<-5. Χάμιλτον: Έρευνες στη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Αρμενία | 7. Κέρζον: Ένα έτος στο Ερζερούμ και στα σύνορα Ρωσίας, Τουρκίας και Περσίας-> |
6. Οράτιος Σάουθγκεϊτ: Περιήγηση μέσω Αρμενίας, Κουρδιστάν, Περσίας και Μεσοποταμίας
Το ενδιαφέρον εδώ για το βιβλίο τού Σάουθγκεϊτ ξεκινά στο έκτο κεφάλαιο. Ας πούμε λοιπόν δυο λόγια για εκείνα που προηγούνται. Ο Σάουθγκεϊτ, ως ιεραπόστολος, ξεκινά με εκτεταμένη εισαγωγή, στην οποία παρουσιάζει την εμφάνιση, τις αρχές, την ιστορική εξέλιξη και την τρέχουσα τότε κατάσταση τού μωαμεθανισμού.
Στο πρώτο κεφάλαιο περιγράφει το ταξίδι του από τη Νέα Υόρκη στην Κωνσταντινούπολη. Αναχώρησε από τη Νέα Υόρκη στις 24 Απριλίου, διέσχισε με πλοίο τον Ατλαντικό και έφτασε στις 31 Μαΐου στο λιμάνι τής Χάβρης στη βορειοδυτική Γαλλία, ύστερα από θαλάσσιο ταξίδι τριανταεπτά ημερών. Προχώρησε στο Παρίσι, απ’ όπου κατευθύνθηκε νοτιοανατολικά στο Σαλόν-συρ-Ναόν (νότια τής Ντιζόν), επιβιβάστηκε σε ατμόπλοιο και κατέπλευσε τον Ροδανό προς Λυών και Αβινιόν. Στην Αβινιόν επιβιβάστηκε σε άμαξα και έφτασε ύστερα από ολονύκτιο ταξίδι στη Μασσαλία. Επιβιβάστηκε σε γαλλικό μπρίκι, αναχώρησε από τη Μασσαλία στις 2 Ιουλίου και περνώντας νότια τής Σαρδηνίας και τής Σικελίας μπήκε στο Αιγαίο και έπιασε στο λιμάνι τής Σύρας. Έμεινε εκεί δύο μέρες λόγω κακοκαιρίας και περνώντας στη συνέχεια ανοιχτά τής Νάξου, τής Ικαρίας, τής Σάμου, τής Χίου, των Ψαρών, τής Λέσβου, τής Λήμνου και τής Τενέδου, μπήκε στα Δαρδανέλλια (Ελλήσποντο). Η κακοκαιρία τον κράτησε και πάλι εκεί για μερικές ημέρες. Έφτασε τελικά στη Κωνσταντινούπολη στις 31 Ιουλίου.
Ο Σάουθγκεϊτ αφιερώνει τα κεφάλαια 2 έως 5 στην Κωνσταντινούπολη με τα εξής περιεχόμενα:
Κεφάλαιο 2: Μελέτη τής τουρκικής γλώσσας. Η χρήση της. Σωστή κρίση τού ανατολίτικου χαρακτήρα. Καταλύματα. Δάσκαλοι τουρκικών. Τουρκική τιμιότητα. Προσκύνημα στη Μέκκα. Πορτρέτα τού σουλτάνου. Μωαμεθανική αποστροφή σε εικόνες. Τα βασιλικά σχολεία. Η άγνοια ξένων γλωσσών ανάμεσα στους Τούρκους. Σύγκριση των αγγλικών και γαλλικών προσπαθειών στην ανατολική λογοτεχνία. Η πανούκλα. Τα χαρακτηριστικά της. Θνησιμότητα. Προφυλάξεις εναντίον της. Αποτελέσματα τής εμφάνισής της σε οικογένεια. Αισθήματα των Τούρκων απέναντί της. Αμάθεια: η αιτία τής παραμέλησης προφυλάξεων. Η επίδρασή της στις ιεραποστολικές δραστηριότητες.
Κεφάλαιο 3: Ξηρασία. Δημόσια προσευχή για ανακούφιση. Δεισιδαιμονία: χαρακτηριστικό τού μωαμεθανισμού. Ραμαζάνι ή μήνας νηστείας. Η θέσπισή του. Η τήρησή του. Παράλληλο με τις χριστιανικές νηστείες. Έναρξη τής νηστείας: πώς προσδιορίζεται. Ποινή για την παραβίασή της. Έναρξη τής νηστείας το 1836. Πώς περνούν τη μέρα κατά τη διάρκεια τού ραμαζανιού. Σκηνές το δειλινό. Φωταγωγήσεις. Επέτειος τής γέννησης τού σουλτάνου. Νύχτα τής δύναμης. Κλείσιμο τής νηστείας. Μικρότερες νηστείες.
Κεφάλαιο 4: Μωαμεθανικές γιορτές. Τουρκικό Πάσχα. Η γιορτή τής θυσίας. Πομπή και δημόσιες λειτουργίες. Εορταστικές εκδηλώσεις. Επίδραση τής νηστείας και τής γιορτής στους Μωαμεθανούς. Ο Χριστιανισμός προσβεβλημένος. Τζαμιά. Περιγραφή και σύγκριση εκείνων στην Τουρκία και την Περσία. Διαφορετικές κατηγορίες τζαμιών. Πολλά από αυτά ήσαν αρχικά εκκλησίες. Η Αγία Σοφία: το μοντέλο. Οι μιναρέδες. Το εξωτερικό. Το εσωτερικό. Δομή των αρχαίων εκκλησιών. Κεριά. Στολίδια. Ο άμβωνας. Κήρυγμα. Εντυπωσιακό χαρακτηριστικό τού ισλαμισμού.
Κεφάλαιο 5: Ανασκόπηση. Απογοήτευση σε συναδέλφους. Απόφαση. Εκδρομή στη Μικρά Ασία. Ανακούφιση τής απογοήτευσης. Προετοιμασία για την περιοδεία. Ο συνοδός τού Σάουθγκεϊτ. Ο χαρακτήρας και τα ταξίδια του. Περιστατικό στα παζάρια. Τουρκικό δικαστήριο. Ο καδής. Όρκοι. Δεσμός. Ψευδομάρτυρες. Το ζήτημα. Απόψεις των Μωαμεθανών για τις Ιερές Γραφές. Το δόγμα τού Κορανίου. Ομοιότητες και αποκλίσεις μεταξύ Κορανίου και Αγίας Γραφής. Πώς θεωρούσαν οι Τούρκοι την Αγία Γραφή. Πόσο κυκλοφορούσε. Η Αγία Γραφή στην Περσία. Οι προσπάθειες τού ιεραπόστολου Μάρτιν.
Από την Κωνσταντινούπολη στην Τραπεζούντα (1836)
Η τελευταία πράξη τής προετοιμασίας τους στην Κωνσταντινούπολη ήταν να προμηθευτούν φιρμάνι τού σουλτάνου, γιατί ήξεραν ότι μόλις άφηναν αυτή την πόλη με ανατολική κατεύθυνση, θα βρίσκονταν πέρα από τα όρια εκείνων των πολιτισμένων εδαφών, όπου το διαβατήριο τού έθνους κάποιου, τού παρέχει επαρκή προστασία.1 Το αυτοκρατορικό έγγραφο που έλαβε ο Σάουθγκεϊτ μέσω τής παρέμβασης τού Αμερικανού επιτετραμμένου έδινε εντολή σε όλους τούς δικαστές και κυβερνήτες πόλεων, κωμοπόλεων και επαρχιών, επί τής διαδρομής στην οποία είχε την πρόθεση να ταξιδέψει για την Περσία, καθώς και επί εκείνης από την οποία θα επέστρεφε, να παρέχουν στον ίδιο, στον διερμηνέα του και σε δύο υπηρέτες (γιατί είχε φροντίσει, με συμβουλή τού Τζον, να επεκτείνεται η προστασία σε όλους όσους μπορούσε, ανά πάσα στιγμή, να είχε στην υπηρεσία του), κάθε απαραίτητη βοήθεια και προστασία, να τού επιδείκνυαν πνεύμα φιλοξενίας και να τού επιτρεπόταν να περνάει ελεύθερος κάθε επιβολής, φόρου και οποιουδήποτε εμπόδιου.
Ήταν γραμμένο, όπως ήταν το έθιμο, σε ανοιχτό φύλλο γυαλιστερού σκληρού χαρτιού, που χρησιμοποιούνταν για τα τουρκικά χειρόγραφα. Στο πάνω μέρος υπήρχε ο μικρός χαρακτήρας που χρησιμοποιούνταν ως συντομογραφία τού μπισμιλλάχ, «στο όνομα τού Θεού», ευσεβής φράση η οποία γενικά προηγείτο των γραπτών όλων των ειδών στην Ανατολή. Πιο κάτω υπήρχε το μεγάλο μονόγραμμα τού σουλτάνου. Ακολουθούσε το χειρόγραφο και ύστερα από όλα, οι υπογραφές τού Μεγάλου Βεζίρη, τού Ρέις Εφέντη ή Υπουργού Εξωτερικών, τού καταχωρητή, τού γραφέα και δύο ή τριών άλλων αξιωματούχων. Εκτός από αυτό, ο Σάουθγκεϊτ προμηθεύτηκε εντολή για άλογα αλλαγής, με την οποία θα εφοδιαζόταν με καθορισμένο αριθμό αλόγων σε οποιαδήποτε από τις διαδρομές αλλαγής στην καθιερωμένη τιμή ένα γρόσι την ώρα ή τρία περίπου φαρδίνια το μίλι. Αυτό το έγγραφο δεν έφερε υπογραφή χαμηλότερη από εκείνη τού Ρέις Εφέντη. Ένα ακόμη ήταν απαραίτητο, το οποίο ήταν άδεια διέλευσης από το Τελωνείο, που τού επέτρεπε να φύγει από την πόλη και να ξεκινήσει για την Τραπεζούντα. Αυτό είχε επίσης στο πάνω μέρος το σήμα τού γενικού μπισμιλλάχ.
Έτσι προετοιμασμένος, έφυγε από την Κωνσταντινούπολη στις δέκα το πρωί τής 1ης Ιουνίου 1840, με το ίδιο ατμόπλοιο που τον είχε φέρει στην πόλη πριν από δέκα περίπου μήνες. Το κατάστρωμα τού πλοίου ήταν γεμάτο επιβάτες διαφορετικών εθνών. Μπορούσε να δει κανείς ανθρώπους από τις ακτές τής Μαύρης Θάλασσας, από το εσωτερικό τής Μικράς Ασίας, από τον Καύκασο, τα σύνορα τού Κουρδιστάν και από την Περσία. Ανάμεσά τους ήταν ένας συνταγματάρχης τού τουρκικού στρατού και ένας απεσταλμένος τού σουλτάνου στην αυλή τού σάχη, για να μην πούμε τίποτε για λοχαγούς και κατώτερους αξιωματικούς. Ήσαν όλοι εφοδιασμένοι με άδεια καταστρώματος και ήταν περίεργο να παρατηρείς, σε αυτή την περίπτωση, τον σχεδόν παράδοξο συνδυασμό εξαιρετικής απλότητας και ακραίας λεπτολογίας στους τουρκικούς τρόπους. Τον απεσταλμένο συνόδευαν τρεις ή τέσσερις υπηρέτες, οι οποίοι τον πρόσεχαν συνεχώς με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια καθιερωμένης εθιμοτυπίας. Φαινόταν όμως εντελώς αδιάφορος για κάθε παρέκκλιση από τον βαθμό του, καταλαμβάνοντας θέση στο κατάστρωμα, αν και γνώριζε καλά τις διακρίσεις των Ευρωπαίων στο ζήτημα αυτό. Το φαγητό του για το ταξίδι έμπαινε μπροστά του σε δύο ή τρία κυλινδρικά δοχεία, αλλά ο τόπος όπου καθόταν, διακρινόταν από όλους τούς άλλους, όντας κοντά στην πρύμνη τού πλοίου και λίγο ψηλότερα από το κατάστρωμα. Ο Σάουθγκεϊτ έκανε κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού κάποια γνωριμία με αυτόν και με τον συνταγματάρχη, η οποία μεγάλωσε αργότερα στο Ερζερούμ. Κανένας από τούς δύο δεν χρησιμοποιούσε το τσιμπούκ, αλλά σνιφάριζαν και οι δύο μανιωδώς. Οι δύο συνήθειες συνδυάζονταν όχι σπάνια από έναν Τούρκο, αλλά πίστευε ότι κανένας από αυτούς δεν είχε ακόμη φτάσει στον πολιτισμό τού μασήματος καπνού. Ένα από τα πιο ξεχωριστά του παραμύθια για τα θαύματα τής Δύσης, ήταν κάποτε ότι υπήρχαν άνθρωποι εκεί που μασούσαν τον καπνό, αλλά η πληροφορία του ήταν γενικά τόσο εκπληκτική για τούς ακροατές του, όσο μια ιστορία σιδηροδρόμου.
