανάμεσα στα κλαδιά τού επισκιάζοντος δάσους, αποκάλυπτε ψηλή κρεμάλα έτοιμη, ως απόδειξη αφενός ότι η περιοχή ήταν μολυσμένη από ληστές και αφετέρου ότι εδώ έβρισκαν την τιμωρία τους. Αυτό θύμισε στον Σμιθ να πει εκείνο που έπρεπε να είχε πει νωρίτερα, ότι τα ντερμπέντ που τόσο συχνά αναφέρει, ήσαν σταθμοί φρουρών τής αστυνομίας, που διορίζονταν για την προστασία ακατοίκητων τμημάτων των δημόσιων δρόμων από ληστές. Καθώς βρίσκονταν γενικά σε απόσταση από χωριά, χρησιμεύουν επίσης ως χώροι αναψυχής για τούς ταξιδιώτες. Το ίδιο το όνομα ήταν τουρκική λέξη που σήμαινε πέρασμα ή στενό φαράγγι. Το βράδυ, με κάποια ταλαιπωρία τους, βρήκαν να αληθεύει ο ισχυρισμός τού Στράβωνος ότι η περιοχή τής Αμάσειας αφθονεί σε δένδρα. Γιατί δεν ήταν πολύ άνετο να ιππεύεις μέσα από δάσος στο πυκνό σκοτάδι, με τη συνεχή ανησυχία ότι κάποιο ξεκομμένο κλαδί μπορεί να βρεθεί στο πρόσωπο και τα μάτια σου. Ευτυχώς το ψηλό καλπάκι τού τάταρ τους, που προχωρούσε μπροστά τους, ήταν πολύ σοφά φτιαγμένο για να ανιχνεύει τέτοιους εισβολείς. Και κάθε φορά που συναντούσε ένα, η κραυγή νταλ βαρ (υπάρχει κλαδί) από τον ιδιοκτήτη του, προειδοποιούσε την ομάδα να αποφύγει τον κίνδυνο.
Οι τελευταίες δύο ή τρεις ώρες τού σταδίου τους φαίνονταν ατέλειωτης διάρκειας, γιατί η υπνηλία έπεσε πάνω στον Σμιθ σαν ένοπλος άνθρωπος και η αντίσταση ήταν μάταιη. Οι ύστατες προσπάθειές του μπορούσαν απλώς να διατηρούν τις αισθήσεις του επαρκώς ανοιχτές σε εξωτερικά αντικείμενα, ώστε να δίνουν στα όνειρά του νέα αφετηρία, πριν πετάξουν μακριά του, παρά τη θέλησή του, με όλη την ταχύτητα τής φύσης τους. Αν ένα νεύμα, που διατάρασσε την ισορροπία του, τα συλλάμβανε πάλι, γινόταν μόνο για να μπορέσουν να ξαναρχίσουν για κάποιο νέο στόχο, τόσο γρήγορα όσο και πριν. Έτσι, η ταχύτητα των ονείρων περνιόταν λάθος στη φαντασία του για τον πραγματικό τους διασκελισμό και φαινόταν ότι είχαν ταξιδέψει ώρες, ενώ δεν είχαν προχωρήσει παρά μόνο μερικά μέτρα. Τελικά, μετά το ξημέρωμα, ολοκλήρωσαν το στάδιό τους των 12 ωρών στο Τουρχάλ και βρέθηκαν αμέσως ξαπλωμένοι στο γυμνό πάτωμα τού σταθμού αλλαγής αλόγων. Ούτε καν σκέφτηκε κρεβάτι, γιατί ήταν για αρκετό καιρό απρόθυμος να αποχωριστεί το γυμνό έδαφος, σαν τα πιο μοχθηρά ζώα που κοιμούνται στην άκρη τού δρόμου. Παρόλο που όταν έφτασαν, οι χωρικοί είχαν ήδη αρχίσει να μαζεύονται για τον πρωινό τους ναργιλέ και ένα φλυτζάνι καφέ, καμία παρέα ή θόρυβος δεν διατάραξε τον λήθαργό του.
31 Μαΐου. Το Τουρχάλ βρισκόταν σε πεδιάδα, στους πρόποδες απομονωμένου βράχου που στεφόταν από τα ερείπια κάστρου και περιλάμβανε ίσως 150 άθλια σπίτια σε ερειπιώδη κατάσταση. Σταμάτησαν για λιγότερο από 3 ώρες και στη συνέχεια αναχώρησαν για την Τοκάτ. Απείχε 8 ώρες και μια πεδιάδα εκτεινόταν σε όλο τον δρόμο, η οποία διακοπτόταν μόνο από μερικούς κυματισμούς και απομονωμένα υψώματα. Το έδαφος ήταν αμμώδες και λίγο μόνο καλλιεργούμενο, αν και φαίνονταν πολλά χωριά, ενώ, με εξαίρεση τεράστιο πλήθος νεαρών ακρίδων που απογύμνωναν το έδαφος από την πρασινάδα του, δεν παρατήρησαν τίποτε άξιο καταγραφής.
Από την Τοκάτ στο Ερζερούμ (1830)
Εκτεταμένοι και πλούσιοι κήποι, που καταλάμβαναν τις όχθες τού ποταμού στην περιοχή τής Τοκάτ και αφθονούσαν σε αχλαδιές, ροδακινιές, κερασιές και άλλα οπωροφόρα δένδρα, που έκρυβαν εν μέρει με το φύλλωμά τους πολλές μικρές αλλά νοικοκυρεμένες εξοχικές κατοικίες, έκαναν την προσέγγισή τους στην πόλη ιδιαίτερα ελκυστική.6 Διασχίζοντας τη νότια πλευρά τού ποταμού, βρήκαν απλωμένες καρυδιές να κρέμονται πάνω από τον δρόμο και κάτω από την ευγνώμονα σκιά τους μπήκαν στην πόλη το μεσημέρι, ασθμαίνοντας κάτω από την καταπιεστική θερμοκρασία των 100° Φαρενάιτ [38° C].
Το μουσουλμανικό κουρμπάν μπαϊράμ (γιορτή τής θυσίας), όταν οι προσκυνητές στη Μέκκα ολοκληρώνουν το προσκύνημά τους προσφέροντας θυσίες στην κοιλάδα τής Μίνα, έπεφτε την επομένη τής ημέρας που έφτασαν στην Τοκάτ. Και ο τάταρ τους, προκειμένου να τηρήσει τη γιορτή και να σφάξει ένα αρνί σε ένδειξη τής συμμετοχής τους στην τελετή, αποφάσισε να σταματήσουν δύο μέρες. Δεν τούς δυσαρέστησε η ρύθμιση, επειδή όχι μόνο τούς έδωσε χρόνο να αναπαυτούν, αλλά τούς επέτρεψε να εξετάσουν πιο καταλεπτώς μια πόλη, που είχε αναφερθεί ως η μεγαλύτερη και πιο εμπορική στο εσωτερικό τής Μικράς Ασίας. Και καθώς είχαν πια μπει στη Μικρή Αρμενία, ας επιτρέψουμε στον Σμιθ να δώσει μια πιο λεπτομερή αναφορά, αφού πρώτα αναφέρουμε ότι Μικρή Αρμενία ονομαζόταν η περιοχή βόρεια και δυτικά τού Δυτικού Ευφράτη (Καρασού), η οποία κατά τη μεγαλύτερη (προ Μαντζικέρτ) περίοδο ανήκε στη Ρωμαϊκή («Βυζαντινή») αυτοκρατορία. Συνόρευε νότια και ανατολικά (πέρα από τον Καρασού) με τη Μεγάλη Αρμενία ή Περσαρμενία, που κατακτήθηκε κατά περιόδους από τους Ρωμαίους, τον Ιουστινιανό, τον Ηράκλειο και τον Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο, αλλά σε εξίσου μεγάλες περιόδους ήταν διαμφισβητούμενη.
Το αρχαίο όνομα τής Τοκάτ υποτίθεται ότι ήταν Μπερίσα. Στα πλαίσια τής κατώτερης αυτοκρατορίας ονομαζόταν Ευδοκία. Ο Σμιθ (αλλά και άλλοι συγγραφείς) χρησιμοποιεί εδώ τον όρο κατώτερη αυτοκρατορία (lower empire) για να διαχωρίσει από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία τής αρχαιότητας. Φυσικά ο όρος Βυζαντινή αυτοκρατορία αποτελεί νεολογισμό, που ήταν άγνωστος στους ίδιους τούς «Βυζαντινούς». Εφευρέθηκε το 1557, περισσότερο από έναν αιώνα μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης, από τον Γερμανό ιστορικό Ιερώνυμο Βολφ και δεν τυποποιήθηκε μέχρι τον 18ο αιώνα, όταν Γάλλοι συγγραφείς όπως ο Μοντεσκιέ άρχισαν να τον διαδίδουν.
Οι ίδιοι οι «Βυζαντινοί» χρησιμοποιούσαν για το κράτος τους, από την ίδρυση μέχρι την εξαφάνισή του, το όνομα Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (βασιλεία Ῥωμαίων). Tο ίδιο όνομα [Ευδοκία] είχε δοθεί στην πόλη από τούς Αρμενίους συγγραφείς. [Στην αρχαϊκή ελληνική πόλη Δανάη δόθηκε το 390 μ. Χ. από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μεγάλο το όνομα Ευδοκιάς, προς τιμή τής συζύγου του αυτοκράτειρας Ευδοκίας.] Ήταν πια βέβαιο ότι δεν βρισκόταν στον χώρο των Ποντικών Κομάνων, όπως θεωρούνταν παλαιότερα [η θέση των Ποντικών Κομάνων έχει πια προσδιοριστεί σε λόφο με σημερινή ονομασία Χαμάμτεπε, κοντά στον ποταμό Ίρι (Γεσιλιρμάκ), 9 χλμ βορειοανατολικά τής Τοκάτ].
Βρισκόταν στη νότια πλευρά τού ποταμού που στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ίρις, αλλά τώρα έφερε το όνομα τής ίδιας τής πόλης και καταλάμβανε μικρή κοιλάδα, που περιοριζόταν μεταξύ βουνού στα ανατολικά, απαλού λόφου στα νότια και άγριου κατακόρυφου βράχου με τα ερείπια οχυρού στην κορυφή του στα δυτικά. Μεγάλος αριθμός δένδρων, είτε σε συστάδες ή μεμονωμένα διάσπαρτα ανάμεσα στα σπίτια, πρόσθεταν πολλή ομορφιά στην εξωτερική της όψη. Αλλά, σε γενικές γραμμές, ο Σμιθ απογοητεύτηκε από την εμφάνιση και το μέγεθός της.
Ήταν ατείχιστη και όλα τα σπίτια, ακόμη και αυτό τού κυβερνήτη, ήσαν από άψητα τούβλα, ενώ, αν και οι δρόμοι της ήσαν πλακόστρωτοι, όπως αναφερόταν συχνά στο εγκώμιό της, δεν ήσαν τίποτε περισσότερο απ’ ό, τι μπορούσε να ειπωθεί για τις περισσότερες πόλεις οποιουδήποτε μεγέθους στην Τουρκία. Παρ’ όλα αυτά μερικά από τα οικοδομήματά της ήσαν μεγάλου μεγέθους, ενώ κάποια μέρη της ήσαν αρκετά νοικοκυρεμένα για τουρκική πόλη. Ανήκε σε μία από τις σουλτάνες και ο κυβερνήτης της δεν αναφερόταν στον πασά τής Σίβας [Σεβάστειας].
Η Τοκάτ σε καρτ-ποστάλ εποχής
Τα κύρια προϊόντα της ήσαν χαλκός, μετάξι και σταμπωτά βαμβακερά υφάσματα. Η γιορτή είχε σταματήσει τις εργασίες τού χυτηρίου χαλκού, αλλά είχαν πρόσβαση σε αυτό μέσω ενός από τα στελέχη του. Επρόκειτο για μικρή εγκατάσταση, όπου οι εργασίες γίνονταν εξ ολοκλήρου με τα χέρια και ήταν απλά σχεδιασμένη για να καθαρίζει τον χαλκό που εξορυσσόταν από τα ορυχεία τού Μαντέν κοντά στο Ντιγιάρμπακιρ. Για τα ορυχεία χαλκού τού Μαντέν, βλέπε πιο κάτω στο βιβλίο, στο άρθρο τού Μπραντ (1836), «Από το Χαρπούτ στο Ντιγιάρμπακιρ και τη Μαλάτεια».
Με ασυνήθιστη εντολή τής κυβέρνησης, αν μπορούσαν να πιστέψουν τον πληροφοριοδότη τους, το μέταλλο δεν επιτρεπόταν να καθαρίζεται εκεί, ούτε αλλού, αλλά έπρεπε να το φέρνουν εδώ, σε απόσταση μεγαλύτερη από 250 μίλια, για να υποστεί τη διαδικασία. Είδαν πολλές ράβδους αυτού τού μετάλλου στο χυτήριο, που έδειχναν σχεδόν τόσο ακάθαρτες, όσο το ίδιο το μετάλλευμα. Όταν καθαριζόταν, το μεγαλύτερο μέρος του μεταφερόταν αλλού για κατεργασία. Όμως μεγάλος αριθμός εργαστηρίων εδώ ασχολούνταν με την κατασκευή χάλκινων λεκανών και διαφόρων άλλων σκευών. Το μετάξι, όπως ο χαλκός, δεν παράγονταν στην Τοκάτ, αλλά το έφερναν σε ακατέργαστη μορφή από την Αμάσεια και άλλα μέρη και εδώ το μετέτρεπαν σε εμπορεύσιμα προϊόντα.
Τοκάτ (Τουρνεφόρ, Διήγηση ενός ταξιδιού στην Ανατολή, 1717)
Tο εργοστάσιο βαμβακερών υφασμάτων έμοιαζε πολύ με εκείνο τής Σμύρνης, εκτός τού ότι ήταν μεγαλύτερο, ενώ, όπως εκείνο, χρησιμοποιούνταν κατά κύριο λόγο για να τυπώνει τα βαμβακερά που χρησιμοποιούνταν στην Τουρκία για μαντήλια και ενδύματα κεφαλής των γυναικών. Κάθε εικόνα τυπωνόταν με το χέρι. Το εμπόριο διεξαγόταν κυρίως με το εσωτερικό, καθώς και με τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Με την Τραπεζούντα δεν είχε καμία σχεδόν επαφή. Οι πιο πλούσιοι από τούς Αρμένιους εμπόρους λεγόταν ότι πλήρωναν φόρους 15.000 γρόσια ετησίως για τις επιχειρήσεις και την περιουσία τους.
Σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη τους, σεβαστό Αρμένιο έμπορο, ο τότε πληθυσμός τής Τοκάτ ήταν 4.000 τουρκικά, 1.350 αρμενικά, 500 ή 600 ελληνικά και 70 εβραϊκά νοικοκυριά. Ένας ιερέας, τον οποίο συνάντησαν στην εκκλησία τού Αγίου Σαρκίς, και που φάνηκε ότι ήταν λογικός άνθρωπος, τούς ενημέρωσε ότι οι Αρμένιοι είχαν 7 εκκλησίες στην πόλη και 30 ιερείς, εκτός από έναν βαρταμπέντ [θεολόγο στα αρμενικά], ο οποίος ήταν ουεκίλ [εκπρόσωπος στα αρμενικά] τού επισκόπου και κήρυττε. Ο ίδιος ο επίσκοπος ζούσε στο μοναστήρι τής Αγίας Άννας, σε απόσταση μιας περίπου ώρας, όπου είχε πέντε βαρταμπέντ. Υπήρχε κι άλλο μοναστήρι τέσσερις ώρες μακριά, αφιερωμένο στον Άγιο Χρυσόστομο, ο τάφος τού οποίου μεταφέρθηκε εκεί από τα Κόμανα όπου πέθανε, όταν η πόλη αυτή κατέστη ακατοίκητη. Οι μόνοι ένοικοί του ήσαν ένας βαρταμπέντ και ένας λαϊκός.
Ο Σμιθ σημειώνει: «Η παράδοση τού ιερέα δεν έρχεται σε αντίθεση με τούς εκκλησιαστικούς ιστορικούς και επίσης επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι η Τοκάτ δεν είναι τα Κόμανα. Ο Σωζομενός και ο Σωκράτης λένε ότι αφού ο Χρυσόστομος είχε εξοριστεί για αρκετό καιρό στην Κωκυσό τής Μικράς Αρμενίας, οι εχθροί του εξασφάλισαν εντολή για τη μεταφορά του ακόμη πιο μακριά, στην Πιτυούντα. Αλλά καθώς οι στρατιώτες εκτελούσαν την εντολή, πέθανε καθ’ οδόν στα Κόμανα. Ύστερα από τριανταπέντε χρόνια, με πρωτοβουλία τού Πρόκλου, μεταφέρθηκαν τα λείψανά του στην Κωνσταντινούπολη».
Ο Σμιθ παραπέμπει στον Σωζομενό που γράφει: «Ο πάπας τής Ρώμης Ιννοκέντιος, όπως είχε γράψει προηγουμένως, θα μελετούσε ένθερμα ότι ο Ιωάννης έπρεπε να αποκατασταθεί, μαζί με τούς επισκόπους που είχαν έρθει κοντά του ως πρεσβευτές από την Ανατολή. Έστειλε πέντε επισκόπους και δύο πρεσβυτέρους τής Εκκλησίας των Ρωμαίων προς τον Ονώριο και τον αυτοκράτορα Αρκάδιο, για να ζητήσουν σύνοδο, καθώς και τον τόπο και χρόνο σύγκλησής της. Εκείνοι όμως στην Κωνσταντινούπολη, που ήσαν θυμωμένοι με τον Ιωάννη, άρχισαν να τον συκοφαντούν, σαν να είχαν γίνει αυτά για προσβολή τής εδώ [Ανατολικής] αυτοκρατορίας. Κι εκείνους που είχαν ενοχλήσει ξένο αυτοκράτορα, φρόντισαν να τούς διώξουν με άτιμο τρόπο. Όμως τον ίδιο τον Ιωάννη, με διάταγμα τού αυτοκράτορα, κατάφεραν να τον μετακινήσουν πιο μακριά, στην πόλη Πιτυούντα. Έφτασαν λοιπόν αμέσως στρατιώτες για να εκτελέσουν το διάταγμα. Λένε επίσης ότι ο Ιωάννης, όταν τον οδηγούσαν οι στρατιώτες, προέβλεψε καθ’ οδόν την ημέρα τού θανάτου του, όταν παρουσιάστηκε σε αυτόν ο μάρτυρας Βασιλίσκος στην πόλη Κόμανα τής Αρμενίας. Σε εκείνο το σημείο, όταν οι δυνάμεις του δεν τού επέτρεψαν να συνεχίσει το ταξίδι, επειδή υπέφερε από πονοκέφαλο και δεν άντεχε τις ακτίνες τού ήλιου, πέθανε από αρρώστια».7
Παραπέμπει επίσης στον Σωκράτη Σχολαστικό που γράφει: «Ο Ιωάννης πέθανε στα Κόμανα του Ευξείνου Πόντου καθ’ οδόν προς την εξορία, στις δεκατέσσερις του μηνός Σεπτεμβρίου, κατά τη διάρκεια της έβδομης θητείας του Ονώριου [στη Δύση] και της δεύτερης του Θεοδόσιου Β’ [στην Ανατολή]. Όπως έχω ήδη πει, ήταν άνδρας στον οποίο το πάθος για εγκράτεια έδινε περισσότερο θυμό παρά συστολή, και λόγω αυτοκυριαρχίας είχε υπερβολική ελευθερία να μιλάει».8
Μέσα στον περίβολο τής εκκλησίας τού Αγίου Σαρκίς βρήκαν αρμενικό γυμνάσιο, το μοναδικό στην πόλη. Ο δάσκαλός του ήταν λαϊκός και άνθρωπος κάποιας ευφυΐας. Καθώς μπήκαν, μια τάξη μαθητών του ασχολούνταν ψάλλοντας προσευχές, ως ένα από τα τακτικά μαθήματά τους, κατά πάσα πιθανότητα προκειμένου να ικανοποιήσουν τις προϋποθέσεις για παρόμοια υπηρεσία στην εκκλησία. Τούς ενημέρωσε ότι είχε 160 μαθητές και ότι τούς δίδασκε ανάγνωση, γραφή και λίγη γραμματική. Το κύριο βιβλίο τους στην τάξη ήταν η έκδοση Βενετίας τής Καινής Διαθήκης στην αρχαία αρμενική. Αργότερα έμαθαν αυτό που για κάποιον λόγο αρνιόταν να τούς πει, ότι δηλαδή τα βιβλία τού τα είχε προσφέρει ο κ. Μπάρκερ, εκπρόσωπος στη Σμύρνη τής Βρετανικής και Διεθνούς Εταιρείας τής Βίβλου. Οι Αρμένιοι εδώ είχαν σειρά μικρότερων σχολείων, αλλά δεν είχαν ποτέ σχολείο για κορίτσια. Ο ιερέας τής εκκλησίας τού Καρασούν Μανούγκ, εκτιμούσε ότι ο συνολικός αριθμός των Αρμενίων στην πόλη που μπορούσαν να διαβάζουν ήταν 600, εκτός από 50 ίσως γυναίκες.
Στον εκτιμώμενο αριθμό Αρμενίων που ήδη αναφέρθηκε, περιλαμβάνονταν 80 παπικές αρμενικές οικογένειες. Ποτέ δεν είχαν εκκλησία, ήσαν πάντοτε υποχρεωμένοι να πληρώνουν τα βαπτιστικά τους και άλλες παρόμοιες αμοιβές στους Αρμένιους κληρικούς, ενώ οι δύο ιερείς οι οποίοι προηγουμένως τούς υπηρετούσαν, εξορίστηκαν όταν οι αδελφοί τους εκδιώχθηκαν από την Κωνσταντινούπολη. Αν και λίγοι, ο αριθμός τους αγκάλιαζε τούς πλουσιότερους εμπόρους και τούς επαινούσε μεγαλόφωνα επειδή, πριν από το γεγονός που μόλις αναφέρθηκε, είχαν σχολείο θηλέων. Οι Έλληνες είχαν μία εκκλησία, αλλά ο Σμιθ δεν την επισκέφτηκε, ούτε είχε καμία επαφή με τούς Εβραίους. Όταν βρίσκονταν στην Τοκάτ, είχαν τη μελαγχολική χαρά να επισκεφτούν τον τάφο τού αιδεσιμότατου Χένρι Μάρτιν, ο οποίος πέθανε σε αυτό το μέρος το 1812, ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν από την Περσία προς την Αγγλία. Τα λείψανά του βρίσκονταν θαμμένα στο εκτεταμένο νεκροταφείο τής αρμενικής εκκλησίας τού Καρασούν Μανούγκ και καλύπτονταν από μνημείο, που χτίστηκε από τον κ. Κλώντιους Τζέιμς Ριτς, αποθανόντα Άγγλο κάτοικο Βαγδάτης. Μια κατάλληλη λατινική επιγραφή ήταν το μόνο που ξεχώριζε τον τάφο του από τούς τάφους των Αρμενίων που κοιμούνταν στο πλευρό του. [Για αντίγραφο αυτής τής επιγραφής και για τα λίγα γεγονότα που μπόρεσε να συλλέξει για τον θάνατό του, ο Σμιθ παραπέμπει τον αναγνώστη στην πρόσφατη τότε έκδοση Βοστώνης των απομνημονευμάτων του Μάρτιν.]
