7. Ρόμπερτ Κέρζον: Αρμενία: Ένα έτος στο Ερζερούμ και στα σύνορα Ρωσίας, Τουρκίας και Περσίας

<-6. Σάουθγκεϊτ: Περιήγηση μέσω Αρμενίας, Κουρδιστάν, Περσίας, Μεσοποταμίας 8. Παρένθεση: Οι Έλληνες ιστορικοί για την άλωση τής Τραπεζούντας->

7. Ρόμπερτ Κέρζον: Αρμενία: Ένα έτος στο Ερζερούμ και στα σύνορα Ρωσίας, Τουρκίας και Περσίας

Image

Φτάνοντας στην Τραπεζούντα

Φένα Καραντενίζ, «Κακή Μαύρη Θάλασσα».1 Αυτός ήταν ο χαρακτηρισμός που είχε αποκτήσει η θυελλώδης λίμνη κατά την εκτίμηση των γειτόνων της στην Κωνσταντινούπολη. Από τα χίλια τουρκικά σκάφη που γλιστρούσαν πάνω στα νερά της κάθε χρόνο, λεγόταν ότι ναυαγούσαν τα πεντακόσια. Ο άνεμος θα φυσούσε μερικές φορές από τις τέσσερις κατευθύνσεις τού ουρανού μέσα σε δύο ώρες, αναδεύοντας τα νερά σαν καζάνι που βράζει. Πυκνές ομίχλες σκέπαζαν τον αέρα κατά τη διάρκεια τού χειμώνα, εξαιτίας των οποίων τα τουρκικά σκάφη έκαναν συνεχώς το λάθος να θεωρούν μια κοιλάδα που ονομαζόταν Ψεύτικο Μπογάζ ως την είσοδο τού Βοσπόρου και να ναυαγούν εκεί μονίμως. Ο Κέρζον είχε δει πτώματα να επιπλέουν σε εκείνο το μέρος τής θάλασσας, όπου έμαθε για πρώτη φορά ότι το πτώμα τής γυναίκας επιπλέει ανάσκελα, ενώ εκείνο τού άνδρα μπρούμυτα. Με λίγα λόγια, στην Κωνσταντινούπολη έλεγαν ότι κάθε πράγμα που ήταν κακό προερχόταν από τη Μαύρη Θάλασσα: η πανούκλα, οι Ρώσοι, οι ομίχλες και το κρύο, όλα έρχονταν από εκεί. Αν και αυτή τη φορά είχαν ωραίο, ήρεμο πέρασμα, ήταν ευτυχής φτάνοντας στο τέλος τού ταξιδιού στην Τραπεζούντα. Όμως, πριν από την αποβίβαση, έπρεπε να επαινέσει συνοπτικά την ομορφιά τού τοπίου στη νότια ακτή, δηλαδή στη βόρεια ακτή τής Μικράς Ασίας. Βράχοι και λόφοι ήσαν ο συνηθισμένος του χαρακτήρας κοντά στην ακτή, με τα ψηλότερα βουνά στην ενδοχώρα.

Μεταξύ Ηράκλειας και Βοσπόρου υπήρχαν απέραντα πεδία άνθρακα, ο οποίος εμφανιζόταν επιφανειακά στις πλαγιές των λόφων, ώστε να μη χρειάζεται εξόρυξη για να παρθεί το κάρβουνο. Εκτός από αυτή τη μεγάλη ευκολία στην παραγωγή του, οι λόφοι είχαν τόσο ομαλές πλαγιές, που ένας τροχιόδρομος μπορούσε να κατεβάσει τα βαγόνια άνθρακα χωρίς καμία δυσκολία στα πλοία στην ακτή. Κανένα άλλο έθνος, εκτός από τούς Τούρκους, δεν θα καθυστερούσε να αξιοποιήσει αυτήν την πηγή τεράστιου πλούτου, την οποία προσφέρει το κάρβουνο.

Όταν μάλιστα μπορούσε να αποκτιέται με τέτοια αξιοσημείωτη ευκολία και τόσο κοντά στη μεγάλη ναυτική πόλη τής Κωνσταντινούπολης. Φαίνεται ότι αποτελούσε ιδιαιτερότητα τής ανθρώπινης φύσης, ότι εκείνοι που ήσαν πολύ ανόητοι για να αναλάβουν οποιαδήποτε χρήσιμη εργασία, συχνά ζήλευαν την παρέμβαση άλλων, που ήσαν πιο ικανοί και πρόθυμοι από τούς ίδιους, όπως δείχνει ο παλαιός μύθος τού σκύλου στο παχνί. Ο Κέρζον καταλάβαινε ότι περισσότερες από μια αγγλικές εταιρείες επιθυμούσαν να ανοίξουν αυτά τα τεράστια ορυχεία τού πλούτου, με την προϋπόθεση πληρωμής μεγάλου ποσού ή καλού ποσοστού στην τουρκική κυβέρνηση. Ζήλευαν όμως την επιχείρηση ενός αλλοδαπού, την οποία δεν ήσαν σε θέση να αναλάβουν οι ίδιοι. Έτσι, αγγλικά ατμόπλοια έφερναν αγγλικό κάρβουνο στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο κόστιζε δεν ξέρω πόσο για να φτάσει σε απόσταση λίγων μιλίων από σημείο, το οποίο ήταν τόσο καλά εφοδιασμένο με το πιο χρήσιμο, αν και όχι το πιο διακοσμητικό, από τα μεταλλεύματα, όσο το ίδιο το Νιουκάσλ επί τού Τάιν. [Ο Κέρζον σημειώνει ότι από τότε που γράφονταν αυτά, το ανθρακοφόρο πεδίο τού Ερεγλί είχε ανοίξει υπό τη διεύθυνση Άγγλων μηχανικών και το κάρβουνο στελνόταν στην Κωνσταντινούπολη.]

Πέρα από τη Σινώπη, όπου το επίπεδο προσχωσιγενές έδαφος εκτεινόταν μέχρι την ακτή, υπήρχαν δάση τέτοιας ξυλείας, που δεν είχαν φανταστεί ποτέ στις βορεινές περιοχές τού Κέρζον. Εδώ υπήρχαν μίλια δένδρων τόσο ψηλών, μεγάλων και ίσιων, ώστε να μοιάζουν με ανθισμένους μιναρέδες.

Image

Ηράκλεια Ποντική (Τουρνεφόρ, Διήγηση ενός ταξιδιού στην Ανατολή, 1717)

Αγριογούρουνα, ελάφια και διάφορα είδη κυνηγιού αφθονούσαν σε αυτά τα υπέροχα αρχέγονα δάση, προστατευμένα από τούς πυρετούς και τα ρίγη που προέκυπταν από την πυκνή ζούγκλα και τα ανθυγιεινά έλη τής ενδοχώρας, τα οποία εμπόδιζαν τον κυνηγό να συνεχίσει το άθλημα κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους τού έτους. Οι κάτοικοι όλου αυτού τού μέρους τής Τουρκίας, Κιρκασίας κλπ. ἠσαν καλοί σκοπευτές με το μικρό, βαρύ όπλο, το οποίο ήταν μόνιμος σύντροφός τους, ενώ μερικές φορές σκότωναν ελάφι. Καθώς η θρησκεία τους προστάτευε τα γουρούνια, τα αγριογούρουνα περιφέρονταν ανενόχλητα σε αυτήν την γι’ αυτά τουλάχιστον «ελεύθερη και ανεξάρτητη χώρα». Το ελάφι έμοιαζε με το κόκκινο ελάφι από κάθε άποψη, μόνο που ήταν σημαντικά μικρότερο. Το κρέας του δεν ήταν ιδιαίτερα καλό.

Η Τραπεζούς είχε επιβλητική εμφάνιση από τη θάλασσα. Στεκόταν πάνω σε βραχώδες οροπέδιο και από αυτή την ιδιαιτερότητα τής θέσης της έπαιρνε το όνομά της, αφού τράπεζα ήταν το τραπέζι στα ελληνικά, αν έπρεπε να πιστέψουν αυτό που τούς έλεγε ο δάσκαλος στο σχολείο. Δεν υπήρχε λιμάνι, ούτε καν κόλπος και η φουρτουνιασμένη θάλασσα έφτανε σε ορισμένες περιπτώσεις στην ακτή, πράγμα που φαινόταν και όπως ήθελε να πιστεύει ο Κέρζον ότι πρέπει να ήταν απαίσια επικίνδυνο. Είχε δει ολόκληρη την καρίνα αγκυροβολημένων πλοίων, καθώς σύρονταν από τη μια πλευρά στην άλλη. Η θέα από τη θάλασσα τής περίεργης αρχαίας πόλης, των βουνών στο βάθος και τής μεγάλης αλυσίδας των κιρκασιανών βουνών στα αριστερά ήταν ακραία μαγευτική. Το μόνο πράγμα που είχε καλό η Μαύρη Θάλασσα, για το οποίο γνώριζε (και αυτό, νόμιζε, μπορούσε να λεχθεί και για ορισμένες άλλες θάλασσες), ήταν τα ψάρια. Το καλκάν μπαλούκ, το ψάρι-ασπίδα, είδος ψήττας, με μαύρα αγκάθια στην πλάτη του, αν και δεν άξιζε από μόνο του ένα ταξίδι στην Τραπεζούντα, άξιζε πολύ την προσοχή τού πιο έμπειρου γαστρονόμου, όταν βρισκόταν εκεί. Το μπαρμπούνι επίσης αλιευόταν σε μεγάλες ποσότητες, αλλά το πιο περίεργο ψάρι ήταν η γαλοπούλα. Αυτό το πλάσμα γενικά θεωρούνταν πουλί, τού γένους των πουλερικών και έτσι ήταν σε όλη του την εξωτερική εμφάνιση. Αλλά στην Τραπεζούντα οι γαλοπούλες τρέφονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου με παπαλίνα και άλλα μικρά ψάρια που ξεπλένονταν στην ακτή από τα κύματα κι έτσι η γεύση περνούσε στη σάρκα τους, έμοιαζε με εκείνη εξαιρετικά κακού ψαριού και ήταν απαίσια δυσάρεστη. Όμως, όταν τα αποσπούσαν από αυτές τις κακές συνήθειες και τα έτρεφαν με καλαμπόκι και βότανα, όπως άλλα αξιοσέβαστα πουλιά, γίνονταν πολύ καλές και άξιζε να γεμιστούν με κάστανα, να ψηθούν και να καταλάβουν θέση πάνω στο τραπέζι τού δείπνου, από το οποίο απομακρύνονταν τα απομεινάρια τού καλκάν μπαλούκ.

Μετά την αποβίβαση, η ομορφιά τής θέας έπαυε, γιατί όπως σε πολλές ανατολίτικες πόλεις, οι δρόμοι ήσαν λωρίδες μεταξύ άδειων τοίχων, πάνω από τούς οποίους εμφανίζονταν κατά διαστήματα κλαδιά από συκιές, στέγες σπιτιών και κλώνοι από πορτοκαλιές και λεμονιές. Έτσι, ιππεύοντας κατά μήκος τους, δεν ήξερες αν υπήρχαν σπίτια ή κήποι σε κάθε πλευρά.

Τα παζάρια αποτελούσαν αντίθεση, με τη ζωή και τη φασαρία τους, σε σχέση με τα στενά σοκάκια μέσω των οποίων προσεγγίζονταν. Εδώ έβλεπε κανείς πολλούς πραγματικούς παλιομοδίτες Τούρκους, με τουρμπάνια μεγάλα σαν κολοκύθες, σε όλα τα χρώματα και σχήματα, να καπνίζουν συνεχώς κάθε είδους πίπα.

Ο Κέρζον δεν ήξερε γιατί οι Ευρωπαίοι επέμεναν να ονομάζουν παζάρια αυτά τα μέρη. Τσαρσί ήταν η τουρκική λέξη για αυτό που έλεγαν παζάρι ή μπεζεστένι για περίκλειστο σκεπαστό χώρο που περιείχε διάφορα καταστήματα. Η λέξη παζάρι σήμαινε αγορά, που ήταν εντελώς διαφορετικό πράγμα.

Τα παζάρια τής Τραπεζούντας περιείχαν πολλά σκουπίδια, ανθρώπινα και άψυχα. Τυρί, σέλλες, παλιά όπλα επικίνδυνης εμφάνισης, καθώς και διάφορα μικροπράγματα και προμήθειες ήσαν όλα όσα μπορούσε να δει κανείς. Πολλά ερειπωμένα κτίρια βυζαντινής αρχιτεκτονικής παρέπαιαν στις πλευρές των πιο ανοιχτών χώρων, προφανώς κάποια πολύ αρχαία και άξια εξέτασης. Στις βεράντες των δύο μικρών απαρχαιωμένων ελληνικών εκκλησιών [τής Αγίας Άννας και τού Αγίου Βασιλείου, όπως θα δούμε παρακάτω στον Λιντς] είδε μερικές τοιχογραφίες τού 12ου αιώνα, προφανώς σε άριστη συντήρηση. Ένα από τα πορτραίτα βυζαντινών βασιλέων και ηγεμόνων, με τα βασιλικά τους ενδύματα, τράβηξε την προσοχή του, αλλά δεν είχε τον χρόνο να τού ρίξει περισσότερο από μια βιαστική ματιά. Ο τάφος τού Σολομώντα, γιου τού Δαβίδ, βασιλιά τής Γεωργίας ή Ιμερέτιας, που στεκόταν στην αυλή μιας άλλης ελληνικής εκκλησίας, κάτω από είδος θόλου από πέτρα, ήταν πολύ περίεργο μνημείο. Επίσης σε δύο εκκλησίες υπήρχαν αρχαίες κορώνες, που φαίνονταν ότι ήσαν από επίχρυσο ασήμι, με διάμετρο οκτώ ή δέκα πόδια, πολύ πολύτιμα δείγματα πρώιμης μεταλλοτεχνίας, τις οποίες εποφθαλμιούσε και επιθυμούσε ιδιαίτερα. Είχαν και οι δύο χαραγμένα κείμενα από την Αγία Γραφή, καθώς και αγίους και χερουβείμ με την πιο ζοφερή όψη, τόσο παλαιά και αλλόκοτα και άσχημα, που θα μπορούσε να λεχθεί ότι ήσαν πραγματικά οδυνηρά περίεργα. Για το θέμα αυτό έπρεπε να παρατηρήσει ότι δεν ήταν ενήμερος σε ποια αρχή έπρεπε να αποδοθεί η εισαγωγή των ποσοτήτων κορωνών, που ήταν τώρα αναρτημένες σε σύγχρονες παλαιού στυλ εκκλησίες στην Αγγλία. Ποτέ δεν είδε καμία σε λατινική εκκλησία, εκτός από το Αιξ-λα-Σαπέλ. Υπήρχαν, υπέθετε, κι άλλες, αλλά σίγουρα δεν ήσαν ποτέ συνηθισμένες ή κοινές οπουδήποτε στην Ευρώπη. Όλες εκείνες που ήξερε ήσαν ελληνικές και ανήκαν στο ελληνικό τελετουργικό. Δεν είχε συναντήσει ποτέ αρχαία γοτθική κορώνα και θα ήταν ευτυχής αν μάθαινε, από πού είχαν αντιγραφεί εκείνες που είχαν προσφάτως εισαχθεί στους ενοριακούς ναούς τής Αγγλίας.

