5. Ουίλιαμ Χάμιλτον: Έρευνες στη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Αρμενία

<-4. Μπραντ: Ταξίδι μέσω μέρους τής Αρμενίας και τής Μικράς Ασίας 6. Σάουθγκεϊτ: Περιήγηση μέσω Αρμενίας, Κουρδιστάν, Περσίας, Μεσοποταμίας->

5. Ουίλιαμ Χάμιλτον: Έρευνες στη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Αρμενία

Στο βιβλίο αυτό θα μάς απασχολήσουν 12 από τα 30 κεφάλαια τού δίτομου έργου τού Χάμιλτον και συγκεκριμένα τα κεφάλαια 11 έως 22. Ας αναφέρουμε εδώ επιγραμματικά την περιήγηση που προηγήθηκε (κεφάλαια 1-10), ενώ σε εκείνη που ακολούθησε (κεφάλαια 23-30) θα αναφερθούμε, επιγραμματικά πάλι, μετά την παρουσίαση τού τελευταίου εδώ κεφαλαίου 22.

Ο Χάμιλτον περιγράφει το ταξίδι του μέσω Γαλλίας και Ιταλίας μέχρι το λιμάνι τής Τεργέστης (κεφάλαιο 1). Από εκεί πήρε πλοίο προς Κέρκυρα, Σάντα Μάουρα (Λευκάδα), Κεφαλονιά, Ιθάκη και Πάτρα, όπου αποβιβάστηκε (κεφάλαιο 2). Κατευθύνθηκε από τη στεριά από Πάτρα προς Βόστιτζα (Αίγιο), Κόρινθο, Καλαμάκι, Αθήνα και Πειραιά, όπου επιβιβάστηκε σε πλοίο και έφτασε στη Σμύρνη μέσω Σύρας (κεφάλαιο 3). Από τη Σμύρνη πήγε με πλοίο στην Κωνσταντινούπολη (κεφάλαιο 4). Ταξίδεψε από την Κωνσταντινούπολη στα Μουδανιά (με πλοίο) και από εκεί στην Προύσα, τη λίμνη Απολλωνία (σήμερα Ουλουμπάτ), το Κιρμαστί (σήμερα Μουσταφά Κεμάλπασα) και από εκεί νοτιοανατολικά στην κοιλάδα τού Ρύνδακου στο Κεστελέκ και ανατολικά στην Άντρανος (σήμερα Ορχανελί), τη βυζαντινή Ανδριανή (κεφάλαιο 5). Από την Άντρανος προχώρησε νοτιοανατολικά στο Χαρμαντζίκ και από εκεί νοτιοανατολικά στο Ταουσχανλί (σήμερα Ταβσανλί), νότια στο Οραντζίκ (σήμερα Γιορεντζίκ) και κατέληξε στο Αζανί, τούς αρχαίους Αιζαινούς τής Φρυγίας, σήμερα Τσαβνταρχισάρ (κεφάλαιο 6). Από το Αζανί κατευθύνθηκε νοτιοδυτικά στο Γιεντίζ (σήμερα Γκεντίζ), διέσχισε τον ποταμό Έρμο (σήμερα Γκεντίζ) και κατευθύνθηκε νότια στο Ουσάκ (κεφάλαιο 7). Από το Ουσάκ κατευθύνθηκε ανατολικά στο Αχάτ Κιόι (σήμερα Αχάτ), στα ερείπια τής αρχαίας Τραϊανούπολης, στο Σεγκιτσλέρ και στο Γκιομπέκ, σήμερα Ουλουμπέι (κεφάλαιο 8). Από το Γκιομπέκ κατευθύνθηκε βορειοδυτικά στο Τακμάκ και την Κούλα (κεφάλαιο 9). Από την Κούλα προχώρησε δυτικά στην Άνταλα και μέσα από την πεδιάδα τού Έρμου στις Σάρδεις (σήμερα Σαλιχλί), στον Κασσαμπά (σήμερα Τουργουτλού) και τη Σμύρνη (κεφάλαιο 10)].

Image

Σμύρνη-Κωνσταντινούπολη-Τραπεζούς-Ερζερούμ (1836)

Μετά την αναχώρηση τού κυρίου Στρίκλαντ [που επέστρεψε στην Αγγλία στις αρχές τού 1836, όπως μάς έχει πει ο Χάμιλτον στον πρόλογο], ο Χάμιλτον διέμεινε για μικρό διάστημα στο όμορφο χωριό Μπουρνούμπατ, ή Βουρνόβα όπως το ονόμαζαν οι σύγχρονοι Έλληνες, που δεν πρόφεραν το γράμμα μπι.1 Εδώ, με τον ερχομό τού Μαΐου, απόλαυσε την επιστροφή τού ζεστού και πρόσχαρου καιρού, καθώς και λίγες ημέρες σχετικής ξεκούρασης και ηρεμίας. Αφιέρωσε τις πρώτες πρωινές ώρες σε γεωλογικές εκδρομές στους λόφους πάνω από το χωριό και τα απογεύματα στην εξερεύνηση των πιο μακρινών πεδιάδων προς το Χατζιλάρ, το Μπουνάρμπασι ή το Ισικλί.

Όμως αυτές οι ασχολίες διακόπηκαν ξαφνικά με την είδηση τής άφιξης στενού συγγενούς στην Κωνσταντινούπολη, για την οποία εγκατέλειψε την προσωρινή απομόνωσή του, επέστρεψε την ίδια μέρα στη Σμύρνη και το επόμενο βράδυ, συνοδευόμενος μόνο από τον υπηρέτη και διερμηνέα του, τον Τζουζέπε, ταξίδευε στον κόλπο επί τού ατμόπλοιου Ημισέληνος με προορισμό την Κωνσταντινούπολη.

Έφυγαν από τη Σμύρνη την Παρασκευή 6 Μαΐου και το επόμενο πρωί βρίσκονταν μεταξύ τής Τενέδου και τής ακτής τής Ασίας. Τον εντυπωσίασε πολύ η αντίθεση ανάμεσα στις δύο ακτές. Η Τένεδος ήταν σχεδόν γυμνή και χωρίς κανένα δένδρο. Τεράστιοι αντιαισθητικοί ανεμόμυλοι κοντά στην πόλη κατέστρεφαν κάθε ιδέα ομορφιάς, ενώ ακόμη και οι λόφοι είχαν μόνο πού και πού μια απόχρωση πράσινου. Από την άλλη πλευρά η ήπειρος τής Ασίας ήταν καταπράσινη και πολύ δασωμένη, πλούσιοι και εκτεταμένοι ελαιώνες ήσαν διασκορπισμένοι σε χαμηλούς λόφους, ενώ οι ψηλότερες και πιο μακρινές οροσειρές καλύπτονταν με δασύλλια και δάση.

Αφού επιβιβάστηκαν στο πλοίο ορισμένοι επιβάτες στα Δαρδανέλλια και αφού πέρασαν από τα σημεία τής Σηστού και τής Αβύδου, έφτασαν στην Καλλίπολη, σχεδόν απέναντι από τη Λάμψακο. Εδώ βρίσκονταν τα ερείπια γενουάτικου φρουρίου στο κέντρο τής πόλης, το οποίο οι Τούρκοι κατεδάφιζαν, ώστε να χρησιμοποιήσουν τα μαρμάρινα κομμάτια του και τα θραύσματα που αποτελούσαν μέρος του για την οικοδόμηση κρήνης προς τιμήν τού σουλτάνου. Ένας Ευρωπαίος ταξιδιώτης, που ανέβηκε στο πλοίο στα Δαρδανέλλια, διαβεβαίωσε τον Χάμιλτον ότι πολλά ανάγλυφα και άλλα γλυπτά είχαν βρεθεί εκεί, αλλά δυστυχώς οι Τούρκοι τα είχαν σπάσει σε κομμάτια. Ανέφερε επίσης ότι ένας τύμβος είχε πρόσφατα ανοιχτεί στο νησί τής Τενέδου, στον οποίο ανακαλύφθηκαν πολλά μικρά αγάλματα, μαρμάρινα, χάλκινα και πήλινα, καθώς και ορισμένα μεγάλα πιάτα για θυσίες. Καθώς μπήκαν στη θάλασσα τού Μαρμαρά ο άνεμος, ο οποίος ήταν ευνοϊκός, γύρισε ξαφνικά σε βορειοανατολικό, και δεν έφτασαν στο ακρωτήριο Σαράιμπουρνου παρά μόνο μετά τις τρεις το επόμενο πρωί.

Στην Κωνσταντινούπολη βρίσκονταν από καιρό σε εξέλιξη προετοιμασίες μεγάλης κλίμακας για την περιτομή τού γιου τού σουλτάνου. Σουλτάνος τότε (1836) ήταν ο Μαχμούτ Β’ (βασ. 1808-1839), τον οποίο οι Έλληνες γνωρίζουμε περισσότερο ως Οθωμανό σουλτάνο την εποχή τής Επανάστασης τού 1821 παρά ως εκσυγχρονιστή τού οθωμανικού κράτους, όπως αναμφίβολα υπήρξε. Η τελετή επρόκειτο να λάβει χώρα σε σημείο που ονομαζόταν Γλυκά Νερά τής Ρωμυλίας (Ευρώπης) στις 13 Μαΐου. Τα Γλυκά Νερά (Κεάτχανε) βρίσκονταν στον μυχό τού Κεράτιου κόλπου. Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ είχε χτίσει εκεί το 1814 μικρό περίπτερο (κιοσκ) αραβικού ρυθμού, στο οποίο πήγαιναν κάθε χρόνο τις πρώτες ημέρες τής άνοιξης οι σουλτάνοι με τις ακολουθίες τους. Ο Χάμιλτον είχε ήδη ακούσει ότι δέκα ή είκοσι χιλιάδες παιδιά όλων των ηλικιών επρόκειτο να υποβληθούν στην ίδια τελετή με την ευκαιρία αυτή, σε καθένα από τα οποία ο σουλτάνος θα δώριζε μια φορεσιά.

Επειδή ήταν θρησκευτική τελετή, τούς είπαν ότι δεν θα επιτρεπόταν να προσεγγίσουν τις σκηνές Φράγκοι, αλλά εκείνοι ήσαν αποφασισμένοι να προσπαθήσουν να φτάσουν όσο πιο κοντά μπορούσαν, ανεβαίνοντας το ποτάμι με καΐκι.

Image

Κωνσταντινούπολη, Τα Γλυκά Νερά τής Ρούμελης (Ευρώπης)
(Φράνκλαντ, Ταξίδια προς και από Κωνσταντινούπολη κατά τα έτη 1827 και 1828)

Όπως προκύπτει από την περιγραφή στη συνέχεια (Εγιούπ τζαμί, Ραμίς Τσιφτλίκ), ο συγγραφέας γράφοντας ποτάμι εννοεί μαζί και τον Κεράτιο κόλπο. Η γιορτή γινόταν στην απώτατη βορεινή απόληξη, στον μυχό τού Κεράτιου, εκεί όπου το εγκιβωτισμένο πια μικρό ποτάμι, ο Κεάτχανε Σου, χυνόταν στον Κεράτιο κόλπο. [Βλέπε πιο πάνω, Πόρτερ, «Στην Κωνσταντινούπολη».]

Ολόκληρη η πόλη έμοιαζε να βρίσκεται σε κίνηση και αναζητούσαν όλοι καΐκτσή. Αφού πέρασαν από το τζαμί τού Εγιούπ και κάτω από τα υψώματα τού Ραμίς Τσιφλίκ, χαρούμενη και λαμπρή σκηνή άνοιξε μπροστά τους. Το έδαφος στις δύο πλευρές τού ποταμού καλυπτόταν με σκηνές σε κάθε κατεύθυνση, ιδιαίτερα στην αριστερή όχθη, όπου ομάδες χαρούμενα ντυμένων και ξένοιαστων Τούρκων, ανδρών και γυναικών, απολάμβαναν την ευχαρίστησή τους κάτω από τα δένδρα [ο Χάμιλτον χρησιμοποιεί εδώ τη λέξη kieff, που πέρασε στα ελληνικά ως κέφι], ενώ το ποτάμι καλυπτόταν κυριολεκτικά από σκάφη, που πετούσαν γρήγορα πάνω στον αφρό τού νερού, διασταυρώνοντας, σπρώχνοντας και προσπερνώντας το ένα το άλλο. Οι κωπηλάτες εξακολουθούσαν συνεχώς να φωνάζουν ο ένας στον άλλο πώς να κατευθύνει το πηδάλιο, ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις. Οι λέξεις που χρησιμοποιούσαν ήσαν Αναντολού (Ανατολία) και Ρούμελι (Ρωμυλία), για να δηλώσουν ότι έπρεπε να κατευθυνθούν δεξιά ή αριστερά, ανατολικά ή δυτικά, λέξεις που προέρχονται από τη συνεχή κίνηση που αναπτύσσεται στον Βόσπορο, ο οποίος χωρίζει τις δύο ηπείρους. Ανέβηκαν το ρεύμα χωρίς δυσκολία μέχρι τη βασιλική σκηνή, η οποία ήταν ανοιχτή προς το ποτάμι και στην οποία γίνονταν οι τελετές. Δεν τούς επιτράπηκε όμως να αποβιβαστούν. Οι λόφοι στην απέναντι όχθη καλύπτονταν από παρέες γυναικών τής Τουρκίας σε αραμπάδες ή καθισμένων στα χαλιά τους στο έδαφος. Χορευτές με σχοινιά παρουσίαζαν τις ικανότητές τους σε κάθε κατεύθυνση, ενώ μερικά αγόρια-χορευτές, με ευφάνταστα φορέματα και κυματιστές μπούκλες, ακολουθούμενα από πολλούς μουσικούς, περιφέρονταν ανάμεσα στο πλήθος. Οι σκηνές των πασάδων ήσαν στημένες στην απέναντι όχθη και μερικές όμορφες Τουρκάλες, υπό την επιτήρηση μαύρων ευνούχων, που πέρασαν δίπλα τους στα χαρούμενα καΐκια τους, προερχόμενες από το περίπτερο τού σουλτάνου, πρόσθεταν στο μεγαλείο και την ευθυμία τής σκηνής.

Όσο εντυπωσιακά γραφικό κι αν ήταν όλο το τοπίο τής Κωνσταντινούπολης, τίποτε δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη θέα από την κορυφή τού λόφου Μπουλγουρλού, ή μάλλον Τσαμλετζή, λίγα μίλια ανατολικά από το Σκουτάρι, στον οποίο ο Χάμιλτον ανέβηκε δύο φορές κατά τη διάρκεια αυτής τής παραμονής του στην πρωτεύουσα. Ξαπλωμένοι στο γρασίδι στην κορυφή τού λόφου, κοιτάζοντας πέρα, κάτω από τα κλαδιά συστάδας σεβάσμιων πλατανιών, που σχημάτιζαν το κατάλληλο πλαίσιο αυτής τής πολύ όμορφης εικόνας, έβλεπαν αρκετά τμήματα τού ελισσόμενου Βοσπόρου, που εμφανιζόταν σαν αλυσίδα γαλάζιων και γαλήνιων λιμνών, οριοθετούμενων από δασωμένες όχθες. Στα δυτικά βρισκόταν ολόκληρη η μάζα τής Σταμπούλ, με τούς ψηλούς και χαριτωμένους μιναρέδες της και τούς λαμπερούς τρούλλους, χωρισμένη από τον Κεράτιο κόλπο, ενώ πέρα από αυτήν προς νότο το ακρωτήριο τού Αγίου Στεφάνου εισερχόταν πολύ στη θάλασσα τού Μαρμαρά, η νότια όχθη τής οποίας γινόταν μόλις αντιληπτή στη γαλάζια θολή απόσταση. Κοιτάζοντας προς τα νότια ήσαν τα όμορφα νησιά, η Πρίγκηπος και τα άλλα, που εκτείνονταν προφανώς σε γραμμή από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά μπροστά από τον κόλπο τής Νικομήδειας, έχοντας πίσω τον έντονο γκρεμό τού ακρωτηρίου Μποζ Μπουρνού. Ολόκληρος ο οθωμανικός στόλος, αγκυροβολημένος στον Βόσπορο στα ανοιχτά τού παλατιού Ντολμάμπαχτσε, δεν ήταν το λιγότερο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό ανάμεσα σε εκείνα που προκαλούσαν τον θαυμασμό τους.

Ο ίδιος ο λόφος αποτελούνταν από στρωματοποιημένο χαλαζιακό βράχο, επικαλυπτόμενο, μιλώντας γεωλογικά, από σιλουριανούς σχιστόλιθους, που έμοιαζαν με εκείνους τού Όρους τού Γίγαντα, κρυσταλλικό ασβεστόλιθο και τον μαρμαρυγιακό ψαμμίτη τής Κωνσταντινούπολης. [Ο Χάμιλτον έχει αναφέρει το Όρος τού Γίγαντα σε προηγούμενο κεφάλαιο (τόμ. 1, σελ. 64), απέναντι από τα Θεραπειά, στην ασιατική ακτή τού Βοσπόρου.]

Image

Κωνσταντινούπολη: Τα Θεραπειά τού Βοσπόρου σε καρτ-ποστάλ εποχής

Παρασκευή 20 Μαΐου. Έχοντας αποφασίσει να συνοδεύσει τούς φίλους του μέχρι την Τραπεζούντα και από εκεί να επιστρέψει από την ενδοχώρα τής Μικράς Ασίας, ο Χάμιλτον επιβιβάστηκε εκείνο το πρωί στο ατμόπλοιο Έσσεξ και ξεκίνησαν λίγο μετά τις έντεκα. Στα Θεραπειά σταμάτησαν για λίγο προκειμένου να επιβιβαστεί απόσπασμα τυφεκιοφόρων καθ’ οδόν προς Περσία, υπό τις διαταγές τού λοχαγού Βίλμπρααμ. [Τα Θεραπειά (σήμερα Ταραμπιά) βρίσκονται στην ευρωπαϊκή ακτή τού Άνω Βοσπόρου. Μέχρι τον 17ο αιώνα ήταν ρωμαίικο ψαροχώρι. Όταν το 1655 το χωριό έγινε έδρα τής μητρόπολης Δέρκων, αναβαθμίστηκε και μετατράπηκε σταδιακά σε θέρετρο τής ρωμαίικης άρχουσας τάξης τής Κωνσταντινούπολης.]

Με μία μόνο εξαίρεση, όλοι οι συνεπιβάτες τους ήσαν Άγγλοι, που κατευθύνονταν για διάφορους λόγους, πολιτικούς, εμπορικούς ή επιστημονικούς, σε διάφορα μέρη τής Ανατολής. Το ταξίδι λοιπόν, που ήταν αρκετά πειραματικό (γιατί με την εξαίρεση τού Πλούτωνα, που είχε μεταφέρει τον κ. Έλλις στην Τραπεζούντα το προηγούμενο έτος [ο Μπραντ, «Από την Τοκάτ στην Τραπεζούντα», μάς είπε ότι έσπευσε να συναντήσει στην Τραπεζούντα τον αξιότιμο Χένρι Έλλις, που είχε φτάσει εκεί], κανένα ατμόπλοιο δεν είχε ακόμη φανεί σε εκείνη την ακτή), υποσχόταν ότι θα ήταν πολύ ευχάριστο. Η ακτή, την οποία αγκάλιαζαν σε ολόκληρη τη διαδρομή, ήταν εξαιρετικά όμορφη, ενώ ο καιρός ήταν γενικά καλός.

Image

Η Σινώπη σε καρτ-ποστάλ εποχής

21 Μαΐου. Ο άνεμος ήταν εναντίον τους όλη τη μέρα, αλλά ο καιρός ήταν μια χαρά. Είχε από καιρό παρατηρήσει πολλές φορές στη νότια ακτή τού Ευξείνου, ότι όταν ο καιρός ήταν καλός, ο άνεμος φυσούσε συνεχώς από τα ανατολικά κατά τη διάρκεια τής ημέρας. Ολόκληρη η ακτή ήταν εντυπωσιακή.

Λίγο μετά την είσοδο στη Μαύρη Θάλασσα ο Χάμιλτον παρατήρησε σημαντική μάζα από βασαλτικές στήλες κοντά σε σημείο που ονομαζόταν Κουμ Μπουρνού (Αμμώδες ακρωτήριο), που έμοιαζε κάπως με βεντάλια, αφού οι στήλες φαίνονταν να απλώνονται προς τα κάτω.

Ψηλοί λόφοι που καλύπτονταν από εκτεταμένα δάση εκτείνονταν μέχρι την άκρη τού νερού, ενώ κατά καιρούς φαρδιές κοιλάδες με απότομες πλαγιές και στις δύο πλευρές ανηφόριζαν προς την ενδοχώρα. Τού έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η έντονη εμφάνιση τού όρους Σάγρα, τα απόκρημνα βράχια τού οποίου στα βορειοανατολικά υψώνονταν πάνω από τούς γύρω λόφους.

22 Μαΐου. Ανεβαίνοντας στο κατάστρωμα εκείνο το πρωί, καθώς περνούσαν δύο μίλια στα ανοιχτά τού ακρωτηρίου Λεπτή, μιας χαμηλής, μαύρης, μάλλον ηφαιστειογενούς ακτής, είδαν την πόλη τής Σινώπης με το χαρακτηριστικό ακρωτήριό της δέκα περίπου μίλια μπροστά. Βρισκόταν σε χαμηλό και στενό ισθμό, που συνέδεε το ακρωτήριο με τη στεριά και περιβαλλόταν από τείχος ενισχυμένο με πύργους σε μικρές αποστάσεις μεταξύ τους. Πλούσια και καλά δασωμένη χώρα φαινόταν να εκτείνεται στα νότια τής πόλης. Σαράντα περίπου μίλια μετά τη Σινώπη πέρασαν κοντά από χαμηλή και πυκνά δασωμένη γλώσσα στεριάς, προφανώς ελώδη κατά τόπους, που κατέληγε στη θάλασσα. Στο βόρειο άκρο της βρίσκονταν οι εκβολές τού Άλυ, αλλά η έκτασή τους δεν φαινόταν, λόγω των πολλών νησιών που υπήρχαν στα ανοιχτά τους. Η θάλασσα ήταν πολύ αποχρωματισμένη για έξι ή επτά μίλια πριν φτάσουν σε αυτό το σημείο, λόγω τής λάσπης που κατέβαζε ο Άλυς. Δεν έπρεπε λοιπόν να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ολόκληρη αυτή η μακρά γλώσσα ήταν προσχωσιγενές δέλτα.

23 Μαΐου. Το πρωινό ήταν ζεστό και θολό, ενώ, καθώς πλησίαζαν την ακτή στο Ιερό (Γιορός) ακρωτήριο, άρχισε να πέφτει βροχή, η οποία συνεχίστηκε ραγδαία μέχρι που έφτασαν στην Τραπεζούντα, με αποτέλεσμα να έχουν στιγμιαίες μόνο εικόνες τής ακτής. Απότομοι λόφοι, που διακόπτονταν από πολλές βαθιές χαράδρες, υψώνονταν κατευθείαν από τη θάλασσα, διάστικτοι με αγροικίες και διαφοροποιούμενοι κατά τόπους από μερικά μπαλώματα καλλιεργειών. Η θέση τής Τραπεζούντας ήταν πολύ χαρακτηριστική. Ήταν χτισμένη στους πρόποδες ψηλής σειράς κυματοειδών λόφων, που κατέβαιναν απαλά προς την παραλία και ήταν παντού πολύ δασωμένοι. Τα σπίτια, τουλάχιστον έξω από την πόλη, ήσαν διάσπαρτα ανάμεσα σε δένδρα και κήπους και προβάλλονταν μπροστά στους σκούρους πράσινους λόφους που βρίσκονταν ακριβώς πίσω τους. Στα ανατολικά τής πόλης, πάνω σε μικρό βράχο που προεξείχε, βρίσκονταν τα ερείπια κάστρου, πρώην κατοικίας τού πασά τής Τραπεζούντας, που καταστράφηκε όμως από την Υψηλή Πύλη από ζήλια, επειδή έμοιαζε πάρα πολύ με οχύρωση. Οι βάρκες που ήρθαν για να τούς μεταφέρουν στη στεριά ήσαν χωρίς καρίνα και όντας εξίσου κυρτές προς τα πάνω, τόσο στην πλώρη όσο και στην πρύμνη, είχαν όμορφη και σχεδόν κλασική εμφάνιση. Το τιμόνι ήταν ημικυκλικό και ανέβαινε πολύ πάνω από την κουπαστή, έτσι ώστε το μεγάλο πηδάλιο κρεμόταν σχεδόν κατακόρυφα και για να το κρατήσει ο πηδαλιούχος, υπήρχε μεγάλη απώλεια ενέργειας.

Η Τραπεζούς, όπως και άλλες τουρκικές πόλεις, δεν είχε ούτε πανδοχεία ούτε καταλύματα, αλλά ο κ. Σάτερ, ο Βρετανός υποπρόξενος, εξυπηρέτησε φιλόξενα όσους από τούς ταξιδιώτες μπορούσε. Το σπίτι του βρισκόταν στην ελληνική συνοικία, έξω και ανατολικά από την εντός των τειχών πόλη, στην οποία μόνο Τούρκοι επιτρεπόταν να κατοικούν. Στην ελληνική συνοικία όλα τα σπίτια περιβάλλονταν από κήπους και οι δρόμοι από τούς οποίους περνούσαν ήσαν οι στενότεροι που ο Χάμιλτον είχε δει ποτέ. Το μέλι τής Τραπεζούντας εξακολουθούσε να διατηρεί τις μεθυστικές ιδιότητες τις οποίες τού απέδωσαν ο Ξενοφών και ο Στράβων στις περιγραφές τους, αφενός επί των Ελλήνων κατά την Κάθοδο των Μυρίων και αφετέρου επί των στρατιωτών τού Πομπήιου. Ο Ξενοφών γράφει: «Εδώ δεν υπήρχε γενικά κάτι αξιοθαύμαστο, αλλά οι κυψέλες μελισσών ήσαν πάρα πολλές, ενώ όσοι από τούς στρατιώτες έφαγαν τις κηρύθρες παραφρόνησαν, υπέφεραν από εμετούς και διάρροια και δεν μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους».2 Και ο Στράβων: «Οι Επτακωμήται κατέκοψαν τρεις σπείρες ρωμαϊκής λεγεώνας τού στρατού τού Πομπήιου, καθώς αυτός περνούσε μέσα από την ορεινή χώρα. Ανέμιξαν σε κρατήρες το «μέλι που τρελαίνει», το οποίο παράγεται στα κλαδιά των δένδρων και τούς τοποθέτησαν στους δρόμους και ύστερα, όταν οι στρατιώτες ήπιαν το μίγμα κι έχασαν τις αισθήσεις τους, τούς επιτέθηκαν και τούς σκότωσαν χωρίς δυσκολία».3

Βρήκε επίσης ότι όλο το μέλι εδώ είχε πολύ πικρή γεύση, αν και ήταν κυρίως το άγριο μέλι εκείνο που διέθετε τέτοιες επιβλαβείς ιδιότητες. Λεγόταν ότι παραγόταν από τις μέλισσες που τρυγούσαν το λουλούδι τής αζαλέας ποντικής, η οποία αναπτυσσόταν σε μεγάλη ευθάλεια στους λόφους πάνω από την πόλη. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι το μέλι προερχόταν από το λουλούδι τού ροδόδεντρου, το οποίο ήταν επίσης πολύ άφθονο στους λόφους.4 Όμως σε αυτό μπορεί να έκανε λάθος, γιατί το λουλούδι τού ροδόδεντρου δεν είχε καμία μυρωδιά, ενώ εκείνο τής αζαλέας είχε πολύ έντονο και ωραίο άρωμα και συνεπώς ήταν πιο πιθανό να προσελκύει τις μέλισσες. Φύτρωνε, όπως ο Χάμιλτον είχε στη συνέχεια την ευκαιρία να διαπιστώσει, σε όλο το μήκος τής ακτής, ενώ άκουσε και σε άλλα μέρη για τις επιβλαβείς ιδιότητες τού μελιού. Αυτό συμφωνεί με την παρατήρηση τού Πλίνιου, που λέει ότι υπήρχε επίσης στη χώρα των Σάννων, ενός λαού που κατοικούσε στην ακτή μακρύτερα προς τα δυτικά. Ο Στέφανος Βυζάντιος γράφει: «Η Τραπεζούς είναι πόλη στον Εύξεινο Πόντο, αποικία τής Σινώπης. Ονομαζόταν επίσης Οιζηνίς. Ο Αριστοτέλης λέει στο βιβλίο του Περί θαυμασίων ακουσμάτων ότι σε αυτήν φτιάχνεται μέλι από τον θάμνο πυξάρι, το οποίο έχει βαριά μυρωδιά. Όταν το τρώνε, οι υγιείς χάνουν αμέσως τις αισθήσεις τους, ενώ οι άρρωστοι πεθαίνουν αμέσως».5

24 Μαΐου. Έχοντας αποφασίσει να επεκτείνει το ταξίδι του στο Ερζερούμ και από εκεί να επισκεφθεί το Καρς και τα ερείπια τής Ανί, πριν επιστρέψει προς τα δυτικά, ο Χάμιλτον πέρασε τη μέρα εκείνη κάνοντας τις προετοιμασίες του και βλέποντας μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα αξιοθέατα μέσα και γύρω από την Τραπεζούντα. [Ο Χάμιλτον παραπέμπει εδώ στον Κίνεϊρ, την περιγραφή τού οποίου για την Τραπεζούντα είδαμε ήδη στην πρώτη ενότητα τού βιβλίου.] Τα κύρια αντικείμενα εμπορίου στο παζάρι ήσαν στυπτηρία και χαλκός, που τα έφερναν από τα ορυχεία τής ενδοχώρας. Ο χαλκός ερχόταν ανεπεξέργαστος και εδώ κατασκευάζονταν με αυτόν τα διάφορα σκεύη για οικιακούς ή μαγειρικούς σκοπούς.

Πέρα από τούς χαμηλούς λόφους πάνω στους οποίους ήταν χτισμένη η πόλη και λίγο προς τα νοτιοανατολικά υψωνόταν απότομος και σχεδόν απομονωμένος λόφος, σχηματίζοντας απόλυτα επίπεδο οροπέδιο, από το οποίο πρέπει να είχε πάρει το όνομά της η πόλη τής Τραπεζούντας. Τώρα ονομαζόταν Μπόζτεπε (γκρίζος λόφος) και αποτελούνταν από τραχείτη γαλαζωπού χρώματος, καλυμμένον εν μέρει από τοφφώδες συσσωμάτωμα και στρώματα ηφαιστειακής άμμου και χαλικιών ηφαιστειακής τέφρας, που σε ορισμένα σημεία αποσυντίθετο εύκολα. Βρήκε σε αυτόν πολλούς κρυστάλλους κεροστίλβης και τουρμαλίνη, μερικούς σταυροειδούς μορφής.

Η θέση τής τουρκικής πόλης ήταν ιδιαίτερα ελκυστική, οριοθετούμενη προς τα ανατολικά και τα δυτικά από βραχώδεις χαράδρες σημαντικού βάθους, σε όλα τα μέρη των οποίων υπήρχαν πλούσια και άφθονα δένδρα και καλοποτιζόμενοι κήποι. Οι κορυφές πλαισιώνονταν από τα σεβάσμια και φθαρμένα από τον χρόνο ερείπια των βυζαντινών τειχών, τα οποία, με τις πολλές πολεμίστρες και επάλξεις τους, ξεπρόβαλλαν πάνω από τη μάζα των φυλλωμάτων, που έκρυβαν σχεδόν τις βραχώδεις όχθες. Αυτό το μέρος τής πόλης συνδεόταν με τα προάστια με ψηλές και στενές γέφυρες στις δύο πλευρές, ενώ το προστάτευαν ιδιαίτερα οχυρωμένες πύλες, πάνω από τις οποίες και καταλαμβάνοντας εντελώς το έδαφος μεταξύ των δύο φαραγγιών, υπήρχαν τα εκτεταμένα ερείπια παλαιού και επιβλητικού κάστρου, τα εξωτερικά τείχη τού οποίου είχαν πολύ μεγάλο ύψος. Σε έναν από τούς σκεπασμένους με κισσό πυργίσκους βρήκαν δύο ή τρία ορειχάλκινα κανόνια σε πολύ ερειπωμένη κατάσταση. Το κάστρο φαινόταν ότι ήταν βυζαντινό και αποτελούσε ίσως το παλάτι των Κομνηνών, όταν ανέλαβαν τον τίτλο των αυτοκρατόρων τής Τραπεζούντας. Αντιστάθηκε στους Τούρκους για κάποιο διάστημα μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης, αλλά τελικά υπέκυψε στον Μωάμεθ Β’ το 1461. Ανάμεσα στα ερείπιά του φύτρωναν με άγρια ευθάλεια δάφνες και ροδόδεντρα.

Επιστρέφοντας μέσα από την πόλη, ο Χάμιλτον παρατήρησε ελληνική επιγραφή με βυζαντινούς χαρακτήρες πάνω από μία από τις εισόδους στην ανατολική πλευρά και ήταν ευγνώμων στον κ. Άμποτ, υποπρόξενο στο Ερζερούμ, για το παρακάτω αντίγραφό της [Χάμιλτον, τόμος ΙΙ, παράρτημα 49, σελ. 409]:

«Ἐν ὀνόματι τοῦ δεσπότου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· Αὐτοκράτωρ Καῖσαρ Φλ(άβιος), Ἰουστινιανός, Ἀλαμανικός, Γοτθικός, Φραγκικός, Γερμανικός, Ἀμ… τικός, Ἀλανικός, Οὐανδαλικός, Ἀφρικός, εὐσεβής, εὐτυχής, ἔνδοξος νικητής τροπαιοῦχος ἀεισέβαστος Αὔγουστος, ἀνενέωσεν φιλοτιμίᾳ τά δημόσια κτίσματα τῆς πόλεως, σπουδῇ καί έπιμελείᾳ Οὐρανίου τοῦ θεοφιλεστ(άτου) ἐπισκόπου· ἰνδ(ικτιῶνο)ς γ’, ἔτους υπγ’».

Image

Επιγραφή προς τιμήν τού Ιουστινιανού πάνω από πύλη τής Τραπεζούντας

Το υπέρθυρο τής εσωτερικής πύλης στη δυτική πλευρά σχηματιζόταν από όμορφα ενσωματωμένο κομμάτι ιωνικής ζωφόρου ή γείσου. Τα σπίτια στην τουρκική πόλη ήσαν γενικά μεγαλύτερα και καλύτερα δομημένα από εκείνα εκτός των τειχών, αλλά δεν είχαν την ευχάριστη προσθήκη ενός κήπου. Ο πληθυσμός αναφερόταν ότι ήταν περίπου 20.000, αλλά αυτό ήταν μάλλον υποθετικό, όπως εξάλλου όλες οι έννοιες των αριθμών σε αυτή τη χώρα.

25 Μαΐου. Η αναχώρησή τους καθυστέρησε πολύ πέρα από την προβλεπόμενη ώρα, με τη συνήθη τουρκική αναβλητικότητα στην προσκόμιση των αλόγων, με τις δυσκολίες στην επιλογή τους και με το πρόβλημα τής φόρτωσής τους, όταν επιλέχθηκαν κάποια. Είχαν ζητήσει δώδεκα ή δεκατέσσερα και δεδομένου ότι πολύ περισσότερα θα χρειάζονταν την επόμενη μέρα, οι Τούρκοι, προκειμένου να αποφύγουν να τούς δώσουν τα άλογα τού μενζίλ, δηλαδή τής υπηρεσίας αλλαγής αλόγων από σταθμό σε σταθμό, προσέφυγαν σε πολύ αυθαίρετη διαδικασία, που εξασφάλιζε ότι θα έπαιρναν τα χειρότερα διαθέσιμα ζώα.

Την προηγούμενη μέρα, όταν ο πασάς είχε δώσει εντολές να διατεθούν, οι λοχίες του, οι τσαούσηδες, είχαν δεσμεύσει όλα όσα είχαν μπορέσει να βρουν και στη συνέχεια κατάλαβαν ότι είχαν αρπάξει σχεδόν διακόσια. Φυσικά αυτό ήταν μεγάλη ταλαιπωρία για τούς ιδιοκτήτες. Έτσι εκείνοι που μπορούσαν να συγκεντρώσουν ένα ή δύο νομίσματα δωροδόκησαν τούς ανθρώπους τού πασά, για να εξαιρεθούν τα άλογά τους. Όλα λοιπόν τα καλά ζώα διέφυγαν και αφέθηκαν για την ομάδα τού Χάμιλτον είκοσι περίπου από τα χειρότερα, που ανήκαν στους φτωχότερους κατοίκους.

Image

Τραπεζούς: Η πίσω (νότια) όψη τού πάνω κάστρου σε καρτ-ποστάλ εποχής

Ξεκίνησαν στις 9 το πρωί ανεβαίνοντας τούς απότομους λόφους στα νότια και νότια-νοτιοανατολικά τής πόλης, η θέα τής οποίας, καθώς κοίταζαν πίσω, ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Φτάνοντας στο ψηλότερο σημείο τής κορυφογραμμής ο Χάμιλτον βρήκε σε πλήρη άνθιση την κίτρινη αζαλέα ποντική και το μωβ ροδόδεντρο, που αναπτύσσονταν άγρια με μεγάλη ευθάλεια, με την αζαλέα να αρωματίζει τον αέρα με το γλυκό άρωμά της. Το έδαφος ήταν μαλακό ηφαιστειακό λατυποπαγές και άμμος, με αποσυντιθέμενο τραχείτη που παρήγαγε λεπτό κόκκινο πηλό. Δύο μίλια νότια τής Τραπεζούντας, κατηφορίζοντας από βραχώδη και ελικοειδή δρόμο στη βαθιά κοιλάδα τού Σουρμέλ (Πυξίτη), που χυνόταν στη θάλασσα δύο μίλια ανατολικά τής Τραπεζούντας, πέρασαν από τον τάφο Τούρκου τοπικού αγίου. Οι μωαμεθανοί συνήθιζαν να κατηγορούν τούς χριστιανούς για δεισιδαιμονίες και να κοροϊδεύουν την Καθολική πρακτική των αναθημάτων, αλλά εδώ, σε κάθε θάμνο γύρω από τον τάφο τού αγίου, ήσαν κρεμασμένα κομμάτια από κουρέλια, που τραβούσε και ξερίζωνε από τα ρούχα του κάθε Τούρκος καθώς περνούσε. Η κίνηση σε αυτή τη διαδρομή, που αποτελούσε τον δρόμο των καραβανιών από την Τραπεζούντα προς το Ερζερούμ, ήταν πάντοτε μεγάλη. Όμως, λόγω τής φύσης τού εδάφους και των καταρρακτωδών βροχών που έπεφταν όλο τον χρόνο κοντά στη θάλασσα, ήταν τόσο κομμένη και ποδοπατημένη από μακρούς συρμούς υποζυγίων, ώστε να είναι συχνά αδιάβατη.

Image

Τραπεζούς: Γέφυρα πάνω από τον Πυξίτη (Ντεγιρμέντερε) σε καρτ-ποστάλ εποχής

Για να αποφευχθεί εν μέρει αυτό το κακό, είχε στρωθεί στενό πλακόστρωτο υπερυψωμένο μονοπάτι σε πολλά μέρη, εκεί όπου η φύση τού εδάφους το απαιτούσε περισσότερο, αλλά η πάροδος των ετών το είχε υποβιβάσει σε πολύ άθλια κατάσταση. Παραδέρνοντας στη λάσπη στη μία πλευρά ή την άλλη και γλιστρώντας πάνω στο σπασμένο ανώμαλο πλακόστρωτο, τα άλογα των αποσκευών δυσκολεύονταν πολύ να προχωρήσουν. Μεταξύ πέντε και έξι μιλίων από την Τραπεζούντα έφτασαν στην κοίτη τού Σουρμέλ και ανέβηκαν τη δασωμένη και καλά καλλιεργούμενη κοιλάδα για αρκετά μίλια.

Η κατεύθυνσή τους εδώ άλλαξε σε νότιο-νοτιοδυτική, ενώ τρία μίλια πιο πέρα πέρασαν από μικρό χωριό, που αποτελούνταν, όπως τα περισσότερα σε αυτόν τον δρόμο, από σιδεράδες και αρτοποιούς για την εξυπηρέτηση των καραβανιών. Σε αυτό το χωριό, μικρή γέφυρα σκεπασμένη με ξύλινη στέγη διασχίζει τον Σουρμέλ, αμέσως μετά την οποία άλλο ρέμα χυνόταν σε αυτόν από πανέμορφη κοιλάδα στα νότιο-νοτιοανατολικά.

Στη μία και τέταρτο μια πέτρινη γέφυρα τούς πέρασε πάνω από τον Σουρμέλ, βαθύ χείμαρρο που κυλούσε μεταξύ πυριγενών πετρωμάτων και ονομαζόταν Χανλέπενε από τούς ανθρώπους τής περιοχής. Tραχειτικοί και ατελώς στηλοποιημένοι βασαλτικοί βράχοι εμφανίζονταν σε διάφορα μέρη, αλλά δύο περίπου μίλια πιο πέρα, πριν φτάσει στο Τζεβιζλίκ, ο ποταμός κυλούσε στους πρόποδες απότομου λόφου με ύψος 400 ή 500 πόδια, που αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από διαδοχή μαζών ή στρωμάτων βασάλτη σε στήλες, οι οποίες ήσαν εξαιρετικά λεπτές και πολύ συμμετρικά διευθετημένες. Στις δύο και τέταρτο έφτασαν στο χωριό που βρισκόταν στη συμβολή μεγάλου ρέματος από τα νοτιοανατολικά και τού Σουρμέλ που κυλούσε από τα νοτιοδυτικά. Καθώς σταμάτησαν εδώ για μισή ώρα, είδαν αρκετούς γέρους με γκρίζα γενειάδα, των οποίων μοναδική ασχολία, καθώς περπατούσαν πέρα-δώθε, ήταν το πλέξιμο και το γνέσιμο μαλλιού για τις κάλτσες τους.

Φεύγοντας από το Τζεβιζλίκ [τη Ματσούκα, σήμερα Μάτσκα], άφησαν το κάτω μέρος τής κοιλάδας, ανεβαίνοντας στους δασωμένους λόφους στα αριστερά τους, ενώ από την άλλη πλευρά τού ποταμού ήταν το τσιφλίκι Τούρκου αγά, ανεξάρτητου άρχοντα τής υπαίθρου, κάποτε ντερέμπεη, το σπίτι τού οποίου βρισκόταν σε ωραία θέση στην κορυφή δασωμένου υψώματος, που πρόσφερε εκτεταμένη θέα προς την κοιλάδα. Επί τρία μίλια ανέβαιναν τούς λόφους, εν μέρει καλλιεργούμενους και εν μέρει δασωμένους, μέχρι που έφτασαν στην κορυφή τής λοφοσειράς που χώριζε τις δύο προαναφερθείσες κοιλάδες, από τις οποίες η προς τα δυτικά λεγόταν Μάτσκα (Ματσούκα) και η προς τα ανατολικά Μεριεμανά (Παναγία). Στα τουρκικά Ανά είναι η μητέρα και Μεριέμ η Μαριάμ, η Μαρία. Μεριεμανά είναι λοιπόν η μητέρα Μαρία, δηλαδή η Παναγία. Η κοιλάδα Μεριεμανά, καθώς και το μικρό ποτάμι που τη διαρρέει, έχουν πάρει το όνομά τους από το γειτονικό μοναστήρι τής Παναγίας Σουμελά.

Για τρία σχεδόν μίλια ο δρόμος τους προχωρούσε κατά μήκος τής κορυφογραμμής, μέσα από τα πιο όμορφα τοπία που μπορεί να φανταστεί κανείς και μέσα από πυκνά δάση οξιάς και ελάτης, κάτω από τα οποία οι αζαλέες και τα ροδόδεντρα, που καλύπτονταν από πλήθος ευωδιαστών λουλουδιών, σχημάτιζαν αδιαπέραστο και πλούσιο υπόστρωμα, ενώ το μάτι περιπλανιόταν σε εκτεταμένους λόφους και βαθιές απομονωμένες κοιλάδες προς τα αριστερά, οι κορυφές των οποίων στέφονταν με δάση και οι πλαγιές τους καλλιεργούνταν, όπου αυτό ήταν δυνατό. Η φύση εμφανιζόταν εδώ με μία από τις πιο συναρπαστικές ενδυμασίες της. Καθώς προχωρούσαν, οι αζαλέες αυξάνονταν σε αριθμό και μέγεθος, ενώ το συνολικό τοπίο έμοιαζε περισσότερο με κήπο ή όμορφο θαμνότοπο, παρά με βουνό στην έμφυτη αγριάδα του. Φτάνοντας σε υψόμετρο 4.000 ή 5.000 ποδιών [1.300 ή 1.700 μέτρων] πάνω από τη θάλασσα, οι αζαλέες και τα ροδόδεντρα ξαφνικά εξαφανίστηκαν, ενώ δάσος από γιγάντια δένδρα οξιάς συνεχιζόταν ακόμη ψηλότερα. Πριν φτάσουν όμως στο άθλιο χάνι τού Καρακαμπάν, κρύο και θλιβερό σημείο που αποτελούνταν από μερικές καλύβες και αχυρώνα για τη στέγαση των ταξιδιωτών, όλη η βλάστηση είχε εξαφανιστεί, εκτός από λίγα καχεκτικά πλατάνια. Έφτασαν εκεί στις επτά το βράδυ. Η υπολογιζόμενη απόσταση ήταν 9 ώρες ή 27 μίλια [40 περίπου χλμ] από την Τραπεζούντα, ενώ η πραγματική (ευθεία) απόσταση ήταν μόνο 20 περίπου μίλια νότιο-νοτιοδυτικά.

Μπαίνοντας σε άθλια καλύβα, με πάτωμα από υγρή λάσπη, πάνω στο οποίο άπλωσαν τα πανωφόρια και τα χαλιά τους, με δυσκολία θα απέφευγαν είτε να παγώσουν μέχρι θανάτου ή να πάθουν ασφυξία από τον καπνό, ενώ ήταν πια αργά προκειμένου να μπορέσουν να προμηθευτούν οτιδήποτε για να ικανοποιήσει την πείνα τους, ύστερα από κουραστική πορεία μιας ολόκληρης ημέρας. Ο Μουχντάτ αγάς, ο τσαούσης που τούς συνόδευε, υποχρεώθηκε να κλειδώσει τούς ιδιοκτήτες των αλόγων και να βάλει μερικούς άνδρες να καθίσουν και να τούς προσέχουν, για να αποτρέψει την απόδρασή τους κατά τη διάρκεια τής νύχτας. Τόσο δυσαρεστημένοι ήσαν που είχαν υποχρεωθεί να τούς συνοδεύσουν, αν και, για να είμαστε δίκαιοι, ήσαν ευγενικοί και τούς πρόσεχαν, εκείνους που ήσαν η αθώα αιτία τής ενόχλησης για την οποία παραπονιούνταν.

Πέμπτη 26 Μαΐου. Πριν ξεκινήσουν, ο Χάμιλτον προσπάθησε να επιβεβαιώσει το υψόμετρο τού Καρακαμπάν μετρώντας με τον κύκλο τού Κάτερ τον υποβιβασμό τού ορίζοντα τής θάλασσας, που ήταν ορατή από αυτό το υπερυψωμένο σημείο. Αλλά το πρωινό ήταν θολό και ο ορίζοντας όχι πολύ σαφής, με αποτέλεσμα να μην είναι η παρατήρησή του τόσο σωστή, όσο έπρεπε να είναι. Η γωνία υποβιβασμού ήταν περίπου 1° 12’, πράγμα που έδινε υψόμετρο 5.420 ποδιών [1.800 περίπου μέτρων], που πίστευε ότι ήταν μάλλον πιο κάτω παρά πιο πάνω από την πραγματικότητα. Άφησαν το Καρακαμπάν λίγα λεπτά πριν από τις έξι, συνεχίζοντας να ανηφορίζουν σε κακό και πετρώδη δρόμο. Σε κάθε βήμα η χώρα γινόταν πιο ψυχρή και άγονη, ενώ η βλάστηση δεν είχε ανακάμψει από τις επιπτώσεις τού χιονιού, το οποίο είχε μόλις λιώσει. Μάλιστα το πέρασμα αυτό είχε ανοίξει πριν από λίγες μόνο μέρες. [Το πέρασμα από την Τραπεζούντα προς Μπαϊμπούρτ μέσω Καρακαμπάν, τη λεγόμενη καλοκαιρινή διαδρομή, χρησιμοποιούν οι περισσότεροι περιηγητές στο βιβλίο. Η διαδρομή μέχρι το Ερζερούμ είναι κατά το ένα τρίτο συντομότερη εκείνης μέσω τού περάσματος τής Ζύγαινας (στο ίχνος τού σημερινού αμαξιτού δρόμου), αλλά διασχίζει τις Ποντικές Άλπεις σε ψηλότερο σημείο.] Επίσης, φτάνοντας στην κορυφή, έπρεπε ακόμη να διασχίσουν κυματιστή πεδιάδα, όπου βρήκαν πολλές μεγάλες εκτάσεις να έχουν ακόμη χιόνια, πράγμα που τούς προκάλεσε μεγάλη καθυστέρηση, καθώς τα άλογα έσπαγαν συνεχώς την κρούστα τού πάγου και βυθίζονταν μέχρι τη βάση τής σέλλας, υποχρεώνοντας τούς οδηγούς να τα απαλλάξουν από τα φορτία τους, προκειμένου να μπορέσουν να ξεμπλέξουν.

Στις εννέα και τέταρτο, έξι μίλια από το Καρακαμπάν, έφτασαν στο σημείο από το οποίο είδαν τη θάλασσα για τελευταία φορά. Σε ύψωμα ένα περίπου μίλι στα δυτικά υπήρχε μεγάλος ογκόλιθος που στεκόταν όρθιος στην κορυφή, ενώ φαινόταν να περιβάλλεται από μάζα μικρότερων. Ένας βιαστικός περιηγητής θα μπορούσε εύκολα να τον θεωρήσει ως τον σωρό από πέτρες που ύψωσαν οι στρατιώτες τού Ξενοφώντος για να επισημάνουν το σημείο από το οποίο είδαν για πρώτη φορά τη θάλασσα, αν θεωρήσουμε ότι αυτή δεν ήταν ορατή από οροσειρές πιο βαθιά στην ενδοχώρα. Ο Ξενοφών γράφει: «Την πέμπτη μέρα έφτασαν στο βουνό, το όνομα τού οποίου ήταν Θήχης. Μόλις οι άνδρες που προπορεύονταν ανέβηκαν το βουνό και είδαν από μακριά τη θάλασσα, ξεσηκώθηκε μεγάλη κραυγή. Ακούγοντάς την ο Ξενοφών, που βρισκόταν στην οπισθοφυλακή, νόμισε ότι κι άλλοι εχθροί επιτίθεντο μπροστά. Γιατί ακολουθούσαν τούς Έλληνες οι κάτοικοι τής καιγόμενης χώρας και η οπισθοφυλακή είχε σκοτώσει κάποιους, ενώ συνέλαβε άλλους ζωντανούς σε ενέδρα. Είχαν επίσης πάρει είκοσι περίπου ασπίδες, καλυμμένες με ακατέργαστα δέρματα δασύτριχων βοδιών. Όμως, καθώς η κραυγή γινόταν δυνατότερη και πιο κοντινή, εκείνοι στους οποίους έφτανε η βοή άρχιζαν να τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς αυτούς που φώναζαν, ενώ οι φωνές ξανάρχιζαν συνεχώς με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, καθώς μεγάλωνε ο αριθμός εκείνων που φώναζαν. Ο Ξενοφών σκέφτηκε ότι κάτι εξαιρετικό έπρεπε να συμβαίνει. Ίππευσε λοιπόν το άλογό του και παίρνοντας μαζί του τον Λύκιο και τούς ιππείς έσπευσε να βοηθήσει. Τώρα πια μπορούσαν να ακούν καθαρά τούς στρατιώτες να φωνάζουν και να μεταβιβάζουν σε εκείνους που ακολουθούσαν τη χαρούμενη κραυγή: «Η θάλασσα! Η θάλασσα!» Στη συνέχεια άρχισαν να τρέχουν, η οπισθοφυλακή και όλοι οι άλλοι, ενώ τα ζώα αποσκευών και τα άλογα ανέβαιναν καλπάζοντας. Κι όταν έφτασαν όλοι στην κορυφή, έπεφταν ο ένας στην αγκαλιά τού άλλου, στρατηγοί και λοχαγοί και όλοι, ενώ δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά τους. Ξαφνικά κάποιος, όποιος κι αν ήταν, έδωσε διαταγή και οι στρατιώτες άρχισαν να κουβαλούν πέτρες και να υψώνουν μεγάλο σωρό. Πάνω σε αυτόν αφιέρωσαν πλήθος ακατέργαστα δέρματα και μπαστούνια, καθώς και τις ασπίδες που είχαν πάρει, ενώ ο οδηγός έσπαγε με τα χέρια του τις ασπίδες σε κομμάτια, καλώντας και τούς άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμά του».6

Όμως μια προσεκτική εξέταση τής αφήγησης θα κατέστρεφε αυτή την υπόθεση. Κατ’ αρχάς οι Έλληνες απείχαν απόσταση πορείας πέντε ημερών από τη θάλασσα, όταν τούς την έδειξαν από το συγκεκριμένο σημείο, ενώ η εν λόγω θέση δεν απείχε περισσότερο από εικοσιπέντε μίλια από την Τραπεζούντα. Δεύτερον, έφτασαν σε σημαντικό ποτάμι, το σύνορο ανάμεσα στους Μάκρωνες και τούς Σκυθηνούς, μια μέρα αφού είχαν δει τη θάλασσα. Αυτό το ποτάμι χυνόταν σε άλλο ακόμη μεγαλύτερο στα αριστερά τους, το οποίο έπρεπε να διασχίσουν (δι᾽ οὗ ἔδει διαβῆναι). Αυτή η περιγραφή δεν αντιστοιχούσε σε κανένα ποτάμι μεταξύ αυτής τής σειράς λόφων και τής Τραπεζούντας, αλλά αντιστοιχούσε με το ποτάμι τής Μπαϊμπούρτ [τον ποταμό Τσορούχ (Άκαμψι)] ή με εκείνο τής Γκουμούσχανε [τον ποταμό Χαρσίτ (Χαρσιώτη)]. Τρίτον, οι Έλληνες έφτασαν στα σύνορα των Κόλχων την τρίτη μέρα μετά τη διάσχιση τού εν λόγω ποταμού. Εδώ αντιμετώπισαν τούς κατοίκους, που είχαν συγκεντρωθεί σε ψηλό βουνό, προφανώς τμήμα τής οροσειράς μεταξύ Γκουμούσχανε και Τραπεζούντας, αλλά κατά πάσα πιθανότητα πιο ανατολικά από εκεί που τη διέσχισε ο Χάμιλτον. Τέταρτον, αφού κατέλαβαν τη θέση που κατείχε ο εχθρός, οι Έλληνες διασκορπίστηκαν σε όλη τη χώρα σε χωριά και εδώ υπέφεραν από τις συνέπειες τού «τρελού» μελιού. Το αξιοσημείωτο αυτό γεγονός προσδιορίζει αμέσως την περιοχή, αφού η αζαλέα δεν φυτρώνει στα νότια αυτής τής οροσειράς. Οι Έλληνες στη συνέχεια, έχοντας διώξει τούς Κόλχους από τα υψώματά τους, κατέβηκαν στα χωριά όπου μπόρεσαν να εξασφαλίσουν προμήθειες και όπου, όπως μαθαίνουμε, βρήκαν το μέλι. Πρέπει λοιπόν να ψάξουμε γι’ αυτά τα χωριά σε εκείνες τις κοιλάδες και τούς τόπους, όπου η καλλιέργεια τής γης ξεκινά και πάλι και ανθεί η αζαλέα, από την οποία προερχόταν το μέλι. Αυτό, επαναλάμβανε ο Χάμιλτον, συνέβαινε μόνο στις βόρειες πλαγιές τής οροσειράς, τις πλησιέστερες προς τη θάλασσα. Ο Ξενοφών συνεχίζει λέγοντας ότι έφτασαν από εκεί στην Τραπεζούντα με πορεία δύο ημερών, επτά παρασαγγών, η οποία συμφωνεί επίσης με την πραγματική απόσταση των είκοσι ή εικοσιδύο μιλίων από την Τραπεζούντα, μέχρι το σημείο στο οποίο παύει να φυτρώνει η αζαλέα.

Πρέπει λοιπόν να δεχτούμε την άποψη, ότι οι Έλληνες είδαν για πρώτη φορά τη θάλασσα από κάποιο πιο εσωτερικό σημείο. Και όταν θυμηθούμε ότι οδηγήθηκαν από τον οδηγό τους σε αυτό το σημείο, από το οποίο τούς είχε υποσχεθεί να τούς δείξει αυτό που είχαν τόσον καιρό λαχταρήσει, ήταν πιο πιθανό ότι τούς οδήγησε σε κάποια απομονωμένη βουνοκορφή, παρά ότι η θάλασσα ήταν ορατή από το πέρασμα, ή από κάποιο άλλο σημείο τής οροσειράς, στο οποίο θα τούς οδηγούσε φυσιολογικά η διαδρομή που ακολουθούσαν. Ο Χάμιλτον θα έμπαινε στον ιδιαίτερο πειρασμό να ψάξει για το σημείο αυτό στη λοφοσειρά που εκτεινόταν μεταξύ Μπαϊμπούρτ και Ισπίρ. Ο Χάμιλτον εννοεί εδώ την οροσειρά Σογανλί των Ποντικών Άλπεων ή την εν συνεχεία απόληξη τής οροσειράς Κατσκάρ αμέσως πιο ανατολικά. Οι παραπάνω σκέψεις τού Χάμιλτον είναι απολύτως λογικές. Έχουμε όμως προτείνει ότι υπεύθυνος για τη σύγχυση είναι ο ίδιος ο Ξενοφών, που προσπάθησε να αποκρύψει τη λάθος πορεία που είχαν ακολουθήσει οι Μύριοι προς την ανατολή, όταν θεώρησαν ότι ο ποταμός Αράξης (ο Φάσις τού Ξενοφώντος), τον οποίο είχαν συναντήσει στην περιοχή τού Ερζερούμ και ο οποίος χύνεται στην Κασπία, ήταν ο Κολχικός Φάσις που χύνεται στον Εύξεινο.

Στις δέκα η πορεία τους άλλαξε από νότια προς δυτική και ξεκίνησαν γρήγορη κάθοδο ανάμεσα σε ψηλές και απόκρημνες μάζες πυριγενών και γρανιτικών πετρωμάτων, για διάστημα τριών μιλίων, περνώντας από έντονα εμποτισμένη σιδηρούχα πηγή στην άλλη πλευρά τού ρέματος. Το παχύ και θολό νερό έβγαζε φυσαλίδες κοντά στο ποτάμι, εναποθέτοντας κίτρινο ίζημα και πέφτοντας πάνω σε χαμηλό σταλακτικό βράχο τον οποίο είχε σχηματίσει.

Image

Η Κρώμνη τού Πόντου, λίγα χιλιόμετρα νότια από το Σταυρίν, σε καρτ-ποστάλ εποχής. Πίσω από τη ράχη τού βουνού ο δρόμος οδηγεί στον βορρά, στο Καρακαμπάν, στην κοιλάδα τής Μεριεμανά, τον Εύξεινο Πόντο και την Τραπεζούντα.

Αφού πέρασαν το ρέμα από ξύλινη γέφυρα, συνέχισαν νοτιοδυτικά για τρία μίλια, έως ότου έφτασαν στον Σταυρό, το ελληνικό χωριό Σταυρίν βορειοανατολικά τής Γκουμούσχανε, που σήμερα ονομάζεται Ουγούρτασι. Εδώ μικρές καλλιέργειες στο κάτω μέρος τής κοιλάδας ζωντάνευαν και πάλι το τοπίο, αλλά οι πλαγιές των λόφων ήσαν γυμνές, ενώ μόνο μερικές σκόρπιες λεύκες μεγάλωναν στις όχθες τού ποταμού.

Από τον Σταυρό κατέβηκαν ενάμιση μίλι στην ίδια κατεύθυνση, μέχρι το σημείο όπου το ποτάμι ενώθηκε με άλλο από την ανατολή. Τότε άλλαξαν την κατεύθυνση τής πορείας τους σε ανατολική και συνέχισαν να ανεβαίνουν την κοιλάδα του για μισό μίλι, ενώ το ενωμένο ποτάμι κυλούσε προς τα νοτιοδυτικά και χυνόταν πιο κάτω στο ποτάμι τής Γκουμούσχανε, τον Χαρσίτ (Χαρσιώτη), που πηγάζει κοντά στην πόλη και χύνεται στη Μαύρη Θάλασσα στο ύψος τής Τιρέμπολου (Τρίπολης). Στη συνέχεια, αφήνοντας το ποτάμι, ανέβηκαν τούς απότομους λόφους στα νότια, ενώ, ύστερα από δρόμο γεμάτο στροφές για αρκετά μίλια, πάνω σε εξίσου άγονο και πετρώδες κομμάτι τής χώρας, έφτασαν στην κορυφή άλλης λοφοσειράς, η οποία αποτελούσε το βόρειο όριο τής κοιλάδας τής Γκουμούσχανε.

Τα γρανιτικά και πυριγενή πετρώματα κοντά στον Σταυρό είχε διαδεχθεί παχύς σχηματισμός σκληρυμένου σχιστόλιθου, ασβεστόλιθου και ψαμμίτη, που βυθιζόταν από τα νότια προς τα δυτικά υπό γωνία 35°, ενώ σε ορισμένες χαράδρες διείσδυαν σε αυτόν για μεγάλη απόσταση εκρηξιγενείς μάζες και αναχώματα τραχείτη.

Συνέχισαν πάνω σε αυτόν τον γεωλογικό σχηματισμό μέχρι που έφτασαν στην κορυφή τής λοφοσειράς, όταν, ξεκινώντας την επικίνδυνη κατάβαση προς τη Γκουμούσχανε, οι στρωματοποιημένοι βράχοι άρχισαν ξαφνικά να αποκόπτονται από λόφο πορφυριτικού τραχείτη. Η θέα προς τα δυτικά ήταν πολύ εκτεταμένη, ενώ την εντύπωσή της αύξανε η αντίθεση φωτός και σκιών, την οποία προκαλούσε καταιγίδα που πλησίαζε, η οποία σύντομα ξέσπασε πάνω τους με όλο το άγριο μεγαλείο της.

Κοιτάζοντας προς τα πίσω, από τούς πρόποδες τού βουνού, τη χαοτική μάζα των θρυμματισμένων βράχων από την οποία είχαν κατέβει, φαινόταν αδύνατο ότι η ευρηματικότητα τού ανθρώπου είχε καταφέρει να βρει πέρασμα μέσα από τόσο τραχύ έδαφος, στο οποίο ακόμη και ο τσαούσης τους είχε θεωρήσει φρόνιμο να ξεπεζέψει. Ένα ακόμη μίλι ευκολότερης καθόδου τούς έφερε σε ρέμα, το οποίο ακολούθησαν μέχρι τη συμβολή του με το ποτάμι τής Γκουμούσχανε. Ο αέρας ήταν έντονα εμποτισμένος με την ευχάριστη, αλλά μάλλον νοσηρή μυρωδιά των άγριων οξυάκανθων που ήσαν τώρα ανθισμένα. Ο δρόμος τους προχωρούσε ανάμεσα στο ρέμα στα δεξιά και σε ψηλά βράχια από τραχείτη στα αριστερά, που καλύπτονταν από εξάνθημα θειαφιού. Μόλις όμως έφτασαν στον ποταμό τής Γκουμούσχανε, τον διαβήκαν πάνω από όμορφο πέτρινο μονότοξο γεφύρι σημαντικού ανοίγματος και συνέχισαν νοτιοανατολικά για δύο περίπου μίλια, ανεβαίνοντας με στροφές κοιλάδα που περιοριζόταν από ψηλά βουνά, ανάμεσα σε κήπους και περιβόλια στην καλύτερη κατάσταση καλλιέργειας. Εδώ όλα φαίνονταν ακόμη πρώιμα και τα οπωροφόρα δένδρα μόλις τώρα έδειχναν τα πρώτα σημάδια τής άνοιξης. Πιο πολυάριθμα ανάμεσα σε αυτά τα δένδρα ήσαν οι κυδωνιές, οι βερικοκιές, οι κερασιές και οι καρυδιές. Στις έξι έφτασαν σε μικρό καφενείο στα προάστια κοντά στην όχθη τού ποταμού, έχοντας αφήσει την ίδια την πόλη ένα σχεδόν μίλι πίσω τους και πάνω σε απότομη χαράδρα προς τα δεξιά.

Τα αργυρωρυχεία τής Γκουμούσχανε ήσαν από τα πιο διάσημα στην τουρκική επικράτεια και θεωρούνταν ως το σχολείο, στο οποίο διδασκόταν με τον καλύτερο τρόπο η τέχνη τής εξόρυξης. Ήταν επίσης η περιοχή που προμήθευε μεταλλωρύχους για όλα τα άλλα μέρη τής Ανατολίας. Ο Χάμιλτον ήθελε πολύ να τα δει αλλά, επειδή ο σύντροφός του βιαζόταν, ανέβαλε την επίσκεψη για την επιστροφή του.

Παρασκευή 27 Μαΐου. Επιθυμώντας να φτάσουν στη Μπαϊμπούρτ σήμερα, αποφάσισαν να ξεκινήσουν νωρίς, αφού η απόσταση ήταν 14 ώρες ή 42 μίλια [70 περίπου χλμ]. Έφυγαν από τη Γκουμούσχανε στις πέντε και περνώντας στη δεξιά όχθη τού ποταμού, ανέβηκαν την κοιλάδα ανατολικά-νοτιοανατολικά για έξι σχεδόν μίλια, στην αρχή ανάμεσα σε σειρά όμορφων κήπων και περιβολιών. Όταν απομακρύνθηκαν από τούς κήπους, ο αέρας ήταν υπέροχα αρωματισμένος με το άρωμα δένδρου σε πλήρη άνθιση, που φύτρωνε άφθονα στις όχθες τού ποταμού. Στην εμφάνιση έμοιαζε πάρα πολύ με την ιτιά. Τα φύλλα είχαν το ίδιο χρώμα και την ίδια χνουδωτή υφή στην κάτω πλευρά. Η μυρωδιά τού κίτρινου λουλουδιού, το οποίο ήταν μικρό και σταυροειδές, έμοιαζε με εκείνη τού γιασεμιού. Αν και ο Χάμιλτον το είχε κατά καιρούς συναντήσει άγριο σε άλλα μέρη τής Μικράς Ασίας, πέρασε καιρός μέχρι να καταλάβει ότι ήταν τζιτζιφιά. Θα ήθελε όμως να πιστεύει ότι θα ήταν επαρκώς ανθεκτικό για να φυτρώνει στην Αγγλία, όπου θα αποτελούσε μεγάλο στολίδι. Τα χαμηλά και σχεδόν υπόγεια σπίτια με τις επίπεδες στέγες είχαν παράξενη εμφάνιση. Χτισμένα κόντρα στην απότομη πλαγιά τού λόφου χρειάζονταν μόνο έναν τοίχο μπροστά για τη στήριξη τής στέγης, η οποία στις άλλες τρεις πλευρές ακουμπούσε στο έδαφος. Όπως πολλά αρμενικά χωριά, οι καλύβες αυτές ήσαν τόσο χαμηλές, που μπορούσες να ιππεύσεις πάνω στην οροφή τους, χωρίς να γνωρίζεις πού βρίσκεσαι.

Ο βράχος σε αυτή την πλευρά τού ποταμού ήταν κοκκινωπός μεγαλόκοκκος γρανίτης με μεγάλη τάση αποσύνθεσης, ενώ, σε ορισμένα δείγματα που μάζεψε ο Χάμιλτον, περιείχε φυσαλιδωτές κοιλότητες. Καθώς προχωρούσαν, φαινόταν να περνούν σε πρωτογενή γρανίτη, τα συντρίμμια τού οποίου γέμιζαν όλα τα φαράγγια και σχημάτιζαν κεκλιμένη πλαγιά στους πρόποδες τού βράχου. Στις επτάμιση πέρασαν από ομάδα αξιοσημείωτων κωνικών υψωμάτων, που αποτελούνταν από λεπτές διαδοχικές στρώσεις ασβεστολιθικής συσσωμάτωσης ή τραβερτίνης και οι οποίες είχαν παραχθεί από τις διαδοχικές εναποθέσεις ασβεστώδους πηγής, που εξακολουθούσε να ρέει και να διαμορφώνει έναν ακόμη κώνο εκεί κοντά. Ήταν πιθανό ότι όταν οι εναποθέσεις τού νερού μεγάλωναν τον ιζηματογενή τύμβο σε κάποιο ύψος, η πηγή κυλούσε με μικρότερη ταχύτητα και με τόσο λιγότερη δύναμη, που οι παλιές διέξοδοι σταδιακά φράσσονταν από νέες εναποθέσεις και το νερό αναγκαζόταν να αναζητήσει νέα διέξοδο, όπου συνέχιζε να αποθέτει το υλικό του σε απανωτές στρώσεις όπως και πριν, έως ότου φτιαχνόταν νέο ύψωμα και η ίδια διαδικασία ανανεωνόταν και πάλι. Η πηγή ανάβλυζε τώρα πενήντα περίπου μέτρα ανατολικά από τα παλιά υψώματα, έχοντας αρχίσει να σχηματίζει νέο. Το νερό που δοκίμασε ο Χάμιλτον δεν ήταν πολύ κρύο, αλλά ήταν έντονα μεταλλικό και σε μια πολιτισμένη χώρα θα μπορούσε πιθανότατα να αξιοποιηθεί για καλύτερο σκοπό, αντί να σχηματίζει τέτοια μεγάλα υψώματα. Ένα περίπου μίλι πιο πέρα πέρασαν από χωριό που βρισκόταν σε χαμηλό λόφο ασβεστολιθικής ηφαιστειακής τέφρας και ο οποίος είχε κατά πάσα πιθανότητα δημιουργηθεί από τις εναποθέσεις παρόμοιων πηγών μεταλλικού νερού σε παλαιότερες εποχές.

Κοντά στο όγδοο μίλι σταμάτησαν, για να μπορέσουν τα άλογα αποσκευών να τούς φτάσουν και να πάνε όλοι μαζί στο σιδηρουργείο ενός Αρμένιου σιδερά. Σπάνια είχε δει ο Χάμιλτον όντα με τόσο άγρια και πρωτόγονη εμφάνιση. Για κάποιο διάστημα δεν μπορούσε να προσδιορίσει ποιοι ή τι ήσαν. Βαθμιαία όμως έμαθε ότι ήσαν χριστιανοί, αν και έδειχναν να φοβούνται να ομολογήσουν τη θρησκεία τους. Η κοιλάδα ήταν ακόμη χωρίς δένδρα, με λίγα μόνο περιστασιακά μπαλώματα καλλιέργειας και σταδιακά γινόταν πιο περιορισμένη. Στο όγδοο μίλι διέσχισαν άλλο σημαντικό ρέμα που κυλούσε από τα βορειοανατολικά και δέκα μίλια πιο πέρα άλλο από τα νοτιοδυτικά. Εδώ ξεκινούσε εντυπωσιακό και στενό πέρασμα ανάμεσα σε ψηλά ασβεστολιθικά βράχια, μεταξύ των οποίων, ψάχνοντας για απολιθώματα, μπόρεσε μόνο να βρει το θραύσμα μεγάλου αμμωνίτη.

Από εδώ ξεπρόβαλλαν σε πεδιάδα που περιβαλλόταν από ψηλούς λόφους, έχοντας ακόμη το ποτάμι στα αριστερά τους, τώρα πολύ μειωμένο σε μέγεθος, ενώ ανάμεσα στο δέκατο τρίτο και το δέκατο τέταρτο μίλι μπήκαν σε άλλη άγρια χαράδρα, όχι λιγότερο ενδιαφέρουσα για το τοπίο της απ’ όσο για ορισμένα γεωλογικά της χαρακτηριστικά.

Στα αριστερά, βράχια που προεξείχαν, υψώνονταν σε τεράστιο ύψωμα, η κορυφή τού οποίου ήταν φανταστικά διασπασμένη σε πυραμίδες και μυτερά βράχια, σε ένα από τα οποία ήσαν σκαρφαλωμένα τα ερείπια κάστρου. Στα δεξιά τους, το ποτάμι κυλούσε στον πυθμένα βαθιού χάσματος, πέρα από το οποίο υπήρχαν οι ίδιοι τραχείς ασβεστολιθικοί βράχοι, αλλά όχι τόσο ψηλοί, που σχημάτιζαν σχεδόν τέλειο αμφιθέατρο, με άγρια χαοτική μάζα βράχων στο κέντρο.

Καθώς προχωρούσαν, ο δρόμος περνούσε από μεγάλη μάζα πορφυριτικού τραχείτη (πυριγενούς πετρώματος), η οποία, ανυψούμενη στο κέντρο, είχε αποτινάξει τα ασβεστολιθικά στρώματα με αυτόν τον ακανόνιστο τρόπο και μέσω των γκρεμισμένων στρωμάτων τής οποίας ο ποταμός είχε από τότε βρει διέξοδο, φτιάχνοντας ταυτόχρονα πέρασμα μέσω τού από κάτω πορφυριτικού βράχου. Τα ασβεστολιθικά βράχια στα αριστερά είχαν ύψος τουλάχιστον 1.500 πόδια [500 περίπου μέτρα] πάνω από το ποτάμι και με το επιβλητικό κάστρο στην κορυφή αποτελούσαν εντυπωσιακό χαρακτηριστικό τού γύρω τοπίου [βλέπε εικόνα].

Image

Κάστρο κοντά στο Τεκιγιέ (Τεκκέ) (Χάμιλτον 1842)

Συνέχισαν την ανάβαση τής κοιλάδας, με το ποτάμι στο δεξί τους χέρι. Στο δέκατο έβδομο μίλι μπήκαν σε σειρά από βαθιά και στενά φαράγγια, μέσα σε νεφρίτες και άλλα πυριγενή πετρώματα, έως ότου, στο εικοστό μίλι, έφτασαν στη γυμνή κορυφή τής ράχης ή υδροκρίτη, που χώριζε τα ρέματα που χύνονταν στον Τσορούχ, κάτω από τη Μπαϊμπούρτ, από εκείνα που χύνονταν στο ποτάμι τής Γκουμούσχανε. Από αυτή την κορυφογραμμή κατέβηκαν νοτιοανατολικά σε φαρδιά και εν μέρει καλλιεργούμενη κοιλάδα, που οριοθετούνταν από ασβεστολιθικούς λόφους και στις δύο πλευρές, σε πολλά μέρη οριζόντιους, αλλά που πρόσφεραν μερικές φορές ενδιαφέρουσες εξαμβλώσεις, οι οποίες παράγονταν από πυριγενή πετρώματα, που προεξείχαν σε διάφορα σημεία. Δεν υπήρχε ούτε δένδρο στη διάρκεια ολόκληρης τής κατάβασης. Στις τρεις έφτασαν στο χωριό Μπαλαχόρ [σήμερα Ακσάρ], εικοσιοκτώ μίλια από τη Γκουμούσχανε, που κατοικούνταν εν μέρει από Αρμένιους και εν μέρει από Τούρκους, οι οποίοι φαίνονταν φτωχοί και στερημένοι και από τούς οποίους με δυσκολία αγόρασαν μερικά αυγά.

Από τη Μπαλαχόρ στη Μπαϊμπούρτ η απόσταση ήταν δέκα μίλια σε ευθεία γραμμή πάνω σε ορεινή και άγονη χώρα, η οποία όμως παρείχε καλούς βοσκοτόπους για τα κοπάδια των αιγοπροβάτων και τα γελάδια. Η ιδιόμορφη μυτερή μορφή πολλών από τις μικρές γέφυρες ήταν αξιοσημείωτη. Η στεφάνη τού τόξου υψωνόταν τόσο, που ένα άλογο δυσκολευόταν να φτάσει στην κορυφή.

Image

Η Μπαϊμπούρτ και το κάστρο της τον 19ο αιώνα
(Λόρδος Ουόρκουερθ, Σημειώσεις Ημερολογίου στην Ασιατική Τουρκία, Λονδίνο 1898)

Η κάθοδος από την άλλη πλευρά, που ήταν εξίσου δύσκολη και επικίνδυνη, γινόταν ακόμη πιο ανησυχητική από τη σχεδόν καθολική απουσία στηθαίων. Ύστερα από περιπλάνηση στο σκοτάδι πάνω στους λόφους, έφτασαν στη Μπαϊμπούρτ στις οκτώμιση και υποχρεώθηκαν να εγκατασταθούν στην αίθουσα τού σταθμού αλλαγής αλόγων (μενζίλ-χανε), διώχνοντας από εκεί τούς προηγούμενους ενοίκους της.

Σάββατο 28 Μαΐου. Το σαρακηνικό κάστρο τής Μπαϊμπούρτ, που βρισκόταν σε λόφο στα ανατολικά τής πόλης, είχε επιβλητική εμφάνιση. Όμως ο Χάμιλτον ανέβαλε την εξέτασή του για μετά την επιστροφή του από το Ερζερούμ. Ο Τσορούχ Σου, ρέοντας από τα νοτιο-ανατολικά, έβρεχε τούς πρόποδες τού λόφου τού κάστρου, έχοντας έξυπνα τακτοποιημένες καλλιεργούμενες εκτάσεις στις όχθες του, κατά μήκος των οποίων υπήρχαν πολλές ψηλές λεύκες, στα κλαδιά των οποίων είχε εγκατασταθεί αποικία ερωδιών. Ήταν επτά το πρωί όταν προμηθεύτηκαν άλογα για να τούς πάνε στο Ερζερούμ και στις επτάμιση άρχισαν να ανεβαίνουν την αριστερή όχθη τού ποταμού, που κυλούσε για πολλά μίλια μέσα από στενή πεδιάδα, ανάμεσα σε πυκνές και αδιαπέραστες συστάδες, που εκτείνονταν σε πλάτος για ένα τέταρτο τού μιλίου σε κάθε πλευρά τού ποταμού. Λεγόταν ότι περιείχαν μεγάλη ποικιλία θηραμάτων, αγριογούρουνα, ελάφια, κλπ. Οι δρόμοι ήσαν εξαιρετικοί, ενώ προσπέρασαν πολλά κάρα ελκόμενα από βόδια.

Στις δέκα και μισή εγκατέλειψαν την πεδιάδα, ανηφορίζοντας στενή κοιλάδα στα δεξιά, για να επισκεφθούν τα ορυχεία χαλκού τού Σαλβάρ, ενώ έφτασαν στα καμίνια σε μισή περίπου ώρα. Ο άξονας τού ορυχείου βρισκόταν κοντά και ο Χάμιλτον μπήκε στον πειρασμό να κατέβει, παρά την βρώμικη εικόνα και την εξαντλημένη εμφάνιση των αγοριών που ανέβαζαν το μετάλλευμα. Το βάθος του λεγόταν ότι ήταν 240 οργιές. [Η οργιά ορίζεται ως το μήκος ανοίγματος των χεριών ενός ενήλικα, δηλαδή περίπου 1,8 μέτρα. 240 οργιές είναι λοιπόν 432 μέτρα.] Αρχικά η κάθοδος, αν και υγρή και βρώμικη, δεν ήταν ούτε δύσκολη ούτε απότομη, αλλά σύντομα έγινε εξαιρετικά στενή και σχεδόν κατακόρυφη, στρεφόμενη και ελισσόμενη προς κάθε κατεύθυνση και οδηγώντας από τη μία πλατφόρμα στην άλλη μέσα από στενές κατακόρυφες καμινάδες. Η ζέστη και η καταπιεστική ατμόσφαιρα έκαναν ακόμη πιο δυσάρεστες τις άλλες δυσκολίες τής καθόδου. Σε ορισμένα σημεία χρειάστηκε να κατέβουν από καμινάδες, να κρέμονται από τα χέρια τους καθώς έπεφταν από το ένα κομμάτι ξύλου στο άλλο, σε απόλυτο σχεδόν σκοτάδι, μέσα σε λάσπη και ζέστη. Το μετάλλευμα εμφανιζόταν σε μικρούς κόμβους, ακανόνιστα διασκορπισμένους μέσα σε παχύ στρώμα μπλε σχιστόλιθου. Αφού επιθεώρησε εκείνο το τμήμα τού ορυχείου όπου εργάζονταν, ο Χάμιλτον ετοιμάστηκε να επιστρέψει. Αν βρήκε δύσκολη την κάθοδο, η ανάβαση ήταν χίλιες φορές πιο κουραστική, με αποτέλεσμα να εξαντληθεί σχεδόν εντελώς πριν ξαναβγεί στον καθαρό αέρα. Ο Σερ Χ. Μπέτιουν, ο οποίος είχε υποστεί μεγάλη ταλαιπωρία κατεβαίνοντας τα στενά περάσματα, είχε μόλις επιστρέψει και, ενώ ο Χάμιλτον αγωνιζόταν πιο κάτω στις σκιές, είχε πάρει από τον επιθεωρητή τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά τις δαπάνες και την παραγωγή των ορυχείων: Παρείχαν απασχόληση σε 500 άτομα, δηλαδή 350 άνδρες και 150 αγόρια, όπου οι άνδρες έπαιρναν τέσσερα και τα αγόρια δύο γρόσια τη μέρα. Η ποσότητα τού χαλκού που παραγόταν ετησίως κυμαινόταν ανάμεσα σε 3.000 και 4.000 μαούν. [Το μαούν που αναφέρει εδώ ο Χάμιλτον είναι το μαούντ, άλλη ονομασία για το μπατμάν που αναφέρει σε επόμενο κεφάλαιο.] Κάθε μαούν ζύγιζε έξι οκάδες και άξιζε ογδόντα γρόσια, όπου η οκά ήταν ίση με 2,25 λίμπρες. Είκοσι μαούν κάρβουνου, το κόστος των οποίων ήταν οκτώ γρόσια, χρειάζονταν στις διάφορες διαδικασίες φρύξης και τήξης για την παραγωγή ενός μαούν χαλκού. Το μετάλλευμα, που φαινόταν ιδιαίτερα πλούσιο, ψηνόταν τέσσερις φορές προκειμένου να αφαιρεθεί το θείο, πριν λιώσει. Το ανέβαζαν, μαζί με τον σχιστόλιθο, από το κάτω μέρος τού ορυχείου, στις πλάτες νεαρών αγοριών, τα οποία απασχολούνταν κατά προτίμηση αντί για τούς άνδρες, λόγω τής στενότητας και τού μικρού μεγέθους των γαλαριών. Ο Χάμιλτον ένιωσε έκπληξη βλέποντας την προθυμία με την οποία, αφού έριχναν κάτω το φορτίο τους και ξεκουράζονταν για ένα ή δύο λεπτά προκειμένου να πάρουν ανάσα, άρχιζαν και πάλι να κατεβαίνουν προς τα κάτω.

Αφήνοντας τα ορυχεία, πέρασαν χαμηλό φάσμα λόφων προς τα ανατολικά, που τούς έφερε πίσω σε μισή περίπου ώρα στην κοιλάδα τού Τσορούχ, κατά μήκος τού οποίου συνέχισαν, μέχρι που έφτασαν στο αρμένικο χωριό Μασάτ στις τρεις το απομεσήμερο, σε απόσταση έξι ωρών από τη Μπαϊμπούρτ. Από μικρή απόσταση τα πενήντα ή εξήντα υπόγεια σπίτια από τα οποία αποτελούνταν το χωριό, μπορούσαν να διακρίνονται μόνο από τις τετράγωνες τρύπες που χρησίμευαν ως πόρτες και παράθυρα, ενώ οι στέγες ήσαν πλήρως καλυμμένες με χόρτο, παρέχοντας βοσκή για τα γελάδια. Ήταν επίσης μοναδικό να βλέπεις άνθρωπο και ζώο να εξαφανίζονται στις τρωγλοδυτικές κατοικίες τους, σαν τα κουνέλια στις τρύπες τους. Η βρωμιά αυτών των υπόγειων κατοικιών ήταν απερίγραπτη. Τούς έδειξαν μια από τις καλύτερες και μεγαλύτερες, αλλά την χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα ως στάβλο και κατοικία, όπου μικρό μέρος είχε περιφραχτεί και ανυψωθεί για τα δίποδα, ενώ το υπόλοιπο απλωνόταν κάτω για τα τετράποδα. Πάνω από αυτό το μεγαλύτερο τμήμα υπήρχε ένα γενικά έξυπνα φτιαγμένο άνοιγμα στην ξύλινη στέγη. Οι χωρικοί παραπονιούνταν πολύ για την αύξηση τής τιμής των αγαθών ύστερα από τον Ρωσικό πόλεμο και ανέφεραν, ως παραδείγματα, ότι ένα πρόβατο που άξιζε στο παρελθόν 14 γρόσια δεν μπορούσε πια να αποκτηθεί με λιγότερα από 60, ενώ η αξία ενός βοδιού είχε αυξηθεί από 40 σε 120 γρόσια.

29 Μαΐου. Τόσο ολοκληρωτικά είχε εξοριστεί ο ύπνος από τις επιθέσεις διαφόρων ειδών ζωυφίων, που σήκωσαν τούς ανθρώπους τους λίγο μετά τις δύο και ετοιμάστηκαν να αναχωρήσουν από αυτό το σκηνικό τής τόσο μεγάλης δυστυχίας. Στις τεσσερισήμιση τα άλογα αποσκευών είχαν φορτωθεί και αποχαιρέτησαν το Μασάτ κάτω από πολύ δροσιστική και καθαριστική βροχή, η οποία δεν κράτησε πολύ ώστε να γίνει δυσάρεστη. Προχωρώντας ανατολικά-βορειοανατολικά ξαναμπήκαν στην κοιλάδα τού Τσορούχ σε δύο περίπου μίλια και στη συνέχεια συνέχισαν στις όχθες του για τρία περίπου μίλια ακόμη. Στις εξήμιση άφησαν τον Τσορούχ και ανηφόρισαν σε στενή πλευρική κοιλάδα προς τα δεξιά, όπου έπεσαν σε μεγάλο καραβάνι από την Περσία. Υπήρχαν σε αυτό πολλά ωραία μουλάρια, η εμφάνιση των οποίων έδειχνε ότι αποτελούσαν πολύτιμη περιουσία. Για τρία σχεδόν μίλια είχαν το ρέμα στα αριστερά τους, που κυλούσε με πολλές και απότομες στροφές μέσα από τα λιβάδια. Λίγο αργότερα πέρασαν από μικρή μεταλλική θειούχα πηγή, που βρισκόταν στη διαδικασία σχηματισμού λευκού κωνικού ασβεστολιθικού υψώματος, όπως εκείνα που περιγράφηκαν πριν.

Στις επτά πέρασαν το ρέμα και στρέφοντας περισσότερο προς τα ανατολικά ταξίδευαν πάνω σε κυματιστό χορταριασμένο υψίπεδο, που καλυπτόταν από εξαιρετικούς βοσκότοπους και περιβαλλόταν από ψηλά βουνά. Αρκετά καραβάνια είχαν κατασκηνώσει εδώ κατά τη διάρκεια τής νύχτας για χάρη τού βοσκότοπου, ενώ οι ιδιοκτήτες τώρα φόρτωναν τα ζώα τους ετοιμαζόμενοι να ξαναρχίσουν το ταξίδι. Στις οκτώ διέσχισαν ορμητικό ποτάμι που κυλούσε βόρεια-βορειοδυτικά προς τον Τσορούχ, αν μάλιστα δεν επρόκειτο για το ίδιο το κύριο ρεύμα αυτού τού ποταμού. Στη συνέχεια, στρέφοντας ξαφνικά προς τα νότιο-νοτιοανατολικά ανέβηκαν τη στενή κοιλάδα, κάτω από την οποία κυλούσε αυτό ανάμεσα σε απόκρημνους βράχους, που υψώνονταν κατακόρυφα και στις δύο πλευρές σε ύψος μεγαλύτερο από 500 πόδια [165 μέτρα]. Αυτό το στενό φαράγγι, ενάμιση περίπου μίλι σε μήκος και λιγότερο από 300 πόδια [100 μέτρα] σε πλάτος, αποτελούσε πολύ αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό. Η διαστρωμάτωση των πετρωμάτων, τα οποία αποτελούνταν από σκληρυμένους σχιστόλιθους, ψαμμίτες και ασβεστολιθικές μάργες, ήταν σχεδόν κατακόρυφη, ενώ το φαράγγι, το οποίο είχε μάλλον διαμορφωθεί από υπόγεια δραστηριότητα, βρισκόταν ακριβώς σε ορθή γωνία με την κατεύθυνση των στρωμάτων, η οποία ήταν από ανατολικά-βορειοανατολικά προς δυτικά-νοτιοδυτικά.

Υποχρεώθηκαν να διασχίσουν και να ξαναδιασχίσουν το ποτάμι αρκετές φορές, ενώ στις εννέα και τέταρτο η πορεία τους, έχοντας ελιχθεί πάνω από ελώδη εδάφη και διασχίσει πολλά μικρά ρέματα, έγινε ανατολική, όταν πέρασαν από κάποιες σκηνές Ιλλιατών [ο Χάμιλτον γράφει Illyaut], ανάμεσα στις οποίες και σε εκείνες των Γιουρούκων των δυτικών τμημάτων τής Μικράς Ασίας δεν φαινόταν να υπάρχει αισθητή διαφορά. Ο δρόμος τους στη συνέχεια πέρασε για δυόμιση περίπου μίλια από στενή πεδιάδα, στην οποία αφθονούσαν οι άριστοι βοσκότοποι, μέχρι τη στιγμή, που στρέφοντας νότιο-νοτιοανατολικά, μπήκαν σε άλλη πλευρική κοιλάδα και ύστερα από απότομη και ελικοειδή ανάβαση έφτασαν στην κορυφή ψηλής σειράς γυμνών βουνών, στα οποία υπήρχε ακόμη πολύ χιόνι, αφού το ύψος τους ήταν τουλάχιστον 9.000 ή 10.000 πόδια [3.000 ή 3.500 μέτρα] πάνω από τη θάλασσα. Αποτελούσαν τον υδροκρίτη μεταξύ τής λεκάνης τού Ευφράτη και των ρεμάτων που χύνονται στον Εύξεινο.

Από αυτή τη στενή κορυφογραμμή κατέβηκαν σε βραχώδη κοιλάδα, μέσα από άγριο ορεινό τοπίο, στο άθλιο χωριό Γκούρουλα ή Κεμπούρ [σήμερα Γκιολορέν], ενώ η πορεία τους άλλαζε από νότια σε ανατολική και νοτιοανατολική. Έφτασαν σε αυτό το σημείο πριν από τη μια, αλλά, λόγω βίαιης καταιγίδας, οι αποσκευές τους δεν έφτασαν παρά μόνο ύστερα από αρκετές ώρες. Στη θλιβερή θέα γύρω τους δεν είδαν ούτε δένδρα ούτε πρασινάδα, ενώ το χωριό ήταν, αν ήταν δυνατόν, ακόμη χειρότερο από το Μασάτ. Οι κάτοικοι ήσαν μωαμεθανοί, αλλά οι έντεκα οικογένειες που περιλάμβανε το χωριό πριν από τον Ρωσικό πόλεμο είχαν τώρα μειωθεί σε πέντε. Η κατάβασή τους από την κορυφή κράτησε πολύ, αλλά ακόμη βρίσκονταν σε μεγάλο υψόμετρο πάνω από την πεδιάδα τού Ερζερούμ, το οποίο φαντάζονταν ότι θα μπορούσαν να δουν μακριά στον νότο.

30 Μαΐου. Άφησαν την αφιλόξενη κατοικία τους αμέσως μετά τις τέσσερις το πρωί. Κατηφορίζοντας σε ανατολική κατεύθυνση μπήκαν σε κοιλάδα που ποτιζόταν από ταχύ ρέμα που κυλούσε προς νότο στην πεδιάδα τού Ευφράτη.

Image

Το Ερζερούμ σε καρτ-ποστάλ τής εποχής

Διέσχισαν αυτό το ρέμα από γέφυρα, φτιαγμένη από ένα μόνο δένδρο κομμένο επίπεδο, αλλά χωρίς στηθαίο, και, εμπιστευόμενοι την οξύνοια των αλόγων τους, ίππευσαν πάνω της με ασφάλεια. Όταν κατηφόρισαν στην κοιλάδα για δύο σχεδόν μίλια, ανέβηκαν τούς χαμηλούς λόφους στα αριστερά τους και στις έξι το πρωί βρέθηκαν στα απαλά κυματιστά βοσκοτόπια, που σηματοδοτούσαν τα όρια τής μεγάλης πεδιάδας τού Ευφράτη. Εδώ έβαλαν τα άλογά τους να καλπάσουν και δεν ανέκοψαν μέχρι που έφτασαν στο Ερζερούμ, σε απόσταση είκοσι σχεδόν μιλίων [32 περίπου χλμ]. Πέρασαν γρήγορα μέσα από διάφορα αρμενικά χωριά, όπου ο Χάμιλτον εντυπωσιάστηκε πολύ από την άθλια εμφάνιση των κατοίκων. Ιδιαίτερα οι γυναίκες ήσαν πολύ αντιπαθητικές, πολύ κοντές, τετράγωνες με μεγάλους ώμους, με εντυπωσιακά παραμορφωμένες όψεις και τεράστια στόματα. Οι κατοικίες τους ήσαν κυρίως υπόγειες και λίγες σε αριθμό. Η βροχόπτωση ήταν έντονη και έκανε τον δρόμο βαθύ και λασπωμένο καθώς πλησίαζαν στο κέντρο τής πεδιάδας.

Στις οκτώ και τέταρτο διέσχισαν τον Ευφράτη ή Φρατ ή Καρασού, όπως τον αποκαλούν μερικές φορές οι Τούρκοι, πάνω από όμορφο πέτρινο γεφύρι με αρκετές καμάρες. Ακόμη και τόσο κοντά στις πηγές του ήταν μεγάλο και ορμητικό ποτάμι, αν και το νότιο παρακλάδι, που ονομάζεται Μουράτ Σου, θεωρούνταν γενικά ως το κύριο σκέλος αυτού τού περίφημου ποταμού.7 Η πεδιάδα τού Καρασού, η οποία είχε εδώ οκτώ ή δέκα μίλια πλάτος και διπλάσιο περίπου μήκος, περιβαλλόταν από όλες τις πλευρές από απότομα και ψηλά βουνά. Στην περιοχή τού ποταμού το έδαφος ήταν υγρό και ελώδες, ενώ το χώμα ήταν σε γενικές γραμμές πλούσιος προσχωσιγενής πηλός.

Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ολόκληρη η πεδιάδα υπήρξε κάποτε λίμνη, πριν βρει ο Ευφράτης διέξοδο προς τα κάτω, ανάμεσα από τα βουνά. Το μεγάλο μειονέκτημα για την ομορφιά αυτής τής περιοχής ήταν η παντελής απουσία δένδρων ή ξύλου οποιουδήποτε είδους, είτε στην ίδια την πεδιάδα ή στους γύρω λόφους. Στις εννιά και τέταρτο έφτασαν στο Ερζερούμ.

Τα χαμηλά και επίπεδης οροφής σπίτια αυτής τής πόλης ήσαν χτισμένα εξ ολοκλήρου από λάσπη, με βεράντες από τα ίδια υλικά, αλλά περισσότερα από τα μισά βρίσκονταν σε ερείπια, ενώ τα στενά και βρώμικα δρομάκια ήσαν πιο μολυσμένα με άγρια σκυλιά από εκείνα τής Κωνσταντινούπολης. Όμως τα ζώα αυτά λειτουργούσαν ως ανεκτίμητοι οδοκαθαριστές και ήσαν πιο αναγκαία εδώ απ’ όσο στις λιγότερο υπερυψωμένες περιοχές τής Μικράς Ασίας, επειδή κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού επισκέπτονταν την περιοχή χιλιάδες όρνεα. Ίππευσαν μέχρι το σπίτι τού κ. Άμποτ, ο οποίος ήταν τότε υποπρόξενος τού κ. Μπραντ και έτυχαν πολύ εγκάρδιας υποδοχής από αυτόν και τούς συντρόφους του.

Image

Ερζερούμ-Καρς-Ανί (1836)

Ο Χάμιλτον παρέμεινε αρκετές ημέρες στο Ερζερούμ, με πρόθεση να επισκεφτεί το Καρς και τα ερείπια τής Ανί, στα σύνορα τής Γεωργίας, πριν στρέψει και πάλι τα βήματά του προς τα δυτικά.8 Ήθελε επίσης να εξερευνήσει τις πηγές τού Ευφράτη στο Ντουμλού. Όμως οι δρόμοι ήσαν ακόμη σε τόσο κακή κατάσταση και η χώρα τόσο πλημμυρισμένη, που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει αυτό το μέρος τού σχεδίου του. Το ίδιο το Ερζερούμ λίγα πράγματα είχε για να κρατήσει τον ταξιδιώτη.

Τα πιο ενδιαφέροντα αξιοθέατα ήσαν τα ερείπια δύο αρμενικών εκκλησιών και τα ερείπια τού κάστρου. Η περιοχή ήταν γυμνή και χωρίς ενδιαφέρον. Έβγαινε κατά καιρούς από την πόλη και εξερευνούσε τούς λόφους προς τα νότια, οι οποίοι αποτελούνταν από τραχειτικά και άλλα πυριγενή πετρώματα, τα υπολείμματα των οποίων είχαν σχηματίσει σημαντική επικλινή μάζα, που εκτεινόταν για δύο σχεδόν μίλια μέσα την πεδιάδα προς το Ερζερούμ.

Μια τρύπα στους λόφους, δύο περίπου μίλια από την πόλη, η οποία έμοιαζε πολύ με αμφιθέατρο, φαινόταν, από την καθετότητα και την αλλοίωση τής φύσης των στρωματοποιημένων πετρωμάτων και την ποικιλία των πυριγενών βράχων, ότι ήταν κρατήρας ηφαιστείου την περίοδο των τραχειτικών εκρήξεων. Σε αυτούς τούς λόφους είδε πολλά κοπάδια και ζεύγη αγριόκοτες (μπαγκρακάλα), αλλά τόσο άγριες, που δεν κατάφερε να πετύχει καμία με πυροβολισμό.

Image

Ερζερούμ: Τσίφτε Μιναρέ

Το πιο αξιόλογο κτίριο στο Ερζερούμ ονομαζόταν Τσίφτε Μιναρέ, από δύο ψηλούς μιναρέδες, τότε σε ερείπια, που είχαν κατασκευαστεί στις δύο πλευρές τής κύριας εισόδου. είχαν εντελώς διαφορετικό στυλ από το ίδιο το κτίριο και αποτελούνταν από μικρά χρωματιστά τούβλα και ενυαλωμένα πλακίδια, βαθιά πτυχωτά, έτσι ώστε να μοιάζουν πολύ, όπως τού είπαν, με εκείνα που συναντιούνταν συχνά στην Περσία. Το ίδιο το κτίριο φαινόταν ότι αρχικά ήταν εκκλησία τού ίδιου χαρακτήρα με εκείνες που είδε στη συνέχεια στην Ανί και μπορούσε λοιπόν να ονομαστεί αρμενική. Χτίστηκε πριν από την ταταρική κατάκτηση τον 11ο αιώνα, όταν η Ανί και το Ερζερούμ λεηλατήθηκαν από τον Αλπ Αρσλάν και όταν όχι λιγότερες από 300 εκκλησίες καταστράφηκαν μόνο στη δεύτερη πόλη.

Η αρχιτεκτονική αποτελούσε τροποποίηση τής βυζαντινής και τής σαρακηνικής. Οι παραστάδες και τα γείσα καλύπτονταν με ιχνογραφήσεις αραβουργημάτων και γλυπτά. Σε κάθε πλευρά τού κεντρικού κλίτους υπήρχαν δύο σειρές χαμηλών αψίδων, που στηρίζονταν σε κοντούς απλούς κίονες με χαμηλά κιονόκρανα. Μέσα στα πλευρικά κλίτη υπήρχαν πόρτες, που οδηγούσαν σε πολλούς μικρούς θαλάμους με διάφορα αραβουργήματα και διακοσμητικά έργα γύρω από κάθε πόρτα. Σε κάθε πλευρά υπήρχε στοά πάνω από τούς διαδρόμους, που οδηγούσε σε άλλο σύνολο διαμερισμάτων, παρόμοιων με τα κάτω, αλλά όχι τόσο ιδιαίτερα διακοσμημένων. Πριν από μερικά χρόνια μια μεγάλη συλλογή από αρχαίες πανοπλίες, κράνη, κλπ. διατηρούνταν εδώ, αλλά λεηλατήθηκε από τούς Ρώσους. Όμως το κτίριο εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται ως είδος οπλοστασίου και βρήκαν πολλά από τα μικρά δωμάτια γεμάτα με στρατιωτικά σκουπίδια, θώρακες, κράνη, σπασμένα τόξα και βέλη, κέρατα-θήκες μπαρουτιού, κλπ., κάθε ποικιλίας σχήματος και μορφής, ενώ σωροί από μπάλες κανονιών και μερικοί σπασμένοι κιλλίβαντες γέμιζαν τα κάτω διαμερίσματα.

Η κύρια είσοδος βρισκόταν στα βόρεια. Στο απέναντι άκρο υπήρχε παρεκκλήσι φτιαγμένο από λευκό αλάβαστρο, πολύ πιο περίτεχνα κατεργασμένο από το υπόλοιπο κτίριο. Περιείχε, όπως τούς ενημέρωσε ο οδηγός τους, τον τάφο τού Τσατονίγια, σουλτάνου τού Ιράν, από τον οποίο λεγόταν ότι κατασκευάστηκε το τζαμί πριν από 570 χρόνια. Τότε ήταν ίσως η στιγμή που η ερειπωμένη αρμενική εκκλησία μετατράπηκε από αυτόν τον ηγεμόνα σε τζαμί και χτίστηκαν οι δύο όμορφοι μιναρέδες. Γιατί ο Χάμιλτον δεν πίστευε ότι χτίστηκε εξαρχής για μωαμεθανική λατρεία. Το παρεκκλήσι από αλάβαστρο ίσως είχε προστεθεί κατά την ίδια περίοδο. Περιλάμβανε έξι ψηλές κόγχες που εναλλάσσονταν με έξι χαμηλές και ήταν πλούσια διακοσμημένο με σχέδια αραβουργημάτων, αλλά φαινόταν ότι δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς το διακοσμητικό έργο ήταν ολοκληρωμένο μόνο σε μικρό τμήμα μέχρι τις παραστάδες και τις πλευρές των κογχών, όπου ούτε δύο από αυτές δεν βρίσκονταν στο ίδιο ύψος. Τα μοτίβα επίσης ήσαν διαφορετικά σε κάθε κόγχη, οι κοίλες θολωτές στέγες των οποίων ήσαν εμπλουτισμένες σε στυλ όχι διαφορετικό από εκείνο που ονομαζόταν γοτθικό. Ο Χάμιλτον έτεινε μάλιστα να πιστεύει ότι αυτό το παράξενο αρμενικό στυλ, που ήταν σε μεγάλο μέρος συνδυασμός βυζαντινού και σαρακηνικού, αποτελούσε συνδετικό κρίκο ανάμεσα σε αυτά και σε εκείνο που εισήχθη στην Ευρώπη περί τον 12ο αιώνα, το οποίο, χωρίς αμφιβολία, προερχόταν από την Ανατολή παρά το βόρειο όνομά του. Κάτω από το παρεκκλήσι υπήρχε πολύ όμορφα φτιαγμένος θόλος. Είχε τέσσερις κόγχες, από καθεμιά από τις οποίες ξεφύτρωνε αψίδα. Συναντιούνταν όλες μαζί στο κέντρο και παρήγαγαν διασταύρωση οξυκόρυφων τόξων.

Σε κάθε πλευρά τής κύριας εισόδου, η οποία ήταν πλούσια διακοσμημένη σε σαρακηνικό στυλ, ήταν χαραγμένος δικέφαλος αετός, που στηριζόταν σε λοφίο από φτερά που ξεφύτρωναν από μηνίσκο, κάτω από τον οποίο υψωνόταν σε κάθε πλευρά ο λαιμός και το κεφάλι δράκου. Στη μια πλευρά αυτής τής αλλόκοτης εμβληματικής φιγούρας υπήρχε κι άλλο λοφίο από φτερά, που ξεφύτρωναν από ήλιο. Η τοιχοποιία σε αυτό, όπως και στο άλλο κτίριο, που ονομαζόταν Μπιρ Μιναρέ, ήταν εξαιρετικά τέλεια. Οι πέτρες, οι οποίες ήσαν γενικά μεγάλες, συναρμόζονταν μεταξύ τους με μεγάλη ακρίβεια. Υπήρχε ένας μόνο μιναρές στο άλλο κτίριο, αλλά το στυλ ήταν το ίδιο και η πλευρά τής εισόδου ήταν επίσης διακοσμημένη με γλυπτά αετών, ηλίων και λεόντων, που έμοιαζαν με εκείνα που ήδη περιγράφηκαν.

Η πόλη περιβαλλόταν από τείχος, το οποίο ήταν σε κάποια σημεία διπλό και εφοδιασμένο με πολεμίστρες. Αλλά οι Ρώσοι άρπαξαν τα κανόνια την τελευταία φορά που ήσαν εδώ. Άφησαν μόνο μερικά κομμάτια βγαλμένα από τις βάσεις τους στην τώρα απογυμνωμένη ακρόπολη, τα οποία χρησιμοποιούνταν περιστασιακά για χαιρετιστήριους κανονιοβολισμούς στο ραμαζάνι. Η ίδια η ακρόπολη, σχεδόν στο κέντρο τής πόλης, βρισκόταν σε ερείπια. Περιβαλλόταν από διπλό τείχος, που πλαισιωνόταν από προμαχώνες, στους οποίους εξακολουθούσαν να υπάρχουν μερικά ορειχάλκινα κανόνια. Ένα μέρος τού κάστρου είχε χρησιμοποιηθεί ως φυλακή και σε ένα από τα εσωτερικά διαμερίσματα υπήρχε βαθύ σιδηρόφρακτο μπουντρούμι, στο οποίο οδηγούνταν οι αιχμάλωτοι που προορίζονταν για εκτέλεση. Η κύρια πύλη τής πόλης άνοιγε προς την πεδιάδα στα νότια και ονομαζόταν πύλη τού Ερζιντζάν. Πάνω από αυτήν υπήρχαν μερικές αδέξιες ελληνικές επιγραφές τής βυζαντινής περιόδου. Οι χαρακτήρες ήσαν πολύ ακανόνιστοι και μεγάλου ύψους. Είχαν ασβεστωθεί και τα περισσότερα γράμματα ήσαν δυσανάγνωστα. Σε μια όμως μπορούσε να διακρίνει την αρχή, που ήταν †HΠOPTA.

Image

Το Ερζερούμ (Θεοδοσιούπολις) σε καρτ-ποστάλ εποχής
(Ενορία Αγίου Λαζάρου Καθολικών Αρμενίων στη Βενετία)

Η θέα από το παράθυρό του έδινε καλή εντύπωση τής γενικής άποψης τής πόλης. Φαινόταν σαν καταπράσινος κάμπος, με έναν τρούλο ή τοίχο από λάσπη να υψώνεται περιστασιακά από πάνω της, ενώ εκτεινόταν πέρα στους πρόποδες των καταπράσινων λόφων, στους οποίους πού και πού φαίνονταν στημένες μια ή δύο λευκές σκηνές. Δεν ήσαν όμως παρά οι επίπεδες από λάσπη στέγες των απέναντι σπιτιών, όλων στο ίδιο επίπεδο, πάνω στις οποίες φύτρωνε παχύ χορτάρι, όπου ορισμένες φορές βοσκούσε γάιδαρος. Οι λευκές σκηνές δεν ήσαν τίποτε περισσότερο από μικρούς χάρτινους φεγγίτες, ψηλούς αναλογικά με το μέγεθός τους, με σκοπό την εισδοχή φωτός μέσα στα πιο κάτω ζοφερά διαμερίσματα.