Το όνομα τού τόπου όπου ο μακαρίτης Μάρτιν έκλεισε τη σύντομη αλλά διακεκριμένη του σταδιοδρομία επίγειας χρησιμότητας, ήταν ήδη γνωστό στους φίλους των ιεραποστολών, ενώ αυτό το μελαγχολικό γεγονός είχε ρίξει πάνω του όχι μικρό βαθμό ενδιαφέροντος. Συνιστώντας το λοιπόν ως το καλύτερο μέρος για ιεραποστολικό σταθμό από εκείνα που επισκέφθηκαν στη Μικρή Αρμενία, ο Σμιθ δεν παρουσίαζε έναν τόπο εντελώς νέο. Πέρα από τον δικό της αρμενικό πληθυσμό, ο οποίος δεν ήταν μικρός, η Τοκάτ είχε βολική θέση σε σχέση με πολλά άλλα μέρη που περιλάμβαναν πολλά τέτοια άτομα. Στα δυτικά ήταν το Μαρσοβάν [Μερζιφών] και η Αμάσεια, στα βορειοανατολικά η Νικσάρ και στα νοτιοανατολικά η Σίβας, αγκαλιάζοντας, μαζί με την Τοκάτ, 24.000 περίπου Αρμένιους, μέσα σε κύκλο που εκτεινόταν, στην πιο μακρινή κατεύθυνση, όχι περισσότερο από ογδόντα μίλια από το κέντρο αυτό, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη όσοι ήσαν ενδεχομένως διασκορπισμένοι σε χωριά. Δεν εξακρίβωσαν από έρευνα αν υπήρχαν πολλοί εγκατεστημένοι έτσι, αλλά έπρεπε να περιμένουν να τούς βρουν σε αυτή την υιοθετημένη πατρίδα τους, όχι μόνο με τον μεταναστευτικό και ξένο χαρακτήρα των εμπόρων και των μηχανικών στις πόλεις, αλλά και με εκείνον των αγροτών, που καλλιεργούσαν το έδαφος σαν να ήταν το σπίτι τού έθνους τους. Με μια λέξη, η Τοκάτ ήταν το σημείο που έπρεπε να επιλεγεί ως κέντρο των δραστηριοτήτων για τούς Αρμένιους τής δεύτερης Αρμενίας, όπως η Καισάρεια ήταν κατά πάσα πιθανότητα για εκείνους τής πρώτης και τής τρίτης Αρμενίας και η Ταρσός για εκείνους τής Κιλικίας. Ως δεύτερη Αρμενία ο Σμιθ εννοεί τη Μικρή Αρμενία, στην οποία αναφερθήκαμε λίγο πιο πάνω. Πρώτη ή Μείζων ή Μεγάλη Αρμενία, στην οποία επίσης αναφερθήκαμε, είναι η περιοχή νότια και ανατολικά τού Δυτικού Ευφράτη (Καρασού). Τρίτη Αρμενία είναι η περιοχή δυτικά τής Πρώτης ή Μεγάλης Αρμενίας, δυτικά δηλαδή τού Ευφράτη. Τέλος η Κιλίκια Αρμενία γύρω από την Ταρσό δημιουργήθηκε από δύο νέα κύματα μετανάστευσης των Αρμενίων, ως αποτέλεσμα τής επίσημης προσάρτησης τής Μεγάλης Αρμενίας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1045 και τής κατάκτησής της από τους Σελτζούκους 26 χρόνια αργότερα (1071).
Ήταν αμφισβητήσιμο κατά πόσον το κλίμα της θα αποδεικνυόταν υγιεινό. Ήταν ζεστή το καλοκαίρι και τούς πιο ζεστούς μήνες ο διαλείπων πυρετός δεν ήταν ασυνήθιστος, αλλά τούς είχαν διαβεβαιώσει ότι δεν υπήρχαν περισσότερες από δέκα μέρες τον χρόνο με υψηλότερη θερμοκρασία από εκείνη που είχαν τη μέρα που έφτασαν, καθώς και ότι η νόσος αποφευγόταν πολύ εύκολα, με προσοχή στη διατροφή και με άλλες κοινές προφυλάξεις. Ήταν επίσης πιθανό ότι ο ιεραπόστολος θα βρισκόταν στην αρχή να προσελκύει ανεπιθύμητο βαθμό περιέργειας και ίσως αντιμετώπιζε κάποιες προσβολές. Γιατί οι άνθρωποι δεν ήσαν καθόλου εξοικειωμένοι με τη συγκατοίκηση με Ευρωπαίους, ενώ δεν θα υπήρχε προξενική προστασία διαθέσιμη. Παρ’ όλα αυτά, οι κάτοικοι τής Τοκάτ δεν ήσαν χειρότεροι από εκείνους άλλων τόπων στο εσωτερικό τής Τουρκίας. Άλλωστε δεν θα προχωρούσαν άραγε ποτέ μακρύτερα από την ακτή, από εκεί όπου μπορούσαν να δουν το καπέλο Ευρωπαίου ή από εκεί όπου μπορούσε να φτάσει ο βραχίονας προξένου; Η ευρωπαϊκή κοινωνία και προστασία ήσαν βεβαίως επιθυμητές, ενώ, όταν τα άλλα πράγματα ήσαν ίσα, έπρεπε να επιλέγονται πρώτα εκείνα τα μέρη, όπου μπορούσε κανείς να τις απολαύσει. Όταν όμως κατέληγαν να τις θεωρούν ουσιαστικά απαραίτητες, ξεχνούσαν τη σημαντική δήλωση, ότι «καλύτερα να ελπίζει κανείς στον Κύριο, παρά να έχει το θάρρος του πάνω σε άρχοντες».9
Καθώς η Σίβας, ένα από τα μέρη που θα μπορούσαν να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα ιεραποστόλου που θα στάθμευε στην Τοκάτ, δεν βρισκόταν στη διαδρομή που ακολουθούσαν, ας επιτραπεί στον Σμιθ να πει εδώ δυο λόγια γι’ αυτήν. Το όνομά της, όταν ο Μιθριδάτης την έκανε βασιλική του κατοικία, ήταν Κάβειρα [τώρα πια γνωρίζουμε ότι τα Κάβειρα τού Μιθριδάτη δεν ήταν η Σεβάστεια αλλά η Νεοκαισάρεια]. Το όνομα Σεβάστεια τής δόθηκε από τον κατακτητή της και αυτό είχε μετατραπεί από τουρκική άγνοια σε Σίβας.
[Ύστερα από τη διάχυση τής ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού στη Μικρά Ασία και την Ανατολή μετά τις κατακτήσεις τού Αλέξανδρου, οι Ρωμαίοι που ακολούθησαν, βρήκαν εκεί ελληνικούς και εξελληνισμένους πληθυσμούς, με αποτέλεσμα, σε αντίθεση με τη Δύση, να ονοματοδοτούν τις πόλεις με ελληνικά και όχι λατινικά ονόματα. Σεβαστός είναι η ελληνική απόδοση τής λατινικής λέξης Αύγουστος. Αν η Σεβάστεια βρισκόταν στη Δύση, οι Ρωμαίοι θα την είχαν ονομάσει Αουγκούστα. Αντίστοιχα, όπως στη Δύση, θα είχαν ονομάσει Βικτόρια τις διάφορες Νικοπόλεις (τού Πόντου, τού Δούναβη, τού Άκτιου κλπ.). Το λατινικό όμως όνομα δεν θα σήμαινε τίποτε για τους ελληνικούς ή εξελληνισμένους πληθυσμούς και έτσι προτίμησαν κατά κανόνα την ελληνική του απόδοση].
Οι Αρμένιοι θεωρούσαν τη Σίβας πρωτεύουσα τής δεύτερης Αρμενίας και όπως είχαν ήδη δει, ο Αρτζρούνι βασιλιάς Σενεκερίμ, το 1021 μ. Χ., μετέφερε τον τόπο διαμονής του εκεί από το Βασπουράκαν [την επαρχία τής Μεγάλης Αρμενίας γύρω από τη λίμνη Βαν], μαζί με μεγάλο μέρος των υπηκόων του. Οι απόγονοί του εξαφανίστηκαν το 1080 μ. Χ. [ο Σμιθ παραπέμπει εδώ στον Chamchean, σελ. 5, στήλη 18] και ο τόπος σύντομα έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Όταν την κατέλαβε ο Ταμερλάνος, είχε, λεγόταν, 120.000 κατοίκους, όπου όλοι σχεδόν σφαγιάστηκαν με την πιο βάρβαρη σκληρότητα. [Ο Σμιθ παραπέμπει εδώ στον Chamchean, σελ. 7, στήλη 1.]
Ας δούμε τι γράφει και ο ιστορικός Δούκας:10
«Ο Ταμερλάνος, αφού πέρασε στην Αρμενία, υπέταξε πρώτα το Ερζιντζάν με τον νόμο τού πολέμου και κατέσφαξε όλους τούς αποίκους που είχε εγκαταστήσει εκεί ο Βαγιαζήτ. Ύστερα προχώρησε στη μεγαλούπολη τής Σεβάστειας και την περιχαράκωσε. Ζήτησε να τού παραδώσουν την πόλη, αλλά οι μέσα δεν ενέδωσαν, οπότε την κατέσκαψε από όλες τις πλευρές και την έκανε να στηρίζεται πάνω σε δοκάρια και σανίδες που πατούσαν σε θεμέλια, χωρίς να γνωρίζει κανένας από τούς μέσα εκείνα που γίνονταν εναντίον τους, γιατί οι υπονομευτές είχαν αρχίσει το σκάψιμο πάνω από ένα μίλι μακριά από την πόλη. Η πόλη ήταν χτισμένη από άψητα τούβλα. Τότε έστειλε πάλι μήνυμα στους μέσα λέγοντας: «Αν θέλετε να σωθείτε, παραδώστε την πόλη». Επειδή εκείνοι δεν πείθονταν, αλλά εκτόξευαν χωρίς μέτρο άσεμνες φράσεις, οι άνδρες του έβαλαν φωτιά στα δοκάρια πάνω στα οποία στηριζόταν η πόλη, η οποία γκρεμίστηκε συθέμελα και μπαίνοντας άρχισαν να σφάζουν αλύπητα και να γδύνουν τούς πολίτες. Ο Ταμερλάνος διέταξε να μαζευτούν όλοι οι προύχοντες τής πόλης και πρόσταξε να σκαφτούν λάκκοι σε μέγεθος τάφων και να τούς δέσουν με τρόπο που δεν είχε ποτέ σκεφτεί κανείς από τούς άλλους τυράννους. Λύγιζαν τον αυχένα τους και τον έβαζαν ανάμεσα στα σκέλη τους, μέχρι η μύτη κάθε ταλαίπωρου να φτάσει στον πρωκτό του, οι δε κνήμες και τα γόνατά του να κρέμονται δίπλα σε καθένα από τα αυτιά του. Ο άνθρωπος ριχνόταν στον τάφο σαν σφαιροειδής σκαντζόχοιρος. Βάζοντας σε κάθε μνήμα δέκα ή περισσότερους, δεν το γέμιζαν με χώμα, αλλά αφού το έκλειναν με σανίδες, έριχναν το χώμα από πάνω, ώστε να μην πεθάνουν εύκολα από πνιγμό. Τέτοιο βασανιστήριο επινόησε ο Σκύθης».
Υπό την Οθωμανική κυβέρνηση ήταν εδώ και καιρό πρωτεύουσα τού πασαλικιού τού Ρουμ και ήταν τώρα τόπος διαμονής πασά. Βρισκόταν 18 ώρες νοτιοανατολικά τής Τοκάτ και είχε 800 περίπου αρμενικές οικογένειες, ανάμεσα στις οποίες δεν υπήρχαν παπικοί. Όμως στο χωριό Τουρκάν, μια ώρα μακριά, αυτή η αίρεση αριθμούσε 100 περίπου οικογένειες, που είχαν ανοιχτά εκκλησία. Οι ιερείς τους βρίσκονταν στην εξορία, όπως εκείνοι τής Τοκάτ. Ο Κίνεϊρ λέει ότι η Σίβας ήταν βρώμικη και άσχημα χτισμένη, ενώ οι κάτοικοί της ήσαν τραχείς και αγενείς.
3 Ιουνίου. Έφυγαν από την Τοκάτ σήμερα το πρωί στις οκτώ και αντί να ξαναδιασχίσουν αμέσως το ποτάμι, συνέχισαν κατά μήκος τής νότιας όχθης του για δύο περίπου ώρες, προκειμένου να επισκεφτούν τα ερείπια που εδώ ονομάζονταν κοινώς παλαιά Τοκάτ. Καταλάμβαναν και τις δύο όχθες τού ποταμού, αλλά κυρίως τη βόρεια και ήσαν όλα άτεχνα και σύγχρονα, εκτός από λίγα θεμέλια που έφεραν σημεία γνήσιας αρχαιότητας και ο Σμιθ έτεινε να πιστέψει την αρμενική παράδοση, η οποία θεωρούσε αυτό το σημείο ως χώρο των Ποντικών Κομάνων. [Αναφέραμε ήδη ότι η θέση των Ποντικών Κομάνων έχει προσδιοριστεί 9 χλμ βορειοανατολικά τής Τοκάτ.] Αλλά το ιερό τής Μπελλόνα [τής θεάς τού πολέμου των Ρωμαίων, αντίστοιχη τής Ενυούς των Ελλήνων, συντρόφου και ερωμένης τού θεού Άρη] δεν δημιουργούσε πια εδώ την πολυτέλεια και την ασωτία τής Κορίνθου όπως έγραφε ο Στράβων:
«Κατά κάποιο λοιπόν τρόπο η πόλη [τα Κόμανα] είναι μικρή Κόρινθος, γιατί κι εκεί, λόγω τού πλήθους των εταιρών που ήσαν αφιερωμένες στην Αφροδίτη, οι ξένοι προσέρχονταν και συνεόρταζαν σε μεγάλους αριθμούς».11
Ούτε τα λείψανα ή ακόμη και ο τάφος τού Χρυσόστομου προσέλκυαν τώρα εδώ τη συμπάθεια των χριστιανών γι’ αυτόν τον άνδρα που υπέστη διωγμούς. [Η νύξη αυτή λάμβανε ως δεδομένη την ακρίβεια τής τοπικής παράδοσης, αλλά ο Σμιθ δεν έβλεπε κανένα λόγο για τον οποίο τα Κόμανα τής Καππαδοκίας δεν ήσαν ο τόπος τού θανάτου του. Η Κωκυσός (τώρα Γκογκισόν) βρισκόταν στην περιοχή και ήταν τόσο πιθανό ότι πέρασε από εκεί, όσο και από εδώ, στον δρόμο του προς την Πιτυούντα (τώρα Πιτσούντα) στην Κολχίδα.] Κανένας άνθρωπος δεν κατοικούσε στο σημείο και μόνο μερικές πέτρες χωρίς ενδιαφέρον το ξεχώριζαν. Διασχίζοντας τον ποταμό εδώ, προχώρησαν λίγα μίλια ανεβαίνοντας την κοιλάδα του, η οποία ήταν εύφορη και καλλιεργούνταν σημαντικά. Στη συνέχεια, στρέφοντας προς τα αριστερά σε ήπιας κλίσης ύψωμα, κατέβηκαν από την πλευρά θορυβώδους χειμάρρου στην κοιλάδα τής Νικσάρ, μέσα από χαράδρα πυκνά σκιασμένη από βελανιδιές, οξιές, πλατάνια, σφενδαμιές, βάτους, φουντουκιές, άγρια αμπέλια και τριανταφυλλιές. Αν και κάπως ελώδης, ήταν ακόμη πιο εύφορη και όμορφη από εκείνην που είχαν αφήσει. Τη διέσχισαν σχεδόν σε ορθή γωνία και περνώντας το ποτάμι τής Νικσάρ (τον αρχαίο Λύκο) με κακοφτιαγμένο πορθμείο, σταμάτησαν στην πόλη αυτή για τη νύχτα, αν και απείχε 9 μόνο ώρες από την Τοκάτ.
Η Νικσάρ δεν ήταν παρά παραφθορά τής Νεοκαισάρειας, τής πόλης τού Πόντου που ήταν γνωστή ως γενέτειρα τού Γρηγορίου Θαυματουργού. Καταλάμβανε απαλό ύψωμα στους πρόποδες οροσειράς που αποτελούσε το βόρειο όριο τής πεδιάδας. Ένα φρούριο με ισχυρό τείχος και πύλες στεκόταν ακόμη, περιείχε τα παζάρια και τις επιχειρήσεις και αποτελούσε τον πυρήνα τής πόλης. Τα έρημα ερείπια άλλου φρουρίου σε ύψωμα πιο πάνω έριχναν γύρω της αέρα αρχαιότητας, ενώ δάση με συκιές, ροδιές, αχλαδιές, κερασιές, καρυδιές και άλλα οπωροφόρα δένδρα, κρύβοντας τα σπίτια τού κύριου σώματος των κατοίκων της κατά μήκος τής επικλινούς κατωφέρειας πιο κάτω, τής έδιναν πρώτης τάξεως αγροτική γοητεία. Ψηλά στα βόρεια κρεμόταν το βουνό ντυμένο με το φύλλωμα αδιαπέραστου σχεδόν δάσους, ενώ απλωμένη στον νότο βρισκόταν η πεδιάδα, στρωμένη με το χαλί τής πρασινάδας τού ομαλότερου λιβαδιού. Μια άφθονη μπόρα, αμέσως αφού σταμάτησαν, έδωσε στο σύνολο το καλύτερο φινίρισμα φρεσκάδας και ζωής. Με λίγα λόγια, το τοπίο τής Νικσάρ, ενωμένο με εκείνα σε πολλά άλλα παρόμοιου ύφους μέρη τού Πόντου, είχε αποτυπώσει στο μυαλό τού Σμιθ μια εντύπωση αυτής τής χώρας, που θα χρειαζόταν πολύ μικρή βοήθεια από μοναστικές κλίσεις, για να τον παρακινήσει να αναλάβει τη διαμονή του υπό τη σκιά τού Αγίου Βασιλείου στα όμορφα δάση της. Η πόλη είχε 600 τουρκικά, 120 αρμενικά και 20 ελληνικά σπίτια, ενώ σε ξεχωριστό προάστιο υπήρχαν 40 ακόμη ελληνικά σπίτια.
4 Ιουνίου. Ο δρόμος τους από τη Νικσάρ τούς οδήγησε κατευθείαν στην κορυφή τής ψηλότερης κορυφής τού βουνού που υψωνόταν πίσω της. Η κούραση τής ανάβασης είχε ξεχαστεί στις χαρές που τούς περιτριγύριζαν. Κατ’ αρχάς μικρά φαράγγια, δασωμένα με καρυδιές, αγριοκερασιές και άλλα δένδρα, σχημάτιζαν κανάλια για ρυάκια, που κατέβαιναν μουρμουρίζοντας να ποτίσουν την πόλη. Πιο κοντά στην κορυφή δάσος από ψηλές οξιές σκίαζε έδαφος όμορφα κατάσπαρτο με μεγάλη ποικιλία λεπτών λουλουδιών. Η κορυφή υψωνόταν γυμνή πάνω από όλα τα δένδρα και τούς θάμνους, ενώ η ίδια η πρασινάδα τού χλοοτάπητα που την κάλυπτε, εκτός από σημεία όπου σωροί χιονιού που δεν είχε λιώσει καθυστερούσαν ακόμη εδώ κι εκεί, φαινόταν απλώς να προσφέρει φινίρισμα στη γυμνότητά της. Από αυτή την υπερυψωμένη θέση, για να φτάσουν στην οποία χρειάστηκαν τέσσερις ώρες, μπορούσαν να βλέπουν ολόκληρη την περιοχή τού Ίρι και των παραποτάμων του, μέχρι τα χιονισμένα βουνά που την έκλειναν προς νότο. Καθισμένοι κάτω, δίπλα σε πηγή, για να φάνε μια μπουκιά ψωμί, ψήνονταν με ευχαρίστηση στις ακτίνες τού ήλιου, που τώρα ανέβαζε το θερμόμετρο μόνο στους 50°, αν και τούς είχαν τόσο πρόσφατα κάψει στις κοιλάδες πιο κάτω με θερμοκρασία 100° Φαρενάιτ [10° και 38° C αντίστοιχα].
Κατεβαίνοντας μέσα από άλσος πεύκων, τα οποία με την ανεστραμμένη θέση των κλαδιών τους φαίνονταν να δείχνουν το βάρος τού χειμωνιάτικου χιονόνερου και χιονιού, έφτασαν σύντομα σε ανοιχτή και όμορφη περιοχή βοσκής. Επίπεδα λιβάδια και φουσκωμένοι λόφοι, που καλύπτονταν με το καλύτερο γρασίδι, διανθιζόμενοι εδώ κι εκεί με δάση και διασχιζόμενοι από ρυάκια με το πιο καθαρό νερό, φαίνονταν να ζωντανεύουν την ποιητική γοητεία τής ποιμενικής ζωής. Καθώς πλησίαζαν χωριό από κορμούς ξύλων, όπου βρισκόταν ο σταθμός αλλαγής αλόγων, μια αλλόκοτη ομάδα, με αυλό και ταμπούρι, έχοντας επικεφαλής έναν με φορεσιά τρελού, προχωρούσε για να τούς συναντήσει και η φαντασία τους τούς άρπαξε αμέσως για να ολοκληρωθεί η εξαπάτηση, προσθέτοντας στη σκηνή τον Πάνα και τούς Σάτυρους στην πραγματική ζωή, ασχολούμενους με την αγαπημένη τους διασκέδαση. Όμως η ποίηση σύντομα έγινε πρόζα, όταν, μπαίνοντας στο χωριό, βρήκαν ότι ο αρχηγός του, που ετοιμαζόταν να πάρει γυναίκα, κρατούσε γιορτή δεκαπέντε ημερών, και αυτοί οι μουσικοί του, ελπίζοντας να προσθέσουν το δώρο τους στην αμοιβή του, είχαν σταματήσει μια στιγμή να γιορτάζουν τις χαρές του, για να χαιρετήσουν την άφιξή τους.
Το χωριό ονομαζόταν Κιοταλή [σήμερα Τασλουτζά, με προηγούμενο όνομα Κοτανί] και απείχε 8 ώρες από τη Νικσάρ. Τα σπίτια του, που ήσαν λίγα, ήσαν στο στυλ τής καλύτερης αρχιτεκτονικής με κορμούς των Ηνωμένων Πολιτειών, εκτός τού ότι ήσαν καλυμμένα με επίπεδη ταράτσα, η οποία εκτεινόταν σαν στοά αρκετά μέτρα από το σώμα τού κτιρίου, σε κάθε κατεύθυνση. Σε ένα από αυτά τούς δόθηκε το καλύτερο κατάλυμα που είχαν από τότε που έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη. Το δωμάτιο είχε καλό δάπεδο και ήταν όλο νοικοκυρεμένα ταβανιασμένο. Ένα καλό τζάκι, με παραστάδες και εστία από πελεκητή πέτρα και σίδερο (δυστυχώς υπήρχε μόνο ένα), σπάνιο είδος εξοπλισμού στην Τουρκία, πρόσφερε χαρούμενη φωτιά. Ο ταπεινός και ευγενικός οικοδεσπότης τους σύντομα τούς πρόσφερε λιτό δείπνο, ενώ με αντίτιμο εικοσιτρία λεπτά, θα τούς παρείχε ψητό αρνί την επομένη. Δεν υπήρχαν Αρμένιοι στην περιοχή, αλλά ένα χωριό όχι μακρινό είχε 30 ελληνικά σπίτια.
5 Ιουνίου. Ανθισμένες μηλιές και αχλαδιές έδιναν στο πρωινό τους ταξίδι τη γοητεία πρώιμης άνοιξης, ενώ μια περιστασιακή ματιά στις χιονισμένες κορυφές των βουνών Τζανίκ στα αριστερά τους, έδειχνε ότι ο χειμώνας βασίλευε ακόμη, όχι μακριά από αυτούς. Φεύγοντας από την ανοικτή περιοχή βοσκοτόπων ύστερα από τρεις ή τέσσερις ώρες και διασχίζοντας σειρά εξαιρετικά όμορφων γρασιδιών, κλεισμένων μέσα σε άλσος πεύκων, οδηγήθηκαν τελικά στην άνοδο στη στενή ρεματιά τού Μπαγουρσάκ Ντερέσι, ανάμεσα σε θάμνους κεδρομηλιών και οξυάκανθων, σε συνεχές και πυκνό δάσος. Η θέα που αποκαλύφτηκε μπροστά τους, καθώς βγήκαν απροσδόκητα από τη ρεματιά το απόγευμα, τούς αιχμαλώτισε αμετακίνητα με το απερίγραπτο μεγαλείο της.