Ο Σάουθγκεϊτ δεν έπρεπε να ξεχάσει έναν άλλο τύπο επί τού πλοίου, ο οποίος τον τίμησε με τη γνωριμία του. Ήταν τάταρ ή κυβερνητικός αγγελιοφόρος, επάγγελμα με το οποίο ο αναγνώστης θα έχει ήδη εξοικειωθεί. Το εν λόγω άτομο ανήκε σε εκείνη την κατηγορία μουσουλμάνων, για την οποία διακρινόταν το επάγγελμα αυτό: παραμελούσε τις προσευχές, έπινε ρακί, το ανατολικό υποκατάστατο για το ρούμι, και δεν ήταν υπερβολικά σχολαστικός λέγοντας την αλήθεια. Ήθελε να τον συνοδεύσει από την Τραπεζούντα στο Ερζερούμ. Μόλις επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη, όπου είχε πάει για να πάρει γυναίκα. Είχε κι άλλη μία, έλεγε, στην Τραπεζούντα κι έτσι, καθώς η δουλειά του τον έφερνε συχνότερα σε αυτά τα δύο μέρη, θα μπορούσε να βρισκόταν πάντοτε στο σπίτι του. Στη συνέχεια ο Σάουθγκεϊτ γνώρισε κι άλλον τάταρ, που είχε τον πλήρη αριθμό συζύγων που επιτρεπόταν από το Κοράνι και ήσαν διανεμημένες κατά μήκος τής διαδρομής στην οποία ταξίδευε γενικά: μια στην Κωνσταντινούπολη, άλλη στην Τοκάτ, μια τρίτη στο Ντιγιάρμπακιρ και μια τέταρτη στη Βαγδάτη.
Το πέρασμα από τη Μαύρη Θάλασσα ήταν εύκολο και ευχάριστο. Η ακτή αποτελούσε συνεχές φάσμα λόφων ριγμένων μαζί σε μοναδική σύγχυση, που υψώνονταν σε μεγαλύτερα ύψη πιο πίσω. Φαινόταν να μην ορίζεται πουθενά από βράχια, ούτε να έχει τις εσοχές λιμανιών, με εξαίρεση εκείνο τής αρχαίας Σινώπης. Αυτός ο πανέμορφος κόλπος άνοιγε προς τα ανατολικά και πρόσφερε το καλύτερο λιμάνι στη νότια ακτή τής Μαύρης Θάλασσας. Η πόλη εξακολουθούσε να φέρει ομοιότητα με το αρχαίο της όνομα, που στα τουρκικά ήταν Σινάμπ [τώρα πια είναι Σινόπ]. Η χρονολογία τής αρχικής της ίδρυσης χανόταν στα βάθη τής αρχαιότητας. Η πλεονεκτική της θέση για το εμπόριο αναμφίβολα την υπέδειξε στους Μιλήσιους αποικιστές, που πρώτοι εγκαταστάθηκαν εκεί. Κατά την εποχή τού Μιθριδάτη ήταν μια από τις πρωτεύουσες τού Πόντου. Ήταν επίσης ο τόπος γέννησης τού Διογένη, στη μνήμη τού οποίου οι κάτοικοι τής πόλης ανέγειραν αγάλματα. Το εμπορικό της μεγαλείο είχε αναχωρήσει πριν πέσει στα χέρια τού κατακτητή τής Κωνσταντινούπολης, και κατά πάσα πιθανότητα από εκείνη την περίοδο δεν είχε γνωρίσει καμία άνοδο. Όμως, από αυτήν και από κάθε άποψη, ήταν ακόμη ένας από τούς πιο σημαντικούς τόπους στην ακτή τής Μαύρης Θάλασσας. Έπιασαν εκεί την πρώτη νύχτα μετά την αναχώρηση από την Κωνσταντινούπολη. Το επόμενο πρωί έφτασαν στη Σαμσούν, όμορφη πόλη που βρισκόταν πάνω στην καμπύλη ανοικτού κόλπου και στις δωδεκάμιση τής τρίτης ημέρας έφτασαν στην Τράμπζον.
Αυτή η πόλη ήταν γνωστή σε κάθε αναγνώστη τής ιστορίας τής Ανατολής ως η αρχαία Τραπεζούς. Οι Τούρκοι εδώ, όπως και σε πλήθος περιπτώσεων, είχαν διατηρήσει κάποιο ενθύμιο τού ονόματος στη δική τους ονομασία Τράμπζον. Όπως οι περισσότερες πόλεις τής Ανατολής, είχε περάσει από κάθε μετάπτωση τής τύχης. Αρχικά ιδρύθηκε ως ελληνική αποικία τής Σινώπης, ανυψώθηκε σε μεγαλείο κατά τη διάρκεια τού δεύτερου αιώνα τής χριστιανικής εποχής, όταν ο αυτοκράτορας Αδριανός κατασκεύασε εκεί τεχνητό λιμάνι, τα ερείπια τού οποίου ήσαν ορατά μέχρι τώρα. Ήταν ήδη διάσημη για τον πλούτο και το μεγαλείο της, όταν καταλήφθηκε και ερημώθηκε από τούς Γότθους τον 3ο αιώνα. Στη συνέχεια επανήλθε στους Έλληνες και όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Λατίνων, ξανασηκώθηκε ως ανεξάρτητο δουκάτο, επί τού οποίου βασίλευε ένας κλάδος των εκθρονισμένων Κομνηνών με τον περήφανο τίτλο τού αυτοκράτορα. Από τούς τελευταίους αυτούς ηγεμόνες παραδόθηκε στον Μωάμεθ Β΄, το έτος που ακολούθησε την εκ μέρους του απόκτηση τής Σινώπης.
Βρισκόταν κοντά στο νοτιοανατολικό άκρο τού Ευξείνου και σε σημείο ευνοϊκό για το εμπόριο. Το λιμάνι της όμως δεν παρείχε ασφαλές αγκυροβόλιο για τη ναυτιλία, ενώ το αρχαίο της εμπόριο είχε προ πολλού εξαφανιστεί. Μόνο κατά τα τελευταία δέκα χρόνια εμφανίστηκαν κάποια σημάδια ανάκαμψης. Μέσα στα πέντε χρόνια που προηγήθηκαν τής επίσκεψης τού Σάουθγκεϊτ η εισαγωγή ευρωπαϊκών προϊόντων είχε τετραπλασιαστεί. Η καθιέρωση ατμοπλοϊκής επικοινωνίας με την Κωνσταντινούπολη το προηγούμενο έτος είχε δώσει στο εμπόριο νέα ώθηση. Αν μπορούσαν να αποκατασταθούν τα αρχαία πλεονεκτήματά της και οι πηγές τού εμπορίου να επιταχυνθούν στο εσωτερικό, θα μπορούσε να ανταγωνιστεί ακόμη και το προηγούμενο μεγαλείο της. Επί τού παρόντος λίγα είχε να καυχάται, εκτός από την ομορφιά τής θέσης της. Τα παζάρια της ήσαν κατώτερα, τα σπίτια της είχαν γενικά φτωχική εμφάνιση, ενώ μερικοί από τούς δρόμους της ήσαν τόσο στενοί, που ο περαστικός, περπατώντας στη μέση, μπορούσε σχεδόν να αγγίζει και τις δύο πλευρές με τα χέρια του. Είχε ακόμη τείχος, το οποίο πρέπει να στεκόταν εκεί για αιώνες. Ένας ευφυής φίλος, εδώ και αρκετά χρόνια κάτοικος τής πόλης, υπέθετε ότι είχε ανεγερθεί από τούς Γενουάτες, κατά τη διάρκεια τής περιόδου κατά την οποία είχαν το εμπόριο τής Ανατολής στα χέρια τους και ότι ήταν απλώς το πρώτο μιας σειράς παρόμοιων οχυρώσεων που υπήρχαν ακόμη σε διάφορα σημεία κατά μήκος τής διαδρομής από την Τραπεζούντα προς την Περσία. Τώρα περιέκλειε μέρος τής πόλης και φαινόταν να είναι αναντίστοιχο με τον υπερχειλίζοντα πληθυσμό, για τον οποίο η Τραπεζούς διακρινόταν στο παρελθόν.
Ένας προσεκτικός παρατηρητής πληροφόρησε τον Σάουθγκεϊτ ότι υπήρχαν περίπου 5.000 οικογένειες εντός των τειχών, που ήσαν Τούρκοι. Η εκτίμηση αυτή έδινε μουσουλμανικό πληθυσμό περίπου 25.000. Ο πληροφοριοδότης του πίστευε ότι ήσαν 24.000. Οι χριστιανοί, από τούς οποίους 2.500 ήσαν Έλληνες, 1.200 Αρμένιοι και 300 περίπου Καθολικοί Αρμένιοι και Φράγκοι, κατοικούσαν έξω από το τείχος, πέρα από το οποίο η πόλη εκτεινόταν προς τα ανατολικά. Το σύνολο τού πληθυσμού πρέπει λοιπόν να ήταν περίπου 27.000. Οι ταξιδιώτες και οι γεωγράφοι κατά τον τελευταίο αιώνα το είχαν ποικιλοτρόπως υπολογίσει από 100.000 έως 15.000, διαφορά που κατά τον Σάουθγκεϊτ μπορούσε να χρησιμεύσει τουλάχιστον για να διδάσκει πόσο λίγο έπρεπε να βασίζεται κανείς σε εκτιμήσεις τού πληθυσμού τής Ανατολής. Κατά τη δική του πεποίθηση ήταν γενικά υπερτιμημένος για επιμέρους τόπους, αλλά υποτιμημένος στις εκτιμήσεις μεγάλων περιοχών.
Η Τραπεζούς ήταν η κύρια πόλη τού πασαλικιού τής Τραπεζούντας, το οποίο είχε διευρυνθεί σταδιακά, μέχρι να φτάσει κατά μήκος τής Μαύρης Θάλασσας στον Κιζίλ Ιρμάκ αφενός και αφετέρου προς τα μέσα, ώστε να συμπεριλάβει τη Γκουμούσχανε.
