4. Τζέιμς Μπραντ: Ταξίδι μέσω μέρους τής Αρμενίας και τής Μικράς Ασίας

<-3. Σμιθ: Ιεραποστολικές έρευνες στην Αρμενία 5. Χάμιλτον: Έρευνες στη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Αρμενία->

4. Τζέιμς Μπραντ: Ταξίδι μέσω μέρους τής Αρμενίας και τής Μικράς Ασίας

Το άρθρο «Ταξίδι μέσω μέρους τής Αρμενίας και τής Μικράς Ασίας κατά το έτος 1835» γράφτηκε από τον Τζέημς Μπραντ, βρετανό πρόξενο στο Ερζερούμ και δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό τής Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας τού Λονδίνου, Ιούλιος 1836, σελ. 187-223.

Image

Από την Τραπεζούντα στο Καρς μέσω Βατούμ (1835)

Ο Μπραντ σημειώνει ότι η Μικρά Ασία αποτελείται από μεγάλη μάζα βουνών που υποστηρίζουν οροπέδιο, το οποίο παρουσιάζει διαδοχή εκτεταμένων και εύφορων πεδιάδων που αναπτύσσονται σε γενικές γραμμές προς τα ανατολικά και δυτικά. Από τα υψηλότερα τμήματα πηγάζουν τα μεγάλα ποτάμια τής Αρμενίας, τής Ανατολίας και τής Μεσοποταμίας, δηλαδή: ο Κουρ ή Κύρος που αρδεύει ολόκληρη την επαρχία τής Γεωργίας και δέχεται πλήθος παραποτάμων από τον Καύκασο. Ο Αράς (Αράξης), που ρέει γύρω από τούς πρόποδες τού όρους Αραράτ και αφού ενωθεί με τον Κουρ χύνεται στην Κασπία. Ο Τσορούχ ή Άκαμψις, ο Τσαρσαμπά Σου ή Ίρις και ο Κιζίλ Ιρμάκ [Κόκκινος ποταμός] ή Άλυς, ο μεγαλύτερος ποταμός τής Μικράς Ασίας, που διασχίζει ελισσόμενος ολόκληρο σχεδόν το εύρος τής χερσονήσου.

Τα τρία τελευταία ποτάμια χύνονται στη Μαύρη Θάλασσα. [Ο Μπραντ σημειώνει ότι ο Τσαρσαμπά Σου [Νερό τής Τετάρτης], έπαιρνε πιθανώς το όνομά του από χωριό [Τσαρσαμπά] στο οποίο το παζάρι γινόταν εκείνη τη μέρα τής εβδομάδας. Από Τούρκους συγγραφείς ονομαζόταν Γεσίλ Ιρμάκ, δηλαδή Πράσινος ποταμός.] Τέλος ο Τίγρις και ο Ευφράτης, οι οποίοι, ύστερα από πορεία μεγαλύτερη από χίλια μίλια, περιβάλλοντας τη μεγάλη και διάσημη πεδιάδα τής Μεσοποταμίας, που τώρα ονομαζόταν Αλ Τζεζίρα, ενώνονται και χύνονται στον Περσικό κόλπο.

Στη βόρεια πλευρά της, αυτή η ορεινή περιοχή βρίσκεται πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα και στη νότια πάνω από τη Μεσόγειο και τις πεδιάδες τής Μεσοποταμίας και τής Συρίας. Ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και τη βάση των βουνών υπάρχει γενικά λωρίδα επίπεδης γης μεγαλύτερου ή μικρότερου πλάτους, η οποία μερικές φορές, όπως στην επαρχία τής Τζανίκ [τής πεδιάδας πίσω από τη Σαμσούν (Αμισό)], διευρύνεται σε φαρδιές πεδιάδες. Εκεί όπου δεν υπάρχουν αυτές οι πεδιάδες, τα βουνά, σε απόσταση 12 περίπου ωρών ή 24 μιλίων [40 περίπου χλμ] από τη θάλασσα, αποκτούν το μεγαλύτερο ύψος τους, που κυμαίνεται ανάμεσα στα 6.000 και 7000 πόδια [2.000-2.400 μέτρα]. Πριν φτάσει κανείς στο κεντρικό οροπέδιο, υπάρχει τριπλή οροσειρά που αναπτύσσεται προς τα ανατολικά και δυτικά. Ο ποταμός Τσαρσαμπά Σου διατηρεί πορεία παράλληλη προς αυτή την οροσειρά, μέχρι που στρέφει γύρω από το δυτικό της άκρο σε γεωγραφικό μήκος 36° 80′ ανατολικό και χύνεται στη θάλασσα στη Σαμσούν, την αρχαία Αμισό. [Εδώ ο Μπραντ εννοεί ως Τσαρσαμπά Σου τον ποταμό Κελκίτ (Λύκο), ο οποίος ενώνεται με τον Γεσιλιρμάκ (Ίρι) βόρεια τής Αμάσειας και χύνεται ως Γεσιλιρμάκ (Τσαρσαμπά Σου) στη θάλασσα περνώντας από τον Τσαρσαμπά.] ο Τσορούχ φτάνει στο ανατολικό του άκρο κοντά στο Βατούμ, όπου χύνεται στον Εύξεινο σε γεωγραφικό μήκος 41° 30′ ανατολικό. Η οροσειρά αποκόπτεται μερικώς σε ένα σημείο από τον ποταμό Χαρσίτ, ο οποίος, πηγάζοντας κοντά στη Γκουμούσχανε [τον οίκο του ασημιού], εκβάλλει στη θάλασσα στην Τιρέμπολου, 60 περίπου μίλια δυτικά τής Τραπεζούντας. [Ο Μπραντ σημειώνει ότι ο ποταμός αναφέρεται ως Χαρσίτ στον χάρτη τού Λάπι και Γκουμάτσχανε (Γκουμούσχανε Σου, ποτάμι τής Αργυρούπολης) στον Νταρμέ, αντιγραμμένο από ρωσικό χάρτη τού 1819.] Ολόκληρη η οροσειρά, από θάλασσα σε θάλασσα, είναι ασβεστολιθική. Συχνά συναντιούνται ηφαιστειακά πετρώματα, πρώτα στη βόρεια όψη της κοντά στην Τραπεζούντα και στη συνέχεια στο Ερζερούμ, στο Ντιγιάρ-Μπεκρ και στην Κάισερι. Μεταξύ Γκουμούσχανε και Τραπεζούντας υψώνεται περιστασιακά γρανίτης. Τα βουνά αφθονούν σε φλέβες χαλκού και μολύβδου, όπου οι τελευταίες είναι πλούσιες σε ασήμι. Ιαματικές πηγές συναντιούνται συχνά, οι περισσότερες θερμές. Προς τη Μαύρη Θάλασσα τα βουνά είναι σκεπασμένα από δάση μέχρι το υψόμετρο των 4.500 περίπου ποδιών [1.500 μέτρων]. Πάνω όμως από αυτό το υψόμετρο η χώρα είναι σε γενικές γραμμές γυμνή από δένδρα, αν και σε ορισμένες εσοχές των βουνών υπάρχουν δάση, ακόμη και στα κεντρικά και πιο υπερυψωμένα τμήματα. Τα περάσματα από την ακτή είναι πολλά, αλλά εκτός από εκείνα που ακολουθούν τις κοιλάδες των μεγάλων ποταμών είναι δύσκολα, ενώ πολλά είναι ανοιχτά μόνο το καλοκαίρι. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον γόνιμο και η περιοχή αρδεύεται καλά. Ο πληθυσμός μπορεί να θεωρηθεί μικρός σε σύγκριση με την έκταση τής γης που επιδέχεται καλλιέργεια.

Η Τραπεζούς, που βρίσκεται στη νότια ακτή τής Μαύρης Θάλασσας, είχε υπάρξει θέση σπουδαιότητας σχεδόν από την ίδρυσή της από τούς Έλληνες, σε εποχές νωρίτερες από τις ιστορικές καταγραφές. Σε αυτή την πόλη έφτασε ο Ξενοφών στη θάλασσα στην περίφημη Κάθοδο με τούς 10.000 Έλληνές του, ύστερα από την ήττα και τον θάνατο τού Κύρου τού Νεότερου στη μάχη στα Κούναξα τής Μεσοποταμίας. Ήταν αδύνατο να εντοπιστεί η διαδρομή από την περιγραφή τής Καθόδου από τον Ξενοφώντα, αλλά αν η όψη τής χώρας δεν είχε αλλάξει εντελώς, το πέρασμα από το οποίο διέσχισε τα βουνά προκειμένου να φτάσει στην Τραπεζούντα πρέπει να ήταν το ίδιο με αυτό που βρισκόταν τώρα σε χρήση, δεδομένου ότι κανένα άλλο δεν ήταν εφικτό τον χειμώνα, ενώ ήταν δεδομένο ότι χειμώνα πέρασαν από εκεί οι Έλληνες. [Στις μέρες μας έχει σχεδόν απορριφθεί η παλαιά άποψη ότι οι Μύριοι έφτασαν στην Τραπεζούντα διασχίζοντας τις Ποντικές Άλπεις τον χειμώνα.]

Κατά την περίοδο τής ρωμαϊκής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία, το εμπόριό τους με την Ινδία υποτίθεται ότι περνούσε από την Τραπεζούντα. Σε μεταγενέστερα χρόνια οι Γενουάτες έφερναν τα προϊόντα τού Ινδουστάν από το Ισφαχάν στην Τραπεζούντα, ενώ από εκεί τα μετέφεραν μέσω Καφφά [τής αρχαίας Θεοδοσίας και σημερινής Φεοντοσίγια] στην Κριμαία και στη συνέχεια μέσω Κωνσταντινούπολης στην Ευρώπη. Οι ηγεμόνες τής Αρμενίας επέτρεψαν στους Γενουάτες να δημιουργήσουν σειρά οχυρωμένων σταθμών μέσω τού βασιλείου τους προς τα σύνορα τής Περσίας. Η Τραπεζούς ήταν ο πρώτος και το Βαγιαζήτ [σήμερα Ντογού Βαγιαζήτ, κοντά στα τουρκο-ιρανικά σύνορα] ο τελευταίος από αυτούς τούς σταθμούς. Απείχαν αποστάσεις μεταξύ 25 και 40 μιλίων [40 και 60 χλμ] και βρίσκονταν πάντοτε σε στρατηγικές και υπερασπίσιμες θέσεις, περιβαλλόμενοι από στερεά και εκτεταμένα τείχη, μέσα στα οποία υπήρχαν καταλύματα για τούς φρουρούς και καταφύγιο για τα άλογα και τα εμπορεύματα των καραβανιών. Κατά την προώθησή τους από σταθμό σε σταθμό, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ασφάλειά τους, τα καραβάνια εφοδιάζονταν με συνοδεία, περισσότερο ή λιγότερο πολυάριθμη, ανάλογα με την κατάσταση τής υπαίθρου. Η Μπαϊμπούρτ και το Ερζερούμ ήσαν δύο από τα οχυρά τους, ενώ η στερεότητα και η έκταση των οχυρώσεων εκεί, όπως και σε άλλα μέρη, έδειχναν τη σημασία την οποία απέδιδαν οι Γενουάτες στο εμπόριό τους, τα κέρδη τού οποίου πρέπει να ήσαν πολύ μεγάλα, ώστε να αρκούν όχι μόνο για την κάλυψη αυτών των τεραστίων εξόδων, αλλά να προσφέρουν και πλούτο στη δημοκρατία.

[Σε ολόκληρο το άρθρο του ο Μπραντ έχει την εντύπωση ότι όλα τα μεγάλα αμυντικά έργα τής περιοχής, από τα τείχη τής Τραπεζούντας μέχρι εκείνα στην ενδοχώρα, κατασκευάστηκαν από τούς Γενουάτες. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν ισχύει και δεν θα μπορούσε να ισχύει. Εν προκειμένω τα διασωζόμενα τείχη τής Μπαϊμπούρτ, αλλά και εκείνα τού Ερζερούμ, κατασκευάστηκαν στη διασωζόμενη έκτασή τους από τούς Άραβες, με επέκταση και ενίσχυση προγενέστερων αμυντικών έργων.]

Μετά την εκδίωξη των Γενουατών από τον Καφφά στα μέσα περίπου τού δέκατου πέμπτου αιώνα και ύστερα από την εξαφάνιση τής ανεξάρτητης ηγεμονίας τής Τραπεζούντας με την κατάληψη τής πόλης από τον Μωάμεθ Β’, πράγματα που συνέβησαν σχεδόν ταυτόχρονα, οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ Τραπεζούντας και Ευρώπης έπαψαν εντελώς και ο Εύξεινος έκλεισε για τη ναυσιπλοΐα τού χριστιανικού κόσμου.

Το σταδιακό ξανάνοιγμα τής Μαύρης Θάλασσας για τα ευρωπαϊκά σκάφη οφειλόταν σε συνθήκες που απέσπασε η Ρωσία από την Τουρκία σε διάφορες χρονικές περιόδους ύστερα από πολέμους. Η τελευταία συνθήκη, εκείνη τής Αδριανούπολης, κατέστησε τελικά κάθε μέρος τού Ευξείνου Πόντου προσβάσιμο για την εμπορική σημαία όλων των εθνών τής Ευρώπης.

Ο παλαιός δίαυλος επικοινωνίας με την Ινδία και την Περσία είχε λοιπόν τεθεί και πάλι σε λειτουργία. Όμως δεν ήταν πιθανό ότι μπορούσε στις ημέρες τους να διατεθεί για ινδικό εμπόριο με την Ευρώπη, επειδή τώρα πια ήσαν ανοιχτές πιο οικονομικές διαδρομές. Το γεγονός όμως ότι ήταν το καταλληλότερο κανάλι για επαφή με την Περσία και τις κοντινές της περιοχές φαινόταν πέραν πάσης αμφιβολίας από θετικά αποτελέσματα, σε απόδειξη των οποίων μπορούσε να προσκομιστεί η ραγδαία αύξηση τού εμπορίου. Το 1830 5.000 μόνο δέματα ευρωπαϊκών εμπορευμάτων πέρασαν από την Τραπεζούντα στην πορεία τους προς την Περσία, ενώ το 1835 20.000 σχεδόν προχώρησαν από την ίδια διαδρομή προς τον ίδιο προορισμό.

Στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή της δεν διασώζονταν ερείπια οικοδομημάτων περιόδου παλαιότερης από εκείνη τής χριστιανικής εποχής. Ο αριθμός των εκκλησιών ήταν μεγάλος. Πέρα από είκοσι σχεδόν εκκλησίες και παρεκκλήσια που διατηρούνταν ακόμη για τη λειτουργία τής ελληνικής εκκλησίας, όλα σχεδόν τα τζαμιά ήσαν πριν χριστιανικές εκκλησίες.

Image

Ο Καφφάς (Θεοδοσία) στην Κριμαία
(Κλέεμαν, Ταξίδια από τη Βιέννη μέσω Βελιγραδίου στην Κιλιανόβα τα έτη 1768, 1769 και 1770)

Το πιο όμορφο ήταν εκείνο τής Αγίας Σοφίας, που βρισκόταν ένα μίλι δυτικά τής πόλης. Εξακολουθούσε να βρίσκεται εξωτερικά σε καλή κατάσταση, ενώ, παρά το γεγονός ότι είχε μετατραπεί σε τζαμί, σπάνια χρησιμοποιούνταν από τούς μωαμεθανούς.

Η πόλη ήταν χτισμένη στην πλαγιά λόφου με θέα τη θάλασσα. Μέρος της περιβαλλόταν από πυργοειδές και ψηλό τείχος και είχε το σχήμα παραλληλογράμμου.

Σε κάθε πλευρά τού περιτειχισμένου τμήματος τής πόλης υπήρχε βαθιά χαράδρα, γεμάτη δένδρα και κήπους, ενώ και οι δύο χαράδρες διασχίζονταν από μεγάλες γέφυρες. Πάνω από την πόλη υπάρχει ακρόπολη, η οποία ήταν μάλλον ερειπωμένη και παραμελημένη και βρισκόταν χαμηλότερα από γειτονικά υψώματα. Οι πύλες τής πόλης έκλειναν με τη δύση τού ηλίου, ενώ τα τείχη βρίσκονταν σε επαρκή κατάσταση συντήρησης, ώστε να χρησιμεύουν ως άμυνα απέναντι σε επίθεση από στρατεύματα που δεν διέθεταν πυροβολικό. Πολλά κομμάτια από μάρμαρο και επιγραφές, απομεινάρια αρχαιότερων κατασκευών, είχαν ενσωματωθεί στα τείχη.

Image

Τραπεζούς, Παλαιά Τείχη στη δυτική πλευρά της πόλης
(Illustrated London News, 7 Δεκεμβρίου 1895)

Πάνω από μία από τις κύριες πύλες υπήρχε μεγάλη επιγραφή, η οποία αναφερόταν σε χριστιανό επίσκοπο και σε έναν από τούς αυτοκράτορες τής Κωνσταντινούπολης. [Πιο κάτω, στην ενότητα «Κωνσταντινούπολη-Τραπεζούς-Ερζερούμ (1836)» τού βιβλίου τού Χάμιλτον (1842), παρουσιάζεται η επιγραφή που έστησε ο επίσκοπος Τραπεζούντος Ουράνιος προς τιμήν τού αυτοκράτορα Ιουστινιανού.] προφανώς δεν βρισκόταν στην αρχική της θέση. Τα τείχη και η ακρόπολη γενικά και χωρίς αμφιβολία δίκαια αποδίδονταν στους Γενουάτες. [Όπως ήδη αναφέραμε, ούτε αυτό φυσικά ισχύει. Τα τείχη τής Τραπεζούντας στη διασωζόμενη μορφή τους αποτελούν έργο τής ελληνικής αυτοκρατορίας τής Τραπεζούντας και όχι των Γενουατών.]

Κάτω από την πόλη υπήρχε μικρό λιμάνι, που προοριζόταν μάλλον για κωπηλατούμενες γαλέρες. Η παραλία μεταξύ τής πόλης και τής θάλασσας ήταν κλεισμένη από τα τείχη τής πόλης και στις δύο πλευρές της, τα οποία εκτείνονταν μέχρι να ενωθούν με τούς κυματοθραύστες.

Image

Άποψη τής Τραπεζούντας
(Τεξιέ, Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, 1864)

Το λιμάνι γινόταν έτσι απρόσιτο από τη στεριά, εκτός από την ίδια την πόλη, τής οποίας η επικοινωνία με το λιμάνι δεν ήταν δυνατό να διακοπεί. Οι κυματοθραύστες ήσαν από τοιχοποιία και κύκλωναν ολόκληρο το λιμάνι, αφήνοντας μόνο στενή είσοδο. Τα πάνω τμήματά τους είχαν παρασυρθεί από το νερό, αλλά μεγάλο μέρος τής τοιχοποιίας παρέμενε κάτω από αυτό, για να σπάει τη βία τής θάλασσας και να προσφέρει προστασία στα καράβια και τα μικρά σκάφη που εξακολουθούσαν να συχνάζουν στο λιμάνι.

Δεν υπήρχε λιμάνι για μεγάλα πλοία. Ένας μικρός ανοικτός κόλπος στο ανατολικό άκρο τής πόλης χρησιμοποιούνταν ως αγκυροβόλιο κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού. Μετά τη φθινοπωρινή ισημερία τα τουρκικά και τα ευρωπαϊκά πλοία κατέφευγαν στα Πλάτανα, ανοιχτό αγκυροβόλιο επτά περίπου μίλια δυτικά τής Τραπεζούντας. Όμως τα βρετανικά σκάφη αγκυροβολούσαν όλες τις εποχές στην Τραπεζούντα και το αγκυροβόλιο εκεί, ακόμη και τον χειμώνα, φαινόταν να είναι εξίσου ασφαλές με εκείνο των Πλατάνων. Ο πυθμένας ήταν εξαιρετικά συμπαγής και με καλή αγκύρωση ένα πλοίο θα μπορούσε να δέσει με ασφάλεια ακόμη και στον πιο δύσκολο καιρό.

Τα ψηλά βουνά, καλυμμένα με χιόνι, εμπόδιζαν τον άνεμο να φυσά από τη στεριά προς αυτή την ακτή. Ακόμη και στις πιο βαριές θύελλες υπήρχαν, σε σύντομα χρονικά διαστήματα, μπουνάτσες τού ανέμου και τής θάλασσας, ενώ σπάνια υπήρχε νύχτα κατά τη διάρκεια ολόκληρου τού έτους, κατά την οποία ο άνεμος δεν φυσούσε από τη στεριά.

Τα σπίτια τής πόλης είχαν ως επί το πλείστον μόνο ισόγειο. Καθώς όλα είχαν αυλή ή κήπο με λίγα οπωροφόρα δένδρα, μόλις και μετά βίας κάποιο σπίτι ήταν ορατό από τη θάλασσα, ενώ η πόλη είχε την εμφάνιση δάσους, όταν τα δένδρα της είχαν φύλλωμα.

Image

Άποψη τής Τραπεζούντας
(Τεξιέ, Μικρά Ασία: Γεωγραφική, Ιστορική και Αρχαιολογική Περιγραφή, 1882)

Η πόλη είχε ανάμεσα σε 25.000 και 30.000 κατοίκους. Οι Έλληνες υπολογίζονταν μεταξύ 3.500 και 4.000, οι Αρμένιοι 1.500-2.000 και οι μωαμεθανοί 20.000-24.000. Το εντός των τειχών τμήμα τής πόλης κατοικούνταν αποκλειστικά από τούς τελευταίους, ενώ το τμήμα έξω από τα τείχη περιλάμβανε τον χριστιανικό πληθυσμό, μερικές οικογένειες μωαμεθανών, καθώς και τα παζάρια και χάνια. Οι κάτοικοι όλων των δογμάτων, χριστιανοί ή μωαμεθανοί, ήσαν εχθρικοί προς τούς Ευρωπαίους και αποτελούσαν αδαή, αγενή και προκατειλημμένη ράτσα.

Από την περίοδο τής απέλασης των Γενουατών και τής κατάληψης τής Τραπεζούντας από τούς Τούρκους, το εμπόριό της μειώθηκε στην ασημαντότητα. Πριν από το 1830 συνίστατο στην εξαγωγή λίγων προϊόντων τής περιοχής στην Κωνσταντινούπολη, στην εισαγωγή σιδήρου από το Ταϊγάνιο [Ταγκανρόγκ], ρωσικό λιμάνι στην Αζοφική θάλασσα, καθώς και στην εμπορική επικοινωνία με την Αμπχαζία, που διεξαγόταν με μικρό σκάφος, το οποίο μετέφερε αλάτι, θειάφι, μόλυβδο και σημαντικές ποσότητες επεξεργασμένων προϊόντων τής Τουρκίας, παίρνοντας ως αντάλλαγμα από τις απολίτιστες φυλές τού Καυκάσου τα διάφορα ακατέργαστα προϊόντα τους, καθώς και μεγάλο αριθμό σκλάβων, ανδρών και γυναικών. [Ο Μπραντ γράφει Αμπασσά. Η Αμπχαζία είναι το βορειοδυτικό κομμάτι, η «μύτη» τής σημερινής Γεωργίας, με πρωτεύουσα το Σουχούμι, την αρχαία Διοσκουριάδα. Οι κάτοικοί της αναφέρονται από τους αρχαίους συγγραφείς ως Αβασγοί.]