Τα κύρια βιομηχανικά προϊόντα τού Ερζερούμ ήσαν ο σίδηρος και ο ορείχαλκος. Σημαντικό διαμετακομιστικό εμπόριο διεξαγόταν με την Περσία, στο οποίο μεγάλη ώθηση είχε δώσει πρόσφατα η εισαγωγή ατμοπλοϊκής ναυσιπλοΐας μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Τραπεζούντας. Η Περσία εξήγαγε μεγάλη ποσότητα μεταξιού και μαλλιού κασμίρ, ακατέργαστων και κατεργασμένων, σε αντάλλαγμα για τα οποία εισήγαγε βαμβάκι, μάλλινα και αποικιακά προϊόντα. Πληροφορήθηκε ότι, κατά μέσο όρο, 6.000 δέματα βρετανικών προϊόντων περνούσαν ετησίως από το Ερζερούμ, καθένα από τα οποία είχε αξία 50 στερλίνες, πράγμα που έδινε συνολική αξία εμπορευμάτων 300.000 στερλίνες, ενώ η αξία των εξαγωγών ήταν σχεδόν η ίδια. Μεγάλο ποσοστό αυτών των αγαθών εισαγόταν στη συνέχεια λαθραία στη Γεωργία, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλλε η Ρωσία για να το αποτρέψει. Οι εργάτες στον ορείχαλκο και τον σίδηρο αποτελούσαν πολυάριθμη κοινότητα και ήσαν διάσημοι σε όλη την Τουρκία. Από ορείχαλκο έφτιαχναν μεγάλη ποικιλία από κύπελλα, κηροπήγια, κλπ., ενώ τα κύρια προϊόντα τους από σίδερο ήσαν σπαθιά και πέταλα αλόγων. Τα τελευταία στέλνονταν σε μεγάλους αριθμούς στην Περσία, η οποία στην πραγματικότητα εφοδιαζόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από εδώ. Μια οικογένεια σιδηρουργών γνωστή με το όνομα Γεντί Καρντάς (επτά αδέλφια), είχε αποκτήσει πολύ εκτεταμένη φήμη. Καλά άλογα μπορούσαν επίσης να αγοραστούν εδώ από τις τουρκομανικές φυλές τής περιοχής. Ο Χάμιλτον αγόρασε ένα ζωηρό γκρίζο άλογο, με ύψος δεκαπέντε περίπου παλάμες, πολύ γρήγορο, δυνατό και καλοφτιαγμένο, για 1.200 γρόσια ή 12 στερλίνες, το οποίο τον μετέφερε τέλεια στη διάρκεια ολόκληρου τού καλοκαιριού.

Ο χειμώνας στο Ερζερούμ ήταν εξαιρετικά βαρύς, όπως θα αναμενόταν λόγω τού μεγάλου υψομέτρου πάνω από την θάλασσα, το οποίο είχε υπολογιστεί σε 6.000 περίπου πόδια [2.000 περίπου μέτρα], με το ύψος τής βαρομετρικής στήλης να κυμαίνεται μεταξύ 23,5 και 24 ιντσών. Όταν έφτασαν εκεί στις αρχές Ιουνίου, το σιτάρι μόλις εμφανιζόταν πάνω από το έδαφος. Ήταν όμως τόσο μεγάλη η θερμότητα τού ήλιου κατά τη διάρκεια τού σύντομου καλοκαιριού, που θα ήταν απαραίτητη η προσφυγή σε εκτεταμένο σύστημα άρδευσης, ώστε να αποτρέπεται το κάψιμό του πριν φτάσει στην ωριμότητα.

Τρίτη 7 Ιουνίου. Ξεκίνησε για το Καρς λίγο μετά το μεσημέρι, παρέα με τον συνταγματάρχη Μάκιντος, για να επισκεφθούν τα ερείπια τής Ανί. Αποχαιρετώντας τούς φιλόξενους φίλους τους πέρασαν από την πύλη τού Ερζερούμ, την οποία αποτελούσαν δύο πλευρικοί στύλοι ανάμεσα σε δύο αναχώματα από λάσπη, τα αποτελέσματα τής τουρκικής αδράνειας μπολιασμένα στη ρωσική κατάκτηση. Για δύο μίλια η πορεία τους ήταν ανατολική, ανάμεσα σε χαμηλούς λόφους, διασχίζοντας πολλά μικρά ρέματα που έρρεαν βόρεια προς τον Ευφράτη. Ύστερα, για έξι σχεδόν μίλια, ταξίδεψαν πάνω σε χαμηλούς γυμνούς λόφους ασβεστολιθικής μάργας σε αραιές στρώσεις καλυμμένες με πεπερίτη, και επικαλυπτόμενες από τεράστιους ογκόλιθους λάβας, βασάλτη, και βασαλτικής συσσωμάτωσης. Στη μιάμιση έφτασαν στην κορυφογραμμή, που εκτεινόταν σχεδόν προς βορρά από το ψηλό φάσμα λόφων στα δεξιά τους και χώριζε την πεδιάδα και την περιοχή τού Ευφράτη από εκείνη τού Αράξη. Από εκεί κατέβηκαν από ελικοειδή, βραχώδη δρόμο προς τον κάμπο τού Χασάνκαλε [Πασινλέρ], το γραφικό κάστρο τού οποίου ήταν ορατό από μακριά. Λίγο μετά τις δύο πέρασαν ρηχό και μικρό ρέμα, που κυλούσε βόρεια-βορειοανατολικά σε φαρδιά πετρώδη κοίτη και προφανώς αποτελούσε μία από τις κύριες πηγές τού Αράς ή Αράξη, ο οποίος κυλούσε από τα δυτικά προς τα ανατολικά μέσα στην πεδιάδα. Στις δυόμιση η πορεία τους ήταν σχεδόν ανατολική και οι λόφοι στα αριστερά τους υποχωρούσαν σταδιακά, καθώς διέσχιζαν λοξά την πεδιάδα μέχρι που έφτασαν στο χωριό Μπόρτζα. Από εκεί συνέχισαν βορειοανατολικά για έξι μίλια μέχρι τις όχθες τού Αράξη, περνώντας πολλά μεγάλα κοπάδια με γελάδια και φοράδες, που βοσκούσαν στην πεδιάδα.

Image

Χασάνκαλε (Πασινλέρ) (φωτο: gezilecekyerler.com)

Επίσης έπεσαν πάνω σε παρέα Γεωργιανών ταξιδιωτών, των οποίων οι ανώτεροι τρόποι και η ευγένεια σε σύγκριση με εκείνη των Τούρκων ήταν πολύ εντυπωσιακή, και των οποίων τα ενδύματα, αν και γραφικά και ιδιόμορφα, έμοιαζαν περισσότερο με εκείνα τής Ευρώπης.

Διαβήκαν τον Αράξη σε διάφορους κλάδους. Ήταν εδώ σημαντικό ρέμα και αρκετά βαθύ, ώστε να φτάνει στο δισάκι τους. Στα ελώδη εδάφη σε κάθε πλευρά τού ποταμού φύτρωναν μερικές ιτιές νάνοι και άγριες τριανταφυλλιές. Με αυτή όμως την εξαίρεση δεν είχαν δει δένδρο ή θάμνο, ούτε στα πεδινά ούτε στους λόφους, από τότε που έφυγαν από το Ερζερούμ. Γενική έλλειψη δασών σχεδόν κάθε είδους φαινόταν ότι αποτελούσε το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού τού υπερυψωμένου τμήματος τής Αρμενίας. Κοντά στο Χασάνκαλε σειρά λόφων από τα βόρεια προσέγγιζε το ποτάμι. Στις στρογγυλεμένες πλευρές τους διακριτές γραμμές παράλληλων δρόμων ή ακτών ήσαν πολύ αισθητές, μερικές από τις οποίες εκτείνονταν για δύο σχεδόν μίλια, ακολουθώντας όλες τις ελικώσεις των λόφων και όντας πιο έντονες σε πολλά σημεία από το χόρτο που εμφανιζόταν πλουσιότερα πράσινο, πράγμα που επιβεβαίωνε την άποψη ότι αυτή η πεδιάδα πρέπει να ήταν σε κάποια απομακρυσμένη περίοδο τεράστια εσωτερική θάλασσα ή λίμνη. Ένα ακόμη μίλι τούς έφερε στο Χασάνκαλε, που περιβαλλόταν από διπλό τείχος, το οποίο υπερασπίζονταν επάλξεις, προφανώς γενουάτικες ή βυζαντινές.

Η ίδια η πόλη ήταν άθλια. Τα τρία τέταρτα των σπιτιών βρίσκονταν σε ερείπια, ενώ εκείνοι στεγάστηκαν, όχι όμως χωρίς κάποια παθητική αντίθεση, στο κονάκι τού αγά. Στα ανατολικά τής πόλης επισκέφθηκαν τα ερείπια ισχυρού και καλά οχυρωμένου κάστρου, χτισμένου πάνω σε απομονωμένη μάζα πορφυριτικού τραχείτη. Περιβαλλόταν από διπλό τείχος, εκτός από τα ανατολικά και τα νότια, όπου η όψη τού βράχου ήταν σχεδόν κατακόρυφη. Διαλύθηκε από τούς Ρώσους, που άρπαξαν τα κανόνια του. Εδώ βρήκαν μεγάλη πέτρα που βρισκόταν πλάγια στο έδαφος, τής οποίας δεν μπόρεσαν να μαντέψουν τη χρήση, ούτε οι Τούρκοι μπορούσαν να τούς πληροφορήσουν, γιατί έλεγαν ότι βρισκόταν εκεί πριν ακόμη αναλάβουν αυτοί την κατοχή τής χώρας. Είχε μήκος τέσσερα περίπου πόδια και δύο σχεδόν πλάτος, με μεγάλη τρύπα κομμένη στο κάτω μέρος της, με κόμπους να προεξέχουν στις πλευρές και στην κορυφή και μπορεί ίσως να είχε χρησιμοποιηθεί ως βωμός κατά την παγανιστική εποχή. Δεν επισκέφτηκαν τις θερμές πηγές που ανάβλυζαν στην πεδιάδα στη νότια πλευρά τού Αράξη, ένα περίπου τέταρτο τού μιλίου από την πόλη και τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για θερμά λουτρά.

Τετάρτη 8 Ιουνίου. Από το Χασάνκαλε στο Χορασάν ήταν οκτώ ώρες. Αποχαιρέτισαν τον φιλόξενο αγά στις εξήμιση το πρωί και, αφού πέρασαν κάτω από τον βράχο τού κάστρου στα αριστερά τους, σύντομα βρέθηκαν και πάλι σε εκτεταμένη πεδιάδα. Ο Χάμιλτον είδε εδώ επίσης ελαφρά ίχνη των παράλληλων ακτογραμμών ή δρόμων στους λόφους στα αριστερά, καθώς εκτείνονταν προς τα βορειοανατολικά. Διασχίζοντας την πεδιάδα είδαν για πρώτη φορά βόδια που χρησιμοποιούνταν ως υποζύγια. Χρησιμοποιούνταν κυρίως για τη μεταφορά σιτηρών από τη Γεωργία, αλλά μετέφεραν πολύ μικρά φορτία. Αυτή η πεδιάδα ποτιζόταν από πολλά ρέματα που κυλούσαν από τα βουνά προς τον Αράξη. Αφού προχώρησαν έξι μίλια ανατολικά, άρχισαν να ανεβαίνουν χαμηλούς λόφους, στους οποίους υπήρχαν κι άλλα ίχνη από τις ακτές αρχαίων λιμνών, με την ίδια εμφάνιση παραλλήλων οχθών. Τρία ακόμη μίλια πάνω από ήπια κυματιστούς λόφους, τούς έφεραν στο μικρό χωριό Κιοπρουκιόι, μερικές εκατοντάδες μέτρα πέρα από το οποίο βρίσκονταν τα ερείπια αρχαίου χανιού ή καραβανσεράι, χτισμένου σε πλούσιο σαρακηνικό στυλ από συμπαγή πέτρα, κάποτε εγκιβωτισμένη με καλή τοιχοποιία, το μεγαλύτερο μέρος τής οποίας είχε αφαιρεθεί. Κάθε πλευρά του προστατευόταν από τέσσερις κυκλικούς πύργους, ενώ η είσοδος ήταν από τον νότο μέσω εξωτερικού και εσωτερικού ανοίγματος.

Image

Η Γέφυρα τού Βοσκού (Τσομπάν Κιοπρού) πάνω από τον Αράξη στο Κιοπρουκιόι
(en.wikipedia.org/wiki/)

Πάνω από την εξωτερική πόρτα υπήρχαν όμορφα γλυπτά αραβουργήματα, πάνω από τα οποία ο τοίχος ήταν κούφιος, σαν το πάνω τμήμα γοτθικής κόγχης. Η εσωτερική πόρτα ήταν διακοσμημένη στο ίδιο στυλ, αλλά όχι τόσο πλούσια. Μέσα υπάρχει μεγάλος θολωτός στάβλος με ύψος εικοσιπέντε περίπου πόδια και με πέντε σειρές αψίδων σε κάθε πλευρά.

Στον Χάμιλτον είχαν πει ότι υπήρχε σειρά από αυτά τα υπέροχα χάνια, εκτεινόμενη σε όλη τη διαδρομή από την Τραπεζούντα μέχρι την Ταμπρίζ τής Περσίας. Υπήρχε η γνώμη στο εξωτερικό ότι ανεγέρθηκαν από τούς Γενουάτες, όταν κατείχαν το εμπόριο αυτής τής χώρας και ότι σειρά φρουρίων υπήρχε στον ίδιο δρόμο, με σκοπό την προστασία των καραβανιών τους από τις επιθέσεις αρπακτικών ορδών και τη διατήρηση τής γραμμής επικοινωνίας τους. Στους Γενουάτες επίσης αποδίδονταν τα κάστρα τής Τραπεζούντας, τής Μπαϊμπούρτ, τής Ισπίρ, τού Χασάνκαλε και ίσως τού Ερζερούμ, καθώς και άλλων με τα οποία ο ίδιος δεν ήταν εξοικειωμένος. Δεν μπορούσε όμως να συμφωνήσει με αυτή την άποψη, γιατί οτιδήποτε κι αν μπορούσε να ειπωθεί για την προέλευση των κάστρων τής Τραπεζούντας και τού Χασάνκαλε, εκείνα τής Μπαϊμπούρτ και τής Ισπίρ, καθώς και το χάνι κοντά στο Κιοπρουκιόι, ήσαν αναμφισβήτητα σαρακηνικά και δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ήσαν πολύ προγενέστερης περιόδου από εκείνη των Γενουατών ή άλλων Ευρωπαίων εποίκων σε αυτή τη χώρα.

Φεύγοντας από το χάνι, ο δρόμος σύντομα περιοριζόταν σε στενό πέρασμα ανάμεσα σε ψηλούς λόφους στα αριστερά και το ποτάμι στα δεξιά, πέρα από το οποίο υπήρχε γέφυρα με επτά καμάρες πάνω από τα ενωμένα ρεύματα τού Αράξη ή Πάσιν Σου [τού Φάσι δηλαδή τού Ξενοφώντος] όπως ονομαζόταν εδώ και τού Μπινγκιόλ Σου από τον νότο. Στη γέφυρα όπου άφησαν τον μεγάλο δρόμο, που οδηγούσε κατά μήκος τού ποταμού στην Περσία μέσω Ντιγιαντίν και Βαγιαζήτ [σήμερα Ντογού Βαγιαζήτ], η κατεύθυνσή τους άλλαξε σε ανατολική-βορειοανατολική, πάνω σε ανοιχτή προσχωσιγενή πεδιάδα, που περιείχε μεγάλα βότσαλα και πέτρες νεφρίτη, βασάλτη, κλπ., η οποία φαινόταν να υψώνεται μέσα από τούς λόφους σκληρυμένου ψαμμίτη, από τούς οποίους οριοθετούνταν στα αριστερά. Στις δώδεκα πλησίασαν και πάλι στο ποτάμι και ανέβηκαν χαμηλούς λόφους από λιμναία άμμο και χαλίκια, πάνω στους οποίους προχώρησαν ανατολικά για τέσσερα μίλια, με το έδαφος να κλίνει ελαφρά προς το ποτάμι, που κυλούσε μέσα από εκτεταμένη πεδιάδα στα δεξιά.

Στη μία η ώρα πέρασαν μικρό ορεινό ρέμα, στο οποίο είδαν μερικά ψάρια εντελώς άγνωστα σε εκείνους, αλλά δεν είχαν τρόπο να διαπιστώσουν τι ήσαν. Αυτοί οι λόφοι καλύπτονταν με πολλά όμορφα λουλούδια, ιδιαίτερα ένα είδος ορχιδέας και ένα ίριδος. Το ποτάμι στα δεξιά τους σταδιακά υποχωρούσε, έως ότου, στις δύο και τέταρτο έφτασαν στο Χορασάν, μικρό χωριό, όπου ο οντάς τους [δωμάτιο] πρόσφερε καθαρό και άνετο κατάλυμα. Χαμηλοί λόφοι από ποταμίσια ή λιμναία χαλίκια και άμμο, σε διάφορα χρώματα, φαίνονταν στα βόρεια τού χωριού, περιλαμβάνοντας βότσαλα από βασάλτη και λάβα.

Πέμπτη 9 Ιουνίου. Από το Χορασάν στο Μπαρντέζ [τη σημερινή κωμόπολη Γκαζιλέρ, 65 χλμ. βόρεια τού Χορασάν] ήταν δέκα ώρες. Ξεκίνησαν στις έξι το πρωί και συνέχισαν βορειοανατολικά για δύο σχεδόν μίλια κατά μήκος τής πεδιάδας, όταν άρχισαν να ανεβαίνουν τούς λόφους από άμμο και χαλίκια, τού ίδιου σχηματισμού όπως εκείνων στο Χορασάν, οι οποίοι περιείχαν πολλά μικρά θραύσματα από μαύρο οψιδιανό ή ηφαιστειακό γυαλί, ενώ σύντομα έφτασαν στην κορυφή απομονωμένου οροπεδίου, που αποδείκνυε ότι αυτοί οι λόφοι πρέπει να ήσαν κάποτε ο πυθμένας εκτεταμένης λίμνης. Γιατί παρά την εκτεταμένη απογύμνωση, τα αποτελέσματα τής οποίας ήσαν ορατά σε πολλές βαθιές χαράδρες και κοιλάδες και τα οποία ίσως έλαβαν χώρα όχι σταδιακά, αλλά την περίοδο που διασπάστηκαν τα εμπόδια τής λίμνης, οι κορυφές των πολλών οροπεδίων διατηρούσαν την ίδια γενική στάθμη, αποδεικνύοντας ότι κάποτε ήσαν συνεχείς. Τα στρώματα είχαν ελαφρά κλίση προς τα δυτικά, εκτός από το ανώτερο, το οποίο ήταν απόλυτα οριζόντιο και στο οποίο ο Χάμιλτον βρήκε πολλά ίχνη θρυμματισμένων κελυφών, αλλά κανένα επαρκώς τέλειο, ώστε να το βγάλει ολόκληρο. Ανήκαν κυρίως σε ένα είδος, προφανώς το μύδι (μυτίλους ή αβίκουλη), με μερικά μικρά μονόλοβα όστρακα. Καθώς προχωρούσαν, ο Αράξης απομακρυνόταν σταδιακά από αυτούς, ρέοντας προς τα ανατολικά, ενώ οι ίδιοι συνέχισαν για τέσσερα σχεδόν μίλια προς βορρά πάνω από κυματιστούς λόφους που καλύπτονταν με βλάστηση, στην οποία όμως δεν είδαν χορτάρι. Τη βλάστηση αποτελούσαν μόνο αγριολούλουδα, τα οποία σε λίγες εβδομάδες θα είχαν καεί εντελώς από τον ήλιο.

Λίγο πριν τις οκτώ κατέβηκαν σε στενή κοιλάδα που ποτιζόταν από τον Καρασού ή Μαυρονέρι, βαθύ και ορμητικό ποτάμι, που κυλούσε από τα βορειοδυτικά. [Το όνομα Καρασού (Μαυρονέρι) είναι συνηθισμένο σε τουρκικά ρέματα. Με εξαίρεση τον Δυτικό Ευφράτη (Καρασού) που πηγάζει στα βόρεια τού Ερζερούμ, κατευθύνεται δυτικά μέσω Ελίτζα (Ελέγειας), Άσκαλε και Ερζιντζάν, όπου στρέφει προς νότο και βγαίνει από τα όρια αυτού τού βιβλίου, άλλο από τα κύρια ποτάμια στο βιβλίο, αναφερόμενο επίσης ως Καρασού, είναι ο Αμνίας (Γκιοκ Ιρμάκ), παραπόταμος τού Άλυ. Εδώ Καρασού είναι ο Σουνγκούτασι Τσάι.]

Ανέβηκαν στην κοιλάδα για μισό μίλι προκειμένου να φτάσουν στη γέφυρα και βρήκαν μερικούς μικρούς θάμνους να φυτρώνουν στις όχθες. Αφού διέσχισαν τη γέφυρα, ανέβηκαν σε απότομο και πετρώδες βουνό, γύρω από το δυτικό άκρο τού οποίου ο Καρασού είχε διαμορφώσει στενή κοίτη. Οι λόφοι αυτοί αποτελούνταν από γκρίζα και κοκκινωπά πορφυριτικά πυριγενή πετρώματα, που εναλλάσσονταν μερικές φορές σε κυματιστές γραμμές. Έφτασαν στην κορυφή τής λοφοσειράς στις εννέα το πρωί και άρχισαν γρήγορη κάθοδο στην κοιλάδα τού Καρασού, που κυλούσε πολύ κάτω από αυτούς στα αριστερά. Εδώ ο Χάμιλτον είδε πολλά μεγάλα κομμάτια από βράχο που έδειχνε φτιαγμένος από κίτρινο ίασπη, κοντά στην ένωση τού πυριγενούς πετρώματος με τούς στρωματοποιημένους βράχους, που έμοιαζαν με εκείνους που βρίσκονταν κοντά στην Κούλα και το Μπουρνούμπατ και αποτελούσαν από κάθε άποψη μεταμορφωμένο πέτρωμα. Στο χωριό Χαντέ [Χαντίκ, σήμερα Μπουλγκουρλού] στράφηκαν και πάλι προς βορρά και από εκεί κατέβηκαν στον Καρασού, στον οποίο έφτασαν στις δέκα και τέταρτο. Τα απόκρημνα βράχια στην άλλη πλευρά τού ποταμού είχαν μοναδική και επιβλητική εμφάνιση, με ερειπωμένο κάστρο σκαρφαλωμένο σε μία από τις κορυφές τους. Αυτή η βραχώδης κορυφογραμμή, που εκτεινόταν για κάποιο διάστημα προς τα βορειοανατολικά, ήταν φανταστικά διασπασμένη σε ποικιλία από μοναδικές μορφές και ψηλές κορυφές. Επειδή όμως ο δρόμος θεωρούνταν επικίνδυνος λόγω των Κούρδων, δεν μπόρεσε να εξετάσει ούτε αυτήν ούτε μιαν άλλη μάζα παρόμοιων κωνικών κορυφών, η οποία κάλυπτε μεγάλο μέρος τού λόφου στα δεξιά. Φαίνεται όμως ότι είχαν προκληθεί από την επίδραση τής διάβρωσης πάνω στον βράχο, ο οποίος ήταν είδος συσσωματώματος πυριγενούς πετρώματος ή ηφαιστειακού λατυποπαγούς.

Έχοντας φτάσει στον Καρασού, ανέβηκαν τη στενή κοιλάδα του για τρία μίλια, διασχίζοντας και ξαναδιασχίζοντας το ποτάμι αρκετές φορές, μέχρι που έφτασαν στο χωριό Καρά Οράν ή Καρά Οσμάν [Καραουργκάν, 37 χλμ βορειοανατολικά τού Χορασάν], η κύρια ασχολία των κατοίκων τού οποίου ήταν το πριόνισμα ξυλείας, που έφερναν από τα ελατοδάση τού Σογανλί Νταγ. [Αυτό το Σογανλί Νταγ, ανατολικά τής κοιλάδας τού Τσορούχ, είναι διαφορετικό από το Σογανλί Νταγ βόρεια τής κοιλάδας αυτής και αρκετά δυτικά, πάνω από τον Οφ, στα νοτιοανατολικά τής Τραπεζούντας.] Από εδώ στο Μπαρντέζ τη χώρα λεγόταν ότι λυμαίνονταν Κούρδοι, ενώ στο Χορασάν είχαν ακούσει μακροσκελείς ιστορίες για την αναγκαιότητα συνοδείας, την οποία, ύστερα από κάποιες αντιρρήσεις, είχαν συμφωνήσει να πάρουν. Όταν όμως ξεκίνησαν εκείνο το πρωινό, η περίφημη συνοδεία, η οποία θα απαρτιζόταν από οκτώ έφιππους ενόπλους, είχε συρρικνωθεί σε έναν άνδρα εφοδιασμένο με φύλλο πορείας (τέσκερε) από τον κυβερνήτη τής περιοχής, για την προμήθεια των απαραίτητων φρουρών στο Καρά Οράν. Εδώ όμως βρήκαν μόνο έναν αγρότη πάνω σε άλογο, οπλισμένο με γιαταγάνι, στον οποίο ο άνθρωπος από το Χορασάν ήθελε να τούς παραδώσει και να γυρίσει στο σπίτι του. Ζήτησε λοιπόν το μπαξίσι του, το οποίο αρνήθηκαν, υποχρεώνοντάς τον να τούς συνοδεύσει μέχρι να δουν μπροστά τους το Μπαρντέζ.

Αμέσως πάνω από το Καρά Οράν ο ποταμός είχε βρει διέξοδο μέσω αναχώματος από πυριγενή βράχο που εκτεινόταν για κάποιο διάστημα ανατολικά και δυτικά. Πέρα από αυτό ανέβηκαν την κοιλάδα για τρία σχεδόν μίλια, κατά μήκος στενού δρόμου στη δεξιά όχθη, μεταξύ προεξεχουσών μαζών συσσωματώματος πυριγενούς πετρώματος. Το ποτάμι στη συνέχεια διακλαδιζόταν σε δύο ρεύματα, από τα οποία το ένα κατέβαινε από τα βορειοανατολικά και το άλλο από τα βορειοδυτικά. Αφού διέσχισαν τον βορειοδυτικό κλάδο, ανέβηκαν στη βραχώδη κορυφογραμμή μεταξύ των δύο ποταμών, και στο πρώτο μίλι πέρασαν από τα ερείπια παλαιού τετράγωνου κτίσματος από μεγάλους ογκόλιθους, φτιαγμένου προφανώς σε κυκλώπειο στυλ, που στεκόταν στην άκρη τού γκρεμού και προφανώς προοριζόταν ως τόπος ασφαλείας. Καθώς προχωρούσαν, η χώρα άλλαζε σε ζοφερό λασπώδες υψίπεδο, με πολλούς ογκόλιθους πυριγενούς βράχου και τραχείτη διασκορπισμένους στην ανώμαλη επιφάνειά του.

Λίγο μετά τη μία είδαν στην απέναντι πλευρά τής κοιλάδας προς τα ανατολικά, δύο περίπου μίλια μακριά, τα ερείπια μεγάλου κάστρου ή φρουρίου σε απότομο λόφο, που λεγόταν ότι ανήκε σε κάποιον Καρά Ογλάν μπέη. Στους ίδιους λόφους εμφανίζονταν κατά καιρούς μπαλώματα δάσους, δίνοντας στην περιοχή την εικόνα αγγλικού πάρκου και δασικού τοπίου, ενώ ο λόφος πάνω στον οποίο στέκονταν ήταν εντελώς ψυχρός και γυμνός. Συνέχισαν να προχωρούν προς τα βόρεια πάνω από αυτή την άγρια περιοχή για τέσσερα ή πέντε μίλια, μέχρι που έφτασαν στην κορυφή ή υδροκρίτη, απ’ όπου κατέβηκαν από απότομο μονοπάτι στην κοιλάδα τού Μπαρντέζ [Γκαζιλέρ], όπου η πόλη με αυτό το όνομα βρισκόταν δύο περίπου μίλια μακριά προς τα βόρεια, σε καλά καλλιεργούμενη και αρδευόμενη πεδιάδα. Λίγα δένδρα φύτρωναν στους γύρω λόφους, κυρίως έλατα, ενώ άλλη ψηλή λοφοσειρά, καλυμμένη με στήλες βασάλτη, εμφανιζόταν πέρα από το Μπαρντέζ προς βορρά. Έφτασαν στη μικρή πόλη στις τρισήμιση περίπου. Στη μέση της υπήρχε χαμηλός λόφος, στεφανωμένος με τα ερείπια παλαιού τετράγωνου πύργου ή κάστρου, που ονομαζόταν Σουλτάν Σουλεϊμάν Καλέ, είχε χτιστεί από σουλτάνο με αυτό το όνομα και έλεγχε το πέρασμα και τη γέφυρα πάνω από το ποτάμι, το οποίο κυλούσε σε γενική κατεύθυνση από ανατολικά-νοτιοανατολικά προς δυτικά-βορειοδυτικά. Είχαν εδώ ένα δείγμα τής εξουσίας την οποία ασκούσαν οι τσαούσηδες πάνω στους αγρότες, βλέποντας τον Μουχτάντ να χτυπά με το μαστίγιό του γέρο ιμάμη, ο οποίος, με το πρόσχημα τής εξασφάλισης καλύτερου καταλύματος, τούς έβγαλε δελεάζοντας από τον καθαρό οντά όπου ήσαν άνετα εγκατεστημένοι και τούς οδήγησε στον δικό του βρώμικο στάβλο. Η πόλη λεγόταν ότι είχε 300 σπίτια που ανήκαν όλα σε Τούρκους, των οποίων η κύρια επαγγελματική δραστηριότητα σε αυτή την υπερυψωμένη περιοχή ήταν η κατασκευή ξύλινων κυψελών από τα έλατα των δασών τού Σογανλί Νταγ.

Αυτή η σειρά δασών αποτελούσε σημαντικό και ενδιαφέρον χαρακτηριστικό τής γεωγραφίας εκείνου τού τμήματος τής χώρας. Εφοδίαζε τόσο το Ερζερούμ όσο και το Καρς με καυσόξυλα, αν και απείχε περισσότερο από 70 μίλια [110 περίπου χλμ] από το Καρς. Ήταν η μόνη περιοχή στην οποία, για μεγάλη απόσταση, υπήρχαν δάση. Ήταν επίσης γνωστή ως το σημείο όπου ο Εγιούμπ πασάς, ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής, οχυρώθηκε μαζί με τον 50.000 ανδρών προωθημένο στρατό του, για να αντιταχθεί στην προέλαση των Ρώσων το 1828, ενώ εφεδρικός στρατός 150.000 ατάκτων στρατολογούνταν στο Ερζερούμ.

Αλλά όσο απόρθητο κι αν είχε καταστήσει ο Εγιούμπ πασάς το στρατόπεδό του, αυτό δεν κάλυπτε τον δρόμο τού Μπαρντέζ, από τον οποίο οι Ρώσοι πέρασαν το προωθημένο ιππικό τους, το οποίο συγκρούστηκε με τον Τσαμπέρ Βαλεσή Σαλίκ πασά, τον σερασκέρη τού Ερζερούμ, που είχε προχωρήσει για αναγνώριση με 500 περίπου ιππείς. Αυτοί κατατροπώθηκαν εντελώς και διαφεύγοντας στον στρατό τού Εγιούμπ πασά στο Σογανλί Νταγ με υπερβολικές αναφορές για τη ρωσική δύναμη, έσπειραν ανησυχία σε όλες τις πλευρές. Κάθε άνθρωπος σκεφτόταν τον εαυτό του, με άμεση συνέπεια την καθολική και επαίσχυντη φυγή.

Ο χτυπημένος από τον πανικό στρατός διαλύθηκε και ο άτυχος πασάς έμεινε με 200 μόνο άνδρες. Εκείνος βέβαια υποχρεώθηκε να υποφέρει για τα λάθη άλλων, ανακλήθηκε από την Υψηλή Πύλη και υποβιβάστηκε στη θέση τού αγά τής μικρής πόλης Κιρμασλί στη Μυσία, όπου ο Χάμιλτον τον είχε δει πριν από λίγους μήνες.

Image

Τούρκοι βασιβουζούκοι (άτακτοι) επιστρέφοντας από το Καρς στο Ερζερούμ
(Illustrated London News 1856)

Τού είπαν, όταν βρισκόταν ακόμη στην περιοχή τού Μπαρντέζ, ότι τη δύναμη εισβολής των Ρώσων αποτελούσαν πεζικό 22.000 ανδρών, 10.000 Κοζάκοι και 15.000 άτακτοι, Τσετσένοι (Λέσγοι), Κιρκάσιοι, Πέρσες, Τούρκοι, Γεωργιανοί, Αμπχάζιοι και Αρναούτες ή Αλβανοί.

Άλλο αξιοσημείωτο γεγονός που συνδεόταν με τα δάση τού Σογανλί Νταγ, ήταν ότι οι Ρώσοι τροφοδοτούνταν με ξυλεία από αυτά για την ανέγερση τού φρουρίου τού Γκυουμρί. Τόσο μεγάλη ήταν τότε η κυρίαρχη εξουσία τής Ρωσίας, που οι Τούρκοι αγρότες αναγκάζονταν να κόβουν τα ξύλα δωρεάν για τούς ομολογημένους εχθρούς τους. Και τόση ήταν η φιλαργυρία τού πασά τού Καρς, που πήρε 70.000 δουκάτα από τη Ρωσία για την πώληση αυτής τής ξυλείας.

Παρασκευή 10 Ιουνίου. Από το Μπαρντέζ στο Καρς ήταν δώδεκα ώρες [η σημερινή απόσταση από το Γκαζιλέρ (Μπαρντέζ) στο Καρς είναι 82 χλμ]. Κατεβαίνοντας από την πόλη από απότομο δρόμο, ελισσόμενοι γύρω από τα ερείπια τού κάστρου, διέσχισαν το ορμητικό ρέμα που κυλούσε από τα νοτιοανατολικά προς τα βορειοδυτικά, ανάμεσα σε ψηλά και απόκρημνα βράχια και στη συνέχεια ανηφόρησαν σε βορειοανατολική κατεύθυνση πάνω από τα πυριγενή και βασαλτικά πετρώματα, στα οποία υπήρχαν ίχνη ακανόνιστης στηλοειδούς δομής. Είχαν ξεκινήσει στις έξι το πρωί και σε μισή ώρα ελίσσονταν κατά μήκος τής πλευράς των λόφων με κλίση προς τον Μπαρντέζ Σου στα δεξιά τους, που καλύπτονταν από βασαλτικούς ογκόλιθους, οι οποίοι είχαν σε μερικά σημεία εκκαθαριστεί για χάρη κάποιων λιγοστών καλλιεργειών. Εδώ πέρασαν δίπλα από μεγάλη ομάδα τσιγγάνων, ντυμένων με κουρέλια όπως οι συνονόματοί τους σε όλο τον κόσμο. Παρά το γεγονός ότι η ενδυμασία τους έμοιαζε γενικά με εκείνη των Τούρκων και οι γυναίκες ιδιαίτερα φορούσαν μεγάλα, φαρδιά παντελόνια, όμως τούς ξεχώριζε κανείς εύκολα από την άθλια εμφάνισή τους, καθώς και λόγω τής σημαντικής ιδιαιτερότητας τής φυσιογνωμίας τους. Είχαν μερικές αγελάδες μαζί τους, που κουβαλούσαν τις σκηνές και τα κοντάρια τους.

Στις επτά έφτασαν στο χωριό Γκουσλέρ [Γκιουρεσκέν, σήμερα Γκιορεσκέν], οι κάτοικοι τού οποίου ασχολούνταν όλοι με το πριόνισμα ξυλείας. Λεγόταν ότι το χωριό αυτό ήταν ο γιαγλάς (θερινή διαμονή) των κατοίκων τού Μπαρντέζ. Αν ίσχυε αυτό, τότε η συνήθεια μάλλον και όχι η ανάγκη έπρεπε να προκαλούν αυτή την αλλαγή κατοικίας, αφού η κλιματική διαφορά μεταξύ των δύο τόπων ήταν ελάχιστα αισθητή. Από την άλλη πλευρά τής κοιλάδας μεγάλο ρέμα χυνόταν στον Μπαρντέζ Σου από τα νοτιοανατολικά, ενώ η ενδιάμεση χώρα ήταν ανεκτά καλά καλλιεργούμενη και αρδευόμενη, γιατί σε αυτό το υψόμετρο η άρδευση ήταν πάντοτε απαραίτητη για την καλλιέργεια σιτηρών, λόγω τής μεγάλης διάρκειας τού χειμώνα και τής ζέστης τού σύντομου καλοκαιριού. Στις οκτώ παρά τέταρτο διέσχισαν ξανά τον Μπαρντέζ Σου και ανέβηκαν σε στενή πλευρική κοιλάδα προς τα ανατολικά-νοτιοανατολικά, ενώ σύντομα μπήκαν σε κάποια εκτεταμένα πευκοδάση, πολύ ευχάριστη ανακούφιση ύστερα από τη σχεδόν πλήρη γυμνότητα τής χώρας μέσω τής οποίας είχαν ταξιδέψει τελευταία. Οι λόφοι μπροστά τους αποτελούνταν από βασάλτη και κυψελωτή λάβα, ενώ πάνω και κοντά στον δρόμο ο Χάμιλτον διέκρινε πολλές μάζες μαύρου και καφέ οψιδιανού ή ηφαιστειακού γυαλιού, τού οποίου έχουν ήδη αναφερθεί τα πολλά μικρά θραύσματα που βρήκε στην άμμο και στα χαλίκια κοντά στο Χορασάν. Εδώ όμως εμφανίζονταν σε τέτοιες ποσότητες και σε κομμάτια τέτοιου μεγέθους, που ο δρόμος σε κάποια σημεία ήταν κυριολεκτικά στρωμένος με αυτά. Αφού μόχθησαν για ένα περίπου μίλι, διέσχισαν μικρό ρέμα και ανέβηκαν όμορφη κοιλάδα, το πλούσιο πράσινο χορτάρι τής οποίας, διάστικτο με λουλούδια και διακοσμημένο με πολλές συστάδες δένδρων, προξενούσε την καλύτερη εντύπωση. Στα δεξιά τους πέρασαν κοντά από ψηλό λόφο, που φαινόταν να είναι μάζα οψιδιανού. Τόσα πολλά ήσαν τα θραύσματα αυτού τού ορυκτού που ήσαν απλωμένα γύρω από τη βάση του. Ο Χάμιλτον μετάνιωνε που δεν είχε μπορέσει να αφιερώσει λίγο χρόνο στην ανάβαση αυτού τού αξιόλογου βουνού. Η μεγάλη ανάπτυξη πυριγενών πετρωμάτων σε όλη τη γύρω περιοχή αποδείκνυε ότι ηφαιστειακή δραστηριότητα πολύ μεγάλης κλίμακας έχει αναπτυχθεί σε αυτή την περιοχή.

Στις εννέα παρά τέταρτο έφτασαν σε οροπέδιο στο ψηλότερο σημείο τής κορυφογραμμής, από την οποία οροσειρές διακλαδίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Χιόνια επίσης ήσαν ακόμη απλωμένα σε μεγάλα μπαλώματα γύρω τους. Η θέα προς τα νότια και νοτιοανατολικά ήταν πολύ εκτεταμένη, πάνω στους λόφους που καλύπτονταν με έλατα, τα οποία αποτελούσαν μέρος τού Σογανλί Νταγ. Στα ανατολικά υπήρχε μακριά στενή κορυφογραμμή, πυκνά καλυμμένη από δάση, που εκτείνονταν στην πεδιάδα. Από αυτή την ψηλή κορυφή κατέβηκαν σε απότομη χαράδρα προς τα βόρεια και στη συνέχεια, στρέφοντας βορειοανατολικά, συνέχισαν για πάνω από δύο μίλια να κατεβαίνουν στενή κοιλάδα, η βόρεια πλευρά τής οποίας ήταν, ως συνήθως, λόγω τού νότιου προσανατολισμού της, εντελώς γυμνή, ενώ η νότια πλευρά ήταν πυκνά δασωμένη.

Στις δέκα μπήκαν σε εκτεταμένη πεδιάδα, την οποία διέσχισαν σε ανατολική-βορειοανατολική κατεύθυνση για εικοσιτέσσερα περίπου μίλια, στους πρόποδες των χαμηλών λόφων που σχημάτιζαν το βόρειο όριό της. Ποτιζόταν από ποτάμι που εισερχόταν σε αυτήν όχι πολύ μακριά από την κοιλάδα από την οποία είχαν κατέβει οι ίδιοι και το οποίο αποτελούσε ίσως την κύρια πηγή τού ποταμού τού Καρς. Το ταξίδι τους κατά μήκος αυτής τής πεδιάδας ήταν ομοιόμορφο και χωρίς ενδιαφέρον, με λίγα σημάδια καλλιέργειας ή απασχόλησης, εκτός από τα κάρα ξυλείας που κατευθύνονταν στο Καρς. Πέρασαν μέσα από πολλά άθλια χωριά και άλλα εντελώς κατεστραμμένα και εγκαταλειμμένα, οι κάτοικοι των οποίων είτε είχαν χαθεί ή μεταφερθεί αλλού. Σε ορισμένα μέρη έβοσκαν μεγάλες αγέλες βοοειδών, ενώ πού και πού έβλεπαν μικρές καλλιέργειες στα χαμηλά τμήματα των λόφων. Καθώς προχωρούσαν, παρατήρησαν μακρινή σειρά χιονισμένων βουνών που απομακρύνονταν προς τα νότιο-νοτιοανατολικά στην κατεύθυνση τού όρους Αραράτ. Οι λόφοι στα αριστερά τους καλύπτονταν γενικά από χαμηλό γρασίδι, που εμπόδιζε ακόμη και να μαντέψουν τον γεωλογικό τους σχηματισμό. Αλλά μια ιδιαιτερότητα που ο Χάμιλτον παρατήρησε σε αρκετές από τις παράπλευρες κοιλάδες και ρεματιές ήταν ότι οι γκρεμοί των λόφων ήσαν όλοι προς τα δυτικά, ενώ οι λόφοι έσβηναν απαλά προς τα ανατολικά, δείχνοντας ότι βυθίζονταν μακριά από τούς ορεινούς όγκους που είχαν διασχίσει χθες και σήμερα το πρωί και είχαν ίσως υψωθεί από την ανύψωση των όγκων αυτών.

Λίγο μετά τις τέσσερις πέρασαν από μικρό χωριό που βρισκόταν σε κοιλότητα στα αριστερά τους. Κοντά στον δρόμο, σε ύψωμα, υπήρχε κυκλικό πέτρινο κτίριο με κωνική στέγη, που πιθανότατα ήταν ο τάφος Τούρκου αγίου. Χαμηλοί λόφοι υψώνονταν στα δεξιά τους, ενώ λίγο μετά τις πέντε είδαν το ποτάμι τού Καρς να ελίσσεται μέσα στην πεδιάδα από την ίδια πλευρά.

Image

Καρς: Εκκλησία και τμήμα τού φρουρίου σε ρωσική καρτ-ποστάλ εποχής

Στις πεντέμιση μπήκαν σε στενό πέρασμα ανάμεσα σε κατακερματισμένους λόφους στα αριστερά τους και το ποτάμι τού Καρς στα δεξιά, πέρα από τούς οποίους υπήρχε λοφοσειρά, που εκτεινόταν προς νότο, αποτελώντας το ανατολικό όριο τής πεδιάδας μέσα στην οποία ταξίδευαν τόσην ώρα. Ούτε ένα δένδρο δεν φαινόταν γύρω, ούτε, καθώς προχωρούσαν, είχαν την παραμικρή ένδειξη ότι πλησίαζαν στην πρωτεύουσα αυτού τού αρχαίου βασιλείου, ή, πράγμα τώρα πιο σημαντικό, στη συνοριακή πόλη τής Τουρκίας προς τη Ρωσία. Τελικά, αφού ακολούθησαν τούς ελιγμούς τής κοιλάδας για δύο σχεδόν μίλια, ξαφνική στροφή τούς έφερε σε θέα τής πόλης, ωραία τοποθετημένης σε βραχώδες αμφιθέατρο μαύρων βασαλτικών λόφων. Η εμφάνισή της ήταν σκοτεινή και μελαγχολική, εν μέρει λόγω τής έλλειψης δένδρων και εν μέρει από το γεγονός ότι όλα τα σπίτια της ήσαν χτισμένα από μαύρο βασάλτη.

Καθώς προχωρούσαν, το αρμενικό προάστιο στεκόταν μπροστά τους, χτισμένο πάνω σε ελαφρά ανυψωμένο έδαφος στην απέναντι ή ανατολική πλευρά τού ποταμού, ενώ το σκοτεινό αμφιθέατρο των λόφων εκτεινόταν προς τα αριστερά, σκεπασμένο με μαύρες καλύβες ή σπίτια, που δύσκολα ξεχώριζαν από τον βράχο στον οποίο ήσαν χτισμένα. Στο κέντρο υψωνόταν ψηλός λόφος με ερειπωμένη τουρκική ακρόπολη στην κορυφή του, ενώ ο ποταμός φαινόταν να διαφεύγει από στενό φαράγγι πίσω από το κάστρο, το οποίο ήταν έτσι σχεδόν πλήρως απομονωμένο. Αφού ελίχθηκαν γύρω από τα μισά προάστια και σε χαλασμένους πλακόστρωτους δρόμους, διέσχισαν τον ποταμό από καλή γέφυρα και περνώντας μέσα από τα παζάρια μπήκαν στο εντός των τειχών τμήμα τής πόλης. Τα περισσότερα σπίτια βρίσκονταν σε ερείπια, ως αποτέλεσμα των εχθροπραξιών με τούς Ρώσους, αλλά αφού ελίχθηκαν για κάποιο διάστημα ανάμεσά τους, έφτασαν στο σπίτι που είχε οριστεί ως κατάλυμά τους, κονάκι τους, από τον καϊμακάμη ή αναπληρωτή τού πασά.

Προς απογοήτευσή τους το σπίτι ανήκε σε Τούρκο. Προτιμούσαν πάντοτε ελληνικά ή αρμενικά σπίτια, στα οποία ήσαν λιγότερο εκτεθειμένοι στην ενοχλητική και μερικές φορές θρασύτατη περιέργεια τού οικοδεσπότη. Σε αυτή την περίπτωση όμως, η παράκαιρη περιέργεια τού οικοδεσπότη τους, που άρχισε αμέσως να τραβά και να περιεργάζεται τα στρατιωτικά κουμπιά τού παλτού τού συντρόφου του, συνάντησε την κατάλληλη απόκρουση τού συνταγματάρχη, ο οποίος δεν ήξερε τότε ότι ο άνθρωπος δεν ήταν ένας από τούς υπηρέτες τού σπιτιού. Βγήκε λοιπόν μάλλον αγανακτισμένος κι οι ίδιοι ξέφυγαν από την παρουσία του για το υπόλοιπο τής βραδιάς.

Σάββατο 11 Ιουνίου. Στάση στο Καρς. Ο Χάμιλτον ξεκίνησε σήμερα το πρωί, συνοδευόμενος από τον Τζουζέπε ως διερμηνέα και έχοντας μαζί τον Μουχτάντ και έναν από τούς τσαούσηδες τού πασά, να επισκεφτεί τον κυβερνήτη. Τον βρήκαν έξυπνο και πολιτισμένο Τούρκο, αλλά, ως συνήθως, περιβαλλόταν από ομάδα βρώμικων και κακοντυμένων συνοδών, που φορούσαν κάθε δυνατή ποικιλία ενδυμασίας. Κατά τη διάρκεια τής συνομιλίας τους ζήτησε κατά κάποιον τρόπο συγγνώμη για την ερειπωμένη κατάσταση τής πόλης, η οποία δεν είχε συνέλθει ακόμη από τις επιπτώσεις τού ρωσικού πολέμου. Ούτε εξέφρασε ιδιαίτερα φιλικά αισθήματα απέναντί τους, αν και, όπως παρατήρησε, ήσαν υποχρεωμένοι να δείχνουν τουλάχιστον φιλικές σχέσεις. Ανέφερε ότι η πόλη είχε 3.000 κατοικίες, αλλά αυτός ο αριθμός ήταν πολύ μεγάλος, αν και μπορεί να ήταν σωστός πριν από την καταστροφή της από τούς Ρώσους. Υπήρχαν είκοσι τζαμιά και τέσσερα λουτρά. Στην αυλή τού κονακιού είδαν για πρώτη φορά μερικούς Κούρδους ιππείς με τις μεγάλες λόγχες τους. Ένα περίπου πόδι πριν από τη σιδερένια αιχμή αυτές οι λόγχες είχαν όλες μεγάλη τούφα από μαύρο μαλλί, με ένα σχεδόν πόδι διάμετρο, ίσως για να εμποδίζεται η μεγάλη διείσδυσή τους, που θα τις καθιστούσε άχρηστες. Είχαν επίσης άλλη μικρότερη τούφα ακόμη πιο χαμηλά.

Σε παλαιό τείχος κοντά στην πύλη τού Γκυουμρί ο Χάμιλτον είδε μερικά θραύσματα σαρακηνικής αρχιτεκτονικής, που έμοιαζαν με εκείνα στο Ερζερούμ, πιθανώς απομεινάρια αρμενικής εκκλησίας, που άκμασε κατά τη διάρκεια τής ύπαρξης τού βασιλείου τού Καρς. Από τούς λόφους πίσω από το κάστρο στην αριστερή όχθη τού ποταμού είχαν ωραία θέα τής πόλης, η οποία ελεγχόταν από αυτά τα υψώματα, στα οποία οι Ρώσοι είχαν στήσει μικρή πυροβολαρχία, αν και η κύρια επίθεσή τους έγινε από την πεδιάδα στα ανατολικά.

Image

Όψη του Καρς από τη δυτική όχθη
(Τεξιέ, Περιγραφή τής Αρμενίας, τής Περσίας και τής Μεσοποταμίας, 1842)

Ο τόπος παραδόθηκε ύστερα από πολιορκία επτά ημερών, η οποία έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί σε επτά ώρες. Η φρουρά ήταν εξαιρετικά αδύναμη και αποτελούνταν μόνο από 1.000 ατάκτους και 1.000 ένοπλους αγρότες, εντελώς άχρηστους σε πολιορκούμενο φρούριο. Λεγόταν ότι υπήρχαν επίσης 300 κανόνια, αλλά, χωρίς άνδρες για να τα χρησιμοποιούν, ήσαν άχρηστα και τα απομάκρυναν όλα οι Ρώσοι. Το παζάρι ήταν μικρό και ανεπαρκώς εφοδιασμένο.

Επιστρέφοντας στο σπίτι δέχτηκαν επίσκεψη από τον οικοδεσπότη τους, ο οποίος είχε ανακτήσει το καλό του χιούμορ και ήταν ευγενικός και αξιοσέβαστος. Ανήκε σε πλούσια οικογένεια και είχε υπάρξει ένας από τούς κύριους γαιοκτήμονες στην περιοχή, αλλά είχε σχεδόν καταστραφεί από τούς Ρώσους. Όταν τού έκαναν ερωτήσεις σχετικές με τα ερείπια τής Ανί, ο κυβερνήτης υποσχέθηκε να στείλει έναν τσαούση μαζί τους, για να εξασφάλιζε ότι θα τούς μεταχειρίζονταν και θα τούς εφοδίαζαν καλά στα γύρω χωριά. Ένας Έλληνας μεσάζων τού προξένου πρόσφερε εθελοντικά τη συντροφιά του. Είχαν αποφασίσει να επεκτείνουν την εκδρομή τους όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο Γκυουμρί, τη ρωσική παραμεθόρια πόλη επί τού μεγάλου δρόμου προς το Ερεβάν, την οποία είχαν ακούσει ότι οι Ρώσοι είχαν οχυρώσει σε μεγάλο βαθμό, πράγμα για το οποίο αγόραζαν μεγάλες ποσότητες ξυλείας από τούς Τούρκους. Πόσο εντυπωσιακή αντίθεση επιδείκνυε η συμπεριφορά των δύο αυτών λαών!

Οι Ρώσοι, ισχυροί και ευημερούντες και συνεχώς ενεργώντας ως επιτιθέμενοι, οχύρωναν τη συνοριακή γραμμή τους στην αριστερή όχθη τού Άρπα Τσάι, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό κάθε διαδοχική κατάκτηση, ενώ οι Τούρκοι, αδύναμοι και ανοργάνωτοι, αβοήθητοι απέναντι στον γείτονά τους και καταπιεζόμενοι από τούς δικούς τους ηγεμόνες, άφηναν τη γραμμή των συνόρων τους χωρίς φρουρό ή σκοπιά και τις κωμοπόλεις τους διαλυμένες σε ερείπια και μη προστατευόμενες έστω από έναν στρατιώτη ή από ένα κανόνι!

Κυριακή 12 Ιουνίου. Από το Καρς στο Χατζή Βελή Κιόι ήταν πέντε ώρες. Άφησαν το Καρς από την ανατολική πύλη, κοντά στην οποία, στα τείχη τής πόλης, παρατήρησαν κάποια αδρά ανάγλυφα που αναπαριστούσαν ζώα, σε στυλ που μπορούσε να ονομαστεί αρμενικό. Φτάνοντας στην πεδιάδα, έπεσαν πάνω σε τριάντα κάρα με ξυλεία που κατευθύνονταν στο Γκυουμρί. Η κατεύθυνσή τους ήταν σχεδόν ανατολική, ενώ εκείνη προς Γκυουμρί ήταν βορειοανατολική. Καθώς προχωρούσαν, οι λόφοι προς βορρά σταδιακά απομακρύνονταν, ενώ σύντομα βρέθηκαν να διασχίζουν επίπεδη κυματιστή πεδιάδα από βασάλτη, που υψωνόταν ελαφρά προς τα ανατολικά. Μπροστά τους, επτά περίπου μίλια από το Καρς, δύο κωνικοί λόφοι, προφανώς σβησμένα ηφαίστεια, υψώνονταν από την πεδιάδα, δείχνοντας ότι η ηφαιστειακή φύση τής χώρας συνεχιζόταν ακόμη προς το όρος Αραράτ. Αυτοί οι βασαλτικοί βράχοι ήσαν εξαιρετικά κυψελοειδείς και φυσαλιδώδεις, πράγμα από το οποίο μπορούσε να συναχθεί η πιο πρόσφατη προέλευσή τους. Ούτε ένα δένδρο δεν φαινόταν στην πεδιάδα, ούτε πάνω στην ψηλή οροσειρά τού Καραντάγ, δεκαοκτώ ή είκοσι περίπου μίλια μακριά τους προς τα ανατολικά-νοτιοανατολικά. Οι βοσκότοποι όμως ήσαν εξαιρετικοί, ενώ κοντά στο Καρς είδαν πολλή καλλιεργήσιμη γη. Αλλά οι καρποί θα αργούσαν ακόμη να ωριμάσουν.

Στη μία το μεσημέρι πέρασαν ανάμεσα σε δύο κωνικούς λόφους, η εξώθηση των οποίων είχε προκαλέσει τη δημιουργία χαμηλής λοφοσειράς, καθώς το έδαφος σχεδόν αμέσως μετά πλάγιαζε προς τα βορειοανατολικά. Πριν φτάσουν στο Χατζή Βελή Κιόι, πέρασαν κι άλλα κάρα φορτωμένα με ξυλεία, τα οποία οδηγούσαν Γεωργιανοί και Κιρκάσιοι (Τσερκέζοι) αγρότες, των οποίων οι γούνινες τραγιάσκες και τα εφαρμοστά ρούχα τούς ξεχώριζαν εύκολα από τούς Τούρκους.

Image

Το όρος Αραράτ όπως φαίνεται από τις Τρεις Εκκλησίες (Ετσμιατζίν)
(Τουρνεφόρ, Διήγηση ενός ταξιδιού στην Ανατολή, 1717)

Το Χατζή Βελή Κιόι ήταν άθλιος μικρός τόπος, όπου ο καϊμακάμης τού Καρς τούς είχε παραγγείλει κονάκι. Δεν ήταν όμως καλύτερο από τα συνηθισμένα καταλύματά τους. Μάλιστα από κάποιες απόψεις ήταν χειρότερο, καθώς τα άλογά τους βρίσκονταν κάτω από την ίδια στέγη και διαχωρίζονταν από εκείνους μόνο με χαμηλό κιγκλίδωμα. Μάλιστα ένας ξένος από απόσταση θα είχε κάποια δυσκολία να το αναγνωρίσει ως χωριό, γιατί τα σπίτια ήσαν όλα κάτω από το έδαφος και έμοιαζαν με χαμηλούς σωρούς σκουπιδιών, με λίγους τοίχους ή αναχώματα από πέτρες επάνω τους. Βρισκόταν στη δυτική όχθη βαθιάς και στενής χαράδρας στον βασαλτικό βράχο, στο χείλος τής οποίας υπήρχαν τα ερείπια μικρού πρωτόγονου κάστρου, που τώρα χρησιμοποιούνταν ως στάνη γελαδιών. Ο βασάλτης είχε σε κάποια σημεία ελαφρώς στηλοειδή δομή. Το πάνω του μέρος ήταν εξαιρετικά κυψελωτό, αλλά γινόταν πιο συμπαγής χαμηλότερα. Περπατώντας πάνω στους λόφους προς τα ανατολικά, οι οποίοι καλύπτονταν από υπέροχους βοσκότοπους, είδαν τις χαλαρές πέτρες μαζεμένες σε σωρούς σε πολλά μέρη, καθώς και σημάδια μισοσβησμένων αυλακιών, συμπτώματα πιο εκτεταμένης καλλιέργειας σε προηγούμενη εποχή. Κατά τη διάρκεια τής πορείας τους είδαν για πρώτη φορά την ψηλή κορυφή τού Αραράτ, ή Αγρί Νταγ, να δεσπόζει σε μαγευτικό και μοναχικό μεγαλείο πάνω απ’ όλους τούς γύρω λόφους, από τούς οποίους το βουνό ήταν εντελώς ανεξάρτητο, με την κορυφή του για αρκετές χιλιάδες πόδια καλυμμένη με αιώνιο χιόνι, να υψώνεται σε ψηλό σημείο από φαρδιά και επικλινή βάση. Πέρα από τα ρωσικά σύνορα είδαν επίσης το ψηλό χιονισμένο βουνό Αλατζά Νταγ με κατεύθυνση από ανατολικά προς νότια, καθώς και πολλούς άλλους κωνικούς λόφους που έμοιαζαν με ηφαίστεια στα νότια και νοτιοδυτικά, πέρα από άλλους σε μεγαλύτερη απόσταση στα ανατολικά και βορειοανατολικά. Το βράδυ ο οικοδεσπότης τους, σύμφωνα με τη συνήθη τουρκική πρακτική, όταν τού έδειξαν λίγη ευγένεια και επισήμαιναν τις ιδιαιτερότητες των πιστολιών τους με τις χάλκινες λαβές, άρχισε να αποκτά πολλή οικειότητα και να γίνεται αδιάκριτος, επιβεβαιώνοντας την άποψη τού Χάμιλτον ότι ο μόνος τρόπος για να τα πηγαίνεις καλά με αυτούς τούς ημιβάρβαρους, ήταν να τούς συμπεριφέρεσαι με τη συνήθη ευγένεια και να τούς κρατάς σε απόσταση.

Δευτέρα 13 Ιουνίου. Για κάποιον λόγο ανάμεσα στο άγχος του να δει τα ερείπια τής Ανί και την ενόχληση που προκαλούσαν τα ζωύφια, ο Χάμιλτον δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη νύχτα. Ξεκίνησαν στις πέντε το πρωί και η περιοχή ήταν μάλλον λοφώδης, αλλά κατά τα άλλα έμοιαζε με εκείνη μέσω τής οποίας είχαν περάσει από τότε που έφυγαν από το Καρς. Καθώς αμφέβαλλαν αν θα εύρισκαν κάτι που θα τούς αποζημίωνε για τούς κόπους τους, φάνηκαν ξαφνικά στον ορίζοντα τα ερείπια, ενώ στις επτά έφτασαν σε χωριό επτά μίλια έξω από το Χατζή Βελή Κιόι, έχοντας διασχίσει δύο ή τρία μικρά ρέματα που κυλούσαν βορειοανατολικά προς τον Καρασού και τον Άρπα Τσάι, τον αρχαίο Άρπασο. Το σημερινό χωριό βρισκόταν μισό περίπου μίλι βόρεια από τα ερείπια, στα οποία προχώρησαν, αφού πρώτα εγκαταστάθηκαν σε μικρό οντά.

Η πόλη τής Ανί9 ήταν χτισμένη σε τριγωνική μορφή, σε βραχώδη χερσόνησο που προεξείχε από τα ορμητικά νερά τού Άρπα Τσάι. Την προστάτευαν στα ανατολικά απότομοι γκρεμοί, στους πρόποδες των οποίων ο ποταμός κυλούσε σε βαθύ και ελισσόμενο φαράγγι, και στα δυτικά ξερή χαράδρα σημαντικού πλάτους, στις απόκρημνες πλευρές τής οποίας είχαν ανασκαφεί πολλές χιλιάδες τάφοι και σπήλαια. Αυτές οι δύο κοιλάδες συναντιούνταν στην κορυφή τού τριγώνου προς νότο, ενώ η βάση προς βορρά, εκεί όπου το ακρωτήριο ενωνόταν με το επίπεδο οροπέδιο τής χώρας, ήταν οχυρωμένη με ισχυρά και μεγάλα τείχη, που υποστηρίζονταν από πολλούς στρογγυλούς πύργους και εκτείνονταν σε όλο το μήκος τού ισθμού. Τα τείχη αυτά είχαν ακόμη σε ορισμένα σημεία σαράντα ή πενήντα πόδια ύψος και ήσαν πολύ όμορφα χτισμένα, με το εξωτερικό περίβλημα να αποτελείται από μεγάλα τετράγωνα κομμάτια κίτρινης πέτρας από την περιοχή, στενά αρμολογημένα μεταξύ τους.

Image

Η πύλη τής Ανί σε καρτ-ποστάλ εποχής

Μοναδικό και εντυπωσιακό αποτέλεσμα είχε παραχθεί από την κατά περίπτωση εισαγωγή εναλλασσομένων σειρών, καθώς και σταυρών και άλλων διακοσμητικών στοιχείων από μαύρη πέτρα, επίσης από την περιοχή.

Σε αυτό το τείχος είδαν δύο πύλες που οδηγούσαν στην πόλη, η πιο δυτική από τις οποίες πλαισιωνόταν από πύργους μεγάλου ύψους, αλλά ήταν τόσο αποκλεισμένη από πεσμένα κομμάτια, που ήταν αδύνατο να μπουν. Η άλλη είσοδος ήταν κοντά στο κέντρο τής γραμμής, όπου υπήρχε διπλό τείχος, ενώ οι δύο πύλες δεν ήσαν πάνω στον ίδιο άξονα. Ακριβώς απέναντι από την είσοδο στο εξωτερικό τείχος, μερικές αρμενικές επιγραφές και ένα λιοντάρι είχαν σκαλιστεί αδρά πάνω στο εσωτερικό, η είσοδος τού οποίου πλαισιωνόταν επίσης από στρογγυλούς πύργους. Περνώντας την εσωτερική πύλη είχαν πλήρη εικόνα τής πόλης, με τα τείχη να εκτείνονται μακριά τους σε κάθε πλευρά. Αν και αυτά τα ερείπια δεν ήσαν τόσο πολυάριθμα όσο περίμεναν να τα βρουν, υπήρχε όμως κάτι εντυπωσιακό και σχεδόν απαίσιο στην όψη μιας χριστιανικής πόλης, χτισμένης σε στυλ τόσο ιδιαίτερο και άγνωστο στη σύγχρονη Ευρώπη, τώρα σχεδόν στην ίδια κατάσταση στην οποία την είχαν αφήσει οι καταστροφείς της πριν από οκτώ αιώνες. Ολόκληρος ο χώρος τής πόλης καλυπτόταν από τα πεσμένα απομεινάρια των μικρότερων κτιρίων και ιδιωτικών κατοικιών, ενώ είκοσι περίπου μεγάλα δημόσια κτίρια διακρίνονταν από τα υπόλοιπα.

Image

Ανί, ο καθεδρικός ναός (Λιντς, 1901)

Ήσαν κυρίως εκκλησίες και παρεκκλήσια, με δύο όμορφους οκτάγωνους μιναρέδες, ένας εκ των οποίων εξακολουθούσε να συνδέεται με ερειπωμένο τζαμί. Σημαντικά λείψανα τού παλατιού ήσαν επίσης ορατά.

Το κύριο αντικείμενο που προσέλκυσε την προσοχή τους μπαίνοντας στην πόλη, ήταν η μεγάλη χριστιανική εκκλησία στα νότια τής πύλης, χτισμένη με τη μορφή λατινικού σταυρού και σε καλή κατάσταση διατήρησης. Τη μυτερή στέγη σχημάτιζαν μεγάλες πλάκες από πέτρα που στηρίζονταν σε αψίδες και, με την εξαίρεση τού τρούλου, ήταν τέλεια. Η είσοδος βρισκόταν στο δυτικό άκρο, ενώ σε κάθε πλευρά της υπήρχαν πολυάριθμες επιγραφές με αρμενικά γράμματα, οι οποίες, όταν τις αποκρυπτογραφούσαν, θα έριχναν φως στην ιστορία τού τόπου. Μάλιστα δεν υπήρχε σχεδόν κανένα κτίριο στην Ανί, οποιασδήποτε σπουδαιότητας, που να μην καλυπτόταν από αρμενικές επιγραφές. Το εσωτερικό τού ναού αποτελούνταν από ένα κεντρικό και δύο πλαϊνά κλίτη. Το μήκος του από το ημικυκλικό ιερό βήμα στην είσοδο ήταν 107 πόδια και το πλάτος 66 πόδια. Το στυλ θα μπορούσε να ονομαστεί βυζαντινό, με μίξη σαρακηνικού.

Οι κυκλικές αψίδες υψώνονταν πάνω σε ψηλές παραστάδες, που τούς έδιναν πολύ διαφορετικό χαρακτήρα από την πραγματική βυζαντινή ή τη χαμηλή σαξωνική αψίδα. Βρήκαν αυτό το στυλ να επικρατεί καθολικά στην Ανί, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, με μεγαλύτερη ποικιλία, στολισμό και γλυπτά και να πλησιάζει σταδιακά το πλούσιο αραβικό ή μαυριτανικό στυλ. Σε κάθε πλευρά τού ιερού βήματος, το οποίο είχε δώδεκα κόγχες, υπήρχε μικρό σκοτεινό διαμέρισμα ή σκευοφυλάκιο, με στενή σκάλα που οδηγούσε πάνω, σε δύο παρόμοια δωμάτια. Η εκκλησία ήταν γεμάτη γελάδια, που είχαν καταφύγει εκεί λόγω τής μεσημεριανής ζέστης.

Σε μικρή απόσταση προς τα δυτικά τής εκκλησίας υπήρχε ψηλός μιναρές με μεγάλη αραβική επιγραφή, ενώ 100 μέτρα νοτιότερα υπήρχαν τα ερείπια μεγάλου τζαμιού, ο μιναρές τού οποίου στεκόταν ακόμη. Ήταν χτισμένο στην άκρη τού γκρεμού που κρεμόταν πάνω από τον Άρπα Τσάι και ήταν αναμφίβολα σαρακηνικό. Η στέγη στηριζόταν σε χαμηλούς κίονες με επίπεδα κιονόκρανα. Το κτίριο ήταν σχεδόν τετράγωνο, ενώ μια μόνο γωνία του είχε γεμιστεί, προκειμένου να στηρίξει τον μιναρέ. Και στο εξωτερικό υπήρχαν επιγραφές τόσο στα αραβικά όσο και στα αρμενικά. Στο νότιο άκρο τής πόλης, κοντά στην κορυφή τού τριγώνου, υπήρχε υπερυψωμένο βραχώδες σημείο, το οποίο σε ελληνική πόλη θα ήταν η ακρόπολη. Εδώ όμως βρήκαν μόνο τα ερείπια τριών ή τεσσάρων μικρών παρεκκλησίων στην κορυφή και στις πλευρές τού λόφου, χωρίς ίχνη ότι ο λόφος αυτός είχε ποτέ οχυρωθεί. Στη νοτιοανατολική του πλευρά υπήρχε άλλο παρεκκλήσι με πλούσιο στυλ και σε καλή κατάσταση συντήρησης, με κωνική στέγη, μορφή που επικρατούσε σε όλα τα οικοδομήματα στα οποία υπήρχε ακόμη στέγη. Μικρό τείχος εκτεινόταν γύρω από τον λόφο σε μικρή απόσταση από την κορυφή, αλλά μάλλον προοριζόταν μόνο για να σηματοδοτεί τα όρια τής πόλης, αφού η απότομη φύση τού εδάφους καθιστούσε περιττή οποιαδήποτε άλλη οχύρωση. Ανάμεσα σε αυτόν τον λόφο και τη μεγάλη εκκλησία που περιγράφηκε πιο πάνω βρήκαν τα ερείπια άλλης εκκλησίας, κατεστραμμένης ολοσχερώς και ισοπεδωμένης, αλλά με πολλά έξοχα κομμάτια αρχιτεκτονικής πεσμένα ανάμεσα στα ερείπια. Από τη γενική εμφάνιση των κατεδαφισμένων μαζών, οι οποίες ήσαν λιγότερο σπασμένες και λιγότερο παραμορφωμένες από το χώμα και τα σκουπίδια απ’ όσο οι άλλες, φαινόταν ότι είχε γκρεμιστεί σχετικά πρόσφατα.

Επιστρέφοντας από την ακρόπολη κατά μήκος τής δυτικής πλευράς τής πόλης, εξέτασαν διάφορα άλλα ενδιαφέροντα κτίρια, εντυπωσιακά από το πλούσιο τους ύφος, που άξιζαν την προσοχή τού αρχιτέκτονα αρχαιολόγου. Το πρώτο ήταν ένα οκτάγωνο παρεκκλήσι με διάμετρο τριάντα πόδια, που καλυπτόταν από τρούλο και είχε επτά κυκλικές κόγχες στο εσωτερικό, ενώ την όγδοη παρείχε η είσοδος. Οι κόγχες αυτές ήσαν στη μορφή κάτι περισσότερο από ημικύκλιο, δίνοντας έτσι στο εσωτερικό ιδιόμορφο και οδοντωτό χαρακτήρα. Μέσα η αρχιτεκτονική ήταν εξαιρετικά απλή, αλλά στο εξωτερικό ιδιαίτερα διακοσμητική.

Image

Ανί, ο Άγιος Γρηγόριος (Λιντς, 1901)

Πλούσια σχέδια, αυλακώσεις και ξυλόγλυπτα, με βαθιά χαραγμένες, πλεγμένες επικεφαλίδες, αναπτύσσονταν γύρω από τα παράθυρα και κάτω από τα γείσα. Εδώ επίσης η στέγη ήταν κωνική και σχηματιζόταν από μεγάλες επίπεδες πλάκες, με τις άκρες τους να πατούν η μια πάνω στην άλλη.

Μια άλλη πλούσια διακοσμημένη εκκλησία βρισκόταν προς τα βορειοανατολικά εκείνης που μόλις περιγράφηκε, έχοντας προσαρτημένο σε αυτήν παρεκκλήσι με όμορφη θολωτή οροφή χωρισμένο σε διάφορα διαμερίσματα, γεμάτα ψηφιδωτά διαφόρων σχεδίων φτιαγμένων από τις διάφορες χρωματιστές πέτρες τής περιοχής και έχοντας τούς τοίχους του καλυμμένους με πλούσια γλυπτά και ανάγλυφα αραβουργήματα. Οι αψίδες που στήριζαν την οροφή ήσαν κυκλικές, αλλά οξυκόρυφες αψίδες παράγονταν από τις τομές τους, ενώ διάφορα άλλα στολίδια, που συνήθως ονομάζονταν γοτθικά, εισάγονταν κατά περίπτωση.

Ο Χάμιλτον δεν θα μπορούσε να αποφύγει να παραδοθεί στην εικασία ότι η προέλευση αυτού τού πλούσιου στυλ που ονομαζόταν γοτθικό και σαρακηνικό μπορούσε να ανιχνευτεί ικανοποιητικά από τη μελέτη των στολιδιών των κιονοκράνων και των πολυάριθμων γωνιών ή εσοχών μεταξύ των αψίδων, στις οποίες η κανονική διαβάθμιση ήταν ευδιάκριτη, από την τέλεια απλότητα μέχρι την ανθηρή πληθωρικότητα.

Κοντά στο δυτικό άκρο των τειχών, αλλά μέσα στην πόλη, επισκέφθηκαν τα ερείπια εκτεταμένου κτιρίου, που βρισκόταν στην άκρη τού φαραγγιού. Αποτελούνταν από πολλούς ορόφους, σε καθέναν από τούς οποίους εξακολουθούσαν να διασώζονται πολλά διαμερίσματα. Είχε προφανώς υπάρξει το ανάκτορο των βασιλιάδων τής Ανί κατά την περίοδο τής μέγιστης ισχύος τους. Η τοιχοποιία ήταν εξαιρετική, οι ογκόλιθοι ήσαν τοποθετημένοι με τη μεγαλύτερη ακρίβεια, όπως συνέβαινε με τα περισσότερα από τα κτίρια που στέκονταν ακόμη, ενώ είχε εγκιβωτιστεί σε μεγάλα τετράγωνα κομμάτια, οι ακμές των οποίων ήσαν τόσο τέλειες, όπως όταν πρωτοχτίστηκε. Η πύλη ήταν σε πλούσιο σαρακηνικό στυλ, το παράθυρο πάνω της είχε μυτερό τόξο και ο τοίχος ήταν διακοσμημένος με πλούσια ψηφιδωτά σχέδια από διάφορες χρωματιστές πέτρες.

Πολλά από τα σπήλαια στις ρεματιές γύρω από την πόλη ήσαν σμιλεμένα στο εσωτερικό, εμφανίζοντας αρχιτεκτονικά σχέδια, ή καλύπτονταν με αδρές, κακοφτιαγμένες φιγούρες. Σε ένα από αυτά κοντά στο παλάτι, τα πλευρικά τοιχώματα ήσαν κομμένα ώστε να μοιάζουν με κίονες, κιονόκρανα και γείσα, ενώ η οροφή έμοιαζε με αψίδες και δοκάρια, που στηρίζονταν στους απέναντι κίονες κάθε πλευράς.

Κάτω από την κύρια εκκλησία στην ανατολική πλευρά τής πόλης βρήκαν τα ερείπια ψηλής στενής γέφυρας πάνω από τον Άρπα Τσάι, που οδηγούσε στην επαρχία τής Γεωργίας.

Image

Ανί: Η γέφυρα πάνω από τον Άρπα Τσάι (Άρπασο) (https://en.armradio.am/)

Τώρα ήταν αδιάβατη, αφού είχαν απομείνει μόνο οι αντηρίδες σε κάθε πλευρά. Είχε λοιπόν αποκοπεί κάθε επικοινωνία με τις ρωσικές περιοχές. Η ιστορία αυτής τής αρχαίας πόλης ήταν πολύ ατελώς γνωστή. Όμως, ευρισκόμενη στα σύνορα τής Αρμενίας και τής Γεωργίας, έγινε κατά τον 5ο ή 6ο αιώνα η πρωτεύουσα τού κλάδου Πακραντιάν των Αρμενίων βασιλέων.10 Το 637 μ. Χ. οι Άραβες χαλίφηδες εισέβαλαν για πρώτη φορά στην Αρμενία και το 887 χορήγησαν στέμμα υποτελούς στην οικογένεια Πακραντιάν, η οποία στη συνέχεια διακρινόταν σε μεγάλο βαθμό από τον μωαμεθανό κυβερνήτη τής Αρμενίας, ενώ το 961 ένας κλάδος των Πακραντιάν βασιλέων ίδρυσε το βασίλειο τού Καρς. Λίγο αργότερα οι τουρκικές ορδές ξέσπασαν από την κεντρική Ασία, εισέβαλαν στην Αρμενία και κατέστρεψαν τη χώρα. Το 1046 ένας βασιλιάς τής Ανί είχε κληροδοτήσει την πρωτεύουσα και το βασίλειό του στον Έλληνα αυτοκράτορα και η οικογένειά του μεταφέρθηκε από τον θρόνο τής Αρμενίας στην ιδιοκτησία μερικών πόλεων στην Καππαδοκία.11

Η εισβολή των ταταρικών ή τουρκομανικών φυλών γινόταν κάθε χρόνο πιο καταστροφική. Το 1049 λεηλάτησαν την Άρτζεα, μια πόλη κοντά στο σημερινό Ερζερούμ, και ισοπέδωσαν 800 εκκλησίες. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα πέθανε ο αρχηγός τους Τογρούλ μπέης, αλλά τον διαδέχθηκε αμέσως ο ανιψιός του Αλπ Αρσλάν, ο οποίος κατέλαβε και λεηλάτησε την Ανί με φοβερή σφαγή το 1063. Στη συνέχεια μεταβίβασε την πόλη σε κουρδική οικογένεια, η οποία, ύστερα από απελπισμένη μάχη, εκθρονίστηκε από τούς βασιλείς τής Γεωργίας. Ύστερα από αυτή την περίοδο η Ανί παραμελήθηκε και εγκαταλείφθηκε από τούς πολιτισμένους κατοίκους, αφέθηκε ως κρυψώνας για τα άγρια θηρία και τούς ληστές και καταφύγιο περιπλανώμενων φυλών, οι οποίες συνδύαζαν την αγριότητα των πρώτων με την εξαπάτηση και πανουργία των δεύτερων.

Image

Ανί-Καρς-Τορτούμ-Ισπίρ (1836)

Τρίτη 14 Ιουνίου. Θα παρέμεναν πρόθυμα στην Ανί άλλη μια μέρα, για να εξετάσουν τα ερείπιά της πιο αναλυτικά και να αντιγράψουν κάποιες αρμενικές επιγραφές.12 Τούς είχαν όμως προειδοποιήσει ότι υπήρχαν ληστές από το Καραντάγ, αν περνούσαν τη νύχτα εκεί. Κι έχοντας ήδη μέχρι στιγμής αγνοήσει τις συμβουλές που τούς είχαν δοθεί, σκέφτηκαν ότι ήταν φρόνιμο να ξεκινήσουν νωρίς το πρωί. Ξεκίνησαν λοιπόν αμέσως μετά τις έξι, περνώντας από υπερυψωμένο οροπέδιο, που αποτελούνταν κυρίως από φυσαλιδώδη βασαλτική λάβα και κομμάτια βράχου εκτιναγμένα από ηφαίστειο, 200 περίπου πόδια πάνω από την κοίτη τού ποταμού, περνώντας κοντά από το χωριό Αράς Ογλού [Αράζογλου], τρία μίλια βόρεια τής Ανί. Από εκεί ο δρόμος τους οδηγούσε σε παρόμοια εδάφη σε βορειοανατολική κατεύθυνση προς το χωριό Μαουρέκ [Μεβρέκ, σήμερα Μπεκλέρ, στο παρελθόν Μαυρικιόπολις]. Εδώ είδαν επίσης τα ερείπια παλαιάς εκκλησίας στο ίδιο στυλ με εκείνες τής Ανί, αλλά με ένα μόνο δοκάρι στη θέση του και το μισό τής αψίδας που φύτρωνε από αυτό. Ένα περίπου μίλι δυτικά-βορειοδυτικά υπήρχε κι άλλο εκκλησάκι τής ίδιας εποχής με κωνική στέγη. Κοντά στο Μαουρέκ ξαναβγήκαν στον μεγάλο δρόμο από το Καρς προς το Γκυουμρί, όπου η κατεύθυνσή τους άλλαξε σε ανατολική-βορειοανατολική και είχαν πολλές ωραίες όψεις τού όρους Αραράτ σε διαφορετικές θέσεις στα δεξιά τους, με τα βουνά τής Γεωργίας μπροστά.

Λίγο πέρα από το Μαουρέκ ο Χάμιλτον βρήκε λεπτό στρώμα ασπροκίτρινης άμμου γεμάτης με πολλά κοχύλια, που έμοιαζαν με εκείνα που βρίσκονταν κοντά στο Χορασάν, να επικαλύπτει στρώμα συμπαγούς ασβεστώδους μάργας. Αυτά τα στρώματα βυθίζονταν όλα λίγο προς τα βορειοδυτικά, κάτω από τον μαύρο πεπερίτη, με τον οποίο καλύπτονταν οι γειτονικοί λόφοι, ενώ δεν περιείχαν ίχνη ηφαιστειακών υλικών. Δεν θα μπούμε εδώ σε συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο έλαβαν χώρα αυτά τα γεωλογικά γεγονότα, ούτε θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τη θεωρία τού σχηματισμού τους. Ο Χάμιλτον όμως δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει, ότι η συνολική γεωλογία αυτής τής περιοχής τής Αρμενίας, που συνδεόταν με την άμεση γειτνίαση τού όρους Αραράτ, τού φαινόταν να συμπίπτει με αξιοσημείωτο τρόπο με την περιγραφή αγίου ιστορικού, από την οποία κέρδιζε γοητεία και ενδιαφέρον που ήταν πολύ ικανοποιητικό για τούς λάτρεις των γεωλογικών ερευνών.

Ο Χάμιλτον παραπέμπει εδώ σε σημείωση τού παραρτήματός του [σημείωση C, τόμ. 2, σελ. 386-87], όπου γράφει: «Από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά τής γεωλογίας τής περιοχής αυτής είναι ένα αξιοσημείωτο στρώμα μάργας, που περιέχει λεπτό στρώμα τριτογενών κοχυλιών, το οποίο εκτείνεται σε σημαντικό χώρο τού εδάφους. Το παρατήρησα ιδιαιτέρως κοντά στο Χορασάν και στα βόρεια τής Ανί. Φαίνεται να είναι το ίδιο με τον παρόμοιο σχηματισμό, που παρατηρείται στις όχθες τού Άρπα Τσάι ή τού Αράξη νοτιότερα, αλλά στις ίδιες πεδιάδες τής Αρμενίας, από τον κ. Ντυμπουά ντε Μομπερέ, και αναφέρεται στον τρίτο τόμο τού βιβλίου του.13 Παρέχει αδιάσειστη απόδειξη για την ύπαρξη μεγάλου όγκου νερού που περιείχε ζωντανούς οργανισμούς για σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη διακοπή τής πυριγενούς δράσης, γιατί το στρώμα στο οποίο εμφανίζονται επικαλύπτει μεγάλες αποθέσεις ελαφρόπετρας και ηφαιστειακής στάχτης. Πιθανότατα είναι οργανισμοί τού γλυκού νερού, αν και τα δείγματα μυτίλους που έφερα στην πατρίδα μοιάζουν στενά με είδη τόσο τού γλυκού νερού όσο και τής θάλασσας.

Τείνω να θεωρώ αυτά τα στρώματα μάργας ως την απόθεση που καθίζανε, όταν τα νερά που είχαν συσσωρευτεί στα σημεία αυτά από κάποιο μεγάλο κατακλυσμό, άρχισαν να υποχωρούν. Οι λίμνες και οι εσωτερικές θάλασσες που σχηματίστηκαν έτσι, πρέπει, κατά τη διάρκεια ενός τμήματος τής ύπαρξής τους, σύντομα να γέμισαν και πάλι με ζωντανούς οργανισμούς, τα απομεινάρια των οποίων, νομίζω, διατηρήθηκαν για εμάς στα λεπτά στρώματα κοχυλιών που περιγράφηκαν παραπάνω.

Αυτές οι σκέψεις οδηγούν φυσικά στην έρευνα των μεγάλων γεγονότων που διαβάζουμε στην Ιερή Ιστορία, τα οποία μπορεί να έχουν προκληθεί από δευτερογενή αίτια. Οι ανακαλύψεις τής σύγχρονης επιστήμης θέτουν ενώπιόν μας νέα επιχειρήματα και νέες συνδέσεις των αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία είχαν αποκρυφτεί από τις πρώτες γενιές τής ανθρωπότητας.

Όταν διαβάζουμε για τον Κατακλυσμό τού Νώε, δεν φαίνεται ότι είναι αναγκαίο να εξετάσουμε αν ολόκληρη η περιφέρεια τής γης βρέθηκε κάτω από το νερό, ή αν το νερό σηκώθηκε πάνω από τις κορυφές των βουνών από πόλο σε πόλο. Αρκεί για τον σκοπό αυτό, να επεκτάθηκε ο Κατακλυσμός πάνω σε όλα εκείνα τα τμήματα τής γης, που κατοικούνταν από τον άνθρωπο. Και δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς φυσικές δράσεις, με τις οποίες τα ύδατα τής γης μπορεί να είχαν τραβηχτεί προς τη μία πλευρά πριν από, ή ταυτόχρονα με, την εμφάνιση μεγάλων ηφαιστειακών εκρήξεων, οι οποίες ανύψωσαν τις πεδιάδες και τις έκαναν, όταν τα νερά αποτραβήχτηκαν και πάλι, να εμφανίζονται ανάμεσα στα υψηλότερα τμήματα τού πλανήτη.

Αφού λοιπόν έχουμε την απόδειξη τής Αγίας Γραφής ότι η κιβωτός προσάραξε στο όρος Αραράτ και κατά συνέπεια ότι αυτό το τμήμα τής γης πλημμύρισε από τον κατακλυσμό που συνέβη την εποχή τού Νώε, καθώς επίσης δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι αυτές οι υπερυψωμένες πεδιάδες ξαναπλημμύρισαν από τότε, δεν φαίνεται αλαζονικό να υποθέσουμε ότι αυτό το στρώμα κελυφών ήταν το αποτέλεσμα τού Κατακλυσμού τού Νώε και αποτέθηκε κατά τη διάρκεια εκείνης τής περιόδου, όταν τα συσσωρευμένα νερά παρέμειναν σε αυτό το τμήμα τού κόσμου».

Στις εννιάμιση, τρία μίλια από το Μαουρέκ, έφτασαν στις όχθες τού ποταμού τού Καρς που κυλούσε από τα βορειοδυτικά και είχαν κάποια δυσκολία να τον διαβούν, καθώς δύο από τα άλογα αποσκευών παραπάτησαν και παρασύρθηκαν για λίγο από το ρέμα προς τα κάτω. Ύστερα ανέβηκαν στο οροπέδιο μεταξύ τού ποταμού τού Καρς και τού Άρπα Τσάι, στο οποίο, ένα ή δύο μίλια μετά τη διάβαση, ο πρώτος χυνόταν στον δεύτερο, ενώ σύντομα είδαν τον Άρπα Τσάι να ρέει μέσα από μεγάλη κοιλάδα στα δεξιά τους, πέρα από την οποία η συνέχιση τού οροπεδίου φαινόταν για σημαντική απόσταση να ακουμπά σε ψηλότερους λόφους. Αφού κατέβηκαν στην πεδιάδα τού Άρπα Τσάι, προχώρησαν κατά μήκος τής τουρκικής μεθορίου για δύο μίλια, μέχρι που έφτασαν στο χωριό Γουραϊγκέλ [Σουρεγκέλ, σήμερα Τσετιντουράκ]. Εδώ παρατήρησαν, όπως και στα περισσότερα χωριά κατά μήκος αυτής τής μεθορίου, μεγάλο ερειπωμένο επίμηκες κτίσμα από πέτρα και ιδιότυπης κατασκευής. Έμοιαζε με κάτι ανάμεσα σε εκκλησία και κάστρο και ίσως είχε υπηρετήσει και τούς δύο σκοπούς. Σε ένα ή δύο χωριά στη ρωσική πλευρά είχαν επίσης παρατηρήσει παρόμοια κτίρια, μερικά από τα οποία ήσαν αρκετά απομονωμένα.

Image

Το Γκυουμρί (αργότερα Αλεξαντροπόλ, ύστερα Λενινάκαν) σε καρτ-ποστάλ εποχής

Λίγο μετά τις δώδεκα έφτασαν στα υψώματα, απέναντι από το ρωσικό οχυρό-λοιμοκαθαρτήριο τού Γκυουμρί, απ’ όπου, χρησιμοποιώντας τα κιάλια τους, είδαν ξεκάθαρα τα έργα που κατασκεύαζαν οι Ρώσοι στα υψώματα τού Γκυουμρί, αν και ήταν δύσκολο να καταλάβει για ποιον σκοπό, καθώς δεν ήταν δυνατό να φοβούνταν εισβολή από την πλευρά τής Τουρκίας.

Ο Άρπα Τσάι κυλούσε εδώ μέσα από πλούσια και εκτεταμένα λιβάδια, σε κάθε πλευρά των οποίων, σε απόσταση όχι μικρότερη από ένα μίλι από το ποτάμι, οι λόφοι υψώνονταν απότομα, σχηματίζοντας το οροπέδιο που αναφέρθηκε προηγουμένως, καλυμμένο και από τις δύο πλευρές από μαύρο ηφαιστειακό περπερίτη.

Το οροπέδιο αποτελούσε ισχυρή γραμμή άμυνας σε κάθε όχθη. Οι Ρώσοι δεν οχύρωναν την ίδια την πόλη προς το παρόν, αλλά έφτιαχναν οχυρά σε μεγάλη απόσταση, στα υψώματα προς τα βορειοδυτικά, με ανθεκτικά στους κανονιοβολισμούς κτίρια, στρατώνες και οχυρωματικά έργα. Όμως οι παρατηρήσεις του Χάμιλτον δεν ήσαν ολοκληρωμένες, καθώς δεν μπόρεσε να πλησιάσει σε απόσταση μικρότερη των δύο μιλίων από το σημείο όπου εξελίσσονταν αυτές οι δραστηριότητές τους.

Image

Καρς: Η γέφυρα και το κάστρο σε ρωσική καρτ-ποστάλ εποχής

Αυτό το οροπέδιο εκτεινόταν, μιλώντας γεωλογικά, σε ολόκληρη τη διαδρομή από την Ανί, εκτός από τα σημεία όπου τεμνόταν περιστασιακά από ποτάμια και κοιλάδες. Μπορούσε επίσης να εντοπιστεί στη ρωσική πλευρά μέχρι τούς πρόποδες των βουνών, σε απόσταση δέκα σχεδόν μιλίων, όπου, προς τα βορειοανατολικά, είδαν αρκετά χωριά ή κωμοπόλεις. Η εμφάνιση των αγροτών και των χωρικών που έβλεπαν μέχρι τώρα έμοιαζε με εκείνη των Γεωργιανών και Τσερκέζων, με τα γούνινα σκουφιά τους και τα εφαρμοστά ρούχα. Επίσης οι γυναίκες δεν έκρυβαν τα πρόσωπά τους όταν τις πλησίαζαν. Αλλά τα χωριά είχαν αέρα απόλυτης δυστυχίας και εξαθλίωσης και οι κάτοικοι ήσαν πιο κακοντυμένοι απ’ όσο συνέβαινε συνήθως ανάμεσα στους Τούρκους.

Αφήνοντας αυτά τα υψώματα ξεκίνησαν την επιστροφή τους στο Καρς, μέσα από την ίδια ορεινή χώρα για επτά ή οκτώ μίλια, μέχρι που έφτασαν στο χωριό Ουζούν Κιλίσε [σήμερα Εσενγιαγλά] όπου σταμάτησαν για τη νύχτα. Αυτό το μέρος περιλάμβανε επίσης μία από τις οχυρωμένες εκκλησίες που προαναφέρθηκαν, η οποία λεγόταν ότι ήταν αρμενική.

Image

Καρς: Γέφυρα, μιναρές και εκκλησία σε ρωσική καρτ-ποστάλ εποχής

Ήταν επιμήκης [Ουζούν Κιλίσε σημαίνει στα τουρκικά μακρά (διαμήκης) εκκλησία] και χωρίς παράθυρα, με πόρτα ύψους τριών ποδιών χτισμένη με ογκόλιθους. Αλλά η στέγη είχε πέσει προ πολλού. Στο χωριό κατοικούσαν Πέρσες από το Ερεβάν, πολλές χιλιάδες από τούς οποίους πέρασαν στην Τουρκία όταν η πόλη καταλήφθηκε από τούς Ρώσους. Σύμφωνα με τις συνθήκες που είχαν συναφθεί μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας, στάλθηκαν πίσω στη συνέχεια, με εξαίρεση μερικές εκατοντάδες, οι οποίοι εξακολουθούσαν να κατοικούν στα χωριά σε αυτή την περιοχή.

Τετάρτη 15 Ιουνίου. Από το Ουζούν Κιλίσε μέχρι το Καρς ήταν οκτώ ώρες απόσταση. Ξεκίνησαν αμέσως μετά τις επτά και αφού διέσχισαν μικρό ρέμα που κυλούσε προς τα νοτιοανατολικά, έπεσαν και πάλι πάνω στον οστρακοειδή σχηματισμό που περιγράφηκε προηγουμένως και διασταυρώθηκαν με πολύ περισσότερα κάρα που μετέφεραν ξυλεία στο Γκυουμρί. Σαράντα έως πενήντα φορτία αραμπά λεγόταν ότι περνούσαν κάθε μέρα, όπου το κάθε φορτίο αποτελούνταν από ένα δένδρο και πωλούνταν για πενήντα γρόσια ή δέκα σελίνια. Οι αγρότες ανέφεραν ότι αναμενόταν ότι το σύνολο θα ολοκληρωνόταν σε επτά περίπου χρόνια. Στις εννέα το πρωί διαβήκαν το ποτάμι τού Καρς, πολύ φαρδύ και βαθύ, κοντά σε μέρος που ονομαζόταν Γιαμουσλί, τρεις ώρες πάνω από το σημείο όπου το πέρασαν χθες. Μισό μίλι κάτω από τη διάβαση υπήρχε στενό φαράγγι στους λόφους αριστερά τους, μέσω τού οποίου ο ποταμός κυλούσε μεταξύ κάθετων βράχων ύψους τουλάχιστον 200 ποδιών [70 περίπου μέτρων]. Για τα επόμενα έξι μίλια διέσχισαν ανοιχτή ακαλλιέργητη πεδιάδα, μέχρι που έφτασαν σε χαμηλή λοφοσειρά καλυμμένη με βασάλτη, η οποία αποτελούσε προφανώς τη βορειοδυτική επέκταση εκείνης μεταξύ Καρς και Χατζή Βελή Κιόι. Εδώ πέρασαν διάφορα κάρα φορτωμένα με βαμβάκι, που προέρχονταν από το Ερεβάν μέσω Γκυουμρί, ενώ, καθώς πλησίαζαν στο Καρς, είδαν κάποιες καλλιέργειες. Το έδαφος ήταν ελαφρύ και πλούσιο και πολλά θα μπορούσαν να γίνουν για να καταστεί παραγωγικό, αν δεν υπήρχε αυτό το διαρκές εμπόδιο για κάθε βελτίωση σε αυτή τη χώρα, η έλλειψη νερού. Έφτασαν στην πόλη λίγο πριν από τις τέσσερις, έχοντας συναντήσει κοντά στις πύλες ομάδα Ρώσων λιποτακτών, τούς οποίους οι τουρκικές αρχές επαναπροωθούσαν προς τα σύνορα. Ήταν έμπρακτη απόδειξη τής επιρροής και τής δύναμης που ασκούσαν οι Ρώσοι πάνω στους γείτονές τους.

Πέμπτη 16 Ιουνίου. Στάση στο Καρς. Το υψόμετρο αυτής τής περιοχής ήταν πολύ μεγάλο, γεγονός που εξηγούσε επαρκώς την αργοπορία τής ωρίμανσης των καλλιεργειών καθώς και τη δριμύτητα τού χειμώνα. Ο Χάμιλτον δεν είχε βαρόμετρο μαζί του, αλλά το θερμόμετρο έδειξε σημείο βρασμού τού νερού στους 200° Φαρενάιτ [168° C], πράγμα που αντιστοιχούσε σε υψόμετρο μεταξύ 6.000 και 7.000 ποδιών [περίπου 2.000 και 2.300 μέτρων] πάνω από τη θάλασσα. Η περιοχή τού Καρς περιβαλλόταν από ψηλά βουνά και ήταν πολύ εκτεθειμένη σε καταιγίδες. Από τότε που μπήκαν σε αυτή την περιοχή, άκουγαν βροντές κάθε απόγευμα, ενώ τις περισσότερες ημέρες είχαν ξεσπάσει βαριές καταιγίδες περίπου στις τρεις το μεσημέρι.

Παρασκευή 17 Ιουνίου. Φεύγοντας από το Καρς, ο Χάμιλτον χώρισε από τον σύντροφό του και επέστρεψε στην Τραπεζούντα μόνος. Είχε την επιλογή δύο διαδρομών. Είτε να προχωρήσει στο Βατούμ από δρόμο με ωραία τοπία αλλά δύσκολο κοντά στα ρωσικά σύνορα και από εκεί κατά μήκος τής Μαύρης Θάλασσας στην Τραπεζούντα. Ή να επιστρέψει στο Μπαρντέζ, να διασχίσει τα βουνά προς Ισπίρ και από εκεί να κατέβει στη Μαύρη Θάλασσα στη Ρίζε. Αποφάσισε το δεύτερο, καθώς ήταν νέα διαδρομή, και ξεκίνησε νωρίς το πρωί για το Μπαρντέζ. Λίγο μετά την έξοδο από τα τείχη τού Καρς, έπεσε πάνω σε παρέα γυναικών, που γιόρταζαν γάμο με βόλτα στην ύπαιθρο και πεζοπορία στους λόφους. Ήσαν όλες ντυμένες με τον φερετζέ που φοριόταν γενικά, αλλά υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε εκείνον των πλουσίων και εκείνον των φτωχών. Οι φερετζέδες που φορούσαν οι δούλες και οι γυναίκες τής κατώτερης τάξης ήσαν πάντοτε μπλε, ενώ εκείνοι τής ανώτερης τάξης ήσαν από λευκό βαμβακερό με φαρδιά κόκκινη μπορντούρα ή από μείγμα μεταξιού και βαμβακιού από τις βιοτεχνίες τής Προύσας. Μερικά από τα κόκκινα χρυσοκέντητα φορέματα κάτω από τούς φερετζέδες ήσαν πολύ όμορφα.

Φτάνοντας στην κορυφή τής οροσειράς, απ’ όπου ξεκινούσε η κάθοδος στην κοιλάδα τού Μπαρντέζ, ο Χάμιλτον εντυπωσιάστηκε πολύ από τη μεγαλειώδη θέα τού ορεινού τοπίου στα βορειοδυτικά, που αποτελούνταν από πολλές διαδοχικές ψηλές οροσειρές διαφόρων σχημάτων και χρωμάτων, δίνοντας πρόγευση τής επιβλητικής θέας και των δύσκολων δρόμων που θα συναντούσε στον δρόμο του για την Ισπίρ. Αυτή η κοιλάδα θα αντάμειβε καλά μια αναλυτική γεωλογική εξέταση. Μια βουνοκορφή στα δεξιά τού δρόμου, δύο μίλια βόρεια τού Μπαρντέζ, καλυπτόταν από υπέροχη σειρά βασαλτικών στηλών, κάτω από τις οποίες φαινόταν ρεύμα λάβας ή βασάλτη κοντά στην άκρη τού δρόμου, που επικάλυπτε τα σχεδόν κατακόρυφα στρώματα ποικιλόχρωμης μάργας. Ο λόφος στα αριστερά τους, καθώς κατέβαιναν στην πόλη, αποτελούνταν από ακανόνιστο στηλοειδή βασάλτη, ενώ τα διάφορα επίπεδα, που ο Χάμιλτον είχε παρατηρήσει πριν, οφείλονταν στην ψύξη των ρευμάτων λάβας σε διαφορετικά στρώματα ή σύνολα στηλών, όπου τα ανώτερα είχαν λειανθεί περισσότερο από τα παρακάτω. Έχοντας πια εγκατασταθεί στο παλιό κατάλυμά του, έμαθε ότι η απόσταση μέχρι την Ισπίρ ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ όση περίμενε, πράγμα που τον απέτρεψε από στάθμευση εδώ, όπως είχε σκοπό, προκειμένου να εξετάσει γεωλογικά τούς γύρω λόφους.

Σάββατο 18 Ιουνίου. Από το Μπαρντέζ [σήμερα Γκαζιλέρ] στο Ιντ [σήμερα Ναρμάν] ήταν δέκα ώρες. Ξεκίνησε αμέσως μετά τις έξι, περνώντας κοντά σε μικρό κομμάτι πόρτας, που παρουσίαζε οξυκόρυφο τόξο πλούσιας σαρακηνικής αρχιτεκτονικής. Κατεβαίνοντας από την πόλη, ο δρόμος προχωρούσε δίπλα στις όχθες τού Μπαρντέζ Σου, ήδη σημαντικού ρέματος. Η κοιλάδα περιοριζόταν από ψηλά και άγρια βράχια, αλλά είδαν περισσότερα δένδρα και θάμνους απ’ όσα συνήθως, ενώ το έδαφος καλλιεργούνταν και στις δύο πλευρές τού ποταμού, εκεί όπου ήταν αρκετά επίπεδο. Οι στρωματοποιημένοι βράχοι στα δεξιά ήσαν σχεδόν κατακόρυφοι και βυθίζονταν προς τα βορειοδυτικά υπό γωνία 70°. Δυόμιση μίλια κάτω από το Μπαρντέζ το ποτάμι έκανε ξαφνική στροφή προς τα βορειοδυτικά, ένα μίλι περίπου πέρα από την οποία είδε στα δεξιά την ένωση των πυριγενών πετρωμάτων και τής ασβεστολιθικής μάργας, μεταξύ των οποίων υπήρχε τεράστια ανάπτυξη τροποποιημένου βράχου πράσινου χρώματος, που γυάλιζε ιδιαίτερα στις σπασμένες ρωγμές του. Όπως και τα πυριγενή πετρώματα λίγο πιο κάτω στο φαράγγι, αποσυντίθετο πολύ εύκολα, σχηματίζοντας στρώματα καολίνη, που επισκίαζαν το σημείο τής ένωσης. Οι επιπτώσεις τής διάβρωσης ήσαν επομένως πολύ ορατές στις πλευρικές κοιλάδες, όπου τα πετρώματα είχαν διαβρωθεί μετατρεπόμενα σε πολλούς μυτερούς λόφους και κωνικά υψώματα διαφόρων χρωμάτων.

Σε αυτή την κοιλάδα η άγρια μουρτζιά μεγάλωνε άφθονα, δίπλα σε δύο είδη ιτιάς και πολλά λουλούδια, που τής έδιναν την εμφάνιση όμορφου κήπου. Ο δρόμος σε πολλά μέρη ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος, στις όχθες με κλίση μεταξύ τού ποταμού και των βράχων, αλλά το ιδιαίτερο μεγαλείο τού τοπίου έκανε τον ταξιδιώτη να αδιαφορεί για τέτοια μικροπράγματα. Στις οκτώμιση διέσχισαν και πάλι το ποτάμι από γέφυρα, την οποία αποτελούσαν δύο ή τρεις σανίδες ριγμένες κατά μήκος πάνω από τον χείμαρρο, χωρίς καν απόπειρα κατασκευής στηθαίου, από την οποία τα άλογά τους έπρεπε να κατηφορίσουν όσο καλύτερα μπορούσαν. Λίγο πιο κάτω πέρασαν από μερικά λιβάδια και αρδευόμενες εκτάσεις καλαμποκιού. Οι καλλιέργειες εδώ ήσαν συνεπώς πολύ πιο προχωρημένες χρονικά από εκείνες κοντά στο Καρς. Στη συνέχεια το ποτάμι ελισσόταν μέσα από στενό και βραχώδες φαράγγι μεταξύ απόκρημνων βραχωδών πρανών και στις δύο πλευρές, στα οποία ακόμη κι ένα μονοπάτι αλόγου είχε ανοιχτεί με μεγάλη δυσκολία.

Λίγο μετά τις εννέα η κοιλάδα διευρύνθηκε και πάλι, η πορεία τους έγινε βορειοανατολική, ενώ στη συνέχεια άφησαν το ποτάμι και ανέβηκαν σε μικρή πλευρική κοιλάδα στα αριστερά, στην οποία το νερό είχε λασπώδες, λευκοπράσινο χρώμα, αφήνοντας παντού σημαντικά ιζήματα, λόγω τής ροής του πάνω από αποσυντιθέμενα πυριγενή πετρώματα. Ο δρόμος τους ανέβαινε αυτή την κοιλάδα για τρία σχεδόν μίλια κατά μήκος στενού και επικίνδυνου χείλους, ελισσόμενος γύρω από προεξέχουσες μάζες πετρωμάτων από τη μία πλευρά, με βαθύ γκρεμό και το ρέμα αμέσως από κάτω τους στην άλλη.

Στις δέκα διέσχισαν το λευκοπράσινο ρέμα που κατέβαινε από τούς λόφους στα δεξιά τους, πάνω από τούς οποίους το κύριο ρεύμα ήταν εντελώς καθαρό. Τα βράχια εδώ ήσαν εντελώς πυριγενή. Ένα από αυτά, ένας περίεργος κρυσταλλικός βράχος πράσινου χρώματος, περιείχε μεγάλους ενσωματωμένους κρυστάλλους ακτινολίτη ή κεροστίλβη. Τώρα η κοιλάδα χωριζόταν σε δύο κλάδους, που άνοιγαν προς τα βορειοδυτικά και προς τα νοτιοδυτικά. Ανέβηκαν εκείνον προς τα νοτιοδυτικά, περνώντας μέσα από το χωριό Τέμπρενεκ [Τέρπενκ, σήμερα Γιουκάρι Τζαμλί], που βρισκόταν κοντά στην κορυφή γρανιτικής κορυφογραμμής η οποία χώριζε τις δύο κοιλάδες, ενώ συνέχισαν για τρία σχεδόν μίλια, ανεβαίνοντας το στενό φαράγγι μέσα σε διαδοχή άγριων και όμορφων τοπίων, μείγματος βράχων και δένδρων. Ολόκληρη αυτή η κοιλάδα πρόσφερε μερικά από τα πιο μεγαλειώδη δείγματα ορεινού τοπίου που είχε δει ποτέ, με συνεχώς μεταβαλλόμενο χαρακτήρα, πότε περνώντας μέσα από στενά φαράγγια, όπου ένας δρόμος που κρεμόταν πάνω από τον χείμαρρο είχε χαραχτεί με δυσκολία, πότε μέσα από καταπράσινες κοιλάδες που εκτείνονταν σε ανοιχτά λιβάδια και βρίσκοντας πάλι το νήμα τής διαδρομής μέσα από πυκνά και ακμαία ελατοδάση. Μερικές φορές μια βραχώδης σκάλα οδηγούσε στο σημείο προεξέχοντος βραχώδους λόφου, όπου ξαφνική στροφή έδειχνε ελικοειδές μονοπάτι κάθετα από κάτω τους, πιο κατάλληλο για αγριοκάτσικο παρά για φορτωμένο άλογο αποσκευών.

Το μεσημέρι ο Χάμιλτον σταμάτησε για να πάρει μεσημβρινή παρατήρηση τού ήλιου, αλλά τα πυκνά σύννεφα το καθιστούσαν αδύνατο.

Σταμάτησαν για λίγο σε πανέμορφη καταπράσινη κοιλάδα, που είχε πλάτος ένα τέταρτο τού μιλίου και οριοθετούνταν από απότομους λόφους και στις δύο πλευρές, οι οποίοι καλύπτονταν από πλούσια δάση και ήσαν διάστικτοι με πολλά όμορφα λουλούδια.

Φεύγοντας από αυτή την κοιλάδα, ανέβηκαν στους λόφους στα δυτικά, μέσω ωραίου τοπίου που έμοιαζε με πάρκο και διανθιζόταν από συστάδες ελάτων και κέδρων, ενώ τώρα έμπαιναν σε πυκνό και εκτεταμένο ελατοδάσος, το οποίο κάλυπτε τις κορυφές των λόφων. Τον εντυπωσίασε εδώ ο αριθμός και η ποικιλοχρωμία άγνωστων λουλουδιών, πέρα από τα συνηθισμένα όπως η φράουλα, το βατόμουρο και άλλα είδη ροδοειδών βάτων. Στη μία παρά τέταρτο έφτασαν στην κορυφή τού διάσελου ή κορυφογραμμής, απ’ όπου είχε πολύ εκτεταμένη θέα, βλέποντας ευρεία έκταση ψηλών και άγριων βουνών, εν μέρει δασωμένων και εν μέρει σχεδόν γυμνών. Μακριά προς τα βορειοδυτικά υπήρχε χιονισμένη οροσειρά, ενώ σε άλλη κατεύθυνση μια βίαιη καταιγίδα πρόσθετε ομορφιά και ποικιλία στις αποχρώσεις, με τις διαφορετικές σκιές που παρήγαγε. Μια τέτοια θέα σε υπέροχη μέρα, με μαλακό και απαλό αεράκι εμποτισμένο με το άρωμα των ελάτων και των πεύκων, δεν άφηνε περιθώριο για καμία άλλη επιθυμία.

Από αυτή την κορυφογραμμή κατέβηκαν από απότομο δρόμο πάνω από πυριγενή πετρώματα για δύο περίπου μίλια από δυτικά προς βόρεια σε μικρή κοιλάδα, που ποτιζόταν από ρέμα που κυλούσε νοτιοδυτικά μεταξύ λόφων μπλε, κόκκινης και μωβ μάργας και άμμου, που βυθιζόταν δυτικά και νοτιοδυτικά κάτω από πυριγενείς βράχους. Λίγο μετά τις δύο πέρασαν μέσα από στενό άνοιγμα σε φυσικό ανάχωμα ή τείχος βράχου που διέτρεχε όλη την κοιλάδα και αποτελούνταν από χοντρό συσσωμάτωμα που περιείχε πολλά στρογγυλεμένα βότσαλα και μεγάλες πέτρες από πυριγενή βράχο, πορφυρίτη, κλπ., σχηματίζοντας μάζα πορφυριτικού συσσωματώματος, η οποία, αφού πιθανότατα ξεχύθηκε κατά τη διάρκεια κάποιου ηφαιστειακού παροξυσμού, είχε γεμίσει μια σχισμή στα προϋπάρχοντα πετρώματα. Έχοντας περάσει αυτά τα στενά, βγήκαν και πάλι σε ανοιχτή πεδιάδα όπου, καθώς ξεκουραζόταν καθισμένος στον προαναφερθέντα σχηματισμό, ο Χάμιλτον είδε στρώματα μάργας μεγάλου πάχους και χίλιων διαφορετικών χρωμάτων, που είχαν μετατραπεί από τον χρόνο, τον καιρό και το νερό σε κωνικούς λόφους, οι οποίοι έδιναν παράξενη εμφάνιση στο τοπίο. Μερικοί από αυτούς υψώνονταν μεμονωμένα, όπως οι τεράστιες μυρμηγκοφωλιές στην πεδιάδα. Άλλοι ήσαν διευθετημένοι σε εκτεταμένες γραμμές, ενώ άλλοι εξακολουθούσαν να συνδέονται με τη γενική μάζα των γύρω λόφων.