Τραπεζούς (Χ. Χέπγουερθ, Ιππεύοντας στην Αρμενία, 1898)
Ο ηγεμόνας της, ο Οσμάν πασάς, ήταν δερβίσης και μουσουλμάνος τής παλαιάς σχολής. Διεκπεραίωνε, λεγόταν, τις αρχές τής θρησκείας του με την πιο άκαμπτη πρακτική. Απείχε ακόμη και από την απόλαυση τού ναργιλέ, ενώ ο πληροφοριοδότης τού Σάουθγκεϊτ, ένας ντόπιος, πρόσθετε ως ακόμη μεγαλύτερη απόδειξη τής μετριοπάθειάς του, ότι είχε μόνο τρεις συζύγους. Οι προκαταλήψεις του θεωρούνταν ότι βρίσκονταν σε αντίθεση με το νέο σύστημα τού σουλτάνου, αλλά, παρ’ όλη την προσκόλλησή του στις αρχαίες αρχές τής πίστης του, ήταν αρκετά πολιτικός ώστε να αποκρύπτει τη δυσαρέσκειά του. Μάλιστα είχε προσφέρει πολύ ουσιαστική υπηρεσία στον σουλτάνο, καθυποτάσσοντας τούς ανεξάρτητους αρχηγούς και τις άνομες φυλές, με τις οποίες ήταν μολυσμένο το πασαλίκι του. Τέτοιος άνθρωπος σπάνια συναντιόταν σήμερα στην Τουρκία μεταξύ εκείνων στα υψηλά αξιώματα. Αν και ήταν άχαρο να βρίσκεις κάποιον που εξακολουθούσε να τηρεί τα αυστηρά δόγματα και τις πρακτικές τού ισλαμισμού, ήταν τουλάχιστον παρήγορο να ξέρεις ότι αυτά τα δόγματα και οι πρακτικές τον είχαν σώσει από εκείνη τη χαλαρότητα αρχής και συμπεριφοράς, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις ακολούθησε την ανατροπή τους. Η σημερινή επιρροή τής Ευρώπης επί τής Τουρκίας έτεινε πιο έντονα στην απιστία και την ακολασία, απιστία χειρότερη από τον ισλαμισμό και ακολασία πιο αξιοθρήνητη από την πολυγαμία. Ο Οσμάν πασάς ήταν αυστηρός ηθικολόγος καθώς και ειλικρινής μουσουλμάνος. Αποδοκίμαζε τη φαυλότητα ανοιχτά και έντονα. Αφηγούνταν περίπτωση, όπου είχε διώξει υπηρέτη από την υπηρεσία του για άσεμνη έκφραση σε συνομιλία.
Κάτω από έναν τέτοιον ηγεμόνα, δεν έπρεπε να αναμένεται ότι οι ίδιοι οι Τούρκοι θα εμφάνιζαν κάποια σοβαρά σημάδια των αλλαγών που συντελούνταν με τόση δύναμη στην πρωτεύουσα. Μάλιστα αυτές οι αλλαγές δεν ήσαν ακόμη αισθητές στο εσωτερικό με την ίδια ορατή ένδειξη όπως στην Κωνσταντινούπολη. Ο ταξιδιώτης ένιωθε έκπληξη αφήνοντας την πόλη, όπου τα πάντα εμφανίζονταν σε μεταβατική φάση, για να βρεθεί ξαφνικά ριγμένος ανάμεσα σε πληθυσμό, που έφερε το ίδιο αποτύπωμα με εκείνο που είχε διατηρήσει για αιώνες. Ο Σάουθγκεϊτ δεν εννοούσε ότι η επιρροή των μεταρρυθμίσεων δεν είχε γίνει αισθητή σε μεγάλο βαθμό και σε βάθος σε όλη τη χώρα, αλλά ότι δεν είχε ακόμη ξυπνήσει το τουρκικό μυαλό από τον ύπνο αιώνων. Επιδρούσε αθόρυβα και σιωπηλά, αλλά (ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων) επιδρούσε στα στοιχεία τού εθνικού χαρακτήρα και τού πεπρωμένου. Η Τραπεζούς είχε αισθανθεί λιγότερο την επίδραση των αλλαγών στην πρωτεύουσα, επειδή, μέχρι την εισαγωγή τής ατμοπλοΐας στον Εύξεινο, ήταν, λόγω τής μακρινής της θέσης, περισσότερο απομακρυσμένη από την Κωνσταντινούπολη, απ’ όσο πολλές περιοχές πιο μακριά στο εσωτερικό. Δεν έμαθε όμως ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός της ήταν πιο φανατικός απ’ όσο σε άλλα μέρη τής αυτοκρατορίας ή ότι ήσαν παραδόξως αυστηροί στην τήρηση των θρησκευτικών τους υποχρεώσεων. Αντίθετα, μερικές από τις πιο ευχάριστες περιπτώσεις ελευθεριότητας τού συναισθήματος και ελευθερίας τής έρευνας, απ’ όσες είχαν έρθει ποτέ σε γνώση του, τού αναφέρθηκαν στην Τραπεζούντα. Τού μίλησαν για μουσουλμάνο, ο οποίος ζήτησε και έλαβε Αγία Γραφή από χριστιανό. Για έναν άλλο, που είχε οδηγηθεί να αναγνωρίσει την ανεπάρκεια τής θρησκείας του στη φροντίδα της για την πιο βαρυσήμαντη από τις ηθικές τους ελλείψεις, την έλλειψη Σωτήρα. Για πολλούς που ήσαν πρόθυμοι να συζητήσουν ελεύθερα και με ειλικρίνεια για θρησκευτικά ζητήματα. Καθώς και για πολλούς που είχαν διαβάσει και επαινέσει τον λόγο τού Θεού.
Ο Σάουθγκεϊτ θεωρούσε την Τραπεζούντα ως σημείο εκκίνησης τού ταξιδιού του, γιατί το πέρασμα τού Ευξείνου, όντας από τη φύση του εκδρομή αναψυχής, δεν ήταν ορθό να εμφανίζεται σε αφήγηση στην οποία κάθε κομμάτι τής εμπειρίας αναμενόταν να περιλαμβάνει μια καλή αναλογία σε κακουχίες και ενόχληση. Έμεινε εκεί τέσσερις ημέρες, κάτω από τη φιλόξενη στέγη τού αιδεσιμότατου κ. Τζάκσον, παλαιού φίλου και συμμαθητή. Διέμενε εδώ ως ιεραπόστολος, σε συνεργασία με τον αιδεσιμότατο κ. Τζόνστον, αλλά ο Σάουθγκεϊτ πίστευε ότι είχε πια μετακινηθεί σε πιο ελπιδοφόρο τομέα εργασίας στο Ερζερούμ.
Από Τραπεζούντα προς Γκουμούσχανε (1836)
Τώρα που η εμπειρία τού είχε τόσο άφθονα διδάξει την ανώτερη χαρά και την ευκολία τού να ταξιδεύει με άλογα σταθμών αλλαγής στην Τουρκία, δεν ήξερε τι θα μπορούσε ποτέ να τον παρακινήσει να προσλάβει μουλαρά, για να τον μεταφέρει στο Ερζερούμ.2 Μάλλον πρέπει να πείστηκε από άλλους, γιατί από όλα τα βαρετά πράγματα το πιο υπερθετικό ήταν να συσκευαστείς πάνω σε άλογα καραβανιών σαν εμπόρευμα και να ταξιδέψεις μερικές εκατοντάδες μιλίων με ρυθμό 3 μιλίων [5 περίπου χλμ] την ώρα. Αυτά τα άλογα ήσαν τα ίδια με εκείνα που χρησιμοποιούνταν στο εμπόριο τής χώρας, γιατί, όπως και παλιά, όλο το εμπόριο τής Ανατολής μεταφερόταν στις πλάτες ζώων: αλόγων, μουλαριών, γαϊδουριών ή γκαμηλών. Μπορεί να ανήκαν στον μουλαρά που τα οδηγούσε ή σε κάποιον πλουσιότερο άνθρωπο, ο οποίος παρέμενε στο σπίτι και διέθετε τα άλογά του, ίσως εκατοντάδες σε αριθμό, για τη μεταφορά εμπορευμάτων. Τού ήταν αδιάφορο το είδος τού φορτίου. Μπορεί να ήταν δέμα αγαθών ή ταξιδιώτης. Ο τελευταίος θα εύρισκε πάντοτε αυτά τα άλογα υπό τις διαταγές του, αν δεχόταν να μεταφερθεί με την ίδια τιμή και με την ίδια βιασύνη και προσοχή στην άνεση, σαν να ήταν φορτίο.
Ο Σάουθγκεϊτ μίσθωσε τέσσερα τέτοια ζώα, με τέτοια τιμή και για τέτοιον σκοπό, μια μέρα πριν φύγει από την Τραπεζούντα, θέτοντας μόνο τον όρο, παίρνοντας υπόψη την ιδιότητά του ως άνθρωπος, ότι δεν θα υποχρεωνόταν να καταλύσει σε οποιονδήποτε ανοιχτό χώρο ο μουλαράς εύρισκε ίσως τις καλύτερες ζωοτροφές για τα άλογά του, αλλά ότι θα συνέχιζε ανά τακτά διαστήματα από χωριό σε χωριό. Η κατάσταση αποδείχθηκε πολύ σοβαρή. Ενώ περίμενε την ώρα τής αναχώρησής του, ο μουλαράς έκανε συμφωνία για λιγότερο ενοχλητικά αγαθά προς μεταφορά και δεν επέστρεψε ποτέ να εκπληρώσει τη δέσμευσή του με εκείνον. Δεν υπήρχαν τότε άλλα άλογα καραβανιών στην πόλη. Υποχρεώθηκε λοιπόν στη δυσάρεστη αναγκαιότητα, όπως την ένιωθε τότε, να ταξιδέψει πιο άνετα με άλογα σταθμών αλλαγής. Ο πασάς υπάκουσε στο βασιλικό διάταγμα που τού έστειλε με τον Τζον και πρόσταξε να τού διατεθούν αμέσως άλογα.
Ανέβηκαν στα άλογα μία ώρα πριν από το μεσημέρι, την Πέμπτη 8 Ιουνίου. Το άλογο με τις αποσκευές και ο μουλαράς στάλθηκαν μπροστά νωρίτερα, ενώ ακολουθούσε ο Σάουθγκεϊτ με τούς Αμερικανούς φίλους του, που τον συνόδευσαν μέχρι την κορυφή τού λόφου που υψωνόταν απότομα πίσω από την πόλη, όπου χώρισαν, ίσως για πάντα. Από αυτό το σημείο μια όμορφη σκηνή καλλιεργούμενων εδαφών και κατάφυτων χωραφιών, που εκτεινόταν μακριά από την πόλη στους πρόποδες τού λόφου, απλώθηκε η ίδια μπροστά στα μάτια και φαινόταν σαν αίσιος οιωνός για τον μακρύ και ποικιλόμορφο δρόμο μπροστά του.
Σύντομα έφτασαν τον μουλαρά τους και τον ακολούθησαν κατεβαίνοντας τη Ντεγιρμέντερε ή Κοιλάδα τού Μύλου, από την οποία διερχόταν ρέμα με το ίδιο όνομα. Προχώρησαν κατά μήκος τής δεξιάς του όχθης, μέσα από τοπία μεγάλης ομορφιάς. Οι λόφοι και στις δύο πλευρές ήσαν καλλιεργημένοι σχεδόν μέχρι την κορυφή τους. Τα στεγασμένα με πλάκες σπίτια, διασκορπισμένα στις απότομες πλαγιές, είχαν πιο καινούργια και πιο τακτοποιημένη εμφάνιση απ’ όσα είχε ποτέ παρατηρήσει σε τόπους τής υπαίθρου στην Τουρκία. Ήσαν οι κατοικίες των Λαζών, για τούς οποίους ο οδηγός τους είπε ότι ήσαν μουσουλμάνοι και μιλούσαν μια παρεφθαρμένη ελληνική γλώσσα. [Τότε αλλά και σήμερα, οι Τούρκοι χρησιμοποιούν τη γενική ονομασία Λαζ για όλους τούς κατοίκους τού Πόντου.] Μόνο μονοπάτια οδηγούσαν στις κατοικίες τους. Παλαιότερα ήσαν διαβόητοι ληστές, αναφερόμενοι μόνο στους ντερεμπέηδες που κυβερνούσαν σε αυτές τις περιοχές. Τούς είχαν δείξει την έδρα ενός από εκείνους τούς παλιούς οπλαρχηγούς, εννέα περίπου μίλια από την Τραπεζούντα, σκαρφαλωμένη στην κορυφή ψηλής, απότομης κορυφογραμμής, που υψωνόταν έντονα από τη μέση τής κοιλάδας και τη χώριζε σε δύο κλάδους. Αυτό το εναέριο παλάτι ήταν τώρα το αρχοντικό τού ντερέμπεη, που κυβερνούσε τη γύρω περιοχή κάτω από τον πασά τής Τραπεζούντας. Αυτοί οι ντερεμπέηδες ήσαν οι ειρηνικοί διάδοχοι των παράνομων αρχηγών, που κυριαρχούσαν κάποτε ελεύθερα σε αυτά τα άγρια βουνά, ή, όπως συνέβαινε σε ορισμένες περιπτώσεις, ήσαν ακριβώς οι ίδιοι αρχηγοί, υποβιβασμένοι στο καθεστώς των νομιμοφρόνων ηγεμόνων. Εν μέρει με μηχανορραφίες και εν μέρει με τη βία, ο πασάς είχε καταφέρει να τούς οδηγήσει όλους σε υποταγή.
