8. Παρένθεση: Οι Έλληνες ιστορικοί για την άλωση τής Τραπεζούντας

<-7. Κέρζον: Ένα έτος στο Ερζερούμ και στα σύνορα Ρωσίας, Τουρκίας και Περσίας 9. Λέιαρντ: Ανακαλύψεις στα ερείπια τής Νινευή και τής Βαβυλώνας->

8. Παρένθεση: Οι Έλληνες ιστορικοί για την άλωση τής Τραπεζούντας

Image

Η άλωση τής Τραπεζούντας από τούς Γότθους το 258 μ. Χ.

Ας κάνουμε εδώ μια απαραίτητη μικρή παρένθεση, για να παραθέσουμε (σε πρωτότυπο και σε δική μας απόδοση στη νεοελληνική) τα περιστατικά τής άλωσης τής Τραπεζούντας από τούς Γότθους το 258 μ. Χ., όπως μάς τα δίνει ο ιστορικός τού 5ου αιώνα Ζώσιμος,1 που αποτέλεσε την πηγή τού Γκίμπον,2 τον οποίο κατά τα φαινόμενα διάβασε ο Κέρζον και τα μετέφερε στην ανάλαφρη περιγραφή του στο προηγούμενο κεφάλαιο. Γράφει λοιπόν ο Ζώσιμος:

Οι Βορανοί, οι Γότθοι, οι Κάρποι και οι Ουρουγούνδοι (φυλές που κατοικούν γύρω από τον Δούναβη), δεν άφηναν κανένα μέρος τής Ιταλίας ή τής Ιλλυρίας χωρίς να το λεηλατήσουν και τα μοιράζονταν όλα μεταξύ τους, αφού κανένας δεν τούς αντιστεκόταν. Επίσης οι Βορανοί επιχείρησαν να περάσουν και στη Μικρά Ασία και μάλιστα το κατάφεραν εύκολα μέσω των κατοίκων τού Κιμμερίου Βοσπόρου, οι οποίοι, από φόβο μάλλον παρά με τη θέλησή τους, τούς έδωσαν πλοία και τούς οδήγησαν στο πέρασμα. Γιατί μέχρι την εποχή που η εξουσία των Βοσπορανών βασιλέων περνούσε από πατέρα σε γιο, αφενός λόγω τής φιλίας τους με τούς Ρωμαίους, αφετέρου λόγω των εμπορικών σχέσεων, όπως μπορεί εύκολα να μαντέψει κανείς, αλλά και λόγω των δώρων που στέλνονταν κάθε χρόνο από τούς Ρωμαίους στους βασιλείς τού Βοσπόρου, εκείνοι έκλειναν τον δρόμο προς την Ασία όταν ήθελαν να περάσουν οι Σκύθες.3 Όταν όμως το βασιλικό γένος τού Βοσπόρου εξολοθρεύτηκε και κάποιοι ανάξιοι και παραμερισμένοι βρέθηκαν στην εξουσία, φοβήθηκαν και έδωσαν δίοδο στους Σκύθες προς τη Μικρά Ασία, περνώντας τους με δικά τους πλοία, με τα οποία στη συνέχεια επέστρεψαν πάλι στην πατρίδα τους.4

Καθώς οι Σκύθες λεηλατούσαν όλα όσα έβρισκαν στα πόδια τους, οι μεν κάτοικοι των παραλίων τού Πόντου έφευγαν προς τούς πιο οχυρωμένους τόπους τής ενδοχώρας, ενώ οι βάρβαροι επιτέθηκαν πρώτα στην Πιτυούντα,5 που την προστάτευε μεγάλο τείχος και είχε καλό λιμάνι. Ο Σουκεσσιανός που ήταν επικεφαλής των εκεί στρατιωτών, μαζί με την επιτόπου ρωμαϊκή δύναμη, αντιστάθηκε στους Σκύθες και τούς έδιωξε. Οι Σκύθες, φοβούμενοι μήπως το μάθουν οι Ρωμαίοι και στις άλλες φρουρές, ενωθούν με τούς στρατιώτες τής Πιτυούντας και τούς εξολοθρεύσουν, παίρνοντας όσα πλοία μπορούσαν, γύρισαν με πολύ μεγάλο κίνδυνο στην πατρίδα τους, ενώ στον πόλεμο τής Πιτυούντας έχασαν πολλούς δικούς τους. Έτσι οι κάτοικοι τού Ευξείνου Πόντου, που διασώθηκαν από την αρχηγία τού Σουκεσσιανού, όπως περιγράψαμε, δεν πίστευαν ότι οι Σκύθες θα ξαναπροσπαθούσαν ποτέ να περάσουν απέναντι, έχοντας αποκρουστεί με τον προαναφερθέντα τρόπο. Όταν όμως ο Βαλεριανός6 κάλεσε τον Σουκεσσιανό πίσω στη Ρώμη, τον προήγαγε σε πραίτορα7 και ανέκτησε μαζί του την πόλη τής Αντιόχειας και τη γύρω της περιοχή,8 οι Σκύθες, παίρνοντας πάλι πλοία από τούς Βοσπορανούς, ξαναπέρασαν απέναντι. Παρακρατώντας όμως τα πλοία και μη επιτρέποντας στους Βοσπορανούς, όπως την προηγούμενη φορά, να επιστρέψουν με αυτά στην πατρίδα τους, αγκυροβόλησαν κοντά στον Φάσι ποταμό,9 εκεί όπου είχε φτιαχτεί, όπως λένε, ιερό τής Φασιανής Άρτεμης και η πρωτεύουσα τού Αιήτη.10 Προσπάθησαν να καταλάβουν το ιερό, δεν το κατόρθωσαν και προχώρησαν αμέσως στην Πιτυούντα.11

Αφού άλωσαν εύκολα το εκεί φρούριο και σκότωσαν τη φρουρά του, προχωρούσαν προς νότο. Έχοντας αποκτήσει πολλά πλοία, χρησιμοποιώντας για την πλοήγηση αιχμαλώτους που ήξεραν να κωπηλατούν και έχοντας βρει γαλήνια θάλασσα σε όλη σχεδόν τη διάρκεια τού καλοκαιριού, σάλπαραν για την Τραπεζούντα, πόλη μεγάλη και πολυπληθή, η οποία, πέρα από τη συνήθη δύναμη στρατιωτών, είχε πρόσφατα παραλάβει στρατιωτική δύναμη δέκα χιλιάδων ακόμη ανδρών. Ξεκινώντας να την πολιορκούν, ούτε στο όνειρό τους δεν έλπιζαν ότι θα επικρατούσαν, αφού την πόλη προστάτευαν δύο τείχη. Όταν αντιλήφθηκαν ότι οι στρατιώτες είχαν πέσει σε ραθυμία και μέθη, χωρίς να ανεβαίνουν στα τείχη, ούτε να αφήνουν κατά μέρος την καλοπέραση και τα συμπόσια, έφεραν κορμούς δένδρων κατάλληλα διαμορφωμένους σε σκάλες, τούς ακούμπησαν στο τείχος όπου αυτό ήταν προσβάσιμο και ανεβαίνοντας λίγοι-λίγοι, αφού ήταν νύχτα, άλωσαν την πόλη, καθώς κάποιοι στρατιώτες τρομοκρατήθηκαν από την αιφνιδιαστική και απροσδόκητη έφοδο και τράπηκαν σε φυγή από την πόλη μέσω άλλης πύλης, ενώ οι υπόλοιποι φονεύτηκαν από τούς εχθρούς. Έχοντας αλώσει την πόλη με αυτόν τον τρόπο, οι βάρβαροι απέκτησαν ανείπωτο πλήθος λαφύρων και αιχμαλώτων. Γιατί όλοι σχεδόν οι κάτοικοι των γύρω περιοχών είχαν μαζευτεί στην πόλη επειδή ήταν οχυρωμένος τόπος. Αφού κατέστρεψαν τούς ναούς και τα κτίρια, καθώς και οτιδήποτε άλλο ήταν ωραίο ή μεγάλο, αφού επίσης λεηλάτησαν και την ύπαιθρο, αναχώρησαν για τούς τόπους τους με πολύ μεγάλο αριθμό πλοίων.12