Από την άλλη πλευρά τής πόλης σε σχέση με τον τόπο αποβίβασης, ένα περίπου μίλι πέρα από τα όμορφα παλαιά τείχη τής βυζαντινής ακρόπολης, υπήρχε μικρή χλοώδης πεδιάδα, με μερικά ωραία μεμονωμένα δένδρα. Η πεδιάδα αυτή βρισκόταν σε βεράντα, με την ανοιχτή θάλασσα στο δεξί χέρι, σε επίπεδο πενήντα ή περισσότερα πόδια πιο κάτω. Η θέα από εκεί προς όλες τις πλευρές ήταν υπέροχη. Η ένδοξη γαλάζια θάλασσα, γιατί δεν ήταν μαύρη εδώ, στο δεξί χέρι. Τα τείχη και οι πύργοι που κατέρρεαν σε ερείπια πίσω. Οι λόφοι προς τα αριστερά, στους πρόποδες των οποίων, χτισμένοι στο επίπεδο γρασίδι, υπήρχαν αρκετοί αρχαίοι τάφοι, που δεν ήξερε αν ήσαν μωαμεθανικοί ή χριστιανικοί. Ήσαν χαμηλοί στρογγυλοί πύργοι, με κωνικές στέγες, σαν παλιοί περιστεριώνες, αλλά πλούσιοι σε χρώμα, με παλαιά τούβλα και πέτρα, καθώς και μάρμαρο. Παρασιτικά φυτά, που φύτρωναν σε σχισμές και ρωγμές τις οποίες είχε προκαλέσει ο χρόνος, αφήνονταν στην ησυχία τους από τούς Τούρκους, οι οποίοι, έτσι κι αλλιώς, ήσαν οι καλύτεροι συντηρητές αρχαιοτήτων στον κόσμο, αφού άφηναν τα πράγματα όπως ήσαν. Δεν υπήρχαν ακόμη επίτροποι ναών στην Τουρκία. Δεν υπήρχαν αρχιτέκτονες με δήθεν γούστο, με περιφρονητική και πλήρη άγνοια τής αρχαιότητας, τής αρχιτεκτονικής και τού γούστου, ώστε να χτίζουν γελοίες αποτυχίες για ένα αναθέτον υπουργείο στο Λονδίνο ή για έναν πλούσιο κύριο στη χώρα, ο οποίος δεν φιλοδοξούσε να γνωρίζει οτιδήποτε για το ζήτημα και έπεφτε στο λάθος να πιστεύει, ότι αν πλήρωνε καλά, θα εξυπηρετούνταν καλά και ότι ο άνθρωπος που είχε ανατραφεί για να χτίζει κτίρια, πρέπει να είχε τη γνώση πώς να το κάνει αυτό. Αυτού του είδους η γνώση εμφανιζόταν στην κατασκευή τού Βρετανικού Μουσείου, τής Εθνικής Πινακοθήκης, καθώς και άλλων πρωτότυπων κτιρίων.

Ο ερεθισμός τής σπλήνας του, που προκλήθηκε από το γράψιμο των παραπάνω, ηρέμησε με την ανάμνηση των ερειπίων τού οχυρωμένου μοναστηριού, όπως φαινόταν ότι θα ήσαν, μπροστά στα μάτια του στο πέρα τέλος αυτής τής γοητευτικής ανοιχτής πεδιάδας. Ένας βυζαντινός οικίσκος πύλης βρισκόταν μέσα σε τάφρο που κύκλωνε μεγάλο χώρο, στον οποίο κάποια σπασμένα τείχη μαρτυρούσαν αρχοντικό παλάτι ή μοναστήρι, που κάποτε δέσποζε εκεί. Αλλά στεκόταν ακόμη εκεί δεσπόζοντας σε μεγάλο ύψος η σχεδόν τέλεια εκκλησία τής Αγίας Σοφίας, τής Αγίας τού Θεού Σοφίας, όχι τής αγίας με αυτό το όνομα, αλλά τής θεότητας στην οποία ήταν αφιερωμένος και ο μεγάλος καθεδρικός ναός τής Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Η εκκλησία αυτή ήταν απολύτως περίεργη και ενδιαφέρουσα. Εξωτερικά ήταν πολύ πλούσια σε πολλές από τις ιδιαιτερότητες τής βυζαντινής αρχιτεκτονικής, ενώ μέσα υπήρχαν πολύ τέλεια απομεινάρια τοιχογραφιών, σε ύφος τέχνης αντίστοιχο τού οποίου δεν είχε δει ποτέ σε οποιεσδήποτε τοιχογραφίες. Οι μόνες που τούς έμοιαζαν ήσαν οι εικονογραφήσεις σε έναν περίεργο τόμο τής Μηνολογίας στη Βιβλιοθήκη τού Βατικανού και κάποιες στη δική του. Υπήρχαν αρκετές ημίσωμες μορφές αυτοκρατόρων σε λαμπερά χρώματα, σε κυκλικά διαμερίσματα, στις κάτω πλευρές αψίδων, καθώς και πολλά άλλα έργα ζωγραφικής, των οποίων τα χρώματα ήσαν τόσο ζωντανά, που έμοιαζαν με βαμμένο γυαλί, ιδιαίτερα όταν ήσαν σπασμένα, καθώς τα έντονα περιγράμματα εκείνου που είχε απομείνει, προμήνυαν ότι θα ήσαν φωτεινά σαν κοσμήματα, αν δεν είχαν καταστραφεί από τον σοβά, από τον οποίο είχαν καλυφθεί υποτασσόμενα.

Η θέση, η ομορφιά και η αρχαιότητα αυτού τού χριστιανικού κειμήλιου σε μωαμεθανική χώρα, έδιναν μοναδικό ενδιαφέρον στην εκκλησία τής Αγίας Σοφίας στην Τραπεζούντα. Θα επιθυμούσε να αφιερώσει σε αυτό το μέρος ενδελεχή εξέταση. Ίσως το πορτρέτο κάποιου παλαιού Κομνηνού παρουσιαζόταν μπροστά στα θαυμάζοντα μάτια του. Πολλές ομοιότητες περασμένων αυτοκρατόρων, καισάρων και πριγκιπισσών γεννημένων στην πορφύρα, θα μπορούσαν να ανακτηθούν σε όλο το μεγαλείο των βασιλικών τους ενδυμασιών και των σχεδόν καθαγιασμένων στεμμάτων και διαδημάτων, χαροποιώντας τις καρδιές αρχαιολατρών ενθουσιωδών γι’ αυτή την υπόθεση, οι οποίοι, όπως εκείνος, θα ήσαν δέκα φορές πιο ευχαριστημένοι με την κατοχή ενός πορτρέτου ή ενός ακατανόητου έργου τέχνης αδιαμφισβήτητης βυζαντινής καταγωγής, απ’ όσο με την προσφορά τού χεριού ακόμη και τής ίδιας τής επιφανούς Άννας Κομνηνής. Το πορτρέτο της, μετά την παρέλευση 600 ετών, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον, αλλά δεν ζήλευε τον καίσαρα, που κέρδισε την τιμή μιας συμμαχίας με αυτή την πριγκίπισσα με τις γαλαζοπράσινες κάλτσες.

Σε αυτό το σημείο, αισθανόμενος ο ίδιος μπλεγμένος με τις αναμνήσεις τής βυζαντινής ιστορίας, έπρεπε να παρεκκλίνει σε μικρό επεισόδιο σχετικό με τη μοναδική διατήρηση αρχαίων ηθών και τελετών ακόμη σε χρήση, ή, τουλάχιστον, που υπήρχαν το έτος 1830 στη Βλαχία και τη Μολδαβία. Οι συνήθειες και η εθιμοτυπία εκείνων των αυλών, μαζί με τα ονόματα και τις ενδυμασίες των μεγάλων αξιωματούχων τού κράτους, προέρχονταν όλα από εκείνα τής χριστιανικής αυλής τής Κωνσταντινούπολης πριν από τις καταστροφικές ημέρες τού Μωάμεθ Β’. Τώρα που εκείνα τα εύφορα εδάφη είχαν κατακλυστεί από τούς απογόνους των Αβάρων και των άγριων φυλών των βορείων βαρβάρων, οι οποίοι τόσο συχνά κατά τον Μεσαίωνα έφερναν φωτιά και σπαθί, λίπος και προβιές, σχεδόν στα τείχη τής πόλης, τήν πόλιν, εἰς τήν πόλιν, απ’ όπου προερχόταν το Σταμπούλ, έλπιζε ότι θα τού συγχωρούνταν ίσως, αν πρόσθετε λίγες γραμμές σχετικές με άλλη χώρα, αλλά οι οποίες, νόμιζε, ήσαν ενδιαφέρουσες κατά την παρούσα κατάσταση των υποθέσεων τής τουρκικής αυτοκρατορίας.

Το έτος 1838 έφυγε από την Κωνσταντινούπολη στον δρόμο του προς Βιέννη. Πήγε στη Βάρνα και από εκεί ανέβηκε τον Δούναβη, σε άθλιο ατμόπλοιο, πάνω στο οποίο υπήρχε προσωπικότητα υψηλής διάκρισης που ανήκε σε γειτονικό έθνος, τής οποίας οι τρόποι και τα ήθη τού πρόσφεραν μεγάλη διασκέδαση. Ήταν ευγενικός και με τρόπους κυρίου σε σημαντικό βαθμό, αλλά οι εγχώριοι τρόποι του διέφεραν από εκείνους των δικών συμπατριωτών τού Κέρζον. Είχε πολυάριθμη ακολουθία υπηρετών, τρεις ή τέσσερις από τούς οποίους φαινόταν ότι ήσαν είδος κυρίων. Τον συνόδευαν κάθε βράδυ, όταν πήγαινε στο κρεβάτι, στην καμπίνα τού τρελού ατμόπλοιου. Πρώτα κούρδιζαν έξι ή επτά χρυσά ρολόγια και ο μεγάλος άνδρας έβγαζε τις μπότες του, το παλτό του και δεν ξέρω πόσες χρυσές αλυσίδες. Τότε κάθε νύχτα ντυνόταν από τούς συνοδούς του με διαφορετικό γούνινο πανωφόρι, το οποίο έδειχνε πολύτιμο και μουχλιασμένο στα ταπεινά μάτια τού Κέρζον. Κάθε πρωί, οι ίδιοι κύριοι άπλωναν όλα τα ρολόγια, έβγαζαν το γούνινο πανωφόρι και έβαζαν τον άρχοντά τους σε μοντέρνο και κάπως σφιχτό παλτό, όχι εκείνο που είχε φορεθεί χτες. Όμως σε καμία περίπτωση δεν αντιλήφθηκε τίποτε που να έμοιαζε με πλύσιμο, ή οποιαδήποτε απόδειξη ότι κάποιο αντικείμενο όπως ένα καθαρό πουκάμισο αποτελούσε μέρος τής ταξιδεύουσας γκαρνταρόμπας τού μεγάλου ανθρώπου.

Η Βάρνα βρισκόταν σε ήπια πλαγιά, σε μικρή απόσταση από τις ακτές τής Μαύρης Θάλασσας και τρία ή τέσσερα μίλια νότια λοφοσειράς, μεταξύ τής οποίας και τής πόλης στρατοπέδευσε ο ατυχής ρωσικός στρατός στη διάρκεια τού πολέμου τού 1829. Ο Κέρζον έλεγε ατυχής και όλοι θα συμφωνούσαν μαζί του, αν λάβαιναν υπόψη ένα γεγονός, το οποίο έγραφε με αδιαμφισβήτητη γνώση. Όταν οι Ρώσοι εισέβαλαν στην Τουρκία το 1828, έχασαν 50.000 άνδρες από την ασθένεια και μόνο, την έλλειψη των απαραίτητων για τη ζωή και την παραμέληση τής υπηρεσίας επιμελητείας. 50.000 Ρώσοι πέθαναν στις πεδιάδες τής Τουρκίας, κανένας από τούς οποίους δεν σκοτώθηκε σε μάχη, γιατί οι Τούρκοι δεν αντιστάθηκαν στην προέλασή τους.

Τον επόμενο χρόνο (1829) οι Ρώσοι έχασαν 60.000 άνδρες μεταξύ ποταμού Προύθου και Αδριανούπολης. Όμως ορισμένοι από αυτούς έπεσαν νομίμως σε μάχη. Όταν έφτασαν στην Αδριανούπολη, οι στρατιώτες βρίσκονταν σε τόσο άθλια κατάσταση από την ασθένεια και την έλλειψη τροφίμων, που ούτε 7.000 άνδρες δεν ήσαν σε θέση να φέρουν όπλα. Δεν ήταν γνωστό πόσες χιλιάδες άλογα και μουλάρια χάθηκαν αυτά τα δύο χρόνια. Η τουρκική κυβέρνηση είχε απόλυτη άγνοια αυτής τής θλιβερής κατάστασης στην Αδριανούπολη μέχρι αρκετό καιρό αργότερα, όταν έφτασε πολύ αργά η είδηση. Αν οι Τούρκοι γνώριζαν τι συνέβαινε, ούτε ένας Ρώσος δεν θα ξανάβλεπε την πατρίδα του. Ακόμη κι έτσι, από 120.000 άνδρες ούτε 6.000 δεν ξαναδιέσχισαν τα ρωσικά σύνορα ζωντανοί. Από τις ημέρες τού Κάιν, τού πρώτου δολοφόνου, μεταξύ όλων των εθνών και όλων των θρησκειών, όποιος σκοτώνει τα συνάδελφά του πλάσματα χωρίς νόμιμη αιτία, αντιμετωπίζεται με φρίκη και αηδία και καταδιώκεται από την εκδικητική κατάρα τού Θεού και τού ανθρώπου. Τι θα μπορούσε λοιπόν να σκεφτεί κανείς γι’ αυτό το άτομο, που χωρίς λόγο, χωρίς την παραμικρή επίδειξη δικαιοσύνης, σωστής ή δικαιολογημένης προσποίησης, από δικό του καπρίτσιο, για να ικανοποιήσει δικά του αισθήματα και τη σφοδρή του επιθυμία υπερηφάνειας και αλαζονείας, κατέστρεψε για διασκέδασή του, σε δύο χρόνια, περισσότερα από 100.000 από τα συνάδελφά του πλάσματα; Άραγε δεν θα φώναζε το αίμα τους για εκδίκηση; Άραγε δεν είχε καθένας από αυτούς τούς άνδρες αθάνατη ψυχή, όπως ο χασάπης τους; Άραγε δεν είχαν πολλοί από αυτούς, ίσως πολλές χιλιάδες από αυτούς, περισσότερη πίστη, μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον Θεό, μεγαλύτερα ταλέντα από τον καταστροφέα τους; Καλύτερα θα ήταν αν αυτός ο άνθρωπος δεν είχε γεννηθεί ποτέ! Η ακόλουθη προσευχή ήταν μεταφρασμένη από μια στο τέλος αρχαίου βουλγαρικού ή ρωσικού χειρόγραφου, γραμμένου το 1355: «Ο κριτής κάθεται, ο απόστολος στέκεται ενώπιόν του, η σάλπιγγα ηχεί και η φωτιά καίει. Τι θα κάνεις ψυχή μου, όταν οδηγηθείς στην κρίση; Γιατί τότε θα εμφανιστούν όλα σου τα κακά και όλες σου οι κρυφές αμαρτίες θα γίνουν προφανείς. Από τώρα λοιπόν, εκ των προτέρων, προσπαθούμε να προσευχόμαστε στον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας. Μη με απορρίπτεις, αλλά σώσε με».

Οι οχυρώσεις τής Βάρνας ήσαν πολύ επίπεδες και χαμηλές, αν και λεγόταν ότι ήσαν πολύ ισχυρές. Αλλά, καθώς η πόλη ήταν χτισμένη από ξύλο, ο Κέρζον ήθελε να πιστεύει ότι δεν θα υπήρχε δυσκολία στην πρόκληση πυρκαγιάς με τη βοήθεια μερικών εμπρηστικών βλημάτων, από πλοία στη θάλασσα ή από πυροβολαρχίες στη στεριά. Ήταν χαρούμενος όταν ξέφευγε από όλα αυτού τού είδους τα φρούρια. Οι προμαχώνες, οι τάφροι, τα οχυρώματα τον κρατούσαν μέσα, αν και σκοπός τους ήταν να κρατούν άλλους έξω. Δεν υπήρχε τίποτε γραφικό σε ένα σύγχρονο φρούριο, καθώς δεν υπήρχαν επάλξεις και πύργοι ή οτιδήποτε ευχάριστο στο μάτι. Απλώς, όπου κι αν στρεφόσουν, ήταν σίγουρο ότι θα σταματούσες σε πράσινη τάφρο με βάτραχο μέσα της. Έμεινε λοιπόν στη Βάρνα μόνο τόσο, όσο χρειαζόταν για να σιγουρευτεί ότι δεν υπήρχε τίποτε να δει.

Η ηγεμονία τής Βλαχίας περιείχε 1.500.000 κατοίκους υποκείμενους σε φορολόγηση, 800 ευγενείς και 15.000 ξένους, υπηκόους διαφόρων δυνάμεων. Διοικούνταν από ηγεμόνα (γκίκα), ο οποίος βασίλευε ισόβια. Η δαπάνη μισθοδοσίας ανερχόταν σε 50.000 αυστριακά δουκάτα ετησίως. Όλοι οι αξιωματούχοι πληρώνονταν από την κυβέρνηση.