Ο αποκλεισμός των ακτών τής Αμπχαζίας από τούς Ρώσους, με σκοπό την υποταγή των φυλών τού Καυκάσου και την εξαφάνιση τού δουλεμπόριου είχε εκμηδενίσει το εμπόριο μεταξύ Αμπχαζίας και Τραπεζούντας. Οι ντόπιοι έμποροι είχαν πια στρέψει την προσοχή τους προς εκείνο με την Κωνσταντινούπολη, το οποίο είχε κατά συνέπεια αυξηθεί, σε συνδυασμό με την κατανάλωση ευρωπαϊκών προϊόντων.

Η περιοχή στον άμεσο περίγυρο τής Τραπεζούντας είχε λίγα προϊόντα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενα εμπορικής συναλλαγής με τούς Ευρωπαίους: καπνό, κερί κηρύθρας, φουντούκια, μέλι, βούτυρο και φασόλια εξάγονταν από εκεί στην Κωνσταντινούπολη. Τα γειτονικά βουνά αφθονούσαν σε πλούσιες φλέβες μεταλλευμάτων χαλκού και μολύβδου, αλλά το σύστημα λειτουργίας των ορυχείων στην πράξη εμπόδιζε την ανάπτυξη αυτής τής πλούσιας πηγής εθνικού πλούτου.

Η τωρινή σημασία τής Τραπεζούντας οφειλόταν σχεδόν αποκλειστικά στο γεγονός ότι αποτελούσε το πιο βολικό σημείο αποβίβασης για εμπορεύματα που προορίζονταν για την Αρμενία και την Περσία. Όμως δεν ήταν απίθανο ότι κάποια χαλάρωση από την πλευρά τής τουρκικής κυβέρνησης όσον αφορά τα μονοπώλια, καθώς και μια αλλαγή τού δασμολογίου που ίσχυε τότε στη Γεωργία, ίσως έδιναν μια μέρα την ευκαιρία στην Τραπεζούντα να γίνει ενδιαφέρον εμπορικό κέντρο, ανεξάρτητο από το διαμετακομιστικό εμπόριό της προς την Αρμενία και την Περσία.

Ο Μπραντ επιβιβάστηκε σε γαλέρα στην Τραπεζούντα στις 19 Μαΐου 1835 και ταξίδεψε κατά μήκος τής ακτής μέχρι τη ρωσική μεθόριο, απόσταση 60 ωρών ή ίδιο αριθμό λευγών, περνώντας διαδοχικά από τις περιοχές Γιόμρα, Σούρμενα, Οφ, Ρίζε και Λαζιστάν. Όμως όλες αυτές, εκτός από τον Οφ, ήσαν γνωστές με τη γενική ονομασία Λαζιστάν και οι κάτοικοί τους ονομάζονταν Λαζοί. Οι Οφλήδες είχαν ιδιόμορφα ήθη και έθιμα που διέφεραν από εκείνα των Λαζών.

Η ομορφιά τού τοπίου τής ακτής ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Τα βουνά υψώνονταν αμέσως από τη θάλασσα σε ύψος 4.000 έως 5.000 ποδιών [1.300 έως 1.700 μέτρων], σκεπασμένα με πυκνά δάση, που αποτελούνταν κυρίως από καστανιές, οξιές, καρυδιές, σκλήθρα, λεύκες, ιτιές και περιστασιακά από μικρές βελανιδιές, φτελιές, μελιές, σφενδαμιές και πύξους, ενώ τα ψηλότερα μέρη καλύπτονταν από έλατα. Δεν ναυπηγούνταν πλοία σε αυτό το τμήμα τής ακτής, και δεν υπήρχε εξαγωγή ξυλείας, για την οποία ίσχυε στην Τουρκία γενική απαγόρευση. Έτσι τα δάση παρείχαν μόνο κάρβουνο, καυσόξυλα και ξυλεία για την κατασκευή σπιτιών και σκαφών που χρησιμοποιούνταν στο παράκτιο εμπόριο και την αλιεία.

Η περιοχή ήταν τόσο δασωμένη και ορεινή, που δεν παρήγαγε επαρκή σιτηρά για τις ανάγκες τού πληθυσμού. Όμως ούτε ένα σημείο που μπορούσε να καλλιεργηθεί δεν είχε αφεθεί άσκαφτο. Μπορούσε κανείς να δει χωράφια καλαμποκιού να κρέμονται στις απόκρημνες πλευρές των βουνών, σε σημεία στα οποία δεν θα μπορούσε να φτάσει άροτρο. Το έδαφος ετοιμαζόταν με χειρωνακτική εργασία. Ένα δίκρανο πιρούνι κατασκευής που προσιδίαζε στην περιοχή χρησιμοποιούνταν γι’ αυτόν τον σκοπό. Το καλαμπόκι ήταν το φυτό που καλλιεργούνταν συνήθως και σπάνια χρησιμοποιούνταν από τούς ανθρώπους άλλου είδους αλεύρι για ψωμί. Όσα δεν παρήγαγε η περιοχή, τα προμηθεύονταν από τη Γκουρία και τη Μινγκρελία. Η Γκουρία ήταν το νότιο τμήμα τής Ρωσικής αυτοκρατορίας (σήμερα στη Γεωργία), που εκτεινόταν από τη Μαύρη Θάλασσα προς τα ανατολικά και συνόρευε προς νότο με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Αργότερα η κατάσταση άλλαξε και το βορειότατο παράκτιο κομμάτι τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Ατζαρία (με το Βατούμ και το Κομπουλέτι), στα νότια τής Γκουρίας, πέρασε στη Ρωσία. Η μεθόριος μετατοπίστηκε στα νότια των εκβολών τού ποταμού Τσορούχ και παραμένει η ίδια και σήμερα ως μεθόριος μεταξύ Τουρκίας και Γεωργίας. Η Μινγκρελία είναι η περιοχή τής δυτικής Γεωργίας ανάμεσα στην Αμπχαζία (προς βορρά) και τη Γκουρία (προς νότο).

Οι άνθρωποι αποτελούσαν ανθεκτική, επίπονη και τολμηρή ράτσα, εξοικειωμένη στη χρήση μικρού τουφεκιού, το οποίο κάθε άνδρας έφερε κρεμασμένο στην πλάτη του, οπουδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο κινούνταν, ενώ είχαν μεγάλη φήμη ως στρατιώτες. Πάντοτε υπήρχε ζήτηση από αυτή την περιοχή εκ μέρους τής Υψηλής Πύλης, για τη διάθεση συγκεκριμένου αριθμού ανδρών στο οπλοστάσιο στη Κωνσταντινούπολη.

Πρόσφατα είχε γίνει στην αυτοκρατορία γενική απογραφή των ενηλίκων ανδρών που μπορούσαν να φέρουν όπλα. Το αποτέλεσμα έδωσε για τον Οφ 24.000 και για το Λαζιστάν 18.000 άνδρες. Ο Οφ διέθετε πολύ μικρή έκταση ακτής, αλλά στην ενδοχώρα απλωνόταν ευρύτερα και έφτανε σχεδόν μέχρι τον Τσορούχ, οριοθετούμενος από αυτό το ποτάμι και από το Λαζιστάν. Οι Οφλήδες έμοιαζαν πολύ σε πολλές από τις συνήθειές τους με τούς κατοίκους τής Μάνης στον Μοριά, διατηρώντας τη βεντέτα αίματος από πατέρα σε γιο. Αλλά όταν βρίσκονταν έξω από τη χώρα τους, ήσαν ειρηνικοί και έδιναν την προσοχή τους στο εμπόριο. Θεωρούνταν πλούσιοι, είχαν καλές πόλεις και σπίτια καλύτερης περιγραφής από εκείνα που συναντιούνταν συνήθως σε αυτές τις περιοχές. Η χώρα τους ήταν πολύ ορεινή και δύσβατη, ιδιαίτερα τον χειμώνα. Αλλά, λόγω τού χαρακτήρα τους, σπάνια αποτολμούσαν ξένοι ανάμεσά τους, ενώ πολύ λίγα ήσαν γνωστά γι’ αυτούς, πέρα από το ότι αποτελούσαν σκληρή και ανεξάρτητη φυλή.

Δεν υπήρχαν πόλεις στο Λαζιστάν. Στα Σούρμενα, στη Ρίζε, στην Αθήνα, στη Χόπα και στο Βατούμ, που ήσαν όλοι παράκτιοι τόποι, υπήρχαν παζάρια, που αποτελούνταν από έναν δρόμο με καταστήματα, μαζί με ένα ή περισσότερα καφενεία και ένα ή δύο χάνια. Σε αυτά τα παζάρια οργανωνόταν αγορά μια φορά τη βδομάδα. Οι κάτοικοι ζούσαν σε σπίτια διάσπαρτα και απομονωμένα στην ύπαιθρο.

Τα Σούρμενα και η Γιόμρα, που συνόρευαν με την Τραπεζούντα, μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανήκαν σε αυτήν. Οι άνθρωποί τους, που βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με τούς κατοίκους τής πόλης, ήσαν πιο πολιτισμένοι απ’ όσο οι Λαζοί γενικά.

Η Ρίζε ήταν σημαντική και εύφορη περιοχή, με το πιο εκτεταμένο παζάρι στην ακτή. Το κλίμα ήταν ηπιότερο απ’ ό, τι σε άλλα μέρη. Τα πορτοκάλια και τα λεμόνια παράγονταν στην ύπαιθρο και δεν απαιτούνταν κάλυψη των δένδρων κατά τούς χειμερινούς μήνες, όπως στην Τραπεζούντα. Η Ρίζε ήταν διάσημη για την παραγωγή λινού υφάσματος φτιαγμένου από κάνναβη, το οποίο χρησιμοποιούνταν σε όλη την Τουρκία για πουκάμισα.

Η Αθήνα ήταν πολύ ασήμαντος τόπος, με μικρό παζάρι.

[Τα Σούρμενα (Σησάρμενα), ο Οφ (Όφις) και η Ρίζε (Ρίζαιον) διατηρούν και σήμερα τα ελληνικά ονόματά τους. Αθήνα είναι η σημερινή κωμόπολη Παζάρ.]

Μεταξύ Χόπας και Τραπεζούντας κανένα μέρος στην ακτή δεν επικοινωνούσε με την ενδοχώρα με καραβάνια. Υπήρχαν περάσματα από τα Σούρμενα, τον Οφ και τη Ρίζε, τα οποία ήσαν εφικτά μόνο το καλοκαίρι, αλλά ο Μπραντ πίστευε ότι ακόμη και τότε δεν μεταφέρονταν εμπορεύματα μέσα από αυτά.

Η Χόπα ήταν ανοιχτό αγκυροβόλιο, όπου εκφορτώνονταν εμπορεύματα που προορίζονταν για το Αρτβίν [πιθανώς το Αρτβάνι τού Λάπι και Αρτζάνι τού ρωσικού χάρτη, πάνω σε παραπόταμο τού Τσορούχ,, όπως σημειώνει ο Μπραντ], μικρή βιοτεχνική πόλη στις όχθες τού ποταμού Τσορούχ, τρεις ημέρες μακριά από την ακτή. Μερικές φορές εμπορεύματα που προορίζονταν για την Αχίσκα [το τουρκικό όνομα τού Αχαλτσίκ τής Γεωργίας] ξεφορτώνονταν στη Χόπα και μεταφέρονταν μέσω Αρτβίν, αλλά συνήθως ξεφορτώνονταν στο Βατούμ και προωθούνταν μέσω τής κοιλάδας Αζέρα ή Κτίλα [στα βορειοανατολικά τού Βατούμ, όπως σημειώνει ο Μπραντ].

Υπήρχαν πολλά θερινά αγκυροβόλια σε όλο το μήκος τής ακτής από την Τραπεζούντα, καθώς επίσης και ορισμένα που θεωρούνταν ασφαλή και χρησιμοποιούνταν τον χειμώνα, αλλά δεν υπήρχε λιμάνι εκτός από το Βατούμ.

Το Βατούμ ήταν καλά προστατευμένο και ο κόλπος του μπορούσε να φιλοξενήσει μεγάλο αριθμό πλοίων, αλλά ήταν ανθυγιεινός σταθμός και εκείνοι που αποτολμούσαν να διαμείνουν εκεί από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο ήσαν εκτεθειμένοι σε σοβαρές επιθέσεις τής ελονοσίας. Το λιμάνι όφειλε την ύπαρξή του στον ποταμό Τσορούχ, ο οποίος, εκβάλλοντας στη θάλασσα μερικά χιλιόμετρα δυτικά τού Βατούμ, είχε εναποθέσει μεταξύ τής τωρινής του κοίτης και εκείνου τού τόπου μεγάλο κομμάτι προσχωσιγενούς εδάφους, που αποτελούσε τη δυτική πλευρά τού κόλπου. Η θάλασσα είχε ρίξει ανάχωμα από βότσαλα που σχημάτιζε το περίγραμμα αυτής τής χερσονήσου, αφήνοντας τη γη μέσα σε αυτήν πολύ λίγο πάνω από το επίπεδο τής θάλασσας, ελώδη και καλυμμένη με φρύγανα. Αυτά τα έλη ήσαν η αιτία τού ανθυγιεινού χαρακτήρα τού τόπου. Το παζάρι βρισκόταν στη δυτική πλευρά τού κόλπου, κοντά στη θάλασσα. Είχε εξήντα περίπου μαγαζιά, πολλά καφενεία και χάνια και τζαμί, όλα χτισμένα από ξύλο. Πολλά κτίρια βρίσκονταν υπό κατασκευή και ο τόπος είχε την εμφάνιση πρόσφατα οικιζόμενης αποικίας. Όπως φαίνεται, οι Οθωμανοί προσπαθούσαν να ενισχύσουν την παρουσία τους στο παραμεθόριο Βατούμ, το οποίο όμως σαράντα χρόνια αργότερα πέρασε στη Ρωσική αυτοκρατορία με τη Συνθήκη τού Αγίου Στεφάνου (1878).

Είχαν χτιστεί μερικά μικρά σπίτια και είχαν φτιαχτεί περιβόλια με το ξεχέρσωμα τού θαμνοδάσους πίσω από το παζάρι. Η ανατολική πλευρά τού κόλπου, απέναντι από το παζάρι, ήταν υγιεινή, κι αν φτιαχνόταν πόλη στο ανυψούμενο έδαφος εκεί, θα μπορούσε να κατοικείται με ασφάλεια όλες τις εποχές και θα βρισκόταν πέρα από την επίδραση των ελών, δεδομένου ότι το εύρος τού κόλπου στο εν λόγω τμήμα ήταν μεταξύ δύο και τριών μιλίων. Τώρα κάθε άνθρωπος υποχρεωνόταν να κλείσει το μαγαζί του και να εγκαταλείψει τον τόπο κατά τη διάρκεια τής ανθυγιεινής περιόδου.

Ο ποταμός Τσορούχ αποτελούσε το όριο ανάμεσα στα πασαλίκια τής Τραπεζούντας και τού Καρς. Καθώς το Βατούμ βρισκόταν ανατολικά τού ποταμού, ανήκε κατά συνέπεια στο πασαλίκι τού Καρς. Επρόκειτο για ένα από τα μεγαλύτερα ποτάμια τής Αρμενίας, που ένωνε τα νερά τής κοιλάδας Κτίλα ή Αζέρα με εκείνα τού Μαρσάτ Ντερέ [ο ποταμός Μασάτ πηγάζει ανατολικά τής Μπαϊμπούρτ, περνά από αυτή την πόλη και συμβάλλει με άλλα ρεύματα που έρχονται από τα δυτικά, σχηματίζοντας τον ποταμό Τσορούχ] κοντά στη Μπαϊμπούρτ, καθώς και με εκείνα όλων των κοιλάδων στις δυτικές και βόρειες πλαγιές των βουνών, στα οποία υπήρχαν οι πηγές τού Κύρου, τού Αράξη, τού Άρπα Τσάι (Άρπασου) και τού Καρασού ή Δυτικού Ευφράτη. Αυτά τα ποτάμια αποστράγγιζαν τις κοιλάδες στις αντίθετες πλευρές τής οροσειράς. Σχεδίες κατέβαιναν τον Τσορούχ από το Αρτβίν στη θάλασσα μέσα σε τρεις ημέρες, ενώ μερικές φορές, αλλά σπάνια, ανέβαιναν αντίθετα στο ρεύμα σε οκτώ ή δέκα. Απ’ όσα όμως μπόρεσε να μάθει ο Μπραντ, το ποτάμι δεν θα μπορούσε πιθανότατα να γίνει πλωτό για καράβια, εξαιτίας των δινών και των βράχων.

Η ύπαιθρος στερούνταν δρόμων εντελώς. Κατά τη διάρκεια τού χειμώνα ήταν αδύνατη η άμεση επικοινωνία με την ενδοχώρα πέρα από τα βουνά, ενώ μεταξύ σημείων τής ακτής συνήθως η επικοινωνία διατηρούνταν από τη θάλασσα.

Η ρωσική μεθόριος, σε απόσταση οκτώ περίπου ωρών από το Βατούμ και δύο πέρα από το παζάρι τού Τσορούχ Σου, σχηματιζόταν από ποταμό που ονομαζόταν Σεφκατίλ Σου.

Τσορούχ Σου ονομαζόταν επί οθωμανικής περιόδου το σημερινό Κομπουλέτι τής Γεωργίας. Στο κεφάλαιο λοιπόν αυτό, όταν αναφερόμαστε στον Τσορούχ Σου (αρσενικό) εννοούμε τον σημερινό ποταμό Τσορούχ (τον Άκαμψι τής αρχαιότητας), ενώ όταν αναφερόμαστε στο Τσορούχ Σου (ουδέτερο), εννοούμε το σημερινό Κομπουλέτι.

Ο Σεφκατίλ Σου πήγαζε από τα βουνά που αναπτύσσονταν ανατολικά και βόρεια από τον κόλπο τού Βατούμ και αποτελούσαν το νότιο όριο τεράστιας πεδιάδας. Ο ποταμός διέσχιζε αυτή την πεδιάδα λοξά, διατηρώντας βορειοδυτική πορεία και αποσυνδέοντας από την υπόλοιπη πεδιάδα ένα μικρό τμήμα, το οποίο οριοθετούνταν από τον ποταμό, τα βουνά και τη θάλασσα και το οποίο είχε αφεθεί στην κατοχή τής Τουρκίας. Στη βόρεια όχθη τού Σεφκατίλ Σου υπήρχε μικρό ρωσικό οχυρό που ονομαζόταν Άγιος Νικόλαος και στο οποίο υπήρχε σταθμός καραντίνας.

Το Τσορούχ Σου είχε πιο εκτεταμένο παζάρι από το Βατούμ, με πολλά καφενεία και τζαμί, αλλά δεν υπήρχαν κατοικίες, εκτός από εκείνη τού μπέη. Τα άτομα που είχαν μαγαζιά στο παζάρι ήσαν εν μέρει ξένοι από την ακτή τού Λαζιστάν και εν μέρει ντόπιοι, όπου οι τελευταίοι ζούσαν στα γειτονικά βουνά και μία φορά τη βδομάδα, τη μέρα τής αγοράς, κατέβαιναν στο παζάρι στο οποίο υπήρχε μεγάλη συμμετοχή. Οι Λαζοί εγκατέλειπαν τον τόπο κατά την ανθυγιεινή περίοδο, το φθινόπωρο, ενώ επέστρεφαν όταν περνούσε αυτή. Δεν υπήρχε λιμάνι εδώ και ο Μπραντ θεωρούσε ότι, ως τόπος εμπορίου, σύντομα θα ξεπερνιόταν από τον πιο κατάλληλο σταθμό τού Βατούμ, όπου όλα είχαν την εικόνα βελτίωσης, ενώ στο Τσορούχ Σου τα πράγματα έδειχναν σε σταδιακά προϊούσα παρακμή. Η περιοχή υπαγόταν στο πασαλίκι τού Καρς. Το σπίτι τού μπέη βρισκόταν στην ακτή κοντά στο παζάρι και σχεδιαζόταν να περιβάλλεται από φρούριο, η κατασκευή τού οποίου άρχισε μετά το τέλος τού ρωσικού πολέμου, αλλά ποτέ δεν προχώρησε πέρα από τα θεμέλια. Το παζάρι ήταν χτισμένο σε απότομο ανάχωμα από βότσαλα, το οποίο είχε δημιουργήσει η θάλασσα και το οποίο, όντας ψηλότερο από την πεδιάδα πίσω του, την προστάτευε από τη διάβρωση τής θάλασσας. Τα ποτάμια που έρρεαν από τα βουνά σε αυτό το χαμηλό επίπεδο κυλούσαν με αργοκίνητα ρεύματα, ενώ, ύστερα από έντονες βροχοπτώσεις, το καθιστούσαν πλήρες έλος. Αναγκαζόμενα να σκάψουν πολύ βαθιά κανάλια μέσα στο ανάχωμα από βότσαλα, χύνονταν τελικά στη θάλασσα. Πέρα από την πεδιάδα, η οποία ήταν σε γενικές γραμμές στενή, ξεκινούσε δασωμένη περιοχή, η οποία συνεχιζόταν προς την κατεύθυνση των βουνών μέχρι τη βάση τους, σε απόσταση τεσσάρων ή πέντε περίπου μιλίων.

Στο Τσορούχ Σου ο Μπραντ κατέβηκε από το καράβι και ξεκίνησε το χερσαίο ταξίδι του. Είχε μπει στο πασαλίκι τού Καρς περνώντας τις εκβολές τού Τσορούχ και έπρεπε τώρα να διασχίσει την περιοχή μέχρι την πόλη από την οποία το πασαλίκι έπαιρνε το όνομά του. Η απόσταση μέσω τής διαδρομής που θα ακολουθούσε ήταν 120 περίπου μίλια μέχρι το Ντιγβίρ, κοντά στη ρωσική μεθόριο, και από εκεί προς Καρς μέσω Αρνταχάν 70 περίπου μίλια. Μέχρι να φτάσει στα υψώματα πάνω από το Ντιγβίρ, η χώρα ήταν πολύ ορεινή και δασωμένη, ενώ οι ίδιες οι κορυφές ήσαν βοσκότοποι χωρίς δένδρα. Από εκεί, κατεβαίνοντας στο Πόσκοβ, υπήρχε διαδοχή πλούσιων πεδιάδων χωρίς δένδρα, εκτός από περιστασιακά πευκοδάση στις εσοχές των βουνών, τα οποία όριζαν και χώριζαν τις πεδιάδες.

Σε αυτό το ταξίδι των 1.500 μιλίων ταξίδευε ως πρόξενος και είχε εφοδιαστεί με τέτοιο φιρμάνι από τον σουλτάνο. Την ακολουθία του αποτελούσαν ένας δραγουμάνος, ένας τάταρ και δύο υπηρέτες, ενώ είχε συνήθως δώδεκα άλογα συμπεριλαμβανομένων εκείνων των δύο οδηγών. Τα φορτία, για διευκόλυνση τής αποστολής, ήσαν ελαφρά. Ο ρυθμός τού ταξιδιού του ήταν μεταξύ δέκα και δεκαέξι τούρκικων ωρών την ημέρα, 30 έως 48 μιλίων [45 έως 70 χλμ]. Στην τούρκικη ώρα των αλόγων αλλαγής αναφέρθηκαν ήδη όλοι οι προηγούμενοι περιηγητές (Κίνεϊρ, Πόρτερ, Σμιθ). Οι τρέχουσες δαπάνες για άλογα, καταλύματα κλπ. ανέρχονταν σε 30 περίπου στερλίνες για κάθε 100 τούρκικες ώρες ταξιδιού ή 300 μίλια. Το ποσό αυτό ήταν ανεξάρτητο από δώρα, τάταρ (συνοδούς), φρουρούς, καθώς και από μερικές τυχόν κατά περίπτωση χρεώσεις, στις οποίες δεν θα υποβαλλόταν ένας ιδιώτης ταξιδιώτης. Αντιμετωπίστηκε από όλους με μεγάλη προσοχή. Διορίζονταν πάντοτε φρουροί, αν και σπάνια (μπορούσε να πει σχεδόν ποτέ) δεν χρειάστηκαν. Δεν μπορούσε όμως, χωρίς να προσβάλει, να αρνηθεί τη φιλοφρόνηση, καθώς ως τέτοια προοριζόταν και ως τέτοια τη θεωρούσε.