Οι γειτονικοί Σκύθες, όταν είδαν τον πλούτο που κουβάλησαν οι Γότθοι, μπήκαν στην επιθυμία να κάνουν κι εκείνοι τα ίδια. Κατασκεύαζαν λοιπόν πλοία, είτε χρησιμοποιώντας τούς αιχμαλώτους που υπήρχαν ανάμεσά τους, ή χρησιμοποιώντας για την κατασκευή τους τις υπηρεσίες εμπόρων που αναμιγνύονταν μαζί τους. Όμως δεν ήξεραν με ποιον τρόπο να κάνουν το ίδιο ταξίδι με τούς Γότθους, γιατί ήταν μακρινό και δύσκολο, ενώ θα περνούσε από μέρη που είχαν ήδη λεηλατηθεί. Περίμεναν λοιπόν να περάσει ο χειμώνας και αφήνοντας τον Εύξεινο Πόντο στα αριστερά, με την πεζική τους δύναμη να τρέχει δίπλα τους στην ακτή, όπου ήταν δυνατό, αφήνοντας στα δεξιά την Ιστρία,13 την Τόμι14 και την Αγχίαλο,15 έφτασαν στη Φιλεατίνα16 λίμνη, η οποία βρίσκεται δυτικά τού Βυζαντίου, προς τον Εύξεινο Πόντο. Γνωρίζοντας τούς ψαράδες της στα γειτονικά προς τη λίμνη έλη, επιτυγχάνοντας συμφωνία, κρύφτηκαν μαζί με τα πλοία που είχαν και αφού ανέβασαν σε αυτά την πεζική δύναμη, προχωρούσαν για να περάσουν τον πορθμό μεταξύ Βυζαντίου και Χαλκηδόνας.17 Ενώ όμως υπήρχε φρουρά τόσο στην ίδια τη Χαλκηδόνα όσο και μέχρι το ιερό που βρισκόταν κοντά στο στόμιο τού Ευξείνου Πόντου, η οποία αριθμητικά υπερφαλάγγιζε πολύ τούς επιτιθέμενους, κάποιοι από τούς στρατιώτες έφυγαν θέλοντας δήθεν να συναντήσουν τον ηγεμόνα που είχε σταλεί από τον αυτοκράτορα, ενώ οι υπόλοιποι φοβήθηκαν τόσο πολύ, που μόλις άκουσαν για την επικείμενη επίθεση, τράπηκαν σε φυγή, χωρίς καν να κοιτάξουν πίσω. Όταν συνέβη αυτό, πέρασαν αμέσως απέναντι οι βάρβαροι και αφού άλωσαν τη Χαλκηδόνα χωρίς να συναντήσουν αντίσταση, άρπαξαν διάφορα αγαθά, όπλα και πολλά άλλα λάφυρα.18

Στη συνέχεια προχώρησαν εναντίον τής Νικομήδειας,19 που ήταν πολύ μεγάλη και ευημερούσα πόλη, διάσημη για τον πλούτο της και για την αφθονία της σε όλα τα αγαθά. Επειδή είχε προηγηθεί η είδηση τού ερχομού τους και οι κάτοικοι τής πόλης είχαν προλάβει να διαφύγουν, παίρνοντας μαζί τους όσα αγαθά είχαν μπορέσει, οι βάρβαροι θαύμασαν την ποσότητα εκείνων που βρήκαν, ενώ πρόσφεραν κάθε τιμή και φροντίδα στον Χρυσόγονο, ο οποίος τούς είχε παρακινήσει πολύ να πάνε στη Νικομήδεια. Αφού επέδραμαν στη Νίκαια,20 την Κίο,21 την Απάμεια22 και την Προύσα23 και έκαναν και σε αυτές τα ίδια, εξόρμησαν εναντίον τής Κυζίκου.24 Επειδή όμως δεν μπόρεσαν να περάσουν τον Ρύνδακο ποταμό που είχε φουσκώσει πολύ από τις βροχές, ξαναγύρισαν πίσω, πυρπόλησαν τη Νικομήδεια και τη Νίκαια, φόρτωσαν τα λάφυρα σε κάρα και πλοία και σκέφτονταν για τον τρόπο επιστροφής στην πατρίδα τους, τελειώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη δεύτερη έφοδό τους…25

Image

Η κατάκτηση τής Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς το 1461

Ας κάνουμε και μια δεύτερη παρένθεση, για να δώσουμε τα περιστατικά τής οθωμανικής κατάκτησης τού Πόντου και τής Τραπεζούντας το 1461 μέσα από την πένα των Ελλήνων ιστορικών τής εποχής, αφού η πιο πάνω αντίστοιχη περιγραφή τού Κέρζον δεν βασίζεται σε καμία πηγή. Πέρα από ένα σύντομο φανταστικό διάλογο, ο Κέρζον περιορίζεται στην ενδυματολογική περιγραφή τού ηγεμόνα τής Τραπεζούντας και τής συζύγου του. Η περιγραφή αυτή αντιστοιχεί σε τοιχογραφία στη Μονή Θεοσκεπάστου στην Τραπεζούντα. Αν και η τοιχογραφία αυτή δεν διασώζεται πια, πριν από την καταστροφή της είχε εγκαίρως αναπαραχθεί από τούς Τεξιέ και Πουλάν σε έκδοση τού 1864 [βλέπε πιο κάτω στο βιβλίο].

Για την κατάκτηση τού Πόντου και τής Τραπεζούντας από τούς Οθωμανούς (1461) παρέχονται λοιπόν (σε πρωτότυπο και σε δική μας απόδοση στη νεοελληνική) κείμενα τού Γεωργίου Σφραντζή, τού Κριτόβουλου, τού Λαόνικου Χαλκοκονδύλη, τού Δούκα, τού Ψευδο-Σφραντζή, τού Γεώργιου Αμηρούτζη, καθώς και απόσπασμα από την Έκθεσι Χρονική. Μάλλον δεν υπάρχουν αλλού συγκεντρωμένα.

Σφραντζής26

Κι ο δεσπότης κυρ Θωμάς,27 φτάνοντας στην Αγκώνα και από εκεί στη Ρώμη, τίποτε άλλο δεν κατόρθωσε, εκτός από το ότι έδωσε στον πάπα Πίο την κάρα τού άγιου και πρωτόκλητου απόστολου Ανδρέα, ενώ εκείνος τού έδωσε μόνο τα απαραίτητα για να ζει με τούς δικούς του, την απαραίτητη τροφή και μόνο αυτή.28

Αφού πέρασε εκεί κάποιον καιρό, τού φάνηκε καλό να επιστρέψει στο κράτος των Ενετών και από εκεί πάλι στην Αγκώνα, απ’ όπου αναχωρούσε η κόρη του, η βασίλισσα τής Σερβίας.29 Παραμένοντας εκεί μερικές ημέρες για να τη δει, ο ίδιος γύρισε πάλι στη Ρώμη, ενώ η βασίλισσα πέρασε στη Ραγούσα.30 31

Επίσης η μητέρα της και βασίλισσα,32 περνώντας άσχημα στην Κέρκυρα, ελεήθηκε από τον Θεό, πέθανε στις 26 Αυγούστου τού ίδιου έτους 6970 από κτίσεως κόσμου33 και τάφηκε στην μονή των αγίων αποστόλων Ιάσωνος καί Σωσιπάτρου.34

Και ο ηγέτης των ασεβών τον ίδιο μάλιστα χρόνο, εκστρατεύοντας εναντίον τού Ισφεντιγιάρ,35 πήρε το διάσημο κάστρο που ονομάζεται Σινώπη, το οποίο έχω δει κι εγώ, αλλά τού πήρε και ολόκληρη την υπόλοιπη περιοχή.36

Προχωρώντας αυτός ακόμη πιο πέρα, πήρε και την Κερασούντα και την Τραπεζούντα και όλη τη γύρω περιοχή τους από τούς αυτοκράτορες Τραπεζούντας ενώ, βγάζοντας από εκεί όλους σχεδόν τούς άτυχους αφέντες και άρχοντες, τούς έφερε και τούς εγκατέστησε στην Αδριανούπολη, όπου βρισκόταν και ο αφέντης τού Μοριά.37 Σε αυτόν είχε δώσει να κατέχει για τις ανάγκες τού ίδιου και των δικών του τη μεγάλη Αίνο,38 τη Λήμνο, την Ίμβρο και τη Σαμοθράκη, ενώ στον αυτοκράτορα Τραπεζούντας, τον κυρ Δαβίδ Κομνηνό, έδωσε περιοχές γύρω από το Μαύρο Όρος. Ύστερα από λίγο καιρό, βρίσκοντας δήθεν μικρή αφορμή και όχι αληθινή, τού πήρε όλα τα υπάρχοντα και τον τελείωσε με στραγγαλισμό.39