Αφού διέσχισαν τη χαμηλή κορυφογραμμή των αμμολόφων, μπήκαν στην πεδιάδα τού Ναρμάν, η οποία εμφανίστηκε ενάμιση περίπου μίλι μακριά, προς τα νοτιοδυτικά. Η αντίθεση ανάμεσα σε αυτή την καταπράσινη και ήσυχη πεδιάδα, καλυμμένη με πλούσιες καλλιέργειες σιτηρών, χωρίς να σπάει την ομοιομορφία της ούτε ένα δένδρο και περικλειόμενη από ψηλά βουνά, με το άγριο τοπίο μέσα από το οποίο είχαν περάσει το πρωί, ήταν πολύ εντυπωσιακή. Μισό περίπου μίλι στα δεξιά τους ένα ορμητικό ποτάμι κυλούσε στους πρόποδες των απότομων λόφων, μέχρι να διαφύγει από στενό φαράγγι στα βόρεια-βορειοδυτικά. Αυτό το ποτάμι, το οποίο, επειδή κυλούσε μέσα από το Ναρμάν, ονομαζόταν εδώ Ναρμάν Σου, λεγόταν ότι χυνόταν στον Άρπα Τσάι, αλλά τού φαινόταν πολύ πιο πιθανό ότι ενωνόταν με τον Τσορούχ Σου. Μερικά δένδρα στην άκρη τής πεδιάδας σηματοδοτούσαν τη θέση τού χωριού, όπου ο ποταμός και ο δρόμος περνούσαν μέσα από στενό φαράγγι στους λόφους. Το μεγαλύτερο μέρος τού χωριού, το οποίο αποτελούνταν από βρώμικες, αλλά γραφικής εμφάνισης καλύβες, βρισκόταν στο ίδιο το πέρασμα, το οποίο ήταν παλαιότερα οχυρωμένο με παλαιό ερειπωμένο κάστρο στην αριστερή όχθη.

Αμέσως πάνω από το πέρασμα, ένας δρόμος προς τα δυτικά οδηγούσε στη μεγάλη πόλη τού Όλτου, που λεγόταν ότι απείχε δύο ώρες, ενώ εκείνος τον οποίο ακολουθούσαν συνεχιζόταν στις όχθες τού ποταμού σε νότιο-νοτιοδυτική κατεύθυνση, με τούς λόφους να υποχωρούν σταδιακά και να μειώνονται σε ύψος καθώς προχωρούσαν. Ενάμιση μίλι πάνω από το Ναρμάν το ποτάμι κυλούσε πάλι μέσα από στενό πέρασμα, όπου υποχρεώθηκαν να προχωρήσουν μέσα από το νερό, αλλά οι αγρότες κατασκεύαζαν νέα γέφυρα, προφανώς με σωστό τρόπο. Όταν βγήκαν πάλι στην πεδιάδα, ο Χάμιλτον είχε την ευκαιρία να εξετάσει τούς ανομοιόμορφους και σχεδόν κατακόρυφους βράχους και διαπίστωσε ότι αποτελούνταν από ηφαιστειακή άμμο, λάσπη και στάχτη, περιλαμβάνοντας μεγάλες πυριγενείς πέτρες, πορφυρίτη και άλλα πετρώματα. Μερικά από τα στρώματα διαπερνούσαν φλέβες λευκού σχιστόλιθου, γύψου ή ανθρακικού ασβεστίου, που αναπτύσσονταν παράλληλα με την τομή και τη βύθιση. Στο χείλος αυτών των σχηματισμών εδραζόταν μεγάλη λιμναία απόθεση, την οποία αποτελούσαν παχιά στρώματα άμμου και χαλικιού, που περιείχαν επίσης πυριγενείς ογκόλιθους, πορφυρίτη και αμυγδαλοειδή και η οποία είχε διαβρωθεί από το ποτάμι σε μεγάλο βάθος.

Η πεδιάδα πάνω από το Ναρμάν για έξι ή επτά μίλια νότιο-νοτιοδυτικά έφερε εμφανή σημάδια ότι κάποτε αποτελούσε διαδοχή τριών λιμνών, γεμισμένων με οριζόντιο λιμναίο σχηματισμό μεγάλου πάχους, επειδή, εξετάζοντας τούς βράχους που σχημάτιζαν τα προαναφερθέντα στενά περάσματα, ήταν σαφές ότι κάποτε ήσαν κλειστοί και είχαν σπάσει από το βάρος και τη δράση τού νερού. Στην περίπτωση των άνω λεκανών, η άποψη αυτή επιβεβαιωνόταν πλήρως από τα εκτεταμένα επίπεδα οροπέδια που εκτείνονταν μέσα στην πεδιάδα από τις ορεινές πλαγιές σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από την παρούσα κοίτη τού ποταμού, καθώς και από την ύπαρξη σε πολλά μέρη και επί μίλια οριζόντιων παράλληλων δρόμων, που επισήμαιναν σαφώς το ύψος στο οποίο βρίσκονταν κάποτε τα νερά.

Στις πεντέμιση άφησαν την πεδιάδα και αφού προχώρησαν νοτιοδυτικά για δύο μίλια, μπήκαν σε πλευρική κοιλάδα, κατά μήκος τής οποίας η πορεία τους ήταν και πάλι δυτική, ενώ ο Χάμιλτον άρχιζε να έχει ελπίδες ότι τελικά θα έφτανε στην Ισπίρ, πράγμα το οποίο, από τον βασανιστικό χαρακτήρα τού δρόμου, φαινόταν μερικές φορές να ήταν πολύ αμφίβολο. Στις έξι και τέταρτο έφτασαν στο βρώμικο χωριό Ιντ, που κοιτούσε προς νότο πάνω από εκτεταμένη και καλά καλλιεργούμενη πεδιάδα. Η άρδευση εδώ είχε επεκταθεί γενικά στα χωράφια σιτηρών, αφού η άνοιξη καθυστερούσε τόσο πολύ, που διαφορετικά το καυτό καλοκαίρι θα ξέραινε τα φυτά, πριν προλάβουν να ωριμάσουν.

Κυριακή 19 Ιουνίου. Από το Ιντ [άλλη ονομασία τού Ναρμάν] μέχρι το Λιεσγκάφ [σήμερα Γιουκαρισιβρί, 30 χλμ δυτικά τού Ναρμάν] ήταν πέντε ώρες. Τα βράχια πίσω από το χωριό αποτελούνταν κυρίως από λεπτά παραμορφωμένα στρώματα λευκού γύψου, μετατρεπόμενα σε ωχρό γκριζοκίτρινο, με σχεδόν κατακόρυφη διαστρωμάτωση, ενώ αποτελούσαν ίσως συνέχιση τής ηφαιστειακής τέφρας που πέρασαν χτες, στην οποία κυριαρχούσαν οι φλέβες γύψου. Το Ιντ είχε 100 σπίτια και νοικοκυρεμένο τζαμί. Ρωσική δύναμη 200 ανδρών κατέλαβε αυτό το μέρος κατά την τελευταία εκστρατεία, έχοντας βαδίσει στα βουνά από το Καρακλί, ύστερα από την κατάληψη τού Ερζερούμ. Από εκεί προχώρησαν στο Μπαρντέζ, αλλά ο δρόμος δεν φαινόταν καθόλου κατάλληλος για το πυροβολικό.

Αφήνοντας το Ιντ, ο Χάμιλτον προχώρησε σχεδόν δυτικά για τρία μίλια, περνώντας από κοιλάδα προς τα δεξιά, η οποία έδειχνε μεγάλη ποικιλία από σχεδόν κατακόρυφα στρώματα, προφανώς ηφαιστειακή στάχτη ή λάσπη, η γενική κατεύθυνση των οποίων ήταν από βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά. Λίγο μετά μπήκαν σε στενό βραχώδες φαράγγι, το οποίο διέσχιζε στρώματα συηνίτη σχεδόν κατακόρυφα. Ο δρόμος, αν μπορούσε να ονομαστεί δρόμος, είτε κατά μήκος τής κοίτης τού ρέματος ή ελίσσοντας το απάτητο ίχνος του πάνω στις κεκλιμένες όχθες, ήταν κακός και δύσκολος. Βγαίνοντας από αυτό το πέρασμα γύρω στις έντεκα, είχαν στα δεξιά τους τον χώρο χωριού που είχε καταστραφεί από τούς Ρώσους, οι οποίοι είχαν στρατοπεδεύσει εδώ για κάποιο διάστημα. Σύντομα άφησαν τον δρόμο προς Ερζερούμ, που προχωρούσε κατά μήκος τού πυθμένα τής κοιλάδας δυτικά-νοτιοδυτικά, και ανέβηκαν στους λόφους στα δεξιά τους, όπου ο Χάμιλτον σταμάτησε για να πάρει μεσημβρινή παρατήρηση τού υψομέτρου τού ήλιου, η οποία τού έδωσε γεωγραφικό πλάτος 40° 18’.

Ξεκινώντας και πάλι, η πορεία τους ήταν προς δυσμάς, ενώ το έδαφος έκλινε γρήγορα προς την κοιλάδα στα αριστερά τους καθώς ανέβαιναν λοξά τα βουνά και διέσχισαν την τομή αρκετών κατακόρυφων στρωμάτων, που εκτείνονταν από βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά. Λίγο μετά τη μία έφτασαν στην κορυφή τής λοφοσειράς, η οποία, όπως και οι περισσότερες σε αυτή την περιοχή τής χώρας, εκτεινόταν από βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά. Από εκεί κατέβηκαν γρήγορα σε βαθιά κοιλάδα στα δεξιά τους, κατά μήκος τής οποίας αναπτυσσόταν ο κύριος δρόμος από Όλτου προς Ερζερούμ, η οποία άνοιγε στην κοιλάδα τού Λιεσγκάφ. Εδώ έφτασαν στο πάνω χωριό με αυτό το όνομα (Γιοχάρα Λιεσγκάφ) [Γιουκαρισιβρί] και αφού κατέβηκαν την κοιλάδα για δύο περίπου μίλια σε νοτιοδυτική κατεύθυνση, ήρθαν στο κάτω χωριό (Ασάχα Λιεσγκάφ) [Ασαγισιβρί, σήμερα Τσαμλίτζα], το οποίο βρισκόταν σε μικρή απόσταση από τον μεγάλο δρόμο, ήταν κοιλάδα που περιβαλλόταν από απότομους κίτρινους βράχους, στους οποίους οι ακτίνες τού απογευματινού ήλιου, σαν να συγκεντρώνονταν από φακό, ήσαν πολύ ενοχλητικές. Εδώ υποχρεώθηκαν να αρκεστούν σε άθλιο στάβλο για κατάλυμα μιας νύχτας.

Δευτέρα 20 Ιουνίου. Το Λιεσγκάφ ήταν ψυχρό και θλιβερό σημείο, που ανήκε στην περιοχή τού Τορτούμ η οποία εφοδίαζε το Ερζερούμ με φρούτα και λαχανικά. Είχε σαράντα περίπου σπίτια. Έφυγαν από εκεί στις πέντε το πρωί και προχώρησαν για τρία μίλια δυτικά, κατεβαίνοντας ανοικτή και μερικώς καλλιεργούμενη κοιλάδα κατά μήκος τού δρόμου από το Όλτου προς το Ερζερούμ. Στις έξι πέρασαν στα αριστερά τους βραχώδη κορυφή που στεφόταν με τα ερείπια αρχαίου φρουρίου, παρόμοιου με εκείνο που έβλεπε από ψηλά το Λιεσγκάφ, από την κορυφή ψηλού βράχου. Τώρα η πορεία τους άλλαζε σε βόρεια, αφήνοντας τον δρόμο προς Ερζερούμ και ακολουθώντας εκείνον που οδηγούσε από εκεί στο Τορτούμ. Μάζες πυριγενούς βράχου και αναχώματα προεξείχαν σε διάφορα σημεία μέσα από τα παραμορφωμένα στρώματα ασβεστόλιθου και ψαμμίτη. Καθώς κατέβαιναν γρήγορα, ο Χάμιλτον παρατήρησε μεγάλη βελτίωση τού φυτικού περιβάλλοντος. Οι όχθες τού ποταμού ήσαν καλυμμένες με λουλούδια και αναρριχητικά φυτά διαφόρων ειδών, μεταξύ των οποίων υπήρχαν αλμυρίκια, αγριοτριανταφυλλιές και άλλα, που προανάγγειλαν την προσέγγισή τους σε πιο πρόσχαρο κλίμα.

Είχε οδηγηθεί να περιμένει άγριο και δύσκολο πέρασμα εκείνη τη μέρα μέσα από τις ρεματιές τού βουνού, αλλά δεν ήταν προετοιμασμένος για το τρομακτικό αν και όμορφο τοπίο που τον περίμενε, έχοντας προχωρήσει δύο περίπου μίλια σε αυτή τη βόρεια κατεύθυνση. Η κοιλάδα, αφού παρέλαβε τα νερά δύο ή τριών ακόμη ρεμάτων, στένεψε ξαφνικά και ο ορμητικός χείμαρρος, κλεισμένος ανάμεσα σε κατακόρυφα βράχια ύψους 1.000 σχεδόν ποδιών [300 περίπου μέτρων], προχωρούσε μέσα από βαθιά και σκοτεινή ρεματιά, η οποία σε πολλά σημεία δεν άφηνε τον παραμικρό χώρο και στις δύο πλευρές για την κατασκευή δρόμου. Μερικές φορές ένα ολισθηρό και επικίνδυνο μονοπάτι είχε κοπεί κατά μήκος τού πρόποδα των συντριμμιών που είχαν πέσει από τα ψηλά βράχια, αλλά αυτό, καθώς και ο ίδιος ο πρόποδας, είχε ξεπλυθεί σε πολλά σημεία από την ορμή τού χειμάρρου και για ενάμιση μίλι ήσαν συνεχώς αναγκασμένοι να κατεβαίνουν στην κοίτη τού ρέματος και να προχωρούν όπως μπορούσαν, ανάμεσα στις τεράστιες πέτρες από τις οποίες παρεμποδιζόταν. Τα βράχια και στις δύο πλευρές αποτελούνταν από κατακόρυφα και παραμορφωμένα στρώματα λεπτοπλακώδους ασβεστόλιθου, ψαμμίτη και ασβεστώδους σχιστόλιθου, τα οποία διασχίζονταν σχεδόν κατακόρυφα από αυτή τη γιγαντιαία σχισμή. Η κατεύθυνση των στρωμάτων ήταν από ανατολικά-βορειοανατολικά προς δυτικά-νοτιοδυτικά. Τα χαρακτηριστικά τού σχηματισμού ήσαν ακριβώς τα ίδια με εκείνα που είχαν παρατηρήσει περνώντας από παρόμοιο ορεινό φαράγγι μεταξύ Μπαϊμπούρτ και Ερζερούμ, ενώ, εξετάζοντας τον χάρτη, φαινόταν ότι βρίσκονταν ακριβώς στον ίδιο άξονα και το ένα αποτελούσε άμεση προέκταση τού άλλου στη γραμμή τής κατεύθυνσης.

Ξεπροβάλλοντας από αυτό το καταπληκτικό πέρασμα, διέσχισαν λασπώδες ρέμα που κυλούσε από τα ανατολικά, με το οποίο ο κύριος ποταμός αρνούνταν για κάποια απόσταση να σμίξει τα καθαρά και διαυγή νερά του. Αφήνοντας την κοίτη τού ποταμού, συνάντησαν μάζα από σκούρα ηφαιστειακή πέτρα, η οποία επί δύο σχεδόν μίλια πιο πέρα σχημάτιζε σειρά από στενά περάσματα, μέσα από τα οποία ο ποταμός είχε ανοίξει βαθύ και βασανιστικό πέρασμα, πολύ πιο κάτω από τον δρόμο κατά μήκος τού οποίου οδηγούσαν τα κουρασμένα και φοβισμένα άλογά τους. Η ζέστη είχε γίνει πολύ καταπιεστική και χαιρέτισαν με απόλαυση το θέαμα παρέας αγροτών, που οδηγούσαν από το Τορτούμ στο Ερζερούμ σειρά από γαϊδούρια και μουλάρια φορτωμένα με κεράσια, αλλά αρνήθηκαν να σταματήσουν ή να αποχωριστούν τα φρούτα τους, αν και τούς πρόσφεραν το δεκαπλάσιο τής αξίας τους.

Το ίδιο σκηνικό συνεχιζόταν για κάποια απόσταση, με τούς πυριγενείς βράχους στις δύο πλευρές να υψώνονται σε τεράστιο ύψος και το ποτάμι να ρέει από κάτω μέσα σε βαθιά και στενά φαράγγια. Τελικά κατέβηκαν στην άκρη τού νερού και συνέχισαν κατά μήκος στενού μονοπατιού, κομμένου γύρω από τα προεξέχοντα βράχια που υψώνονταν κατακόρυφα από πάνω τους στη μία πλευρά, ενώ ο ποταμός έβραζε και άφριζε αμέσως από κάτω τους στην άλλη. Στις οκτώμιση η κοιλάδα διευρύνθηκε και οι καλλιέργειες αυξάνονταν ραγδαία, καθώς πλησίαζαν στους όμορφους οπωρώνες τού Τορτούμ. Ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς πιο υπέροχη σκηνή ή πιο πλήρη αλλαγή από τα άγρια και εχθρικά λαγκάδια, μέσα στα οποία ταξίδευαν τόσον καιρό, σε εκείνο που παρουσιαζόταν τώρα μπροστά τους. Φαρδύς και εξαιρετικός δρόμος προχωρούσε στις όχθες τού ποταμού, ο οποίος κυλούσε τώρα ειρηνικά και ήρεμα μέσα από την εύφορη κοιλάδα, ενώ πανύψηλα δένδρα, που σκίαζαν εντελώς τον δρόμο, τούς προστάτευαν από τον ήλιο. Πλούσιοι κήποι, γεμάτοι με οπωροφόρα δένδρα φορτωμένα με τούς χρυσούς καρπούς τους, απλωμένα κατά μήκος τού ανυψούμενου εδάφους μέχρι τούς πρόποδες των ασβεστολιθικών βράχων, οι οποίοι οριοθετούσαν την κοιλάδα και από τις δύο πλευρές και κάτω από τις απότομες και απόκρημνες πλευρές των οποίων πολλοί καταρράκτες χόρευαν και κυλούσαν στη βιασύνη τους να φτάσουν στο ποτάμι, απλώνοντας αφθονία και γονιμότητα στην πορεία τους.

Είχαν μόλις μπει σε αυτή την υπέροχη περιοχή, τέλεια όαση μέσα σε έρημο, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί το αντικείμενο τού τραγουδιού τού ποιητή, αλλά άφηναν τώρα την κύρια κοιλάδα και ανέβαιναν πλευρική κοιλάδα στα δυτικά. Η αλλαγή ήταν δυσοίωνη και ο Χάμιλτον την προέβλεψε αμέσως από τη φύση τής χώρας, αφού έπρεπε να διασχίσουν δύσκολο ορεινό πέρασμα. Για κάποια απόσταση όμως συνεχιζόταν το ίδιο όμορφο και πλούσιο τοπίο, καθώς προχωρούσαν μέσα από καλά σκιαζόμενους κήπους και περιβόλια, που προστατεύονταν από φράχτες από άγριες κερασιές, μουρτζιές και τριανταφυλλιές και πλευρικά από ρέμα τού βουνού, τού οποίου τα καθαρά και διάφανα νερά έπεφταν κατεβαίνοντας από βράχο σε βράχο. Τα πιο προφανή μεταξύ των οπωροφόρων δένδρων ήσαν η βερικοκιά, η κερασιά, η μουριά και η καρυδιά. Βαθμιαία η κοιλάδα γινόταν στενότερη, αλλά τον πυθμένα της καταλάμβαναν ακόμη περιβόλια και κήποι, που προστατεύονταν από καρυδιές που υψώνονταν με σθένος. Αυτή η πλούσια βλάστηση εμφανιζόταν κυρίως λόγω ενός εκτεταμένου συστήματος άρδευσης, το οποίο καθιστούσε εύκολο η ραγδαία ροή τού ποταμού. Μη έχοντας μαζί του βαρόμετρο, δεν είχε τρόπο να επιβεβαιώσει το υψόμετρο αυτής τής κοιλάδας, ούτε μπορούσε να μάθει αν τα νερά χύνονταν στον Εύξεινο ή στην Κασπία. Πίστευε όμως ότι συνέβαινε το πρώτο. Πέρασαν από δύο μοναδικούς τρουλοειδείς λόφους που βρίσκονταν κοντά στον δρόμο και είχαν σχηματιστεί από ασβεστώδεις πηγές που ανάβλυζαν από τα ασβεστολιθικά πετρώματα.

Λίγο μετά τις δέκα άφησαν τον πυθμένα τής κοιλάδας και ανέβηκαν στους λόφους στα δεξιά, ενώ το ποτάμι εξακολουθούσε να ρέει ανάμεσα σε πλούσια δάση. Τα οπωροφόρα δένδρα εξαφανίζονταν καθώς προχωρούσαν, ενώ, όταν έφτασαν στο μικρό χωριό Κίζρα, είχαν παύσει σχεδόν εντελώς. [Η Κίτσχα (η Κίζρα τού Χάμιλτον) μετονομάστηκε σε Κίσκα μετά το 1928, σε Ουντζουλάρ μετά το 1946 και λέγεται Σένγιουρτ μετά το 1960.] Εδώ τον υποδέχτηκε ευγενικά ο νεαρός αγάς, ο οποίος, αφού κάπνισαν ναργιλέ, τού συνέστησε να προχωρήσει δύο ώρες πιο πέρα, σε ορεινό γιαγλά στον δρόμο για την Ισπίρ, όπου θα εύρισκε καλό κατάλυμα και πολλά άλογα. Μη γνωρίζοντας τότε τον τουρκικό χαρακτήρα τόσο καλά, όσο τον έμαθε αργότερα, καθώς και τη συνεχή τους προσπάθεια να ξεφύγουν από τις υποχρεώσεις τής φιλοξενίας, ο Χάμιλτον τον εμπιστεύτηκε ανόητα και έφυγε με λύπη από την όμορφη κοιλάδα τού Τορτούμ.

Αφήνοντας την Κίζρα στις εντεκάμιση, συνέχισαν στην ίδια δυτική κατεύθυνση για ένα μίλι, ενώ στη συνέχεια μπήκαν σε στενό φαράγγι μέσα από ασβεστολιθικά πετρώματα προς τα βορειοδυτικά, ανεβαίνοντας από ζιγκ-ζαγκ δρόμο για αρκετά μίλια και περνώντας από εγκαταλειμμένο χωριό, μέχρι που στη μιάμιση έφτασαν στην κορυφή ζοφερού και θλιβερού χέρσου υψιπέδου, το οποίο καλυπτόταν σε πολλά σημεία από στρώμα ακανόνιστα στηλοειδούς βασάλτη και ύστερα από άλλη μία ώρα, με πολύ μόχθο, προσπάθεια και κρύο, έφτασαν στον άθλιο γιαγλά τού Γιουντούκ, τον οποίο βρήκαν βρώμικο, υγρό και λασπώδη. [Το Γιουντούκ τού Χάμιλτον είναι είτε το χωριό Σερνταρλί, που ονομαζόταν Γιουκάρι (Άνω) Γιουντίκ πριν από το 1960, ή το γειτονικό (σε απόσταση ενός χιλιομέτρου) χωριό Ασάγι Κατικλί, που ονομαζόταν Ασάγι (Κάτω) Γιουντίκ μέχρι το 1928.] Δυσκολεύτηκαν πολύ να βρουν οποιοδήποτε κατάλυμα, ενώ τούς προσφέρθηκε αρχικά ανοικτό υπόστεγο και στη συνέχεια βρώμικος στάβλος αγελάδων. Ο Μουχτάντ υποχρεώθηκε να προσφύγει στο μαστίγιό του, προκειμένου να υποχρεώσει τούς χωρικούς να φερθούν ευγενικά. Το κλίμα επίσης, τόσο κοντά στα σύννεφα και στο χιόνι, ήταν αξιοθρήνητα ψυχρό. Το βράδυ, με όση φωτιά μπόρεσαν να ανάψουν με τα υλικά που τούς έδωσαν, το θερμόμετρο δεν ανέβηκε πάνω από τούς 49° Φαρενάιτ [17° C]. Ο άτιμος αγάς τής Κίζρα τού είχε στερήσει τη φιλοξενία τού δικού του χωριού και είχε πετάξει το φορτίο τής περιποίησής του σε εκείνους που είχαν τις λιγότερες δυνατότητες να το αντέξουν οικονομικά. Τα βράχια στη περιοχή ήσαν όλα τραχειτικά και φαίνονταν να είχαν προέλθει από μάζα λόφων λίγα μίλια μακριά στα νοτιοδυτικά.

Τρίτη 21 Ιουνίου. Αφήνοντας το Γιουντούκ στις εξήμιση ανέβηκαν στην κορυφή τής κορυφογραμμής και από εκεί κατέβηκαν, αρχικά σε ελώδεις τυρφώνες και στη συνέχεια γρήγορα από απόκρημνο και βραχώδες μονοπάτι σε άλλη κοιλάδα, το ρέμα τής οποίας χυνόταν ανατολικά στον ποταμό τού Τορτούμ. Η κατεύθυνσή τους ήταν κυρίως βόρεια-βορειοδυτική και η κατάβαση, μέσα από δάση σημύδας, ελάτων και άλλων όμορφων θάμνων και φυτών, ήταν πολύ γραφική. Ανάμεσά τους υπήρχαν κεδρόμηλα, μουρτζιές και κουτσουπιές, μερικές από τις οποίες στις όχθες τού ποταμού είχαν ωραίους ξυλώδεις κορμούς με ύψος τριάντα ή σαράντα πόδια. Αφού διέσχισαν το βουερό ρέμα από πολύ σαθρή γέφυρα, ανέβηκαν στο μικρό χωριό Γενί Κιόι [Βερινκίγ, σήμερα Ουζουνκαβάκ]. Εδώ ο Χάμιλτον βρήκε την πασχαλιά ανθισμένη για πρώτη φορά και κοιτώντας πίσω προς τα νοτιοδυτικά, είδε ωραίο καταρράκτη να ορμά πάνω από την πλαγιά τού βουνού και να πέφτει στο ποτάμι λίγο πιο πάνω από τη γέφυρα.

Από το Γενί Κιόι ανέβηκαν στην κορυφή άλλης απότομης και στενής λοφοσειράς, που εκτεινόταν από τα ανατολικά προς τα δυτικά και συνδεόταν στο δυτικό της άκρο με τη γενική μάζα βράχου, που αποτελούνταν από κοκκινωπό και γκρίζο πλαγιόκλαστο τραχείτη, ο οποίος σχιζόταν σε λεπτές πλάκες και ρομβοειδείς μάζες. Όταν ξεκίνησαν πάλι, παρά την άγρια και πετρώδη φύση τού εδάφους και τον εύκολο τρόπο που σχίζονταν τα βράχια, δεν είχαν γίνει προσπάθειες να ανοιχτεί μονοπάτι. Ο τόπος είχε αφεθεί στη φροντίδα τής φύσης και φαινόταν σαν να ίππευαν πάνω σε λατομείο σχιστόλιθου. Η πορεία τους ήταν τώρα βορειοδυτική για δύο σχεδόν μίλια, ελισσόμενη κατά μήκος τής πλευράς των λόφων που έκλιναν προς τα βορειοανατολικά, στους οποίους έβοσκαν μεγάλες αγέλες γελαδιών και φοράδων με πουλάρια. Αφού διέσχισαν κι άλλη βαθιά χαράδρα και ψηλή κορυφογραμμή, η κατεύθυνσή τους μεταβλήθηκε σε δυτική-βορειοδυτική. Η θέα προς τα βορειοανατολικά ήταν πολύ εκτεταμένη, εποπτεύοντας την πορεία τού Τσορούχ, μπροστά από την οποία υπήρχε πολλή λοφώδης χώρα και στο βάθος ψηλή χιονισμένη οροσειρά. Πολύ μεγάλος αριθμός από γιγαντιαίους γύπες και αετούς ήσαν συγκεντρωμένοι μαζί σε κομμάτι τού βραχώδους εδάφους κοντά στον δρόμο, αλλά ο Χάμιλτον δεν μπόρεσε να πλησιάσει αρκετά κοντά για να πυροβολήσει.

Λίγο πριν από τις δώδεκα έπεσαν και πάλι σε ασβεστολιθικά πετρώματα, που βυθίζονταν σχεδόν βορειοδυτικά υπό μεγάλη γωνία, ενώ πιο πέρα βρήκαν στρώματα ψαμμίτη και σχιστόλιθου. Φαίνονταν να ανήκουν στον ίδιο σχηματισμό με εκείνον από τον οποίο πέρασαν χτες, έχοντας εξαναγκαστεί σε αντίκλινο από την εξώθηση των πυριγενών πετρωμάτων. Η μόνη διαφορά που μπορούσε να αντιληφθεί ο Χάμιλτον, ήταν ότι ο ασβεστόλιθος εδώ ήταν πιο κρυσταλλικός και περιείχε μερικά ίχνη κρινοειδών εχινοδέρμων. Δύο μίλια πιο πέρα, σε νοτιοδυτική κατεύθυνση, έφτασαν στο μικρό χωριό Κάμπορ [Κόμπορ, σήμερα Ντουρουκιόι], όπου είχαν σκαιό δείγμα τουρκικού πείσματος, με τούς οδηγούς τους να αρνούνται να προχωρήσουν χωρίς αλλαγή αλόγων, αν και η Ισπίρ, σύμφωνα με όλες τις περιγραφές, βρισκόταν δύο μόλις ώρες πιο πέρα. Διευθέτησαν το ζήτημα ωθώντας τα δικά τους άλογα και αναθέτοντας σε νέο οδηγό να οδηγήσει τα άλογα αποσκευών.

Φεύγοντας από την κοιλάδα τού ποταμού και τού Κάμπορ, που κυλούσε μέσα από στενό φαράγγι προς Ισπίρ, προχώρησαν μέσω δύσκολου δρόμου πέρα από τούς λόφους για δύο περίπου μίλια και διέσχισαν δύο ορμητικά ρέματα που κατέβαιναν από βραχώδη φαράγγια στα νότιο-νοτιοανατολικά. Στη συνέχεια άφησαν το φαράγγι και συνέχισαν στην ίδια γενική νοτιοδυτική κατεύθυνση, πάνω σε έδαφος που έκλινε προς βορρά σε κοιλάδα που ποτιζόταν από μικρό ποτάμι, το οποίο παραλάμβανε όλα τα ρέματα που είχαν διασχίσει από τότε που έφυγαν από το Κάμπορ και το οποίο χυνόταν στον Τσορούχ αμέσως πιο κάτω από την Ισπίρ. Καθώς προχωρούσαν, οι καλλιέργειες και η βλάστηση αυξάνονταν ραγδαία. Οι λόφοι καλύπτονταν με αγριολούλουδα, ανάμεσα στα οποία πιο προφανή ήσαν λούπινα όλων των χρωμάτων, ενώ ο αέρας ήταν αρωματισμένος με τη γλυκιά μυρωδιά τού άνθους τής τζιτζιφιάς.

Στις τέσσερις και τέταρτο ξεπρόβαλε μπροστά τους το όμορφο κάστρο τής Ισπίρ, που βρισκόταν σε βραχώδες σημείο στο κέντρο τής κοιλάδας, η οποία εδώ ήταν πολύ περιορισμένη.

Image

Το κάστρο τής Ισπίρ

Το κάστρο δέσποζε του στενού περάσματος, από το οποίο ο Τσορούχ Σου έμπαινε στα βουνά, ενώ στις παρυφές του υπήρχαν μερικά υπόγεια σπίτια με επίπεδη στέγη, στολισμένα με τζαμί, τιμώμενα ως τόπος διαμονής τού βοεβόδα και παίρνοντας αξία με την αόριστη ονομασία καζαμπάς ή πόλη. Ο Χάμιλτον είχε οδηγηθεί να προσδοκά μέρος όπου θα αντιμετωπίζονταν οι ελλείψεις τους και όπου θα εφοδιάζονταν με διάφορες προμήθειες, αλλά δεν υπήρχε ούτε ένα μαγαζί ή τρόπος αγοράς οποιουδήποτε από εκείνα που ήθελαν.

Προχώρησε αμέσως στον αγά ή βοεβόδα, τον οποίο βρήκε να υποφέρει από βίαιη επίθεση πυρετού. Τού πρόσφερε κονάκι σε γειτονικό σπίτι, ή στο δικό του, αν προτιμούσε. Αποδέχθηκε το πρώτο, ως πιο ανεξάρτητο. Σύντομα δέχτηκε επίσκεψη από τον ίδιο και κάθισαν στον κήπο πάνω από την οροφή, όπου είχαν τούς ναργιλέδες τους και καφέ κάτω από τη σκιά των μουριών και με θέα τα όμορφα ερείπια τού κάστρου, κάνοντας τόση συζήτηση, όση επέτρεπαν οι περιορισμένες δυνατότητες ενός διερμηνέα. Στόχος του ήταν να προχωρήσει από εκεί μέσα από τα βουνά τού Λαζιστάν προς τη Ρίζε και την Τραπεζούντα, αλλά ο κυβερνήτης τον απέτρεψε έντονα, αναφέροντας ότι η χώρα κατοικούνταν από άγριους, δολοφονικούς ανθρώπους, που δεν τούς είχε ακόμη υποτάξει η κυβέρνηση και επί των οποίων δεν μπορούσε να ασκήσει καμία εξουσία. Πρόσθεσε επίσης ότι δεν υπήρχαν κωμοπόλεις ή χωριά στον δρόμο για απόσταση σαράντα ωρών, παρά μόνο μεμονωμένα σπίτια εδώ κι εκεί. Ότι δεν θα εύρισκε ούτε κατοικία, ούτε προμήθειες και ότι δεν θα ήταν υπόλογος για την ασφάλειά του. Επιπλέον, ότι οι δρόμοι ήσαν χειρότεροι και η χώρα πιο λοφώδης και ορεινή από εκείνη μεταξύ Μπαρντέζ και Ισπίρ. Με τέτοιες αποθαρρυντικές πληροφορίες ο Χάμιλτον υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το σχέδιό του. Και καθώς ο κύριος σκοπός του ήταν να επιστρέψει στη Μικρά Ασία το συντομότερο δυνατό, αποφάσισε να ανέβει τον Τσορούχ μέχρι τη Μπαϊμπούρτ και από εκεί να επιστρέψει στην Τραπεζούντα, ενώ από αυτόν τον δρόμο θα είχε τουλάχιστον τη δυνατότητα να εξετάσει το κάστρο τής Μπαϊμπούρτ και τα αργυρωρυχεία τής Γκουμούσχανε.

Κατά τη διάρκεια τής συνομιλίας τους, ο βοεβόδας διεκτραγωδούσε την άθλια κατάστασή του, εξόριστος όπως ήταν σε αυτή την έρημη χώρα, χωρίς κοινωνία και χωρίς πόρους, χωρίς να ελπίζει ότι κάποιος θα τον απάλλασσε σύντομα. Βρήκε να επικρατεί αυτό το συναίσθημα μεταξύ πολλών από τούς επαρχιακούς κυβερνήτες και πάντοτε το θεωρούσε ως απόδειξη, είτε ότι δεν μπορούσαν να βγάλουν χρήματα, ή ότι είχαν ήδη βγάλει αρκετά. Διαμαρτυρόταν επίσης πολύ για την έλλειψη γιατρού, ενώ έλεγε ότι το μόνο πράγμα που θα τον θεράπευε θα ήταν λίγο ρούμι, οπότε ο Χάμιλτον τού έδωσε ό, τι είχε μείνει στο μπουκάλι του τού κονιάκ, αν και τού εξέφρασε τις αμφιβολίες του αν θα τού έκανε καλό, όσο ο πυρετός μαινόταν.

Image

Ισπίρ-Μπαϊμπούρτ-Γκουμούσχανε-Τραπεζούς (1836)

Τετάρτη 22 Ιουνίου. Ρωτώντας σήμερα το πρωί, ήταν ευτυχής μαθαίνοντας ότι η κατάσταση τού βοεβόδα δεν είχε επιδεινωθεί και ότι ο πυρετός του είχε περάσει.14 Αλλά ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένος με την κυβέρνηση, που τού είχε ζητήσει να την εφοδιάσει με περισσότερες στρατολογήσεις, μη έχοντας μπορέσει τούς τελευταίους δύο μήνες να εξασφαλίσει καμία. Καθώς υπήρχε κάποια δυσκολία στην προμήθεια αλόγων για να τον μεταφέρουν στη Μπαϊμπούρτ, ο Χάμιλτον καθυστέρησε εδώ όλη τη μέρα και μπόρεσε να πάρει μεσημβρινό υψόμετρο τού ήλιου, που τοποθετούσε την Ισπίρ σε γεωγραφικό πλάτος 40° 24’ 30″ βόρειο. Το κάστρο, το οποίο επισκέφτηκε στη συνέχεια, ήταν χτισμένο στη δεξιά όχθη τού ποταμού, σε μάζα πορφυριτικού τραχείτη, ο οποίος φαινόταν ότι είχε διασχιστεί από τη μάζα των πυριγενών βράχων, που αποτελούσαν το φαράγγι μέσα στο οποίο κυλούσε ο ποταμός. Τα εξωτερικά τείχη τού κάστρου βρίσκονταν σε ερείπια. Είχαν κατασκευαστεί με ακατέργαστες πέτρες, ακανόνιστα συναρμοσμένες και εγκιβωτισμένες σε κομμάτια τραβερτίνη. Στην κορυφή τού βράχου, ανάμεσα σε απροσδιόριστη μάζα κατεστραμμένων τειχών και πύργων, υπήρχαν δύο κτίρια που άξιζαν πιο ιδιαίτερη αναφορά. Ήσαν χτισμένα από μεγάλα τετράγωνα λαξευμένα κομμάτια τραβερτίνη, με αρθρώσεις στενά προσαρμοσμένες μεταξύ τους, σαν ελληνική δουλειά. Όμως, αν και η τοιχοποιία ήταν η ίδια, διέφεραν σε μεγάλο βαθμό στο αρχιτεκτονικό τους ύφος. Το κτίριο κοντά στο κέντρο των ερειπίων φαινόταν ότι ήταν ελληνική εκκλησία, που είχε ημικυκλικό ιερό βήμα στο ανατολικό άκρο και κόγχη κάπως παρόμοιας εμφάνισης σε κάθε πλευρά. Το μήκος του ήταν εξήντα περίπου πόδια και το πλάτος του σαράντα και είχε χαμηλή στρογγυλή είσοδο σε κάθε πλευρά, αλλά χωρίς ιδιαίτερη διακοσμητική αρχιτεκτονική γύρω της. Το άλλο κτίριο ήταν μικρότερο και τετράγωνο και από τον μιναρέ που εξακολουθούσε να συνδέεται μαζί του φαινόταν ότι ήταν τζαμί. Η τοξωτή είσοδος ήταν στολισμένη με αραβουργήματα σε σαρακηνικό στυλ, το οποίο επικρατούσε και στο εσωτερικό. Η οροφή ήταν εξαιρετικά κομψή, αντιγράφοντας σε μεγάλο βαθμό το στυλ των πιο πλούσια διακοσμημένων κτιρίων τής Ανί. Δώδεκα ή δεκατέσσερα περίπου πόδια από το έδαφος ξεφύτρωναν αψίδες στις τρεις πλευρές από παραστάδες, που γέμιζαν τις γωνίες τής αίθουσας, εξέχοντας τρία περίπου πόδια. Μικρότερο τετράγωνο σχηματιζόταν έτσι πάνω από τις κορυφές των αψίδων, με πλούσια στολισμένα γείσα. Αυτό το τετράγωνο μετατρεπόταν στη συνέχεια σε οκτάγωνο γεμίζοντας τις γωνίες, τα χαμηλότερα μέρη των οποίων, μη έχοντας πουθενά να στηριχτούν, ολοκληρώνονταν στο ιδιόμορφο, σχήματος μίτρας γοτθικό στολίδι και σε σταγόνες, τόσο συχνές στην Ανί και το Ερζερούμ. Το σύνολο τερματιζόταν σε οκταγωνική κωνική στέγη. Ο Χάμιλτον φοβόταν ότι αυτή η περιγραφή ήταν ατελής, αλλά την είχε επιχειρήσει με την ελπίδα να μεταφέρει στους αναγνώστες του κάποια ιδέα για μία από τις πιο ευχάριστες δομές που είχε δει σε αυτή τη βάρβαρη τότε χώρα.

Αρκετές από τις πύλες που οδηγούσαν στο φρούριο εξακολουθούσαν να παραμένουν ακέραιες. Όλες εγκιβωτίζονταν με την ίδια μαλακή πέτρα, η οποία σε πολλές περιπτώσεις είχε αφαιρεθεί. Πάνω από δύο από αυτές υπήρχαν επιγραφές σε περσικούς ή αραβικούς (κουφικούς) χαρακτήρες, οι οποίες, όπως τον διαβεβαίωσε ο βοεβόδας, δεν ήσαν στην τουρκική γλώσσα. Μία από αυτές τις πύλες ήταν ενδιαφέρουσα, από τη μορφή τού τόξου στο εσωτερικό που ήταν διαφορετική από ό, τι στο εξωτερικό. Από μέσα φαινόταν στρογγυλό, ενώ από το εξωτερικό είχε ελαφρά αιχμηρή καμπύλη, η οποία ήταν αναμφισβήτητα σαρακηνική. Δεν μπόρεσε να μάθει τίποτε για τον ιδρυτή τού κάστρου, αλλά έτεινε να αποδώσει την κατασκευή του στον 9ο αιώνα, όταν οι Άραβες χαλίφηδες εξασφάλισαν την κατοχή τής Αρμενίας, αφού κατέστρεψαν τις περσικές δυναστείες. Ένας από τούς κυριότερους στόχους τους ήταν να υπερασπιστούν την πλούσια πεδιάδα τού Τσορούχ Σου από τις εχθρικές επιδρομές των ορεινών φυλών τού Λαζιστάν, οι οποίες εξακολουθούσαν να διατηρούν το χαρακτήρα τους με αρπαγές και λεηλασίες. Αυτοί οι Λαζοί αντιπροσώπευαν τούς αρχαίους Κόλχους, οι οποίοι φημίζονταν πάντοτε για τη βία τους και τις ληστρικές τους συνήθειες.15

Όσον αφορά τη σύγχρονη ιστορία τού κάστρου, έμαθε ότι πριν από τριάντα περίπου χρόνια βρισκόταν στην κατοχή τού Μεχμέτογλου, ντερέμπεη και αρχηγού ανταρτών, ο οποίος είχε υποκινήσει ολόκληρη τη χώρα σε εξέγερση εναντίον τής Υψηλής Πύλης. Ο Ταχίγια πασάς, τότε κυβερνήτης τής Τραπεζούντας, αφού κατάφερε να την καταστείλει ύστερα από μακροχρόνια προσπάθεια, την κατέστρεψε ολοσχερώς. Το φρούριο όμως αντιστάθηκε για κάποιο διάστημα και ήταν ο τόπος καταφυγής όλων των ανήσυχων πνευμάτων τού Λαζιστάν, που συνέρρεαν εκεί σε τέτοιους αριθμούς, ώστε περιφρονούσαν οποιαδήποτε δύναμη έστελνε η κυβέρνηση εναντίον τους. Λίγα μόνο χρόνια μετά την καταστροφή τού σώματος των γενιτσάρων μπόρεσε να εγκατασταθεί εδώ κυβερνήτης.

Η ιστορία αυτού τού Ταχίγια πασά ήταν ίδια με εκείνη πολλών Τούρκων κυβερνητών. Λίγο καιρό μετά από αυτή την επιτυχία έπεσε στη δυσμένεια τής Υψηλής Πύλης και ο Χοσρόι πασάς στάλθηκε να τού πάρει το κεφάλι. Ο Ταχίγια μάζεψε όσους οπαδούς μπορούσε να συγκεντρώσει και έκανε επίδειξη αντίστασης, αλλά ηττήθηκε. Διέφυγε στη Ρωσία όπου διέμεινε για κάποιο διάστημα, ενώ αργότερα, με ρωσική μεσολάβηση, τον συγχώρησαν και τον άφησαν να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Αφού παρέμεινε εκεί για κάποιο διάστημα, προσλήφθηκε και πάλι από την Υψηλή Πύλη ως καϊμακάμης σε μακρινή επαρχία. Όμως το κακό του πεπρωμένο δεν είχε κατευναστεί. Η μοίρα του δεν είχε αποτραπεί, αλλά μόνο καθυστερήσει. Στο τέλος στερήθηκε τη ζωή του για φανταστικό έγκλημα ή για παραπτώματα που υποτίθεται ότι είχαν προ πολλού συγχωρηθεί.

Το απόγευμα επισκέφθηκε τον βοεβόδα, ο οποίος τον προέτρεψε να μείνει μαζί του δύο ή τρεις ημέρες. Εδώ είχε καλή ευκαιρία να δει πώς περνούσε το απόγευμά του ένας Τούρκος. Τον βρήκε περιτριγυρισμένο από τούς ακόλουθούς του, καθισμένο σε εσοχή φτιαγμένη στην άκρη τού δρόμου, πάνω από δροσερή και αναβλύζουσα πηγή. Αφού κάπνισαν ναργιλέ, πρότεινε να περπατήσουν για να δουν το ποτάμι, στο οποίο ο Χάμιλτον συμφώνησε ευχαρίστως, αναμένοντας να περπατήσει δίπλα στις βραχώδεις όχθες του. Δεν είχαν όμως προχωρήσει 200 μέτρα, όταν έφτασαν στη γέφυρα, που ήταν το όριο τής απόστασης που περπατούσε. Διαλέγοντας τη σκιερή πλευρά, κάθισαν στο γρασίδι κοντά στην άκρη τού νερού. Εδώ, ενώ συζητούσαν πάνω από ένα πιάτο κεράσια, ο οικοδεσπότης του βρήκε την ευκαιρία, με αφορμή διάφορα κομμάτια τής ενδυμασίας του, να επαινέσει την Αγγλία και τα προϊόντα της και να παραδεχτεί ότι οι Τούρκοι ήσαν αδρανείς, αδαείς άνθρωποι, των οποίων τα έθιμα δεν είχαν καμία σχέση με εκείνα τού Φραγκιστάν (τής Ευρώπης), ενώ πρόσθεσε ότι οι Άγγλοι ήσαν πολύ πλούσιοι και οι Τούρκοι πολύ φτωχοί. Σε αυτό ο Χάμιλτον απάντησε ότι ένας λόγος ήταν ότι στην Αγγλία, όταν ένας άνθρωπος γινόταν πλούσιος από την εργατικότητα ή τούς κόπους του, ο νόμος τού επέτρεπε να διατηρήσει την περιουσία του και να την αφήσει στην οικογένειά του μετά τον θάνατό του και ότι η κυβέρνηση δεν παρέμβαινε αυθαίρετα, βάζοντας χέρι στο σύνολο ή στο μεγαλύτερο μέρος της. Τότε χτύπησε χαρακτηριστικά το κεφάλι του με την παλάμη του και φαινόταν πολύ σοβαρός. Ύστερα από άλλον ένα ναργιλέ έκαναν μια κίνηση και επέστρεψαν στα λιβάδια απέναντι από το κονάκι τού βοεβόδα, όπου έβγαλαν έξω χαλιά και μαξιλάρια και τα άπλωσαν κάτω από τα δένδρα, ενώ προσφέρθηκαν και πάλι ναργιλέδες με την προσθήκη καφέ. Εδώ τού προσφέρθηκε νέο είδος ψυχαγωγίας, αφού τον ξεσήκωσαν δυνατές φωνές και κλάματα και κοιτάζοντας γύρω, είδε έναν δύστυχο φουκαρά ξαπλωμένο ανάσκελα μπροστά από την πόρτα τού κονακιού, με τις φτέρνες του στον αέρα, δεμένο πάνω σε κορμό ξύλου, που τον κρατούσαν δύο άνδρες, ενώ άλλοι τον ράβδιζαν στα γυμνά του πέλματα με μεγάλη ορμή. Ρωτώντας τον κυβερνήτη να τού γνωρίσει τον λόγο εκείνων που γίνονταν, εκείνος ήταν στην ευχάριστη θέση να πει ότι, λόγω τής παρουσίας του, θα άφηνε τον άνθρωπο ελεύθερο με μικρή τιμωρία, αν και τού άξιζε μεγαλύτερη για την ταραχώδη και εριστική συμπεριφορά του και διέταξε να τον αφήσουν ελεύθερο. Όταν τον άφησαν, δύσκολα μπορούσε να κινηθεί και σχεδόν τον έσπρωξαν από τον δρόμο μέσα στο σπίτι. Είχε διαπληκτιστεί και χτυπήσει ηλικιωμένη γυναίκα, αλλά το έγκλημά του ήταν ακόμη χειρότερο, επειδή είχε χρησιμοποιήσει απρεπή γλώσσα απευθυνόμενος σε γυναίκα.

Η περιοχή επί τής οποίας εκτεινόταν η δικαιοδοσία τού βοεβόδα είχε πενήντα περίπου χωριά, από 5 έως 50 σπίτια το καθένα. Ακόμη και η Ισπίρ είχε μόνο πενήντα, αν και στο παρελθόν ήταν πολύ μεγαλύτερη. Είχε ζητηθεί από τον κυβερνήτη να προσκομίσει τριάντα νεαρούς άνδρες ως κληρωτούς για τις νέες στρατολογήσεις, αλλά είχε προσπαθήσει μάταια επί δύο μήνες να τούς προμηθεύσει. Τώρα απειλούσε ότι θα έβαζε την περιοχή να πληρώσει 5.000 γρόσια (50 στερλίνες) για κάθε άνδρα, αν δεν έρχονταν σε τρεις ημέρες, αλλά από όσα είχε ακούσει ο Χάμιλτον για την περιοχή, θα είχε μεγάλη δυσκολία στη συγκέντρωση είτε των χρημάτων ή των ανδρών, ενώ σπανίως έβλεπε κάποιον, εκτός από γέρους με γκρίζες γενειάδες και ανήμπορα παιδιά. Μάλιστα πολλά μέρη τής περιοχής ερημώνονταν λόγω των νέων μέτρων, ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις τής πανούκλας και άλλων επιδημιών.

Πέμπτη 23 Ιουνίου. Παρά τις πιεστικές παρακλήσεις τού βοεβόδα, ξεκίνησε στις επτάμιση για τη Μπαϊμπούρτ που απείχε δεκαοκτώ ώρες, με πολύ κακά άλογα, κατά μήκος τής νότιας ή δεξιάς όχθης τού Τσορούχ Σου. Στα βόρεια η κοιλάδα, που ήταν διάσπαρτη με πολλά μπαλώματα καλλιεργειών και δένδρων κατά μήκος τής ακροποταμιάς, οριοθετούνταν από ψηλό φάσμα ζοφερών και άγριων λόφων. Δύο μίλια νοτιοδυτικά τής Ισπίρ το ποτάμι κυλούσε ορμητικά ανάμεσα σε απότομους λόφους και η κατεύθυνσή τους άλλαξε σε δυτική, περνώντας μια γέφυρα πάνω από τον Τσορούχ, που οδηγούσε σε ορυχεία χαλκού (Μπακρ Μαντέν) που βρίσκονταν στους λόφους στα βόρεια, πέρα από τα οποία υπήρχε άλλο μεγάλο ρέμα που χυνόταν στον Τσορούχ Σου από τα βόρεια-βορειοδυτικά. Μεταξύ των πολλών άγριων θάμνων και λουλουδιών σε αυτούς τούς λόφους, τον εντυπωσίασε πολύ ένα είδος αγιοκλήματος με το οποίο ήσαν σκεπασμένοι. Το λουλούδι ήταν μικρό και χωρίς μυρωδιά, αλλά εξαιρετικά διακοσμητικό. Υπήρχαν επίσης κάποιες βελανιδιές, αλλά καμία μεγάλου μεγέθους.

Ανάμεσα σε πέντε και έξι μίλια από την Ισπίρ πέρασαν από δρόμο που οδηγούσε στο αρμενικό μοναστήρι τού Ζιπ Οβανές και στον τάφο Τούρκου αγίου που ονομαζόταν Χουσεΐν Ντεντέ και βρισκόταν τρία περίπου μίλια προς νότο, ανάμεσα στους ασβεστολιθικούς λόφους, μέσα από τις ρεματιές των οποίων είχε περιστασιακά τη θέα μακρινής χιονισμένης οροσειράς. Κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού τής ημέρας συνέχισαν σε γενική δυτική-νοτιοδυτική κατεύθυνση, ελισσόμενοι πάνω από τούς λόφους και απομακρυνόμενοι από την κοίτη και την κοιλάδα τού Τσορούχ Σου, στον οποίο χύνονταν διάφορα μεγάλα ρέματα από τα βουνά στα βόρεια. Στα βουνά αυτά είχε αναφερθεί ότι υπήρχαν αργυρωρυχεία σε κάποια απόσταση, που λειτουργούσαν προηγουμένως υπό τη διεύθυνση των μεταλλωρύχων τής Γκουμούσχανε κατά τη διάρκεια τής ύπαρξης των ντερεμπέηδων, οι οποίοι σε αυτό το τμήμα τής χώρας πρόσφεραν περιορισμένη μόνο υποταγή στις εντολές τής Υψηλής Πύλης. Σε μια περίπτωση, τα ορυχεία αυτά δέχτηκαν επίθεση και λεηλατήθηκαν από γειτονικό αρχηγό και παρότι οι εργάτες κατάφεραν να ξεφύγουν, τα ορυχεία δεν ξανάνοιξαν ποτέ. Καθώς προχωρούσαν, οι λόφοι πάνω στους οποίους ταξίδευαν γίνονταν ζοφεροί και άγονοι, παράγοντας μόνο λίγα διάσπαρτα κέδρα και άλλους μικρούς θάμνους. Ο βράχος από τον οποίο αποτελούνταν ήταν ασβεστολιθικός. Τεράστιες μάζες, προφανώς ογκόλιθοι, διαμέτρου είκοσι έως εικοσιπέντε ποδιών, ήσαν διάσπαρτες πάνω στην επιφάνεια.

Στις δύο το μεσημέρι, αφού ελίχθηκαν προς την κορυφή τής απόληξης μεγάλης οροσειράς στα αριστερά τους, είχαν υπέροχη θέα από τα βαθιά και ελισσόμενα φαράγγια, τα οποία προς τα δυτικά σηματοδοτούσαν την πορεία τού Τσορούχ Σου, αν και ο ίδιος ο ποταμός δεν μπορούσε να φανεί. Αλλά η πορεία του ήταν ορατή δύο ή τρία μίλια βόρεια, σχηματιζόμενη από τη συμβολή δύο μεγάλων ποταμών, όπου ο Τσορούχ κυλούσε από τα δυτικά και ένας άλλος από τα βορειοδυτικά σε βαθιά χαράδρα. Ο βράχος αποτελούνταν από συμπαγές ή τραχειτικό συσσωμάτωμα μαύρου σταχτογκρίζου χρώματος, το οποίο περιείχε ογκόλιθους πορφυριτικού τραχείτη και το οποίο διαπερνούσαν πολλά αναχώματα.

Αφού διαβήκαν το ρέμα, ανέβηκαν στην άλλη πλευρά τής κοιλάδας και συνέχισαν σε σειρά από λόφους και ρεματιές για έξι σχεδόν μίλια, μέχρις ότου έφτασαν στο μικρό, αλλά νοικοκυρεμένο χωριό Καρά Αγάτς [Καρακότς] περίπου στις τέσσερις. Αλλά τού είπαν ότι υπήρχαν μόνο δεκαπέντε οικογένειες, αν και ο ίδιος μέτρησε σχεδόν πενήντα σπίτια, πολλά από τα οποία χρησιμοποιούνταν ως στάβλοι για τα άλογα και τα γελάδια, χωρίς να διαφέρει η εξωτερική τους εμφάνιση από καμία άποψη από τις κατοικίες των κατοίκων.

Περιπλανώμενος στο χωριό, όπως έκανε πάντοτε όταν δεν ήταν πάρα πολύ κουρασμένος από το ταξίδι τής ημέρας, βρήκε ενδιαφέρουσα τομή στηλοειδούς αμυγδαλοειδούς πυριγενούς βράχου, που είχε εναποτεθεί σε οριζόντια άμμο, το πάνω τμήμα τής οποίας είχε αλλοιωθεί πολύ από την επαφή με τον πυριγενή βράχο, ο οποίος είχε προφανώς κυλίσει πάνω της σε κατάσταση ανάφλεξης από κωνικό λόφο στα βόρεια-βορειοδυτικά τού χωριού. Αυτό το τμήμα τής άμμου που βρισκόταν σε άμεση επαφή με τον πυριγενή βράχο είχε μετατραπεί σε κατάσταση που έμοιαζε πολύ με αυτόν, αλλά πολύ πιο μαλακή, ενώ είχε χάσει εντελώς κάθε ίχνος οριζοντιότητας. Στο κάτω τμήμα σταδιακά γινόταν λιγότερο ομοιογενής, προσεγγίζοντας περισσότερο τον υποκείμενο αναλλοίωτο ψαμμίτη, ο οποίος ήταν πιθανώς επίσης ηφαιστειακής προέλευσης, δηλαδή λάσπη και στάχτη που εκτοξεύτηκαν από τον ίδιο κρατήρα πριν από την έκρηξη τής λάβας.

Εδώ δεν μπόρεσε να προμηθευτεί ξεκούραστα άλογα, αφού δεν υπήρχε κανένα στο χωριό, εκτός από εκείνα τού σπαχή. Αυτοί οι σπαχήδες ήσαν τα απομεινάρια τού προηγούμενου ιππικού τής Τουρκίας, όπου στάθμευαν σε διάφορες περιοχές με σκοπό την είσπραξη δασμών, φόρων δεκάτης και φόρων για την κυβέρνηση. Με τη δημιουργία τού νέου τακτικού στρατού ή νιζάμ, όλοι οι σπαχήδες που ήθελαν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους αναγκάστηκαν, γέροι και νέοι, να ενταχθούν στο τακτικό ιππικό, αλλά σε καιρό ειρήνης τούς επιτρεπόταν να διαμένουν σε ξεχωριστά χωριά. Ο συγκεκριμένος (και σε γενικές γραμμές μόνο ένας υπάρχει σε κάθε χωριό) συνέχιζε να εισπράττει τούς φόρους για την κυβέρνηση. Ο Χάμιλτον ήταν λοιπόν υποχρεωμένος να πάει με τα ταλαιπωρημένα ζώα τής Ισπίρ για άλλες εννέα ώρες μέχρι τη Μπαϊμπούρτ. [Η απόσταση μεταξύ Ισπίρ και Μπαϊμπούρτ, στην κοιλάδα τού Τσορούχ, είναι 103 χλμ.]

Παρασκευή 24 Ιουνίου. Μια βροχή που έπεσε χθες το βράδυ καθάρισε πολύ τον αέρα και ξεκίνησαν λίγο μετά τις έξι, πάνω σε ορεινούς λόφους σε δυτική-νοτιοδυτική κατεύθυνση, αποκλίνοντας ελαφρά από τον Τσορούχ, μέχρι που κατέβηκαν σε βαθιά χαράδρα, μέσω τής οποίας ένα ρέμα κατευθυνόταν προς βορρά. Ανεβαίνοντας σε απότομο και κατάφυτο λόφο, σκεπασμένο με χαμηλά δρύινα θαμνώδη, άρκευθο και μικρότερα αρωματικά φυτά, συνέχισαν πάνω από τούς λόφους για ορισμένα μίλια, διασχίζοντας πολλά ρέματα που έρρεαν όλα προς βορρά, μέχρι που έφτασαν σε άθλιο χωριό μεταξύ οκτώ και εννέα μιλίων από το Καρά Αγάτς. Δεν είχαν δει τον Τσορούχ όλη τη μέρα, επειδή η βαθιά κοιλάδα στα δεξιά τους, η οποία παραλάμβανε όλα τα ρέματα που είχαν διασχίσει, διαχωριζόταν από εκείνη τού Τσορούχ από ψηλή λοφοσειρά, που εκτεινόταν ανατολικά και δυτικά για αρκετά μίλια ανάμεσα στις δύο κοιλάδες, αλλά σύντομα, φεύγοντας από αυτό το χωριό, διέσχισαν την κορυφογραμμή που συνδεόταν με την οροσειρά στα νότια. Καθώς προχωρούσαν, το τοπίο βελτιωνόταν σημαντικά. Η γενική τους κατεύθυνση ήταν ακόμη δυτική, πάνω από λόφους καλά σκεπασμένους με βλάστηση, η οποία κατά καιρούς άξιζε το όνομα τού δένδρου, ενώ στις έντεκα περίπου ίππευαν μέσα σε πανέμορφο τοπίο που έμοιαζε με πάρκο. Οι ομαλής και ήπιας κλίσης λόφοι καλύπτονταν από πλούσιο κοντό γρασίδι, ενώ συστάδες και μεμονωμένα δένδρα ήσαν διάσπαρτα πάνω του σε κάθε κατεύθυνση.

Στις δώδεκα παρά τέταρτο κατέβηκαν στην πλούσια πεδιάδα τού Τσορούχ Σου, που κυλούσε μέσα από επίπεδη και ελώδη κοίτη, η οποία εδώ, καθώς και κοντά στη Μπαϊμπούρτ, ήταν καλυμμένη από παχιά και μπλεγμένη μάζα βλάστησης, καταφύγιο αγριογούρουνων και άλλων θηραμάτων, πουλιών και ζώων. Στις δώδεκα πέρασαν από τον χώρο κατεστραμμένου χωριού, που βρισκόταν στις όχθες μικρού ρέματος, το οποίο κυλούσε προς τα κάτω από βραχώδη ορεινή κοιλάδα στα αριστερά. Ένα άλλο χωριό που ονομαζόταν Μίλτσι [Μίλεχι, σήμερα Καρσιγκετσίτ], στη βόρεια πλευρά τού Τσορούχ, ήταν ακριβώς απέναντί τους, εκεί όπου ο Μεχμέτογλου, ο γιος τού ντερέμπεη που κατακτήθηκε στην Ισπίρ από τον Ταχίγια πασά, κατοικούσε τώρα σε σχετική φτώχεια και ασημαντότητα. Ανυπομονούσε να επιστρέψει στην Ισπίρ, αλλά η κυβέρνηση, φοβούμενη την επιρροή τής οικογένειάς του και την ταραχώδη του διάθεση, είχε αρνηθεί να ικανοποιήσει το αίτημά του. Το Μίλτσι, όπως και πολλά άλλα χωριά σε αυτό το τμήμα τής χώρας, βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία τής Γκουμούσχανε και όπως κι αυτά ήταν υποχρεωμένο να διαθέτει ορισμένο αριθμό ανδρών για τα ορυχεία, σε αντάλλαγμα για το οποίο απαλλάσσονταν από φόρους και εισφορές και, μέχρι εκείνη τη χρονιά, από τη διάθεση νεοσύλλεκτων για τον στρατό. Τού είπαν με την ευκαιρία αυτή ότι στο Τσαμπάν Βαλεσί στο Κουρδιστάν, σε απόσταση ταξιδιού έξι ημερών από το Ντιγιάρμπακιρ, υπήρχαν εκτεταμένα ορυχεία χαλκού, για τα οποία ο διευθυντής των μεταλλείων τής Γκουμούσχανε υποχρεούνταν να διαθέτει κάθε χρόνο 500 άνδρες για την κοπή ξύλων. Ο Χάμιλτον υπέθετε ότι επέστρεφαν στην πατρίδα τους κάθε χρόνο, ύστερα από την εποχή τής κοπής, καθώς αυτή η περιοχή ορυχείων δεν θα μπορούσε να αντέξει τέτοια διαρκή διαρροή. Εδώ πάλι είχε την ευκαιρία να εκφράσει τη λύπη τής δυσκολίας απόκτησης πραγματικής πληροφορίας από Τούρκο, ο οποίος, αν και την παρείχε με μεγάλη άνεση, ήταν πάντοτε χαλαρός και αντιφατικός στις δηλώσεις του.

Στις δωδεκάμιση, αφού διέσχισαν την πεδιάδα, ανέβηκαν χαμηλούς λόφους ψαμμίτη σε νοτιοδυτική κατεύθυνση και σε μισή ώρα έφτασαν στο μεγάλο απλωμένο χωριό Μάλασσα [σήμερα Αϊντιντζίκ]. Η έκταση των κήπων του και η καθαριότητα των δρόμων του έδειχνε ότι ήταν κάποτε σημαντικό μέρος, αλλά καταστράφηκε από τούς Ρώσους κατά τη διάρκεια τού τελευταίου πολέμου. Οι κάτοικοι ήσαν κυρίως Αρμένιοι και οι οδηγοί τούς το περιέγραψαν ως Γκιαούρ Κιόι (χωριό απίστων). Από εδώ προχώρησαν για τρία μίλια δυτικά-νοτιοδυτικά, πάνω από αμμώδεις λόφους, μέσα από τούς οποίους ξεπηδούσαν πυριγενή βράχια, μέχρι που κατέβηκαν στις όχθες τού Τσορούχ, ο οποίος εδώ κυλούσε με ελικοειδή πορεία από τα νότιο-νοτιοδυτικά προς βόρειο-βορειοανατολικά, μέσα από καλά καλλιεργούμενη πεδιάδα με πλάτος ένα περίπου μίλι.

Ανεβαίνοντας τη στενή κοιλάδα στη δεξιά όχθη τού ποταμού, πέρασαν στις δυόμιση τεράστια μάζα βράχου, που βρισκόταν ανάμεσα στο ποτάμι και τον δρόμο και είχε ύψος σαράντα τουλάχιστον πόδια. Την ακόλουθη ιστορία τούς είπε ο σουρτζής που τη σεβόταν: Ένα χωριό βρισκόταν κάποτε κοντά στο σημείο και ο εν λόγω βράχος ήταν θημωνιά άχυρων, που ανήκε σε ηλικιωμένη γυναίκα. Μια μέρα έφτασε έφιππος ένας ταξιδιώτης και ζήτησε τροφή για το πεινασμένο άλογό του, αλλά η γριά αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημά του και γι’ αυτόν τον λόγο, για να τιμωρηθεί η πλεονεξία της και η έλλειψη φιλοξενίας, η θημωνιά μεταμορφώθηκε σε πέτρα. Ενώ άκουγε αυτή την ιστορία, ο Χάμιλτον είχε σχεδόν ξεχάσει να ερευνήσει για την πραγματική αιτία αυτής τής μοναδικής εμφάνισης, αλλά σύντομα αντιλήφθηκε ότι ο λόφος στα αριστερά ήταν καλυμμένος από παχύ στρώμα ασβεστόλιθου, τού οποίου ο εν λόγω βράχος αποτελούσε κάποτε μέρος. Αυτός ο ασβεστόλιθος, που βυθιζόταν νοτιοδυτικά υπό γωνία 15°, εδραζόταν άνετα πάνω σε μαργαϊκούς ψαμμίτες, οι οποίοι, έχοντας ξεπλυθεί από τη διαβρωτική δράση των νερών τού Τσορούχ και άλλων ρεμάτων, είχαν αφήσει χωρίς υποστήριξη τον ασβεστόλιθο που εδραζόταν πάνω τους και γι’ αυτόν τον λόγο θα έπεφτε στην κοιλάδα. Οι λόφοι και στις δύο πλευρές πιο ψηλά στην κοιλάδα αποτελούνταν από το ίδιο πέτρωμα, το οποίο σχημάτιζε μερικές φορές βράχια σημαντικού ύψους, που αφθονούσαν σε σπηλιές.

Πάνω από τη θημωνιά η κοιλάδα γινόταν πολύ στενότερη, ενώ οι λόφοι που είχαν κλίση 40° έφταναν στην άκρη τού ποταμού που κυλούσε εδώ πολύ ορμητικά. Οι άγονοι βράχοι έδιναν στο τοπίο ζοφερή και θλιβερή εμφάνιση, που ζωντάνευε μόνο από τη γρήγορη κίνηση τού ποταμού και από τα κοπάδια που έβοσκαν πάνω από τούς γκρεμούς. Στις τέσσερις παρά είκοσι η κοιλάδα διευρύνθηκε και πάλι. Το κάστρο τής Μπαϊμπούρτ, που είχε υπάρξει για κάποιο διάστημα ορατό, εμφανίστηκε πάνω σε απομονωμένο βράχο στην άλλη πλευρά τού ποταμού που έπλενε την τραχιά του βάση, ενώ οι λόφοι στα αριστερά τους ήσαν καλυμμένοι με εξοχικές κατοικίες και κήπους, προσφέροντας ευχάριστη θέα. Διέσχισαν τον Τσορούχ Σου από ξύλινη γέφυρα κάτω από το κάστρο, ανέβηκαν στους χαμηλούς λόφους που εκτείνονταν προς βορρά και φτάνοντας στην κορυφή βρέθηκαν στην είσοδο τής ερειπωμένης πόλης. Ο τόπος είχε καταστραφεί εντελώς και παρουσίαζε μελαγχολικό παράδειγμα τής απερισκεψίας τού ρωσικού πολέμου. Αφού πέρασαν από διάφορους κατεστραμμένους και έρημους δρόμους, έφτασαν στο νότιο άκρο τού λόφου τού κάστρου, όπου ο ποταμός, έχοντας διασχίσει τμήμα τής πόλης, έμπαινε στο βραχώδες φαράγγι, ενώ, αφού τον πέρασαν και πάλι από ξύλινη γέφυρα, που τούς έφερε στην αρμενική συνοικία, ο Χάμιλτον σύντομα βρέθηκε να στεγάζεται άνετα. Υπήρχαν άλλες δύο γέφυρες, επίσης ξύλινες, πιο ψηλά στο ρέμα, το οποίο λεγόταν ότι περιείχε άφθονα ψάρια.

Σάββατο 25 Ιουνίου. Πριν ξεκινήσει για Γκουμούσχανε, επισκέφτηκε το κάστρο τής Μπαϊμπούρτ, τα ερείπια τού οποίου κάλυπταν μεγάλη εδαφική έκταση, ελέγχοντας το στενό πέρασμα μέσω τού οποίου κυλούσε ο Τσορούχ Σου. Η κύρια πύλη έβλεπε προς τα νοτιοδυτικά, ενώ είχε αφεθεί μεγάλος χώρος μεταξύ τού εσωτερικού και τού εξωτερικού τείχους, που εδώ, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, κατέβαινε χαμηλότερα στην πλαγιά τού λόφου. Πάνω από την πύλη υπήρχαν αρκετές τουρκικές και αραβικές επιγραφές, ενώ ένα μεγάλο λιοντάρι ήταν αδρά σμιλεμένο σε κάθε πλευρά κάτω από την αψίδα. Κοντά στο νότιο άκρο υπήρχαν τα ερείπια θολωτού διαμερίσματος, τα τόξα τού οποίου ήσαν ελαφρώς μυτερά. Εντυπωσιάστηκε όμως πολύ από την όμορφη κανονικότητα και καθαρότητα τής τοιχοποιίας τού κυρίου ή εσωτερικού τείχους, το οποίο ήταν φτιαγμένο από τετράγωνα σαρακηνικά κομμάτια. Οι πολυάριθμοι πύργοι κατά μήκος τού δυτικού τείχους ήσαν είτε τετράγωνοι ή κυκλικοί ή τριγωνικοί και εξίσου καλά χτισμένοι. Κοντά στην κορυφή τού λόφου υπήρχαν τα ερείπια εκκλησίας, η οποία, όπως ομολόγησε ο Αρμένιος οδηγός του, ήταν ελληνική, πολύ άτεχνης κατασκευής, διαφορετική από τα άλλα μέρη τού κτιρίου και με ημικυκλικό ιερό βήμα στο ανατολικό άκρο, η ξύλινη στέγη τού οποίου φαινόταν σχετικά πρόσφατη. Πολλές τουρκικές και αραβικές επιγραφές ήσαν σκαλισμένες στην εξωτερική πλευρά τού άνω τείχους, ενώ σε μερικές από τις πέτρες είχε σκαλιστεί διαμαντόμορφο κοίλωμα και άλλες είχαν τρεις κύκλους.

[Κατά τον Ρούι Γκονζάλες ντε Κλαβίχο (Πρεσβεία στον Ταμερλάνο 1403-1406, μετάφραση από τα ισπανικά από τον Guy Le Strange, Λονδίνο, 1928), «Αυτοί οι τρεις μικροί κύκλοι, οι οποίοι, όπως λέγεται, είναι σαν το γράμμα «ο» επαναλαμβανόμενο τρεις φορές για να σχηματίζουν τρίγωνο, είναι επίσης το αποτύπωμα τής σφραγίδας τού Τιμούρ, η οποία, και πάλι, με ειδική του διαταγή, προστίθεται έτσι ώστε να φαίνεται φανερά σε όλα τα νομίσματα, που κόβουν εκείνοι οι ηγεμόνες, που έχουν γίνει υποτελείς στην κυβέρνησή του».]

Αυτή η βορειοδυτική γωνία τού φρουρίου ήταν πιο επιμελημένα κατασκευασμένη και οι γωνίες τού τείχους είχαν κλίση προς τα μέσα κοντά στην κορυφή. Το τείχος τελείωνε σε κομψό γείσο, αμέσως κάτω από το οποίο υπήρχε επιγραφή σε μεγάλους αραβικούς χαρακτήρες, ενώ δεκατέσσερα περίπου πόδια από το έδαφος κομψό διακοσμητικό διέτρεχε τον τοίχο σε κυματιστή γραμμή, δίνοντας στο σύνολο ολοκληρωμένη και κομψή εμφάνιση.

Image

Μπαϊμπούρτ (Τεξιέ, Περιγραφή τής Αρμενίας, τής Περσίας και τής Μεσοποταμίας, 1842)

Κατεβαίνοντας από το κάστρο, ανέβηκε στο άλογό του και επισκέφθηκε κάποιους τουρκικούς τάφους στην κορυφή τού άλλου ψηλού λόφου στα δυτικά τής πόλης, ο οποίος είχε από απόσταση μάλλον επιβλητική όψη. Δεν βρήκε όμως τίποτε αξιόλογο στην κατασκευή ή στο στυλ τους, αν και τούς αντιμετώπιζαν οι Τούρκοι με μεγάλη ευλάβεια. Επέστρεψε στο κονάκι του έγκαιρα για να λάβει μεσημβρινό υψόμετρο, το οποίο τοποθετούσε τη Μπαϊμπούρτ σε γεωγραφικό πλάτος 40° 13’ 30″ βόρειο. Είχε εδώ την ευκαιρία να στείλει να φωνάξουν Τούρκο σιδερά ή αλμπάν για να πεταλώσει το άλογό του και εντυπωσιάστηκε πολύ με την τραγελαφική εμφάνιση τού ανθρώπου που ασκούσε αυτό το επάγγελμα.

Το μεγάλο και δύσκολο εργαλείο που χρησιμοποιούσε για να περικόπτει την οπλή δεν ήταν λιγότερο πρωτόγονο. Ο Χάμιλτον νόμιζε ότι θα έκοβε το χέρι του κάθε φορά που το χρησιμοποιούσε.

Έφυγε από τη Μπαϊμπούρτ στη μια το μεσημέρι για Γκουμούσχανε και σύντομα έφτασε στην κορυφή τής χαμηλής λοφοσειράς που εκτεινόταν από βορρά προς νότο, απ’ όπου κατέβηκαν σε στενή πεδιάδα, που άνοιγε προς βορρά σε μεγάλη έκταση επίπεδης χώρας, ποτιζόμενης από τον ποταμό τής Μπαλαχόρ που κυλούσε προς τα ανατολικά και χυνόταν στον Τσορούχ. Πολλά χωριά ήσαν διάσπαρτα σε αυτή την πεδιάδα, μεταξύ των οποίων τούς έδειξαν ένα που ονομαζόταν Τσαρ.

Εκεί, κατά τη διάρκεια τού τελευταίου πολέμου, εκατό Ρώσοι, οι οποίοι είχαν εισέλθει ήσυχα στον τόπο ύστερα από την κατάληψη τού Ερζερούμ, δέχτηκαν επίθεση και σφαγιάστηκαν από τούς Τούρκους. Για να εκδικηθεί αυτή την απρόκλητη επίθεση, ο στρατηγός Πάσκεβιτς ήρθε αμέσως από το Ερζερούμ, έδιωξε τούς κατοίκους και λεηλάτησε τη γύρω χώρα. Οι Ρώσοι επισκέφθηκαν τη Μπαϊμπούρτ τρεις φορές όσο είχαν την κατοχή τού Ερζερούμ. Την πρώτη φορά κατέστρεψαν το κάστρο και τα σπίτια μέσα σε αυτό. Μόνο όμως στην τρίτη επίσκεψή τους κατέστρεψαν την ίδια την πόλη, στην οποία είχε κλειστεί ένας πασάς με αρκετές χιλιάδες άνδρες.

Έφτασε στη Μπαλαχόρ [σήμερα Ακσάρ] στις πεντέμιση και ξεκίνησε νωρίς το επόμενο πρωί για τη Γκουμούσχανε. Τρία μίλια από τη Μπαλαχόρ έπεσα σε παρέα Φράγκων ταξιδιωτών, Γερμανών ιεραποστόλων, που προχωρούσαν από την Τραπεζούντα προς την Ταμπρίζ στον δρόμο τους προς τον σταθμό στο Καραμπάχ. Πέντε ή έξι μίλια από τη Γκουμούσχανε η στάθμη τού ποταμού ήταν τόσο πολύ χαμηλότερη απ’ όσο όταν το είχε περάσει στο παρελθόν, που ο σουρτζής τούς οδήγησε για κάποιο διάστημα μέσα στην κοίτη του, διασχίζοντας και ξαναδιασχίζοντάς τον αρκετές φορές. Καθώς κατέβαιναν, η ζέστη γινόταν πολύ έντονη και επειδή η κοιλάδα ήταν στενή και περιορισμένη ανάμεσα σε ψηλούς βράχους από γρανίτη, ήταν πολύ κουραστικό να βρίσκονται έτσι σε απόσταση αναπνοής από τη σκιά των κήπων, οι οποίοι παρατάσσονταν στις όχθες τού ποταμού, ακριβώς κάτω από τον δρόμο.

Φτάνοντας στην κάτω πόλη τής Γκουμούσχανε, ο Χάμιλτον αποφάσισε, καθώς είχε σκοπό να δει τα αργυρωρυχεία της, να προχωρήσει αμέσως στην άνω πόλη, περίπου ένα μίλι και ένα τέταρτο πιο πέρα, που βρισκόταν σε άγρια και όμορφη ρεματιά, στον μισό περίπου δρόμο μέχρι την πλαγιά τού βουνού. Ο δρόμος προχωρούσε μέσα από στενή κοιλάδα, το κάτω μέρος τής οποίας ήταν καλά δασωμένο και καλλιεργούνταν, αλλά αυτό σύντομα σταμάτησε και η ανάβαση έγινε απότομη και έντονη για κάποια απόσταση, μετά την οποία μπήκαν σε τεράστιο βραχώδες αμφιθέατρο, όπου τον εντυπωσίασε πολύ η ωραία θέση τής πόλης. Τα απόκρημνα βράχια υψώνονταν σε κάθε πλευρά, ενώ τα σπίτια, τοποθετημένα το ένα πάνω από το άλλο, κάλυπταν το σύνολο τής έκτασης τής περιοχής και φαίνονταν να είχαν κολλήσει στις βραχώδεις πλαγιές σαν φωλιές χελιδονιών σε τοίχο, ενώ, όντας χτισμένα από λάσπη, φαινόταν ότι μια δυνατή νεροποντή θα τα ξέπλενε. Ύστερα από περιπλάνηση στα απότομα και κακοστρωμένα δρομάκια, έφτασε τελικά λίγο μετά τις τρεις σε εξαιρετικό κατάλυμα, στο σπίτι τού διευθυντή των μεταλλείων.

Δευτέρα 27 Ιουνίου. Τα αργυρωρυχεία τής Γκουμούσχανε (Οίκος τού Ασημιού) είχαν τη φήμη ότι ήσαν τα πιο πλούσια και σημαντικά ορυχεία τού είδους στην τουρκική επικράτεια. Η πόλη θεωρούνταν επίσης σχολείο για την εκπαίδευση των μεταλλωρύχων σε όλη την Τουρκία. Τού έλεγαν συνεχώς, σε πολύ μακρινά μέρη τής Μικράς Ασίας, όταν ρωτούσε για ορυχεία στην περιοχή, είτε ότι οι μεταλλωρύχοι έρχονταν από τη Γκουμούσχανε, ή ότι ήσαν υποχρεωμένοι να εφοδιάσουν με μεταλλωρύχους τη Γκουμούσχανε, ή ότι κάποια σχέση τού ενός ή τού άλλου είδους υπήρχε ανάμεσα σε αυτά και τη Γκουμούσχανε. Επίσης ο διευθυντής των μεταλλείων εδώ θεωρούνταν επιστάτης και επικεφαλής όλων των περιοχών εξόρυξης τής Ανατολίας. Ο Χάμιλτον ανυπομονούσε λοιπόν πολύ να ικανοποιήσει την περιέργειά του, τόσο επισκεπτόμενος τα ίδια τα ορυχεία, όσο και συλλέγοντας όσες πληροφορίες μπορούσε, σχετικές με την ποσότητα και την ποιότητα των μεταλλευμάτων που εξορύσσονταν, με τούς τρόπους λειτουργίας των ορυχείων και διαχείρισης των εγκαταστάσεων. Λυπόταν λοιπόν πολύ επειδή, παρ’ όλη την προσπάθειά του, τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην παρακάτω περιγραφή ήσαν τόσο λίγα και όχι ικανοποιητικά. Αλλά, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί, κάθε φορά που προσπαθούσες να εξασφαλίσεις ακριβείς πληροφορίες από ανατολίτες ρωτώντας τους συστηματικά, πάντοτε έπεφταν σε αντίφαση με τον εαυτό τους. Επίσης οι μαρτυρίες τους παρέχονταν με τόσο χαλαρό και απρόσεκτο τρόπο, που ήταν δύσκολο να δοθεί πίστη σε οποιαδήποτε από τις διάφορες δηλώσεις τους.

Το μόνο ορυχείο που δούλευε τώρα, βρισκόταν ενάμιση περίπου μίλι στα νοτιοανατολικά τής Γκουμούσχανε, πέρα από τούς λόφους που κύκλωναν την πόλη. Αλλά για να φτάσουν εκεί, ήσαν υποχρεωμένοι να πάνε πέρα από το ανατολικό φρύδι ή πτέρυγα τού βραχώδους αμφιθεάτρου. Οι λόφοι αυτοί, που υψώνονταν σε κατακόρυφα βράχια, αποτελούνταν από ασβεστόλιθο, σχιστόλιθο και σκληρυμένο ψαμμίτη, ενώ γρανιτικοί βράχοι σε κατάσταση αποσύνθεσης ξεπρόβαλλαν σε διάφορα σημεία. Παρ’ όλες τις περιπέτειές του στο ορυχείο χαλκού τού Σαλβάρ, ο Χάμιλτον δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να επιθεωρήσει προσωπικά και αυτό το ορυχείο, το οποίο, αν και δεν ήταν τόσο βαθύ ή δύσκολο όσο το άλλο, ήταν πολύ πιο επικίνδυνο. Δεν ήταν καθόλου υποστυλωμένο και οι γαλαρίες του στηρίζονταν μόνο από τον φυσικό βράχο. Η κατεύθυνση τού κύριου άξονα είχε κλίση 20° προς νότο, αλλά άλλες γαλαρίες διακλαδίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις.

Μερικές φορές απλώνονταν σε ευρύχωρους θαλάμους, άλλες περνούσαν από χαμηλά και στενά περάσματα και είτε κατέβαιναν σε κατακόρυφα χάσματα ή προχωρούσαν οριζόντια. Σε έναν από αυτούς τούς θαλάμους το βρεγμένο έδαφος έκλινε προς τεράστια λίμνη ή δεξαμενή μεγάλου βάθους, πέρα από την οποία μπορούσε να διακρίνει με το φως των λαμπτήρων αρκετούς εργάτες να αφαιρούν τον ίδιο τον βραχώδη τοίχο για χάρη τού μεταλλεύματος που περιείχε.

Image

Η έξοδος από το Ερζερούμ. Φυγάδες περνούν από τη Γκουμούσχανε
(The Illustrated London News, 21 Ιουλίου 1877)

Σε γενικές γραμμές δεν φαινόταν να υπάρχει ούτε μέθοδος, ούτε τάξη, ούτε σύνεση στον τρόπο με τον οποίο εργάζονταν εκεί. Το καλύτερο μετάλλευμα βρισκόταν σε μεγάλους κόκκους στη μέση τής φλέβας, που αποτελούνταν από μαλακό μαύρο πηλό ο οποίος περιείχε επίσης μικρή ποσότητα μετάλλου. Όλη η όψη τού λόφου κοντά στο ορυχείο αυτό ήταν καλυμμένη με τα ερείπια παλαιών εγκαταστάσεων και γαλαριών, στις οποίες το μετάλλευμα είχε εξαντληθεί.

Επιστρέφοντας στην πόλη επισκέφθηκε τα καμίνια, όπου δεν γινόταν τίποτε, αν και 120 περίπου οκάδες μεταλλεύματος εξορύσσονταν καθημερινά από τα ορυχεία. Ο γρανιτικός βράχος εμφανιζόταν πάνω από την επιφάνεια σε χαράδρα στην πόλη και ύστερα από πολλές ερωταπαντήσεις μέσω διερμηνέα, διαβεβαιώθηκε από τον διευθυντή που τον συνόδευε, ότι οι φλέβες τού μετάλλου, αν και βρέθηκαν αρχικά στους βράχους, πάνω από τον γρανίτη, συχνά εκτείνονταν προς τα κάτω μέσα σε αυτόν και ότι κάποια από τα πλουσιότερα μεταλλεύματα τα έβρισκαν εκεί. Στην παρατήρησή του ότι είχε δει τον ίδιο βράχο για αρκετά μίλια κατά μήκος τού δρόμου προς Μπαλαχόρ, ο οικοδεσπότης του παρατήρησε ότι εκείνα τα βουνά ονομάζονταν Γκουμούς Νταγ, ή Ασημένια Βουνά, και ότι μεγάλη ποσότητα αργυρούχου μολύβδου εξορυσσόταν στο παρελθόν από εκεί, αλλά ότι τα μεταλλεία είχαν πρόσφατα εγκαταλειφθεί, επειδή είχε μπει μέσα νερό και ότι κανένα δεν δούλευε τώρα, εκτός από τον άξονα στον οποίο είχε μπει.

Όσον αφορά την παραγωγή και την αξία των μεταλλείων, ο διευθυντής, ο οποίος με την οικογένειά του είχε την διαχείρισή τους για τα τελευταία ογδόντα χρόνια, τού έδωσε την ακόλουθη περιγραφή. Όλα τα ορυχεία στην Τουρκία ανήκαν στην κυβέρνηση, αλλά, σύμφωνα με το τουρκικό σύστημα, δεν λειτουργούσαν ως δημόσιες επιχειρήσεις, αλλά ανατίθεντο σε τρίτους κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις εξαιρετικά ευνοϊκές για την κυβέρνηση. Τα μεταλλεία αυτά παρήγαγαν χρυσό, ασήμι και μόλυβδο. Τα δύο πρώτα τα έπαιρνε η κυβέρνηση με την καταβολή μικρής ονομαστικής τιμής, πολύ κάτω από την πραγματική τους αξία. Δηλαδή για τον χρυσό πλήρωνε 4 γρόσια ανά δράμι, το οποίο στην Κωνσταντινούπολη άξιζε 50, ενώ για το ασήμι, το οποίο άξιζε 105 παράδες το δράμι, πλήρωνε μόνο 25 παράδες. Ο διευθυντής κρατούσε τον μόλυβδο για δικό του λογαριασμό και για να καλύψει όλα τα έξοδα.

Η ετήσια παραγωγή ήταν 250 έως 300 δράμια χρυσού και περίπου 30 οκάδες ασημιού, καθώς και 120 οκάδες μολύβδου για κάθε οκά ασήμι. [Η οκά ισούται με 2¼ λίμπρες και περιλαμβάνει 400 δράμια, σημειώνει ο Χάμιλτον.] Δηλαδή συνολικά η παραγωγή ήταν 3.600 οκάδες μολύβδου, τον οποίο πωλούσε προς 80 έως 100 παράδες την οκά. [40 παράδες = 1 γρόσι = δυόμιση περίπου βρετανικές πέννες, σημειώνει ο Χάμιλτον.] Ένα άλλο πλεονέκτημα που απολάμβανε ο διευθυντής, ήταν το δικαίωμα αγοράς όσου κάρβουνου απαιτούνταν για την τήξη (ένα φορτίο κάρβουνου, 100 οκάδες, χρειαζόταν για την τήξη 3 οκάδων μολύβδου) στη χαμηλή τιμή δύο γρόσια ανά φορτίο, που ήταν το ένα τέταρτο της συνηθισμένης τιμής τής αγοράς. Τα χωριά στην περιοχή ήσαν υποχρεωμένα να τον εφοδιάσουν με όση ποσότητα απαιτούσε με αυτήν την τιμή, σε αντάλλαγμα για το οποίο απαλλάσσονταν από φόρους και άλλες εισφορές.

Δαπάνη

Γρόσια

Εργατικά:

50 άνδρες επί 70 παράδες τη μέρα = 3.500 παράδες τη μέρα.

Για ένα έτος = 3.500 x 365 = 1.277.500 παράδες, το οποίο διαιρούμενο δια τού 40 δίνει γρόσια:

31.938

από τα οποία πρέπει να αφαιρεθεί το ένα όγδοο, καθώς δεν πραγματοποιείται εργασία στους φούρνους επί τρεις μήνες:

3.992

αφήνοντας γρόσια:

27.946

Κάρβουνο:
3.600/3 οκάδες = 1.200 φορτία προς 2 γρόσια:

2.400

Σύνολο δαπανών (γρόσια):

30.346

Έσοδα

Χρυσός: 300 δράμια προς 4 γρόσια:

1.200

Ασήμι: 30 οκάδες = 12.000 δράμια προς 25 παράδες = 300.000 παράδες, προς 40 παράδες το γρόσι:

7.500

Μόλυβδος 3.600 οκάδες προς 100 παράδες = 360.000 παράδες, προς 40 παράδες το γρόσι:

9.000

Σύνολο εσόδων (γρόσια):

17.700

Ο αριθμός των ανδρών που απασχολούνταν ήταν μεταξύ 50 και 60, οι μισοί από τούς οποίους εργάζονταν στα ορυχεία και οι άλλοι μισοί στα καμίνια. Έπαιρναν μόνο 70 παράδες τη μέρα (ελάχιστα πάνω από 4 πένες), αλλά η πόλη ήταν υποχρεωμένη να βρει τον απαιτούμενο αριθμό. Καμία εργασία δεν γινόταν στα καμίνια τήξης κατά τούς μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο, λόγω τής έλλειψης ξυλάνθρακα. Η λειτουργία τής καύσης ή τήξης τού μεταλλεύματος διαρκούσε έξι περίπου μέρες. Κατά τη διάρκεια των πρώτων πέντε γινόταν εκροή όλου του μόλυβδου, ύστερα από την οποία, κατά την έκτη μέρα, γινόταν εκροή του ασημιού σε τρεις περίπου ώρες, ενώ η εκροἠ τής μικρής ποσότητας χρυσού γινόταν μαζί με το ασήμι, από το οποίο στη συνέχεια διαχωριζόταν χημικώς.

Αυτή ήταν η περιγραφή που πήρε ο Χάμιλτον από τον ίδιο τον διευθυντή, ο οποίος παραπονιόταν ότι οι όροι ήσαν τόσο ασύμφοροι, που ήταν σχεδόν αδύνατο να συνεχιστεί αυτή η επιχειρηματική δραστηριότητα. Και σίγουρα, αν οι παραπάνω περιγραφές ήσαν σωστές, η επιχείρηση πρέπει να ήταν οικονομικά καταστροφική. Ίσως ήταν αλήθεια και οι δύο απόψεις, δηλαδή ότι οι λογαριασμοί ήσαν υπερβολικοί, αλλά και η επιχείρηση ζημιογόνα. Σύμφωνα με την περιγραφή τού διευθυντή, η ετήσια δαπάνη φαινόταν ότι ήταν 30.346 γρόσια, ενώ τα έσοδα μόνο 17.700 γρόσια.

Image

Έλληνες μεταλλωρύχοι τής Γκουμούσχανε στην είσοδο ορυχείου

Φαινόταν ότι τα έσοδα ήσαν λίγο περισσότερα από το μισό των δαπανών, πράγμα που σε κάθε περίπτωση δεν αποτελούσε πολύ κερδοφόρα επιχείρηση για εκείνους που απασχολούνταν. Πιθανώς λαμβανόταν πολύ μεγαλύτερη ποσότητα μολύβδου. Από την άλλη πλευρά, τα πλεονεκτήματα που κέρδιζε η κυβέρνηση φαίνονταν σημαντικά.

Έχοντας ολοκληρώσει την πολύ ατελή επιθεώρηση των ορυχείων, ο Χάμιλτον ξεκίνησε λίγο μετά τη μία για τη Γκουμούσχανε, ελπίζοντας να μπορέσει να φτάσει στην Τραπεζούντα την επόμενη μέρα. Αλλά αναγκάστηκε να σταματήσει σε μικρή καλύβα κοντά στον Σταυρό στις εξήμιση, αφού ήταν πια πολύ αργά για να προσπαθήσει να ανέβει στο ορεινό πέρασμα με σκοπό να φτάσει στο Καρακαμπάν.

Το χωριό Σταυρός ήταν έρημο, αφού όλοι οι κάτοικοί του είχαν πάει στους γιαγλάδες τους για να εξασφαλίσουν βοσκότοπους για τα κοπάδια.

Τρίτη 28 Ιουνίου. Ξεκίνησε πριν τις πέντε αυτό το πρωί και βρήκε τον απότομο και στενό δρόμο που οδηγούσε στο πέρασμα πολύ κατεστραμμένο από τις πρόσφατες βροχές. Κατά τις επτά είχαν φθάσει στο υπερυψωμένο κυματοειδές έδαφος που αποτελεί τον αυχένα τής κορυφογραμμής και βρήκαν τον καιρό ψυχρό και θυελλώδη. Στα βόρεια, πυκνά μαλλιαρά σύννεφα και ομίχλη ανέβαιναν στις κοιλάδες από την ακτή και έκρυβαν τη θέα. Διασκορπίζονταν όμως φτάνοντας στην κορυφή τής οροσειράς, όταν δέχονταν την επίδραση τού θερμότερου αέρα στις νότιες πλαγιές των βουνών. Καθώς προχωρούσαν, τούς τύλιγαν και σύντομα μούσκεψαν από το ψιλοβρόχι στο οποίο συμπυκνωνόταν η ομίχλη. Προσπέρασαν εδώ μεγάλο καραβάνι από το Ντιγιάρμπακιρ, ο αρχηγός τού οποίου τούς έδωσε κάποιες πληροφορίες για τις κινήσεις των τουρκικών φυλών και τού Ρεσίντ πασά.

Ο Ρεσίντ Μεχμέτ πασάς, γνωστός στους Έλληνες με την επωνυμία Κιουταχής, γεννήθηκε στη Γεωργία ως γιος χριστιανού ορθόδοξου ιερέα. Με το παιδομάζωμα (ντεβζιρμέ) οδηγήθηκε στην υπηρεσία τού καπουδάν (ναύαρχου) Χουσρέβ πασά. Η ευφυΐα και η ικανότητά του εξασφάλισαν την ταχεία άνοδό του. Σε ηλικία 29 μόλις ετών διορίστηκε κυβερνήτης τής Κιουτάχειας, απ’ όπου απέκτησε την προσωνυμία του. Το 1820 στάλθηκε από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’ με άλλους πασάδες να καταστείλει την εξέγερση τού Αλή πασά των Ιωαννίνων εναντίον τής Υψηλής Πύλης. Μετά την ήττα και τον θάνατο τού Αλή πασά το 1822, πολέμησε εναντίον των Ελλήνων επαναστατών, με εκστρατείες στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία, στην πολιορκία τού Μεσολογγίου και στην Αττική. Ως μεγάλος βεζίρης συμμετείχε επίσης στον Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο τού 1828-29 και σε άλλες συγκρούσεις στα Βαλκάνια. Υπήρξε στρατιωτικός διοικητής των Οθωμανικών δυνάμεων τής Ανατολίας στον πόλεμο εναντίον των Κούρδων (στον οποίο αναφέρεται εδώ ο Χάμιλτον) και πέθανε στη Σίβας (Σεβάστεια) το 1839.

Λίγο μετά τις εννέα έφτασαν σε πιο καλλιεργημένη και πράσινη περιοχή. Τεράστια δάση από έλατα και οξιές φαίνονταν κάθε τόσο από κάτω τους, καθώς οι κουρτίνες των σύννεφων αποτραβιούνταν για λίγες στιγμές. Στο Καρακαμπάν σταμάτησαν για μία ώρα, με τη μάταιη ελπίδα ότι η βροχή θα σταματούσε, ενώ ο Χάμιλτον απογοητεύτηκε πολύ που δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει το σημείο, από το οποίο η θάλασσα ήταν για πρώτη φορά ορατή κατά μήκος αυτής της διαδρομής. Λίγο μετά την αναχώρηση από το Καρακαμπάν μπήκαν στα υπέροχα και πλούσια δάση που προαναφέρθηκαν, όπου η βλάστηση ήταν πολύ άφθονη. Τα ροδόδεντρα και οι αζαλέες, τώρα χωρίς άνθη, αλλά αναπτυσσόμενες και θαλερές, σχημάτιζαν αδιαπέραστο στρώμα πάνω σε αυτόν τον όμορφο φυσικό κήπο, ο οποίος, παρά τη συνεχή βροχή και την άθλια κατάσταση των δρόμων, εξακολουθούσε να αποτελεί πολύ όμορφο θέαμα. Τον είχε δει πριν στον πλούτο της ζωηρής ενδυμασίας του, όταν οι αζαλέες και τα ροδόδεντρα άνθιζαν. Και τώρα, που η φύση τον αναζωογονούσε με πρόσχαρο κατάβρεγμα, δεν ήταν καθόλου λιγότερο ευχάριστος.

Κατεβαίνοντας απότομο και λασπωμένο δρόμο από το πίσω μέρος αυτής τής στενής κορυφογραμμής συνάντησαν μεγάλο καραβάνι με 250 τουλάχιστον γαϊδούρια, που μετέφεραν σίδερο από την Τραπεζούντα στο Ερζερούμ. Αυτά τα χρήσιμα και γενικά υπομονετικά ζώα είχαν, σε αυτή τη χώρα, ιδιαίτερη αντιπάθεια στη λάσπη. Σε στεγνούς και αμμώδεις δρόμους προχωρούσαν αξιοθαύμαστα, αλλά καταβάλλονταν εντελώς όταν διέρχονταν από λασπώδη χώρα. Ολόκληρο το καραβάνι είχε εξαντληθεί εντελώς και ο δρόμος για πάνω από ένα μίλι ήταν κυριολεκτικά στρωμένος με ξεκομμένα ζώα, τα περισσότερα από τα οποία είχαν ξαπλώσει στη λάσπη και περίμεναν να τα απαλλάξουν οι αγωγιάτες από τα βάρη τους. Οι ράβδοι σιδήρου που βρίσκονταν κατά μήκος τού δρόμου φαινόταν ότι δεν είχαν μεγάλες πιθανότητες να ανέβουν ποτέ στην κορυφή τού λόφου.

Έφτασε στο Τζεβιζλίκ [Ματσούκα, σήμερα Μάτσκα] στις δυόμιση και επειδή τα άλογά του είχαν ταλαιπωρηθεί, αποφάσισε να σταματήσει εκεί για το βράδυ. Οι κάτοικοι της ορεινής αυτής περιοχής ήσαν αξιόλογοι άνθρωποι και όπως οι Λαζοί, με τούς οποίους λεγόταν ότι έμοιαζαν σε πολλά σημεία, δεν ζούσαν σε χωριά, αλλά σε απομονωμένα σπίτια στην πλαγιά τού βουνού. Ήσαν εκπρόσωποι των αρχαίων Μακρώνων, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα και τον Στράβωνα, κατοικούσαν στην περιοχή πάνω από την Τραπεζούντα, και οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, είχαν την ίδια καταγωγή με τούς Κόλχους, οι οποίοι μπορούσαν να θεωρηθούν πρόγονοι των Λαζών. Ο Ξενοφών γράφει:16 «Από αυτό το σημείο οι Έλληνες προέλασαν μέσα στη χώρα των Μακρώνων τρεις σταθμούς, δέκα παρασάγγες… και τούς συνόδευσαν [οι Μάκρωνες] για τρεις ημέρες στην πορεία τους, μέχρι να οδηγήσουν τούς Έλληνες με ασφάλεια στα όρια τής χώρας των Κόλχων». Και ο Στράβων: «Πάνω από την Τραπεζούντα και τη Φαρνακεία βρίσκονται οι Τιβαρηνοί, οι Χαλδαίοι και οι Σάννοι, τούς οποίους σε παλαιότερες εποχές ονόμαζαν Μάκρωνες».17

Μια άλλη ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα ήταν ότι τόσο στην Τραπεζούντα όσο και στα γειτονικά βουνά υπήρχαν πολλοί Ελληνότουρκοι ή τουρκοποιημένοι Έλληνες, φυλή ανθρώπων που ήσαν στην πραγματικότητα χριστιανοί και τηρούσαν μυστικά το ελληνικό τελετουργικό. Για προληπτικούς όμως λόγους πρέσβευαν την κρατική θρησκεία τού μωαμεθανισμού, υποβάλλονταν σε περιτομή, πήγαιναν στα τζαμιά και έπαιρναν μέρος σε όλες τις άλλες τελετές, τις οποίες πρόσταζε η μωαμεθανική θρησκεία. Σε υποστήριξη τής άποψης ότι ίσως ήσαν απόγονοι των Μακρώνων πρέπει να παρατηρηθεί, ότι ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι και εκείνοι υποβάλλονταν σε περιτομή: «Μόνοι από όλους τούς ανθρώπους οι Κόλχοι, οι Αιγύπτιοι και οι Αιθίοπες ασκούσαν ανέκαθεν περιτομή. Οι Φοίνικες και οι Σύροι που κατοικούν στην Παλαιστίνη ομολογούν ότι το έχουν μάθει από τούς Αιγυπτίους, ενώ οι Σύροι γύρω από τον Θερμώδοντα και τον Παρθένιο ποταμό, καθώς και οι Μάκρωνες που είναι γείτονές τους, λένε ότι το έχουν μάθει τα τελευταία χρόνια από τούς Κόλχους».18 Ήταν λοιπόν πιθανό ότι, αν και δεν το γνώριζαν οι ίδιοι, αποτελούσε αρχαίο έθιμο στη χώρα και όχι προερχόμενο, όπως φαντάζονταν, από τούς μωαμεθανούς. Υπήρχε επίσης πολύ εντυπωσιακή ιδιαιτερότητα τής όψης και τής έκφρασης των ντόπιων αυτής τής ορεινής περιοχής, την οποία στη συνέχεια ο Χάμιλτον εντόπισε σε σημαντική απόσταση κατά μήκος τής ακτής: αξιοσημείωτη στρογγυλάδα τού προσώπου, μεγάλα στόματα με χείλη στραμμένα προς τα έξω και βαρύ πηγούνι αποτελούσαν κάποια από τα κυριότερα χαρακτηριστικά τους.

Τετάρτη 29 Ιουνίου. Από το Τζεβιζλίκ και κάτω ο Σουρμέλ Σου ονομαζόταν επίσης Ντεγιρμέντερε Σου ή ποτάμι τής κοιλάδας των μύλων. Η κοιλάδα εδώ ήταν εξαιρετικά καλλιεργημένη και το καλαμπόκι είχε ήδη φυτευτεί. Η κάνναβη επίσης αναπτυσσόταν σε μεγάλες ποσότητες, ενώ η πλούσια βλάστηση των δασωμένων λόφων συνηγορούσε υπέρ ενός πρόσχαρου κλίματος, παρά τις ομίχλες και τις βροχές που έρχονταν προς τα εδώ από τον Εύξεινο. Ύστερα από ιππασία πεντέμιση ωρών από το Τζεβιζλίκ μέχρι την Τραπεζούντα, ο Χάμιλτον ήταν πολύ ευτυχισμένος που βρισκόταν και πάλι στις φιλόξενες πύλες τού Βρετανικού Προξενείου, όπου τον καλωσόρισαν ευγενικά και σύντομα ανάνηψε από την κούραση των τριών τελευταίων εβδομάδων.

Ένα περίπλοκο ζήτημα διεθνούς δικαίου προκαλούσε διαμάχη ανάμεσα στις κυβερνήσεις τής Τουρκίας και τής Περσίας εκείνη την εποχή και προσέλκυε μεγάλη προσοχή κατά τη διάρκεια τής σύντομης παραμονής τού Χάμιλτον εδώ. Στις αρχές τού 1835 μια φυλή Κούρδων μετανάστευσαν με δική τους πρωτοβουλία από την Περσία στην Τουρκία και εγκαταστάθηκαν κοντά στα σύνορα. Ο ηγεμόνας τής Χόι, ένας θείος τού σάχη, δυσαρεστημένος μαζί τους που είχαν φύγει από τη δικαιοδοσία του, έκανε εκστρατεία πέρα από τα σύνορα, χωρίς τη συγκατάθεση τής περσικής κυβέρνησης, επιτέθηκε και λεηλάτησε το κουρδικό στρατόπεδο και άρπαξε τα κοπάδια τους και κάποιες από τις γυναίκες τους. Αγανακτισμένοι από μια τέτοια συμπεριφορά, οι Κούρδοι ήσαν αποφασισμένοι να εκδικηθούν και αφού περίμεναν κάποιο μικρό διάστημα, τον μήνα Απρίλιο τού ίδιου έτους λεηλάτησαν το πρώτο περσικό καραβάνι που συνάντησαν. Έγιναν αμέσως καταγγελίες στις τουρκικές αρχές, οι οποίες ήσαν, σε κάποιο βαθμό, υπεύθυνες για τη συμπεριφορά των Κούρδων. Πραγματοποιήθηκε στο Ερζερούμ συνάντηση απεσταλμένων και ο Εσάτ πασάς εκ μέρους των Τούρκων (οι Κούρδοι είχαν στο μεταξύ συμφωνήσει να αποκαταστήσουν τη λεηλασία ή να αποζημιώσουν τούς Τούρκους για την αξία της και είχαν παραδώσει τούς γιους τού αρχηγού τους ως ομήρους) συμφώνησε ότι η τουρκική κυβέρνηση έπρεπε να αποζημιώσει τούς Πέρσες για τις ζημιές τους. Κάποια στιγμή αργότερα ο Εσάτ πασάς πείστηκε να ελευθερώσει τούς ομήρους και οι Κούρδοι παρακινήθηκαν να επιστρέψουν στην Περσία και να αποσυρθούν από την τουρκική εξουσία. Όταν οι Τούρκοι το κατάλαβαν αυτό, καθώς επίσης ότι δεν θα μπορούσαν πια να αποσπούν πληρωμή από τούς Κούρδους, αρνήθηκαν αμέσως να πληρώσουν τούς Πέρσες, οι οποίοι απάντησαν ότι δεν είχαν καμία σχέση με τούς Κούρδους, ότι δεν είχαν συνάψει συμφωνία με τούς Κούρδους, αλλά με τούς Τούρκους και ότι από τούς Τούρκους περίμεναν αποζημίωση. Το ζήτημα δεν είχε ακόμη κριθεί. Ολόκληρη η συναλλαγή είχε γίνει με δόλο, μηχανορραφίες και ατιμία και όλα τα εμπλεκόμενα μέρη είχαν ενεργήσει με τον πιο αδίστακτο τρόπο.