Πήραν τον δεξιό κλάδο τής κοιλάδας και τον ακολούθησαν μέχρι που έφτασαν στο Τζεβιζλίκ [Ματσούκα, σήμερα Μάτσκα], ένα χωριουδάκι 18 περίπου μίλια από την Τραπεζούντα, όπου παρέμειναν για τη νύχτα. Λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα δέχτηκαν επίσκεψη στο καφενείο, όπου είχαν αναλάβει κατάλυμα, από έναν από τούς ντερεμπέηδες (αγιάν) των γειτονικών κοιλάδων. Ήταν ζωσμένος με πιστόλια και φαινόταν τόσο άγριος και ακαλλιέργητος, όσο το τοπίο μέσα στο οποίο ζούσε. Είκοσι περίπου συνοδοί τον ακολουθούσαν, οι οποίοι ήσαν ακόμη πιο άγριοι και ακαλλιέργητοι από τον ίδιο. Τούς συνόδευε από την Τραπεζούντα ένας αγρότης, ο οποίος ανέφερε ότι ένα από τα άλογά τους ανήκε σε εκείνον και είχε με τη βία τεθεί στην υπηρεσία τους από αξιωματικό τού πασά. Έκανε τώρα έκκληση στον ντερέμπεη, που άκουσε την ιστορία του, αλλά όταν άκουσε ότι τα άλογα είχαν δοθεί με εντολή τού πασά, αρνήθηκε να παρέμβει στο ζήτημα. Ο Σάουθγκεϊτ είχε και ο ίδιος στενοχωρηθεί υπερβολικά, όταν άκουσε για πρώτη φορά τη διαμαρτυρία τού φτωχού ανθρώπου, πράγμα που έγινε μόνο όταν είχαν φτάσει τον μουλαρά και είχαν προχωρήσει αρκετά στον δρόμο. Ακόμη και τότε η πρώτη του παρόρμηση ήταν να γυρίσει πίσω, αλλά ο Τζον είχε την εμπειρία να τον πείσει ότι ήταν ανέφικτο να διορθώσει το ζήτημα. Έκλεισε μακρά διάλεξη για τον κατάλληλο τρόπο να ταξιδεύει κανείς στην Τουρκία με αυτή τη λυπηρή αλλά συνετή παραίνεση: «Αν περιμένεις να διορθώσεις κάθε πράξη αδικίας που θα βρεις μπροστά σου στα ταξίδια σου, σύντομα θα βρεις να σπαταλάς τον χρόνο και την επιρροή σου χωρίς κανένα σκοπό».
Έχοντας κλείσει τούς κόπους τής πρώτης ημέρας με δείπνο με αυγά και γιαούρτι [ο Σάουθγκεϊτ σημειώνει ότι προφέρεται γιοούρτ και είναι ξυνό πηγμένο γάλα, συνηθισμένο τρόφιμο στην Τουρκία και την Περσία], τυλίχτηκαν στα πανωφόρια τους και ξάπλωσαν για να ξεκουραστούν, με το πάτωμα για κρεβάτι τους και τις σέλες τους για μαξιλάρια. Το επόμενο πρωί ήσαν πάνω στα άλογα στις πεντέμιση, όταν, αφήνοντας την κοιλάδα που ακολουθούσαν μέχρι τότε και διασχίζοντας το μικρό ρέμα που τούς είχε μέχρι τότε συνοδεύσει, στράφηκαν σε άλλη κοιλάδα προς τα δεξιά και σύντομα άρχισαν να ανεβαίνουν την πλευρά τού βουνού στα αριστερά τους. Το πρωινό ήταν εξαιρετικά καλό. Πουπουλένια καταχνιά κρεμόταν σε προβιές γύρω από τούς λόφους. Επεκτάθηκε, για λίγα λεπτά τούς τύλιξε σε πυκνή ομίχλη, ενώ στη συνέχεια άνοιξε ξαφνικά, υψώθηκε, συμπυκνώθηκε και συγκεντρώθηκε σε μεγαλοπρεπείς μάζες άσπρων σύννεφων γύρω από τις κορυφές των βουνών, σε έντονη αντίθεση με τις σκούρες πλαγιές τους, σχηματίζοντας με το άγριο τοπίο τους την πιο επιβλητική εικόνα.
Καθώς προχωρούσαν, ο δρόμος γινόταν υπερβολικά δύσκολος από πρόσφατες βροχές και σπασμένα πλακόστρωτα, τα οποία μάλλον μεγάλωναν παρά μείωναν τη φυσική τραχύτητα τής διαδρομής. Οι καλλιέργειες είχαν πια σταματήσει και βυθίζονταν σε δάσος ερυθρελάτης και άλλων δένδρων με σκληρούς κορμούς. Στα δύσκολα περάσματα από τα οποία περνούσε η διαδρομή τους, προσπέρασαν, σε σύντομα χρονικά διαστήματα, έξι ή επτά ομάδες αγροτών, στους οποίους είχε ανατεθεί να τραβήξουν ισάριθμα μικρά κανόνια πάνω από τούς άγριους και απόκρημνους βράχους, που φάνταζαν ανυπέρβλητοι. Μερικές από τις αναβάσεις, τις οποίες κατάφεραν μόνο με την επιλογή τεθλασμένης πορείας πάνω από τα βράχια, ήσαν υποχρεωμένοι να τις αναβαθμίσουν σε ίσια και σχεδόν κάθετη γραμμή. Η δύσκολη φύση τής εργασίας μπορεί να γίνει κατανοητή από το γεγονός ότι υπήρχαν όχι λιγότεροι από πενήντα εύσωμοι άντρες για κάθε κανόνι. Στη συνέχεια πέρασαν μια από τις κορυφές τού βουνού, σταθερά σκεπασμένη με σωρό χιονιού. Χωρικοί με αυλούς συνόδευαν τις ομάδες, είτε για να δίνουν στην εξαιρετικά κοπιαστική πορεία πιο πολεμική πτυχή ή για να διασκεδάζουν τη μονοτονία της με τη γοητεία τής μουσικής, ενώ οι οδηγοί των ομάδων έτρεχαν δίπλα στους εργάτες με μακριά ραβδιά στα χέρια τους, με τα οποία και με πολλές φωνές τούς παρότρυναν σαν να ήσαν πλήθος ζώων.
Ήταν κι αυτό μεταρρύθμιση. Αυτά τα κανόνια κατευθύνονταν στο Ερζερούμ και οι άνδρες που είχαν αναλάβει το επίπονο καθήκον να τα τραβήξουν πάνω από τα βουνά, ήσαν αγρότες που τούς είχαν πάρει με τη βία και χωρίς αμοιβή από τη γύρω χώρα. Το σχέδιο τής πορείας ήταν ότι οι κάτοικοι κάθε χωριού ή περιοχής έπρεπε να πάρουν τα κανόνια από την περιοχή τους και να τα τραβήξουν μπροστά μέχρι την επόμενη. Σε αυτό το απλό περιστατικό ο παρατηρητής μπορούσε να εντοπίσει το ριζικό σφάλμα τής ανατολίτικης μεταρρύθμισης. Ήταν πλασματικής και αφύσικης ανάπτυξης, ή μάλλον ήταν τέτοια κατά τον χρόνο για τον οποίο μιλάμε τώρα, γιατί μεταγενέστερες αλλαγές υποδήλωναν σαφέστερη άποψη για την πραγματική αρχή τής εθνικής βελτίωσης. Στην Τουρκία, και ακόμα περισσότερο στην Αίγυπτο, το ζητούμενο ήταν η στρατιωτική δύναμη, ενώ ο μόνος βέβαιος τρόπος στον οποίο μπορούσε να στηριχτεί μια τέτοια δύναμη, παραβλεπόταν. Είχε ξεχαστεί, ή μάλλον ήταν η τελευταία σκέψη που θα περνούσε από το μυαλό ανατολίτη ηγεμόνα, ότι δεν μπορούσε να υπάρξει πραγματική ανύψωση, παρά μόνο αν ανυψώνονταν οι άνθρωποι, και ότι δεν υπήρχε βάση για εθνική δύναμη οποιουδήποτε είδους, όταν η φιλοπονία των ατόμων καταστέλλονταν από αμέτρητες απογοητεύσεις και οι πηγές παραγωγής μαραίνονταν από καταπίεση και κακοδιοίκηση. Υποχρεωμένοι, από την αναγκαιότητα τής θέσης τους, να συγκεντρώσουν γύρω τους μεγάλη στρατιωτική δύναμη, ο Μοχάμεντ Άλι και ο Μαχμούτ Β’ στόχευαν στα αποτελέσματα, πριν αποκτήσουν τα βασικά στοιχεία τού ευρωπαϊκού πολιτισμού. Και γι’ αυτό έβλεπε κανείς τα εργαλεία τού πολέμου να σύρονται σε χώρα χωρίς δρόμους, από αγρότες βίαια καταπιεζόμενους, που διδάσκονταν έτσι να μισούν τη βελτίωση από τις νέες δυσκολίες που έφερνε. [Ο γεννημένος στην Καβάλα Μοχάμεντ Άλι, ο Καβαλαλί Μεχμέτ Αλή πασάς των Τούρκων, ήταν διοικητής τού οθωμανικού στρατού, που έγινε βαλής (κυβερνήτης) την περίοδο 1805-1848 και αυτοανακηρύχθηκε κεδίβης (αντιβασιλέας) τής Αιγύπτου και τού Σουδάν με την προσωρινή έγκριση των Οθωμανών. Θεωρείται ιδρυτής τής σύγχρονης Αιγύπτου, λόγω των σημαντικών στρατιωτικών, οικονομικών και πολιτιστικών μεταρρυθμίσεων που εισήγαγε. Ο Μαχμούτ Β’ ήταν ο Οθωμανός σουλτάνος (1808-1839) τής περιόδου τής ελληνικής επανάστασης, στον οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί].
Πιο ειρηνικό και πιο ευχάριστο θέαμα αποτελούσαν οι μεγάλοι συρμοί καραβανιών, με το λιγότερο τριάντα έως πενήντα άλογα ο καθένας, που κατέβαιναν ελισσόμενοι τον ορεινό δρόμο ανά σύντομα διαστήματα, κάθε άλογο προχωρώντας ελεύθερα κάτω από το φορτίο του και μυρίζοντας και διαλέγοντας προσεκτικά τον δικό του δρόμο ανάμεσα στις πέτρες. Ταξίδι τεσσάρων ωρών τούς έφερε στο Καρακαμπάν, σύμπλεγμα μικρών κτιρίων με καπηλειά και στάβλους για την αναψυχή και ανάπαυση των ταξιδιωτών. Γι’ αυτόν τον λόγο ολόκληρη η ομάδα, όπως και το χωριουδάκι τού Τζεβιζλίκ, ονομαζόταν χάνι, όνομα που συνηθέστερα δινόταν στα μεγάλα οικοδομήματα σε πόλεις, τα οποία χρησίμευαν ως χώροι ψυχαγωγίας για τούς ξένους. Τα περισσότερα κτίρια στο Καρακαμπάν ήσαν καινούργια, φτιαγμένα από πέτρα, με στέγες σκεπασμένες με πλάκες. Ρωτώντας για την αιτία, τού είπαν ότι οι ληστές, οι οποίοι λυμαίνονταν στο παρελθόν τα βουνά, κατέστρεφαν ή εμπόδιζαν την ανέγερση αυτών των χώρων ψυχαγωγίας και ότι η τωρινή τους ύπαρξη δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα τής βελτιωμένης κατάστασης τής χώρας.