Την άνοιξη τού ίδιου έτους 697040 πέρασε ο σουλτάνος στη Μεγάλη Βλαχία και διόρθωσε αυτά που συνέβαιναν εκεί εναντίον του.41

Επιστρέφοντας έφτιαξε στόλο και στέλνοντάς τον εναντίον τής Λέσβου, την πήρε κι αυτήν…42

Κριτόβουλος

Ο Κριτόβουλος Ίμβριος είναι πιο αναλυτικός, πιο γλαφυρός και εκφράζεται σε αρχαιοελληνική γλώσσα που μοιάζει πολύ με εκείνη των αρχαίων Ελλήνων ιστορικών, κυρίως τού Θουκυδίδη και τού Ξενοφώντος. Γράφει:43

Ο σουλτάνος [Μωάμεθ Β’], φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη και αφού σταμάτησε για λίγο, άρχιζε πάλι να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό και να εξοπλίζει μεγάλο στόλο στη στεριά και τη θάλασσα, φτιάχνοντας όπλα και πολεμικές μηχανές και διεκπεραιώνοντας κάθε άλλη πολεμική ανάγκη. Η προετοιμασία αυτή και ο σκοπός τής εκστρατείας ήταν εναντίον τής Τραπεζούντας και τής Σινώπης. Γιατί η Τραπεζούς ήταν στο παρελθόν πολύ μεγάλη και ωραιότατη πόλη, αλλά και από τις παλαιότερες ελληνικές, αφού ήταν αποικία των Ιώνων και των Αθηναίων, ευρισκόμενη σε επίκαιρο σημείο τής Μικράς Ασίας, στην παραλία κοντά στον ανατολικό μυχό τού Ευξείνου Πόντου. Κατέχει άριστη, μεγάλη και πολύ εύφορη περιοχή και εξουσιάζει μεγάλο μέρος τής γύρω χώρας. Έχοντας υπάρξει από την αρχή εμπορικό κέντρο τής πάνω Μικράς Ασίας, μάλιστα λέω και τής Αρμενίας, τής Ασσυρίας και των άλλων κοντινών περιοχών, άκμασε τα παλαιότερα χρόνια, είχε πολύ πλούτο και μεγάλη δύναμη, ήταν διάσημη και από τις ονομαστές πόλεις όχι μόνο στους κοντινούς, αλλά και στους μακρινούς λαούς. Καθώς περνούσε ο καιρός και τα πράγματα στην Ασία άλλαζαν συνέχεια, με άλλες αυτοκρατορίες να καταλύονται και να καταστρέφονται και άλλες να ξεσηκώνονται, με άλλες πόλεις και χώρες να καταστρέφονται και να αφανίζονται εντελώς κι άλλες πάλι να γεννιούνται στη θέση τους και να κατοικούνται, ξεκίνησε κάποια στιγμή και η δική της μεταβολή, όταν, ανακτώντας πάλι τον εαυτό της και επανερχόμενη ταχύτατα στη προγενέστερη ευημερία και κατάσταση, βγήκε σώα από αυτή την περίοδο, χωρίς να εμποδίζεται από καμία δυσχέρεια. Στα μεταγενέστερα χρόνια, λίγο πριν από τα δικά μας, έγινε και αυτοκρατορία ενός προερχομένου από το αυτοκρατορικό γένος των Ρωμιών Κομνηνών, όταν η δυναστεία αυτή έπεσε από την εξουσία στο Βυζάντιο, ο οποίος τη στόλισε με πολλά και όμορφα έργα και είχε υπό την εξουσία του πολλούς λαούς και πόλεις τής περιοχής.44

Η διαδοχή και η αυτοκρατορική εξουσία συνεχιζόταν μέχρι τώρα ειρηνικά και χωρίς εξεγέρσεις, αφού τα μέλη τής αυτοκρατορικής οικογένειας είχαν μεταξύ τους ειρηνικές σχέσεις και ομόνοια, οι κάτοικοι τής πόλης ήσαν ήρεμοι, ενώ από τούς έξω άλλοι μεν ήσαν υπήκοοι και με άλλους υπήρχαν συνθήκες φιλίας. Όμως αργότερα, όταν μπλέχτηκαν σε εξεγέρσεις και εμφυλίους και στράφηκαν με μανία οι άνθρωποι τού ίδιου γένους ο ένας εναντίον τού άλλου, αρρώστησε κι αυτή μαζί με τις άλλες πόλεις και πεθαίνοντας απαλλάχτηκε απ’ όλα με κακό τρόπο, από τούς αυτοκράτορες και από τούς εντός των τειχών, όπως είπα, οι οποίοι εξεγείρονταν, μάχονταν και αντιμετώπιζαν με κακό τρόπο ο ένας τον άλλο, ενώ οι γειτονικοί λαοί, λόγω των συνεχών εξεγέρσεων, ξεσηκώνονταν εναντίον τής πόλης, εισέβαλαν πολλές φορές στην περιοχή, την λεηλατούσαν και την έβλαπταν πολύ. Όσο λοιπόν τα πράγματα πήγαιναν καλά στην Κωνσταντινούπολη και οι Ρωμιοί, έχοντας την πόλη, ήσαν κύριοι τού πορθμού, με τον Βόσπορο αδιάβατο και τον Εύξεινο Πόντο εντελώς απροσπέλαστο από τον μεγάλο στόλο τού σουλτάνου, κρατούσε και η Τραπεζούς μαζί με τις άλλες πόλεις και άντεχε τις δυσχέρειες τής εποχής, προστατεύοντας κατά το δυνατόν την ελευθερία της και χωρίς να βλάπτεται στο θέμα αυτό από τις εμφύλιες συγκρούσεις. Όταν τα πράγματα άλλαξαν και αλώθηκε η Κωνσταντινούπολη από τον μεγάλο σουλτάνο που την πολιόρκησε με μεγάλο στρατό και πολλή δύναμη, τότε ο πορθμός πέρασε στα χέρια του και ανοίχτηκε λαμπρά ο δρόμος προς τον Εύξεινο Πόντο και τις εκεί πόλεις τόσο από στεριά όσο και από θάλασσα. Τότε πια και η ίδια η Τραπεζούς μαζί με τις άλλες πόλεις γονάτισε και άρχισε να υπακούει και οι αυτοκράτορές της, υποκύπτοντας στον μεγάλο σουλτάνο, είχαν γίνει φόρου υποτελείς.45

Όσο λοιπόν ήσαν ειρηνικοί μεταξύ τους, πλήρωναν τον φόρο και δεν καινοτομούσαν, έβρισκαν και αυτοί τον σουλτάνο ειρηνικό. Όταν όμως βρέθηκαν σε διχόνοια μεταξύ τους και δεν πλήρωναν αμέσως τον φόρο, ενώ σκέπτονταν να κάνουν κάποια νέα πράγματα με τούς γειτονικούς τους ηγεμόνες, όπως τον Χασάν, διάδοχο τού Ταμερλάνου, που ήταν ηγεμόνας Τιγρανοκέρτων, Αρμενίων και Μήδων,46 καθώς και τον ηγεμόνα των Γεωργιανών, με τούς οποίους είχαν μάλιστα γαμήλια σχέση,47 αναπτύσσοντας καινοφανείς απόψεις για τις συνθήκες τους με τον σουλτάνο (γιατί δεν απέφευγαν να κάνουν τέτοια πράγματα),48 τότε εξοργίστηκε και ο σουλτάνος και ξεκίνησε την εναντίον τους εκστρατεία, θέλοντας να τούς προλάβει και να τους κρατήσει πριν διαπράξουν κάποια καινοτομία.49

Αφού λοιπόν προετοιμάστηκε καλά τον χειμώνα, καθώς έμπαινε πια η άνοιξη, ετοίμαζε πρώτα τον στόλο να προχωρήσει από τη θάλασσα. Μάλιστα ήσαν τριακόσια περίπου στρατιωτικά πλοία και πολεμικές γαλέρες, μεγάλες αλλά και πενήντα κουπιών, καθώς και πλοία με κατάστρωμα, εκτός από εκείνα που κουβαλούσαν τις αποσκευές και τις πολιορκητικές μηχανές, τα οποία είχαν φτάσει στην πόλη για εμπόριο ή από άλλη ανάγκη. Ανέβασε πάνω τους πολλά όπλα κάθε είδους, μικρές στρογγυλές και μεγάλες μακρόστενες ασπίδες, κράνη και δόρατα, επίσης θώρακες και ακόντια και διάφορα βέλη, καθώς και μεγάλο αριθμό κάθε είδους βλημάτων, που εκτοξεύονταν με τόξα και άλλες πολεμικές μηχανές, επίσης πολλά κανόνια και άλλα πράγματα χρήσιμα για πολιορκία.50