Βρίσκονταν στην άκρη τού υπερυψωμένου οροπεδίου, στο οποίο είχαν ανέβει χτες. Πολύ πιο κάτω, τόσο που ήταν δυσδιάκριτο, το ποτάμι τής Νικσάρ ελισσόταν μέσα από φαράγγι, τού οποίου οι πλευρές ήσαν ψηλά βουνά. Στέκονταν στην κορυφή ενός από αυτά. Απέναντί τους το ένα βουνό υψωνόταν πάνω από το άλλο, με όλη την τραχύτητα τής ορθοπλαγιάς και τού γκρεμού, μέχρι που οι κορυφές των πιο μακρινών άσπριζαν με χειμωνιάτικα χιόνια. Αυτό το στάδιό τους θα τελείωνε στο κάτω μέρος τής αβύσσου.
Προχώρησαν στον δρόμο τους χωρίς κίνδυνο, αν και όχι χωρίς κούραση, μέχρι το χείλος κατακόρυφου γκρεμού 100 περίπου πόδια πάνω ακριβώς από την πόλη στην οποία θα σταματούσαν. Εδώ χρειαζόταν κάποια προσοχή, προκειμένου να αποφύγουν το σοβαρό ατύχημα να προσγειωθούν στον σταθμό αλλαγής αλόγων πιο γρήγορα απ’ όσο επιθυμούσαν. Τελικά όμως, ύστερα από κατάβαση δυόμιση ωρών, έφτασαν με ασφάλεια στο κάτω μέρος. Το Κογιούλχισαρ, η πόλη που είχαν βρει, απείχε 12 ώρες από το Κιοταλή. Το όνομά της, το οποίο, όπως τούς εξήγησαν, αποτελούσε συναίρεση τού γκιοκγιουζού χισάρ και σήμαινε ουράνιο φρούριο, προερχόταν από παλιό φρούριο που δέσποζε σχεδόν στον ουρανό πάνω από αυτήν. [Το Κογιούλχισαρ ήταν η αρχαία Νικόπολις. Σύμφωνα με τον Στράβωνα: «Εκεί κοντά, στη Μικρή Αρμενία, ο Πομπήιος έκτισε την «πόλη τής νίκης», τη Νικόπολη, η οποία υπάρχει και σήμερα και είναι πολυάνθρωπη».12 ]
Αποτελούνταν από 400 ή 500 τούρκικα σπίτια, τα οποία ήσαν κρυμμένα μέσα σε κήπους οπωροφόρων δένδρων. Τούς είχαν πει ότι θα εύρισκαν εδώ φρούτα τόσο άφθονα όσο στην Αμάσεια, αλλά αποδείχθηκε ότι ήταν παροιμιώδης απλώς φράση, πού σήμαινε μεγάλη γονιμότητα. Κανένα είδος φρούτων δεν ήταν ακόμη ώριμο.
6 Ιουνίου. Καθώς ξεκινούσαν αυτό το πρωί, ο Μεχμέτ τούς ενημέρωσε, με βάση την πληροφόρηση ενός τάταρ που είχε περάσει τη νύχτα έχοντας φύγει πριν πέντε μέρες από την Κωνσταντινούπολη, ότι ένας πρέσβης από τη χώρα τους είχε μόλις γίνει δεκτός με μεγάλες τιμές στην πρωτεύουσα, ενώ πρόσθεσε, σαν να ήταν είδηση που θα τούς έδινε μεγάλη χαρά, ότι ο σουλτάνος τούς είχε χορηγήσει βασιλιά.
Κογιούλχισαρ (Τουρνεφόρ, Διήγηση ενός ταξιδιού στην Ανατολή, 1717)
Από προηγούμενες πληροφορίες κατάλαβαν ότι οι επίτροποί τους είχαν τελικά υπογράψει τη συνθήκη.13 Μερικοί τέτοιοι πόλεμοι, όπως ο τελευταίος με τη Ρωσία, θα έκαναν πέρα την παλιά άποψη, τής οποίας αυτή η γλώσσα αποτελούσε λείψανο, κατά την οποία, όπως πίστευαν ακόμη και τότε σε πολλά μέρη τής Τουρκίας, κάθε ηγεμόνας τής Ευρώπης έπαιρνε το στέμμα του από τον σουλτάνο.14
[Εδώ ο Σμιθ αναφέρεται στον Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο τού 1828-29 που πυροδοτήθηκε από την Ελληνική Επανάσταση. Ο πόλεμος ξέσπασε όταν ο σουλτάνος έκλεισε τα Δαρδανέλλια για τα ρωσικά πλοία, σε αντίποινα για τη συμμετοχή τής Ρωσίας στη Ναυμαχία τού Ναυαρίνου. Στο δυτικό μέτωπο οι Ρώσοι κατέλαβαν προελαύνοντας το Μπουργκάς και το Σλίβεν στη σημερινή Βουλγαρία, καθώς και την Αδριανούπολη (Εντίρνε) στις 31 Ιουλίου 1829, υποχρεώνοντας τον μουσουλμανικό πληθυσμό τής πόλης να τραπεί σε φυγή. Στο ανατολικό μέτωπο ο στρατηγός Πάσκεβιτς προχώρησε στον Καύκασο, νίκησε τούς Τούρκους στη μάχη τού Αχαλτσίκ και κατέλαβε το Καρς και το Ερζερούμ τον Ιούνιο τού 1829. Αντιμέτωπος με απώλειες σε όλα τα μέτωπα, ο σουλτάνος αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη. Η Συνθήκη τής Αδριανούπολης (14 Σεπτεμβρίου 1829) έδινε στη Ρωσία το μεγαλύτερο μέρος τής δυτικής ακτής τής Μαύρης Θάλασσας και τις εκβολές τού Δούναβη. Η Τουρκία αναγνώριζε επίσης τη ρωσική κυριαρχία σε τμήματα τής σημερινής βορειοδυτικής Αρμενίας. Η Σερβία κέρδισε την αυτονομία της και αφέθηκε η Ρωσία να καταλάβει τη Μολδαβία και τη Βλαχία, μέχρι να καταβάλει η Τουρκία μεγάλη αποζημίωση. Η Μολδαβία και η Βλαχία παρέμειναν ρωσικά προτεκτοράτα μέχρι το τέλος τού Κριμαϊκού πολέμου (1853-56)].
Για περισσότερες από επτά ώρες ακολουθούσαν την πορεία τού ποταμού μέχρι τη βαθιά χαράδρα που έχει ήδη περιγραφεί. Ο στριμωγμένος αέρας και οι συγκεντρωμένες ακτίνες τού ήλιου τούς έκαναν να υποφέρουν και πάλι τη ζέστη τής Αμάσειας. Σκοτεινοί και απειλητικοί γκρεμοί κρέμονταν από πάνω τους και φαίνονταν επανειλημμένα, στις ξαφνικές στροφές τής κοιλάδας, ότι έκλειναν κάθε δρόμο και εμπόδιζαν με απροσπέλαστο εμπόδιο, υψωμένο μέχρι τα σύννεφα, τη δυνατότητα εξόδου. Μερικές φορές το μονοπάτι τους προχωρούσε κατά μήκος τού στενού αλλά επίπεδου περιθωρίου τού ποταμού, το οποίο κατά διαστήματα καλλιεργούνταν με βαμβάκι. Άλλες φορές προεξέχουσες αντηρίδες τού βουνού είτε τούς οδηγούσαν αρκετά μέσα στο νερό ή τούς ανάγκαζαν να σκαρφαλώνουν σε στενά και ανυπεράσπιστα μονοπάτια στις όψεις τους, 40 έως 60 πόδια πάνω από αυτό. Σε ένα από αυτά τα επικίνδυνα περάσματα, ένα άλογο αποσκευών σκόνταψε κι έπεσε. Ένας βράχος που προεξείχε, ακριβώς σε εκείνο το σημείο, το έσωσε από πρόνοια, αλλά στην προσπάθειά του να σηκωθεί, έριξε από την πλάτη του την αποσκευή τού Αρμένιου συνοδού τους, που χάθηκε αμέσως από τα μάτια τους στις δίνες τού φουσκωμένου ρέματος. Βγαίνοντας τελικά από αυτό το τρομακτικό πέρασμα, άφησαν το ποτάμι στα δεξιά και έφτασαν σε ανοιχτή περιοχή, που καλυπτόταν με πράσινο γρασίδι και περιβαλλόταν από βουνά άσπρα από το χιόνι. Τα άλογά τους φαίνονταν να απολαμβάνουν την αλλαγή σχεδόν όσο και οι ίδιοι, ενώ περνώντας γρήγορα πάνω από τούς λόφους, σύντομα έφτασαν στο Καράχισαρ, 12 ώρες από το Κογιούλχισαρ.
Το Καράχισαρ βρισκόταν σε ύψωμα, στους πρόποδες σκοτεινού απόκρημνου βράχου που στεφόταν με ερειπωμένο φρούριο. [Καράχισαρ είναι η τουρκική μετάφραση τού ελληνικού ονόματος αυτού τού κάστρου (Μαυρόκαστρον). Η κωμόπολη ονομαζόταν Γαράσαρη από τούς Πόντιους Έλληνες τής ύστερης περιόδου, όνομα που με τη σειρά τού αποτελεί παραφθορά τού τουρκικού Καράχισαρ. Σήμερα ονομάζεται Σέμπιν Καράχισαρ, για να διακρίνεται από το Αφιόν Καράχισαρ στα δυτικά, το αρχαίο Ακροϊνόν.] στην πόλη, σύμφωνα με πληροφοριοδότη, υπήρχαν 1.000 τουρκικά, 550 αρμενικά και 30 ελληνικά σπίτια, ενώ σε χωριό σε απόσταση μιας ώρας, 500 αρμενικά και 70 τουρκικά σπίτια. Ένας άλλος όμως αντέστρεφε τον αριθμό των τουρκικών και αρμενικών σπιτιών στην πόλη, λέγοντας ότι δεν υπήρχαν Έλληνες, ενώ έκανε το χωριό να αποτελείται από 500 αρμενικά και 50 τουρκικά σπίτια. Όλοι, σπίτια και κάτοικοι, φαίνονταν οικτρά φτωχοί και πολλοί από τούς δρόμους ήσαν γεμάτοι σωρούς κοπριάς. Ο σερασκέρης (αρχιστράτηγος) τού ανατολικού τμήματος τού τουρκικού στρατού, ο οποίος υποχώρησε εδώ όταν προέλαυναν οι Ρώσοι, ζούσε τώρα σε βάρος των κατοίκων και δύσκολα θα μπορούσαν να βρουν αρκετά στην αγορά για ένα λιγοστό δείπνο. Προς μεγάλη τους όμως έκπληξη, όταν μπήκε το σίνι (μεγάλος μπακιρένιος δίσκος που χρησιμοποιούνταν στην Τουρκία ως τραπέζι), αντί για τα λίγα πράγματα που είχαν δώσει να μαγειρευτούν, ήταν φορτωμένο με μερικά από τα καλύτερα πιάτα τής Τουρκίας. Η έκπληξή τους μεγάλωσε, όταν έμαθαν ότι ο οικοδεσπότης τους δεν θα έπαιρνε καμία αμοιβή γι’ αυτό, αλλά ότι το πρόσφερε ως πράξη δωρεάν παρεχόμενης φιλοξενίας! Θα ήταν αχάριστο να υποπτευθούν μοχθηρό κίνητρο για τέτοια καλοσύνη, αλλά ήσαν πραγματικά τόσο πολύ έκπληκτοι που ένας ταβερνιάρης τούς έδινε δωρεάν γεύμα στην Τουρκία, όσο θα ήσαν και στην Αμερική. Ο Σμιθ είχε σοβαρές υποψίες ότι ο τάταρ τους, σκεπτόμενος ότι θα κατάπιναν πιο εύκολα, με τη βοήθεια καλού γεύματος, τη συμβουλή που είχε πείσει τον οικοδεσπότη τους να τούς δώσει για τον δρόμο που έπρεπε να πάρουν για την Τραπεζούντα, τον είχε πληρώσει γι’ αυτήν. Σύμφωνα με το συμβόλαιό του, έπρεπε να τούς πάει στο Ερζερούμ μέσω αυτού τού τόπου, πράγμα που όχι μόνο θα επιμήκυνε το ταξίδι κατά έξι ή επτά ημέρες, αλλά δεν συμβιβαζόταν και με τις δεσμεύσεις του απέναντι στους άλλους που βρίσκονταν υπό τη συνοδεία του. Επί αρκετές ημέρες ανέπτυσσε τούς κινδύνους και τις δυσκολίες τού δρόμου και τώρα ο μενζιλτζής ενωνόταν μαζί του και τις περιέγραφε με την πιο γλαφυρή γλώσσα. Τελικά κατέληξαν στο συμπέρασμα να εγκαταλείψουν την εκδρομή, όχι από φόβο για τούς κινδύνους, αλλά επειδή ήσαν πολύ κουρασμένοι για να σκεφτούν να προσθέσουν 200 μίλια στο ταξίδι τους, ενώ ανυπομονούσαν να φτάσουν στο Ερζερούμ πριν φύγουν οι Ρώσοι. [Οι Ρώσοι αποχωρούσαν από τα κατεχόμενα εδάφη σε εφαρμογή των όρων τής Συνθήκης τής Αδριανούπολης (14 Σεπτεμβρίου 1829), η οποία περιγράφηκε σε προηγούμενο σημείο αυτού τού κεφαλαίου.]
Υπήρχε ένας ανεκτά καλός δρόμος από εκεί προς τη Μαύρη Θάλασσα, στα δυτικά τής Τραπεζούντας, διαδρομής μόνο 24 ωρών. Μια διαδρομή αλλαγής αλόγων διακλαδιζόταν επίσης εκεί για Ντιγιάρμπακιρ. Περνούσε από το Άραμπγκιρ και το Μαντέν και αποτελούνταν από 8 στάδια, καθένα μέσης διάρκειας 12 ωρών. [Τη διαδρομή αυτή από Ερζερούμ μέσω Ερζιντζάν και Κεμάχ θα τη δούμε πιο κάτω στην περιγραφή τού Μπραντ] Τον χειμώνα δεν ήταν ανασφαλής.
7 Ιουνίου. Από το Καράχισαρ κατέβηκαν σε ζεστή κοιλάδα, την οποία καταλάμβαναν περιβόλια και οπωροφόρα δένδρα, ενώ ποτιζόταν από μικρό παραπόταμο τού ποταμού τής Νικσάρ. Μια μακρά ανάβαση πιο πέρα τούς έδειξε, ακόμη και τόσο νωρίς, ότι τα άλογά τους δεν θα άντεχαν συνεχή πορεία δεκαέξι ωρών, οι οποίες μεσολαβούσαν μέχρι τον επόμενο σταθμό αλλαγής, ενώ ο τάταρ τους αποθαρρύνθηκε μόνο από τούς Αρμένιους συντρόφους τους στην απόφασή του να διορθώσει αυτή την αδυναμία, παίρνοντας κάποια ξεκούραστα από αγέλη που περνούσε. Αν και τα άφησαν να ξεκουραστούν μία ή δύο ώρες το μεσημέρι σε χορτολιβαδική έκταση, δεν ήσαν σε θέση να τούς μεταφέρουν και τούς ανάγκασαν να περάσουν τη νύχτα στο έρημο ντερμπέντ τού Φουντουκλή-μπελ, όπου έφτασαν στις 7 το βράδυ. Μη περιμένοντας να κοιμηθούν έξω, το πρωί είχαν πάρει προμήθειες μόνο για μεσημεριανό γεύμα και μάλιστα τις μοιράστηκαν με τούς συντρόφους τους που είχαν ξεκινήσει χωρίς το πρωινό τους. Μη βρίσκοντας χωριά στον δρόμο, ο τάταρ τους άρπαξε με τη βία ένα αρνί από κοπάδι κοντά στο οποίο πέρασαν το απόγευμα, αλλά το παράτησε κατ’ απαίτηση τής συντροφιάς, διαμαρτυρόμενος όμως ότι είχε δικαίωμα σε αυτό, γιατί τέτοιο ήταν το έθιμο τής χώρας. Τελικά ένας από τούς σουρτζήδες προμηθεύτηκε ψωμί και γάλα από χωριό τρία ή τέσσερα μίλια μακριά και χόρτασε την πείνα τους. Το σημείο, όπως έμαθαν στη συνέχεια, ήταν στέκι ληστών και ένας άνθρωπος σκοτώθηκε από αυτούς στην περιοχή, την εποχή περίπου που περνούσαν. Αλλά κάποιο είδος θείας πρόνοιας τούς προκάλεσε να κοιμηθούν με ασφάλεια. Αυτό ήταν το όριο τής προέλασης των Ρώσων προς τα δυτικά.
8 Ιουνίου. Ξεκίνησαν στις 2 το πρωί και παγωμένοι και μουδιασμένοι από το κρύο προχώρησαν στο Εϊνέκ, όπου έφτασαν στις πεντέμιση, έχοντας κάνει χτες και σήμερα το πρωί μόνο 16 ώρες. Με τα γύρω χωριά σχημάτιζε σαντζάκι (περιοχή) τού πασαλικιού τού Ερζερούμ, που ονομαζόταν Σεχεράν. Όλα μαζί είχαν 300 περίπου σπίτια, όλα τουρκικά, με την εξαίρεση οκτώ ή δέκα περίπου που κατοικούνται από Έλληνες. Εδώ, καθώς και από εδώ και πέρα στο ταξίδι τους, παρουσιαζόταν σημαντική βελτίωση στην ευγένεια και τον σεβασμό τού τουρκικού πληθυσμού, παρά την προηγούμενη φήμη τους για αγένεια. Αναμφίβολα το σπαθί των Ρώσων τούς είχε διδάξει καλούς τρόπους. Τούς πίστεψαν εύκολα ότι είχαν χιόνι έξι μήνες τον χρόνο, γιατί το θερμόμετρο σήμερα το πρωί έδειχνε 41° Φαρενάιτ [9° C] και δεν φαινόταν κανένα δένδρο για μίλια γύρω, ούτε τίποτε άλλο που θα έσπαγε την παγωμένη επίδραση εκτεταμένων πεδιάδων με αιώνιο χιόνι, από τις οποίες υπήρχε πλήρης θέα τού Γκιαούρ Νταγ, που βρισκόταν σε άμεση γειτνίαση στα βόρεια. Για πιο αποτελεσματική προστασία από τον παγετό, τα σπίτια τους βυθίζονταν υπόγεια. Ήταν η πρώτη τους επαφή με αυτόν τον τρόπο αρχιτεκτονικής, αλλά στη συνέχεια σπάνια συναντούσαν κάποιον διαφορετικό. Το Σεχεράν [σήμερα Σιράν] ήταν το τελευταίο μέρος που αναφερόταν στο ημερολόγιο τού Μάρτιν. Πόσο κουραστικό και επίπονο πρέπει να ήταν το ταξίδι του των 170 μιλίων πάνω από τα βουνά και τις κοιλάδες που μεσολαβούσαν από εδώ μέχρι την Τοκάτ, όπου τερματίστηκαν οι επίγειοι κόποι του!
Από τη θέση αυτή μια διαδρομή αλλαγής αλόγων διακλαδωνόταν προς Τραπεζούντα, ενώ υπήρχαν δύο μόνο στάδια ταξιδιού προς την πόλη, ένα 12 ωρών μέχρι τη Γκουμούσχανε και το άλλο από εκεί 24 ωρών. [Ο Σμιθ ακολούθησε αυτή τη διαδρομή κατά την επιστροφή του από το Ερζερούμ στην Τραπεζούντα, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.] Επίσης από αυτή την περιοχή, όπως τούς είπαν, οι Ρώσοι διείσδυσαν μέσα από τα βουνά, ακόμη και μέχρι τα όρια τού πασαλικιού τής Τραπεζούντας, σε απόσταση 18 μιλίων από τη θάλασσα. Αυτά τα βουνά αποτελούσαν κλάδο τού όρους Καύκασος. Αρχικά χώριζαν τη Μινγκρελία από τη Γεωργία. Στο πασαλίκι τού Αχαλτσίκ ονομάζονταν Τσιλντίρ Νταγ και έδιναν το όνομα σε ένα από τα σαντζάκια του. Στη συνέχεια, περνώντας ανάμεσα στο Ερζερούμ και τη νοτιοανατολική γωνιά τής Μαύρης Θάλασσας, έπαιρναν σε αυτή την περιοχή το όνομα Γκιαούρ Νταγ και εκτεινόμενα προς τα δυτικά, ονομάζονταν τελικά Τζανίκ Νταγ στα βορειοδυτικά τού Καράχισαρ.
Από εδώ και πέρα η υπηρεσία αλλαγής αλόγων ήταν εντελώς διαλυμένη από τη ρωσική εισβολή. Σε κάθε πόλη που είχε τέτοια υπηρεσία στην Τουρκία, αριθμός αλόγων που ανήκαν σε άτομο ή εταιρεία υπήρχαν στον σταθμό αλλαγής (μενζίλ) και ήσαν στη διάθεση καθενός που έφερνε εντολή από την κυβέρνηση και πλήρωνε γι’ αυτά. Η καθιερωμένη τιμή, όταν πήγαιναν, ήταν τριάντα παράδες, και, όταν επέστρεφαν, ένα γρόσι την ώρα. Ο μενζιλτζής είχε από κάτω του σουρτζήδες, που λειτουργούσαν ως ιπποκόμοι και, όταν μισθώνονταν άλογα για ένα ταξίδι, τα συνόδευαν μέχρι τον επόμενο σταθμό αλλαγής, για να τα φέρουν πίσω. Το όνομά τους, που σημαίνει κάποιον που σύρει, προερχόταν από το γεγονός ότι μέρος τής δουλειάς τους ήταν να οδηγούν φορτωμένα άλογα. Όταν τα άλογα τού σταθμού αλλαγής δεν επαρκούσαν, το μενζίλ–εμρί τού ταξιδιώτη, όπως ονομαζόταν η εντολή για άλογα, υποχρέωνε τις αρχές τού τόπου να θέσουν στην υπηρεσία του τα άλογα των κατοίκων με την ίδια τιμή. Καθώς αυτό το σύστημα προβλεπόταν μόνο για ταξίδια, όχι και για τη μεταφορά επιστολών, ήταν ατελές χωρίς την ξεχωριστή λειτουργία των τάταρ, που ήσαν οι επίσημοι αγγελιοφόροι. Μερικοί από αυτούς βρίσκονταν κάτω από κάθε πασά και όποιος τούς πλήρωνε αυτά που ζητούσαν, μπορούσε να τούς χρησιμοποιήσει ως ταχεία μεταφορά. Ήσαν αξιωματούχοι υψηλού βαθμού και εκείνοι που ταξίδευαν με άλογα σταθμών αλλαγής έπαιρναν κατά κανόνα έναν, για να γίνονται σεβαστοί και να επισπεύδεται το ταξίδι τους. Αλλά εδώ οι οθωμανικοί θεσμοί είχαν σταματήσει, οι σταθμοί αλλαγής είχαν απογυμνωθεί από τα άλογά τους, το μενζίλ–εμρί είχε πάψει να λαμβάνεται υπόψη, ενώ τον ίδιο τον τάταρ δεν τον φοβούνταν πια. Όμως, με ωραία λόγια και υποσχέσεις, κατάφερνε να παίρνει άλογα, τουλάχιστον αρκετά, και προχωρούσαν.