Το κλίμα τής Τραπεζούντας αργούσε να καλοκαιριάσει και υπόκειτο σε συνεχείς αλλαγές, κυρίως λόγω των ψυχρών ανέμων με βροχή και ομίχλη, που έρχονταν πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα. Τα σύκα και τα σταφύλια δεν ωρίμαζαν πριν από τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο και σε γενικές γραμμές οι κήποι παρήγαγαν λίγα φρούτα. Τα αμπέλια μεγάλωναν σε δένδρα, τα κλαδιά των οποίων εμπόδιζαν τούς καρπούς να πάρουν το όφελος των ακτίνων τού ήλιου. Λίγες μουριές και ροδιές φύτρωναν στην περιοχή. Κάνναβη και λιναρόσπορος καλλιεργούνταν επίσης, εκ των οποίων ο πασάς ήταν υποχρεωμένος να διαθέτει ορισμένη ποσότητα στην Υψηλή Πύλη σε ετήσια βάση, καθώς και καλαμπόκι, κριθάρι και χαλκό. Αλλά ο τρόπος απόκτησης αυτών των αγαθών, καθώς και φορολόγησης των κατοίκων, είχε αφεθεί στις επινοήσεις και την ικανότητά του. Το εμπόριο τής Τραπεζούντας καθίστατο όμως καθημερινά πιο σημαντικό. Εκτός από εκείνο με την Περσία, ένας νέος κλάδος είχε ανοίξει τον τελευταίο καιρό με το Ντιγιάρμπακιρ και το Άραμπγκιρ, όπου υπήρχε μεγάλη ζήτηση για βρετανικό βαμβακερό νήμα, το οποίο χρησιμοποιούνταν στους αργαλειούς τής περιοχής συνδυαζόμενο με μετάξι. Όπως είδαμε και πιο πάνω στον Μπραντ, το Άραμπγκιρ ήταν τουρκική κωμόπολη 113 χλμ βόρεια τής Μαλάτειας, με συναρπαστική ιστορία αύξησης των εισαγωγών κλωστοϋφαντουργικών και βιομηχανικής ανάπτυξης κατά τη δεκαετία τού 1830. Το 1836 χίλιοι περίπου αργαλειοί στο Άραμπγκιρ ύφαιναν βαμβακερά προϊόντα από βρετανικά νήματα. Στο παζάρι τα καταστήματα ήσαν καλά εφοδιασμένα με αγγλικά βαμβακερά και σταμπαριστά υλικά, αλλά τα περισσότερα αντικείμενα αυτού τού είδους που έφταναν εδώ, περνούσαν στην Περσία μέσω τού Ερζερούμ.

Λίγες ημέρες μετά την επιστροφή του, ο Χάμιλτον επισκέφτηκε τα ερείπια τής ελληνικής εκκλησίας τής Αγίας Σοφίας. Βγήκαν από την πόλη από τη δυτική πύλη, έχοντας περάσει τις δύο εντυπωσιακές γέφυρες πάνω από τη χαράδρα που έχει ήδη περιγραφεί. Στενός δρόμος ανάμεσα σε ψηλούς τοίχους και κήπους σύντομα τούς έφερε σε καταπράσινο κάμπο που ονομαζόταν Καπού Μεϊντάν, περιβαλλόταν από κήπους και χωράφια που ξανοίγονταν προς τη θάλασσα στα δεξιά, ενώ στα αριστερά ανέβαιναν προς τούς λόφους.

Μπροστά τους είχαν μακρινή θέα της έντονης σειράς υψωμάτων που κατέληγαν στο ακρωτήριο Γιορός, το Ιερόν Όρος των αρχαίων. Η εκκλησία τής Αγίας Σοφίας, κοντά στην ακτή τής θάλασσας, είχε μετατραπεί σε τζαμί από τούς Τούρκους και βρισκόταν σε θλιβερή κατάσταση αποσύνθεσης.

Image

Αγία Σοφία Τραπεζούντας
(Τεξιέ, Περιγραφή τής Αρμενίας, τής Περσίας και τής Μεσοποταμίας, 1842)

Στη νότια πλευρά υπήρχε ανοιχτή βεράντα σε βυζαντινό στυλ, που στηριζόταν σε δύο ψηλούς λεπτούς κίονες, από τούς οποίους ξεφύτρωναν τρεις κυκλικές αψίδες, που περιέχονταν σε μεγαλύτερη που ξεφύτρωνε από κάθε άκρο. Μια μικρή ζωφόρος, που αναπαριστούσε αγγέλους, αγίους και άλλες μορφές, πολύ ακρωτηριασμένες από τούς Τούρκους, εκτεινόταν σε συνεχή γραμμή πέρα από τα μικρότερα τόξα. Πάνω από το κέντρο τού μεγάλου τόξου υπήρχε σκαλιστή μορφή δικέφαλου αετού. Παρόμοιο σχέδιο υπήρχε στον εξωτερικό τοίχο, στο ανατολικό άκρο τής εκκλησίας, η οποία ήταν κυκλική, όπως και οι δύο πλευρές. Το κέντρο ήταν οκταγωνικό και ήταν χτισμένο σε στυλ πολύ ανώτερο από εκείνο τού υπόλοιπου οικοδομήματος. Κομψό εχινοειδές σχέδιο περιέτρεχε τούς τοίχους αμέσως κάτω από τη στέγη κι ένα άλλο ακόμη πιο διακοσμητικό χαμηλότερα. Οι τοίχοι στο εσωτερικό ήσαν σοβατισμένοι και διακοσμημένοι με νωπογραφίες, αλλά οι Τούρκοι είχαν καταστρέψει σχεδόν εντελώς τα έργα ζωγραφικής. Το κάποτε όμορφο ψηφιδωτό δάπεδο ήταν επίσης λυπηρά τραυματισμένο, αλλά σε ένα από τα διαμερίσματα ο Χάμιλτον βρήκε την παράσταση αετού που εξολόθρευε λαγό. Η στέγη στηριζόταν σε τέσσερις όμορφους μαρμάρινους κίονες. Αμέσως παρακείμενο βρισκόταν ένα βαπτιστήριο ή καμπαναριό, στο οποίο υπήρχαν κάποιες τοιχογραφίες, με ελληνικές επιγραφές που δήλωναν τούς αναπαριστάμενους, καθώς και πότε και από ποιον ζωγραφίστηκαν, αλλά ήσαν τόσο τραυματισμένες, που δεν μπόρεσε να διακρίνει το όνομα τού καλλιτέχνη η τη χρονολογία σε καμμιά από αυτές.

Image

Τραπεζούς-Πλάτανα-Τρίπολις (1836)

Φεύγοντας από την Τραπεζούντα, ο Χάμιλτον είχε σκοπό να προχωρήσει κατά μήκος τής ακτής προς τη Σινώπη από τη στεριά, αν και τού είχαν πει ότι θα συναντούσε πολλές δυσκολίες, οφειλόμενες στην άγνοια των κατοίκων και στην κακή κατάσταση των δρόμων.19

Την πρώτη από αυτές τις αιτίες προσπάθησε να αποφύγει όσο καλύτερα μπορούσε με την πρόσληψη ενός τάταρ ή ενός τσαούση, έχοντας πειστεί από την εμπειρία τού τελευταίου ταξιδιού του, ότι έτσι θα προχωρούσε με μεγαλύτερη άνεση και θα αντιμετωπιζόταν με μεγαλύτερη προσοχή τόσο από τις αρχές όσο και από τούς κατοίκους. Ύστερα από αίτηση τού προξένου, ο κυβερνήτης έθεσε στη διάθεσή του τον Χουσεΐν αγά, Κωνσταντινουπολίτη τάταρ και μενζιλτζή τής Τραπεζούντας.

Όπως και οι άλλοι τής τάξης του, αγαπούσε πολύ την πίπα του και την ευκολία του. Όμως, παρά την έλλειψη ενεργητικότητας, προμήθευε πάντοτε τον Χάμιλτον με άλογα χωρίς δυσκολία και τού εξασφάλιζε άνετο κατάλυμα (κονάκι) όπου ήθελε να σταματήσει. Εκτός αν είχε αλλάξει πολύ η συμπεριφορά των τάταρ, ο Χάμιλτον δεν καταλάβαινε τη δυσκολία την οποία πολλοί προηγούμενοι περιηγητές διαμαρτύρονταν ότι είχαν αντιμετωπίσει στη διαχείριση αυτών των ανθρώπων. Ήταν αλήθεια ότι, όπως όλοι οι συμπατριώτες τους, είχαν σε μεγάλη εκτίμηση τη δική τους σημασία και τη θέση τής χώρας τους, ενώ θεωρούσαν ότι η δική τους τάξη είχε ιδιόμορφα προτερήματα. Ήταν επίσης αλήθεια ότι ήσαν υπερβολικά λάτρεις τού χρήματος και συχνά ήθελαν να ελέγχουν την κατάσταση. Αλλά ήσαν ειλικρινείς και πιστοί στον λόγο τους, ενώ με λίγη διαχείριση μπορούσε κάποιος να κάνει τα μειονεκτήματά τους να αλληλοεξουδετερώνονται, μετατρέποντας σε δικό τους συμφέρον την άνευ όρων υποταγή στις εντολές του.

Φορούσαν ένδυμα που προσιδίαζε στην τάξη τους, το οποίο ήταν ιδιαίτερα γραφικό, αν και τα μακριά κοντογούνια τους πρέπει να ήσαν τόσο άβολα όταν ίππευαν, όσο και όταν περπατούσαν. Όμως η αντικατάσταση τού τεράστιου καλπακιού που φορούσαν στο παρελθόν με κόκκινο φέσι αποτελούσε μεγάλη βελτίωση. Η παρακάτω περιγραφή τής ενδυμασίας τού Χουσεΐν αγά, καθώς αυτός ίππευε μπροστά του, θα έδινε κάποια ιδέα τής γενικής τους εμφάνισης. Το κεφάλι του ήταν καλυμμένο με φέσι, η μπλε φούντα τού οποίου ήταν δεμένη κάτω με βρώμικο μεταξωτό μαντήλι. Ένα ξεθωριασμένο πράσινο πανωφόρι, ανοιχτό μπροστά και με μπορντούρα γύρω κατέβαινε μέχρι τα τακούνια του, πάνω από το οποίο φορούσε άλλο πολύ πιο κοντό, αλλά με παρόμοια μπορντούρα, ενώ τα μακριά μανίκια τού από κάτω γιλέκου του, από ριγέ δαμασκηνό μετάξι, κρέμονταν αρκετές ίντσες κάτω από τα μανίκια τού σακακιού του. Φαρδύ παντελόνι από μπλε ύφασμα κάλυπτε τα πόδια του, ενώ φορούσε κόκκινες μπότες πάνω από τις μακριές τσόχινες κάλτσες, οι άκρες των οποίων, διπλωμένες πάνω από τις μπότες του, φαίνονταν να υποδηλώνουν την προέλευση των ανώμαλων λευκών σκεπασμάτων στις κυνηγετικές τους μπότες. Προσθέτοντας σε αυτά κόκκινο μεταξωτό ζωνάρι και την ψηλή σέλλα-μαξιλάρι πάνω στην οποία ίππευαν πάντοτε οι τάταρ, ο αναγνώστης μπορούσε να έχει κάποια ιδέα τού Χουσεΐν αγά έφιππου.

Ήταν σχεδόν εντεκάμιση στις 6 Ιουλίου, όταν αναχώρησαν από το φιλόξενο σπίτι τού προξένου και αφού ελίχθηκαν μέσα στην κάτω πόλη, βγήκαν από πύλη κοντά στη θάλασσα, από την οποία υπήρχε ωραία θέα τού Ιερού (Γιορός) ακρωτηρίου και πολλών άλλων ακρωτηρίων στα βορειοδυτικά. Αφού πέρασαν κάτω από το τείχος τής πόλης, στράφηκαν ξαφνικά προς τα δυτικά μέσα από τούς κήπους, κατηφορίζοντας στην ακτή λίγο πιο πέρα από την ερειπωμένη εκκλησία τής Αγίας Σοφίας. Για αρκετά μίλια δυτικά τής Τραπεζούντας το έδαφος υψωνόταν ελαφρά από τη θάλασσα και ήταν καλά καλλιεργημένο, παράγοντας καλαμπόκι και καπνά σε αφθονία, καθώς και λινάρι, πεπόνια, αγγούρια και φασόλια.

Τρία μίλια από την πόλη διέσχισαν μικρό ρέμα που πήγαζε από δασώδη κοιλάδα και άρχισαν να ανεβαίνουν τούς χαμηλούς λόφους από δρόμο που κρεμόταν πάνω από τη θάλασσα. Οι βράχοι, που υψώνονταν εδώ απότομα από την άκρη τού νερού, αποτελούνταν από αποσυντιθέμενο συσσωμάτωμα πυριγενούς πετρώματος και καλύπτονταν από χαμηλά δάση και μεγάλη ποικιλία λουλουδιών. Εκείνα που τώρα αρωμάτιζαν κυρίως τον αέρα ήσαν το κίτρινο αμμόχορτο, το λάβδανο, η μυρτιά, η κουμαριά, η δάφνη, το ρείκι, η αγράμπελη και άλλα αναρριχητικά φυτά. Όμως τα ροδόδεντρα και οι αζαλέες δεν βρίσκονταν πια σε άνθηση. Λίγο μετά τη μία έφτασαν στον ποταμό Γκέρα, που είχε δημιουργήσει μεγάλο δέλτα στις εκβολές του με τα συντρίμμια που κατέβαζε από τα βουνά και τον πέρασαν από ψηλή γέφυρα, κοντά σε μικρό χωριό με το ίδιο όνομα. Η πεδιάδα μέσω τής οποίας κυλούσε το ποτάμι ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένη και η βλάστηση στους γύρω λόφους πολύ πλούσια. Ο ίδιος χαρακτήρας τής χώρας και τού τοπίου συνεχίστηκε μέχρι που έφτασαν στον Καλανόμα Ντερέ Σου, τον οποίο διέσχισαν από πέτρινο γεφύρι δύο τόξων, πολύ δυσανάλογα ψηλών, όπως όλα σε αυτή τη χώρα. Οι όχθες τού ποταμού ήσαν ζωσμένες από πλούσια πλατάνια, αλλά η βλάστηση ήταν πολύ προς τα πίσω και μόλις τώρα άρχιζαν να κόβουν το κριθάρι.

Στις δυόμισι κατηφόριζαν στους κήπους των Πλατάνων, όπου είδαν τα ελαιόδεντρα σε μεγάλη αφθονία. Οι χαμηλοί λόφοι κοντά στην ακτή αποτελούνταν από μαλακό οστρακώδη ασβεστόλιθο, που περιείχε πολλά θραύσματα και εκμαγεία πρόσφατων ή μετα-τριτογενών κοχυλιών. Αφού προχώρησαν κατά μήκος τής παραλίας για μισό μίλι, έφτασαν στην πόλη Πλάτανα [σήμερα Ακτσααμπάτ], το μεγαλύτερο μέρος τής οποίας βρισκόταν σε όμορφη και καλά καλλιεργούμενη κοιλάδα, στην οποία αφθονούσαν τα οπωροφόρα και τα ελαιόδεντρα.

Αυτή η πόλη, που λεγόταν ότι περιλάμβανε 140 ελληνικά και 200 περίπου τουρκικά σπίτια, βρισκόταν κοντά στο κέντρο ανοικτού κόλπου, που σχημάτιζε το χειμερινό αγκυροβόλιο τής Τραπεζούντας, όντας λιγότερο εκτεθειμένος στις βορειοδυτικές θύελλες από το αγκυροβόλιο τής πόλης. Έχοντας εξασφαλίσει κατάλυμα στο καφενείο τής παραλίας, ο Χάμιλτον επισκέφθηκε την παλαιά ελληνική εκκλησία αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ και χτισμένη, κατά δήλωση τού ιερέα, πριν περισσότερα από 800 χρόνια. Το στυλ της ήταν σίγουρα πρώιμο βυζαντινό και μέσα της υπήρχαν μερικές περίεργες παλαιές ζωγραφιές στο εικονοστάσι, πίσω από το οποίο τέσσερις μικροί μαρμάρινοι κίονες στηρίζονταν σε χαμηλό τοίχο από το ίδιο υλικό και υποστύλωναν άκομψη σοφίτα. Από το εξωτερικό τα παράθυρα και οι κόγχες, αρκετές από τις οποίες ήσαν ψεύτικες, είχαν πλούσιο βυζαντινό ύφος, με διακόσμηση από πολλές σειρές κομψού πλαισιώματος ή τελειώματος. Ο ιερέας καλούσε το εκκλησίασμά του στην εκκλησία την ώρα που έφτανε ο Χάμιλτον. Και καθώς δεν επιτρεπόταν στους Έλληνες να χρησιμοποιούν καμπάνες, αντικαθιστούσαν την έλλειψή τους με ένα κομμάτι ξύλο που κρεμιόταν από δένδρο, το οποίο χτυπούσε σαν κρουστό ο ιερέας, ο οποίος κατά καιρούς προσπαθούσε να παράγει ένα είδος μελωδίας. [Προφανώς ο συγγραφέας δεν είχε ξαναδεί σήμαντρο.] Το αμπέλι, η ελιά και η συκιά μεγάλωναν εδώ σε μεγάλη αφθονία, ενώ το αμπέλι ανέβαινε στις λεύκες και τις μουριές που ήσαν φυτεμένες σε φράκτες γύρω από κάθε μικρή περίφραξη. Παράγονταν επίσης μεγάλες ποσότητες καπνών.

Image

Τα Πλάτανα Τραπεζούντας (σήμερα Ακτσααμπάτ) σε καρτ-ποστάλ εποχής

Στην παραλία υπήρχαν αρκετά πλοία από την Τραπεζούντα, παίρνοντας ασβεστόλιθο, ο οποίος καιγόταν σε καμίνια κοντά στο σημείο όπου βρισκόταν ο οστρακώδης ασβεστόλιθος, που φαινόταν ότι αποτελούσε σπάνιο φαινόμενο σε αυτή την ακτή. Τα Πλάτανα θεωρούνταν ότι βρίσκονταν κοντά στη θέση τής αρχαίας Ερμώνασσας, η οποία τοποθετείται από τον Στράβωνα20 μεταξύ Κερασούντας και Τραπεζούντας, ενώ ο Αρριανός21 αναφέρει ότι απείχε 85 στάδια από το Ιερόν Όρος, το οποίο ήταν εννέα γεωγραφικά μίλια από τα Πλάτανα. Ίσως επίσης εκπροσωπούσε ενδεχομένως τη Λιβιόπολι τού Πλίνιου: «Και σε απόσταση 80 μιλίων από την Αμισό η πόλη τής Φαρνακείας, το φρούριο και το ποτάμι τής Τρίπολης, το φρούριο και το ποτάμι τής Φιλοκάλειας, το φρούριο (αλλά όχι και ποτάμι) τής Λιβιόπολης, ενώ σε απόσταση 100 μιλίων από τη Φαρνάκεια η ελεύθερη πόλη τής Τραπεζούντας, κλεισμένη σε βουνό τεράστιου μεγέθους».22

Πέμπτη 7 Ιουλίου. Ο Χάμιλτον έφυγε από τα Πλάτανα λίγο μετά τις έξι και προχωρώντας κατά μήκος τής παραλίας πέρασε από αρκετές μοναχικές κατοικίες, καθεμιά με μια ή δύο βάρκες μπροστά της. Αυτές οι βάρκες χρησιμοποιούνταν κυρίως για τη μεταφορά ξυλείας στις διάφορες πόλεις τής ακτής. Ζώνη από μυρτιές παρεμβαλλόταν γενικά μεταξύ τού δρόμου και τής θάλασσας, το έδαφος υψωνόταν ελαφρά στα αριστερά, ενώ οι πιο κοντινοί λόφοι καλλιεργούνταν καλά και τα πιο μακρινά βουνά ήσαν δασωμένα μέχρι τις κορυφές τους. Το στενό μονοπάτι κοντά στην ακτή είχε σε πολλά σημεία οργωθεί από τούς αγρότες που κατείχαν τη γειτονική γη, πράγμα που τούς ανάγκαζε να περπατούν στην αμμώδη παραλία. Στις επτά πέρασαν από χαμηλό ακρωτήριο που ονομαζόταν Ζεϊτούν Μπουρούν. Τα ερειπωμένα βάθρα τής γέφυρας πάνω από το ρέμα κοντά στο ακρωτήριο αυτό ήσαν απλής και πρωτόγονης κατασκευής. Μερικοί πάσσαλοι μπήγονταν στο έδαφος, γύρω από τούς οποίους υφαινόταν πλαίσιο από βέργα λυγαριάς και σχημάτιζαν είδος κιβωτίου, το οποίο γεμιζόταν με μεγάλες πέτρες. Καθώς προχωρούσαν, η ομορφιά τού τοπίου μεγάλωνε και πολλά έντονα και βραχώδη ακρωτήρια κατέβαιναν στη θάλασσα ανάμεσα σε αυτούς και το Ιερό ακρωτήριο, ενώ οι λόφοι, τούς οποίους διασπούσε διαδοχή δασωμένων κοιλάδων, καλυμμένοι με πλούσια βλάστηση και μεγάλη ποικιλία θάμνων, έσβηναν γρήγορα προς την καταγάλανη θάλασσα από κάτω τους. Μεταξύ των αιτίων αυτής τής πλούσιας βλάστησης, εκτός από την εναλλαγή μεγάλης ζέστης και μεγάλης υγρασίας που προκαλούσαν οι συχνές βροχοπτώσεις, ο Χάμιλτον παρατήρησε την υπεροχή τού εδάφους, η οποία οφειλόταν κυρίως στη διάλυση και αποσύνθεση των πυριγενών πετρωμάτων και βράχων. Αφού πέρασαν γύρω από άκρο ατελώς στηλοειδούς βασάλτη, έφτασαν στο Ακτσάκαλε στις οκτώ και εικοσιπέντε, που ήταν ερειπωμένο οχυρό με μερικά ξύλινα σπίτια χτισμένα σε βραχώδες ακρωτήριο. Στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν την κατοχή αυτών των σπιτιών πριν από μερικά χρόνια, λεγόταν ότι οι Ρώσοι υπέστησαν σημαντικές απώλειες.

Το Ακτσάκαλε βρισκόταν στα μισά τού δρόμου μεταξύ Πλατάνων και ακρωτηρίου Γιορός (Ιερού), στη θέση τής αρχαίας Κορδύλης, η οποία, σύμφωνα με τον Περίπλου τού Ανωνύμου, ήταν ναυτικός σταθμός σαράντα στάδια από το Ιερόν Όρος.23 Διέθετε μικρό ανοιχτό βραχίονα που ονομαζόταν από τούς Τούρκους λιμένας (Λιμάν), στα ανατολικά τού ακρωτηρίου. Οι χωρικοί κατά μήκος αυτού τού τμήματος τής ακτής ήσαν όλοι οπλισμένοι. Κάθε άνθρωπος είχε μικρή καραμπίνα στον ώμο του. Δεν συνάντησε όμως ούτε αγένεια, ούτε έλλειψη φιλοξενίας, παρότι δεν διέθεταν χαρακτήρα μεγάλης τιμιότητας. Είχαν εδώ άλλη μια απόδειξη τής χρονικής περιόδου, κατά τη διάρκεια τής οποίας τα έθιμα επικρατούν σε απομονωμένες περιοχές, παρά την αλλαγή τής κυβέρνησης, των νόμων, τής θρησκείας, ακόμη και των ίδιων των ανθρώπων. Κατά τον Χάμιλτον ο Ξενοφών λέει ότι οι Σάννοι και οι Μάκρωνες, που κατοικούσαν σε αυτή την ορεινή περιοχή, ήσαν πολεμοχαρής και εχθρική φυλή. Παραπέμπει εδώ στην Κύρου Ανάβαση 4.8.8-17, απ’ όπου δεν συνάγεται ότι οι Μάκρωνες ήσαν πολεμοχαρής και εχθρική φυλή, ενώ το όνομα Σάννοι είναι άγνωστο στον Ξενοφώντα. Προφανώς η παραπομπή του είναι στον Αρριανό, που αναφέρει ότι, έχοντας εμπιστοσύνη στα οχυρά τους, αρνήθηκαν να υποταγούν στους Ρωμαίους: «Γιατί είναι πολύ φιλοπόλεμοι [οι Σάννοι, δηλαδή οι Μάκρωνες] και πολύ εχθρικοί προς τούς Τραπεζούντιους, ακόμη και τώρα, ενώ κατοικούν σε οχυρωμένους τόπους και δεν έχουν βασιλιά. Παλαιότερα ήσαν φόρου υποτελείς στους Ρωμαίους, αλλά τελευταία, έχοντας συνηθίσει στις ληστείες, δεν πληρώνουν τούς φόρους τακτικά».24 Τώρα οι κάτοικοι τής ακτής μέχρι το Λαζιστάν και τον ποταμό Φάσι διακρίνονταν για τις άγριες και επιθετικές τους συνήθειες.

Από το Ακτσάκαλε κατέβηκαν προς τη θάλασσα, όπου την ακτή εδώ αποτελούσε διαδοχή βραχωδών ακρωτηρίων και ενδιάμεσων πεδιάδων, προστατευμένων από σειρά βράχων που ανέβαιναν στην επιφάνεια τού νερού ένα περίπου μίλι από την ακτή. Αφού πέρασαν τη Μερσίν, μοναχικό σπίτι πάνω στην παραλία με βάρκα τραβηγμένη μπροστά του, και αφού διέσχισαν πολλά μικρά ρέματα, πλησίασαν στο ακρωτήριο Γιορός, μάζα αμυγδαλοειδούς πυριγενούς πετρώματος. Η αγριότητα και μεγαλοπρέπεια τού τοπίου αυξανόταν σε κάθε βήμα, καθώς ο δρόμος περνούσε μέσα από πυκνά δάση οπωροφόρων δένδρων, αυτοχθόνων σε αυτό το έδαφος, όπως συκιές, κερασιές, μουριές, αμπέλια, καστανιές, αχλαδιές κλπ., ενώ ροδόδεντρα, αζαλέες, κουμαριές και δάφνες σχημάτιζαν αδιαπέραστο υπόστρωμα, ανάμεσα στο οποίο η φτέρη μεγάλωνε πιο άφθονα.

Στις δέκα και μισή έφτασαν στο Ιντζέ Λιμάν, μικρό κόλπο στα ανατολικά τού Ιερού ακρωτηρίου και λίγο αργότερα σε άκρο που ονομαζόταν Κιουτσούκ Μερσίν, στο οποίο υπήρχαν μερικά ερείπια κατεστραμμένου κάστρου. Στις έντεκα πέρασαν από το Ιερό (Γιορός) ακρωτήριο, αλλά ο Χάμιλτον δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ίχνη ερειπίων οποιουδήποτε είδους στο σημείο που αποτελούσε το δυτικό άκρο τού κόλπου τής Τραπεζούντας. Ο λόφος όμως παρουσίαζε υπέροχο δείγμα βασάλτη σε στήλες σε σχήμα βεντάλιας, με τις στήλες να αποκλίνουν με ελαφρά καμπύλη από κοινό κέντρο. Αφήνοντας το ακρωτήριο Γιορός άλλαξαν την κατεύθυνσή τους από βορειοδυτική σε νοτιοδυτική και σταμάτησαν δύο μίλια πιο πέρα για μεσημβρινή παρατήρηση, που έδωσε γεωγραφικό πλάτος 41° 4’ βόρειο.

Φεύγοντας από αυτό το άκρο διέσχιζαν τώρα τον Ισκεφιέ Ντερέ Σου, που κυλούσε από βαθιά κοιλάδα, στην οποία πολλοί μυτεροί λόφοι καλυμμένοι με δένδρα υψώνονταν και από τις δύο πλευρές. Μεγάλη πεδιάδα εκτεινόταν από τα βουνά προς τη θάλασσα, στην οποία όλος ο πληθυσμός τής περιοχής απασχολούνταν σε αγροτικές εργασίες. Πιο πέρα η ακτή αποτελούνταν από πυριγενείς βράχους, που διασταυρώνονταν σε κάθε κατεύθυνση με φλέβες ασβεστώδους σχιστόλιθου, ο οποίος τούς έδινε κυψελοειδή εμφάνιση. Στη μία το μεσημέρι πέρασαν από ερειπωμένο κάστρο που ονομαζόταν Γκελίτα Καλέ, χτισμένο στο χείλος χαράδρας καλυμμένης από ροδόδεντρα και αζαλέες, ενώ τώρα κατέβαιναν σε άλλη πεδιάδα, η οποία ποτιζόταν από μεγάλο ποτάμι, που σχηματιζόταν από τη συμβολή δύο ρεμάτων από διαφορετικές κοιλάδες και η οποία καλυπτόταν από καλαμπόκι, όπου το έδαφος ήταν αρκετά επίπεδο ώστε να μπορεί να αρδεύεται. Αυτό το ποτάμι, πριν μπει στη θάλασσα, έκανε σημαντική στροφή προς τα ανατολικά, από την οποία κατεύθυνση κυλούσε μέσα από πετρώδη παραλία. Ο Χάμιλτον είχε παρατηρήσει πολλές περιπτώσεις αυτής τής ιδιαιτερότητας κατά μήκος των ακτών τής Μαύρης Θάλασσας, ενώ σε κάθε περίπτωση είχε διαπιστώσει ότι η απόκλιση ήταν προς τα ανατολικά, προκαλούμενη προφανώς από την επικράτηση τού βορειοδυτικού άνεμου, ο οποίος έριχνε κομμάτι ή όχθη άμμου κατά μήκος τής παραλίας και έστρεφε το ρέμα προς τα ανατολικά, όπου αυτό τελικά διέφευγε στη θάλασσα. Η απουσία παλιρροιών στον Εύξεινο διευκόλυνε σημαντικά αυτή τη διαδικασία.

Αφήνοντας την πεδιάδα διέσχισαν κορυφογραμμή λόφων, όπου η πλούσια βλάστηση αυξανόταν από τη βαλτώδη φύση τού εδάφους, το οποίο κάλυπταν ροδόδεντρα, αζαλέες, βελανιδιές, δάφνες, κουμαριές, ρείκια, μυρτιές και λάβδανα. Τα ρίγη και οι πυρετοί λεγόταν ότι ήσαν πολύ διαδεδομένοι. Ένα μίλι πιο πέρα έφτασαν σε άλλο ποτάμι, που ονομαζόταν Γκίρεσουν Ντερέ Σου και είχε διαφύγει τής προσοχής των γεωγράφων, αν και σηματοδοτούσε την περιοχή τής Κερασούντας τού Ξενοφώντος, που τοποθετείται από τον ανώνυμο γεωγράφο πάνω σε ποτάμι με το ίδιο όνομα μεταξύ Ιερού Όρους και Κοράλλων, 90 στάδια από το πρώτο και 60 από τα δεύτερα.25 Η απόσταση από το ακρωτήριο Γιορός μέχρι αυτό το ποτάμι ήταν 8 περίπου μίλια και ο Δρ Κράμερ είχε σωστά παρατηρήσει ότι η Κερασούς,26 η οποία αναγνωριζόταν γενικά ως Φαρνάκεια, αν και θεωρούνταν από τον Αρριανό και άλλους ως ίδια με την Κερασούντα τού Ξενοφώντος, βρισκόταν σε πολύ μεγάλη απόσταση από την Τραπεζούντα, ώστε να φτάσει εκεί στρατός σε τρεις ημέρες πάνω από λοφώδη και ορεινή χώρα. Λαμβάνοντας υπόψη την απόσταση και τη δύσκολη φύση τού εδάφους, πάνω σε μεγάλο μέρος τού οποίου ο στρατός πρέπει να είχε προχωρήσει σε φάλαγγα κατ’ άνδρα, ο Ξενοφών και οι Μύριοι δύσκολα θα έφταναν εκεί σε δέκα μέρες. Οι εικασίες τού Κράμερ ότι η Κερασούς τού Ξενοφώντος δεν ήταν μακριά από την Ισκεφιέ των συγχρόνων χαρτών ήσαν επίσης βάσιμες, αφού ο Γκίρεσουν Ντερέ Σου ήταν περίπου πέντε μίλια δυτικά τού ποταμού τής Ισκεφιέ και σχεδόν στα μισά τού δρόμου μεταξύ ακρωτηρίου Γιορός και ακρωτηρίου Κέρελι, δηλαδή των αρχαίων Κοράλλων. [Η Skefie τού Χάμιλτον και τού Κράμερ ήταν η Ιskefiye, το σημερινό Τσαρσίμπασι (Çarşıbaşı), 13 χλμ. δυτικά τού Ακτσάκαλε (Akçakale) και από την άλλη (δυτική) πλευρά τού Ιερού ακρωτηρίου.]

Όμως ο Χάμιλτον δεν παρατήρησε απομεινάρια ερειπίων κοντά στο ποτάμι, αν και, καθώς η αναζήτησή του δεν ήταν πολύ εντατική, μπορεί να υπήρχαν πιο ψηλά στην κοιλάδα. Τα χαμηλά επίπεδα εδάφη μεταξύ των βουνών και τής θάλασσας παρήγαγαν ρύζι καθώς και καλαμπόκι, ενώ πολλά χωράφια βρίσκονταν εντελώς κάτω από το νερό.

Στις δύο και τέταρτο, κοντά στο χωριό Φολ [το σημερινό Βακφίκεμπιρ, η παλαιά ονομασία τού οποίου (Φολ) προέρχεται από την ελληνική Φωλέα], πέρασαν από το κονάκι τού Μεχμέτ αγά, ανεξάρτητου ιδιοκτήτη και άρχοντα τής γειτονικής περιοχής. Πολλοί τέτοιοι οπλαρχηγοί εξακολουθούσαν να υπάρχουν κατά μήκος τής ακτής, ενώ κάποιος βαθμός εξουσίας τούς χορηγούνταν γενικά από τούς πασάδες τής περιοχής, αν και όχι στον ίδιο βαθμό με εκείνη που κατείχαν, όταν η επιρροή τους ως ντερεμπέηδες παρέμενε άθικτη. Ένα μίλι πιο πέρα έφτασαν σε σειρά από σύγχρονα κτίρια, ως επί το πλείστον έρημα, που ονομαζόταν Κερτς Χανέ, πράγμα που σηματοδοτούσε εργοστάσιο, ή οίκο κάποιου είδους κατασκευής. Και στις τρεις έφτασαν στο Μπουγιούκ Λιμάν, το οποίο αποτελούνταν από μεγάλο ξεκομμένο σπίτι, με παζάρι συνδεδεμένο με αυτό, που βρισκόταν κοντά στην αμμώδη παραλία, η οποία είχε διαμορφωθεί από τη σταδιακή απόθεση και ένωση των διαφόρων δέλτα, που αποτελούνταν από τα υλικά που κατέβαζαν τα ρέματα από τούς γύρω λόφους. Εδώ επίσης επικρατούσαν ήδη ρίγη και πυρετοί και οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν αποσυρθεί στους γιαγλάδες τους για το καλοκαίρι. [Η ονομασία Μπουγιούκ Λιμάν (Μεγάλο Λιμάνι) παρέχεται επίσης ως εναλλακτική τής Φολ για το σημερινό Βακφίκεμπιρ, αν και κατά τον Χάμιλτον Φολ και Μπουγιούκ Λιμάν απείχαν με το άλογο σαρανταπέντε λεπτά τής ώρας.]

Παρασκευή 8 Ιουλίου. Ο Χάμιλτον ξεκίνησε πριν από τις έξι, με την ελπίδα ότι θα έφτανε στην Τιρέμπολου (δέκα ώρες απόσταση) την ίδια μέρα, ενώ σύντομα ανηφόρησε τα χαμηλά πεζούλια που υψώνονταν σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα. Διασχίζοντας τον Ακτσά Ντερέ Σου από ξύλινη γέφυρα σκεπασμένη από πάνω όπως εκείνες τής Ελβετίας, απομακρύνθηκαν από την ακτή, περνώντας από ορεινές και δασικές εκτάσεις, με το κονάκι ενός άλλου αρχηγού, που ονομαζόταν Ουζούνογλου, στα δεξιά τους και με λόφους σκεπασμένους με σκλήθρα και αμπέλια στα αριστερά. Μισό μίλι πιο πέρα πέρασαν από το ακρωτήριο Καλετζίκ, που ονομαζόταν έτσι από ερειπωμένο κάστρο, την ηλικία τού οποίου δεν μπόρεσε να προσδιορίσει. Εδώ ο δρόμος προχωρούσε μέσα από εκτεταμένο περίβολο, που τον κύκλωνε δυνατός φράχτης και τον προστάτευαν πύλες που διέσχιζαν τον δρόμο, πολύ ασυνήθιστη εικόνα.

Το ίδιο άγριο και ωραίο τοπίο συνεχιζόταν για πολλά μίλια. Οι δασωμένοι λόφοι, τούς οποίους διέσχιζαν πολλές χαράδρες, ήσαν σκεπασμένοι με την πιο πλούσια βλάστηση, στην οποία ψηλά δένδρα και πυκνοί θάμνοι συναγωνίζονταν μεταξύ τους και σχημάτιζαν ευχάριστη αντίθεση, ενώ από κάτω η καταγάλανη και ήρεμη θάλασσα φαινόταν και χανόταν μέσα από τα κλαδιά τους. Μέσα σε αυτό το όμορφο τοπίο ο δρόμος ξαφνικά μειώθηκε σε στενό μονοπάτι πλάτους ενός σχεδόν ποδιού, κατά μήκος τού πάνω μέρους υπερυψωμένης διάβασης στην πλαγιά τού λόφου, ο οποίος έκλινε γρήγορα προς τη θάλασσα, μερικές εκατοντάδες πόδια πιο κάτω. Ήταν αδύνατο να συνεχίσουν έφιπποι πάνω σε τέτοιο τείχος, που κρυβόταν επίσης εν μέρει από τη βλάστηση που φύτρωνε πάνω του. Το παράδειγμα τού Χάμιλτον ακολούθησαν σύντομα οι υπόλοιποι τής παρέας και ξεπέζεψαν.

Λίγο μετά τις επτά το ακρωτήριο Κέρελι βρισκόταν από κάτω τους, με τα ερείπια παλαιού κάστρου, που ονομαζόταν Κέρελι Καλέ και μερικά άλλα ερειπωμένα κτίρια. Ήσαν προφανώς τουρκικά, όμως ο Χάμιλτον στενοχωρήθηκε για τη σχεδόν απόλυτη αδυναμία κατάβασης τού λόφου, όπου θα έψαχνε για κάποια ίχνη των αρχαίων Κοράλλων, τα οποία, όπως αποδείκνυε επαρκώς η σύγχρονη ονομασία, κάποτε βρίσκονταν σε αυτό το σημείο. Αφού διέσχισαν τον Aγιενεσίν Ντερέ Σου, που κυλούσε μέσα από ιδιαίτερα καλλιεργούμενη πεδιάδα, μπήκαν σε επανάληψη τού ίδιου δασώδους σκηνικού, ανώτερου, αν ήταν δυνατόν, από οποιοδήποτε είχε δει μέχρι τότε. Ιδιαίτερα μια ρεματιά ήταν πολύ εντυπωσιακή, αποτελούμενη από στενό χορταριασμένο ξέφωτο, που άνοιγε προς τη θάλασσα και πλαισιωνόταν από αζαλέες και φτέρες, πάνω από το οποίο οι βραχώδεις πλευρές ήσαν κατάφυτες με δένδρα, τα κλαδιά των οποίων σχεδόν έφταναν απέναντι, ενώ πιο ψηλά στη ρεματιά οι απότομες όχθες σταδιακά συναντιούνταν, σχηματίζοντας σκοτεινό φαράγγι γεμάτο με κάθε είδους θάμνο που θα μπορούσε να φυτρώσει σε αυτή την ευνοημένη ακτή.

Πριν από τις εννέα κατέβηκαν και πάλι στην ακτή από στενό μονοπάτι ή σκάλα κομμένη στα βράχια και, έχοντας διασχίσει τον Τσαουσλί Ντερέ Σου, συνέχισαν κατά μήκος τής παραλίας, περνώντας από πολλούς κήπους και εξοχικές κατοικίες, με κυπαρίσσια και ελιές κοντά στην άκρη τού νερού. Καθώς πλησίαζαν στην Ελεού, συνάντησαν πολλές ομάδες αγροτών, ανάμεσα στους οποίους οι άντρες ήσαν όλοι οπλισμένοι, στον δρόμο τους προς τα εκεί, για να παραστούν είτε στην αγορά ή στο τζαμί, αφού η Παρασκευή ήταν η εβδομαδιαία αργία ή η μέρα ανάπαυσης των μωαμεθανών. Τα χαμηλά βράχια κατά μήκος τής ακτής αποτελούνταν από μαύρα ηφαιστειακά λατυποπαγή, που περιείχαν μεγάλα θραύσματα πυριγενούς βράχου, η αποσύνθεση τού οποίου είχε δημιουργήσει λεπτό αργιλώδες έδαφος. Τα μικρά ρέματα που έπεφταν εδώ στη θάλασσα, μη μπορώντας να ανοίξουν δρόμο μέσα από τη βοτσαλόστρωτη παραλία, δημιουργούσαν κάποιου είδους τέλμα, από το οποίο το νερό ξεχείλιζε μέσα από τις πέτρες, οι οποίες χρησίμευαν ταυτόχρονα ως γέφυρες για τη διάσχιση των ρεμάτων.

Έφτασαν στην Ελεού στις δέκα και μισή και βρήκαν πολυάσχολη σκηνή, την οποία ζωντάνευαν αγρότες, που ήσαν συγκεντρωμένοι κάτω από τα δένδρα και κάπνιζαν, αναπαύονταν ή παζάρευαν. [Έχουμε ήδη αναφέρει ότι ο Κίνεϊρ γράφει Euloi και ο Χάμιλτον Eleheu. Πρόκειται για την Ἐλεοῦ, τη σημερινή Γκιόρελε, τα Κόραλλα τής αρχαιότητας. Η ονομασία αυτή τής κωμόπολης κατά τον 19ο αιώνα ταυτίζεται με την προστακτική τού ελληνικού ρήματος και σημαίνει «δείξε έλεος, ελέησε».] Ο Χάμιλτον σταμάτησε σε σημείο όπου ο νεαρός αγάς καθόταν σε θέα όλων σε περιφραγμένο χώρο κάτω από μερικές μουριές, όπου, περιμένοντας για άλογα, κάπνισε μαζί του ναργιλέ και συμποσιάστηκε με νόστιμα κεράσια Κερασούντας, ντόπια φρούτα αυτής τής ακτής, απ’ όπου λεγόταν ότι ο Λούκουλλος τα εισήγαγε στην Ιταλία.27 Ο Χάμιλτον παραπέμπει εδώ στον Αμμιανό Μαρκελλίνο, 22.13. Το απόσπασμα υπάρχει στο 22.8.16 και είναι το εξής: «Ύστερα από αυτό το τμήμα τής Βιθυνίας, οι επόμενες επαρχίες είναι ο Πόντος και η Παφλαγονία, στις οποίες υπάρχουν οι ευγενείς πόλεις τής Ηράκλειας, τής Σινώπης τού Πολεμωνίου, τής Αμισού, τού Τιείου και τής Αμάστριδος, όλες αρχικά ιδρυμένες από την ενεργητικότητα των Ελλήνων, καθώς και η Κερασούς, από την οποία έφερε ο Λούκουλλος τον καρπό με αυτό το όνομα…»

Ο αγάς, αν και γενικά πομπώδης και πολύ αδαής, ήταν εξαιρετικά ευγενικός απέναντί του. Φορούσε φόρεμα από λευκό τσίτι τεραστίων διαστάσεων και τουρμπάνι παράλογου μεγέθους, το οποίο κάλυπτε και τις δύο πλευρές τού προσώπου και τού λαιμού του. Στους τρόπους έδειχνε μεγάλη σκαιότητα και τραχύτητα, πολύ διαφορετική από την ήρεμη σοβαρότητα των Τούρκων τής παλαιάς σχολής, ενώ ήταν βίαιος και αγέρωχος απέναντι στους ανθρώπους. Είχε τέτοιο εντυπωσιακό παράδειγμα, όταν ένας φτωχός άνθρωπος ήρθε προς τα εμπρός για να φιλήσει το χέρι του και να ικετεύσει να μην τεθεί αναγκαστικά το άλογό του στην υπηρεσία του. Ξαφνικά τράβηξε πίσω το σώμα του με επιθετική υπερηφάνεια, έσπρωξε τα χέρια του κάτω από την καρέκλα του και εμφανιζόμενος σαν να φοβόταν μήπως μολυνθεί, έδιωξε τον γέρο με ομοβροντία από βρισιές και βλαστήμιες. Αυτός ο νεαρός άνδρας ήταν ανιψιός τού Κεχαγιά μπέη τής Τραπεζούντας, ο οποίος είχε υπάρξει στο παρελθόν κυβερνήτης τής Τιρέμπολου, όπου ήταν ντερέμπεης και ο μεγάλος φεουδάρχης γαιοκτήμονας τής περιοχής. Αν και ο ίδιος είχε χάσει πια όλα τα φεουδαρχικά του δικαιώματα, τον επισκεπτόταν συχνά ο πασάς τής Τραπεζούντας, που τον συμβουλευόταν για όλα τα μέτρα που αφορούσαν αυτό το τμήμα τής χώρας και τού εμπιστευόταν τη διοίκηση σημαντικής περιοχής.

Όταν ο αγάς αποσύρθηκε στο τζαμί το μεσημέρι για τις μεσημεριανές προσευχές του, ο Χάμιλτον πήρε μεσημβρινή παρατήρηση προς μεγάλη διασκέδαση των Τούρκων, που στέκονταν γύρω του, αλλά χωρίς να προκαλούν την παραμικρή διακοπή. Ο διερμηνέας του τούς εξήγησε ότι κοίταζε τον ήλιο για να εξακριβώσει την ακριβή στιγμή τού μεσημεριού, πράγμα που τούς φάνηκε πολύ λογικό. Το χωριό Ελεού βρισκόταν σε εύφορη πεδιάδα, με μήκος δυο μίλια και πλάτος μισό, ανάμεσα στη θάλασσα και τούς δασώδεις λόφους, ενώ θεωρούνταν ότι βρισκόταν στον χώρο τής Φιλοκάλειας, που αναφέρεται από τον Πλίνιο ως 90 στάδια ανατολικά από τα Αργύρια. [Ο Χάμιλτον παραπέμπει στον Πλίνιο, Φυσική Ιστορία 6.4, όπου όμως δεν αναφέρεται καμία απόσταση μεταξύ Αργυρίων και Φιλοκάλειας. Αντίθετα, στον Περίπλου τού Ανωνύμου διαβάζουμε: «από τα Αργύρια στη Φιλοκάλεια στάδια 90, μίλια 12»]28 Ο Χάμιλτον όμως έτεινε να πιστεύει ότι η Φιλοκάλεια ήταν κοντά στο ακρωτήριο τού Καρά Μπουρούν, εκεί όπου μεγάλος ποταμός χυνόταν στη θάλασσα.

Ξεκίνησαν λίγο μετά τις δώδεκα, διασχίζοντας τον Ελεού Ντερέ Σου που κυλούσε μέσα από την πεδιάδα και δύο μίλια πιο πέρα τον Καρά Μπουρούν Τσάι, μεγάλο ποτάμι που έβγαινε από δασώδη κοιλάδα. Το μήκος όλων αυτών των ποταμών, από τις πηγές τους μέχρι τη θάλασσα, πρέπει κατ’ ανάγκη, λόγω τής γεωγραφικής μορφής τής χώρας, να ήταν εξαιρετικά μικρό. Τον εξέπληξε λοιπόν ο μεγάλος όγκος νερού που κατέβαζαν πολλοί από αυτούς. Οι λόφοι ήσαν καλυμμένοι με φυσικά δάση μουριάς και κερασιάς. Αν και το ίδιο όμορφο σκηνικό συνεχιζόταν σε αρκετές διαδοχικές ράχες και ενδιάμεσες πεδιάδες, έπεσαν σε μεγάλη καθυστέρηση και ταλαιπωρία από τη δυσκολία να οδηγήσουν τα άλογα αποσκευών μέσα από διάφορα στενά περάσματα, ιδιαίτερα σε μέρος όπου ο τάταρ είχε ήδη προειδοποιήσει τον Χάμιλτον και το είχε παρουσιάσει ως λόγο για τον οποίο έπρεπε να ταξιδέψουν αυτό το τμήμα τής διαδρομής από τη θάλασσα.

Λίγο μετά τις δύο είχαν ωραία θέα τού ακρωτηρίου Καρά Μπουρούν που ξεπρόβαλλε έντονα ένα περίπου μίλι μακριά, με ψηλούς βράχους που υψώνονταν ανάμεσα στα δένδρα και πρασινάδα που έντυνε τις πλευρές του μέχρι την άκρη τού νερού. Περνούσαν τώρα από μερικά απομονωμένα βράχια κοντά στην παραλία, πάνω σε ένα από τα οποία υπήρχαν ερείπια που ονομάζονταν Γκουλάκ Κιλίσε ή Γκουλάκ Καλέ. Στη συνέχεια πέρασαν διαδοχικά δύο σημαντικά ρέματα, που ονομάζονταν Μπαμπά Ντερέ Σου και Μπαζάρ Τσάι. Ανάμεσά τους υπήρχαν μερικοί μικροί ορυζώνες, οι οποίοι, όντας τότε πλημμυρισμένοι, έμοιαζαν με στάσιμες λίμνες ή έλη γεμάτα αγριόχορτα και γρασίδι. Πέρα από τον Μπαζάρ Τσάι μπήκαν σε άλλη πεδιάδα, που είχε σχηματιστεί από τα συντρίμμια που κατέβαζε ο Τιρέμπολου Σου [δηλαδή ο Χαρσίτ (Χαρσιώτης) τής Γκουμούσχανε], ο οποίος κυλούσε μέσα από το δυτικό της τμήμα. Αυτό το ποτάμι, που πήγαζε από τα βουνά τής Αρμενίας πάνω από τη Γκουμούσχανε και παραλάμβανε πολλούς παραποτάμους από αυτούς τούς ψηλούς λόφους, ήταν τόσο βαθύ και ορμητικό, που μπόρεσαν να το διασχίσουν μόνο με βάρκα, πράγμα που τούς καθυστέρησε λίγο, καθώς έπρεπε να περιμένουν για τον βαρκάρη, ενώ χρειάστηκαν τέσσερα δρομολόγια για να περάσουν απέναντι όλα τα άλογα.

Η θέα τής κοιλάδας πρόσφερε πολύ άγρια και όμορφη όψη. Πολλές βραχώδεις κορυφές υψώνονταν από τις δασωμένες πλευρές της, ενώ διαδοχικές οροσειρές ήσαν ορατές η μια πάνω στην άλλη προς το εσωτερικό. Αφού βγήκαν από τη βάρκα, ανηφόρισαν τούς λόφους προς τα βορειοδυτικά και στις τεσσερισήμιση έφτασαν στην κορυφογραμμή, που αποτελούνταν από στρώματα χρωματιστής μάργας και άμμου. Στη συνέχεια διέσχισαν σειρά κορυφογραμμών με τοπία απαράμιλλης ομορφιάς, ανάμεσα στα οποία ήταν εμφανής η πόλη τής Τιρέμπολου, φωλιασμένη σε δασώδεις λόφους και κρεμασμένη πάνω από τη θάλασσα. Τελικά, αφού πέρασαν μέσα από άλση με φουντουκιές και πάνω από πράσινα πυριγενή πετρώματα, όπου ο Χάμιλτον πήρε κάποια καλά δείγματα χαλκηδόνιου, κατέβηκαν από ελικοειδή και δύσκολο δρόμο προς την αμμώδη παραλία μικρού κόλπου, που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά τής πόλης.

Φτάνοντας στην κορυφή τού λόφου υποχρεώθηκε να δεχτεί τη φιλόξενη πρόσκληση τού κυβερνήτη και να αναλάβει κατάλυμα στο κονάκι του. Τού είπε ότι ο δρόμος για την Κερασούντα ήταν τόσο κακός και τόσο εντελώς αδιάβατος για τα άλογα αποσκευών, που θα ήταν πολύ προτιμότερο να πάει από τη θάλασσα, πράγμα το οποίο, με ευνοϊκό άνεμο, θα αποτελούσε υπόθεση τριών ή τεσσάρων μόνο ωρών αντί για δώδεκα. Αποφάσισε λοιπόν να ακολουθήσει τη συμβουλή του, καθώς δεν υπήρχε χώρος ιδιαίτερου ενδιαφέροντος να δει κατά μήκος τής ακτής, εκτός από το ακρωτήριο Ζεφρέ ή Ζεφύριον, από το οποίο όμως δεν περνούσε κοντά ο δρόμος. Η βραδιά πέρασε, όπως συνέβαινε πολύ συχνά σε τουρκικό σπίτι, ικανοποιώντας την περιέργεια και απαντώντας στις ερωτήσεις τού οικοδεσπότη. Το πλήθος των παρευρισκομένων και η συνεχής παρουσία τού κυρίου κατέστρεφε κάθε προσπάθεια ιδιωτικότητας ή ανάπαυσης. Κατά τη διάρκεια τού δείπνου, το οποίο σερβιρίστηκε στο δωμάτιο που τού είχε παραχωρηθεί, ήρθε ο κυβερνήτης συνοδευόμενος από είκοσι ή τριάντα ακόλουθους, οι οποίοι περίμεναν σε τέλεια τάξη και σιωπή. Επειδή κάθε άνθρωπος είχε το δικό του προσδιορισμένο καθήκον, δεν υπήρχε ούτε φασαρία, ούτε σύγχυση. Καθώς ένας Τούρκος ανώτερης τάξης και μεγάλου πλούτου σπάνια σηκωνόταν από τη θέση του κατά τη διάρκεια τής ημέρας, αλλά τού τα έφερναν όλα εκεί που καθόταν μισοξαπλωμένος στη γωνία τού σοφά[καναπέ] του, οι υπηρέτες του άρχισαν σύντομα να διεκπεραιώνουν τέλεια τα καθήκοντά τους. Αν ήθελε να νιφτεί, τού έφερναν όλα τα απαραίτητα σύνεργα τού πλυσίματος, ένας άνδρας τη λεκάνη, άλλος κανάτα, τρίτος κεντημένη πετσέτα, κλπ. Αν ήθελε να γράψει, τού έφερναν τα υλικά γραφής. Αν ήθελε να φάει, τού έφερναν το τραπέζι, ενώ εκείνος καθόταν ακόμη στην ίδια θέση. Κι έτσι περνούσε όλη τη μέρα, χωρίς άσκηση, τέλειο παράδειγμα ηδονικής απραξίας.

Το σπίτι τού κυβερνήτη ήταν καλά επιπλωμένο και αποτελούνταν από μεγάλο κεντρικό κτίριο, το οποίο διέτρεχε μπροστά μια ξύλινη στοά, με ευρύχωρο και στρωμένο με καλά χαλιά διαμέρισμα σε κάθε άκρο, ένα από τα οποία ήταν για ιδιωτική του χρήση, ενώ το άλλο ήταν η αίθουσα υποδοχής του, το ντιβάν χανέ ή σαλαμλίκ, ενώ το κέντρο και η στοά προορίζονταν για υπηρέτες και υπηρεσίες. Η ακόλουθη περιγραφή τού δωματίου του θα δείξει πώς ζούσαν όσοι κατοικούσαν στην καλύτερη κατηγορία τουρκικών σπιτιών. Μπαίνοντας στο διαμέρισμα από τα δυτικά υπήρχε πέρασμα, 6 ίντσες [15 εκατοστά] πιο χαμηλό από το ίδιο το δωμάτιο, από το οποίο χωριζόταν με ξύλινο κιγκλίδωμα και ζωγραφισμένο επιστύλιο που στηριζόταν σε ξύλινες κολώνες. Σε αυτή την εξωτερική δίοδο υπήρχαν ντουλάπια και εσοχές για τρόφιμα, μπουκάλια, ποτήρια και ναργιλέδες. Εδώ επίσης οι παρευρισκόμενοι άφηναν τα παπούτσια και τις παντόφλες τους, πριν προχωρήσουν να μπουν στο υπερώο, το οποίο καλυπτόταν με πλούσια χαλιά και περιβαλλόταν, εκτός από το ανατολικό άκρο, όπου βρισκόταν το τζάκι, από χαμηλούς καναπέδες, με μαλακά μαξιλάρια τοποθετημένα σαν πλάτη στον τοίχο.

Σε κάθε πλευρά τού δωματίου υπήρχαν δύο σειρές παραθύρων, από τα οποία τα κάτω δεν είχαν τζάμια, αλλά κλείνονται απλώς με ξύλινα παντζούρια, ενώ τα πάνω παράθυρα, που δεν προορίζονταν να ανοίγονται, ήσαν φτιαγμένα από βαμμένο γυαλί. Ο ίδιος ο τοίχος, για 5 περίπου πόδια [ενάμιση περίπου μέτρο] πάνω από τα μαξιλάρια, αποτελούνταν από παρκέτο εναλλασσόμενων μαύρων και λευκών τετραγώνων, πάνω από το οποίο ήταν βαμμένος λευκός με μοτίβα αραβουργημάτων. Το ταβάνι αποτελούνταν επίσης από κομψά σχέδια ένθετου παρκέτου, με ζωγραφικές σε αραβουργήματα πάνω σε λευκό φόντο.

Σάββατο 9 Ιουλίου. Ο Χάμιλτον ξύπνησε νωρίς με δυνατή βροχή και ομίχλη, που ερχόταν πάνω από τον Εύξεινο Πόντο, από τις στέπες τής Ρωσίας, με ισχυρό βορειοδυτικό άνεμο. Αφού περίμενε για κάποιο διάστημα για το σκάφος, ξεκίνησε, έχοντας για παρέα τον σαράφη ή τραπεζίτη τού αγά, να επισκεφθεί το παλαιό κάστρο στην άκρη τού βράχου στον οποίο βρισκόταν το κονάκι. Ο βράχος αυτός αποτελούσε ένα από τα τρία ξεχωριστά βραχώδη ακρωτήρια, πάνω στα οποία βρισκόταν η πόλη τής Τρίπολης ή Τιρέμπολου, με τρεις ενδιάμεσους όρμους ή λιμάνια και από τα οποία πιθανότατα προερχόταν το όνομα τής αρχαίας πόλης. Σε αυτούς τούς όρμους τα νερά ήσαν πολύ βαθιά, αλλά καθώς περιείχαν επίσης πολλούς υφάλους, το αγκυροβόλιο δεν ήταν ασφαλές. Το ίδιο το κάστρο ήταν πολύ ερειπωμένο, με κάποιες αδρά λαξευμένες πέτρες πάνω από την πύλη. Μικρή πυροβολαρχία τεσσάρων κανονιών είχε πρόσφατα στηθεί εδώ για την άμυνα τής πόλης, αλλά οι πολεμίστρες ήσαν έτσι τοποθετημένες, ώστε δύο από τα κανόνια μπορούσαν να βάλλουν μόνο εναντίον τής ίδιας τής πόλης. Στην κορυφή τού βράχου βρίσκονταν τα ερείπια μικρής βυζαντινής εκκλησίας. Τα ερείπια άλλου κάστρου και τειχών σημαντικής ηλικίας υπήρχαν σε ένα από τα άλλα ακρωτήρια, αλλά δεν φαίνονταν πουθενά ερείπια τής ελληνικής εποχής. Ο πληθυσμός τής Τρίπολης λεγόταν ότι περιλάμβανε 400 τουρκικά και 100 ελληνικά σπίτια. Η πόλη είχε λουτρά, τέσσερα τζαμιά και ελληνική εκκλησία. Ο Τουρνεφόρ29 έκανε λάθος περιγράφοντάς την με το όνομα Κερασούς και δίνοντας το όνομα αυτό σε μια περιγραφή που στην πραγματικότητα ήταν εκείνη τής Τρίπολης, για την οποία ισχύει ακριβώς η περιγραφή τής Κερασούντας, όπως ο ίδιος την αποκαλεί.

Image

Η Τιρέμπολου (Τρίπολις) σε καρτ-ποστάλ εποχής

Στη μιάμιση το μεσημέρι το σκάφος δεν ήταν ακόμη έτοιμο. Τελικά ο Χάμιλτον ανακάλυψε, ύστερα από επανειλημμένες ερωτήσεις, ότι οι βαρκάρηδες φοβούνταν να μπουν στη θάλασσα με τον άνεμο και τη βροχή εναντίον τους. Υποχρεώθηκε λοιπόν να συμμορφωθεί και να παραμείνει εκεί όλη τη μέρα. Κατόπιν των ανωτέρω ξεκίνησε να επισκεφτεί την είσοδο παλαιού ορυχείου, που λεγόταν ότι υπήρχε κοντά στις εκβολές τού Τιρέμπολου Σου, το οποίο είχε εγκαταλειφθεί, επειδή είχε μπει μέσα νερό. Τού είπαν επίσης ότι υπήρχαν ερείπια πάνω σε χαμηλό λόφο απέναντι από τα ορυχεία στην άλλη πλευρά τού ποταμού, αλλά πηγαίνοντας εκεί δεν βρήκε τίποτε, εκτός από μερικούς σωρούς από πέτρες κοντά στην κορυφή, οι οποίες, από την καμένη εμφάνισή τους, ήσαν πιθανώς τα ερείπια των έργων που συνδέονταν με τα μεταλλεία. Η θέση όμως ήταν πολύ επιβλητική και η θέα πάνω από τον ποταμό πολύ εντυπωσιακή. Δέκα περίπου μίλια μακριά είδε στην κορυφή ψηλού λόφου βράχο παράξενης μορφής, τον οποίο ο οδηγός του ονόμασε σε παράξενο μείγμα γλωσσών Πέτρα Καλέ, βραχόκαστρο, τού οποίου όλα τα δωμάτια και τμήματα λεγόταν ότι ήσαν κομμένα στον συμπαγή βράχο. Ο λόφος στον οποίο στεκόταν ο Χάμιλτον φαινόταν, από τα χαρακτηριστικά τού σχηματισμού του, ότι ήταν κάποτε συνεχής με εκείνους στην απέναντι πλευρά, όταν το ποτάμι πρέπει να κυλούσε σε άλλο κανάλι, πιο ανατολικά, υπόθεση η οποία επιβεβαιωνόταν πλήρως από τη γενική όψη τής περιοχής, καθώς και από τις τοπικές παραδόσεις που τού αναφέρθηκαν στη συνέχεια.

Καθώς επέστρεφε με τη βάρκα, δυνατή καταιγίδα τον ανάγκασε να καταφύγει στην καλύβα τού βαρκάρη, φτιαγμένη από ακατέργαστα κλαδιά και ξύλα, όπου διασκέδασε με σκηνή μεταξύ τού ιδιοκτήτη και ορισμένων αγροτών, οι οποίοι βιάζονταν να διασχίσουν το ποτάμι. Η καλύβα ήταν τόσο μικρή, που ήσαν αναγκασμένοι να παραμένουν έξω και όσο βαρύτερα έπεφτε η βροχή, τόσο πιο πολύ πίεζαν για να ξεκινήσουν, ενώ ο γέρος βαρκάρης, που αρνιόταν να μπει στη βάρκα μέχρι να σταματήσει η βροχή, γινόταν πιο επίμονος και ακίνητος. Από το πέρασμα προχώρησε κατά μήκος τής αριστερής ή δυτικής όχθης τού ποταμού προς τα ορυχεία που έψαχνε, οι είσοδοι προς τα οποία ήσαν αποκλεισμένες από βράχια ή σκεπασμένες από πυκνή βλάστηση. Μάθαινε τώρα, προς μεγάλη του έκπληξη, ότι είχαν υπάρξει αργυρωρυχεία, μάλιστα πολύ παραγωγικά, όχι ορυχεία χαλκού, όπως είχε υποθέσει. Σκέφτηκε αμέσως ότι έπρεπε να ήσαν τα Αργύρια των αρχαίων, που τοποθετούνται από τον Αρριανό30 και από τον Περίπλου τού Ανωνύμου31 είκοσι στάδια στα ανατολικά τής Τρίπολης, ενώ η απόσταση από την Τιρέμπολου ήταν δυόμιση μίλια. Στον χάρτη τού Κράμερ τα Αργύρια τοποθετούνται πολύ μακριά προς τα ανατολικά, επειδή η Τρίπολις είχε λανθασμένα τοποθετηθεί στις εκβολές τού ποταμού. Ο μόνος άλλος τόπος σε αυτή τη χώρα όπου ήταν γνωστό ότι υπήρχε ασήμι, ήταν τα αργυρούχα μολυβδωρυχεία τής Γκουμούσχανε. Έτσι, όταν ο Όμηρος λέει τηλόθεν ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστί γενέθλη,32 πιθανότατα παραπέμπει σε αυτό ακριβώς το σημείο, ενώ ο Στράβων και ο Σκύλαξ είχαν εξίσου ορθά υποθέσει ότι το Ἀλύβης ήταν απλώς παραφθορά τού Χαλύβης.

Το μετάλλευμα εμφανιζόταν σε λευκό πλαγιόκλαστο βράχο σε κατάσταση αποσύνθεσης και κυρίως κοντά στη διασταύρωση των μαργών και των πυριγενών βράχων. Ο Χάμιλτον είχε ήδη παρατηρήσει ότι οι ποικιλόχρωμες μάργες και άργιλοι γίνονταν σκληρότερες στα χαμηλότερα στρώματα, μέχρι που τελικά μεταβάλλονταν σε λευκό και κόκκινο ίασπη. Τα ορυχεία φαίνονταν να είχαν παραμεληθεί για πολλά χρόνια. Ο οδηγός του τον διαβεβαίωσε ότι δεν είχαν ανοίξει εδώ και τριάντα χρόνια. Αλλά πρόσθεσε ότι δεν είχαν λειτουργήσει από τότε που το ποτάμι ακολουθούσε τη σημερινή του πορεία, λέγοντας ότι στο παρελθόν κυλούσε ανατολικά τού λόφου που προαναφέρθηκε και ότι από τότε που άλλαξε η πορεία του, τα μεταλλεία είχαν γεμίσει με νερό. Ο αγάς επιβεβαίωσε ύστερα την αναφορά ότι τα ορυχεία ήσαν πλούσια σε ασήμι, παρατηρώντας ότι όσο κατέβαιναν, το ασήμι γινόταν σπάνιο και ο χαλκός πιο άφθονος. Τα μόνα ορυχεία που λειτουργούσαν τώρα σε αυτή τη περιοχή ειπώθηκε ότι βρίσκονταν έξι ώρες νότια τής Ελεού, παρήγαγαν πολύ χαλκό και απασχολούσαν 600 έως 700 άνδρες. Πρόσθεσε ότι το μετάλλευμα ήταν πολύ πλούσιο και εξορυσσόταν εύκολα, αφού βρισκόταν κοντά στην επιφάνεια. Τού είπε επίσης ότι υπήρχαν ορυχεία σιδήρου 20 ώρες δυτικά τής Τιρέμπολου, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει την ακριβή τους θέση.

Image

Τρίπολις-Κερασούς-Κοτύωρα-Οινόη (1836)

Κυριακή 10 Ιουλίου. Τις πολυτέλειες τής φιλοξενίας τού αγά δεν θα τις απολάμβαναν δωρεάν. Έτσι αναμενόταν, ή μάλλον απαιτήθηκε, μπαξίσι 200 γρόσια από τούς άπορους οπαδούς του.33 Ο Χάμιλτον ξεμπέρδεψε όμως με το μισό ποσό και παίρνοντας άδεια από τον κυβερνήτη μπήκε στη χωρίς καρίνα Αργώ του λίγο μετά τις επτά το πρωί. Όπως και οι κλασσικοί πρόγονοί τους, οι βαρκάρηδες παρέμεναν κοντά στην ακτή και φοβούμενοι τα βαθιά νερά ακολουθούσαν όλες τις πτυχώσεις τής ακτής μέσα από βράχια και μεγάλα κύματα. Όμως, καθώς κόπαζε η φουρτούνα, πήραν θάρρος και ανοίχτηκαν στον κόλπο κατευθυνόμενοι στο ακρωτήριο Ζεφρέ. Η ακτή φαινόταν καλά δασωμένη, ενώ το τοπίο έμοιαζε με εκείνο μεταξύ Τραπεζούντας και Τιρέμπολου. Πριν κυκλώσουν το ακρωτήριο Ζεφρέ, πέρασαν από μικρό λιμάνι στα ανατολικά τού σημείου που ονομαζόταν Καΐκ Λιμάν [σήμερα Γκιουλμπουρνού], το οποίο πρέπει να ήταν το λιμάνι τού Ζεφύριου που αναφέρει ο Σκύλαξ και το οποίο οι έρευνες τοποθετούσαν 90 στάδια από την Τρίπολη.34 Από το ακρωτήριο Ζεφρέ διέσχισαν άλλο κόλπο προς Κερασούντα, με κατεύθυνση 4 μοίρες από δύση προς νότο. Δύο περίπου μίλια πιο πέρα πέρασαν έξω από βραχώδες νησάκι, ίσως τη Φιλυρηίδα των αρχαίων, από το οποίο οι Αργοναύτες πέρασαν μετά την αναχώρησή τους από το νησί Αρητιάς: «Κι όταν έπεσε η νύχτα, ήρθαν στη νήσο Φιλυρηίδα».35 Η Φιλυρηίς τοποθετείται από τον Απολλώνιο Ρόδιο στα ανατολικά των Μοσσυνοίκων:36

«Τη χώρα που ακολουθεί κατοικούν συνορεύοντας οι Μοσσύνοικοι,
την καλά δασωμένη ενδοχώρα και τα τμήματα κάτω από τα βουνά,
όπου έχουν φτιάξει σε πύργους από δένδρα τα ξύλινα σπίτια τους
και καλά εξοπλισμένους πύργους, που ονομάζουν μόσσυνες,
από τούς οποίους παίρνουν και οι ίδιοι το όνομά τους».

Δεν είδαν κανένα άλλο νησί, η θέση τού οποίου θα μπορούσε να συμφωνεί με εκείνη τής Φιλυρηίδας. Ο λοχαγός Γκοτιέ έκανε αναμφίβολα λάθος που παρουσίαζε στο διάγραμμά του δύο νησιά κοντά στην Τιρέμπολου, αφού τίποτε άλλο εκτός από μικρούς βράχους δεν υπήρχε στην περιοχή. Λίγο μετά τις τρεις αποβιβάστηκαν σε νησί που απείχε εννέα έως δέκα μίλια από το ακρωτήριο Ζεφρέ και ονομαζόταν από τούς Τούρκους Γκίρεσουν Αντά. Αυτή ήταν προφανώς η νησίδα Αρητιάς, που αναφέρεται από τον Απολλώνιο Ρόδιο ως διάσημη για ναό τού Άρη, που λεγόταν ότι τον είχαν ανεγείρει δύο βασίλισσες των Αμαζόνων, η Οτρηρή και η Αντιόπη:37

«Σε αυτή τη νήσο, ναό τού Άρεως πέτρινο έχτισαν,
όταν εκστράτευαν, οι βασίλισσες των Αμαζόνων Οτρηρή και Αντιόπη».

Απείχε τρία έως τέσσερα μίλια από την Κερασούντα, πράγμα που συμφωνούσε με τα 30 στάδια τού Αρριανού.38 Ο βράχος ήταν μαύρο ηφαιστειακό λατυποπαγές με ενσωματωμένα θραύσματα πυριγενούς βράχου, ενώ καλυπτόταν σε πολλά σημεία από σπασμένα κελύφη στρειδιών που τα έφερναν οι γλάροι και τα θαλασσοπούλια, τα οποία υπαινίσσεται ο Απολλώνιος όταν βάζει τούς Αργοναύτες να διώχνουν τούς μεγ’ ἀναιδέας οἰωνούς. Ήταν κατάφυτος με ζιζάνια και βάτους, που σχεδόν έκρυβαν τα ερείπια τού περιβάλλοντος τείχους. Ένας μεγάλος πύργος με πολεμίστρες και παράθυρα βρισκόταν κοντά στο νότιο άκρο του, αλλά δεν παρουσίαζε ίχνη ελληνικής καταγωγής.

Η πόλη τής Κερασούντας, η οποία αντιπροσωπεύει τη Φαρνάκεια τής αρχαιότητας, και στην οποία έφτασαν λίγο μετά τις τέσσερις, βρισκόταν στο άκρο βραχώδους ακρωτηρίου, που συνδεόταν με τη στεριά με χαμηλό δασωμένο ισθμό ευχάριστης και ωραίας εμφάνισης. Το ψηλότερο σημείο στεφόταν με τα ερείπια βυζαντινού φρουρίου, από το οποίο ισχυρό τείχος με ελληνικά θεμέλια εκτεινόταν μέχρι τη θάλασσα και από τις δύο πλευρές. Αφού εγκαταστάθηκε σε κάποια άδεια δωμάτια πάνω από το καφενείο, ο Χάμιλτον βγήκε για να εξερευνήσει τα ερείπια, των οποίων είχε πάρει μια γεύση. Αλλά επειδή ήταν αργά και δεν είχε οδηγό, ανέβαλε την εξέτασή τους για την επόμενη μέρα.

Μεγάλη αβεβαιότητα επικρατούσε ακόμη και σε προγενέστερες εποχές, όσον αφορά το αρχικό όνομα αυτού τού τόπου. Γιατί αν και όλοι οι συγγραφείς την ονομάζουν Φαρνάκεια, ο Αρριανός αναφέρει ότι αρχικά λεγόταν Κερασούς, προφανώς μπερδεύοντάς την με την πόλη κοντά στην οποία ο Ξενοφών και οι Μύριοι σταμάτησαν κατά την πορεία τους από την Τραπεζούντα.39

 

Image

Τείχη Φαρνακείας (Χάμιλτον 1842)

Ο Χάμιλτον έχει ήδη δείξει πιο πάνω πού βρισκόταν πραγματικά η Κερασούς τού Ξενοφώντος. Αλλά ήταν περίεργο το γεγονός ότι το ίδιο σφάλμα είχε επικρατήσει και στη σύγχρονη εποχή και ότι το όνομα που δόθηκε σε αυτήν λανθασμένα από τον Αρριανό θα εφαρμοζόταν πάνω της μέχρι σήμερα, με απόλυτο αποκλεισμό τής Φαρνακείας, τού αρχαίου ονόματός της. Λεγόταν ότι είχε ιδρυθεί από τούς Σινωπείς, με την πόλη των οποίων είχε μεγάλη ομοιότητα, ενώ σύμφωνα με άλλες περιγραφές εποικίστηκε για πρώτη φορά από τον Φαρνάκη, τον παππού τού Μιθριδάτη Ευπάτορα, υπό τον οποίο έγινε διάσημη ως σκηνικό πολύ τραγικού γεγονότος, αφού ήταν το σημείο στο οποίο ο βασιλιάς αυτός έστειλε τον ευνούχο Βακχίδη να θανατώσει τις συζύγους και αδελφές του, μεταξύ των οποίων ήσαν η Ρωξάνη, η Στάτειρα, η Μονίμη και η Βερενίκη, για να μην πέσουν στα χέρια τού Λούκουλλου.

Ο Πλούταρχος γράφει: «Όμως οι αδελφές και σύζυγοι τού βασιλιά, που πίστευαν ότι ήσαν πολύ απομακρυσμένες από τον κίνδυνο και αθόρυβα κρυμμένες στη Φαρνάκεια, έχασαν τη ζωή τους με οικτρό τρόπο, αφού ο Μιθριδάτης τρεπόμενος σε φυγή έστειλε εναντίον τους τον ευνούχο Βακχίδη. Ανάμεσα σε πολλές άλλες γυναίκες, υπήρχαν δύο αδελφές τού βασιλιά, η Ρωξάνη και η Στάτειρα, σαράντα περίπου ετών και άγαμες, καθώς και δύο από τις συζύγους του, Ιωνίδες στην καταγωγή, η Βερενίκη από τη Χίο και η Μονίμη από τη Μίλητο».40 Ο Στράβων αναφέρει ότι χτίστηκε κυρίως από τούς Χάλυβες, οι οποίοι στη συνέχεια ονομάζονταν Χαλδαίοι και η χώρα τους εκτεινόταν στα ανατολικά τής Τραπεζούντας: «Οι σημερινοί Χαλδαίοι ονομάζονταν παλαιότερα Χάλυβες, ενώ στη δική τους κυρίως περιοχή βρίσκεται η Φαρνακεία».41

Δευτέρα 11 Ιουλίου. Υπό την καθοδήγηση ενός τσαούση ο Χάμιλτον εξέτασε τα ελληνικά τείχη, τα οποία ήσαν κατασκευασμένα με τον καλύτερο ισόδομο τρόπο, δηλαδή χτισμένα κατά σειρές με ισομεγέθεις πέτρες. Αρχίζοντας κοντά στην παραλία στα δυτικά, συνέχιζαν με ανατολική κατεύθυνση πάνω στον λόφο, διαμορφώνοντας τα όρια τής σημερινής πόλης.

Κοντά στην πύλη ήσαν περισσότερο από 20 πόδια ψηλά και αποτελούσαν το θεμέλιο τού κονακιού τού αγά. Ένα μικρό τζαμί είχε επίσης υψωθεί πάνω από τα ερείπια τετράγωνου πύργου. Οι ογκόλιθοι, σκούρο πράσινο ηφαιστειακό λατυποπαγές, ήσαν γιγαντιαίου μεγέθους. Κοντά στην κορυφή τού λόφου, εκεί όπου το τείχος έτρεχε βόρεια-βορειοανατολικά για κάποια απόσταση, βρίσκονταν τα ερείπια πιο σύγχρονου κάστρου, που αποδιδόταν στους Γενουάτες ή τούς Βυζαντινούς και ονομαζόταν Ιτς Καλέ [εσωτερικό κάστρο, ακρόπολη]. Σε μία από τις γωνίες τού τείχους υπήρχε μικρό ξύλινο φρούριο με πολεμίστρες για τουφέκια, που λεγόταν ότι είχε ανεγερθεί από ισχυρό ντερέμπεη, ο οποίος κατείχε τον τόπο. Στα ανατολικά επίσης των αρχαίων τειχών μπορούσε να εντοπιστεί σχεδόν ολόκληρος ο δρόμος από το κάστρο μέχρι τη θάλασσα, όπου ο Χάμιλτον παρατήρησε τοξωτή ελληνική πύλη αποκλεισμένη με τοιχοποιία τού ίδιου στυλ, όπως φαίνεται στην πιο πάνω ξυλογραφία, πέρα από την οποία υπήρχε ψηλός πύργος κατάφυτος από κισσό.

Έχοντας φτάσει στην ακτή, επέστρεψε από την παραλία, όπου τα τείχη ήσαν εντελώς βυζαντινά και όπου βρίσκονταν τα ερείπια μικρής βυζαντινής εκκλησίας, χτισμένης με καλά λαξευμένες τετράγωνες πέτρες συνδεδεμένες με κονίαμα, με σημαντικά απομεινάρια ζωγραφικής στο εσωτερικό. Τα τείχη αυτά ήσαν πολύ τέλεια στη δυτική πλευρά και περνώντας μέσα από αυτά από πλαϊνή πόρτα κατέβηκε στα ερείπια άλλης εκκλησίας κοντά στην παραλία, όπου υπήρχε μικρό λιμάνι, κατάλληλο μόνο για πολύ μικρά σκάφη. Εδώ υπήρχε διπλή γραμμή τειχών και οι οχυρώσεις είχαν φτιαχτεί ισχυρότερες σε αυτή την πλευρά, εν μέρει για να προστατεύουν το γειτονικό λιμάνι και εν μέρει επειδή, από το βάθος τού νερού, ήταν το μόνο σημείο στο οποίο σκάφος εχθρού θα μπορούσε να προσεγγίσει την ακτή με ασφάλεια.

Image

Ανατολική όψη Κερασούντας σε καρτ-ποστάλ τής εποχής

Ανάμεσα από αυτά τα τείχη μπήκαν σε μεγάλο και σκοτεινό διαμέρισμα, απ’ όπου, αφού προμηθεύτηκαν φώτα, κατέβηκαν από μυστικά σκαλοπάτια στην παραλία. Εδώ ο βράχος είχε αποκοπεί παρουσιάζοντας κατακόρυφη επιφάνεια, μέχρι την οποία άλλη σειρά σκαλοπατιών οδηγούσε πίσω στο κονάκι τού αγά. Περπατώντας στην πόλη, ο Χάμιλτον είχε παρατηρήσει πολλές μεγάλες τετράγωνες γούρνες, κομμένες στον συμπαγή βράχο πάνω στην ακτή. Φαίνονταν ότι ήσαν τα σημεία από τα οποία είχαν εξορυχθεί οι πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν στα παλαιά τείχη, γιατί οι εργάτες είχαν ανακαλύψει ότι η πέτρα, όταν ήταν καλά κορεσμένη με νερό, ήταν πιο εύκολη στην κατεργασία από τον ξερό βράχο. Τώρα χρησιμοποιούνταν μόνο από τις γυναίκες ως γούρνες πλυσίματος.

Η άγρια κερασιά αναπτυσσόταν σε μεγάλη αφθονία στα γειτονικά υψώματα, ενώ δεν υπήρχαν άλλων ειδών κεράσια στην αγορά. Ο καρπός ήταν μικρός και μάλλον πικρός, αλλά με ωραίο άρωμα και όχι οξύς. Αφού πήρε μια μεσημβρινή παρατήρηση, ξεκίνησε στις δύο το μεσημέρι για το Ορντού, που απείχε 12 ώρες, ενώ ο δρόμος σπάνια άφηνε την ακτή σε ολόκληρη τη διαδρομή. Σε μισή ώρα διέσχισαν τον Μπαλτέμα Σου, που κυλούσε από μεγάλη και δασωμένη κοιλάδα, ενώ ένα μίλι πιο πέρα πέρασαν από το κονάκι τού Σουλεΐμ Μεχμέτ, τού αγά τής Κερασούντας, το ακρωτήριο τού οποίου, καθώς ο Χάμιλτον κοίταξε πίσω, παρουσίαζε έντονη και ωραία εμφάνιση. Ύστερα από αυτό πέρασαν από άλλο ακρωτήριο που ονομαζόταν Αϊβασίλ, πιθανώς παραφθορά τού Άγιος Βασίλειος. Το τοπίο είχε τον ίδιο εντυπωσιακό χαρακτήρα, όπως εκείνον που είχαν απολαύσει από τότε που έφυγαν από την Τραπεζούντα, με λόφους και κοιλάδες εξίσου καλά δασωμένες και πολλά χωράφια ρυζιού να καλύπτουν τα πιο χαμηλά εδάφη. Στις πέντε έφτασαν σε χωριό που ονομαζόταν Μπουλαντζάκ, όπου έπρεπε να σταματήσουν για τη νύχτα, αλλά οι κάτοικοι το είχαν εγκαταλείψει λόγω των πυρετών που ήσαν πολύ διαδεδομένοι και είχαν αποσυρθεί στους γιαγλάδες τους στα βουνά. Έτσι υποχρεώθηκαν να προχωρήσουν δύο ώρες πιο πέρα. Ακόμη και τα απομονωμένα σπίτια στην πλαγιά τού λόφου ήσαν έρημα, και, όπως παρατήρησε ο Χουσεΐν, ήσαν όλα μπος! (τίποτε). Πιο πέρα μπήκαν σε δάσος από κλαδεμένες συκομουριές-νάνους και άλλα δένδρα, το οποίο εκτεινόταν προς την πεδιάδα που ποτιζόταν από τον Μπαζάρ Σου, απολαμβάνοντας ευχάριστο ταξίδι κάτω από τον ίσκιο τους και ψυχαγωγούμενοι από το τραγούδι των φτερωτών ενοίκων τους. Φτάνοντας στην πεδιάδα, τα εννέα δέκατά της φαίνονταν ότι ήσαν φυτεμένα με καλαμπόκι. Τα περισσότερα χωράφια ήσαν περιφραγμένα, είτε με φράκτες ή με κομψούς και γερούς πασσαλοφράχτες, φτιαγμένους από μικρά κλαδιά στριμμένα ανάμεσα σε παλούκια μπηγμένα στο έδαφος σε αποστάσεις ενός ποδιού. Εδώ πέρασαν τον Μπαζάρ Σου, ποτάμι σημαντικού μεγέθους, που φαίνεται ότι ήταν ο Φαρματηνός τού Αρριανού42 ή ο Φαρμαντός τού ανώνυμου γεωγράφου,43 120 στάδια από τη Φαρνάκεια. Στον χάρτη η απόσταση ήταν 13 περίπου μίλια. Κοντά στις όχθες τού ποταμού το έδαφος δεν καλλιεργούνταν καλά, υπόκεινταν σε συχνές πλημμύρες και καλυπτόταν με άμμο και χαλίκια. Αλλά τα πλατάνια και οι σημύδες ήταν πολυάριθμα και αναπτύσσονταν άφθονα τόσο εκεί όσο και στους πιο πάνω λόφους.

Αφήνοντας την πεδιάδα πέρασαν και πάλι από πυκνά και ποικίλα δάση, όπου η δρυς και ο καρπίνος έμπλεκαν τα κλαδιά τους με εκείνα τής αζαλέας και τού ροδόδεντρου, ενώ το σύνολο φωτιζόταν έξοχα από τις ακτίνες τού ηλίου που έδυε. Έφτασαν στο καφενείο τού Απτάρ [Αμπντάλ, σήμερα Πιραρίζ] αμέσως μετά τη δύση, όπου ο Χάμιλτον συγκέντρωσε στην παραλία μερικά ωραία δείγματα αχάτη και κορνηλιανού. Βρίσκονταν σε μεγάλη αφθονία σε τμήματα τής ακτής μεταξύ Τραπεζούντας και Κωνσταντινούπολης, ξεπλυμένα από τα πυριγενή βράχια στα οποία σχηματίζονταν αρχικά.

Τρίτη 12 Ιουλίου. Φεύγοντας από το Απτάρ λίγο μετά τις έξι, διέσχισαν μικρό ρέμα και ίππευσαν για αρκετά μίλια κατά μήκος τής ακτής, περνώντας από μερικούς ορυζώνες διάστικτους με μαύρες μουριές. Δεν ήταν όμως το ίδιο δένδρο με εκείνο τής Ευρώπης, αφού ο καρπός του είχε ωχρό χρώμα στο εσωτερικό και ήταν τόσο ανούσιος, όσο η λευκή ποικιλία. Η χώρα, καθώς προχωρούσαν, γινόταν λιγότερο λοφώδης και περισσότερο καλλιεργούμενη. Στις οκτώμιση διέσχισαν τον Ντουρμά Σου, που κυλούσε μέσα από προσχωσιγενή και πολύ παραγωγική πεδιάδα. Στις εννέα διέσχιζαν άλλο επίπεδο κομμάτι εδάφους, στο οποίο έβοσκαν πολλά κοπάδια από γελάδια, ενώ τις γούρνες γέμιζαν βουβάλια, που κυλιούνταν στη λάσπη και δρόσιζαν τις άγριες ράχες τους. Συχνά είχε φανταστεί, βλέποντας αυτά τα άξεστα ζώα, ότι ένας φυσιοδίφης θα τα έβλεπε σχεδόν ως ενδιάμεσο γένος, ανάμεσα στα βοοειδή και τα παχύδερμα. Ο διαπεραστικός ήχος που έβγαζαν έμοιαζε με το γρύλισμα γουρουνιού και όχι με το βαθύτονο μούγγρισμα τού βοδιού.

Καθώς προχωρούσαν στην πεδιάδα, οι λόφοι στα αριστερά τους υποχωρούσαν, ενώ στις εννιάμιση διέσχισαν κι άλλο σημαντικό ποτάμι, που ονομαζόταν Μελέτ Ιρμάκ, ίσως ο Μελάνθιος των αρχαίων, ο οποίος την εποχή τού Ξενοφώντος χώριζε τα εδάφη των Τιβαρηνών από εκείνα των Μοσσυνοίκων. Αφού πέρασαν κι άλλο μικρό και ελισσόμενο ρέμα, έφτασαν στον παράκτιο δρόμο τού Ορντού στις δέκα και μισή. Πολλά ωραία σκάφη, που ονομάζονταν σκαμπαβίες και ανήκαν στην κυβέρνηση ή τούς αγάδες κατά μήκος τής ακτής, ήσαν ξαπλωμένα στην παραλία. Επανδρώνονταν από 12 ή 14 άτομα. Λόγω έλλειψης αλόγων δεν μπόρεσε να συνεχίσει για Φάτσα την ίδια μέρα. Η απόσταση ήταν 12 ώρες χωρίς στάση. Έτσι ολόκληρη η διαδρομή έπρεπε να γίνει σε μια μέρα. Αυτό ήταν εφικτό μόνο αν ξεκινούσε κανείς πολύ νωρίς.

Ελπίζοντας να ανακαλύψει κάποια ίχνη των αρχαίων Κοτυώρων, στα οποία οι Μύριοι στάθμευσαν για 48 μέρες πριν ξεκινήσουν για τη Σινώπη και την Ηράκλεια, επισκέφθηκε ερειπωμένο κάστρο στην ακτή, λίγα μίλια προς βορρά, που ονομαζόταν Μπουζούκ Καλέ και ήταν χτισμένο σε βραχώδη χερσόνησο στηλοειδούς βασάλτη. Ήταν όμως αναμφίβολα τουρκικό ή βυζαντινό και απείχε από το ακρωτήριο Βοώνα44 νότιο-νοτιοανατολικά εννέα περίπου μίλια. Τα Κοτύωρα βρίσκονταν μάλλον στη θέση τού Ορντού, όπου κάποια απομεινάρια αρχαίου λιμανιού, κομμένου στον συμπαγή βράχο, ήσαν ακόμη ορατά. Η παρακμή τής πόλης άρχισε σε πολύ πρώιμη περίοδο, γιατί γνωρίζουμε ότι την εποχή τού Αρριανού ήταν κάτι περισσότερο από χωριό,45 ενώ ο Στράβων λέει ότι οι κάτοικοί τους είχαν μεταφερθεί στη Φαρνάκεια.46 Κατά την επιστροφή του ο Χάμιλτον απέκτησε κάποια καλά μετάλλια, μεταξύ των οποίων υπήρχαν διάφορα αυτόνομα νομίσματα από τη Φαρνάκεια, τα Κάβειρα, τη Νεοκαισάρεια, την Αμισό και την Άμαστρι. Η πόλη είχε 120 ελληνικά και 100 αρμενικά σπίτια. Οι Τούρκοι, όπως και σε πολλά άλλα σημεία κατά μήκος τής ακτής, όπου ήσαν οι κύριοι, αν όχι αποκλειστικοί, ιδιοκτήτες τής γης, ζούσαν σε απομονωμένα σπίτια ή σε μικρά χωριουδάκια στους λόφους. Μάλιστα τα ήθη αυτών των Τούρκων έμοιαζαν πολύ με εκείνα των προκατόχων τους την εποχή τού Ξενοφώντος, που τούς περιγράφει να ζουν σε ανεξάρτητες και απομονωμένες καλύβες σε όλη την ύπαιθρο. Τούς αποκαλεί επίσης βάρβαρους και εριστικούς, ενώ δεν είχαν περάσει παρά λίγα μόνο χρόνια, από τότε που οι βεντέτες και οι διαφορές των γειτονικών περιοχών είχαν κατασταλεί από την ενεργητική παρέμβαση τής κυβέρνησης.

Τετάρτη 13 Ιουλίου. Καθώς ο Χάμιλτον ανυπομονούσε να επισκεφθεί το Ιασώνιο (Γιάσον) ακρωτήριο, στο οποίο λεγόταν ότι υπήρχαν ερείπια, παράτησε τον ορεινό δρόμο και εκμεταλλεύτηκε μια σκαμπαβία που ανήκε στον Οσμάν πασά, η οποία πήγαινε στην Ούνιε (Οινόη) και συνέχιζε για Φάτσα από το νερό. Ωστόσο από το Ορντού το σκάφος λογικά πρέπει να πήγαινε πρώτα στη Φάτσα και μετά στην Ούνιε, η οποία είναι πιο δυτικά. Ο ρέις (καπετάνιος) συμφώνησε να τον πάρει μαζί με τις αποσκευές και τούς υπηρέτες του για 100 γρόσια. Η απόσταση από τη στεριά ήταν δώδεκα ώρες και η συνήθης μίσθωση σκαφών ήταν ένα γρόσι την ώρα για κάθε άλογο που θα χρειαζόταν η παρέα στην ακτή. Ο Μακντόναλντ Κίνεϊρ κατάφερε να διασχίσει αυτά τα βουνά, που χώριζαν την επικράτεια των Τιβαρηνών από εκείνη των Χαλύβων. Το ψηλότερο βουνό κατέληγε στο Ιασώνιο ακρωτήριο και πιθανόν σχημάτιζε το φράγμα που υπαινισσόταν ο Εκατώνυμος, στην ομιλία που αναφέρεται από τον Ξενοφώντα,ότι αποτελούσε το όριο τής Παφλαγονίας, πέραν τού οποίου βρίσκονταν οι πεδιάδες τού Θερμώδοντος και τού Ίρι. Γιατί λέει ότι, ακόμη κι αν οι Έλληνες κατάφερναν να περάσουν με τη βία από αυτό το δύσκολο ορεινό πέρασμα, έπρεπε επίσης να διασχίσουν τον Θερμώδοντα, τον Ίρι και τον Άλυ, από το οποίο ήταν προφανές ότι τα όρια τής Παφλαγονίας ήσαν στα ανατολικά εκείνων των ποταμών: «Κατ’ αρχάς λοιπόν, γνωρίζω επακριβώς το σημείο από το οποίο πρέπει να εισβάλετε, γιατί δεν υπάρχει άλλο. Είναι ακριβώς εκεί, όπου τα κέρατα τού βουνού υψώνονται πάνω και από τις δύο πλευρές τού δρόμου…. Ας υποθέσουμε όμως τώρα ότι θα μπορέσετε να καταλάβετε το ορεινό εμπόδιο… Τότε θα βρεθείτε αντιμέτωποι με σειρά ποταμών».47 Ο Ξενοφών είχε επίσης πει λίγο πριν, ότι οι Έλληνες σε αναζήτηση τροφής έπαιρναν ορισμένες από τις προμήθειές τους από την Παφλαγονία και τις υπόλοιπες από τη χώρα των Κοτυωριτών.

Ξεκίνησε στις εξήμιση και σε μισή ώρα πέρασε το Μπουζούκ Καλέ, πέρα από το οποίο η ακτή απομακρυνόταν προς τα δυτικά, σχηματίζοντας τον κόλπο τού Περσεμπέ, στον οποίο πολλά τουρκικά σπίτια ήσαν διάσπαρτα μέσα στο δάσος και πάνω στην παραλία. Μερικοί συγγραφείς είχαν υποθέσει ότι τα Κοτύωρα βρίσκονταν σε αυτό τον όρμο, που ήταν σίγουρα πιο προστατευμένος από το Ορντού, ενώ η απόστασή του από τον ποταμό Μελάνθιο συμφωνούσε καλύτερα με τα εξήντα στάδια τού Αρριανού και τού Περίπλου τού Ανωνύμου απ’ όσο η θέση τού Ορντού. Μακρύτερα προς τα βορειοδυτικά ήταν το λιμάνι Βοών, που ονομαζόταν από τούς Τούρκους Βόνα Λιμάν. Θεωρούνταν το καλύτερο χειμερινό λιμάνι σε αυτή την πλευρά τής Κωνσταντινούπολης, προτιμότερο ακόμη και από εκείνο τής Σινώπης λόγω τού μεγαλύτερου βάθους τού νερού.

Image

Η ελληνική εκκλησία στο Ιασώνιο ακρωτήριο (Γιάσον Μπουρνού) (φωτ. Κ. Παραδεισόπουλος 2014)

Εδώ μπήκαν στη θάλασσα λίγο μετά τις εννέα, με το πρόσχημα τής εξασφάλισης νερού, το οποίο κατά δήλωση τού ρέις (καπετάνιου) ήταν το καλύτερο κατά μήκος τής ακτής. Το πραγματικό του κίνητρο ήταν όμως να πάρει κάποια αναψυχή. Η παραλία στην οποία αποβιβάστηκαν αποτελούνταν από υπερυψωμένο μονοπάτι ή πεζοδρόμιο στηλών βασάλτη με κλίση προς τη θάλασσα. Σαλπάροντας από εκεί πέρασαν από μικρό φρούριο, χτισμένο πάνω σε προεξέχοντα βράχο από βασάλτη, από το οποίο οι Τούρκοι καυχιούνταν ότι έβαλαν εναντίον ρωσικού πλοίου και έκοψαν τον πρόβολό του. Λίγο μετά τις δέκα κύκλωσαν το ακρωτήριο Βοών, που ονομαζόταν επίσης Τσαμ Μπουρνού (ακρωτήριο των ελάτων) και άλλαξαν την πορεία τους προς τα βορειοδυτικά, ωθούμενοι απαλά από ευχάριστο αεράκι από τα ανατολικά.

Πέρα από το ακρωτήριο Βοών η ακτή ήταν απότομη, πυκνά δασωμένη και εντελώς ακατοίκητη. Κοντά της ο Χάμιλτον παρατήρησε μικρό νησάκι με ερειπωμένο φρούριο που ονομαζόταν Χοϊράτ Καλέ. Πρέπει να ήταν η Κιλίκων νῆσος, που τοποθετούνταν κατά τις χαρτογραφήσεις θαλασσών σε απόσταση δεκαπέντε σταδίων από το ακρωτήριο Γιάσον και η οποία είχε διαφύγει μέχρι τώρα τής προσοχής των γεωγράφων.

Υποχρεώθηκε εδώ να παρεμβάλει όση εξουσία μπορούσε να ασκήσει, ώστε να αποτρέψει τη διάπραξης μιας πράξης σκληρότητας εκ μέρους τού καπετάνιου, που επρόκειτο να αφήσει σε αυτή την έρημη ακτή έναν από τούς άνδρες του, τον οποίον είχαν ήδη κακομεταχειριστεί αρκετά για αδράνεια και ανάρμοστη συμπεριφορά. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο άνθρωπος άξιζε απόλυτα κάποια σοβαρή τιμωρία, αλλά εδώ θα χανόταν από την ανέχεια πριν μπορέσει να βρει βοήθεια.

Το ελαφρύ αεράκι σύντομα τούς έφερε στο ακρωτήριο Γιάσον, όπου σχεδόν ναυάγησαν πάνω στους υφάλους πριν προσπαθήσει ο ρέις να κλείσει τα πανιά. Εδώ ο Χάμιλτον αποβιβάστηκε για λίγο για να πάρει μεσημβρινή παρατήρηση, η οποία έδωσε το γεωγραφικό πλάτος 41° 7’ 30″, αλλά δεν βρήκε αρχαία ερείπια. Τού έδειξαν μεγάλο κτίριο, το οποίο οι ναυτικοί ονόμαζαν μοναστίρ, αλλά ήταν προφανώς το ερείπιο ελληνικής εκκλησίας [βλέπε εικόνα], στην οποία φαινόταν να είχαν επισυναφθεί κάποτε μερικά μικρά παρακείμενα κτίρια.

Φεύγοντας από το ακρωτήριο, η ακτή φαινόταν καλά καλλιεργούμενη και οι κοιλάδες πυκνά δασωμένες. Αποβιβάστηκαν στην παραλία τής Φάτσας στις δυόμιση, δίπλα σε μικρό φρούριο κοντά στο κονάκι τού αγά. Το χωριό είχε 40 περίπου σπίτια. Ένα μεγάλο πολεμικό πλοίο στο καρνάγιο κοντά στο φρούριο ναυπηγούνταν από τον Οσμάν πασά για τον σουλτάνο. Η εργασία ήταν όλη υποχρεωτική και οι εργάτες, Έλληνες και Τούρκοι, περίπου τριακόσιοι, έπαιρναν έξι μόνο παράδες τη μέρα, τρεις περίπου πένες και κάτι σε αγγλικά χρήματα, ενώ οι άνθρωποι τής περιοχής υποχρεώνονταν να προμηθεύουν την ξυλεία από τα δάση χωρίς αμοιβή.

Οι εκβολές τού Πουλεμάν Τσάι, που σχηματιζόταν από την ένωση δύο ποταμών από διαφορετικές κοιλάδες, βρίσκονταν ενάμιση περίπου μίλι ανατολικά τής Φάτσας. Παλαιότερα το ποτάμι ονομαζόταν Σιδηνός και κοντά στις εκβολές του βρισκόταν κάποτε η πόλη Πολεμώνιον. Τα ερείπια οκτάγωνης εκκλησίας αφιερωμένης στον Άγιο Κωνσταντίνο, καθώς και τα ερείπια τεράστιου τείχους στα νότιά της, αποτελούσαν ίσως τη μόνη απόδειξη τής προηγούμενης θέσης του, αν και το μικρό χωριό Πουλεμάν [Μπολαμάν] βρισκόταν στην άλλη πλευρά τού ποταμού προς τα ανατολικά. Δεν ήταν απίθανο, όπως υποθέτει ο Μάννερτ,48 ότι το Πολεμώνιον ίσως σφετερίστηκε το όνομα και τη θέση τής Σίδης, δεδομένου ότι το πρώτο όνομα δεν αναφέρεται από τον Στράβωνα, ούτε το δεύτερο από κανένα συγγραφέα μετά από αυτόν. Η απόστασή του από τη Φάτσα, προφανώς τη Φαδισάνη τού Αρριανού49 και τού Περίπλου τού Ανωνύμου, συμφωνούσε με τα δέκα στάδια που παρέχονταν ως η απόσταση μεταξύ των δύο τόπων.50 Η Φάτσα ήταν τώρα η σκάλα ή επίνειο τής Νικσάρ (Νεοκαισάρειας), προς την οποία υπήρχε δύσκολος δρόμος πάνω από τα βουνά, μέσα από πυκνά και πλούσια δάση, σε απόσταση δεκαοκτώ ωρών.

Πέμπτη 14 Ιουλίου. Βόλτα μιας ώρας κατά μήκος τής ακτής έφερε τον Χάμιλτον στο Χαγιάρ Kαλέ, έξι ή επτά μίλια ανατολικά τής Φάτσας, κονάκι που ανήκε στον Αλή μπέη, όπου περίμενε να βρω μερικά ενδιαφέροντα ερείπια. Ήταν απλώς γενουάτικο κάστρο, χτισμένο πάνω σε βράχο που προεξείχε στη θάλασσα, έχοντας μικρό άνετο λιμάνι στα ανατολικά και δασωμένους λόφους που υψώνονταν αμέσως πίσω από αυτό. Αργότερα πληροφορήθηκε στη Σινώπη ότι υπήρχαν κάποια ερείπια σε γειτονική κοιλάδα. Επιστρέφοντας στη Φάτσα, ανακάλυψε αρχαίο τάφο ανασκαμμένο στην πλαγιά τού λόφου με πολλές κόγχες στο εσωτερικό, όπως εκείνοι στο Σουλεϊμανλί ή στη Βλαύνδο.

Από τη στιγμή που κύκλωσε το Ιασώνιο ακρωτήριο, είχε μπει στη χώρα των Χαλύβων και ήταν πολύ προσεκτικός, προκειμένου να ανακαλύψει τα ορυχεία σιδήρου για τα οποία φημιζόταν τόσο πολύ. Αν και δεν μπόρεσε να πάρει καμία πληροφορία σχετική με αυτά, εντυπωσιάστηκε από την αξιοσημείωτη αλλαγή στη γεωλογική δομή τής χώρας. Τα ηφαιστειακά και πυριγενή πετρώματα, τα οποία είχαν τόσο πολύ επικρατήσει σχεδόν σε όλη τη διαδρομή από την Τραπεζούντα, είχαν εντελώς εξαφανιστεί και οι λόφοι τού Χαγιάρ Καλέ αποτελούνταν από λευκό, πλούσιο σε κιμωλία ασβεστόλιθο, με ενδιάμεσα στρώματα μαλακού ασβεστολιθικού χαλικιού, που βυθίζονταν προς τα δυτικά υπό γωνία 20°.

Έφυγε από τη Φάτσα στις δέκα το πρωί για την Ούνιε, που απείχε έξι ώρες. Αφού πέρασε το φρούριο, διέσχισε τον Ελεχτσί Σου. Οι δασωμένοι λόφοι στα αριστερά ήσαν καλυμμένοι με μουσμουλιές, αχλαδιές, μηλιές και δαμασκηνιές, όλες άγριες, ενώ ανακατεύονταν με τις δάφνες, τις αζαλέες και τα ροδόδεντρα. Αφού διαβήκαν και άλλον ποταμό σε δασωμένη και χαμηλή πεδιάδα, έφτασαν και πάλι στην ακτή, όπου ο Χάμιλτον πήρε μερικά όμορφα βότσαλα από ίασπη και αχάτη. Πιο πέρα τα χαμηλά βράχια στα αριστερά αποτελούνταν από εναλλασσόμενα στρώματα κόκκινου και λευκού ασβεστόλιθου, που επικάλυπταν εκείνα τού Χαγιάρ Καλέ, πάνω από τα οποία υπήρχε άλλο προσχωσιγενές στρώμα, που περιείχε πολλές πέτρες. Αυτά τα βράχια διακόπτονταν από πεδιάδα που ποτιζόταν από τον Τσεριβί Ντερέ Σου, ίσως τον αρχαίο Φιγαμούντα, που τοποθετείται από τις θαλάσσιες έρευνες σε απόσταση σαράντα σταδίων από την Οινόη και στον χάρτη έξι ή επτά μίλια έξω από την πόλη τής Ούνιε. Ο Αρριανός γράφει: «Από την Οινόη στον Φιγαμούντα ποταμό, σαράντα στάδια. Από τον Φιγαμούντα στο φρούριο Φαδισάνης, εκατόν πενήντα στάδια. Από τη Φαδισάνη μέχρι την πόλη Πολεμώνιον, δέκα στάδια. Από το Πολεμώνιον μέχρι το ονομαζόμενο Ιασώνιον ακρωτήριον, εκατόν τριάντα στάδια».51

Ένα μίλι πιο μακριά ο λευκός ασβεστόλιθος εξορυσσόταν και καιγόταν για τον ασβέστη, ενώ πιο πέρα ο χαμηλός βράχος πρόσφερε εξαιρετική τομή αυτού τού σχηματισμού, όπως φαίνεται στο πιο κάτω διάγραμμα. Η κόκκινη και λευκή κιμωλία επικαλυπτόταν από συσσωμάτωμα μάργας, που περιείχε γωνιώδη θραύσματα ίασπη και διαχωριζόταν από διάφορες συνεχείς ζώνες ριγέ και κυματοειδούς ίασπη, πολλά μεγάλα τμήματα των οποίων βρίσκονταν επίσης στην παραλία.

Image

α. Πλημμυρογενές και στρωματοποιημένο χαλίκι.
β. Συσσωματώματα και βότσαλα.
γ. Ζώνες φλεβώδους ίασπη.
δ. Ποικιλόχρωμη κόκκινη και λευκή ασβεστολιθική μάργα.
ε. Παχύ στρώμα γυψώδους ασβεστόλιθου.

Οι αρχαίοι συγγραφείς, μιλώντας για τα πλούτη τού Μιθριδάτη, περιγράφουν τα φλιτζάνια του από όνυχα, καθώς και αγγεία από ίασπη κλπ. Ο Αππιανός γράφει: «Στην πόλη Τάλαυρα, στην οποία ο Μιθριδάτης αποθήκευε οικοδομικά υλικά, βρέθηκαν δύο χιλιάδες χρυσοκόλλητα ποτήρια από όνυχα, φιάλες, ψυκτήρες κρασιού και ρυτά, καθώς και κλίνες και θρόνοι γεμάτοι διακόσμηση, χαλινάρια αλόγων, προστερνίδια και επωμίδες για τη στερέωση των ενδυμάτων, όλα επίσης χρυσά και γεμάτα πολύτιμους λίθους. Η ποσότητα αυτών των αποθεμάτων ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η καταγραφή τους κράτησε τριάντα μέρες».52 Επίσης ο Στράβων: «Εδώ [στο Καινόν Χωρίον] υπήρχαν τα πολυτιμότερα κειμήλια τού Μιθριδάτη, τα οποία βρίσκονται τώρα στο Καπιτώλιο, όπου τα αφιέρωσε ο Πομπήιος».53 Και ο Πλούταρχος: «Η Στρατονίκη παρέδωσε το φρούριο στον Πομπήιο και τού έφερε πολλά δώρα, από τα οποία εκείνος δέχτηκε μόνον όσα ήταν πιθανό να στολίσουν τούς ναούς στη Ρώμη και να προσθέσουν λάμψη στον θρίαμβό του. Τα υπόλοιπα πρόσταξε τη Στρατονίκη να τα κρατήσει και να τα απολαύσει».54 Εδώ θα μπορούσαν να βρεθούν πολλά κομμάτια επαρκούς μεγέθους και κατάλληλα για να δεχτούν το πιο όμορφο βερνίκι, που θα ικανοποιούσαν το γούστο και τη ματαιοδοξία αυτής τής εκπληκτικής προσωπικότητας.

Λίγο μετά τις δύο μπήκαν σε πλούσια και εκτεταμένη πεδιάδα, που ποτιζόταν από τον Τζεβίς Ντερέ Σου, τον οποίο αναγκάστηκαν να διαβούν και στη συνέχεια να οδηγήσουν και πάλι τα βήματά τους κατά μήκος τής ακτής. Αυτό το ποτάμι απείχε τρία μίλια από την Ούνιε και ίσως θα ήταν πιο σωστό να θεωρείται αυτό ο Φιγαμούς των αρχαίων και όχι ο Τσεριβί Ντερέ Σου. Καθώς πλησίαζαν την πόλη, πολλοί σωροί λευκών και ερυθρών πλακών ασβεστόλιθου βρίσκονταν στην παραλία έτοιμοι για εξαγωγή. Μερικοί μεταφέρονταν στην Κερασούντα και χρησιμοποιούνταν για πλακοστρώσεις και άλλες οικιακές χρήσεις. Στις τρεις παρά τέταρτο πέρασαν τον Ούνιε Σου από ξύλινη γέφυρα που λύγιζε κάτω από το βάρος τους και μπήκαν στον μακρύ παράκτιο δρόμο κάτω από δενδροστοιχία με συκομουριές και πλατάνια. Εδώ υπήρχαν επίσης αρκετά πλοία που ναυπηγούνταν για τον Οσμάν πασά και προορίζονταν για το εμπόριο τής Μαύρης Θάλασσας. Περνώντας το κονάκι τού αγά, χτισμένο πάνω σε τείχη προφανώς πολύ αρχαία, μπήκαν στην πόλη ή μάλλον πέρασαν ανάμεσα σε αυτήν και τη θάλασσα από στενό δρόμο κατά μήκος τής παραλίας. Πολλά από τα σπίτια, χτισμένα πάνω στη θάλασσα σε πασσάλους, βρίσκονταν πάνω από τα κεφάλια τους.