Τα έσοδα τής ηγεμονίας προέρχονταν από:

Φόρο υποτέλειας, που ανερχόταν ετησίως σε

300.000

δουκάτα

Αλυκές, οι οποίες απέφεραν

150.000

Εδάφη τού ηγεμόνα

30.000

Τελωνεία

70.000

Σύνολο

550.000

Οι δαπάνες ήσαν ετησίως οι εξής:

Μισθοδοσία τού ηγεμόνα

50.000

δουκάτα

Φόρος υποτέλειας στην Υψηλή Πύλη

30.000

Μισθοί αξιωματούχων

150.000

Στρατός 4.000 ανδρών

100.000

Δέκα σταθμοί καραντίνας στον Δούναβη

20.000

Νοσοκομεία

5.000

Σχολεία

12.000

Ταχυδρομείο

30.000

Επισκευές δρόμων

8.000

Σύνολο

405.000

Πρωτεύουσα τής Βλαχίας ήταν το Βουκουρέστι, που είχε 12.000 σπίτια και 80.000 κατοίκους, από τούς οποίους 10.000 ήσαν ξένοι. Υπήρχε μητροπολίτης, ο οποίος ζούσε στο Βουκουρέστι και είχε εισόδημα 10.000 δουκάτων, καθώς και τρεις επίσκοποι, τού Ρίμνικ [Ράμνικου Σάρατ], τού Άρτζεσσι [Άρτζες] και τού Μπούζεο [Μπουζάου], που είχαν 8.000 ο καθένας. Ο μισθός τού πρώτου υπουργού ήταν 3.600 δουκάτα ετησίως. Υπήρχαν τρεις τάξεις ευγενών. Η ψηλότερη αποτελούνταν από εξήντα άτομα, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα τής εκλογής τού ηγεμόνα. Η δεύτερη αριθμούσε 300 και η τρίτη 440. Ο πρωθυπουργός ονομαζόταν βάνος, ο στρατιωτικός διοικητής σπαθάρ, ο υπουργός εσωτερικών μεγάλος ντβόρνικ, ο υπουργός δικαιοσύνης μεγάλος λογοθέτης. Η μεγαλύτερη οικογένεια ήταν εκείνη των Μπρανκοβάνου, τα έσοδα τού αρχηγού τής οποίας ήσαν 12.000 δουκάτα. Οι τίτλοι των μεγάλων αξιωματούχων τού κράτους, καθώς και των κύριων πολιτών γύρω από την αυλή τού οσποδάρου, προέρχονταν από τούς θεσμούς των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Αυτοί οι ευγενείς χωρίζονταν σε τρεις τάξεις. Η σειρά τού προβαδίσματός τους ήταν η εξής:

1η τάξη.
1. Βάνος, αυλάρχης τού ανακτόρου.
2. Ντβόρνικ, αρχιθαλαμηπόλος.
3. Σπαθάρ, στρατιωτικός διοικητής.
4. Λογοθέτης, γενικός γραμματέας.
5. Πόστεμιτς, υπουργός εξωτερικών.
6. Αγάς, επιθεωρητής τής αστυνομίας.

2η τάξη.
1. Κλοσιάρ, γενικός επιμελητής.
2. Παχάρμε, οινοχόος.

3η τάξη.
1. Σερντάρ, διοικητής χιλίων ανδρών.
2. Πιτάρ, επιθεωρητής των φούρνων.
3. Κονσεπίστ, γενικός ληξίαρχος.

Ήταν στην εξουσία τής κυβέρνησης η προαγωγή οποιουδήποτε από αυτούς τούς ευγενείς κατά ένα βαθμό, ύστερα από υπηρεσία τριών ετών.

Πριν από το 1827 αυτοί οι αξιωματούχοι πληρώνονταν από εισφορές που επιβάλλονταν στους υπηκόους τού ηγεμόνα, οι οποίοι στη συνέχεια απαλλάσσονταν από κάθε άλλο φόρο. Ο βάνος είχε εκατόν είκοσι άνδρες, ο ντβόρνικ εκατό, ο παχάρμε εικοσιπέντε και ούτω καθεξής. Από αυτούς έπαιρναν όσο περισσότερα μπορούσαν, όπου ένας άνδρας άξιζε κατά μέσο όρο για τον κύριό του τρία δουκάτα ετησίως.

Η συνθήκη τής Αδριανούπολης περιλάμβανε άρθρο που διασφάλιζε την ανεξαρτησία τής εσωτερικής διοίκησης τής χώρας. Στις 18 Μαΐου 1838 ήρθε εντολή από την Κωνσταντινούπολη με τον βαρώνο Ρούκμαν, στην οποία αναφερόταν ότι η εθνοσυνέλευση έπρεπε να εισαγάγει ρήτρα στο σύνταγμα, η οποία να τούς υποχρέωνε να ζητούν άδεια από τούς Ρώσους, πριν γίνει οποιαδήποτε αλλαγή στον τρόπο εσωτερικής διοίκησης. Ο στρατός δεν μπορούσε να αυξηθεί, ούτε να γίνουν οποιεσδήποτε αλλαγές στη διοίκηση τής καραντίνας κλπ., σε άμεση αντίθεση με τη Συνθήκη τής Αδριανούπολης χωρίς άδεια από τη Ρωσία. Η θανατική ποινή καταργούνταν από το σύνταγμα, αλλά οι μεγάλοι παραβάτες στέλνονταν ισόβια στα ορυχεία.

Ολοκληρώνοντας τη μικρή του περιοδεία στη Βλαχία, ο Κέρζον ξαναδιέσχισε τη θάλασσα προς την Τραπεζούντα και επέστρεψε στην επιθεώρηση αυτής τής αρχαίας πόλης, τόσο διάσημης στη ρομαντική ατμόσφαιρα τού Μεσαίωνα. Ο πασάς και κυβερνήτης, ο Αμπντουλάχ πασάς, κατοικούσε στην ακρόπολη, μεγάλο χώρο κατεστραμμένων κτιρίων, περιβαλλόμενων από ρομαντικά τείχη και πύργους, με το ίδιο στυλ όπως εκείνα τής Κωνσταντινούπολης. Όπως επέβαλλε το καθήκον, προχώρησαν με μεγάλη επισημότητα να κάνουν τελετουργική επίσκεψη στον αντιβασιλέα. Καθώς ο μακρύς τους συρμός ιππέων ελισσόταν μέσα από τα στενά δρομάκια και περνούσε κάτω από τη μακρά σκοτεινή σήραγγα τής βυζαντινής πύλης, πρέπει να έμοιαζαν πολύ ταιριαστοί με τη γραφική εμφάνιση αυτού τού αρχαίου φρουρίου. Από τη ζοφερή πύλη βγήκαν σε μεγάλη, ερειπωμένη αυλή ή χώρο όχι ιδιαίτερου σχήματος, αλλά περιβαλλόμενο από ετοιμόρροπα σπίτια με ξύλινα μπαλκόνια στολισμένα με αμπέλια. Τού έκανε εντύπωση η απουσία φρουρών και στρατιωτών, οι οποίοι συνήθως παρατάσσονταν σε αυτές τις περιπτώσεις σε κυματιστή γραμμή, για να αποτίσουν τιμή ή να επιβάλουν δέος στα συναισθήματα τού Έλτσι μπέη. Έλτσι στα τουρκικά σημαίνει απεσταλμένος, πρεσβευτής.

Πέρασαν σε άλλη αυλή, αν θυμόταν καλά, μέχρι που βρήκαν αριθμό υπηρετών και αξιωματούχων να περιμένουν την άφιξή τους σε ανοιχτή πόρτα και, αφού ξεπέζεψαν, με τη βοήθεια πολυάριθμων ακολούθων σκαρφάλωσαν σε μεγάλη, σκοτεινή, τρελή ξύλινη σκάλα, στην κορυφή τής οποίας, αφού τραβήχτηκε κουρτίνα, τούς έβαλαν σε μεγάλο, ψηλό δωμάτιο, όπου είδαν τον πασά να κάθεται στο ντιβάνι, κάτω από σειρά παραθύρων, στο άνω άκρο τού σελαμλίκ ή αίθουσας υποδοχής. Στη συνέχεια άρχισε η τακτική άσκηση επίσημων φιλοφρονήσεων, υποκλίσεων και ερωτήσεων τού ενός για την υγεία τού άλλου, που γίνονταν με εντελώς μηχανικό τρόπο, χωρίς καμία πλευρά να προσποιείται έστω ότι έδειχνε να εννοεί εκείνα που έλεγε. Κάπνισαν ναργιλέδες και ήπιαν καφέ, ύστερα έκαναν μικρή υπόκλιση στον πασά, με τον πιο ορθόδοξο τρόπο, μέχρι που βαρέθηκαν και κουράστηκαν και εύχονταν να έρθει η ώρα να φύγουν. Αλλά αυτό το είδος τής επίσκεψης ήταν σοβαρή υπόθεση και δεν ήξερε πόση ώρα κάθισαν εκεί, με το πλήθος των τσαούσηδων και των τσιμπουκτζήδων να τούς κοιτάζουν σταθερά από το κατώτερο άκρο τής αίθουσας.

Δεν ήταν εύκολο να καταλήξει πώς έμοιαζε ο πασάς και τι είδους άνθρωπος ήταν, βλέποντας ότι από εξωτερική σκοπιά παρουσίαζε την εμφάνιση μεγάλου πράσινου δέματος, με κόκκινο φέσι στην κορυφή, γιατί ήταν τυλιγμένος με μεγάλο γούνινο πανωφόρι. Φαινόταν ότι είχε σκούρα μάτια, όπως όλοι σε αυτή τη χώρα και μεγάλη μύτη και μαύρη γενειάδα, τα όρια τής οποίας δεν ήταν εύκολο να εξακριβώσει, καθώς δεν μπορούσε εύκολα να διακρίνει τι ήταν γένια και τι ήταν γούνα. Κάθε τόσο η εξοχότητά του μιλούσε ένρινα, σαν να ήταν κρυωμένος, αλλά εκείνος νόμιζε ότι ήταν απλώς τέχνασμα. Όμως, όταν ύψωσε τη φωνή του για να μιλήσει, ο βαθύς και υπόκωφος ήχος ήταν πολύ σημαντικός. Ο Κέρζον είχε ακούσει πολλούς Τούρκους να μιλούν με αυτόν τον τρόπο, τον οποίο, πίστευε, θεωρούσαν αξιοπρεπή, ενώ φανταζόταν ότι αυτό γινόταν κατ’ απομίμηση τού σουλτάνου Μαχμούτ, ο οποίος, είτε ήταν η φυσική του φωνή είτε όχι, μιλούσε πάντοτε σαν να έβγαινε η φωνή του από το στομάχι αντί για το στόμα του. Ο Αμπντουλάχ πασάς τούς υπέβαλε τα σέβη του με αυτόν τον φοβερό ήχο ενώ, μέχρι να τον συνηθίσει λίγο, αναρωτιόταν από ποιο άραγε συγκεκριμένο μέρος τού σωρού από γούνα, ύφασμα, κλπ., προερχόταν αυτό το έντονο μπάσο. Βρήκε, με μεγάλο του θαυμασμό, ότι ο πασάς ήξερε το όνομά του και σχεδόν τόσο πολλή από τη δική του ιστορία, όση και ο ίδιος. Δεν ήξερε από πού είχε αποκτήσει τις πολύ σημαντικές του πληροφορίες, αλλά ένα ενδιαφέρον τόσο ασυνήθιστο σε οτιδήποτε αφορούσε άλλο πρόσωπο τον παρακίνησε να κάνει ερωτήσεις γι’ αυτόν και βρήκε ότι δεν ήταν μόνο άνθρωπος τού ανώτατου αξιώματος και πλούτου, που διέθετε χωριά, τετραγωνικά χιλιόμετρα και αμέτρητα στρέμματα, αλλά ήταν φιλόσοφος. Αν όχι συγγραφέας, ήταν αναγνώστης βιβλίων, ιδιαίτερα έργων ιατρικής. Αυτό ήταν το μεγάλο του χόμπι. Στον τρόπο διακυβέρνησης φαινόταν ότι ήταν πολύ πατριαρχικό είδος βασιλιά. Δεν είχε στρατό ή οποιουσδήποτε στρατιώτες. Δεκαπέντε ή δεκαέξι τσαούσηδες ήσαν όλοι οι φρουροί που μισθοδοτούσε. Κάπνιζε την πίπα τής ηρεμίας στο χαλί τής σύνεσης και το πασαλίκι τής Τραπεζούντας κοιμόταν ελαφρά στον ήλιο. Τα σπίτια γκρεμίζονταν κατά καιρούς και οι άνθρωποι δεν τα επισκεύαζαν ποτέ. Ο υπουργός εσωτερικών έγραφε στην Υψηλή Πύλη δύο ή τρεις φορές τον χρόνο, για να πει ότι τίποτε ιδιαίτερο δεν είχε συμβεί. Το μόνο πράγμα για το οποίο αναρωτιόταν ο Κέρζον, ήταν πώς άραγε αποσπούσαν τον φόρο υποτέλειας, γιατί έπρεπε να διαβιβάζεται τακτικά στην Κωνσταντινούπολη. Οι ραγιάδες έπρεπε να στίβονται. Είχαν δημιουργηθεί, όπως τα πορτοκάλια, γι’ αυτόν τον σκοπό. Όμως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο Αμπντουλάχ πασάς φαινόταν ότι διεκπεραίωνε τη διαδικασία ήσυχα και τα πλήθη υπό την εξουσία του συνέχιζαν να κοιμούνται από χρόνο σε χρόνο. Αυτά ήσαν όλα πολύ καλά για εκείνους που βρίσκονταν σε απόσταση, αλλά οι άμεσοι συνοδοί του υπέφεραν κατά καιρούς από τις φιλοσοφικές αναζητήσεις τού κυρίου τους. Δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο εκτός από ιατρική, ενώ κάθε φορά που μπορούσε να πιάσει γιατρό από το Πεδεμόντιο, θα αγόραζε οποιαδήποτε ποσότητα φαρμάκων από αυτόν και θα μιλούσε σοφά για ιατρικά θέματα, όσο ο γιατρός μπορούσε να το υπομείνει. Καθώς κανείς δεν έλεγε ποτέ την αλήθεια σε αυτά τα μέρη, ο πασάς δεν πίστευε ποτέ αυτά που τού έλεγε ο γιατρός και συνήθως ικανοποιούσε το μυαλό του με πειράματα σε άχρηστα σώματα, [fiat experimentum in corpore vili (ας γίνει το πείραμα σε άχρηστο σώμα)], πολλά από τα οποία πειράματα, όταν περιγράφηκαν στον Κέρζον, τον έκαναν να κλαίει από τα γέλια. Ήσαν ως επί το πλείστον πολύ ιατρικά για να τα διηγηθεί κανείς σε μη ιατρική σύναξη.

Η Τραπεζούς δεν ήταν υπερασπίσιμη από στεριά ή θάλασσα, ούτε μπορούσε να καταστεί τέτοια από την πλευρά τής στεριάς, αφού ελεγχόταν από τούς επικλινείς λόφους ακριβώς πίσω της. Καθώς δεν υπήρχε κόλπος ή λιμάνι οποιουδήποτε είδους, η προσέγγισή της ήταν επικίνδυνη όταν επικρατούσαν βοριάδες, που μαστίγωναν με μανία τα κύματα πάνω στα βράχια. Τα πανδοχεία ήσαν ακόμη άγνωστα. Ο Κέρζον δεν γνώριζε αν υπήρχαν χάνια οποιουδήποτε μεγέθους ή σημασίας όσον αφορά την αρχιτεκτονική τους. Όμως μεγάλοι στάβλοι προστάτευαν τα άλογα μεταφοράς, που κουβαλούσαν τα δέματα εμπορευμάτων τα οποία εισάγονταν από την Κωνσταντινούπολη για το περσικό εμπόριο, το μεγαλύτερο μέρος τού οποίου είχε πια περάσει από τα χέρια των Άγγλων σε εκείνα των Ελλήνων εμπόρων. Το ατμόπλοιο που ερχόταν από την Κωνσταντινούπολη ήταν συνεχώς φορτωμένο με εμπορεύματα, ενώ ακόμη περισσότερα θα στέλνονταν, αν υπήρχαν κι άλλα ατμόπλοια έτοιμα για να τα μεταφέρουν.

Η παρέα τους έγινε δεκτή κάτω από τη φιλόξενη στέγη τού υποπρόξενου κ. Στίβενς, τού οποίου η αυλή ήταν φορτωμένη με αποσκευές κάθε είδους και μεγέθους, επί των οποίων κατερτζήδες ή μουλαράδες καυγάδιζαν συνεχώς χωρίζοντας διάφορα αντικείμενα σε δύο σωρούς, καθώς δύο σωροί θεωρούνταν επαρκές φορτίο για ένα άλογο. Χρειάστηκαν μερικές ημέρες για να κανονιστεί αυτό και τον χρόνο τους απασχολούσαν οι προετοιμασίες για το ταξίδι μέσα από τα βουνά.