Σταδιακή κάθοδος τούς οδήγησε από το ψηλό ορεινό έδαφος τού Σεχεράν σε φαρδιά και ανοιχτή πεδιάδα, όπου βρήκαν τον σταθμό αλλαγής αλόγων στο μικρό χωριό Γκέρμερι [σήμερα ονομάζεται Ακσογούτ και βρίσκεται κοντά στο Κελκίτ], στο τέλος σταδίου 6 ωρών. Βρισκόταν πάνω σε ρέμα κάποιου μεγέθους, τού οποίου τα νερά περνούσαν από τη Νικσάρ και το οποίο ήταν ίσως ο κύριος κλάδος τού ποταμού που έφερε αυτό το όνομα. [Ο ποταμός τής Νικσάρ είναι ο Λύκος τής αρχαιότητας και σημερινός Κελκίτ, που συμβάλλει με τον ποταμό Ίρι (Γεσίλ Ιρμάκ) βόρεια τής Αμάσειας.] Μια σειρά από χωριά εμφανίστηκε στην πεδιάδα, ενώ τούς διαβεβαίωσαν ότι υπήρχαν 60 στο σαντζάκι, έχοντας συνολικά 1.000 περίπου σπίτια, σε κανένα από τα οποία δεν κατοικούσαν ραγιάδες [μη μουσουλμάνοι φορολογούμενοι]. Το σαντζάκι έπαιρνε το όνομα Τσιφτλίκ από την κύρια κωμόπολη, που απείχε μισή περίπου ώρα και ονομαζόταν Κερκ Ιντ Τσιφτλίκ ή Μπας Τσιφτλίκ ή απλά Τσιφτλίκ. [Πρόκειται για την κωμόπολη που ονομάζεται σήμερα Κελκίτ και απέχει 117 χλμ. από το Σέμπιν Καράχισαρ (στα δυτικά) και 162 χλμ. από το Άσκαλε (στα ανατολικά)].
9 Ιουνίου. Αμέσως μόλις ξεκίνησαν, πέρασαν μέσα από το Τσιφτλίκ. Αντί για απλή αγροικία, όπως υποδεικνύει το όνομά του, ήταν πόλη-αγορά κάποιου μεγέθους. Ευρισκόμενη σε χαμηλό επίπεδο μεγάλης γονιμότητας, όχι μακριά από τον ποταμό, περιβαλλόταν από κήπους, ενώ τα σπίτια της, χτισμένα από πέτρα, υψώνονταν καλά πάνω από το έδαφος. Περνώντας έξω από την πεδιάδα στις όχθες τού ποταμού, τον ακολούθησαν μέχρι την πέμπτη ώρα από το Γκέρμερι και στη συνέχεια τον άφησαν να κατεβαίνει από χιονισμένο βουνό στα νότια. Ο τάταρ τους, όταν έστριψαν αριστερά, τούς σταμάτησε στην είσοδο δασωμένου φαραγγιού και έβαλε σφαίρες στα πιστόλια τους, λέγοντας ότι υπήρχαν τέσσερα σημεία από εδώ μέχρι το Ερζερούμ, που ήσαν επικίνδυνα για ληστές, στο πρώτο από τα οποία έμπαιναν ήδη. Προχώρησαν όμως χωρίς απρόοπτα, εκτός από την έντονη κλίση τής ανάβασης προς γυμνή κορυφή, στην οποία ένας σωρός χιονιού υπέμενε ακόμη τον ήλιο τού καλοκαιριού. Εδώ το βουνό, που μόλις αναφέρθηκε, βρισκόταν κοντά και σε πλήρη θέα. Λεγόταν Τσιμάν Νταγ (καταπράσινο βουνό). Σε όλη τη διαδρομή από τη Νικσάρ, η ίδια οροσειρά εμφανιζόταν κατά καιρούς νότια ακριβώς τού ποταμού. Το ποτάμι ξεκινούσε εδώ, από το ακραίο και πιο υπερυψωμένο τμήμα του, επιβεβαιώνοντας αυτό που λέει ο Στράβων για τον Λύκο ότι πηγάζει από την Αρμενία: «[Η Φανάροια] δημιουργεί κοιλάδα αξιόλογου μήκους και πλάτους, που διασχίζεται από τον Λύκο ποταμό, ο οποίος πηγάζει από την Αρμενία, καθώς και από τον Ίρι ποταμό, που πηγάζει από τα στενά περάσματα κοντά στην Αμάσεια».15
Από την άλλη πλευρά τού βουνού βρισκόταν το Ερζιντζάν, 12 ώρες από το Γκέρμερι. Ήταν σημαντική πόλη τής αρχαίας κυρίως Αρμενίας, πάνω στη δυτική όχθη τού Ευφράτη, στη συμβολή αυτού τού ποταμού με τον Καΐλ.16 Τώρα ήταν η πρωτεύουσα ομώνυμου σαντζακιού, που ανήκε στο πασαλίκι τού Ερζερούμ. Ο πασάς τού Ερζερούμ διέφυγε προς τα εκεί όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν την πρωτεύουσά του, ενώ ήταν ακόμη εκεί όταν πέρασαν, χωρίς να έχει ποτέ ενοχληθεί από τον εχθρό.
Στις μικρές πράσινες κοιλάδες από κάτω τους υπήρχαν μερικές μαύρες σκηνές Κούρδων, που έβοσκαν τα κοπάδια τους. Ενώ όλοι σχεδόν οι ταξιδιώτες πριν από εκείνους είχαν συναντήσει Τουρκομάνους ή Κούρδους σε όλη τη Μικρά Ασία, αυτοί, στο άκρο σχεδόν εκείνης τής χώρας, ήσαν οι πρώτοι νομάδες οποιασδήποτε φυλής που είχαν δει να κατασκηνώνουν. Κατεβαίνοντας σε μία από αυτές τις κοιλάδες, σταμάτησαν μία ώρα και δείπνησαν με ψητό αρνί στον καθαρό αέρα, κάτω από μπόρα. Καθώς προχωρούσαν, η κοιλάδα άνοιγε σε μεγάλη πεδιάδα, που καλυπτόταν με πλούσια βοσκή, εκτός από σημεία εδώ κι εκεί, όπου μερικοί χωρικοί όργωναν μικρά χωράφια με σιτάρι. Στη μέση της, περίπου 8 ώρες από το Γκέρμερι, εμφανίστηκε πάνω της σε κάποια απόσταση προς τα αριστερά το κεφαλοχώρι τού Λόρι [σήμερα Μπεσπουνάρ], το μόνο που είδαν, ενώ πέρασαν σημαντικό ρέμα που έτρεχε προς αυτή την κατεύθυνση. Περνούσε από τη Μπαϊμπούρτ, χυνόταν στη Μαύρη Θάλασσα και ήταν, χωρίς αμφιβολία, ο κύριος κλάδος τού Τσορούχ. Έτσι η κορυφογραμμή που είχαν μόλις περάσει χώριζε τα νερά τού Ίρι από εκείνα τού Άκαμψι και μπορούσαν τώρα να θεωρούν ότι βρίσκονταν μέσα στα όρια τής κυρίως Αρμενίας. Το τοπίο γύρω ήταν εντελώς αρμενικό, μίγμα γονιμότητας και ψυχρότητας. Πεδιάδες και λόφοι ντυμένοι παρόμοια με το πράσινο γρασίδι, αλλά ούτε δένδρο ή θάμνος να τούς στολίζει. Ακολούθησε πράσινη κορυφογραμμή, που ονομαζόταν Οτλούκμπελι, που είχε εδώ κι εκεί σωρούς χιονιού στην άκρη τού δρόμου τους. Εδώ, ακριβώς στον δρόμο και στην πλευρά του, υπήρχαν αρκετές πηγές μεταλλικού νερού, που έβγαζαν μεγάλες ποσότητες αερίου και εναπόθεταν μεγάλη ποσότητα κίτρινου πετρώδους υλικού. Μια από αυτές, στην κοιλάδα μικρού παραπόταμου τού Ευφράτη που πήγαζε εδώ, είχε προφανώς υψώσει ανάχωμα με τις αποθέσεις της, ύψους εικοσιπέντε σχεδόν ποδιών [8 περίπου μέτρων]. Το νερό όλων ήταν χωρίς άρωμα και είχε γεύση σαν εκείνη των περίφημων νερών τής Σαρατόγκα.
Σταμάτησαν στο Καρακουλάκ [σήμερα Οτλούκμπελι], 12 ώρες από το Γκέρμερι. Στο πρώτο χωριό στην Αρμενία, ήταν πολύ σκόπιμο να τούς εισάγουν πρώτα στα μοναδικά σχεδόν καταλύματα που έβρισκε ο ταξιδιώτης σε αυτή τη χώρα. Κοιμήθηκαν σε στάβλο. Το Καρακουλάκ είχε 40 ή 50 σπίτια, από τα οποία 8 ή 10 περίπου κατοικούνταν από Αρμένιους. Στα γειτονικά χωριά οι Αρμένιοι ήσαν πολυάριθμοι, ενώ σε ορισμένα δεν υπήρχαν Τούρκοι. Είχαν πια αφήσει τα νερά τού Ίρι, είχαν διασχίσει εκείνα τού Τσορούχ και είχαν έρθει σε εκείνα τού Ευφράτη, γιατί ένα μικρό ρυάκι έτρεχε από αυτό το μέρος, κατευθυνόμενο προς εκείνον τον ποταμό.
10 Ιουνίου. Δύο ώρες αφού ξεκίνησαν, άφησαν την κοιλάδα τού Καρακουλάκ και ανέβηκαν σε γυμνή ράχη, που τούς πρόσφερε θλιβερή και χειμερινή θέα προς τα κάτω, με εκτεταμένη μάζα σκοτεινών χιονισμένων βουνών στα νοτιοανατολικά. Βρίσκονταν στη μακρινή πλευρά τού Ευφράτη, στην περιοχή τού Τερτζάν, αρχαίας επαρχίας τής Αρμενίας, που ήταν τώρα σαντζάκι τού πασαλικιού τού Ερζερούμ. Η πρωτεύουσά της, τούς είπαν, ήταν το Κέγε [σήμερα Τερτζάν] και είχε δύο ή τρεις χιλιάδες οικογένειες Αρμενίων. Ο κρύος αέρας που σφύριζε γύρω τους από αυτή την κατεύθυνση, επέσπευσε την κάθοδό τους και στο τέλος τής τέταρτης ώρας διέσχισαν φαράγγι που ονομαζόταν Σεϊτάν Ντερέσι (Κοιλάδα τού Διαβόλου). Η εμφάνιση και η φήμη του αντιστοιχούσε στο όνομά του. Στο σημείο διέλευσης τρεις βαθιές χαράδρες συνέκλιναν και ενώνονταν σε μία. Οι ξαφνικές ελικώσεις τους και οι ψηλές όχθες επικλινών απόκρημνων βράχων, μπορούσαν να κρύψουν ένα στρατό σε ενέδρα, μέχρι να βρεθεί κανείς ανάμεσά του. Και η δυσκολία τής διαδρομής, η οποία ελισσόταν πάνω από βράχια και χαλαρές πέτρες σε σχεδόν κατακόρυφη ανάβαση και στις δύο πλευρές, θα απέκοπτε τη δυνατότητα διαφυγής. Ήταν το τρίτο από τα τέσσερα επικίνδυνα περάσματα, για τα οποία τούς είχε προειδοποιήσει ο τάταρ τους. Και ως απόδειξη ότι οι φόβοι του δεν ήσαν αβάσιμοι, έδειξε τη χωρίς αντίχειρα παλάμη του, που είχε ακρωτηριαστεί εδώ, παλεύοντας με ληστές. Δεν θα τούς χρεώναμε ασυνήθιστη αδυναμία νεύρων αν ομολογούσαμε ότι σταμάτησαν, για μια στιγμή όμως, για να συλλέξουν κάποια περίεργα ορυκτά που βρίσκονταν στον δρόμο και να πάρουν μια βιαστική γουλιά από το διαυγές ρέμα που περνούσε από τον πυθμένα τού φαραγγιού.
Βρέθηκαν αμέσως στο βόρειο παρακλάδι τού Ευφράτη και ύστερα από ιππασία δύο ή τριών ωρών κατά μήκος τής βόρειας όχθης του, σταμάτησαν σε μικρό λιβάδι για να δελεάσουν τα κουρασμένα άλογά τους στο χορτάρι. Αυτό το ποτάμι θεωρούσαν ως κύριο Ευφράτη οι Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς, αλλά οι Αρμένιοι έδιναν αυτή την τιμή στον Μουράτ Τσάι.17 Περικλειόταν εδώ από πληκτικά βουνά, με λίγους μόνο καχεκτικούς κέδρους να καλύπτουν τα γυμνά τους βράχια. Ούτε ένα κατοικούμενο σπίτι δεν εμφανιζόταν κοντά του για περισσότερο από τριάντα μίλια, ενώ περιστασιακοί τάφοι ταξιδιωτών, ένας ή δύο από τούς οποίους ήσαν τάταρ που είχαν δολοφονηθεί από τούς ληστές, διέγειραν άλλα συναισθήματα από εκείνα που θα ήθελε κανείς να νιώσει, όταν έφτανε για πρώτη φορά σε τόσο διάσημο ποτάμι. Ενώ χαλάρωναν κάτω από τα δένδρα τού λιβαδιού τους, μια καταιγίδα πέρασε από πάνω τους και με τις τρομακτικές βροντές της, που αντηχούσαν από βουνό σε βουνό, πρόσθετε φοβερή μεγαλοπρέπεια στο ήδη ζοφερό σκηνικό. Η καθυστέρηση δεν πρόσθεσε αρκετή αντοχή στα άλογά τους, ώστε να μπορέσουν να τούς μεταφέρουν στο στάδιο των 16 ωρών μέχρι το Άσκαλε. Ενώ βρίσκονταν ακόμη σε απόσταση 4 ωρών από αυτό, βρήκαν ότι δεν μπορούσαν να προχωρήσουν πιο πέρα. Η νύχτα πλησίαζε, έβρεχε ραγδαία, δεν είχαν δει κατοικούμενο σπίτι από τότε που ξεκίνησαν το πρωί και δεν ήξεραν αν υπήρχε κανένα πιο κοντά από τον σταθμό αλλαγής αλόγων. Ένας χωρικός τούς πληροφόρησε συνετά ότι θα εύρισκαν χωριό λίγο έξω από τον δρόμο στα αριστερά. Μεταφέροντας τα φορτία τους στα πιο δυνατά άλογα και οδηγώντας τα πιο αδύναμα, κατάφεραν να φτάσουν εκεί πριν νυχτώσει.
Το χωριό τους αποτελούσαν 10 ή 12 τούρκικα σπίτια. Ο Σμιθ δεν κατέγραψε το όνομά του, αλλά διατηρούσε πολύ ξεχωριστή εντύπωση των καταλυμάτων τους. Το συμπέρασμα ήταν ότι θα ήσαν πιο άνετα στο σπίτι ενός ηλικιωμένου κυρίου και κυρίας, παρά στον στάβλο όπου εγκαταστάθηκε η υπόλοιπη παρέα τους. Η περιγραφή του θα δώσει μια ιδέα για τα υπόγεια σπίτια τής Αρμενίας σε γενικές γραμμές, εκτός από το ότι αυτό ήταν από τα μικρότερα και φτωχότερα. Χρειάζεται απλώς να αυξήσει κανείς τον αριθμό και το μέγεθος των δωματίων και θα έχει μια εικόνα για τα καλύτερα, είτε τουρκικά είτε αρμενικά. Φτιαχνόταν σκάβοντας στην πλαγιά λόφου, έτσι ώστε να θάβονται εντελώς σε αυτήν τρεις από τούς τοίχους και να αφήνεται εκτεθειμένο μόνο εκείνο το κομμάτι τού τέταρτου, που θα δεχόταν πόρτα. Στην ταράτσα ριχνόταν χώμα, που αποκαθιστούσε τον λόφο σχεδόν στο αρχικό του σχήμα και έδινε μπροστινή όψη που έμοιαζε με το λαγούμι κάποιου ζώου. Οι τοίχοι του ήσαν από τραχιές στρογγυλές πέτρες. Η ταράτσα του ήταν από ακατέργαστα κλαδιά δένδρων, μαυρισμένα αφού ήσαν σκοπίμως καμένα για να διατηρούνται ή παρεμπιπτόντως καπνισμένα από την καθημερινή φωτιά. Δάπεδό του ήταν το γυμνό έδαφος. Το αποτελούσε ένα μόνο δωμάτιο, δεκαοκτώ ή είκοσι τετραγωνικά πόδια, γύρω στο οποίο ήσαν διάσπαρτα έπιπλα κουζίνας και γαλακτοκομικά εξαρτήματα.
[Τα 18 ή 20 τετραγωνικά πόδια τού Σμιθ είναι επιφάνεια με διαστάσεις 3 επί 6 (ή 4 επί 5) πόδια, δηλαδή 0,9 (ή 1,2) επί 1,8 (ή 1,5) μέτρα. Επομένως πρόκειται για λάθος. Κρίνοντας από όσα περιέχονταν σε αυτόν τον χώρο, σύμφωνα με την περιγραφή που ακολουθεί, ταιριάζει καλύτερα ένα εμβαδόν 180 ή 200 τετραγωνικών ποδιών, δηλαδή 16 ή 18 τετραγωνικών μέτρων.]
Δίπλα σε στύλο υπήρχε ένα τυρί που πιεζόταν ανάμεσα σε δύο πέτρες. Μια τσάντα με γιαούρτι κρεμόταν από σκόρπιο ραβδί, το οποίο συνέβαλλε στη διαμόρφωση τής ταράτσας. Σε άλλο μέρος κρεμόταν κυλινδρική καρδάρα μήκους έξι περίπου ποδιών. Στο κέντρο μια τρύπα στο έδαφος πρόσφερε, όταν θερμαινόταν, την υπηρεσία φούρνου. Σε μια γωνιά ήσαν δύο μοσχάρια. Ο ηλικιωμένος οικοδεσπότης τους, έχοντας ανάψει φωτιά και απλώσει για αυτούς χαλιά και μαξιλάρια, τεντώθηκε και αναφώνησε: «Λα ίλλαχ ίλλα Αλλάχ, Μοχάμεντ ρεσούλ Αλλάχ» (δεν υπάρχει άλλος θεός από τον Αλλάχ, ο Μωάμεθ είναι ο απόστολος τού Αλλάχ), σε τόνο που έδειχνε κάποια αίσθηση τής ματαιότητας τού κόσμου. Άφησε το σπίτι του και όλα τα αποθέματά του εξ ολοκλήρου σε αυτούς για τη νύχτα και εκείνοι, ευγνώμονες ακόμη και για τέτοιου είδους καταλύματα, κοιμήθηκαν καλά.
11 Ιουνίου. Με ποιον άραγε τρόπο θα προχωρούσαν; Είχαν μπορέσει να προμηθευτούν λίγα μόνο ξεκούραστα άλογα στο Γκέρμερι και κανένα στο Καρακουλάκ. Τα περισσότερα από εκείνα που τούς έφεραν εδώ είχαν έρθει από το Σεχεράν. Είχαν εξαντληθεί χτες και ένα πέθανε στον δρόμο. Ήσαν λοιπόν υποχρεωμένοι να τα διώξουν. Σε αυτό το χωριό δεν υπήρχε κανένα. Κατέφυγαν στο μόνο διαθέσιμο μέσο και πήραν κάρα. Όχι τις μεγάλες καλοφτιαγμένες βοϊδάμαξες των Ηνωμένων Πολιτειών. Θα ήσαν άρματα. Το σώμα αυτών των κάρων ήταν ελαφρύ κιγκλίδωμα πάνω σε ξύλα που συνδέονταν μεταξύ τους με τη μορφή οξυγώνιου τρίγωνου, με τη βάση πίσω και την κορυφή στον ζυγό. Οι τροχοί ήσαν μικροί και από ξύλινες σανίδες, σταθερά συνδεδεμένοι σε άξονα από κορμό δένδρου, που περιστρεφόταν μαζί τους. Ο ζυγός ήταν ένα ίσιο ραβδί και αντί για τόξα είχε για κάθε βόδι δύο μπαστούνια, που περνούσαν από αυτό και δένονταν μεταξύ τους κάτω από τον λαιμό με κορδόνι. Ένα στριμμένο καλώδιο από ακατέργαστο δέρμα ήταν η αλυσίδα. Σε πέντε τέτοια οχήματα στοιβάχτηκαν οι ίδιοι και οι αποσκευές τους και ξεκίνησαν. Στον γέρο οικοδεσπότη τους ανήκε το ένα που καταλάμβαναν οι ίδιοι και ευτυχώς πήρε τη γυναίκα του μαζί για βοήθεια. Γιατί τα μικρά θηρία που τούς τραβούσαν ήσαν τόσο ανεπαρκώς εκπαιδευμένα, που και οι δυο τους, πηγαίνοντας μπροστά, χτυπώντας τα και κρατώντας τα πίσω, δύσκολα μπορούσαν να αποτρέψουν ότι θα έσπευδαν όλοι ολοταχώς κάτω από τούς λόφους. Καθώς δεν υπήρχε κανονικός δρόμος, ένα κάρο έχανε κατά καιρούς την ισορροπία του, ενώ το σώμα του, που ελαφρώς μόνο συνδεόταν με τον άξονα, στελνόταν μαζί με το περιεχόμενό του στη λάσπη.
Για να αλλάζουν ζώα συχνά, πήγαιναν από χωριό σε χωριό και σε απόσταση από τον δημόσιο δρόμο και έτσι έβλεπαν περισσότερους ανθρώπους. Φαίνονταν απλοί και καλοπροαίρετοι, ενώ τούς αντιμετώπιζαν ομοιόμορφα με ευγένεια και σεβασμό και δεν επιδείκνυαν καθόλου την υπεροψία τού Τούρκου τής Μικράς Ασίας. Δεν μπορούσαν όμως να αντισταθούν στην εντύπωση ότι ήσαν νωχελικοί, ενώ ήσαν, σύμφωνα με τη δική τους ομολογία, αγράμματοι. Μόνο ο μουλάς και ένας ή δύο άλλοι σε κάθε χωριό μπορούσαν να διαβάζουν. Τα σπίτια τους ήσαν σαν αυτά που περιγράφηκαν ήδη, εκτός από το ότι πολλά ήσαν μεγαλύτερα. Όμως, αντί να τούς βάζουν στο οικογενειακό δωμάτιο, τούς έβαζαν ομοιόμορφα στον στάβλο. Θα περιγραφεί έναν από αυτούς και όταν σταματούν σε χωριό από εδώ και πέρα, χωρίς να το λέμε, πρέπει πάντοτε να γίνεται κατανοητό ότι το κατάλυμά τους ήταν αυτής τής μορφής. Ήταν υπόγειος, όπως τα σπίτια, και ίσως συνδεόταν με πόρτα με το οικογενειακό δωμάτιο τού ιδιοκτήτη του. Σε μία γωνία υπήρχε καμινάδα και μπροστά της τετράγωνος περίβολος που τη διαχώριζε από τον υπόλοιπο στάβλο με χαμηλό κιγκλίδωμα και ήταν ίσως ψηλότερα ένα ή δύο βήματα από αυτόν. Στη μέση αυτού τού χώρου, από την καμινάδα μέχρι την είσοδο μπροστά, ένα δρομάκι ή δίοδος με το πλάτος τής εστίας, οριζόμενο από δύο παράλληλες ράβδους επί τού εδάφους, το χώριζε σε δύο μακρά τμήματα πλάτους ενός κρεβατιού. Σε αυτά απλωνόταν πάνω στο έδαφος σανός ή τσούλι ή χαλί ή ίσως στρώμα, για την υποδοχή των ενοίκων. Η βεράντα ήταν εδώ ανυψωμένη πάνω από τον υπόλοιπο στάβλο, με τη μορφή αψίδας, με πελεκητή ξυλεία, ενώ μια τρύπα στη μέση, μπροστά στο τζάκι, είχε φάρδος τέσσερις έως οκτώ ίντσες και δεχόταν το μόνος φως που έβρισκε τον δρόμο του μέσα στον στάβλο. Έτσι ήταν το καλύτερο τού είδους από αυτά τα καταλύματα. Στα φτωχότερα απουσίαζε το ένα ή το άλλο από τα στοιχεία που χώριζαν τη γωνία τού ταξιδιώτη από τον χώρο των ζώων, ενώ στα πολύ καλύτερα η μεταξύ τους διαίρεση ήταν τόσο πλήρης, ώστε να διαμορφώνονται ξεχωριστές αίθουσες. Αυτή την εποχή, καθώς τα γελάδια ήσαν στο γρασίδι, οι στάβλοι ήσαν άδειοι και καθαροί από κοπριές κι έτσι δεν είχαν δικαίωμα να παραπονούνται για την οσμή ή τις βρωμιές τους.