Ανέβαζε στα πλοία και πολλούς άνδρες, τούς πιο δυνατούς, τούς καλύτερα οπλισμένους και τούς πιο έμπειρους και καλά προετοιμασμένους για πόλεμο, τοποθετώντας σε αυτούς ως ηγέτες τού στόλου και στρατιωτικούς διοικητές τον Κασίμ, πασά τής Καλλίπολης, και τον Γιακούμπ, άνδρα πολύ έμπειρο στα ναυτικά και πολύ καλό στρατηγό στις ναυμαχίες. Αφού λοιπόν ετοίμασε ολόκληρο τον στόλο και τον εξόπλισε καλά, πρόσταξε να σαλπάρει. Ο στόλος λοιπόν ανέβαινε τον Βόσπορο προς τον Εύξεινο, προωθούμενος με μεγάλη ταχύτητα, βιασύνη και δύναμη, με βουή, αλαλαγμούς και κωπηλασία, με τούς επιβαίνοντες να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο, προξενώντας μεγάλο φόβο και αγωνία για το εναντίον ποιών άραγε κατευθυνόταν και προκαλώντας σε όλους έκπληξη με το παράλογο τού θεάματος. Έτσι λοιπόν προχωρούσε στη θάλασσα ο στόλος.51

Ο σουλτάνος συγκέντρωνε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τις περνούσε στη Μικρά Ασία, ιππικό και πεζικό, καθώς και άλογα, υποζύγια, φορτωμένα μουλάρια, πολλές καμήλες και οτιδήποτε άλλο σχετικό με τις ανάγκες και την προετοιμασία τού πολέμου. Όταν ολοκληρώθηκε το πέρασμά τους, τότε πέρασε και ο ίδιος και προελαύνοντας μέσα από τη Βιθυνία έφτασε στην Προύσα, όπου μάλιστα βρήκε συγκεντρωμένες και όλες τις δυνάμεις τής Μικράς Ασίας. Αφού έμεινε εκεί μερικές ημέρες και φρόντισε ορισμένα απαραίτητα, εφοδιάζοντας τον στρατό με όλα τα αναγκαία, αφού έκανε και σπονδές στον τάφο τού πατέρα του και τις συνηθισμένες τελετές με μεγαλοπρέπεια, στολίζοντάς τον με δώρα πολλά και αναθήματα και στεφανώνοντάς τον,52 αναχωρώντας από εκεί προχωρούσε μέσα από τη Γαλατία και την Παφλαγονία. Τη στρατιά, όπως λεγόταν, αποτελούσαν εξήντα χιλιάδες ιππείς και όχι λιγότεροι από ογδόντα χιλιάδες πεζούς, χωρίς όμως εκείνους που κουβαλούσαν τις αποσκευές και τούς άλλους που ακολουθούσαν τη στρατιά.53

Αφού διέσχισε αυτές τις χώρες καθώς και την Καππαδοκία και αφού πέρασε τον ποταμό Άλυ,54 έφτασε στη Σινώπη, παραλιακή πόλη, πιο πλούσια και όμορφη από εκείνες που βρίσκονται στον Εύξεινο Πόντο, η οποία μάλιστα διοικούσε μεγάλη και άριστη περιοχή, όντας επίσης εμπορικό κέντρο όλης τής γύρω χώρας, καθώς και όχι μικρού μέρους τής κάτω Μικράς Ασίας, έχοντας άφθονα όλα τα αγαθά, όσα φέρνει ο χρόνος, η γη και η θάλασσα (το μεγαλύτερο από τα οποία ήταν ο χαλκός, ο οποίος εξορύσσεται εκεί σε μεγάλες ποσότητες, υφίσταται επεξεργασία και προωθείται και πωλείται παντού στην Ασία και την Ευρώπη), αποφέροντας στους κατοίκους της μεγάλα έσοδα σε χρυσό και ασήμι. Την εξουσία εκεί είχε από πολύ καιρό ο Ισμαήλ, άνδρας δυνατός και καλής ανατροφής, που την είχε κληρονομήσει με διαδοχή από τον πατέρα του.55 Φτάνοντας εκεί ο σουλτάνος στρατοπέδευσε, ενώ βρήκε και τον στόλο του αγκυροβολημένο στα λιμάνια τής Σινώπης. Οι διοικητές του, ύστερα από προκαθορισμένο σινιάλο, είχαν κυριεύσει τα λιμάνια και τον ισθμό, έχοντας κυκλώσει με τα πλοία όλη την πόλη και τη νησίδα, γιατί ήταν χερσόνησος.56

Ο Ισμαήλ, βλέποντας την έφοδο τού σουλτάνου με πλήθη και τη στρατιά να έχουν περιζώσει την πόλη και τον ίδιο από στεριά και θάλασσα, ένιωσε έκπληξη με αυτά που συνέβαιναν και σκεφτόταν τι έπρεπε να κάνει. Τού φάνηκε λοιπόν ότι ήταν καλύτερο να βγει και να συναντήσει τον σουλτάνο, να μάθει την αιτία τής εναντίον του εξόρμησης και να την αποτρέψει, αν μπορούσε. Αφού λοιπόν ετοίμασε πολλά δώρα και μάλιστα μεγάλης αξίας, βγήκε να συναντήσει τον σουλτάνο. Εκείνος τον δέχτηκε ήρεμα και φιλάνθρωπα, τον χαιρέτισε φιλικά, τον δεξιώθηκε και τον τίμησε με τις ανάλογες τιμές. Αφού μίλησαν για ζητήματα τής πόλης και τής εξουσίας σε αυτήν και αφού είπαν πολλά και εκμυστηρεύθηκαν ο ένας στον άλλο πράγματα αναγκαία και δίκαια, κατάλληλα και πρόσφορα για εκείνη την εποχή και για τούς ίδιους, στο τέλος συμφώνησαν και χώρισαν ειρηνικά και φιλικά. Ο σουλτάνος πήρε την πόλη τής Σινώπης και όλη την εξουσία που είχε σε αυτήν ο Ισμαήλ, ενώ τού έδωσε σε αντάλλαγμα ένα πασαλίκι στην Ευρώπη, το ονομαζόμενο των Σκοπίων,57 που συνόρευε με τη χώρα των Σέρβων,58 περιοχή καλή και πολύ εύφορη, που δεν υστερούσε σε τίποτε από τη δική του, ούτε από την άποψη των εσόδων, ούτε από την άποψη τής ιεραρχίας, τού τρόπου ζωής και τής αναψυχής. Γιατί ο σουλτάνος δεν είχε τίποτε εναντίον τού Ισμαήλ, αλλά θεωρούσε μεγάλη προτεραιότητα τη Σινώπη και την κατάληψή της, επειδή ήταν αξιόλογη πόλη, που βρισκόταν σε στρατηγικό σημείο τής ασιατικής ακτής τού Ευξείνου Πόντου, έχοντας ασφαλή λιμάνια, με δυνατότητα αποστολής από εκεί τού στόλου και των πλοίων τού σουλτάνου στην Τραπεζούντα καθώς και σε ολόκληρη την πάνω παραλία τού Πόντου και στις πόλεις που βρίσκονταν εκεί. Άλλωστε μάλιστα, καθώς η Σινώπη βρισκόταν ανάμεσα στην επικράτεια τού σουλτάνου, δεν τού φαινόταν ιδιαίτερα ασφαλές να διοικείται αυτή από άλλους ηγεμόνες και όχι από τον ίδιο. Επιπλέον φοβόταν μήπως ο Χασάν, ο εμίρης Τιγρανοκέρτων και Μήδων, μπορέσει και την αρπάξει πριν από αυτόν, είτε με συνθήκη είτε με πόλεμο, καθώς γειτόνευε με τη δική του χώρα, ενώ γνώριζε από καιρό ότι την είχε βάλει στο μάτι και ήθελε να την υποτάξει. Γι’ αυτούς λοιπόν τούς λόγους ο σουλτάνος Μωάμεθ θεωρούσε αναγκαία την κατάληψη τής Σινώπης.59