Στα σταυροδρόμια δύσκολα έβρισκε κανείς σταθμούς αλλαγής αλόγων, αλλά οι χωρικοί ήσαν υποχρεωμένοι και σε γενικές γραμμές αρκετά πρόθυμοι να διαθέσουν άλογα στην τιμή ένα τουρκικό γρόσι (2½ πένες) ανά ώρα διαδρομής, δηλαδή τρία μίλια. Σπάνια καθυστέρησε λόγω έλλειψης αλόγων. Νόμιζε ότι ένας ταξιδιώτης, σε μετρίου μήκους ταξίδι, με μικρή ποσότητα αποσκευών και όχι πολλούς συνοδούς, θα έβρισκε τις 30 στερλίνες αρκετές για όλα τα έξοδά του. Περιλάμβανε σε αυτό το ποσό την αμοιβή τού τάταρ, καθώς και κάθε άλλη δαπάνη.

Οι αγρότες που υποδέχονταν τον ταξιδιώτη στα χωριά ήσαν γενικά ικανοποιημένοι αφήνοντας την αμοιβή τους στη γενναιοδωρία του. Σπάνια τούς βρήκε δυσαρεστημένους με αυτό που έδωσε. Υπήρξαν όμως μερικές αντίθετες περιπτώσεις και λυπόταν να πει ότι συνέβησαν γενικά σε σπίτι φτωχού χριστιανού. Βρήκε γενικά τούς μουσουλμάνους ευγενικούς, έτοιμους να δώσουν ό, τι είχαν και ευγνώμονες για οτιδήποτε έπαιρναν.

Στις πόλεις τού παραχωρούσαν συνήθως κατάλυμα στο σπίτι κάποιου πλούσιου Αρμενίου και αυτοί πάντοτε τού φέρθηκαν καλά. Οι οικοδεσπότες του σπάνια εξέφραζαν οποιαδήποτε απαίτηση ή δέχονταν χρήματα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κάποιο φτηνό δώρο δινόταν στη σύζυγο.

Αφήνοντας το Τσορούχ Σου [το σημερινό Κομπουλέτι τής Γεωργίας] ο Μπραντ διέσχισε τα χαμηλά λιβάδια που βρίσκονταν πίσω από το παζάρι, πέρασε μέσα από στενό δάσος και άρχισε να ανεβαίνει, μέσα από όμορφο αλλά άγριο ορεινό φαράγγι, την κοιλάδα τού Χίνο. Το δασικό τοπίο ήταν τόσο υπέροχο, όσο μπορεί να φανταστεί κανείς. Τα δένδρα ήσαν τής ίδιας περιγραφής με εκείνα τού Λαζιστάν, αλλά πολύ μεγαλύτερων διαστάσεων. Η πρώτη νύχτα πέρασε σε χωριό που ονομαζόταν Τζαγάτ [το σημερινό Τσαχάτι τής Γεωργίας], τα σπίτια τού οποίου δεν ήσαν μαζεμένα κοντά, αλλά διασκορπίζονταν μέσα στο δάσος. Δεν καλλιεργούνταν σιτάρι εδώ, αλλά καλαμπόκι, κεχρί και λίγο ρύζι. Οι χειμώνες δεν ήσαν δριμείς, αλλά τα καλοκαίρια και τα φθινόπωρα ήσαν βροχερά και γι’ αυτόν τον λόγο η συγκομιδή συχνά αποτύγχανε. Τα δύο προηγούμενα χρόνια δεν είχε ωριμάσει αρκετά για κατανάλωση. Τα συνηθισμένα φρούτα ήσαν άφθονα και καλά, ενώ καλλιεργούνταν αρκετά σταφύλια για την παραγωγή κρασιού. Την επόμενη μέρα, συνεχίζοντας την ανάβαση μέσα από παρόμοια περιοχή και ίδιο τοπίο, πέρασε από σκόρπιο χωριό που ονομαζόταν Ζερεμπόζελ [το σημερινό Ζεραμπόζελι τής Γεωργίας], ενώ το βράδυ έφτασε στο νυχτερινό του κατάλυμα στο Ντιντεβάγι [το σημερινό Ντιντβάκε τής Γεωργίας], που βρισκόταν ακριβώς κάτω από το πέρασμα τού Κολοβά Νταγ και είχε δεκαοκτώ οικογένειες, με τα σπίτια μαζεμένα κοντά. Ολόκληρη η κοιλάδα υπαγόταν στον μπέη τού Τσορούχ Σου (Κομπουλέτι). Δεν θα εκτιμούσε το υψόμετρο τού χωριού σε περισσότερα από 4.000 πόδια [1.200 περίπου μέτρα] πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας, αλλά οι μεγάλοι χειμώνες διάρκειας οκτώ σχεδόν μηνών, τα ομιχλώδη και βροχερά καλοκαίρια και τα πρώιμα φθινόπωρα καθιστούσαν εκεί τη γεωργία πολύ επισφαλή δραστηριότητα. Η καλλιεργήσιμη γη ήταν μικρής έκτασης και σε ευνοϊκές εποχές δεν θα απέδιδε στους κατοίκους προμήθεια σιτηρών που θα κάλυπτε περισσότερο από έξι μήνες των αναγκών τους. Δεν είχαν παρά λίγα γελάδια ή πρόβατα, εξαιτίας τής αδυναμίας εξασφάλισης χειμερινής χορτονομής, η οποία έπρεπε να παρέχεται στα ζώα για οκτώ σχεδόν μήνες. Οι κάτοικοι αποτελούσαν πολύ όμορφη ράτσα και το γεωργιανό τους μίγμα φαινόταν στα ωραία χαρακτηριστικά τους. Μιλούσαν γεωργιανά από το Βατούμ και πέρα, ενώ στην κοιλάδα από την οποία πέρασε, πολλοί από τούς ντόπιους δεν καταλάβαιναν καθόλου τα τουρκικά. Οι άνδρες κυκλοφορούσαν πάντοτε οπλισμένοι με τουφέκι και κάμα, δηλαδή μεγάλο δίκοπο μαχαίρι, ενώ εξακολουθούσαν να έχουν να κρέμεται από τη ζώνη τους ένας κόμπος σχοινιού, ο οποίος, αν και τώρα διακοσμητικός, στο παρελθόν χρησίμευε για να δένουν κάθε γεωργιανό όμηρο που τύχαινε να συναντήσουν στις περιπλανήσεις τους.

Η χώρα ήταν πολύ δύσκολη, υπήρχαν μόνο απλά μονοπάτια μέσα από πυκνά δάση και δίπλα σε επικίνδυνα βάραθρα. Τα καραβάνια δεν αποτολμούσαν αυτόν τον δρόμο. Πήγαιναν από το Βατούμ ανεβαίνοντας την κοιλάδα Κτίλα ή Αζέρα.

Από εδώ υπήρχαν δύο περάσματα για να φτάσει κανείς στην κοιλάδα Αζέρα: ένα από το Περένγκα Νταγ [Νταγ σημαίνει βουνό, σημειώνει ο Μπραντ] και κατεβαίνοντας στην κοιλάδα Τζουβάνα, το άλλο πάνω από το Κολοβά Νταγ και κατεβαίνοντας στην κοιλάδα Άχο. Το πέρασμα τού Περένγκα Νταγ ήταν στα ανατολικά τού άλλου και ήταν το πιο δύσκολο, αλλά ήταν συντομότερο και περνούσε κοντά στη ρωσική μεθόριο. Ο Μπραντ ήθελε να πάει από αυτό, αλλά η κατάσταση τού χιονιού εμπόδισε την επιθυμία του. Ακόμη και από το Κολοβά Νταγ ήταν απαραίτητο να τοποθετήσει τις αποσκευές του στις πλάτες των ανδρών, καθώς φορτωμένα άλογα δεν μπορούσαν να περάσουν και από την έντονη κλίση τού βουνού ήταν πολλές φορές υποχρεωμένος να βαδίζει σκυφτός. Η πλευρά την οποία ανέβηκε ήταν καλυμμένη με δάση από τις μεγαλύτερες οξιές που είδε ποτέ. Η κορυφή τού βουνού στις 30 Μαΐου εξακολουθούσε να καλύπτεται από βαθύ χιόνι που έλιωνε γρήγορα. Στο πάνω μέρος φύτρωναν μόνο μερικοί καχεκτικοί θάμνοι αρκεύθου και έλατα, αλλά η ίδια η κορυφή ήταν γυμνή. Η κατάβαση στην κοιλάδα τού Άχο ήταν εξαιρετικά απότομη και μακρά. Τού πήρε τέσσερις ώρες να ανέβει και άλλες τόσες να κατέβει, συμπεριλαμβανομένων των πολυάριθμων στάσεών τους. Το Άχο ήταν όμορφη κοιλάδα και περιλάμβανε εξήντα περίπου οικογένειες, που φαίνονταν να ζουν σε καλές συνθήκες, γιατί η κοιλάδα καλλιεργούνταν καλά και φαινόταν να υπάρχει επάρκεια γης. Το κλίμα ήταν εύκρατο. Καλλιεργούνταν σίκαλη και καλαμπόκι, αλλά όχι πολύ σιτάρι. Παράγονταν επίσης μικρή ποσότητα μεταξιού. Τα γελάδια τρέφονταν στα βοσκοτόπια τού Περένγκα Νταγ και όταν καταπατούσαν γεωργιανό έδαφος, κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών επιβαλλόταν πρόστιμο εννέα πενών ανά κεφάλι για το γρασίδι.

Ο χαρακτήρας των ανθρώπων φαινόταν να μοιάζει πολύ με εκείνων στην άλλη πλευρά τής οροσειράς, απ’ όπου ο Μπραντ είχε μόλις περάσει. Έμοιαζαν Γεωργιανοί και μιλούσαν τη γλώσσα.

Από το Άχο κατέβηκε στην κοιλάδα Κτίλα ή Αζέρα, από την οποία διερχόταν πολύ σημαντικό ποτάμι, που ενωνόταν με τον Τσορούχ πριν χυθεί στη θάλασσα κοντά στο Βατούμ. Φτάνοντας στις όχθες τού ποταμού, μπήκε στον απευθείας δρόμο από Βατούμ, ενώ δύο περίπου μίλια πιο πέρα πέρασε από το άνοιγμα τής κοιλάδας Τζουβάνα, στην οποία κατέβαινε ο δρόμος που διερχόταν από το πέρασμα τού Περένγκα Νταγ.

Τα δάση σε αυτήν την πλευρά διέφεραν εντελώς σε χαρακτήρα από εκείνα στην άλλη πλευρά τής οροσειράς. Εδώ ήσαν αλπικά και αποτελούνταν κυρίως από μικρές δρύες, αναμιγμένες με έλατα. Καθώς το βουνό ανέβαινε, η δρυς εξαφανιζόταν και στο ψηλότερο σημείο υπήρχαν μόνο έλατα, με λίγες σημύδες και σκλήθρα. Κατά μήκος τής κοιλάδας, μέχρι το ύψος τής Κτίλα, τα χωριά αποτελούσαν συχνό φαινόμενο και προφανώς θα υπήρχε αρκετή καλλιέργεια ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των κατοίκων.

Οι δρόμοι στην κοιλάδα Κτίλα, κάτω από τη συμβολή της με εκείνη τού Άχο, παρουσιάζονταν ως πιο δύσκολοι από εκείνους τού πάνω τμήματος.

Το Κουλάκ [το σημερινό Χούλο τής Γεωργίας], η κληρονομική ιδιοκτησία τού Αχμέτ πασά τού Καρς, εξήντα περίπου μίλια από το Βατούμ, αποτελούσε τον κύριο τόπο στην κοιλάδα και είχε με τη γύρω του περιοχή εξήντα περίπου σπίτια και παζάρι με είκοσι μαγαζιά. Το κλίμα ήταν καλό, γιατί τα σταφύλια ωρίμαζαν εκεί εύκολα και φτιαχνόταν κρασί, αλλά πιο ψηλά στην κοιλάδα δεν υπήρχαν αμπέλια.

Συνεχίζοντας να ανεβαίνουν την κοιλάδα έφτασαν στο πάνω μέρος της στο χωριό Ντανεσβόρολα [το σημερινό Ντανισπαράουλι τής Γεωργίας], έχοντας πριν από μία ώρα περάσει το μικρό χωριό Ρέγκεντ [το σημερινό Ρικέτι τής Γεωργίας], όπου κατοικούσε ο αγάς τής περιοχής. Η απόσταση από την Κτίλα ήταν δώδεκα περίπου μίλια, αλλά η βραχώδης φύση τού δρόμου και τα συχνά κυκλώματα που ήσαν υποχρεωμένοι να κάνουν για να διασχίσουν τα ρέματα κούρασαν τα άλογά τους και έκαναν την πρόοδό τους αργή. Τα δάση και τα βουνά έδειχναν υψόμετρο τής τάξης των 5.500 ποδιών [1.700 περίπου μέτρων], ενώ το χιόνι παρέμενε τόσον πολύ καιρό στο έδαφος, που συνέβαινε συχνά να μην ωριμάζουν τα σιτηρά. Μπορούσε να αναφερθεί μια επιπλέον απόδειξη τής δριμύτητας τού κλίματος, δηλαδή ότι πάνω από το πευκοδάσος, που βρισκόταν ακριβώς πάνω από το χωριό, οι σημύδες και σκλήθρες, στις αρχές Ιουνίου, μόλις άρχιζαν να βγάζουν τα μπουμπούκια τους. Σε κάθε πλευρά υπήρχαν πολύ πλούσια λιβάδια, που πρόσφεραν βοσκοτόπους σε έξοχη ράτσα βοοειδών, τα οποία ήσαν πολυάριθμα.

Το Ντανεσβόρολα κατοικούνταν κυρίως από άτομα που είχαν εγκαταλείψει το έδαφος που είχε παραχωρηθεί στη Ρωσία και τα οποία είχαν τοποθετηθεί εδώ, μέχρι να μπορέσουν να βρουν πιο κατάλληλο τόπο κατοικίας.

Φεύγοντας από το χωριό ο δρόμος ανηφόριζε αμέσως μέσα από δάσος πεύκων για μία ώρα, μέχρι να φτάσει κανείς στην κορυφή τής οροσειράς, όπου υπήρχαν εκτεταμένα λιβάδια που χρησιμοποιούνταν από τούς ντόπιους τής γειτονικής κοιλάδας ως θερινά βοσκοτόπια για τα κοπάδια τους. Όμως αυτά τα βοσκοτόπια ήσαν απαλλαγμένα από χιόνι μόνο μεταξύ τριών και τεσσάρων μηνών, ενώ ακόμη και την εποχή που ο Μπραντ ήταν εκεί, σε πολλά μέρη το χιόνι ήταν τόσο βαθύ, ώστε τα άλογα των αποσκευών του είχαν μεγάλη δυσκολία να περάσουν από αυτό.

Από τα υψώματα υπήρχε εύκολη κάθοδος στην πεδιάδα τού Πόσκοβ [Πόσοφ]. Η ύπαιθρος καθώς και οι ντόπιοι αποκτούσαν τώρα χαρακτήρα εντελώς διαφορετικό από εκείνον στην απέναντι πλευρά τού βουνού. Εκεί η χώρα ήταν ορεινή και δασώδης, τα σπίτια όλα ξύλινα, η γλώσσα γεωργιανή και οι άνθρωποι καλή, ψηλή, όμορφη ράτσα. Σε αυτή την πλευρά η ύπαιθρος ήταν ανοικτή ή μάλλον αποτελούσε διαδοχή πεδιάδων χωρίς δάση, εκτός από κάποιες εσοχές των βουνών. Οι κατοικίες ήσαν τα υπόγεια σπίτια τής Αρμενίας και οι άνθρωποι μιλούσαν μόνο τουρκικά και είχαν τα διακριτικά γνωρίσματα τής φυλής των Αρμενίων. Ολόκληρη η περιοχή ήταν καλά προσαρμοσμένη στην παραγωγή σιτηρών και στη βοσκή και, αν και τώρα είχε σχεδόν ερημωθεί από τις συνέπειες τού πολέμου, κατά πάσα πιθανότητα σύντομα θα ξανακατοικούνταν. Το σαντζάκι τού Πόσκοβ παρακρατούνταν από τούς Ρώσους μέχρι την οριστική διευθέτηση των συνόρων και είτε κατά την εκκένωσή του ή κατά τη διάρκεια τής κατοχής, όλα τα χωριά καταστράφηκαν. Ορισμένα όμως βρίσκονταν τώρα σε φάση αποκατάστασης, αλλά πολλά εξακολουθούσαν να παραμένουν σε ερείπια.

Ο Μπραντ πέρασε τη νύχτα στο χωριό Ντιγβίρ [το σημερινό παραμεθόριο τουρκικό χωριό Πόσοφ], όπου κατοικούσε ο μπέης τού σαντζακιού τού Πόσκοβ. Αφήνοντάς το, διέσχισε ψηλή οροσειρά χωρίς ούτε ένα δένδρο, με λίγα μόνο χωριά και λίγη καλλιέργεια, που δεν πρόσφερε τίποτε περισσότερο από θερινή βοσκή για τα κοπάδια ορισμένων φυλών Τουρκομάνων. Σε ορισμένες από τις προστατευόμενες εσοχές στις πλαγιές των βουνών υπήρχαν δάση ελάτης, αλλά δεν υπήρχαν δένδρα στις κορυφές των βουνών ή στις πεδιάδες χαμηλότερα. Από την οροσειρά κατέβηκε στην πλούσια πεδιάδα τού Αρνταχάν που ποτιζόταν από τον Κουρ. Το πάνω μέρος ήταν ελώδες κοντά στις πηγές τού ποταμού και χρησίμευε μόνο για βοσκή μεγάλων κοπαδιών βοοειδών, ενώ το κάτω μέρος ήταν καλά καλλιεργημένο και παραγωγικό.

Το Αρνταχάν είχε παλαιότερα 800 σπίτια, αλλά καταλήφθηκε και καταστράφηκε από τούς Ρώσους και αριθμούσε τώρα 70 μόνο οικογένειες. Τα σπίτια ήσαν υπόγεια, όπως εκείνα των χωριών τής Αρμενίας, μέθοδος κατασκευής που υιοθετήθηκε λόγω τής δριμύτητας τού κλίματος. Υπήρχε φρούριο, αλλά διαλύθηκε από τούς Ρώσους και τα κανόνια απομακρύνθηκαν. Βρισκόταν όμως χαμηλότερα από γειτονικά υψώματα και ποτέ δεν θα μπορούσε να καταστεί θέση ισχύος. Εντός των τειχών τού κάστρου υπήρχε μεγάλο σπίτι που ανήκε στον μπέη, όπως επίσης και άλλα σπίτια χτισμένα από πέτρα και πάνω από το έδαφος, αλλά τα περισσότερα από αυτά βρίσκονταν τώρα σε ερείπια.

Από το Αρνταχάν ο δρόμος αναπτυσσόταν σε ψηλό οροπέδιο γεμάτο με άριστους βοσκοτόπους που χωρίζονταν από βάλτους, αλλά με πολύ λίγες καλλιέργειες. Σε απόσταση 15 περίπου μιλίων δεν συνάντησαν ούτε ένα χωριό, ούτε επανεμφανίστηκαν χωριά και καλλιέργειες μέχρι να φτάσουν σε απόσταση τριών ωρών από το Καρς, όπου η ύπαιθρος έγινε και πάλι κατοικούμενη και πολύ παραγωγική.

Το Καρς ήταν στο παρελθόν μεγάλη πόλη και περιλάμβανε ίσως 6.000 ή 8.000 οικογένειες. Μέρος του ήταν περιτειχισμένο και είχε ακρόπολη [φτιαγμένη από τον σουλτάνο Μουράτ Γ’], αλλά αυτή ελεγχόταν από υψώματα σε εμβέλεια τουφεκιού, τα οποία βρίσκονταν στην απέναντι πλευρά βαθιάς στενής χαράδρας.

Image

Καρς (Τουρνεφόρ, Διήγηση ενός ταξιδιού στην Ανατολή, 1717)

Μέσα από αυτή τη χαράδρα περνούσε ο ποταμός Άρπα Τσάι [Ποτάμι τού Κριθαριού σημειώνει ο Μπραντ]. Δύο πέτρινα γεφύρια ένωναν τα δύο τμήματα τής πόλης που χωριζόταν από τον ποταμό, ο οποίος κύκλωνε το εντός των τειχών τμήμα τής πόλης από τρεις πλευρές. Η πόλη ήταν τώρα κάτι περισσότερο από σωρό ερειπίων, που δεν περιείχαν πάνω από 1.500 ή 2.000 οικογένειες. Μεγάλο μέρος τού τουρκικού της πληθυσμού την εγκατέλειψε κατά τη διάρκεια τής ρωσικής κατοχής.

Όλοι οι Αρμένιοι μετανάστευσαν με την υποχώρηση τού στρατού των Ρώσων, αφήνοντας πολλά εγκαταλειμμένα χωριά και μεγάλο μέρος ακατοίκητης γης. Οι Τούρκοι τού Καρς θεωρούνταν ανέκαθεν ταραχώδης και κακή φυλή ανθρώπων, αλλά ο πασάς είχε κατορθώσει να τούς επιβληθεί και δεν τολμούσαν πια να επιδείξουν το ανατρεπτικό τους πνεύμα. Το Καρς ήταν ο τόπος διαμονής πασά με δύο αλογοουρές.

Το κλίμα ήταν πολύ δριμύ, αλλά οι γύρω εύφορες πεδιάδες παρήγαγαν άφθονες καλλιέργειες εξαιρετικού σιταριού και διάφορων σιτηρών, το πλεόνασμα των οποίων εξάγονταν στη Γεωργία. Το σιτάρι απέδιδε στο εξαπλάσιο έως οκταπλάσιο της σποράς και το κριθάρι στο οκταπλάσιο έως δεκαπλάσιο.