Ο τάταρ τους βρισκόταν τώρα εντελώς έξω από το στοιχείο του. Το μαστίγιό του μικρή επίδραση ασκούσε στην επιτάχυνση τού ρυθμού των ζώων τους, ενώ ο χωρικός, υπό τη σκέπη τής ρωσικής κυριαρχίας, δεν ήταν τόσο προσεκτικός για το αξίωμά του και το μενζίλ–εμρί του, όσο οι μενζιλτζήδες και σουρτζήδες τής Μικράς Ασίας. Σε αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, με χαρά θα τούς παρακινούσε να αναλάβουν κάποια φανταστική ιδιότητα, που θα επιτάχυνε την πρόοδο τού ταξιδιού τους. Στον δρόμο είχε απλώσει κάθε είδους φήμη που περνούσε από τη φαντασία του, όσον αφορά το αντικείμενο τού ταξιδιού τους. Αλλά η αγαπημένη του, στην οποία ο αριθμός των ατόμων τής ομάδας τους έδινε αληθοφάνεια, ήταν ότι ήσαν έλτσι (πρεσβευτές), που πήγαιναν να κάνουν τούς Ρώσους να εκκενώσουν το Ερζερούμ. Θα ήταν μάταιο να τού απαγορεύσουν τέτοιου είδους ψέματα, γιατί η γλώσσα του ήταν άνομη και δεν μπορούσαν πάντοτε να αντισταθμίσουν τα αποτελέσματά της. Μάλιστα στην Αμάσεια η ψευδής ιδιότητά τους, εν αγνοία τους, προστάτευσε έναν Αρμένιο τής συντροφιάς από την επιβολή φοροεισπράκτορα. Μόλις είχαν κατέβει από τα άλογα στην Τοκάτ, όταν τούς πλησίασαν δύο Αρμένιοι με μεγάλη ευλάβεια και φιλώντας τα χέρια τους, παρακάλεσαν για την παρεμβολή τής διπλωματικής τους αρχής στον κυβερνήτη, για να τούς απαλλάξει από τον κεφαλικό φόρο. Συναντώντας κοντά στο Καράχισαρ ομάδα Κούρδων, των οποίων τις εθνικές ληστρικές συνήθειες η ρωσική αρχή αντιπαθούσε ιδιαιτέρως, ο Μεχμέτ ανακοίνωσε τον υποτιθέμενο σκοπό τους, τούς διέταξε να προσευχηθούν για την επιτυχία τους και στη συνέχεια κορόιδευε τούς γέρους ληστές, καθώς ύψωναν τα χέρια τους και ικέτευαν ολόκαρδα να ήταν πετυχημένο το ταξίδι τους. Αλλά τώρα δεν ήταν πια αστείο. Τούς είπε σοβαρά ότι η εξουσία του είχε σταματήσει και ότι ανήκε στον Σμιθ και τον σύντροφό του, στον χαρακτήρα που τούς είχε διδάξει, να εξαναγκάζουν τούς ανθρώπους με απειλές και με το μαστίγιο, να κάνουν εκείνο που ήθελαν. Οι ίδιοι, φυσικά, δεν μπορούσαν να ανεχθούν την επιβολή ή την αδικία, αλλά διασκέδαζαν βρίσκοντας την εξέλιξη των πραγμάτων τόσο αλλαγμένη από τα πρόσφατα γεγονότα, που στην καρδιά τής Τουρκίας, οι ίδιοι, ως Ευρωπαίοι, είχαν περισσότερη εξουσία πάνω στους Τούρκους, από εκείνη των δικών τους τάταρ.
Πέρασαν από τέσσερα χωριά κατά τη διάρκεια τής ημέρας, καθένα από τα οποία είχε κατά μέσο όρο 50 ή 60 σπίτια, ενώ σε ένα από αυτά κατοικούσαν Αρμένιοι. Στις δώδεκα τη νύχτα διαβήκαν φαρδύ φουσκωμένο ρέμα, με το νερό να μπαίνει στο σώμα των κάρων τους. Στην απέναντι όχθη του σταμάτησαν στο χωριό Εργκανμαζάρ. Εκτός από 20 τουρκικά σπίτια, είχε 40 κατοικούμενα από Αρμενίους, οι οποίοι είχαν εκκλησία και ιερέα, αλλά όχι σχολείο. Τα χωριά στην περιοχή ήσαν επίσης χωρίς σχολεία. Μερικά αγόρια, τούς είπαν, διδάσκονταν από τούς ιερείς τον χειμώνα, αλλά το καλοκαίρι ξεχνούσαν αυτά που είχαν μάθει. Η αναχώρηση των Αρμενίων για τη Γεωργία απορροφούσε τη συζήτηση καθενός χτες και σήμερα. Οι Ρώσοι, οπουδήποτε είχαν βρεθεί, είχαν κάνει απογραφή τού χριστιανικού πληθυσμού και τώρα μετέφεραν το μεγαλύτερο μέρος μαζί τους, στα δικά τους εδάφη. Οι Αρμένιοι αυτού και ενός γειτονικού χωριού αποφάσισαν να πάνε, τότε που ήσαν εκεί, επειδή δεν επιθυμούσαν, όπως έλεγαν, να αφεθούν πίσω μόνοι και είχαν κάποιο φόβο αντεκδίκησης από τούς Τούρκους, όταν θα είχαν φύγει οι Ρώσοι.
12 Ιουνίου. Μπήκαν, σχεδόν αμέσως αφού ξεκίνησαν, στο δυτικό άκρο τής πεδιάδας τού Ερζερούμ. Η επιφάνειά της ήταν εδώ κυματιστή και το χώμα ξερό. Η αβεβαιότητα τού πολέμου και η παρουσία εχθρικού στρατού, σε συνδυασμό με την απομάκρυνση των Αρμενίων, είχαν αποθαρρύνει τη γεωργία και ήταν σχεδόν εντελώς ακαλλιέργητη. Μόνο εδώ κι εκεί φαινόταν ένα μικρό χωράφι σπαρμένο με σιτάρι ή κριθάρι, που ακόμη και τώρα μόλις ξεφύτρωνε από το έδαφος. Τα βουνά γύρω, με την εξαίρεση συχνών γραμμών χιονιού, μερικές από τις οποίες έφθαναν σχεδόν κάτω στην πεδιάδα, ήσαν πράσινα με γρασίδι μέχρι τις κορυφές τους, αλλά, καθώς στερούνταν εντελώς δένδρων ή θάμνων, η όψη τους δεν ήταν γοητευτική για αυτούς. Η πεδιάδα επίσης ήταν εξίσου άδεντρη. Δεν φαινόταν ούτε ένας κήπος, ενώ από τα χωριά, χτισμένα υπόγεια όπως ήσαν, πολύ λίγα φαίνονταν.
Άλλαξαν βόδια, δείπνησαν σε μουσουλμανικό χωριό κοντά στον Ευφράτη και παρατήρησαν τη διαδικασία ετοιμασίας τού καυσίμου αυτής τής χωρίς δάση περιοχής. Στα χτεσινά χωριά η κοπριά τής αγελάδας πετιόταν απλώς από τούς στάβλους και με σωρούς και λάσπη έκανε τούς δρόμους σχεδόν αδιάβατους. Εδώ απλωνόταν στο ξερό έδαφος και πιεζόταν πολύ σε στρώμα βάθους τριών ή τεσσάρων ιντσών [8-10 εκατοστών]. Αφηνόταν σε αυτή την κατάσταση μέχρι να ξεραθεί καλά από τον ήλιο, κοβόταν μετά σε κομμάτια βολικού μεγέθους και ήταν κατάλληλη για τη φωτιά. Με την εξαίρεση λίγων περιοχών όπου υπήρχαν δένδρα, αυτό ήταν το καύσιμο όλων εκείνων των ψυχρών και χειμερινών περιοχών. Με αυτό θερμαίνονταν φούρνοι και μαγειρευόταν φαγητό, ενώ μια πίπα, αναμμένη με πυρακτωμένη κοπριά αγελάδας, πρόσφερε τόση απόλαυση σε έναν ντόπιο, όση αν έπαιρνε τη φλόγα της από το πιο αγνό κάρβουνο.
Βρήκαν χτες τούς χωρικούς απρόθυμους να ορίσουν αντίτιμο για το φαγητό που έφαγαν. Κι εδώ ο οικοδεσπότης τους αρνήθηκε απολύτως να πάρει οτιδήποτε, με το ωραίο πρόσχημα ότι όσα τούς είχε δώσει ήταν πράξη φιλοξενίας, υποδηλώνοντας όμως ότι μπορούσαν να δώσουν στον γιο του κάποιο δικό τους μικρό ενθύμιο, αν ήθελαν. Ο Αρμένιος συνοδός τους, ο οποίος γενικά τακτοποιούσε τούς λογαριασμούς τους, πήρε τα λόγια του τοις μετρητοίς και δεν τού έδωσε τίποτε. Όλοι όμως σύντομα κατάλαβαν αυτόν τον τρόπο συναλλαγής, γιατί δεν βρήκαν κανέναν άλλο μέχρι που έφτασαν ξανά πέρα από το πασαλίκι τού Ερζερούμ, κατά την επιστροφή τους στην Κωνσταντινούπολη. Με αυτόν τον τρόπο, ο οικοδεσπότης θα αφαιρούσε από την ψυχαγωγία των ταξιδιωτών τη δουλοπρεπή εμφάνιση μιας κερδοσκοπικής επιχείρησης. Και ενώ ο ίδιος χρησιμοποιούσε αυτή τη γλώσσα, προόριζε για τον εαυτό του την πίστωση τής πολύ γενναιόδωρης φιλοξενίας. Στην πραγματικότητα όμως, ο ίδιος χρησιμοποιούσε αυτή τη γλώσσα ως έκκληση στη δική τους γενναιοδωρία και ανέμενε να λάβει από αυτήν περισσότερα χρήματα, απ’ όσα αν παρουσίαζε έναν απλό λογαριασμό. Αν τον ρωτούσαν πόσο χρέωνε, θα ένιωθε προσβεβλημένος από την ερώτηση. Η ιδέα τής αποζημίωσης δεν είχε περάσει από το μυαλό του. Αν του έδιναν λιγότερα απ’ όσα περίμενε, θα ένιωθε έκπληξη που ένας τέτοιος άνθρωπος, όπως νόμιζε ότι ήταν ο ταξιδιώτης, θα σκεφτόταν ποτέ να δώσει τόσο μικρό ποσό, δηλώνοντας ότι σίγουρα δεν ήταν ο άνθρωπος που θα το έπαιρνε και αφήνοντάς το και πάλι στα πόδια του.
Τρία ή τέσσερα μίλια από το χωριό διαβήκαν τον Ευφράτη, εκεί όπου είχε πλάτος 60 ή 70 περίπου μέτρα και ήταν τόσο ρηχός, που δεν έμπαινε νερό στα σώματα των κάρων τους. Το σούρουπο ακριβώς έφτασαν στο χωριό Ελίτζα. Εδώ βρήκαν για πρώτη φορά την οπισθοφυλακή τού ρωσικού στρατού. Γιατί τα στρατεύματά τους συγκεντρώνονταν τώρα όλα στην περιοχή τού Ερζερούμ, ετοιμαζόμενα για την αναχώρησή τους, ενώ μέχρι τώρα δεν είχαν δει ούτε έναν Ρώσο. Μόλις τούς είδαν από μακριά, ο τάταρ τους, με έκφραση περιφρόνησης στο πρόσωπό του και δείχνοντας πλήθος μαζεμένο γύρω από καπηλειό με μουσική και χορό, αναφώνησε, «Ορίστε, κοιτάχτε τούς Ρους, μολυσμένη ράτσα!» Ανοιχτό καπηλειό και δημόσιο μεθύσι στην καρδιά τής Τουρκίας! Τι ανίερη εισβολή στα νηφάλια έθιμα τής χώρας! Τι ψευδές και σκανδαλώδες δείγμα χριστιανισμού που επιδεικνυόταν στους εχθρούς του! Αυτές ήσαν οι σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό τού Σμιθ. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσε παρά να αναγνωρίσει τη σκηνή ως πραγματικά ευρωπαϊκή, ενώ αισθάνθηκε προς στιγμή ντροπή για το φράγκικο αίμα του. Άραγε για πόσο ακόμη καιρό η εξαθλίωση τού ποτού θα τούς πρόσφερε δικαιολογημένο λόγο να κοκκινίζουν μπροστά στους οπαδούς τού Μωάμεθ;
Τα νικηφόρα όπλα τής Ρωσίας είχαν κάνει τον Τούρκο και τον ραγιά να αλλάξουν ρόλους. Και ήταν διασκεδαστικό να βλέπουν τον τάταρ τους, καθώς πλησίαζε τον πρώτο φρουρό, να βγάζει την αρματωσιά του και να τη βάζει σε έναν από τούς Αρμένιους συντρόφους τους. Τόσο μεγάλος ήταν ο αποτροπιασμός του για τούς εισβολείς, που θα έπειθε τον Σμιθ και τη συνοδεία του να κοιμηθούν στα χωράφια, αντί να αναζητήσουν καταλύματα στο χωριό. Όμως δεν θα συναινούσαν σε αυτό, οπότε έστειλε έναν άνθρωπο να ενημερώσει για την παρουσία τους τον επικεφαλής αξιωματικό και να ζητήσει δωμάτιο. Στο μεταξύ εξέτασαν τα θερμά λουτρά για τα οποία φημιζόταν αυτό το μέρος. [Ο Κίνεϊρ στο πρώτο μέρος έχει αναφέρει την Ελίτζα, την Ελέγεια τής αρχαιότητας, φημισμένη για τα φυσικά θερμά λουτρά της.] Ήταν απλά ένας ακάλυπτος τοίχος, που περιέκλειε δεξαμενή, από τον πυθμένα τής οποίας ανάβραζε συνεχώς άφθονο νερό από πηγή. Το νερό ήταν αλμυρό και πικρό, ενώ η θερμοκρασία του ήταν περίπου 100° Φαρενάιτ [38° C]. Ο αγγελιοφόρος τους επέστρεψε με την πληροφορία ότι κατ’ εντολή τού αξιωματικού ο αγιάν, ο αρχηγός τού χωριού, τούς είχε ετοιμάσει καταλύματα.
13 Ιουνίου. Επειδή ντρέπονταν να μπουν στο Ερζερούμ πάνω σε βοϊδάμαξες, η παρέα τους αγόρασε μερικά άλογα σήμερα το πρωί και έφτασαν στην πόλη σε δύο περίπου ώρες. Η απόσταση από το Άσκαλε, όπου έπρεπε να είχαν αλλάξει άλογα για τελευταία φορά, ήταν 9 ώρες και ανέβαζε σε 262 ώρες ή 786 περίπου μίλια το ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη.
Εδώ θα αφήσουμε τον Σμιθ, που προχωρά πια μέσα στην Αρμενία και θα τον ξανασυναντήσουμε στο τελευταίο του κεφάλαιο, όταν, έχοντας επιστρέψει στο Ερζερούμ, θα κατευθυνθεί στην Τραπεζούντα και την Κωνσταντινούπολη. Ας δώσουμε όμως μια γενική περιγραφή τής περιήγησης τού Σμιθ, στο κομμάτι της που δεν περιλαμβάνεται στο εδώ βιβλίο. Από το Ερζερούμ προχώρησε ανατολικά στο Χασάνκαλε (Πασινλέρ), στον Αράξη και τη Γέφυρα τού Βοσκού (Τσομπάν Κιοπρού, σήμερα Κιοπρουκιόι), στο Αζάπ (κοντά στο Χορασάν) τής επαρχίας Πάσιν (τής Φασιανής τού Ξενοφώντος) και έφτασε στο Καρς. Περνώντας τον Άρπα Τσάι (τον Άρπασο τού Ξενοφώντος) πήγε στο Γκυουμρί τής ρωσικής Αρμενίας, στο Λόρι, πέρασε στη Γεωργία και έφτασε στην Τιφλίδα. Ξαναμπαίνοντας στην Αρμενία προχώρησε νοτιοδυτικά στη Σούσα (στη διαμφισβητούμενη σήμερα περιοχή τού Ναγκόρνο-Καραμπάχ). Από εκεί κατευθύνθηκε νοτιοδυτικά μέσα από την περιοχή τού Καραμπάχ στο Ναχτσεβάν και ακολουθώντας βορειοδυτικά την κοιλάδα τού Αράξη έφτασε στο Ερεβάν. Από το Ερεβάν προχώρησε δυτικά στο Εχμιατζίν (Βαγασάρπατ), στη μητρόπολη τής Αρμενικής αποστολικής εκκλησίας και επέστρεψε νοτιοανατολικά στο Ναχτσεβάν, πάλι μέσω τής κοιλάδας τού Αράξη. Από το Ναχτσεβάν πέρασε τον Αράξη, προχώρησε στην περσική πόλη Χόι και έφτασε στην Ταμπρίζ, το αστικό κέντρο τής βορειοδυτικής Περσίας. Κατευθύνθηκε δυτικά στο Σαλμάς περνώντας βόρεια τής λίμνης Ουρμία και προχώρησε νότια στην ομώνυμη πόλη, κέντρο των Νεστοριανών χριστιανών. Επέστρεψε στην Ταμπρίζ και κατευθυνόμενος βορειοδυτικά μπήκε και πάλι στα εδάφη τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο Βαγιαζήτ (σήμερα Ντογού Βαγιαζήτ), απ’ όπου κατευθύνθηκε δυτικά στο Ντιγιαντίν, στο Καρά Κιλίσε (αργότερα Καρακιοσέ, σήμερα Αγρί) και τελικά στο Ερζερούμ.
Από το Ερζερούμ στην Τραπεζούντα και την Πόλη (1831)
Η γραμμή των σταθμών αλλαγής αλόγων στα δυτικά τού Ερζερούμ είχε αποκατασταθεί από τότε που ήσαν εδώ την προηγούμενη φορά και επωφελήθηκαν από αυτήν για να προχωρήσουν προς την Τραπεζούντα.76 Με έναν τάταρ να τούς οδηγεί και να τούς προστατεύει, ξεκίνησαν στις τρεις και τέταρτο το απομεσήμερο στις 2 Μαΐου. Αντί να διαβούν τον κλάδο τού Ευφράτη λίγο κάτω από την Ελίτζα, όπως όταν έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη, συνέχισαν να προχωρούν προς τα κάτω στην ανατολική του πλευρά, μερικές φορές στην όχθη του και μερικές φορές σε απόσταση, μέσα από λοφώδη χώρα, μέχρι να φτάσουν σε απόσταση μιας ώρας από το Άσκαλε. Στη συνέχεια, αφού τον διέσχισαν από πέτρινη γέφυρα, εκεί όπου κυλούσε ανάμεσα σε στενές όχθες από τεράστιους βράχους, έφτασαν στον σταθμό αλλαγής αλόγων στο Άσκαλε στη μια και τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα, έχοντας ταξιδέψει εννέα ώρες από την πόλη. Ο δρόμος τους από την Ελίτζα δεν είχε περάσει ούτε από ένα κατοικούμενο σπίτι, ενώ εδώ υπήρχαν μόνο λίγες καλύβες μουσουλμάνων. Οι πρώην Αρμένιοι κάτοικοί τους είχαν μεταναστεύσει με τούς Ρώσους και τίποτε εκτός από ερειπωμένους υπόγειους τοίχους δεν παρέμενε για να σηματοδοτεί τις κατοικίες τους.
3 Μαΐου. Ξεκίνησαν στις επτάμιση το πρωί για να ταξιδέψουν στάδιο 16 ωρών, χωρίς ενδιάμεσο χωριό ή κατοικούμενο σπίτι, από τον ίδιο σχεδόν δρόμο που είχαν ταξιδέψει σε προηγούμενη περίπτωση. Για δώδεκα ώρες μέχρι το Σεϊτάν Ντερέσι τίποτε άξιο καταγραφής δεν παρατηρήθηκε, πέρα από εκείνα που ήδη αναφέρθηκαν όταν έρχονταν προς τα εδώ, εκτός από το ότι οι λίγοι καχεκτικοί κέδροι στις πλαγιές τού βουνού, οι οποίοι τότε φαίνονταν τόσο μικροσκοπικοί, τώρα είχαν αξιοσέβαστο μέγεθος και αποτελούσαν πολύ ευχάριστο θέαμα για το μάτι, γιατί εδώ και μήνες δεν είχαν δει ούτε ένα μη καλλιεργούμενο δένδρο. Σε ολόκληρη τη διαδρομή από την Ταμπρίζ, σε απόσταση μεγαλύτερη από 300 μίλια σε δυτική κατεύθυνση και σχεδόν σε όλο το εύρος τής Αρμενίας, δεν είχαν δει δασικά δένδρα, εκτός από το μικρό σύμπλεγμα πεύκων στη Γέφυρα τού Βοσκού [Τσομπάνκιοπρου ή Κιοπρουκιόι, 57 χλμ ανατολικά τού Ερζερούμ]. Ούτε καν έναν άγριο θάμνο, εκτός από κάποιο μικρό σημείο κοντά στον Μουράτ Τσάι!
Η ζοφερή ρεματιά που μόλις αναφέρθηκε φαινόταν τώρα να αντιστοιχεί ακόμη πιο εύστοχα στο όνομά της, απ’ όσο όταν την είχαν περάσει πριν, ενώ, καθώς έβγαιναν από αυτήν ασφαλείς, η όψη τού τάταρ τους έγινε πιο χαρούμενη και ευχαρίστησε τον Θεό που διέσχισαν το Σεϊτάν Ντερέσι πριν νυχτώσει. Ωστόσο η επίδραση τής ρωσικής εισβολής στην καταστολή τής ληστείας φαινόταν ότι ήταν ακόμη αισθητή, ενώ ήταν γνωστό ότι κανένα ατύχημα δεν είχε συμβεί εδώ ύστερα από αυτό το γεγονός. Υπήρχαν όμως πολλά μέρη στην Τουρκία, τα οποία, έχοντας κάποτε αποκτήσει κακό όνομα, το διατηρούσαν για καιρό και τα φοβούνταν από συνήθεια για χρόνια από τότε που είχαν πάψει να αποτελούν καταφύγια ληστών. Ίσως πολλά χρόνια ασφάλειας δεν θα έσβηναν από αυτό το τρομαχτικό φαράγγι τη φήμη του ως σημείο συνάντησης με τούς γιους τής βίας. Φτάνοντας στο Καρακουλάκ [σήμερα Οτλούκμπελι] στις οκτώμιση το βράδυ, ο τάταρ τούς έβαλε για τη νύχτα σε αρμενικό σταθμό αλλαγής αλόγων, ενώ τούς σύστησε στον μενζιλτζή λέγοντας ότι ήταν και ο ίδιος τσορμπατζής [κυριολεκτικά, αυτός που φτιάχνει σούπα. Μεταφορικά, ο ευκατάστατος, ο νοικοκύρης].
4 Μαΐου. Πέρασαν νωρίς το πρωί πάνω από τα γυμνά βουνά τού Οτλούκμπελι, διάστικτα τώρα με πολλές και βαθιές πλαγιές χιονιού, στην εκτεταμένη πεδιάδα τού Λόρι. Ήταν πιο καλλιεργημένη απ’ όσο όταν την είχαν δει πριν, όπως ήταν και το σύνολο τής περιοχής από το Άσκαλε μέχρι το Τσιφτλίκ [σήμερα Κελκίτ]. Δεν παρατήρησαν άλλες καλλιέργειες εκτός από στάρι. Κατεβαίνοντας από την επόμενη κορυφογραμμή σε πυκνά δασωμένη ρεματιά, το αρχικό κομμάτι τού ποταμού τής Νικσάρ τούς οδήγησε με πολλούς ελιγμούς στην πεδιάδα στο Κερκίντ-Τσιφτλίκ. Τα οπωροφόρα δένδρα γύρω από αυτό μόλις έβγαζαν το νέο φύλλωμά τους. Οι αμυγδαλιές είχαν ανθίσει στην Ταμπρίζ την τελευταία μέρα τού Μαρτίου, αλλά εδώ, στην τουρκική Αρμενία, είδαν για πρώτη φορά κάποια φύλλα να αρχίζουν να εμφανίζονται. Βρήκαν τον σταθμό αλλαγής αλόγων στο Γκέρμερι όταν είχε πια σκοτεινιάσει.