Ο Ισμαήλ λοιπόν με όλους τούς δικούς του αναχώρησε αμέσως για να πάει στο πασαλίκι του, ενώ ο σουλτάνος, αφού παρέλαβε τη Σινώπη και όλη την εξουσία τού Ισμαήλ και αφού τα ρύθμισε όλα σε αυτή την πόλη, πρόσταξε αμέσως τον Κασίμ και τον Γιακούμπ, μαζί με ολόκληρο τον στόλο, να αποπλεύσουν κατευθυνόμενοι στην Τραπεζούντα και φτάνοντας στα λιμάνια να την αποκλείσουν από στεριά και θάλασσα και να τη φρουρούν με ασφάλεια. Ο ίδιος, παίρνοντας από εκεί ολόκληρο τον στρατό, προχωρούσε μέσω τής ενδοχώρας και φτάνοντας σ τον Ταύρο στρατοπέδευσε στους πρόποδες τού βουνού. Ο Ταύρος είναι ένα από τα μεγαλύτερα βουνά στη Μικρά Ασία, χωρίζοντας την κάτω Μικρά Ασία από την πάνω, ξεκινώντας από το όρος Μυκάλη και την εκεί θάλασσα,60 συνεχίζοντας από εκεί, τέμνοντας τη Μικρά Ασία και τελειώνοντας στο ν Εύξεινο Πόντο κοντά στη Σινώπη. Προχωρώντας πάλι από εκεί ενώνεται με τα βουνά τής Αρμενίας και τής Μηδίας και μέσω αυτών με τον Καύκασο. Λέγεται ότι το βουνό αυτό πέρασε πρώτος με τα όπλα ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας, ύστερα από τούς μυθικούς Ηρακλή και Διόνυσο, όταν εκστράτευσε εναντίον τού Δαρείου, τού βασιλιά των Περσών και όλης τής Ασίας. Ύστερα από εκείνον το πέρασε πάλι ο Μέγας Πομπήιος με Ρωμαίους.61 Το πέρασε στα δικά μας χρόνια και ο Ταμερλάνος, ο βασιλιάς των Μασσαγετών και των Σκυθών,62 όταν εκστράτευσε εναντίον τού Βαγιαζήτ, τού προγόνου τού σουλτάνου,63 με όπλα και στρατιά, αλλά κατείχε ήδη τις διαβάσεις και πορευόταν μέσα από φιλική χώρα. Τώρα περνούσε το βουνό αυτό κ αι ο σουλτάνος Μωάμεθ, αλλά με όπλα και πόλεμο, όντας τρίτος μετά τον Αλέξανδρο και τον Πομπήιο με τούς Ρωμαίους.64

Ο Χασάν λοιπόν, όπως προανέφερα, έχοντας γαμήλια σχέση με τον αυτοκράτορα Τραπεζούντας και θέλοντας να είναι σύμμαχός του, αλλά από την άλλη πλευρά θέλοντας κιόλας και ελπίζοντας ότι η Τραπεζούς θα ήταν δυνατό να υπαχθεί στον ίδιο, όταν έμαθε την εναντίον της έφοδο τού σουλτάνου, συγκέντρωσε δύναμη στα περάσματα, θέλοντας να εμποδίσει τη διάβαση τού σουλτάνου. Ο σουλτάνος όμως, όταν το έμαθε αυτό, τον άφησε μαζί με τον στρατό του να φρουρεί τα περάσματα και ο ίδιος προχώρησε από άλλη διαδρομή, απάτητη και τραχιά, πολύ δύσκολη και ανηφορική, που οδηγούσε κατευθείαν στα Τιγρανόκερτα,65 την πρωτεύουσα τού Χασάν. Έστειλε μπροστά με τον Μαχμούτ πασά66 πολυάριθμο στρατό γυμνασμένων και ελαφρά οπλισμένων ανδρών, κυρίως τοξότες και πελταστές,67 που κατέλαβε τούς πιο στρατηγικούς λόφους, τα στενά και δύσκολα περάσματα, όλα τα δύσκολα σημεία. Στη συνέχεια έστειλε μεγάλο αριθμό ανδρών χωρίς όπλα να κόψουν τα δένδρα και να εξομαλύνουν τις σκληρές και δύσκολες συστάδες, θάμνους, δάση και λόχμες, απ’ όπου θα περνούσε, ώστε να τού ανοίξουν φαρδύτερο και πιο ομαλό δρόμο.68

Γιατί αυτή η οροσειρά, ο Ταύρος, έχει ένα όνομα, αλλά μέσα της υπάρχουν πολλά βουνά, από τα οποία περνά κανείς με δυσκολία. Έχουν κορυφές ψηλές και γεμάτες σύννεφα, βράχια πανύψηλα και απότομα, βαθιά φαράγγια και γκρεμούς, προεξοχές και ανώμαλα εδάφη, λόχμες και πολλά βάραθρα προς τα πάνω και προς τα κάτω, μπρος και πίσω, που κάνουν όλα πολύ δύσκολο, κουραστικό και επικίνδυνο το πέρασμά του. Το πιο σημαντικό μάλιστα είναι ότι η διαδρομή αυτή, που περνά από τέτοιες και τόσο μεγάλες δυσκολίες, χωρίς δρόμο πατημένο, διαρκεί πολλές ημέρες. Άνδρες ελαφρά οπλισμένοι και πειθαρχημένοι και αυτοί μάλιστα με πολύ κόπο κατορθώνουν να την περάσουν σε δεκαοκτώ συνολικά ημέρες. Πόσο μάλλον τόσο μεγάλη στρατιά, με ιππικό και πεζικό, με τόσα βαριά όπλα και αποσκευές που δεν μπορεί κανείς να πει, ακόμη και με άλογα, υποζύγια, καμήλες και μουλάρια, όλα φορτωμένα με όλα τα αναγκαία.69

Ο σουλτάνος όμως δεν υπολόγισε καθόλου αυτές τις δυσκολίες και αποπειράθηκε να περάσει. Άρχισε λοιπόν να διασχίζει τα βουνά, έχοντας διατάξει καλά και εξοπλίσει όλο τον στρατό, έχοντας πάντοτε το πεζικό να προχωρά μπροστά σε στήλη, τις σκευοφόρους στη μέση και έχοντας τοποθετήσει πίσω το ιππικό, μαζί με τελευταίο σώμα πεζών και οπισθοφυλακή. Ο ίδιος βρισκόταν στο κέντρο τού πεζικού με λίγους έφιππους άνδρες. Όταν περνούσαν από στενά σημεία, η στήλη μειωνόταν σε πλάτος, ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις που προχωρούσαν σε φάλαγγα κατ’ άνδρα. Όταν το πέρασμα ήταν φαρδύτερο, η στήλη αναπτυσσόταν κάπως σε φάλαγγα και προχωρούσε μετωπικά σε πλαίσιο, έχοντας συνταγμένους τούς πλάγιους κάθε πλευράς να προχωρούν κατά μέτωπο, κυρίως τοξότες και οπλίτες, όπου οι μεν τοξότες είχαν τα τόξα με βέλη στις τεντωμένες χορδές τους και ήσαν τοποθετημένοι εναλλάξ, στα δεξιά εκείνοι που τόξευαν με το αριστερό χέρι και στα αριστερά εκείνοι που τόξευαν με το δεξί, ενώ οι οπλίτες είχαν τα δόρατα πάνω στους ώμους τους, κουνώντας τα συνεχώς πέρα-δώθε και χτυπώντας τα. Την ημέρα λοιπόν έτσι πορευόταν, ενώ τη νύχτα, όταν στρατοπέδευε, άναβε πολλές φωτιές μπροστά από το στρατόπεδο, ενώ λίγο πιο πέρα είχε δυνατές φρουρές σε κύκλο και σκοπούς παντού σε συχνά διαστήματα και πιο απομακρυσμένους φύλακες, τούς οποίους όριζε κατά τη διάρκεια τής ημέρας στις πιο στρατηγικές θέσεις, διασφαλίζοντας από όλες τις πλευρές το στρατόπεδο.70