Ο Χάμιλτον εγκαταστάθηκε στο κατάλυμά του και έσπευσε αμέσως να ρωτήσει τον Έλληνα οικοδεσπότη του για το Ντεμίρ Μαντέν, τα ορυχεία σιδήρου, τα οποία περίμενε να βρει στην περιοχή, αλλά δεν μπόρεσε να μάθει τίποτε. Εκείνος είπε ότι το μόνο αξιοθέατο κοντά στην Ούνιε ήταν ένα κάστρο, χτισμένο στην κορυφή ψηλού βράχου, μία περίπου ώρα απόσταση προς το εσωτερικό, με υπέροχα σκαλιά, θησαυρούς, λουτρά, κλπ., σκαμμένα στον συμπαγή βράχο. Βιαζόταν να δει εκείνο που αντιστοιχούσε σε αυτή την περιγραφή και κατά συνέπεια, έχοντας ως οδηγούς δυο αγόρια ελληνικής καταγωγής, έφτασε στους πρόποδες τού κάστρου-λόφου, έχοντας βαδίσει σχεδόν μιάμιση ώρα στην κοιλάδα του Ούνιε Σου, στην κατεύθυνση των πηγών του. Ο δρόμος αρχικά περνούσε μέσα από πλούσια χώρα, που παρήγαγε καλαμπόκι και λινάρι. Το τελευταίο, που καλλιεργούνταν κυρίως για τον σπόρο, ήταν πια ώριμο. Ο Οσμάν πασάς ήταν υποχρεωμένος να στέλνει κάθε χρόνο ορισμένη ποσότητα στην Κωνσταντινούπολη. Τώρα ο δρόμος περνούσε μέσα από άγρια και όμορφα δασωμένη περιοχή. Το κάστρο βρισκόταν στην κορυφή ψηλού και σχεδόν κατακόρυφου βράχου, που περιβαλλόταν από βαθιές κοιλάδες και δασώδεις λόφους, με καταπράσινα ξέφωτα εδώ κι εκεί, πέρα από τα οποία υψωνόταν σε ύψος 500 σχεδόν ποδιών [160-170 περίπου μέτρων]. Στα νότια ενωνόταν με τούς λόφους μέσω λαιμού γης, στον οποίο βρισκόταν μικρό τουρκικό χωριό που ονομαζόταν Καλέ Κιόι. Αλλά ακόμη κι εδώ ο βράχος υψωνόταν 200 πόδια [60-70 περίπου μέτρα] κατακόρυφα, παρουσιάζοντας την όψη τετράστυλου ναού κομμένου στο μισό ύψος τής όψης του στη λεία επιφάνεια τού απόκρημνου βράχου, άνοιγμα μέσω τού οποίου οδηγούσε σε μικρό σπήλαιο, όπου σύμφωνα με την παράδοση, κατοικούσε στο παρελθόν ερημίτης. Τώρα ήταν απρόσιτο. Καμμιά σκάλα δεν θα μπορούσε να το φτάσει, ενώ ένα στενό μονοπάτι που είχε χαραχτεί στην όψη τού βράχου είχε σχεδόν σβηστεί. Σε κάθε πλευρά τού ναού υπήρχαν πολλές ζωγραφιές (ζωγραφήματα, όπως τις αποκάλεσε ο οικοδεσπότης του), προφανώς Ελλήνων αγίων. Το πάνω τμήμα τού λόφου ήταν όλο τόσο απότομο, που οι οδηγοί του μάταια προσπαθούσαν να βρουν δρόμο προς την κορυφή. Όμως κοντά στην κορυφή βρήκε αξιόλογο πέρασμα κομμένο στον συμπαγή βράχο, που προφανώς οδηγούσε προς τα κάτω. Τώρα ήταν γεμάτο σχεδόν με πέτρες και νερό, αλλά πρέπει να ήταν είτε η είσοδος προς το φρούριο ή μυστικό επινόημα με το οποίο έπαιρναν νερό, αόρατοι και ανενόχλητοι από τον εχθρό.

Οι προσπάθειές του να βρει έναν οδηγό στο χωριό υπήρξαν επίσης μάταιες, γιατί όλοι οι άνδρες ήσαν απόντες, ενώ ούτε μπόρεσαν να ανακαλύψουν ένα δεύτερο υπόγειο πέρασμα, για το οποίο είχαν ακούσει τα ελληνόπουλα.

Γεμάτος απογοήτευση για την έλλειψη επιτυχίας του κατέβηκε στην κοιλάδα και ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην Ούνιε, αλλά μπαίνοντας στο δάσος είδε τρεις ή τέσσερις μαύρες καλύβες, οι οποίες, προς μεγάλη του έκπληξη, τού είπαν ότι ήσαν καμίνια σιδήρου, ενώ ο πληροφοριοδότης του πρόσθετε επίσης, ότι οι γειτονικοί λόφοι ήσαν γεμάτοι από παρόμοιες εγκαταστάσεις κατεργασίας σιδήρου.

Ήταν πραγματική ευχαρίστηση που έτσι απροσδόκητα έριχνε φως πάνω στους Χάλυβες, με τα ορυχεία και τα σιδηρουργεία τους να συμφωνούν απόλυτα με τα λόγια τού ποιητή. Δεν εργαζόταν όμως κανείς εκεί και δεν μπορούσε να πάρει καμία πληροφορία για το πώς ή από πού παιρνόταν το μετάλλευμα. Καθώς επέστρεφαν προς την πόλη, οι οδηγοί επισήμαναν ένα αξιόλογο σπήλαιο, μέσα από το οποίο κυλούσε ρεύμα πολύ κρύου νερού, το οποίο ισχυρίζονταν ότι ερχόταν από το κάστρο, αν και παραδέχονταν ότι κανένας δεν το είχε ποτέ εξερευνήσει. Από την εμφάνισή του, η οποίο ήταν προφανώς τεχνητή, σκέφτηκε αμέσως ότι θα μπορούσε να ήταν αρχαίο ορυχείο.

Image

Η Ούνιε σε καρτ-ποστάλ εκείνης τής εποχής

Ήταν αργά όταν επέστρεψε στο σπίτι, αλλά ως αποτέλεσμα των ανακαλύψεών του, κανόνισε να παραμείνει άλλη μια μέρα στην Ούνιε, για να εξακριβώσει τη θέση και τον τρόπο εργασίας των ορυχείων σιδήρου, τα οποία πίστευε ότι έπρεπε να υπάρχουν στην περιοχή. Ο Έλληνας σπιτονοικοκύρης τού έλεγε τώρα, με γνήσια ανατολίτικη ασυνέπεια, ότι τα βουνά στο εσωτερικό ήσαν γεμάτα σίδηρο. Η έκφρασή του ήταν «εἶναι ὅλο σίδερο». Επιθυμούσε επίσης να κάνει άλλη μια προσπάθεια να φτάσει στην κορυφή τού λόφου-κάστρου, για το οποίο δεν σταματούσε να σκέφτομαι ότι πρέπει να ήταν ένα από τα προπύργια τού Μιθριδάτη, ο οποίος κατείχε αρκετούς παρόμοιους τόπους στον Πόντο. Μάλιστα δεν ήταν αδύνατο να πρόκειται για το διάσημο φρούριο που ονομαζόταν Καινόν Χωρίον, το οποίο, σύμφωνα με τον Κράμερ, έπρεπε να αναζητηθεί στα βουνά στα βόρεια τής Νικσάρ, ενώ τοποθετείται από τον Στράβωνα σε απόσταση 200 μόλις σταδίων από τα Κάβειρα: «Εδώ κοντά βρίσκεται και το ονομαζόμενο Καινόν Χωρίον, βράχος απόκρημνος και οχυρωμένος από τη φύση, που απέχει λιγότερο από διακόσια στάδια από τα Κάβειρα. Έχει στην κορυφή του πηγή, από την οποία αναβλύζει πολύ νερό, ενώ στα πόδια του έχει ποτάμι και βαθύ φαράγγι. Το ύψος τού βράχου πάνω από τον αυχένα είναι τεράστιο, κάνοντας τον βράχο απολιόρκητο. Περιβάλλεται επίσης από εντυπωσιακά τείχη, με εξαίρεση το τμήμα όπου αυτά έχουν κατεδαφιστεί από τούς Ρωμαίους».55 Τώρα ονομαζόταν Ούνιε Καλέ και η Οινόη μερικές φορές ονομαζόταν ή γραφόταν Κοινά.56

Παρασκευή 15 Ιουλίου. Έχοντας προμηθευτεί άλογα και οδηγό, ξεκίνησε για τα βουνά πέντε μίλια στα νότιο-νοτιοανατολικά, όπου επρόκειτο να οδηγηθεί σε σιδηρωρυχείο. Αφού ανέβηκαν στενή ελισσόμενη κοιλάδα διασχίζοντας τα ασβεστολιθικά πετρώματα, έφτασαν στην κορυφή των λόφων, όπου παρατήρησε πολλές μαύρες σκηνές Τουρκομάνων ή Κούρδων, από τούς οποίους, όπως τού είπε ο σουρτζής, υπήρχαν πολλοί σε αυτή τη περιοχή. Προχωρώντας στην ίδια κατεύθυνση, ο οδηγός βρέθηκε να έχει κάνει λάθος και βασίστηκε στις οδηγίες γυναίκας που συνάντησε. Αυτή τούς οδήγησε από δρόμο με στροφές, μέσα από πυκνά φυσικά δάση και μπλεγμένες συστάδες, σε απομονωμένο σημείο, όπου βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά σε δύο άνδρες, που ήσαν κρυμμένοι ανάμεσα στους θάμνους και οι οποίοι, ύστερα από μεγάλη διαπραγμάτευση, την οποία ο Χάμιλτον δεν κατάλαβε, σηκώθηκαν και τούς οδηγούσαν. Σκέφτηκε ότι έμπαινε σε περιπέτειες. Δεν θα είχαν καμία δυσκολία να τον μετατρέψουν σε θήραμά τους, αν είχαν αυτή τη διάθεση. Ακολούθησε όμως και σύντομα τον έφεραν σε πρωτόγονο σιδηρουργείο και καλύβα, φτιαγμένα από κλαδιά και δένδρα. Εδώ έστρωσαν χαλί και τον προσκάλεσαν να καθίσει και να συμμετάσχει στο ταπεινό τους φαγητό. Δεν είχε φέρει διερμηνέα μαζί του και πέρασε κάποιο διάστημα μέχρι να τούς δώσει να καταλάβουν ότι ήθελε να δει τα ορυχεία από τα οποία έβγαινε το σιδηρομετάλλευμα. Απάντησαν ότι δεν υπήρχαν ορυχεία, αλλά ότι το μετάλλευμα βρισκόταν παντού στους λόφους, κοντά στην επιφάνεια. Το απέδειξαν αυτό ξύνοντας το έδαφος κοντά στην καλύβα τους με αξίνα και συλλέγοντας μικρές οζώδεις μάζες, που κατάλαβε ότι ήταν η μορφή με την οποία βρισκόταν γενικά σε αυτή την περιοχή. Το έδαφος ήταν σκούρος κίτρινος πηλός, που επικάλυπτε τον ασβεστολιθικό βράχο με πάχος δύο ή τρία πόδια, ίσως περισσότερο στις κοιλότητες. Το μετάλλευμα ήταν φτωχό και οι μεταλλωρύχοι, όπως οι Χάλυβες τού παρελθόντος, πρέπει να ζούσαν σκληρή και επίπονη ζωή. Οι ίδιοι έφτιαχναν επίσης τα ξυλοκάρβουνα για δική τους χρήση, μετακινώντας τις καλύβες και τα σιδηρουργεία τους σε πιο παραγωγικό τόπο, μόλις εξαντλούσαν το μετάλλευμα και κατανάλωναν το ξύλο που βρισκόταν σε άμεση γειτνίαση με αυτό.

Ο Χάμιλτον θεωρούσε τον εαυτό του πολύ τυχερό που συνάντησε έτσι αυτούς τούς πρωτόγονους μεταλλωρύχους, των οποίων η ζωή και ο τρόπος εργασίας συμφωνούσαν τόσο πολύ με τη γλαφυρή περιγραφή που είχε αφήσει για τούς Χάλυβες ο Απολλώνιος Ρόδιος στην Αργοναυτική εκστρατεία:57

Την επόμενη μέρα επιτάχυναν,
φτάνοντας το σούρουπο στη χώρα των Χαλύβων,
που δεν νοιάζονται για όργωμα με βόδια,
ούτε για φύτεμα γλυκών καρπών,
ούτε για βοσκήματα σε δροσερά λιβάδια.
Σκάβουν τη σκληρή σιδηροφόρα γη
για ν’ αγοράσουν την τροφή τής ημέρας.
Ποτέ δεν ξημερώνει χωρίς κόπο,
αφού μέσα στις φλόγες και τούς καπνούς
υπομένουν βαριά εργασία.

Ο Βιργίλιος υπαινίσσεται επίσης την ύπαρξη σιδήρου στη χώρα των Χαλύβων. Σε αντιπαράθεση μάλιστα με τα προϊόντα τού Πόντου. Κι όμως! Η πραγματική θέση των Χαλύβων είχε υπάρξει πάντοτε αντικείμενο αμφιβολίας μεταξύ των σύγχρονων γεωγράφων.58 Ίσως όμως δεν ήταν άσκοπο να σημειωθεί, ότι το μετάλλευμα που βρέθηκε σε αυτό το σημείο, στον τόπο διαμονής των παλαιότερων μεταλλωρύχων τούς οποίους ανέφερε η προχριστιανική ιστορία ή υπαινίσσονταν έστω οι παλαιότερες παραδόσεις, προέκυπτε ακριβώς με τέτοιον τρόπο και κάτω από τέτοιες συνθήκες, ώστε να προσελκύσει εύκολα την προσοχή πρωτόγονων και αδαών ανθρώπων.

Ο τρόπος εξαγωγής τού σιδήρου ήταν όμως πολύ αργός και επίπονος. Το μετάλλευμα έλιωνε σε κοινό καμίνι σιδερά, όπου 180 οκάδες αργού υλικού παρήγαγαν τρία μπατμάν ή χελώνες μετάλλου, που ζύγιζαν έξι οκάδες ή δεκατρισήμιση λίμπρες η καθεμιά. Κατά συνέπεια το μετάλλευμα απέδιδε μόνο δέκα τοις εκατό μέταλλο, ενώ για να προμηθευτούν αυτή τη μικρή ποσότητα, απαιτούνταν 300 οκάδες κάρβουνου. Η φλόγα στο καμίνι διατηρούνταν για εικοσιτέσσερις ώρες, στη διάρκεια των οποίων η μάζα έπρεπε να αναδεύεται συνεχώς και ο αφρός και η σκουριά να απομακρύνονται, ύστερα από το οποίο το λιωμένο σίδερο βρισκόταν στο κάτω μέρος και φαινόταν, όπως είδε ο Χάμιλτον από το δείγμα, να είναι πολύ καλής ποιότητας. Μη έχοντας διερμηνέα μαζί του, είχε κάποια δυσκολία να εξασφαλίσει ακόμη και αυτές τις λεπτομέρειες. Όλο το σίδερο στελνόταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου αγοραζόταν από την κυβέρνηση και μάλιστα υπήρχε μεγάλη ζήτηση. Επιστρέφοντας στην Ούνιε, πέρασαν από τα απομεινάρια πολλών καμινιών, σε μέρη όπου το μετάλλευμα είχε εντελώς εξαντληθεί και όπου το έδαφος ήταν στρωμένο με στάχτες.59

Επιστρέφοντας στην ακτή και αφού πέρασε τον Ούνιε Σου, αποφάσισε να κάνει κι άλλη προσπάθεια να φτάσει στην κορυφή τού κάστρου-λόφου, με τη βοήθεια πιο έμπειρου οδηγού. Ήταν μεσημέρι. Η ζέστη ήταν υπερβολική και το αποτέλεσμά της ήταν πραγματικά περίεργο. Κάθε ήχος κατασίγαζε. Ούτε πουλί δεν ακουγόταν ανάμεσα στα φυλλώματα, ενώ ακόμη και οι ακρίδες είχαν σταματήσει να τερετίζουν. Τα γελάδια είχαν αποσυρθεί στη σκιά τού δάσους και το βουβάλι έλουζε την ξεραμένη και άγρια ράχη του στις λακκούβες τού ποταμού. Μόνο ο άνθρωπος, στην αναζήτησή του για γνώση ή στην αγάπη για χρήματα, φαινόταν να αγνοεί τον μεσημεριάτικο ήλιο. Έφτασε όμως στο κάστρο με ασφάλεια, αλλά και πάλι απογοητεύτηκε στην προσπάθειά του να φτάσει στην κορυφή, πράγμα το οποίο πειθόταν τώρα ότι ήταν ανέφικτο χωρίς σχοινιά. Όπου ο απότομος βράχος φαινόταν προσιτός, είχε αποκλειστεί προσεκτικά με τοιχοποιία.

Image

Οινόη Πόντου: Η είσοδος τού κάστρου
(πηγή: kulturportali.gov.tr)

Όμως πενήντα πόδια από την κορυφή βρήκε μιαν άλλη υπόγεια σκάλα, που κατέβαινε σε μεγάλο βάθος υπό γωνία 45°. Είχε φινιριστεί με μεγάλη φροντίδα, αλλά μη έχοντας μαζί του ούτε φώτα ούτε σχοινί, ήταν αδύνατο να επιχειρήσει την κατάβαση ή να ελέγξει το βάθος της. Έριξε κάτω μερικές μεγάλες πέτρες, που αναπήδησαν είκοσι ή τριάντα φορές και τις άκουγε ξεκάθαρα για εικοσιτέσσερα ή εικοσιπέντε δευτερόλεπτα, ύστερα από τα οποία ο ήχος γινόταν πολύ αχνός και δυσδιάκριτος. Τα σκαλιά, που είχαν αρχικά κοπεί προσεκτικά, είχαν φθαρεί και σπάσει τόσο πολύ, ώστε να εμφανίζουν ιδιαίτερα κεκλιμένο επίπεδο, πάνω στο οποίο θα ήταν σχεδόν αδύνατο να πατήσει κανείς. Ήταν λοιπόν υποχρεωμένος να επιστρέψει στην Ούνιε χωρίς ούτε να φτάσει στην κορυφή, ούτε να διεισδύσει στις εσοχές τού υπόγειου περάσματος.

Image

Οινόη-Θεμίσκυρα-Αμισός (1836)

Σάββατο 16 Ιουλίου. Δεν φαινόταν ότι υπήρχαν ερείπια από την αρχαιότητα στην Ούνιε και γι’ αυτό ξεκίνησε νωρίς για Τσαρσαμπά, δέκα ώρες απόσταση.60 Αφού ελίχθηκαν μέσα από τούς δρόμους, διέσχισαν το ακρωτήριο πάνω στο οποίο βρισκόταν η πόλη και κατέβηκαν ξανά στην ακτή, όπου στα δυτικά ήσαν ορατά ερείπια ελληνικής εκκλησίας σε μικρό βράχο μέσα στη θάλασσα. Ο δρόμος συνεχιζόταν για κάποιο διάστημα κατά μήκος τής παραλίας, όπου τα χαμηλά βράχια πρόσφεραν καλή τομή των σχηματισμών που κάλυπταν το παχύ στρώμα κιμωλίας και ψαμμίτη. Αυτά τα ανώτερα στρώματα αποτελούνταν κυρίως από ποικιλόχρωμες μπλε και κίτρινες μάργες που βυθίζονταν ελαφρά προς τα βορειοδυτικά και εναλλάσσονταν με ραφές άμμου, η οποία, καθώς προχωρούσαν, αυξανόταν σταδιακά σε πάχος, μέχρι που τα στρώματα γίνονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου αμμώδη, πράγμα που πιθανόν να προκαλούνταν από την προσέγγιση στα μεγάλα ποτάμια, από τα οποία προέρχονταν αυτές οι αποθέσεις. Τα μόνα απολιθώματα που είδε, ήσαν κάποια μεγάλα στρείδια σε στρώμα άμμου, το οποίο επικαλυπτόταν με τη σειρά του από παχύ στρώμα πλημμυρογενούς εδάφους, αποτελούμενου από κίτρινο πηλό και χαλίκι, προφανώς ίδιου με εκείνο στο οποίο βρισκόταν το σιδηρομετάλλευμα. Τρία μίλια από την Ούνιε αυτές οι στρωματοποιημένες ζώνες ήσαν πολύ παραμορφωμένες, προφανώς από ηφαιστειακή δράση, καθώς το πάνω τμήμα περιείχε πολλά γωνιώδη κομμάτια πορφυρίτη και άλλων πυριγενών πετρωμάτων.

Τέσσερα μίλια από την Ούνιε διέσχισαν μεγάλο ποτάμι που ονομαζόταν Γκιουρέ ή Τουρέ Ιρμάκ, κυλούσε μέσα από καλά καλλιεργούμενη πεδιάδα και σχημάτιζε σημαντικό δέλτα κοντά στην εκβολή του. Αυτό το ποτάμι και όχι ο Ακ Τσάι πιο πέρα, όπως υπέθεσε ο Μακντόναλντ Κίνεϊρ,61 πρέπει να ήταν ο αρχαίος Θόαρις, με τον οποίο η σύγχρονη ονομασία είχε κάποιες ομοιότητες και το οποίο τοποθετείται από τον Αρριανό σε απόσταση 30 σταδίων από την Οινόη.62 Πέρα από το ποτάμι οι λόφοι σταδιακά υποχωρούσαν, αφήνοντας ανάμεσα σε αυτούς και τη θάλασσα εκτεταμένη πεδιάδα, που καλυπτόταν εν μέρει από φυσικά δάση οπωροφόρων δένδρων διαφόρων ειδών. Είχαν πια εισέλθει αρκετά στις εύφορες πεδιάδες που ποτίζονταν από τον Θερμώδοντα, τον Ίρι και άλλους ποταμούς. Ο δρόμος προχωρούσε κατά μήκος αμμώδους πεδιάδας, κατά τόπους υγρής και ελώδους, καλυμμένης με δάση οπωροφόρων δένδρων, που ευδοκιμούσαν, όπως και την εποχή του Στράβωνος, με όλη την ιθαγενή τους αγριότητα. Αχλαδιές, δαμασκηνιές, αμπέλια, μουσμουλιές και φουντουκιές βρίσκονταν σε μεγάλη αφθονία, ενώ ανάμεσά τους υπήρχαν μερικά πλατάνια, φλαμουριές, βελανιδιές και αγκάθια.

Η κατεύθυνσή τους ήταν ακόμη δυτική, ενώ φτάνοντας και πάλι στην ακτή, το ακρωτήριο Τσάλτι Μπουρνού φαινόταν να εκτείνεται προς βορρά, σε βόρεια-βορειοδυτική κατεύθυνση. Αυτό το ακρωτήριο αποτελούσε το βορειοανατολικό άκρο τού μεγάλου δέλτα που σχηματιζόταν από τις ενωμένες προσπάθειες τού Θερμώδοντος και τού Ίρι, ενώ, αν και εξαιρετικά χαμηλό, ήταν καλά δασωμένο και φαίνεται ότι ήταν το Ηράκλειο ακρωτήριο των αρχαίων γεωγράφων. Για παράδειγμα: «Από την Αμισό στο λιμάνι Αγκών, όπου και ο Ίρις χύνεται στον Εύξεινο Πόντο, εκατόν εξήντα στάδια. Από δε τις εκβολές τού Ίρι μέχρι το Ηράκλειον τριακόσια εξήντα στάδια. Εδώ υπάρχει όρμος για πλοία. Από το Ηράκλειον μέχρι τον ποταμό Θερμώδοντα, σαράντα στάδια. Αυτός είναι ο ποταμός Θερμώδων, στις όχθες τού οποίου λέγεται ότι κατοικούσαν οι Αμαζόνες».63 Περνώντας από αυτή την επίπεδη χώρα, ήσαν συχνά υποχρεωμένοι να στρίβουν για να αποφύγουν τα βαθιά έλη που σχηματίζονταν από ρυάκια, τα οποία δεν είχαν αρκετή δύναμη ώστε να ανοίξουν δρόμο προς την παραλία και συνεπώς τα νερά τους αφήνονταν να λιμνάζουν στην πεδιάδα. Στις εννέα διέσχισαν τον Ακ Τσάι, που κυλούσε σε φαρδιά και πετρώδη κοίτη και στην παραλία είδαν αρκετές βάρκες, που φόρτωναν καυσόξυλα για τον εφοδιασμό των γειτονικών πόλεων. Πλησιάζοντας την εκβολή βαθιού και αργού ποταμιού, που ονομαζόταν Μελίτς Τσάι και χυνόταν στη θάλασσα μισό μίλι βορειότερα, άφησαν την ακτή, που απομακρυνόταν πολύ προς βορρά. Η πορεία τού Μελίτς ήταν εδώ πολύ αξιόλογη. Ήταν προφανώς ο αρχαίος Βήρις, που τοποθετείται από τον Αρριανό εξήντα στάδια από τον Θόαρι,64 ενώ η κατασκευή τού χάρτη κάνει την απόσταση έξι ακριβώς μίλια.65

Αφήνοντας την ακτή διέσχισαν πλούσια επίπεδη χώρα, με επίπεδα, ομαλά και χλοώδη ξέφωτα, περιβαλλόμενα από δάση και θάμνους και διάστικτη από μοναχικά δένδρα, ενώ άλλα ξέφωτα και πεδιάδες εξίσου καταπράσινες άνοιγαν σε κάθε πλευρά, παρέχοντας όμορφη θέα και πορεία πάνω σε χώρα αδιαλείπτως επίπεδη για πολλά μίλια. Τα δένδρα κοντά στον δρόμο τους δεν ήσαν γενικά ψηλά, αλλά ήσαν στολισμένα με τα μακριά κλαδιά τής αγράμπελης, τής κληματίδας και άλλων αναρριχητικών φυτών, που έπεφταν από τα ψηλότερα κλαδιά τους με τη μεγαλύτερη αφθονία. Στα νότια έπαιρναν πολύ διαφορετικό χαρακτήρα, όντας δασικά δένδρα μεγάλου μεγέθους, χωρίς όμως να μπορεί ο Χάμιλτον να διακρίνει αν αυτό συνέβαινε λόγω τής μεγαλύτερης γονιμότητας τού εδάφους ή επειδή είχαν φυτευτεί πιο παλιά. Το πράσινο χαλί στα πόδια τους επίσης δεν θα μπορούσε να ονομαζόταν σωστά γρασίδι, γιατί σπάνια υπήρχε η λεπίδα αγρωστώδους φυτού, αν και μεγάλη ποικιλία αγριολούλουδων τού έδινε αυτή την εμφάνιση.

Στις δέκα και μισή έφτασαν σε μικρό καφενείο, κοντά στο οποίο ξύλινη γέφυρα χωρίς στηθαίο τούς οδήγησε πάνω από τον Μελίτς Τσάι, που κυλούσε από δυτικά προς τα ανατολικά αλλά τόσο νωχελικά, ώστε να φαίνεται σχεδόν στάσιμος. Συνέχισαν για λίγο κατά μήκος τής αριστερής του όχθης μέσα από πλούσια δάση και πλούσια βοσκοτόπια, έως ότου έφτασαν στις ανοικτές πεδιάδες, όπου πέρασαν από πολλά πηγάδια για το πότισμα των ζώων, τα οποία έβοσκαν εδώ κατά τη διάρκεια τής περιόδου ανομβρίας. Αυτά τα πηγάδια, όπως εκείνα σε κοινή χρήση σε όλη τη χώρα, είχαν μακρύ κοντάρι ισορροπημένο σε άρθρωση, με βαριά πέτρα στο βραχύ τμήμα και ξύλινο κάδο στο άλλο, που κρεμόταν από σχοινί από στριμμένες κληματόβεργες. Διασχίζοντας την πεδιάδα προς Τέρμε, είδαν πολλά μεγάλα κοπάδια γελαδιών, βουβαλιών και αλόγων, την περιουσία τού Οσμάν πασά, τού μεγάλου γαιοκτήμονα τής περιοχής. Τα δασωμένα βουνά στα αριστερά ήσαν έξι ή οκτώ μίλια μακριά, ενώ τα δάση στα δεξιά ήσαν πολύ πιο κοντά και λεγόταν ότι περιείχαν πολλές χιλιάδες κεφάλια άγριων γελαδιών και βουβαλιών. Λίγη καλλιεργούμενη γη εμφανίστηκε καθώς πλησίαζαν τον Θερμώδοντα, η γέφυρα πάνω από τον οποίο είχε πρόσφατα καταστραφεί από τις πλημμύρες, αλλά ο σουρτζής οδήγησε τολμηρά, παρά το προφανές πλάτος και τη λασπουριά τού ρέματος και ακολουθώντας το παράδειγμά του πέρασαν με ασφάλεια χωρίς κανένα απρόοπτο, πέρα από ένα καλό μούσκεμα.

Η μικρή πόλη Τέρμε, τής οποίας το όνομα προερχόταν προφανώς από τη γειτνίαση με τον Θερμώδοντα, βρισκόταν στην αριστερή όχθη τού ποταμού και αποτελούνταν από μερικά ξύλινα σπίτια, ξύλινο τζαμί και μικρό παζάρι. Πλοία ανέβαιναν μέχρι την πόλη για σιτηρά και ρύζι, τα οποία μετέφεραν κατά μήκος τής ακτής. Ανήκαν κυρίως στον πασά, ο οποίος χρησιμοποιούσε οκτώ ή δέκα τέτοια σε αυτό το εμπόριο. Τα γελάδια της Τέρμε ήσαν όμορφα και μεγαλύτερα από το συνηθισμένο. Κάθε πράγμα παραγόταν στη μέγιστη τελειότητα στην επαρχία τής Τζανίκ, η οποία εκτεινόταν από την Ούνιε μέχρι τη Σαμσούν και από την ακτή μέχρι τα βουνά στον νότο, τα οποία εκτείνονταν σε τεράστιο ημικύκλιο από τούς δύο αυτούς τόπους, περικλείοντας μια από τις πλουσιότερες πεδιάδες στον κόσμο. Αυτή η περιοχή ανήκε στον Οσμάν πασά τής Τραπεζούντας, που την είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, τον Σουλεϊμάν πασά, έναν από τούς κύριους ντερεμπέηδες τής Μικράς Ασίας, τον οποίο χρησιμοποίησε κατά το παρελθόν η Υψηλή Πύλη για να κατακτήσει τον Τσαπάνογλου, τον ντερέμπεη τής Γιοζγκάτ. Ο Οσμάν πασάς ήταν από τούς πλουσιότερους γαιοκτήμονες στη Μικρά Ασία, έχοντας περισσότερα από 300 τσιφλίκια ή αγροκτήματα, τα ενοίκια των οποίων κυμαίνονταν ανάμεσα σε 25.000 και 30.000 γρόσια ετησίως.

Από την Τέρμε στον Τσαρσαμπά επικρατούσε ο ίδιος χαρακτήρας τής χώρας, αλλά η καλλιέργεια αυξανόταν και οι κήποι γίνονταν πιο συχνοί. Λίνο και καλαμπόκι βρίσκονταν σε μεγάλη αφθονία, ενώ οι βελανιδιές και οι λεύκες ήσαν μεγάλες. Τον Χάμιλτον εντυπωσίασε επίσης ο τρόπος με τον οποίο ήσαν φτιαγμένοι οι φράχτες, ενώ τα πάντα δήλωναν την προσέγγισή τους στον τόπο διαμονής πλούσιου κτηματία. Έφτασαν στα περίχωρα τού Τσαρσαμπά λίγο πριν από τις τέσσερις και τούς συνάντησαν έξω από την πύλη ο τάταρ και ο Δρ Τζιοβάννι, ένας γιατρός στην υπηρεσία τού πασά, για τον οποίο είχε φέρει επιστολές από την Τραπεζούντα και οι οποίοι τον οδήγησαν στο σπίτι τού Αρμένιου επισκόπου, όπου τού είχε ετοιμαστεί κατάλυμα. Περνώντας μέσα από τμήμα τής πόλης, έφτασαν στις όχθες τού Τοκατλή Σου, ή Γεσίλ Ιρμάκ, τού αρχαίου Ίρι, τον οποίο διέσχισαν από μακριά και λεπτή γέφυρα. Ο ποταμός είχε εδώ μεγάλο πλάτος και προφανώς ήταν πολύ βαθύς, σχηματιζόμενος από την ένωση τού Ίρι με τον Λύκο κάτω από την Αμάσεια. Λίγο πριν από την άφιξη του Χάμιλτον η στάθμη του είχε ανεβεί πολύ, πλημμύρισε την περιοχή σε σημαντικό βαθμό και προκάλεσε μεγάλη ζημιά στη γέφυρα, μέρος τής οποίας παρασύρθηκε. Τόσο εδώ όσο και εκεί όπου τον είδε στη συνέχεια, στη Φανάροια και την Αμάσεια, η εμφάνισή του ήταν λασπώδης και κίτρινη. Δεν μπορούσε λοιπόν να καταλάβει γιατί ο Απολλώνιος τον χαρακτήριζε «λευκό» και «καθαρό», ενώ το λευκαί δῖναι τού Απολλώνιου πρέπει να ήταν πολύ αδιαφανές λευκό:66

«Και στο τέλος τού φαρδύ Αιγιαλού,
σε σημείο που προεξέχει από την ακτή,
τα νερά τού ποταμού Άλυ
βγαίνουν στη φόρα με φοβερό βρυχηθμό.
Κοντά του ρέει και ο Ίρις,
μικρότερος σε ρεύμα,
που κυλά στη θάλασσα με λευκές δίνες».

Το ίδιο ίσχυε και για τον Διονύσιο Περιηγητή:67

«Ο Ίρις ρίχνει το καθαρό του νερό στην αλμυρή θάλασσα.
Πιο πέρα μουρμουρίζουν τα νερά τού Άλυ ποταμού,
τραβηγμένα στα βόρεια, κοντά στο ακρωτήριο Καράμβις,
έχοντας ξεκινήσει από τις αρμενικές ορεινές περιοχές».

Φασιανοί, ελάφια, ζαρκάδια και αγριογούρουνα λεγόταν ότι αφθονούσαν στα εκτεταμένα δάση που βρίσκονταν ανάμεσα στις εκβολές τού Ίρι και τού Μελίτς Τσάι, πέρα από τα άγρια βόδια, τα βουβάλια και τα άλογα που έχουν αναφερθεί.

Ένα επιπλέον ενδιαφέρον που συνδεόταν με αυτές τις εκτεταμένες πεδιάδες προερχόταν από το γεγονός ότι θεωρούνταν η περιοχή που καταλάμβαναν οι μυθικές Αμαζόνες, των οποίων η κύρια πόλη, η Θεμίσκυρα, υποτίθεται ότι βρισκόταν στον χώρο τής σύγχρονης Τέρμε. Αν και η Θεμίσκυρα των Αμαζόνων πιθανώς δεν αποτελούσε παρά εφεύρεση των ποιητών, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι πραγματικά υπήρχε πόλη με αυτό το όνομα, αφού, σύμφωνα με τον Αππιανό πολιορκήθηκε από τον Λούκουλλο: «Ο Λούκουλλος πολιόρκησε την Αμισό καθώς και την Eυπατορία, την οποία είχε χτίσει ο Μιθριδάτης δίπλα στην Αμισό και τής είχε δώσει το όνομά του και όπου είχε φτιάξει βασιλική κατοικία. Με άλλο στρατό ο Λούκουλλος πολιόρκησε τη Θεμίσκυρα, που πήρε το όνομά της από μια από τις Αμαζόνες και βρίσκεται δίπλα στον Θερμώδoντα ποταμό».68 Το ίδιο γράφει και ο Πλούταρχος: «Αλλά όταν κακοποίησαν και ρήμαξαν τη χώρα με επιδρομές ιππικού και διείσδυσαν στη Θεμίσκυρα και στις πεδιάδες τού ποταμού Θερμώδοντα, οι στρατιώτες κατηγορούσαν τον Λούκουλλο ότι έφερνε όλες τις πόλεις με το μέρος του με ειρηνικά μέτρα και δεν είχε καταλάβει ούτε μία εξ εφόδου, ούτε τούς είχε δώσει την ευκαιρία να πλουτίσουν από λάφυρα».69

Ο Χάμιλτον νόμιζε όμως ότι η Τέρμε βρισκόταν πολύ κοντά στη θάλασσα και ότι η αρχαία πόλη έπρεπε να αναζητηθεί πιο κοντά στα βουνά. Τέτοια όμως ήταν η περίπλοκη φύση αυτών των πεδιάδων και δασών και τόσο μεγάλη η άγνοια των κατοίκων, που θα περνούσαν μήνες πριν καταστεί δυνατό να διερευνηθούν διεξοδικά. Αποτελούσε ωστόσο μοναδικό γεγονός, ότι η οροσειρά που τις κύκλωνε εξακολουθούσε να διατηρεί το όνομα Μασόν Νταγ. Και ο Απολλώνιος λέει ότι τα βουνά από τα οποία κατέβαιναν τα ρέματα που διαμόρφωναν τον Θερμώδοντα ονομάζονταν Αμαζόνια. Επιβεβαιώνει επίσης τα πολυάριθμα ύδατα που διέσχιζαν αυτές τις εκτεταμένες πεδιάδες, γνωστές σε παλαιότερες εποχές με το όνομα Δοιάντιον πεδίον:70

«Θα είχαν αργοπορήσει εκεί
και θα είχαν σμίξει σε μάχη με τις Αμαζόνες,
και θα είχαν αγωνιστεί όχι χωρίς αιματοχυσία,
γιατί οι Αμαζόνες δεν ήσαν ήπιοι εχθροί
και δεν υπολόγιζαν τη δικαιοσύνη,
αυτές οι κάτοικοι τού Δοιάντιου πεδίου».

Ο Γεσίλ Ιρμάκ λεγόταν ότι ήταν γεμάτος ψάρια και ο οξύρρυγχος αλιευόταν κοντά στις εκβολές του. Όμως η εσωτερική αλιεία δεν βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων, αλλά των απογόνων Ρώσων ή Κοζάκων εποίκων, οι οποίοι, έχοντας διαφύγει από τη Ρωσία πριν από πενήντα περίπου χρόνια, εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη τής Μικράς Ασίας και στις όχθες τού Δούναβη. Αυτοί τώρα εξαφανίζονταν γρήγορα, αλλά τού είπαν ότι πολλές αποικίες Ρώσων αλιέων εξακολουθούσαν να υπάρχουν στις όχθες των λιμνών. Κατά μήκος τής ακτής τής θάλασσας οι Έλληνες εξακολουθούσαν να είναι, όπως πάντοτε, οι μόνοι ψαράδες.

Κυριακή 17 Ιουλίου. Ο Χάμιλτον σταμάτησε αυτή τη μέρα στον Τσαρσαμπά, για να δει τον Οσμάν πασά και για να προμηθευτεί έναν τάταρ να τον συνοδεύσει μέσα από τη Μικρά Ασία. Το σπίτι στο οποίο κατέλυσε βρισκόταν κοντά στην αρμενική εκκλησία, από την οποία έβγαινε τρομακτικός θόρυβος, που τον ξύπνησε πολύ πριν από την ανατολή τού ηλίου. Ήταν προς τιμήν τής γιορτής τού Αγίου Ιωάννη. Οι κραυγές, οι φωνές και τα ουρλιαχτά, που θεωρούνταν τραγούδισμα, ξεπερνούσαν οτιδήποτε είχε ακούσει και κράτησαν μέχρι τις εννέα.

Το απόγευμα επισκέφθηκε τον πασά, ο οποίος ζούσε σε καλύτερη κατάσταση από οποιονδήποτε Τούρκο είχε δει μέχρι τότε. Ήταν γέρος, μικρού αναστήματος, με έξυπνη αλλά πολύ ιδιαίτερη φυσιογνωμία, ενώ, θέλοντας να τον υποδεχθεί με τιμή αλλά ταυτόχρονα να αποφύγει να σηκωθεί για να τον συναντήσει, πράγμα που ένας Τούρκος ποτέ δεν έκανε για Ευρωπαίο, μηχανεύτηκε να περπατά πάνω-κάτω στο δωμάτιό του, όταν τον ανάγγειλαν. Φαινόταν σχεδόν χαμένος μέσα στον φαρδύ επίσημο μανδύα του, ενώ, επιθυμώντας να εξασφαλίζει την καλή γνώμη τού σουλτάνου του, φορούσε, όπως και όλοι οι συνοδοί του, τη νέα ημι-ευρωπαϊκή ενδυμασία και φέσι, που έδινε σε εκείνον που το φορούσε κατώτερη και αστεία εμφάνιση. Δεν τού έκανε λοιπόν έκπληξη του Χάμιλτον που τον άκουσε να μιλά γι’ αυτό με αηδία. Όταν κάθισαν, έφεραν καφέ και υπέροχους ναργιλέδες, ενώ στη συνέχεια σερβιρίστηκε σερμπέτι, εξαιρετικό στο είδος του, αλλά ιδιαίτερα αρωματισμένο με ροδέλαιο.

Οι αρχαιότητες των γειτονικών περιοχών ήσαν μεταξύ των κυρίων θεμάτων τής συνομιλίας τους και παρόλο που δεν μπόρεσε να μάθει τίποτε σε σχέση με την Θεμίσκυρα, τού είπαν ότι σημαντικά ερείπια υπήρχαν στη Σόνισα, κοντά στη συμβολή τού Λύκου και τού Ίρι, δεκαοκτώ περίπου ώρες από τον Τσαρσαμπά. Ο Δρ Τζιοβάννι περιέγραψε επίσης ορισμένα εκτεταμένα ελληνιστικά ερείπια κοντά στο Ιασώνιο ακρωτήριο, ανάμεσα σε αυτό και τη νήσο των Κιλίκων.

Όσο για τα προϊόντα που παρήγαγε η επαρχία, έμαθα ότι παραγόταν εκεί πολύ φίνο μετάξι και πωλούνταν ογδόντα γρόσια η οκά ή επτά σελίνια η λίμπρα. Η τιμή αυτή επιβαρυνόταν με κυβερνητικό δασμό είκοσι γρόσια ανά οκά. Ο Χάμιλτον δεν ήξερε τι θα έλεγαν οι θαυμαστές των διοικητικών ικανοτήτων των Τούρκων γι’ αυτόν τον τρόπο συγκέντρωσης εσόδων, αλλά η επιβολή ενός τέτοιου φόρου στην πρώτη ύλη τής χώρας που εξαγόταν σε μεγάλες ποσότητες δεν φαινόταν να είναι ο καλύτερος τρόπος για την προώθηση τής ευημερίας της. Γεγονός ήταν ότι οι Τούρκοι, αντί να είναι τόσο μεγάλοι ειδήμονες σε όλα τα φορολογικά και διοικητικά μέτρα, όπως ορισμένοι από τούς θαυμαστές τους προσποιούνταν, ενθάρρυναν συστηματικά κάθε είδος μονοπωλίου και με τούς αυθαίρετους δασμούς τους έκαναν ό, τι μπορούσαν για να καταπνίξουν κάθε αξιόπιστο και υγιές εμπόριο.

Ο Οσμάν πασάς είχε πρόσφατα κατασκευάσει νέο σπίτι στην πατρική του περιουσία, το οποίο ήταν χαρούμενο, απομονωμένο κτίριο. Το χαρέμι λεγόταν ότι ήταν πολύ μεγάλο και γεμάτο συζύγους, κυρίες και δούλες. Η πρώτη και νόμιμη σύζυγός του κατοικούσε πάντοτε εκεί, ποτέ δεν τον συνόδευε στην Τραπεζούντα. Ο μεγαλύτερος γιος του, τον οποίο είχε κάνει μουτεσελίμ τού τόπου, λεγόταν ότι ήταν ηλίθιος και είχε κηδεμόνα ή αξιολογητή για να τον βοηθά στην άσκηση των επισήμων καθηκόντων του. Ο Τσαρσαμπάς περιλάμβανε 200 αρμενικά και 150 ελληνικά σπίτια. Οι Τούρκοι, με λίγες εξαιρέσεις, ζούσαν γενικά σε απομονωμένες κατοικίες ή βίλες έξω από την πόλη.

Ο Χάμιλτον έμαθα εκεί ότι πρόσφατα η τουρκική κυβέρνηση είχε εκδώσει κανονισμό, σύμφωνα με τον οποίο κανένας Έλληνας, Τούρκος ή Αρμένιος, ο οποίος είχε παντρευτεί μια φορά και εγκατασταθεί, δεν επιτρεπόταν να αλλάξει τον τόπο κατοικίας του ή να μεταφέρει αλλού την οικογένειά του. Ο ίδιος μπορεί να ταξίδευε για επιχειρηματικές δραστηριότητες ή σε αναζήτηση εργασίας, αλλά η οικογένειά του δεν μπορούσε να πηγαίνει μαζί του. Αυτό δεν επηρέαζε τούς ανύπαντρους. Ο σκοπός ενός τόσο σκληρού μέτρου λεγόταν ότι ήταν η διευκόλυνση τής απογραφής, με την οποία προσπαθούσαν να συνδυάσουν την καταγραφή τής περιουσίας και των υπαρχόντων κάθε ατόμου.

Δευτέρα 18 Ιουλίου. Ο Χάμιλτον καθυστέρησε αρκετές ώρες από έλλειψη αλόγων, λόγω τής άφιξης ενός μπίμπαση [αξιωματικού τού οθωμανικού στρατού, κυριολεκτικά χιλίαρχου] με επιστολές προς τον Ρεσίντ Μεχμέτ πασά στο Κουρδιστάν. Ήταν πια μετά τις έντεκα όταν ξεκίνησε με νέο τάταρ, τον Χαφίζ αγά. Αυτός ο άνθρωπος τον συνόδευσε σε όλα τα επόμενα ταξίδια του στη Μικρά Ασία. Τον βρήκε εξαιρετικά χρήσιμο σε πολλές περιπτώσεις, να ενδίδει σε όλα τα σχέδια και τις επιθυμίες του, παρά τις προκαταλήψεις τής κάστας με τις οποίες ήταν διαποτισμένος. Ούτε πίστευε ο Χάμιλτον ότι η αγάπη του για χρήματα, που ήταν πολύ μεγάλη, τον οδήγησε ποτέ στη διάπραξη ανέντιμης πράξης όσο βρισκόταν στην υπηρεσία του.

Φεύγοντας από τον Τσαρσαμπά, η αγγλική εμφάνιση τής υπαίθρου αυξανόταν πολύ από τα υπέροχα δένδρα που φύτρωναν στους φράχτες. Στο τρίτο μίλι διέσχισαν ρέμα, που κυλούσε όπως τού είπαν από μικρή λίμνη στα αριστερά, που ονομαζόταν Τουρκμάν Μποχάρ Γκιόλ. Πιο πέρα πέρασαν μέσα από άλσος με ψηλές φτελιές, από τις κορυφές των οποίων τα κλαδιά τής αγράμπελης κρέμονταν σχεδόν μέχρι το έδαφος και καθώς προχωρούσαν προς τούς λόφους στα αριστερά, τις είδαν να εκτείνονται σε ημικυκλική κατεύθυνση προς τη θάλασσα, ανάμεσα στους ίδιους και τη Σαμσούν. Οι καλλιέργειες σταμάτησαν σταδιακά, το δάσος έγινε πιο άγριο και περίπλοκο και το έδαφος υγρό και ελώδες. Καθώς περνούσαν από μικρό καφενεδάκι λίγο μετά τις δύο, κάποιοι αγρότες είχαν μπει στη σειρά και έκαναν τις προσευχές τους στην ύπαιθρο, υπό τις οδηγίες τού ιμάμη τους ή χότζα. Οι κινήσεις τους γίνονταν ταυτόχρονα, με στρατιωτική ακρίβεια, αν και, όταν οι Τούρκοι προσεύχονταν στην ύπαιθρο, ήταν πιο σύνηθες γι’ αυτούς να το κάνουν μεμονωμένα.

Από εκεί προχώρησαν κατά μήκος μικρού αναχώματος, αποτελούμενου από άμμο και χαλίκι, που είχε πλάτος τριάντα περίπου πόδια και ίχνη ότι κάποτε ήταν πλακοστρωμένο, χωρίς όμως να μπορέσει ο Χάμιλτον να εξακριβώσει αν επρόκειτο για τα ερείπια φυσικής παραλίας ή για τεχνητό ανάχωμα που προοριζόταν να περνά τον δρόμο μέσα από τα έλη. Το βαλτώδες έδαφος σε κάθε πλευρά καλυπτόταν από πυκνά και δύσκολα προσπελάσιμα δάση, στα οποία μεγάλες αγέλες γελαδιών έβοσκαν σε απεριόριστη ελευθερία. Το ανάχωμα φαινόταν για ένα περίπου μίλι, σηματοδοτώντας ίσως τη γραμμή τού αρχαίου δρόμου από την Αμισό. Πέρασαν από μικρό ρυάκι που κυλούσε προς τα βόρεια και μερικές ξύλινες καλύβες, καθώς έφτασαν στα πρόθυρα τού δάσους, στο οποίο υπήρχαν πολλά ωραία δένδρα. Λύκοι, αρκούδες και ασβοί λεγόταν ότι αφθονούσαν σε αυτές τις ερημικές περιοχές και αν το castorea Ponti (καστορέλαιο Πόντου)71 ήταν προϊόν τού κάστορα, οι βαλτώδεις πεδιάδες και τα δάση στις όχθες τού Θερμώδοντος και τού Ίρι παρείχαν πιθανώς τις περιοχές από τις οποίες το έπαιρναν.

Σύντομα όμως έφτασαν σε πιο κατοικημένη περιοχή, ενώ κοντά σε μικρό χωριό είδαν κομμάτι γης που είχε πρόσφατα καθαριστεί. Γύρω στις τέσσερις, ένα περίπου μίλι από τούς λόφους στα αριστερά, πέρασαν πολλά ρέματα που κυλούσαν προς τη θάλασσα, ένα από τα οποία πρέπει να ήταν ο Χαδίσιος, που τοποθετείται από τον Μαρκιανό μεταξύ Λυκάστου και Ίρι, αλλά σε απόσταση 150 σταδίων από τον πρώτο και 100 από τον δεύτερο.72 Οι ίδιοι οι λόφοι φαίνονταν καλά καλλιεργούμενοι και λεγόταν ότι παρήγαγαν πολλά καπνά. Ανέβαιναν απότομα από την πεδιάδα, η οποία σε πολλά σημεία καλυπτόταν από πύξο. Στις τεσσερισήμιση έφτασαν στην ακτή, στους πρόποδες των λόφων, που εδώ σχημάτιζαν ακρωτήριο που ονομαζόταν Ντερμπέντ Μπουρνού, κοντά στο οποίο πέρασαν άλλο ρέμα. Στην παραλία υπήρχαν λίγα σπίτια κι ένα καφενείο. Είδαν και μερικές βάρκες να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν τα φορτία τους, κυρίως ξύλο και πέτρα.

Ανεβαίνοντας φαρδύ και εξαιρετικό δρόμο με στροφές, πέρασαν το μικρό ακρωτήριο που είχε σχηματιστεί από χοντρά, χαλαρά, ηφαιστειακά λατυποπαγή, που βυθίζονταν βόρεια και βορειοανατολικά και από πάνω τους υπήρχαν στρώματα συμπαγούς πεπερίτη. Το ίδιο το λιμάνι, όπως τα περισσότερα λιμάνια στη Μαύρη Θάλασσα, βρισκόταν στην ανατολική πλευρά τής χερσονήσου, και, αν και η απόστασή του από τη Σαμσούν δεν συμφωνούσε με τις περιγραφές των αρχαίων γεωγράφων, ο ίδιος νόμιζε ότι δεν ήταν απίθανο να αντιπροσωπεύει το Ντερμπέντ το ακρωτήριο και λιμάνι τού Αγκώνα που αναφέρεται από τον Απολλώνιο και άλλους:73

«Κοντά του ρέει και ο Ίρις,
μικρότερος σε ρεύμα,
που κυλά στη θάλασσα με λευκές δίνες,
ενώ πιο πέρα η καμπή
τεράστιου και πανύψηλου ακρωτηρίου
προεξέχει από τη στεριά».

Ήταν το πρώτο ακρωτήριο στα ανατολικά τής Αμισού και το μόνο μέρος πριν φτάσουν στις εκβολές τού Ίρι όπου μπορούσε να υπάρξει λιμάνι, αφού όλη η ακτή από εδώ μέχρι το Χάλτι Μπουρνού, το αρχαίο Ηράκλειο ακρωτήριο, ήταν επίπεδη, αδιάσπαστη, αμμώδης παραλία. Υπήρχε μεγάλη αντίφαση στις αναφορές των αρχαίων συγγραφέων όσον αφορά τις αποστάσεις σε αυτό το τμήμα τής ακτής. Ο Μαρκιανός, ο οποίος φαίνεται ότι είχε πάρει τις πληροφορίες του από τον Μένιππο, δίνει τα ακόλουθα στοιχεία:

Από Αμισό στον Λύκαστο:

20

Από Λύκαστο στον Χαδίσιο:74

150

Από τον Χαδίσιο στον Ίρι:

100

270

στάδια.

O Αρριανός δίνει μόνο 160 στάδια ως σύνολο τής απόστασης από την Αμισό στον Ίρι και στη συνέχεια 360 από τον Ίρι στο Ηράκλειο ακρωτήριο, που ήταν αναμφίβολα πάρα πολύ.

Στο άκρο τού Ντερμπέντ Μπουρνού, που καλυπτόταν τώρα από δαφνόδεντρα, ένα μικρό ρέμα έπεφτε στη θάλασσα μεταξύ δύο απόκρημνων ακρωτηρίων, ίσως ο Χαδίσιος των αρχαίων,75 αν και μόνο είκοσι στάδια από τον Λύκαστο.76 Σε γενικές γραμμές τα στοιχεία τού Αρριανού ήσαν τα πιο σωστά. Καθώς τα 160 στάδια από την Αμισό στον Ίρι ήσαν πολύ κοντά στην αλήθεια, το μόνο που χρειαζόταν διόρθωση ήταν να υποτεθεί ότι το λιμάνι και το ακρωτήριο τού Αγκώνα βρισκόταν στις εκβολές τού Χαδίσιου, όχι τού Ίρι.

Αφού έφτασαν στην ακτή, πέρασαν αμέσως κάτω από τα κανόνια ή μάλλον τις πολεμίστρες μικρού τουρκικού φρουρίου. Από εκεί μέχρι τις όχθες τού Μερς Ιρμάκ η χώρα ήταν επίπεδη και ελώδης. Αυτό το ποτάμι, που κυλούσε μέσα από πλούσιες πεδιάδες, ήταν ο Λύκαστος των αρχαίων, μεταξύ δύο και τριών μιλίων από την ακρόπολη τής Αμισού, από την οποία απείχε είκοσι στάδια. Η πεδιάδα, η οποία καλυπτόταν από σιτηρά και ελιές, γινόταν πολύ στενότερη καθώς πλησίαζαν τη Σαμσούν, που περικλειόταν από σειρά χαμηλών λόφων που παρήγαγαν το ίδιο προϊόν.

Το τουρκικό κάστρο τής Σαμσούν, που βρεχόταν από τα κύματα στα βορειοανατολικά, φαινόταν ότι είχε κατασκευαστεί σε δύο διαφορετικές περιόδους, όπου το κατώτερο τμήμα αποτελούνταν από μεγάλα τετράγωνα κομμάτια, ενώ το ανώτερο τμήμα είχε επισκευαστεί με μικρές πέτρες. Ο Χάμιλτον δεν νόμιζε όμως ότι το πρώτο ήταν ελληνικό, αλλά βυζαντινό, αν και είχε κατασκευαστεί με υλικά που προέρχονταν από τα ερείπια τής Αμισού. Το πάνω μέρος ήταν απλώς τουρκική αποκατάσταση ή προσθήκη.

Μόλις εγκαταστάθηκε στο κονάκι του, σε μικρό σπίτι κοντά στην κατοικία τού βοεβόδα, τον επισκέφθηκαν δύο Ευρωπαίοι, ο ένας από τούς οποίους ήταν Γερμανός, γιατρός στον Αμπντουλάχ μπέη, τον αδελφό τού Οσμάν πασά. Είχε ταξιδέψει πολύ στη Μικρά Ασία και προφανώς είχε ταξιδέψει με τα μάτια του ανοιχτά. Τού μίλησε πρώτα για την ύπαρξη τής μεγάλης και ενδιαφέρουσας πόλης τής Σαφράμπολης, δώδεκα ώρες δυτικά τής Κασταμούνι (Κασταμονής) ή Κοσταμπούλ και τού μοναδικού χαρακτήρα τής περιοχής της, που ήταν άγνωστη σε όλους τούς σύγχρονους χάρτες των Ευρωπαίων.77 Είπε ότι βρισκόταν στη θέση τής αρχαίας Θεοδωρούπολης και ήταν αξιοσημείωτη για την όμορφη φυλή ανθρώπων που φημίζονταν για τη φιλοξενία τους.

Αυτός ο Γερμανός γιατρός, που είχε ζήσει πέντε χρόνια στην Τουρκία και μιλούσε καλά τη γλώσσα, επιβεβαίωσε τη γνώμη τού Χάμιλτον για τον ηθικό χαρακτήρα των Τούρκων και τα αποτελέσματα που παρήγαγαν οι τελευταίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Ήταν βέβαιο ότι είχαν χάσει όλο τον προηγούμενο εθνικό χαρακτήρα τους, την τολμηρή και απερίσκεπτη αγάπη για δόξα, η οποία, ακόμη και χωρίς πειθαρχία, τούς έκανε ατρόμητους και γενναίους στρατιώτες. Αντί να έχουν ήδη αναγεννηθεί, όπως προσποιούνται κάποιον, πίστευε ότι τέτοια αναγέννηση ήταν αδύνατη, εφ’ όσον παρέμεναν μωαμεθανοί. Ο καλύτερος ανάμεσά τους δεν είχε καμία αίσθηση τιμής ή θάρρους. Και έχοντας χάσει την αγριότητά τους, η θρησκευτική υπερηφάνεια και η άγονη μισαλλοδοξία αποτελούσαν το μόνο ηθικό αίσθημα που κατείχαν, όντας εκ περιτροπής τύραννοι και δούλοι. Τυραννικοί με εκείνους κάτω από αυτούς και επιθετικά δουλοπρεπείς απέναντι στους ανωτέρους τους. Ο γιόζμπασης ή λοχαγός, που τυραννούσε ιδιώτες, θα το θεωρούσε τιμή αν τού επιτρεπόταν να γεμίσει την πίπα τού συνταγματάρχη του ή να εκτελέσει οποιαδήποτε ταπεινωτική δουλειά γι’ αυτόν. Ο Χάμιλτον είχε και ο ίδιος πολλές ευκαιρίες να δει στον δικό του τάταρ παραδείγματα τής ίδιας αγέρωχης συμπεριφοράς και μικροπρεπούς δουλικότητας.

Τρίτη 19 Ιουλίου. Ο Χάμιλτον ξεκίνησε νωρίς με Έλληνα οδηγό για να επισκεφθεί τα ερείπια τής Αμισού, τής Εσκί (Παλαιάς) Σαμσούν όπως τα ονόμαζαν οι Τούρκοι, σε ακρωτήριο ενάμιση περίπου μίλι βόρεια-βορειοδυτικά τής Σαμσούν.

Image

Σαμσούν: Πάνω αριστερά η θέση τής αρχαίας Αμισού σε καρτ-ποστάλ τής εποχής

Στην ανατολική πλευρά αυτού τού ακρωτηρίου, το οποίο ονομαζόταν Καϊλού Μπουρνού, υπήρχε μικρό αμμώδες έλος, στο οποίο βρισκόταν σύγχρονο φρούριο. Αυτό ήταν κάποτε μέρος τού λιμανιού τής Αμισού, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του είχε πια μετατραπεί σε κήπους. Από το βορειοανατολικό του άκρο ο προβλήτας που προστάτευε το αρχαίο λιμάνι ήταν δυνατό να εντοπιστεί σαφώς, αφού διάνυε 300 περίπου μέτρα προς τα νοτιοανατολικά, αλλά κυρίως κάτω από το νερό. Αποτελούνταν από μεγάλα κομμάτια ηφαιστειακού συσσωματώματος, μερικά από τα οποία είχαν μήκος δεκαεννέα πόδια, πλάτος έξι ή οκτώ και πάχος δύο πόδια, ενώ λίγο βορειότερα άλλο τείχος εκτεινόταν ανατολικά-βορειοανατολικά προς φυσικούς ύφαλους.

Ανεβαίνοντας τη βόρεια όψη τού ακρωτηρίου, μπήκε σε μικρή σπηλιά, το στόμιο τής οποίας φαινόταν να ήταν κάποτε οχυρωμένο με ισχυρό τείχος, ενώ μέσα υπήρχε πηγή εξαιρετικού νερού. Λίγα ελληνικά γράμματα, άγαρμπα σκαλισμένα στην οροφή κοντά στην είσοδο, δεν ήσαν πια ευανάγνωστα. Οι Έλληνες αποκαλούσαν τον τόπο ἡ πηγή. Κοιτάζοντας κάτω από τον βράχο, είδε ανάμεσα στα βράχια πολλά μεγάλα κοπάδια ψαριών που ονομάζονταν κέφαλοι, αλλά ο οδηγός του παραπονέθηκε ότι δεν μπορούσαν να τα πιάσουν! Στην κορυφή τού λόφου όπου κάποτε βρισκόταν η ακρόπολη, υπήρχαν πολλά λείψανα τειχών από αργολιθοδομή και κονίαμα, ενώ όλο το έδαφος ήταν στρωμένο με θραύσματα από ρωμαϊκά κεραμίδια και κεραμικά. Κοντά στο βόρειο άκρο υπήρχε μεγάλη δεξαμενή, σοβαντισμένη από μέσα, ενώ σε μικρή απόσταση προς τα νοτιοανατολικά βρίσκονταν τα ερείπια τετράγωνου κτιρίου με στρογγυλό πύργο στη μια γωνία, προφανώς βυζαντινής κατασκευής, στο οποίο αναμιγνύονταν ρωμαϊκά κεραμίδια. Η έκταση και κατεύθυνση τού αρχαίου μώλου ήταν πολύ ορατή από αυτό το υψόμετρο. Κοντά στο νότιο άκρο τού μετώπου τού λόφου που βρισκόταν πάνω από το λιμάνι ο Χάμιλτον ανακάλυψε τελικά ίχνη των πραγματικών ελληνικών τειχών. Δεν ήσαν εκτεταμένα, αλλά δεν ήταν δυνατό να μπερδευτούν με άλλα, λόγω τής ιδιόμορφης δομής τους. Και στους πρόποδες τού λόφου βρίσκονταν τα ερείπια μικρής εκκλησίας, παλαιότερα αφιερωμένης στον Άγιο Θεόδωρο, που είχε τώρα μετατραπεί σε τζαμί, τα θεμέλια τής οποίας αποτελούνταν από μεγάλους ογκόλιθους, που προέρχονταν από τα ερείπια τής Αμισού. Επιστρέφοντας στη Σαμσούν επισκέφθηκε ξανά το κάστρο και το τείχος προς τη θάλασσα και βρήκε δύο μικρά ανάγλυφα, που αναπαριστούσαν Έρωτες που στήριζαν γιρλάντες ή στεφάνια, ενσωματωμένους στο τείχος. Οι πύργοι, αντί να ήσαν τετράγωνοι, ήσαν απλώς προεξέχουσες γωνίες ή μάλλον τριγωνικοί.

Image

Αμισός-Μπάφρα-Σινώπη (1836)

Οι περιγραφές που είχε ήδη πάρει ο Χάμιλτον για τον τεράστιο πλούτο τού Οσμάν πασά επιβεβαιώθηκαν από τον Γερμανό γιατρό, που είπε ότι, εκτός από τα πολυάριθμα αγροκτήματά του στην επαρχία τής Τζανίκ, το ποσό των εισφορών που εισπράττονταν στην επαρχία του ήταν τουλάχιστον τέσσερις φορές μεγαλύτερο απ’ όσα απέδιδε κάθε χρόνο στην Κωνσταντινούπολη.78 Είχε επίσης το μονοπώλιο τού καπνού, σημαντικές ποσότητες τού οποίου παράγονταν στην επαρχία αυτή και στην περιοχή τής Μπάφρας. Αυτό τού απέφερε τριάμιση περίπου εκατομμύρια γρόσια ετησίως, από τα οποία έστελνε το μισό εκατομμύριο στην Κωνσταντινούπολη, κρατώντας τα υπόλοιπα για τον εαυτό του. Μάλιστα είπαν στον Χάμιλτον ότι το εισόδημά του ήταν τόσο μεγάλο, ώστε, παρά τις μεγάλες δαπάνες του, είχε τη δυνατότητα να βάζει στη μπάντα τρία εκατομμύρια γρόσια, περίπου 30.000 στερλίνες, σε ετήσια βάση.

Κατά τον Χάμιλτον αυτή η αποθησαύριση ήταν μια από τις ιδιαιτερότητες τού τουρκικού χαρακτήρα. Μια άλλη, την οποία είχε συχνά την ευκαιρία να παρατηρήσει, ήταν η παντελής απουσία κάθε εμπορικής κερδοσκοπίας. Οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τον σκοπό τής αναζήτησης προσδοκώμενων πλεονεκτημάτων ή τής τοποθέτησης τμήματος τού κεφαλαίου τους στην πιθανότητα διπλασιασμού τού εισοδήματός τους, με επιστροφή τού κεφαλαίου τους μέσα σε λίγα χρόνια. Ακόμη και η κυβέρνησή τους προτιμούσε να εισπράττει μικρό εισόδημα χωρίς προσπάθεια για μεγαλύτερο, το οποίο θα απαιτούσε την εκταμίευση μικρού κεφαλαίου. Με αυτή την αρχή, ποτέ δεν επένδυαν χρηματικά ποσά στα δημόσια ορυχεία, προτιμώντας να τα υπεκμισθώνουν σε αναδόχους, ακόμη και με δυσμενείς όρους. Η συνέπεια αυτής τής έλλειψης κεφαλαίου ήταν ότι όλα τα ορυχεία λειτουργούσαν με λάθος τρόπο και ο μεγάλος ορυκτός πλούτος τής χώρας πετιόταν.

Τετάρτη 20 Ιουλίου. Από τη Σαμσούν στη Μπάφρα ήταν δώδεκα ώρες. Ξεκίνησε λίγο μετά τις πέντε και, καθώς έφευγε από την πόλη, πέρασε από μεγάλη αποθήκη, που ονομαζόταν από τούς Τούρκους Αμπάρ, και χρησιμοποιούνταν από την κυβέρνηση ως αποθήκη σιτηρών. Ο δρόμος οδηγούσε κατά μήκος τής ακτής και πάνω από το ακρωτήριο Καϊλού Μπουρνού, κοντά στην ακρόπολη τής Αμισού, απ’ όπου κατέβηκαν στην παραλία. Η χώρα ήταν επίπεδη και ελαφρώς καλλιεργούμενη, όντας στενή λωρίδα γης ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα. Στις εξήμιση διέσχισαν ρέμα που είχε σχηματίσει δέλτα στην ακτή και τρία περίπου μίλια πιο πέρα άλλο, με χαμηλό ακρωτήριο κοντά στις εκβολές του, πάνω στο οποίο υπήρχαν τα ερείπια μικρής πυροβολαρχίας, που είχε στηθεί βιαστικά εναντίον των Ρώσων.

Κάπου σε εκείνη την περιοχή, αν και δεν υπήρχαν πια ίχνη της, πρέπει κατά τον Χάμιλτον να βρισκόταν η Ευσήνη, η οποία τοποθετείται από τον [Πευτιγγεριανό] Πίνακα σε απόσταση οκτώ μιλίων από την Αμισό και είκοσι από τον Ναύσταθμο. Ο δρόμος συνεχιζόταν κατά μήκος τής παραλίας σε όλη τη διαδρομή από την Αμισό μέχρι το Κούμτζας,79 το οποίο αντιστοιχεί με το αρχαίο Κωνώπειον, έναν βάλτο μεταξύ Ναυστάθμου και Αμισού, αλλά πιο κοντά στον πρώτο, όπου η απόστασή του από την Αμισό ήταν δεκαέξι μίλια, ενώ ο Ναύσταθμος ήταν πέντε περίπου μίλια βορειότερα. Ο Αρριανός, που ορίζει την απόσταση από το Κωνώπειον μέχρι την Ευσήνη σε 120 στάδια και από την Ευσήνη μέχρι την Αμισό σε 160, λέει ότι από τον Ναύσταθμο στο Κωνώπειον ήταν απόσταση 50 σταδίων. Από όλες αυτές τις αποστάσεις, ο Χάμιλτον θεωρούσε πιθανό ότι η Ευσήνη έπρεπε να αναζητηθεί πιο μέσα στην ενδοχώρα, όπου τοποθετείται από τον Πτολεμαίο, εκτός αν τα εικοσιένα μίλια στον χάρτη μεταξύ Αμισού και Ναυστάθμου θεωρούνταν ισοδύναμα με τα εικοσιοκτώ μίλια των πινάκων.

Προχωρώντας κατά μήκος τής ακτής, είδαν μεγάλες ποσότητες ξυλείας που είχε ξεβραστεί στην παραλία, μερικές φορές ολόκληρα δένδρα, τα οποία είχαν κατεβάσει τα ορμητικά νερά τού Κιζίλ Ιρμάκ, τού Λύκου ή τού Θερμώδοντα. Στα αριστερά η πεδιάδα εκτεινόταν προς τούς δασωμένους λόφους, δύο ή τρία μίλια μακριά, αλλά σταδιακά υποχώρησε πριν φτάσουν στο Κούμτζας. Έμπαιναν τώρα στην περιοχή, η οποία θεωρείται από ορισμένους γεωγράφους ότι ήταν η Πτερία, διάσημη από τον Ηρόδοτο ως η περιοχή στην οποία διεξήχθη η μεγάλη μάχη μεταξύ Κύρου και Κροίσου:

«Και ο Κροίσος, όταν πέρασε [τον Άλυ] με τον στρατό του, προχώρησε μέχρι εκείνη τη θέση στην Καππαδοκία που ονομάζεται Πτερία, είναι ο ισχυρότερος τόπος σε αυτή τη χώρα και βρίσκεται κάπου σε ευθεία με την πόλη τής Σινώπης στον Εύξεινο Πόντο».80

Όμως η Πτερία κατά τον Χάμιλτον έπρεπε να αναζητηθεί ακόμη νοτιότερα, αφού, αν και λεγόταν ότι βρισκόταν απέναντι από την επικράτεια τής Σινώπης, θεωρούνταν μέρος τής Καππαδοκίας. Επίσης αυτή η ακραία βόρεια περιοχή δεν θα μπορούσε να ήταν στη γραμμή τής χώρας, μέσω τής οποίας ο Κροίσος θα είχε περάσει στην πορεία του προς την Περσία.

Το Κούμτζας ήταν μικρό λιμάνι και χρησίμευε ως επίνειο τής Μπάφρας, από το οποίο ο καπνός που καλλιεργούνταν στην περιοχή αυτή μεταφερόταν στην Κωνσταντινούπολη. Πολλά πλοία περίμεναν για τα φορτία τους στο αγκυροβόλιο, το οποίο λεγόταν ότι ήταν ασφαλές σε όλη τη διάρκεια τού χειμώνα. Ένα τέλμα που σχηματιζόταν από ρέμα που χυνόταν εδώ στη θάλασσα και από την οποία χωριζόταν με λωρίδα άμμου, η οποία δεν ήταν πουθενά φαρδύτερη από εκατό μέτρα, σχημάτιζε λιμάνι, κοντά στο οποίο υπήρχε καφενείο και μερικά ξύλινα καταστήματα και στάβλοι, που χρησιμοποιούνταν όταν γινόταν το παζάρι και σχημάτιζαν μικρό τετράπλευρο, το οποίο προστατευόταν από χαμηλό σάπιο ανάχωμα, με δύο ή τρεις τρύπες για πολεμίστρες που προορίζονταν για κανόνια εξίσου άχρηστα.

Η κατεύθυνση τού Σαμσούν Μπουρνού ή Καϊλού Μπουρνού σε σχέση με το Κούμτζας ήταν 53° από νότια προς ανατολικά. Ενώ τα άλογα έβοσκαν, ο Χάμιλτον πήρε μεσημβρινό υψόμετρο, που έδωσε γεωγραφικό πλάτος 41° 28’ 30″ βόρειο. Στις δωδεκάμιση ξεκίνησαν για τη Μπάφρα και αφήνοντας την παραλία και περνώντας γύρω από τη δυτική πλευρά τής λιμνοθάλασσας, σύντομα μπήκαν σε αμμώδη αλλά χλοώδη πεδιάδα, καλυμμένη κυρίως από πλούσια και άφθονα δάση. Καθώς προχωρούσαν προς την ενδοχώρα, τα δάση γίνονταν πιο πυκνά και τα δένδρα πολύ μεγαλύτερα. Σε αντίθεση με τα χλοώδη ξέφωτα, παρήγαγαν εντυπωσιακό τοπίο μίγματος δάσους και είδους πάρκου, η ευχάριστη αίσθηση τού οποίου αυξανόταν από τα γελάδια που έβοσκαν απλωμένα στη μη καλλιεργούμενη περιοχή. Δύο περίπου μίλια από το Κούμτζας ο Χάμιλτον βγήκε από τον δρόμο για να επισκεφτεί αλμυρή λιμνοθάλασσα, η οποία εκτεινόταν για πολλά μίλια από τα βόρεια-βορειοανατολικά προς τα νότια-νοτιοδυτικά, έχοντας στα βόρεια επικοινωνία με τη θάλασσα, από την οποία χωριζόταν με στενό λαιμό στεριάς. Φαίνεται ότι επρόκειτο για τμήμα τού Ναυστάθμου. Το έδαφος γύρω της ήταν χαμηλό και ελώδες, τα νερά ρηχά και συμφωνούσε με τη συνοπτική περιγραφή τού Αρριανού: «Από τον ποταμό Άλυ μέχρι τον Ναύσταθμο, όπου υπάρχει βάλτος, ήταν 90 στάδια. Από εκεί στο Κωνώπειον, άλλο έλος, 50 ακόμη». Κοντά στο νότιο άκρο τής λίμνης, εκεί όπου ξανασυνάντησε τον δρόμο, ήσαν τα ερείπια τουρκικών λουτρών, από τα οποία η λίμνη είχε πάρει το όνομα Χαμαμλί Γκιόλ. Προς τα δεξιά η πεδιάδα ήταν γυμνή για κάποια απόσταση, αλλά ο δρόμος τους συνεχιζόταν μέσα από δάση και χλοώδη ξέφωτα, όπου έπεσαν πάνω σε παρέα έφιππων Κούρδων, ανδρών και γυναικών. Οι γυναίκες δεν ήσαν καλυμμένες, ενώ κάποια από αυτές θα μπορούσε να χαρακτηριστεί όμορφη.

Στις τρισήμιση, έχοντας διανύσει βορειοδυτικά έξι ή επτά μίλια από το Κούμτζας, ανέβηκαν στην κορυφογραμμή σειράς χαμηλών αμμωδών άδεντρων λόφων, με λίγες καλλιέργειες. Οι λόφοι αυτοί προς νότο εκτείνονταν στους πρόποδες ψηλής οροσειράς, ενώ προς βορρά έσβηναν προς την πεδιάδα, δύο περίπου μίλια μακριά. Λίγο μετά τις τέσσερις κατέβηκαν στην πεδιάδα τής Μπάφρας, ενώ, καθώς πλησίαζαν την πόλη, πέρασαν από πολλά τσιφλίκια και σπίτια στην πεδιάδα, τα οποία γίνονταν πιο συχνά καθώς προχωρούσαν. Κοντά στην πόλη το έδαφος ήταν ελώδες, ενώ μπήκαν σε αυτήν από μακρύ και στενό υπερυψωμένο μονοπάτι. Είχε καθαρή και ήσυχη εμφάνιση, στολισμένη με κήπους και δένδρα, αλλά τίποτε εκτός από τον ψηλό μιναρέ τού τζαμιού δεν προανάγγειλε ότι πλησίαζαν σε πόλη τόσο μεγάλης σπουδαιότητας. Ο Χάμιλτον πληροφορήθηκε από τον Έλληνα παπά, την κατοικία τού οποίου βρήκε έτοιμη για την υποδοχή του, ότι περιλάμβανε 1.160 σπίτια, από τα οποία 1.000 ήσαν Τούρκων, 100 ή 110 Ελλήνων και 50 Αρμενίων.

Δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει ότι στην περιοχή αυτή, ή οπουδήποτε μεταξύ αυτής και τής Σαμσούν, παραγόταν μαλλί εξαιρετικής ποιότητας όπως γράφει ο Στράβων:

«Έχει επίσης [η Γαζηλωνίτις] κτηνοτροφία κοπαδιών προβάτων με πλούσιες προβιές, από τις οποίες παράγεται μαλακό μαλλί, το οποίο σπανίζει στα άλλα μέρη τής Καππαδοκίας και τού Πόντου».81

Αυτό αποτελούσε πρόσθετο λόγο για να μη θεωρεί ότι βρισκόταν εδώ είτε η Πτερία ή η Γαζηλωνίτις. Η μικρή ποσότητα μεταξιού που παραγόταν στην περιοχή δεν πωλούνταν, αλλά χρησιμοποιούνταν για οικιακή κατανάλωση. Ο οικοδεσπότης τού Χάμιλτον, ο παπάς, ήταν ένας από τους καλύτερους τής τάξης του μεταξύ εκείνων που συνάντησε, ενώ αναφέρθηκε με αρκετές λεπτομέρειες στην εκπαίδευση των συμπατριωτών του. Είπε ότι οι Τούρκοι είχαν τον τελευταίο καιρό επιτρέψει στα ελληνόπαιδα σε αυτό το τμήμα τής αυτοκρατορίας να διδάσκονται στη μητρική τους γλώσσα αντί τής τουρκικής, όπως ίσχυε μέχρι τότε, προσθέτοντας ότι ο Έλληνας επίσκοπος Καισαρείας είχε πρόσφατα υπάρξει πολύ δραστήριος στην οργάνωση σχολείων σε ολόκληρη τη χώρα.

Image

Μεταφορά καπνού από τη Μπάφρα στη Σαμσούν σε καρτ-ποστάλ τής εποχής

Πέμπτη 21 Ιουλίου. Ήταν εννέα το πρωί πριν ξεκινήσουν για το Αλατσάμ, που απείχε έξι ώρες. Οι πολυσύχναστες οδοί προανάγγειλαν ότι ήταν ημέρα παζαριού (αγοράς) και ο δρόμος από τον οποίο έφυγε από την πόλη ήταν γεμάτος αγρότες, πολλοί από τούς οποίους οδηγούσαν μικρά κάρα φορτωμένα με καπνό, το προϊόν των γειτονικών περιοχών, όπου κάθε κάρο ή αραμπάς κουβαλούσε τέσσερις μόνο δέσμες. Κάθε δέσμη ζύγιζε από 12 έως 15 οκάδες, ή 28 έως 35 λίμπρες. Όλα τα καπνά τής Ανατολίας μεταφέρονταν στην Κωνσταντινούπολη σε παρόμοιες συσκευασίες, ενώ εκείνα τής Ρωμυλίας συσκευάζονταν σε μικρότερα δέματα και τυλίγονταν με βαμβάκι. Τα ακατέργαστα αποξηραμένα φύλλα πωλούνταν εδώ για δεκαοκτώ ή είκοσι γρόσια το μπατμάν, όπου κάθε μπατμάν είχε έξι οκάδες. Πωλούνταν δηλαδή σχεδόν τρεις πένες ανά λίμπρα.

Όσον αφορά τη συγκέντρωση τής καλλιέργειας τού καπνού, ο Χάμιλτον κατάλαβε ότι ολόκληρο το φυτό δεν απογυμνωνόταν αμέσως, αλλά τα φύλλα έβγαιναν ένα προς ένα, καθώς πετύχαιναν το κατάλληλο μέγεθος και ωριμότητα. Στη συνέχεια έδεναν τέσσερα ή πέντε φύλλα μαζί και τα κρεμούσαν πάνω σε σχοινιά για να στεγνώσουν στον ήλιο, ύστερα από το οποίο τα συσκεύαζαν σε δέματα. Αλλά η μεγάλη δυσκολία ήταν να γνωρίζεις τον βαθμό στον οποίο έπρεπε να ξεραθούν, πράγμα το οποίο διδασκόταν μόνο μέσα από τη μακροχρόνια εμπειρία, γιατί αν ήσαν πολύ ξερά, θα έσπαγαν κατά τη συσκευασία, ενώ αν δεν ήσαν αρκετά στεγνά, κινδύνευαν να μουχλιάσουν.

Ένα περίπου μίλι από τη Μπάφρα έφτασαν στις όχθες τού Κιζίλ Ιρμάκ (Άλυ), ο οποίος κυλούσε από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά σε δύο στενές κοίτες, που απείχαν μεταξύ τους 300 περίπου μέτρα. Πέρασαν τον πρώτο κλάδο από μακριά ξύλινη γέφυρα. Τον δεύτερο τον διέσχισαν. Όμως κατά την περίοδο των βροχών ο όγκος τού νερού έπρεπε να ήταν πολύ μεγάλος, γιατί η πετρώδης κοίτη τού ποταμού είχε πλάτος περισσότερο από ένα τέταρτο τού μιλίου. Το χρώμα τού νερού ήταν ακριβώς εκείνο τού Τίβερη, περισσότερο κίτρινο παρά κόκκινο, που ήταν η πραγματική έννοια τής λέξης Κιζίλ. Ένας ψηλός λόφος που ονομαζόταν Νέμπιαν Νταγ αναπτυσσόταν στη δυτική πλευρά τού ποταμού με κατεύθυνση από νότια προς ανατολικά. Το ιδιόμορφο σχήμα του αποτελούσε σημείο αναφοράς για τα πλοία που έρχονταν από την Κριμαία. Στις δέκα έφτασαν στους πρόποδες χαμηλής δασωμένης λοφοσειράς, κοντά στην οποία υπήρχε πηγάδι, όπου το σχοινί που χρησιμοποιούσαν για να ανεβάζουν το νερό ήταν ένα ενιαίο κλαδί κλήματος, μήκους μεταξύ εικοσιπέντε και τριάντα ποδιών. Ο Χάμιλτον είχε δει συχνά στα δάση μακριούς βλαστούς να κρέμονται από τις κορυφές των ψηλότερων δένδρων, αλλά ποτέ τέτοιο μήκος, όπως αυτό. Όντας πολύ εύπλαστοι, ανταποκρίνονταν πολύ στον σκοπό σχοινιού πηγαδιού. Τα δένδρα σε αυτούς τούς λόφους ήσαν κυρίως βελανιδιές, αλλά καθώς προχωρούσαν κατά μήκος τους, γίνονταν πιο άφθονες οι αγριομηλιές, οι αχλαδιές και οι μουσμουλιές. Οι δρόμοι ήσαν εξαιρετικοί και καλά προσαρμοσμένοι στα ελαφρά κάρα τής περιοχής. Το έδαφος αποτελούσαν κυρίως στρώματα χαλικιών, άμμου και αργίλου, όπως εκείνα στα ανατολικά τής Μπάφρας, που φαίνονταν να ήταν τα απομεινάρια των συντριμμιών, τα οποία ξέπλενε και κατέβαζε από το εσωτερικό ο Άλυς μέσα από τα φαράγγια στα νότια και τα ξάπλωνε ως δέλτα πάνω στον βυθό τής θάλασσας και μέσω των οποίων, αφού είχε ξεπροβάλλει στη συνέχεια ή είχε υψωθεί πάνω από το επίπεδο τής θάλασσας, το ποτάμι είχε φτιάξει νέα και βαθύτερη κοίτη.

Κατεβαίνοντας από αυτούς τούς λόφους, από τις κορυφές των οποίων είχαν εκτεταμένη θέα προς τα βορειοδυτικά, έφτασαν στην πεδιάδα στις έντεκα, η οποία παρείχε εξαιρετικούς βοσκότοπους για τα άλογα, τα οποία έβοσκαν σε όλες τις κατευθύνσεις. Μια μεγάλη λίμνη γλυκού νερού, που λεγόταν ότι ήταν γεμάτη ψάρια και από την οποία ένα ρέμα έτρεχε στη θάλασσα, τούς επισημάνθηκε τρία μίλια μακριά στα βόρεια-βορειοδυτικά. Για κάποια απόσταση ο δρόμος περνούσε μέσα από φυσικούς οπωρώνες με μηλιές και άλλα καρποφόρα δένδρα και διάφορα αναρριχητικά φυτά. Τα μήλα, αν και όχι αρκετά ώριμα, ήσαν απολύτως γλυκά. Διασχίζοντας τον Άλυ είχαν μπει στην Παφλαγονία, η οποία, ακόμη και στην εποχή των Ρωμαίων, φημιζόταν για τα μήλα της. Ο δρόμος συνεχιζόταν κοντά σε δασωμένους λόφους στα αριστερά τους, ενώ βοσκότοποι και καλλιεργήσιμες εκτάσεις εκτείνονταν προς τη θάλασσα στα δεξιά. Λίγο μετά τις δώδεκα έφτασαν σε μικρό καφενεδάκι και σταμάτησαν για μισή ώρα κάτω από τη σκιά κάποιων έξοχων πλατανιών. Πολλοί γέροι χωρικοί περιφέρονταν άσκοπα στον τόπο, και ο Χάμιλτον εντυπωσιάστηκε από το καθαρό και απλό ένδυμά τους, εξ ολοκλήρου από λευκό βαμβάκι, εκτός από τα σανδάλια τους, που ήσαν φτιαγμένα από δέρματα βουβαλιών και δένονταν στη μέση τής γάμπας, που προστατευόταν από χοντρή κάλτσα, την οποία έφτιαχναν οι ίδιοι από παχύ λευκό βαμβακερό. Χαλαρά λευκά σώβρακα, πάνω από τα οποία τον χειμώνα φορούσαν σαλβάρια (παντελόνια) από χοντρό ύφασμα, άσπρο πουκάμισο, με λευκό τουρμπάνι γύρω από το κεφάλι και λευκό ή χρωματιστό σάλι για ζώνη συμπλήρωναν τη φορεσιά τους.

Φεύγοντας από το καφενείο πέρασαν για αρκετά μίλια μέσα από πλούσια και καλά περιφραγμένη περιοχή όπου αφθονούσαν οι δενδροστοιχίες, ενώ πολλά ρέματα από τούς λόφους άλλαζαν το τοπίο για τα σκονισμένα μάτια τους και έδιναν σίγουρη υπόσχεση για άφθονες καλλιέργειες. Οι λόφοι στα αριστερά ήσαν καλά δασωμένοι. Στις δυόμιση μπήκαν σε στενή και καλά ποτιζόμενη κοιλάδα προς νότο, ενώ ύστερα από μισό περίπου μίλι έφτασαν στο χωριό Αλατσάμ. Στις όχθες τού μικρού ρέματος, καθώς και κοντά στην είσοδο τής κοιλάδας, υπήρχαν μερικά από τα πιο έξοχα πλατάνια που είχε δει ποτέ ο Χάμιλτον, αλλά οι κορυφές τους ως επί το πλείστον είχαν φύγει, σπασμένες ή τραυματισμένες από τον χρόνο και τις καιρικές συνθήκες. Μέτρησε την περίμετρο πολλών σε ύψος τριών περίπου ποδιών από το έδαφος, εκεί όπου η διάμετρος ήταν η μικρότερη, και διαπίστωσε ότι το ένα ήταν 35 πόδια και πολλά άλλα πάνω από 30 πόδια [12 και 10 περίπου μέτρα αντίστοιχα] σε περίμετρο.

Το σπίτι που τού δόθηκε ως κατάλυμα είχε τόσο βρώμικη και δυσάρεστη εμφάνιση, ενώ το ξερό πράσινο χορτάρι μπροστά του, κοντά στον ποταμό, ήταν τόσο δελεαστικό, που αποφάσισε να στήσω τη σκηνή του για πρώτη φορά και τη βρήκε πολύ δροσερή και ευχάριστη. Καθώς οι υπηρέτες την ετοίμαζαν, ανέβηκε την κοιλάδα μέχρι τα ερείπια παλαιού κάστρου ή φρουρίου, ένα περίπου μίλι από το χωριό, στην κορυφή μυτερού και κατάφυτου λόφου. Ανέβηκε με κάποια δυσκολία, αφού σκαρφάλωσε μέσα σε συστάδες και βάτα, αλλά δεν βρήκε τίποτε που θα αντάμειβε τον κόπο. Η θέα όμως προς τα βόρεια ήταν γραφική ενώ, καθώς κατέβαινε από άλλο δρόμο για το χωριό, συνάντησε απροσδόκητα, σε χαμηλότερο λόφο, τα ερείπια πιο σημαντικού κτιρίου, αλλά τόσο εντελώς θαμμένου στο δάσος και σκεπασμένου από θάμνους, που ήταν αδύνατο να αποκτήσει κάποια ιδέα για το σχέδιο ή την έκτασή του. Οι συμπαγείς τοίχοι, που ήσαν χτισμένοι από εναλλασσόμενα στρώματα πέτρας και τούβλων, όπως εκείνοι τής Κωνσταντινούπολης, φαινόταν ότι ανήκαν στη βυζαντινή περίοδο, αλλά δεν είδε ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Η θέση τής κοιλάδας και των ερειπίων αντιστοιχούσε με εκείνη τού πύργου και τής πόλης Ζάληκος, που αναφέρεται στον Περίπλου τού Μαρκιανού και ονομαζόταν Ζαλίσκος από τον Πτολεμαίο, σε απόσταση 150 σταδίων από το ποτάμι και 390 από τη Σινώπη. Στις πέντε το απόγευμα το θερμόμετρο ανέβηκε στους 82° Φαρενάιτ στη σκιά και στις εννέα το βράδυ στους 77° [28 και 25° C αντίστοιχα].

Παρασκευή 22 Ιουλίου. Το θερμόμετρο στις πέντε το πρωί έδειχνε 66 βαθμούς [19° C]. Δεν υπήρχε σταθμός αλλαγής αλόγων (μενζίλ) στον τόπο και ο κεχαγιάς υποχρεώθηκε να αποσπάσει τα άλογα από τούς αγρότες. Ο Χάμιλτον ένιωσε έκπληξη με τη δυσπιστία που έδειχναν οι ιδιοκτήτες ο ένας για τον άλλο. Δεν επέτρεπαν στον τάταρ να καταβάλει ολόκληρο το ποσό σε ένα άτομο, αλλά καθένας επέμενε να τού πληρωθεί χωριστά το δικό του μερίδιο, οσοδήποτε μικρό. Ήταν σχεδόν επτά όταν ξεκίνησαν, έχοντας μπροστά τους δύσκολη και ορεινή διαδρομή δώδεκα ωρών μέχρι τη Γκέρζε. Δύο μίλια σε βορειοδυτική κατεύθυνση, σε επίπεδη και καλά καλλιεργούμενη χώρα, τούς έφεραν στους αμμόλοφους στην παραλία, κατά μήκος των οποίων προχώρησαν για αρκετά μίλια. Η πεδιάδα στα αριστερά τους, η οποία παρήγαγε κριθάρι και καλαμπόκι, σταδιακά μειωνόταν, ενώ οι δασωμένοι λόφοι πλησίαζαν στην ακτή. Τέσσερα περίπου μίλια από το Αλατσάμ διέσχισαν πολλά μικρά ρέματα, στις οκτώμιση πέρασαν από τουρκικό νεκροταφείο, τα όρια τής δικαιοδοσίας τού Οσμάν πασά, ενώ λίγο αργότερα πέρασαν ποτάμι που ονομαζόταν Κουμπεάσι Τσάι, το οποίο κυλούσε από μεγάλη και καλά δασωμένη κοιλάδα. Ένα σημείο τής γης που έμοιαζε με νησί, το οποίο έβλεπε ο Χάμιλτον από αυτό το σημείο, έχοντας σχεδόν βόρεια-βορειοδυτική κατεύθυνση, αποδείχτηκε ότι ήταν το σημείο τής Σινώπης.

Προχωρώντας προς το ποτάμι, που ονομαζόταν Καρά Οντζά Σου, ίππευσαν για δυόμιση μίλια σε δυτική-νοτιοδυτική κατεύθυνση κατά μήκος τής βοτσαλόστρωτης παραλίας, με τούς δασώδεις λόφους κοντά τους, που αποτελούνταν, όπως μπορούσε να κρίνει από λίγα απογυμνωμένα τμήματα, από οριζόντια στρώματα λευκής ασβεστολιθικής μάργας στο πάνω τμήμα, με λίγα στρώματα ψαμμίτη, που διασχίζονταν από φλέβες ασβεστώδους σχιστόλιθου. Στα χαμηλά βράχια κοντά στην παραλία τα στρώματα ήσαν πολύ παραμορφωμένα, αλλά με σχεδόν κατακόρυφη βύθιση προς νότο και αποτελούνταν από ασβεστόλιθο, τόσο μαργαϊκό όσο και ημικρυσταλλικό, ψαμμίτη και σχιστόλιθο, όπου ο ασβεστόλιθος διαχωριζόταν από λεπτά στρώματα μαρμαρυγιακού σχιστόλιθου. Δεν παρατήρησε ίχνη οργανικών υπολειμμάτων, εκτός από εκείνες τις ατελείς εμφανίσεις που είχαν γενική ομοιότητα με τα φυκοειδή και ήσαν τόσο πολλές στους σχιστολιθικούς σχηματισμούς κοντά στην Τεργέστη. Πουθενά δεν αντιλήφθηκε ένδειξη ή εμφάνιση άνθρακα, αλλά λίγο πιο πέρα βρήκε μερικούς κόμπους αδρού πυρόλιθου μαυριδερού χρώματος. Στις δέκα παρά τέταρτο, αφού πέρασαν βραχώδες άκρο, σταμάτησαν για μισή ώρα κάτω από τα δένδρα στις όχθες τού Καρά Οντζά Σου, εκεί όπου ξεπρόβαλλε από βαθύ και βραχώδες φαράγγι. Όταν τα άλογα είχαν συνέλθει κάπως από τις επιπτώσεις τού βοτσαλόστρωτου δρόμου, προχώρησαν και πάλι για ενάμιση μίλι σε βορειοδυτική κατεύθυνση.

Image

Εκβολές τού Τσάι Ακ Σου (Χάμιλτον 1842)

Αυτό το τμήμα τού δρόμου ήταν εξαιρετικά κακό, ένα μόνο στενό μονοπάτι ανάμεσα στον κατακόρυφο βράχο και τα γαλάζια κύματα, πάνω από τεράστιες μάζες που είχαν γκρεμιστεί από πάνω και όπου ήσαν υποχρεωμένοι εναλλάξ να μπαίνουν στο νερό για να αποφύγουν τα βράχια και να σκαρφαλώνουν πάνω στα βράχια για να αποφύγουν τα βαθιά νερά, προς μεγάλη αγωνία των αλόγων και ζημιά των αποσκευών. Στις έντεκα και τέταρτο άφησαν την παραλία και διασχίζοντας σειρά χαμηλών λόφων βρέθηκαν ξαφνικά σε θέα τού Τσάι Ακ Σου, οι εκβολές τού οποίου ήσαν ακριβώς από κάτω τους. Το ποτάμι χυνόταν στη θάλασσα μεταξύ τής κορυφογραμμής στην οποία στέκονταν και ενός βραχώδους λόφου στα δυτικά.

Κατεβαίνοντας από τον λόφο, ο δρόμος τους ανέβαινε για λίγο σε πυκνά δασωμένη κοιλάδα, που ποτιζόταν από αυτό το ποτάμι, το οποίο διέσχισαν και ξαναδιέσχισαν αρκετές φορές. Τα πλατάνια, που φύτρωναν άφθονα στο κάτω μέρος της, ήσαν μεγάλα και ακμαία, όπως εκείνα τού Αλατσάμ, αλλά πολλά ήσαν κλαδεμένα.

Αφού ακολούθησαν το ποτάμι για κάποιο διάστημα προς τα δυτικά, έστριψαν βόρεια και ανέβηκαν, μέσα από βελανιδιές και έλατα, στον απότομο λόφο που εκτεινόταν από τα ανατολικά προς τα δυτικά και χώριζε την κοιλάδα από τη θάλασσα, για να αποφύγουν τον οποίο είχαν αναγκαστεί να απομακρυνθούν από την ακτή. Οι σχεδόν κατακόρυφες πλευρές του πρέπει να τον καθιστούσαν κάποτε μέρος μεγάλης ασφάλειας, που είχε πιθανώς προσελκύσει την προσοχή σε παλαιότερες εποχές. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν η περιοχή των Ζαγώρων, τα οποία ο Αρριανός τοποθετεί σε απόσταση 150 σταδίων από την Κάρουσα, στην ίδια δηλαδή απόσταση με εκείνη από την Κάρουσα στη Σινώπη.82 Μετρώντας την ακτογραμμή στον χάρτη ο Χάμιλτον εύρισκε ακριβώς δεκαπέντε γεωγραφικά μίλια από την Κάρουσα μέχρι τις εκβολές τού Καρά Οντζά Σου. Αυτή την αναλογία των δέκα σταδίων ανά γεωγραφικό μίλι, αν και σίγουρα όχι πάντοτε σωστή, ούτε άλλωστε θα ήταν δυνατό να συμβαίνει αυτό, την είχε βρει γενικά πιο πρόσφορη από οποιαδήποτε άλλη στην εφαρμογή τής συγκριτικής γεωγραφίας. Και πάλι, η απόσταση μετρούμενη στον ίδιο χάρτη από την Κάρουσα στη Σινώπη ήταν με προσέγγιση μισού μιλίου η ίδια, δηλαδή δεκαπέντε και μισό γεωγραφικά μίλια. Επιπλέον, ο Μαρκιανός κάνει την απόσταση μεταξύ Κάρουσας και Ζαγώρων λιγότερη από εκείνη μεταξύ Σινώπης και Κάρουσας, με τη δεύτερη να ήταν 150 στάδια και την πρώτη μόνο 120, ενώ αποκαλεί τα Ζάγωρα καθώς και την Κάρουσα χωρίον, που αποδίδεται στα λατινικά ως κάστρο.83

Ο Χάμιλτον σημείωνε ότι ορισμένοι συγγραφείς είχαν υποθέσει ότι αυτά τα Ζάγωρα ήσαν τα ίδια με το Γάζουρον τού Περίπλου τού Ανωνύμου, που ονομάστηκε στη συνέχεια Κάλιπποι. Αντιλαμβανόταν όμως ότι το Γάζουρον έπρεπε να αναζητηθεί πιο πέρα προς τα ανατολικά, γιατί ο συγγραφέας τού ανώνυμου Περίπλου το τοποθετεί 150 στάδια από το Γουρζούβανθον, το οποίο ήταν το ίδιο 60 στάδια από την Κάρουσα, ενώ, επιπλέον, ορίζει την απόσταση από το Γάζουρον μέχρι τον ποταμό Ζάληκο σε ενενήντα μόνο στάδια.84 Υπήρχαν λοιπόν δύο ή τρεις ξεχωριστές γραμμές τόπων, οι θέσεις των οποίων εναλλάσσονταν μεταξύ τους, αλλά ο συνολικός αριθμός των σταδίων σε καθεμιά ήταν σχεδόν ο ίδιος. Έτσι βλέπουμε ότι, εισάγοντας ολόκληρη την απόσταση μέχρι τον Άλυ, ο Μαρκιανός και ο Περίπλους του Ανωνύμου σχεδόν συμπίπτουν και η μόνη ουσιαστική διαφορά ανάμεσά τους ήταν σε σχέση με τη θέση τού ποταμού Ζαλήκου. Ήταν λοιπόν πιθανό ότι το ποτάμι που εννοείται, το οποίο μερικές φορές ονομαζόταν Ζαλίσκος, ίσως δεν ήταν το ίδιο και στις δύο αφηγήσεις, αν και οι ανακρίβειες, οι οποίες συμβαίνουν συχνά σε αυτούς τούς συγγραφείς, θα μπορούσαν από μόνες τους να ήταν αρκετές για να εξηγήσουν την ασυμφωνία.

Αντωνίνος

Μαρκιανός

Περίπλους Ανωνύμου

Σινώπη-Κάρουσα

150

150

150

Κάρουσα-Γουρζούβανθον

60

Κάρουσα-Ζάγωρα

150

120

Γουρζούβανθον-Γάζουρον

150

Ζάγωρα-Ζάληκος

120

Γάζουρον-Ζάληκος

90

Ζάγωρα-Άλυς

300

Ζάληκος-Άλυς

150

110

600

540

560

Έχοντας φτάσει στην κορυφή τής ράχης, ο δρόμος προχωρούσε για κάποιο διάστημα πάνω της, μέχρι που κατέβηκαν στη βόρεια πλευρά, η οποία κατηφόριζε γρήγορα προς τη θάλασσα. Εδώ ο δρόμος γινόταν εξαιρετικά όμορφος, περνώντας μέσα από πλούσια δάση από κουμαριές, μυρτιές, δάφνες, βελανιδιές και κρανιές (κιζιλτζίκ). Από τις κουμαριές υπήρχαν δύο διακριτά είδη, ένα συνηθισμένο κι ένα άλλο που ο Χάμιλτον είχε κατά καιρούς δει πάνω στους λόφους κοντά στη Σμύρνη, αξιοσημείωτο για το πολύ καθαρό, λείο και με κόκκινη φλούδα στέλεχος, με τα κλαδιά του να αναπτύσσονται με πιο έντονο και στρογγυλεμένο τρόπο, όπως η γλυστροκουμαριά. Ο δρόμος ήταν πολύ κουραστικός για τα άλογα και στη μιάμιση η ώρα σταμάτησαν σε κρήνη για να ξεκουραστούν. Ένας χωρικός έκοψε λίγο κριθάρι από την πλαγιά τού βουνού και το έφερε για τα ζώα τους.

Το ακρωτήριο τής Σινώπης, όπως φαινόταν από εκεί, είχε την εμφάνιση νησιού, αφού ο ισθμός με τον οποίο συνδεόταν με τη στεριά ήταν πολύ χαμηλός και δεν φαινόταν. Αφού πέρασαν για αρκετά μίλια πάνω από λόφους σκεπασμένους με την καλύτερη βλάστηση, με δασωμένους λόφους που υψώνονταν σε μεγάλο ύψος στην αριστερή πλευρά, έφτασαν λίγο πριν από τις πέντε στο Κουσουφέτ Οβά [Γκουρσουφέτ, σήμερα Τσαλμπογάζ], μικρό χωριό επτά ή οκτώ σπιτιών. Βρίσκοντας ότι ήταν αδύνατο να συνεχίσουν για τη Γκέρζε το ίδιο βράδυ, ο Χάμιλτον έβαλε να στήσουν τη σκηνή στο πράσινο τού χωριού, ενώ τα άλογα φρουρούνταν γύρω. Αυτό το μέρος, καθώς και η γειτονική πόλη Γκέρζε, ήταν διάσημο για εξαιρετικά όμορφη ράτσα πετεινών, που στέλνονταν στην Κωνσταντινούπολη ως δώρα, ακόμη και στον σουλτάνο. Τού έφεραν για επιθεώρηση έναν κόκορα αγώνων και σίγουρα ήταν εξαιρετικά όμορφο πουλί, που στεκόταν πολύ ψηλά πάνω στα πόδια του. Το θερμόμετρο στη σκηνή του έδειχνε στις πέντε το απόγευμα 84, στις επτά 78 και στις δέκα τη νύχτα 73 βαθμούς Φαρενάιτ [29, 25 και 23° C αντίστοιχα]. Κοιτάζοντας έξω από τη σκηνή του εκείνη την προχωρημένη ώρα, εντυπωσιάστηκε πολύ με το όμορφο τοπίο γύρω του, το οποίο γινόταν ιδιαίτερα ευδιάκριτο από τη φωτεινότητα τού φεγγαριού. Τα άλογα μαζεμένα κοντά, ενώ ο τάταρ και οι υπηρέτες τού Χάμιλτον είχαν τυλιχτεί για να κοιμηθούν μέσα στα πανωφόρια τους, κάτω από τα δένδρα, κοντά στις στάχτες τής φωτιάς που έσβηνε, στην οποία είχε ετοιμαστεί το δείπνο τους, ενώ λίγο πιο πέρα παρέα χωρικών, με τούς σουρτζήδες, κάθονταν γύρω από αναμμένη φωτιά, παρακολουθώντας την προετοιμασία ολόκληρου αρνιού, που ψηνόταν προς τιμήν τής άφιξης των ξένων, αλλά για το οποίο θα πλήρωναν βέβαια οι ξένοι.

Σάββατο 23 Ιουλίου. Ξέστησαν τις σκηνές τους νωρίς και βρίσκονταν στη σέλλα λίγο μετά τις πέντε. Για δύο μίλια περνούσαν από δασώδη χώρα σε βόρεια-βορειοδυτική κατεύθυνση, απομακρυνόμενοι σταδιακά από τη θάλασσα, καθώς η ακτή κοντά στο Κουσουφέτ απομακρυνόταν προς βορρά, σχηματίζοντας κόλπο στον οποίο πιθανότατα βρισκόταν το Γουρζούβανθον, ο σταθμός που αναφέρεται στον Περίπλου του Ανωνύμου ως ευρισκόμενος 60 στάδια από την Κάρουσα. Καθώς προχωρούσαν, η κατεύθυνσή τους γινόταν περισσότερο βορεινή, η χώρα πιο δασωμένη και η διαδρομή τους πιο περίπλοκη. Σε κάποια σημεία δυσκολεύονταν να περάσουν τα άλογα αποσκευών μέσα από τα πυκνά δάση και πάνω στους κακούς δρόμους. Αλλά το τοπίο ήταν όμορφο και απόλαυσαν διαδοχικά θέα προς τη θάλασσα και τα ακρωτήρια Γκέρζε και Σινώπης, ιδωμένα μέσα από τα ανοίγματα τού δάσους. Τα δένδρα ήσαν κυρίως μυρτιές, κουμαριές, δάφνες και έλατα, αλλά ο Χάμιλτον δεν ήταν βέβαιος αν εκείνο που ονόμαζε κουμαριά με κόκκινο κορμό δεν ήταν παρά είδος δάφνης ή γλυστροκουμαριάς, η οποία λεγόταν ότι αναπτυσσόταν σε αυτή την ακτή, γιατί, αν και είχε τα πριονωτών άκρων φύλλα τής κουμαριάς και έφερε καρπό που έμοιαζε με τον δικό της, το ίδιο το φύλλο ήταν απολύτως λείο, πιο ωοειδές από εκείνο τής κουμαριάς και εξαιρετικά πικρό στη γεύση. Στις επτάμιση διέσχισαν ποτάμι που ονομαζόταν Χισάρ Τσάι, πέρα από το οποίο, εκτός από τα δένδρα που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ο Χάμιλτον είδε επίσης βελανιδιές, οξιές, καρπίνους και άλλα. Αφού πέρασαν μέσα από πυκνό φυσικό δάσος από κουμαριές και δάφνες, σύντομα έφτασαν στους κήπους και τούς αμπελώνες τής Γκέρζε, ενώ, αφού διέσχισαν κακό υπερυψωμένο μονοπάτι για κάποια απόσταση, αλλάζοντας την κατεύθυνσή τους σε ανατολική-βορειοανατολική, μπήκαν στην πόλη λίγο μετά τις εννέα.