Image

Από το Καρς στο Ερζερούμ και το Χαρπούτ (1835)

Φεύγοντας από το Καρς ο Μπραντ προχώρησε μέσα από πλούσια και καλοποτιζόμενη πεδιάδα, που εκτεινόταν εικοσιπέντε περίπου μίλια, με πλούσια βοσκοτόπια, αφθονία καλλιεργούμενων εκτάσεων και πολλά χωριά, μεταξύ των οποίων ένα μόνο κατοικούνταν από Αρμένιους, ενώ όλα τα άλλα κατέχονταν από Τούρκους. Υπήρχαν πολλά κοπάδια από εντυπωσιακά μεγάλα και ωραία βοοειδή. Από την άκρη τής πεδιάδας ξεκίνησε με πολύ σταδιακή άνοδο την ανάβαση τού Σογανλί Νταγ, το οποίο καλυπτόταν από δάση ελάτης. Θα ήταν εύκολο να φτιαχτεί αμαξιτός δρόμος που να τέμνει αυτή την οροσειρά, την οποία διέσχιζαν κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού κάρα, που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά εμπορευμάτων μεταξύ Καρς και Ερζερούμ. Η ανάβαση ήταν μακρά και σταδιακή, ενώ το εκτιμώμενο υψόμετρο πρέπει να ήταν 5.500 πόδια [1.700 περίπου μέτρα] πάνω από τη θάλασσα. Η κάθοδος ήταν σύντομη και γρήγορη και κατέληγε στις όχθες τού Αράς (Αράξη), που κυλούσε μέσα από την πεδιάδα τού Πάσιν, η οποία ήταν αξιοσημείωτη για τη γονιμότητά της. Το Πάσιν είναι η Φασιανή τής αρχαιότητας. Η ονομασία, που αναφέρεται και από τον Κωνσταντίνο Ζ’ Πορφυρογέννητο, οφείλεται στον ποταμό Φάσι (Αράξη) που διαρρέει την περιοχή.

Image

Χασάνκαλε (Πασινλέρ) (Τουρνεφόρ, Διήγηση ενός ταξιδιού στην Ανατολή, 1717)

Σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, η προς ανατολάς κίνηση των Μυρίων κατά την Κάθοδό τους οφείλεται στη λαθεμένη εκτίμησή τους ότι ο ποταμός Αράξης (Φάσις) ήταν ο Φάσις (Ριόνι) τής Κολχίδας και ότι ακολουθώντας τον θα έφταναν στις εκβολές του στη Μαύρη Θάλασσα, στην πόλη Φάσι (σήμερα Πότι).

Το σιτάρι λεγόταν ότι εδώ απέδιδε στο δεκαπλάσιο και το κριθάρι στο δεκαπενταπλάσιο. Αμέτρητες αρμενικές οικογένειες μετανάστευσαν από το Πάσιν με τον ρωσικό στρατό. Τα περισσότερα χωριά μισοκατοικούνταν πια και τεράστιες εκτάσεις πλούσιας γης παρέμεναν ανεκμετάλλευτες. Η πεδιάδα αυτή χωριζόταν από εκείνη τού Ερζερούμ από χαμηλή λοφοσειρά, που υψωνόταν 800 έως 1.000 πόδια [250 περίπου μέτρα] πάνω από την πεδιάδα και ονομαζόταν Ντεβέ Μποϊνού ή Λαιμός τής Καμήλας. [Ήταν ένα από τα ψηλότερα σημεία τής Αρμενίας σημειώνει ο Μπραντ, που αποτελούσε τον υδροκρίτη μεταξύ Ευφράτη και Αράξη, οι πηγές των οποίων βρίσκονται εκεί σε απόσταση 10 μιλίων.]

Το Χασάνκαλε [σήμερα Πασινλέρ, δηλαδή πόλη τού Πάσιν (Φασιανής)], η πόλη τής πεδιάδας, υπήρξε σημαντική θέση, αλλά τώρα ήταν σωρός από ερείπια και είχε μόνο 30 ή 40 περίπου οικογένειες.

Ήταν περιτειχισμένο και είχε γενουάτικο κάστρο σε ερείπια [η συνεχιζόμενη εμμονή τού Μπραντ με τα γενουάτικα κάστρα στην αρμενική ενδοχώρα], αλλά δεν θα μπορούσε να καταστεί υπερασπίσιμο λόγω της γειτνίασής του με τα βουνά. Η απόσταση από το Καρς μέχρι το Ερζερούμ ήταν 110 περίπου μίλια [180 περίπου χλμ]. Τα δάση τού Σογανλί Νταγ [ο Μπραντ γράφει Σουβανλή] εφοδίαζαν το Καρς, το Ερζερούμ και τα χωριά τής πεδιάδας τού Πάσιν με οικοδομική ξυλεία και καυσόξυλα. Λίγοι Κούρδοι ζούσαν στην πεδιάδα, οι οποίοι δεν μετανάστευαν πέρα από αυτήν και ήσαν αβλαβείς. Το Ερζερούμ πρέπει πάντοτε να ήταν σημαντικό λόγω τής θέσης του. Βρισκόταν σε εκτεταμένη και εύφορη πεδιάδα μήκους μεταξύ 30 και 40 μιλίων [45 έως 60 χλμ] και πλάτους 15 έως 20 μιλίων [25 έως 30 χλμ] στο φαρδύτερο σημείο της, αρδευόμενη από τον Καρασού ή δυτικό κλάδο τού Ευφράτη. Σε κάθε πλευρά της βρίσκονταν πλούσια χωράφια, στα οποία καλά άλογα, υπέροχα μουλάρια, γελάδια και πρόβατα εκτρέφονταν σε μεγάλους αριθμούς. Το Ερζερούμ έλεγχε τον δρόμο προς την Περσία, προστάτευε την προσέγγιση προς Κωνσταντινούπολη και ήταν τώρα ο πρώτος σημαντικός τόπος στην Τουρκία, είτε εισερχόταν κανείς από τη Γεωργία είτε από την Περσία. Ως πασαλίκι ήταν υποδεέστερο σε κατάταξη και έκταση μόνο από εκείνο τής Βαγδάτης. [Ο Μπραντ σημειώνει: «Άρζε το αρχαίο όνομα. Άρζε-ελ-Ρουμ, συνηρημένο σε Αρζερούμ. Η Aνατολία ονομάζεται Ρουμ από τους λαούς στα ανατολικά. Μέχρι σήμερα, σε ρωτούν στην Περσία αν έρχεσαι από το Ρουμ».]

Το κλίμα ήταν δριμύ λόγω τού υψομέτρου πάνω από τη θάλασσα, το οποίο ο Μπραντ, από σειρά βαρομετρικών παρατηρήσεων, εκτιμούσε ως εξής: «Καθώς στο Ερζερούμ το νερό βράζει στους 200° Φαρενάιτ, το υψόμετρο αυτού τού τόπου φαίνεται να είναι 7.000 περίπου πόδια [2.100 μέτρα] πάνω από τη θάλασσα». [Το πραγματικό υψόμετρο τής πόλης τού Ερζερούμ είναι 1.900 μέτρα (6.200 πόδια)].

Η πεδιάδα είχε παλαιότερα 100 περίπου πυκνοκατοικημένα και ευημερούντα χωριά, κάποια μερικώς και κάποια εξ ολοκλήρου κατοικούμενα από Αρμενίους. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν κυρίως μεταναστεύσει και κατά συνέπεια υπήρχαν πολλά μισοκατοικούμενα χωριά, πολλά ακατοίκητα, ενώ μεγάλο μέρος τής πεδιάδας παρέμενε ανεκμετάλλευτο. Το έδαφος ήταν άνισης γονιμότητας. Προς το πάνω μέρος, κοντά στα βουνά, στο μέρος όπου βρισκόταν η πόλη, το σιτάρι απέδιδε μόνο στο 6πλάσιο ή 8πλάσιο, ενώ κάτω, κοντά στο ποτάμι, η απόδοση ήταν 12πλάσια έως 15πλάσια. Όλα τα σιτηρά σε αυτό το μέρος τής Αρμενίας θεωρούνταν παραδόξως έξοχης ποιότητας.

Η πόλη συνερχόταν σιγά-σιγά από την καταστροφή που είχε προκληθεί από τη ρωσική κατοχή, καθώς και από τη μετανάστευση τόσο πολλών εργατικών και φιλόπονων Αρμενίων. Ο προηγούμενος πληθυσμός της είχε εκτιμηθεί το 1827 σε 130.000 περίπου κατοίκους. Τώρα δεν έπρεπε να είναι μεγαλύτερος από 15.000, αλλά παρουσίαζε σημαντικές διακυμάνσεις, λόγω τού τεράστιου αριθμού ξένων που κατέφθαναν συνεχώς και αναχωρούσαν με καραβάνια.

Image

Ερζερούμ
(E. Μπάνσε, Τουρκία: Σύγχρονη Γεωγραφία, 1919)

Η πόλη περιβαλλόταν μερικώς από παλαιό πυργοειδές τείχος από την εποχή τής γενουάτικης κατάληψης και περιείχε ακρόπολη. [Αναφέραμε ήδη ότι τα τείχη τής Τραπεζούντας, τής Μπαϊμπούρτ και τού Ερζερούμ δεν είχαν και δεν μπορούσαν να έχουν καμία σχέση με τούς Γενουάτες, των οποίων η παρουσία περιοριζόταν σε παράκτιους εμπορικούς σταθμούς στη Μαύρη Θάλασσα.] Μεγάλο μέρος τής πόλης ήταν ατείχιστο κι εκεί βρίσκονταν τα κύρια παζάρια και χάνια.

Αφήνοντας το Ερζερούμ στις 2 Ιουλίου, ο Μπραντ διέσχισε την πεδιάδα, ακολουθώντας την πορεία τού Καρασού για 20 περίπου μίλια, ενώ στη συνέχεια απέκλινε από τον μεγάλο δρόμο προς Κωνσταντινούπολη, ο οποίος συνέχιζε δίπλα στο ποτάμι και ανέβηκε σε πιο υπερυψωμένη περιοχή με λίγες καλλιέργειες και λίγα χωριά. Τις συνηθισμένες εποχές είχε ανεπάρκεια βροχών, με αποτέλεσμα οι καλλιέργειες να είναι τότε λιγοστές. Αλλά σε βροχερές εποχές παρήγαγε καλή απόδοση. Από αυτό το υπερυψωμένο έδαφος κατέβηκε στην πεδιάδα τού Τερτζάν, στην οποία ο ποταμός τού Μαμαχατούν ενωνόταν με τον Καρασού. [Μαμαχατούν ήταν το προηγούμενο όνομα τής πόλης Τερτζάν, τής Δερξηνής τής βυζαντινής εποχής.] Επρόκειτο για όμορφη και καλά ποτιζόμενη πεδιάδα. Η περιοχή περιλάμβανε 40 περίπου χωριά που κατοικούνταν από Τούρκους, ανάμεσα στους οποίους αναμιγνύονταν μερικοί Αρμένιοι. Είχε όμως τη δυνατότητα να συντηρήσει περισσότερους ανθρώπους, αφού μεγάλο μέρος πολύ καλής γης παρέμενε αναξιοποίητο. Οι άνθρωποι παραπονούνταν πολύ για τη ληστρική συμπεριφορά των Κούρδων που ζούσαν στα βουνά Ντουτζίκ, τα οποία συνόρευαν με την πεδιάδα στα νότια, στους οποίους απέδιδαν την έρημη κατάσταση τής υπαίθρου. Ούτε γελάδι δεν μπορούσε να αφεθεί έξω τη νύχτα. Όλοι οι καρποί που μαζεύονταν, έπρεπε να μεταφερθούν μέσα πριν νυχτώσει, γιατί γελάδια και σιτηρά που έμεναν στα χωράφια αρπάζονταν από τούς Κούρδους.

Το κλίμα ήταν πολύ πιο ήπιο απ’ όσο στο Ερζερούμ, όπως φαινόταν από την κατάσταση τής συγκομιδής. Εδώ το σιτάρι είχε γίνει κίτρινο, ενώ στο Ερζερούμ δεν είχε ακόμη ψηλώσει. Το σιτάρι απέδιδε εδώ στο δεκαπλάσιο. Τα κτίρια ήσαν ημιυπόγεια με το συνηθισμένο αρμενικό στυλ. Ο χειμώνας όμως δεν ήταν τόσο δριμύς, ώστε να μη στέλνονται τα γελάδια να βοσκήσουν έξω. Ο Καρασού, ύστερα από την ένωσή του με τον ποταμό τού Μαμαχατούν, γινόταν σημαντικό ρεύμα, με αποτέλεσμα, ακόμη και στην περίοδο τής μεγαλύτερης ανομβρίας, να είναι διαβατός μόνο σε μερικά σημεία.

Η απόσταση από το Ερζερούμ μέχρι το Καργκάν πρέπει να ήταν 60 περίπου μίλια [100 περίπου χλμ] σε κατεύθυνση δυτική-νοτιοδυτική.

Ανάμεσα στις πεδιάδες τού Τερτζάν και τού Ερζιντζάν παρεμβαλλόταν οροσειρά με πολλά πολύ ισχυρά περάσματα, εύκολα υπερασπίσιμα. Κατοικούνταν από Κούρδους και αποτελούσε μέρος τής οροσειράς Ντουτζίκ. Ο ποταμός έκανε κύκλο μακριά στα βουνά. Λεγόταν ότι το κανάλι του ήταν γεμάτο βράχους και δίνες. Ξαναενώθηκε με τον δρόμο τους όταν μπήκαν στην πεδιάδα τού Ερζιντζάν.

Τα βουνά Ντουτζίκ κατοικούνταν αποκλειστικά από Κούρδους, οι οποίοι διέμεναν σε χωριά τον χειμώνα και καλλιεργούσαν τη γη. Θεωρούνταν πλούσιοι, που δεν πλήρωναν εισφορές στον σουλτάνο, δεν έχαναν ευκαιρία να επιβάλουν τέτοιες εισφορές στους ταξιδιώτες που συναντούσαν, ενώ είχαν τη σταθερή συνήθεια να λεηλατούν τούς γείτονές τους. Υπήρχαν δύο ισχυρές φυλές, από τις οποίες η μία ονομαζόταν Σαχ Χουσεΐν και η άλλη Μπαλαμπανλού. Η καθεμιά, όπως τού είπαν, μπορούσε να οδηγήσει στο πεδίο τής μάχης δύναμη μεταξύ 4.000 και 5.000 ανδρών, ως επί το πλείστον πεζών. Αρκετές άλλες φυλές κατοικούσαν σε αυτά τα βουνά, για τις οποίες ο Μπραντ δεν μπόρεσε να αποκτήσει συγκεκριμένη περιγραφή, καθώς κατοικούσαν στα νότια τμήματα τής οροσειράς. Εκτίμησε την απόσταση μεταξύ Καργκάν και Ερζιντζάν σε 30 περίπου μίλια [50 περίπου χλμ], σε κατεύθυνση που απέκλινε λίγο από τη νοτιοδυτική.

Το Ερζιντζάν ήταν πόλη με 3.000 περίπου σπίτια ή οικογένειες, από τα οποία 800 περίπου ήταν αρμενικά και τα υπόλοιπα τουρκικά. Διοικούνταν από μπέη και υπαγόταν στο πασαλίκι τού Ερζερούμ. Τα σπίτια εδώ, όπως σε όλα τα χωριά τής πεδιάδας, ήταν χτισμένα πάνω από το έδαφος, πράγμα που τούς έδινε πιο ευχάριστη και χαρούμενη εμφάνιση απ’ όσο σε άλλα μέρη τής Αρμενίας. Η πόλη βρισκόταν στο δυτικό άκρο όμορφης και πλούσιας πεδιάδας, μήκους 20 περίπου μιλίων [30 περίπου χλμ] και πλάτους 7 ή 8 [12 ή 13 χλμ]. Τα βουνά Ντουτζίκ σχημάτιζαν το νότιο όριό της και στις παρυφές τους κυλούσε ο Καρασού.

Το κλίμα εδώ δεν ήταν ποτέ δριμύ τον χειμώνα, ενώ ήταν ζεστό το καλοκαίρι. Η συγκομιδή ήταν έτοιμη για το δρεπάνι στις 6 Ιουλίου, αν και η περίοδος ήταν μάλλον πιο καθυστερημένη απ’ όσο συνήθως. Στη βόρεια πλευρά τής πεδιάδας οι βάσεις των βουνών που την οριοθετούσαν καλύπτονταν από χωριά, που περιβάλλονταν από πολύ μεγάλα περιβόλια οπωροφόρων, τα οποία εφοδίαζαν με μεγάλη αφθονία εξαιρετικών φρούτων τις γύρω περιοχές, ακόμη και τόσο μακριά όσο μέχρι το Ερζερούμ, τη Μπαϊμπούρτ και τη Γκουμούσχανε. Σταφύλια και πεπόνια ήσαν μεταξύ των φρούτων που παράγονταν. Τα χωράφια έφεραν τις πιο άφθονες καλλιέργειες που είχε δει. Το σιτάρι ήταν βαρύ και το καλάμι του πολύ πιο μακρύ απ’ όσο στην πεδιάδα τού Ερζερούμ. Λεγόταν ότι το σιτάρι απέδιδε στο δωδεκαπλάσιο. Το κέντρο τής πεδιάδας ήταν μάλλον βαλτώδες και έδινε ενδείξεις αλατιού. Παρείχε βοσκοτόπους σε μεγάλο αριθμό φοράδων, αγελάδων και προβάτων. Αναφέρθηκε ότι υπήρχαν 100 περίπου χωριά στην πεδιάδα, αλλά οι κουρδικές λεηλασίες είχαν μειώσει σταδιακά τον αριθμό των κατοίκων. Ένα χωριό στο οποίο σταμάτησε ο Μπραντ, είχε παλαιότερα 100 οικογένειες, ενώ τώρα είχε μόνο 30 περίπου, ενώ πληροφορήθηκε ότι στα περισσότερα χωριά ο πληθυσμός είχε μειωθεί με τον ίδιο τρόπο. Σε κανένα μέρος τής Μικράς Ασίας δεν είδε πεδιάδα με πιο πλούσια βλάστηση, ούτε με την εικόνα πιο προσεκτικής καλλιέργειας.

Διασχίζοντας την πεδιάδα με νότια κατεύθυνση, σε μιάμιση περίπου ώρα μπήκαν σε πολύ στενό φαράγγι, μέσα από το οποίο κυλούσε ο Καρασού. Το φαράγγι αυτό σε όλο το μήκος του μέχρι το Κεμάχ ήταν πολύ ισχυρό και παρουσίαζε αμέτρητες θέσεις υπεράσπισης. Το ποτάμι βρισκόταν στα αριστερά του, κυλώντας στους πρόποδες των βουνών Ντουτζίκ, ενώ στα δεξιά του υπήρχαν βουνά, αλλά όχι απότομα. Το ποτάμι ήταν διαβατό σε ένα ή δύο σημεία με κάποια δυσκολία, κατά τη διάρκεια τής περιόδου ανομβρίας. Τού πήρε δέκα ώρες για να πάει από το Ερζιντζάν στο Κεμάχ, αλλά από τη φύση τού δρόμου δεν θα υπολόγιζε την απόσταση μεγαλύτερη από εικοσιέξι μίλια [40 περίπου χλμ]. Μπήκε στο Κεμάχ από ξύλινη γέφυρα ριγμένη πάνω από βαθύ χάσμα στο βουνό, μέσα από το οποίο ο ποταμός είχε ανοίξει τον δρόμο του. Λίγο πριν από την είσοδο στο χάσμα ο Κεουμέρ Σου είχε ενωθεί με τον Καρασού. Ο πρώτος ερχόταν από τα βουνά με δυτική κατεύθυνση και χρησιμοποιούνταν για να κατεβάζουν ξυλεία για χρήση στο Αγίν και στο Κεμπάν Μαντέν, η οποία επέπλεε στον Καρασού μέχρι εκεί κάτω.

Το Κεμάχ αποτελούσε μοναδική θέση. Ένα υπερυψωμένο τμήμα τής πόλης βρισκόταν μέσα σε τείχη πολύ αρχαίας δομής, αλλά χαμηλότερα από βουνά που υψώνονταν κοντά του. Η υπόλοιπη πόλη βρισκόταν σε πλαγιά ανάμεσα σε περιβόλια που ανέβαιναν από τις όχθες τού ποταμού. Ο διοικητής ήταν ένας από τούς απομένοντες ντερεμπέηδες [μπέηδες ή αρχηγούς τής κοιλάδας σημειώνει ο Μπραντ], τού οποίου η οικογένεια κατείχε το αξίωμα για πολλές γενιές και ο οποίος διέθετε εκτεταμένες εκτάσεις γης γύρω. Η πόλη είχε 400 τουρκικά και 50 περίπου αρμενικά σπίτια. Δεν φαινόταν να υπάρχει ούτε εμπόριο ούτε βιοτεχνίες. Οι κάτοικοι ζούσαν από την καλλιέργεια των γειτονικών κοιλάδων και από τη μεταφορά ξυλείας στο Κεμπάν Μαντέν. Υπήρχε αρκετό νερό στα περισσότερα μέρη τού ποταμού για να πλέουν πάνω του με βάρκες, αλλά δίνες, βράχια και ξέρες εμφανίζονταν πολύ συχνά, με αποτέλεσμα ο διάπλους τού καναλιού να μην αποτελεί υποσχόμενη επιχείρηση στην παρούσα κατάσταση τής χώρας. Άτομο όμως που συνήθιζε να κατεβάζει ξυλεία από το Κεμάχ στο Αγίν ενημέρωσε τον Μπραντ ότι οι δυσκολίες που εμπόδιζαν ένα τέτοιο εγχείρημα δεν ήσαν σε καμία περίπτωση ανυπέρβλητες.

Φεύγοντας από το Κεμάχ διέσχισε και πάλι τη γέφυρα από την οποία είχε μπει και πήρε πορεία δυτικότερη από το ποτάμι, διασχίζοντας βουνά τα οποία εδώ κι εκεί παρουσίαζαν ισχυρές θέσεις. Ο σταθμός αλλαγής αλόγων βρισκόταν παλαιότερα κοντά στο ποτάμι, αλλά είχε μεταφερθεί αρκετές ώρες από τις όχθες του, πράγμα που επιμήκυνε τη διαδρομή τους. Έφτασε στο Χέρχεμε [μάλλον στο Χάνεγκε, που τώρα ονομάζεται Γιαγλαπουνάρ], τον σταθμό αλλαγής, ένα μικρό χωριό, ύστερα από δέκα ώρες πορείας, αλλά δεν εκτιμούσε την απόσταση σε μεγαλύτερη από εικοσιπέντε μίλια. Από αυτό το χωριό γύρισε προς το ποτάμι και έφτασε στο πορθμείο τού Χόστου [σήμερα Ιλίτς] σε τέσσερις ώρες ή δώδεκα μίλια, έχοντας περάσει στον δρόμο από το χωριό Χασάν Οβά [ο κάμπος τού Χασάν], που βρισκόταν σε πολύ παραγωγική κοιλάδα. Το ποτάμι στο πορθμείο τού Χόστου ήταν γρήγορο και πλατύ, όχι διαβατό. Είδε στην αριστερή όχθη μερικές γυναίκες να θερίζουν το καλαμπόκι και ένοπλους άνδρες σε επιφυλακή, για να εμποδίσουν τούς Κούρδους να το αρπάξουν. Αφού πέρασε στην αριστερή όχθη τού ποταμού, το ακολούθησε για τρία περίπου μίλια, μέχρι που έφτασε σε χωριό, κάτω από το οποίο το ρεύμα εισερχόταν και πάλι σε αχανές σχίσμα στα βουνά, όπου οι γκρεμοί και στις δύο πλευρές υψώνονταν στα 1.000 ή 1.500 πόδια [300 ή 500 περίπου μέτρα]. Εδώ άφησε το ποτάμι και διέσχισε την οροσειρά για να συντομεύσει τη διαδρομή. Το ποτάμι, λίγο μετά το πέρασμά του από το χάσμα στην οροσειρά, έκανε στροφή προς τα νοτιοανατολικά και η πορεία τους απέκοπτε αυτή τη γωνία. Τα βουνά ήσαν πολύ απότομα. Λεγόταν ότι υπήρχε καλύτερος αν και μακρύτερος δρόμος, παραμένοντας κατά μήκος τής δεξιάς όχθης τού ποταμού, αλλά μόνο συγκριτικά μπορούσε να ήταν καλύτερος, χωρίς να είναι καλός. Εκτιμούσε την απόσταση από το Χέρχεμε στο Αγίν σε τριάντα περίπου μίλια [50 περίπου χλμ] σε νοτιοδυτική γενικά κατεύθυνση, αλλά η φύση τού δρόμου έκανε την ημέρα δύσκολη για τα άλογα και κουραστική για τούς αναβάτες, που είχαν βρεθεί δεκατρείς ώρες στον δρόμο.