5 Μαΐου. Όταν είχαν περάσει πριν από εδώ, είχαν καταλάβει ότι αυτό το σαντζάκι, καθώς και εκείνο στα δυτικά του, ανήκαν στο πασαλίκι τού Ερζερούμ. Τώρα ήσαν βέβαιοι ότι το Τσιφτλίκ υπαγόταν στον πασά τής Γκουμούσχανε. Τότε επίσης, τα σαντζάκια τού Ερζερούμ λεγόταν ότι ήσαν δώδεκα. Όταν βρέθηκαν για τελευταία φορά στο Ερζερούμ, τούς ενημέρωσαν ότι δεν ήσαν παρά εννέα. Πιθανώς το Τσιφτλίκ και το Σεχεράν [σήμερα Σιράν] είχαν στο μεταξύ περάσει στο πασαλίκι τής Γκουμούσχανε, καθώς ο πασάς της αναφερόταν τώρα σε εκείνον τού Ερζερούμ.
[Έντεκα από τα δώδεκα σαντζάκια που αναφέρθηκαν αρχικά στον Σμιθ ήσαν τα Σεχεράν, Ερζιντζάν, Τσιφτλίκ, Τερτζάν, Μπαϊμπούρτ, Ισπίρ, Τορτούμ, Άνω Πάσιν, Κάτω Πάσιν, Χουνούς και Ερζερούμ. Δεν έμαθε το όνομα τού δωδέκατου. Ο τελευταίος πληροφοριοδότης του, ένας νεαρός άνδρας στην υπηρεσία τού φοροσυλλέκτη, πρόσθεσε ότι στα εννέα σαντζάκια που αποτελούσαν τώρα το πασαλίκι, υπήρχαν 3.800 χωριά.]
Καθώς τα άλογα τού σταθμού αλλαγής (μενζίλ) ήσαν δεσμευμένα σε άλλη υπηρεσία το πρωί, καθυστέρησαν μέχρι τις 4 το απόγευμα, προκειμένου να μπορέσει ο μενζιλτζής να συλλέξει το συμπλήρωμά τους από τα γειτονικά χωριά. Ξεκινώντας εκείνη την ώρα, έστριψαν δεξιά προς τα βουνά τής Γκουμούσχανε, αφήνοντας τον δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη, τον οποίο είχαν ακολουθήσει μέχρι τότε. Επιθυμία τους ήταν να μην έρθουν καθόλου σε αυτόν τον δρόμο, αλλά να πάρουν άλλον, δέκα ή δώδεκα ώρες συντομότερο, μέσω Μπαϊμπούρτ, ενός τόπου τής αρχαίας Αρμενίας που είχε 1.000 περίπου τουρκικές και (μετά τον πόλεμο) 60 αρμενικές οικογένειες. [Ήθελαν δηλαδή να πάρουν τον δρόμο Ερζερούμ-Μπαϊμπούρτ-Γκουμούσχανε, στην αντίστροφη κατεύθυνση από εκείνη που ακολούθησε ο Κίνεϊρ στο πρώτο μέρος αυτού τού βιβλίου.] Δεν τούς το επέτρεψε η έλλειψη αλόγων αλλαγής. Οι Άγγλοι φίλοι τους πήραν αυτή την κατεύθυνση και συνάντησαν χιονισμένο βουνό μεταξύ Ερζερούμ και Μπαϊμπούρτ (πιθανώς συνέχεια τού Οτλούκμπελι), που δεν συγκρινόταν σε δυσκολία με το Γεντίκ Νταγ [συνάντησαν δηλαδή το Κοπ Νταγ]. Υποχρεώθηκαν και πάλι να προχωρήσουν για κάποια απόσταση σε χιόνι που έλιωνε, ενώ πέρασαν μια νύχτα πάνω σε αυτό στην ύπαιθρο.
Ακριβώς στο σημείο όπου μπήκαν στα βουνά, ίσως μια ώρα από το Γκέρμερι, ένα μικρό χωριουδάκι καταλάμβανε ηλιόλουστη γωνιά και τούς γοήτευσε με τα πράσινα παρτέρια του και τούς χαμογελαστούς κήπους. Από εκεί ακολούθησαν απόκρημνη χαράδρα, μέσω αξιοπρεπούς αμαξιτού δρόμου, την προέλευση τού οποίου δεν ήξεραν αν έπρεπε να αποδώσουν στους Ρώσους, οι οποίοι έκαναν εδώ άκαρπη προσπάθεια να διεισδύσουν στη Γκουμούσχανε, ή στους αγρότες, οι οποίοι κατέβαζαν την ξυλεία από τα βουνά με τα κάρα τους. Δύο ώρες από το Γκέρμερι υπήρχε άλλο σημαντικό χωριό, ενώ πιο πέρα τα βουνά άρχιζαν να παρουσιάζουν κωνοφόρα κάποιου μεγέθους και ποικιλία μικρότερων δένδρων. Τελικά ο δρόμος σταματούσε και πέρασαν τις τελευταίες ακτίνες τού λυκόφωτος αναρριχώμενοι σε άγρια και κουραστική ρεματιά, που τούς οδήγησε στην κορυφή ράχης βουνού εξαιρετικά στενής και απότομης. Στο σκοτάδι τής νύχτας, η σχεδόν απότομη κάθοδος προς τα πέρα φαινόταν να οδηγεί σε απύθμενη άβυσσο. Οι περισσότεροι τής ομάδας ξεπέζεψαν αλλά ο Σμιθ, θεωρώντας το άλογό του ασφαλέστερα παπουτσωμένο από τον ίδιο, έμεινε στη θέση του. Δεν κατάλαβαν με ποιον τρόπο ο σουρτζής τους εντόπισε τον δρόμο ή αν πραγματικά τον εντόπισε, γιατί το σκοτάδι ήταν τόσο βαθύ, που δεν φαινόταν μονοπάτι. Όμως, με βοήθεια όχι μικρή από το ίδιο το βάρος τους, βρήκαν τον δρόμο τους γρήγορα προς τα κάτω, πάνω από βράχια και πέτρες, χωρίς ατύχημα για κανέναν.
Προχωρώντας έτσι για μια ώρα ή δύο, αν και όχι πάντοτε με τόσο απότομη κάθοδο, συχνά παρακαλούσαν να έρθει το φως τής ημέρας, για να τούς αποκαλύψει την αγριάδα τού μέρους, την οποία τώρα το σκοτάδι τής νύχτας τούς εμπόδιζε να δουν και να περιγράψουν. Στις εννέα το βράδυ, έξι ώρες από το Γκέρμερι, έφτασαν στο χωριό Πόροντορ [Μπόλοντορ, σήμερα Ουτσκόλ] και το κατάλαβαν για πρώτη φορά όταν βρέθηκαν πάνω σε σπίτι! Αφού σκόνταψαν λίγο πάνω στις ταράτσες, πήραν καταλύματα για τις δύο ή τρεις ώρες που είχαν σκοπό να σταματήσουν. Ούτε άχυρο, τη συνηθισμένη ζωοτροφή, δεν μπορούσαν να βρουν για τα άλογά τους, ενώ, αφού διαπληκτίστηκε για αρκετή ώρα με τον οικοδεσπότη τους, ο σουρτζής δέχτηκε, ως έσχατη λύση, λίγο σανό!
6 Μαΐου. Ξύπνησαν πάλι στη μία και ξεκίνησαν στις τρισήμιση το πρωί. Τα αντικείμενα ήσαν δυσδιάκριτα στο φως τού φεγγαριού και τού χαράματος και ο ηλίθιος σουρτζής τους, αντί να ακολουθεί την επίπεδη κοίτη ενός μικρού ποταμού, κατά μήκος τού οποίου ταξίδευαν, τούς οδήγησε από κατσικόδρομο στην απότομη πλαγιά βουνού, που αποτελούσε μια από τις όχθες του. Το μονοπάτι ήταν επίσης πολύ στενό για να παρέχει σταθερή βάση για τα φορτωμένα άλογα και έχασαν και τα δύο την ισορροπία τους. Το ένα κατρακύλησε κάτω στη μέση τού ρέματος, ενώ το άλλο, αν και δεμένο με το πρώτο, ως συνήθως, από την ουρά, ξέμπλεξε με κάποιον τρόπο και συνεχίζοντας όρθιο στάθηκε στα πόδια του. Το πρώτο συνήλθε επίσης σύντομα, αλλά το φορτίο του, το οποίο αποτελούσαν τα πιο πολύτιμα ρούχα και βιβλία τους, είχε αναποδογυρίσει, ενώ η τσάντα που ήταν χαμηλότερα έγινε μούσκεμα πριν μπορέσει να βγει από το νερό. Αυτό το ρέμα ήταν διαυγές και καθαρό, αλλά ένα παρόμοιο ατύχημα είχε σε προηγούμενη περίπτωση βυθίσει την ίδια τσάντα σε λακκούβα με ζεστή μεταλλική λάσπη. Η υπόθεση είχε σαν αποτέλεσμα να πονά ο σουρτζής κάτω από το μαστίγιο τού τάταρ και τούς καθυστέρησε μία περίπου ώρα.
Είχαν να διασχίσουν δύο κορυφογραμμές το πρωί, καμία από τις οποίες δεν ήταν κατώτερη από εκείνη τής προηγούμενης νύχτας. Το πέρασμα και στις δύο περιπτώσεις πραγματοποιήθηκε ανεβαίνοντας φαράγγι από τη μία πλευρά και κατεβαίνοντας άλλο από την απέναντι. Ανάμεσά τους υπήρχαν κάποιες καλλιέργειες, αλλά δεν φαινόταν χωριό. Οι πλευρές τους ήσαν μάλλον ελάχιστα καλυμμένες με δένδρα, ενώ στη μία υπήρχαν λίγα έλατα. Παρουσίαζαν τα πιο έντονα χαρακτηριστικά ορεινού τοπίου, αλλά, παρά το ύψος τους και την εγγύτητά τους με το Γκιαούρ Νταγ στα δυτικά, ελάχιστο χιόνι υπήρχε πάνω τους. Η τελευταία ρεματιά, από μακρά και σχεδόν ευθεία πορεία, τούς έφερε ξαφνικά στις όχθες μεγάλου ρέματος, τώρα φουσκωμένου πάνω από τις όχθες του, που κυλούσε προς τα αριστερά. Τούς φανέρωσε ότι είχαν ήδη αρχίσει απροετοίμαστοι την κάθοδό τους προς τη Μαύρη Θάλασσα, από τις υπερυψωμένες περιοχές επί των οποίων ταξίδευαν τόσον καιρό, ενώ αντιπροσώπευε το νέο θέαμα χωριών με περιβόλια γύρω τους, που είχαν προσελκύσει την προσοχή τους στη ρεματιά, από την οποία έβγαιναν τώρα.
Η στενή κοιλάδα τού ποταμού, στο σημείο όπου μπήκαν σε αυτήν, φαινόταν σχεδόν σαν παράδεισος. Οι γυμνοί βράχοι των γκρεμών που την περίκλειαν, συγκέντρωναν τις ακτίνες τού ήλιου σε βαθμό που θα μπορούσε αργότερα να γίνει καταπιεστικός, αλλά το πρώτο συναίσθημα για εκείνους, που έρχονταν πρόσφατα από τόσο ψυχρές περιοχές, ήταν σαν ξαφνική μεταφορά από τη ζοφερή ατμόσφαιρα τού Νοέμβριου σε χαμογελαστό πρωινό τού Μαΐου. Στις όχθες τού ρέματος υπήρχε συνεχής σειρά από περιβόλια, γεμάτα με πλούσιες σε ανάπτυξη κερασιές, μηλιές, αχλαδιές, καρυδιές, ροδακινιές, μουριές και άλλα δένδρα, τώρα καλυμμένα με άνθη που γέμιζαν τον αέρα με το άρωμά τους. Ανάμεσά τους υπήρχαν διάσπαρτες πολλές αγροικίες, στις οποίες οι ιδιοκτήτες τους προσελκύονταν τον χειμώνα από την ηπιότητα τού κλίματος αυτής τής μαγευτικής κοιλάδας. Βρίσκονταν τώρα πάνω στον μεγάλο δρόμο από Ερζερούμ μέσω Μπαϊμπούρτ προς Τραπεζούντα, και κάθε μίλι ή δύο τούς έφερνε σε χάνι ή κατάστημα, όπου εκτίθεντο προς πώληση ζωοτροφές, βούτυρο και τυρί, ψωμί και φρούτα. Το ψωμί ήταν μάλιστα πρωτόγονο και μαύρο, αλλά ήταν σε κανονικά καρβέλια, τέτοια που δεν είχαν δει για πολλούς μήνες, ενώ το θέαμα και η γεύση καλοδιατηρημένων μήλων στις 6 Μαΐου ήταν ευχάριστο. Κάθε ίχνος τής αφιλόξενης Αρμενίας και τής Περσίας είχε χαθεί. Δεν πρόσφεραν στον διερχόμενο ταξιδιώτη τέτοιες ανέσεις όπως αυτές, όσο ταπεινές κι αν ήσαν.
Η Γκουμούσχανε βρισκόταν στα αριστερά τού ποταμού, μία περίπου ώρα και ένα τέταρτο χαμηλότερα από το σημείο από το οποίο την είδαν για πρώτη φορά, ενώ δεν φαινόταν από τον κατευθείαν δρόμο. Αφήνοντας την άκρη τού ρέματος, ανέβαινες στο βουνό από καλό δρόμο για μισή ώρα και εύρισκες τα σπίτια της κοντά στην κορυφή, να υψώνονται το ένα πάνω από το άλλο πάνω στις πλευρές φαραγγιού, το οποίο, ακριβώς από κάτω, έστελνε και στις δύο πλευρές εντυπωσιακές προεξοχές κατακόρυφων βράχων. Φαίνονταν σαν να ήσαν πρόβλεψη τής φύσης για την υπεράσπισή της, αλλά ο άνθρωπος δεν τούς είχε εκμεταλλευτεί και δεν φαινόταν ούτε ένα κανόνι, ούτε μια έπαλξη. Έφτασαν στην πόλη στις έντεκα παρά τέταρτο το πρωί, έχοντας διανύσει απόσταση 6 ωρών από το Πόροντορ. Οι παρατηρήσεις τους στη Γκουμούσχανε ήσαν αναγκαστικά περιορισμένες, γιατί έφτασαν πεινασμένοι και νυσταγμένοι, ενώ, στη βιασύνη τους να προχωρήσουν, ήσαν υποχρεωμένοι να αξιοποιήσουν σε φαγητό και ύπνο τις λίγες ώρες τής εκεί παραμονής τους. Έχει ήδη αναφερθεί ότι διοικούνταν, καθώς και η επαρχία τής οποίας ήταν πρωτεύουσα, από πασά με δύο αλογοουρές, ο οποίος υπαγόταν στον πασά τού Ερζερούμ. Μερικοί Αρμένιοι τού τόπου αυτού τούς είχαν πει στο Τσιφτλίκ ότι ο πληθυσμός της αποτελούνταν από 200 ελληνικά, 200 τουρκικά και 500 αρμενικά σπίτια, ενώ ένας παπικός Αρμένιος τής Τραπεζούντας τούς είχε διαβεβαιώσει στο Ερζερούμ ότι από τα 2.000 σπίτια της, 500 ήσαν ελληνικά, 70 αρμενικά, 5-10 παπικών Αρμενίων και τα υπόλοιπα τουρκικά.
Δεν πήραν καμία πληροφορία εδώ για να συμβιβάσουν αυτές τις διαφορές, εκτός από το γεγονός ότι περνώντας μέσα από τα παζάρια, δεν φάνηκαν σχεδόν καθόλου μουσουλμάνοι και άρα έκριναν ότι οι χριστιανοί τούς ξεπερνούσαν κατά πολύ. Πληροφορήθηκαν επίσης ότι οι Έλληνες ήσαν σαφώς η πιο πολυάριθμη ομάδα των χριστιανών και είχαν πέντε εκκλησίες και δικό τους επίσκοπο, ενώ οι Αρμένιοι δεν είχαν παρά μία μόνο εκκλησία και υπάγονταν στον Αρμένιο επίσκοπο Τραπεζούντας. Το πασαλίκι επίσης, λεγόταν ότι ήταν γεμάτο Έλληνες και ίσως γι’ αυτόν τον λόγο το ψηλό βουνό στο πασαλίκι αυτό, το οποίο έχει επανειλημμένα αναφερθεί με το όνομα Γκιαούρ Νταγ, πήρε την παραπάνω ονομασία που σήμαινε βουνό των απίστων. Στη χαράδρα κοντά στην πόλη υπήρχε το περίφημο ορυχείο αργύρου, το οποίο είχε δώσει το όνομά του στη Γκουμούσχανε, που σήμαινε τόπος ασημιού. Τούς δόθηκαν δείγματα τού στερεού μεταλλεύματος, αλλά αργότερα κατάλαβαν ότι έβρισκαν μια σκόνη ή άμμο που ήταν πιο πλούσια. Περιείχε μόλυβδο και άργυρο, αλλά το ποσοστό τού τελευταίου ήταν τόσο μικρό, που σπάνια αναπλήρωνε το κόστος διύλισης. Ορυχεία χαλκού υπήρχαν αλλού, σε κάποια απόσταση από την πόλη. Οι Ρώσοι παρέμειναν εδώ πολύ λίγο. Δεν άφησαν λοιπόν μόνιμα ίχνη ούτε πήραν μαζί τους πολλούς από τούς χριστιανούς κατοίκους.
Ξεκίνησαν και πάλι στις δύο παρά τέταρτο το μεσημέρι και σύντομα βρέθηκαν στις όχθες τού ποταμού. Όσο συνεχίζονταν οι κήποι, το ταξίδι τους ήταν ευχάριστο. Αλλά τελικά η κοιλάδα έγινε πολύ στενή γι’ αυτούς, ενώ οι κατακόρυφοι βράχοι των δύο απέναντι βουνών που τη δημιουργούσαν, πλησίαζαν τόσο κοντά μεταξύ τους, που δεν άφηναν παρά λίγο μόνο χώρο για τη ροή τού ποταμού. Το μονοπάτι τους πότε ελισσόταν σαν κατσικόδρομος πάνω σε βράχους ψηλά στην πλαγιά τού βουνού και πότε σχημάτιζε στενό πάτημα κατά μήκος τής άκρης τού νερού. Το τοπίο ήταν μεγαλειωδέστατο, πέρα από κάθε περιγραφή, αλλά ο φόβος συχνά στερούσε από τον Σμιθ τη δύναμη τού θαυμασμού, καθώς τα μάτια του κοιτούσαν στον πυθμένα τής αβύσσου και τού φανέρωναν πόσο αναπόφευκτα ένα παραπάτημα τού ζώου του θα τον βουτούσε στην αιωνιότητα σε μια στιγμή ή έβλεπαν στιγμιαία (όπως έγινε σε ένα μέρος) το κουφάρι αλόγου, το οποίο, σε παρόμοιο ατύχημα, είχε γκρεμιστεί προς τα κάτω, μέχρι που πιάστηκε και κρεμόταν στον αέρα ανάμεσα σε δύο βράχους που προεξείχαν. Ούτε σκέψη δεν μπορούσε να γίνει ότι θα ταξίδευαν τέτοιο δρόμο στο σκοτάδι κι έτσι σταμάτησαν για τη νύχτα σε χάνι, 5 ώρες από την πόλη.
7 Μαΐου. Η απόσταση από τη Γκουμούσχανε στην Τραπεζούντα ήταν 24 ώρες. Απέμενε φυσικά να ταξιδέψουν άλλες 19, αυτές επίσης με τα ίδια άλογα, γιατί δεν υπήρχε σταθμός αλλαγής στον δρόμο. Ήταν προφανώς αδύνατο να ολοκληρώσουν τη διαδρομή με το φως τής ημέρας, μαζί με τις αποσκευές τους, ενώ εξακολουθούσαν να θεωρούν εξαιρετικά σημαντικό να έφταναν στην Τραπεζούντα το βράδυ. Αποφάσισαν λοιπόν να σπεύσουν οι ίδιοι, αφήνοντας τον Αντόνιο να φέρει τις αποσκευές, όπως μπορούσε. Ξεκίνησαν στις 4 το πρωί και ακολουθούσαν για 3 ώρες το ποτάμι κατά μήκος τού ίδιου πανέμορφου χάσματος, μέσα από κινδύνους εξίσου σταθερούς και με τόση ανησυχία όση και χτες. Στη συνέχεια το άφησαν και εντόπισαν στην πηγή του στα δεξιά, ένα ρέμα-παραπόταμο να διατρέχει χαράδρα με τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά. Σίγουρα δεν θα μπορούσαν ποτέ να ξεχάσουν τα αισθήματα τρομερού μεγαλείου και φοβερού άγχους, τα οποία εντυπώθηκαν στο μυαλό τους και στα νεύρα τους σε ολόκληρη τη διάρκεια τού περάσματός τους από το Χότζα Ντερέσι ή κοιλάδα τού γέρου, στα βουνά τού Πόντου. Ήταν το αριστούργημα τού μεγαλείου τής φύσης ή μάλλον απαράμιλλη επίδειξη τής δύναμης και οικονομίας τού Θεού. Μια μάζα των αιώνιων βουνών σχιζόταν στα δυο, για να αποστραγγίζει τα νερά που διαφορετικά θα μαζεύονταν στον κόρφο τους! Ένα κανάλι αντάξιο τού παντοδύναμου χεριού που το είχε δημιουργήσει! Για απόσταση έξι ή επτά ωρών λίγα μέρη συναντούσαν χωρίς να ακολουθούν στενό μονοπάτι κατά μήκος τής επιφάνειας των γκρεμών, όπου ένα στραβοπάτημα θα γκρέμιζε κάποιον σε φοβερό βάθος και θα τον βύθιζε ως παραμορφωμένο πτώμα στο αφρισμένο ρέμα.
Τέτοια ήταν η επίδραση πάνω στα νεύρα τού Σμιθ (τότε, αναμφίβολα, κάπως αποδυναμωμένα από ασθένεια και κούραση), που πίστευε ότι θα ήταν αδύνατο για εκείνον αμέσως μετά να ταξιδέψει νύχτα, όπως είχαν κάνει συχνά κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού τους, εμπιστευόμενοι εμμέσως την καθοδήγηση ενός σουρτζή και τη σύνεση των αλόγων τους. Αλλά έκριναν κάθε πράγμα συγκριτικά. Οι ντόπιοι εκείνων των βουνών μιλούσαν όλοι γι’ αυτόν ως καλό δρόμο. Και πολύ πιθανόν έπρεπε και ο ίδιος να είχε σχηματίσει καλύτερη άποψη και να είχε δώσει λιγότερο τρομακτική εικόνα του, αν βρισκόταν πάνω σε άλογο δυνατό και με σταθερά πόδια. Μέχρι στιγμής από το Ερζερούμ δεν είχαν ολοκληρώσει ούτε ένα στάδιο, χωρίς κάποιο από τα ζώα τους να εγκαταλείψει, να σκοντάψει, να πέσει και να ξαπλωθεί κάτω και δεν μπορούσε να καθησυχάσει τον φόβο ότι κι αυτά κινδύνευαν ανά πάσα στιγμή με παρόμοιο ατύχημα. Αυτός ήταν ο χειμερινός δρόμος προς την Τραπεζούντα, η διαδρομή δηλαδή στην οποία κατασκευάστηκε αργότερα ο αμαξιτός δρόμος Γκουμούσχανε–Άρδασας-Τραπεζούντας μέσω τού περάσματος τής Ζύγαινας. Τον δρόμο αυτόν ακολούθησε ο Λιντς στην ενότητα 11 αυτού τού βιβλίου. Ένας άλλος περνούσε στα βουνά απέναντι, λίγο πριν από τη Γκουμούσχανε, και ήταν πέντε ή έξι ώρες συντομότερος, αλλά δεν είχε ανοίξει ακόμη λόγω τού χιονιού. Ήταν η διαδρομή που είχε ακολουθήσει ο Κίνεϊρ (και αργότερα ο Χάμιλτον σε αυτό το βιβλίο) από Τραπεζούντα προς Μπαϊμπούρτ και Ερζερούμ. Το ότι δεν ήταν πολύ ασφαλέστερος μπορούσε να συναχθεί από το γεγονός ότι ο τάταρ τους, που τον πήρε στην επιστροφή του, με άλογο ένα καλό δυνατό θηρίο που είχε αγοράσει στην Τραπεζούντα, γλίστρησε κάτω από ένα βουνό και σκοτώθηκε.