Η Γκέρζε, η αρχαία Κάρουσα, είχε 240 περίπου σπίτια, όπου όλα, εκτός από 25 περίπου ελληνικά, ήσαν τουρκικά. Λόγω τής ζέστης, ο Χάμιλτον αποφάσισε να σταματήσει εκεί μέχρι το απόγευμα. Ανέλαβε λοιπόν κατάλυμα σε μικρό καφενείο κοντά σε είδος ταρσανά, όπου κατασκεύαζαν δύο εμπορικά μπρίκια, καθένα βάρους 100 ή 120 περίπου τόνων. Ένας Έλληνας τον πληροφόρησε ότι το κύτος τέτοιου σκάφους, χωρίς κατάρτια και ξάρτια, κόστιζε 40.000 περίπου γρόσια, ή 400 περίπου στερλίνες. Όμως λίγο εμπόριο φαινόταν να υπάρχει, αν και έστελναν στην Ισταμπούλ σιτηρά και φρούτα, καθώς και μικρή ποσότητα ξυλείας και σανίδες. Ένας κόκορας και μια κότα τής ράτσας που έχει ήδη αναφερθεί κόστιζαν εδώ είκοσι γρόσια, ενώ η τιμή των κοινών πετεινών ήταν έξι ή οχτώ το ζευγάρι. Περπάτησε στον τόπο για κάποιο διάστημα και επισκέφτηκε το στενό ακρωτήριο που σχημάτιζε το λιμάνι, όπου υπήρχε ερειπωμένο ξύλινο φρούριο με έξι μπρούτζινα κανόνια. Περνώντας μέσα από την πόλη είδε εκείνο που ήταν κάποτε βάθρο αγάλματος, αλλά χωρίς επιγραφή. Στον τοίχο όμως μιας παλαιάς βυζαντινής εκκλησίας βρήκε το παρακάτω θραύσμα, καθώς και το άλλο σε ελληνική εκκλησία εκεί κοντά, στην αυλή τής οποίας υπήρχαν δύο κορινθιακά κιονόκρανα και αρκετές μικρές σπασμένες κολώνες [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτ. 50-51, σελ. 409]:

Image

Στη Γκέρζε

Αυτά ήσαν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία τής αρχαιότητας που μπόρεσε να ανακαλύψει και είχαν πιθανώς μεταφερθεί εκεί από τη Σινώπη. Αλλά το όνομα τού τόπου αποδείκνυε επαρκώς ότι βρισκόταν στη θέση τής αρχαίας Κάρουσας, 150 στάδια [30 χλμ] από τον προηγούμενο τόπο. Η περιγραφή τού λιμανιού, όπως παρέχεται στον Περίπλου τού Ανωνύμου, αντιστοιχούσε αρκετά, αν και δεν συμφωνούσε με τη συνήθη μετάφραση τού αποσπάσματος. Η διατύπωση ήταν «λιμένα τοῖς ἀφ’ ἑσπέρας ἀνέμοις», η οποία μεταφράζεται «λιμάνι ανοικτό σε ανέμους που πνέουν από τα δυτικά» (portum patentem ventis ab occidente flantibus), αλλά το πραγματικό νόημα τού ελληνικού κειμένου πρέπει να ήταν «καλό λιμάνι, όταν ο άνεμος φυσάει από τα δυτικά», όπως συνέβαινε. Ο Χάμιλτον σημειώνει ότι το ίδιο λάθος γίνεται στη μετάφραση τού αποσπάσματος τού Περίπλου τού Μαρκιανού. Ο Αρριανός λέει απλώς ότι ήταν κακός σταθμός για τα πλοία.85

Σύμφωνα με τον Περίπλου τού Ανωνύμου, η απόσταση από την Κάρουσα μέχρι τη Σινώπη ήταν 150 στάδια ή δεκαοχτώ μίλια. Με τον δρόμο της εποχής τού Χάμιλτον ήταν έξι ώρες ή δεκαοκτώ γεωγραφικά μίλια. Καθώς βιαζόταν να φτάσει τη Σινώπη πριν από το σούρουπο, έφυγε από τη Γκέρζε στη μία παρά τέταρτο, την πιο ζεστή ώρα τής ημέρας. Για κάποιο διάστημα ο δρόμος ήταν εξαιρετικός. Φράχτες δάφνης και μυρτιάς χρησίμευαν ως προστασία των κήπων και των περιβολιών στις δύο πλευρές τού δρόμου, ενώ στη συνέχεια βγήκαν σε άγρια ανοιχτή χώρα με λίγα διάσπαρτα δένδρα. Ύστερα διέσχισαν μικρό ρυάκι που κυλούσε βορειοανατολικά και μπήκαν πάλι σε καλά καλλιεργούμενη περιοχή, όπου τα χωράφια, επίσης περιφραγμένα με θάμνους, ήσαν γεμάτα καρπούς σχεδόν ώριμους. Πουθενά στη Μικρά Ασία δεν είχε δει ο Χάμιλτον περιοχή τόσο αγγλική στην εμφάνισή της ή που να έμοιαζε τόσο πολύ με τις δικές τους πλούσιες καλλιεργήσιμες περιοχές. Η Σινώπη επίσης φαινόταν πολύ όμορφη πάνω στο βαθύ μπλε τής θάλασσας. Λίγο μετά τις δύο διέσχισαν τον Γαϊκιόιλ Τσάι, καθαρό ρέμα που κυλούσε πάνω σε στρώμα ασβεστολιθικών βράχων και συνέχισαν για δύο ή τρία μίλια, με τούς δρόμους να είναι συχνά κακοί και ελώδεις, μέσα από περιοχή παρόμοιας περιγραφής, που τη διασπούσαν εδώ κι εκεί λίγα δάση.

Στις τρισήμιση κατέβηκαν σε επίπεδη πεδιάδα κοντά στη θάλασσα, που ποτιζόταν από τον Τσομπανλάρ Τσάι, το διάφανο νερό τού οποίου κυλούσε ορμητικά πάνω σε ασβεστολιθικά πετρώματα, ενώ οι όχθες καλύπτονταν από πλατάνια που φύτρωναν σε μεγάλη αφθονία. Αυτό το ποτάμι ήταν ο Εύαρχος που αναφέρεται από τον Αρριανό και άλλους παλαιούς γεωγράφους [Valerius Flaccus] ως ευρισκόμενο 80 στάδια από τη Σινώπη και 70 από την Κάρουσα. Ήταν το σύνορο μεταξύ Παφλαγονίας και Καππαδοκίας, όταν τα όρια αυτής τής τελευταίας επαρχίας εκτείνονταν μέχρι τον Εύξεινο. Μετά τη διέλευση τού ποταμού ξανακατέβηκαν στην ακτή, απ’ όπου προχώρησαν κατά μήκος τής παραλίας, ενώ μισό μίλι πέρα από τον ποταμό πέρασαν από μερικές καλύβες που ονομάζονταν Τσομπανλάρ, όπου ορισμένες βάρκες κατασκευάζονταν στην παραλία, ορίζοντας πιθανώς το σημείο που αποτελούσε τον σταθμό, ο οποίος ονομαζόταν Κυπτασία από τον Πτολεμαίο και Κλόπτασα στον Πευτιγγεριανό Πίνακα (χάρτη τού Πόιτινγκερ), επτά μίλια από τη Σινώπη. Ήταν μέρος χωρίς σημασία και κανένα ίχνος του δεν ήταν πια ορατό. Αφού προχώρησαν για δύο σχεδόν μίλια κατά μήκος τής ακτής, διέσχισαν εκτεταμένη πεδιάδα που αναπτυσσόταν προς το εσωτερικό δυτικά και βορειοδυτικά, στην οποία έβοσκαν πολλά μεγάλα κοπάδια βουβαλιών. Από εκεί, αφήνοντας την ακτή, ανέβηκαν χαμηλούς δασώδεις λόφους, πάνω από τούς οποίους ο δρόμος περνούσε για δύο ή τρία μίλια, στρέφοντας βαθμιαία προς τα βορειοανατολικά. Το χαρακτηριστικό τής περιοχής μέχρι τα τείχη τής Σινώπης αποτελούσε σειρά χαμηλών λόφων που έφταναν στην άκρη τού νερού και ήσαν καλυμμένοι με δένδρα. Στις εξήμιση, δύο μίλια από τη Σινώπη, πέρασαν από πηγή, όπου το κάλυμμα σαρκοφάγου είχε χρησιμοποιηθεί ως γούρνα, ενώ αμέσως μετά βρέθηκαν ανάμεσα σε κήπους και εξοχικές κατοικίες. Για ένα μίλι ή δύο, πριν φτάσουν στην πόλη, ο δρόμος περνούσε εν μέρει κατά μήκος και εν μέρει δίπλα σε παλιό υπερυψωμένο μονοπάτι, ή πλακοστρωμένο δρόμο, πολύ τραυματισμένο κατά τόπους, αλλά φαρδύτερο από τούς περισσότερους άλλους που είχε δει στη Μικρά Ασία.

Λίγα λεπτά μετά τις επτά, κατεβαίνοντας από τούς αμμόλοφους έξω από τα τείχη και περνώντας από το τουρκικό νεκροταφείο, όπου βρίσκονταν απλωμένα πολλά θραύσματα από κίονες, ένιωσε έκπληξη με τη μοναδική μορφή των τάφων. Έμοιαζαν με τετράγωνα κουτιά, σχηματισμένα από επίπεδες πέτρες που στηρίζονταν πάνω στις ακμές τους. Ο στενός ισθμός ήταν στρωμένος με ψιλή άμμο που κουβαλούσαν οι επικρατούντες βορειοδυτικοί άνεμοι. Σε αυτή την πλευρά, την οχύρωση τής Σινώπης αποτελούσε ισχυρό τείχος, προφανώς βυζαντινό, που εκτεινόταν εγκάρσια από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά και ενισχυόταν από πολλούς πύργους, μερικοί από τούς οποίους είχαν πια αποκλίνει σημαντικά από την κατακόρυφο.

Image

Σινώπη και κάστρο Σινώπης (Αρχείο φωτογραφιών παλαιάς Τουρκίας, eskiturkiye.net)

Έφτασαν στην εξωτερική πύλη τής πόλης από στενό ελισσόμενο πέρασμα μέσω τού τείχους και στη συνέχεια πέρασαν στα ανατολικά, μεταξύ τής ακρόπολης στα δεξιά τους και τού θαλάσσιου τείχους στα αριστερά, φτάνοντας στην εσωτερική πύλη. Ίππευσαν γρήγορα μέσα από τούς δρόμους και βγαίνοντας και πάλι στην ανατολική πλευρά, σύντομα βρέθηκαν στην ελληνική συνοικία, όπου ο κυβερνήτης είχε δώσει στον Χάμιλτον κατάλυμα. Το μέρος λεγόταν ότι είχε 500 τούρκικα σπίτια μέσα στα τείχη, και 300 ελληνικά σπίτια, όλα έξω, κυρίως προς τα ανατολικά τής πόλης.

Ένιωσε πολύ μεγάλη ικανοποίηση που βρέθηκε τελικά μέσα στα τείχη αυτής τής διάσημης πόλης, κάποτε πρωτεύουσας τού βασιλείου τού Μιθριδάτη Ευπάτορα, από τον οποίο καλλωπίστηκε πολύ και ο οποίος έφτιαξε επίσης λιμάνι σε καθεμιά από τις δύο πλευρές τού στενού ισθμού. Για παράδειγμα: «Ο Ευπάτωρ γεννήθηκε και ανατράφηκε στη Σινώπη. Ετίμησε ιδιαιτέρως την πόλη και την μεταχειρίστηκε ως μητρόπολη τού βασιλείου του».86 Επίσης: «Ο Πομπήιος ανέλαβε τις δαπάνες τής κηδείας τού Μιθριδάτη και κατεύθυνε την ακολουθία του να αποδώσει στα λείψανά του βασιλικό ενταφιασμό και να τα τοποθετήσει στους τάφους των βασιλέων στη Σινώπη, επειδή θαύμαζε τα μεγάλα επιτεύγματά του και τον θεωρούσε πρώτο από τούς βασιλείς τής εποχής του».87 Μια πόλη που δεν ήταν λιγότερο λαμπρή στην καταγωγή της, απ’ όσο στην άμυνά της απέναντι σε εχθρικές επιθέσεις και στην τελική της πτώση. Επίσης αξιόλογη ως γενέτειρα τού κυνικού φιλοσόφου Διογένη. Το σύγχρονο όνομά της ήταν Σινόπ, αλλά τίποτε δεν είχε παραμείνει όρθιο από τα κάποτε διάσημα κτίριά της, τις υπέροχες αίθουσές της και τούς πανέμορφους ναούς, με τα οποία την είχαν στολίσει διαδοχικοί βασιλείς και ηγεμόνες. Τα ελάχιστα ίχνη τού περασμένου μεγαλείου της, τα οποία βρήκε στη συνέχεια γυρίζοντας στην πόλη και την περιοχή της τις τρεις ημέρες που έμεινε εκεί, θα περιγραφούν στις σελίδες που ακολουθούν.

Κυριακή 24 Ιουλίου. Το πρωί ο Χάμιλτον επισκέφθηκε τον κυβερνήτη, που ήταν ευγενικός και ευφυής. Η συζήτησή τους περιστράφηκε κυρίως στην ατμοπλοϊκή σύνδεση που είχε πρόσφατα εγκαινιαστεί μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Τραπεζούντας. Σαν πραγματικός Τούρκος αυλικός δήλωνε ότι ήταν ικανοποιημένος με αυτήν, επειδή την είχε ενθαρρύνει ο πατισάχ και η κυβέρνησή του, όχι για κάποιο πλεονέκτημα που εύρισκε ο ίδιος σε αυτήν ή για οποιοδήποτε συγκεκριμένο όφελος που θα προερχόταν από αυτήν, αν και η Σινώπη είχε γίνει μία από τις κύριες αποθήκες άνθρακα. Είχε υιοθετήσει το τουρκικό ρητό «μη θαυμάζεις τίποτε» στον μέγιστο βαθμό, στο οποίο οφειλόταν η απόλυτη έλλειψη περιέργειάς του για τα μηχανικά οφέλη και τα πλεονεκτήματα τού ατμόπλοιου. Κατά τη διάρκεια τής συνομιλίας τους, ένιωσε έκπληξη βλέποντας έναν ηλίθιο να μπαίνει στο δωμάτιο, ο οποίος απευθυνόταν κατά περίπτωση στους γύρω του, αλλά εντελώς ανεξάρτητα από εκείνα που συνέβαιναν. Αργότερα έμαθε ότι ήταν ο αδελφός τού μπέη, στον οποίο, αφού ήταν εντελώς ακίνδυνος, είχε δοθεί απεριόριστη ελευθερία να περιφέρεται, όπως τού άρεσε. Ήταν γνωστό ότι οι Τούρκοι έδειχναν μεγάλη ευγένεια και προσοχή σε ηλίθιους παράφρονες ανθρώπους, θεωρώντας ότι αυτοί βρίσκονταν κάτω από την ιδιόμορφη προστασία τής θείας πρόνοιας.

Φεύγοντας από το διαμέρισμα τού μπέη, ο Χάμιλτον προχώρησε για να εξερευνήσει την πόλη και τα ερειπωμένα τείχη, σε αναζήτηση αρχαιοτήτων και επιγραφών. Αλλά από ενδιαφέρον για τον Τζουζέπε και τον τάταρ, όπου και οι δύο υπέφεραν πολύ από τη ζέστη των τελευταίων ημερών, τούς άφησε στο σπίτι και πήγε μόνος με τον τσαούση τού κυβερνήτη. Κοντά στην ανατολική πύλη ολόκληρο το τείχος κατά μήκος τού ισθμού σε αυτήν την πλευρά είχε φτιαχτεί από θραύσματα αρχαίας αρχιτεκτονικής, όπως κίονες, επιστύλια κλπ. και υποσχέθηκε στον εαυτό του πλούσια συγκομιδή επιγραφών.

Η ίδια αφθονία αρχαίων θραυσμάτων υπήρχε στην αυλή τού τεμένους κοντά στο κέντρο τής πόλης, όπου ήσαν τοποθετημένα σε κάθε πλευρά των διαφόρων μονοπατιών και δρόμων που οδηγούσαν σε μεγάλη κρήνη. Σε πολλές από τις κύριες οδούς, θραύσματα επιστυλίων και κιόνων φαίνονταν στα θεμέλια των σπιτιών. Το εξωτερικό τείχος προς τα δυτικά ήταν επίσης κατασκευασμένο από παρόμοια ερείπια.

Ανάμεσά τους υπήρχαν κομμάτια γείσου, με θραύσματα από δύο διαφορετικές επιγραφές. Η παρακάτω ήταν στον θριγκό γείσου εμπλουτισμένου με γιρλάντες και κεφάλι αγελάδας [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 54, σελ. 410]:

Image

Σε θριγκό γείσου στη Σινώπη

Οι επόμενες δύο ήσαν σε απλό γείσο. Όλες φαίνονταν ότι ανήκαν σε οικοδομήματα που είχαν χτιστεί από ή προς τιμήν τού αυτοκράτορα Γερμανικού [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτ. 53 και 55, σελ. 410]:

Image

Image

Δύο επιγραφές σε γείσο στη Σινώπη

Ένα μεγάλο μαρμάρινο λιοντάρι υπήρχε επίσης ανάγλυφο στο ίδιο τείχος προς νότο. Περνώντας από την πύλη τού εσωτερικού δυτικού τείχους υπήρχε μεγάλη επιγραφή πάνω από την πύλη. Ο Χάμιλτον προμηθεύτηκε με κάποια δυσκολία μια σκάλα για να την πλησιάσει, αλλά ήσαν σύγχρονα ελληνικά και έφεραν τη χρονολογία 1781.

Στη συνέχεια προχώρησε να επισκεφθεί την ακρόπολη, ή Ιτς Καλέ όπως αποκαλούνταν από τούς Τούρκους, η οποία εκτεινόταν κατά μήκος τού ισθμού στα δυτικά τής πόλης. Αυτά τα τείχη αποτελούνταν από αρχαία θραύσματα, που αποδείκνυαν την πλήρη καταστροφή των προηγούμενων κτιρίων. Έξω από την πύλη, στο κυκλικό βάθρο αγάλματος που είχε κουφωθεί και μετατραπεί σε γουδί για τρίψιμο ή άλεσμα σταριού, υπήρχε η παρακάτω επιγραφή προς τιμήν τού Αντωνίνου, τού γιου τού Αντωνίνου Πίου, την οποία ακολουθούσαν τα γράμματα C.I.F., τα ίδια με εκείνα που εμφανίζονταν στα αυτοκρατορικά νομίσματα τής Σινώπης και σήμαιναν Colonia Julia Felix [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 52, σελ. 409]:

Image

Σε βάθρο αγάλματος στη Σινώπη

Το εσωτερικό τμήμα τού τείχους στη δυτική πλευρά τής ακρόπολης υψωνόταν πάνω σε αψίδες, στηριζόμενες σε βάθρα πολύ όμορφης κατασκευής, που φαινόταν ότι ήσαν ρωμαϊκά και πιθανώς τα απομεινάρια υδραγωγείου.

Image

Άποψη τής Σινώπης (Τουρνεφόρ, Διήγηση ενός ταξιδιού στην Ανατολή, 1717)

Ο Πλίνιος ο Νεότερος88 ανυπομονούσε να ικανοποιήσει την έλλειψη των Σινωπέων φέρνοντας νερό από κάποιο μέρος δεκαέξι μίλια μακριά, αν άντεχε το έδαφος μια τόσο βαριά κατασκευή. Ο Χάμιλτον δεν είδε πουθενά απομεινάρια υδραγωγείου στην περιοχή τής Σινώπης, αν και αυτό το τείχος αποτελούσε ίσως μέρος του. Επί τού παρόντος η πόλη τροφοδοτούνταν με νερό από την ίδια τη χερσόνησο. Τμήμα τού εσωτερικού τείχους σε αυτή την πλευρά ήταν επίσης χτισμένο στο ίδιο στυλ όπως το υδραγωγείο και ενισχυόταν από δύο τετράγωνους πύργους, οι εξωτερικές γωνίες των οποίων είχαν αποκοπεί. Οι ογκόλιθοι είχαν όλοι το ίδιο μέγεθος. Οι πύργοι είχαν στενά και επιμήκη παράθυρα ή πολεμίστρες και η κατασκευή ήταν πολύ τέλεια. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι αποτελούσαν μέρος τού παλαιού ρωμαϊκού τείχους.

Το δεύτερο ή εξωτερικό τείχος, το οποίο εκτεινόταν εγκάρσια στον ισθμό, ήταν χτισμένο από παλιά υλικά και αποτελούσε ίσως έργο των Βυζαντινών ή των Γενουατών. Επειδή είχε υψωθεί πάνω στην άμμο, ορισμένοι από τούς πύργους είχαν αποκλίνει από την κατακόρυφο και εξακολουθούσαν να παρουσιάζουν τραγελαφική εμφάνιση, ενώ πιο πρόσφατες οχυρώσεις είχαν κατασκευαστεί πάνω τους. Από τον πύργο στη νοτιοδυτική γωνία μπορούσε να εντοπίσει τον αρχαίο μώλο, ο οποίος προστάτευε κατά το παρελθόν το λιμάνι, που εκτεινόταν κάτω από το νερό σε ακανόνιστη γραμμή κατά μήκος ολόκληρης τής πόλης, αφήνοντας στενό άνοιγμα για μικρά σκάφη, το οποίο αποτελούσε ακόμη και τώρα τη μοναδική είσοδο στο λιμάνι.

Η ακρόπολη κατοικούνταν από τουρκικές οικογένειες και είχε πενήντα σχεδόν σπίτια. Διασχίζοντας την πόλη προς βορρά, πέρασε από οχυρωμένη έξοδο και κατέβηκε στην παραλία, όπου το τείχος ήταν χτισμένο πάνω σε απότομο, αποσυντιθέμενο οστρακώδη ασβεστόλιθο, τον οποίο ένιωσε έκπληξη βρίσκοντας γεμάτο μικρές κυκλικές τρύπες, που έμοιαζαν προφανώς με εκείνες που περιγράφονται από τον Στράβωνα με την ονομασία χοινικίδες:89 «Η χερσόνησος προστατεύεται γύρω-γύρω από βραχώδεις ακτές, στις οποίες υπάρχουν κοιλώματα, βραχώδεις εσοχές, τα οποία οι άνθρωποι ονομάζουν «χοινικίδες». Όταν η στάθμη τής θάλασσας ανεβαίνει, οι κοιλότητες αυτές γεμίζουν με νερό κι έτσι η περιοχή είναι δύσκολα προσπελάσιμη, όχι μόνο γι’ αυτόν τον λόγο, αλλά και επειδή ολόκληρη η επιφάνεια τού βράχου είναι αχινώδης και αδιάβατη με γυμνά πόδια». Όμως εκείνες που είδε ο Χάμιλτον δεν ήσαν πάνω από εννέα ίντσες [23 εκατοστά] σε διάμετρο και είχαν βάθος από ένα έως δύο πόδια [30 έως 60 εκατοστά]. Δεν υπήρχε όμως καμία αμφιβολία ότι αυτές οι κοιλότητες, αν ήσαν μεγαλύτερες, θα καθιστούσαν σχεδόν αδύνατο για ένα σώμα ανδρών να βγει στη στεριά. Φαίνονταν να είχαν προκληθεί από βότσαλα που τα χτυπούσε πάνω σε μικρές κοιλότητες η βίαιη δράση των κυμάτων. Ο ίδιος ο βράχος, που αποτελούνταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από κοχύλια, χρησιμοποιήθηκε πολύ από τούς αρχαίους για την κατασκευή των δημοσίων κτιρίων τους. Στην αυλή βυρσοδέψη κοντά σε αυτή την είσοδο υπήρχαν αρκετές σαρκοφάγοι που χρησιμοποιούνταν ως γούρνες, σε μια από τις οποίες υπήρχε μικρή επιγραφή [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 56, σελ. 410]:

Image

Σε σαρκοφάγο στη Σινώπη

Το βράδυ προχώρησε στα ανατολικά τής πόλης, για να επισκεφτεί εκείνο που ονομαζόταν ερείπια ναού, σε μικρή απόσταση πάνω στον λόφο. Ανήκαν σε παλαιά βυζαντινή εκκλησία χτισμένη με εναλλασσόμενα στρώματα τούβλου και πέτρας. Μέσα σε αυτήν υπήρχε σύγχρονη ελληνική εκκλησία, σχεδόν εξ ολοκλήρου υπόγεια, με μερικές σπασμένες κολώνες να βρίσκονται κοντά. Ξεκίνησε άκαρπη αναζήτηση επιγραφών στο τουρκικό κοιμητήριο, αλλά σε πλάκα από κίτρινη λαξευτή πέτρα, εξαιρετικά καλά διατηρημένη και η οποία φαινόταν να υποστήριζε άγαλμα, κοντά στο ανατολικό τείχος τής πόλης, βρήκε τις ακόλουθες γραμμές [Χάμιλτον ΙΙ, παρ. 58, σελ. 410]:

Image

Κοντά στο ανατολικό τείχος τής Σινώπης

Ὁ κρατερός πολιοῦχος ἀναξηγίρατο ταύτην
Νεύματι τῷ σφετέρῳ χαλκοτύπου παλάμαις,
Στήλην εὐλανοίοτον εὐενοήσατο θεσμός
Πειθόμενον σκήπτροις αἴεν ἀκηρασίοις
Δέρκεο μοι φίλος ᾧδε νοήμονα τέκτονα χαλκοῦ
Ἠφαίστου σοφίης σῶμα μιμησάμενον.

Δευτέρα 25 Ιουλίου. Ο Χάμιλτον ίππευσε επί τού μεγαλύτερου μέρους τής χερσονήσου, η οποία εκτεινόταν για πέντε περίπου μίλια από τα ανατολικά προς τα δυτικά και η οποία συνέπιπτε απολύτως με την περιγραφή που παρέχεται από τον Πολύβιο: «Η Σινώπη βρίσκεται στη δεξιά ακτή τού Πόντου καθώς ταξιδεύει κανείς προς τη Φάσι και είναι χτισμένη σε χερσόνησο που προεξέχει στη θάλασσα. Βρίσκεται στον λαιμό αυτής τής χερσονήσου, ο οποίος τη συνδέει με την Ασία και δεν έχει πλάτος μεγαλύτερο από δύο στάδια, ενώ η πόλη είναι τοποθετημένη έτσι, ώστε να τον κλείνει από θάλασσα σε θάλασσα. Η υπόλοιπη χερσόνησος απλώνεται στο πέλαγος και είναι κομμάτι επίπεδης γης εύκολα προσβάσιμης από την πόλη, αλλά περιβάλλεται από απότομη ακτή, που δεν προσφέρει αγκυροβόλια και έχει πολύ λίγα σημεία που επιτρέπουν αποβίβαση».90 Τρία περίπου μίλια ανατολικά-νοτιοανατολικά από τη Σινώπη υπήρχε μικρό χωριό που ονομαζόταν Νέζη Κιόι, κοντά στο οποίο υπήρχαν μερικά χωράφια καλαμποκιού. Ένα ρέμα κυλούσε από το χωριό προς τα νότια. Σε μια κρήνη υπήρχε πολύ μεγάλη σαρκοφάγος, που τη χρησιμοποιούσαν ως γούρνα, από την οποία αντέγραψε την παρακάτω επιγραφή, η οποία φαινόταν να είχε στηθεί από κάποιον διάσημο γιατρό τής αρχαιότητας [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 59, σελ. 411]:

Image

Σε σαρκοφάγο στο χωριό Νέζη Κιόι

Λίγα δένδρα φύτρωναν στη χερσόνησο, αν και το έδαφος ήταν πλούσιο και ηφαιστειογενές. Κατά την επιστροφή του επανέλαβε την αναζήτησή του για επιγραφές και κατάφερε να βρει τα παρακάτω μικρά θραύσματα [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτ. 57, 60 και 61, σελ. 410-11]:

Image Image Image

Στο τείχος

Σε σκαλοπάτι

Σε σαρκοφάγο

Η παρακάτω επιγραφή σε σαρκοφάγο ήταν ενδιαφέρουσα από τη χρήση τής λέξης κολώνεια, που αποδείκνυε ότι ήταν μεταγενέστερη τής ρωμαϊκής κατάκτησης, ενώ καθώς ορισμένα γράμματα είχαν ιδιότυπη μορφή, έδειχνε σε ποια περίοδο βρίσκονταν σε χρήση ορισμένες μορφές γραμμάτων [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 62, σελ. 411]:

Image

Σε σαρκοφάγο στη Σινώπη

Η επόμενη λατινική επιγραφή, από την αυλή τού τζαμιού, βρισκόταν σε στήλη και ήταν πιθανόν τέλεια, αλλά δεν τού επιτράπηκε να την ξεθάψει, ενώ μόνο όταν έξυσε το χώμα με το σφυρί μπόρεσε να αποκρυπτογραφήσει τις λίγες λέξεις που δίνονται [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 63, σελ. 411]:

Image

Σινώπη: Σε στήλη στην αυλή τού τζαμιού

Στην πλαγιά τού λόφου στα ανατολικά τής πόλης υπήρχαν θεμελιώσεις και θόλοι χτισμένοι με ρωμαϊκά τούβλα, ενώ το έδαφος ήταν σχεδόν στρωμένο με θραύσματα αγγείων και κεραμιδιών. Ένα κτίριο προσέλκυσε ιδιαίτερα την προσοχή του. Το αποτελούσαν τρεις μεγάλες θολωτές αίθουσες, οι οποίες, από την επικάθιση στα τείχη, πιθανότατα σχημάτιζαν στέρνα. Διακόσια περίπου μέτρα πιο πάνω στον λόφο υπήρχε πηγή και κρήνη φτιαγμένη μέσα στον βράχο, προς την οποία είχε διαμορφωθεί στενή είσοδος από προσεκτικά λαξευμένους λίθους. Το νερό που χρησιμοποιούνταν τώρα στην πόλη προερχόταν όλο από τη χερσόνησο. Μεταφερόταν με μικρούς πήλινους σωλήνες, όπου τα νερά όλων των πηγών στους λόφους συλλέγονταν μαζί και μεταφέρονταν με σωλήνες στην ανατολική πύλη, όπου ενώνονταν και από εκεί οδηγούνταν απέναντι από τη γέφυρα, προκειμένου να διανεμηθούν στην πόλη.

Ο πληθυσμός και η ευημερία τής Σινώπης δεν ήταν εκείνος που θα περίμενε κανείς σε μέρος που παρείχε τόσο ασφαλές λιμάνι μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Τραπεζούντας. Παρατήρησε επίσης γενική φτώχεια και στέρηση σε ολόκληρη τη χερσόνησο. Τού έφεραν πολλά ρωμαϊκά και βυζαντινά νομίσματα, καθώς και μερικά ασημένια τής Σινώπης, μερικά τής Αμισού και ένα όμορφο ασημένιο από την Κρώμνη, αλλά η περιστασιακή άφιξη τού ατμόπλοιου, και η συνακόλουθη αύξηση τής επικοινωνίας με την πρωτεύουσα, είχε διδάξει τούς ιδιοκτήτες να ζητούν υψηλές τιμές.

Τρίτη 26 Ιουλίου. Τα γενικά χαρακτηριστικά τής γεωλογίας τής χερσονήσου ήσαν απλά. Το ανατολικό άκρο αποτελούνταν από τραχειτικά πετρώματα, τα οποία διαδέχονταν προς τα δυτικά και εν μέρει επικάλυπταν μαύρο ηφαιστειακό λατυποπαγές και περπερίτης, που περιείχε γωνιώδη θραύσματα πυριγενούς βράχου ή τραχείτη. Το δυτικό τμήμα τής χερσονήσου αποτελούνταν από ασβεστολιθικά στρώματα, τα οποία ο ίδιος έτεινε να αναφέρει ως γύψο ή κρητιδικό σχηματισμό. Όλα αυτά ήσαν οριζόντια, ενώ το κάτω μέρος ήταν σκληρός συμπαγής γύψος, όπως εκείνος στην Ελλάδα και τα Ιόνια Νησιά. Δεν περιείχε απολιθώματα, αλλά επικαλυπτόταν από στρώματα πάχους τριάντα ή σαράντα ποδιών, που περιείχαν μεγάλη ποικιλία από όστρακα, μεταξύ των οποίων μύδια (corbula και modiola). Τα στρώματα διέφεραν σημαντικά στη σκληρότητα, ενώ κάποια ήσαν μάλλον πυριτικά. Κοντά στην κορυφή τού λόφου βρίσκονταν τα αρχαία λατομεία, στα οποία υπήρχαν μεγάλα κομμάτια, λαξευμένα και έτοιμα να μεταφερθούν. Η πέτρα ήταν η ίδια με εκείνη από την οποία ήταν χτισμένη η πόλη, αλλά δεν μπόρεσε να εξακριβώσει αν ήταν διαφορετικό στρώμα ή το ίδιο αλλά ανυψωμένο από γεωλογικό σφάλμα. Ούτε μπόρεσε να βρει τη γραμμή σύνδεσης μεταξύ τού ασβεστόλιθου και τού τραχείτη, ώστε να εκφέρει γνώμη για τις σχετικές ηλικίες τους.

Image

Σινώπη-Βεζίρκιοπρου (1836)

Είχε φτάσει τελικά η ώρα που θα εγκατέλειπε τις ακτές τής Μαύρης Θάλασσας και το απόγευμα τής 26ης Ιουλίου ξεκίνησε από τη Σινώπη για το Μπογιαμπάτ, δεκαοκτώ ώρες απόσταση, έχοντας καπαρώσει άλογα για ολόκληρο το ταξίδι.91 Πριν σκοτεινιάσει έφτασε στο χωριό Ντελιλέρ [σήμερα Γιαλικιόι], τέσσερις ώρες νότια-νοτιοδυτικά τής Σινώπης, ταξιδεύοντας ακόμη κατά μήκος τής ακτής μέχρι ένα μίλι πριν από το Τσομπανλάρ. Στο Ντελιλέρ η σκηνή του στήθηκε σε μικρό πράσινο μπροστά στον οντά, στη μέση καλλιεργούμενης υπαίθρου όπου αφθονούσαν οι κήποι και τα περιβόλια.

Τετάρτη 27 Ιουλίου. Έφυγε από το Ντελιλέρ στις πεντέμιση και κατηφόρισε προς την παραλία για μισό μίλι, όταν ο δρόμος στράφηκε προς νότο και κατευθύνθηκαν στο εσωτερικό μέσα από πυκνά δασωμένη χώρα. Το δένδρο καρπίνος, αλλά μικρού μεγέθους, ήταν πολύ άφθονο, καθώς και ένα είδος βελανιδιάς με ιδιαίτερα πριονωτό σκούρο πράσινο φύλλο. Αφού διέσχισαν πολλά μικρά ρέματα που χύνονταν στον Τσομπανλάρ Τσάι, άλλαξαν την πορεία τους προς τα νοτιοδυτικά και κατέβηκαν σε δασωμένη κοιλάδα, όπου διέσχισαν τον Τσομπανλάρ, που εδώ ονομαζόταν Τσαμπουλάρ. Αυτός ο ποταμός διαμορφωνόταν από τη συμβολή δύο σημαντικών ρεμάτων μισό περίπου μίλι πιο πάνω, ένα από τα οποία ονομαζόταν Κιρκετσίτ Τσάι και κυλούσε από τα νότια-νοτιοδυτικά, ενώ το άλλο, ο Τσαμπουλάρ, από τα δυτικά-νοτιοδυτικά. Στη συνέχεια κατέβηκαν δασώδη κορυφογραμμή λόφων που κατηφόριζαν γρήγορα σε βαθιές κοιλάδες και στις δύο πλευρές και παρείχαν σταθερή ποικιλία έντονου και μαγευτικού τοπίου. Οι λόφοι αποτελούνταν από ημικρυσταλλικούς ασβεστόλιθους, ψαμμίτες και μάργες ενώ βυθίζονταν βόρεια και βορειοανατολικά υπό γωνία 40°, επικαλυπτόμενοι από στρώμα κίτρινου πηλού ή μάργας, που περιείχε λευκές ασβεστολιθικές συμπήξεις.

Ύστερα από λίγο η κατάβαση έγινε πιο γρήγορη, από άγριο και πετρώδη δρόμο. Λίγο μετά τις εννέα έφτασαν στις όχθες τού Κιρκετσίτ Τσάι ή τού ποταμού των σαράντα περασμάτων, που ονομαζόταν έτσι επειδή, όπως τού είπαν, επρόκειτο να τον διασχίσουν σαράντα τουλάχιστον φορές. Έχοντας φτάσει στην απέναντι πλευρά, σταμάτησαν στην όχθη κάτω από τη σκιά μερικών γιγάντιων πλατανιών. Από εκεί συνέχισαν νότια-νοτιοδυτικά για αρκετά μίλια κατά μήκος των οχθών τού ποταμού, περνώντας συνεχώς από τη μία πλευρά στην άλλη και μερικές φορές ιππεύοντας κατά μήκος τής κοίτης του. Οι απότομοι λόφοι και στις δύο πλευρές ήσαν καλά δασωμένοι, ενώ πολλά πριονιστήρια είχαν φτιαχτεί για να κόβονται οι σανίδες, οι οποίες μεταφέρονταν στη Γκέρζε για εξαγωγή. Άλλες σχίζονταν και χρησιμοποιούνταν ως πλάκες για στέγες.

Οι όχθες παρείχαν πολλές τομές των διαφόρων στρωμάτων, τα οποία αποτελούνταν από μπλε σχιστόλιθο και ασβεστόλιθο, που βυθίζονταν βορειοανατολικά υπό γωνία 40°, με λίγα στρώματα ψαμμίτη, μερικά από τα οποία ήσαν πολύ σκληρυμένα, μοιάζοντας με συμπαγή λυδία λίθο ή ίασπη, με κογχοειδή θραύση. Αφού ανέβηκαν την κοιλάδα για τρία περίπου μίλια από εκεί που σταμάτησαν, έπεσαν ξαφνικά πάνω σε μάζα πυριγενούς βράχου σε άμεση ένωση με κάθετα στρώματα αλλοιωμένου ψαμμίτη και σε κατάσταση αποσύνθεσης. Εμφανιζόταν και πάλι στην κοίτη τού ρέματος, ένα περίπου μίλι πιο πάνω, μαζικά, κοντά σε μοναχικό ξύλινο τζαμί στην αριστερή όχθη. Ο δρόμος τους συνεχιζόταν ακόμη κατά μήκος τής κοιλάδας, ανεβαίνοντας περιστασιακά στους λόφους και στις δύο πλευρές ή ελισσόμενος μέσα από τις χαμηλές δασικές εκτάσεις που περιέζωναν τις όχθες. Ένα μίλι πιο πέρα υπήρχε καλή τομή των αλλοιωμένων ψαμμιτών που επικάλυπταν τον πυριγενή βράχο. Αυτός ο ψαμμίτης ήταν οριζόντια στρωματοποιημένος και είχε σχεδόν μεταβληθεί σε ίασπη, με τα πάνω στρώματα να είναι λιγότερο αλλοιωμένα από τα κάτω και να διατηρούν την κοκκώδη εμφάνιση τού ψαμμίτη. Φαινόταν ότι κατά την ψύξη είχαν πάρει στηλοειδή δομή, με κάθετες ρωγμές να διαπερνούν όλα τα στρώματα. Ο πυριγενής βράχος από κάτω έμοιαζε εντελώς με εκείνον που περιγράφηκε πιο πάνω, αλλά αποσυντιθέμενος σε απολέπιση, ενώ ο προηγούμενος χωριζόταν σε ρομβοειδή κομμάτια. Πιο πάνω στην κοιλάδα βρήκε την ίδια διαδοχή στρωμάτων ασβεστόλιθου, ψαμμίτη και σχιστόλιθου, που βυθίζονταν προς νότο, πρώτα σχεδόν κατακόρυφα, στη συνέχεια υπό γωνία 50° έως 60° και μακρύτερα υπό γωνία μόνο 35° ή 40°, αποδεικνύοντας έτσι σαφώς την ύπαρξη αντικλίνου, που είχε προκληθεί από την ώθηση των πυριγενών βράχων που περιγράφηκαν πιο πάνω.

Τώρα ο δρόμος έμπαινε σε στενή και βαθιά χαράδρα, οι απέναντι πλευρές τής οποίας, που απείχαν μετά βίας σαράντα πόδια, υψώνονταν σχεδόν κατακόρυφα σε ύψος αρκετών εκατοντάδων ποδιών. Σε πολλά σημεία δεν υπήρχε άλλη διαδρομή, παρά μόνο η στενή και βραχώδης κοίτη, από την οποία τα άλογα αποσκευών δυσκολεύονταν πολύ να ανέβουν και η οποία σε περίοδο βροχών πρέπει να ήταν αδιάβατη. Όμως, όσο κακή κι αν ήταν η κατάσταση, έγινε χειρότερη όταν ανέβηκαν στην πλευρά τής ρεματιάς προς τα δεξιά από ελικοειδή διαδρομή ανάμεσα σε τραχιά βράχια και πυκνά μπλεγμένα δένδρα. Τελικά, λίγα λεπτά πριν από τις δύο, ύστερα από κοπιαστική ανάβαση, κατά την οποία τα άλογα αποσκευών σταμάτησαν πολλές φορές, ενώ μερικά μόλις γλύτωσαν από πέσιμο πάνω από τα βάραθρα, έφτασαν στο χωριό Μεχμέτ Μπέιογλου Κιόι [στην περιοχή τού σημερινού Κουρτλού], που βρισκόταν στη μέση τού άγριου αλπικού τοπίου, στο οποίο ο Χάμιλτον περιπλανήθηκε το απόγευμα και απόλαυσε υπέροχο φυσικό λουτρό στη δασωμένη χαράδρα κάτω από το χωριό.

Στις τέσσερις το απόγευμα το θερμόμετρο έδειχνε 85° Φαρενάιτ, ενώ στις έξι είχε πέσει στους 69° [29 και 21°C αντίστοιχα]. Αυτή την ώρα ασυνήθιστα παχιά ομίχλη ανέβαινε στην κοιλάδα από την οποία είχαν περάσει και το αποτέλεσμά της ήταν πολύ εντυπωσιακό, καθώς οι τεράστιες και συμπαγείς μάζες των ατμών οδηγούνταν προς τα πάνω στην κύρια κοιλάδα προς τον νότο, αντί να στρέφονται δυτικά προς εκείνους. Όμως, λίγο μετά το σούρουπο έφτασε στον σταθμό τους και απλώθηκε στους γύρω λόφους. Οι ντόπιοι έλεγαν ότι ήταν συνηθισμένο φαινόμενο ύστερα από ζεστή μέρα, αλλά ότι θα διαλυόταν σε λίγες ώρες και θα εμφανιζόταν και πάλι το πρωί. Πριν τις εννέα το βράδυ είχε διαλυθεί. Οι ατμοί τούς οποίους τραβούσε ο ήλιος από τη θάλασσα κατά τη διάρκεια τής ημέρας, φαίνονταν ότι είχαν οδηγηθεί από τη θαλασσινή αύρα προς τις βόρειες πλαγιές των βουνών, όπου συμπυκνώνονταν σε πολύ ψυχρότερη περιοχή.

Πέμπτη 28 Ιουλίου. Στις έξι ξεκίνησαν μέσα σε πάχνη και ομίχλη από το Μεχμέτ Μπέιογλου Κιόι. Για το πρώτο μίλι η χώρα ήταν ανοιχτή και κυματιστή, με μερικά μπαλώματα καλλιέργειας, καθώς και μεγάλες συστάδες δένδρων σε όλους τούς γειτονικούς λόφους. Ενάμιση μίλι από το χωριό κατέβηκαν σε βαθιά χαράδρα που εκτεινόταν σχεδόν ανατολικά και δυτικά, όπου η αντίθεση μεταξύ των δύο πλευρών από άποψη βλάστησης ήταν πολύ σημαντική. Εκείνη προς νότο, που έβλεπε τον βορρά, ήταν καλυμμένη από έλατα, άγριες αχλαδιές, οξιές και καρπίνους, όλα ντυμένα με πληθώρα λεπτών, μακριών, κρεμάμενων υπόλευκων βρύων, ενώ η προς βορρά ήταν εντελώς γυμνή. Λίγο πιο πέρα η κοιλάδα ενωνόταν με άλλη από τα νοτιοδυτικά, την οποία ανέβηκαν, ενώ τα ενωμένα ρέματα κυλούσαν μαζί προς τα βόρεια-βορειοδυτικά και προφανώς χύνονταν στον Τσομπανλάρ Τσάι. Η κοιλάδα στην οποία έμπαιναν τώρα ήταν πυκνά δασωμένη, με τα έλατα και τις οξιές να έχουν αποκτήσει αξιόλογο μέγεθος, ενώ μερικές από τις τελευταίες ήσαν πραγματικά υπέροχες. Αλλά το δάσος ήταν κρύο και υγρό, ενώ ακόμη και οι οξιές, αντί να παρουσιάζουν, ως συνήθως, απαλό και λαμπερό φλοιό, καλύπτονταν από μακριά υπόλευκη λειχήνα. Καθώς προχωρούσαν, το τοπίο γινόταν πιο άγριο και πιο αλπικό. Τα βουνά που εκτείνονταν μακριά προς τα ανατολικά και δυτικά και ήσαν δασωμένα μέχρι τις κορυφές τους, είχαν ακόμη αυτά τα εκτεταμένα δάση, για τα οποία, με το όνομα Δάσος Πεύκης,92 ήσαν διάσημες στην αρχαιότητα οι ακτές τής Μαύρης Θάλασσας και μέσω των μη καθαρισμένων και αδιατάρακτων λαβυρίνθων των οποίων, ακολουθούσαν τώρα άγρια και σπάνια πεπατημένη διαδρομή. Η Σινώπη μικρή μόνο επαφή είχε με το εσωτερικό. Το εμπόριο και η επικοινωνία της με την πρωτεύουσα διεξάγονταν και τα δύο από τη θάλασσα. Και η δύσκολη φύση αυτών των ορεινών διαβάσεων, οι οποίες κατά τη διάρκεια πολλών μηνών τού έτους ήσαν απολύτως αδιάβατες, τής έδινε, όπως ήταν μάλιστα, όσον αφορά την εμφάνιση, τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά νησιού.

Στις οκτώ παρά τέταρτο είχαν φτάσει στο πάνω μέρος αυτής τής λοφοσειράς, το οποίο σχημάτιζε κυματιστή πεδιάδα καλυμμένη εν μέρει από συστάδες δάσους και διαχώριζε τα νερά που έπεφταν απευθείας στην Μαύρη Θάλασσα από εκείνα που τροφοδοτούσαν τον Καρασού ή Γκιοκ Ιρμάκ, τον αρχαίο Αμνία. Η θέα από τα ύψη ήταν πολύ εκτεταμένη. Προς τα νοτιοδυτικά η οροσειρά που ονομαζόταν Ελέκ Νταγ ήταν πολύ εμφανής, ενώ η κοιλάδα τού Καρά Σου βρισκόταν μπροστά τους προς νότο, πέρα από την οποία υπήρχαν πέντε χωριστές λοφοσειρές που υψώνονταν η μία πάνω από την άλλη και εκτείνονταν όλες από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Λίγα λεπτά πριν από τις οκτώ, βγαίνοντας από το δάσος, έφτασαν σε μικρό γιαγλά ή θερινό χωριό, οι ξύλινες καλύβες τού οποίου δεν ήσαν πιθανώς πολύ διαφορετικές από εκείνες στις οποίες αναφέρθηκε ο Ξενοφών στη χώρα των Μοσσυνοίκων, όπου είχε δει παρόμοιες κατοικίες κατά μήκος των ακτών τού Ευξείνου: «Ο βασιλιάς τους, που βρισκόταν στον ψηλό του ξύλινο πύργο, τον ονομαζόμενο μόσσυνα, όπου αυτός κάθεται, τον συντηρούν από κοινού και τον φρουρούν, αρνιόταν να βγει, όπως δεν έβγαιναν ούτε εκείνοι από το φρούριο που πάρθηκε πρώτο κι έτσι τούς κατέκαψαν μαζί με τούς μόσσυνές τους».93 Αυτές οι καλύβες βρίσκονταν στην επικλινή πλαγιά λόφου και αποτελούνταν από δύο ορόφους ή διαμερίσματα. Εκείνο στο οποίο εισέρχονταν από το χαμηλότερο έδαφος και ήταν το μικρότερο από τα δύο, είχε είδος υπόστεγου με ξύλινες κολόνες μπροστά και χρησίμευε ως στάβλος. Το άλλο, στο οποίο εισέρχονταν από το ψηλότερο έδαφος και εκτεινόταν πάνω από το υπόστεγο ή στοά, ήταν η κατοικία.

Από εκεί κατέβηκαν στο κάτω μέρος βαθιάς κοιλάδας, η οποία ποτιζόταν από σημαντικό ρέμα που κυλούσε προς τα νοτιοανατολικά. Τα δάση εδώ γίνονταν αραιά και λιγοστά, αποτελούμενα από άγριες αχλαδιές και βελανιδιές, καθώς και από θάμνο που ονομαζόταν κιζιλτζίκ, ο οποίος έφερε μικρό κόκκινο μούρο όχι πολύ διαφορετικό από το τζίτζιφο, αλλά πιο οξύ και το οποίο απολάμβαναν πολύ οι Τούρκοι. Ο ανώτερος σχηματισμός αυτών των λόφων ήταν λεπτοπλακώδης μαρμαρυγιακός ψαμμίτης, βυθιζόμενος προς βορρά, αλλά χαμηλότερα αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από παχύ ασβεστολιθικό στρώμα με την ίδια βύθιση προς βορρά αλλά υπό μεγαλύτερη γωνία. Στις εννέα η ώρα, τρία μίλια από τον γιαγλά, όλα τα δένδρα και οι θάμνοι μειώνονταν ραγδαία και ένα μίλι πιο νότια είχαν εντελώς εξαφανιστεί, εκτός από τις όχθες των ρεμάτων ή σε άμεση γειτνίαση με χωριά, με αποτέλεσμα να παίρνει η ύπαιθρος καμένη κίτρινη απόχρωση, δημιουργώντας εντυπωσιακή αντίθεση με την πλούσια βλάστηση που είχε αφήσει στις ακτές τής Μαύρης Θάλασσας. Λίγα λεπτά μετά τις εννέα, αφήνοντας τη βραχώδη κοιλάδα στα αριστερά τους, διέσχισαν αξιόλογη σειρά κωνικών λόφων, που εκτείνονταν νότιο-νοτιοανατολικά σε ευθεία γραμμή, ο ένας πίσω από τον άλλο. Αφού άφησαν τα άλογά τους να βοσκήσουν κοντά σε μικρό χωριό που φημιζόταν για το μέλι του, μπήκαν σε εκτεταμένη καλλιεργούμενη περιοχή, γεμάτη με ώριμους καρπούς. Εδώ τού έκανε εντύπωση η απουσία πληθυσμού και χεριών που θα αναλάμβαναν τη συγκομιδή, γιατί μεγάλο μέρος των σιτηρών ήσαν προφανώς υπερώριμα. Η απουσία δένδρων ήταν επίσης μεγάλο μειονέκτημα για το εκτεταμένο τοπίο, ενώ την έλλειψή του αναπλήρωναν ανεπαρκώς λίγα χωράφια με κεχρί, το οποίο ήταν ακόμη πράσινο. Όσο για λιβάδια και βοσκοτόπια, δεν υπήρχε κανένα και τα κερασφόρα ζώα, καθώς και τα άλογα, τρέφονταν με άχυρο. Από αυτή την πεδιάδα κατέβηκαν σε στενό φαράγγι ή χείμαρρο που είχε διαβρώσει βράχους από ψαμμίτη και με τον οποίο επιτυγχανόταν η αποστράγγιση τής πεδιάδας. Για περισσότερο από ένα μίλι ακολούθησαν τις ελικώσεις αυτής τής ιδιόμορφης χαράδρας, οι κάθετες πλευρές τής οποίας σε πολλά σημεία δεν απείχαν περισσότερο από 100 ή 200 πόδια και είχαν ύψος 40-50 πόδια, αποτελούμενες από ψαμμίτη, σχιστόλιθο και κίτρινη ασβεστολιθική μάργα και μερικές φορές από συσσωμάτωμα βοτσάλων από λευκό χαλαζία και σκούρα σχιστολιθικά πετρώματα, που βυθίζονταν προς τα νότιο-νοτιοδυτικά. Τελικά στράφηκαν από τα δυτικά προς τα νότια. Οι λόφοι που τούς τριγύριζαν σταδιακά εξαφανίστηκαν και διέσχισαν μικρή πεδιάδα με μήκος ένα περίπου μίλι και ένα τέταρτο από βορρά προς νότο, η οποία περιβαλλόταν από όλες τις πλευρές, εκτός από τη δυτική, από χαμηλούς αμμόλοφους.

Εδώ ο Χάμιλτον παρατήρησε επίμηκες όστρακο, ένα είδος bulimus, που προσιδίαζε στη λεκάνη τής Μαύρης Θάλασσας και κρεμόταν σε μεγάλους αριθμούς από τα κλαδιά σχεδόν κάθε θάμνου. Η εμφάνιση αυτού τού χαριτωμένου κελύφους, σε τέτοια αφθονία ώστε να μοιάζει με τον καρπό φυτού, ήταν πολύ εντυπωσιακή και αποτελούσε αξιοσημείωτο παράδειγμα τού τρόπου με τον οποίο η φύση προσαρμόζεται στις διάφορες ανάγκες τής ζωής των ζώων. Η γλοιώδης έκκριση τού ζώου ξηραινόταν όταν ζέσταινε ο καιρός, σχηματίζοντας αεροστεγή ουσία, με την οποία προφυλασσόταν από τις επιδράσεις τής ζέστης και ταυτόχρονα κρεμόταν από το κλαδί. Με την επιστροφή τής υγρασίας το γλοιώδες υγρό διαλυόταν και το ζώο ήταν ελεύθερο να αναζητήσει την τροφή του. Έτσι, αυτά τα πλάσματα παρέμεναν σε κατάσταση νάρκωσης κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού, ενώ άλλα περνούν κατά κανόνα τον χειμώνα σε αυτή την κατάσταση. Ο Τουρνεφόρ [αγγλική μετάφραση, τόμος ii, σελ. 330] Αποκαλούσε αυτό το κοχύλι βούκινο (buccinum).

Στις έντεκα και είκοσι διέσχισαν κι άλλη κορυφογραμμή λόφων, απ’ όπου κατέβηκαν στην πεδιάδα που ποτιζόταν από τον Καρασού, ή, όπως ονομαζόταν εδώ, τον Κοσταμπόλ Τσάι, στον οποίο έφτασαν σε λιγότερο από μισή ώρα. Δεν μπόρεσε να μάθει αν αυτό το ποτάμι ήταν γνωστό εδώ με το όνομα Καρασού, αν και μερικές φορές ονομαζόταν Γκιαούρ Ιρμάκ. Διαβήκαν τούς δύο κλάδους του χωρίς μεγάλη δυσκολία και συνέχισαν για μισό σχεδόν μίλι κατά μήκος τής νότιας ή δεξιάς όχθης, ανάμεσα σε χωράφια ρυζιού, καλαμποκιού και κεχριού, που χωρίζονταν από σειρές οπωροφόρων δένδρων, μέχρις ότου, αφήνοντας τον ποταμό, διέσχισαν την πεδιάδα προς Μπογιαμπάτ, ο όμορφος βράχος και το κάστρο τού οποίου εμφανίστηκαν δύο περίπου μίλια μακριά στα νοτιοδυτικά-νότια. Αυτές οι εκτεταμένες πεδιάδες, που ποτίζονταν από τον Γκιαούρ Ιρμάκ ή αρχαίο Αμνία, ήσαν διάσημες για τη μεγάλη νίκη που πέτυχε ο Μιθριδάτης επί τού βασιλιά τής Βιθυνίας Νικομήδη και επί των Ρωμαίων υπό τον Μάριο το 88 π. Χ., κατά την έναρξη τού 1ου Μιθριδατικού Πολέμου. Ο Αππιανός γράφει: «Όταν ο Νικομήδης και οι στρατηγοί του Μιθριδάτη εμφανίστηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον σε μια φαρδιά πεδιάδα που συνόρευε με τον ποταμό Αμνία, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους για μάχη».94 Και ο Στράβων: «Γύρω του [όρους Όλγασσυς] υπάρχει εύφορη περιοχή, η Βλαηνή και η Δομανίτις, μέσω τής οποίας ρέει ο ποταμός Αμνίας. Εδώ ο Μιθριδάτης Ευπάτωρ αφάνισε τις δυνάμεις τού Βιθυνού βασιλιά Νικομήδη, όχι προσωπικά, αφού δεν έτυχε να είναι παρών, αλλά μέσω των στρατηγών του».95

Παρά τη μεγάλη ζέστη, ο Χάμιλτον σταμάτησε το μεσημέρι για να μετρήσει το μεσημβρινό υψόμετρο, που έδωσε γεωγραφικό πλάτος 41° 27’ 30” βόρειο.96 Ανηφορίζοντας στην κοίτη τού Μπογιαμπάτ Σου είχαν ωραία θέα τού στενού φαραγγιού, μέσω τού οποίου ο χείμαρρος είχε ανοίξει δρόμο ανάμεσα σε δύο ψηλά βράχια. Το ερειπωμένο κάστρο έστεφε την κορυφή τού ανατολικού άκρου, το οποίο πρέπει να βρισκόταν τριακόσια έως τετρακόσια πόδια πάνω από την κοίτη τού ποταμού. Σύντομα μπήκαν στην πόλη τού Μπογιαμπάτ [με το ίδιο όνομα και σήμερα], όπου ο Χάμιλτον ανέλαβε κατάλυμα σε μεγάλη βεράντα έξω από τούρκικο σπίτι, όπου το θερμόμετρο στις τέσσερις το απόγευμα έδειχνε 92° Φαρενάιτ, στις πέντε 90° και στις έξι 86°. Στις δέκα τη νύχτα έδειχνε 83° [33, 32, 30 και 28°C αντίστοιχα].

Αυτή η πόλη είχε 300 περίπου σπίτια, τα περισσότερα από τα οποία ήσαν τουρκικά. Κάποια λίγα κατοικούνται επίσης από Έλληνες. Πολλά χωριά, που βρίσκονταν κυρίως κατά μήκος των οχθών τού Γκιαούρ Ιρμάκ, εξαρτώνταν από αυτήν ως κύρια πόλη τους. Μεγάλες ποσότητες ρυζιού καλλιεργούνταν στην περιοχή, η συνήθης τιμή τού οποίου ήταν οκτώ ή εννέα γρόσια ανά μπατμάν των έξι οκάδων ή 14-15 λιμπρών. Αλλά ήταν τώρα πολύ πιο ακριβό.

Το απόγευμα επισκέφθηκε το κάστρο, που λεγόταν ότι ήταν γενουάτικο, αλλά πιθανότατα βυζαντινό. Δεν ήταν μεγάλο, αλλά ήταν οχυρωμένο με τετράγωνους και κυκλικούς πυργίσκους στη βορειοανατολική πλευρά, όπου μόνο ήταν προσβάσιμο, μάλιστα μέσω τάφρου, πάνω από την οποία υπήρχε κάποτε κρεμαστή γέφυρα. Από την κορυφή τού λόφου αυτού μπορούσε να δει μέχρι πέρα μακριά την καταπράσινη πεδιάδα, μέσω τής οποίας ο Μπογιαμπάτ Σου κυλούσε από τα νοτιοδυτικά, μέχρι να φτάσει στο στενό φαράγγι που προαναφέρθηκε. Η πεδιάδα αυτή ονομαζόταν Καζ Ντερέ και παρήγαγε πολύ ρύζι. Υπήρχε κάτι πολύ εντυπωσιακό στην εμφάνιση τού κάστρου-λόφου. Η αξιοσημείωτη υπερύψωσή του πάνω από τη λοφοσειρά τής οποίας αποτελούσε μέρος οφειλόταν στην ώθηση μάζας πυριγενούς βράχου ή σερπεντίνη σκούρου πράσινου χρώματος, πάνω στην οποία εδραζόταν. Τα στρώματα που ακουμπούσαν πάνω σε αυτήν αποτελούνταν από λεπτοπλακώδεις μαρμαρυγικούς και ταλκικούς σχιστόλιθους και επικαλύπτονταν από λευκό ασβεστολιθικό γύψο με βύθιση προς τα βόρεια.

Παρασκευή 29 Ιουλίου. Έμεινε ξάγρυπνος χθες το βράδυ από τα πένθιμα ουρλιαχτά και τις κραυγές παρέας Τούρκων, που είχαν εγκατασταθεί σε γειτονικό βράχο, όπου, χωρίς να λογαριάζουν την ώρα ή την ανάπαυση των κατοίκων, συνέχισαν το άγριο τραγούδι τους χωρίς διάλειμμα ή διακοπή για αρκετές ώρες. Την εκτέλεση αποτελούσε, όσο μπορούσε να διακρίνει ο Χάμιλτον, μονότονος αμανές που τον τραγουδούσε για πολλή ώρα ένα άτομο σε πολύ χαμηλές νότες, ενώ οι άλλοι συμμετείχαν περιστασιακά στη χορωδία. Το σόλο κομμάτι αποτελούνταν προφανώς από στίχους που τραγουδιούνταν με κάποιον αέρα, αλλά από τούς οποίους οι τρεις ή τέσσερις τελευταίες νότες φαίνονταν πάντοτε να λείπουν, πράγμα που παρήγαγε ελλιπές και όχι ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Κατά τη διάρκεια μέρους τής εκτέλεσης η χορωδία έμπαινε διακόπτοντας για μια στιγμή, με μια μοναδική νότα, που ξεκινούσε πολύ δυνατά και σταδιακά έσβηνε, διατηρούμενη για κάποιο διάστημα, χωρίς διακοπή ή τρεμούλιασμα. Η ίδια νότα ανανεωνόταν πάντοτε και προφανώς σε πολύ τακτά διαστήματα. Το σύνολο παρήγαγε πολύ δυσάρεστο αποτέλεσμα, όχι διαφορετικό από το ουρλιαχτό των σκύλων στο φεγγάρι.

Σε δεύτερη επίσκεψη στο κάστρο-λόφο παρατήρησε ότι ενώ ο ασβεστολιθικός γύψος είχε ανυψωθεί χωρίς διατάραξη, τα σχιστολιθικά στρώματα ήσαν πολύ παραμορφωμένα. Αυτό ήταν σύνηθες φαινόμενο εκεί όπου σχιστολιθικά και ασβεστολιθικά στρώματα ανυψώνονταν εξίσου. Οι σχιστόλιθοι, λόγω τής μικρής πρόσφυσης και τής σταθερότητας μεταξύ των αντίστοιχων σωματιδίων τους, παραμορφώνονταν εύκολα, ενώ τα πιο στενά συνδεδεμένα σωματίδια ασβεστόλιθου, ιδιαίτερα όταν τα στρώματα ήσαν παχιά, αντιστέκονταν στην επίδραση τής αιτίας τής διατάραξης. Επιστρέφοντας στην πόλη βρήκε ότι τα άλογα δεν είχαν φτάσει ακόμη και ότι είχε υπάρξει διαπληκτισμός ανάμεσα στον τάταρ του και τον αγά. Ο δεύτερος είχε αποκαλέσει τον Χαφίζ τσαρλατάνο, επειδή είχε αρνηθεί μερικά άλογα που τού είχε προσφέρει, με την αιτιολογία ότι ήσαν ακατάλληλα για το ταξίδι. Ο Χαφίζ είχε ανταπαντήσει λέγοντας στον κυβερνήτη ότι ήταν στασιαστής, αφού δεν συμμορφωνόταν στις εντολές τού ηγεμόνα του και δεν διέθετε αμέσως άλογα υπακούοντας στο φιρμάνι. Αυτή η υπακοή, ναι, καθώς και η πιο σιωπηρή παθητική υπακοή, στις εντολές τής κυβέρνησης, βρισκόταν συνεχώς στο στόμα κάθε Τούρκου που κατείχε αξίωμα και ήταν περίεργο χαρακτηριστικό τού χαρακτήρα τους. Μερικές φορές θα την εμφάνιζαν, με αρκετή αγένεια, ακόμη και ως λόγο τής φιλοξενίας και ευγένειάς τους προς τούς ξένους. Η απάντηση τού μπέη τής Σινώπης που προαναφέρθηκε ήταν παράδειγμα αυτού τού είδους.

Τελικά εφοδιάστηκαν με τα αναγκαία άλογα και στις εννιάμιση ξεκίνησαν για το Βεζίρκιοπρου, απόσταση δεκαοκτώ ωρών. Ο δρόμος τους προχωρούσε ανατολικά για δύο μίλια, ελισσόμενος ανάμεσα σε χαμηλούς αμμόλοφους, μεταξύ των οποίων υπήρχε το τουρκικό νεκροταφείο, μέχρι να μπουν τελικά στην πεδιάδα τού Κοσταμπόλ Τσάι. Οι λόφοι αυτοί αποτελούνταν κυρίως από χαλαρό συσσωμάτωμα βοτσάλων, με ορισμένες μεγάλες πέτρες. Τα βότσαλα ήσαν κυρίως χαλαζίας, ίασπης και σχιστόλιθος. Η γενική βύθιση ήταν προς βόρεια-βορειοανατολικά, ενώ εκείνη τής χαμηλής λοφοσειράς στη βόρεια πλευρά τού ποταμού ήταν επίσης προς τα βορειοανατολικά, καθιστώντας έτσι πιθανό ότι, ενώ η βόρεια βύθιση των οροσειρών έπρεπε να αποδοθεί στις ίδιες ισχυρές αιτίες που ανύψωσαν ολόκληρη την εσωτερική περιοχή τής κεντρικής Μικράς Ασίας, αυτοί οι τοπικοί σχηματισμοί απέκτησαν την ανατολική τους βύθιση από την ώθηση των πυριγενών πετρωμάτων, που βρίσκονταν κάτω από το κάστρο τού Μπογιαμπάτ. Φτάνοντας στην πεδιάδα συνέχισαν ανατολικά για περισσότερο από μισό μίλι μέχρι να διασχίσουν το ποτάμι από μακρύ ξύλινο γεφύρι και να κατεβούν στην κοιλάδα κατά μήκος τής ακροποταμιάς. Εκτός από ορισμένες φυτείες ρυζιού, είδε μερικά χωράφια με παπαρούνα και πολλά μαστιχόδεντρα, που ονομάζονταν εδώ σακιόλ, αλλά δεν μπόρεσε να μάθει αν συλλεγόταν μαστίχα από αυτά. Στο κάτω μέρος των λόφων στα αριστερά υπήρχαν αραιοί βάτοι, αγκάθια και άλλοι θάμνοι, ενώ πιο πάνω λίγα μοναχικά και καχεκτικά πεύκα, αφού το ξηρό αμμώδες έδαφος δεν προσφερόταν για πλούσια βλάστηση.

Στις εντεκάμιση διέσχισαν μεγάλη κοιλάδα που άνοιγε προς τα βόρεια και παρήγαγε πολλά σιτηρά, που είχαν τώρα ωριμάσει. Η κοίτη τού ρέματος από το οποίο ποτιζόταν η κοιλάδα ήταν σχεδόν στεγνή, αλλά ένας ορμητικός χείμαρρος ορμούσε προς τα κάτω κατά την περίοδο των βροχών, ο ίδιος που είχαν περάσει το προηγούμενο πρωί καθώς κατέβαιναν από τα βουνά. Λίγο μετά τις δώδεκα η κοιλάδα έγινε πολύ στενότερη και οι λόφοι έφταναν στην άκρη τού νερού, περιορίζοντας την κοίτη τού ποταμού και προκαλώντας μεγαλύτερη ροή νερού, πράγμα που είχαν εκμεταλλευτεί οι χωρικοί για σκοπούς άρδευσης, στήνοντας φράγματα σε μεγαλύτερο από το μισό τής εγκάρσιας απόστασης. Στη μια η ώρα κατέβηκαν και πάλι στην πεδιάδα, στην οποία συνέχισαν για ενάμιση μίλι, με τη γενική πορεία τους να είναι ακόμη ανατολική-νοτιοανατολική. Ύστερα πέρασαν από διαδοχή χαμηλών χαλικωδών λόφων, οι οποίοι απλώνονταν μέχρι το ποτάμι. Μεταξύ αυτών των λόφων πολλές μικρές πεδιάδες εκτείνονταν προς βορρά. Το έδαφος, αν και προφανώς καλά καλλιεργούμενο, θεωρούνταν κακό και οι καρποί λεγόταν ότι ήσαν γενικά μικροί.

Στις δυόμισι έφτασαν στο Ντουραγάν [με το ίδιο όνομα και σήμερα], που βρισκόταν στη βόρεια όχθη τού Κοσταμπόλ Τσάι, και στη μέση εύφορης πεδιάδας. Το χωριό όμως δεν έδειχνε σημάδια πλούτου και το μόνο κατάλυμα που μπόρεσε ο Χάμιλτον να εξασφαλίσει ήταν η αυλή και η στοά τού τζαμιού. Η σκηνή στήθηκε στην αυλή, ενώ το δείπνο μαγειρεύτηκε στην ύπαιθρο και οι υπηρέτες εγκαταστάθηκαν κάτω από τη στοά. Ενώ αναπαυόταν στη σκηνή, τού έφεραν μεγάλο κάρο με ψημένο καλαμπόκι ως μεγάλη λιχουδιά. Τού είπαν ότι αυτός ο κόκκος απέδιδε στο δεκαπενταπλάσιο έως εικοσαπλάσιο, ενώ το σιτάρι και το κριθάρι απέδιδαν στο τετραπλάσιο έως πενταπλάσιο. Το σύστημα εναλλαγής των καλλιεργειών ήταν άγνωστο εδώ, αλλά οι αγρότες είχαν μάθει από την εμπειρία ότι η γη δεν θα έβγαζε καλαμπόκι δύο διαδοχικά χρόνια χωρίς να υποφέρει και έτσι την άφηναν σε αγρανάπαυση κάθε δεύτερο χρόνο. Επομένως η μισή καλλιεργήσιμη γη τους βρισκόταν συνεχώς εκτός καλλιέργειας. Οι λόφοι στην απέναντι πλευρά τού ποταμού ήσαν καλά δασωμένοι μέχρι την άκρη τού νερού.

Κοντά στο τζαμί φαίνονταν τα ερείπια μεγάλου οικοδομήματος από τούβλα και πέτρα, με όμορφη τοξωτή είσοδο σχηματιζόμενη από ωραία λαξευμένα κομμάτια, το οποίο ονομαζόταν χαν και είχε αραβική επιγραφή πάνω από την πύλη.

Image

Αψίδα στο Ντουραγάν (Χάμιλτον 1842)

Οι πέτρες τής αψίδας ήσαν προσαρμοσμένες με πολύ περίεργο τρόπο, που εμφανιζόταν μερικές φορές σε παλαιά γοτθικά και βυζαντινά οικοδομήματα και τον οποίο είχε επίσης παρατηρήσει στα ερείπια τού αρχαίου θεάτρου τής Σμύρνης. Στην κάτω πλευρά κάθε πέτρας αφηνόταν προεξοχή [βλέπε εικόνα], η οποία ταίριαζε με αντίστοιχη αυλάκωση στην παρακάτω πέτρα. Ο ακρογωνιαίος λίθος είχε κατά συνέπεια αυτή την προεξοχή και στις δύο πλευρές όπως στο συνημμένο διάγραμμα και ο σκοπός ήταν, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε, να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη σταθερότητα.

Σάββατο 30 Ιουλίου. Ο Χάμιλτον ξεκίνησε από το Ντουραγάν στις πεντέμιση, έχοντας στα βόρεια εκτεταμένη θέα ψηλών και αιχμηρών λόφων έξι περίπου μίλια μακριά. Η πορεία τους ήταν βορειοανατολική για μισό μίλι και στη συνέχεια νοτιοανατολική για τέσσερα σχεδόν μίλια, μέσα από πεδιάδα, σε πολλά μέρη τής οποίας παρατήρησε χωράφια με ρύζι. Στις έξι και είκοσι βρίσκονταν απέναντι από αξιόλογο βράχο ένα περίπου μίλι μακριά, στη νότια όχθη τού ποταμού, ο οποίος αποτελούσε την κατάληξη μακράς και στενής λοφοσειράς, που έσβηνε σε βόρεια-βορειοανατολική κατεύθυνση από τα βουνά προς νότο και αντιστοιχούσε με παρόμοιους βράχους στα αριστερά τους. Ονομαζόταν Καπού Καγιά ή πύλη τού βράχου και χώριζε τον Γκιοκ Ιρμάκ ή Κοσταμπόλ Τσάι από τον Κιζίλ Ιρμάκ ή Άλυ, αμέσως πριν από τη συμβολή τους. Πολλά σπήλαια ήσαν ορατά στην όψη του. Το ασβεστολιθικό πέτρωμα στα αριστερά τους εδραζόταν πάνω σε λεπτοπλακώδη σχιστολιθικά πετρώματα, που έμοιαζαν με εκείνα που βρίσκονταν κοντά στο Μπογιαμπάτ. Στις επτά παρά τέταρτο έφτασαν στη συμβολή τού Κοσταμπόλ Τσάι με τα κίτρινα και λιγοστά νερά τού Κιζίλ Ιρμάκ, που κυλούσε από τα νοτιοανατολικά Λίγα λεπτά αργότερα είδαν ψηλό μυτερό βράχο που ονομαζόταν Εγρί Καλέ και κατευθυνόταν προς νότο, οκτώ ή δέκα μίλια μακριά, στην κορυφή τού οποίου λεγόταν ότι υπήρχαν τα ερείπια αρχαίου κάστρου. Αμέσως μετά τη συμβολή τού Κοσταμπόλ Τσάι με τον Κιζίλ Ιρμάκ το ποτάμι στρεφόταν προς νότο, κυλώντας για τρία σχεδόν μίλια μέσα από στενή πεδιάδα, το έδαφος τής οποίας φαινόταν να είναι λιμναία απόθεση, που αποτελούνταν, όπως φαινόταν στα υψώματα που παρέμεναν εν μέρει στην αριστερή όχθη, από πλημμυρογενή κομμάτια, χαλίκια και άμμο. Ύστερα μπήκαν σε στενό φαράγγι ανάμεσα σε ψηλούς και σχεδόν κατακόρυφους ασβεστολιθικούς βράχους, που ήσαν τόσο κοντά, ώστε οι πλευρές τους φαίνονταν σχεδόν να ακουμπούν, ενώ ο μόνος διαθέσιμος δρόμος ήταν κατά μήκος τής κοίτης τού χειμάρρου. Ο ασβεστόλιθος ήταν σκουρόχρωμος, πολύ συμπαγής και ημικρυσταλλικός, με πολλές λευκές φλέβες που τον διέσχιζαν προς κάθε κατεύθυνση, ενώ ανέδιδε ελαφρά δυσώδη οσμή όταν τον χτυπούσαν. Τεράστια κομμάτια ήσαν στρωμένα σε όλες τις πλευρές, αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει την εμφάνιση διαστρωμάτωσης, ενώ, από τις γραμμές τής πρασινάδας στους λόφους, η βύθιση φαινόταν να είναι προς τα βόρεια. Τα υποκείμενα στρώματα σχιστόλιθου βυθίζονταν σαφώς προς βόρεια-βορειοανατολικά.

Καθώς κατέβαιναν την κοιλάδα, η αγριάδα και το μεγαλείο τού τοπίου μεγάλωναν σε κάθε βήμα, προσφέροντας ευχάριστη ποικιλία δάσους, νερού και βράχου. Από την αντίθετη ή νότια πλευρά τού ποταμού τα βουνά υψώνονταν σε μεγάλο ύψος, διασχιζόμενα από βαθιές και δασωμένες χαράδρες, έχοντας πίσω τους πολλές απόκρημνες κορυφές, μεταξύ των οποίων το Εγρί Καλέ ήταν η πιο εμφανής, ενώ βραχώδεις κορυφές υψώνονταν από την άκρη τού νερού, οι όχθες τού οποίου ήσαν κατάφυτες με θάμνους και χαμηλή βλάστηση. Φαινόταν ότι ο ποταμός αποτελούσε κάποτε σειρά από λίμνες σε αυτό το μέρος τής διαδρομής του, εκεί όπου υπήρχε τώρα σειρά από προσχωσιγενείς πεδιάδες, που χωρίζονταν μεταξύ τους από βραχώδη περάσματα, μέσω των οποίων ο ποταμός είχε ανοίξει δρόμο και κυλούσε με αυξημένη ταχύτητα. Αφού πέρασαν το στενό φαράγγι που προαναφέρθηκε, η πορεία τους συνεχίστηκε για έξι σχεδόν μίλια, είτε κατά μήκος τού δασωμένου πυθμένα, ή πάνω από τις βραχώδεις ράχες που εκτείνονταν μέχρι την άκρη τού νερού, ή στις άκρες απότομων βράχων που κρέμονταν πάνω από τον χείμαρρο, όπου ένα λάθος βήμα θα είχε στείλει το άλογο και τον άνθρωπο κάτω στα νερά που κόχλαζαν. Λίγο μετά τις εννέα έφτασαν σε πιο ανοικτή χώρα, την οποία αποτελούσαν κυματιστές πλαγιές σκεπασμένες με αγκάθια, λυγαριές και μικρά μαστιχόδεντρα και τελικά μπήκαν σε πεδιάδα καλυμμένη με κεχρί και καλαμπόκι, με τον δρόμο να ακολουθεί τις όχθες τού ποταμού. Στις δέκα ο Χάμιλτον σταμάτησε για να εξετάσει μάζα ασβεστολιθικού βράχου με ύψος εικοσιπέντε σχεδόν πόδια και ίδια διάμετρο, που βρισκόταν κοντά στον δρόμο από την πλευρά τού ποταμού και μακριά από οποιαδήποτε βουνά απ’ όπου θα μπορούσε να είχε αποσπαστεί, αν και είχε πιθανώς ξεπλυθεί από ένα από τα πιο πάνω περάσματα από τη δύναμη τού χειμάρρου. Στη βόρεια όψη τού βράχου είχε σκαφτεί μικρό σπήλαιο, με στενή είσοδο που οδηγούσε σε θάλαμο, ο οποίος μόλις επαρκούσε για να στρίψει κανείς μέσα. Ανέβηκε σχεδόν στην κορυφή, αλλά δεν μπόρεσε να ανακαλύψει τίποτε περισσότερο και δεν βρήκε ούτε μορφές ούτε επιγραφή στις άγριες πλευρές του.

Στις εντεκάμιση τα ερείπια γέφυρας πάνω από τον Κιζίλ Ιρμάκ φάνηκαν μισό περίπου μίλι στα δεξιά τους, από την οποία θραύσματα των πέτρινων πεσσών εξακολουθούσαν να υπάρχουν σε κάθε πλευρά. Αφού διέσχισαν κι άλλη περιοχή πράσινων μαρμαρυγικών λόφων, ο δρόμος συνεχιζόταν κατά μήκος χλοώδους επίπεδου πλάτους πενήντα περίπου ποδιών μεταξύ των λόφων στα αριστερά τους και τού ποταμιού κάτω στα δεξιά τους. Το υπερυψωμένο αυτό επίπεδο ήταν προφανώς τα απομεινάρια εκτεταμένης προσχωσιγενούς πεδιάδας, η οποία κάποτε γέμιζε ολόκληρη την κοιλάδα, μέσα από την οποία ο ποταμός κυλούσε τώρα με ελικοειδή πορεία. Στη μία παρά τέταρτο πέρασαν το πορθμείο, που το χρησιμοποιούσαν όταν το ποτάμι ήταν φουσκωμένο. Ήταν τριγωνικής μορφής και πολύ πρόχειρης κατασκευής, με επίπεδο πυθμένα και κατακόρυφες πλευρές, που αποτελούνταν από χαλαρές σανίδες πρόχειρα καρφωμένες μεταξύ τους. Τα κουπιά που κρέμονταν στο πλευρό ήσαν επίσης παράξενης μορφής, έχοντας την εμφάνιση τεράστιων μαχαιριών κρέατος με δυσανάλογα μεγάλες λαβές. Σε τελευταία ανάλυση, σκέφτηκε, θα ήταν λιγότερο δυσάρεστο να διαβεί τον ποταμό, παρά να εμπιστευτεί ένα τόσο εύθραυστο μέσο μεταφοράς. Συνέχισαν για κάποιο διάστημα ψάχνοντας για το σημείο περάσματος και τελικά συνάντησαν τον οδηγό, τον οποίο ο Χαφίζ είχε αφήσει για να τούς το δείξει. Η επίπεδη και αμμώδης κοίτη ήταν τώρα εν μέρει ξερή, αλλά παρ’ όλ’ αυτά το ποτάμι είχε μεγάλο πλάτος και το ρεύμα ήταν δυνατό. Κατάφεραν να το διαβούν με διαγώνια σχεδόν κατεύθυνση και βρίσκονταν ακριβώς έξι λεπτά στο νερό, το οποίο δεν είχε πουθενά περισσότερο από τρία πόδια βάθος και γενικά σπάνια έφτανε στα γόνατα τού οδηγού τους. Ήσαν όμως υποχρεωμένοι να ακολουθούν ζικ-ζακ γραμμή, για να αποφεύγουν πολύ βαθύτερα μέρη. Αμέσως μετά το πέρασμα ο Κιζίλ Ιρμάκ άλλαζε κατεύθυνση από νοτιοανατολική σε βορειοανατολική, ρέοντας κάτω προς στενή κοιλάδα μεταξύ ψηλών και απόκρημνων δασωμένων βουνών. Ο δρόμος τους σύντομα άφησε το ποτάμι και αφού ανέβηκαν πλευρική κοιλάδα που παρήγαγε σιτάρι, κεχρί, καλαμπόκι, βαμβάκι, κλπ., έφτασαν στο μικρό χωριό Τσελτέκ [με το ίδιο όνομα και σήμερα], δύο μίλια ανατολικά-νοτιοανατολικά από το πέρασμα και όπως λεγόταν εννέα ώρες από το Ντουραγάν και δεκαπέντε από το Μπογιαμπάτ. Το συνηθισμένο απογευματινό αεράκι είχε αρχίσει και φυσούσε τόσο έντονα, που δυσκολεύονταν να στήσουν τη σκηνή στο πετρώδες έδαφος. Βρήκαν μόνο γυναίκες και παιδιά στο χωριό, ενώ οι άντρες έλειπαν όλοι στις καλλιέργειές τους. Οι λόφοι στα ανατολικά τού χωριού, οι οποίοι ήσαν μέτρια δασωμένοι, αποτελούνταν από αργιλικό σχιστόλιθο που βυθιζόταν προς τα βορειοανατολικά, αλλά το έδαφος ήταν παντού καλυμμένο με πλημμυρογενείς ογκόλιθους και χαλίκια, που περιείχαν βότσαλα από ασβεστόλιθο, ίασπη, χοντρή άμμο, πυρόλιθο κλπ. Από τούς λόφους κοντά στο χωριό είχε ωραία θέα τού εντυπωσιακού φαραγγιού μέσω τού οποίου ο Κιζίλ Ιρμάκ κυλούσε προς τα βορειοανατολικά, καθώς και τού Εγρί Καλέ σε κατεύθυνση 32 μοιρών από δύση προς βορρά.

Κυριακή 31 Ιουλίου. Ξεκίνησαν στις πεντέμιση για το Βεζίρκιοπρου, τρεις ώρες απόσταση, ανεβαίνοντας στενή κοιλάδα προς τα νότια και νότια-νοτιοανατολικά για δύο περίπου μίλια. Το καλαμπόκι μεγάλωνε στην περιοχή τού χωριού, αλλά καθώς πλησίαζαν στα βράχια από ασβεστόλιθο και σχιστόλιθο, τη θέση του έπαιρναν συστάδες και χαμηλοί θάμνοι από αγκάθια, άρκευθο, αγριομυρτιά, δρυ και μαστίχα. Ακόμη ένα μίλι ανατολικά-νοτιοανατολικά τούς έφερε στο τέλος τής κοιλάδας, όπου βρέθηκαν σε εκτεταμένο οροπέδιο, καλλιεργούμενο σε μεγάλο βαθμό και ελαφρά κατηφορικό προς τα ανατολικά, ενώ αρκετοί ανεξάρτητοι λόφοι και ασβεστολιθικές κορυφογραμμές υψώνονταν πάνω από την επιφάνεια. Πάνω σε αυτό το κυματοειδές έδαφος η κατεύθυνσή τους άλλαξε από ανατολική-νοτιοανατολική σε νοτιοανατολική, μέχρις ότου, φτάνοντας στο φρύδι λόφου, εμφανίστηκε από κάτω τους, η πόλη τού Βεζίρκιοπρου [με το ίδιο όνομα και σήμερα], μισό περίπου μίλι μακριά. Η εμφάνισή της ήταν χαρούμενη και όμορφη, με τα σπίτια να κρύβονται συνήθως από δένδρα και κήπους και έκανε καλή αντίθεση με την καμένη γύρω περιοχή, ενώ λίγα ψηλά κυπαρίσσια και λεύκες, ανταγωνιζόμενα τούς μιναρέδες των τζαμιών, έσπαγαν την ομοιομορφία, την οποία διαφορετικά θα παρουσίαζε το τοπίο.

Στα περίχωρα τής πόλης διέσχισαν την κοίτη χειμάρρου που κυλούσε από τα βουνά στα δυτικά. Το μεγαλύτερο μέρος τού νερού είχε εκτραπεί για την άρδευση των κήπων, οι οποίοι εκτείνονταν για αρκετά μίλια στις όχθες του από την πόλη μέχρι τα βουνά, παρέχοντας στους κατοίκους άφθονα φρούτα και λαχανικά. Μπαίνοντας στην πόλη εντυπωσιάστηκε από το πλάτος και την κανονικότητα των δρόμων, αλλά τα σπίτια ήσαν ως συνήθως φτωχικά και σε ερειπιώδη κατάσταση. Στην αναζήτησή του για αρχαιότητες τον ακολούθησε πλήθος αργόσχολων, των οποίων την περιέργεια είχε εξάψει το ασυνήθιστο θέαμα ενός Φράγκου συνοδευόμενου από τάταρ, που περιπλανιόταν αναζητώντας παλιές πέτρες για σκοπό που δεν μπορούσαν να μαντέψουν. Τον ακολουθούσαν αρκετές εκατοντάδες άνθρωποι όλων των τάξεων και ηλικιών, αλλά χωρίς την παραμικρή ταλαιπωρία ή προσβολή. Αντιθέτως, αρκετοί ανυπομονούσαν να επισημάνουν επιγραφές στο εσωτερικό των σπιτιών και των καταστημάτων, εκτός από εκείνες που βρίσκονταν στα τοιχώματα τού μπεζεστενιού.

Υπήρχαν δύο ακόμη πάνω από καθεμιά από τις πύλες, που ήσαν επιτύμβιες. Η πρώτη βρισκόταν σε πολύ ατελή και ακρωτηριασμένη κατάσταση, αλλά φαινόταν από τις λέξεις και τα σύμβολα, δηλαδή καθρέφτη και χτένα, ότι ανήκε σε κορίτσι δεκατεσσάρων ετών [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 64, σελ. 411]:

Image

Επιγραφή στον τοίχο τού μπεζεστενιού τού Βεζίρκιοπρου

Η δεύτερη, επίσης πάνω από την πύλη τού μπεζεστενιού, ήταν καλά διατηρημένη:97

Image

Επιγραφή στον τοίχο τού μπεζεστενιού τού Βεζίρκιοπρου

Η τρίτη ήταν σχεδόν τέλεια, αλλά θα ήταν πιο ενδιαφέρουσα αν είχε διατηρήσει τα ονόματα των ατόμων, για τα οποία περιγράφει τόσο στοργικά την αγάπη και θλίψη των ντόπιων [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 67, σελ. 412]:

Image

Επιγραφή σε τοίχο σπιτιού τού Βεζίρκιοπρου

Τη βρήκε μαζί με άλλη, ενσωματωμένες στον τοίχο μικρού καταστήματος, αλλά η τελευταία ήταν τόσο παραμορφωμένη που μπόρεσε να διακρίνει μόνο την τελευταία γραμμή MNHMHΣXAP [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 66, σελ. 411]:

Image

Επιγραφή σε τοίχο σπιτιού τού Βεζίρκιοπρου

Το Εσκί Χαμάμ, το παλαιό χαμάμ, τού υποδείχθηκε ως αρχαιότητα, αλλά η κατασκευή του ήταν προφανώς τουρκική. Στους τοίχους όμως είχαν χρησιμοποιηθεί πολλά μεγάλα κομμάτια μαρμάρου, που προέρχονταν από αρχαία κτίρια. Αυτό φαινόταν ότι είχε επίσης συμβεί για την κατασκευή γειτονικού τζαμιού, στην τοιχοποιία τού οποίου είχαν ενσωματωθεί πολλοί σπασμένοι άξονες κιόνων. Παρόμοιοι όγκοι μαρμάρου και αξόνων κιόνων ήσαν ενσωματωμένοι στους τοίχους των ιδιωτικών κατοικιών, τόσο κοντά στην αγορά, όσο στο μπεζεστένι και σε άλλα μέρη τής πόλης.

Το Βεζίρκιοπρου θεωρούνταν ότι βρισκόταν πάνω στον χώρο τής αρχαίας Γαζηλώνος, τής πρωτεύουσας τής επαρχίας Γαζηλωνίτιδος ή Γαζηλώτιδος, που τοποθετείται από τον Στράβωνα μεταξύ τής εκβολής τού Άλυ και τής περιοχής τής Σαραμηνής, η οποία περιλάμβανε την πόλη τής Αμισού. Όμως ο Χάμιλτον έτεινε να πιστεύει μάλλον ότι βρισκόταν μέσα στα όρια τής περιοχής τής Φαζημωνίτιδος, η θέση τής οποίας περιγράφεται τόσο καλά από τον Στράβωνα:

«Απομένει η περιγραφή εκείνων των τμημάτων τού Πόντου, που βρίσκονται μεταξύ τής χώρας αυτής και των περιοχών των Αμισηνών και των Σινωπέων, που εκτείνονται προς την Καππαδοκία, τη Γαλατία και την Παφλαγονία. Ύστερα από την επικράτεια των Αμισηνών και εκτεινόμενη προς τον ποταμό Άλυ βρίσκεται η Φαζημωνίτις, την οποία ο Πομπήιος ονόμασε Νεαπολίτιδα, ιδρύοντας πόλη στην κωμόπολη Φαζημών, στην οποία έδωσε το όνομα Νεάπολις. Τη βόρεια πλευρά αυτής τής περιοχής ορίζουν η Γαζηλωνίτις και η περιοχή των Αμισηνών, ενώ τη δυτική ορίζει ο Άλυς, την ανατολική η Φανάροια και την υπόλοιπη πλευρά ο δικός μου τόπος, η χώρα των Αμασέων, ο οποίος είναι από κάθε άποψη ο μεγαλύτερος και καλύτερος απ’ όλους. Το τμήμα τής Φαζημωνίτιδος προς Φανάροια καλύπτεται από λίμνη, που είναι μεγάλη σαν θάλασσα, ονομάζεται Στιφάνη, είναι γεμάτη ψάρια και έχει γύρω της πολλά λιβάδια κάθε είδους».98

Κάθε χαρακτηριστικό αυτής τής περιγραφής μπορούσε να αναγνωριστεί στην περιβάλλουσα χώρα, αλλά κατά πόσον οι αρχαιότητες τού Βεζίρκιοπρου σηματοδοτούσαν τον χώρο που αντιπροσώπευε τη Φαζημώνα ή Νεάπολη, ή προέρχονταν από τα γειτονικά θερμά λουτρά τής Χάβζας, παρέμενε αβέβαιο.

Εδώ είδε για πρώτη φορά στην αγορά πολλά κάρα φορτωμένα με μεγάλα κομμάτια ορυκτού αλατιού, που είχαν μεταφερθεί από την περιοχή τής Γιοζγκάτ, αλλά δεν μπόρεσε να μάθει το όνομα ή τη θέση τού ορυχείου. Το έδαφος τής πεδιάδας, το οποίο επικάλυπτε τα ασβεστολιθικά και σχιστολιθικά πετρώματα, αποτελούνταν από μπλε και κίτρινες μάργες και πηλό διαστρωματωμένο με άμμο και χαλαρό συσσωμάτωμα. Ο πηλός περιείχε μεγάλες μάζες σεληνίτη ή κρυσταλλικού γύψου. Το ίδιο παρατηρήθηκε αργότερα από τον κ. Έηνσγουερθ δυτικότερα σε μεγάλη αφθονία.

Το Βεζίρκιοπρου είχε χίλια περίπου σπίτια. Οι κάτοικοι ζούσαν κυρίως από την παραγωγή τής γης τους και των κήπων στην περιοχή, καθώς και από την κατασκευή χοντρής μουσελίνας που στελνόταν στην Τοκάτ για εκτύπωση. Ο Χάμιλτον είχε παρατηρήσει πολλούς αργαλειούς σε διάφορα σπίτια, αλλά δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει τον αριθμό τους. Λίγο βαμβάκι καλλιεργούνταν επίσης στην περιοχή. Ο Τούρκος στο σπίτι τού οποίου εγκαταστάθηκε ήταν άνθρωπος με περιουσία και τον εκτιμούσαν πολύ στον τόπο. Με πιο αληθινή ευγένεια από τούς περισσότερους συμπατριώτες του, σύντομα ήρθε να δει αν είχε εγκατασταθεί άνετα και αντί να ορμήσει πάνω του απρόσκλητος, παρέμεινε σε άλλο δωμάτιο, μαζί με τον τάταρ και τον διερμηνέα, μέχρι που ο Χάμιλτον έστειλε να ζητήσει να έρθει και να καπνίσει μια πίπα μαζί του. Κι όμως, μέχρι πολύ πρόσφατα ήταν κυβερνήτης τού τόπου. Ο τρόπος με τον οποίο τον μεταχειρίστηκαν ήταν απλώς πολύ χαρακτηριστικός τής κυβέρνησης και τής χώρας στην οποία ανήκε. Το Βεζίρκιοπρου υπαγόταν στον μουτεσελίμ τής Αμάσειας, στον οποίο ο κυβερνήτης πλήρωνε πριν 60 πουγγιά ή 300 στερλίνες για την ετήσια θητεία στο αξίωμά του. Η τιμή αυξήθηκε στη συνέχεια σε 100 πουγγιά, τα οποία πλήρωνε επίσης, αλλά την προηγούμενη χρονιά τού ζήτησαν 200 πουγγιά ή 1.000 στερλίνες. Όντας άνθρωπος τού τόπου και μη θέλοντας να πληρώσει τόσο μεγάλο ποσό, το οποίο έπρεπε να αποσπάσει από τις τσέπες των συμπολιτών του με καταπιεστικούς τρόπους, αρνήθηκε να κρατήσει πια τη θέση και αποσύρθηκε σε ιδιωτική ζωή. Το σύστημα πώλησης των αξιωμάτων, μεγάλων και μικρών, ήταν από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα για την ευημερία αυτής τής αυτοκρατορίας. Γιατί αν και μπορεί να ήταν γρήγορος τρόπος συλλογής εσόδων, ήταν προφανές ότι μικρό μόνο ποσοστό από αυτά τα 60 ή 100 πουγγιά έβρισκαν τον δρόμο τους προς την Κωνσταντινούπολη, ενώ το υπόλοιπο το απορροφούσαν οι επιθυμίες τού μουτεσελίμ τής Αμάσειας και τού πασά τής Σεβάστειας (Σίβας), ο οποίος είχε αγοράσει σε πρώτη φάση την ανώτερη κυβερνητική θέση από την Υψηλή Πύλη. Πέρα από αυτό, συχνά επιβάλλονταν αυθαίρετα πρόσθετοι φόροι σε ορισμένες περιοχές. Μεγάλα παράπονα γίνονταν από τούς κατοίκους για τις υψηλές τιμές των αγαθών. Το σιτάρι κόστιζε 170 γρόσια το κιλό, και η βρώμη 110. Το κιλό εδώ αποτελούνταν από 26 μπατμάν 6 οκάδων το καθένα. [Ο Χάμιλτον σημειώνει: «Mε την οκά να ισούται με 2¼ λίμπρες, το μπατμάν ισούται με 13½ λίμπρες και το κιλό με 351 λίμπρες. 170 γρόσια αντιστοιχούσαν με την τότε ισοτιμία σε 1 λίρα και 14 σελίνια, όπου το κάθε γρόσι ήταν περίπου 2½ σελίνια. Η τιμή τού σιταριού ήταν επομένως σχεδόν πέντε φαρδίνια η λίμπρα ή 46 σελίνια το τέταρτο».] το κρέας πρέπει να αποτελούσε εξαίρεση στον γενικό κανόνα, καθώς το βόειο κόστιζε 32 παράδες και το αρνίσιο 60 παράδες η οκά. [Ο Χάμιλτον σημειώνει: «40 παράδες ισούνται με ένα γρόσι ή 2½ σελίνια. 32 παράδες ισούνται με 2 σελίνια για 2½ λίμπρες βοδινού κρέατος».] Μια άλλη αιτία παραπόνων ήταν ότι η ρεντίφ ή πολιτοφυλακή είχε τον τελευταίο καιρό στρατολογηθεί και ενσωματωθεί στον στρατό.

Image

Βεζίρκιοπρου-Λαντίκ-Νικσάρ-Κόμανα-Τοκάτ (1836)

Δευτέρα 1 Αυγούστου. Από το Βεζίρκιοπρου στη Λαντίκ [Λαοδίκεια Ποντική] ήταν οκτώ ώρες. Ήταν σχεδόν επτά όταν ξεκίνησαν. Ενάμιση περίπου μίλι από το Βεζίρκιοπρου άρχισαν σιγά-σιγά να ανεβαίνουν στενή κοιλάδα, ανάμεσα σε χαμηλούς και κυματοειδείς λόφους, ενώ σύντομα διέσχισαν μικρό ρυάκι που κυλούσε προς τα βόρεια.99 Στις επτάμιση υπήρχε κρήνη στα δεξιά και κοντά της πολλά θραύσματα από κίονες και λαξευμένα κομμάτια, ορισμένα από τα οποία είχαν χτιστεί στους τοίχους εξοχικών σπιτιών κοντά στην άκρη τού δρόμου, έχοντας κατά πάσα πιθανότητα μεταφερθεί από το Βεζίρκιοπρου. Καθώς προχωρούσαν, οι λόφοι καλύπτονταν με αγριομυρτιές, αλλά τα αυλάκια και οι ράχες που μπορούσε κανείς να ανιχνεύσει κάτω από τη βλάστηση αποτελούσαν αποδείξεις προηγούμενης καλλιέργειας. Συνέχισαν ανεβαίνοντας προς νότιο-νοτιοανατολικά μέχρι τις οκτώ και τέταρτο, όταν έφτασαν στην κορυφή τής κορυφογραμμής, όπου πορφυριτικά και τραχειτικά βράχια προεξείχαν από την επιφάνεια. Από εκεί, κατεβαίνοντας δασώδη χαράδρα με ελισσόμενο δρόμο για δύο μίλια, μπήκαν σε δασωμένη κοιλάδα, που ποτιζόταν από τον Σταουλάρ ή Ισταουλάρ Τσάι, ο οποίος κυλούσε ορμητικά πάνω στη βραχώδη κοίτη του από ψηλή σειρά βουνών στα νοτιοδυτικά. Η πορεία του ήταν εδώ ανατολική για αρκετά μίλια, αλλά ύστερα στρεφόταν βορειοανατολικά και στη συνέχεια βόρεια και χυνόταν, όπως πληροφορήθηκε ο Χάμιλτον, στον Κιζίλ Ιρμάκ κοντά στη Μπάφρα. Τα δασωμένα βουνά στα δεξιά τους, που εκτείνονταν από τα ανατολικά προς τα δυτικά, βρίσκονταν σε απόσταση τεσσάρων περίπου μιλίων, ενώ η αγέρωχη κορυφή που ονομαζόταν Γιαν ή Ιγιάν Καλέ, την οποία είχε δει από το Βεζίρκιοπρου σε κατεύθυνση 40 μοίρες από νότια προς δυτικά, ήταν ένα από τα ψηλότερα σημεία τής οροσειράς. Τού έλεγαν τώρα ότι υπήρχαν κάποια ερείπια στην κορυφή, τα οποία μπορούσαν να είναι τα απομεινάρια τού Σαγυλίου, όνομα που δίνει ο Στράβων σε φρούριο σε αυτή την περιοχή:100 «Πάνω από τη χώρα των Αμασέων βρίσκονται οι θερμές πηγές των Φαζημωνιτών, πολύ καλές για την υγεία, καθώς και το Σαγύλιον, δυνατό οχυρό πάνω σε απότομο βουνό που καταλήγει σε οξεία κορυφή. Το Σαγύλιον, που διαθέτει και μεγάλη δεξαμενή νερού, έχει τώρα εγκαταλειφθεί, παρότι στο παρελθόν αποδείχθηκε χρήσιμο στους βασιλείς από πολλές απόψεις».

Τα πετρώματα που σχημάτιζαν τη βόρεια ή αριστερή όχθη τού ποταμού αποτελούνταν από ηφαιστειακό πεπερίτη και αποσυντιθέμενο τραχείτη, ο οποίος περιείχε πολλά γωνιώδη θραύσματα άλλων τραχειτών, διαφόρων χρωμάτων και σκληρότητας. Δεν παρατήρησε καμία εμφάνιση διαστρωμάτωσης, αλλά οι παραλλαγές τού χρώματος έδειχναν μάλλον κλίση προς τα βορειοανατολικά. Αφήνοντας την κοιλάδα τού Σταουλάρ Τσάι στα αριστερά τους, πέρασαν άλλη χαμηλή σειρά λόφων, οι οποίοι αποτελούνταν κυρίως από άμμο και χαλίκι, και μπήκαν σε πλούσια κοιλάδα, που ποτιζόταν από ρέμα που κυλούσε προς τη Χάβζα. Περνώντας το χωριό Σουσαντζή [Σεϊχσαβτζή, σήμερα Σεϊχσαφί] και διασχίζοντας το ρέμα, ακολούθησαν την πορεία του μέχρι που έφτασαν στο χωριό και τα λουτρά τής Χάβζας, στα μισά μεταξύ Βεζίρκιοπρου και Λαντίκ. Εδώ έπρεπε να είναι τα «θερμά ὕδατα τῶν Φαζημωνιτῶν», που περιγράφονται από τον Στράβωνα, και στα οποία ο ίδιος απέδιδε μεγάλες ιαματικές αρετές. Τον τόπο τώρα αποτελούσαν μερικά ερειπωμένα κτίσματα βυζαντινού χαρακτήρα και μερικά καταστήματα και ξύλινα υπόστεγα, ενώ ο άρρωστος πληθυσμός τής περιοχής ζούσε σε καλύβες φτιαγμένες από κλαδιά και ραβδιά στην πλαγιά τού λόφου και τα βρεγμένα ρούχα τού μπάνιου τους κρέμονταν για να στεγνώσουν σε κάθε γύρω θάμνο και κλαδί. Στον τοίχο τού τζαμιού υπήρχαν τρεις ελληνικές επιγραφές, αλλά γραμμένες με τόσο βάρβαρο χαρακτήρα, σε τόσο κακή πέτρα και σε τόσο λάθος θέση, που δεν μπόρεσε να τις αποκρυπτογραφήσει. Ήσαν όλες επιτύμβιες.

Image

Η Χάβζα σε καρτ-ποστάλ εποχής

Τα άλλα κτίρια ήσαν τα λουτρά, προφανώς βυζαντινής κατασκευής, ενώ πιο ψηλά στον λόφο ένα που έφερε σημάδια σαρακηνικού στυλ ονομαζόταν τραπεζαρία τού τούρκικου μεντρεσέ ή σχολείου, τα ερείπια τού οποίου κάλυπταν σημαντική έκταση κάτω από τα λουτρά. Το σχολείο αυτό ανήκε στους σούφι, είδος μοναστικού ή θρησκευτικού τάγματος που υπήρχε σε όλη την Τουρκία, όντας κλάδος των ουλεμάδων. Στο παρελθόν ήσαν ισχυρό και πολυάριθμο σώμα, αλλά τον τελευταίο καιρό είχαν μειωθεί. Τα λουτρά δέχονταν τώρα λίγες επισκέψεις. Μόνο τριάντα περίπου οικογένειες ήσαν εκεί, πέρα από μερικές από τα γειτονικά χωριά και κάποιες πλούσιες Τουρκάλες κυρίες από την Τοκάτ, την Αμάσεια και άλλες μεγάλες πόλεις. Κατά τη διάρκεια τής ημέρας δεν ήταν σε θέση να επισκεφθεί το ζεστό λουτρό, όσο το είχαν στην κατοχή τους οι γυναίκες, αλλά πήγε το βράδυ, συνοδευόμενος από τον Χαφίζ αγά, ο οποίος, στον ζήλο του, επέμενε να κρατά το φως. Πέρα από αυτό, κατάφερε να περπατήσει μέσα στο σχεδόν βραστό νερό, πέφτοντας απρόσεκτα με το κερί. Μόνο οι κραυγές και τα ουρλιαχτά του έλεγαν στον Χάμιλτον πού ήταν, ενώ το σκοτάδι στο οποίο είχαν πέσει τον εμπόδιζε να τού προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια. Το λουτρό ήταν χτισμένο πάνω από την κύρια πηγή και το θερμόμετρο ανέβαινε στους 125° Φαρενάιτ [93° C] στο στόμιο τού σωλήνα, από τον οποίο το νερό χυνόταν στο λουτρό. Δεν είδε καθόλου πυριγενή πετρώματα σε άμεση γειτνίαση με το χωριό.

Τρίτη 2 Αυγούστου. Από τη Χάβζα στη Λαντίκ ήταν τέσσερις ώρες. Αφού κατέβηκαν στο ρέμα τού Σουσαντζή και το διέσχισαν, ανέβηκαν σε άλλη κοιλάδα, που ποτιζόταν από πολύ μεγαλύτερο ποτάμι, το οποίο ονομαζόταν Σουσατσάμ Τσάι, κυλούσε από τα βορειοδυτικά, ενωνόταν με το ρέμα τής Χάβζας και στη συνέχεια χυνόταν στον Ίρι κάτω από την Αμάσεια. Ενάμιση περίπου μίλι από τη Χάβζα ανέβηκαν στους λόφους, αφήνοντας τον δρόμο προς Καβάκ και Σαμσούν στα αριστερά τους, ενώ μακρινή λοφοσειρά που ονομαζόταν Καρά Νταγ φαινόταν να κατευθύνεται βορειοανατολικά. Ανεβαίνοντας για δύο μίλια πλευρική κοιλάδα νοτιοανατολικά-ανατολικά, έφτασαν στο χωριό Γκιαούρ Κιόι, απ’ όπου, καθώς ο σουρτζής τους είχε χάσει τον δρόμο του, έπρεπε να διασχίσουν κορυφογραμμή λόφων προς άλλη παράλληλη κοιλάδα, την οποία ανέβηκαν για αρκετά μίλια.11 Στην κορυφή αυτών των λόφων εκτεταμένα δάση νεαρής βελανιδιάς απλώνονταν σε σημαντική απόσταση, ενώ μερικά παλαιά έλατα στέκονταν ακόμη ανάμεσά τους και οι χαλασμένοι κορμοί και ρίζες ακόμη περισσότερων έδειχναν ότι ήσαν οι προκάτοχοι των βελανιδιών που πρόκοβαν τώρα. Αυτή η προφανώς αυθόρμητη διαδοχή φυτικής ζωής, όπου μια πρώτη ανάπτυξη δένδρων, όταν κόβονταν, τη διαδέχονταν δένδρα και φυτά διαφορετικού είδους, είχε συχνά παρατηρηθεί στα δάση τής Βόρειας Αμερικής.

Ξεπροβάλλοντας από αυτά τα δάση, στα οποία έχασαν τον δρόμο τους για δεύτερη φορά, διέσχισαν ανοιχτή περιοχή με σιτηρά που κατηφόριζε προς τα βόρεια, πέρα από την οποία βρέθηκαν και πάλι σε δασωμένη περιοχή. Η κατεύθυνσή τους ήταν γενικά ανατολική-νοτιοανατολική κατά μήκος εξαιρετικού δρόμου, ανάμεσα σε αναπτυγμένα δάση δρυός και ελάτης, που διανθίζονταν με άγριες αχλαδιές και κερασιές, καθώς προσέγγιζαν σταδιακά το κέντρο ορεινής περιοχής, η οποία αποτελούσε το δυτικό όριο τού Ίρι και των παραποτάμων του κάτω από την Αμάσεια. Αυτές οι οροσειρές καλύπτονταν από δάση ελάτης, σε πολλά από τα οποία όμως το τσεκούρι και ο καυστήρας τού ρετσινιού είχαν προκαλέσει μεγάλες καταστροφές. Στις εννιάμιση είχαν μπει σε μικρή πεδιάδα, που φαινόταν να είχε υπάρξει κάποτε μεγάλη λίμνη, περιβαλλόμενη από καταπράσινους λόφους, οι οποίοι στα δεξιά υψώνονταν σε ψηλά βουνά και από την οποία κατέβηκαν από πετρώδη δρόμο στην πεδιάδα τής Λαντίκ, που εκτεινόταν για δέκα μίλια από τα ανατολικά προς τα δυτικά και το πλάτος της κυμαινόταν από δύο μέχρι τρία μίλια. Το δυτικό της άκρο περιείχε πολλές φυσικές συστάδες ωραίου δάσους ανάμεσα σε πλούσιους βοσκοτόπους, οι οποίοι, με τούς γύρω δασωμένους λόφους, πρόσφεραν κάθε ποικιλία τοπίου, που ήταν εντυπωσιακό και έμοιαζε με πάρκο. Προχώρησαν δύο σχεδόν μίλια μέσα στην πεδιάδα σε νοτιοανατολική κατεύθυνση και έφτασαν στη Λαντίκ ή Iλαντίκ, μικρό και άθλιο τόπο, που αποκαλούνταν όμως πόλη, επειδή διέθετε βασιλικό τζαμί με δύο μιναρέδες. Βρισκόταν στους πρόποδες των χαμηλών λόφων που αποτελούσαν το νότιο όριο τής πεδιάδας, πίσω από τούς οποίους άλλη και πιο ψηλή λοφοσειρά υψωνόταν προς την Αμάσεια και ονομαζόταν Ακ Νταγ. Οι λόφοι ακριβώς πίσω από την πόλη εκτείνονταν από νοτιοανατολικά προς βορειοδυτικά και αποτελούνταν από σχεδόν κατακόρυφα στρώματα ημικρυσταλλικού μαύρου και λευκού μαρμάρου, που εδράζονταν σε παχύ στρώμα σκληρού καφέ ψαμμίτη, ο οποίος έσπαγε σε ρομβοειδείς μάζες. Διασχίζονταν από πολλές βαθιές χαράδρες, αλλά η αναζήτηση τού Χάμιλτον για οργανικά υπολείμματα υπήρξε ανεπιτυχής.