Στο μεταξύ συνέβη κάτι αναπάντεχο, το οποίο εξόργισε πολύ τον σουλτάνο, τούς επικεφαλής και ολόκληρο το στράτευμα. Υπήρχε ένας απεχθής, δυσαρεστημένος και κακοήθης άνθρωπος, ο οποίος, αν και δεν είχε τίποτε να καταλογίσει σε κάποιον, αλλ’ αντίθετα χρωστούσε ακόμη χάρες, παρακινούμενος μόνο από τη δική του κακοήθεια και ατιμία, σχεδίαζε να κάνει κακό στον Μαχμούτ πασά. Όταν βρήκε λοιπόν την κατάλληλη ευκαιρία για την κακή του πράξη, παίρνοντας θάρρος από τη δυσκολία τού τόπου και ελπίζοντας ότι θα περνούσε απαρατήρητος, καθώς κανένας δεν το γνώριζε ούτε το υποψιαζόταν, τέντωσε το τόξο του, έριξε βέλος εναντίον του και τον πέτυχε στο μέτωπο, αλλά το χτύπημα δεν αποδείχτηκε μοιραίο, επειδή έχασε τα λογικά του με το παράλογο τής πράξης και λύθηκαν τα χέρια του από τη σύγχυση. Διαφορετικά, το τραύμα θα ήταν θανατηφόρο. Υπήρξε μεγάλη αναταραχή τού σουλτάνου, των επικεφαλής και ολόκληρης τής στρατιάς, που συγχύστηκαν όλοι πολύ από το εντελώς απρόοπτο γεγονός, σαν να είχε πέσει ξαφνικά ο εχθρός πάνω τους, αλλά ο κακότροπος και ανάγωγος αυτός άνθρωπος συνελήφθη αμέσως και πριν προλάβει να πει έστω μια λέξη ως δικαιολογία, αντιμετωπίστηκε με δικαιοσύνη αντίστοιχη με το θράσος του. Ο στρατός τον έκοψε αλύπητα σε κομμάτια. Μόνο που δεν γεύτηκαν τη σάρκα και το αίμα του. Ο σουλτάνος ήταν γεμάτος μεγάλη θλίψη, αγωνία και φόβο γι’ αυτόν, αφού κινδύνευε να χάσει τέτοιoν άνδρα, σε τόσο πιεστικό τόπο και χρόνο. Έτσι κάλεσε αμέσως τον γιατρό του, τον Γιακούμπ, άνθρωπο σοφό και πρώτο στην τέχνη του, τόσο σε ζητήματα πρακτικής και διάγνωσης, όσο και στα θεωρητικά και δογματικά, για τον οποίο είχε πολύ καλή άποψη και από τον οποίο ενημερώθηκε για την πληγή. Όταν έμαθε ότι ήταν επιφανειακή και όχι επικίνδυνη, ανάσανε με ανακούφιση, σταμάτησε να στενοχωριέται και δίνοντας πολλά δώρα στον γιατρό, τον πρόσταξε να τον φροντίζει με κάθε επιμέλεια. Και ο Μαχμούτ, παίρνοντας την κατάλληλη φροντίδα, συνήλθε γρήγορα από την πληγή.71

Ο σουλτάνος, προελαύνοντας συνεχώς για δεκαεπτά ημέρες και περνώντας με μεγάλη προσπάθεια από βαθιά φαράγγια και απότομους γκρεμούς, πολύ δύσκολα σημεία και τόπους δύσβατους και απάτητους, πολλές τέτοιες ανηφόρες και κακοτοπιές, αφού άντεξε μεγάλες ταλαιπωρίες ένοπλος ο ίδιος και ολόκληρη η στρατιά, πέρασε τελικά τον Ταύρο και κατεβαίνοντας στην πεδιάδα στρατοπέδευσε όχι μακριά από τα Τιγρανόκερτα. Ο Χασάν, μαθαίνοντας την πολυάνθρωπη έφοδο τού σουλτάνου και ότι παρά την τόση δυσκολία τού εδάφους και τον απάτητο δρόμο, που ήταν στο μεγαλύτερο μέρος του αδιάβατος, πέρασε τόσο εύκολα, με τόσο μεγάλη στρατιά, όπλα και αποσκευές και κατευθύνθηκε στην ίδια την πρωτεύουσά του, ένιωσε μεγάλη έκπληξη με τον παραλογισμό αυτού τού γεγονότος και σαν να τον χτύπησε βέλος από τον ουρανό, βρέθηκε σε φοβερή αμηχανία και ένιωσε μεγάλο φόβο, αφού δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Στο τέλος, αναγκαζόμενος από τα πράγματα, έστειλε τη μητέρα του ως πρέσβη στον σουλτάνο με πολλά δώρα, δικαιολογούμενος για όσα είχε σκεφτεί να κάνει, ζητώντας συγνώμη και παρακαλώντας ταυτόχρονα να είναι σύμμαχος και φίλος τού σουλτάνου. Εκείνος τη δέχτηκε φιλικά, την τίμησε με τις πρέπουσες τιμές και αφού μίλησε μαζί της ειρηνικά, έκανε ειρήνη και δέχτηκε να είναι ο Χασάν φίλος και σύμμαχος. Όμως δεν την άφησε να φύγει αμέσως, αλλά πορευόταν έχοντάς την μαζί του. Αυτά λοιπόν για τον σουλτάνο.72

Οι ηγέτες τού στόλου φτάνοντας στην Τραπεζούντα έδεσαν στα λιμάνια της και κατεβαίνοντας από τα πλοία άρχισαν να πολεμούν με τούς Τραπεζούντιους, που είχαν εξορμήσει από την πόλη. Τούς έτρεψαν σε φυγή απωθώντας τους βίαια και τούς έκλεισαν στην πόλη. Παίρνοντας υπό την κατοχή τους ολόκληρη την έξω περιοχή και τον δρόμο προς την πόλη, τούς περικύκλωσαν με τον στρατό τους και τούς πολιορκούσαν από στεριά και θάλασσα με τα πλοία τους, διασφαλίζοντας ότι οι μέσα δεν θα έβγαιναν, ούτε θα έμπαιναν στην πόλη άνθρωποι απ’ έξω. Πέρασαν λοιπόν εικοσιοκτώ μέρες πολιορκώντας,73 κατά τη διάρκεια των οποίων υπήρξαν κάποιες έφοδοι των ανθρώπων τής πόλης προς τούς έξω, στις οποίες δεν τα πήγαν καθόλου χειρότερα από τον εχθρό τους, αλλά, όντας λίγοι εκείνοι που πολεμούσαν εναντίον πολλών, απωθούνταν και ξανακλείνονταν στην πόλη. Ύστερα από αυτά κατέφθασε και ο Μαχμούτ πασάς με τον στρατό ξηράς μια μέρα πριν από τον σουλτάνο και αφού στρατοπέδευσε όχι μακριά από την πόλη, έστειλε αγγελιοφόρο τον Θωμά Καταβοληνό, να προτείνει στους εντός των τειχών και στον αυτοκράτορά τους να παραδοθούν αυτοί και η πόλη, λέγοντας ότι θα ήταν καλύτερο γι’ αυτούς και πολύ πιο συμφέρον να εμπιστευτούν τούς εαυτούς τους καθώς και την πόλη στον μεγάλο σουλτάνο, φυσικά με συνθήκες, σταθερούς όρκους και εμπιστοσύνη. Γιατί αυτό θα ήταν καλό και επωφελές τόσο για εκείνους από κοινού, όσο και ιδιαίτερα για τον αυτοκράτορα, τα παιδιά του και όλους τούς γύρω από αυτόν. Ο μεν αυτοκράτορας θα εξασφάλιζε τη φροντίδα τού μεγάλου σουλτάνου, που θα τού έδινε μεγάλη περιοχή και έσοδα, τα οποία θα επαρκούσαν για τη διατροφή τους και την ξεκούραστη διαμονή τους, καθώς και για κάθε άλλη ανάγκη χωρίς να εξαρτώνται από κανένα, ενώ οι ίδιοι οι πολίτες θα παρέμεναν στην πόλη μαζί με τις γυναίκες και τα παδιά τους, χωρίς να πάθουν κανένα απολύτως κακό, έχοντας και την πατρίδα και τα υπάρχοντά τους. Αν όμως, παρά το γεγονός ότι τούς προσκαλούσε τώρα σε συνθηκολόγηση, διαφωνούσαν με τον μεγάλο σουλτάνο, δεν θα μπορούσαν στο μέλλον να τού μιλήσουν για συμφωνίες και συνθήκες, από τη στιγμή που θα τον είχαν οδηγήσει οργισμένο και θυμωμένο σε πόλεμο. Οι υποθέσεις τους θα κρίνονταν μάλλον με τα όπλα και το σίδερο. Έχοντας συλληφθεί σε πόλεμο, θα υπέφεραν φόνους, λεηλασίες, σκλαβιά και όλες τις άλλες συμφορές τού πολέμου και τής άλωσης. Αυτά λοιπόν τούς είπε.74