Image

Από την Τραπεζούντα στο Ερζερούμ

Τελικά ετοιμάστηκαν. Ο Ρώσος επίτροπος ταξίδευε μαζί τους και εξόρμησαν από την πόλη σε σκόρπια γραμμή πάνω στον λόφο, κατά μήκος τού μόνου γνωστού δρόμου σε αυτό το μέρος τού κόσμου.2 Αυτό το θαύμα τής τέχνης εκτεινόταν για ένα μίλι, μέχρι την κορυφή μικρού λόφου. Λεγόταν ότι κόστισε 19.000 στερλίνες. Ανέβαινε το βουνό σε πείσμα όλων των εμποδίων και ήταν πιο βολικός για να κυλάς κάτω παρά για να ανεβαίνεις, γιατί σε κάποια σημεία ήταν απότομος σχεδόν σαν σκάλα. Φτάνοντας στην κορυφή ήσουν ασφαλής, γιατί δεν υπήρχε πια δρόμος μέχρι την Ταμπρίζ τής Περσίας. Η υπέροχη θέα αντάμειβε τον ταξιδιώτη για την απώλεια αναπνοής μέχρι την ολοκλήρωση τής ανάβασης. Από εδώ ο δρόμος ήταν μονοπάτι, αρκετά φαρδύ για ένα φορτωμένο άλογο, που περνούσε μέσα από ρέματα και λάσπη, πάνω από βράχους, βουνά και γκρεμούς, από τούς οποίους ο Κέρζον δεν θα φανταζόταν ότι μπορούσε να περάσει ούτε κατσίκα. Σίγουρα κανένα λογικό ζώο δεν θα το επιχειρούσε, εκτός αν υπήρχε επείγων λόγος. Η ευχαρίστηση και η διασκέδαση έπρεπε να αναζητούνται με ευρύτερους τρόπους. Εδώ ο κίνδυνος και η δυσκολία προέκυπταν σε κάθε βήμα. Παρ’ όλα αυτά, τα άλογα ήσαν τόσο καλά συνηθισμένα στην αναρρίχηση, τα πηδήματα και την ανάκτηση τής ισορροπίας, που τα εμπόδια σταδιακά ξεπερνιούνταν. Κοιτάζοντας πίσω κατά καιρούς, αναρωτιόταν κανείς πώς άραγε βρέθηκε στο σημείο στο οποίο στεκόταν. Η σιγουριά τού πατήματος των αλόγων ήταν υπέροχη. Συχνά κάλπαζαν για μισή ώρα κατά μήκος τής ξερής κοίτης ενός χειμάρρου, γιατί αυτές θεωρούσαν οι αναβάτες ως τις καλύτερες θέσεις τους, πάνω σε στρογγυλές πέτρες μεγάλες σαν το κεφάλι ανθρώπου, με μεγαλύτερες κατά καιρούς για αλλαγή. Αλλά τα άλογα δεν έπεφταν σχεδόν ποτέ. Τα άλογα αποσκευών, επιβαρυμένα με τα φορτία τους, υποχωρούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά αυτά τα άτυχα ζώα πάντοτε έμπαιναν και πάλι στη σειρά από τις προσπάθειες αποσπάσματος σφιχτοχέρηδων, σκληρόκαρδων μουλαράδων και σύντομα μοχθούσαν κάτω από τα βάρη, που φαινόταν ότι ήταν η μοίρα τους να κουβαλούν για το υπόλοιπο τής ζωής τους. Αν το έβλεπε αυτό κάποιο άλογο άμαξας τού Λονδίνου (γιατί τι άραγε θα μπορούσε να μην περιμένει κανείς σε αυτές τις ημέρες πορείας τής διανόησης και εθνικής παιδείας;), θα ευχαριστούσε το τυχερό του αστέρι, που δεν ήταν τούρκικο φορτωμένο άλογο, για να κουβαλά κάτι σχεδόν τόσο βαρύ όσο μια άμαξα, πάνω-κάτω σε βράχους τόσο απρόσιτους, όσο εκείνοι που απαθανατίστηκαν στους διάσημους στίχους:

«Ο αρχιπλοίαρχος Ρότζερς ήταν άνθρωπος
εξαιρετικά γενναίος, απόλυτα.
Και σκαρφάλωνε σε βράχια πολύ ψηλά,
εξαιρετικά ψηλά, κατακόρυφα».

Έτσι έλεγε ο ποιητής.

[Ο αρχιπλοίαρχος Ρότζερς ήταν Αμερικανός ναυτικός ήρωας τού 19ου αιώνα. Το κωμικό ποίημα «Αρχιπλοίαρχος Ρότζερς» (Commodore Rogers) είναι άγνωστου συγγραφέα.]

Ο Κέρζον δεν ήξερε τι θα έλεγε ο αρχιπλοίαρχος Ρότζερς, αν ήταν μέλος τής παρέας τους. Αυτές οι κυρίες και οι κύριοι που, ακουμπώντας πίσω σε εύκολες άμαξες, κυλούσαν κατά μήκος των μεγάλων δρόμων τού Σιμπλόν, μπορούσαν ίσως να φανταστούν πώς θα ήταν το ταξίδι πάνω από τις Άλπεις πριν φτιαχτούν οι δρόμοι, ενώ η φύση τού εδάφους ήταν τέτοια, σε δύο ή τρία σημεία, που, χωρίς απίστευτη δαπάνη σε τεχνικά έργα και καταπληκτική ημερήσια δαπάνη για να τούς κρατούν καθαρούς από το χιόνι, δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει κανένας δρόμος. Ήταν όμως η μόνη γραμμή επικοινωνίας μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Περσίας. Μέσα από αυτά τα φοβερά χάσματα και βάραθρα μεταφέρονταν όλα τα εμπορεύματα που διέρχονταν ανάμεσα σε αυτά τα δύο μεγάλα έθνη. Τα ήσυχα προϊόντα τού Μάντσεστερ, συνηθισμένα στις άμαξες τής Ευρώπης με τις φαρδιές ρόδες και στους σιδηροδρόμους και τα κανάλια τής Αγγλίας, πρέπει να αισθάνονταν φοβερά τρανταγμένα, όταν έφταναν σε αυτό το τμήμα τού ταξιδιού τους. Πόσο υπέφεραν τα πιατικά, ήταν εύκολα κατανοητό από εκείνους που άνοιγαν τα πακέτα αυτού τού είδους προϊόντων στο τέλος τού ταξιδιού, όταν φλιτζάνια και πιατάκια έπαιρναν την εμφάνιση μικρών γεωλογικών δειγμάτων, αν και μερικά κατάφερναν να επιβιώσουν, παρά το τακτικό έθιμο των μουλαράδων να κατεβάζουν τα φορτία τους κάθε βράδυ με τη συνοπτική διαδικασία τού λυσίματος με απότομη κίνηση κάποιου πονηρού κόμπου στο σχοινί, που κρατούσε τα δέματα στις θέσεις τους σε κάθε πλευρά τού φορτωμένου αλόγου. Αυτά έπεφταν αμέσως με κρότο στο έδαφος, από όπου τα κυλούσαν και τα ακουμπούσαν σε τοίχο, στην υπήνεμη πλευρά τού οποίου ήταν αναμμένη φωτιά και οι αγωγιάτες κοιμούνταν εκεί, όταν δεν υπήρχε χάνι για να αποσυρθούν για τη νύχτα.

Σε αυτό το ταξίδι ο Κέρζον έμαθε για πρώτη φορά την πραγματική αξία τού τσαγιού. Ένας από τούς τσαούσηδες των Ρώσων επιτρόπων είχε περίεργο μικρό κουτί, καλυμμένο με δέρμα αγελάδας και δεμένο πίσω από τη σέλλα του. Δύο περίπου φορές τη μέρα άρχιζε να τρέχει μακριά σαν τρελός, με τα όπλα, τούς αναβολείς του κλπ., κάνοντας θόρυβο, καθώς ξεκινούσε, όπως αυτός που αναποδογύριζε τα σίδερα τής φωτιάς σε ένα δωμάτιο στην πατρίδα. Σε μισή περίπου ώρα τον ανακάλυπταν πάλι βρίσκοντας τα ίχνη του, όταν έβλεπαν το ασθμαίνον άλογό του να οδηγείται πάνω-κάτω από κάποιο μικρό αγόρι μπροστά από τρώγλη, μέσα στην οποία βουτούσαν εκείνοι αμέσως. Εκεί εύρισκαν τον τσαούση γονατισμένο κοντά σε φουντωμένη φωτιά, με το κουτί από δέρμα αγελάδας ανοιχτό στο έδαφος δίπλα του, απ’ όπου εμφάνιζε τώρα γυάλινα ποτήρια με υπέροχο τσάι καραβανιού, γλυκισμένο με ζάχαρη-καραμέλα και με λεπτή φέτα λεμονιού να επιπλέει μέσα σε κάθε ποτήρι.

[Ο Κέρζον σημειώνει ότι τσάι καραβανιού ήταν το τσάι που έφερναν τα καραβάνια, ταξιδεύοντας στη στεριά, από την Κίνα, μέσω των μεγάλων ερήμων τής Ταρταριάς. Ήταν πολύ ανώτερο από το τσάι που ερχόταν από τη θάλασσα].

Αυτός ήταν ο πραγματικός τρόπος να πίνεις τσάι, μόνο που δεν μπορούσες πάντοτε να βρεις τσάι καραβανιού, ενώ, όταν μπορούσες, κοστίζει πάνω-κάτω μια λίρα η λίμπρα. Αλλά οι αναζωογονητικές, ηρεμιστικές και ενδυναμωτικές του ιδιότητες ήσαν πραγματικά αξιοσημείωτες.

Παλαιότερα, σε πολλές μακρές και κουραστικές πορείες, ο Κέρζον εύρισκε ότι μια πίπα πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία ηρεμώντας τα κουρασμένα και διεγερμένα νεύρα. Καθώς δεν αγαπούσε το κάπνισμα υπό κανονικές συνθήκες, αυτές ήσαν οι μόνες περιπτώσεις όπου ένα μακρύ τσιμπούκι φαινόταν ευγνώμον και παρήγορο. Το ότι αυτό αναγνωριζόταν καθολικά, το κατάλαβε από τη συνήθεια όλων των ιεροπρεπών γέρων Τούρκων στην Αίγυπτο και σε ζεστά κλίματα κατά τη διάρκεια τής νηστείας τού ραμαζανιού, οι οποίοι πάντοτε τραβούσαν μια βαθιά ρουφηξιά από τις πίπες τους, τη στιγμή που το δειλινό ανακοινωνόταν με κανονιοβολισμούς στις πόλεις, ή με την εξαφάνιση των ακτίνων τού ηλίου προς τα δυτικά τής χώρας. Το δείπνο δεν φαινόταν να αναμένεται με την ίδια ανυπομονησία, όπως η πρώτη ρουφηξιά από το τσιμπούκι. Όμως καμία πίπα δεν είχε τις ευχάριστες ιδιότητες ενός φλιτζανιού ζεστού τσαγιού, φτιαγμένου με αυτό τον τρόπο. Δεν ήξερε κανένα άλλο ποτό ή τέχνασμα που να παράγει τόσο χαλαρωτικό αποτέλεσμα και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Σε λίγα λεπτά τα ποτήρια, η μικρή τσαγιέρα, καθώς και δύο δοχεία για τσάι και ζάχαρη-καραμέλα, αποσύρονταν στις εσοχές τού κουτιού από δέρμα αγελάδας. Ίππευαν και πάλι τα φτωχά άλογα που δεν είχαν πιει τσάι και ανέβαιναν πάνω από βράχια και πέτρες, ο ένας μετά τον άλλο, σε μακρά σειρά, με τον κανονικό χτύπο των βημάτων να διακόπτεται πότε-πότε από τον κρότο τού χτυπήματος κάποιου από τα κουτιά τους σε βράχο και από τα επιφωνήματα των κατερτζήδων, καθώς το ζώο που το κουβαλούσε κυλιόταν σε τρύπα ή είχε υποχωρήσει σε κάποιο φρικτό μέρος, απ’ όπου φαινόταν αδύνατο ότι θα ξανάβγαινε. Ξανάβγαινε όμως πάντοτε και τελικά σπάνια έπαιρναν χαμπάρι κάποιο από αυτά τα μικρά ατυχήματα, παρά τα οποία προχωρούσαν γενικά μέσα από τα βουνά με ρυθμό τριάντα περίπου μιλίων τη μέρα.

Τη δεύτερη μέρα από την Τραπεζούντα έφτασαν στο χιόνι. Τράβηξαν πάνω από τα κεφάλια τους τις κουκούλες με τις οποίες είχαν εφοδιαστεί. Ο Κέρζον έδεσε το χαλινάρι του στη λαβή τής σέλλας του, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες και παρ’ όλα αυτά κάλπαζε μπροστά, τουλάχιστον το άλογο κάλπαζε, νιώθοντας καλύτερα που δεν κρατούσε το χαλινάρι. Στα ορεινά ταξίδια αυτή ήταν ίσως η πιο απαραίτητη από όλες τις τεχνικές τής ιππασίας, δηλαδή να μην αγγίζεις το χαλινάρι σε καμία περίπτωση, εκτός αν θέλεις να σταματήσεις το άλογο, γιατί, σε δύσκολες συνθήκες, ένα άλογο ή μουλάρι πηγαίνει πολύ καλύτερα, αν αφεθεί στις δικές του επινοήσεις. Σε ορισμένους φοβερούς τόπους, είχε δει άλογο να μυρίζει το έδαφος και στη συνέχεια, στηριζόμενο στους μηρούς του, να βγάζει ένα πόδι προς τα εμπρός τόσο απαλά, σαν να ήταν δάχτυλο, για να αισθανθεί προσεκτικά τον δρόμο. Είχαν υπέροχο ένστικτο αυτοσυντήρησης και φαίνονταν αρκετά ενήμερα για τούς κινδύνους από λανθασμένα βήματα, καθώς και για εκείνους από τούς οποίους περιβάλλονταν στις προεξοχές των ζοφερών βουνών, καθώς και όταν περνούσαν από τυρφώνες και χειμάρρους στις πιο κάτω κοιλάδες.

Στη Μπαϊμπούρτ τούς υποδέχτηκε ο κυβερνήτης, ένας μπέης, ο οποίος τούς πρόσφερε περίφημο γεύμα ή δείπνο, στο οποίο όλοι έφαγαν απίστευτη ποσότητα και σχεδόν άλλη τόση στο πρόγευμα το επόμενο πρωί. Στη Γκουμούσχανε, όπου υπήρχαν ορυχεία αργύρου, ένας πολύ εγκάρδιος ηλικιωμένος κύριος που καθόταν στην άκρη τού δρόμου τού έδωσε το πιο νόστιμο αχλάδι που είχε δοκιμάσει ποτέ. Αυτό το μέρος ήταν διάσημο για τα αχλάδια του. Καθώς βρισκόταν σε βαθιά κοιλάδα, το κλίμα ήταν πολύ καλύτερο από τα περισσότερα μέρη τής χώρας σε αυτόν τον δρόμο. Εδώ μπήκαν σε καλό σπίτι, κοιμήθηκαν σαν άρχοντες και το επόμενο πρωί συνέχισαν παραπατώντας, όπως και πριν. Είχε ένα τεράστιο ζευγάρι μπότες επενδεδυμένες με προβιά, οι οποίες αποτελούσαν τον φθόνο και τον θαυμασμό τής παρέας. Ήταν βέβαια καταπληκτικά άνετες και έφταναν σχεδόν μέχρι τη μέση του. Αν ήσαν λίγο μεγαλύτερες, θα μπορούσε να χωθεί σε μια από αυτές τη νύχτα, πράγμα που θα ήταν μεγάλη ευκολία. Εξυπηρετούσαν πολύ πάνω στο άλογο, αλλά πεζός δυσκολευόταν πολύ και λυπόταν που είχε αμελήσει να ρωτήσει πώς ο Τζακ, που σκότωσε τον Γίγαντα, τα κατάφερνε με τις επτά λευγών μπότες του. Πριν φτάσουν στη Μπαϊμπούρτ, πέρασαν το βουνό Ζίγανα Νταγ, από μέρος όπου ένα ολόκληρο καραβάνι που συνόδευε το χαρέμι τού πασά τής Μους είχε κατατροπωθεί από χιονοστιβάδα, πάνω από τα παγωμένα κομμάτια τής οποίας περνούσαν, με τα πτώματα τής δύστυχης παρέας και όλων των φτωχών κυριών θαμμένα πιο κάτω. Πέρα από τη Γκουμούσχανε υψωνόταν το βουνό τού Χοσαμπουνάρ, το οποίο αποτελούσε μέρος τής οροσειράς που κύκλωνε τη μεγάλη πεδιάδα τού Ερζερούμ. Αυτό ήταν το χειρότερο μέρος όλου τού ταξιδιού. Το προσέγγισαν μέσα από ατέλειωτες πεδιάδες χιονιού, κατά μήκος των οποίων το μονοπάτι φαινόταν σαν στενή μαύρη γραμμή. Αυτές οι πεδιάδες χιονιού, που έμοιαζαν τόσο ομαλές στην όψη, δεν ήσαν πάντοτε πραγματικά έτσι. Καθώς οι κοιλότητες και οι ανισότητες γέμιζαν με χιόνι, μπορούσες να πέσεις σε τρύπα και να πνιγείς, αν άφηνες το μονοπάτι. Αυτό το μονοπάτι είχε σκληρύνει από το πέρασμα των καραβανιών, τα οποία πατούσαν το χιόνι σε κομμάτι πάγου τόσο φαρδύ, ώστε να χωρά μονή σειρά αλόγων. Ενώ όμως νόμιζες ότι βρισκόσουν σε πεδιάδα, ίππευες στην πραγματικότητα στην κορυφή τοίχου ή κορυφογραμμής, απ’ όπου, αν το άλογό σου τύχαινε και γλιστρούσε, δεν ήξερες πόσο βαθιά μπορούσες να βυθιστείς στο μαλακό χιόνι και στις δύο πλευρές.