Το Αγίν [σήμερα Κεμαλίγιε] βρισκόταν σε πολύ βαθιά κοιλάδα, στη δεξιά όχθη τού Ευφράτη. Καθώς οι προσεγγίσεις προς αυτό ήσαν δύσκολες και από τις δύο πλευρές, διέσχισαν το ποτάμι από μακρά ξύλινη γέφυρα για να φτάσουν στην πόλη, αφού ο δρόμος που ακολουθούσαν βρισκόταν στην απέναντι όχθη. Υπήρχαν πολλά χωριά στην κοιλάδα, σχεδόν τόσο πυκνοκατοικημένα όσο και η ίδια η πόλη. Τα βουνά υψώνονταν από τις όχθες τού ποταμού με απότομη κλίση, η οποία τερματιζόταν σε απόκρημνους γκρεμούς. Ολόκληρο το ύψος των βουνών πρέπει να ήταν 4.000 περίπου πόδια [1.200 περίπου μέτρα], ενώ η κοιλάδα ήταν τόσο στενή, ώστε τα βουνά φαίνονταν σαν να κρέμονται πάνω από την πόλη. Το κεκλιμένο τμήμα των βουνών καλυπτόταν από περιβόλια, σε πεζούλες που υψώνονταν η μια πάνω από την άλλη, ενώ, καθώς τα δένδρα ήσαν πυκνά, τα σπίτια έμοιαζαν να βρίσκονται σε δάσος και η αντίθεση ανάμεσα στο κάτω μέρος τής κοιλάδας και τα ζοφερά και ψηλά ασβεστολιθικά βάραθρα που συνόρευαν με αυτήν παρήγαγε μοναδικό αποτέλεσμα. Μάλιστα ο Μπραντ δεν είδε ποτέ τόσο αξιοθαύμαστη κοιλάδα. Το κλίμα ήταν πολύ ήπιο, ευχάριστα δροσερό το καλοκαίρι από την αφθονία των δένδρων και τού νερού, καθώς και από το ρεύμα τού αέρα που φυσούσε μέσα από την κοιλάδα. Τον χειμώνα σπάνια το χιόνι στρωνόταν στο έδαφος, αλλά τα ψηλότερα βουνά ήσαν τότε αδιάβατα και συνέβαινε συχνά να αποκόπτεται για εβδομάδες όλη η επικοινωνία μεταξύ τής κοιλάδας και των τόπων πέρα από τα βουνά. Η πόλη είχε 2.700 κατοικίες, από τις οποίες 2.000 ήσαν μωαμεθανών και 700 Αρμενίων. Πολλά από τα χωριά είχαν 400 ή 500 σπίτια. Πολύ λίγα σιτηρά καλλιεργούνταν στην κοιλάδα, λόγω τής έλλειψης επίπεδου εδάφους. Το σύνολο καταλαμβανόταν από περιβόλια. Τα δένδρα ήσαν ως επί το πλείστον λευκές μουριές, ο καρπός των οποίων τρωγόταν ωμός. Αποξηραινόταν επίσης και στη συνέχεια μετατρεπόταν σε κονιάκ ή βραζόταν και γινόταν πετμέζ, ένα σιρόπι που προερχόταν επίσης από σταφύλια. Το κρασί παραγόταν σε μικρές ποσότητες και τα συνηθισμένα φρούτα ήσαν άφθονα. Η βρογχοκήλη αποτελούσε συχνή αρρώστια, ενώ ο Μπραντ βρήκε άνθρωπο που είπε ότι ήταν κληρονομική στην οικογένειά του. Την είχε η μητέρα του και όλα τα παιδιά της, ενώ τα παιδιά τού πατέρα του από άλλη σύζυγο δεν την είχαν.

Αφήνοντας το Αγίν συνέχισαν στη δυτική όχθη τού ποταμού, αλλά αντί να ακολουθούν τούς μαιάνδρους τού ρεύματος, διέσχισαν αρκετά απόκρημνα βουνά και βαθιές κοιλάδες. Ο δρόμος ήταν λιγότερο δύσκολος από εκείνον από τον οποίον έφτασαν στο Αγίν. Την πορεία τού ποταμού παρεμπόδιζαν περισσότερο ή λιγότερο βράχια και ξέρες. Δεν χρησιμοποιούνταν ως δίαυλος επικοινωνίας, εκτός από τις ξύλινες σχεδίες που χρησιμοποιούνταν από το ορυχείο στο Κεμπάν Μαντέν. Συνεχίζοντας με το ποτάμι για δεκαπέντε ή δεκαέξι περίπου μίλια [25 περίπου χλμ], το άφησαν και στρέφοντας πιο δυτικά διέσχισαν οροσειρά, η οποία τούς έφερε με μικρή κατάβαση σε υπερυψωμένο οροπέδιο, όπου βρισκόταν το Άραμπγκιρ. Η απόσταση από το Αγίν μέχρι το Άραμπγκιρ πρέπει να ήταν τριάντα περίπου μίλια [50 περίπου χλμ] σε κατεύθυνση αρχικά νότια και στη συνέχεια νοτιοδυτική. Αναφέρθηκε ότι υπήρχε καλύτερος δρόμος από το Χασάν Οβά, αποφεύγοντας το Αγίν και παραμένοντας σε απόσταση από τον ποταμό.

Το Άραμπγκιρ απείχε δεκαπέντε μέρες πορεία καραβανιού (270 περίπου μίλια, 430 περίπου χλμ) από το Χαλέπι και μόνο έντεκα (198 μίλια, 320 περίπου χλμ) από την Τραπεζούντα. Η διαδρομή προς Τραπεζούντα ήταν η πιο ασφαλής. Το κλίμα τού Άραμπγκιρ ήταν δριμύ λόγω τού υψομέτρου του, ενώ έπεφτε πολύ χιόνι τον χειμώνα. Τα καλοκαίρια ήσαν δροσερά. Η συγκομιδή ωρίμαζε στις 12 Ιουλίου [Ακριβώς δύο μήνες αργότερα από την έναρξη τής συγκομιδής τού κριθαριού στη Σμύρνη, που βρίσκεται μόνο 37 ή 38 μίλια νότια τού Άραμπγκιρ σημειώνει ο Μπραντ]. Η γη γύρω από το Άραμπγκιρ ήταν καλή και το σιτάρι λεγόταν ότι απέδιδε στο δωδεκαπλάσιο, αλλά επειδή υπήρχε εκεί τόσο πολύ πετρώδες έδαφος στο οποίο παρήγαγαν λίγα ή τίποτε, η ποσότητα των σιτηρών που καλλιεργούνταν δεν ήταν περισσότερο από επαρκής για την κατανάλωση των κατοίκων. Η πόλη βρισκόταν στη μέση δάσους οπωροφόρων δένδρων, μεταξύ των οποίων το πιο συνηθισμένο ήταν η λευκή μουριά. Τα φρούτα τρώγονταν, όπως στο Αγίν, ενώ χρησιμοποιούνταν και για την παρασκευή κονιάκ ή πετμέζ. [Ο Μπραντ σημειώνει ότι το πετμέζ (πιο σωστά πεκμέζ) είναι συμπυκνωμένος χυμός σταφυλιού, συνηθισμένο υλικό στη ζαχαροπλαστική τής Ανατολής.] Υπήρχαν 6.000 περίπου σπίτια, 4.800 μωαμεθανών και 1.200 Αρμενίων. Οι τελευταίοι ασχολούνταν κυρίως με την κατασκευή βαμβακερών προϊόντων από βρετανικά νήματα. Αυτή η βιοτεχνία, η οποία αναπτύχθηκε μόλις τα τελευταία χρόνια, είχε επεκταθεί ραγδαία και τώρα υπήρχαν 1.000 περίπου αργαλειοί σε λειτουργία. Κατά συνέπεια ο τόπος βρισκόταν σε ακμάζουσα κατάσταση και ήταν μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πόλεις στην ενδοχώρα τής Τραπεζούντας.

Στην περιοχή τής Ντιβριγί [τής Τεφρικής των ιστορικών τού Βυζαντίου], προς βορρά, στον δρόμο από το Χασάν Οβά, υπήρχαν ορυχεία σιδήρου, τα οποία δεν λειτουργούσαν κανονικά, αλλά εκείνοι που επέλεγαν ήσαν ελεύθεροι να εξαγάγουν μετάλλευμα. Αυτό δεν γινόταν σε σημαντική κλίμακα. Σε μέρος που ονομαζόταν Ζεϊτούν στον δρόμο προς το Χαλέπι, ο Μπραντ πληροφορήθηκε ότι υπήρχαν και μεταλλεία σιδήρου που λειτουργούσαν τακτικά και τα οποία προμήθευαν τη γύρω χώρα με μέταλλο εξαιρετικής ποιότητας.

Ο δρόμος από Άραμπγκιρ προς Κεμπάν Μαντέν βρισκόταν πάνω από κυματιστή, ανοιχτή, άγονη και ακαλλιέργητη χώρα, προσφέροντας μόνο λιγοστό χορτάρι σε λίγα γελάδια και πρόβατα. Μεταξύ Άραμπγκιρ και Ευφράτη, σε απόσταση είκοσι περίπου μιλίων, ο Μπραντ συνάντησε ένα μόνο χωριό, με λίγες καλλιέργειες γύρω του. Πριν φτάσει στον ποταμό, μπήκε στον στρατιωτικό δρόμο που κατασκευάστηκε από τη Σαμσούν με εντολή τού Ρεσίντ Μεχμέτ πασά, τού γνωστού στους Έλληνες Κιουταχή, για τον οποίο θα διαβάσουμε πιο κάτω στον Χάμιλτον. Φαινόταν ότι είχε φτιαχτεί με πολύ μεγάλη βιασύνη και πολύ λίγη εργασία για να υπόσχεται ανθεκτικότητα. Πέρασε τον Ευφράτη με πορθμείο. Υπήρχαν τρεις βάρκες αδέξια κατασκευασμένες, αλλά επιδέξια οδηγούμενες. Το ρεύμα εδώ είχε πλάτος 120 περίπου γυάρδες [110 περίπου μέτρα], ήταν βαθύ και γρήγορο. Δύο ώρες πάνω από αυτό το πορθμείο ο Καρασού ή Δυτικός Ευφράτης, που πήγαζε κοντά στο Ερζερούμ, ενωνόταν με τον Μουράτ Τσάι ή Ανατολικό Ευφράτη, οι πηγές τού οποίου βρίσκονταν στην περιοχή τού Ντιγιαντίν. Το ενωμένο ρεύμα διατηρούσε το όνομα Μουράτ Τσάι [Ποταμός τής Επιθυμίας σημειώνει ο Μπραντ] μέχρι το Μπιρ [σήμερα Κουγιού μεταξύ Μαλάτειας και Ντιγιάρμπακιρ], όπου ο ποταμός έπαιρνε τελικά εκείνο τού Ευφράτη (Φρατ) [πιο σωστά Φοράτ σημειώνει ο Μπραντ].

Η πόλη και το ορυχείο τού Κεμπάν Μαντέν [Ορυχείο τού Φαραγγιού ή τού Περάσματος] βρίσκονταν σε χαράδρα, μισή περίπου ώρα από το πορθμείο. Μικρό ρέμα διέσχιζε την κοιλάδα και ενωνόταν με τον Μουράτ Τσάι λίγο κάτω από το πορθμείο. Προφανώς η πόλη όφειλε την ύπαρξή της στο ορυχείο, γιατί δεν φαινόταν να υπάρχει άλλο πιθανό κίνητρο για την κατασκευή της σε τέτοια τοποθεσία. Τα γύρω βουνά φαίνονταν άγονα στον πιο απαγορευτικό βαθμό, γιατί δεν παρήγαγαν ούτε δένδρο ούτε θάμνο, ούτε βλάστηση οποιουδήποτε είδους. Το φαράγγι ήταν τόσο στενό που δεν υπήρχε χώρος για καλλιέργεια, καθώς τα βουνά ενώνονταν σε αυτό υπό οξεία γωνία. Το κλίμα ήταν εξαιρετικά ζεστό το καλοκαίρι, ενώ, λόγω τού υψομέτρου των βουνών, έπεφτε πολύ χιόνι τον χειμώνα. Η πόλη είχε 400 ή 500 περίπου οικογένειες, όλες λίγο-πολύ απασχολούμενες σε εργασία ή επιστασία στο ορυχείο ή στην αντιμετώπιση των αναγκών των μεταλλωρύχων και των οικογενειών τους. Ο μεγαλύτερος αριθμός ήσαν Έλληνες, ντόπιοι των βουνών μεταξύ Γκουμούσχανε και Τραπεζούντας, αλλά υπήρχαν επίσης μερικοί Αρμένιοι και Τούρκοι.

Οι τελευταίοι ήσαν γενικά οι διευθυντές των διαφόρων τμημάτων. Οι Αρμένιοι ήσαν τεχνίτες και οι Έλληνες ήσαν οι μεταλλωρύχοι. Δεν υπήρχε εμπόριο στον τόπο, εκτός από εκείνο που είχε σχέση με την κατανάλωση των κατοίκων. Το ορυχείο ήταν αργυρούχου μολύβδου και φαινόταν ότι αποτελούσε πολύ ασύμφορη επιχείρηση, τουλάχιστον στα χέρια τής κυβέρνησης.

Image

Σκηνή από την πόλη τού Χαρπούτ
(Έντουιν Μ. Μπλις, Η Τουρκία και οι αρμενικές θηριωδίες, Λονδίνο, 1896)

Άφησαν το Κεμπάν Μαντέν ανεβαίνοντας το φαράγγι στο οποίο βρισκόταν αυτό και ύστερα από ιππασία εννέα μιλίων [15 περίπου χλμ] βγήκαν από το φαράγγι και έφτασαν σε πιο ανοιχτή και παραγωγική περιοχή, που εξακολουθούσε να είναι ορεινή, διασχίζοντας την οποία για δέκα περίπου ακόμη μίλια κατέβηκαν σε υπέροχη και καλά καλλιεργούμενη πεδιάδα, σπαρμένη με χωριά. Αυτή η πεδιάδα ήταν εκτεταμένη. Θα μπορούσε ίσως να είχε μήκος δέκα ή δώδεκα μίλια και πλάτος έξι περίπου, αλλά την διέσχισαν κατά πλάτος. Χαμηλή οροσειρά χώριζε αυτήν την πεδιάδα από τη διπλανή τού Χαρπούτ.

Ο Μπραντ εκτιμούσε την απόσταση από το Κεμπάν Μαντέν μέχρι την πόλη τού Χαρπούτ σε τριάντα μίλια [50 περίπου χλμ], πάνω σε καλό δρόμο και με νοτιοανατολική κατεύθυνση.

Το Χαρπούτ βρισκόταν σε ύψωμα στο τέλος οροσειράς, αλλά ψηλότερα τμήματα αυτής τής οροσειράς βρίσκονταν από πάνω του, έτσι ώστε να μη μπορεί να θεωρηθεί ως ισχυρή στρατιωτική θέση. Η πόλη είχε θέα σε εκτεταμένη, όμορφη και παραγωγική πεδιάδα, ενώ τούς είπαν ότι είχε 1.720 οικογένειες, 1.400 Τούρκων, 300 Αρμενίων και 20 Καθολικών Αρμενίων. Επειδή όμως εδώ βρισκόταν το επιτελείο τού Ρεσίντ Μεχμέτ πασά, ο πληθυσμός πρέπει τώρα να ήταν πολύ μεγαλύτερος. Η πεδιάδα παρήγαγε τεράστια ποσότητα σιτηρών. Το μήκος της μπορούσε να εκτιμηθεί σε όχι λιγότερο από τριανταέξι μίλια [60 περίπου χλμ]. Σε γενικές γραμμές το πλάτος της δεν ήταν μεγαλύτερο από τέσσερα έως έξι μίλια [6 έως 10 χλμ], αλλά σε μερικά σημεία διευρυνόταν περισσότερο. Είχε άνιση γονιμότητα. Το κέντρο της ποτιζόταν καλά από πολλά μικρά ρέματα και ήταν πιο παραγωγικό, ενώ κοντά στους πρόποδες των βουνών, στα επικλινή άκρα τής πεδιάδας, η γη ήταν άγονη και πετρώδης. Το σιτάρι απέδιδε στο δωδεκαπλάσιο έως δεκαεξαπλάσιο. Το κλίμα ήταν εύκρατο, χωρίς να είναι υπερβολικά ζεστό το καλοκαίρι, ούτε πολύ κρύο τον χειμώνα. Τα προϊόντα τής γης ήσαν διάφορα και αποτελούνταν από κάθε είδους σιτηρά, σταφύλια, κρασί ανώτερης ποιότητας, σπορέλαιο και βαμβάκι. Τα ρέματα τής πεδιάδας έρρεαν προς τα ανατολικά μέχρι να χυθούν στον Μουράτ Τσάι, ο οποίος, περιζώνοντας το ανατολικό άκρο τής πεδιάδας, ενωνόταν με τον Καρασού δύο ώρες πάνω από το πορθμείο τού Κεμπάν Μαντέν.

Ο Μπραντ έμαθε με έκπληξη ότι σε αυτή την πεδιάδα ο πληθυσμός ήταν γενικά πλεονάζων, πράγμα που δεν είχε ακούσει ποτέ να υποστηρίζεται οπουδήποτε αλλού στην Τουρκία. Σε αρμενικό χωριό όπου κατέλυσε, το οποίο είχε ογδόντα οικογένειες, πληροφορήθηκε ότι μόλις δεκαέξι είχαν γη, ενώ οι υπόλοιπες εργάζονταν ως εργάτες και όταν δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν απασχόληση, μετανάστευαν στην πρωτεύουσα ή σε κάποια μεγάλη πόλη για να βρουν δουλειά, αφήνοντας τις οικογένειές τους (ως ομήρους για την επιστροφή τους) στην απορία, αν όχι ως φορτίο για τις πλουσιότερες τάξεις. Όμως αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν το δικαίωμα να μετακινηθούν με τις οικογένειές τους σε περιοχές τής χώρας όπου οι κάτοικοι ήσαν λίγοι και τα ακαλλιέργητα εδάφη αφθονούσαν. Ο Μπραντ πίστευε ότι η απαγόρευση μετακίνησης επιβαλλόταν μόνο στους χριστιανούς και αυτό είχε ως στόχο την αποτροπή τής μετανάστευσης και τής μείωσης των συνεισφερόντων στην τοπική φορολογία, γιατί η κεφαλή τής οικογένειας καλούνταν να πληρώσει το μερίδιό της στον τόπο όπου διέμενε η οικογένειά του, παρά το γεγονός ότι οι ανάγκες τον υποχρέωναν να αναζητήσει εργασία αλλού.

Συνολικά ο Μπραντ δεν είχε δει κανένα μέρος, με την εξαίρεση τού Ερζιντζάν, να προσεγγίζει την κατάσταση προφανούς ευημερίας που απολάμβαναν οι κάτοικοι τής πεδιάδας τού Χαρπούτ. Ίσως ήταν ενδιαφέρον να μάθει κάτι σχετικό με την κατάσταση τού αγροτικού πληθυσμού. Αναφέρει αυτό που έμαθε από Αρμένιο αγρότη στην πεδιάδα τού Χαρπούτ. Είχε δέκα ζευγάρια βόδια για όργωμα, λίγες αγελάδες και πρόβατα. Η παραγωγή ήταν:

Σιτάρι: 375 μόδια προς 4 σελίνια ανά μόδιο

£75

Κεχρί: 50 μόδια προς 1 σελίνι και 2¾ πένες ανά μόδιο

3

Βαμβάκι: 1.155 λίμπρες προς 6 πένες ανά λίμπρα

28

Σταφύλια: 3.300 λίμπρες προς 0,4 πένες ανά λίμπρα

6

Διάφορα, όπως φακές, φασόλια, σπόροι για λάδι, βούτυρο κλπ., που χρησιμοποιούνταν στην οικογένεια ή καταναλώνονταν από επισκέπτες

30

Αξία παραγωγής

£142

Και η δαπάνη:

125 μόδια σιτάρι για τον εφοδιασμό των ορυχείων

£25

200 μόδια για τον εφοδιασμό επισκεπτών

40

495 λίμπρες βαμβάκι πληρωτέες στον γαιοκτήμονα

12

10% φόρος στον πασά

14

Σύνολο δαπάνης

£91

Υπόλοιπο για τη συντήρηση τού αγρότη και τής οικογένειάς του

£51

 

Τα 50 μόδια κεχρί και 50 μόδια σιτάρι, τα σταφύλια και τα διάφορα προϊόντα καταναλώθηκαν από τον αγρότη και την οικογένειά του. Το βαμβάκι που πουλήθηκε, αφού πρώτα ο γαιοκτήμονας είχε πάρει το νοίκι του, επαρκούσε περίπου για να πληρωθεί ο φόρος στον πασά. Ο άνθρωπος έπαιρνε κατά καιρούς κάτι από τούς επισκέπτες του, το οποίο, καθώς διαφορετικά έπρεπε να πληρωθεί με χρήματα, πιθανότατα εξοικονομούνταν. Αυτός ήταν όμως ο λογαριασμός τού γεωργού, ενώ όπως συνέβαινε πάντοτε, αναμφίβολα παρουσίαζε τη θέση του μάλλον χειρότερη απ’ ό, τι πραγματικά ήταν. Σχεδόν τα δύο τρίτα τού συνόλου τής παραγωγής καταναλώνονταν έτσι σε ενοίκιο, φόρους και ψυχαγωγία ξένων. Δεν πληροφορήθηκε πόση γη καλλιεργούσε. Δεν υπήρχε μέτρο τής έκτασης τής γης. Αυτή την εκτιμούσαν από την ποσότητα των σπόρων που χρησιμοποιούνταν στη σπορά ή από τον αριθμό των βοδιών που απαιτούνταν για το όργωμα. Δεν κόπριζαν πολύ, αλλά επέτρεπαν στη γη να βρίσκεται σε αγρανάπαυση χρόνο παρά χρόνο. Αυτό ήταν το γενικό σύστημα γεωργίας σε όλη την Αρμενία.