Οι κάτοκοι τής πόλης και ο αυτοκράτοράς τους, όταν τα άκουσαν, δέχτηκαν τα λόγια με ησυχία και είπαν ότι θα συμφωνούσαν όταν ερχόταν ο μεγάλος σουλτάνος. Την επόμενη μέρα έφτασε εκεί και ο σουλτάνος, στρατοπέδευσε κοντά στην πόλη και στέλνοντας κήρυκα τον Θωμά, πρότεινε και ο ίδιος να συμφωνήσουν με τούς όρους τούς οποίους είχε ήδη προτείνει ο Μαχμούτ. Όταν άκουσαν τον κήρυκα, ετοίμασαν αμέσως πολλά μεγάλα και όμορφα δώρα και διαλέγοντας τούς καλύτερους άνδρες, αφού τούς έβαλαν πρώτα να ορκιστούν και να υποσχεθούν, τούς έστειλαν. Εκείνοι φτάνοντας προσκύνησαν τον σουλτάνο και συνθηκολόγησαν, δίνοντας και παίρνοντας όρκους παράδοσης τής πόλης και των εαυτών τους στον σουλτάνο. Ανοίγοντας τις πύλες, δέχτηκαν μέσα τον Μαχμούτ με τη στρατιά και παρέλαβε ο Μαχμούτ την πόλη. Βγήκε στη συνέχεια ο αυτοκράτορας Τραπεζούντας μαζί με τα παιδιά του και όλους τούς αυλικούς του να προσκυνήσει τον σουλτάνο. Εκείνος τον υποδέχτηκε ήρεμα και φιλάνθρωπα, τον δεξιώθηκε και τον τίμησε ανάλογα, ενώ έδωσε πλούσια δώρα σε αυτόν, στους γιους του και σε όλους εκείνους που τον συνόδευαν.75

Ύστερα από αυτό μπήκε στην πόλη ο σουλτάνος και γυρίζοντάς την έβλεπε από ψηλά τη θέση, την ασφάλεια και την καταλληλότητα τής πόλης και τής περιοχής της, καθώς και τα οικοδομήματά της και το πλήθος των ανθρώπων που υπήρχαν σε αυτήν. Ανέβηκε επίσης στην ακρόπολη και στο παλάτι, όπου είδε και θαύμασε την οχυρότητα τού υψώματος, τα οικοδομήματα των ανακτόρων και τη λαμπρότητα, δηλώνοντας ότι η πόλη ήταν αξιόλογη από κάθε άποψη. Ύστερα κι από αυτό, πρόσταξε τον αυτοκράτορα και όλους τούς γύρω του, καθώς και μερικούς που είχαν δύναμη στην πόλη και πλούτη, να βγουν μαζί με τις γυναίκες, τα παιδιά και όλα τα υπάρχοντά τους και να μπούν στις γαλέρες. Επίσης διάλεξε και εφήβους από τη ν πόλη και από όλη τη ν έξω χώρα, περίπου χίλιους πεντακόσιους, και τούς ανέβασε κι αυτούς στις γαλέρες. Αφού έδωσε πολλά δώρα στους διοικητές των πλοίων, στους διοικητές των γαλερών λέω και των πλοίων μεταφοράς, καθώς και στους καπετάνιους, τούς λοστρόμους και τούς άλλους, πρόσταξε να σαλπάρουν. Εκείνοι λοιπόν σάλπαραν, ενώ ο ίδιος, κρατώντας στη στεριά τον ένα από τούς αρχηγούς τού στόλου, τον Κασίμ, πασά τής Καλλίπολης, τού έδωσε το πασαλίκι τής Τραπεζούντας, καθώς και φρουρά από τετρακόσιους επίλεκτους άνδρες προερχόμενους από τη δική του φρουρά.76

Αφού λοιπόν πέρασε μερικές ημέρες εκεί κ αι τα ρύθμισε όλα στην πόλη όπως είχε στο μυαλό του, ξεκινώντας από εκεί ακολουθούσε και πάλι την ίδια διαδρομή προς την πρωτεύουσά του. Όταν μπήκε στη χώρα τού Χασάν, άφησε τη μητέρα του να φύγει με πολλά δώρα και τιμές, ενώ έστειλε μαζί της και πρέσβεις στον γιο της τον Χασάν, για να ανανεώσουν τις συνθήκες, αφού, όπως είπα και πριν, ήθελε να τον έχει φίλο και σύμμαχο. Έστειλε κι εκείνος με τη σειρά του πρέσβεις στον σουλτάνο, που έφερναν δώρα και συγχαρητήρια για τα κατορθώματά του, ευχαριστούσαν για τις τιμές προς τη μητέρα και επιβεβαίωναν τη φιλία και συμμαχία. Φεύγοντας από εκεί ο σουλτάνος και προχωρώντας με ταχύτητα, διέσχισε τον Ταύρο με ασφάλεια και περνώντας όλη την ενδιάμεση περιοχή σε εικοσιοκτώ συνολικά ημέρες, έφτασε στην Προύσα. Εκεί διέλυσε τον στρατό του και ξεκουράστηκε αυτός και η συνοδεία του για λίγες ημέρες, ενώ, ύστερα από αυτό, καθώς τελείωνε ήδη το φθινόπωρο, επέστρεψε στο Βυζάντιο. Τελείωνε το έτος 6969 από κτίσεως κόσμου,77 που ήταν το εντέκατο έτος τής βασιλείας τού σουλτάνου.78

Χαλκοκονδύλης

Για την κατάληψη τής Αμάστριδος ο Χαλκοκονδύλης γράφει:79

Όταν παραδόθηκε σε αυτόν η πόλη,80 ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει εναντίον τής Πελοποννήσου, ενώ ύστερα, φτάνοντας στο Βυζάντιο και περνώντας στη Μικρά Ασία, προχωρούσε εναντίον τής Αμάστριδος, τής πόλης των Γενουατών στον Εύξεινο Πόντο. Οι Γενουάτες, στέλνοντας πρέσβεις, ισχυρίζονταν ότι αυτή η πόλη τής Γαλατίας ήταν δική τους,81 ότι δεν είχαν αδικήσει κανένα και ότι είχαν μαζί του συνθήκη ειρήνης. Αν και η Άμαστρις είχε παραδοθεί ύστερα από την άλωση τού Βυζαντίου, οι Γενουάτες απαιτούσαν τώρα να αποδοθεί σε αυτούς. Ο σουλτάνος λοιπόν απάντησε ότι ούτε ο ίδιος θα αδικούσε, ούτε φτάνοντας εκεί θα άλωνε την πόλη. Όμως οι άρχοντες τής πόλης είχαν έρθει στον ίδιο και είχαν παραδώσει τούς εαυτούς τους, ζητώντας να ζουν καλά υπό την εξουσία τού σουλτάνου. Παραλαμβάνοντας λοιπόν την πόλη δεν θα αδικούσε κανένα. Επειδή λοιπόν τότε τού κήρυξαν τον πόλεμο οι Γενουάτες, προχωρούσε εναντίον τής πόλης τής Αμάστριδος. Προχωρώντας κουβαλούσε άφθονα όπλα πάνω σε καμήλες και υποζύγια, ενώ έφερνε και τον στρατό τής Ασίας. Όταν άρχισε φτάνοντας να πολιορκεί την πόλη, η πόλη παραδόθηκε σε αυτόν με συνθηκολόγηση. Όταν παρέλαβε την πόλη, άφησε το ένα τρίτο των κατοίκων της εκεί, ενώ οδήγησε τα δύο τρίτα και τα εγκατέστησε στο Βυζάντιο. Διαλέγοντας από αυτά κάποια παιδιά για τον εαυτό του, τα πήρε μαζί του στην Αδριανούπολη. Εκεί μάλιστα τον ενημέρωσαν για τις υποθέσεις τού Ουζούν Χασάν, ότι προχωρούσε με μεγάλη δύναμη εναντίον τού Ερζιντζάν, τής πρωτεύουσας των Αρμενίων.82 83