Στην κορυφή τού βουνού συνάντησαν τριάντα άλογα που είχε στείλει ο πασάς τού Ερζερούμ για δική τους χρήση. Είχαν πάνω από τριάντα δικά τους κι έτσι τώρα υπήρχαν εξήντα άλογα στον συρμό τους. Ο Ρώσος επίτροπος και ο Κέρζον τα άφησαν όλα αυτά πίσω και ίππευσαν μπροστά με δύο ή τρεις φρουρούς, συνοδευόμενοι από τον αρχηγό τού χωριού, στο οποίο επρόκειτο να κοιμηθούν. Τελικά έφτασαν στο φρύδι τού λόφου και δεν μπορούσαν να δουν προς τα κάτω από το χιόνι που έπεφτε. Ήταν τόσο απότομα, όσο η στέγη σπιτιού, ενώ τον δρόμο αποτελούσε σειρά από τρύπες, βάθους 6 περίπου ιντσών [15 εκατοστών] και σε απόσταση 18 περίπου ιντσών [46 περίπου εκατοστών] η μια από την άλλη. Το μονοπάτι είχε πλάτος 16 περίπου ίντσες [40 περίπου εκατοστά]. Προς έκπληξή του, ο αρχηγός τού χωριού, ένας άνθρωπος με μακρύ κόκκινο μανδύα, όρμησε αμέσως με καλπασμό να κατεβεί αυτόν τον δρόμο ή σκάλα, όπως τον αποκαλούσαν. Ο Ρώσος επίτροπος τον ακολούθησε, ενώ ο Κέρζον, νομίζοντας ότι δεν έπρεπε ένας Άγγλος να ηττηθεί από Ρώσο ή Τούρκο, έριξε το χαλινάρι του στον λαιμό τού αλόγου του και κάλπασε ύστερα από αυτούς. Ποτέ δεν είχε δει τέτοιο μέρος για ιππασία!

Image

Ερζερούμ: Γενική άποψη (Κέρζον 1854)

Πήγαιναν όλο και πιο κάτω, βυθιζόμενοι, γλιστρώντας, σκαρφαλώνοντας μέσα και έξω από τις βαθιές τρύπες, με το χιόνι να πετά ραντίζοντας γύρω τους, για να συναντήσει το αδελφό του χιόνι που έπεφτε από τον ουρανό. Ήταν θαύμα πώς τα άλογα στέκονταν στα πόδια τους. Ξεσπούσαν σε ιδρώτα, σαν να ήταν καλοκαίρι. Ήταν ζεστός σαν τη φωτιά από την άσκηση. Ακόμη κατέβαιναν, ολοταχώς, όπως φαινόταν, μέχρι που τελικά βρέθηκε να γλιστράει και να αναπηδάει σε επίπεδο έδαφος, ενώ, ορμώντας πάνω σε μερικά άλογα που στέκονταν σε ανοιχτό χώρο, ανακάλυψε ότι βρισκόταν σε χωριό.

Τώρα τον βοηθούσε να κατέβει από το λαχανιασμένο άλογό του ο κύριος με το κόκκινο πανωφόρι, ο οποίος έδειξε τον δρόμο να μπει σε στάβλο αγελάδων, στο συνηθισμένο μέρος που έμπαιναν τη νύχτα. Έτσι τελείωσε το πιο ασυνήθιστο κομμάτι ιππασίας στο οποίο είχε πάρει ποτέ μέρος.

Δεν ήταν υπέροχο, ίσως, για τον αναβάτη, αλλά τού φαινόταν εκπληκτικό πώς τα άλογα έλεγχαν τα πόδια τους και πώς είχαν τόση δύναμη για να υποβληθούν σε τέτοια θαυμάσια σειρά από άλματα και βουτιές, από τη μία τρύπα στην άλλη.

Την επόμενη μέρα προχώρησαν στο Ερζερούμ και σε χωριό σε απόσταση δύο περίπου ωρών από αυτό τούς συνάντησαν έφιππες όλες οι αρχές τής πόλης. Στάλθηκαν από τον πασά μερικά άλογα με μαγευτικά περιβλήματα για τις επικεφαλής προσωπικότητες και ίππευσαν μέσα στην πόλη σε είδος πομπής, συνοδευόμενοι από 200 ίσως καλά εξοπλισμένους ιππείς, που στρέφονταν ιππεύοντας προς κάθε κατεύθυνση.

Θα αφήσουμε τον Κέρζον στο Ερζερούμ να πάρει μέρος στην τετραμερή διάσκεψη για τη διευθέτηση τής τουρκο-περσικής μεθορίου. Στα κεφάλαια 3-11 παρέχει διάφορα στοιχεία για τη ζωή, τούς ανθρώπους, τη γεωγραφία, τη χλωρίδα και την πανίδα τής περιοχής. Κάπου εκεί αρρωσταίνει, συνέρχεται και ξεκινά το ταξίδι τής επιστροφής, μέσω Τραπεζούντας πάλι. Ξαναβρίσκουμε λοιπόν τον Κέρζον στο κεφάλαιο 12 τού βιβλίου του, όταν αναχωρεί από το Ερζερούμ.

Image

Από το Ερζερούμ στην Τραπεζούντα

Στις 27 Δεκεμβρίου, καθώς είχαν ολοκληρωθεί όλες οι προετοιμασίες, ο Κέρζον άρχισε το ταξίδι του πάνω από τα βουνά για την Τραπεζούντα.3 Ο Κιαμιλή πασάς είχε ετοιμάσει εντολή προς όλους και επί μέρους, μεγάλους και μικρούς στον δρόμο, να τού προσφέρουν κάθε βοήθεια. Με αυτήν, καθώς και με ισχυρό φιρμάνι από τον σουλτάνο, είχε την εξουσία να κάνει ό, τι τού άρεσε σε αυτό το μέρος τού κόσμου. Είκοσι περίπου ακόλουθοι τον συνόδευαν, πέρα από συγκεκριμένη εισφορά από κάθε χωριό που περνούσε, οι οποίοι θα βάδιζαν μέχρι το επόμενο χωριό κάθε μέρα για να καθαρίζουν τούς δρόμους, να απομακρύνουν το χιόνι, να τούς τραβούν από αυτό όταν κολλούσαν μέσα κλπ. Αυτοί οι χωρικοί ήσαν όλοι οπλισμένοι με το ιδιόμορφο στιλέτο τής Κιρκασίας που ονομαζόταν κάμα, πολύ αποτελεσματικό εργαλείο και όπλο, καθώς και με μικρό, βαρύ όπλο, όμορφα φτιαγμένο γενικά, με το οποίο χτυπούσαν αντικείμενα σε πολύ μεγάλες αποστάσεις, με τα 400 πόδια να μη θεωρούνται εκτός βεληνεκούς.

Η προσωπική του εμφάνιση πρέπει να ήταν αξιοσημείωτη. Είχε μακριά γενειάδα και τόσο αδύνατο πρόσωπο, που η μύτη του ήταν ημιδιαφανής, αν όχι διαφανής. Είχε περσικό κάλυμμα στο κεφάλι του και πάνω από άλλα ενδύματα μια τουαλέτα δικής του εφεύρεσης, που τού απέδιδε ιδιάζον προσωπικό κύρος. Ήταν μεγάλο πάπλωμα φτιαγμένο από κάτω πούπουλα πάπιας και φωτεινό πράσινο μετάξι, στη μέση τού οποίου είχε ζητήσει να ανοιχτεί τρύπα, στην οποία έβαζε το κεφάλι του. Τα δύο άκρα τού παπλώματος κρέμονταν μπρος και πίσω, σαν φαιλόνιο ή πόντσο. Γύρω του είχε δέσει ζωνάρι. Η γενική του εμφάνιση πρέπει να ήταν αρκετά εντυπωσιακή για τον θεατή και ίσως οι ντόπιοι στον δρόμο τη θεωρούσαν ως επίσημη ενδυμασία ενός έλτσι μπέη. Ήταν τόσο αδύναμος, που όταν τον τύλιξαν μέσα στο τακτεραβάν [ταχτιρεβάν, φορείο στα τουρκικά], δεν μπορούσε να στριφογυρίσει και σχεδόν πνιγόταν στα δικά του φτερά, μέχρι που κάποιος τον σήκωσε από τη δεξιά πλευρά προς τα πάνω, οπότε μπόρεσε να αποχαιρετίσει όλους τούς κυριότερους Ευρωπαίους και άλλους, που είχαν την καλοσύνη να μαζευτούν για να τον δουν να φεύγει. Μερικοί τον συνόδευσαν για κάποια απόσταση έξω από την πόλη, ενώ ο συνταγματάρχης Ουίλιαμς πήγε μέχρι την Ελίτζα, τρεις περίπου ώρες στο χιόνι, όπου τελείωσε η πορεία τής πρώτης του μέρας.

Την επομένη, στις 28 Δεκεμβρίου, έφτασαν στο Μεϊμανσούρ [σήμερα Μπαστσακμάκ], χωριό στους πρόποδες τού πρώτου ορεινού περάσματος που ονομαζόταν Χοσαμπουνάρ [Κοσαπουνάρ], τρομερό μέρος πάντοτε, αλλά τρομακτικό μέσα στο καταχείμωνο και κάτω από τις περιστάσεις στις οποίες βρισκόταν ο Κέρζον. Το είχαν ανοίξει μόλις πριν από δύο ή τρεις ημέρες, οδηγώντας εκεί χίλια άλογα, που ανήκαν στα καραβάνια, τα οποία είχαν αποκλειστεί από το χιόνι στους πρόποδες τού περάσματος, για να πατούν πάνω-κάτω τον δρόμο και να ανοίξουν μονοπάτι. Αυτός ο δρόμος ήταν εκείνο που ονομαζόταν σκάλα, δηλαδή σειρά από τρύπες, καθεμιά με βάθος ένα περίπου πόδι, μερικές φορές δύο πόδια, δεκαοκτώ περίπου ίντσες σε διάμετρο και σε ίδια απόσταση η μια από την άλλη. Από μακρά εξάσκηση, τα άλογα έβαζαν τα πόδια τους πολύ έξυπνα σε αυτές τις τρύπες, χωρίς να γλιστρούν στις ενδιάμεσες ράχες σκληρυμένου χιονιού. Πεζοί άνδρες ανέβαιναν συνήθως στις ράχες, πράγμα που ήταν σαν να περπατάς στους κύκλους μιας στριφογυριστής σκάλας για μερικές εκατοντάδες μίλια, όπου ήταν πολύ μικρές οι πιθανότητες να μη σπάσεις το πόδι σου, αν γλιστρούσες μέσα στην τρύπα μπροστά ή πίσω σου. Καθώς σε πολλά σημεία ο δρόμος ήταν μείγμα λοξού και κατακόρυφου, ανεβοκατεβαίνοντας υπό γωνία 45°, ο Κέρζον ήταν ξαπλωμένος στο φορείο εναλλάξ με το κεφάλι ή τα πόδια του, ως επί το πλείστον με το κεφάλι του, προς τη μεριά τής ανηφόρας. Τα μουλάρια του κρατιούνταν στα πόδια τους από τόσους άνδρες, όσοι μπορούσαν να σταθούν σε κάθε πλευρά, εκεί όπου ο δρόμος ήταν αρκετά φαρδύς. Στο μεγαλύτερο μέρος του ήταν προεξοχή στο χείλος τού γκρεμού, με πλάτος δεκαοκτώ περίπου ίντσες, όπου οι άνδρες υποστήριζαν τον εξοπλισμό του με σχοινιά, με ισχυρό σώμα να πηδάει και να σκοντάφτει πίσω και μπρος, με ρυθμό ενός περίπου μιλίου την ώρα. Τα γυάλινα παράθυρά του έσπασαν πολύ γρήγορα, αλλά τα επισκεύασαν την επόμενη μέρα με λαδωμένο χαρτί.

Στην κορυφή τού περάσματος έπεσαν πάνω σε παρέα Περσών, που πήγαιναν αντίστροφα προς το Ερζερούμ. Ήσαν καθισμένοι στη σειρά, στο περβάζι τού γκρεμού, κοιτάζοντας απελπισμένα έναν αριθμό των αλόγων αποσκευών τους, τα οποία είχαν ανατραπεί και κυλιούνταν στο χιόνι πολλές εκατοντάδες πόδια κάτω. Δεν φαίνονταν να είχαν σκοτωθεί, όσο μπορούσε να δει, καθώς το χιόνι είχε ανακόψει την πτώση τους. Ο σωρός κάλυπτε τον απόκρημνο βράχο από τον πυθμένα μέχρι είκοσι ή τριάντα πόδια από την κορυφή και γλίστρησαν κάτω από αυτόν, μέχρι που έσκασαν σε βαθιά τρύπα στο χιόνι, σαν πηγάδι, κάτω στην κοιλάδα. Δεν φαινόταν ότι υπήρχε πιθανότητα να τα ανεβάσουν και πάλι. Οι φτωχοί Πέρσες μπήκαν σε γωνίες και μικρά βαθουλώματα στο περβάζι για να κάνουν χώρο για να περάσουν. Υπέθετε ότι τα άλογά τους θα είχαν παγώσει μέχρι θανάτου, πριν οι ίδιοι απομακρυνθούν πολύ. Ήταν εντελώς φοβερό σημείο. Είχαν ξεκινήσει το πρωί πριν χαράξει και έφτασαν το βράδυ σε θλιβερή ορεινή κοιλάδα, σε τρώγλη που ονομαζόταν Ζάζα Χαν. Κατά τη διάρκεια μέρους τής ημέρας, ο κίνδυνος για το τακτεραβάν ήταν τόσο μεγάλος, που τον τράβηξαν έξω και ένας ψηλός, πολύ εγκάρδιος άνθρωπος, που ονομαζόταν μπαϊρακτάρ (σημαιοφόρος), τον κουβαλούσε σαν μωρό στην αγκαλιά του πάνω σε τεράστια προεξοχή, ενώ ένας ή δύο άλλοι τον στήριζαν. Ήταν αρκετά ελαφρύς για να τον κουβαλάει, αλλά υπήρχε τόσο μεγάλη δέσμη χνουδιού που δεν μπορούσε να δει από πάνω του και άλλος άνδρας τον βοηθούσε να προχωρήσει και τού έδειχνε πού να βάλει τα πόδια του. Ήσαν πολύ τυχεροί σε ωραία ηλιόλουστη μέρα για το ταξίδι τους σε αυτό το τρομακτικό βουνό.