Πέρα από το Καρακαμπάν το δάσος εξαφανιζόταν εντελώς. Τα υψώματα, αν και εξακολουθούσαν να διατηρούν την πρασινάδα τους, στερούνταν ακόμη και θάμνων και δέχονταν συνεχώς την επίσκεψη βροχής και ομίχλης. Εδώ πέρασαν από μπαλώματα χιονιού, που βρισκόταν στις κοιλότητες και έντυνε ορισμένα από τα ψηλότερα σημεία. Αμέσως μετά την αναχώρησή τους από το χάνι ξέσπασε βίαιη χιονοθύελλα και τούς ακολούθησε για δύο περίπου ώρες πάνω στις ψηλότερες κορυφές. Συνοδευόταν από λυσσαλέο άνεμο, αβάσταχτο κρύο, που διαπερνούσε τα πιο βαριά ρούχα τους και μούδιαζε τούς ίδιους και τα άλογά τους. Τα βουνά στις δύο πλευρές σκεπάστηκαν ξαφνικά με λευκό παλτό και φαινόταν ότι είχαν ξαφνικά μεταφερθεί από τις ζέστες τού καλοκαιριού στην καρδιά τού χειμώνα. Η επιστροφή ήταν εξίσου ραγδαία. Μέσα σε δέκα λεπτά από το τέλος τής χιονοθύελλας, ο ήλιος έλαμπε τόσο καθαρός και ζεστός, που ένιωθαν άβολα μέσα στα πανωφόρια τους.
Κατεβαίνοντας από αυτά τα υψώματα μέσα από ελικοειδείς κοιλάδες, οι πλευρές των οποίων, αποτελούμενες από χαλαρά εδάφη, παρείχαν σε κάποια σημεία πολύ επισφαλή βάση, έφτασαν αργά το απόγευμα στο μικρό χωριό Σταυρός, ή, όπως το αποκαλούσαν οι κάτοικοί του, Σταυρίν [σήμερα Ουγούρτασι]. Ένας νεαρός Έλληνας τούς συνάντησε στα όρια τού χωριού και τούς οδήγησε σε στάβλο, όπου πέρασαν τη νύχτα οι ίδιοι και τα άλογά τους. Σκόπευαν να διανυκτερεύσουν σε καλύτερα καταλύματα στη Γκουμούσχανε, την πρώτη πόλη στη διαδρομή τους, η οποία απείχε δεκαοκτώ ακόμη μίλια. Αλλά τα άλογά τους είχαν καταρρεύσει πάνω στα βουνά και μόνο μετατοπίζοντας τις αποσκευές από το ένα στο άλλο και κάνοντας μεγάλο μέρος τού δεύτερου μισού τής διαδρομής με τα πόδια, μπόρεσαν να φτάσουν σε καταφύγιο πριν νυχτώσει.
Το επόμενο πρωί ξεκίνησαν σε καλύτερη κατάσταση και σύντομα βρίσκονταν και πάλι ανάμεσα στους λόφους. Η παρέα τους είχε πια αυξηθεί με την προσθήκη ενός καϊμακάμη, τού Τούρκου αντίστοιχου τού ταγματάρχη, ο οποίος είχε πάει στην πρωτεύουσα σε αναζήτηση συζύγου και τώρα επέστρεφε στη βάση του στο Ερζερούμ συνοδευόμενος από τη νύφη του και τη μητέρα της. Το γενικό σχήμα τής τουρκικής ενδυμασίας ήταν το ίδιο για τον άνδρα και τη γυναίκα, η οποία ίππευε το άλογο με τον ίδιο τρόπο όπως ο άνδρας, αλλά ήταν καλυμμένη από το κεφάλι μέχρι τα πόδια με το γιασμάκι και τον φερετζέ. Ήταν η πρώτη φορά που η νεαρή νύφη είχε βρεθεί έξω από την Κωνσταντινούπολη και όταν η παρέα άφησε την Τραπεζούντα το πρωί τής ίδιας ημέρας με αυτούς, ήταν η πρώτη φορά που είχε τολμήσει να ανέβει σε άλογο. Τούς είχαν προσπεράσει την προηγούμενη μέρα μέσα στη χιονοθύελλα στα βουνά, σε πολύ απαρηγόρητη κατάσταση. Ο ταγματάρχης είχε διαχωριστεί από την υπόλοιπη παρέα του, το άλογό του είχε φύγει μακριά και όταν καθάρισε ο ουρανός, στεκόταν αποθαρρυμένος στην κορυφή γειτονικού υψώματος. Η παρέα όμως κατάφερε να φτάσει στον Σταυρό πριν από τη νύχτα, όπου ο ταγματάρχης απαίτησε να καθαριστεί ένα σπίτι για να υποδεχθεί το χαρέμι του, ενώ έκανε δικό του σελαμλίκ [το διαμέρισμα για άνδρες σε τούρκικο σπίτι] έναν στάβλο σαν τον δικό τους. Το βράδυ ο Σάουθγκεϊτ έστειλε ένα φλιτζάνι τσάι στο κατάλυμά του και το επόμενο πρωί ξεκίνησαν μαζί, με πιο στενές σχέσεις.
Οι κυρίες ίππευαν μπροστά τους και καθώς ήσαν απολύτως ασυνήθιστες σε τέτοιο ταξίδι, κάθε ρυάκι που διέσχιζε τη διαδρομή τους και κάθε δύσκολη ανάβαση ή κατωφέρεια αποτελούσε αντικείμενο συναγερμού και θαυμασμού. Τελικά η νεότερη τής παρέας ξέσπασε με νευρική δυσαρέσκεια και άρχισε να κατηγορεί τον νέο σύζυγό της, ότι την εξαπάτησε παίρνοντάς την σε τόσο μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι. «Αυτή ήταν η χώρα σου», φώναξε, «που μού έλεγες ότι ήταν τόσο όμορφη; Δεν υπάρχει τίποτε άλλο, εκτός από ποτάμια, βουνά και βράχια. Αλίμονο! Γιατί έφυγα από τη Σταμπούλ;» Ο αξιωματικός έπαιζε τον ρόλο καλού συζύγου και προσπαθούσε να την κατευνάσει με ευγενικές διαβεβαιώσεις, ότι δεν ήταν αυτή η χώρα του και ότι, όταν θα έφταναν εκεί, θα έβρισκε ότι τής είχε πει την αλήθεια.
Έφτασαν στη Γκουμούσχανε κατά το μεσημέρι. Καθώς ήταν τώρα Σάββατο και ο Σάουθγκεϊτ σκόπευε να περάσει την Κυριακή εκεί, η πρώτη τους μέριμνα ήταν να εξασφαλίσουν κατάλληλα καταλύματα.
Η Γκουμούσχανε (Αργυρούπολις) σε καρτ-ποστάλ εποχής
Για τον σκοπό αυτόν έστειλε τον Τζον στον κυβερνήτη τής πόλης, ο οποίος, βλέποντας το φιρμάνι, τούς όρισε κατάλυμα στο σπίτι τού επιστάτη των ορυχείων, για τα οποία φημιζόταν η Γκουμούσχανε. Ο ίδιος ο επιστάτης ήρθε για να επικοινωνήσει μαζί τους στα καταλύματά τους, που βρίσκονταν σε υπερυψωμένη θέση. Είχαν εκτεταμένη θέα και αναζωογονούνταν από το δροσερό αεράκι των λόφων. Η πόλη, που βρισκόταν από κάτω τους, ήταν χτισμένη με τη μορφή αμφιθέατρου στις απότομες πλαγιές μιας στροφής στα βουνά. Η εμφάνισή της, τόσο μέσα όσο και γύρω, ήταν πολύ αντιπαθητική. Τα πλίθινα σπίτια της με τις επίπεδες οροφές υψώνονταν το ένα πάνω από το άλλο και φαίνονταν σαν παραφυάδες από το κατάξερο έδαφος των βουνών, ενώ οι δρόμοι που περνούσαν ανάμεσά τους ήσαν βρώμικα, ακανόνιστα και κουραστικά μονοπάτια. Οι κάτοικοι επίσης φαινόταν ότι ταίριαζαν πολύ με τα άλλα χαρακτηριστικά τού τόπου. Παντού συναντούσαν γυναίκες σε κουρέλια ή άθλια και ημίγυμνα παιδιά που ζητιάνευαν παράδες. Πριν φτάσουν στα καταλύματά τους, τούς πλησίασαν σχεδόν πενήντα αυτού τού είδους.
Η ιστορία τού τόπου εξηγούσε τη θέση και την κατάστασή του. Τα βουνά στην περιοχή είχαν στα στήθη τους μεταλλεύματα διαφόρων ειδών. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο η δυσμενής αυτή θέση είχε επιλεγεί ως χώρος για πόλη και αυτός ήταν επίσης ο λόγος για το όνομα που έφερε [Γκουμούσχανε σήμαινε τόπος ασημιού κατά τον Σάουθγκεϊτ]. Τα μεταλλεία αυτά στο παρελθόν απέδιδαν 600 οκάδες (1.500 λίμπρες) ασημιού ετησίως και υποστήριζαν μεγάλο αριθμό οικογενειών. Τώρα παρήγαγαν μόνο 20 έως 30 οκάδες και κατά συνέπεια μεγάλο μέρος τού πληθυσμού είχε περάσει στην ανεργία και είχε βυθιστεί στη φτώχεια και την εξαθλίωση.
Καθώς οτιδήποτε στην αστική κατάσταση των ανθρώπων είχε άμεση σχέση με το ζήτημα τής ηθικής τους βελτίωσης, έτσι ο Σάουθγκεϊτ θεωρούσε ότι ακόμη και τα ορυχεία τής Γκουμούσχανε είχαν σημαντική σχέση με το μεγάλο αντικείμενο των ερευνών του. Ο λόγος για τον οποίο ένα τόσο μεγάλο τμήμα τού πληθυσμού παρέμενε εδώ, αν και είχαν αποκοπεί τα μέσα βιοπορισμού, θα βρισκόταν, όπως καταλάβαινε, σε αυτή τη νέα, αλλά εντελώς ασύμφορη ρύθμιση τής τουρκικής κυβέρνησης.
Η ρύθμιση αυτή απαγόρευε σε όλους να μεταφέρουν τη διαμονή τους από τη μια πόλη στην άλλη χωρίς φιρμάνι τού σουλτάνου, η απόκτηση τού οποίου από έναν φτωχό υπήκοο ήταν ουσιαστικά αδύνατη.
Όμως ο νόμος αυτός αποτελούσε αξιοθαύμαστο δείγμα τής μυωπίας τής τουρκικής νομοθεσίας, που ουσιαστικά δεν βασιζόταν σε αρχές πολιτικής οικονομίας, αλλά αποτελούσε είδος ψηφιδωτού, στο οποίο κάθε κομμάτι τοποθετούνταν για να καλύψει συγκεκριμένο σημείο, χωρίς να εξετάζεται αν συμφωνούσε με τα άλλα μέρη ή με τον γενικό σχεδιασμό και την εμφάνιση τού συνόλου. Είχε υπάρξει μεγάλη μείωση τού πληθυσμού σε ορισμένες περιοχές τής αυτοκρατορίας λόγω τής αποδημίας σε άλλα μέρη. Για να αποφευχθεί αυτό το υποτιθέμενο κακό είχε φτιαχτεί ο νόμος, χωρίς προφανώς να έχει καθόλου εξεταστεί ότι ακριβώς το συμφέρον των ιδιωτών ήταν εκείνο που υποκινούσε τη μετανάστευση, ότι με την αλλαγή τού τόπου γίνονταν μεγαλύτεροι παραγωγοί και ότι κατά συνέπεια προαγόταν η ευημερία τού έθνους καθώς και η δική τους. Για να κρατηθεί ο αριθμός τού πληθυσμού στο ύψος του, αρκετές εκατοντάδες φτωχών έπρεπε να παραμένουν και να λιμοκτονούν στη Γκουμούσχανε, ενώ θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αλλού στην καλλιέργεια τής γης ή απασχολούμενοι σε πιο κερδοφόρα ορυχεία σε άλλα μέρη τής αυτοκρατορίας.