Image

Από το Χαρπούτ στο Ντιγιάρμπακιρ και τη Μαλάτεια (1835)

Κατεβαίνοντας από το ύψωμα στο οποίο βρισκόταν η πόλη τού Χαρπούτ διέσχισαν την πεδιάδα σε λοξή κατεύθυνση και ανέβηκαν σε πολύ απότομο βουνό, στην όψη τού οποίου η στρατιωτική οδός συνεχιζόταν, αλλά η διέλευση εξακολουθούσε να είναι πολύ δύσκολη, λόγω τής υπερβολικής βραδύτητας τής ανάβασης, που τούς πήρε δύο ώρες. Ύστερα από άλλη μία ώρα κατέβηκαν σε λίμνη που ονομαζόταν Γκιολτζίκ, η οποία είχε γενικά περιγραφεί ως αλμυρή, αλλά έχοντας δοκιμάσει το νερό της ο Μπραντ μπορούσε να επιβεβαιώσει ότι ήταν γλυκό. [Ο Μπραντ σημειώνει ότι το όνομά της σήμαινε Μικρή Λίμνη, ενώ ονομαζόταν επίσης Γκιοκτσέ δηλαδή «γαλάζια» στον St. Martin, m. sur l’Arménie, τόμ. I, σελ. 64.] Η λίμνη είχε μήκος δώδεκα περίπου μίλια και πλάτος τρία ή τέσσερα. Από εκεί πέρασαν μέσω αρκετά καλά καλλιεργούμενης κοιλάδας σε κουρδικό χωριό που βρισκόταν στην άκρη της. Οι κάτοικοι φαίνονταν να είναι πλούσιοι σε γελάδια και στην περίπτωσή τους όφειλαν να είναι, λόγω τής εξαιρετικής γης που καλλιεργούσαν. Ύστερα διέσχισαν όμορφη αλλά μικρή πεδιάδα με δύο χωριά και σύντομα έμπλεξαν σε διαδοχή πολύ δύσκολων ορεινών περασμάτων. Εδώ χάνονταν όλα τα ίχνη τής στρατιωτικής οδού. Σε αυτά τα άγονα βουνά βρίσκονταν οι πηγές τού Τίγρη και το μεταλλείο χαλκού τής Αργάνα, γύρω από το οποίο συγκεντρώνονταν 743 περίπου οικογένειες, 270 ελληνικές, 173 αρμενικές και 300 τουρκικές. [Ονομαζόταν επίσης Αργκάνι, σημειώνει ο Μπραντ, από το αρμενικό Άργνι ή Άργκνι. Τα βουνά αυτά αποτελούσαν επίσης την κορυφογραμμή που αναπτυσσόταν σε βορειοανατολική και νοτιοδυτική κατεύθυνση, μεταξύ των παραποτάμων τού Ευφράτη στα δυτικά και των υδάτων τού Τίγρη στα ανατολικά, τα οποία εδώ χωρίζονταν από απόσταση μόνο δέκα περίπου μιλίων.]

Οι Έλληνες και οι Τούρκοι ασχολούνταν όλοι με την επιστασία ή την εργασία στα ορυχεία, ενώ οι Αρμένιοι ήσαν έμποροι ή τεχνίτες. Από το ορυχείο μέχρι την πόλη, απόσταση δέκα περίπου μιλίων σε νοτιοανατολική κατεύθυνση, ο δρόμος ήταν πάνω σε απότομα, δύσκολα και γυμνά βουνά! Η Αργάνα βρισκόταν κάτω από ψηλή κορυφή (πάνω στην οποία υπήρχε μεγάλο αρμενικό μοναστήρι) με θέα σε απέραντη πεδιάδα, μέρος τής Αραβικής ερήμου. Είχε 600 περίπου οικογένειες, μισές μωαμεθανών και οι υπόλοιπες Αρμενίων, ενώ φαινόταν σε πολύ ερειπωμένη κατάσταση. Η υπερυψωμένη θέση τής πόλης τής έδινε το πλεονέκτημα τού να έχει δροσερό αεράκι, ενώ κάτω στην πεδιάδα η ζέστη ήταν ανυπόφορη.

Την πλαγιά από την πόλη προς την πεδιάδα καταλάμβαναν χωράφια και περιβόλια, που παρήγαγαν κάθε είδος σιτηρών, βαμβάκι, φρούτα και πολύ καλό κρασί. Αναφερόταν ότι η γη ήταν πολύ πλούσια και ότι το σιτάρι απέδιδε το δεκαεξαπλάσιο τής σποράς.

Από την Αργάνα μέχρι το Ντιγιάρ-Μπεκρ πέρασαν πάνω από τεράστιο επίπεδο τεμνόμενο από σειρά χαμηλών ασβεστολιθικών λόφων, αλλά ο Μπραντ δεν είδε ούτε ένα χωριό σε ολόκληρη τη διαδρομή, σε απόσταση 36 περίπου μιλίων. Πέρασαν όμως από ορισμένα χωράφια με σιτάρι και κεχρί που λεγόταν ότι ανήκαν σε Κούρδους, των οποίων ο καταυλισμός βρισκόταν λίγο έξω από τον δρόμο. Οι καλλιέργειες φαίνονταν πολύ ελαφρές. Είδαν μόνο ένα ποταμάκι με λασπωμένο νερό, αλλά τού είπαν ότι άριστο νερό βρισκόταν σκάβοντας πηγάδια μέτριου βάθους σε οποιοδήποτε σημείο τής πεδιάδας. [Ο Μπραντ σημειώνει ότι το Ντιγιάρ-Μπεκρ (οι σκηνές ή κατοικίες τού Μπεκρ), προφερόμενο από τους Τούρκους Ντιγιάρμπακιρ, παίρνει το όνομά του από τον Μπεκρ, γιο τού Βαγίλ, δισέγγονο τού Ράμπφα, από τον οποίο πήρε το όνομά της η γειτονική περιοχή Αλ-Τζεζίρα (η χερσόνησος). Κατάγονταν όλοι μέσω Αντνάν από τον Ισμαήλ. Βλέπε Πόκοκ, Ειδική Ιστορία τής Αραβίας, σελ. 45. Τζιχάν Νουμά, σελ. 436.]

Η απόσταση από το Χαρπούτ μέχρι το Ντιγιάρ-Μπεκρ μπορούσε να εκτιμηθεί σε 55 μίλια [90 περίπου χλμ] σε κατεύθυνση περίπου νοτιοανατολική.

Το Ντιγιάρ-Μπεκρ [η αρχαία Άμιδα] βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Τίγρη, ενώ μεταξύ τού ποταμού και τής πόλης παρεμβάλλονταν περιβόλια. Η έκταση τής πόλης ήταν πολύ σημαντική, τα τείχη ήσαν ψηλά και δυνατά, κατασκευασμένα από τα ερείπια πιο αρχαίων οικοδομημάτων και στη στέψη τους υπήρχε πυργοειδές στηθαίο για την προστασία των τυφεκιοφόρων, αλλά προφανώς είχαν κατασκευαστεί πριν από τη χρήση τού κανονιού.

Image

Αργάνα Μαντέν (συλλογή Michel Paboudjioan)

Η πόλη στην ευημερία της είχε 40.000 οικογένειες ή σπίτια και αναρίθμητους αργαλειούς σε συνεχή εργασία. Απολάμβανε έντονου εμπορίου με τη Βαγδάτη σε ινδικά και με το Χαλέπι σε ευρωπαϊκά προϊόντα, ενώ ήταν από τις πιο ανθηρές και πλούσιες πόλεις τής Ασίας. Η πεδιάδα καλλιεργούνταν σε κάθε μέρος της και καλυπτόταν από χωριά, ενώ σε απόσταση 3 μιλίων [5 χλμ] από τις πύλες υπήρχαν πολλά χωριά, που το καθένα είχε 400-500 σπίτια και περισσότερες από μία χριστιανικές εκκλησίες.

Τώρα ο αριθμός των σπιτιών ή οικογενειών στην πόλη είχε μειωθεί σε 8.000 περίπου, από τα οποία 1.500 ήσαν Αρμενίων, 85 καθολικών Αρμενίων, 70 Ελλήνων, 50 Εβραίων και 6.300 Τούρκων.

Δεν υπήρχαν παρά μόνο μερικές εκατοντάδες αργαλειοί, όχι σε πλήρη απασχόληση. Το εμπόριο με τη Βαγδάτη είχε εκμηδενιστεί, ενώ εκείνο με το Χαλέπι ήταν ασήμαντο. Υπήρχαν λίγοι μόνο έμποροι και αυτοί όχι πλούσιοι. Οι άνθρωποι ήσαν απελπισμένοι και χωρίς απασχόληση. Ούτε ένα χωριό δεν είχε απομείνει σε ολόκληρη την πεδιάδα, ούτε ένα άτομο δεν τολμούσε να διαμείνει έξω από τα τείχη, ενώ η πεδιάδα καλλιεργούνταν πολύ ατελώς από Κούρδους.

Μέχρι να εδραιώσει ο Ρεσίντ Μεχμέτ πασάς την εξουσία του στο Ντιγιάρ-Μπεκρ, οι κάτοικοι βρίσκονταν σχεδόν σε κατάσταση πολιορκίας.

Image

Άποψη της πόλης του Ντιγιάρμπακιρ
(Πηγή: Όσκαρ Μαν, Κρατική Βιβλιοθήκη Βερολίνου)

Kανένας δεν τολμούσε να βγει έξω από την πόλη, παρά μόνο με τη συνοδεία καραβανιού, ενώ η επικοινωνία με τη Βαγδάτη, ακόμη και μέσω τάταρ (αγγελιοφόρων) είχε διακοπεί εντελώς. Όλη αυτή η απομόνωση και ερήμωση οφειλόταν στους Κούρδους και αυτό συνέβη, κατά τη μνήμη τού πληροφοριοδότη τού Μπραντ, μέσα σε 25 χρόνια.

Το κλίμα, αν και υπερβολικά ζεστό το καλοκαίρι, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ανθυγιεινό, ενώ τον χειμώνα η θερμοκρασία ήταν ευχάριστη. Πληροφορήθηκε ότι στην πεδιάδα το σιτάρι απέδιδε στο δεκαεξαπλάσιο και ότι η ισχνότητα των καλλιεργειών που είχε παρατηρήσει ήταν συνέπεια τής μεγάλης οικονομίας στον σπόρο και τού αμελούς τρόπου καλλιέργειας που χρησιμοποιούσαν οι Κούρδοι.

Η θέση τού Ντιγιάρ-Μπεκρ ήταν αξιοθαύμαστα υπολογισμένη για εκείνη μεγάλης εμπορικής πόλης, ενώ τίποτε δεν φαινόταν αναγκαίο για να αναβιώσει η πόλη την αρχαία σημασία της, πέρα από την απομάκρυνση των αιτιών που είχαν προκαλέσει την παρακμή της, δηλαδή τής ανασφάλειας και τής διακοπής τής επικοινωνίας της με τη Βαγδάτη.

Ο Τίγρις δεν χρησιμοποιούνταν ως δίαυλος μεταφοράς τόσο ψηλά μέχρι το Ντιγιάρ-Μπεκρ, αλλά σχεδίες ξυλείας μερικές φορές έπλεαν προς τα κάτω από τα βουνά πάνω από την πόλη.

Από το Ντιγιάρ-Μπεκρ επέστρεψαν στο Χαρπούτ και από εκεί πήραν τον δρόμο προς τη Μαλάτεια. Φτάνοντας στην άκρη τής πεδιάδας τού Χαρπούτ, διέσχισαν ψηλή οροσειρά καλυμμένη με μικρές βελανιδιές που παρήγαγαν σημαντική ποσότητα βελανιδιών, ενώ κατέβηκαν στις όχθες τού Μουράτ Τσάι, όπου υπήρχαν τα ερείπια τζαμιού και μεγάλου καραβανσεράι. Από το Χαρπούτ το ποτάμι απείχε 30 περίπου μίλια [50 περίπου χλμ]. Μισό μίλι κάτω από το καραβανσεράι, ο Ευφράτης είχε κόψει πέρασμα μέσα από την κύρια οροσειρά τού Ταύρου, απ’ όπου συνέχιζε για 45 περίπου μίλια [70 περίπου χλμ] ανάμεσα στα βουνά, με την πορεία του να διακόπτεται από δίνες και βράχια. Ψηλοί γκρεμοί υψώνονταν και στις δύο πλευρές σε πολύ μεγάλο ύψος. Από αυτό το μέρος τού ρεύματος δεν περνούσαν ποτέ σχεδίες οποιουδήποτε είδους, αλλά όταν έβγαινε από τη στενωπό, γινόταν πλωτός χωρίς περαιτέρω διακοπή.

Από το ερειπωμένο καραβανσεράι ανέβηκαν δίπλα στο ποτάμι για τέσσερα περίπου μίλια και το διέσχισαν με πορθμείο που ονομαζόταν Έιζογλου [Εγιάς Ογλού] από το όνομα τής περιοχής. [Tο χωριό Κουσαράγι κοντά στη δεξιά (βόρεια) όχθη τού Ευφράτη ονομαζόταν πριν από το 1928 Ίζολι/Ίζολου (το Έιζογλου τού Μπραντ και Τέιζ Ογλού τού Κίνεϊρ). Κατά το παρελθόν υπήρχε εκεί πέρασμα τού ποταμού, αλλά η κατάσταση έχει αλλάξει μετά την κατασκευή τού φράγματος Καρακαγιά και τής μεγάλης τεχνητής λίμνης. Το πλησιέστερο χωριό στη νότια όχθη (προς τη Μαλάτεια) είναι το Μεϊνταντζίκ.]

Στις δύο όχθες υπήρχαν χωριά, που περιλάμβαναν μαζί εκατό οικογένειες Κούρδων. Οι κάτοικοι ήσαν προφανώς φτωχοί και με δυσκολία μπόρεσαν να προμηθευτούν οποιαδήποτε τροφή, αλλά το βράδυ είδαν πολλά γελάδια να επιστρέφουν από τα βοσκοτόπια.

Το Ασπούζι απείχε 21 περίπου μίλια [35 περίπου χλμ] σε δυτική κατεύθυνση από τον Ευφράτη. [Ο Μπραντ σημειώνει: «Το Ασπούζι βρίσκεται στις όχθες τού Ντέιρ Μεσίχ (Μοναστηριού τού Μεσσία), μικρού ποταμού που ενώνεται με άλλον που ονομάζεται Μπουνάρ Λασλά (Κεφαλόβρυσο) στην πόλη τής Μαλάτειας.»] Βρισκόταν μέσα σε δάσος οπωροφόρων δένδρων στην πλαγιά βουνού, έξι μίλια [10 περίπου χλμ] πάνω από την πόλη τής Μαλάτειας, οι κάτοικοι τής οποίας μετακινούνταν στο Ασπούζι για επτά μήνες, επιστρέφοντας για τούς πέντε μήνες τού χειμώνα στη Μαλάτεια. Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών η Μαλάτεια εγκαταλείπονταν σε λίγα άτομα που αφήνονταν για να φρουρούν τα σπίτια, ενώ όλοι οι άλλοι κάτοικοι έφευγαν. Ήταν μοναδικό να βλέπεις τον πληθυσμό τής πόλης να μεταφέρεται, για μέρος τού έτους, σε άλλη κοντινή. Καμία δυσκολία από τη θέση τής Μαλάτειας δεν φαινόταν να είχε επιβάλει στους ανθρώπους αυτό το μοναδικό έθιμο.

Η Μαλάτεια και το Ασπούζι, το οποίο μπορούσε να θεωρηθεί ως πόλη, είχαν 3.923 οικογένειες, 2.600 εκ των οποίων ήσαν Τούρκων και 1.123 Αρμενίων. Η πανούκλα, η χολέρα, και οι λεηλασίες των Κούρδων είχαν σταδιακά προκαλέσει μείωση τού πληθυσμού, ενώ η εκτεταμένη και εύφορη πεδιάδα τής Μαλάτειας είχε σχεδόν υποβαθμιστεί σε ακαλλιέργητη εγκαταλειμμένη γη.

Η Μαλάτεια, όπως την είδε ο Μπραντ, στερημένη από τούς κατοίκους της, ήταν το πιο έρημο μέρος που μπορούσε να φανταστεί κανείς. Δεν συνάντησαν κανένα ζωντανό πλάσμα, ενώ οι δρόμοι ήσαν εντελώς χορταριασμένοι.

Τα αρχαία τείχη βρίσκονταν σε ερείπια, ενώ στα περισσότερα τμήματα είχαν καταρρεύσει. Τα σπίτια είχαν μίζερη εμφάνιση. Τα καταστήματα στο παζάρι ήσαν απλώς πάγκοι από λάσπη. Είδε δύο καλοφτιαγμένα τζαμιά και δύο καραβανσεράι, όλα στο περσικό στυλ αρχιτεκτονικής. Πέρασε μέσα από την πόλη και αφήνοντάς την από όμορφη πύλη παρατήρησε τούς ανθρώπους που είχαν διοριστεί ως φύλακες των σπιτιών, των οποίων η εμφάνιση αύξανε απλώς τη μελαγχολική εντύπωση που τού είχε προκαλέσει η κατάσταση τής πόλης.

Image

Από τη Μαλάτεια προς Σεβάστεια, Καισάρεια και Τοκάτ (1835)

Από την πόλη τής Μαλάτειας διέσχισαν την πεδιάδα μέχρι κάτω στον Τόχμα Σου [τον ποταμό Μέλανα στον Πτολεμαίο1], τον οποίο διαβήκαν από γέφυρα, τρία ή τέσσερα μίλια κάτω από την οποία ο ποταμός χυνόταν στον Μουράτ Τσάι. [Ο Μπραντ σημειώνει ότι ο ποταμός Τόχμα ονομαζόταν Κιρκ Γκιόζ (Σαράντα Μάτια) στο Τζιχάν Νουμά τού Χατζή Χαλίφα, αλλά εκεί ονομάζεται Κιρκ Γκετζίντ (Σαράντα Περάσματα).] Υπερυψωμένος δρόμος πάνω σε καμάρες υπήρχε πέρα και από τις δύο άκρες τής γέφυρας, που εκτεινόταν σε όλη την κοιλάδα στην οποία κυλούσε το ρεύμα, δείχνοντας την έκταση που καταλάμβανε η μεγάλη άνοδος τής στάθμης τού ποταμού. Επτά περίπου μίλια από τον Τόχμα Σου [ποταμό-σύνορο] έφτασαν σε άλλο ρεύμα που ονομαζόταν Τσαμουρλού Σου [Λασπονέρι] και κυλούσε μέσα από βαθιά στενή κοιλάδα, καλά καλλιεργούμενη και αρδευόμενη από τα νερά τού ποταμού. Χυνόταν κι αυτό στον Μουράτ Τσάι. Ο Μπραντ πέρασε στην πεδιάδα δίπλα από πέτρινη στήλη, η οποία σηματοδοτούσε το μισό τής απόστασης μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Βαγδάτης. Επίσης στην πεδιάδα υπήρχε ερειπωμένο χάνι.

Το Χασάν Μπατρίκ [Πατριάρχης Χασάν] ήταν χωριό που βρισκόταν στην άκρη τής πεδιάδας, η οποία σε βορειοδυτική κατεύθυνση είχε πλάτος δεκαέξι περίπου μίλια. Το μήκος τής πεδιάδας η οποία ακολουθούσε την πορεία τού Τόχμα Σου, που κυλούσε από δυτικά προς ανατολικά, πρέπει να ήταν πολύ σημαντικό. Το Χασάν Μπατρίκ [σήμερα Φετχιγιέ] είχε πενήντα μωαμεθανικές οικογένειες. Εδώ βρίσκονταν τα ερείπια όμορφου τζαμιού και καραβανσεράι, χτισμένου από πέτρα στο περσικό στυλ αρχιτεκτονικής.

Η πεδιάδα, εκτός από τις κοιλάδες τού ποταμού, ήταν εγκαταλειμμένη και προφανώς δεν μπορούσε να υπάρχει άλλος λόγος γι’ αυτό πέρα από την ανασφάλεια τής υπαίθρου. Τα χωράφια γύρω από το χωριό φαίνονταν παραγωγικά σε σιτηρά, ενώ καλλιεργούνταν λίγο βαμβάκι.

Αμέσως μόλις βγήκε από το Χασάν Μπατρίκ, ο Μπραντ μπήκε σε στενωπό, την οποία διέρρεε ο Τσαμουρλού Σου. Τα βουνά ήσαν ψηλά αλλά όχι πολύ απότομα και καλύπτονταν από μικρούς δρύινους θάμνους. Η κοιλάδα ήταν στενή. Διέσχισε το ρεύμα ύστερα από δεκαπέντε περίπου μίλια και αφού ανέβηκε σε πολύ απότομο και ψηλό βουνό, έφτασε στο Χακίμ Χαν [σήμερα Χεκιμχάν], που βρισκόταν σε μικρή απόσταση κατεβαίνοντας από την αντίθετη πλευρά. Εκτιμούσε την απόσταση από το Χασάν Μπατρίκ μέχρι το Χακίμ Χαν σε δεκαοκτώ ή είκοσι περίπου μίλια [29 ή 32 περίπου χλμ]. Ο δρόμος ήταν ορεινός αλλά όχι δύσκολος. Στο σημείο όπου διαβήκαν το ποτάμι το νερό έφτανε μέχρι τη σέλλα τού αλόγου. Την άνοιξη ήταν δύσκολο και επικίνδυνο να το διασχίσει κανείς και σπάνια το επιχειρούσαν κάποιοι, εκτός από τούς τάταρ. Η συνολική απόσταση από τη Μαλάτεια μέχρι το Χακίμ Χαν ήταν τριανταέξι περίπου μίλια [58 περίπου χλμ] σε γενικά βορειοδυτική κατεύθυνση.

Το Χακίμ Χαν ήταν μικρή και προφανώς φτωχή κωμόπολη, που είχε περίπου 250 τουρκικές και 85 αρμενικές οικογένειες. Υπήρχε παλιό κάστρο, καθώς και χάνι σε περσικό στυλ, που λεγόταν ότι χτίστηκε από έναν γιατρό (χακίμ), στο οποίο οφειλόταν το όνομά της. Η γύρω ύπαιθρος ήταν ορεινή και άγονη και τα πετρώματα ήσαν όλα ασβεστολιθικά. Αμπέλια δεν ευδοκιμούσαν λόγω τής δριμύτητας τού χειμώνα. Καλλιεργούνταν μικρή ποσότητα σκληραγωγημένων φρούτων και καπνός. Το σιτάρι απέδιδε το εξαπλάσιο έως οκταπλάσιο τής σποράς.

Μέχρι τώρα από το Ντιγιάρ-Μπεκρ ο Μπραντ είχε ακολουθήσει τον μεγάλο δρόμο τής Κωνσταντινούπολης, ο οποίος συνέχιζε και μετά στην ίδια βορειοδυτική κατεύθυνση, ενώ εκείνος πήρε πιο δυτική πορεία προς το Γκουρούν [Γκουρούν και σήμερα. Αφήνοντας το Χακίμ Χαν, διέσχισαν βουνά, κοιλάδες και ρέματα, χωρίς να ακολουθούν καμία πεπατημένη και τελικά ήρθαν και πάλι στον Τόχμα Σου, τον οποίο είχαν αφήσει κοντά στη Μαλάτεια, έχοντας κάνει κύκλωμα των βουνών Αγτζή Νταγ. [Χατζή Νταγ;] Ακολούθησε την πορεία τού Τόχμα Σου με βόρεια κατεύθυνση για πέντε περίπου μίλια [8 περίπου χλμ], μέχρι που έφτασε στο Γκουρούν, πόλη λίγο πάνω από την οποία πήγαζε ο κύριος κλάδος τού ποταμού. Υπολόγισε την απόσταση από το Χακίμ Χαν στο Γκουρούν σε σαρανταπέντε μίλια [70 περίπου χλμ], με γενική δυτική κατεύθυνση.