Η πόλη είχε 300 περίπου σπίτια, με δύο τζαμιά, ένα από τα οποία ήταν αξιοσημείωτο για τούς δύο ψηλούς και χαριτωμένους μιναρέδες του. Τμήμα της, που ονομαζόταν Τεκιγιέ, φαινόταν να είναι πολύ παλαιό και από την ατελή πληροφόρηση των Τούρκων έμαθε ότι χτίστηκε από τον διάσημο Νταούντ πασά τής Κωνσταντινούπολης, προς τιμήν τού σουλτάνου Μαχμούτ Β’ και ότι εξακολουθούσε να ονομάζεται τζαμί τού σουλτάνου Μαχμούτ Β’. Στις παρυφές τής πόλης υπήρχε άλλος μικρός τεκές ή ιερό, ένα οκταγωνικό κτίσμα με δύο μαρμάρινους κίονες στη στοά, που είχε υπόγεια κρύπτη, την είσοδο προς την οποία έκλεινε μεγάλη πέτρα.

Ο καιρός είχε υπάρξει δροσερός για αρκετές ημέρες και τόσο συννεφιασμένος, που μετά την αναχώρησή τους από το Μπογιαμπάτ ο Χάμιλτον δεν είχε μπορέσει να πάρει γεύση τού ήλιου. Το θερμόμετρο σήμερα στη μία το μεσημέρι έδειχνε μόνο 67° και στις εξήμιση το απόγευμα 59° [19 και 15° C αντίστοιχα], ώστε μια φωτιά να ήταν καλοδεχούμενη το βράδυ, πράγμα ασυνήθιστο στη Μικρά Ασία για τις 2 Αυγούστου. Το βράδυ είχαν ψιλόβροχο. Κατάλαβε από τον αγά ότι στην πεδιάδα υπήρχε μικρή λίμνη γεμάτη ψάρια, δύο ώρες στα ανατολικά, που ονομαζόταν Μπογάζ Κιόι Γκιόλ. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να ήταν η λίμνη Στιφάνη που αναφέρει ο Στράβων12 και βρισκόταν στον δρόμο του προς τη Σόνισα, όπου ανέμενε να βρει σημαντικά ερείπια. Ο αγάς τού έδωσε επίσης το δρομολόγιο διαδρομής μέσω Νικσάρ και Τοκάτ, αντί να επιστρέψει στην Αμάσεια απευθείας από τη Σόνισα.13 Επίσης τού είπαν ότι το ποτάμι στην πεδιάδα κυλούσε προς τα ανατολικά στη λίμνη τού Μπογάζ Κιόι. Η εικόνα τής περιοχής τον έκανε να αμφιβάλλει γι’ αυτό, αλλά δεν είχε την ευκαιρία να καταλήξει σε απόφαση.

Τετάρτη 3 Αυγούστου. Το θερμόμετρο στις πέντε το πρωί έδειχνε 57° Φαρενάιτ [25° C]. Ξεκίνησαν από τη Λαντίκ στις εξήμιση, ενώ το άλογο του Χάμιλτον και ο σουρτζής είχαν πάρει τον απευθείας δρόμο προς την Αμάσεια. Ο δρόμος προχωρούσε σχεδόν ανατολικά, ελισσόμενος κατά μήκος τής νότιας άκρης τής πεδιάδας, η οποία ήταν εν μέρει καλλιεργούμενη και εν μέρει λιβάδια και γύρω από την οποία λεγόταν ότι υπήρχαν 24 χωριά, υπαγόμενα στον κυβερνήτη τής Λαντίκ. Ανάμεσα στη βλάστηση των λόφων παρατήρησε σε πολλά μέρη και σε αφθονία την αζαλέα ποντική. Τέσσερα μίλια από τη Λαντίκ πλησίασαν τα έλη, τα οποία εκτείνονταν σε κάποια απόσταση γύρω από τη λίμνη τού Μπογάζ Κιόι, το όνομα τής οποίας προερχόταν από μικρό χωριό στη βόρεια πλευρά τής πεδιάδας: «Το τμήμα τής Φαζημωνίτιδος προς Φανάροια καλύπτεται από λίμνη, που είναι μεγάλη σαν θάλασσα, ονομάζεται Στιφάνη [σήμερα Καρανμπογάζ], είναι γεμάτη ψάρια και έχει γύρω της πολλά λιβάδια κάθε είδους». Στις οκτώμιση απείχε μόνο ένα τέταρτο τού μιλίου στα αριστερά τους και δεν φαινόταν να έχει περίμετρο μεγαλύτερη από πέντε ή έξι μίλια, αλλά το έδαφος γύρω της ήταν πολύ ελώδες. Στις εννέα δεν φαινόταν νερό στα αριστερά και ολόκληρη η πεδιάδα ήταν γεμάτη αγριόχορτα, βούρλα και πρασινάδα τού βάλτου, αλλά προχωρώντας λίγα μόνο μέτρα από τον δρόμο στη χορταριασμένη πεδιάδα, είδε ότι ολόκληρη η περιοχή βρισκόταν κάτω από το νερό, τού οποίου το βάθος αυξανόταν σταδιακά. Σε παλαιότερες εποχές η λίμνη φαίνεται ότι ήταν πολύ πιο εκτεταμένη, αλλά ήταν πιθανό ότι το δάπεδο τής πεδιάδας, ιδιαίτερα το κάτω μέρος τής λίμνης, είχε υψωθεί σταδιακά πάνω από το αρχικό του επίπεδο από την ανάπτυξη και την ταχεία αποσύνθεση φυτικής ύλης και τη συσσώρευση συντριμμιών και χωμάτων που ξεπλένονταν σε αυτήν από τούς γύρω λόφους. Η εμφάνισή της έπεισε τον Χάμιλτον ότι έπρεπε να ήταν η λίμνη Στιφάνη τού Στράβωνος, αλλά δεν ήξερε που έπρεπε να ψάξει για τα ερείπια τού φρουρίου που ονομαζόταν Ικίζαρι, το οποίο ο ίδιος περιγράφει ως βασιλική κατοικία και το τοποθετεί σε λόφο πάνω από τη λίμνη: «Στις ακτές της βρίσκεται ισχυρό οχυρό, το Ικίζαρι, τώρα εγκαταλειμμένο. Εκεί κοντά βρίσκεται και βασιλικό ανάκτορο, ερειπωμένο πια».14 Δεν υπήρχε ερειπωμένο κάστρο κοντά ή λόφος πάνω από τη λίμνη, εκτός από τη βραχώδη οροσειρά που χώριζε την περιοχή τής Αμάσειας από εκείνη τής Λαντίκ και στην οποία δεν είχε ανέβει. Ίσως βρισκόταν σε ψηλό ασβεστολιθικό βράχο που υψωνόταν πίσω από την πόλη τής Λαντίκ και ο οποίος θα αποτελούσε πολύ καλή θέση για αρχαίο φρούριο, εκτός αν η ομοιότητα των ονομάτων τον παρακινούσε να το τοποθετήσει κοντά ή πάνω από το σημερινό χωριό Κιζ Ογλού [σήμερα Μπουγιούκ Κίζογλου], τρία περίπου μίλια ανατολικά τής Λαντίκ.

Καθώς άφηναν τις ακτές τής λίμνης, συνάντησαν αρκετά κάρα φορτωμένα με ξύλο, που κατέβαιναν από τα πριονιστήρια στους λόφους στα δεξιά τους. Τα δένδρα κόβονταν σε σανίδες με μήκος δώδεκα περίπου πόδια και πλάτος ένα, η τιμή των οποίων ήταν πέντε παράδες η σανίδα, ενώ στη Λαντίκ ήταν δέκα. Στις εννιάμιση πέρασαν ρέμα που ονομαζόταν Κιρπετζίκ Σου, που κυλούσε από τα νοτιοανατολικά, από χωριό με το ίδιο όνομα. Και έχοντας φτάσει στην άκρη τής πεδιάδας, ο Χάμιλτον ίππευσε γύρω από την ανατολική της άκρη, για να εξακριβώσει αν έτρεχε κανένα ποτάμι από αυτήν προς ανατολική ή βορειοανατολική κατεύθυνση και σύντομα πείστηκε, ότι αν και πολλά μικρά ρεύματα εισέρρεαν σε αυτήν, δεν εξέρρεε από αυτή νερό σε εκείνη την πλευρά. Έτσι, αν οι πληροφορίες των Τούρκων στη Λαντίκ, ότι ο ποταμός κυλούσε μέσω τής πεδιάδας από δυτικά προς ανατολικά, ήσαν σωστές, η λίμνη δεν μπορούσε να έχει ανοικτή διέξοδο απορροής τού νερού που χυνόταν συνεχώς σε αυτήν, το οποίο έπρεπε επομένως να διαφεύγει από υπόγεια κανάλια ή καταβόθρα. Αλλά τα πάντα ήσαν εναντίον αυτής τής υπόθεσης. Οι όχθες τής ίδιας τής λίμνης, οι γύρω λόφοι και η εμφανής κλίση τής κοιλάδας προς τα δυτικά, πέρα από την προφανή πορεία των ποταμών που πέρασαν χθες το πρωί, αποδείκνυαν ότι τα νερά τής λίμνης έπρεπε να εκρέουν στο δυτικό άκρο και ότι επομένως ο ποταμός τής πεδιάδας έπρεπε να ρέει από τα ανατολικά προς τα δυτικά.

Τελικά, εγκαταλείποντας την ενδιαφέρουσα αλλά απομονωμένη πεδιάδα, ανέβηκαν στους λόφους στα νοτιοανατολικά, που ήσαν καλυμμένοι με φτελιές, καρπίνους και οξιές. Στα αριστερά υπήρχαν επίσης πολλά ωραία έλατα, το πριόνισμα των οποίων σε σανίδες ήταν η κύρια δουλειά των μύλων που είχαν περάσει. Από την κορυφή αυτής τής ράχης κατέβηκαν σε νοτιοανατολική κατεύθυνση, μέσα από όμορφα και χλοώδη ξέφωτα, τριγυρισμένα από υπέροχα δάση, μέχρι που έφτασαν σε ρέμα που ονομαζόταν Σεπετλί Σου, το οποίο σταδιακά αυξανόταν σε όγκο και σημασία, καθώς ακολουθούσαν τη γραφική και βραχώδη κοιλάδα του για το υπόλοιπο τού ημερήσιου ταξιδιού τους, πέρα από την οποία το ρέμα αυτό χυνόταν στον Ίρι πάνω από τη Σόνισα. Αφού κατέβηκαν τρία σχεδόν μίλια κατά μήκος τού ρέματος, έφτασαν σε στενό πέρασμα ή φαράγγι που ονομαζόταν Σεπετλί Μπογάζ και σχηματιζόταν από μάζα πρασινωπού-καφέ πυριγενούς βράχου, ιδιαίτερα κρυσταλλικού, αλλά σε πολύ προχωρημένη κατάσταση αποσύνθεσης, που περιείχε επιμήκεις κρυστάλλους αστρίου, η ώθηση των οποίων μέσω των δευτερογενών στρωμάτων υπήρξε μια από τις κύριες αιτίες των υπερυψώσεων, στρεβλώσεων, μετατοπίσεων και επικλίσεων των γύρω στρωμάτων. Πιο κάτω στην κοιλάδα η βύθιση των στρωμάτων ήταν προς τα νοτιοανατολικά αντί για νοτιοδυτικά, όπως κοντά στη Λαντίκ. Αυτή η αντικλινής ή ίσως περικλινής βύθιση είχε επίσης προκληθεί από την ώθηση των προαναφερθέντων πυριγενών πετρωμάτων. Τα στρώματα εδώ αποτελούνταν από συμπαγή γκρίζο ασβεστόλιθο που συνδεόταν με σχιστολιθικούς βράχους, ενώ κομμάτια σκληρού συσσωματώματος, που περιείχε πολλά μικρά βότσαλα χαλαζία, υπήρχαν στην κοιλάδα, έχοντας πέσει από κάποιον υπερκείμενο σχηματισμό. Ένα μίλι πιο πέρα άφησαν την κοιλάδα και μπήκαν στους λόφους προς τα αριστερά, για να φτάσουν σε χωριό, όπου θα σταματούσαν για τη νύχτα. Στις δώδεκα πέρασαν από το άθλιο χωριό Ντιστέκ Κιόι [σήμερα Ντεστέκ] και ύστερα προχώρησαν σε ορεινή χώρα, γεμάτη καχεκτικές βελανιδιές, μέχρι το Σεπετλί Κιόι [Σεπετλί και σήμερα], όπου έφτασαν λίγο μετά τη μία, έχοντας στα δεξιά τους πλούσια πεδιάδα από κάτω τους, ενώ γυμνή κορυφογραμμή ασβεστολιθικών βράχων σχημάτιζε το βόρειο όριο αυτής τής εύφορης κοιλάδας. Φτάνοντας στο χωριό βρήκαν μόνο γυναίκες. Όλοι οι άνδρες ήσαν απασχολημένοι στις καλλιέργειές τους. Ακόμη και ο τάταρ, που είχε προηγηθεί τής ομάδας, είχε πάει στα χωράφια να βρει κάποιους από τον ανδρικό πληθυσμό και μέχρι την επιστροφή του ήσαν εκτεθειμένοι σε φλεγόμενο ήλιο. Το θερμόμετρο στις δύο το μεσημέρι ήταν στους 83° Φαρενάιτ. Σε μία περίπου ώρα σηκώθηκε δυνατός άνεμος από τα βορειοδυτικά και το θερμόμετρο έπεσε στους 75° [28 και 24° C αντίστοιχα].

Το μόνο κατάλυμα που μπόρεσε να εξασφαλίσει ο Χάμιλτον ήταν η στοά και το εσωτερικό τού τζαμιού, ενός ερειπωμένου ξύλινου κτιρίου εκατό περίπου μέτρα από το χωριό, όπου παρέμενε κάτω από τη σκιά τής στοάς κατά τη διάρκεια τής ημέρας, αλλά ήταν υποχρεωμένος να μπει μέσα τη νύχτα, αν και εκτός από τα ανοιχτά παράθυρα ο αέρας ορμούσε μέσα από χιλιάδες τρύπες και το πάτωμα ήταν καλυμμένο με μπιζέλια, αρακά και άλλα που ξεραίνονταν για σπορά. Προς το βράδυ ήταν διασκεδαστικό θέαμα να βλέπει κανείς τούς άνδρες και τα γελάδια να επιστρέφουν από τη δουλειά και τη βοσκή τους. Κι ενώ εκείνοι συγκεντρώνονταν στο πράσινο μπροστά από το τζαμί, τα νεαρά κορίτσια, που σχεδόν ποτέ δεν εμφανίζονταν έξω από τα σπίτια τους, έτρεχαν γύρω με κόκκινα μεσοφόρια πάνω από τα φαρδιά παντελόνια τους, με λευκό μαντήλι στο κεφάλι, συγκεντρώνοντας και οδηγώντας τα γελάδια στους αντίστοιχους στάβλους τους. Αυτό το χωριό, με τα εδάφη και τα χωράφια του, ήταν τσιφλίκι που ανήκει στον Οσμάν πασά και τα είχε αποκτήσει ο πατέρας του, όταν ήταν ντερέμπεης, για τα οποία οι κάτοικοι τού κατέβαλλαν κάποιο μίσθωμα, ενώ τα εδάφη των γειτονικών χωριών ανήκαν στους ίδιους τούς κατοίκους και πλήρωναν γι’ αυτά μόνο τις συνήθεις εισφορές και φόρους.

Πέμπτη 4 Αυγούστου. Ξεκίνησαν από το Σεπετλί λίγα λεπτά μετά τις έξι και για περισσότερα από έξι μίλια κατέβαιναν την κοιλάδα νοτιοανατολικά-ανατολικά, μένοντας πάντοτε κοντά στις όχθες τού ρέματος. Η κοιλάδα έγινε σταδιακά πολύ φαρδύτερη, οι λόφοι χαμηλότεροι και πιο καλλιεργημένοι, καρυδιές και πλατάνια πρόκοβαν στην πεδιάδα, ενώ με προσεκτική άρδευση μια καλή σοδειά καλαμποκιού ωρίμαζε στο έδαφος. Στις οκτώ και τέταρτο άφησαν το ρέμα που κυλούσε νοτιοανατολικά μέσα από στενό άνοιγμα στους λόφους προς την κοιλάδα τού Ίρι> και διέσχισαν σε ανατολική κατεύθυνση ανοικτή περιοχή με καλαμπόκι, που είχε κλίση προς τα νοτιοδυτικά και στη συνέχεια κατέβαινε απαλά προς το χωριό Σόνισα, το οποίο βρισκόταν στους λόφους που αποτελούσαν το βορειοδυτικό όριο τής πεδιάδας, στην οποία η συμβολή τού Ίρι και τού Λύκου πραγματοποιούνταν δύο ώρες ανατολικά τής Σόνισα [τής Σόνουσα των οθωμανικών αρχείων, τού σημερινού χωριού Ουλουκιόι, δυτικά τής συμβολής Λύκου (Κελκίτ) και Ίρι (Γεσιλιρμάκ)]. Επομένως δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι αυτή η πεδιάδα ήταν η αρχαία Φανάροια που αναφέρεται από τον Στράβωνα, η οποία χωριζόταν τώρα σε τέσσερις επαρχίες ή καντόνια, δηλαδή Ερέκ [σήμερα Ερμπάα], Τασοβά [Τασοβά και σήμερα], Σόνισα και Καράι-οκά [σήμερα Καραγιακά], αλλά συνήθως αναφερόταν ως Τασοβά. [Κατά την οθωμανική εποχή τα τέσσερα χωρια (Ερέκ, Καραγιακά, Σόνουσα, Τασοβά) αποτελούσαν φορολογική ενότητα ως Ερμπάα (τετράδα), αφού η λέξη Ερμπάα είναι αραβικής προέλευσης και σημαίνει «τέσσερις».] η πορεία τού Ίρι όπως φαινόταν από εδώ ήταν από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά.

Οι προσδοκίες τού Χάμιλτον για την εξεύρεση ερειπίων στη Σόνισα απογοητεύτηκαν πάλι: ένα παλιό τούρκικο λουτρό ακόμη σε χρήση, ένα τζαμί αρχαίας χρονολογίας σχεδόν σε ερείπια και ένα ακαθόριστο πέτρινο κτίριο με θραύσματα από κίονες που βρίσκονταν απλωμένοι γύρω του, αλλά προφανώς τουρκικής κατασκευής, αποτελούσαν τις πολυδιαφημισμένες αρχαιότητες αυτού τού τόπου. Τού είπαν όμως ότι υπήρχαν ορισμένες πιο κάτω στην κοιλάδα, εκεί όπου τα ενωμένα ρέματα τού Λύκου και τού Ίρι κυλούσαν έξω από την πεδιάδα, οι οποίες αρχαιότητες ονομάζονταν Μπογάζ Χισσάν Καλέ, αλλά φοβόταν ότι δεν θα αποδεικνύονταν η Ευπατορία ή Μαγνόπολις (Μεγαλόπολις). Τον διαβεβαίωσαν επίσης απόλυτα ότι κανενός είδους ερείπια δεν υπήρχαν στην ίδια την πεδιάδα, πράγμα που ήταν πιθανό, καθώς υπήρχαν ελάχιστα ή καθόλου δένδρα για να τις έκρυβαν. Ολόκληρη η πεδιάδα ανήκε στον Χατζήογλου, έναν από τούς πρώην ντερεμπέηδες, που κατοικούσε στο Ερέκ. Αποφάσισε, αντί να επιστρέψει στην Αμάσεια, να ακολουθήσει τη διαδρομή που τού είχε δώσει ο αγάς τής Λαντίκ και να επισκεφθεί το Μπογάζ Χισσάν Καλέ στον δρόμο του προς Ερέκ και Νικσάρ.

Απαντώντας στις ερωτήσεις του, στη Σόνισα, όπου καθυστέρησε λίγο λόγω έλλειψης αλόγων, τού είπαν ότι οι καλύτερα καλλιεργούμενες εκτάσεις στην πεδιάδα παρήγαγαν το επταπλάσιο ή οκταπλάσιο και η τιμή τού σιταριού ήταν είκοσι γρόσια το κιλό, το οποίο αποτελούνταν εδώ από δεκαέξι μπατμάν. Ο Στράβων, περιγράφοντας τη Φανάροια, την ονομάζει ἐλαιόφυτον πεδίον: «Η Σιδήνη και η Θεμίσκυρα είναι συνεχείς προς τη Φαρνακία. Από πάνω τους βρίσκεται η Φανάροια, που έχει το καλύτερο τμήμα τού Πόντου, αφού είναι φυτεμένη με ελαιόδεντρα, γεμάτη αμπέλια, ενώ έχει και όλες τις άλλες αρετές που μπορεί να έχει μια περιοχή».15 Τώρα δεν φύτρωναν εκεί ελιές, καλλιεργούμενες ή άγριες, ενώ από το υψόμετρο και τη θέση της ο Χάμιλτον αμφέβαλλε αν πρόκοβαν ποτέ σε αυτή την πεδιάδα. Πιο κάτω θα έχει την ευκαιρία να αναφέρει μιαν άλλη περιοχή, στην οποία ο Στράβων εφαρμόζει το ίδιο επίθετο, εξίσου ακατάλληλο σήμερα. Έτεινε λοιπόν να πιστεύει ότι ο γεωγράφος ήθελε απλώς να πει ότι ήταν εύφορη πεδιάδα, που παρήγαγε σε αφθονία τούς πιο χρήσιμους καρπούς.16

Παρά το γεγονός ότι παρέμειναν στη Σόνισα μέχρι το μεσημέρι, ο ουρανός συνέχιζε να είναι συννεφιασμένος, πράγμα που τον εμπόδιζε να πάρει μεσημβρινό υψόμετρο τού ήλιου. Το μεσημέρι κατέβηκαν στην πεδιάδα, έχοντας στα αριστερά τους βραχώδες τείχος βουνών αποτελούμενων από τραχείτη σε κατάσταση αποσύνθεσης και στα δεξιά τη στενή επέκταση των λόφων που αποτελούσαν το νότιο όριο τής κοιλάδας Σεπετλί. Έχοντας φτάσει στην πεδιάδα, συνέχισαν τρία μίλια ανατολικά προχωρώντας στους πρόποδες των λόφων στα αριστερά τους, ενώ στο χαμηλό ελώδες έδαφος στα δεξιά τα άγρια αμπέλια μεγάλωναν άφθονα γύρω από κόμπους με ιτιές, δίπλα στις οποίες υπήρχαν αρμυρίκια και λυγαριές και σε πιο ξηρό έδαφος προς τούς λόφους μερικές άγριες αχλαδιές.

Λίγο μετά τη μία έφτασαν στις όχθες τού Ίρι και έχασαν λίγο χρόνο ψάχνοντας για σημείο από το οποίο θα μπορούσαν να διαβούν το ποτάμι. Τελικά ο σουρτζής τόλμησε λίγο πιο πάνω από τη συμβολή του με τον Λύκο και με κάποια δυσκολία έφτασαν στην απέναντι όχθη. Έπρεπε στη συνέχεια να διαβούν τον Λύκο που κυλούσε από τα νοτιοανατολικά, προκειμένου να κατεβούν την κοιλάδα προς το Μπογάζ Χισσάν Καλέ. Το πέτυχαν αφήνοντας τις αποσκευές να περιμένουν την επιστροφή τους. Τα ερείπια αρκετών βάθρων σηματοδοτούσαν τη θέση τής αρχαίας γέφυρας μετά τη συμβολή των δύο ποταμών και στην αρχή τού περάσματος. Εδώ, σύμφωνα με τον Στράβωνα, έπρεπε να αναμένουν να βρουν κάποια ίχνη από τα ερείπια τής Ευπατορίας ή Μεγαλόπολης, χτισμένης στο κέντρο τής πεδιάδας τής Φανάροιας και στη συμβολή των ποταμών: «Οι δύο ποταμοί συναντώνται στο μέσο περίπου τής κοιλάδας. Στη συμβολή τους υπάρχει πόλη, την οποία ο πρώτος άνθρωπος που την υποδούλωσε την ονόμασε Ευπατορία από το δικό του όνομα, αλλά ο Πομπήιος τη βρήκε μισοτελειωμένη, πρόσθεσε σε αυτήν εδάφη και οικιστές και την ονόμασε Μαγνόπολη».17 Τίποτε δεν μπορούσε να είναι πιο σωστό από την περιγραφή τού Στράβωνος γι’ αυτό το τμήμα τής χώρας και για την πλούσια πεδιάδα τής Φανάροιας. Αλλά ο Χάμιλτον έψαχνε μάταια για τα ερείπια αρχαίας πόλης και προχώρησαν κάτω στην κοιλάδα προς βόρεια κατεύθυνση κατά μήκος δρόμου που κρεμόταν πάνω από τον ποταμό και σε πολλά σημεία ήταν λαξευμένος στον συμπαγή βράχο. Φτάνοντας στο Καλέ ή Κάστρο, που βρισκόταν σε ισχυρό και απομονωμένο λόφο στη μέση τής κοιλάδας και στο οποίο ανέβηκαν από απότομο και δύσκολο δρόμο, σύντομα διαπίστωσε ότι δεν ήταν πολύ αρχαίας εποχής. Έτσι, ύστερα από μικρή καθυστέρηση, γύρισαν πίσω και αφού πέρασαν και πάλι τον Λύκο, διέσχισαν την πεδιάδα για οκτώ ή εννέα μίλια σε νότιο-νοτιοανατολική κατεύθυνση προς τον καζαμπά τού Ερέκ, όπου απογοητεύτηκε και πάλι μη βρίσκοντας ίχνη αρχαιότητας. Ο δρόμος προχωρούσε κατά καιρούς κοντά στις όχθες τού Λύκου, όπου ενόχλησαν κάποιους πελεκάνους, που πετάχτηκαν από τα έλη με παράξενο, αγενή τρόπο. Από τη μεγάλη ποικιλία των αναβαθμίδων στην πεδιάδα, η οποία ανέβαινε σταδιακά προς νότο, ήταν πιθανό ότι τόσο ο Ίρις όσο και ο Λύκος έρρεαν σε κάποια προηγούμενη περίοδο μέσα από κανάλια διαφορετικά από εκείνα που καταλάμβαναν τώρα και ότι η συμβολή τους μπορεί να ήταν στα νότια τού σημείου στο οποίο ενώνονταν τώρα. Σε αυτή την υπόθεση, η πολύ μεγάλη απογύμνωση τού βόρειου τμήματος τής πεδιάδας κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων θα ευθυνόταν για την απομάκρυνση κάθε απομειναριού τής πόλης Ευπατορία. Από την άλλη πλευρά, πολλά κοιτάσματα από χαλίκι και άμμο σε οριζόντια στρώματα εκτείνονταν κατά μήκος των βορείων και βορειοανατολικών ορίων τής πεδιάδας, τα συντρίμμια υλικού που είχε ξεπλυθεί από τούς γύρω λόφους και που είχαν συσσωρευτεί απέναντι από τα στόμια των μεγαλύτερων κοιλάδων, σχηματίζοντας ανεξάρτητες εκτάσεις και λόφους.

Ήταν αδύνατο να βλέπεις αυτή την πλούσια και επίπεδη πεδιάδα, περιτριγυρισμένη από ψηλά βουνά, χωρίς να πείθεσαι ότι ήταν ο χώρος αρχαίας λίμνης, που είχε αποξηρανθεί από κάποια αναστάτωση, η οποία είχε σπάσει το ορεινό φράγμα ανάμεσα σε αυτήν και τις πεδιάδες τού Τσαρσαμπά. Αλλά ο Χάμιλτον ένιωσε έκπληξη διαπιστώνοντας ότι οι ίδιοι οι Τούρκοι είχαν παράδοση ότι η πεδιάδα ήταν κάποτε λίμνη ή θάλασσα, την οποία διέπλεαν μεγάλα πλοία. Ισχυρίζονταν ότι στο παρελθόν κρεμάστηκε μεγάλη αλυσίδα στο φαράγγι κάτω από τη γέφυρα και οι οδηγοί τούς έδειξαν τα τμήματα τού βράχου από τα οποία είχε κρεμαστεί. Από αυτή την αλυσίδα κρεμάστηκαν μικρότερες, στις οποίες δέθηκαν κομμάτια από δέρματα και τομάρια κι έτσι κρατήθηκαν μέσα τα νερά για να σχηματίσουν τη λίμνη. Δεν μπορούσε να μάθει πότε υποτίθεται ότι συνέβη αυτό το γεγονός, αλλά, παραμερίζοντας το μυθικό μέρος τής αφήγησης, ήταν αξιοσημείωτο ότι ένας λαός τόσο πεζός όπως οι Τούρκοι, συνέλαβαν τέτοια ιδέα. Καθώς πλησίαζαν στο Ερέκ, εντυπωσιάστηκε πολύ με την καλλιέργεια και φροντίδα που δινόταν στα χωράφια και τούς κήπους κοντά στην πόλη, καθώς και με τις υπέροχες βελανιδιές που φύτρωναν σε σειρές στους φράχτες.

Παρασκευή 5 Αυγούστου. Ήταν ημέρα παζαριού ή αγοράς και καθώς ίππευαν μέσα από την πόλη στον δρόμο τους προς τη Νικσάρ, είδαν να εκτίθενται προς πώληση πολλές ωραία φτιαγμένες τετράποδες καρέκλες. Δεν είχε δει ποτέ να τις χρησιμοποιούν στα σπίτια και πέρασε καιρός μέχρι να εξακριβώσει τον σκοπό για τον οποίο τις χρειάζονταν οι αγρότες. Τα σιτηρά αλωνίζονταν στη Μικρά Ασία, όπως και σε ορισμένα άλλα μέρη τής Ανατολής, σύροντας πάνω από το άχυρο βαρύ πλαίσιο, γεμάτο αιχμηρές πέτρες, στο οποίο, προκειμένου να αυξηθεί η πίεση, στεκόταν γενικά ένας άνδρας ή δύο αγόρια. Αλλά, πέρα από τη δυσκολία διατήρησης τής ισορροπίας τους, επρόκειτο για κουραστική εργασία και ως εκ τούτου κάθονταν σε καρέκλα όταν μπορούσαν να προμηθευτούν μία.

Άφησαν το Ερέκ στις επτά, προχωρώντας κατά μήκος τής πεδιάδας για έξι μίλια, μέχρι που έφτασαν και πάλι στις όχθες τού Λύκου. Πολλά καπνά καλλιεργούνταν σε αυτή την περιοχή, αν και το μεγαλύτερο μέρος από εκείνα που καταναλώνονταν προερχόταν από την επαρχία τής Τζανίκ. Δύο περίπου μίλια από την πόλη συνάντησαν μεγάλη παρέα νεαρών ανδρών ωραίας εμφάνισης, που τούς είχαν μαζέψει από τη γύρω χώρα και κατευθύνονταν στο Ερέκ. Θα επιλεγόταν από αυτούς συγκεκριμένος αριθμός προς στρατολόγηση. Στις οκτώμιση έφτασαν στο δυτικό άκρο τής Φανάροιας και ανέβηκαν βραχώδη λοφοσειρά που τη χώριζε από την πεδιάδα τής Νικσάρ, μέσω τής οποίας είχε ανοίξει δρόμο ο Λύκος, ρέοντας κατά μήκος ελισσόμενης κοιλάδας ανάμεσα σε απότομες και δασωμένες όχθες, σκεπασμένες από πεύκα και βελανιδιές, με υπόστρωμα από κουμαριές, γλυστροκουμαριές, κρανιές και άλλους όμορφους θάμνους. Ο δρόμος προχωρούσε για αρκετά μίλια σε νοτιοανατολική κατεύθυνση, κατά μήκος τής αριστερής όχθης τού ποταμού, από στενό μονοπάτι που είχε λαξευτεί στα προεξέχοντα βράχια. Οι λόφοι ήσαν κυρίως ασβεστολιθικοί, αλλά πυριγενή πετρώματα υψώνονταν σε διάφορα σημεία και αποτελούσαν τις πιθανές αιτίες τής ανύψωσης και τής διάσπασης τής κορυφογραμμής, η οποία φαινόταν να συνδέει την οροσειρά τού Παρυάδρη στα βορειοανατολικά με εκείνες τού Λίθρου και τού Όφλιμου: «Στην ανατολική πλευρά προστατεύεται από το όρος Παρυάδρης, αναπτυσσόμενη κατά μήκος παράλληλα με το βουνό αυτό και στη δυτική της πλευρά από τα βουνά Λίθρος και Όφλιμος».18

Στις εννιάμιση άφησαν την κοίτη τού ποταμού που κυλούσε μέσα από απότομη και απόκρημνη χαράδρα, για να ανεβούν στους ασβεστολιθικούς λόφους, η παραμορφωμένη διαστρωμάτωση των οποίων ήταν πολύ χαρακτηριστική. Διέσχισαν σειρά από λόφους και βαθιές χαράδρες, εν μέρει δασωμένες, μέχρι να φτάσουν στις δέκα και μισή στο χωριό Κιουτσούκ Κούερα [μάλλον στο Γκέμρε, σήμερα Κιουπλουτζέ] στα αριστερά τους, ενώ λόφος που υψωνόταν στα δεξιά τους καλυπτόταν από τα ερείπια πολύ μεγαλύτερου χωριού. Ο Χάμιλτον έψαχνε εδώ να βρει κάποιες ενδείξεις τού χώρου των αρχαίων Καβείρων, τα οποία τοποθετούνται από τον Στράβωνα σε απόσταση 150 σταδίων από την Ευπατορία ή στη συμβολή τού Λύκου και τού Ίρι, προς την οροσειρά τού Παρυάδρη. Δεν αναφερόταν η ύπαρξη ερειπίων στην περιοχή, αλλά, καθώς έμπαιναν σε αυτήν, δεν μπορούσε να αποφύγει θεωρίες σχετικές με την ομοιότητα μεταξύ των λέξεων Κούερα ή Κόμπερα και Κάβειρα.

Στις έντεκα και είκοσι κατέβηκαν στην πεδιάδα τής Νικσάρ και αμέσως διαβήκαν τον Λύκο από ψηλή πέτρινη γέφυρα χωρίς στηθαίο. Η ίδια η γέφυρα ήταν τουρκικής ή βυζαντινής καταγωγής, αλλά φτιαγμένη από θραύσματα πιο αρχαίων κτιρίων. Βρήκε την παρακάτω επιγραφή σε μεγάλο μαρμάρινο κομμάτι ενσωματωμένο στο θεμέλιο [Χάμιλτον, ΙΙ, παράρτημα 68, σελ. 412]. Η μορφή κάποιων από τα γράμματα και των λέξεων αποδείκνυαν ότι ήταν μεταγενέστερη τής ρωμαϊκής κατάκτησης.

Image

Επιγραφή ενσωματωμένη στη γέφυρα κοντά στη Νικσάρ

Αφήνοντας τη γέφυρα, διέσχισαν την πεδιάδα σε κατεύθυνση από ανατολικά προς νότια, προς τη Νικσάρ, η οποία εμφανίστηκε μπροστά τους στους πρόποδες τού όρους Παρυάδρης, με το ποτάμι να τρέχει κοντά στον δρόμο ή να απομακρύνεται προς το κέντρο τής πεδιάδας στα δεξιά τους. Οι λόφοι στα αριστερά τους απείχαν ένα έως δύο μίλια, ενώ το όριο τής καλλιέργειας στις κεκλιμένες πλευρές τους σηματοδοτούσε σαφώς την έκταση των λιμναίων αποθέσεων και των συντριμμιών που κατέβαζαν ορεινοί χείμαρροι, τα οποία φαίνονταν να γεμίζουν όλες τις ελικώσεις τής κοιλάδας. Στη μία και τέταρτο ξεκίνησαν ήπια ανάβαση προς την πόλη, που ήταν χτισμένη πάνω στα συντρίμμια που κατέβαζε το νερό από την κοιλάδα τής Νικσάρ στην πεδιάδα, η οποία, όπως και εκείνη τής Φανάροιας, φέρει αναμφισβήτητη απόδειξη ότι είχε επίσης υπάρξει μεγάλη εσωτερική θάλασσα ή λίμνη, ένα είδος λίμνης Σουπίριορ διαχωρισμένης από τη Φανάροια από κορυφογραμμή ψηλών λόφων, οι οποίοι είχαν φθαρεί από τη συνεχή δράση ισχυρού ποταμού. [Η λίμνη Σουπίριορ (Ανωτέρα) είναι η πρώτη από τις μεγάλες διαδοχικές λίμνες στα σύνορα Η. Π. Α. και Καναδά, που χύνονται η μία στην άλλη.] Ογκόλιθοι πυριγενών πετρωμάτων αποτελούσαν το βασικό συστατικό τής εύφορης πλαγιάς που κύκλωνε την πεδιάδα, από την οποία τούς έπαιρναν και τούς χρησιμοποιούσαν ως όρια στα παρακείμενα χωράφια σιτηρών. Το καλαμπόκι καλλιεργούνταν στην πεδιάδα προς τη μεριά τού Λύκου, όπου είχε καταστεί δυνατή η εφαρμογή άρδευσης.

Καθώς έμπαιναν στην πόλη, είδαν αρκετά υπολείμματα κατεστραμμένων τζαμιών και άλλων οικοδομημάτων στο περίτεχνο στυλ τής περσικής ή σαρακηνικής αρχιτεκτονικής, ενώ σπασμένη σαρκοφάγος κοντά σε κρήνη έφερε κάποια ίχνη επιγραφής, την οποία δεν μπόρεσε να αποκρυπτογραφήσει. Από τον δρόμο στη βόρεια πλευρά τής πόλης έβλεπαν από πάνω τα σπίτια με τις επίπεδες οροφές και τούς κήπους που βρίσκονταν στο στόμιο τής κοιλάδας. Το κάστρο, το οποίο είχε μεγάλη έκταση, βρισκόταν στο φρύδι τού λόφου στα βόρεια. Ήταν μακρόστενη και διάσπαρτη μάζα, χτισμένη σε διαφορετικές περιόδους, αλλά στην παρούσα μορφή του ήταν κυρίως τουρκικό. Στις πύλες των εξωτερικών και εσωτερικών τειχών υπήρχαν πολλοί ογκόλιθοι, που προφανώς ανήκαν σε παλαιότερα κτίρια, σε δύο από τούς οποίους βρήκε ασήμαντα θραύσματα επιγραφών: ΛAMΠPIA και ΥNTIA. Ανάμεσα στα τείχη, κοντά στην κορυφή τού κάστρου, υπήρχαν τα ερείπια όμορφης πρόσοψης, που περιλάμβανε τρεις αψίδες καλής ποιότητας κατασκευής, προφανώς ρωμαϊκής και ανήκε σε αρχαίο οικοδόμημα, στα ερείπια τού οποίου είχε κτιστεί το σύγχρονο φρούριο. Σε γειτονική κρήνη υπήρχε ανάγλυφο που παρίστανε τον ανταγωνισμό ζώων ή μάλλον δύο λιοντάρια που καταβρόχθιζαν κατσίκα, ενώ χτισμένες στο τείχος εκεί κοντά υπήρχαν τέσσερις πέτρες με πολύ αδρά γλυπτά, δύο από τα οποία παρίσταναν ζώα και δύο άνδρες, ένας από τούς οποίους ήταν προφανώς σιδεράς. Το κάστρο τροφοδοτούνταν με νερό από υδραγωγείο, μέρος τού οποίου βρισκόταν ακόμη σε χρήση και τα ερειπωμένα τμήματά του είχαν αντικατασταθεί από ξύλινους σωλήνες.

Δεν μπορούσε να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι Νικσάρ ήταν το σύγχρονο όνομα τής Νεοκαισάρειας, αλλά η θέση της παρεχόταν λάθος στους χάρτες, αν και βρισκόταν πάνω στον κύριο δρόμο από το Ερζερούμ προς την Τοκάτ. Είχε τοποθετηθεί πολύ νοτιότερα και σε πολύ μεγάλη απόσταση από τη συμβολή τού Λύκου με τον Ίρι. Στον χάρτη τού Κράμερ η απόσταση αυτή ήταν εξήντα μίλια και σε εκείνον τού Άροουσμιθ σαρανταεπτά. Ο πρώτος λοιπόν τοποθέτησε φυσικά τα Κάβειρα, που αναφέρονται από τον Στράβωνα ότι βρίσκονταν 150 μόνο στάδια από την Ευπατορία, μεταξύ αυτής τής πόλης και τής Νεοκαισάρειας. Αυτό όμως ήταν αδύνατο, γιατί η Νικσάρ δεν απέχει περισσότερο από εικοσιένα μίλια από το Ερέκ, κοντά στον υποτιθέμενο χώρο τής Ευπατορίας. Ο Χάμιλτον δεν είχε λοιπόν κανένα δισταγμό να θεωρήσει ότι η Νικσάρ αντιπροσώπευε και τα Κάβειρα, άποψη που είχε και ο Μάνερτ,19 αν και δεν γινόταν δεκτή από τον Κράμερ. Τα Κάβειρα αναφέρονται από τον Στράβωνα ότι βρίσκονταν στους πρόποδες τού Παρυάδρη, στις όχθες τού Λύκου, ότι περιλάμβαναν παλάτι τού Μιθριδάτη, εκτός από νερόμυλο και ορυχεία και ότι στη συνέχεια ονομάστηκαν Σεβαστή ή Σεβαστούπολις: «Στη συμβολή τους υπάρχει πόλη, την οποία ο πρώτος άνθρωπος που την υποδούλωσε την ονόμασε Ευπατορία από το δικό του όνομα, αλλά ο Πομπήιος τη βρήκε μισοτελειωμένη, πρόσθεσε σε αυτήν εδάφη και οικιστές και την ονόμασε Μαγνόπολη. Η πόλη αυτή βρίσκεται στη μέση τής πεδιάδας, ενώ τα Κάβειρα βρίσκονται κοντά στους πρόποδες τού όρους Παρυάδρης, εκατόν πενήντα περίπου στάδια νότια από τη Μαγνόπολη, ενώ στην ίδια απόσταση δυτικά από τη Μαγνόπολη βρίσκεται η Αμάσεια. Στα Κάβειρα βρισκόταν το ανάκτορο τού Μιθριδάτη, καθώς και ο νερόμυλος (ὑδραλέτης) και οι ζωολογικοί κήποι, ενώ εκεί κοντά βρίσκονταν και οι κυνηγότοποι και τα μεταλλεία».29 Τώρα, αν και η Νικσάρ απείχε εικοσιένα μίλια από το Ερέκ και σχεδόν εικοσιεπτά από τη συμβολή Λύκου και Ίρι, δεν υπήρχε σημείο ανάμεσα σε αυτήν και τη συμβολή των δύο ποταμών, που να είχε ίχνη κάποιας αρχαίας πόλης. Αυτή η υπόθεση καθίστατο πολύ πιθανή από το γεγονός ότι τα δύο μέρη, Κάβειρα και Νεοκαισάρεια, δεν αναφέρονται πουθενά από τον ίδιο συγγραφέα. Τα Κάβειρα ονομάστηκαν Διόσπολις από τον Πομπήιο και στη συνέχεια αποκλήθηκαν Σεβαστή από τη βασίλισσα Πυθοδωρίδα. Αυτή η αντικατάσταση των ονομάτων έλαβε χώρα πριν γράψει ο Στράβων, ο οποίος με τη σειρά του δεν είχε υπόψη του το όνομα Νεοκαισάρεια, που εμφανίζεται μόνο σε συγγραφείς ακόμη μεταγενέστερης περιόδου. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι ο ποταμός Λύκος περνούσε από αυτήν. Αναφέρεται επίσης από χριστιανούς συγγραφείς, που την περιγράφουν ως μητροπολιτική έδρα, έτσι ώστε, όντας το πιο πρόσφατο όνομα, ήταν το μόνο με το οποίο είχε παραδοθεί στις μεταγενέστερες εποχές και ήταν αυτό με το οποίο ήταν τώρα γνωστή.

Επιπλέον η θέση και τα απομεινάρια τής Νικσάρ έμοιαζαν εντυπωσιακά με εκείνα που διαβάζουμε για το παλάτι και τον τόπο διαμονής τού Μιθριδάτη και η θέση της θα την καθιστούσε τόπο μεγάλης σημασίας σε όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια τού Μιθριδατικού Πολέμου σε αυτό το τμήμα των ρωμαϊκών επαρχιών. Ένα παλάτι ή κάστρο τροφοδοτούμενο με νερό, που ελέγχει στενή και εύφορη κοιλάδα με πλούσια και παραγωγική πεδιάδα, θα ικανοποιούσε όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τον προσδιορισμό τής θέσης τής βασιλικής κατοικίας τού Μιθριδάτη.

Άλλο μέρος με σημασία που αναφέρει ο Στράβων ως ευρισκόμενο στη περιοχή των Καβείρων ήταν το Καινόν Χωρίον, το οποίο ο ίδιος περιγράφει ως φρούριο σε απόσταση 200 σταδίων από αυτά, απόκρημνο βράχο που είχε κρήνη στην κορυφή και η βάση του βρεχόταν από βαθύ ποτάμι, ένα από τα προπύργια τού Μιθριδάτη, που βρισκόταν σε πολύ αφιλόξενη περιοχή. Όσον αφορά αυτόν τον τόπο, ο Χάμιλτον έμαθε από τον οικοδεσπότη του ότι στον δρόμο από Νικσάρ προς Σίβας και δεκατέσσερις περίπου ώρες από τη Νικσάρ υπήρχε αξιοσημείωτος ψηλός και κατακόρυφος βράχος, σχεδόν απρόσιτος απ’ όλες τις πλευρές, ο οποίος, λόγω τού μεγάλου ύψους του, ονομαζόταν Γιλντίζ Τας ή Βράχος των Αστεριών, και από την κορυφή τού οποίου κυλούσε ρεύμα νερού, με ποτάμι που ονομαζόταν Γιλντίζ Τσάι στη βάση του. Η περιγραφή αυτή συμφωνούσε απόλυτα με την αφήγηση τού Στράβωνος: «Εδώ κοντά βρίσκεται και το ονομαζόμενο Καινόν Χωρίον, βράχος απόκρημνος και οχυρωμένος από τη φύση, που απέχει λιγότερο από διακόσια στάδια από τα Κάβειρα. Έχει στην κορυφή του πηγή, από την οποία αναβλύζει πολύ νερό, ενώ στα πόδια του έχει ποτάμι και βαθύ φαράγγι. Το ύψος τού βράχου πάνω από τον αυχένα είναι τεράστιο, κάνοντας τον βράχο απολιόρκητο».30 Επίσης και η απόσταση από τη Νικσάρ ή Κάβειρα δεν ήταν πολύ λάθος, γιατί ο δρόμος περιγραφόταν ως κακός και ορεινός, έτσι ώστε η ωριαία διάνυση να μη μπορούσε να εκτιμηθεί σε περισσότερο από δύο μίλια.

Σάββατο 6 Αυγούστου. Από τη Νικσάρ στην Τοκάτ ήταν εννέα ώρες. Αφήνοντας την πόλη κατέβηκαν στην πεδιάδα κατά μήκος τής κοίτης τού χειμάρρου και ανάμεσα σε πολλά καλά ποτιζόμενα περιβόλια. Η πορεία τους ήταν νοτιοδυτική και σύντομα διαβήκαν τον Λύκο σε δύο κλάδους, που έρρεαν μέσα από το κέντρο πεδιάδας, ενώ μετά συνέχισαν για τρία ή τέσσερα μίλια κατά μήκος του στην ίδια κατεύθυνση. Πολλά μέρη ήσαν ακόμη υγρά και βαλτώδη, ενώ φύτρωνε ρύζι σε μερικά σημεία. Ο αέρας λεγόταν ότι ήταν ανθυγιεινός και η ίδια η Νικσάρ δεν ήταν απαλλαγμένη από ρίγη.

Λίγο μετά τις οκτώ έφτασαν σε κάποιους χαμηλούς λόφους και περνώντας ανάμεσά τους μπήκαν σε βαθιά και δασώδη κοιλάδα, σε εκείνες που αποτελούσαν το δυτικό όριο τής πεδιάδας τής Νικσάρ, κατά πάσα πιθανότητα την περιοχή Κολοπηνή των αρχαίων. Βλέπε Πλίνιο: «[Η Καππαδοκία] έχει στην Κολοπηνή τη Σεβάστεια και τη Σεβαστόπολη».31 Επίσης Στράβωνα: «Ο Πομπήιος πρόσθεσε πολλές επαρχίες στα σύνορα τής Ζηλίτιδος, ενώ ονόμασε τα Ζήλα πόλη, όπως και τη Μεγαλόπολη και ένωσε την τελευταία σε ένα κράτος με την Κουλουπηνή και την Καμισηνή. Οι δύο τελευταίες συνορεύουν με τη Μικρή Αρμενία και τη Λαουιανσηνή, περιέχουν ορυκτό αλάτι καθώς και αρχαίο φρούριο ονομαζόμενο Κάμισα, που βρίσκεται σήμερα σε ερείπια».32

Στις οκτώμιση πέρασαν από το χωριό Ντενεξέ [σήμερα Μπογάζμπασι] στα δεξιά τους, και άλλαξαν την πορεία τους προς τα δυτικά. Καθώς ανέβαιναν, το τοπίο γινόταν κάθε στιγμή πιο εντυπωσιακό, τα απόκρημνα βράχια και στις δύο πλευρές υψώνονταν σε μεγαλύτερα ύψη, οι λόφοι ήσαν ντυμένοι με ωραιότερα δένδρα, ενώ πέρασαν και ξαναπέρασαν μικρό ρυάκι, το οποίο, κοντά στο προαναφερθέν χωριό, είχε μοιραστεί σε πολυάριθμα κανάλια για τον σκοπό τής άρδευσης. Τα πετρώματα αποτελούνταν από ασβεστόλιθο και αργιλικό σχιστόλιθο και βυθίζονταν προς νότο υπό σημαντική γωνία.

Στις εννιάμιση έφτασαν σε υπερυψωμένη πεδιάδα, που είχε δύο ψηλές οροσειρές σε κάποια απόσταση από κάθε πλευρά (ίσως τον Λίθρο και τον Όφλιμο των αρχαίων). Εκείνη προς τα δεξιά, που εκτεινόταν προς τα νότια τού Ερέκ, ονομαζόταν Κεμέρ Νταγ και η άλλη στα αριστερά Οκτάπ Νταγ, από το όνομα μικρού χωριού στα δεξιά τους [σήμερα Γιαγμουρλού]. Η πεδιάδα αυτή διαμόρφωνε τον υδροκρίτη μεταξύ Λύκου και Ίρι, ενώ στην κορυφή της, παρά το ύψος της, είδε καλαμπόκι καθώς και βαμβάκι. Στις έντεκα, από εξαιρετικό δρόμο ανάμεσα σε δασωμένους λόφους, κατέβαιναν στην κοιλάδα τού Ίρι. Αυτός ο δρόμος αποτελούσε την κύρια, αν όχι τη μοναδική, χερσαία επικοινωνία μεταξύ Κωνσταντινούπολης και των βόρειων περιοχών τής Περσίας και τής Αρμενίας και ήταν πολύ ανώτερος, τόσο σε εμφάνιση όσο και σε πλάτος, από τούς περισσότερους που είχε δει στη Μικρά Ασία.

Στις εντεκάμιση είδαν για πρώτη φορά τον Ίρι, που ονομαζόταν εδώ Τοκάτ Σου, να ρέει από ανατολικά-νοτιοανατολικά. Αφού σταμάτησαν για μεσημβρινή παρατήρηση, κατέβηκαν σε άγονη και μη καλλιεργούμενη πεδιάδα, μέσω τής οποίας η γενική κατεύθυνση τού ποταμού ήταν νοτιοδυτική. Από εκεί ο δρόμος οδηγούσε γύρω από σημείο, όπου ο ποταμός είχε ανοίξει πέρασμα μέσα από τούς βράχους, που χώριζαν αυτή την πεδιάδα από εκείνη τού Γκούμενεκ [σήμερα Κιλιτσλί]. Το ποτάμι στα αριστερά τους κυλούσε ορμητικά και κατέβαζε μεγάλες ποσότητες καυσόξυλων για χρήση στην Τοκάτ. Πολλά άτομα απασχολούνταν ώστε να εξασφαλίζεται ότι κυλούσαν και να προσέχουν να μη σκαλώνουν στα ρηχά μέρη τού ποταμού. Ήταν σχεδόν η μόνη περίπτωση, όπου είδε μεταξύ των Τούρκων την ετοιμότητα να επωφεληθούν από τις δυνάμεις τής φύσης και να τις χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους.

Έξι μίλια πιο κάτω τράβηξε την προσοχή του τουρκικό νεκροταφείο, που περιείχε αρκετά τετράγωνα κομμάτια πέτρας που έμοιαζαν ελληνικά, καθώς και χαμηλός λόφος καλυμμένος με ερείπια κοντά στο ποτάμι, τα οποία αναποδογύρισε για να εξετάσει και βρήκε αρκετά θραύσματα μαρμάρινων επιστύλιων και διαζώματα χτισμένα στα τείχη. Ένα οικοδόμημα, καλύτερα διατηρημένο από τα άλλα, ήταν αξιοσημείωτο, έχοντας τετράγωνο σχήμα και αποτελούμενο από οκτώ ή εννέα διαμερίσματα, αψιδωτά πάνω και φτιαγμένα από τούβλα και στρογγυλεμένες πέτρες. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι σηματοδοτούσαν τη θέση αρχαίας πόλης, αν και οι δομές που υπήρχαν τώρα ανήκαν πιθανότατα σε μεταγενέστερη περίοδο. Στους πρόποδες τού λόφου υπήρχαν τα ερείπια γέφυρας, προφανώς ρωμαϊκής κατασκευής. Τα δύο ακραία τόξα ήσαν τέλεια, αλλά το κεντρικό είχε καταστραφεί και επισκευαστεί στη συνέχεια με ξύλο. Ονομαζόταν Γκούμενεκ Κιοπρού και ο ίδιος ο τόπος Γκούμενεκ, όχι Κομανάκ, όπως ήταν γραμμένο από τον Κράμερ.33 Αν και τα απομεινάρια αυτά ήσαν ατελή, αρκούσαν όμως για να υποδείξουν τη θέση των Ποντικών Κομάνων, τα οποία περιγράφονται από τον Στράβωνα ως ευρισκόμενα πάνω από τη Φανάροια, σε πλούσια και εύφορη πεδιάδα που ποτιζόταν από τον Ίρι, που έρεε μέσα από αυτά από τα ανατολικά προς τα δυτικά, πάνω από την πεδιάδα τής Φαζημωνίτιδος: «Πάνω από τη Φανάροια βρίσκονται τα Ποντικά Κόμανα, που έχουν το ίδιο όνομα με την πόλη τής Μεγάλης Καππαδοκίας, είναι αφιερωμένα στην ίδια θεά και έχουν αντιγραφεί από εκείνη την πόλη».34 Μαθαίνουμε επίσης από απόσπασμα των γραπτών τού Γρηγορίου Νύσσης για τη ζωή τού Γρηγορίου τού Θαυματουργού ότι τα Κόμανα δεν ήσαν μακριά από τη Νεοκαισάρεια. Ο ίδιος μάλιστα τα αποκαλεί πόλιν ἀστυγείτονα, με τη Νεοκαισάρεια να είναι εκείνη την εποχή κορυφή πάσης τῆς περιοικίδος, το κέντρο ολόκληρης τής περιοχής.35

Ένα περίπου μίλι δυτικά τού Γκούμενεκ υπήρχε μεγάλος μαρμάρινος όγκος κοντά στον δρόμο, που έφερε σημάδια ότι είχε αποσπαστεί από τούς πάνω ψηλούς λόφους. Επρόκειτο για κύβο 50 περίπου ποδιών, που είχε κουφωθεί για να σχηματίσει δύο αρχαίους τάφους, πάνω από την είσοδο ενός από τούς οποίους ήταν σκαλισμένη αδρή αναπαράσταση τής πρόσοψης ναού. Ο Ταβερνιέ, που πέρασε από εδώ σε ένα από τα ταξίδια του στην Περσία, τον είχε επίσης περιγράψει, αν και μάλλον αόριστα, ενώ λέει, με βάση αυτά που τού είπαν οι χριστιανοί τής περιοχής, ότι ο Άγιος Χρυσόστομος τον έκανε καταφύγιό του κατά τη διάρκεια τής εξορίας του, όταν κοιμόταν στον γυμνό βράχο. Η λοφοσειρά στα δεξιά αποτελούνταν από ημικρυσταλλικό ασβεστόλιθο, ενωμένο με στρώματα αργιλικού σχιστόλιθου, αλλά ο Χάμιλτον, αφού πέρασε αυτόν τον επιτύμβιο ογκόλιθο, διέσχισε ράχη πυριγενούς βράχου ή νεφρίτη, διασχιζόμενη από πολλές φλέβες χαλκηδόνιου. Προχωρώντας σε δυτική-νοτιοδυτική κατεύθυνση διαβήκαν τον Ίρι τρία μίλια κάτω από τα ερείπια τού Γκούμενεκ. Και λαμβάνοντας υπόψη πόσο πολύ μικρότερο όγκο νερού είχε από τον Λύκο κοντά στη Νικσάρ, αποτελούσε έκπληξη το γεγονός ότι διατηρούνταν το όνομά του μετά τη συμβολή των δύο ποταμών. Αφήνοντας τις όχθες τού ποταμού και ελισσόμενοι γύρω από τον ώμο απότομου λόφου, ανέβηκαν πλευρική κοιλάδα προς νότο, στην οποία βρισκόταν η Τοκάτ. Σύντομα ήρθαν σε οπτική επαφή με το ερειπωμένο κάστρο σε εντυπωσιακή τοποθεσία, σε απότομη κορυφογραμμή ασβεστολιθικών βράχων στα δυτικά, μετά την οποία ολόκληρη η πόλη εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά στα μάτια τους. Η όψη της ήταν πολύ εντυπωσιακή, με τις επίπεδες στέγες των σπιτιών να εμφανίζονται πάνω από τούς κήπους στους οποίους φώλιαζαν και να εκτείνονται σε τρεις ή τέσσερις κοιλάδες που απόκλιναν προς διάφορες κατευθύνσεις.

Το όνομα τής Τοκάτ ήταν προσφιλές στις αναμνήσεις των ιεραποστόλων ως το μέρος όπου άφησε την τελευταία του πνοή ο Χένρι Μάρτιν κατά την επιστροφή του από την Περσία, αφού η κράση του είχε φθαρεί από τις αδιάκοπες προσπάθειές του. Ο Χάμιλτον δεν γνώριζε τότε το γεγονός, αλλά δεν μπήκε στην Τοκάτ χωρίς αισθήματα μεγάλου ενδιαφέροντος, φημισμένη καθώς ήταν για την εμπορική της δραστηριότητα και ως κύρια έδρα τής τουρκικής βιομηχανίας σε αυτό το τμήμα τής αυτοκρατορίας. Η ίδια η πόλη ήταν μίζερη και βρώμικη, τα σπίτια ήσαν ως επί το πλείστον χτισμένα από πλίνθους ξεραμένους στον ήλιο, που σύντομα θρυμματίζονταν σε κομμάτια. Οι δρόμοι ήσαν στενοί και βρώμικοι και τα παζάρια, με την εξαίρεση τού μπεζεστενιού, που ήταν στιβαρό πέτρινο οικοδόμημα, ήσαν φτωχικά και ανεπαρκώς εφοδιασμένα. Ο αριθμός τού πληθυσμού αναφέρθηκε σε αυτόν πολύ διαφορετικά. Κάποιος μίλησε για 8.000 σπίτια. Ένας άλλος, τσαούσης τού κυβερνήτη, είπε για 8.000 Τούρκους και 10.000 ραγιάδες, Έλληνες και Αρμένιους. Οι Αρμένιοι ήσαν πολλοί και είχαν 1.200 έως 1.500 σπίτια, αλλά ο Χάμιλτον αμφέβαλλε αν ο πληθυσμός ξεπερνούσε τις 20.000.

Κυριακή 7 Αυγούστου. Επισκέφτηκε την εκκλησία την οποία είχαν χτίσει πρόσφατα οι Αρμένιοι στο κέντρο τής πόλης. Ήταν μεγάλο και όμορφο κτίριο, που περιείχε αρκετές κακοτεχνίες, στις οποίες είχαν δώσει αξία ονομάζοντάς τις εικόνες. Επισκέφτηκε επίσης τον σεβάσμιο ηγούμενο, τον οποίο βρήκε σε διάσκεψη με αρκετούς από τούς αδελφούς του ιερείς, οι οποίοι απογοητεύτηκαν όλοι πολύ μαθαίνοντας ότι ήταν μόνο αυτό που ονόμαζαν «μιλόρντο» και όχι χακίμ (δικαστής) ή γιατρός. Η Τοκάτ είχε αρκετά ωραία παλαιά χάνια, αξιόλογα κτίρια από ψημένο τούβλο και πέτρα, αλλά αυτά τής μεταγενέστερης εποχής, όπως και τα περισσότερα σπίτια, ήσαν χτισμένα από λάσπη. Υπήρχαν 15 τζαμιά, ένα από τα οποία, που ονομαζόταν Εσκί Τζαμί, ήταν νοικοκυρεμένο κτίριο σε σαρακηνικό στυλ και πολύ παλαιό. Το ίδιο το τζαμί ήταν κυκλικό, με δύο μικρές πτέρυγες και μεγάλη στοά φτιαγμένη από μάρμαρο σε διάφορα χρώματα.

Η πόλη οριοθετούνταν στα δυτικά από ψηλό τείχος ασβεστολιθικών λόφων, ενώ ελεγχόταν από δύο απότομες και σχεδόν κάθετες κορυφές, που αποτελούνταν από κρυσταλλικό μάρμαρο πάνω σε στρώματα αργιλικού σχιστόλιθου, μερικά από τα οποία ήσαν εξαιρετικά σκληρά και σχίζονταν εύκολα, έσπαγαν σε μεγάλες πλάκες, τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι ως ταφόπλακες. Η θέα από τη νοτιότερη κορυφή ήταν πολύ εκτεταμένη, βλέποντας από πάνω όλη την πόλη, η οποία, με τα χάνια της, τα τζαμιά και τούς μιναρέδες της, τούς κήπους και τα περιβόλια της, γέμιζε τον χώρο που σχηματιζόταν από την ένωση πολλών κοιλάδων, μέχρι τις οποίες εκτεινόταν εν μέρει. Αλλά αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο, ήταν που είδε μια τόσο μεγάλη πόλη, ευρισκόμενη ακριβώς στο κέντρο βουνών με τα ωραιότερα μάρμαρα, να είναι χτισμένη εξ ολοκλήρου από χώμα, ψημένα στον ήλιο τούβλα και ξύλο.

Διασχίζοντας την αρμενική συνοικία και τα παζάρια, ο Χάμιλτον έφτασε στον βόρειο βράχο, ο οποίος στεφόταν με τα ερείπια βυζαντινού κάστρου. Οι απότομες και απόκρημνες κορυφές του, σκεπασμένες με θραύσματα από ερειπωμένες επάλξεις και πολεμίστρες, παρήγαγαν εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Στον νότιο γκρεμό υπήρχαν αρκετά φυσικά και τεχνητά σπήλαια, μερικά από τα οποία μπορούσαν να είναι τάφοι. Στα μισά τού δρόμου μέχρι την κορυφή τού βράχου βρήκε μια από εκείνες τις αξιόλογες κλίμακες διαφυγής, που διείσδυαν στο κέντρο τού βουνού, όπως εκείνες στο Ούνιε Καλέ, αλλά τόσο κατεστραμμένη, που ήταν αδύνατο να κατέβει χωρίς σχοινιά και κάποιο φως. Ο οδηγός τού είπε ότι εξυπηρετούσε τον σκοπό τής εξασφάλισης νερού, αλλά μάλλον φαινόταν ότι αποτελούσε αρχαία είσοδο, τόσο για λόγους καλύτερης άμυνας όσο και επειδή ο βράχος ήταν πολύ απότομος για ανάβαση. Η θέα ήταν τόσο εντυπωσιακή όσο και από το άλλο σημείο. Έβλεπε επίσης από ψηλά την κοιλάδα τού Ίρι με τούς κήπους και τα περιβόλια της. Μεταξύ των προϊόντων τους τα πιο αξιόλογα ήσαν τα αχλάδια τής Τοκάτ, τα οποία σε γεύση και απαλότητα ήσαν ασυναγώνιστα ακόμη και από εκείνα τής Άγκυρας, η φήμη των οποίων έφτανε στην Κωνσταντινούπολη. Στα νοτιοανατολικά τής πόλης φαινόταν ο δρόμος προς τη Σίβας να ελίσσεται ανεβαίνοντας στους λόφους. Ο Φοντανιέ, που έφτασε εδώ από τη Σίβας, λέει ότι ένα μίλι πριν φτάσει στην Τοκάτ διέσχισε τον Ίρι από ξύλινη γέφυρα. Αλλά ο Ίρις ήταν στην πεδιάδα ενάμιση μίλι προς τα βόρεια. Φαίνεται λοιπόν ότι είχε θεωρήσει ως αυτόν τον ποταμό το ρέμα που περνούσε μέσα από τούς οχετούς τής πόλης και χρησίμευε για την άρδευση των κήπων.

Δευτέρα 8 Αυγούστου. Ο Χάμιλτον επισκέφθηκε το χυτήριο χαλκού. Το μέταλλο, το οποίο μεταφερόταν σε ακατέργαστη κατάσταση από τα ορυχεία τού Κεμπάν Μαντέν, πέρα από τη Σίβας, σε απόσταση ταξιδιού δώδεκα ή δεκατεσσάρων ημερών από την Τοκάτ, εδώ χυνόταν και πάλι πριν αποσταλεί στην Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα λειωνόταν δύο φορές σε αυτό το μέρος: πρώτον, για να καθαριστεί από τον αφρό με τον οποίο ερχόταν από την περιοχή εξόρυξης και δεύτερον, για να χυθεί σε τετράγωνες χελώνες, κατάσταση στην οποία μεταφερόταν στην πρωτεύουσα. Η συμπεριφορά των Τούρκων όσον αφορά τη διαχείριση αυτής τής εγκατάστασης αποτελούσε άλλη μια απόδειξη τής απόλυτης άγνοιάς τους για τις αρχές τής χρηματοδότησης, εξαιτίας τής οποίας η κυβέρνηση επιβαλλόταν και οι άνθρωποι καταπιέζονταν. Ο χαλκός μεταφερόταν από τούς κατοίκους, χωρίς αμοιβή, από χωριό σε χωριό. Ο άνθρακας που καταναλωνόταν στο χυτήριο διετίθετο από τα γειτονικά χωριά επίσης χωρίς αμοιβή ή σε τόσο ασήμαντο κόστος, που να μην είχε καμιά σημασία, ενώ η εργασία ήταν υποχρεωτική. Ύστερα από αυτά, αν και κόστιζε στην κυβέρνηση λιγότερο από ένα γρόσι, η τιμή πώλησης ήταν δεκατρία γρόσια ανά οκά. Τα χωριά που παρείχαν αυτές τις χαριστικές προμήθειες άνθρακα και εργασίας ήσαν γενικά απαλλαγμένα από την καταβολή δημοσίων φόρων, αλλά αυτό δεν τα απάλλασσε από έκτακτες εισφορές ή από τούς ιδιότροπους εκβιασμούς τού πασά. Άλλο παράδειγμα κακοδιοίκησης που περιήλθε στη γνώση του στην Τοκάτ, απέδειξε την ύπαρξη εκείνης τής γόνιμης πηγής διαμαρτυριών, την οποία είχαν αμφισβητήσει οι υπέρμαχοι τής τουρκικής αναγέννησης, δηλαδή τα μονοπώλια, τα οποία ομολογουμένως εγκρίνονταν σε όλη τη χώρα. Ένας Αρμένιος έφτασε εδώ πριν από οκτώ περίπου μέρες, ο οποίος, έχοντας πληρώσει στην Υψηλή Πύλη 30.000 γρόσια ή 300 στερλίνες, είχε αγοράσει το αποκλειστικό προνόμιο αγοράς, καβουρντίσματος και πώλησης καφέ στην πόλη και τις γειτονικές της εξαρτήσεις. Όλοι οι έμποροι καφέ λιανικής και χονδρικής είχαν καταστραφεί και ήσαν υποχρεωμένοι να πωλούν τα αποθέματά τους, μεγάλα ή μικρά, σε αυτόν τον ευνοούμενο που κατείχε το μονοπώλιο. Γίνονται προσπάθειες να δικαιολογηθεί η δουλειά με τον ισχυρισμό ότι οι κάτοικοι επωφελούνταν από την απόκτηση τού προϊόντος σε μειωμένη τιμή. Διακόσιες όμως χιλιάδες οκάδες καφέ καταναλώνονταν ετησίως στην Τοκάτ, από τις οποίες ο έχων το μονοπώλιο μπορούσε να αποκομίζει κέρδος δύο γρόσια ανά οκά.

Σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική στην Τουρκία, ο μουτεσελίμ τής Τοκάτ λεγόταν ότι πλήρωνε 250.000 γρόσια, ή 2.500 στερλίνες, σε ετήσια βάση στον πασά τής Σίβας για τη θέση του αυτή. Τίποτε καλό δεν μπορούσε να προκύψει για την Τουρκία από μέτρα διοικητικής μεταρρύθμισης, αν πρώτα δεν καταργούνταν εντελώς το σύστημα πώλησης αξιωμάτων, που επέτρεπε στον αγοραστή να βγάζει όσο περισσότερα μπορούσε από αυτή τη δοσοληψία. Όταν η τουρκική κυβέρνηση υιοθετούσε την πρακτική τής πληρωμής σταθερών και επαρκών μισθών στους τοπικούς κυβερνήτες και σε άλλα πρόσωπα που απασχολούνταν κάτω από αυτούς, τότε και μόνον τότε θα επιδιωκόταν κάποια βελτίωση στα έσοδα τής χώρας. Επί τού παρόντος, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, η Υψηλή Πύλη δεν πλήρωνε κανέναν από τούς συνεργάτες της, αλλά τούς επέτρεπε να βγάζουν όσα μπορούσαν πέρα και πάνω από το ποσό που είχαν καταβάλει για το αξίωμά τους. Το ίδιο σύστημα παρατηρούνταν επίσης σε εκείνους που κατείχαν δευτερεύοντα αξιώματα.

Image

Τοκάτ (Τουρνεφόρ, Διήγηση ενός ταξιδιού στην Ανατολή, 1717)

Εδώ επαναλήφθηκαν επίσης τα συνήθη παράπονα για τις πολύ κακές συνθήκες λειτουργίας τού σταθμού αλλαγής αλόγων (μενζίλχανε). Η πόλη τής Τοκάτ πλήρωνε 130 πουγγιά ή 650 στερλίνες ετησίως στον μενζιλτζή για τη λειτουργία τού μενζίλ, αλλά ακόμη και με τη βοήθεια αυτή εκείνος είχε καταστραφεί.

Τον τελευταίο καιρό μεγάλη πηγή ζημιών υπήρξε η συνεχής επικοινωνία μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρεσίντ πασά στο Κουρδιστάν, αφού πολλά άλογα είχαν σκοτωθεί από τον ξέφρενο ρυθμό με τον οποίο ταξίδευαν οι τάταρ. [Στον Ρεσίντ Μεχμέτ πασά Κιουταχή αναφερθήκαμε ήδη στο πιο πάνω κεφάλαιο Ισπίρ-Μπαϊμπούρτ-Γκουμούσχανε-Τραπεζούς τού Χάμιλτον.]

Αν και οι παραπάνω περιπτώσεις κακοδιοίκησης μπορεί να φαίνονταν εκ πρώτης όψεως ασήμαντες και όπως πραγματικά θα ήσαν, αν επρόκειτο για μεμονωμένες περιπτώσεις, ήταν τόσο ενσωματωμένες στην κοινωνική ύπαρξη τού τουρκικού έθνους, ώστε να γίνονται αντικείμενα μεγάλης σημασίας και έπρεπε πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη, όταν εξεταζόταν το ζήτημα τής τουρκικής μεταρρύθμισης. Επί τού παρόντος ήταν πολύ προφανές ότι οι προσδοκίες που είχαν εκφραστεί επί τού θέματος αυτού από συγγραφείς, οι οποίοι από τη μακρά παραμονή τους στη χώρα έπρεπε να ήσαν καλύτερα εξοικειωμένοι με τον τουρκικό χαρακτήρα, πρέπει να είχαν διαψευστεί. Και καθένας πρέπει να αισθανόταν ότι οι ίδιοι οι Τούρκοι δεν είχαν ακόμη τη δυνατότητα αυτής τής υψηλής ηθικής ενέργειας και επιμονής στον δρόμο τού καθήκοντος, που ήσαν απαραίτητες για την επίτευξη κάθε ηθικής ή πολιτικής αναγέννησης.

Οι μελλοντικές δυνατότητες τού τουρκικού έθνους αποτελούσαν συχνά πηγή προβληματισμού για τον Χάμιλτον κατά τη διάρκεια των μοναχικών του ταξιδιών. Αλλά η μισαλλοδοξία και η αδιαλλαξία τού μωαμεθανισμού παρουσίαζε πάντοτε τούς ίδιους τούς Τούρκους ως ανυπέρβλητο εμπόδιο για την ηθική ή την πολιτική τους βελτίωση, καθώς και για οποιαδήποτε μεταρρύθμιση σε σχέση με την ίδια τη θρησκεία τους. Γιατί τέτοια ήταν η λοιμογόνος δύναμη τής θρησκοληψίας τους, που ακόμη και η απλή ιδέα συζήτησης ή αμφιβολίας ως προς το βάσιμο ή το αλάθητο τού μωαμεθανισμού θα οδηγούσε το σύνολο τού πληθυσμού σε εξέγερση. Θα μπορούσε ίσως να ειπωθεί ότι ο μωαμεθανισμός ήταν τόσο ανοικτός τότε σε μεταρρύθμιση, όσο ήταν ο καθολικισμός ή ο παπισμός κατά τον 15ο αιώνα. Αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι η απιστία και η αθεΐα δεν είχαν τότε σηκώσει κεφάλι ή ενταχθεί σε ένωση με τα φιλοσοφικά δόγματα των αυτοαποκαλούμενων φωτισμένων (ιλλουμινάτι). Ο άνθρωπος δεν είχε μάθει τότε να ζει χωρίς θρησκεία ή να χλευάζει τις αλήθειες τής αποκάλυψης. Η αναγκαιότητα θρησκευτικών κινήτρων γινόταν παραδεκτή και αυτά είχαν τις επιπτώσεις τους σχεδόν σε κάθε πράξη τής ζωής τού ανθρώπου. Όταν λοιπόν οι παραλογισμοί και οι ανακολουθίες τού παπισμού ξεσκεπάστηκαν, η πτώση του δεν είχε ως κατ’ ανάγκη αποτέλεσμα την αδιαφορία για τη θρησκεία. Και ο άνθρωπος δεν ήταν μόνο πρόθυμος, αλλά και ανυπόμονος, πετώντας μακριά τον ασύμφορο φλοιό κάτω από τον οποίο είχαν αποκρύψει την αλήθεια, να διατηρήσει πιο σταθερά τον ζωντανό πυρήνα μιας καθαρής και υγιούς πίστης.

Οι καιροί όμως άλλαζαν. Το ανεξάρτητο πνεύμα τής εποχής, περήφανο για τις αυξημένες δυνάμεις τής ανθρώπινης συλλογιστικής, είχε απλώσει πάνω απ’ όλα μια χροιά σκεπτικισμού και απιστίας. Έχοντας καταστρέψει τούς προληπτικούς φόβους μιας εποχής άγνοιας, είχε γεμίσει το ανθρώπινο μυαλό με ματαιοδοξία, προδιαθέτοντάς το να εμπιστεύεται τούς δικούς του πόρους και φιλοδοξίες. Έτσι, ενώ ανατρέπονταν τα ψεύτικα δόγματα μιας προληπτικής θρησκείας, ταυτόχρονα εισέδυαν η υπερηφάνεια και η αλαζονεία και έπειθαν το μυαλό που δεν ήταν κατειλημμένο από οποιαδήποτε σταθερή αρχή, ότι η θρησκεία ήταν παράλογη και όλα τα θρησκευτικά δόγματα άχρηστα. Οι Τούρκοι βρίσκονταν τώρα σε αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση και η μόνη θρησκευτική αλλαγή στην οποία ήταν πιθανό να υποβληθούν ήταν εκείνη από τον μωαμεθανισμό στον αθεϊσμό. Είχε συχνά παρατηρηθεί σε διάφορα μέρη τής Τουρκίας, ότι εκείνοι που ήσαν οι πιο θερμοί υποστηρικτές των μεταρρυθμιστικών μέτρων τού σουλτάνου Μαχμούτ ήσαν κακοί μωαμεθανοί και αδιάφοροι για την τήρηση ακόμη και των εξωτερικών μορφών τής θρησκείας τους. Με αυτό όμως δεν είχαν κάνει κανένα βήμα προς τις αλήθειες τού χριστιανισμού και είχαν απλώς αντικαταστήσει τις ακριβείς διατυπώσεις τού μωαμεθανισμού με τις αόριστες αβεβαιότητες τού σκεπτικισμού.

Image

Τοκάτ-Ζήλα-Αμάσεια (1836)

Τρίτη 9 Αυγούστου. Από την Τοκάτ στο Τουρχάλ ήταν οκτώ ώρες. Φεύγοντας από την πόλη, πέρασαν από το Βαϊβόντα Χαν, ένα ωραίο, σημαντικό κτίριο, καθώς και από παλαιό μωαμεθανικό ιερό, χτισμένο σε σαρακηνικό στυλ, που έμοιαζε με το Εσκί Τζαμί.36 Στη συνέχεια, στρέφοντας προς τα δυτικά, περιέτρεξαν τη βάση τού λόφου τού κάστρου, ενώ πλούσιοι κήποι εκτείνονταν στα δεξιά τους, στην απέναντι πλευρά τής κοιλάδας. Στους πρόποδες των λόφων προς τα αριστερά υπήρχε τουρκικό νεκροταφείο, αλλά χωρίς τα ψηλά κυπαρίσσια τής Σμύρνης ή τής Κωνσταντινούπολης δεν ήταν ούτε γραφικό ούτε εντυπωσιακό. Ένα μίλι από την πόλη έφτασαν στις όχθες τού Ίρι και ίππευσαν για δύο ή τρία μίλια κατά μήκος τής δεξιάς ή νότιας όχθης του, όπου είδαν σε διάφορα σημεία τα βόδια να αλωνίζουν τα σιτηρά και τούς αγρότες να ακολουθούν πιστά τη βιβλική εντολή και να μην τα φιμώνουν.37 Καθώς προχωρούσαν, η κοιλάδα διευρυνόταν σε εκτεταμένη πεδιάδα, ενώ οι χαμηλοί λόφοι μπροστά, οι οποίοι διαμόρφωναν το δυτικό της όριο, χάνονταν στο βάθος και στη ζεστή και κίτρινη ατμόσφαιρα τού καλοκαιριού τής Ανατολής. Αυτή η απόχρωση φαινόταν να σχηματίζεται από την αντανάκλαση των πολυάριθμων σιτοχώραφων, την καμένη από τον ήλιο πρασινάδα τής πεδιάδας και τον χρωματισμό των γυμνών λόφων.

Στις εννέα πέρασαν τον Ίρι και συνέχισαν κάτω στην πεδιάδα που ονομαζόταν εδώ Κάας Οβά ή Κάμπος με τις Χήνες. Ήταν η Δαζιμωνίτις τού Στράβωνος, μέσω τής οποίας περιγράφει τον Ίρι να ρέει από τα ανατολικά προς τα δυτικά, ανάμεσα στα Κόμανα και τα Γαζίουρα. Την περιτριγύριζαν και από τις δύο πλευρές πολλά χωριά, που βρίσκονταν γενικά στην είσοδο κοιλάδας ή χαράδρας. Ο Χάμιλτον ήταν περίεργος να ανιχνεύσει τη γραμμή τής καλλιέργειας κατά μήκος των άκρων τής πεδιάδας, που σηματοδοτούσε την έκταση των προσχωσιγενών εδαφών ή ακολουθούσε τούς ελιγμούς των κοιλάδων. Σε αρκετά σημεία βότσαλα και πέτρες πυριγενούς βράχου και τραχείτη αναμειγνύονταν με πλημμυρογενές υλικό, επισημαίνοντας την ύπαρξη αυτών των βράχων στους πάνω λόφους, ενώ παρατηρούσε πάντοτε, ότι, όταν τα πλημμυρογενή συντρίμμια αποτελούνταν από αποσυντιθέμενα θραύσματα τέτοιων ουσιών, η καλλιέργεια ήταν πιο παραγωγική και εκτεινόταν ψηλότερα στην κοιλάδα, απ’ όσο όταν την αποτελούσαν τα κονιορτοποιημένα θραύσματα ασβεστόλιθου ή ασβεστωδών βράχων.

Λίγο μετά τις δέκα, επτά περίπου μίλια από την Τοκάτ, ενώ έβλεπε κάποιους πελεκάνους, βρέθηκε ξαφνικά πάνω στα ερείπια αρχαίας γέφυρας πάνω από τον Ίρι. Ένας μόνο πυλώνας έδειχνε υποδομή ρωμαϊκού έργου και τον αποτελούσαν μεγάλα μαρμάρινα κομμάτια. Η υπόλοιπη γέφυρα και μερικοί τοίχοι στη νότια όχθη τού ποταμού ήσαν πολύ μεταγενέστερης περιόδου. Η πεδιάδα καλυπτόταν με όμορφο είδος κάπαρης,119 που σερνόταν πάνω στο έδαφος, έχοντας τα στελέχη οπλισμένα με πολλά μεγάλα αγκάθια και καλυπτόμενα με όμορφα λουλούδια. Οι Έλληνες έκαναν τουρσί και έτρωγαν τον λοβό αυτού και μερικών άλλων ειδών. Οι σπόροι, που ήσαν κόκκινοι, σε πολτό τού ίδιου χρώματος, δεν ήσαν ακόμη αρκετά ώριμοι, ώστε να τούς συγκεντρώσει κανείς με μεγάλη ελπίδα επιτυχίας. Εκείνοι που έφερε ο Χάμιλτον στην Αγγλία απέτυχαν.

Λίγο μετά τις έντεκα είδαν τύμβο στα δεξιά τους, ενώ τώρα έφταναν σε κοιμητήριο, που περιείχε πολλούς σπασμένους άξονες κιόνων, σε έναν από τούς οποίους υπήρχε η παρακάτω επιγραφή, αντεστραμμένη και τόσο βάρβαρα γραμμένη, που μπόρεσε να αποκρυπτογραφήσει λίγα μόνο γράμματα [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 69, σελ. 412]:

Image

Επιγραφή σε κίονα κοντά στην Τοκάτ

Ένα μίλι πιο πέρα πέρασαν από άλλον τύμβο κοντά στην άκρη τού δρόμου, στο τέλος ράχης από χαλίκι, που εκτεινόταν προς τα κάτω από τούς λόφους στα δεξιά τους και σχεδόν απέναντι από το χωριό Μπαζάρ Κιόι [Παζάρ και σήμερα] στα αριστερά τους. Έξι μίλια πιο πέρα στράφηκαν βορειοδυτικά, αφού ελίχθηκαν γύρω από ψηλό ασβεστολιθικό βράχο στα δεξιά τους, στην όψη τού οποίου υπήρχαν αρκετά σπήλαια και μπήκαν στην κοιλάδα τού Τουρχάλ. Εδώ ο Ίρις άλλαζε την πορεία του από δυτική σε βόρεια, συμφωνώντας με την περιγραφή τού Στράβωνος γι’ αυτόν τον ποταμό κοντά στα Γαζίουρα, όπου αφήνει την πεδιάδα τής Δαζιμωνίτιδος.

Στη μιάμιση τα ερείπια εγκαταλειμμένου χωριού κάλυπταν το επικλινές έδαφος στα αριστερά τους, πέρα από το οποίο μπήκαν σε όμορφη πεδιάδα που περιβαλλόταν από ψηλά και απόκρημνα βουνά. Το Τουρχάλ βρισκόταν στο κέντρο αυτής τής πεδιάδας, με τον Ίρι να ρέει μέσα από αυτήν, αλλά το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό ήταν ο λόφος-κάστρο, που ήταν πλήρως απομονωμένος και υψωνόταν σε ύψος 600 ή 700 πόδια [200 ή 250 μέτρα], όπως φαίνεται στην πιο κάτω εικόνα.

Στις τρεις έφτασαν στον πλινθόχτιστο καζαμπά τού Τουρχάλ, που λεγόταν ότι είχε 800 σπίτια και βρισκόταν ανάμεσα στο ποτάμι και τον λόφο τού κάστρου και ο Χάμιλτον ήταν ευτυχής βρίσκοντας καταφύγιο από τον ήλιο σε άδειο σπίτι, αντί να στήσει τη σκηνή του στην άκρη τού ποταμού, σε χωράφι με καλαμπόκι. Η άρδευση τής πεδιάδας πραγματοποιούνταν με μεγάλους τροχούς νερού, τούς οποίους περιέστρεφε η δύναμη τού ρεύματος και ύψωναν μικρή ποσότητα νερού στο ύψος τής διαμέτρου τους. Ύστερα επισκέφθηκε τα ερείπια τού κάστρου, προφανώς μεταγενέστερης περιόδου. Οι πύλες όμως αποτελούνταν από μεγάλους ογκόλιθους, που είχαν αέρα αρχαιότητας, ενώ τα υπέρθυρα, οι λαμπάδες και το κατώφλι ήσαν καθένα φτιαγμένο από ενιαίο κομμάτι.

Ο βράχος πάνω στον οποίο ορθωνόταν το κάστρο ήταν ημικρυσταλλικός ασβεστόλιθος, ενώ άλλες απομονωμένες μάζες τού ίδιου πετρώματος υψώνονταν πάνω από την πεδιάδα σε διάφορα σημεία. Εδώ επίσης, υπόγειο πέρασμα ή κλιμακοστάσιο οδηγούσε στο κέντρο τού βουνού, ενώ τα σκαλοπάτια του κοντά στην κορυφή ήσαν σχεδόν τέλεια και προσπάθησε να κατέβει. Σταδιακά όμως σβήνονταν τόσο πολύ, που ήταν αδύνατο να βρει πάτημα στη λεία επιφάνεια που είχε κλίση 45°. Αφού κατέβηκε πενήντα περίπου βήματα, σε αντίθεση με τη συμβουλή τού οδηγού του, ο οποίος μίλησε για σατανά (σεϊτάν), μόνο με δυσκολία μπόρεσε να ξανανέβει.

Δεν μπορούσε να υπάρχει αμφιβολία ότι το κάστρο τού Τουρχάλ [βλέπε εικόνα] καταλάμβανε τον χώρο των αρχαίων Γαζίουρων, τα οποία περιγράφονται από τον Στράβωνα ως κοντά στο σημείο όπου ο Ίρις, έχοντας τρέξει μέσα από την πλούσια πεδιάδα τής Δαζιμωνίτιδος, στρεφόταν προς τα βόρεια.120 Τα Γαζίουρα περιγράφονταν ως αρχαία βασιλική κατοικία και από κάποιους θεωρούνταν ταυτόσημα με τα Τάλαυρα, ένα από τα προπύργια τού Μιθριδάτη στον Πόντο. Σύμφωνα με άλλες περιγραφές η Τοκάτ υποτίθεται ότι βρισκόταν πάνω στον χώρο των Ταλαύρων, τα οποία λεγόταν ότι βρίσκονταν κοντά στα Ποντικά Κόμανα και τα οποία περιγράφονται από τον Αππιανό ως το φρούριο, όπου ο Μιθριδάτης φύλαγε τα πιο πολύτιμα κοσμήματά του και άλλα σκεύη και όπου βρέθηκαν αυτά από τον Πομπήιο.121

Ο Χάμιλτον δεν άκουσε για κανένα τόπο σε αυτή τη περιοχή, που να ονομαζόταν Αζούρνις, όπως αναφέρεται από τον Κράμερ.122

Τετάρτη 10 Αυγούστου. Έχοντας ακούσει ότι υπήρχαν κάποια ερείπια στην πεδιάδα, κοντά στην καμπή τού Ίρι, σε μέρος που ονομαζόταν από τούς Τούρκους Χαν Κιόι, ένα εκ των οποίων λεγόταν Εσκί Χαν, ο Χάμιλτον ίππευσε ξανά σήμερα το πρωί επτά περίπου μίλια νότιο-νοτιοανατολικά για να τα δει. Το κύριο κτίριο ήταν τουρκικό τζαμί ή λουτρό, γύρω από το οποίο υπήρχαν πολλοί μεγάλοι ογκόλιθοι, ενώ τα θεμέλια σπιτιών που εκτείνονταν σε κάποια απόσταση, διανθιζόμενα με σωρούς από πέτρες, σηματοδοτούσαν τον χώρο χωριού ή καζαμπά, ο οποίος είχε πάρει τη σύγχρονη ονομασία Χαν Κιόι από τα ερείπια εκείνου που ονομαζόταν χάνι. Οι άνθρωποι δεν είχαν παράδοση ή ανάμνηση τής προηγούμενης ύπαρξής του. Οι τέσσερις πλευρές ή πεσσοί τετράγωνου κτιρίου στέκονταν ακόμη όρθιοι, από τούς οποίους φαινόταν να ξεπηδάει θολωτή στέγη ή τρούλος, στην κατασκευή τού οποίου είχαν χρησιμοποιηθεί πολλά κόκκινα ρωμαϊκού τύπου τούβλα.

Παρά την έγκαιρη επιστροφή του στο Τουρχάλ, ήταν πια μία το μεσημέρι όταν μπόρεσε να προμηθευτεί άλογα για να πάει στη Ζήλε, που ήταν τέσσερις ώρες μακριά. Οι Τούρκοι, βλέποντάς τον να ξεκινάει για το Χαν Κιόι, δεν περίμεναν ότι θα έφευγε από το Τουρχάλ πριν από το βράδυ και δεν υπήρχαν άλογα έτοιμα. Υπαινίχθηκαν μάλιστα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, ότι θα ήταν πιο ευχάριστο να ταξίδευε τη νύχτα, προκειμένου να αποφύγει τη ζέστη, πράγμα στο οποίο συμφωνούσε και ο Τζουζέπε.

Image

Το κάστρο τού Τουρχάλ (Χάμιλτον 1842)

Αφού ελίχθηκαν μέσα στην πόλη, πέρασαν τον Ίρι από πέτρινη γέφυρα και διέσχισαν την πεδιάδα προς τα νοτιοδυτικά για τρία σχεδόν μίλια, μπήκαν σε στενή κοιλάδα, διατηρώντας ακόμη την ίδια κατεύθυνση, έως ότου, αφού διέσχισαν την κορυφή χαμηλής λοφοσειράς, έφτασαν σε πεδιάδα με κλίση προς τα νοτιοανατολικά. Στις τρισήμιση, αφήνοντας χωριό που ονομαζόταν Γκούρλατς [Κουρλάρ] στα αριστερά τους, ταξίδευαν πάνω σε εκτεταμένο οροπέδιο, που απλωνόταν από τούς λόφους στα δεξιά τους μέχρι την πεδιάδα στα αριστερά, προς την οποία το έδαφος κατηφόριζε απότομα για μισό περίπου μίλι, ενώ προς τούς λόφους υπήρχαν πολλοί αμπελώνες σε πολύ καλή κατάσταση καλλιέργειας. Τελικά είδαν τον μαύρο λόφο τής Ζήλε, των αρχαίων Ζήλων, να υψώνεται μπροστά τους πάνω από το επίπεδο τής πεδιάδας και να στέφεται με τουρκικό ή βυζαντινό φρούριο, ενώ η υπόλοιπη πόλη, που βρισκόταν χαμηλότερα, φάνηκε μόνο ύστερα από ένα ακόμη μίλι. Η ασυνήθιστη και απομονωμένη της εικόνα τού θύμισε αμέσως την περιγραφή τού Στράβωνος,123 που λέει ότι χτίστηκε πάνω στον τύμβο τής Σεμιράμιδος. Στις τεσσερισήμιση, κατεβαίνοντας ομαλή πλαγιά, έφτασαν στην πόλη. Ο κυβερνήτης, ο Σεΐντ μπέης (παλιός ντερέμπεης σε αυτή την περιοχή), δεν ήθελε καν να ακούσει ότι ο Χάμιλτον θα πήγαινε σε ιδιωτικό σπίτι και επέμενε ότι ήταν καλεσμένος του. Η οικογένειά του, ακόμη και ο ίδιος, είχαν παλαιότερα μεγάλο πλούτο και δύναμη, με τις κτήσεις του να εκτείνονται στις περιοχές τής Ζήλε, τής Αμάσειας, τής Σίβας (Σεβάστειας) και τής Τοκάτ. Αν και τώρα είχε απογυμνωθεί από όλη τη φεουδαρχική του εξουσία, εξακολουθούσε να είναι πάρα πολύ πλούσιος και να διατηρεί πολυάριθμη συνοδεία υπηρετών, αλόγων και ακολούθων. Το κονάκι του ήταν ένα από τα πιο πολυτελή και ωραία επιπλωμένα που είχε δει ο Χάμιλτον.

Η πόλη τής Ζήλε είχε 2.000 σπίτια, τα οποία, με την εξαίρεση μερικών αρμενικών, κατοικούνταν όλα από Τούρκους. Συνοδευόμενος από τον διερμηνέα του και δύο τσαούσηδες, προχώρησε προς το κάστρο σε αναζήτηση αρχαιοτήτων και επιγραφών. Υψωμένο πάνω στα θεμέλια παλαιού βυζαντινού φρουρίου, το σύγχρονο κάστρο βρισκόταν σε αξιόλογο λόφο, που υψωνόταν απότομα από την πεδιάδα κοντά στο κέντρο τής πόλης και καταλάμβανε πολύ επιβλητική θέση. Κοντά στην πύλη μεγάλα κομμάτια μαρμάρου και θραύσματα σπασμένων επιστυλίων είχαν χτιστεί στο τείχος. Σε άλλα μέρη τρία μεγάλα ιωνικά κιονόκρανα είχαν χρησιμοποιηθεί με τον ίδιο τρόπο. Βρήκε δύο ασήμαντες επιγραφές στην ακρόπολη:

Image Image

Επιγραφή στο τείχος τής Ζήλε

Επιγραφή στο χαρέμι τού αγά

Η αριστερά [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 70, σελ. 412], που ήταν χτισμένη στο τείχος και που μπορούσε κανείς να τη δει μόνο σκαρφαλώνοντας στη στέγη τού τζαμιού που ήταν χτισμένο απέναντί της, ήταν δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί. Η δεξιά [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 71, σελ. 412] βρισκόταν μέσα στην αυλή τού χαρεμιού τού αγά, στην οποία έγινε δεκτός αφού μπήκε πρώτα ο φύλακας για να διώξει τις γυναίκες. Εδώ επίσης, αν και ο Χάμιλτον δεν το είδε, λεγόταν ότι υπήρχε υπόγειο πέρασμα, που οδηγούσε από την κορυφή τού λόφου τού κάστρου σε κρήνη στο κέντρο τής πόλης και ήταν κομμένο στον συμπαγή βράχο. Η ίδια η κρήνη ήταν τετράγωνο πηγάδι, χτισμένο με μεγάλους ογκόλιθους αρχαίας κατασκευής, στο κάτω μέρος τού οποίου κυλούσε ταχύ ρέμα καθαρού κρύου νερού, την πηγή τού οποίου οι Τούρκοι αγνοούσαν. Περνώντας μέσα από την πόλη, διέφευγε σε μεγάλη στέρνα στα νότια και από εκεί στην πεδιάδα. Τα μόνα άλλα απομεινάρια αρχαιότητας που είδε ήσαν αρκετά θραύσματα κιόνων μπροστά στην πύλη τού κονακιού τού αγά, ένα από τα οποία ήταν μεγάλο και πτυχωτό. Όμως σε παλαιότερες εποχές τα Ζήλα ήσαν τόπος μεγάλης σημασίας, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρέχονται γι’ αυτά από τον Στράβωνα, στην εποχή τού οποίου η επαρχία Ζηλίτις ανήκε στη βασίλισσα Πυθοδωρίδα: «Η Ζηλίτις έχει την πόλη Ζήλα, οχυρωμένη επί τού λόφου Σεμίραμις, με ιερό τής Αναΐτιδος, την οποία λατρεύουν και οι Αρμένιοι. Οι ιερές τελετές που γίνονται εδώ χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ιερότητα κι εδώ δίνουν όλοι οι άνθρωποι τού Πόντου τούς όρκους τους για τα μεγαλύτερης σημασίας ζητήματά τους. Ο μεγάλος αριθμός των δούλων τού ιερού και οι τιμές των ιερέων ήσαν, την εποχή των βασιλέων, τού ίδιου τύπου με αυτούς που έχω ήδη αναφέρει, αλλά σήμερα όλα βρίσκονται υπό την εξουσία τής Πυθοδωρίδος».124

Πέμπτη 11 Αυγούστου. Από τη Ζήλε στην Αμάσεια ήταν οκτώ ώρες. Έφυγαν από το κονάκι τού Σεΐντ αγά στις επτάμιση και βγαίνοντας από την πόλη ανηφόρισαν προς τα βορειοδυτικά για δύο περίπου μίλια στην κοίτη χειμάρρου, τώρα σχεδόν στεγνού. Κήποι και αμπελώνες εκτείνονταν σε κάθε πλευρά, μέχρι που έφτασαν στο φαράγγι από το οποίο ξεπρόβαλλε το λιγοστό ρέμα, όπου ελικοειδής δρόμος προχωρούσε κατά μήκος τού πυθμένα, περικλεισμένος ανάμεσα σε απότομους και βραχώδεις γκρεμούς. Η υπόγεια πηγή που προαναφέρθηκε πιθανώς τροφοδοτούνταν από αυτό το ρυάκι, τμήμα τού οποίου, εκτός από εκείνο που τραβιόταν για τούς σκοπούς τής άρδευσης, απορροφούνταν από το αμμώδες έδαφος, απ’ όπου μπορούσε να διαφύγει σε υπόγεια κανάλια, τα οποία επικοινωνούσαν με την κρήνη και την τροφοδοτούσαν. Στις οκτώμιση ανηφόριζαν ακόμη το στενό φαράγγι, από το οποίο δεν απουσίαζε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ήταν το σημείο που περιγραφόταν στα Σχόλια τού Καίσαρα, όπου έλαβε χώρα η μεγάλη μάχη ανάμεσα σε αυτόν και τον Φαρνάκη, τον βασιλιά τού Πόντου, το αποτέλεσμα τής οποίας αναγγέλθηκε με τις τρεις διάσημες λέξεις «Veni, vidi, vici»: Ήρθα, είδα, νίκησα. Ο Πάνσα, στην περιγραφή τού Αλεξανδρινού Πολέμου τού Ιούλιου Καίσαρα,125 αναφερόταν σε βαθιά χαράδρα τρία περίπου μίλια βόρεια τής πόλης, τις αντίθετες πλευρές τής οποίας καταλάμβαναν οι ανταγωνιζόμενοι στρατοί, πριν από τη νίκη τού Καίσαρα, και η οποία συμφωνούσε πολύ με τα φυσικά χαρακτηριστικά και τη μορφή αυτού τού περάσματος.

Αφήνοντας το φαράγγι και διασχίζοντας άλλη πεδιάδα ανέβηκαν σειρά από λόφους σε βόρεια κατεύθυνση και συνέχισαν για αρκετά μίλια πάνω σε ψυχρή και γυμνή χώρα, που αποτελούνταν από ασβεστόλιθο τού ίδιου σχηματισμού, όπως εκείνος τής Τοκάτ και τής Ζήλε. Η βλάστηση ήταν φτωχή και λιγοστή, δεν φαινόταν ούτε ένα δένδρο, εκτός από μερικές καχεκτικές βελανιδιές, σχεδόν ένα ή δύο πόδια πάνω από το έδαφος και περιστασιακά μερικούς κέδρους και πεύκα. Τελικά, φτάνοντας στο χείλος τού ασβεστολιθικού γκρεμού, είδαν κατάφυτη και γραφική περιοχή στην κοιλάδα τού Ίρι. Απείχαν 12 περίπου μίλια από τη Ζήλε, όταν, αφήνοντας τα υψώματα, κατέβηκαν από το βουνό με γρήγορη κλίση προς τα βορειοανατολικά, από πετρώδη δρόμο, μέσα από πυκνά δάση δρυός και ελάτης και πυκνή βλάστηση.

Τώρα, μέσα από άνοιγμα στους βραχώδεις λόφους που είχαν μπροστά τους, έβλεπαν από μακριά την πεδιάδα και τούς κήπους τής Αμάσειας, σε απόσταση οκτώ ή δέκα μιλίων στα βορειοδυτικά. Ένα μίλι πιο πέρα είχαν ωραία θέα τής κοιλάδας τού Ίρι στα δεξιά τους, που κυλούσε από τα ανατολικά προς τα δυτικά ανάμεσα σε ψηλούς βράχους, τούς βορειότερους των οποίων είχε διασπάσει βίαια, διαμορφώνοντας πέρασμα από το οποίο τα περιοριζόμενα νερά διέφευγαν από την πάνω περιοχή και αποστράγγιζαν τις εύφορες πεδιάδες τής Δαζιμωνίτιδος και τού Τουρχάλ.

Λίγο μετά τις δώδεκα έφτασαν και πάλι στις όχθες τού Ίρι, που κυλούσε μέσα από εύφορη κοιλάδα και άρδευε με γιγαντιαίους τροχούς νερού πολλά περιβόλια και φυτείες με μουριές σε κάθε πλευρά. Ένα ατύχημα τούς κράτησε σε αυτό το μέρος για δύο ή τρεις ώρες. Ο σουρτζής ξεπέζεψε για να φτιάξει ένα λουρί και όλα τα άλογα αποσκευών προσπάθησαν να ξαπλώσουν, αλλά ένα από αυτά, τού οποίου το φορτίο ήταν προφανώς πολύ μεγάλο για το ίδιο, τιναζόταν τόσο βίαια με το μαστίγωμα τού σουρτζή, που όταν επιτέλους σηκώθηκε, ένα από τα μπροστινά του πόδια είχε σπάσει. Ο Χάμιλτον πρότεινε να σκοτώσουν πυροβολώντας το άτυχο ζώο, αλλά ο σουρτζής και ο Χαφίζ δεν ήθελαν ν’ ακούσουν τίποτε τέτοιο κι έτσι, μεταφέροντας το φορτίο στο άλογο τού σουρτζή, το άφησαν στο χωράφι. Περνώντας τον Ίρι προχώρησαν προς το γειτονικό χωριό Ακσαλούρ [Ακσαλούρ και σήμερα]. Ενώ περίμεναν εδώ για άλλο άλογο, ο Χάμιλτον ένιωσε έκπληξη μπαίνοντας σε μικρή εξοχική καλύβα ή οντά από τα πλάγια, βλέποντας να κάθονται με μισή ντουζίνα Τούρκους δύο γυναίκες, οι οποίες, καθώς δεν έδειξαν καμία διάθεση να κρύψουν τα πρόσωπά τους, συμπέρανε αρχικά ότι θα ήσαν Κούρδισσες. Ήσαν όμως τσιγγάνες, όπως και αρκετοί από τούς άνδρες. Όπως και στην Ευρώπη ήσαν κι εδώ πλανόδιοι, ενώ το κύριο επάγγελμά τους ήταν η κατασκευή κόσκινων. Αφού ήπιαν καφέ και τούς επέτρεψε να αδειάσουν την καπνοσακούλα του, μια από τις γυναίκες, που είχε κάπως καλή εμφάνιση και ωραία μάτια, πείστηκε να τούς τραγουδήσει και στη συνέχεια να χορέψει με πραγματικά τσιγγάνικο στυλ. Το τραγούδι ήταν δυνατό, θορυβώδες και ένρινο και δεν βελτιωνόταν από την κακότεχνη συνοδεία ενός πολύ παράφωνου ντεφιού. Ο Χάμιλτον είχε ακούσει συχνά να περιγράφονται οι χοροί αυτών των τσιγγάνων, αλλά δεν τούς είχε δει ποτέ. Έμοιαζαν με εκείνους των Ισπανών χιτάνος και αποτελούνταν κυρίως από αργή χορευτική κίνηση, τη μεγάλη αξία τής οποίας φαίνονταν να αποτελούν οι περίεργες και δύσκολες ακροβασίες τού σώματος. Τα πολλά ρούχα που φορούσε η χορεύτρια μάλλον αφαιρούσαν κάθε χάρη που αλλιώς θα πρόσφερε. Παρ’ όλα αυτά, με τις μακριές, μαύρες, ρέουσες μπούκλες της, τη μελαψή της χροιά και το τούρκικο φόρεμά της, το θέαμα ήταν όμορφο και από την καινοτομία του ευχάριστο.

Αφού προμηθεύτηκαν νέο άλογο, αποχαιρέτησαν τούς τσιγγάνους τού Ακσαλούρ και σύντομα άφησαν τον Ίρι στα αριστερά τους, ενώ διέσχισαν το τέλος χαμηλής προεξοχής λόφων, απ’ όπου κατέβηκαν στην πλούσια πεδιάδα τής Αμάσειας, έχοντας στα δεξιά τους λοφοσειρά που σχημάτιζε το ανατολικό της όριο, ενώ ο ποταμός ελισσόταν ένα περίπου μίλι μακριά, ανάμεσα σε περιβόλια και φυτείες μουριάς, προσφέροντας ευχάριστο θέαμα άνεσης και γονιμότητας, μέσα από το οποίο ο δρόμος τους προχωρούσε για κάποια απόσταση κάτω από τη σκιά φραχτών από δενδροστοιχίες και οπωροφόρα δένδρα. Η πεδιάδα εκτεινόταν αρκετά μίλια προς τα δυτικά, αλλά δεν καλλιεργούνταν πέρα από το όριο τής άρδευσης. Στο νότιο τμήμα της ο Τσότερλεκ Σου, ο Σκύλαξ τού Στράβωνος, που λεγόταν ότι ερχόταν από τη Σίβας, χυνόταν στον Ίρι. Ίσως ο Τσότερλεκ Σου πήγαζε πράγματι από τα ψηλά βουνά στην περιοχή τής Σίβας, αλλά το ποτάμι που κυλούσε μέσα από αυτή την πόλη ήταν ο Άλυς.

Στις τεσσερισήμιση ξαναβρεθήκαν στον Ίρι, όπου είδαν και πάλι πολλούς μεγάλους τροχούς νερού, με κάποιον υδατοφράκτη ή φράγμα φτιαγμένο γενικά κατά μήκος τού ποταμού αμέσως πάνω από αυτούς ή δίπλα τους, προκειμένου να περιορίζεται το νερό και να οδηγείται όλη η ένταση τής ροής σε ένα σημείο. Οι τροχοί, αν και μεγάλου μεγέθους, αφού είδε μερικούς των οποίων η ακτίνα ήταν μεγαλύτερη από 16 ή 18 πόδια [5 ή 6 περίπου μέτρα], ήσαν γενικά πολύ ελαφράς κατασκευής. Πολλοί από τούς φράκτες, καθώς πλησίαζαν στην Αμάσεια, ήσαν απλώς φτιαγμένοι από στρώματα κλαδιών μουριάς, τα οποία είχαν απογυμνωθεί από τα φύλλα τους από τούς μεταξοσκώληκες και τα οποία διατηρούνταν στις θέσεις τους από μερικές μεγάλες πέτρες. Σταδιακά οι βραχώδεις λόφοι σε κάθε πλευρά πλησίαζαν τόσο κοντά, που το ποτάμι δύο μίλια πάνω από την Αμάσεια κυλούσε μέσα σε στενή ρεματιά που περικλειόταν μεταξύ απόκρημνων βράχων, όπου ο δρόμος είχε λαξευτεί στην πλαγιά τού βουνού, στη δεξιά όχθη τού ποταμού. Είκοσι περίπου πόδια πιο πάνω υπήρχαν τα ερείπια υδραγωγείου, φτιαγμένου με επιμελημένη εργασία στον συμπαγή βράχο ή αναπτυσσόμενου κατά μήκος τής όψης τού βράχου με τεχνητά κανάλια. Φαινόταν ότι αποτελούσε έργο τής αρχαιότητας και είχε πάψει από καιρό να χρησιμοποιείται.