Όπως συνέβαινε τώρα, ο πληθυσμός τής Γκουμούσχανε ήταν οκτακόσιες οικογένειες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων στην κοιλάδα κάτω από την πόλη. Από αυτές, τετρακόσιες ήσαν ελληνικές, διακόσιες αρμενικές και άλλες τόσες μουσουλμανικές. Ο αρμενικός πληθυσμός περιλάμβανε οκτώ αρμενικές καθολικές οικογένειες. Αυτές οι τελευταίες είχαν ιερέα, αλλά όχι εκκλησία. Οι Έλληνες, αντίθετα, είχαν τέσσερις εκκλησίες και οι Αρμένιοι μία. Οι Έλληνες είχαν πρόσφατα ιδρύσει δύο νέα και πολλά υποσχόμενα σχολεία. Είχαν αποκτήσει δάσκαλους με κάποια εμπειρία από την πρωτεύουσα. Αρχαία και σύγχρονα ελληνικά με καλλιγραφία ήσαν τα κύρια αντικείμενα που διδάσκονταν. Αρκετοί από τούς μαθητές ήρθαν για να δουν τον Σάουθγκεϊτ. Ήταν περίεργη ικανοποίηση να ακούει από αυτούς τούς γλυκούς και γυαλισμένους τόνους των Κωνσταντινουπολίτικων ελληνικών, τα οποία είχαν μάθει στο σχολείο, ενώ οι γονείς τους μιλούσαν διάλεκτο, την οποία ο διερμηνέας του, αν και γνώριζε καλά τη γλώσσα, δεν μπορούσε να καταλάβει.
Παρά τις ταλαιπωρίες τού τόπου, η διαμονή τού Σάουθγκεϊτ υπήρξε πολύ ευχάριστη. Ο οικοδεσπότης τού έδωσε το καλύτερο διαμέρισμά του και έθεσε στη διάθεσή του την πιο εκλεκτή του διάθεση. Σκέφτηκε ότι τέτοια φιλοξενία πρέπει να ήταν μουσουλμανική και τού έκανε εντύπωση όταν άκουσε έκπληκτος τον ψυχαγωγό του να αναγνωρίζει τον εαυτό του ως Έλληνα. Φορούσε τις κίτρινες παντόφλες και το λευκό τουρμπάνι των Τούρκων, προνόμιο που χορηγούνταν μερικές φορές σε χριστιανούς κάποιου αξιώματος. Και η αληθινά τουρκική του φιλοξενία έκανε την εξαπάτηση πλήρη.
Από τη Γκουμούσχανε στο Ερζερούμ (1836)
Άφησαν τη Γκουμούσχανε νωρίς το πρωί τής Δευτέρας και ξαναδιασχίζοντας το ποτάμι μπροστά στην πόλη πήραν πιο ανατολική κατεύθυνση, ακολουθώντας τη γραμμή των βουνών μέσα από κοιλάδα, πάνω από την οποία κρέμονταν γυμνά και βραχώδη υψώματα.3 Εννέα περίπου μίλια από την πόλη πέρασαν από μικρό χωριό που ονομαζόταν Τεκκέ, ίσως παραφθορά τού αρχαίου ονόματος Θήχης, το οποίο ανήκε στα γειτονικά βουνά, όταν ο Ξενοφών και οι αποκαρδιωμένοι του Έλληνες διέκριναν από την κορυφή τους τα νερά τού Ευξείνου. Καθώς ελίσσονταν σε μια στροφή στην κοιλάδα, έξι περίπου μίλια πιο πέρα στον δρόμο τους, ένα υπέροχο θέαμα άνοιξε ξαφνικά μπροστά τους. Υψωνόταν κατακόρυφα από το επίπεδο τής κοιλάδας ένας βράχος τεράστιου ύψους, στεφανωμένος από πύργο, που φαινόταν αρχικά ως το ψηλότερο σκαλοπάτι τού συμπαγούς θεμέλιου πάνω στο οποίο στεκόταν. Καθώς προχώρησαν, κατάλαβαν ότι συνδεόταν με εκτεταμένο φρούριο, το οποίο ήταν προσβάσιμο μόνο από την πέρα πλευρά, όπου η κορυφογραμμή υποχωρούσε προς την κοιλάδα. [Αντίστοιχη περιγραφή (και εικονογράφηση) είδαμε πιο πάνω στο ταξίδι τού Χάμιλτον από την Τραπεζούντα στο Ερζερούμ. Πρόκειται για το Καλέ.]
Πέρα από αυτή την κορυφογραμμή η χώρα άρχιζε να παίρνει νέα εμφάνιση. Οι άγονοι και αποχρωματισμένοι γκρεμοί βυθίζονταν σε χαμηλούς λόφους πάνω στους οποίους απλωνόταν πρασινάδα, ενώ ο ξερός πυθμένας τής κοιλάδας επεκτεινόταν σε φαρδιά και όμορφη πεδιάδα, που καλυπτόταν από πολυάριθμα κοπάδια αιγοπροβάτων. Εμφανίζονταν ξανά καλλιέργειες, από τις οποίες είχαν δει μόνο εδώ κι εκεί ως μοναχικά μπαλώματα από τότε που άφησαν την όμορφη κοιλάδα τού ποταμού τού μύλου [τού Ντεγιρμέντερε, δηλαδή τού Πυξίτη], ενώ σε απομονωμένη γωνιά βρισκόταν το μικρό χωριό Μπαλαχόρ [σήμερα Ακσάρ], το πρώτο από αυτά τα χωριά με σπίτια με στρογγυλό πάνω μέρος, τόσο συνηθισμένα σε ολόκληρη την Αρμενία, στα σύνορα τής οποίας βρίσκονταν πια. Ο Σάουθγκεϊτ θα είχε περισσότερα να πει γι’ αυτά, όταν θα είχαν διεισδύσει βαθύτερα στη χώρα. Αναπαύτηκαν εκεί μέχρι περίπου τα μεσάνυχτα, όταν ξεκίνησαν και πάλι και, ύστερα από εύκολη διαδρομή, μπήκαν στη Μπαϊμπούρτ νωρίς τα ξημερώματα.
Αυτή η πόλη είχε μοναδική θέση σε λεκάνη των βουνών, που υψώνονταν ψηλά και γυμνά από κάθε πλευρά. Ένα ορμητικό ποτάμι, που είχε την πηγή του εικοσιτέσσερα μίλια πιο πάνω, κυλούσε μέσα από τον τόπο. Είχε πληθυσμό τετρακοσίων μουσουλμανικών και εκατό αρμενικών οικογενειών, ενώ μπορούσε επίσης να υπερηφανεύεται για έξι τζαμιά, τέσσερα μικρά τζαμιά (μεστζίτ) και εκκλησία. Καθώς επρόκειτο να παραμείνουν εκεί όλη τη μέρα και ο Σάουθγκεϊτ δεν είχε τίποτε περισσότερο να πει για τον τόπο, θα έπαιρνε την ευκαιρία να συζητήσει άλλα ζητήματα.
Κατά τη διάρκεια τού Ιανουαρίου 1837 εκδόθηκε αυτοκρατορικό διάταγμα στην Κωνσταντινούπολη, η οποία διακηρύχθηκε στους δρόμους και απαιτούσε από όλους τούς αληθινούς μωαμεθανούς να κάνουν τις τακτικές τους προσευχές στα τζαμιά. Η θρησκεία χορηγεί στον μουσουλμάνο το προνόμιο να μπορεί να προσφέρει τις πιο πάνω προσευχές στο τζαμί ή αλλού, όπως προτιμά. Ο νέος κανονισμός φαινόταν ότι είχε εκδοθεί για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη παραμέληση αυτού τού πολύ ιερού καθήκοντος. Ξεκίνησε αναμφισβήτητα από τούς ουλεμάδες και έδινε την ισχυρότερη απόδειξη τής δικής τους πεποίθησης ότι είχε υπάρξει ελάττωση στη σταθερή τήρηση τού Ισλάμ. Ο Σάουθγκεϊτ γνώριζε ότι αυτό αποτελούσε κοινό συναίσθημα μεταξύ των μωαμεθανών. Πολλοί μουσουλμάνοι, σε διάφορα μέρη τής αυτοκρατορίας, τού είχαν εκφράσει τη γενική παραδοχή ότι η θρησκεία έφθινε. Κάποιοι θεωρούσαν την τότε εποχή ως προσέγγιση εκείνης τής εποχής γενικής αποστασίας, όταν, όπως προβλέπει το Κοράνι παραφράζοντας τον χριστιανισμό, ο Ιησούς θα επανεμφανιστεί στη γη και θα υποτάξει όλα τα έθνη, όχι στον εαυτό του, αλλά στον Μωάμεθ. Η ένδειξη που προβάλλονταν πιο συχνά για να στηρίξει αυτή την πεποίθηση ήταν η επικρατούσα παραμέληση τής προσευχής και αυτό ήταν το κακό που σκόπευε να διορθώσει το αυτοκρατορικό διάταγμα. Ως ποινή για την παραβίασή του, εκείνοι που συνέχιζαν ακόμη να προσβάλλουν, οδηγούνταν στις αυλές των τζαμιών και ραβδίζονταν. Η προοπτική τέτοιας τιμωρίας έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η χαμένη αφοσίωση χιλιάδων επέστρεψε ξαφνικά. Τα τζαμιά ήσαν και πάλι γεμάτα και οι πάγκοι των μουσουλμάνων στα παζάρια ερημώνονταν τις ώρες των προσευχών.
Με την επιστροφή τού Σάουθγκεϊτ στην Κωνσταντινούπολη το 1838, ο νόμος βρισκόταν ακόμη σε ισχύ, αν και το πλήθος επέστρεφε σταδιακά στις παλιές του συνήθειες. Θυμόταν όμως μια μέρα, που είδε έναν τσαούση να περπατά μέσα από τα παζάρια κατά την ώρα τής προσευχής με μαστίγιο στο χέρι του, ξεσηκώνοντας τούς Τούρκους καθώς περνούσε και διώχνοντάς τους στα τζαμιά. Στο μεταξύ ήταν περίεργος να μάθει αν ο νόμος εφαρμοζόταν αλλού και ρωτούσε γι’ αυτόν σε κάθε μέρος τής αυτοκρατορίας. Βρήκε ότι είχε διακηρυχθεί παντού και άκουσε διάφορα σχόλια γι’ αυτόν σε διάφορες περιοχές. Ένας γέρος Τούρκος στη Μπαϊμπούρτ, στον οποίο απευθύνθηκε για πληροφορίες, ήταν απόλυτος για τη θρησκευτικότητα των συμπολιτών του: «Δεν υπάρχει καμία ανάγκη για τέτοιες εντολές εδώ», είπε, «γιατί πηγαίνουμε όλοι στο τζαμί πέντε φορές τη μέρα». Ο κομπασμός του οδήγησε τον Σάουθγκεϊτ να εξετάσει κατά πόσον είχε προσαρμοστεί η δική του πρακτική και παρατήρησε ότι, κατά τη διάρκεια τής ημέρας που πέρασε εκεί, δεν είχε δείξει την ευλάβειά του σε καμία από τις καθορισμένες ώρες. Κατά πόσον η μαρτυρία του, όσον αφορά τούς άλλους, βρισκόταν πιο κοντά στην αλήθεια, τίποτε περισσότερο δεν μπορούσε να πει, πέρα από το γεγονός ότι πέρασε τη μέρα ανάμεσά τους και δεν είδε κανέναν στις προσευχές του.