Το Γκουρούν βρισκόταν σε βαθιά στενή κοιλάδα, τής οποίας η ανατολική πλευρά υψωνόταν σε γκρεμό, ενώ η δυτική είχε πιο ήπια κλίση και καλλιεργούνταν όπου το επέτρεπε το έδαφος. Ένα ρεύμα περνούσε μέσα από την κοιλάδα, η οποία ήταν γεμάτη και στις δύο όχθες της με δένδρα και κήπους, ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν το μεγαλύτερο μέρος των σπιτιών. Η πόλη είχε 850 τουρκικές, 860 αρμενικές και 63 καθολικές αρμενικές οικογένειες και αποτελούσε τη μόνη περίπτωση πόλης στο εσωτερικό, στην οποία ο χριστιανικός πληθυσμός υπερέβαινε τον μωαμεθανικό. Ο χειμώνας ήταν βαρύς, το καλοκαίρι σύντομο και η καλλιέργεια τού εδάφους δεν φαινόταν να είναι επιθυμητή ή κερδοφόρα επιδίωξη. Όλοι οι κάτοικοι ανεξαιρέτως ασχολούνταν με το εμπόριο με τις νομαδικές φυλές των Τουρκομάνων και Κούρδων, οι οποίες, κατά τη μετανάστευσή τους από τις περιοχές κοντά στην Άγκυρα, όπου διαχείμαζαν, περνούσαν αρκετές εβδομάδες σε βοσκοτόπια γύρω από το Γκουρούν, σε αποστάσεις 6-18 ωρών. Οι έμποροι τής πόλης αντιμετώπιζαν όλες τις επιθυμίες αυτών των μεταναστευτικών φυλών και έπαιρναν ως πληρωμή τα προϊόντα των κοπαδιών τους, τα οποία είτε χρησιμοποιούσαν, επανεξήγαγαν ή μεταπωλούσαν επί τόπου, είτε επεξεργάζονταν. Το κύριο προϊόν ήταν μαλλί προβάτου, τού οποίου μεγάλη ποσότητα αγοράζονταν και πωλούνταν εδώ.

Από το Γκουρούν ο Μπραντ ανέβηκε την απότομη ανατολική πλευρά τής κοιλάδας και ταξίδεψε σε ορεινή περιοχή, οι κοιλότητες τής οποίας ήσαν γεμάτες υπέροχα λιβάδια, ενώ οι κορυφές αποτελούνταν από γυμνό ασβεστόλιθο. Αυτά τα βοσκοτόπια λεγόταν ότι εκτείνονταν μέχρι την περιοχή τής Καϊσαρίγιε. [Ο Μπραντ σημειώνει ότι το όνομα Καϊσάρ για την Καϊσαρίγιε χρησιμοποιούσαν μόνο οι απλοί άνθρωποι.] την άνοιξη ήσαν πλούσια, αλλά τώρα ήσαν γυμνά, αφού στις αρχές τού έτους βοσκούσαν εκεί οι αγέλες των Κούρδων.

Το Μαντζελίκ [σήμερα Μαντζιλίκ], σε απόσταση 25 μιλίων [40 χλμ] από το Γκουρούν σε βόρεια κατεύθυνση, ήταν μικρό χωριό και το μόνο στον δρόμο. Στο παρελθόν είχε πάνω από 100 οικογένειες, αλλά όλοι οι Τούρκοι το εγκατέλειψαν από τις λεηλασίες των Κούρδων και τώρα παρέμεναν μόνο 15 αρμενικές οικογένειες, παρακινούμενες να το πράξουν αυτό από την παρουσία μιας πολύ αρχαίας εκκλησίας αφιερωμένης στον Άγιο Τόρος, που ήταν τόπος προσκυνήματος και ιδιόμορφης ιερότητας. Εδώ υπήρχε πολύ περισσότερη γη απ’ όση είχαν τη δυνατότητα να καλλιεργούν οι κάτοικοι, οι οποίοι καταλάμβαναν μόνο την καλύτερη και εκείνη που ήταν πλησιέστερα στο χωριό, το οποίο βρισκόταν σε κοιλάδα που ποτιζόταν από μικρό ποταμάκι και η γη φαινόταν καλή. Το σιτάρι απέδιδε στο δεκαπλάσιο έως δωδεκαπλάσιο. Το κλίμα ήταν εξαιρετικά δριμύ τον χειμώνα και έπεφτε πολύ χιόνι. Τα καλοκαίρια ήσαν σύντομα και όχι ζεστά, αν και τα σιτηρά που παράγονταν ήσαν πολύ καλής ποιότητας. Οι αγρότες εφοδιάζονταν πολύ καλά με βούτυρο και μαλλί από τα κοπάδια τους, αλλά το βούτυρο και το σιτάρι τους ως επί το πλείστον καταναλώνονταν από επισκέπτες, οι οποίοι συχνά δεν πλήρωναν για την ψυχαγωγία τους. Ο Μπραντ κατέλυσε σε σπίτι που ανήκε σε τέσσερις αδελφούς, καθένας από τούς οποίους είχε υποστεί πέντε τραύματα, υπερασπίζοντας τούς εαυτούς τους και την περιουσία τους απέναντι στην κουρδική επιθετικότητα. Πασάδες και αγάδες δεν τούς πείραζαν πολύ, επειδή το χωριό ήταν το μοναδικό μεταξύ Ούλας και Γκουρούν, σε απόσταση 54 μιλίων [90 περίπου χλμ], απόσταση που θα ήταν εντελώς αδιάβατη τον χειμώνα για τα καραβάνια, αν δεν υπήρχε το καταφύγιο που προσφερόταν εδώ. Έτσι ο φόβος ότι οι κάτοικοι θα εγκατέλειπαν μια θέση τόσο απαραίτητη για τις επικοινωνίες, είχε αποτρέψει να βιώνουν αυτοί τη συνηθισμένη ποσότητα παρενόχλησης και λεηλασίας.

Από το Μαντζελίκ στο Ούλας, σε απόσταση τριάντα περίπου μιλίων [50 περίπου χλμ] σε βορειοδυτική γενικά κατεύθυνση, εμφανιζόταν το ίδιο είδος βοσκοτόπων με εκείνους που περιγράφηκαν μεταξύ Γκουρούν και Μαντζελίκ, χωρίς όμως κανένα χωριό. Στον Μπραντ δεν φαινόταν να υπάρχει οποιοδήποτε άλλο εμπόδιο στην ύπαρξη χωριών ή καλλιεργειών, πέρα από τις λεηλασίες των Κούρδων.

Το Ούλας [Ούλας και σήμερα] κατοικούνταν αποκλειστικά από Αρμένιους και είχε εξήντα οικογένειες. Βρισκόταν δεκαοκτώ περίπου μίλια [30 περίπου χλμ] νοτιοδυτικά τής Σίβας. Το έδαφος ήταν βαθύ και πλούσιο και το σιτάρι απέδιδε στο δεκαπλάσιο έως δωδεκαπλάσιο. Σε κοίλωμα στην πεδιάδα, η οποία οργωνόταν σε βάθος ενός ή δύο ποδιών, με νερό τον χειμώνα, αλλά τώρα ήταν ξερή, υπήρχαν κρούστες αλατιού. Οι άνθρωποι φαίνονταν να ζουν κάτω από άνετες συνθήκες.

Στον δρόμο από εδώ προς τη Σίβας υπήρχαν δύο μεγάλες αλυκές. Το αλάτι προερχόταν από πηγές. Η γύρω χώρα εφοδιαζόταν από αυτές, ενώ η κυβέρνηση λεγόταν ότι αποκόμιζε σημαντικά έσοδα από τις αλυκές, που ανήκαν σε αυτήν. Η ύπαιθρος από το Ούλας μέχρι που έφτανε κανείς στην πεδιάδα τής Σίβας ήταν ορεινή, όχι εντελώς χωρίς καλλιέργειες, αλλά ο Μπραντ δεν πέρασε από κανένα χωριό.

Η Σίβας [Σεβάστεια], που βρισκόταν σε πεδιάδα πλάτους τεσσάρων έως έξι μιλίων [6 έως 10 χλμ] και μήκους ίσως 16 έως 20 [25 έως 32 χλμ], ήταν αξιοσημείωτη επειδή παρήγαγε καλές σοδειές δημητριακών πολύ υψηλής ποιότητας. [Ο Μπραντ σημειώνει ότι η Σίβας βρισκόταν στον χώρο τής αρχαίας Σεβαστής και ήταν πρωτεύουσα τού ομώνυμου πασαλικιού (εϊβαλέτ), ονομαζόμενη στα αρμενικά Σεπάσντια, Σεβάσντια και στη λαϊκή γλώσσα Σεβάσντ.] Η πεδιάδα ποτιζόταν από τον Κιζίλ Ιρμάκ [Κόκκινο Ποταμό (τον Άλυ], ο οποίος, αν και δεν ήταν μακριά από τις πηγές του, αποτελούσε εδώ σημαντικό ρεύμα και σε απόσταση πέντε ή έξι μιλίων περνούσαν από πάνω του δύο μεγάλες πέτρινες γέφυρες. Ξυλεία για οικοδομικές εργασίες και καυσόξυλα κατέβαιναν μέσα από το ποτάμι, από τα δάση στα βουνά στα οποία είχε τις πηγές του. Το κλίμα ήταν δριμύ αν και εξαιρετικά υγιεινό.

Η πόλη κάλυπτε μεγάλη έκταση, αλλά μέσα της υπήρχαν πολλά ερείπια. Είχε 5.000 περίπου τουρκικές και 1.200 αρμενικές οικογένειες. Πολλά από τα παλιά τζαμιά και χάνια έδειχναν ότι η πόλη βρισκόταν κάποτε υπό περσική κυριαρχία.

Η θέση τής Σίβας ήταν εξαιρετική για σημαντικό εμπορικό κέντρο. Η πρόσβαση σε αυτήν από τη Μαύρη Θάλασσα ήταν εύκολη και είχε διευκολυνθεί περισσότερο από τη στρατιωτική οδό που έφτιαξε ο Ρεσίντ Μεχμέτ πασάς. Βρισκόταν στο κέντρο περιοχής στην οποία αφθονούσαν τα αναγκαία τής ζωής και χώρας που θα χρειαζόταν σημαντικές προμήθειες. Η διαδρομή από τη Σίβας ήταν σίγουρα η καλύτερη για να φτάσει κανείς στη Μαλάτεια, στο Χαρπούτ και στο Ντιγιάρ-Μπεκρ, καθώς και στη Βαγδάτη θα πρόσθετε κανείς. Τα παζάρια ήσαν εκτεταμένα και τα χάνια πολλά, όλα καλά εφοδιασμένα με εμπορεύματα.

Από τη Σίβας, αφήνοντας την πεδιάδα, ο δρόμος διέσχιζε περιοχή στην οποία αφθονούσαν οι εκτεταμένες πεδιάδες, οι οποίες διαχωρίζονταν από οροσειρές χαμηλού γενικά ύψους. Η απόσταση μέχρι την Καισάρεια ήταν ογδοντατέσσερα περίπου μίλια σε κατεύθυνση σχεδόν νοτιοδυτική. Οι πεδιάδες ήσαν καλά καλλιεργούμενες και η ύπαιθρος καλύτερα κατοικούμενη απ’ όσο στα περισσότερα άλλα μέρη. Το έδαφος ήταν γόνιμο και το σιτάρι απέδιδε στο δεκαπλάσιο έως δεκαεξαπλάσιο.

Ο Μπραντ έφτασε στην Καισάρεια δύο μέρες αφότου την είχε επισκεφθεί σεισμός και τη βρήκε σχεδόν έρημη. Οι κάτοικοι είχαν καταφύγει στα χωριά ή βρίσκονταν έξω από την πόλη σε αντίσκηνα. Ήταν ευτύχημα ότι η καταστροφή συνέβη σε περίοδο τού έτους κατά την οποία τόσοι πολλοί από τούς κατοίκους διέμεναν στην ύπαιθρο, διαφορετικά η απώλεια σε ζωές θα ήταν πιο σημαντική. Περίπου 150 άτομα σκοτώθηκαν στην πόλη, και υπολογιζόταν ότι στα χωριά χάθηκαν περίπου 400. Πολλά σπίτια κατέρρευσαν και ελάχιστα γλύτωσαν χωρίς ζημιές.

Η Καϊσαρίγιε, η αρχαία Καισάρεια [πρωτεύουσα τής αρχαίας Καππαδοκίας, ονομαζόμενη τότε Μάζακα, που αργότερα το όνομά της άλλαξε σε Καισάρεια την εποχή τού Τιβέριου και στα αρμενικά ονομάζεται Μάζαγκ ή Μίσαγκ από τον ιδρυτή της Μέσαγκ, σημειώνει ο Μπραντ], βρισκόταν στους πρόποδες τού επιβλητικού και πάντοτε χιονισμένου όρους Ερτζίς (Αργαίος), το οποίο έφτανε κατά πάσα πιθανότητα στο ύψος των 10.000 ποδιών πάνω από τη θάλασσα. [Ο Μπραντ σημειώνει: «Το 1834 ένας κύριος από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ταξιδεύοντας σε αυτή τη χώρα, ανέβηκε στο όρος Ερτζίς. Συνοδευόταν από οδηγούς και έφθασαν στην κορυφή με ασφάλεια. Στην κάθοδο ο ταξιδιώτης, ενάντια στις συμβουλές των οδηγών του, πήρε αυτή που τού φαινόταν ως η συντομότερη διαδρομή. Η υπόλοιπη ομάδα ακολούθησε τη διαδρομή τής ανάβασής τους. Ο ατυχής κύριος έπεσε και τραυματίστηκε τόσο σοβαρά, ώστε, αν και οι σύντροφοί του τον μετέφεραν ζωντανό στο χωριό όπου διέμενε, σύντομα υπέκυψε στα τραύματά του».] Τα ερείπια μιας πιο αρχαίας πόλης βρίσκονταν πολύ κοντά, η οποία καταστράφηκε από σεισμό. Η πόλη περιβαλλόταν από τείχος αρκετά ερειπωμένο, που είχε μέσα κάστρο, στο ίδιο επίπεδο με την πόλη. Δεν θα μπορούσε να προσφέρει καμία αντίσταση στα κανόνια. Στα περίχωρα, καθώς και μέσα στην πόλη, υπήρχαν πολλά κτίρια που έφεραν ενδείξεις περσικής κατοχής.

Το κλίμα ήταν ζεστό το καλοκαίρι και όχι δριμύ τον χειμώνα, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν θεωρούνταν πολύ υγιεινό. Μπορούσε κανείς να βρει εδώ τα προϊόντα ζεστού κλίματος, όπως πεπόνια, σύκα, ρόδια, σταφύλια κλπ. Η πεδιάδα δεν φάνηκε τού Μπραντ ως γόνιμη ή καλά καλλιεργούμενη, εκτός από την περιοχή ακριβώς γύρω από την πόλη. Η βάση τού βουνού καλυπτόταν από περιβόλια, τα οποία παρήγαγαν φρούτα και το κίτρινο μούρο [Rhamnus infectorius] που χρησιμοποιούνταν στη βαφή, για την οποία η Κάισερι ήταν τόσο διάσημη.

Το βουνό προμήθευε οικοδομική ξυλεία, καυσόξυλα και κάρβουνο, όλα σε λογικές τιμές. Η πόλη είχε 8.000 σπίτια, 5.000 Τούρκων, 2.500 Αρμενίων και 500 Ελλήνων. Τα χωριά τής περιοχής ήσαν μεγάλα και πολυπληθή και οι χριστιανοί κάτοικοι επιδείκνυαν τα πλούτη τους και την πολυτέλεια στις εξοχικές τους κατοικίες περισσότερο απ’ όσο σε οποιοδήποτε άλλο μέρος τής Τουρκίας.

Η πόλη ήταν το κύριο εμπορικό κέντρο στο κεντρικό τμήμα τής Μικράς Ασίας. Οι ντόπιοι της ήσαν διάσημοι για την επιχειρηματικότητα και τη δραστηριότητά τους, ενώ τούς έβρισκε κανείς να προωθούν επιμελώς τις επιδιώξεις τους και στην πιο απομακρυσμένη γωνιά τής αυτοκρατορίας. Τα τελευταία χρόνια η σημασία τού τόπου είχε μειωθεί σημαντικά, λόγω τής ανασφάλειας τής υπαίθρου εξαιτίας των Κούρδων.

Το κεντρικό τμήμα τής Μικράς Ασίας ήταν γενικά ανεπαρκές σε ξυλεία, επειδή, με εξαίρεση ορισμένες εσοχές των βουνών, όπου μπορούσε κανείς να βρει διάσπαρτα δάση, σπανίως συναντιόταν δένδρο στην ύπαιθρο. Η αποξηραμένη κοπριά ήταν το καύσιμο που χρησιμοποιούνταν κυρίως στις πόλεις από τις φτωχότερες τάξεις και καθολικά από τούς κατοίκους των χωριών.

Σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία ήταν πολύ συνηθισμένο να βρει κανείς σίκαλη να αναπτύσσεται ανάμεσα στο σιτάρι, αλλά ο Μπραντ ποτέ δεν είδε ολόκληρο χωράφι με σίκαλη.

Υπολόγιζε την απόσταση από την Κάισερι μέχρι τη Γιοζγκάτ σε 96 περίπου μίλια [150 περίπου χλμ] σε βορειοδυτική γενικά κατεύθυνση. [Ο Μπραντ σημειώνει: Γιοζγκάτ, δηλαδή Εκατό Στέγες; Προφέρεται Γιουζγκάτ από τον κ. Λάπι, ενώ την γνώριζε ο ταγματάρχης Ρένελ. Υπάρχουν αρκετές και σχεδόν παράλληλες διαδρομές από την Άγκυρα προς τη Γιοζγκάτ.]

Η ύπαιθρος δεν ήταν ούτε γόνιμη, ούτε πολυπληθής, ούτε καλά καλλιεργούμενη, αλλά υπήρχαν μέρη στα οποία έβρισκε κανείς τόσο χωριά όσο και καλλιέργειες, ενώ χωρίς αμφιβολία αυτή θα ήταν η γενική εικόνα, αν δεν υπήρχαν οι Κούρδοι, αυτοί οι καταστροφείς οποιουδήποτε πράγματος έμοιαζε με πολιτισμό. Δύο φορές κατά τη διάρκεια αυτού τού τμήματος τής διαδρομής του ο Μπραντ έπεσε σε ομάδες Κούρδων ληστών. Οι χωρικοί ήσαν όλοι υποχρεωμένοι να προσέχουν τα χωράφια τους κατά τη διάρκεια τής νύχτας, για να μην τούς αρπάξουν τα πρόβατα και τα γελάδια ή πάρουν μαζί τους φεύγοντας το σιτάρι που είχε κοπεί. Κατά την εαρινή μετανάστευση των Κούρδων τα νεαρά σπαρτά τρώγονταν συχνά από τα πρόβατά τους, τα οποία ήσαν τόσο πολλά, που καθάριζαν γρήγορα ένα ολόκληρο χωράφι και έτσι οι ελπίδες των φτωχών αγροτών για συγκομιδή καταστρέφονταν εντελώς ή ίσως οι καλλιέργειες που γλύτωναν από τον κίνδυνο την άνοιξη, προορίζονταν απλώς για να λεηλατηθούν το φθινόπωρο.

Στο Μπογαζλουάν [ο Μπραντ γράφει Μποασλιάν], ένα χωριό στον δρόμο, παραγόταν μεγάλη ποσότητα νίτρου. Το έδαφος ήταν έντονα εμποτισμένο από αυτό.

Η γη εδώ ήταν πολύ ξερή και το σιτάρι απέδιδε μόνο στο πενταπλάσιο. Μάλιστα το σύνολο τής περιοχής από την Κάισερι μέχρι τη Γιοζγκάτ ήταν ένα από τα λιγότερο παραγωγικά τμήματα τής Μικράς Ασίας και εξίσου ανεπαρκές σε δένδρα, όπως όλο το υψίπεδο τής Αρμενίας.

Η σημασία τής Γιοζγκάτ αυξήθηκε υπό την προστατευτική φροντίδα τής οικογένειας Τσαπάνογλου, η οποία την επέλεξε ως τόπο διαμονής και από ασήμαντο χωριό τη μετέτρεψε σε σημαντική και ακμάζουσα πόλη. Ήταν η πιο προσεγμένη και καθαρή πόλη που είδε ο Μπραντ στην Τουρκία και ήταν περιτειχισμένη. Υπήρχαν κάποια κανόνια για να προστατεύουν τις πύλες, αλλά όταν απομάκρυναν την οικογένεια από την εξουσία, τα κανόνια μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Τα τείχη χρησίμευαν μόνο για την προστασία των κατοίκων από τις επιθέσεις ληστών ή ατάκτων. Η πόλη βρισκόταν σε στενή κοιλάδα και από όλες τις πλευρές ήταν ευάλωτη στις βολές πυροβόλων από ψηλότερα σημεία.

Ο ιδρυτής τού οίκου των Τσαπάνογλου ήταν Τουρκομάνος τοπικός αρχηγός, ο οποίος με ανώτερη αποφασιστικότητα και θάρρος εξυψώθηκε στο αξίωμα ισχυρού ντερέμπεη, ελέγχοντας περιοχή που εκτεινόταν σε μεγάλο μέρος τής Ανατολίας και μπορούσε να αποκληθεί μικρή ηγεμονία και την οποία κυβερνούσε με κυρίαρχη εξουσία. Η οικογένεια διατήρησε τη θέση της για δύο γενιές, αλλά την τρίτη γενιά τούς έκαναν πασάδες, τούς απομάκρυναν από τις κληρονομικές τους κτήσεις και από εκείνη τη στιγμή έχασαν την επιρροή τους, ενώ τα πλούτη τους έγιναν λεία τού σουλτάνου και τής αυλής του. Ο πατέρας τής σημερινής γενιάς ήταν φιλελεύθερος και υπέροχος αρχηγός, που δαπάνησε τα ηγεμονικά του έσοδα για την υποστήριξη με αξιοπρέπεια και απεριόριστη φιλοξενία τού τόπου στον οποίο είχε τοποθετηθεί. Η Γιοζγκάτ διοικούνταν πλέον από αρπακτικό μουτεσελίμ [κυβερνήτη] και μη έχοντας βιοτεχνίες ή άλλα προϊόντα εκτός από σιτηρά, είχε υποβαθμιστεί σε ασήμαντη επαρχιακή κωμόπολη, ενώ οι κάτοικοι αναπολούσαν με νοσταλγία τούς προγενέστερους γενναιόδωρους άρχοντές τους.

Λίγο στα δεξιά τού κατευθείαν δρόμου προς Τοκάτ από Γιοζγκάτ και τριάντα ή σαράντα περίπου μίλια [50 ή 60 περίπου χλμ] από την τελευταία υπήρχε ορυχείο αργυρούχου μολύβδου, που ονομαζόταν Ακ Νταγ Μαντέν [Ορυχείο τού Άσπρου Βουνού] από το βουνό στο οποίο βρισκόταν. Ο Μπραντ είδε τον διευθυντή στη Γιοζγκάτ, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι 300 περίπου οικογένειες απασχολούνταν σε διάφορες εργασίες που συνδέονταν με το ορυχείο. Ότι από την εποχή που ανέλαβε τη διεύθυνσή του, το ορυχείο παρήγαγε πολύ περισσότερο ασήμι από πριν και ότι πίστευε ότι μια πιο επιστημονική μέθοδος εξόρυξης θα αποτελούσε τον τρόπο εξόρυξης πολύ μεγαλύτερης ποσότητας μεταλλεύματος με μικρότερο κόστος. Η ποσότητα ασημιού που δήλωσε ότι είχε στείλει στην Κωνσταντινούπολη ήταν 300 οκάδες ή 825 λίμπρες, αποτιμώμενη σε 3.000 περίπου στερλίνες.