Την τελευταία μέρα τού έτους 1843 έφτασαν στην πόλη τής Μπαϊμπούρτ. Αν και είχε στείλει δύο ιππείς για να πουν ότι ερχόταν, κανείς δεν βγήκε από την πόλη για να τον συναντήσει, ενώ προχωρώντας στο παλάτι ή σπίτι τού μπέη, ο κυβερνήτης τού τόπου αρνήθηκε να τον δεχτεί, αν και είχε ήδη λάβει εντολές να τού δείξει κάθε προσοχή. Τελικά τον δέχτηκε ο καδής, στου οποίου το άνετο σπίτι φιλοξενήθηκε ευγενικά. Την επόμενη μέρα συνάντησαν έναν τάταρ, κυβερνητικό αγγελιοφόρο, στον δρόμο του από την Τραπεζούντα. Έστειλε επιστολές με αυτόν στο Ερζερούμ, διαμαρτυρόμενος για την υποδοχή του από τον μπέη τής Μπαϊμπούρτ. Τόσο ραγδαία αντιμετωπίστηκαν τα θέματα από τον φίλο του τον πασά, που ο μπέης απομακρύνθηκε από το αξίωμά του και διορίστηκε άλλος μπέης για να τον διαδεχθεί, πριν φτάσουν ο Κέρζον και η παρέα του στην Τραπεζούντα. Ήταν έξυπνη πρακτική και αναμφίβολα είχε καλό αποτέλεσμα. Οι αρχηγοί των άλλων χωριών και τής μιας πόλης, τής Γκουμούσχανε, τού φέρθηκαν πάντοτε με μεγάλη καλοσύνη και ευγένεια. Στις 2 Ιανουαρίου, σε μια τρώγλη που ονομαζόταν Χαντεράκ Χαν [Χαντράκ, σήμερα Μπαλκαϊνάκ], γνώρισε πλούσιο Πέρση έμπορο που ερχόταν από την Κωνσταντινούπολη με τη σύζυγο και την οικογένειά του.

Image

Ερζερούμ (Κέρζον 1854)

Είχε βρεθεί δεκαοχτώ μέρες στον δρόμο από την Τραπεζούντα, απόσταση τριανταδύο ωρών για τα άλογα των τάταρ, κι έτσι, με αυτόν τον ρυθμό, θα έκανε έξι μήνες στο ταξίδι του μέχρι την Τεχεράνη που ήταν ο προορισμός του.

Ήταν εξαιρετικά ευγενικός άνθρωπος, όπως οι περισσότεροι Πέρσες κύριοι. Είχε μεγάλη ακολουθία υπηρετών και συνοδών, καλοντυμένων και καλά οπλισμένων, καθένας με ασημένιο τάσι, δηλαδή κούπα για να πίνει, κρεμασμένο στον ώμο του και όμορφη κάμα που αιωρούνταν από στενή λωρίδα από το μπροστινό μέρος τής ζώνης του και με τη μέση τόσο πιεσμένη, που δυσκολευόταν να κλείσει το στόμα του, σε πραγματικό κιρκάσιο στυλ. Είχε πολλές περίεργες επινοήσεις για άνεση και ευκολία: μικρές εστίες, που κρέμονταν από τον αναβολέα, για αναμμένα κάρβουνα, για να ανάβει τούς ναργιλέδες κλπ. Ο γιος του, ένας έξυπνος νέος, μιλούσε γαλλικά και πέρασαν πολύ ευχάριστη ώρα μαζί, αν και ο Κέρζον τον είχε βγάλει από την καλύτερη τρύπα στο καλύβι, μέσα στο οποίο ο μπαϊρακτάρ τον είχε ακουμπήσει απαλά στη γωνία. Ήταν τόσο εξουθενωμένος, που δεν καταλάβαινε τίποτε για τη σύγχυση που είχε προκαλέσει, μέχρι να πιεί ένα φλιτζάνι καυτό ρωσικό τσάι, με μια φέτα λεμόνι μέσα του αντί για κρέμα και να διασκεδάσει ρωτώντας για ένα περίεργο είδος πέρδικας, την οποία ένας από τούς άνδρες του είχε χτυπήσει με πέτρα, πράξη για την οποία τού δώρισε το ποσό των 5½ σελινιών.

Στο Καλέ Χαν [Καλέ, μεταξύ Μπαϊμπούρτ και Γκουμούσχανε] είχε δώσει άδεια στον Μουσταφά, τον τσαούσμπασή του ή αρχηγό των τσαούσηδων, να πάει και να δει την οικογένειά του, που ζούσε σε χωριό σε μικρή απόσταση από τον δρόμο. Δεν τούς είχε δει για πολύ καιρό και έφυγε καταχαρούμενος. Έκανε και πάλι την εμφάνισή του σε μέρος που ονομαζόταν Πόρτα Μπαχτσελαρί, όπου ο Κέρζον ξεκουραζόταν στις 3 τού μηνός. Είχε αλλάξει τόσο, που αρχικά δεν τον γνώρισε. Μάλιστα τόσο πολύ, που τον ρώτησε ποιος ήταν και τι ήθελε από αυτόν. Η ιστορία τού δύστυχου ήταν η εξής:

Όταν έφτασε στο χωριό του, ίππευσε μέχρι την πόρτα τού σπιτιού του, θέλοντας να προσφέρει ευχάριστη έκπληξη στη γυναίκα και τα παιδιά του, τα ονόματα των οποίων φώναξε καθώς σταματούσε το άλογό του στον μικρό δρόμο. Κανείς δεν απάντησε όταν ξαναφώναξε, ενώ χτύπησε δυνατά την πόρτα αρκετές φορές. Τελικά μια γριά γυναίκα έβγαλε το κεφάλι της από την πόρτα άλλου σπιτιού και τού φώναξε ρωτώντας γιατί έκανε τέτοιο θόρυβο.

«Θέλω την τάδε», είπε, ονομάζοντας τη σύζυγό του.

«Ποια τάδε;» είπε η γριά. «Ποιος είσαι; Πρέπει να είσαι ξένος σε αυτό το μέρος, για να μην ξέρεις ότι πέθανε από τον πυρετό και θάφτηκε πριν από δύο βδομάδες».

«Και πού είναι ο Χασάν;» είπε ο δύστυχος τσαούσης, ρωτώντας για τον μεγάλο του γιο.

«Ω, πέθανε πριν από τρεις μήνες».

«Και τα δύο μικρά παιδιά;» ρώτησε.

«Θάφτηκαν, δεν θυμάμαι πριν πόσον καιρό», είπε η γριά. «Ο πυρετός μπήκε σε εκείνο το σπίτι. Οι άνθρωποι είναι όλοι νεκροί. Καλύτερα μη μπεις μέσα, ξένε, γιατί έχει κλειδωθεί από τον καδή και ο ιδιοκτήτης, ο Μουσταφά αγάς, ζει πολύ μακριά στο Ερζερούμ. Ίνσαλλα! Θα έρθει κάποια μέρα και ο καδής θα τού παραδώσει το κλειδί».

Ο τσαούσης Μουσταφά δεν ξεπέζεψε από το άλογό του στο πατρικό του χωριό. Έστριψε σιγά-σιγά και ίππευσε στο ίχνος των μουλαριών και των αλόγων των ακολούθων του, μέχρι που τούς έφτασε στο Μπαχτσελαρί Χαν.

«Αλλάχεριμ!» (ο Θεός είναι ελεήμων!), αναφώνησαν οι σύντροφοί του, όταν τούς είπε αυτή τη θλιβερή ιστορία. Η οικογένειά του είχε σαρωθεί από το πρόσωπο τής γης. Δεν είχε απομείνει ούτε υπηρέτης, ούτε ένα παλιό γνωστό πρόσωπο για να τον χαιρετήσει στην επίσκεψή του στο χωριό όπου είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια. Δεν είχε ακούσει τίποτε για τον πυρετό ή για το κακό που είχε πέσει πάνω στο σπίτι του και ξαφνικά βρέθηκε μόνος του σε ολόκληρο τον κόσμο. Θρηνούσαν όλοι γι’ αυτόν, αλλά τι μπορούσαν να κάνουν; Καθένας φαινόταν θλιμμένος καθώς μοχθούσαν και πάλι μέσα από το χιόνι και τον πάγο, ενώ κάπνιζαν την πίπα τού στοχασμού σιωπηλοί στον κουραστικό δρόμο τους.

Στις 7 τού μηνός μπήκαν σε μπελά κοντά σε μέρος που ονομαζόταν Μαντέμ Χάνλαρι, στο πέρασμα τού Ζίγανα Νταγ, μέρος χειρότερο ακόμη και από το Χοσαμπουνάρ. Σκαρφάλωναν όλη τη μέρα σε βραχώδεις προεξοχές και διέσχιζαν χειμάρρους και σωρούς χιονιού, καθένας από τούς οποίους φαινόταν αδιάβατος, μέχρι που κατευθύνονταν πάνω του αποφασισμένοι. Αριθμός χωρικών, με τσεκούρια και σχοινιά, έρχονταν μαζί τους, εργάζονταν με γενναιότητα στον καθαρισμό τού πάγου από τα στενά πρανή των βράχων και οδηγούσαν τα άλογα μέσα από τις πιο δύσκολες περιοχές, όπου με δυσκολία μπορούσαν να σταθούν όρθια. Μερικές φορές τα άλογα σχεδόν σηκώνονταν στον αέρα από τούς άνδρες. Με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή και προσπάθεια, κανένα δεν έπεσε από τούς γκρεμούς.

Το τακτεραβάν τού Κέρζον περιστοιχιζόταν από απόσπασμα γεμάτων ζήλο, δραστήριων ορεσίβιων, που παρέμεναν προσκολλημένοι ο ένας στον άλλο και έβαζαν τα πόδια των μουλαριών στις τρύπες, τις οποίες έκοβαν γι’ αυτά με τα τσεκούρια τους. Τελικά έφτασαν σε μέρος όπου υπήρχε απότομη στροφή στη στενή άκρη χαράδρας ή σχισμής τού βράχου. Το μήκος τού φορείου, με το ένα μουλάρι μπροστά και το άλλο πίσω, καθιστούσε αδύνατη τη στροφή χωρίς εξέταση. Με κάποιον τρόπο, με τη βοήθεια αριθμού ανδρών, το μπροστινό μουλάρι οδηγήθηκε από κύρια δύναμη γύρω από τη γωνία, μέχρι που βρέθηκε σε τέτοια θέση, ώστε το πίσω μουλάρι να τραβηχτεί πάνω από το γκρεμό από τα κοντάρια τού τακτεραβάν στα οποία ήταν δεμένο. Χωρίς σχεδιάγραμμα ήταν δύσκολο να περιγραφεί η θέση στην οποία είχαν βρεθεί, αλλά αυτή μπορεί να γίνει εν μέρει κατανοητή από το γεγονός, ότι από όποια πλευρά τού τακτεραβάν κι αν κοίταζε ο Κέρζον, δεν υπήρχε τίποτε κάτω από αυτόν, ίσως για διακόσια πόδια, μέχρι να φτάσει σε θορυβώδη χείμαρρο, που κρατιόταν ζωντανός από βίαιη άσκηση, πηδώντας, αναπηδώντας και πέφτοντας πάνω σε βράχια και καταρράκτες στο βάθος τής ρεματιάς, ώστε να είναι το μόνο πράγμα που δεν είχε παγώσει σκληρά και ακίνητα στο νεκρό τοπίο τού χοντρού πάγου, τού χιονιού, τού θρυμματισμένου βράχου και τού καθαρού, λείου γκρεμού, που υψωνόταν από το χαρούμενο μικρό ρέμα εκατοντάδες πόδια πάνω από τα κεφάλια τους, εκεί όπου μια άκρη χιονιού κι ένα κράσπεδο παγοκρυστάλλων έλαμπαν στον φωτεινό ουρανό πάνω από τις άκρες των βράχων. Μερικοί από τούς άνδρες τώρα κάθονταν κάτω, με τα πόδια τους να κρέμονται πάνω από τον γκρεμό. Τούς είχαν βοηθήσει άλλοι άνδρες, οι οποίοι με τη σειρά τους κρατούσαν τα πόδια των μουλαριών που είχαν αρχίσει να φοβούνται ή ίσως να πνίγονται και έβγαζαν περίεργους ήχους. Ο φίλος του ο μπαϊρακτάρ έκανε γέφυρα με το μακρύ του σώμα, ξαπλώνοντας από την εσωτερική γωνία τού δρόμου προς την πλευρά τού τακτεραβάν.

Image

Τραπεζούς: Λιμάνι λοιμοκαθαρτηρίου (Κέρζον 1854)

Όσο για τον Κέρζον, εκτός από το να τσιρίζει σαν γέρος αρουραίος σε κλουβί, δεν μπορούσε να κινηθεί, οπότε ήταν ξαπλωμένος ακίνητος, μέχρι που τον τράβηξαν έξω δύο άνδρες πάνω από την πλάτη τού μπαϊρακτάρ, τον τοποθέτησαν σαν δέμα πάνω στο μπροστινό μουλάρι και τον ανέβασαν σε άλογο λίγο πιο πέρα. Τα μουλάρια είχαν κατά κάποιον τρόπο σωθεί και ελευθερωθεί από τούς άξονες τού τακτεραβάν, το οποίο δεν ξαναείδε.

Δεν μπόρεσαν να το φέρουν πιο πέρα και έκανε το υπόλοιπο ταξίδι πάνω σε άλογο, υποστηριζόμενος από έναν άνθρωπο σε κάθε πλευρά όταν ο δρόμος ήταν αρκετά φαρδύς, από έναν όταν ήταν πολύ στενός για δύο, ενώ, όταν υπήρχε χώρος μόνο για το άλογο, ο μπαϊρακτάρ τον κουβαλούσε στην αγκαλιά του, μέχρι που έφτασαν στον «βασιλικό δρόμο», με πλάτος δύο ολόκληρα πόδια, όπου τον ξανάβαλαν πάνω σε άλογο.

Με αυτόν τον τρόπο, με αργούς ρυθμούς, σκαρφάλωσαν τον δρόμο τους, μέχρι που στις 10 Ιανουαρίου, ύστερα από ταξίδι δεκαπέντε ημερών μέσα από το έντονο κρύο των βουνών, έφτασε, με καλύτερη υγεία και δύναμη απ’ όση όταν ξεκίνησε, στην άκρη τού οροπεδίου απ’ όπου είδε τα γαλάζια νερά τής θάλασσας, ενώ στις έντεκα το πρωί ήταν καθισμένος στο δωμάτιό του στον σταθμό καραντίνας στην Τραπεζούντα.

Παλαιότερη ιστορία τής Τραπεζούντας

Η Τραπεζούς, διάσημη κατά τον Μεσαίωνα ως τόπος διαμονής μάγων, σαγηνευτών και τρομερών ηρώων ιπποσύνης, ήταν περισσότερο γνωστή μέσα από τις σελίδες τού ρομαντισμού παρά από οποιαδήποτε γεγονότα ιστορικής σημασίας που συνέβησαν εκεί κατά τη διάρκεια πολλών αιώνων.4 Το μόνο πρόσωπο που ήταν ίσως σε θέση να ρίξει περισσότερο φως πάνω στην αρχαία ιστορία αυτής τής βυζαντινής πόλης, ήταν εκείνος ο φιλαλήθης χρονικογράφος, ο Σιντ Αμέτ Μπενγκενελί, ο οποίος, στην περιγραφή του για τον φημισμένο και ανδρείο Ιππότη τής Ελεεινής Μορφής, αναφέρει για τον Δον Κιχώτη, ότι «ο φτωχός κύριος φανταζόταν ήδη τον εαυτό του τουλάχιστον ως εστεμμένο αυτοκράτορα τής Τραπεζούντας από την ανδρεία τού μπράτσου του. Τυλιγμένος σε αυτές τις ευχάριστες ψευδαισθήσεις και ενεργώντας βιαστικά από την παράξενη ευχαρίστηση που εύρισκε στα μυθιστορήματα τής ιπποσύνης, ετοιμαζόταν να εκτελέσει αυτό που τόσο επιθυμούσε». [Ο Σιντ Αμέτ Μπενγκενελί είναι φανταστικός χαρακτήρας, μουσουλμάνος ιστορικός υποτίθεται, που δημιουργήθηκε από τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες στο μυθιστόρημά του Ο ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης τής Μάντσας.]

Όμως, δύο πραγματικά γεγονότα συνέβησαν στην Τραπεζούντα, τα οποία ο Κέρζον θα προσπαθούσε να περιγράψει, καθώς ήσαν τα μόνα που ξεχώριζαν σε έμφαση στα αρχεία των δουκών, κομήτων και κυβερνητών, που κρατούσαν αυτή την επαρχία κάτω από τη νωχελική τους κυριαρχία.