Πολλά αντίγραφα τής τουρκικής έκδοσης τής Βασιλικής Εφημερίδας τής Κυβερνήσεως παραλαμβάνονταν και διαβάζονταν στην πόλη. Αυτά ίσως είχαν προκαλέσει τη μεγάλη περιέργεια που βρήκε να υπάρχει, όσον αφορά τα νέα γεγονότα στην πρωτεύουσα. Γίνονταν πολλές ερωτήσεις για τον στρατό και το ναυτικό τού σουλτάνου, για τα πυροφόρα του πλοία, όπως ονόμαζαν τα ατμόπλοιά του και για τη νέα γέφυρά του. Άκουγαν με έντονη έκπληξη τις ιστορίες τού Τζον και αναφωνούσαν: «Ο σουλτάνος Μαχμούτ είναι μεγάλος βασιλιάς!» Ήταν ευτυχής που έβλεπε ότι η επίδραση πάνω τους τούς έδινε μεγαλύτερες ιδέες για το μεγαλείο και τη δύναμή του, αντί να ξυπνά τις προκαταλήψεις τους, ιδιαίτερα καθώς οι ίδιοι ήσαν μουσουλμάνοι παλαιάς κοπής, στους οποίους δεν είχε φτάσει το χέρι τής μεταρρύθμισης.
Μια από τις πιο ωφέλιμες, αν και από τις πιο σιωπηλές, επιδράσεις των αλλαγών που συντελούνταν στην Τουρκία, ήταν ότι ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα μέρη τού εσωτερικού, όπου όλα παρέμεναν εξωτερικά όπως είχαν παραμείνει για αιώνες, τα μυαλά των ανθρώπων ξυπνούσαν από τις μακρινές φήμες μεταρρύθμισης και οδηγούνταν να προσδοκούν και να περιμένουν την εισαγωγή της ανάμεσά τους. Ο αγώνας για την επιχείρηση αυτή θα δινόταν στην πρωτεύουσα, όπου είχε ξαφνικά οδηγήσει σε άμεση επαφή με τον πιο φανατικό πληθυσμό Οσμανλήδων που μπορούσε να βρεθεί οπουδήποτε και είχε υποχρεωθεί να σταθεί σε αντίθεση με την πιο ισχυρή παράταξη μουσουλμανικής γνώσης (η οποία ήταν, τώρα πια καλλιεργημένη, η μητέρα τής μουσουλμανικής προκατάληψης) που μπορούσε να βρεθεί στον κόσμο.
Όταν θα είχε θριαμβεύσει εδώ, εύκολα θα επέκτεινε τον δρόμο του σε όλη την αυτοκρατορία. Πουθενά δεν θα αντιμετώπιζε τις ίδιες προκαταλήψεις ή την ίδια γνώση, ούτε, θα πρόσθετε ο Σάουθγκεϊτ, την ίδια ανεξαρτησία χαρακτήρα, όπως στην Κωνσταντινούπολη. Θα τη συνιστούσε η παντοδύναμη επιρροή τής πρωτεύουσας και οι άνθρωποι θα είχαν προ πολλού εξοικειωθεί με αυτήν από αναφορές, πριν ακόμη εμφανιστεί ανάμεσά τους.
Ο Τζον, ο συνοδός τού Σάουθγκεϊτ, παρατηρώντας την αυξανόμενη δημοτικότητα τού σουλτάνου στη Μπαϊμπούρτ και σκεπτόμενος ότι ο δικός του τίτλος θα μεγάλωνε με κάθε νέα προσχώρηση σε εκείνον τού Σάουθγκεϊτ, βρήκε την ευκαιρία, ενώ αυτός ξέκλεβε μια ώρα ύπνου, να τον ανακηρύξει σε κάποιους επισκέπτες ως χακίμπαση ή επικεφαλής γιατρό τής μεγαλειότητάς του. Το νέο διαδόθηκε σύντομα και όταν ο Σάουθγκεϊτ ξύπνησε, ομάδα μουσουλμάνων στέκονταν γύρω του με πολύ σεβάσμια σιωπή. Ανάμεσά τους ήταν ένας γέρος που κρατούσε μικρό παιδί από το χέρι, προς το οποίο κατεύθυνε την προσοχή τού Σάουθγκεϊτ.
Είπε τα παράπονά του και απευθυνόμενος σε αυτὀν με τον νέο του τίτλο, ζήτησε τη συμβουλή του. Ο Τζον είδε την έκπληξή τού Σάουθγκεϊτ και ψιθύρισε μια ομολογία τού ψέματός του.
Εκείνος αποκήρυξε αμέσως την τιμή που προοριζόταν για τον ίδιο, διαβεβαιώνοντας τούς Τούρκους φίλους του ότι ήταν απλός ταξιδιώτης από φράγκικη χώρα. Ο Τζον όμως τούς είχε ήδη αποτρέψει να δώσουν οποιαδήποτε πίστη στον ίδιο σε αυτό το σημείο, ενημερώνοντάς τους ότι, για να αποφύγει δυσάρεστες καταστάσεις, ο Σάουθγκεϊτ ταξίδευε ινκόγκνιτο. Δέχτηκε λοιπόν, αφού επανέλαβε την αποποίηση των ευθυνών του, να προσφέρει όση βοήθεια περνούσε από το χέρι του και άρχισε να ρωτάει τι είχε γίνει για το παιδί. Ο γέρος ανέφερε τη θεραπεία που ακολουθούσε ένας Φράγκος γιατρός, ο οποίος είχε διαμείνει τον τελευταίο καιρό στον τόπο. Ήταν αναμφίβολα ένας από εκείνους τούς Ευρωπαίους τυχοδιώκτες, τούς οποίους συναντούσε μερικές φορές κανείς στις εσωτερικές πόλεις τής Τουρκίας, όπου, με το μικρότερο δυνατό κεφάλαιο ιατρικής γνώσης, κατάφερναν να εξασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση, να γίνονται μερικές φορές γιατροί των πασάδων και αντικείμενο συζήτησης σε όλη τη γύρω περιοχή.
Μπαϊμπούρτ (bayburtrehberi.com)
Καθώς οι ασθένειες τού εσωτερικού ήσαν γενικά οι πιο απλές, έλπιζε ότι θα μπορούσε να προσφέρει κάποια υπηρεσία στο παιδί. Αλλά, ύστερα από εξέταση, η ασθένειά του φάνηκε ότι ήταν πολύ σοβαρή, ώστε να μπορεί ο ίδιος να την αντιμετωπίζει επιπόλαια. Υποχρεώθηκε λοιπόν να αναγνωρίσει ότι οι δυνατότητές του δεν τού επέτρεπαν να προσδιορίσει κάποια καλύτερη θεραπεία από εκείνη που ακολουθούσε. Βρίσκοντας τούς ασθενείς του να αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται, αρνήθηκε αυταρχικά οποιαδήποτε περαιτέρω διάγνωση, εκτός από έναν γέρο τού οποίου η διαταραχή φαινόταν ότι βρισκόταν μέσα στις δυνατότητές του. Παραπονιόταν για οξύτητα τού στομαχιού και καούρα. Τον συμβούλευσε να απέχει από τον καφέ, τον οποίο οι Τούρκοι έπιναν χωρίς ζάχαρη ή γάλα, και να απαρνηθεί όλες τις λιπαρές ουσίες. Ένας Τούρκος πιο εύκολα θα παρέδιδε τη ζωή του, παρά θα έκοβε το αγαπημένο του ποτό ή θα απείχε από λάδια και λιπαρές τροφές. Όταν ο γέρος άκουσε τη συνταγή του, στράφηκε κι έφυγε χωρίς να πει λέξη.
Φεύγοντας από τη Μπαϊμπούρτ το επόμενο πρωί, διέσχισαν ωραία γέφυρα, την οποία είχαν στήσει πάνω από το ποτάμι κοντά στην πόλη και η οποία ήταν ένα από αυτά τα μνημεία θρησκευτικής ευεργεσίας, που ήσαν τόσο συνηθισμένα σε μωαμεθανικές χώρες. Η θρησκεία απαιτούσε από κάθε μουσουλμάνο που είχε οικονομική δυνατότητα, να αφιερώνει μέρος των κερδών του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Οι ευεργεσίες μπορούσαν να είναι είτε δημόσιες είτε ιδιωτικές. Στην τελευταία περίπτωση η φιλανθρωπία περιοριζόταν στους φτωχούς και σε πρόσωπα που δεν συνδέονταν με τον δωρητή και δεν ήταν δυνατό να απονέμεται σε άλλους, εκτός από μουσουλμάνους. Παρά το γεγονός ότι ήταν νόμιμη φιλανθρωπία, δεν εισπράττονταν από τις δημόσιες αρχές, αλλά η απόδοση τού καθήκοντος αφήνονταν στην αίσθηση θρησκευτικής υποχρέωσης κάθε ανθρώπου. Το ποσό επίσης παρέμενε στην κρίση τού ευεργέτη. Το Κοράνι όμως [στο Κεφάλαιο 2 κατά τον Σάουθγκεϊτ] απαιτούσε να γίνεται «με τον σχεδιασμό να δει κανείς το πρόσωπο τού Θεού» ή, με άλλα λόγια, ως απαίτηση για το έλεός του την ημέρα τής κρίσης. Υπό το πρίσμα αυτό το Κοράνι προέτρεπε αδιάκοπα όλους τούς καλούς μουσουλμάνους. Στις προηγούμενες εποχές τού μωαμεθανισμού η απαίτηση τηρούνταν πιο αυστηρά, όπως βεβαίωναν άφθονα τα ερείπια ωραίων μεντρεσέδων, γεφυρών κλπ.
Όμως σε αυτό, όπως και σε κάθε άλλη πτυχή, η θρησκεία είχε παρακμάσει σε μεγάλο βαθμό. Σπάνια θα συναντούσε κανείς νέο δημόσιο οικοδόμημα, είτε στην Τουρκία είτε στην Περσία. Και στις δύο χώρες, τα μεγάλα αντικείμενα δημόσιας ευεργεσίας ήσαν σχεδόν τα ίδια: τζαμιά, μεντρεσέδες, λουτρά, γέφυρες και καραβανσεράι. Οι κρήνες όμως, που ήσαν συχνά από τις πιο υπέροχες κατασκευές στις πόλεις τής Τουρκίας και στις οποίες ο κουρασμένος ταξιδιώτης τού εσωτερικού συχνά σταματούσε για να αναζωογονηθεί, ήσαν σχεδόν άγνωστες στην Περσία. Η μείωση αυτού τού είδους φιλανθρωπίας και στις δύο χώρες δεν έπρεπε να αποδοθεί αποκλειστικά στην παρακμή τού μωαμεθανισμού, αλλά εν μέρει στην αύξηση τής φτώχειας και τής πολιτικής καταπίεσης στους μετέπειτα αιώνες. Εξακολουθούσε να υπάρχει αρκετή για να δείξει, ότι ακόμη και μια διεφθαρμένη θρησκεία μπορούσε να τείνει στην προώθηση τής δημόσιας ευημερίας και ευτυχίας, ιδιαίτερα όταν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, είχε δανειστεί τις καλύτερες αρχές της από τον χριστιανισμό.