Η κοιλάδα σύντομα διευρύνθηκε σε πεδιάδα, όταν απέκτησαν θέα τού κάστρου και τής ακρόπολης τής Αμάσειας, που βρίσκονταν στην κορυφή ψηλού βράχου στην απέναντι πλευρά τού ποταμού, τις όχθες τού οποίου πλαισίωναν κήποι, σε κάθε σημείο όπου τα νερά του ήταν δυνατό να ανυψωθούν με σκοπό την άρδευση. Στις πεντέμιση μπήκαν στην πόλη, ελισσόμενοι μέσα από τα στενά δρομάκια, θαυμάζοντας τα αξιόλογα σπήλαια στα βράχια στην απέναντι πλευρά τού ποταμού, ακριβώς κάτω από το κάστρο, τα οποία ήσαν αναμφίβολα οι τάφοι των βασιλέων που περιγράφονται από τον Στράβωνα. Αρκετά σαρακηνικά κτίρια, είτε σε ερείπια ή χρησιμοποιούμενα ως τζαμιά, αναπτύσσονταν στον κύριο δρόμο από τον οποίο περνούσαν. Πολλά από τα σπίτια ήσαν χτισμένα από πέτρα, η οποία, σε συνδυασμό με την ωραία τους θέση, έδινε στην πόλη αέρα μεγάλης υπεροχής απέναντι στις περισσότερες άλλες στην Τουρκία. Ο πληθυσμός λεγόταν ότι αποτελούνταν από 3.000 έως 4.000 τούρκικα σπίτια, 750 αρμενικά και 100 ή 150 ελληνικά.

Έμεινε τρεις ημέρες στην Αμάσεια, αλλά θα χρειαζόταν πολύ μεγαλύτερο διάστημα για να εξεταστούν οι αρχαιότητες τής πόλης και τού κάστρου, για να εξερευνηθούν ενδιαφέρουσες τοποθεσίες στην περιοχή, καθώς και για να επισκεφθεί κανείς τα ορυχεία αργύρου, χαλκού και αλατιού κοντά στο Μαρσοβάν [Μερζιφών]. Στην ίδια την Αμάσεια τα κυριότερα αξιοθέατα ήσαν η ακρόπολη, τα αρχαία τείχη και οι τάφοι των βασιλέων. Ίσως όμως η πόλη αντλούσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της ως γενέτειρα τού Στράβωνος, τού οποίου η περιγραφή ήταν τόσο σαφής και ικανοποιητική, που ο Χάμιλτον θα τολμούσε να την εισαγάγει εδώ πριν από την περιγραφή τής παρούσας κατάστασης τής πόλης:

«Η δική μου πόλη βρίσκεται σε μεγάλη βαθιά κοιλάδα, μέσω τής οποίας ρέει ο Ίρις ποταμός. Από ανθρώπινη πρόνοια αλλά και από τη φύση είναι αξιοθαύμαστα φτιαγμένη πόλη, παρέχοντας ταυτόχρονα τα πλεονεκτήματα τής πόλης και τού φρουρίου. Πρόκειται για ψηλό και απόκρημνο βράχο, που κατεβαίνει απότομα προς το ποτάμι, έχοντας στη μια πλευρά το τείχος στο χείλος τού ποταμού, όπου έχει κτιστεί η πόλη, και στο άλλο το τείχος που ανηφορίζει και από τις δύο πλευρές προς τις κορυφές. Οι κορυφές αυτές είναι δύο, ενώνονται μεταξύ τους από τη φύση και είναι πολύ όμορφα πυργωμένες.

Μέσα σε αυτή την περίμετρο υπάρχουν τα παλάτια και τα μνήματα των βασιλέων. Οι κορυφές συνδέονται με πολύ στενό αυχένα, που έχει ύψος πέντε ή έξι στάδια καθώς ανηφορίζει κανείς από τις όχθες τού ποταμού και τα προάστεια. Και από τον αυχένα μέχρι τις κορυφές απομένει ανάβαση ενός σταδίου, που είναι έντονη και ανώτερη από κάθε είδους δύναμη. Ο βράχος έχει επίσης στο εσωτερικό του δεξαμενές νερού, παροχή τής οποίας η πόλη δεν θα μπορούσε να στερείται, αφού έχουν σκαφτεί δύο σωληνοειδή κανάλια, ένα προς τον ποταμό και το άλλο προς τον αυχένα. Δυο γέφυρες έχουν κτιστεί πάνω από το ποτάμι, μια από την πόλη προς τα προάστεια και η άλλη από τα προάστεια προς την εξωτερική περιοχή. Στη δεύτερη αυτή γέφυρα καταλήγει το βουνό που βρίσκεται πάνω από τον βράχο».126

Η επίσκεψή του στην ακρόπολη υπήρξε πολύ ικανοποιητική, αφού μπόρεσε να αναγνωρίσει όλες τις λεπτομέρειες και τα στοιχεία που είχαν περιγραφεί τόσο παραστατικά. Καθώς δεν υπήρχε τρόπος ανάβασης στον κατακόρυφο βράχο κατευθείαν από την πόλη, ήταν απαραίτητο να κινηθεί κανείς με σημαντικό κύκλωμα προς τα ανατολικά και να ανέβει ανηφορικό μονοπάτι από πίσω, το οποίο οδηγούσε σε στενή κορυφογραμμή που εκτεινόταν βόρεια και νότια και συνέδεε την ακρόπολη με τα βουνά στα βόρεια. Αυτή η κυκλική διαδρομή εξηγούσε το απόσπασμα που αναφέρει ότι το ύψος τής ακρόπολης ήταν πέντε ή έξι στάδια, εννοώντας το μήκος τού δρόμου μόνο από τον οποίο μπορούσε να φτάσει κανείς στην κορυφή. Κοντά στην έναρξη τής ανάβασης ο Χάμιλτον βρήκε τις παρακάτω δύο επιγραφές χαραγμένες στον συμπαγή βράχο [Χάμιλτον, ΙΙ, παράρτ. 73 και 74, σελ. 413], αλλά μπόρεσε να τις αποκρυπτογραφήσει με δυσκολία μόνο όταν επέστρεψε τις δύο επόμενες ημέρες, την ώρα που οι ακτίνες τού ήλιου πρόσφεραν τον πιο ευνοϊκό φωτισμό.

Image

Image

Επιγραφές χαραγμένες στον βράχο τής Αμάσειας

Στην ίδια την ακρόπολη ένιωσε έκπληξη βρίσκοντας ελάχιστα ερείπια αρχαίας αρχιτεκτονικής. Τίποτε δεν υπήρχε πια, εκτός από τμήμα των τειχών και των πύργων και ένα υπόγειο πέρασμα. Το μεγαλύτερο μέρος των τειχών που στέκονταν τώρα ήταν βυζαντινά ή τουρκικά, αλλά στο ψηλότερο σημείο, που αντιστοιχούσε με αυτό που ο Στράβων ονομάζει κορυφαί, υπήρχαν σημαντικά ερείπια δύο ελληνικών πύργων όμορφης κατασκευής, τούς οποίους υπαινίσσεται με τις λέξεις πεπυργωμέναι παγκάλως. Οι κορυφαί δεν ήσαν, όπως είχε φανταστεί στην αρχή, δύο ξεχωριστά σημεία που συνδέονταν με στενή ενδιάμεση κορυφογραμμή, αλλά μόνο ένα, από το οποίο εκτείνονταν δύο στενές κορυφογραμμές, μία προς τα βόρεια και η άλλη προς τα ανατολικά, η οποία τελευταία τερματιζόταν απότομα κοντά στον ποταμό. Οι γωνίες των τειχών και των πύργων ελληνικής τοιχοποιίας ήσαν αξιοθαύμαστα φτιαγμένες. Κάθε πέτρα ήταν ελαφρώς κυρτή στην εξωτερική της επιφάνεια και το κέντρο της προεξείχε τρεις ή τέσσερις ίντσες από το επίπεδο των συνδέσμων. Η τοιχοποιία ήταν επίσης πολύ κανονική και κάθε γραμμή είχε πάχος 16 ίντσες [40 περίπου εκατοστά].

Όμως το αντικείμενο με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ήταν το υπόγειο πέρασμα που αναφέρθηκε πιο πάνω, προφανώς οι σύριγγες τού Στράβωνος, που έμοιαζε πολύ με εκείνες τις υπόγειες διαφυγές τής σκάλας που είχε δει σε πολλά άλλα κάστρα που βρίσκονταν παρόμοια σε βραχώδη υψώματα, όπως στην Ούνιε, την Τοκάτ, το Τουρχάλ και τη Ζήλε. Είτε προορίζονταν μόνο για προμήθεια νερού ή χρησίμευαν και ως δίοδοι μυστικών εξορμήσεων από το φρούριο, δεν μπορούσε να υπάρχει καμία αμφιβολία για την αρχαιότητα και την ελληνική τους καταγωγή. Φαινόταν ότι υπήρχαν δύο τέτοια καλυμμένα περάσματα ή στοές στην Αμάσεια, μία από τις οποίες οδηγούσε από την κορυφή (κορυφαί) με ανατολική κατεύθυνση προς την κορυφογραμμή και η άλλη από την κορυφογραμμή στον βραχώδη λόφο, με βόρεια κατεύθυνση. Η πρώτη όμως δεν ήταν σκαμμένη στον βράχο όπως η δεύτερη, αλλά ήταν χτισμένη με λιθοδομή πάνω από το έδαφος, αλλά εξίσου καλά κρυμμένη. Επειδή είχε δει τόσο πολλά τέτοια μέρη, αποφάσισε να κατέβει σε αυτό και να εξερευνήσει τις εσοχές του, έχοντας προμηθευτεί οδηγό και φώτα και έχοντας μάθει ότι στο κάτω μέρος υπήρχε πηγή άριστου νερού. Αρχικά είχε αμφιβολίες για την αρχαιότητά του, βρίσκοντας την είσοδο, τις πλευρές και την οροφή με αψίδες από τούβλα, αλλά κατεβαίνοντας 20 περίπου πόδια έφτασε στην παλαιά είσοδο, την οποία αποτελούσε ελληνική τοιχοποιία. Η κατάβαση, που ήταν εξαιρετικά απότομη, γιατί τα σκαλιά είτε είχαν φθαρεί ή γεμίσει με λάσπη και χαλίκι, άρχισε μάλλον ατυχώς, αφού γλίστρησε αμέσως 15 ή 20 σκαλιά. Εδώ παρατήρησε ότι οι δύο πλευρές ήσαν χτισμένες σε διάφορα σημεία με ελληνικά κομμάτια, στο ίδιο στυλ με την είσοδο. Φτάνοντας τελικά στον πυθμένα, σε βάθος 300 περίπου ποδιών [100 περίπου μέτρων], βρήκε μικρή στέρνα με καθαρό, κρύο νερό, ο τοίχος γύρω από την οποία ήταν επίσης ελληνικής τοιχοποιίας. Φαινόταν ότι αρχικά ήταν πολύ βαθύτερη και ότι είχε γεμιστεί με πέτρες. Μπορεί λοιπόν να ήταν ένα από τα πηγάδια που καταστράφηκαν με αυτόν τον τρόπο με εντολή τού Πομπήιου, ή ίσως εκείνα που περιγράφονται από τον Στράβωνα ότι καταστράφηκαν από τον Πομπήιο στον πόλεμο εναντίον τού Αρσάκη ήσαν αυτής τής περιγραφής: «Γιατί είχε διαφύγει στο βουνό χωρίς προμήθειες [ο Αρσάκης], έχοντας αποκλειστεί από τις πεδιάδες, ενώ βρήκε και τα πηγάδια τής υδατοδεξαμενής φραγμένα με τεράστιους βράχους. Αυτό είχε γίνει με διαταγή τού Πομπήιου, ο οποίος είχε διατάξει την καταστροφή των φρουρίων, ώστε να μη μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τούς διαφεύγοντες σε αυτά με σκοπό τη ληστεία».127 Ο Στράβων εφαρμόζει την ίδια λέξη ὑδρεῖα και στις δύο περιπτώσεις.128 Ο βράχος στον οποίο είχε κοπεί ήταν σκληρός ασβεστόλιθος, αλλά μερικές φορές περνούσε από στρώματα μαλακού εύθρυπτου σχιστόλιθου, που υποστηριζόταν από τοίχους, όπου απαιτούνταν. Ο Χάμιλτον πρόσθετε ότι τα υπόγεια περάσματα που περιγράφηκαν ήδη στην Ούνιε και το Τουρχάλ έμοιαζαν τόσο πολύ με αυτό τής Αμάσειας, που δεν έπρεπε να υπάρχει καμία αμφιβολία για την αρχαιότητά τους. Και αυτό αύξανε την πιθανότητα ότι εκείνα τα μέρη ήσαν κάποια από τα προπύργια τού Μιθριδάτη.

Αμέσως κάτω από την ακρόπολη, προς τα νότια, υπήρχαν οι διάσημοι τάφοι των βασιλέων, βασιλέων μνήματα, όπως αποκαλούνται από τον Στράβωνα. Ήσαν πέντε στον αριθμό, τρεις στα δυτικά και δύο στα ανατολικά. Η απότομη όψη τού βράχου είχε λειανθεί τεχνητά, για να δώσει περισσότερη έμφαση στις ιδιαιτερότητες τής θέσης τους. Απότομο μονοπάτι από ένα από τα παλαιά γεφύρια κοντά στο κέντρο τής πόλης οδηγούσε κατά κάποιον τρόπο μέχρι τον λόφο, αλλά οι τάφοι στα δυτικά μπορούσαν να προσεγγιστούν μόνο από στενό μονοπάτι κομμένο μέσα από μικρή σπηλιά, καθώς και από ανοιχτό εξώστη κουφωμένο στην κατακόρυφη επιφάνεια τού βράχου και προστατευόμενο από χαμηλό στηθαίο βράχου που είχε αφεθεί, ενώ παρόμοιο με σκαλιά οδηγούσε από τον ένα στον άλλο. Ο πιο μακρινός από αυτούς είχε κουφωμένο στο κέντρο μικρό θάλαμο, που ήταν εντελώς αποσπασμένος από τον περιβάλλοντα βράχο μέσω στενού περιμετρικού περάσματος πλάτους δύο έως τεσσάρων ποδιών. Ήταν επίσης αποσπασμένος στην κορυφή και έτσι φαινόταν να στέκεται στη μέση μεγάλου σπηλαίου. Εδώ το μονοπάτι τερματιζόταν απότομα και ο ίδιος ο τάφος φαινόταν ότι ποτέ δεν ολοκληρώθηκε πλήρως. Οι άλλοι ήσαν χτισμένοι με το ίδιο ακριβώς σχέδιο, το οποίο θύμιζε το Αϊνόλ Μαχάρντ έξω από την πόλη, που περιγράφεται από τον Σερ Κ. Πόρτερ στα ταξίδια του από την Περσία, αλλά δεν είχαν επιγραφές. Κάτω από τούς τρεις μικρότερους τάφους στα ανατολικά υπήρχαν σημαντικά λείψανα των παλαιών ελληνικών τειχών και τετράγωνος πύργος χτισμένος στο καλύτερο ελληνικό στυλ. Αυτά τα τείχη εντοπίζονταν επίσης πάνω στον λόφο προς τα δυτικά και ήσαν προφανώς εκείνα που περιγράφονται από τον Στράβωνα, ότι αποτελούσαν τον περίβολο ή περίβλημα, μέσα στο οποίο βρίσκονταν οι βασιλικοί τάφοι. Μερικά ακόμη μικρότερα σπήλαια απλούστερου στυλ και χαρακτήρα είχαν ανασκαφεί κοντά στην πόλη, ενώ τα ίχνη των λατομείων ήσαν επίσης ορατά κοντά στους πρόποδες τού λόφου.

Υπήρχαν τέσσερις γέφυρες πάνω από τον Ίρι, μέσα στα όρια τής πόλης, η πρώτη ή ανώτερη από τις οποίες, προς τα δυτικά, ήταν σύγχρονη και από πέτρα. Η δεύτερη, αμέσως κάτω από τούς τάφους, ήταν επίσης από πέτρα, αλλά πολύ παλαιά, προφανώς ρωμαϊκή και είχε βυθιστεί σημαντικά από την εποχή τής κατασκευής της. Η τρίτη ήταν από ξύλο, απέναντι από το κονάκι τού μουτεσελίμ, όπου ο ποταμός άλλαζε κατεύθυνση και κυλούσε προς βορρά. Η τέταρτη ήταν από πέτρα, μισό μίλι πιο χαμηλά και στο άκρο τής πόλης.

Κάτω από αυτό το σημείο η πεδιάδα διευρυνόταν και πάλι και όντας καλά αρδευόμενη καλυπτόταν από παραγωγικούς κήπους και φυτείες με μουριές. Το μετάξι ήταν από τα βασικά προϊόντα τής Αμάσειας, η οποία παρήγαγε ετησίως πάνω από 50.000 οκάδες και η τιμή ήταν 120 περίπου γρόσια ανά οκά, ή 10 λίρες και 6 σελίνια η λίμπρα. Επισκέφτηκε σε αυτό το τμήμα τής πόλης έναν μύλο πρόσφατα εγκατεστημένο κοντά στο ποτάμι, για την κατασκευή χοντρού μάλλινου υφάσματος που έμοιαζε σχεδόν με τσόχα και χρησιμοποιούνταν για τα είδη ένδυσης τού τακτικού στρατού. Τα μηχανήματα ήσαν πολύ πρωτόγονα, αλλά ως έναρξη τής μεταποιητικής βιομηχανίας χρειάζονταν ενθάρρυνση. Ολόκληρη η διαδικασία στριψίματος τού νήματος, ύφανσης τού υφάσματος και επεξεργασίας του με μεγάλα ξύλινα σφυριά γινόταν στις εγκαταστάσεις μέσω τροχού νερού που είχε προσαρμοστεί στο ποτάμι, ο οποίος, με την πρόσθετη λειτουργία ανύψωσης μικρής ποσότητας νερού στην κορυφή τής διαμέτρου του, προκαλούσε επαρκή πτώση ώστε να στρέψει μηχανισμό για το κλώσιμο τού χονδρού νήματος. Είχε δει προηγουμένως ότι κοντά στην είσοδο τής πόλης πέρασαν από τα ερείπια αρκετών τουρκικών κτιρίων. Λεγόταν ότι ήσαν οι τάφοι των πρώτων σουλτάνων, οι οποίοι κατέκτησαν τη χώρα από τούς Βυζαντινούς Έλληνες. Ήσαν χτισμένοι στο σαρακηνικό στυλ και άξιζαν περισσότερη προσοχή απ’ όση μπόρεσε να τούς αφιερώσει.

Στον ίδιο δρόμο βρίσκονταν τα ερείπια παλαιού μεντρεσέ ή θρησκευτικού σχολείου, ο μπροστινός τοίχος τού οποίου ήταν φτιαγμένος από τμήματα αρχαίων γείσων, ζωφόρων, επιστυλίων κλπ., ενώ τρεις μακρόστενες πέτρες, με θραύσματα των παρακάτω ελληνικών επιγραφών σε μεγάλα γράμματα και βαθιά κομμένα, σχημάτιζαν τις πλευρές και το επιστύλιο τής εισόδου [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 72, σελ. 412].

Image

Αμάσεια: Επιγραφές σε τρία κομμάτια επιστυλίων ενσωματωμένων σε είσοδο

Δεν γνωρίζουμε τίποτε για την πρώιμη ιστορία ή την ίδρυση τής Αμάσειας, αλλά πρέπει να ήταν σημαντικός τόπος κατά τη διάρκεια τής δυναστείας των βασιλέων τού Πόντου. Και μαθαίνουμε από τα πολυάριθμα νομίσματά της, ότι μετά την κατάκτηση τής Μικράς Ασίας από τούς Ρωμαίους, και καθ’ όλη τη διάρκεια τής αυτοκρατορίας, έφερε τον τίτλο τής Μητροπόλεως τού Πόντου. Ευρισκόμενη σε εύφορη χώρα και κοντά στα σύνορα τής Αρμενίας, σύντομα θα ήταν εκτεθειμένη στις επιδρομές των Περσών και Σαρακηνών κατακτητών και στις ακόμη πιο καταστροφικές επιδρομές των Τατάρων και των τουρκικών ορδών, αλλά μόνο περιστασιακά αναφέρεται στις ιστορίες των ύστερων Βυζαντινών αυτοκρατόρων.129

Ως παράδειγμα μειωμένης μισαλλοδοξίας από την πλευρά των Τούρκων ηγεμόνων, ο Χάμιλτον πληροφορήθηκε ότι ιδρύθηκε πρόσφατα εκεί ελληνικό σχολείο, με την άδεια των αρχών, το μόνο, με την εξαίρεση εκείνου τής Μπάφρας σε αυτό το μέρος τής Μικράς Ασίας. Σε γενικές γραμμές, ακόμη και μεταξύ τού ελληνικού πληθυσμού, η γλώσσα τους ήταν άγνωστη και δεν μιλιόταν, αφού η χρήση της είχε απαγορευτεί από τούς Τούρκους, προκειμένου να κατασταλούν οι διαθέσεις εξέγερσης των υπηκόων τους. Ο επικεφαλής ιερέας τής ελληνικής εκκλησίας τον επισκέφτηκε μια μέρα και, απαντώντας στις ερωτήσεις του, ανέφερε ότι δεν υπήρχαν ούτε βιβλία, ούτε χειρόγραφα στην Αμάσεια, αλλά ότι στο σχολείο τής Καισάρειας υπήρχε μεγάλη και εξαιρετική βιβλιοθήκη, η οποία ίσως περιλάμβανε πολλά χειρόγραφα. [O Χάμιλτον σημειώνει: «Όταν ήμουν στην Καισάρεια το επόμενο έτος, μού είπαν ότι δεν υπήρχε κανένα χειρόγραφο εκεί. Μάλιστα το μόνο παλαιό χειρόγραφο για το οποίο είδα ή άκουσα ποτέ στη Μικρά Ασία ήταν εκείνο στο σπήλαιο τού Τατλάρ».]

Τα παζάρια τής Αμάσειας ήσαν μικρά και ανεπαρκώς εφοδιαζόμενα. Ο Χάμιλτον αγόρασε μερικά ενδιαφέροντα αυτόνομα νομίσματα από κάποιους Αρμένιους κοσμηματοπώλες: ένα τής Δίας, λιμανιού τής Βιθυνίας, και ένα των Πιμωλίσων, το οποίο ήταν σπάνιο, σε όμορφη κατάσταση συντήρησης και αξιοσημείωτο για τον τέλειο τρόπο με τον οποίο παριστανόταν η άρπα ή δρεπανοειδές σπαθί τού Περσέα. Αυτό ήταν κοινό στα νομίσματα διαφόρων πόλεων τού Πόντου, καθώς η μορφή τού Περσέα με το κεφάλι τής Μέδουσας και νεκρό σώμα στα πόδια του εμφανιζόταν σε νομίσματα διαφόρων πόλεων τής ακτής, όπως τής Σινώπης, τής Αμισού και τής Αμάστριδος. Δεν απέκτησε όμως κανένα νόμισμα τής ίδιας τής Αμάσειας, αν και εκείνα τής αυτοκρατορικής σειράς δεν ήσαν ασυνήθιστα στις βιτρίνες των συλλεκτών, ενώ στη συνέχεια αγόρασε αρκετά στην Καισάρεια.

Ένα από τα πιο δυσάρεστα αλλά εντυπωσιακά αξιοθέατα που έβλεπε κανείς συχνά σε αυτήν την πόλη ήσαν οι μεγάλοι λευκοί γύπες, πολλοί και με φρικτή ημερότητα, που εκτελούσαν με μεγάλη προθυμία και ζήλο το αηδιαστικό έργο των οδοκαθαριστών και σκουπιδιάρηδων. Ανεβασμένοι τη νύχτα στις σχισμές και τα καταφύγια των βουνών που περιβάλλουν την πόλη, περνούσαν τη μέρα είτε σκαρφαλωμένοι στις χαμηλές στέγες των σπιτιών, ψάχνοντας για σκουπίδια ή ορμώντας από ψηλά με μεγάλα και όμορφα λυγίσματα, αιωρούμενοι για ώρες με τα φτερά τους ανοιχτά, έτοιμοι να επιτεθούν ξαφνικά στη λεία τους. Οι Τούρκοι δεν τούς ενοχλούσαν ποτέ, αλλά, εκτιμώντας τη χρησιμότητά τους, τούς συνήθιζαν να πλησιάζουν στις κατοικίες τους, πετώντας τους από καιρό σε καιρό κεφάλια πρόσφατα σφαγμένων πετεινών και απομεινάρια κρέατος.

Έχουμε ήδη αναφερθεί στο υδραγωγείο κατά μήκος τής πλευράς τού δρόμου μπαίνοντας στην Αμάσεια, το οποίο ο Φοντανιέ μπέρδεψε με το κανάλι νερού που αναφέρεται από τον Στράβωνα. Οι Τούρκοι τής Αμάσειας είχαν παράδοση σεβασμού τής καταγωγής τους, πράγμα που δεν αποτελούσε στο ζήτημα αυτό κακό δείγμα τού ταλέντου και τής ευρηματικότητάς τους. Σύμφωνα με τον μύθο, κατοικούσε κάποτε σε αυτή την περιοχή πλούσιος και ισχυρός νεαρός άνδρας που ονομαζόταν Φερχάτ, ο οποίος ήταν ερωτευμένος με όμορφη κόρη από την Αμάσεια. Τής πρόσφερε γάμο, τον οποίο δέχτηκε, υπό τον όρο ότι θα εφοδίαζε τη γενέτειρά της με νερό από μακρινή κοιλάδα και θα έκανε όλη τη δουλειά μόνος του. Απτόητος από το μέγεθος τής επιχείρησης, άρχισε αμέσως να εργάζεται, ενώ, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, πρέπει να εργάστηκε σκληρά για πολλά χρόνια. Τελικά μια μέρα συνάντησε μια γριά η οποία, με πραγματική τουρκική περιέργεια, τον ρώτησε τι ακριβώς έκανε. Ο Φερχάτ τής είπε την ιστορία τής αγάπης του και ότι έλπιζε ότι σύντομα θα ολοκλήρωνε το έργο του, οπότε εκείνη τού απάντησε ότι μπορούσε να σταματήσει την άχρηστη εργασία του, καθώς η κόρη, που έπρεπε πια να είχε περάσει τα εβδομήντα, ήταν νεκρή. Ακούγοντάς το εγκατέλειψε το έργο του και σύντομα, πεθαίνοντας από τη στενοχώρια, θάφτηκε με την κυρία τής αγάπης του στην κορυφή γειτονικού βουνού. Τον μύθο τού Φερχάντ και τής Σιρίν τον διαβάσαμε ήδη στα πρώτα κεφάλαια αυτού τού βιβλίου [Πόρτερ (1821), Από το Καράχισαρ στην Αμάσεια].

Image

Αμάσεια-Τσόρουμ-Τάβιον (1836)

Δευτέρα 15 Αυγούστου. Έφυγαν από την Αμάσεια για το Τσόρουμ, που απείχε δεκαοκτώ ώρες, στις οκτώμιση το πρωί και για τα τρία πρώτα μίλια ακολούθησαν πάλι τον δρόμο προς τη Ζήλε.130 Στη συνέχεια, στρίβοντας προς τα δυτικά, πέρασαν τον Ίρι από πέτρινη γέφυρα και ανέβηκαν σειρά χαμηλών λόφων, στους οποίους πυριγενείς βράχοι είχαν ωθηθεί μέσα σε κατακόρυφα στρώματα σχιστόλιθου. Κατεβαίνοντας από αυτούς τούς λόφους στην πεδιάδα τής Αμάσειας, συνέχισαν για οκτώ περίπου μίλια κατά μήκος των βορείων ορίων της, στους πρόποδες χαμηλών λόφων, που αποτελούνταν κυρίως από ηφαιστειακή άμμο ή πεπερίτη, που ήταν κάποιες φορές στρωματοποιημένος και περιείχε μερικούς ογκόλιθους από πυριγενή βράχο. Από τούς προαναφερθέντες λόφους είδε καθαρά τον Τσότερλεκ Ιρμάκ στον νότο, να προβάλλει από στενή κοιλάδα και να ρέει προς τον Ίρι. Στους κατά μήκος τής πλαγιάς τού λόφου δεν ήσαν λίγα. Κομμένοι με σκοπό την άρδευση, είχαν λόφους στα δεξιά υπήρχε το χωριό Μπαγλίτζα μισό μίλι μακριά, ενώ το χωριό Ζάρα ήταν λίγα μίλια πιο πέρα στα βορειοδυτικά [σήμερα Μπαγλίτζα και Ντογάντεπε αντίστοιχα].

Αυτή η πεδιάδα, όπως πολλές άλλες, παρείχε εμφανείς αποδείξεις ότι ήταν λίμνη σε κάποια προηγούμενη περίοδο. Ο Χάμιλτον μπορούσε να εντοπίσει κατά μήκος των ορίων της τα σημάδια των αρχαίων ακτών, που εκτείνονταν στην ίδια στάθμη σε όλες τις πτυχώσεις των λόφων. Σε μερικά μάλιστα μέρη δύο ήσαν ορατά, απολύτως παράλληλα μεταξύ τους και ακόμη πιο ευδιάκριτα από τον ίδιο τον δρόμο. Πολλά μέρη αυτής τής πεδιάδας ήσαν ακόμη πλημμυρισμένα τον χειμώνα από τα νερά τού Τσότερλεκ Ιρμάκ, ο οποίος διογκωνόταν τόσο εκείνη την εποχή, που η γέφυρα στο κέντρο ήταν αδιάβατη και το ποτάμι ήταν δυνατό να διασχιστεί μόνο ψηλότερα, εκεί που ξεπρόβαλλε από τούς λόφους.

Λίγο μετά τη μία και δεκατρία μίλια από τη γέφυρα πάνω από τον Ίρι άφησαν την πεδιάδα και ανέβηκαν σε κοιλάδα ποτιζόμενη από μικρό ρέμα, που πρόβαλλε από στενό φαράγγι. Στην απέναντι πλευρά τής κοιλάδας τεράστιες μάζες βράχων υψώνονταν στην επιφάνεια, μοιάζοντας από απόσταση με τα γκρίζα ερείπια αρχαίου κάστρου. Πιο πέρα παρατήρησε πολύ περισσότερα ίχνη ακτών περισσότερο ή λιγότερο παράλληλων μεταξύ τους, που έδειχναν την ύπαρξη λιμνών στο παρελθόν. Μεγάλο μέρος τής γης σε αυτήν την κοιλάδα, που ήταν σε μεγάλο βαθμό καλλιεργήσιμη, ιδιαίτερα εκεί όπου φάρδαινε, βρισκόταν τώρα σε αγρανάπαυση. Υπήρχαν επίσης λίγα αμπέλια. Τα ερείπια υδαταυλάκων κατά μήκος τής πλαγιάς τού λόφου δεν ήσαν λίγα. Κομμένοι με σκοπό την άρδευση, είχαν παραμεληθεί από καιρό και οι καλλιέργειες ήσαν φτωχές και λιγοστές. Την έκταση τής απογύμνωσης, η οποία πρέπει να είχε λάβει χώρα σε αυτήν την κοιλάδα, υπογράμμιζαν αρκετά υπερυψωμένα οροπέδια στα δεξιά τους, τα απομεινάρια ασβεστολιθικής απόθεσης η οποία πρέπει κάποτε να τη γέμιζε. Λίγο μετά τις τέσσερις πέρασαν το χωριό Μπαϊντίρ [Μπαϊντίρ και σήμερα] μισό μίλι αριστερά από τον δρόμο και στις πέντε έφτασαν στο Χατζή Κιόι [σήμερα Μετζίντοζου], δώδεκα ώρες από την Αμάσεια, που είχε 300 άθλιες καλύβες. Πρόκειται για το κύριο μέρος περιοχής που περιλάμβανε εικοσιπέντε χωριά, υπαγόταν στον Σεΐντ αγά τής Ζήλε και διοικούνταν από τον φίλο του Αχμέτ αγά, ο οποίος πλήρωνε 100 πουγγιά ή 500 στερλίνες τον χρόνο για τη θέση αυτή. Αυτός ο Αχμέτ αγάς ήταν ευρωπαϊκής καταγωγής αλλά ο Χάμιλτον δεν έμαθε αν είχε υιοθετήσει τη μωαμεθανική θρησκεία. Φανταζόταν όμως ότι την είχε υιοθετήσει, λόγω τής απροθυμίας του να τον δει όταν βρισκόμουν στο σπίτι τού Σεΐντ αγά, με τον οποίο έμενε τότε. Ήταν επίσης γιατρός και υπηρέτησε τον διάσημο Τσαπάνογλου με αυτή την ιδιότητα. Η απόσταση από το Χατζή Κιόι στο Τσόρουμ ήταν έξι ώρες. Το χωριό Τεκιγιέ στη μέση τής απόστασης λεγόταν ότι είχε μερικές ενδιαφέρουσες αρχαιότητες, καθώς και το χωριό Αφάτ ή Αουράτ Κιόι [Αβκάτ, σήμερα Μπέιοζου], μία ώρα βόρεια τού Χατζή Κιόι. Αποφάσισε λοιπόν να επισκεφθεί και τα δύο αυτά μέρη την επόμενη μέρα, αφήνοντας τις αποσκευές να ενωθούν μαζί του ακολουθώντας τον πιο κατευθείαν και επίπεδο δρόμο προς Τσόρουμ. Το κρύο ήταν πολύ δριμύ και το θερμόμετρο είχε πέσει στους 60° Φαρενάιτ [15° C] στις έξι το απόγευμα.

Τρίτη 16 Αυγούστου. Ξεκίνησε με τον Χαφίζ αγά να επισκεφτεί το Αουράτ. Αρκετοί κίονες ήσαν πεσμένοι στο έδαφος ή είχαν ενσωματωθεί στους τοίχους των σπιτιών. Το χωριό περιβαλλόταν από δένδρα και εφοδιαζόταν καλά με νερό. Αφού κατέβηκαν στην πεδιάδα, διαδρομή μιας ώρας τούς έφερε σε χαμηλούς λόφους στα βόρεια, όπου θραύσματα κιόνων και κομμάτια πολύχρωμου μάρμαρου βρίσκονταν ανάμεσα στους θάμνους και τα βάτα, ενώ κοντά τους υπήρχαν τα ερείπια σημαντικών τειχών και θολωτών υποδομών, που λεγόταν ότι ήσαν τα ερείπια αρχαίας εκκλησίας, αν και δεν είδε τίποτε που θα προσδιόριζε την ηλικία, το μέγεθος ή τη φύση τού κτιρίου. Όμως στους τοίχους τού τζαμιού τού Αουράτ και σε γειτονική κρήνη υπήρχαν διάφορα άλλα μεγάλα τμήματα από παρόμοια πέτρα. Φεύγοντας από το χωριό λίγο μετά τις οκτώ, προχώρησαν κατά μήκος τής βόρειας πλαγιάς τής ασβεστολιθικής λοφοσειράς, μέχρι που έφτασαν σε άλλο χωριό που ονομαζόταν Τσαάνα [Τσάγνα, σήμερα Ελμαπουνάρ], όπου, ύστερα από κάποια έρευνα, βρήκε την παρακάτω επιγραφή, κάτω από σταυρό και σχεδόν σβησμένη, σε μεγάλη πέτρα ενσωματωμένη στον τοίχο πολύ μικρού τζαμιού [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 77, σελ. 413]:

Image

Επιγραφή σε πέτρα ενσωματωμένη στον τοίχο τζαμιού τής Τσαάνα

Αφήνοντας την Τσαάνα πέρασαν σειρά χαμηλών λόφων και κατέβηκαν σε ανοιχτή χώρα που κατηφόριζε προς τα βόρεια, όπου πορεία τριών μιλίων προς τα δυτικά τούς έφερε στο χωριό Τεκιγιέ [Τεκκέ, σήμερα Ελβαντσελεμπή]. Εδώ η προσοχή του κατευθύνθηκε πρώτα στο τζαμί, ένα όμορφο κτίριο, όπου έψαξε μάταια για επιγραφές. Μπροστά από γειτονικό χάνι υπήρχε το ωραίο τετράγωνο κιονόκρανο με φύλλα άκανθας και πιο πέρα ταφικό μνημείο, η επιγραφή τού οποίου ήταν σβησμένη, εκτός από τα δύο τελευταία γράμματα OI.

Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στην περιοχή ερειπωμένου χωριού, οργωμένου τώρα, δύο μίλια βορειοανατολικά, όπου η παρακάτω επιγραφή ήταν τοποθετημένη οριζόντια πάνω σε κρήνη [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 78, σελ. 414]:

Image

Σε κρήνη κοντά στο Τεκιγιέ

Κατά την επιστροφή του βρήκε και την παρακάτω, χτισμένη στον τοίχο σπιτιού κοντά στο καφενείο [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 79, σελ. 414]:

Image

Στο χωριό Τεκιγιέ

Και οι δύο ήσαν καλά διατηρημένες, αλλά ήσαν επιτύμβιες, η μία τού τρίτου αιώνα και η άλλη πιθανώς σχεδόν τής ίδιας περιόδου.

Άφησαν το Τεκιγιέ στις εντεκάμιση και έμπαιναν τώρα σε στενό φαράγγι σε λοφοσειρά με κατεύθυνση από βορρά προς νότο. Αυτοί οι λόφοι αποτελούνταν από σκούρους μπλε αργιλικούς σχιστόλιθους, διασχιζόμενους από πολλές φλέβες ασβεστολιθικού σχιστόλιθου. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν τον σχιστόλιθο για να σχηματίζουν τις επίπεδες στέγες των σπιτιών τους. [Ο Χάμιλτον σημειώνει ότι παρόμοιο υλικό χρησιμοποιείται από τούς Έλληνες τής Σύρας για τον ίδιο σκοπό.] στις δώδεκα έφτασαν στην κορυφή τής λοφοσειράς και κατέβηκαν από ελικοειδές μονοπάτι, μέσα από δάση καχεκτικής βελανιδιάς, αρκεύθου και ελάτων, σε μεγάλη κοιλάδα ποτιζόμενη από μικρό ρέμα, που κυλούσε προς δυτικά-νοτιοδυτικά. Μεγάλες αγέλες βοοειδών έβοσκαν στους λόφους και αναζητούσαν λιγοστή μπουκιά στο καμένο γρασίδι, μέσα στο οποίο μερικοί καχεκτικοί θάμνοι έδιναν τη μόνη ποικιλία στο τοπίο. Εξετάζοντας την πορεία τού ρέματος που κυλούσε σχεδόν δυτικά και προφανώς χυνόταν στον Άλυ, ο Χάμιλτον θεώρησε την κορυφογραμμή από την οποία είχαν μόλις κατέβει ως υδροκρίτη μεταξύ τού Ίρι και τού Άλυ και συνεπώς ως το φυσικό σύνορο των επαρχιών τού Πόντου και τής Γαλατίας, γιατί σε προγενέστερες περιόδους τού κόσμου, όταν η ιδιοκτησία των ατόμων δεν ήταν τόσο προσδιορισμένη ώστε να σηματοδοτεί τα σύνορα των διαφόρων χωρών, πρέπει να υποθέσουμε ότι τον σκοπό αυτόν εξυπηρετούσαν φυσικά χαρακτηριστικά, όπως ένα ποτάμι ή μια λοφοσειρά.

Στη μια ξαναβγήκαν στον απευθείας δρόμο από Χατζή Κιόι προς Τσόρουμ και αφήνοντας το ρέμα στο αριστερό τους χέρι να κυλά στην πεδιάδα με αυτό το όνομα μέσα από φαράγγι προς τα νοτιοδυτικά, διέσχισαν τούς γυμνούς λόφους και κατέβηκαν μέσω απότομης χαράδρας φυτεμένης με αμπέλια στην εκτεταμένη και καμένη πεδιάδα. Ούτε δένδρο δεν φαινόταν στους γύρω λόφους, οι κίτρινες καλαμιές έλαμπαν κάτω από τον σχεδόν κατακόρυφο ήλιο, ενώ οι μιναρέδες και το κάστρο τού Τσόρουμ, με την ίδια μονότονη απόχρωση, φαίνονταν δύο περίπου μίλια μακριά στα δυτικά-βορειοδυτικά. Ο δρόμος για κάποιο διάστημα περιέτρεχε τη βάση των λόφων στα δεξιά τους, οι οποίοι αποτελούνταν από λεπτά στρώματα άμμου και αργίλου, που βυθίζονταν προς τα δυτικά και περιείχαν μικρά θραύσματα κρυστάλλων σεληνίτη, τον ίδιο σχηματισμό όπως εκείνον που είχε παρατηρηθεί στην περιοχή τού Βεζίρκιοπρου, το οποίο βρισκόταν στο ίδιο σχεδόν γεωγραφικό μήκος. Επομένως δεν ήταν απίθανο να ήταν αυτές οι περιοχές τα ανατολικά όρια των μεγάλων αλατοφόρων αποθέσεων αυτού τού τμήματος τής Μικράς Ασίας, από τις οποίες προερχόταν αναμφισβήτητα το όνομα τού Άλυ. Εξακολουθούσε να αποτελεί αμφισβητήσιμο ζήτημα κατά πόσον αυτός ο μεγάλος σχηματισμός έπρεπε να θεωρείται δευτερεύων ή τριτεύων, παρά τις πρόσφατες προσπάθειες τού κ. Έηνσγουερθ να εξακριβώσει τα γεωλογικά χαρακτηριστικά τής περιοχής.131

Λίγο μετά τις δύο πέρασαν το ερειπωμένο κάστρο και μπήκαν στην πόλη τού Τσόρουμ, ένα βρώμικο διάσπαρτο μέρος που διανθιζόταν από πολλούς κήπους και είχε πάνω από 2.000 τούρκικα σπίτια. Τα παζάρια ήσαν καλά εφοδιασμένα, ενώ τα κίτρινα μούρα, το προϊόν των γειτονικών λόφων, ήσαν σε μεγάλη αφθονία. Αυτό το μέρος δεν το είχε ποτέ πριν επισκεφτεί Ευρωπαίος ταξιδιώτης και ήσαν πολλά τα άγρια και εχθρικά βλέμματα που στρέφονταν προς το μέρος του από τούς φανατικούς κατοίκους, οι οποίοι, αν έκρινε κανείς από το τεράστιο μέγεθος και τα παράλογα σχήματα των τουρμπανιών τους, δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να εγκρίνουν τις μεταρρυθμίσεις τού σουλτάνου Μαχμούτ. Πουθενά αλλού δεν είχε δει προηγουμένως τέτοια ποικιλία μορφών και χρωμάτων.

Σε κρήνη στην αυλή τού αγά αντέγραψε την παρακάτω επιγραφή, η οποία είχε μεταφερθεί εκεί από ερειπωμένο χωριό κοντά στο Τεκιγιέ [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 80, σελ. 414].

Image

Στο κονάκι τού αγά τού Τσόρουμ

Στη συνέχεια επισκέφθηκε το κάστρο, που λεγόταν ότι χτίστηκε από τον σουλτάνο Σουλεϊμάν πριν από αρκετούς αιώνες. Ήταν αδρό τετράπλευρο κτίριο, οχυρωμένο με πολλούς στρογγυλούς και τετράγωνους πύργους, που στεκόταν πάνω σε υπερυψωμένο έδαφος στα νοτιοανατολικά τής πόλης.

Εντυπωσιάστηκε από τον αριθμό των ενεπίγραφων πλακών που είχαν ενσωματωθεί στα τείχη, πολλές από τις οποίες είχαν παραμορφωθεί σκόπιμα και είχαν γίνει δυσανάγνωστες. Μεγάλη ποικιλία κιόνων είχε επίσης χρησιμοποιηθεί για τον ίδιο σκοπό. Στο εσωτερικό μια σκάλα που οδηγούσε στις επάλξεις ήταν χτισμένη εξ ολοκλήρου από τέτοιους κίονες τοποθετημένους εγκαρσίως. Οι παρακάτω επιγραφές ήσαν όλες επιτύμβιες. Μερικές είχαν από πάνω τους σταυρό και όλες ήσαν προφανώς μεταγενέστερες τής εισαγωγής τού χριστιανισμού [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 81-88, σελ. 414-415].

Image

Image

Στα τείχη τού κάστρου τού Τσόρουμ

Οι επιγραφές αυτές, αν και όχι κλασικού χαρακτήρα, αποδείκνυαν την ύπαρξη μεγάλης πόλης σε αυτή την περιοχή, η οποία πρέπει να είχε προσηλυτιστεί στον χριστιανισμό σε πρώιμη περίοδο. Αυτό ήταν πολύ ενδιαφέρον, αν θυμηθεί κανείς ότι η Γαλατία, μέσα ή τουλάχιστον στα όρια τής οποίας βρισκόταν πιθανότατα το Τσόρουμ, ήταν μια από τις πρώτες επαρχίες τής Μικράς Ασίας που αγκάλιασε τη χριστιανική θρησκεία. Οι Τούρκοι τού Τσόρουμ έλεγαν ότι οι επιγραφές, καθώς και οι κίονες και οι πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τού κάστρου, προέρχονταν από ερειπωμένο μέρος που λεγόταν Καρά Χισάρ, στον δρόμο προς τη Γιοζγκάτ. Πρόσθεταν ότι στα παλιά χρονικά τους δεν συναντώνται τα ονόματα Τσόρουμ και Γιοζγκάτ, αλλά ότι η χώρα, καθώς και η πόλη, ονομαζόταν Καρά Χισάρ [σήμερα Καλέχισαρ].

Ο Χάμιλτον αποφάσισε να επισκεφθεί αυτό το μέρος την επόμενη μέρα, όχι χωρίς ελπίδες ότι θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι ήταν το Τάβιον, γιατί ένα από τα αντικείμενα τής επίσκεψής του στο Τσόρουμ ήταν να εξακριβώσει κατά πόσο ήταν πιθανό να καταλάμβανε αυτό την περιοχή τής πόλης, όπως είχε προταθεί από τον συνταγματάρχη Ληκ,132 ενώ ο ίδιος είχε αναφέρει λεπτομερώς, σε σύντομο άρθρο στο περιοδικό τής Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας,133 τούς λόγους που τον είχαν πείσει ότι το Τσόρουμ και το Τάβιον δεν ταυτίζονταν. Το τζαμί τού Τσόρουμ ήταν μεγάλο και όμορφο κτίριο, που ανεγέρθηκε αρχικά από τον σουλτάνο Μουράτ και αναστηλώθηκε από τον Τσαπάνογλου. Ήταν η ώρα τής απογευματινής προσευχής όταν το επισκέφθηκε και ποτέ δεν είχε δει τόσο πολλούς ευσεβείς, όπως φαινόταν, Τούρκους, να ετοιμάζονται με πλύσιμο για τις βραδινές προσευχές τους. Δεν φαίνονταν να εγκρίνουν καθόλου την περιέργειά του, ιδιαίτερα όταν, μαζί με τον τάταρ του, πέρασε την πόρτα και κοίταξε μέσα. Το εσωτερικό ήταν όμορφα διακοσμημένο. Ένας μεγάλος κύκλος από χρωματιστές λάμπες, πενήντα πόδια σε διάμετρο, κρέμονταν από τη σχήματος θόλου οροφή έξι ή επτά πόδια από το έδαφος, το αποτέλεσμα των οποίων, όταν ήσαν αναμμένες, πρέπει να ήταν πολύ εντυπωσιακό.

Το βράδυ ρώτησε κάποιους Τούρκους, που κάθονταν καπνίζοντας στη βεράντα έξω από το δωμάτιό του, πριν από πόσον καιρό είχε ζήσει ο σουλτάνος Μουράτ. Εξέφρασαν τη μεγαλύτερη έκπληξη με το ερώτημα, όχι λόγω τής άγνοιας που έδειχνε αυτό, αλλά λόγω τής αλαζονείας του να ρωτήσει αναπάντητο ερώτημα. Η μόνη απάντηση που έδωσαν όλοι ήταν «κιμ μπιλίρ» (ποιος ξέρει), ακολουθούμενη από τον εκφραστικό ήχο «ντεεε», που σήμαινε πριν από πολύ, πολύ καιρό!

Τετάρτη 17 Αυγούστου. Το θερμόμετρο σήμερα το πρωί στις έξι είχε κατέβει στους 50° Φαρενάιτ [10° C]. Ένας γέρος, γνώριμος τού σπιτονοικοκύρη τού σπιτιού στο οποίο έμενε ο Χάμιλτον, μπήκε μέσα, ζήτησε ένα φλιτζάνι καφέ, το οποίο πήρε και στη συνέχεια μια πίπα, που ήταν ο λόγος για τον οποίο είχε έρθει στο δωμάτιό του, όπου φυλάσσονταν, ενώ διάλεξε μία και άρχισε προσεκτικά να τη γεμίζει. Εκείνη τη στιγμή ο Χαφίζ αγάς τον κατάλαβε ότι βρισκόταν στο δωμάτιο τού Χάμιλτον και αμέσως όρμησε πάνω του, τον πρόλαβε στην πόρτα, άρπαξε την πίπα, την οποία σχεδόν έσπασε πάνω στους ώμους του και τον πέταξε έξω με ομοβροντία από τουρκικές βρισιές, ρωτώντας τον τι δουλειά είχε ένας αργόσχολος σαν αυτόν να καπνίζει τέτοια πρωινή ώρα τής ημέρας. Προς μεγάλη του έκπληξη ούτε ο ίδιος ο κακότροπος άνθρωπος ούτε ο ιδιοκτήτης τού σπιτιού φάνηκαν να δίνουν σημασία στο γεγονός. Τόσο μεγάλη ήταν η επιρροή και το κύρος των τάταρ τής κυβέρνησης.

Λίγο μετά τις επτά έφυγαν από το Τσόρουμ και διέσχισαν την πεδιάδα σε πλάγια κατεύθυνση προς τα νοτιοδυτικά. Αυτή η πεδιάδα εκτεινόταν πάνω από δώδεκα μίλια από βορρά προς νότο και τρία ή τέσσερα από ανατολικά προς δυτικά, ενώ ποτιζόταν από μικρό ρέμα που κυλούσε νότια και, στη συνέχεια, όπως μάθαινε τώρα, στρεφόταν προς τα ανατολικά και χυνόταν στον Αλατζά Σου, ο οποίος με τη σειρά του χυνόταν στον Τσότερλεκ Ιρμάκ. Άρα δεν είχαν ακόμη περάσει τον υδροκρίτη μεταξύ Ίρι και Άλυ. Στις οκτώ και τέταρτο πλησίασαν τούς χαμηλούς λόφους στα δυτικά τής πεδιάδας, η οποία, αποτελούμενη από ασβεστολιθικές μάργες και άμμο που περιείχαν σεληνίτη, σχημάτιζε τη λεκάνη στην οποία αποτίθεντο οριζόντια τα προσχωσιγενή στρώματα. Πολλές αγριόκοτες, τις οποίες οι Τούρκοι ονόμαζαν μπαγκρακάλα, πετούσαν γύρω σε κοπάδια και σε ζευγάρια σε αυτούς τούς κυματιστούς γυμνούς λόφους. [Ο Χάμιλτον είχε ξαναμιλήσει γι’ αυτές τις αγριόκοτες πιο πάνω, στη διαδρομή Ερζερούμ-Καρς-Ανί.] Αφού πέρασαν μεγάλο κομμάτι στήλης καρφωμένο στο έδαφος, κοντά στον δρόμο, μπήκαν σε άλλη πεδιάδα που άνοιγε προς τα δυτικά, το μεγαλύτερο μέρος τής οποίας χρησιμοποιούνταν ως βοσκότοπος για τα κοπάδια των Τουρκομάνων, οι οποίοι είχαν κατασκηνώσει κοντά στο κέντρο της και οι οποίοι, όπως οι Κούρδοι, κατοικούσαν στις πεδιάδες κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού, αλλά τον χειμώνα αποσύρονταν στα χωριά τους, τα οποία γενικά, όπως και σε αυτό το τμήμα τής χώρας, βρίσκονταν κοντά στα θερινά τους καταλύματα. Οι σκηνές τους έμοιαζαν επίσης με εκείνες των Κούρδων, όντας κατασκευασμένες από χοντρό μαύρο ύφασμα από τρίχες αιγών τεντωμένο πάνω σε κοντάρια. Πολλά κοπάδια αιγοπροβάτων βοσκούσαν κοντά τους, ενώ στους λόφους, σε κάποια απόσταση, οι καμήλες τής φυλής έβοσκαν τα ακανθώδη φυτά. Δεν είχαν γελάδια ούτε άλογα. Οι κατσίκες ήσαν πολύ όμορφες, με μακριά κέρατα που έπεφταν πάνω στις πλάτες τους, όπως εκείνα τού αγριοκάτσικου.

Αφού διέσχισαν την πεδιάδα σε νοτιοδυτική κατεύθυνση, έφτασαν στην είσοδο στενής κοιλάδας ανάμεσα σε σχιστώδεις βράχους, καλυμμένης εν μέρει από καχεκτικές βελανιδιές, την οποία ανέβηκαν μέχρι το χωριό Τεκιγιέ Χατάπ [σήμερα Μπαμπάογλου]. Από εκεί το Καρά Χισάρ απείχε τρεις σχεδόν ώρες στα νοτιοδυτικά και ο Χαφίζ αγάς προσπάθησε να αποτρέψει τον Χάμιλτον να πάει εκεί, λέγοντας ότι δεν υπήρχε τίποτε να δει και ότι ο δρόμος ήταν αδιάβατος για τα άλογα αποσκευών. Όταν όμως ανακάλυψε ότι εκείνος ήταν αποφασισμένος να πάει χωρίς αποσκευές και ότι δεν θα τού επέτρεπε να σταματήσει πίσω, πήδηξε πάνω στο άλογό του και με τον σουρτζή ξεκίνησε πλήρη καλπασμό, τον οποίο κράτησαν για οκτώ σχεδόν μίλια, πάνω από λόφους και λαγκάδια, βράχους και πετρώδη μονοπάτια, μέχρι που έφτασαν στο πάνω μέρος τής κοιλάδας, όπου ο σκούρος λόφος τού Καρά Χισάρ, με την αξιοσημείωτη μυτερή του κορυφή, εμφανίστηκε μπροστά τους να υψώνεται πάνω από τούς λόφους. Η θέση αυτής τής απομονωμένης μάζας τραχειτικού βράχου, που υψωνόταν αρκετές εκατοντάδες πόδια πάνω από το κέντρο μικρής πεδιάδας που περιβαλλόταν από χαμηλούς λόφους, μέσω των οποίων πολλές κοιλάδες άνοιγαν προς τα έξω σε διαφορετικές κατευθύνσεις, ήταν πολύ εντυπωσιακή. Προφανώς είχε υπάρξει τόπος μεγάλης δύναμης και σημασίας. Η κορυφή ήταν διπλή και τα δύο τμήματα απείχαν μεταξύ τους 50 ή 100 πόδια. Το ένα ήταν απρόσιτο, ενώ στο άλλο, που είχε μήκος 100 περίπου πόδια και πλάτος 20, τα λείψανα τειχών και αψίδων αποτελούσαν αποδείξεις ότι ήταν κάποτε οχυρωμένο. Παρόμοια οχύρωση εκτεινόταν επίσης γύρω από εκείνο το μέρος τής βάσης που ήταν πιο προσιτό.

Στους πρόποδες αυτού τού λόφου υπήρχαν τα απομεινάρια σημαντικής πόλης, τα οποία αποτελούνταν από τα ογκώδη ερείπια τεσσάρων ή πέντε μεγάλων κτιρίων από ακατέργαστες πέτρες, όπου το εξωτερικό περίβλημα σχεδόν όλων είχε αφαιρεθεί ή καταστραφεί και τα οποία ήσαν πιθανώς τουρκικά. Ένα έμοιαζε με λουτρά, ένα άλλο με χάνι, το τρίτο, σημαντικής έκτασης, ονομαζόταν τζαμί, ενώ τούβλα, προφανώς ρωμαϊκά ή βυζαντινά, είχαν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή τους. Σίγουρα δεν ήταν το Τάβιον και ο Χάμιλτον ένιωσε απογοητευμένος μη βρίσκοντας κανένα ίχνος ελληνικών ερειπίων. Στους χαμηλούς λόφους στα ανατολικά υπήρχε ψηλός τύμβος, τον οποίο οι Τούρκοι ονόμαζαν Σανγκιάτς Τεπέ (Λόφο τού Φλάμπουρου), λέγοντας ότι όταν ο σουλτάνος Μουράτ ή Αμουράτ βάδισε εναντίον τής Βαγδάτης, διέταξε καθέναν από τούς στρατιώτες του να ρίξει μια χούφτα χώμα σε έναν σωρό, πάνω στον οποίο κάρφωσε το φλάμπουρό του, ενώ ο στρατός είχε στρατοπεδεύσει γύρω.

Ενώ ο Χάμιλτον αναλογιζόταν την απογοήτευσή του και σκεφτόταν την πιθανή προέλευση των τριγύρω του ερειπίων, ο Χαφίζ αγάς τού είπε ότι είχε μάθει από ορισμένους αγρότες ότι στο γειτονικό χωριό Εουγιούκ [Χουγιούκ, σήμερα Αλατζαχογιούκ], δύο περίπου μίλια στα νότιο-νοτιοδυτικά, υπήρχαν κάποιες περίεργες παλαιές πέτρες, σε αναζήτηση των οποίων ξεκίνησε αμέσως. Φτάνοντας εκεί βρήκε ένα τουρκομανικό χωριό, στα νότια όρια τού οποίου υπήρχε πολύ περίεργο μνημείο παλαιότατης εποχής. Όταν είδε για πρώτη φορά τις πολυάριθμες αδρές και προφανώς άμορφες πέτρες που σχημάτιζαν είδος λεωφόρου, τού θύμισαν δρυϊδικά ερείπια.

Image

Στο χωριό Εουγιούκ (Χάμιλτον 1842)

Σκέφτηκε ότι θα μπορούσαν να ανήκουν στους εξελληνισμένους Γαλάτες (Gallo-Graeci), αλλά περαιτέρω εξέταση απέδειξε ότι ήσαν διαφορετικού χαρακτήρα. Τα ερείπια αποτελούνταν από μεγάλη πύλη ή είσοδο, με όψη προς νότο και τμήμα τεράστιου τείχους σε κάθε πλευρά.

Οι δύο κύριες πέτρες που αποτελούσαν τούς στύλους ήσαν γιγαντιαίου μεγέθους, έχοντας ύψος δέκα ή δώδεκα πόδια. Στο εξωτερικό καθεμιάς ήταν σμιλεμένη τερατώδης μορφή με ανθρώπινο κεφάλι, σε πολύ αιγυπτιακό στυλ, ενώ το σώμα αποτελούσε αλλόκοτη απομίμηση πουλιού, τα πόδια τού οποίου κατέληγαν σε νύχια λιονταριού.

Το τείχος, το οποίο προχωρούσε δεκατέσσερα περίπου πόδια σε κάθε πλευρά τής πύλης και στη συνέχεια διακοπτόταν προς τα δεξιά και τα αριστερά, αφήνοντας πλακόστρωτο κλειστό χώρο μπροστά από την είσοδο, αποτελούνταν από τεράστια κομμάτια κυκλώπειου χαρακτήρα, αλλά τώρα ήταν πολύ ερειπωμένο. Όμως στην κατώτερη στρώση από πέτρες, που είχαν ύψος μεγαλύτερο από τρία πόδια, διάφορες μορφές, σχεδόν ίδιου ύψους, ήσαν αδρά σμιλεμένες σε πολύ επίπεδο ανάγλυφο. Η πρώτη πέτρα προς τα δυτικά αναπαριστούσε παιδιά που έπαιζαν με όργανα, αλλά είχε ατονήσει πολύ και ήταν δυσδιάκριτη. Η δεύτερη αναπαριστούσε τρεις ιερείς ντυμένους με μακριές ρόμπες. Η τρίτη κριάρια που οδηγούνταν σε θυσία. Και η τελευταία έναν ταύρο, πολύ αδρά σκαλισμένο. Μέσα από την πύλη μια λεωφόρος από μεγάλες πέτρες οδηγούσε για κάποια απόσταση στο χωριό. Ένα περίεργο χαρακτηριστικό σε αυτό το μνημείο ήταν ότι στο εσωτερικό ενός από τα ψηλά πλαίσια θύρας είχε φιλοτεχνηθεί δικέφαλος αετός, ο οποίος όμως θα μπορούσε να αποτελεί πιο σύγχρονη προσθήκη.

Μπροστά από ένα από τα σπίτια τού χωριού υπήρχε μεγάλη τετράγωνη πέτρα με την ακόλουθη επιγραφή σε πολύ περίεργους χαρακτήρες. Ήταν άραγε φοινικικοί, φρυγικοί, ελληνικοί ή κελτικοί; Τα απομεινάρια αυτά αποκτούσαν πρόσθετο ενδιαφέρον από κάποια περίεργα γλυπτά, τα οποία ανακάλυψε ο Τεξιέ στα βράχια κοντά στο Μπογάζ Κιόι, πέντε μόλις ώρες από το χωριό.

Image

Επιγραφή στο χωριό Εουγιούκ

Καθώς το βράδυ πλησίαζε, ο Χάμιλτον υποχρεώθηκε, αφού έφτιαξε βιαστικό σκίτσο, να επιστρέψει στο Χατάπ πριν νυχτώσει, μετανιώνοντας που δεν είχε έρθει εδώ κατευθείαν, αφού οι δρόμοι και τα καταλύματα ήσαν πολύ καλύτερα απ’ όσο είχε οδηγηθεί να περιμένει. Στο Τεκιγιέ Χατάπ αντέγραψε την παρακάτω επιγραφή από μικρή επιτύμβια πέτρα μπροστά στο κονάκι του [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 89, σελ. 415]:

Image

Στο Τεκιγιέ Χατάπ

Πέμπτη 18 Αυγούστου. Από το Τεκιγιέ Χατάπ μέχρι τον Αλατζά ήταν τέσσερις ώρες. Η διαδρομή τους μέχρι τώρα ήταν σχεδόν νότια, ανεβαίνοντας την κοιλάδα, στην οποία υπήρχαν μερικές σκηνές που ανήκαν στους Τουρκομάνους τού Τσόρουμ. Ξεκίνησαν στις επτά και για τέσσερα ή πέντε μίλια περνούσαν από διαδοχή ελικοειδών κοιλάδων, ανάμεσα σε σχιστολιθικούς βράχους, διαφορετικούς τόσο στο χρώμα όσο και στη σύσταση, από αργιλλώδεις και συμπαγείς μέχρι ταλκοειδείς, σε λεπτά φύλλα και μαλακούς, ενώ οι λόφοι καλύπτονταν ελαφρώς με βελανιδιές και κέδρους. Αφού σταμάτησε για κάποιο διάστημα για γεωλογική έρευνα, έφτασε στον τάταρ και τούς υπηρέτες του που απολάμβαναν το θέαμα ενός τσιγγάνου αγοριού-χορευτή. Στην εμφάνιση δεν ήταν πάνω από εννέα ετών, αλλά στα βήματα και τον τρόπο του υπήρχε αυτοπεποίθηση, σταθερότητα και αποφασιστικότητα πολύ πιο προχωρημένης ηλικίας. Στα άλλα επιτεύγματά του πρόσθετε τούμπες και πόζες, στρέφοντας το σώμα του πίσω, ώστε να κάνει το κεφάλι του να αγγίζει τα τακούνια του με πολύ ασυνήθιστο τρόπο. Συνοδευόταν από δύο άνδρες, οι οποίοι τραγουδούσαν μονότονο τραγουδάκι, ενώ ένας από αυτούς έπαιζε μικρό έγχορδο όργανο, όχι πολύ διαφορετικό από κιθάρα, τις χορδές τού οποίου άγγιζε με πένα.

Στις εννέα έφτασαν στο πάνω μέρος τής κοιλάδας και βρέθηκαν σε υπερυψωμένη πεδιάδα, η οποία παρήγαγε καλαμπόκι σε αφθονία, καθώς και λίγο λινάρι. Μικρό ρέμα κυλούσε βόρεια και νότια από αυτήν, ενώ χαμηλοί λόφοι, εν μέρει καλλιεργούμενοι, υψώνονταν στα ανατολικά και τα δυτικά. Σε είκοσι λεπτά άρχιζαν σταδιακή κάθοδο στην πεδιάδα τού Αλατζά, ακολουθώντας την πορεία ρέματος που χυνόταν στον Αλατζά Ιρμάκ. Σιτάρι φύτρωνε εκεί όπου το έδαφος ήταν αρκετά επίπεδο, αλλά ούτε δένδρο ή λεπίδα γρασιδιού δεν φαινόταν για να μειώσει την καθολική κιτρινάδα και ξεραμένη εμφάνιση τής γύρω περιοχής. Στις δέκα ο Χάμιλτον πέρασε από άλλον μικρό τουρκομανικό καταυλισμό, με πολλά κοπάδια αιγοπροβάτων. Οι στέγες των σκηνών τους ήσαν φτιαγμένες από καμβά από τρίχες κατσικιών που τεντωνόταν σε κοντάρια. Τις πλευρές αποτελούσαν λεπτά καλάμια ή ραβδιά στερεωμένα μεταξύ τους και μερικές φορές κλαδιά, τα οποία, παρότι στενά συνδεδεμένα, επέτρεπαν τη διέλευση τού αέρα. Δεν είδε σε αυτό το τμήμα τής χώρας καμία χαμηλή, στρογγυλή, θολωτή καλύβα σαν εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι Γιουρούκοι κοντά στη Σμύρνη, καθώς και ορισμένες φυλές Τουρκομάνων στο εσωτερικό, αλλά μερικές φορές φανταζόταν τον εαυτό του σε πιο πολιτισμένη χώρα, όταν έβλεπε τις γυναίκες τους να τον αφήνουν να περνά αδιάφορες, αντί να τρέχουν μακριά και να κρύβουν τα πρόσωπά τους.

Καθώς κατέβαιναν, έβγαλε τρομάζοντας αρκετούς ποταμοσφυριχτές από το ελώδες έδαφος κοντά στο ρέμα. Ήσαν πολύ ήμεροι και δεν σηκώνονταν, παρά μόνο όταν έφτανε είκοσι ή τριάντα μέτρα κοντά τους. Σταδιακά η κοιλάδα διευρυνόταν και μπήκαν στην πεδιάδα τού Αλατζά [Αλατζά και σήμερα, κωμόπολη στην οποία αναφέρεται πιο κάτω και ο Τόζερ (1881): Από την Αμάσεια στον Αλατζά], όπου το ομώνυμο χωριό που βρισκόταν λίγα μίλια μπροστά, αποτελούσε με τις φτιαγμένες από λάσπη καλύβες του και δύο ή τρία δένδρα τη μόνη εξαίρεση στη θλιβερή εικόνα τής πεδιάδας. Έφτασαν σε αυτό λίγο μετά τις έντεκα και υποχρεώθηκαν να παραμείνουν εκεί όλη τη μέρα, εν μέρει λόγω έλλειψης αλόγων και εν μέρει λόγω ασθένειας τού υπηρέτη του.

Παρασκευή 19 Αυγούστου. Τα νερά αυτής τής πεδιάδας έρρεαν προς τα ανατολικά και χύνονταν στον Τσότερλεκ Ιρμάκ. Στις επτά ξεκίνησαν για τη Γιοζγκάτ, σε απόσταση οκτώ ωρών, προχωρώντας για δύο μίλια κατά μήκος τής κορυφής χαμηλής λοφοσειράς. Στις οκτώ κατέβηκαν σε στενή κοιλάδα, κοντά σε χωριό που ονομαζόταν Σεΐντ Ουσέι, διασχίζοντας και ξαναδιασχίζοντας το ρέμα και περνώντας από στενό φαράγγι ανάμεσα στους ασβεστολιθικούς βράχους, οι οποίοι δεν είχαν υποκύψει στις επιπτώσεις τής διάβρωσης με τον τρόπο των αντίστοιχων σχιστολιθικών. Λίγο μετά τις εννέα η κοιλάδα διευρύνθηκε και ανέβηκαν στους λόφους προς τα αριστερά διασχίζοντας ήπια κυματιστή χώρα, ντυμένη με λίγες καχεκτικές βελανιδιές, η οποία εκτεινόταν σε μεγάλη απόσταση.

Αφού διέσχισαν αυτή την υπερυψωμένη περιοχή, έφτασαν στην άκρη γκρεμού πάνω από βαθιά χαράδρα προς τα νοτιοδυτικά. Κατέβηκαν σε αυτήν από ελισσόμενο μονοπάτι, πάνω από σπασμένα βράχια, μέσα στα οποία προεξείχαν μάζες πυριγενών πετρωμάτων και άλλων τέτοιων σχηματισμών, παρέχοντας στοιχεία για τις συσπάσεις που είχαν κάποτε διαταράξει την περιοχή. Οι σχιστόλιθοι ήσαν πολύ παραμορφωμένοι στο σημείο επαφής τους με πράσινο βράχο σερπεντίνη. Φτάνοντας στον πυθμένα ένιωσε έκπληξη βρίσκοντας το ρέμα να εξακολουθεί να ρέει προς τα βόρειο-βορειοανατολικά και να χύνεται κατά συνέπεια στον Τσότερλεκ Ιρμάκ. Ανέβηκαν την κοιλάδα τρία σχεδόν μίλια πιο πέρα προς νότο. Σε ορισμένες περιοχές είχε σημαντικό πλάτος, παράγοντας σιτάρι και κεχρί. Στις δωδεκάμιση πλησίασαν την είσοδό της, όπου χωριζόταν σε πολλούς κλάδους, και άρχισαν να ανεβαίνουν δύσκολο δρόμο πάνω από σπασμένα βράχια. Εδώ η μετατόπιση των αποσκευών τους προκάλεσε ιδιαίτερο πρόβλημα, γιατί τα μόνα ζώα που είχαν μπορέσει να προμηθευτούν στον Αλατζά ήσαν φοράδες, ασυνήθιστες σε τέτοια δουλειά. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν υπήρχε εκεί τακτικός σταθμός αλλαγής αλόγων (μενζίλ) κι έτσι κάθε κάτοικος ήταν υποχρεωμένος να διαθέτει ένα άλογο για χρήση από τον σταθμό και προτιμούσαν να διαθέτουν φοράδες, ως πιο κερδοφόρες. Δύο από αυτές συνοδεύονταν από τα πουλάρια τους σε ολόκληρη τη διαδρομή μέχρι τη Γιοζγκάτ.

Αφού διέσχισαν κορυφογραμμή σχιστολιθικών λόφων, χωρίς ούτε χορταράκι, έφτασαν στις δύο το μεσημέρι σε χωριό που βρισκόταν σε βαθιά κοιλάδα και ποτιζόταν από μικρό ρέμα, τού οποίου οι όχθες ήσαν φυτεμένες με λεύκες και ιτιές. Από εκεί διέσχισαν άλλη κορυφογραμμή, αποτελούμενη από χοντρό ψαμμίτη, περνώντας σε χαλαρό συσσωμάτωμα που περιείχε βότσαλα μπλε κρυσταλλικού ασβεστόλιθου, δευτερογενή ασβεστόλιθο, ίασπη, ψαμμίτη και σχιστολιθικούς βράχους. Στα δεξιά τους είχαν ψηλό λόφο που ονομαζόταν Χαμπάκ Τεπέ, το κεντρικό ψηλότερο σημείο τής περιοχής, απ’ όπου αρκετές κορυφογραμμές εκτείνονταν προς όλες τις κατευθύνσεις.

Από εκεί κατέβηκαν γρήγορα πάνω από λευκούς σχιστολιθικούς βράχους στην κοιλάδα τής Γιοζγκάτ, όπου ξαναβγήκαν στον δρόμο από Αμάσεια κοντά στις πύλες τής πόλης. Εξαιρετικός πηλός παραγόταν σε αυτήν την κοιλάδα, που προερχόταν πιθανότατα από την αποσύνθεση των πυριγενών πετρωμάτων, ενώ πολυάριθμοι κατασκευαστές πλακιδίων κατοικούσαν έξω από την πύλη, σε σημείο που θα μπορούσε εύστοχα να αποκληθεί Πεδίο των Κεραμοποιών. Η Γιοζγκάτ περιβαλλόταν από χαμηλό τείχος από λάσπη, παραμελημένο σε πολλά μέρη. Καθώς ίππευαν μέσα από τα στενά δρομάκια, δεν είδε ούτε ένα απομεινάρι αρχαιότητας. Τα σπίτια και τα τείχη της είχαν πολύ σύγχρονη εμφάνιση. Περιλάμβανε εξαιρετικά λουτρά, την πολυτέλεια των οποίων απόλαυσε πλήρως και η οποία απομάκρυνε γρήγορα όλες τις επιπτώσεις πολλών σκληρών ημερών ιππασίας με ήλιο και σκόνη.

Την επόμενη μέρα, το Σάββατο 20 τού μηνός, σταμάτησε στη Γιοζγκάτ [Γιοζγκάτ και σήμερα], επισκέφθηκε το όμορφο τζαμί που χτίστηκε από τον Σουλεϊμάν μπέη πριν από ογδόντα ή ενενήντα χρόνια και εξερεύνησε τα παζάρια. Η περιγραφή που τού έδωσαν οι κάτοικοι, Τούρκοι και Αρμένιοι, επιβεβαίωσε την άποψή του, ότι αυτός δεν θα μπορούσε να ήταν ο χώρος τού Ταβίου. Παρά τη θέση της σε βαθιά κοιλάδα, που την προστάτευαν από όλες τις πλευρές ψηλοί λόφοι, υπήρχε ατμόσφαιρα νεότητας στον τόπο, η οποία σπάνια συναντιόταν. Μάλιστα τού είπαν ότι την πόλη ίδρυσε πριν από ενενήντα περίπου χρόνια ο Αχμέτ πασάς, ο πατέρας τού διάσημου Σουλεϊμάν μπέη Τσαπάνογλου. Ο τόπος αποτελούσε απλώς τον ορεινό γιαγλά ή καλοκαιρινό χωριό, μέχρι τότε που ο Αχμέτ πασάς τον άρπαξε, εγκαταστάθηκε εκεί και συγκέντρωσε γύρω του ομάδα οπαδών. Η εξουσία του, αν και αυστηρή, ήταν δίκαιη. Τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν οι άνθρωποί του και η Γιοζγκάτ άκμασε υπό τη διοίκησή του. Ένα υπέροχο κονάκι ή παλάτι, το οποίο είχε χτίσει, καταστράφηκε από πυρκαγιά πριν από δεκατέσσερα περίπου χρόνια. [Για τη Γιοζγκάτ και τούς Τσαπάνογλου μάς έχουν ήδη μιλήσει πιο πάνω ο Κίνεϊρ (1818), Ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη στην Κασταμονή, ο Μπραντ (1836), Από τη Μαλάτεια προς Σεβάστεια, Καισάρεια και Τοκάτ, καθώς και ο Χάμιλτον (1842).]

Κυριακή 21 Αυγούστου. Αφήνοντας τον Τζουζέπε, ο οποίος εξακολουθούσε να υποφέρει από ρίγη και πυρετό, κάτω από τη φροντίδα Ιταλού γιατρού, ο Χάμιλτον ξεκίνησε με τον Χαφίζ αγά να επισκεφθεί τα ερείπια τού Νεφέζ Κιόι και τού Μπογάζ Κιόι, ελπίζοντας να συνεχίσει για λίγες ημέρες χωρίς διερμηνέα. Το Νεφέζ Κιόι βρισκόταν δεκαπέντε μίλια δυτικά τής Γιοζγκάτ [το Νεφέζ Κιόι ονομάζεται τώρα Μπουγιούκ Νεφές]. Η πορεία τους ξεκίνησε ανεβαίνοντας τούς λόφους προς τα βορειοδυτικά, όπου βρήκαν κάποιους Τούρκους να κατεδαφίζουν δραστήρια το τείχος τού Τσαπάνογλου και να απομακρύνουν ακόμη και τα θεμέλια. Τρία μίλια από τη Γιοζγκάτ εκτεταμένη θέα ήταν ανοικτή προς τα δυτικά, νοτιοδυτικά και νότια. Μια οροσειρά που ονομαζόταν Τσιτσέκ Νταγ και είχε κατεύθυνση από δυτικά προς νοτιοδυτικά σε μεγάλη απόσταση, ήταν πολύ εμφανής. Προς τα νοτιοδυτικά, είκοσι ή εικοσιπέντε περίπου μίλια μακριά, ένα παλιό κάστρο, που ονομαζόταν Κέτσι Καλέ, ήταν σκαρφαλωμένο πάνω σε μεγάλο και μυτερό βράχο. Μεταξύ τέταρτου και πέμπτου μιλίου έφτασε στο Καϊτζίτ Κιόι [Ταγίπ Κιόι], που βρισκόταν σε στενή κοιλάδα ποτιζόμενη από ρέμα από τα βορειοδυτικά, στις όχθες τού οποίου τρόμαξαν πολλά πουλιά που ονομάζονταν ποταμοσφυριχτές. Κάτω από αυτό το χωριό εμφανίζονταν διάφορα τραχειτικά πετρώματα, και διέσχισαν σημαντικό ανάχωμα από πυριγενή βράχο που εκτεινόταν από τα βορειοανατολικά προς τα νοτιοδυτικά ξεκινώντας, όπως συνέβαινε, από το Χαμπάκ Τεπέ, ενώ, αφού ακολούθησαν το ρέμα για δύο σχεδόν μίλια, το διέσχισαν και ανέβηκαν σε λόφους τραχειτικού συσσωματώματος, ανάμεσα στους οποίους εμφανιζόταν κατά καιρούς συμπαγής βασάλτης. Από αυτούς τούς λόφους έβλεπαν ευρεία έκταση με βραχώδεις κορυφογραμμές και κίτρινες πεδιάδες, που εκτείνονταν προς τα δυτικά σε αδιάσπαστη διαδοχή. Ένα μικρό ρέμα, το οποίο διέσχισαν στο ένατο μίλι, αρδεύοντας μερικά μικρά κομμάτια, επέτρεπε να υπάρχουν μερικές πράσινες κηλίδες πάνω στις οποίες ξεκουραζόταν το μάτι, ενώ το χωριό Μούσα Μπέη Κιόι [σήμερα Μουσαμπεϊλί] βρισκόταν ένα μίλι πιο πέρα, στα αριστερά.

Αφού διέσχισαν αρκετές διαδοχικές κορυφογραμμές από ψαμμίτη και συσσωμάτωμα, έφτασαν στο μεγάλο νεκροταφείο και χωριό τού Χασαντζή [Χασεντσί, σήμερα Σαγλίκ]. Εδώ η πείνα τού τάταρ δεν τού επέτρεψε να αντισταθεί στην πιεστική φιλοξενία των κατοίκων και ξέφυγαν από τις ακτίνες τού ήλιου για μισή ώρα κάτω από τη στοά τού τζαμιού, όπου προσπάθησε να συμφιλιώσει τον Χάμιλτον με τις πράξεις του, αποκτώντας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πανούκλα ή ψύλλους, άφθονη προσφορά χαλιών και μαξιλαριών. Δύο μίλια από το Χασαντζή έφτασαν στο σχεδόν υπόγειο χωριό Κενέκ Κιόι [σήμερα Γκιουνεσλί], από το οποίο τίποτε δεν ήταν ορατό, εκτός από πόρτες και καμινάδες. Στο νεκροταφείο υπήρχαν μερικά σπασμένα στελέχη κιόνων από μάρμαρο με κόκκινες φλέβες, που πιθανώς προέρχονταν από το Νεφέζ Κιόι. Μια τομή στους χαμηλούς λόφους έδειχνε σειρά από οριζόντια στρώματα άμμου και χαλικιού, τα απομεινάρια κάποιας τεράστιας λιμναίας ή πλημμυρογενούς απόθεσης. Καθώς κατέβαιναν στην κοιλάδα τού Νεφέζ Κιόι, τον εντυπωσίασε η ωραία εμφάνιση σεβάσμιου γέρου με γκρίζα γενειάδα, ο οποίος, με την πλάτη του διπλά λυγισμένη από τα χρόνια, βάδιζε με κόπο πίσω από τον γάιδαρό του. Το σκούρο του δέρμα, μαυρισμένο σχεδόν σε μαύρο νέγρου από περισσότερα από ογδόντα καλοκαίρια, βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με το χιονόλευκο λινό του, τη σταθερή ενδυμασία των Τούρκων χωρικών.

Στις δυόμισι έφτασαν στο Νεφέζ Κιόι, που κατοικούνταν από Τουρκομάνους, αλλά δυσκολεύτηκαν να βρουν κατάλυμα ή τρόφιμα, επειδή αυτοί βρίσκονταν στις σκηνές τους στους λόφους. Προχωρώντας προς τα ερείπια, που βρίσκονταν ένα μίλι δυτικά τού χωριού, βρήκε στο κοιμητήριο πολλά θραύσματα από κίονες και άλλα αρχιτεκτονικά λείψανα, αλλά μόνο την παρακάτω επιγραφή [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 90, σελ. 415]:

Image

Στο νεκροταφείο τού Νεφέζ Κιόι

Το πρώτο πράγμα που παρατήρησαν φτάνοντας στα ερείπια, τα οποία προφανώς σηματοδοτούσαν τη θέση αρχαίας πόλης, ήσαν τα θεμέλια κτιρίου, πρόσφατα ανασκαμμένου σε βάθος εικοσιπέντε περίπου ποδιών. Η τάφρος που είχε σκαφτεί στη μία πλευρά τού τείχους ήταν γεμάτη με μεγάλα κομμάτια τετράγωνα λαξευμένου ψαμμίτη, που φαινόταν ότι αποτελούσαν κάποτε το εξωτερικό περίβλημα τού τείχους και ότι ήσαν μεταξύ τους συνδεδεμένα με σιδερένιες περόνες, για χάρη των οποίων είχε ίσως καταστραφεί το κτίριο. Σε ένα κομμάτι ήσαν χαραγμένα τα γράμματα CP. Ψηλοί λόφοι υψώνονταν στα βόρεια, ενώ σε μικρή απόσταση προς τα νοτιοανατολικά και νοτιοδυτικά υπήρχαν δύο μικροί κωνικοί λόφοι, οριζόμενοι πομπωδώς με τα ονόματα Μεγάλο και Μικρό Κάστρο, αλλά χωρίς το παραμικρό ίχνος από τείχος ή κτίσμα σε κανέναν από αυτούς, αν και θραύσματα από αγγεία, προφανώς ρωμαϊκά, υπήρχαν σκορπισμένα σε όλες τις κατευθύνσεις. Σε μικρή απόσταση προς βορρά πολλά άλλα μεγάλα κομμάτια ασβεστόλιθου, μεμονωμένα ή σε σωρούς, σηματοδοτούσαν τη θέση ναού ή άλλου σημαντικού κτιρίου. Ανάμεσά τους υπήρχαν τμήματα επιστύλιων και πλούσιων γείσων. Από τον δυτικότερο λόφο το κάστρο Κέτσι Καλέ εκτεινόταν προς νότο.

Επιστρέφοντας στο χωριό, αναζήτησε επιγραφές στους τοίχους τού τζαμιού και ιδιωτικών κατοικιών και τελικά βρήκε την παρακάτω στο πεζοδρόμιο [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 91, σελ. 415]:

Image

Στο Νεφέζ Κιόι

Η παρακάτω ήταν με πολύ μεγάλους χαρακτήρες, ύψους επτά ή οκτώ ιντσών, σε μαρμάρινη πλάκα που σχημάτιζε έναν από τούς πλευρικούς παραστάτες τής πόρτας τού τζαμιού και φαίνεται ότι αποτελούσε κομμάτι τής αφιέρωσης ναού [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 92, σελ. 415]:

Image

Στο Νεφέζ Κιόι

Αλλά η πιο περίεργη ανακάλυψη ήταν η παρακάτω, η οποία λεγόταν ότι υπήρχε δίπλα στο τζάκι ακατοίκητης εξοχικής κατοικίας. Μάταια έψαχνε ο Χάμιλτον το πάτωμα και τούς τοίχους, μέχρι που τού την έδειξε ένας χωρικός μέσα ή πάνω από την καμινάδα. Ήταν καλυμμένη με σχεδόν μια ίντσα αιθάλης και ξεραμένου καπνού, πράγμα που χρειάστηκε ξύσιμο μισής ώρας με σμίλη προκειμένου να μπορέσει να την αποκρυπτογραφήσει, ενώ στεκόταν όλο αυτό το διάστημα στην καμινάδα με το κεφάλι του σχεδόν έξω στη στέγη [Χάμιλτον ΙΙ, παράρτημα 93, σελ. 415]:

Image

Στην καμινάδα αγροικίας στο Νεφέζ Κιόι

Σε γενικές γραμμές ήταν πολύ απογοητευμένος με αυτά τα ερείπια. Από τις περιγραφές προηγούμενων περιηγητών περίμενε κάτι πιο τέλειο, πιο επιβλητικό και καλύτερα διατηρημένο. Και δεν μπορούσε να απέχει από προβληματισμούς σχετικούς με τις πολλές απογοητεύσεις, στις οποίες ήταν καταδικασμένος να υποβληθεί ένας ταξιδιώτης στη Μικρά Ασία. Από τη μία πλευρά τού έλεγαν ότι δεν υπήρχε τίποτε να δει, σε μέρη ίσως όπου αντικείμενα τού μεγαλύτερου ενδιαφέροντος ήσαν ακόμη ανεξερεύνητα. Και από την άλλη, οδηγούνταν να περιμένει πολλά από οικοδομήματα, τα οποία εξεταζόμενα αποδεικνύονταν ότι ήσαν σύγχρονης χρονολογίας. Οι Τούρκοι τον έβλεπαν με καχυποψία και όντας πεπεισμένοι ότι η αναζήτησή του για αρχαιότητες συνδεόταν με τη γνώση κρυμμένου θησαυρού, ποτέ δεν τού έλεγαν εθελοντικά την αλήθεια, ενώ οι Φράγκοι γιατροί, διάσπαρτοι σε όλη τη χώρα, γνωρίζοντας την αδύνατη πλευρά του, τον εξαπατούσαν πάντοτε καμαρώνοντας για τις γνώσεις τους για ερείπια που δεν υπήρχαν και περιγράφοντας θραύσματα σύγχρονων τοίχων ή φυσικά σπήλαια ως υπέροχα κτίρια, θέατρα, ναούς, καλυμμένους με επιγραφές ή στηριζόμενους σε κίονες ακόμη όρθιους. Δεν υπήρχε καμία υπερβολή σε αυτή τη δήλωση, γιατί πολλές φορές είχε βιώσει την αλήθεια της. Αλλά όσον αφορά τον χώρο τού Νεφέζ, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι καταλαμβανόταν κάποτε από αρχαία πόλη, αν και πολλά από τα ερείπια τής αρχιτεκτονικής είχαν πολύ βυζαντινό χαρακτήρα. Οι κίονες στο νεκροταφείο δεν ήσαν ούτε ρωμαϊκοί ούτε ελληνικοί, ενώ μερικά από τα κιονόκρανα και τα άλλα θραύσματα ήσαν προφανώς βυζαντινά. Τα νομίσματα επίσης, που τού τα έφεραν ως παρμένα μέσα από τα ερείπια, με την εξαίρεση ενός τής Αγκύρας ήσαν τού ίδιου χαρακτήρα.

Δευτέρα 22 Αυγούστου. Αφήνοντας το Νεφέζ Κιόι στις εξήμιση, ανέβηκαν τα βουνά προς τα βόρεια και προχώρησαν τέσσερα μίλια βορειοανατολικά και στη συνέχεια οκτώ ακόμη βόρεια-βορειοανατολικά, μέχρι που έφτασαν στο Μπογάζ Κιόι [σήμερα Μπογάζκαλε] στις έντεκα και τέταρτο, έχοντας χάσει δύο φορές τον δρόμο τους πάνω στα βουνά. Σε μικρή απόσταση από το Νεφέζ Κιόι πέρασαν από τις μαύρες σκηνές τού γιαγλά, όπου οι γυναίκες έψηναν το ψωμί τους. [Ο Χάμιλτον σημειώνει: Ένας σβώλος άζυμο ζυμάρι, με βάρος μια-δυο ουγγιές, ανοίγεται μέχρι να γίνει πάνω από δύο πόδια σε διάμετρο και λεπτός σαν φύλλο. Τοποθετείται στον πυθμένα μεγάλου καζανιού, κάτω από το οποίο υπάρχει μικρή φωτιά. Αφήνεται για λίγα μόνο λεπτά και στην πραγματικότητα απλώς ξεραίνεται, γιατί παραμένει μαλακός και όταν σερβίρεται σε επισκέπτη, διπλώνεται σαν υγρή πετσέτα.] Στις οκτώμιση είχαν φτάσει στη γυμνή κορυφή τής οροσειράς, η οποία αποτελούνταν από τραχειτικούς και πορφυριτικούς βράχους και τραχειτικό συσσωμάτωμα. Κατεβαίνοντας από αυτή την υπερυψωμένη περιοχή μπήκαν σε βαθιά και εντυπωσιακή κοιλάδα, καλά δασωμένη κατά τόπους, την οποία ακολούθησαν σε βόρεια-βορειοανατολική κατεύθυνση, μέχρι που βγήκαν από την πεδιάδα τού Μπογάζ Κιόι. Τα δένδρα, που ήσαν κυρίως έλατα, δεν αναπτύσσονταν, καθώς οι αγρότες των γειτονικών χωριών τα έκοβαν συνεχώς για καυσόξυλα και για ξυλεία. Η ομορφιά τής κοιλάδας μεγάλωνε καθώς κατέβαιναν. Ο δρόμος προχωρούσε τη μια στιγμή κατά μήκος τής κοίτης τού ρέματος και την άλλη ψηλά, δίπλα στα σπασμένα βράχια, ενώ γυμνά και μυτερά βράχια υψώνονταν και στις δύο πλευρές, από την αποσύνθεση μάζας πυριγενών πετρωμάτων. Καθώς πλησίαζαν το στόμιο τού φαραγγιού, εμφανίστηκε ο λευκός ασβεστόλιθος και στο Μπογάζ Κιόι οι λόφοι αποτελούνταν αποκλειστικά από αυτόν.

Εδώ οδηγήθηκε στο κονάκι τού αγά, ο οποίος απουσίαζε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά τον υποδέχτηκε φιλόξενα ο κεχαγιάς του. Έχοντας κατορθώσει να πάρει μεσημβρινό υψόμετρο τού ήλιου, επισκέφθηκε τις ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις τού κ. Τεξιέ, ο οποίος παρέμεινε εδώ οκτώ μέρες, κάνοντας ακριβή σχέδια, μελέτες και ζωγραφιές των γειτονικών ερειπίων. Μερικές εκατοντάδες μέτρα ανατολικά τού χωριού, μεγάλος σε έκταση χώρος περικλειόταν από ψηλό και προφανώς τεχνητό ανάχωμα, τη βορειοανατολική πλευρά τού οποίου αποτελούσαν τεράστια κυκλώπεια τείχη από ογκόλιθους. Μισό μίλι στα νοτιοανατολικά υπήρχε ο χώρος άλλου φρουρίου πάνω σε ψηλό βράχο, που προστατευόταν από βαθείς γκρεμούς στα ανατολικά και στις άλλες πλευρές από πλαγιές με κλίση 40°, στο πάνω μέρος των οποίων υπήρχε τείχος από ξερολιθιά. Πολλές δεξαμενές νερού είχαν σκαφτεί στον συμπαγή βράχο πάνω στην κορυφή, ενώ το έδαφος ήταν στρωμένο με θραύσματα αγγείων και κεραμεικής. Αργότερα έμαθε ότι ο κ. Τεξιέ, κατά τη διάρκεια των εκδρομών του, είχε ανακαλύψει δύο ακόμη κυκλώπεια φρούρια στον λόφο στα νότια, πέρα από τα τείχη εκτεταμένης πόλης με το ίδιο γιγαντιαίο στυλ.

Ανάμεσα στα δύο φρούρια που περιγράφηκαν, υπήρχαν τα ερείπια μεγάλου ναού με μεγαλειώδεις και υπέροχες αναλογίες και χτισμένου με τεράστιους καλολαξευμένους και καλά αρμολογημένους ογκόλιθους. Το σχέδιο τής θεμελίωσης ήταν τέλειο, όπως φαίνεται στο παραπάνω χαρακτικό, ενώ σε πολλές από τις πέτρες υπήρχαν οι υποδοχές, στις οποίες φαινόταν ότι προσαρμόζονταν μεταλλικές καρφίτσες. Η καταστροφή τού κτιρίου μπορεί σε μεγάλο μέρος να αποδοθεί σε επιθυμία απόσπασης υλικών τέτοιας αξίας. Το μόνο τμήμα που δεν είχε αντισταθεί στη φθορά τού χρόνου και άλλων λαφυραγωγών ήταν η βόρεια γωνία τού πρόναου, όπου το έδαφος, έχοντας μεγαλύτερη κλίση, είχε θρυμματιστεί. Ο ναός έβλεπε σχεδόν προς τα βορειοανατολικά. Οι εξωτερικές του διαστάσεις ήσαν μήκος 219 πόδια [66 μέτρα] και πλάτος 140 [42 μέτρα], ενώ το εσωτερικό τού σηκού είχε μήκος 87 πόδια [26 μέτρα] και πλάτος 65 [19,5 μέτρα].

Το σύνολο τής κάτοψης τής εσωτερικής δομής μπορούσε να εντοπιστεί σαφώς, δηλαδή ο σηκός, ο πρόναος και το άδυτο, πέρα από πολλά περάσματα και μικρά διαμερίσματα. Υπέροχη σκάλα οδηγούσε πάνω σε αυτό από τη βορειοδυτική πλευρά και ίσως επίσης και από τη βορειοανατολική. Υπήρχαν είσοδοι τόσο στη βορειοδυτική όσο και στη νοτιοδυτική πλευρά, ενώ ομάδα μικρών διαμερισμάτων ή κελιών εκτείνονταν σε όλο το μήκος τού ναού στη νοτιοανατολική πλευρά. Ήταν χτισμένος εξ ολοκλήρου από μάρμαρο, με εξαίρεση τμήμα τού πρόναου, το οποίο ήταν από μαύρο τραχείτη ή βασάλτη.

Image

Κάτοψη ναού (Χάμιλτον 1842)

Περιβαλλόταν από δύο ξεχωριστά τείχη, που μπορούσαν και τα δύο να εντοπιστούν εύκολα, το ένα σε απόσταση 30 ποδιών [9 μέτρων] και το επόμενο 65 ή 70 πόδια [20 ή 21 μέτρα] πιο πέρα, με τα λείψανα συμπαγούς πύργου στη νότια γωνία τού εξωτερικού τείχους. Μερικές από τις πέτρες τής θεμελίωσης είχαν μήκος 17 ή 18 πόδια [5 ή 5,5 μέτρα] και ύψος 6 [2 μέτρα], ενώ το πάχος τού τείχους, που ήταν 5 πόδια [1,5 μέτρο], αποτελούνταν επίσης από ένα κομμάτι.

Δύο μίλια προς τα βορειοανατολικά τού ναού, κοντά στη βάση τού γκρεμού ράχης ασβεστολιθικών πετρωμάτων, υπήρχαν τα αξιόλογα ανάγλυφα, τα οποία αποκαλύφθηκαν από τον κ. Τεξιέ. Βρίσκονταν μέσα σε μικρό κοίλο που έμοιαζε με λατομείο, αλλά πιθανώς σχηματίστηκε από την απόσπαση γιγαντιαίων μαζών από τα γειτονικά βράχια. Άνοιγε προς τα νοτιοδυτικά, ενώ τα βράχια είχαν ύψος 30-50 πόδια [9 έως 15 μέτρα] σε κάθε πλευρά. Το ίδιο το κύριο ανάγλυφο ήταν ένα από τα πιο περίεργα και αξιόλογα μνημεία που είχαν ανακαλυφθεί μέχρι τότε στη Μικρά Ασία και αποτελούνταν από αρκετές ομάδες μορφών, λαξευμένες στην επιφάνεια τού βράχου μερικά πόδια πάνω από το έδαφος. Πολλές όμως από τις μορφές ήσαν πολύ φθαρμένες και είχαν σχεδόν εξαλειφθεί, ιδιαίτερα οι περισσότερο απομακρυσμένες από το κέντρο. Ίσως, επειδή προορίζονταν για κατώτερα άτομα, είχαν αρχικά σκαφτεί λιγότερο βαθιά. Η σύνθεση φαινόταν να εκπροσωπεί τη συνάντηση δύο βασιλέων, καθένας από τούς οποίους κρατούσε βασιλικά εμβλήματα στο χέρι του και τον ακολουθούσε μακρά συνοδεία στρατιωτών ή συνοδών, ντυμένων με τη δική του ενδυμασία και εκτεινόμενη κατά μήκος των δύο πλευρών τού κοίλου χώρου. Οι δύο κύριες μορφές είχαν ύψος 5 πόδια [1,5 μέτρο], οι λίγες μορφές που συνδέονταν άμεσα με αυτές ήσαν 3 πόδια και 6 ίντσες [περίπου 1,1 μέτρο], ενώ οι υπόλοιπες 2 πόδια και 6 ίντσες [περίπου 76 εκατοστά].

Η κύρια μορφή στην αριστερή πλευρά, ερχόμενη όπως συνέβαινε από τη Δύση, στεκόταν πάνω σε ακαθόριστο ζώο και ήταν ντυμένη με στενό, εφαρμοστό φόρεμα, με ψηλό κωνικό καπέλο και γένια, ενώ η άλλη κύρια μορφή φορούσε φαρδιές, ρέουσες ρόμπες με τετράγωνο καπέλο με πυργίσκους και δεν είχε γενειάδα. Κάποιοι από τούς οπαδούς του στέκονται πάνω σε λιοντάρι ή τίγρη και άλλοι σε δικέφαλο αετό.

Ο κ. Τεξιέ θεωρούσε ότι θέμα τού γλυπτού ήταν η συνάντηση των Αμαζόνων και των Παφλαγόνων, αλλά ο Χάμιλτον έτεινε μάλλον να πιστεύει ότι αναπαριστούσε τη συνάντηση δύο γειτονικών βασιλέων και ότι είχε την πρόθεση να τιμήσει συνθήκη ειρήνης που συνήφθη μεταξύ τους. Ο Άλυς, ο οποίος δεν απείχε πολλά μίλια, ήταν για καιρό το όριο μεταξύ των βασιλείων τής Λυδίας και τής Περσίας και ήταν πιθανό ότι στη μορφή με τούς χιτώνες μπορούσε να αναγνωριστεί ο βασιλιάς τής Περσίας και στην άλλη ο βασιλιάς τής Λυδίας με τούς συνοδούς του, Λυδούς και Φρύγες, γιατί το ένδυμα τού κεφαλιού τους έμοιαζε με τον γνωστό φρυγικό σκούφο.

Image

Ανάγλυφο στο Μπογάζ Κιόι (Χάμιλτον 1842)

Αυτό το σημείο ίσως είχε επιλεγεί για να τιμά την ειρήνη, επειδή η γειτονική πόλη ήταν η κύρια παραμεθόρια πόλη. Η άποψη επιβεβαιωνόταν από το γεγονός ότι η κύρια μορφή στην ανατολική πλευρά παριστανόταν να στέκεται πάνω σε άγριο θηρίο, που προοριζόταν πιθανότατα για λιοντάρι και το οποίο μάλιστα έμοιαζε με τα ζώα που ήσαν σμιλεμένα στα μνημεία τής Περσέπολης, ενώ κάποιοι από τούς συνοδούς του στέκονταν πάνω στα φτερά δικέφαλου αετού, σύμβολου που συναντιόταν συχνά σε ερειπωμένα περσικά κτίρια, ακόμη και μεταγενέστερης περιόδου. Τι σχέση είχαν άραγε οι Αμαζόνες με λιοντάρι ή δικέφαλο αετό; Άλλωστε δεν ήταν αυτή η τοποθεσία που αποδόθηκε ποτέ από τούς αρχαίους στην κατοικία εκείνου τού μοναδικού λαού.

Στο ίδιο κοίλο υπάρχει κι άλλη μορφή με ύψος επτά πόδια [2,1 μέτρα], ανάγλυφη πάνω στον βράχο αλλά αποσπασμένη από την προαναφερθείσα πομπή. Περίεργα εμβλήματα υπήρχαν επίσης στο χέρι του, ενώ άλλες μορφές τού ίδιου χαρακτήρα φαίνονται σε γειτονική εσοχή στα βράχια, μερικές από τις οποίες ίσως προορίζονταν για επιτύμβια μνημεία.

Ο κ. Τεξιέ έδωσε στην πόλη, που προφανώς ήταν σημαντική και τής οποίας τον χώρο σηματοδοτούν αυτά τα ερείπια, το όνομα Πτέριον, μέρος χωρίς μεγάλη σημασία, που δεν αναφέρεται από τον Στράβωνα ή άλλους μεταγενέστερους γεωγράφους, αλλά αναφέρθηκε από τον Ηρόδοτο με το όνομα Πτερία, ότι είχε καταληφθεί από τον Κροίσο, ο οποίος είχε διασχίσει τον Άλυ και βαδίσει στο τμήμα τής Καππαδοκίας που βρισκόταν απέναντι από τα εδάφη τής Σινώπης. Εδώ τον συνάντησε ο Κύρος και δόθηκε μεγάλη μάχη στην Πτερία χωρίς αποφασιστικό αποτέλεσμα [Ηρόδοτος 1.76, βλέπε πιο πάνω]. Τώρα ήταν πιθανό, επειδή αναφερόταν σε σχέση με τη Σινώπη, ότι η Πτερία βρισκόταν κοντά στις ακτές τής Μαύρης Θάλασσας και όχι τόσο μέσα στην ενδοχώρα όπως αυτός ο τόπος, αν και ο υπαινιγμός για την μάχη μεταξύ Κροίσου και Κύρου αποτελούσε αξιοσημείωτο γεγονός σε συνάρτηση με το ανάγλυφο που μόλις περιγράφηκε.

Σε σύντομο άρθρο που συνέταξε ο Χάμιλτον μετά την επιστροφή του στη Σμύρνη και το οποίο δημοσιεύθηκε με κάποιες αλλαγές στο Περιοδικό τής Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας τού Λονδίνου [τόμος vii, σελ. 74], είχε προσπαθήσει να δείξει ότι αυτά τα ερείπια δεν μπορούσαν να είναι άλλα από εκείνα τού από καιρό αναζητούμενου Ταβίου ή Ταβίας, πρωτεύουσας, σύμφωνα με ορισμένους γεωγράφους, των Τροκμών Γαλατών. Μαθαίνουμε από τον Στράβωνα ότι το Τάβιον ήταν μέρος μεγάλης εμπορικής δραστηριότητας και κατά συνέπεια πρέπει να είχε πολλές επικοινωνίες με τις γύρω πόλεις, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τούς πολλούς δρόμους που οδηγούσαν από αυτό σε διάφορες πόλεις και παρουσιάζονταν στον Πευτιγγεριανό Πίνακα (χάρτη τού Πόιτινγκερ) και στο Οδοιπορικό τού Αντωνίνου. Ήταν επίσης φημισμένο για κολοσσιαίο ορειχάλκινο άγαλμα τού Δία, ιερό άσυλο και ναό: «Αυτοί [οι Γαλάτες] έχουν τρία περιτειχισμένα φρούρια, το Τάβιον, το εμπορείο των λαών σε αυτή την περιοχή τής χώρας, όπου βρίσκεται το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα τού Δία και το ιερό τέμενός του, που αποτελεί άσυλο…».134

Εδώ θα αφήσουμε τον Χάμιλτον. Κάπου στις αρχές τού τελευταίου αυτού κεφαλαίου, φεύγοντας νοτιοδυτικά τής Αμάσειας και των Ζήλων, βγήκαμε από τον ιστορικό Πόντο και περάσαμε στη Γαλατία. Είχε όμως ενδιαφέρον. Το Τάβιον που αναζητούσε ο Χάμιλτον στο Μπογάζ Κιόι, δεν βρισκόταν εκεί. Βρισκόταν στο Νεφέζ Κιόι (σήμερα Μπουγιούκ Νεφέζ), από το οποίο πέρασε επίσης, όπως μάς διηγήθηκε πιο πάνω, αλλά απογοητεύθηκε από τα ερείπια που βρήκε. Αντίθετα, τα ερείπια που βρήκε στο Μπογάζ Κιόι, το σημερινό Μπογάζ-καλε, ήσαν τα ερείπια ενός πολιτισμού τον οποίο αγνοούσαν την εποχή τού Χάμιλτον. Το Μπογάζ Κιόι ήταν η θέση τής Χαττούσα, πρωτεύουσας των άγνωστων τότε Χετταίων.

Οι Χετταίοι ήσαν ινδοευρωπαϊκή φυλή, που εμφανίστηκε στη Μικρά Ασία περί το 2500 π. Χ. Η Χαττούσα έγινε πρωτεύουσα των Χετταίων από τον βασιλιά Χατουσίλις Α΄ (1586-1556 π. Χ.) και παρέμεινε πρωτεύουσα και το μεγαλύτερο πολιτικό και στρατιωτικό τους κέντρο μέχρι την πτώση τους (12ος αιώνας π. Χ.). Οι ανασκαφές στη Χαττούσα ξεκίνησαν το 1906 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα.

Ο Χάμιλτον δεν ήταν δυνατό να γνωρίζει για τούς Χετταίους, οι οποίοι ήσαν άγνωστοι την εποχή του. Προφανώς, τόσο αυτός όσο και οι σύγχρονοί του δεν ήταν δυνατό να γνωρίζουν ούτε τούς Ουραρτού πιο ανατολικά, τούς γιους τού θεού Χάλντι, τούς Χάλυβες όπως τούς ονομάζει ο Ξενοφών προσπαθώντας να αποκρύψει τη λάθος πορεία των Μυρίων από το Ερζερούμ προς τα ανατολικά, αλλά Χαλδίους (Χαλδαίους) όπως διορθώνει ο Διόδωρος Σικελιώτης.

Θα κλείσουμε αυτή την παρουσίαση των σχετικών με τον Πόντο κεφαλαίων τού δίτομου έργου τού Χάμιλτον, αναφέροντας επιγραμματικά τις περιηγήσεις του μετά το Μπογάζ Κιόι.

Από το Μπογάζ Κιόι (Μπογάζκαλε) ο Χάμιλτον επέστρεψε νοτιοανατολικά στη Γιοζγκάτ και από εκεί κατευθύνθηκε βόρεια στον Αλατζά και δυτικά στη Σουνγκουρλού, το Καλαϊτζίκ (σήμερα Καλετζίκ) και την Άγκυρα (κεφάλαια 23 και 24).

Από την Άγκυρα προχώρησε νοτιοδυτικά στο Μπαλούκ Κουγιουμτζού, διέσχισε τον Σαγγάριο και κατευθύνθηκε νοτιοδυτικά στο Σεβί Χισάρ (σήμερα Σιβρί Χισάρ) και την αρχαία Πεσσινούντα (13 χλμ. νότια τού Σιβρί Χισάρ), στο Αλεκιάμ (σήμερα Ορτακιόι), δηλαδή την αρχαία Ορκιστό και στο Χεργκάν Καλέ (κοντά στο σημερινό Εμιρντάγ), το Αμόριον τής ελληνιστικής και τής βυζαντινής περιόδου (κεφάλαιο 25). Από εκεί συνέχισε (νοτιοδυτικά πάντοτε) στο Εσκί Καράχισαρ και το Αφιόν Καράχισαρ, το Ακροϊνόν τής αρχαιότητας (κεφάλαιο 26).

Από το Αφιόν Καράχισαρ κατευθύνθηκε νοτιοανατολικά στο Γιαλομπάτς (σήμερα Γιαλβάτς), στα ερείπια τής Αντιόχειας τής Πισιδίας και στη συνέχεια νοτιοδυτικά στη λίμνη Εγερντίρ και την Ισπάρτα (αρχαία Βάρι, εἰς Βάριτα, Ισπάρτα) τής Καππαδοκίας (κεφάλαιο 27).

Από την Ισπάρτα κατευθύνθηκε νότια στα ερείπια τής αρχαίας Σαγαλασσού (σήμερα Αγλασούν), επέστρεψε στην Ισπάρτα και προχώρησε δυτικά στο Μπουρντούρ (το αρχαίο Πολυδώριον), την ομώνυμη λίμνη και βόρεια στο Ντινάρ, την αρχαία Απάμεια Κιβωτό, κοντά στις πηγές τού Μαίανδρου (κεφάλαιο 28).

Από το Ντινάρ προχώρησε νοτιοδυτικά στη λίμνη Τσαρντάκ (σήμερα Ατσιγκιόλ) και δυτικά στη Ντενιζλί (τη Λαοδίκεια προς τού Λύκου τής αρχαιότητας) και βόρεια στην Ιεράπολι, στο σημερινό Παμούκκαλε (κεφάλαιο 29).

Βορειοδυτικά τής Ιεράπολης έφτασε στο Κας Γενιτζή (σήμερα Γενιτζεκέντ), δηλαδή την αρχαία Τρίπολη τού Μαιάνδρου, ενώ από εκεί προχώρησε δυτικά στο Κουγιουτζά (σήμερα Κουγιουζάκ), δηλαδή στα ερείπια τής Αντιόχειας τού Μαιάνδρου, στο Αϊδίνι (Τράλλεις), στο Αγιασουλούκ, βόρεια στον ποταμό Κάυστρο (σήμερα Κιουτσούκ Μεντερές), στην πεδιάδα τής Μητρόπολης και στη Σμύρνη (κεφάλαιο 30).

<-4. Μπραντ: Ταξίδι μέσω μέρους τής Αρμενίας και τής Μικράς Ασίας 6. Σάουθγκεϊτ: Περιήγηση μέσω Αρμενίας, Κουρδιστάν, Περσίας, Μεσοποταμίας->
error: Content is protected !!
Scroll to Top