Πέρασαν σήμερα το πρωί και χθες πολλές παρέες αγροτών, κυρίως Ελλήνων, που μετακινούνταν, όπως ήταν το έθιμό τους, από τη χειμερινή κατοικία τους στις κοιλάδες χαμηλά, στη θερινή κατοικία τους πάνω στα βουνά. Ήσαν συνήθως ντυμένοι με τα φτωχότερα ρούχα και δεν είχαν σχεδόν καθόλου έπιπλα. Τρεις ώρες από το σημείο όπου άφησαν το μεγάλο ποτάμι, η χαράδρα που ακολουθούσαν τούς οδήγησε, ύστερα από μακρά και κουραστική ανάβαση, στην κορυφή απότομης ράχης, όπου ορισμένα μπαλώματα χιονιού δεν είχαν ακόμη λιώσει. Τέντωσαν το βλέμμα τους προς τον βορρά για να διακρίνουν τη θάλασσα, όπως έκανε και ο Ξενοφών με τούς Μυρίους του, ίσως από αυτό ή από κάποιο γειτονικό ύψωμα. Αλλά, αν και φαντάζονταν ότι έπρεπε να φανεί σε μία κατεύθυνση, δεν εμφανιζόταν τίποτε εκτός από αραιά σύννεφα. Ούτε ένα χωριό δεν υπήρχε κοντά στη διαδρομή τους. Όλα τα πολυάριθμα χάνια που πέρασαν ήσαν ήδη έρημα, με τη γνώση ότι ο άλλος δρόμος θα τραβούσε σε μια ή δύο μέρες την κυκλοφορία από αυτόν, ενώ είχαν ξεκινήσει νηστικοί και άρχιζαν να αισθάνονται τις φωνές τής πείνας. Ύστερα από κατάβαση μιας ή δύο ωρών από την κορυφογραμμή που μόλις αναφέραμε, εφοδιάστηκαν ανεπαρκώς σε ένα ντερμπέντ, το οποίο καταλάμβανε φρουρά ταλαίπωρων, κριθαρένιο ψωμί τού πιο πρωτόγονου και βρώμικου είδους και αποξηραμένο γιαούρτι.
Πέρα, οι ορεινές πλευρές τού φαραγγιού που κατέβαιναν ήσαν καλυμμένες από τη βάση μέχρι την κορυφή με πυκνή και ψηλή ανάπτυξη δασικών δένδρων, μεταξύ των οποίων κυριαρχούσε η οξιά με το αρχοντικό της ύψος και την κομψότητα τού ομαλού κωνικού της κορμού. Η ευγνώμων σκιά τού δάσους, η μυρωδιά των ανθισμένων θάμνων, η μουσική των πουλιών και το κελάρυσμα ενός χειμάρρου που κρυβόταν στο κάτω μέρος τής ρεματιάς, συνδυάζονταν για να εντυπώσουν επάνω τους τόσο βαθιά αίσθηση ομορφιάς, όσο εκείνη που είχαν βιώσει από τα ύψη το πρωί. Ανάμεσα στους ανθισμένους θάμνους, το λουλούδι τής αζαλέας ποντικής αρωμάτιζε όλη την ατμόσφαιρα με την έντονη οσμή του. Από αυτό αναμφίβολα οι μέλισσες έπαιρναν το μέλι που δηλητηρίασε τον στρατό τού Ξενοφώντος. Το ίδιο δηλητηριώδες μέλι ήταν συνηθισμένο πια σε αυτή την περιοχή, προκαλώντας, όταν καταναλωνόταν, κεφαλαλγία, παραλήρημα και εμετό. Ένας ξένος έφαγε λίγο κατά λάθος, με όλες αυτές τις επιδράσεις, λίγες μόνο ημέρες πριν φτάσουν στην Τραπεζούντα. Οι ντόπιοι το εντόπιζαν, τούς είπαν, επειδή ήταν έντονα αρωματισμένο από το άνθος τού θάμνου που μόλις αναφέρθηκε. Ο Σμιθ δεν είχε δει πουθενά αλλού αυτόν τον θάμνο. Έμοιαζε ακριβώς με τον άγριο θάμνο που αποκαλούνταν κοινώς αγιόκλημα στη Νέα Αγγλία, από το οποίο τα παιδιά την άνοιξη λάτρευαν να μαζεύουν και να τρώνε ένα υδαρές υποσάρκωμα, εκτός από το ότι το άνθος του ήταν κίτρινο.
Δέκα ώρες από την Τραπεζούντα το δάσος διαδέχθηκαν καλλιέργειες, ενώ σύντομα πέρασαν το ρέμα, που μόλις αναφέρθηκε, από φυσική γέφυρα, που ονομαζόταν από τούς ντόπιους Γερ Κιοπρούσου ή γήινη γέφυρα. Ήταν αξιοσημείωτη για τον σχηματισμό της. Ακριβώς εκεί όπου ο δρόμος έφτανε σε αυτήν, πηγή μεταλλικού νερού με άφθονο αναβρασμό αερίου έβγαζε μικρή ποσότητα νερού, το σύνολο προφανώς τού οποίου μετατρεπόταν σε πέτρα πριν προχωρήσει δυο μέτρα από την πηγή του. Παρόμοιες εμφανίσεις παρατηρήθηκαν επίσης στη μέση τής γέφυρας, ενώ διατυπώθηκε αμέσως το ερώτημα, μήπως η ίδια η γέφυρα είχε σχηματιστεί από τέτοια διεργασία. Πηδώντας από το άλογό του, κατέβηκε για να έχει σαφή άποψη τού άνω άκρου της. Το ίδιο μεταλλικό υγρό έσταζε σε όλο το μήκος της και είχε σχηματίσει άμορφους σταλακτίτες, οι οποίοι αποτελούσαν την κάτω αψίδα και έφταναν στην επιφάνεια τού νερού. Η γέφυρα εκτεινόταν σε κάποια απόσταση πάνω και κάτω από το ρέμα και, όντας καλυμμένη με χώμα και βλάστηση, ο ταξιδιώτης θα μπορούσε εύκολα να περάσει χωρίς να την προσέξει. Ως επιβεβαίωση μιας τέτοιας θεωρίας τού σχηματισμού της, είδαν κι άλλη, σε κατάσταση σχηματισμού, όχι πολύ πιο κάτω. Παρόμοια πηγή σε ψηλή όχθη έβγαζε το νερό της προς το ποτάμι και με συνεχείς αποθέσεις είχε επεκτείνει ένα βράχο σχεδόν στο μισό τού πλάτους τής ροής. Σε ένα σημείο, μεγάλη μάζα είχε σπάσει από το μη στηριζόμενο βάρος της και είχε πέσει στο ρέμα. Το νερό τής πηγής προφανώς συνέχιζε να αποθέτει το στρώμα του από πετρώδη ύλη, καθώς κατέβαινε στην όχθη, έως ότου, φτάνοντας στο νερό τού ποταμού, αραιωνόταν από αυτό και σταματούσε η διαδικασία. Έτσι παρέμενε πάντοτε ανοιχτό ένα πέρασμα για το ρέμα πιο κάτω, έως ότου ο βράχος επεκτεινόταν αρκετά και στηριζόταν στην απέναντι όχθη.
Το ρέμα συνέχιζε να κυλά, καθώς προχωρούσαν, με την ταχύτητα χειμάρρου που κατεβαίνει από βουνό. Κατακόρυφες προεξοχές βράχων υψώνονταν από τις στενές του όχθες σε μεγάλο ύψος, ενώ στη συνέχεια απότομη ανωφέρεια εκτεινόταν μέχρι την κορυφή τού βουνού και στις δύο πλευρές. Κομψές γέφυρες ενιαίας πέτρινης καμάρας, χτισμένες πάνω του κάθε ένα ή δύο μίλια, διευκόλυναν την επικοινωνία ανάμεσα στις δύο όχθες του. Το μονοπάτι τους γενικά προχωρούσε αρκετά ψηλά κατά μήκος τού βουνού, πάνω από τα βάραθρα, ενώ, αν και ήταν τώρα άγριο από την κακοκαιρία, είχε φτιαχτεί με μόχθο για την Τουρκία. Ο Σμιθ δεν είχε μπορέσει ακόμη να απαλλάξει τα νεύρα του από όλους τούς φόβους, από την επίδραση των εντυπώσεων που είχαν εισπράξει στο Χότζα Ντερέσι, ενώ, αν δεν το είχαν δει ποτέ, εδώ θα μιλούσαν μάλλον για το μεγαλείο τού τοπίου. Οι πλαγιές των απέναντι βουνών ήσαν εκτενώς καλλιεργούμενες και σίγουρα δεν είχαν ποτέ φανταστεί ότι τέτοιες απότομες κατωφέρειες ήταν δυνατό να καλλιεργηθούν. Η κλίση μερικών μπαλωμάτων δεν απείχε πολλές μοίρες από την κατακόρυφο. Πολλά ήσαν προφανώς πάρα πολύ απότομα για να χρησιμοποιούνταν αλέτρι και πρέπει να τα δούλευαν με εργαλεία χειρός. Δεν υπήρχε πουθενά κομμάτι σε πεζούλα. Κι αυτό αποδείκνυε μάλιστα ότι δεν αποτελούσε τόσο μεγάλη υπερβολή, όπως είχαν υποθέσει, εκείνο που τούς είχε πει πιο πριν μουσουλμάνος συνοδοιπόρος τους, ότι οι Λαζ καλλιεργούσαν τα βουνά σχεδόν τόσο κάθετα, που μπορούσαν να στέκονται για να σπείρουν και να δρέψουν καρπούς μόνο δεμένοι στα δένδρα.
Οι καλλιέργειες που είδαν ήσαν σιτάρι και καλαμπόκι, σε ίσες σχεδόν ποσότητες, ενώ το καλαμπόκι το φύτευαν τώρα. Είδαν πολύ ψωμί φτιαγμένο από αυτό στην Τραπεζούντα, ενώ ήταν γνωστό ότι το καλαμποκίσιο ήταν σχεδόν το μόνο ψωμί τής Κολχίδας. Κάποιοι είχαν υποθέσει ότι ο αραβόσιτος βρέθηκε πρώτα στην Αμερική και μεταφυτεύτηκε από εκεί. Αλλά ο βαθμός στον οποίο καλλιεργούνταν τώρα μέχρι τον Νείλο στην Αίγυπτο, καθώς και το γεγονός ότι ήδη από το 1673 ο Σαρντέν διαπίστωσε ότι αποτελούσε την κύρια τροφή των κατοίκων των απομακρυσμένων περιοχών της Κολχίδας, πείθουν ότι δεν μπορεί να ήταν αποκλειστικά αμερικανικής προέλευσης. [Ο Σμιθ παραπέμπει εδώ στον Chardin, τόμ. 1, σελ. 161.] Αν ήταν παλαιός Έλληνας γεωγράφος, προβληματιζόμενος για αυτή τη μοναδική συγγένεια ανάμεσα στις παραγωγές τής Αιγύπτου και τής Κολχίδας, θα την απέδιδε ίσως στην εισβολή τού Σέσωστρι και στην κολχική του αποικία:
«Γιατί οι άνθρωποι τής Κολχίδας είναι προφανώς Αιγύπτιοι και αυτό το κατάλαβα μόνος μου πριν το ακούσω από άλλους. Όταν λοιπόν άρχισα να εξετάζω το ζήτημα, ρώτησα και τούς δύο. Και οι Κόλχοι είχαν ανάμνηση των Αιγυπτίων, περισσότερη απ’ όση οι Αιγύπτιοι των Κόλχων. Αλλά οι Αιγύπτιοι έλεγαν ότι πίστευαν ότι οι Κόλχοι ήσαν τμήμα τού στρατού τού Σέσωστρι».19
Η Αμερική μπορούσε πολύ πιο δίκαια να ισχυρίζεται ότι αποτελούσε τον τόπο προέλευσης τής πατάτας. Αυτό το φυτό δεν το έβρισκε κανείς στην Ανατολή, ούτε σε οποιοδήποτε άλλο μέρος τής Δυτικής Ασίας, παρά μόνο σε άμεση πρόσβαση με την ευρωπαϊκή επιρροή, ενώ και εκεί ακόμη υπήρχε μόνο σε μικρές ποσότητες.
Οι καλλιεργητές και κάτοικοι τής κοιλάδας δεν ήσαν Λαζοί, αλλά ελληνικής καταγωγής. Ορισμένοι, πίστευε ο Σμιθ, τηρούσαν ακόμη ανοιχτά την ελληνική πίστη, αλλά πολλοί είχαν δήθεν προσηλυτιστεί στον μωαμεθανισμό και περνούσαν ανάμεσα στους μουσουλμάνους ως οπαδοί τού προφήτη τους. Έμαθαν όμως με ενδιαφέρον από καλή αυθεντία, ότι αυτή η ομολογία πίστης τους ήταν απλή προσποίηση. Δεν εφάρμοζαν ούτε περιτομή, ούτε οποιαδήποτε από τις τελετές τής μουσουλμανικής θρησκείας. Συνέχιζαν μυστικά να είναι συνδεδεμένοι με την ελληνική εκκλησία, ενώ είχαν παπάδες για να τελούν τις ιεροτελεστίες της. Έπαιρναν τα ονόματά από την Παλαιά Διαθήκη ως κοινό έδαφος μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών. Αν και ο Σμιθ έτεινε προς την άποψη ότι η ειλικρίνεια, ακόμη και σε λάθος πίστη, ήταν πιο ευνοϊκή για την αποδοχή τής αλήθειας από την υποκρισία ή τον σκεπτικισμό, εξακολουθούσε να προτείνει ότι το σχοινί που συνέδεε έτσι αυτόν τον λαό με τις μορφές τού χριστιανισμού, θα μπορούσε ίσως να το πιάσει προς όφελός του ένας ιεραπόστολος, για να τούς συνδέσει με το δικό του πνεύμα. Δεν φαίνονταν χωριά, ενώ τα ελαφριά τους σπίτια με τις σκεπασμένες με πλάκες στέγες ήσαν σκαρφαλωμένα χωριστά στις πλαγιές των βουνών. Τούς ενημέρωσαν ότι ήσαν οι χειμερινές τους κατοικίες και ότι το καλοκαίρι ήσαν εντελώς έρημες. Τα πολυάριθμα χάνια κατά μήκος τού δρόμου, που διέθεταν τα προϊόντα τους σε καραβάνια και ταξιδιώτες, ήσαν ήδη όλα κλειστά.
Στις τεσσερισήμιση το απόγευμα έφτασαν στο κάτω μέρος τού βουνού, σε σύμπλεγμα σπιτιών που ονομαζόταν Τζεβιζλίκ [η Ματσούκα, σήμερα Μάτσκα], 6 ώρες από την Τραπεζούντα. Ήταν το τελευταίο σημείο τού πασαλικιού τής Γκουμούσχανε και ήταν, πίστευε ο Σμιθ, το όριο τής προέλασης των ρωσικών όπλων προς την Τραπεζούντα. Ο σουρτζής τους, ο οποίος μάλιστα ήταν ο ιδιοκτήτης των αλόγων τους και φοβόταν ότι θα τα οδηγούσαν πολύ μακριά, αφού προσπάθησε με κάθε πρόσφορο τρόπο, κατά τη διάρκεια τής ημέρας, να επιβραδύνει την πορεία τους, τώρα διακήρυσσε αποφασιστικά ότι δεν θα πήγαιναν πιο πέρα. Τα επιχειρήματά τους είχαν ήδη εξαντληθεί και είπαν στον τάταρ ότι από την πλευρά τους ο σουρτζής μπορούσε να σταματήσει, καταλαβαίνοντας όμως καλά, ότι θα τούς έβλεπε τη νύχτα στην Τραπεζούντα. Το πνεύμα τού τάταρ ξεσηκώθηκε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού και βάζοντας σπιρούνια στα άλογά τους, έκαναν σχεδόν πετώντας τις δύο πρώτες ώρες τής διαδρομής σε μία. Τότε τούς έφτασε ο δύστυχος σουρτζής, που ανησυχούσε περισσότερο από ποτέ για τα άλογά του. Αλλά ήταν Τούρκος και δεν είχαν εκτιμήσει λάθος, ότι ένα τέτοιο αποφασιστικό βήμα θα βελτίωνε τη διάθεσή του. Προχώρησαν σε μεγαλύτερη αρμονία και με γρήγορο βήμα. Ο δρόμος τους ήταν καλός και η όψη τής περιοχής βελτιωνόταν καθώς πλησίαζαν την πόλη. Τα σπίτια των ανθρώπων ήσαν αξιοσέβαστα, ενώ σε ύψωμα εδώ κι εκεί φαινόταν παλάτι. Οι λόφοι φαίνονταν ότι είχαν εξαιρετικό έδαφος, οι αγριοσυκιές υποδείκνυαν ηπιότερο κλίμα, ενώ το βελτιωμένο χρώμα τού ψωμιού που ήταν εκτεθειμένο προς πώληση στα καταστήματα, έδειχνε κάποια πρόοδο στον πολιτισμό.
Τραπεζούς (Τουρνεφόρ, Διήγηση ενός ταξιδιού στην Ανατολή, 1717)
Έφτασαν στην Τραπεζούντα στις οκτώμιση το βράδυ και τούς υποδέχτηκε και ψυχαγώγησε φιλόξενα κατά τη διάρκεια τής παραμονής τους ο Άγγλος πρόξενος κ. Μπραντ. Το ταξίδι τού Τζέημς Μπραντ στο ανατολικό τμήμα τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας περιγράφεται στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο αυτού τού βιβλίου.
Η Τραπεζούς ήταν γνωστή στους Έλληνες με αυτό το όνομα και σύμφωνα με αυτούς η ίδρυσή της ανέτρεχε πολύ πίσω, στη μυθική εποχή. Ως μια από τον αστερισμό των ελληνικών αποικιών που φώτιζαν τη νότια ακτή τού Ευξείνου, προερχόταν από τη Σινώπη, τη μητέρα όλων αυτών. Και η Σινώπη ισχυριζόταν ότι ο ιδρυτής της ήταν μέλος τής εκστρατείας τού Χρυσόμαλλου Δέρατος. Τετρακόσια χρόνια πριν από τη χριστιανική εποχή, ο Ξενοφών βρήκε την Τραπεζούντα να κατοικείται από Έλληνες, ανάμεσα στους οποίους αναζωογόνησε με χαρά τούς Μυρίους του, καταβεβλημένους από την Κάθοδο 1.600 μιλίων από τις πεδιάδες τής Βαβυλώνας [Gillies, History of Greece, κεφ. 86]. Υπήρξε σημαντική πόλη της ελληνικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης, ενώ η υποταγή τής αυτοκρατορίας εκείνης στους σταυροφόρους την άφησε ανεξάρτητη. Στη συνέχεια ο δούκας της, ήδη καταγόμενος από την αυτοκρατορική οικογένεια των Κομνηνών, έδωσε στον εαυτό του τον τίτλο τού αυτοκράτορα. Οι κτήσεις του εκτείνονταν από τη Σινώπη μέχρι τη Φάσιδα και η οικογένειά του βασίλευσε για πάνω από 250 χρόνια, από την αρχή τού 13ου μέχρι τη μέση τού 15ου αιώνα. Στη συνέχεια υποτάχθηκε στον Μωάμεθ Β’, τον κατακτητή τής Κωνσταντινούπολης και η Τραπεζούς αποτελούσε από τότε αναπόσπαστο τμήμα τής τουρκικής αυτοκρατορίας [Gibbon, Decline and Fall of the Roman Empire, Ι, 61, 68].
Είχε ωραία θέση κατά μήκος ανοικτής ακτής, στους πρόποδες λόφου, ο οποίος υψωνόταν πίσω της, την επόπτευε και διέκοπτε τη θέα των βουνών που βρίσκονταν σε απόσταση. Κανένα σχεδόν απομεινάρι των αρχαίων της χρόνων δεν εμφανιζόταν, εκτός ίσως από τις προβλήτες ενός λιμανιού, που τώρα χρησιμοποιούνταν μόνο για καΐκια ή μικρά σκάφη, ενώ, βλέποντας από μακριά, έμειναν με την αμφιβολία κατά πόσον κι αυτές ακόμη δεν ήσαν παρά φυσικές προεξοχές των βράχων ακριβώς κάτω από το νερό. Τα τωρινά της τείχη, ή τουλάχιστον μέρος τους κατά μήκος τής ακτής, τώρα καταρρέοντα, χρονολογούνταν πιθανότατα από την εποχή των Κομνηνών. Πολλοί από τούς κατοίκους της, ιδιαίτερα οι χριστιανοί, ζούσαν εκτός των τειχών, στα ανατολικά, ενώ πολλά οπωροφόρα δένδρα, ανάμεσα στα οποία ήσαν διάσπαρτα και σχεδόν κρυμμένα τα σπίτια τους, τα περιέβαλλαν με αγροτική γοητεία. Η ελιά, το σταφύλι, το σύκο και το πορτοκάλι έβρισκαν εδώ ταιριαστό κλίμα, ενώ και το λεμόνι επίσης καλλιεργούνταν με επιτυχία, αλλά δεν ωρίμαζε στην ύπαιθρο. Από τη ζεστασιά τού κλίματος οι πυρετοί δεν ήσαν ασυνήθιστοι το φθινόπωρο, αλλά δεν έμαθαν αν θεωρούνταν ιδιαίτερα ανθυγιεινή. Η πανούκλα προκάλεσε κάποια φθορά την προηγούμενη χρονιά, ενώ λεγόταν ότι υπήρχε επιδημία της στο Τζεβιζλίκ κατά την επίσκεψή τους.
Στο εμπόριο η Τραπεζούς είχε προ πολλού επισκιάσει τη μητρική της Σινώπη και όλα τα αδελφά της λιμάνια κατά μήκος τής ακτής. Ήταν τώρα το κύριο λιμάνι στη νότια ακτή τής Μαύρης Θάλασσας και σχεδόν το μόνο το οποίο επισκέπτονταν ευρωπαϊκά σκάφη. Παρ’ όλα αυτά το λιμάνι της ήταν κακό και το εμπόριό της μικρό. Ορισμένα σκάφη αγκυροβολούσαν εδώ σε ανοικτό χώρο στα ανατολικά, ενώ άλλα, για μεγαλύτερη ασφάλεια, σταματούσαν στα Πλάτανα, σε κάποια απόσταση προς τα δυτικά. Μόνο έξι ή οκτώ ευρωπαϊκά σκάφη βρίσκονταν στο λιμάνι όταν ήσαν εκεί, και αυτός, πίστευε ο Σμιθ, ήταν ασυνήθιστος αριθμός. Έρχονταν όλα από την Κωνσταντινούπολη και λίγα πράγματα έφερναν πέρα από αλάτι και ορισμένα ευρωπαϊκά προϊόντα για την περσική αγορά. Όταν τα ξεφόρτωναν, προχωρούσαν στο Ρεντούτ Καλέ [ρωσικό οχυρό 10 μίλια βόρεια τού Πότι τής Γεωργίας], στο Ταγκανρόγκ [το Ταϊγάνιον στον μυχό τής Αζοφικής], στην Οδησσό, ή οπουδήποτε αλλού για φορτίο επιστροφής, αλλά σπάνια έβρισκαν τέτοιο εδώ. Ντόπια όμως σκάφη συχνά απέπλεαν από εδώ κατευθείαν για την πρωτεύουσα. Φυσικά, υπήρχε περιστασιακή επικοινωνία με σχεδόν κάθε σημαντικό λιμάνι στη Μαύρη Θάλασσα. Εκτός από τον Άγγλο πρόξενο που ήδη αναφέρθηκε, ο οποίος πρόσθετε στα επίσημα καθήκοντά του την απασχόλησή του ως έμπορος, υπήρχε επίσης πρόξενος για τούς Γάλλους και άλλος για τα έθνη τής Σαρδηνίας. Προσθέτοντας σε αυτούς τούς ακολούθους των προξενείων τους, δεν θα έβρισκες σχεδόν κανέναν άλλον Ευρωπαίο κάτοικο σε αυτόν τον τόπο.