Κατά τον 3ο αιώνα οι Γότθοι, μια ομάδα απελπισμένων βαρβάρων, που προέρχονταν αρχικά από την Πρωσία, εγκαταστάθηκαν σε περίεργο παράμερο βασίλειο, που βρισκόταν στον Κιμμέριο Βόσπορο, στην είσοδο που έδινε στην Αζοφική Θάλασσα πρόσβαση από τη Μαύρη Θάλασσα. [Οι Γότθοι ήσαν ανατολικογερμανικός λαός, δύο κλάδοι τού οποίου, οι Βησιγότθοι και οι Οστρογότθοι, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πτώση τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την εμφάνιση τής μεσαιωνικής Ευρώπης. Τον 3ο μ. Χ. αιώνα οι Γότθοι διέσχισαν τη Μαύρη Θάλασσα, επέδραμαν στα Βαλκάνια και την Ανατολία μέχρι την Κύπρο και λεηλάτησαν την Αθήνα, το Βυζάντιο και τη Σπάρτη.] Η Τραπεζούς, πρωτεύουσα ρωμαϊκής επαρχίας, είχε ιδρυθεί την εποχή τού Ξενοφώντος από ελληνική αποικία και τώρα όφειλε τον πλούτο και το μεγαλείο της στη γενναιοδωρία τού αυτοκράτορα Αδριανού, ο οποίος είχε κατασκευάσει τεχνητό λιμάνι για τη ναυτιλία της, ενώ η πόλη προστατευόταν από την πλευρά τής στεριάς από διπλή σειρά τειχών και πύργων, μέρος των οποίων πιθανώς υπήρχε ακόμη ανάμεσα στις οχυρώσεις που ανεγέρθηκαν αργότερα από τούς χριστιανούς αυτοκράτορες και τούς Τούρκους. Εκείνους τούς ταραχώδεις καιρούς η χώρα βρισκόταν σε αναταραχή και οι πλούσιοι πατρίκιοι είχαν στείλει τούς θησαυρούς τους στην πόλη για μεγαλύτερη ασφάλεια, αφού η φρουρά είχε ενισχυθεί από πρόσθετο σώμα 10.000 ανδρών. Στόλος πολλών πλοίων βρισκόταν στο λιμάνι, τα οποία, ίσως, αναζητούσαν δειλά καταφύγιο από τούς πειρατές τού Ευξείνου μέσα στις περικλεισμένες αποβάθρες τού λιμανιού τού Αδριανού. Τα πλούτη των κατοίκων, το γαλήνιο κλίμα και τα μαλακά ήθη των Ελλήνων, είχαν εκνευρίσει τα πνεύματα των διοικητών των στρατευμάτων. Οι μοντέρνοι μικρολόγοι ήσαν βυθισμένοι στην πολυτέλεια και την ευκολία. Αισθανόμενοι ασφαλείς μέσα στα απόρθητα τείχη τού αυτοκρατορικού φρουρίου, είχαν παραδοθεί σε συναισθήματα νωχελικής περιφρόνησης των ξένων εχθρών. Οι λαμπροί αξιωματικοί και οι περιφρονητικοί γερουσιαστές, μέσα σε φαρδιούς χιτώνες, περνούσαν τις ημέρες τους γλεντώντας και προσέχοντας τις κυρίες, παραμελώντας την πειθαρχία και την επαγρύπνηση, πιστεύοντας ότι τα ψηλά τείχη και οι δυνατοί πύργοι αποτελούσαν επαρκείς προμαχώνες για να κρατήσουν μακριά τούς βάρβαρους τούς οποίους περιφρονούσαν.

Γύρω στο έτος 260 τής εποχής μας [το 258 μ. Χ.] οι Γότθοι, οι οποίοι είχαν κάνει πολλές περιπλανώμενες εκστρατείες στις ακτές τής Κιρκασίας [περιοχής στην ανατολική ακτή τής Μαύρης Θάλασσας], είχαν λεηλατήσει με διάφορους βαθμούς επιτυχίας τούς ναούς και τις πόλεις στις ακτές τής Μαύρης Θάλασσας. Αυτοί οι αδάμαστοι άγριοι επιβιβάζονταν σε στόλο από μικρές, επίπεδου πυθμένα βάρκες, καθεμιά από τις οποίες περιλάμβανε λίγους μόνο άνδρες, οι οποίοι κατοικούσαν σε είδος σπιτιού με πλάγια οροφή, φτιαγμένου από ξύλο στο κέντρο τής βάρκας. Ένα αμέτρητο κοπάδι τέτοιων πλωτών σπιτιών απλωνόταν πάνω από την επιφάνεια των κυμάτων, εμπιστευόμενοι τούς ανέμους για την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσουν, καθώς και τη λεηλασία των χωριών στην ακτή για τροφή. Αυτό το σμήνος των άπληστων πειρατών έφτασε κατά τη διάρκεια μιας από τις επιδρομές τους στην περιοχή τής Τραπεζούντας. Αποβιβάστηκαν σε μεγάλους αριθμούς κάτω από τα τείχη, από τις κορυφές των οποίων οι ωραίες δεσποινίδες και οι μεταξένιοι πολεμιστές κοίταζαν κάτω με περιφρονητική συμπόνοια την άξεστη συμπεριφορά, τα κακοφτιαγμένα ρούχα και τη χονδροειδή εμφάνιση των περιοδευόντων Γότθων και έχοντας ικανοποιήσει την περιέργειά τους και εκφράσει την περιφρόνησή τους για την ορδή των βαρβάρων που είχαν φτάσει με τον παράξενο στόλο των μικρών σκαφών, αποσύρονταν στις στοές που κύκλωναν τις αυλές των ανακτόρων. Μερικοί πήγαιναν στο φόρο, στο κέντρο τής πόλης, για να ακούσουν τα νέα και να γελάσουν με την άξεστη εμφάνιση των Γότθων. Οι κυρίες και οι κύριοι, αλλάζοντας τα πρωϊνά τους ενδύματα με ελαφρότερες και πιο πλούσιες βραδινές φορεσιές, συγκεντρώνονταν στις μαρμάρινες αίθουσες πολλών παλατιών, γοητευμένοι με τον ενθουσιασμό ενός νέου θέματος για γελοιοποίηση στα πρόσωπα και τα φορέματα των Γότθων και νέου θέματος για συνομιλία στις εκλεπτυσμένες συνελεύσεις των στιλβωμένων ευγενών και των υπέροχων δεσποινίδων τής πολυτελούς πόλης τής Τραπεζούντας.

Μπορούμε να φανταστούμε τη συνομιλία μιας ευχάριστης μικρής παρέας μαζεμένης στο τρίκλινο [αίθουσα υποδοχής] τού νομάρχη τής πόλης. Οι κύριοι, σε μελετημένες στάσεις, ξαπλωμένοι στα ντιβάνια ή σε καναπέδες τοποθετημένους στον τοίχο, πίσω από τα μαρμάρινα τραπέζια. Οι κυρίες, με χαριτωμένα φορέματα, καθισμένες στα πόδια τους, ενώ υπηρέτες με στεφάνια από λουλούδια γύρω από τα κεφάλια τους, με κοντούς χιτώνες από λευκό μεταξωτό, έφερναν πιάτα με κοτσύφια βρασμένα σε κρασί, τάρτες με μέλι που μπορούσε να καταναλωθεί από τούς ντόπιους χωρίς συνέπειες, ενώ οι ξένοι έχαναν τις αισθήσεις τους, αν αποτολμούσαν το επικίνδυνο καρύκευμα.

«Ευδοκία, αγαπημένη, μήπως ανέβηκες τα φρικτά σκαλοπάτια πάνω στο τείχος, για να δεις αυτούς τούς ανθρώπους έξω; Έχεις ξαναδεί τέτοια πλάσματα;»

«Ω, ναι, Λαΐς, ανέβηκα. Φτωχοί βάρβαροι! Γιατί άραγε δένουν τα πόδια τους με δερμάτινα λουριά με αυτόν τον αστείο τρόπο; Και τι τσιγγούνικους χιτώνες φορούν! Νομίζω ότι πρέπει να είναι φτιαγμένοι από προβιές! Ένας από αυτούς – μεγάλη προσωπικότητα, χωρίς αμφιβολία, στη δική του άσχημη μικρή χώρα– είχε φτιάξει για τον εαυτό του τήβεννο από κουβέρτα. Θα τον είδες κι εσύ, Ξενοφών. Αφού ήσουν μαζί μας».

«Ε, ναι, νομίζω ότι τον είδα», είπε ο Ξενοφών. «Αλλά πόσο βαριά τσεκούρια κρατούν! Πόσο μακριά, ίσια σπαθιά φορούν! Λένε ότι οι λαβές τους είναι χρυσές. Τολμώ να ορκιστώ ότι είναι μπρούτζινες. Οι λεγεωνάριοί μας θα ξεμπερδέψουν εύκολα μαζί τους».

«Λοιπόν», λέει η Λαΐς, «εύχομαι να στέλνατε αυτούς τούς άσχημους ανθρώπους μακριά, γιατί δεν μπορεί κανείς να πάει μια βόλτα στον ιππόδρομο, καθώς βρίσκονται εκεί εδώ και δύο μέρες, ενώ το νέο ασημένιο χάμουρο για τα λευκά μου βόδια είναι τόσο όμορφο. Αλλά, Ευδοκία, είδες την κυρία; Ακούω ότι είναι πριγκίπισσα, πριγκίπισσα που ταξιδεύει σε μαούνα! Αγαπητοί μου, πρέπει να είναι μεγάλη κυρία»!

«Δεν έχω ακούσει τίποτε γι’ αυτήν», λέει η Ευδοκία. «Πες μου όλα όσα ξέρεις. Πώς μοιάζει; Είναι ψηλή ή κοντή; Όμορφη ή άσχημη; Ή τί; Ας έχουμε μια περιγραφή τής βαρβαρικής σας κυρίας».

«Γιατί», απαντά η Λαΐς, «είναι απαίσια ψηλή και έχει ανοιχτόχρωμα μαλλιά, πλεγμένα σε δύο μεγάλες ουρές σαν σχοινιά, καθώς και πολλά τού ίδιου χρώματος, που κρέμονται μπροστά από την κάθε πλευρά τού προσώπου της και φτάνουν στα γόνατά της. Είναι ντυμένη με μακρύ και πολύ κλειστό φόρεμα, με αμέτρητες πτυχές που φτάνουν ψηλά γύρω από τον λαιμό της. Το φόρεμά της περιορίζεται γύρω από τη μέση της με ζώνη από χρυσό και κοσμήματα, ενώ έχει χρυσή ταινία γύρω από το κεφάλι της. Αυτό το φόρεμα ήταν ανοιχτόχρωμο γαλάζιο και τόσο μακρύ, που δεν μπορούσα να δω τα πόδια της, αλλά εκείνα των κοριτσιών μαζί της ήσαν τέτοιου μεγέθους, Ευδοκία, που τέσσερα από τα πόδια μας θα χωρούσαν στα παπούτσια τους, τα οποία ήσαν από χρυσό υλικό, έφταναν μέχρι τον αστράγαλο και ήσαν στολισμένα με μαργαριτάρια, δηλαδή βαριά σαν μολύβι, όπως φαντάζομαι».

«Ήταν όμως η πριγκίπισσα όμορφη;» ξαναρωτά η Ευδοκία.

«Ο Ξενοφών λέει ότι είναι, αλλά δεν τον πιστεύω. Έχει παράξενου χρώματος μάτια, μού είπαν, στο χρώμα τού ενδύματός της, ενώ δεν είναι χλωμή και απαλή σαν μάρμαρο, αλλά έχει ρόδινα μάγουλα και λαιμό λευκό σαν χιόνι. Αλλά φαινόταν πολύ ανόητη και σοβαρή και περήφανη. Φτωχό πλάσμα! Για τί άραγε μπορεί να είναι περήφανη, δεν μπορώ να καταλάβω. Δεν έχει τα μαύρα μάτια και το λαμπερό χαμόγελο των κοριτσιών μας».

«Οι άνδρες φορούν στα κράνη τους περίεργο μαλλί», λέει ο Ξενοφών. «Είναι σγουρό και ανοιχτόχρωμου μπλε-γκρίζου χρώματος. Οι βάρβαροι φαίνεται να πιστεύουν ότι είναι πολύ ωραίο. Δεν έχω δει τίποτε σαν αυτό. Είναι φτιαγμένο από την προβιά παράξενης ράτσας αρνιών, που δεν πρέπει να συναντιούνται πουθενά έξω από τη χώρα τους».

«Τι στο καλό θέλουν τόσα πολλά δεμάτια;» ρωτά άλλη νεαρή κοπέλα. «Είμαι βέβαιη ότι οι ημέρες είναι αρκετά ζεστές το καλοκαίρι. Ίσως δεν έχουν καυσόξυλα στις δικές τους άθλιες περιοχές. Στην πλαγιά πάνω από την ακρόπολη, από τη μέρα που ήρθαν, δεν κάνουν τίποτε άλλο, εκτός από το να κόβουν θάμνους και να φτιάχνουν από αυτούς δεμάτια».

«Αχ», λέει ο Ξενοφών, «θα κερδίσουν μόνο τη διασκέδαση τής πυρπόλησης μερικών χωριών, αν και αυτή δεν θα αναπληρώσει τη φασαρία στην οποία μπήκαν, γιατί όλα όσα θα άξιζε να πάρουν, έχουν μεταφερθεί εντός των τειχών. Να τος όμως ο μικρός οινοχόος με το κρασί από τη Χίο και το Φελέρνο [Φαλέρνο, στην Καμπανία τής νότιας Ιταλίας]. Μην ασχολείστε με αυτούς τούς εξωτερικούς βάρβαρους. Πάμε στο δείπνο».

Έτσι πήγαν στο δείπνο και δοκιμάζοντας κλασικές γεύσεις, τραγούδησαν στίχους ηρωικών θεμάτων από τον Όμηρο, συνοδευόμενοι από τη μουσική τής λύρας και τής διπλής φλογέρας.

Οι Γότθοι πήγαν επίσης να δειπνήσουν έξω, κάτω από τα δένδρα, ενώ έτρωγαν μεγάλα κομμάτια κρέατος που είχε κοπεί από βόδια που είχαν ψηθεί ολόκληρα. Η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή, αλλά οι φρουροί και οι πολίτες φώτιζαν επιδεικτικά τα δωμάτιά τους μέσα στην πόλη, που αντηχούσαν από γέλια, τραγούδια και ευθυμία.

Η νύχτα προχωρούσε, ενώ το ίδιο έκαναν και οι Γότθοι. Κάθε άνθρωπος κουβαλούσε δεμάτι ξύλα, το οποίο έριχνε στην τάφρο κάτω από το τείχος. Χιλιάδες στοιβάχτηκαν πάνω στα από κάτω, ενώ κι άλλα ρίχτηκαν πάνω σε αυτά. Ο σωρός των δεματιών υψωνόταν, τα πάνω-πάνω βρίσκονταν στο επίπεδο των επάλξεων. Πού ήσαν οι φρουροί τής πόλης; Πού ήσαν οι λεγεωνάριοι και οι 10.000 βοηθητικοί στρατιώτες; Κοιμούνταν από την κούραση τής βραδινής γιορτής. Ήσαν παντού, εκτός από εκεί όπου έπρεπε να είναι, δηλαδή πάνω στα τείχη.