Από τη Γιοζγκάτ ο Μπραντ έκανε εκδρομή για να επισκεφθεί κάποια ερείπια, τα οποία αναφερόταν ότι ήσαν πολύ εκτεταμένα και δεν τα είχε ποτέ επισκεφθεί Ευρωπαίος. Βρίσκονταν προς την κατεύθυνση τού Μπογάζ Κιόι [σήμερα Μπογάζκαλε], το οποίο είχε αποφασίσει να επισκεφθεί, καθώς κοντά του υπήρχαν κάποια ερείπια και γλυπτά βράχια που είχαν ανακαλυφθεί από τον κ. Τεξιέ το προηγούμενο έτος. Έφτασε στο μικρό χωριό Νεφέζ [σήμερα Μπουγιούκ Νεφές], το οποίο απείχε τρεις ώρες από τη Γιοζγκάτ σε βορειοδυτική κατεύθυνση. Στο ίδιο το χωριό υπήρχαν πολλά κομμάτια μαρμάρου, που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των σπιτιών, ενώ πολλά από αυτά είχαν χαραγμένα πάνω τους γράμματα και λέξεις. Στο νεκροταφείο τού χωριού υπήρχαν αναρίθμητα μαρμάρινα θραύσματα από κίονες και διάφορα μέρη αρχαίων κτιρίων. Υπήρχαν δύο επιτύμβιες επιγραφές τής χριστιανικής εποχής, όπως αποδείκνυαν τα ονόματα καθώς και η μορφή των γραμμάτων. Σε κοντινό κωνικό λόφο, που ονομαζόταν από τούς κατοίκους τού χωριού Κάστρο, υπήρχαν δύο κομμάτια από μάρμαρο που είχαν ανακαλυφθεί. Αποτελούσαν μέρος τού γείσου στέγης και ήσαν όμορφα σμιλεμένα. Είχαν πέσει μαζί και ήσαν ακόμη ενωμένα, δείχνοντας προφανώς ότι έπρεπε να ανήκαν σε κτίριο επί τόπου. Στους πρόποδες αυτού τού κωνικού λόφου είχαν ανασκαφεί τα ερείπια κτιρίου, σχηματισμένου από μεγάλες πέτρες, που είχαν επενδυθεί με μάρμαρο. Τόσο μικρό μέρος είχε ανασκαφεί, που ο σκοπός τού κτιρίου δεν ήταν δυνατό να εξακριβωθεί. Από την όψη άλλου κωνικού λόφου είχε ανασκαφεί τεράστια ποσότητα μαρμάρινων όγκων, που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή τζαμιού στη Γιοζγκάτ. Όχι πολύ μακριά από εκεί υπήρχαν κάποιες πέτρες τεραστίων διαστάσεων, οι οποίες προφανώς διαμόρφωναν τις θέσεις πύλης και εν μέρει τείχους. Οι ντόπιοι είπαν στον Μπραντ ότι είχαν βρει μετάλλια, αλλά δεν μπόρεσε να προμηθευτεί κάποιο από εκείνους. Τού είπαν ότι δεν τα κράτησαν, καθώς ήσαν μόνο από χαλκό. Από τον τόπο αυτόν κατεύθυνε την πορεία του προς το Μπογάζ Κιόι, το οποίο απείχε τέσσερις περίπου ώρες. Έφτασε εκεί αργά το βράδυ. Το επόμενο πρωί προσέλαβε οδηγό και επισκέφθηκε πρώτα τα γλυπτά βράχια, τα οποία απείχαν ενάμιση περίπου μίλι από το χωριό. Ήταν φυσικό περίφραγμα τεράστιας μάζας ασβεστολιθικού βράχου, ύψους 40-50 ποδιών [12-15 μέτρων], που είχε προφανώς πέσει από τα βουνά που βρίσκονταν ακριβώς από πάνω και είχε πάρει τη μορφή παραλληλογράμμου, μήκους είκοσι γυαρδών [18 μέτρων] και πλάτους δέκα [9 μέτρων], πάνω στο οποίο είχαν σμιλευτεί μορφές. Σε πολλά μέρη είχαν σχεδόν εξαλειφθεί από τις επιπτώσεις τού καιρού, αλλά σε ορισμένες περιοχές τα αντικείμενα ήσαν ευδιάκριτα. Η μακρά σειρά μικρότερων φυσιογνωμιών είχε ύψος τρία περίπου πόδια, ενώ ακολουθούσαν πέντε μεγαλύτερες φυσιογνωμίες. Υπήρχαν δύο κύριες, που ένωναν τα χέρια. Τη μία από αυτές ακολουθούσαν τρεις άλλες, ενώ όλες στέκονταν στις πλάτες ζώων. Ακολουθούσε σειρά από μικρότερες φυσιογνωμίες, ενώ στο τέλος, πάνω σε βράχο μόνη της, ήταν η κύρια φυσιογνωμία που στεκόταν πάνω σε δύο βουνά, κρατώντας στο δεξί της χέρι έμβλημα, που έμοιαζε με αιγυπτιακό σύμβολο αιωνιότητας, ένα κύκλο με φτερά. [Εκτεταμένη περιγραφή των αρχαιοτήτων στο Μπουγιούκ Νεφές θα διαβάσουμε πιο κάτω στην ενότητα «Αμάσεια-Τσόρουμ-Τάβιον (1836)» τού Χάμιλτον (1842).]

Ο κύριος Τεξιέ είχε ζωγραφίσει κάποια όμορφα σχέδια αυτών των ενδιαφερόντων ερειπίων [βλέπε εικόνα], αλλά τα σχέδια αυτά έδιναν την εντύπωση καλύτερης διατήρησης από εκείνη που ίσχυε πραγματικά για τις σμιλεμένες μορφές.

Από εκεί ο Μπραντ πέρασε πάνω από φαράγγι και σε απόσταση μισού μιλίου έφτασε στον τόπο τεράστιου κτιρίου. Διασώζονταν μόνο οι χαμηλότερες βάσεις, αλλά αρκούσαν για τον προσδιορισμό τής κάτοψης, η οποία είχε τη μορφή παραλληλογράμμου. Οι πέτρες ήσαν μεγάλου μεγέθους και τραχιές εξωτερικά.

Image

Ανάγλυφο σε βράχο στο Mπουγιούκ Νεφές
(Τεξιέ, Μικρά Ασία: Γεωγραφική, Ιστορική και Αρχαιολογική Περιγραφή, 1882)

Γύρω στους λόφους υπήρχαν ερείπια τειχών, κτίρια και πύλες, αλλά σε πολύ ερειπωμένη κατάσταση και πολύ ακατέργαστης κατασκευής. Όλα αυτά τα ερείπια άξιζε να εξεταστούν από αρχαιολόγο, τις ειδικές γνώσεις τού οποίου ο ίδιος δεν διεκδικούσε. [Ο Μπραντ σημειώνει: «Έπρεπε να είχα εξετάσει αυτά τα ερείπια πιο διεξοδικά, αλλά ένας σύντροφος τού κ. Τεξιέ μού είπε στο Ερζερούμ, ότι πλήρης περιγραφή των ερειπίων είχε δημοσιευθεί στο Παρίσι».]

Η απόσταση από τη Γιοζγκάτ μέχρι την Τοκάτ ήταν 100 περίπου μίλια [160 περίπου χλμ] σε ανατολική-βορειοανατολική κατεύθυνση. Η ύπαιθρος αποτελούνταν από διαδοχή πεδιάδων που χωρίζονταν από χαμηλούς λόφους. Οι πεδιάδες ήσαν καλά κατοικούμενες και καλά καλλιεργούμενες, εντελώς γυμνές από δένδρα, αλλά τόσο παραγωγικές σε σιτηρά, όσο οποιεσδήποτε άλλες είχε δει. Το κλίμα ήταν εύκρατο το καλοκαίρι και ψυχρό τον χειμώνα. Λεγόταν ότι το σιτάρι απέφερε το δεκαπλάσιο έως δωδεκαπλάσιο στα πιο γόνιμα τμήματα και το επταπλάσιο έως οκταπλάσιο στα άλλα. Συναντήθηκε με ορισμένες φυλές Τουρκομάνων που δεν μετανάστευαν. Κατασκήνωναν στις ανοικτές πεδιάδες από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο, ενώ τον χειμώνα κατέφευγαν σε κάποια προστατευμένη γωνιά στην άκρη τής πεδιάδας, χτίζοντας τοίχους κόντρα στην κατωφέρεια τού λόφου και καλύπτοντάς τους με τις σκηνές τους ως στέγη. Δεν ήσαν πλούσιοι, δεν λεηλατούσαν έντονα, αλλά ήσαν συνηθισμένοι στις μικροκλεψιές. Οι πεδιάδες ποτίζονταν καλά από μικρά ρέματα.

Η Αρντ Οβά [«Πίσω Πεδιάδα» σημειώνει ο Μπραντ, προφερόμενο Αρτ-Οβά. Οι Τούρκοι τοποθετούσαν την έμφαση στην τελευταία συλλαβή, και πρόφεραν σκληρά τα τελικά μαλακά σύμφωνα], η τελευταία μεγάλη πεδιάδα πριν φθάσει κανείς στην Τοκάτ, είχε εβδομήντα περίπου χωριά και παρήγαγε απίστευτη ποσότητα σιτηρών. Αφήνοντας αυτή την πεδιάδα ο Μπραντ έφτασε σε ορεινή περιοχή με λιγότερες καλλιέργειες και πιο αραιοκατοικημένη, η οποία, μέσα από μακρύ, απότομο, στενό και βραχώδες φαράγγι, τον οδήγησε τελικά στην Τοκάτ.

Η Τοκάτ [από το αρμενικό Εβτογκία (Ευδοκία) σημειώνει ο Μπραντ] βρισκόταν στο στόμιο τού φαραγγιού, το οποίο διευρυνόταν λίγο καθώς πλησίαζαν προς την πόλη, στις όχθες μικρού ποταμιού, αλλά τόσο περιβαλλόμενη στις τρεις πλευρές από ψηλά βουνά, που η θερμότητα που συγκεντρωνόταν στη στενή κοιλάδα καθιστούσε τον τόπο ανυπόφορο, όταν βρισκόταν εκεί. Η κοιλάδα για τρία περίπου μίλια [5 περίπου χλμ] πάνω από την πόλη ήταν γεμάτη περιβόλια και αμπελώνες, ενώ σειρά από ποταμάκια κυλούσαν ανάμεσά της. Η πόλη δεν θεωρείτο υγιεινή, καθώς οι φθινοπωρινοί πυρετοί ήσαν πολύ διαδεδομένοι. Είχε 6.730 οικογένειες, από τις οποίες 5.000 ήταν Τούρκων, 1.500 Αρμενίων, 50 Ρωμαιοκαθολικών, 50 Εβραίων και 150 Ελλήνων. Οι Αρμένιοι και οι Καθολικοί ήσαν γενικά πολύ πλούσιοι ή τουλάχιστον τα πλουσιότερα άτομα βρίσκονταν ανάμεσά τους. Η σημασία τής Τοκάτ ως εμπορικού κέντρου αποτελούσε πια παρελθόν. Τα πολυάριθμα ωραία χάνια ήσαν άδεια, ενώ δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι επρόκειτο για ενεργό εμπορική πόλη. Οι δρόμοι από εκεί προς την Κωνσταντινούπολη και τη Σαμσούν ήσαν εξαιρετικοί. Η στρατιωτική οδός από Σαμσούν προς Χαρπούτ περνούσε μέσα από την Τοκάτ.

Image

Από την Τοκάτ στην Τραπεζούντα (1835)

Από την Τοκάτ ο Μπραντ έστρεψε την πορεία του προς την Τραπεζούντα με κάθε δυνατή ταχύτητα, προκειμένου να συναντήσει εκεί τον αξιότιμο Χένρι Έλλις. Καθώς σταματούσε μόνο για να ξεκουραστεί και να αλλάξει άλογα, είχε πολύ λίγο ελεύθερο χρόνο για να κάνει έρευνες στον δρόμο.

Η γραμμή τού δρόμου από Τοκάτ ακολουθούσε ανατολική κατεύθυνση, αναπτυσσόμενη παράλληλα προς τη Μαύρη Θάλασσα, ανάμεσα στις οροσειρές που υψώνονταν από τις πεδιάδες τής Τζανίκ και οι οποίες ήσαν ελάχιστα χαμηλότερες από το κεντρικό υψίπεδο τής Μικράς Ασίας. Το βουνό περιείχε μεγάλα δάση. Υπήρχαν πολλές ωραίες πεδιάδες, οι οποίες κατοικούνταν και καλλιεργούνταν σε ανεκτά καλό επίπεδο. Υπήρχαν κάποιες σημαντικές πόλεις και πολλά χωριά. Ολόκληρη η περιοχή βρισκόταν έξω από τη διαδρομή τής μετανάστευσης των Κούρδων και κατά συνέπεια δεν υπήρχε έλλειψη ασφάλειας. Συνολικά αποτελούσε όμορφη, εύφορη και ευημερούσα περιοχή τής Μικράς Ασίας.

Η Νικσάρ βρισκόταν 27 περίπου μίλια [45 περίπου χλμ] ανατολικά τής Τοκάτ. Παρεμβαλλόταν μεταξύ τους σειρά καλά δασωμένων βουνών. Η Νικσάρ είχε πληθυσμό χιλίων περίπου σπιτιών. Βρισκόταν στην ανατολική πλευρά πολύ εκτεταμένης και εξαιρετικά πλούσιας πεδιάδας, που ποτιζόταν από το πολύ σημαντικό ποτάμι τού Τσαρσαμπά. [Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, εδώ ο Μπραντ εννοεί και πάλι τον Κελκίτ (Λύκο) ποταμό.] Το ρύζι καλλιεργούνταν εκτενώς στον κάμπο. Η πόλη βρισκόταν μέσα σε δάσος οπωροφόρων δένδρων. Το κλίμα ήταν ζεστό. Υπήρχαν εκεί τα ερείπια τού παλαιού ρωμαϊκού τείχους τής πόλης [Νεοκαισάρειας, δηλαδή Νέας Καισάρειας] και κάστρου τής ίδιας περιόδου.

Από τη Νικσάρ ο δρόμος ανέβαινε σε πολύ ψηλή οροσειρά. Η κορυφή βρισκόταν πολύ πιο πάνω από τη ζώνη ανάπτυξης δένδρων και πρέπει να είχε ύψος πάνω από 6.000 πόδια [2.000 μέτρα]. Διασχίζοντάς την, συνέχισαν ανάμεσα στα βουνά σε λίγο χαμηλότερο υψόμετρο, ανάμεσα σε δάση και λιβάδια, μέχρι που κατέβηκαν για μια ακόμη φορά στο Κογιούλχισαρ [ο Μπραντ γράφει Κούλε-χισάρ], στον Τσαρσαμπά Σου, δίπλα στις όχθες τού οποίου ο δρόμος συνέχιζε, μέχρι να τις αφήσει για να ανέβει στην πόλη τού Καράχισαρ, η θέση τής οποίας ήταν πολύ ψηλά.

Το Καράχισαρ [Μαύρο Κάστρο] απείχε από τη Νικσάρ 70 περίπου μίλια [110 περίπου χλμ]. Είχε 2.500 σπίτια και σημαντικό εμπόριο με τα παράλια και το εσωτερικό. Η Κερασούς [ο Μπραντ γράφει Κέρασουν] ήταν το λιμάνι τής Μαύρης Θάλασσας με το οποίο οι επικοινωνίες του ήταν πιο δραστήριες και απείχε 60 περίπου μίλια [100 περίπου χλμ]. Υπήρχε παλαιό κάστρο στην κορυφή τού απομονωμένου βουνού, γύρω από το οποίο ήταν χτισμένη η πόλη. Κοντά σε αυτή την πόλη υπήρχαν εκτεταμένα ορυχεία στυπτηρίας, από την οποία η πόλη έπαιρνε τη διακριτική ονομασία Σέμπχανε [Οίκος τής Στυπτηρίας, ενώ από τη στυπτηρία προέρχεται και η σημερινή ονομασία Σέμπιν Καράχισαρ], αφού υπήρχαν αρκετές άλλες πόλεις στην Τουρκία που ονομάζονταν Καράχισαρ ή Μαύρο Κάστρο.

Σε μικρό χωριό που ονομαζόταν Ούλε, στην περιοχή τού Σιρβάν, 48 μίλια [80 περίπου χλμ] ανατολικά τού Καράχισαρ, ο Μπραντ άφησε τον μεγάλο δρόμο που οδηγούσε ανατολικά προς το Ερζερούμ και στράφηκε βόρεια προς την Τραπεζούντα. Μεταξύ Ούλε και Γκουμούσχανε τα βουνά ήσαν πιο απότομα και δύσκολα από οσαδήποτε είχε δει στη Μικρά Ασία, εκτός από εκείνα στην κοιλάδα Αζέρα.

Η Γκουμούσχανε [Οίκος τού Ασημιού], πόλη στις όχθες τού ποταμού Χαρσίτ, είχε αναπτυχθεί γύρω από τα μεταλλεία αργυρούχου μολύβδου στην περιοχή. Τα ορυχεία ήσαν κάποτε πλούσια σε ασήμι, αλλά τώρα η παραγωγή ήταν πολύ μικρή. Περισσότερο από την έλλειψη μεταλλεύματος, το σύστημα που ακολουθούσε η κυβέρνηση ήταν εκείνο που είχε προκαλέσει αυτή την πτώση τής παραγωγής. Κάποτε υπήρχαν 40 κλίβανοι σε πλήρη λειτουργία, ενώ τώρα υπήρχαν μόνο δύο.

Ολόκληρη η περιοχή ήταν πλούσια σε μεταλλεύματα χαλκού και μολύβδου. Λίγα ορυχεία λειτουργούσαν, ενώ εκείνα που λειτουργούσαν απέφεραν λίγα στην κυβέρνηση, λόγω τού καταστροφικού συστήματος διαχείρισης που ακολουθείτο. Ήταν δύσκολο, με βιαστικό και εκτεταμένο ταξίδι σαν αυτό, να δοθεί πολύ ακριβής ή συνοπτική παρουσίαση των διαφόρων σημείων που προσπάθησε ο Μπραντ να διερευνήσει. Το κεντρικό οροπέδιο τής Αρμενίας ήταν εύφορη χώρα σιτηρών, ενώ αφθονούσε επίσης σε βοσκοτόπους. Οι πλαγιές των βουνών που υποστήριζαν αυτό το οροπέδιο ήσαν δασωμένες και οι πεδιάδες στη βάση τους πλούσιες. Το κλίμα στις ακτές τής Μαύρης Θάλασσας ήταν εύκρατο, σε εκείνες τής Μεσογείου εξαιρετικά ζεστό, ενώ στα κεντρικά τμήματα ήταν ψυχρό, λόγω τού μεγάλου υψομέτρου τους. Ολόκληρη η χώρα ποτιζόταν καλά από ποτάμια. Τα περάσματα από τα παράλια προς το εσωτερικό ήσαν δύσκολα και εύκολα υπερασπίσιμα.

Ο πληθυσμός της ήταν ανεπαρκής. Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων ήσαν Τούρκοι, οι οποίοι έβρισκαν απασχόληση ως στρατιώτες, δημόσιοι λειτουργοί, καλλιεργητές, έμποροι και τεχνίτες. Οι επόμενοι σε αριθμό, ή ίσως όχι κατώτεροι από τούς Τούρκους, ήσαν οι Κούρδοι, οι οποίοι ζούσαν σε ξεχωριστές φυλές και περιπλανιούνταν με τα πρόβατα και τα γελάδια τους στην ύπαιθρο, από τα βουνά στις πεδιάδες, ανάλογα με τις εποχές, αναζητώντας βοσκοτόπια, χωρίς να έχουν σε γενικές γραμμές άλλες κατοικίες πέρα από τα αντίσκηνά τους. Ήσαν πολεμοχαρείς, πάντοτε έφεραν όπλα, ήσαν εθισμένοι στη λεηλασία και μέχρι πρόσφατα ήσαν μόλις και μετά βίας κάτι περισσότερο από ονομαστικά υπαγόμενοι στον σουλτάνο. Αντικείμενο των επιχειρήσεων τού Ρεσίντ Μεχμέτ πασά ήταν να τούς υποτάξει σε πληρέστερη υποταγή.

Οι Αρμένιοι, οι αρχικοί κάτοικοι, ασχολούνταν γενικά με εμπορική δραστηριότητα στις πόλεις ή καλλιεργούσαν τη γη. Απαγορευόταν να φέρουν όπλα και δεν καλούνταν να προσφέρουν υπηρεσία ως στρατιώτες ή δημόσιοι λειτουργοί. Ήσαν χριστιανοί και ο Μπραντ εκτιμούσε ότι αποτελούσαν το ένα τρίτο περίπου τού αριθμού των Τούρκων και το ένα έβδομο τού συνολικού πληθυσμού.

Εκτός από τούς παραπάνω, υπήρχαν σε διάφορα μέρη τής Μικράς Ασίας μερικές φυλές Τουρκομάνων, τα απομεινάρια των κατακτητών που κατέκλυσαν τη χώρα. Εξακολουθούσαν να διατηρούν τα ποιμενικά τους έθιμα και έμοιαζαν πάρα πολύ με τούς Κούρδους.

Οι δρόμοι ήσαν απλώς μονοπάτια που δημιουργούνταν από τη συνεχή διέλευση ταξιδιωτών και καραβανιών. Ήσαν πολλοί και σε γενικές γραμμές είχαν αρκετά καλή σήμανση. Στα βουνά ήσαν πάντοτε οι ίδιοι, αλλά στις πεδιάδες συχνά ποίκιλλαν την πορεία τους, ανάλογα με τις αλλαγές που συνέβαιναν στην καλλιέργεια τής γης. Τη μόνη εξαίρεση αποτελούσε η στρατιωτική οδός που είχε φτιαχτεί πρόσφατα από τον Ρεσίντ Μεχμέτ πασά, από τη Σαμσούν μέχρι το Ντιγιάρ-Μπεκρ, μήκους 400 περίπου μιλίων [640 περίπου χλμ], για τη μεταφορά τού πυροβολικού του.

Τα ακατέργαστα προϊόντα τής περιοχής ήσαν σιτηρά διαφόρων ειδών, μαλλί από πρόβατα και κατσίκες, μετάξι, βελανίδια, προβιές, δέρματα και κόμμι. Τα ορυχεία απέδιδαν χαλκό, μόλυβδο, άργυρο, σίδηρο, στυπτηρία και αλάτι. Υπήρχε αρκετή μεταποιητική βιομηχανία, ενώ διάφορα είδη φτιάχνονταν τόσο από βαμβάκι όσο και από μαλλί, τα οποία εν μέρει καταναλώνονταν στη χώρα και εν μέρει εξάγονταν στη Γεωργία και την Κριμαία.

<-3. Σμιθ: Ιεραποστολικές έρευνες στην Αρμενία 5. Χάμιλτον: Έρευνες στη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Αρμενία->
error: Content is protected !!
Scroll to Top