Οι Έλληνες, τόσο εδώ όσο και στο εσωτερικό, μιλούσαν παρεφθαρμένη διάλεκτο σύγχρονων ελληνικών. Ένας Αρμένιος τού τόπου αυτού τούς είχε πει στο Ερζερούμ, ότι ανέρχονταν στην πόλη σε 900 οικογένειες, αλλά ένας πιο αξιόπιστος πληροφοριοδότης επί τόπου, τούς διαβεβαίωσε ότι οι οικογένειες ήσαν μόνο 500.
Είχαν εννέα ενορίες, με αρχιεπίσκοπο επικεφαλής τους, ενώ μερικές από τις εκκλησίες τους, που ήσαν πολλές, έφεραν σημάδια σεβάσμιας αρχαιότητας. Είχαν αξιοπρεπές γυμνάσιο [βλέπε φωτογραφίες], αλλά δεν λειτουργούσε τώρα, επειδή δύο καθηγητές του είχαν πεθάνει διαδοχικά πριν από λίγο καιρό. Οι Αρμένιοι μιλούσαν επίσης τη δική τους γλώσσα και ανέρχονταν σε 250 οικογένειες. Χωρίζονταν σε τέσσερις ενορίες, με τρεις ή τέσσερις εκκλησίες και έναν επίσκοπο, ο οποίος διοικούσε επίσης τη Γκουμούσχανε. Βρισκόταν σε εκείνο το μέρος κατά τη διάρκεια τής επίσκεψής τους και δεν κατάφεραν να τον δουν, αλλά τούς έδειξαν αργότερα επιστολή από αυτόν προς προτεστάντη φίλο, που δεν εξέφραζε καθόλου φανατική προσήλωση στην εκκλησία του.
Άκουσαν για αρμένικο σχολείο για αγόρια με 150 περίπου παιδιά, αλλά δεν υπήρχε κανένα για κορίτσια, αν και μερικές γυναίκες, όπως τούς είπαν, μπορούσαν να διαβάζουν και ίσως κατά καιρούς μάθαιναν σε μερικές άλλες.
Οι παπικοί Αρμένιοι αριθμούσαν 80-90 οικογένειες και είχαν εκκλησία. Στο παρελθόν βρίσκονταν κάτω από τούς Αρμένιους και οι δύο ιερείς τους εκδιώχτηκαν την εποχή τής δίωξης τής αίρεσής τους. Ένας όμως παρέμεινε σε γειτονικό χωριό και βρισκόταν τώρα στην πόλη.
Οι δημόσιες λειτουργίες τους, όπως συνέβαινε γενικά και με τούς παπικούς Αρμένιους, γίνονταν στη δική τους αρχαία γλώσσα, ενώ οι κληρικοί τους ήσαν τού αρμενικού έθνους, εκπαιδευμένοι στη Βενετία ή στο όρος Λίβανος ή, όπως πρόσθεσε ο πληροφοριοδότης τους, στο Μαρντίν. Δεν υπήρχε παπικό μοναστήρι στην πόλη ή στην περιοχή της, ούτε υπήρχαν εδώ Ευρωπαίοι παπικοί ιερείς. Η εκτίμηση που τούς δόθηκε για τις μουσουλμανικές οικογένειες κυμαινόταν μεταξύ 3.500 και 4.500. Όμως οι καλύτεροι πληροφοριοδότες τους θεωρούσαν ότι ο συνολικός πληθυσμός τής Τραπεζούντας δεν ήταν μεγαλύτερος από 15.000 ψυχές. Η προσωπική τους εντύπωση ήταν ότι η τελευταία αυτή εκτίμηση δεν έπρεπε να είναι μακριά από την πραγματικότητα.
Το Φροντιστήριον Τραπεζούντος σε καρτ-ποστάλ των αρχών τού 20ού αιώνα
Το Φροντιστήριον Τραπεζούντος σε σύγχρονη φωτογραφία (Ε. Παραδεισοπούλου 2014)
Ο επικεφαλής τού πασαλικιού, τού οποίου πρωτεύουσα ήταν η Τραπεζούς, καταλάμβανε σεβαστή σειρά μεταξύ των πασάδων τής αυτοκρατορίας και επί τού παρόντος έφερε τον τίτλο τού σερασκέρη. Η επαρχία του εκτεινόταν τώρα, όπως μάθαινε ο Σάουθγκεϊτ, από το Βατούμ μέχρι τη Μπάφρα στην ακτή και έφτανε τόσο μέσα στην ενδοχώρα, ώστε να αγκαλιάζει το Καράχισαρ. Κατοικούμενη από ποικιλία βάναυσων ανθρώπων και έχοντας άφθονα ορεινά οχυρά, κατά το παρελθόν υπέφερε πολύ από την αναρχία και τη λυμαίνονταν ληστές. Στην ύπαιθρο ένα είδος αριστοκρατίας που ονομάζονταν ντερεμπέηδες ή άρχοντες των κοιλάδων κυριαρχούσαν επί των αγροτών, είχαν συνεχείς διαμάχες μεταξύ τους και περιφρονούσαν την εξουσία τού πασά. Στην πόλη οι δολοφονίες ήσαν συχνές και διαπράττονταν με ατιμωρησία. Ακόμη και πολλοί από τούς πιο τολμηρούς δολοφόνους και ηγέτες εξεγέρσεων στην Κωνσταντινούπολη προέρχονταν από εδώ. Φυσικά η πρωτεύουσα όφειλε στην Τραπεζούντα μερικούς από τούς ικανότερους ανθρώπους της. Ένας από τούς υψηλότερους αξιωματούχους στο ντιβάνι [οθωμανικό υπουργικό συμβούλιο] είχε τώρα αδελφό εδώ, που ήταν κοινός παπουτσή ή τσαγκάρης στο παζάρι. Ο τωρινός πασάς, αν και δερβίσης, και φυσικά φανατικός, είχε καταστείλει αποτελεσματικά ή καταστρέψει τούς ντερεμπέηδες.
Τούς είπαν ότι η πλειοψηφία των αγροτών γύρω από την Τραπεζούντα ήσαν ελληνικής φυλής και μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Έχουν ήδη αναφερθεί μερικοί, οι οποίοι, αν και ακόμη κρυφά χριστιανοί, πρέσβευαν τη μουσουλμανική θρησκεία. Στην περιοχή των Σουρμένων επίσης, κοντά στον Οφ, 6 περίπου ώρες ανατολικά τής Τραπεζούντας, υπήρχαν πολλοί Έλληνες μουσουλμάνοι. Από 30 ή 40 περίπου χωριά, ίσως τα τρία τέταρτα των κατοίκων ήσαν στο παρελθόν τής ελληνικής εκκλησίας. Έχοντας όμως εδώ και καιρό οδηγηθεί σε απόγνωση από την καταπίεση των Τούρκων κυρίων τους, αγκάλιασαν τη μωαμεθανική πίστη. Εξακολουθούσαν να μιλούν ελληνικά. Μεταξύ των Αρμενίων επίσης, από τούς οποίους υπήρχαν κάποιοι στο πασαλίκι έξω από την πόλη, σημαντικό κομμάτι πρέσβευε τον μωαμεθανισμό. Η περιοχή όπου κατοικούσαν ήταν τρεις ή τέσσερις ημέρες ανατολικά τής Τραπεζούντας, στο εσωτερικό, μεταξύ Ρίζε και Βατούμ. Λεγόταν Χαμσίν, τούς είπαν, και αναμφίβολα πήρε το όνομά της από την πόλη Χαμσίν, κατά το παρελθόν τόπο κάποιας σημασίας στην αρχαία αρμενική επαρχία Ταΐκ.20 Ο πληροφοριοδότης τους, παπικός Αρμένιος τής Τραπεζούντας, εκτιμούσε τον πληθυσμό της σε τρεις ή τέσσερις χιλιάδες οικογένειες, που κατοικούσαν σε 70 ή 80 χωριά. Το μεγαλύτερο μέρος είχε αγκαλιάσει τον μωαμεθανισμό πριν από 200 περίπου χρόνια, αλλά εξακολουθούσαν να μιλούν αρμενικά και πολλές από τις γυναίκες τους δεν γνώριζαν άλλη γλώσσα. Αυτές θεωρούνταν μοναδικές περιπτώσεις στην Τουρκία, όπου μέλη χριστιανικού έθνους είχαν γίνει μουσουλμάνοι, χωρίς να έχουν έτσι συγχωνευθεί γρήγορα με τούς Τούρκους ή τούς Άραβες, ώστε να ξεχάσουν την καταγωγή τους και την εθνική τους γλώσσα. Αν και οι μουσουλμάνοι είχαν από καιρό κυριαρχήσει επί των Ελλήνων και των Αρμενίων, εθνικά ορόσημα εντοπίζονταν ακόμη ευδιάκριτα και ένα σώμα Ελλήνων ή Αρμενίων μουσουλμάνων εξακολουθούσε να αποτελεί ανωμαλία. Πόσο μπορούσε άραγε να επεκταθεί ο παραλληλισμός μεταξύ τής περίπτωσής τους και εκείνης των Εβραίων;
Σημαντικό τμήμα των κατοίκων τού πασαλικιού αποτελούσαν οι Λαζ ή Λαζοί. Ζούσαν ανατολικά τής πόλης, κατά μήκος τής ακτής και στα γύρω βουνά που συνόρευαν με τη μεθόριο τής Γκουρίας. Σύμφωνα με τις καλύτερες πληροφορίες που μπόρεσαν να πάρουν, δεν είχαν δική τους πρωτότυπη γλώσσα, αλλά μιλούσαν είδος διαλέκτου τής επαρχίας, που ήταν διάλεκτος τής Μινγκρελίας με μεγάλο μίγμα τουρκικής. Στη θρησκεία ήσαν μουσουλμάνοι και αυστηροί οπαδοί τού σουνισμού. «Αλλά», τούς είπε ο Τούρκος πληροφοριοδότης, «έχουμε την παροιμία ότι όπως ανάμεσα στα φρούτα το χειρότερο είναι το κιράζ (κεράσι), έτσι μεταξύ των μουσουλμάνων οι χειρότεροι είναι οι Λαζ (Λαζοί). Θα σκότωναν άνθρωπο», πρόσθεσε, «ανά πάσα στιγμή, για ένα κρεμμύδι». Μάλιστα τούς περιφρονούσαν πολύ όλοι οι γείτονές τους, καθώς ήσαν στιγματισμένοι με τη φήμη ότι ήσαν ληστές, κλέφτες και κακοποιοί.
Πριν φύγει από την Τραπεζούντα, ο Σμιθ θα ήθελε να πει δυο λόγια για την καταλληλότητά της ως ιεραποστολικός σταθμός. Αν ιδρυόταν, θα ήταν μάλλον ιεραποστολή για τούς Έλληνες παρά για τούς Αρμένιους. Το μεγάλο ποσοστό των πρώτων στην πόλη και στην ύπαιθρο έχει ήδη γίνει γνωστό, απ’ όσα έχουν ειπωθεί.
Ο Σμιθ δεν έμαθε κατά πόσο μια παρόμοια εγρήγορση τού μυαλού, τούς έκανε τόσο ελπιδοφόρους φορείς βελτίωσης, όσο οι συμπατριώτες τους αλλού, αλλά μπορούσε φυσικά να το υποθέσει, επειδή ήσαν γνήσιας ελληνικής καταγωγής. Τα στοιχεία για την ύπαρξη των προγόνων τους στη νότια ακτή τού Ευξείνου, ως αναπόσπαστου κλάδου τής ελληνικής φυλής, πήγαιναν πίσω τόσο μακριά, όσο όλα τα αυθεντικά στοιχεία που υπήρχαν και αφορούσαν την ίδια την Ελλάδα.
Δεν έμαθαν πόσο πολλά μπορεί να ήταν τα λείψανα των άλλων ελληνικών αποικιών κατά μήκος τής ακτής στα δυτικά. Αλλά αναμφίβολα οι ιεραπόστολοι στην Τραπεζούντα μπορούσαν να εκτείνουν τα χέρια τους μακριά, και για καλό σκοπό, σε αυτή την κατεύθυνση. Στη Γκουμούσχανε επίσης, στο εσωτερικό, μπορούσε να εγκαθιδρυθεί σημαντικός κλάδος. Ενώ, λοιπόν, φυτεύονταν ιεραποστολές στην αρχαία Αττική, το Άργος, την Ιωνία και το Βυζάντιο, ας μην ξεχνιούνταν αυτοί οι απόγονοι των Αργοναυτών.
Τραπεζούς: Ανάκτορο των Κομνηνών και τείχη της πόλης.
(Λουί-Ουζέν Λουβέ, Οι Καθολικές ιεραποστολές τον 19ο αιώνα, Λιλ 1898)
Σε σχέση με τούς Αρμένιους επίσης, η Τραπεζούς θα ήταν σημαντικός σταθμός. Χίλιες διακόσιες ή χίλιες τριακόσιες ψυχές τέτοιων ανθρώπων στην ίδια την πόλη δεν έπρεπε να παραμεληθούν. Αλλά κυρίως θα ήταν πολύτιμος ως κλειδί για την Αρμενία. Ήταν το κοντινότερο λιμάνι στη χώρα αυτή και το μόνο από το οποίο μπορούσαν να εισαχθούν βιβλία και τα διάφορα εργαλεία πνευματικής και ηθικής βελτίωσης. Αν το Ερζερούμ γινόταν και πάλι το κέντρο πολυάριθμού αρμενικού πληθυσμού, όπως αναμφίβολα θα γινόταν, και εγκαθιδρύονταν ιεραποστολές εκεί και γύρω από αυτό, η Τραπεζούς έπρεπε απαραίτητα να καταλαμβάνεται ως ενδιάμεσος σταθμός. Η σημασία της σε μια παρόμοια σχέση δεν θα ήταν μικρότερη από μια ιεραποστολή μεταξύ των Νεστοριανών. Μια τέτοια ιεραποστολή θα απαιτούσε οπωσδήποτε έναν εκπρόσωπο, ιεραπόστολο ή άλλον, σε αυτό το λιμάνι. Η εγγύτητά της με το Ρεντούτ Καλέ, το λιμάνι τής Γεωργίας, και οι συχνές επικοινωνίες με αυτό, θα μπορούσαν να την καταστήσουν σημαντική επίσης, σε σχέση με οποιαδήποτε σύνδεση που θα μπορούσε να διαμορφωθεί με ιεραποστόλους στη ρωσική Αρμενία. Ούτε θα έλειπαν οι ευκαιρίες αποστολής περιστασιακής αχτίδας φωτός σε όλα τα σκοτεινά σημεία γύρω από τις ανατολικές και βόρειες ακτές τής Μαύρης Θάλασσας. Σε σχέση με σπίτια και άλλες ανέσεις για οικογένειες, για την κοινωνία και για τις ευκαιρίες επικοινωνίας με την πατρίδα, τα λίγα που είδαν από αυτήν έδωσαν στον Σμιθ την εντύπωση ότι δεν θα ήταν πολύ πίσω από την Βηρυτό, όταν ο τόπος εκείνος κατοικήθηκε για πρώτη φορά από τούς ιεραποστόλους τους.
Ο παλιός τους εχθρός, τα ρίγη και ο πυρετός, ο οποίος είχε επισκεφθεί τον κ. Ντουάιτ πριν από την αναχώρησή τους από την Ταμπρίζ και πάλι στο Ερζερούμ, επωφελήθηκε από την καθυστέρησή τους στην Τραπεζούντα για να ανανεώσει τις επιθέσεις του πιο βίαια πάνω και στους δυο τους και προκάλεσε αδυναμία, η οποία, προστιθέμενη στην υπερβολική ανία και κούραση μεγάλων χερσαίων ταξιδιών, τούς έκανε ευτυχείς που πατούσαν στο κατάστρωμα πλοίου και μεταφέρονταν χωρίς προσπάθεια στον προορισμό τους. Ξεκίνησαν για την Κωνσταντινούπολη στις 14 Μαΐου, πάνω σε πλοίο που έφερε τη σημαία τής Αυστρίας και το οποίο ανήκε στο λιμάνι τού Καττάρο [τού Κότορ τής Δαλματίας], στην ανατολική ακτή τού κόλπου τής Βενετίας. Ο πλοίαρχος και το πλήρωμα αποκαλούσαν τούς εαυτούς τους Ιλλυριούς. Ο Σμιθ είχε, σε προηγούμενο ταξίδι, εξοικειωθεί με μερικούς από την ίδια φυλή ταξιδεύοντας πάνω σε σκάφος από τη Ραγούσα [το Ντουμπρόβνικ τής Δαλματίας], ένα λιμάνι στην ίδια ακτή μακρύτερα προς τα βόρεια και πολύ γνωστό στη Μεσόγειο για τον αριθμό των πλοίων του και τη ναυτοσύνη και επιχειρηματικότητα των κατοίκων του. Ήσαν παπικοί, αλλά ο τώρα καπετάνιος τους ήταν τής ελληνικής εκκλησίας και έμαθαν με ενδιαφέρον από αυτόν ότι οι μισοί σχεδόν συμπολίτες του ήσαν τής ίδιας πίστης. Η αυστριακή κυβέρνηση, τούς διαβεβαίωσε, δεν έκανε καμία διάκριση μεταξύ των δύο στα πολιτικά δικαιώματα και τα προνόμιά τους. Ονόμαζαν τη γλώσσα τους ιλλυρική και έλεγαν ότι η συγγένειά της με τη ρωσική ήταν τόσο στενή, που οι δύο λαοί μπορούσαν με λίγη δυσκολία να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον, αλλά δεν είχε καμία ομοιότητα με την αλβανική. [Πρόκειται προφανώς για τα σερβοκροατικά.] τα βιβλία τής εκκλησίας του, τούς διαβεβαίωσε, ήσαν γραμμένα στα ιλλυρικά και ήσαν τα ίδια με τα ρωσικά. Είτε πήγαινε κανείς σε ρωσική εκκλησία, είτε σε μία από τις δικές τους, ήταν το ίδιο πράγμα. Ολόκληρη η ανατολική ακτή τού κόλπου τής Βενετίας, μαζί με τη Βοσνία και τη Σερβία, καταλαμβανόταν, έλεγε, από την ίδια ιλλυρική φυλή. Ήταν ιδιοκτήτης τού πλοίου τού οποίου ήταν καπετάνιος και είχε γεράσει στο εμπόριο τής Μαύρης Θάλασσας.
Βρήκαν το θαλάσσιο ταξίδι στη Μαύρη Θάλασσα πολύ δυσάρεστο, λόγω τής κατάστασης τής ατμόσφαιρας και τής συνεχούς μεταβολής τής έντασης και τής κατεύθυνσης των ανέμων. Ο ουρανός ήταν γενικά θολός και σκοτεινός και μερικές φορές ξεφόρτωνε ραγδαίες νεροποντές. Ο άνεμος άλλαζε από στιγμή σε στιγμή, από θύελλα σε μπουνάτσα, ενώ άλλαζε κατεύθυνση εξίσου ξαφνικά. Έφτασαν στην είσοδο τού Βοσπόρου το βράδυ στις 24 Μαΐου και έριξαν άγκυρα απέναντι από το Μπουγιούκντερε, περιμένοντας το φως τής ημέρας να τούς οδηγήσει στην Κωνσταντινούπολη. Το πρωί ένας ελαφρύς βοριάς βοήθησε το ρεύμα να τούς προωθήσει προς τα εμπρός, ενώ ο καθαρός ουρανός πρόσφερε το πλεονέκτημα να φαίνεται καθαρά η εξαίσια γοητεία τού τοπίου τού Βοσπόρου, που μεταβαλλόταν συνεχώς καθώς η μία θέα μετά την άλλη αποκαλυπτόταν από τούς ελιγμούς τού καναλιού, μέχρι το σημείο που ξεπρόβαλε μπροστά τους το ακρωτήριο Σαράιμπουρνου [η «μύτη» τής περιτειχισμένης Κωνσταντινούπολης, κάτω από το παλάτι τού Τοπ Καπί] με όλο του το μεγαλείο. Ύστερα από τόσο μακρά εξοικείωση με τούς βλοσυρούς, ηλιοκαμένους λόφους τής Περσίας και τα γυμνά βουνά τής Αρμενίας, την οποία ακολούθησαν οι ψυχρές ομίχλες τού Ευξείνου, τέτοιες σκηνές ήσαν μαγικά ελκυστικές και η πένα αρνιόταν να καταγράψει τις εντυπώσεις που προκαλούσαν.
Νωρίς το πρωί αγκυροβόλησαν στο στόμιο τού Κεράτιου κόλπου και σύντομα είχαν την ευχαρίστηση να συναντήσουν και πάλι τον υποχρεωτικό συμπατριώτη και φίλο τους κ. Ουόλεϊ, από τον οποίο είχαν χωρίσει στο Σκουτάρι ακριβώς πριν από ένα χρόνο και τέσσερις ημέρες. Σε σύγκριση με αυτό που είχαν δει στα ανατολικά της, η Κωνσταντινούπολη φαινόταν τώρα να στέκεται ψηλά στην κλίμακα τού πολιτισμού. Ήταν πολύ ευχάριστο που βρίσκονταν και πάλι κοντά σε συμπατριώτες και φίλους, ενώ δεν ήταν μικρότερη η χαρά τους που μάθαιναν και πάλι νέα από τούς αδελφούς τους στη Μάλτα. Ούτε λέξη δεν είχε φτάσει σε αυτούς από εκεί, ούτε από τούς φίλους τους στην πατρίδα, από την εποχή που βρίσκονταν εδώ πριν. Την ικανοποίηση τού συντρόφου τού Σμιθ μεγάλωνε η είδηση τής γέννησης ενός πρωτότοκου γιου, τώρα ηλικίας αρκετών μηνών, για την ύπαρξη τού οποίου δεν είχε πριν καμία ένδειξη.
Ξεκίνησαν και πάλι στις 4 Ιουνίου και πιάνοντας στη Σμύρνη στον δρόμο τους, έφτασαν με ασφάλεια στη Μάλτα στις 2 Ιουλίου, ύστερα από απουσία δεκαπεντέμιση μηνών. Ο Κύριος τούς είχε απαλλάξει από όλους τούς φόβους τους. Τα προμηνύματα αμφίβολης φύσης ή αμφιταλαντευόμενης πίστης δεν είχαν πραγματοποιηθεί. Εν μέσω τού λοιμού, μεταξύ βαρβάρων ανθρώπων και σε αφιλόξενες χώρες, ο «άγγελος τού Κυρίου είχε στρατοπεδεύσει γύρω τους, για τη σωτηρία τους»21 και οδηγήθηκαν πίσω πάλι με ειρήνη. Οι φίλοι τους είχαν εξίσου προστατευτεί και τώρα τούς καλωσόριζαν και πάλι στοργικά στην αγκαλιά τους. Επίσης τούς περίμεναν επιστολές από την Αμερική και τούς χαροποιούσαν με την ευχάριστη γνώση εκείνων που έκανε ο Θεός για τούς συγγενείς τους και για τις εκκλησίες τής χώρας τους. Και από την πληρότητα τής καρδιάς τους ευλογούσαν τον Κύριο, που είχε «λυτρώσει τη ζωή τους από καταστροφή και τούς είχε στέψει με στοργική καλοσύνη και έλεος».22
<-2. Πόρτερ: Ταξίδια στη Γεωργία, την Περσία και την Αρμενία | 4. Μπραντ: Ταξίδι μέσω μέρους τής Αρμενίας και τής Μικράς Ασίας-> |