Κάτω από τούς πύργους και τις επάλξεις ξεχύθηκε ρεύμα άγριων αποφασισμένων πολεμιστών. Έκλεισαν τις πύλες σε αυτή την πλευρά, από φόβο μήπως βγει η φρουρά, αλλά ο συναγερμός διαδόθηκε. Οι λεγεωνάριοι, οι οποίοι ξύπνησαν από την κραυγή, βγήκαν από την αντίθετη πλευρά των οχυρώσεων και διέφυγαν στην ύπαιθρο. Εκείνοι που δεν ήσαν αρκετά γρήγοροι, μαχαιρώθηκαν πισώπλατα και σφάχτηκαν σε σωρούς. Η φωτιά και το σπαθί άρχισαν τη φοβερή τους βασιλεία, το αίμα κυλούσε στους δρόμους, η σφαγή ήταν φρικτή. Οι πιο ιεροί ναοί, λέει ο ιστορικός, τα πιο υπέροχα οικοδομήματα, συμμετείχαν σε κοινή καταστροφή. Η λεία που έπεσε στα χέρια των Γότθων ήταν τεράστια. Ο πλούτος των γειτονικών χωρών, που είχε κατατεθεί στην Τραπεζούντα ως ασφαλές καταφύγιο, προστέθηκε στα λάφυρα. Ο αριθμός των αιχμαλώτων ήταν απίστευτος. Όσοι απέμειναν ζωντανοί, συγκεντρώθηκαν από τούς Γότθους. Η Λαΐς και η Ευδοκία έγιναν υπηρέτριες τής πριγκίπισσας των Γότθων. Ο Ξενοφών και 2.000 αρτιμελείς δανδήδες οδηγήθηκαν κάτω στο λιμάνι από 200 Γότθους, οι οποίοι τούς έβαλαν να αλυσοδέσουν ο ένας τον άλλο στα κουπιά των γαλερών, πάνω στις οποίες η τεράστια λεία τής Τραπεζούντας μπαρκάρισε με την καταναγκαστική εργασία των πολιτών, ένας ή δύο από τούς οποίους κόπηκαν στη μέση με σάρωμα τού μεγάλου γοτθικού σπαθιού, για να ενθαρρύνουν τούς άλλους, αν δεν βιάζονταν στο έργο τους κάτω από τις καυτές ακτίνες τού ήλιου. Ο Κιμμέριος Βόσπορος υποδέχθηκε τον στόλο των γαλερών φορτωμένο με τούς θησαυρούς και κωπηλατούμενο από τούς δούλους τής αρχοντικής πόλης τής Τραπεζούντας, που τώρα σιγοκαιγόταν σε σωρό ερειπίων που κάπνιζαν.

Έτσι τελείωσε το πρώτο επεισόδιο στην ιστορία τής Τραπεζούντας. Για περισσότερα από χίλια χρόνια η ιστορία τής Τραπεζούντας παραμένει τυλιγμένη στις ομίχλες τής αφάνειας και τής ασημαντότητας. Διάφοροι δούκες, ηγεμόνες και κόμητες διαδέχονταν ο ένας τον άλλο σε μακρά σειρά υπερηφάνειας χωρίς δόξα.

Τον 13ο αιώνα, ο ιπποτικός οίκος των Κουρτεναί, με τη βοήθεια των ηρώων των Σταυροφοριών, ανέβηκε στον θρόνο τής Κωνσταντινούπολης και οι πρόγονοι τού κόμη τού Ντέβον παρήγαγαν τρεις αυτοκράτορες, που βασίλεψαν διαδοχικά στο Ανατολικό τμήμα τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. [Μάλλον ωραιοποιημένη περιγραφή τής άλωσης τής Κωνσταντινούπολης από τούς «σταυροφόρους» τής Τέταρτης Σταυροφορίας (1204) και τη συνακόλουθη ίδρυση τής Λατινικής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης (1204-1261).] Η αρχαία δυναστεία των Κομνηνών, διωγμένοι από τις κτήσεις επί των οποίων είχαν την αρχή για αιώνες, κατέφυγαν σε διάφορα εδάφη. Ο Αλέξιος, ο γιος τού Μανουήλ και εγγονός τού Ανδρόνικου Κομνηνού, ανέλαβε την κυβέρνηση τού δουκάτου τής Τραπεζούντας, το οποίο εκτεινόταν από την ατυχή Σινώπη μέχρι τα σύνορα τής Κιρκασίας. Φαίνεται ότι βασίλεψε ειρηνικά. Οι πράξεις τού γιου του, ο οποίος τον διαδέχθηκε, είναι τόσο άγνωστες όσο και το όνομά του, το οποίο δεν διασώζεται. Ο εγγονός τού Αλεξίου ήταν ο Δαβίδ Κομνηνός, ο οποίος, με αυτοπεποίθηση και αλαζονεία που είναι σχεδόν γελοία, ανέλαβε το στυλ και τον τίτλο τού αυτοκράτορα Τραπεζούντας. [Αν δεν πρόκειται για «ποιητικῇ ἀδείᾳ» σύντμηση, πρόκειται για λάθος, επειδή μεταξύ τού Αλεξίου Α’ (βασ. 1204-1222) και τού Δαβίδ Κομνηνού (βασ. 1459-1461) μεσολαβούν 250 χρόνια και άλλοι 18 αυτοκράτορες Τραπεζούντας.] Φουσκωμένος με ματαιοδοξία και έπαρση, αυτός ο αδύναμος ηγεμόνας απόλαυσε για σύντομο διάστημα τον αυτοκρατορικό τίτλο, που κατείχε μόνο κατ’ όνομα. Η ίδρυση αυτής τής γραφικής και γελοίας χριστιανικής αυτοκρατορίας φαίνεται να είχε κάνει μεγάλη αίσθηση μεταξύ των ιπποτών και τροβαδούρων τού 15ου αιώνα. Η γεωγραφική γνώση εκείνων των εποχών ήταν περιορισμένη σε λίγους και η αυτοκρατορία τής Τραπεζούντας, όπως και εκείνη τού Πρεσβύτερου Ιωάννη, τής οποίας η έκταση και η θέση ήσαν εξίσου απόκρυφες, αποτελούσαν το θέμα πολλών υπέροχων περιπετειών και πολλών ειδυλλίων, που χρησίμευαν για να διασκεδάζουν τις βραδινές ώρες δίπλα στα τζάκια των κάστρων και των μοναστηριών τής Αγγλίας και τής Γαλλίας. [Οι θρύλοι για τον Πρέστερ Τζον (Πρεσβύτερο Ιωάννη) ήσαν δημοφιλείς στην Ευρώπη από τον 12ο μέχρι τον 17ο αιώνα και μιλούσαν για χριστιανό πατριάρχη και βασιλιά, που κυβερνούσε χριστιανικό έθνος, χαμένο ανάμεσα στους μουσουλμάνους και παγανιστές στην Ανατολή.] Νεράιδες και μάγοι, δράκοι και γίγαντες, κατοικούσαν στην επικράτεια τής φαντασίας στη μακρινή αυτή αυτοκρατορία. Υπέροχες πριγκίπισσες διασώζονταν από τη δουλεία ειδωλολατρών καστελάνων και οι οπαδοί τού Μαχούντ και τού Τερμαγκάουντ [θεών τού μουσουλμανικού πανθέου κατά τούς χριστιανούς τού Δυτικού Μεσαίωνα], από γενναίους χριστιανούς ιππότες οπλισμένους με ξίφη με σταυρούς στις λαβές, λαούτα και φυλαχτά, δώρα καλοκάγαθων νεράιδων, των οποίων η ύπαρξη μπορούσε μόνο να βρεθεί στη φαντασία των αγνώστων αλλά ευχάριστων συγγραφέων για τούς έρωτες τής ιπποσύνης και στα ποιήματα και τις μπαλάντες των μεσαιωνικών ποιητών και τροβαδούρων.

Οι αλήθειες δεν ήσαν τόσο ευχάριστες, όπως οι μυθοπλασίες των «παλαιών καλών εποχών». Αφού ήταν στη δικαιοδοσία του να το πράξει, ο Κέρζον θα παρουσίαζε στον αναγνώστη ένα πορτρέτο τού ισχυρού αυτοκράτορα, όπως εμφανίστηκε στην περίπτωση που θα περιέγραφε αμέσως. Την ενδυμασία του αποτελούσε στενό φόρεμα από κόκκινο μετάξι. Γύρω από τον λαιμό του, μπροστά μέχρι κάτω στο φόρεμά του, καθώς και στον ποδόγυρο, υπήρχαν ζώνες χρυσού πλάτους τεσσάρων περίπου ιντσών. Ήσαν γαρνιρισμένες με μαργαριτάρια και διακοσμημένες με μεγάλα ρουμπίνια και σμαράγδια, σε σειρές κάτω από το κέντρο κάθε ζώνης χρυσού. Στα χέρια του, πάνω από τούς αγκώνες, υπήρχαν χρυσά περιβραχιόνια και γύρω από τούς καρπούς του χρυσά βραχιόλια, όλα στολισμένα με χρωματιστά πολύτιμα πετράδια. Η ζώνη του, τού ίδιου σχεδίου και πλάτους τριών περίπου ιντσών, είχε κρεμαστή άκρη μήκους δύο περίπου ποδιών, την οποία οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, φαίνονται πάντοτε να περνούν πάνω από το αριστερό τους χέρι. Στο δεξί του χέρι κρατούσε χρυσό σκήπτρο, μήκους τριών περίπου ποδιών, με μεγάλο σταυρό στην κορυφή, στολισμένο με τεράστια μαργαριτάρια. Στο κεφάλι φορούσε κλειστό χρυσό στέμμα, τού οποίου το πάνω μέρος (το τμήμα από βελούδο στο στέμμα τής Αγγλίας) ήταν επίσης από μέταλλο, σαν κράνος. Από αυτό το στέμμα μια ταινία στολισμένη με μαργαριτάρια κρεμόταν σε κάθε πλευρά τού προσώπου του μέχρι τη γενειάδα του, η οποία ήταν κάποιου μήκους. Πορφυρές μεταξωτές κάλτσες και χρυσά πέδιλα ολοκλήρωναν την αυτοκρατορική ενδυμασία, εκτός τού ότι απολάμβανε δύο στρογγυλά στολίδια από χρυσό και κοσμήματα, καθένα με το μέγεθος πιάτου, τα οποία προσαρμόζονταν στο ένδυμά του, στο εξωτερικό μέρος τού μηρού του.

Η ενδυμασία τής αυτοκράτειρας ήταν πολύ παρόμοια, μόνο που το στέμμα της ήταν ανοικτό στην κορυφή. Εκείνη, σε αντίθεση με το έθιμο των γυναικών, δεν φορούσε ζώνη, ενώ πάνω από τούς ώμους της κρεμόταν μανδύας σκούρου χρώματος, κεντημένος με χρυσό. Ο αυτοκράτορας δεν φορούσε μανδύα, αν και το ένδυμα αυτό συνήθως θεωρείται ουσιαστικό μέρος τής βασιλικής ενδυμασίας. Τέτοια ήταν η εμφάνιση τού Δαβίδ Κομνηνού, αυτοκράτορα τής Τραπεζούντας, όταν παραχώρησε ακρόαση στους πρεσβευτές από ξένες δυνάμεις, καθισμένος σε χρυσό θρόνο, στην κορυφή ψηλής κλίμακας από απότομα χρυσά σκαλοπάτια, περιβαλλόμενος από την αυλή του και τούς αξιωματικούς του (εμφανείς μεταξύ των οποίων ήσαν οι ραβδούχοι με ασημένιους πελέκεις, γιατί, όπως τον 3ο αιώνα οι Ρωμαίοι ακολουθούσαν τις συνήθειες των Ελλήνων, τον 15ο αιώνα οι Έλληνες ακολουθούσαν τις συνήθειες των καισάρων, τόσο επιρρεπής ήταν η ανθρώπινη φύση στον σεβασμό των αρχαίων τελετών περασμένων εποχών), διογκωμένος από τη ματαιοδοξία τής δικής του ένδοξης θέσης και τοποθετημένος σε φοβερό μεγαλείο πάνω στον χρυσό του θρόνο στην αίθουσα ακροάσεων, τής οποίας οι τοίχοι ήσαν βαμμένοι ώστε να μοιάζουν με πορφυρίτη και τα ταβάνια χρωματισμένα με μορφές σε χρυσό υπόβαθρο, σε απομίμηση ψηφιδωτού, στολιδιού πάρα πολύ ακριβού για τούς πόρους τής αυτοκρατορίας. Οι αρχιθαλαμηπόλοι και οι κήρυκες αναγγέλλουν με δυνατή φωνή την άφιξη απεσταλμένου από τον υψηλό και δυνατό άρχοντα, τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’. Τότε οι δώδεκα ραβδούχοι γύρω από τον θρόνο ύψωσαν τη φωνή τους και φώναξαν, «Semper bibat imperator» [Semper vivat imperator: να ζει πάντοτε ο αυτοκράτορας]. Το γράμμα «v» δεν υπήρχε στο ελληνικό αλφάβητο, το «vivat» ήταν γραμμένο με βήτα, «β» και καθώς προφερόταν όπως ήταν γραμμένο, η ίδια η αίσθηση τού επιφωνήματος έμπαινε σε μεγάλο κίνδυνο. Πρόκειται για μάλλον ατυχές (ποιητικῇ ἀδείᾳ;) λογοπαίγνιο τού Κέρζον, αφού το «βίβατ», είτε με βε (v) είτε με βήτα (β), πάλι «βίβατ» θα προφερόταν. Στην ελληνική γλώσσα το βε (v) υπάρχει ως βήτα (β). Το μπε (b) δεν υπάρχει ως γράμμα, αλλά στη λέξη «vivat» δεν υπάρχει μπε (b). Μάλιστα, όπως διαβάσαμε πιο πάνω στην πρώτη εδώ σελίδα τού Χάμιλτον, οι Έλληνες πρόφεραν Βουρνόβα το Μπουρνούμπατ, ακριβώς επειδή στη γλώσσα τους δεν υπήρχε μπε (b).

Ο επίσημος απεσταλμένος τού σουλτάνου βάδισε αγέρωχα στην αίθουσα, ακολουθούμενος από τρομερή συνοδεία ντυμένη από το κεφάλι μέχρι τα πόδια με πανοπλία, η οποία αποτελούνταν εν μέρει από πλάκες χάλυβα στις οποίες υπήρχαν ένθετες φράσεις από το Κοράνι με χρυσά γράμματα, ενώ ολοκληρωνόταν με τμήματα από εύκαμπτη αλυσίδα. Τα κράνη τους είχαν κωνικές κορυφές, σχεδόν σαν χαμηλά καμπαναριά, ενώ αντί για λοφίο εμφάνιζαν χαλύβδινη ράβδο, από την οποία φτερούγιζε μικρή κατακόκκινη σημαία, στην κορυφή τού κράνους τους. Η επιστολή από τον σουλτάνο, κλεισμένη σε χρυσοκέντητη σακούλα, παραδόθηκε στον σημαντικό αυτοκράτορα, ο οποίος, σπάζοντας τη σφραγίδα, διάβασε τις παρακάτω λέξεις:

«Θέλεις άραγε να εξασφαλίσεις τούς θησαυρούς σου και τη ζωή σου παραιτούμενος από τη βασιλεία σου, ή μήπως προτιμάς να χάσεις το βασίλειό σου, τούς θησαυρούς σου και τη ζωή σου;»

Όμως, πριν από λίγο καιρό, τέτοιός ήταν ο τρόμος που προκαλούσε το όνομα τού φοβερού σουλτάνου Μωάμεθ Β’, ο οποίος είχε μόλις φυτέψει τη νικηφόρο ημισέληνο πάνω στον σταυρό τής Αγίας Σοφίας, που ο Ισμαήλ μπέης, ο μωαμεθανός ηγεμόνας τής Σινώπης, ο οποίος κέρδιζε τεράστιο εισόδημα από τα ορυχεία χαλκού στην ηγεμονία του, παρέδωσε αμέσως τις κτήσεις του σε πρόσκληση παρόμοιας σημασίας με την παραπάνω, αν και εκείνη την περίοδο τη Σινώπη υπερασπίζονταν ισχυρές οχυρώσεις, 400 κανόνια και 12.000 άνδρες.

Ο Δαβίδ Κομνηνός κατέβηκε από τον χρυσό του θρόνο το έτος 1461 και στάλθηκε μαζί με την οικογένειά του, προφανώς ως αιχμάλωτος, σε μακρινό κάστρο, όπου, όταν κατηγορήθηκε για αλληλογραφία με τον βασιλιά τής Περσίας, ο ίδιος και ολόκληρο το γένος του σφαγιάστηκαν με εντολές τού έξαλλου κατακτητή του. Έληξε με αυτόν η ένδοξη δυναστεία των Κομνηνών και η ιστορία τού ανεξάρτητου κράτους τής Τραπεζούντας, το οποίο είχε παραμείνει από εκείνα τα χρόνια μακρινή και μέχρι πρόσφατα σχεδόν ανεξερεύνητη επαρχία τής τουρκικής αυτοκρατορίας.

<-6. Σάουθγκεϊτ: Περιήγηση μέσω Αρμενίας, Κουρδιστάν, Περσίας, Μεσοποταμίας 8. Παρένθεση: Οι Έλληνες ιστορικοί για την άλωση τής Τραπεζούντας->
error: Content is protected !!
Scroll to Top