Ακολούθησαν τούς ελιγμούς τού ποταμού για περισσότερα από είκοσι μίλια, μέσα από φαρδιά και ευχάριστη κοιλάδα και ανάμεσα σε πλαγιές πράσινων λόφων. Καθώς πλησίαζαν την πηγή του, άρχισαν να ανεβαίνουν γρήγορα και συνέχισαν την ανοδική τους πορεία μέχρι που βρέθηκαν και πάλι στις δροσερές κορυφές των βουνών και στην περιοχή τού χιονιού. Από την ψηλότερη από τις διαδοχικές κορυφές που πέρασαν, η θέα ήταν η πιο μεγαλειώδης και φοβερή που είχε δει ποτέ. Μπροστά τους και πολύ κάτω από τα πόδια τους εκτεινόταν τεράστια περιοχή, την οποία διέσχιζαν λοφοσειρές που αναπτύσσονταν προς κάθε κατεύθυνση και έμοιαζαν με γιγαντιαίες οχυρώσεις σε απέραντη πεδιάδα. Πιο πέρα υπήρχαν γραμμές μεγαλύτερων υψωμάτων καλυμμένων με χιόνι. Πίσω τους υψωνόταν ψηλή, γυμνή κορυφή, ντυμένη στα σύννεφα, και από τα δεξιά τεράστιες μαύρες μάζες έπλεαν μεγαλοπρεπώς προς το μέρος τους, με απαλό φύλλο βροχής, σαν πυκνός ατμός στην εμφάνιση, αφημένος από το κατώτερο άκρο στη γη, ενώ ζωηρές αστραπές εκτινάσσονταν στη ζοφερή επιφάνειά τους. Τέλεια ακινησία βασίλευε γύρω, καθιστώντας το τοπίο ακόμη πιο μεγαλειώδες και καταπληκτικό. Ενώ στέκονταν και το ατένιζαν με σιωπηλό δέος, ξαφνικά ακούστηκε χαμηλό μουρμουρητό, το οποίο φαινόταν να προέρχεται από το σύννεφο που πλησίαζε. Αυξανόταν καθώς το σύννεφο προχωρούσε, μέχρι που μεγάλωσε σε άγριο ουρλιαχτό, όταν σύννεφο και ήχος τούς σάρωσαν ξαφνικά με τη δύναμη τυφώνα, σχεδόν εκσφενδονίζοντάς τους, μαζί με τα άλογά τους, στο έδαφος. Στο κατέβασμα ο οδηγός τους έχασε τον δρόμο, αλλά κατόρθωσε τελικά να τούς οδηγήσει από κουραστική διαδρομή στο χωριό Άσκαλε, όπου έφτασαν ύστερα από πορεία δώδεκα κουραστικών ωρών.
Αυτό το χωριό, αν και μικρό μέρος, άξιζε να αναφερθεί ως το πρώτο στάδιο τής μεγάλης διαδρομής από το Ερζερούμ στην Τοκάτ και την Κωνσταντινούπολη και ως ευρισκόμενο στο κεφαλάρι τού Ευφράτη, που εδώ ονομαζόταν Καρασού (Μαυρονέρι). Είχε τριάντα τουρκικές οικογένειες, αφού τούς Αρμένιους, που κάποτε αποτελούσαν μέρος τού πληθυσμού, τούς πήραν μαζί φεύγοντας οι Ρώσοι κατά την επιστροφή τους από την εισβολή τού 1829, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος των χριστιανών σε όλα τα χωριά τής πεδιάδας τού Καρασού. Εδώ ο Σάουθγκεϊτ συνάντησε επίσης τον πρώτο Κούρδο που είχε δει ποτέ.
Φαινόταν να είναι το μόνο δραστήριο άτομο στο χωριό και το ανοιχτό, καλοσχηματισμένο, αν και χλωμό του πρόσωπο, τού έδινε ευνοϊκή προδιάθεση υπέρ τού λαού του. Έξι ή επτά Τούρκοι μπήκαν το βράδυ, για να καπνίσουν τον καπνό τους και να πιούν τον καφέ τους. Ζήτησαν μάλιστα, ως συνήθως, να πληροφορηθούν για τα υπέροχα κατορθώματα τού σουλτάνου και ο Τζον επανέλαβε όλα τα θαύματα που είχε αφηγηθεί στη Μπαϊμπούρτ. Τούς εντυπωσίασε πολύ η περιγραφή ενός ατμόπλοιου και διέκοπταν την ιστορία του με συχνά μάσαλλα (“ό, τι θέλει ο Θεός”, που ήταν επιφώνημα έκπληξης ή θαυμασμού, συχνά στο στόμα ενός Τούρκου κατά τον Σάουθγκεϊτ). Είχαν εκδηλώσει ανάμεσά τους σημαντική επιθυμία καινοτομίας, έχοντας πρόσφατα ανεγείρει μικρό νοικοκυρεμένο τζαμί, τού οποίου η τετράγωνη και όρθια μορφή ξεχώριζε πολύ ανάμεσα στους τριάντα σωρούς από λάσπη, τούς οποίους ονόμαζαν σπίτια.
Φεύγοντας από το χωριό πέρασαν τον Καρασού, που γινόταν εδώ διαβατός, χωριζόμενος σε πολλά αβαθή κανάλια, και συνέχισαν κατά μήκος τής πορείας του σε ωραία πεδιάδα, που εκτεινόταν μακριά από την όχθη του. Μια μανιασμένη καταιγίδα σταμάτησε την πορεία τους στο μικρό χωριουδάκι τής Ελίτζα (Θερμές Πηγές) [σήμερα Αζιζιγιέ]. Οι πηγές από τις οποίες αντλούσε το όνομά του ήσαν αναμφίβολα εκείνες για τις οποίες ο Ανατόλιος, στρατηγός των ανατολικών στρατευμάτων τού Θεοδοσίου τού Μικρού, κατασκεύασε τα ιαματικά λουτρά τα οποία αναφέρει ο Σεν Μαρτέν4 ότι είχαν ανεγερθεί από τον ίδιο στην περιοχή τού Ερζερούμ. Οι πηγές εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό, αν και με πιο ταπεινό τρόπο, αφού τα σημερινά λουτρά δεν ήσαν τίποτε περισσότερο από ψηλούς τοίχους από λάσπη, χτισμένους γύρω από δύο από τις πηγές. Ένας από αυτούς τούς περιβόλους χρησίμευε για τούς άνδρες και ο άλλος για τις γυναίκες. Η θερμοκρασία τού νερού ήταν λίγο πάνω από τη θερμότητα τού αίματος και η γεύση του προκαλούσε δυσάρεστη ανάμνηση τού Έπσομ Σολτς [πηγές θειούχου μαγνησίου στο Έπσομ τού Σάρεϊ στην Αγγλία].
Σε αυτό το χωριό η κοιλάδα τού Καρασού επεκτεινόταν στη μεγάλη πεδιάδα τού Ερζερούμ. Στην περίμετρό της και στους πρόποδες των βουνών πάνω από αυτήν υπήρχαν διάσπαρτα πολλά χωριά. Ένα, το οποίο ήταν αμυδρά ορατό απέναντι από την πεδιάδα, εμφανιζόταν μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα, ενώ φαίνονταν να υψώνονται από πάνω του λευκοί μιναρέδες. Ήταν η ίδια η πόλη. Η βροχή συνέχισε να πέφτει όλη τη νύχτα, αλλά όταν ξεκίνησαν το πρωί, τα σύννεφα είχαν αποσυρθεί και κρέμονταν σε βαριές λευκές μάζες πάνω από τα βουνά, ενώ κάθε χορταράκι γυάλιζε στο φως τού ήλιου. Ο δρόμος προς την πόλη ήταν σχεδόν αδιάβατος από τη λάσπη, αλλά η προθυμία τους να φτάσουν στον πρώτο τόπο ανάπαυσης στο ταξίδι τους, τούς ωθούσε και μπήκαν στην πόλη ύστερα από διαδρομή μιάμισης ώρας.
Πριν όμως εισαγάγει ο Σάουθγκεϊτ τον αναγνώστη του στον τόπο, πρέπει να επιδοθεί σε μερικές γενικές παρατηρήσεις σχετικές με τη χώρα μεταξύ Τραπεζούντας και Ερζερούμ. Καθώς οι άνθρωποι ήσαν γενικά καλλιεργητές, η κατάστασή τους μπορούσε να γίνει γνωστή από την κατάσταση τής γεωργίας ανάμεσά τους. Η καλλιέργεια ήταν συνηθισμένη σε μέρη όπου η γη ήταν καλή, αλλά ο τρόπος καλλιέργειας ήταν από τούς πιο πρωτόγονους και απλοϊκούς. Το άροτρο αποτελούνταν μερικές φορές από δύο και άλλες φορές από τρία κομμάτια ξύλου. Στην τελευταία περίπτωση, ένα κομμάτι ξύλου, μυτερό στη μια άκρη, σχημάτιζε το υνί. Στην άλλη άκρη ένα όρθιο παλούκι λειτουργούσε ως λαβή και κοντά στο σημείο σύνδεσής τους έτρεχε ένα τρίτο κομμάτι πάνω από το υνί, το οποίο χρησίμευε ως άξονας. Το υνί διαπερνούσε τη γη μόνο για μερικές ίντσες, ενώ, όπου το παρατήρησε να δουλεύει, δεν χρησιμοποιούνταν κοπριά. Σε μερικές απότομες πλαγιές κοντά στην Τραπεζούντα είδαν χωράφια πολλών στρεμμάτων σκαμμένα εξ ολοκλήρου με την αξίνα, ενώ, όταν αυτό είχε επιτευχθεί, η δουλειά επαναλαμβανόταν με το ίδιο εργαλείο, για να σπάσουν και να ισοπεδώσουν τούς βώλους.
Οι ίδιοι οι άνθρωποι φαίνονταν γενικά να βρίσκονται σε ίσους όρους με την τέχνη τους. Ήσαν ακάθαρτοι, φτωχοί και αδαείς. Τα σπίτια τους ήσαν τόσο γεμάτα με ζωύφια, ώστε να κάνουν κάποιον να πιστεύει ότι η γη μαστιζόταν από την τρίτη πληγή τής Αιγύπτου: «Είπε τότε ο Κύριος στον Μωϋσή: «Πες στον Ααρών, “άπλωσε με το χέρι τη ράβδο σου και χτύπησε το χώμα τής γης” και θα γίνουν σκνίπες, που θα πέσουν πάνω στους ανθρώπους και στα τετράποδα σε όλη τη χώρα τής Αιγύπτου». Άπλωσε ο Ααρών τη ράβδο με το χέρι του, χτύπησε το χώμα τής γης και έγιναν σκνίπες. Στους ανθρώπους, στα τετράποδα, σε όλο το χώμα τής γης έγιναν σκνίπες».5
Οι άνθρωποι τού φάνηκαν κατώτεροι από εκείνους στο δυτικό τμήμα τής Μικράς Ασίας. Οι περισσότεροι μωαμεθανοί, για να χρησιμοποιήσουμε μια διάκριση τής χώρας, δεν ήσαν Οσμανλή (Οθωμανοί) αλλά Τούρκοι, γιατί οι πρώτοι, αν και Τούρκοι στην καταγωγή και τη γλώσσα, δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να κομπάζουν για το γεγονός. Ο όρος Τούρκος ήταν υβριστικός κατά την εκτίμησή τους και εφαρμοζόταν από αυτούς στις βάρβαρες φυλές πέρα από την Κασπία, καθώς και για τούς ανθρώπους τής ίδιας φυλής στο ανατολικό μέρος τής δικής τους αυτοκρατορίας.
Εδώ θα αφήσουμε τον Σάουθγκεϊτ. Από Ερζερούμ συνέχισε νότια προς Μους (κεφάλαια 9 και 10), Μπιτλίς (κεφάλαια 11 και 12), ενώ από το Μπιτλίς στράφηκε ανατολικά προς Βαστάν (σήμερα Γκεβάς, κεφάλαιο 13) και Βαν (κεφάλαια 14 και 15). Από τη Βαν πέρασε στην Περσία (κεφάλαιο 16) και το Σαλμάς (κεφάλαιο 17). Προχώρησε στους Νεστοριανούς τής λίμνης Ουρμία (κεφάλαια 18 και 19), στη Χόι (κεφάλαιο 20) και την περσική Ταμπρίζ (κεφάλαιο 21), φτάνοντας στην οποία τελειώνει το βιβλίο του.
<-5. Χάμιλτον: Έρευνες στη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Αρμενία | 7. Κέρζον: Ένα έτος στο Ερζερούμ και στα σύνορα Ρωσίας, Τουρκίας και Περσίας-> |