Ο Χαλκοκονδύλης συνεχίζει:84

Το επόμενο καλοκαίρι, καθώς τελείωνε η άνοιξη, ο Μωάμεθ βάδισε εναντίον τού ηγεμόνα Σινώπης και Κασταμονής, κατηγορώντας τον ότι είχε συμμαχήσει με τον Ουζούν Χασάν και ότι επρόκειτο να επαναστατήσουν μαζί και να επιτεθούν σε εδάφη τού Μωάμεθ.85 Μάλιστα λέγονταν κι άλλα, ότι δηλαδή ο Αμαρλή, ο αδελφός τού ηγεμόνα τής Σινώπης, που ζούσε στην αυλή τού σουλτάνου, έπεισε τον σουλτάνο να βαδίσει εναντίον τού αδελφού του. Αφού λοιπόν γέμισε πλοία μεταφοράς και γαλέρες, εκατόν πενήντα περίπου, τα έστειλε από τη θάλασσα. Ο ίδιος ο σουλτάνος πέρασε στη Μικρά Ασία και προχωρούσε πεζή από τη στεριά, ενώ ο στόλος του από τη θάλασσα, ταξιδεύοντας κοντά στην ακτή τής Μικράς Ασίας, έφτασε στη Σινώπη.86

Αυτή η πόλη βρἰσκεται πάνω στον Εύξεινο Πόντο και όντας χερσόνησος εκτείνεται προς τη θάλασσα για εικοσιεπτά στάδια.87 Η πόλη βρίσκεται στον ισθμό, έχοντας τη θάλασσα και από τις δύο πλευρές και φυσικό λιμάνι. Το πέρα από την πόλη μέρος τής χερσονήσου εκτείνεται σε μήκος είκοσι σταδίων88 και είναι γεμάτο πάρκα και δένδρα όλων των ειδών, καλλιεργούμενα και άγρια. Το μέρος αυτό ονομάζεται Πόρδαπας και έχει μέσα του ζαρκάδια, λαγούς και άλλα θηράματα. Και από τις δύο πλευρές τής θάλασσας η πόλη είναι πολύ καλά οχυρωμένη, ενώ είναι και πολύ όμορφη. Προς την πλευρά τής ενδοχώρας η πόλη εξέχει από ακτή. Έξω από τη χερσόνησο η περιοχή είναι πεδινή και επομένως είναι εύκολο να επιτεθεί κανείς στο τείχος τής πόλης.89

Ο Μαχμούτ90 λοιπόν, έχοντας βαδίσει εναντίον τής πόλης πριν φτάσει ο σουλτάνος στο στρατόπεδο, έκανε πρόταση στον Ισμαήλ,91 λέγοντας τα εξής: «Γιε τού Ισκεντέρ,92 προέρχεσαι από το διάσημο γένος των Τούρκων και γνωρίζεις ότι ο σουλτάνος, που προέρχεται επίσης από το γένος αυτό, δεν παύει να μάχεται τούς εχθρούς τού προφήτη Μωάμεθ. Γιατί λοιπόν δεν διατηρείς την ειρήνη, αφήνοντας στον αδελφό σου το μισό μερίδιο εξουσίας, αρκούμενος να βασιλεύεις στο μισό, αλλά κυβερνάς στερώντας από τον αδελφό σου όλη την εξουσία και φέρεσαι ενάντια στην επιθυμία τού σουλτάνου; Τώρα λοιπόν, για να βελτιωθούν τα πράγματα, εμπρός, βγαίνοντας από εδώ πήγαινε στον σουλτάνο, παραδίδοντας σε αυτόν και την εξουσία. Να γνωρίζεις επίσης καλά, ότι δεν είναι υποτιμητικό να υπακούς στον σουλτάνο, ούτε κάνεις κάτι υπερβολικό προσφέροντάς του αυτή τη φιλοφρόνηση. Θα σού δοθεί περιοχή όχι κατώτερη από αυτή τη δική σου χώρα. Ζώντας με ειρήνη, θα έχεις και ευημερία χωρίς πόνο και στο μέλλον δεν θα υπάρχουν εχθροπραξίες ανάμεσα σε εμάς και σένα, ούτε θα έχεις τον αδελφό σου να επιτίθεται συνεχώς και να συνωμοτεί για να σού πάρει την εξουσία. Εμπρός λοιπόν, πες εσύ ο ίδιος, ποια ηγεμονία στην Ευρώπη ζητάς από τον σουλτάνο, ώστε να το τακτοποιήσω μιλώντας μαζί του».93

Αυτά είπε ο Μαχμούτ τού Μιχαΐλο,94 ενώ ο Ισμαήλ απάντησε: «Όμως, Μαχμούτ, ο σουλτάνος έπρεπε να εκστρατεύει εναντίον των εχθρών τού προφήτη και όχι εναντίον των ομοφύλων και ομοθρήσκων του. Γιατί δεν είναι δίκαιο να έρχεται να υποδουλώσει άνδρα ομόφυλο και ομόθρησκο, που δεν τού έχει κάνει τίποτε κακό. Εμείς ούτε αδικήσαμε τον σουλτάνο ποτέ, ούτε παραβιάσαμε τις συνθήκες μας. Όμως, αν τα θυμάται αυτά και ο ίδιος ο σουλτάνος, αλλά θέλει αυτή την περιοχή για να κάνει πόλεμο εναντίον τού Χασάν, τότε ας μάς δώσει τη Φιλιππούπολη95 σε αντάλλαγμα γι’ αυτή την περιοχή, ώστε να μην είμαστε φόρου υποτελείς αλλά απαλλαγμένοι από φόρους και θα παραδοθούμε στον σουλτάνο εμπιστευόμενοι την καλοσύνη του. Όπως μπορείς να δεις, η πόλη είναι εξαιρετικά καλά οχυρωμένη και καλύπτεται από όπλα. Διαθέτει και περισσότερους από δέκα χιλιάδες άνδρες, ώστε με αυτούς να αμυνθούμε εμείς με μεγάλη ασφάλεια και με μεγάλη ζημιά για τούς εχθρούς».96

Όταν τα άκουσε αυτά ο Μαχμούτ και ικανοποιήθηκε πολύ από τα λόγια τού Ισμαήλ, έσπευσε στον σουλτάνο για να ρυθμίσει μαζί του την παράδοση τής πόλης. Όταν ο σουλτάνος πληροφορήθηκε τα λόγια τού Ισμαήλ, ήταν πρόθυμος να κάνει ειρήνη με τούς όρους που είχε προτείνει ο Ισμαήλ και να τού δώσει τη Φιλιππούπολη. Ο Ισμαήλ λοιπόν, παίρνοντας μαζί του όλα τα πλούτη του αναχώρησε από την πόλη, πηγαίνοντας στην περιοχή που τού είχε παραχωρήσει ο σουλτάνος. Τότε, όταν ο σουλτάνος παρέλαβε την πόλη και έστειλε τον Ισμαήλ στην Ευρώπη, ενώ ρύθμισε και τα ζητήματα τής εξουσίας του εκεί, παραδόθηκε αμέσως στον σουλτάνο και η Κασταμονή, ευημερούσα πόλη και πολύ οχυρωμένη, στην οποία είχε φέρει για ασφάλεια τη σύζυγο και τα παιδιά του, όταν ετοιμαζόταν να πολιορκήσει τη Σινώπη.97

Αυτή η χώρα τού Ισμαήλ αρχίζει από την πόλη Ηράκλεια Ποντική98 τού σουλτάνου και εκτείνεται κατά μήκος τού Πόντου μέχρι την Παφλαγονία και μέχρι τη χώρα τού Τουργούτ.99 Είναι πολύ πλούσια, με ετήσια έσοδα 200.000 χρυσά νομίσματα. Όπως έχω πει και αλλού, είναι η μόνη χώρα στη Μικρά Ασία που παράγει χαλκό, μάλιστα τον καλύτερο χαλκό μετά από εκείνον τής Γεωργίας, ο οποίος αποφέρει στον ηγεμόνα ετήσιο φόρο 50.000 χρυσών νομισμάτων. Προσέγγιζαν πολλά πλοία το λιμάνι τής Σινώπης, συμπεριλαμβανομένου μεγάλου εμπορικού ιστιοφόρου πλοίου χωρητικότητας εννιακοσίων πιθαριών, το οποίο είχε ναυπηγήσει ο Ισμαήλ. Ο σουλτάνος έστειλε αυτό το πλοίο στο Βυζάντιο, όπου ναυπήγησε πλοίο μεγαλύτερο από οποιαδήποτε προηγούμενα, ύστερα από εκείνο των Ενετών και τού βασιλιά Αλφόνσο τής Νάπολης.100 Γιατί ο Αλφόνσο ναυπήγησε πρώτος πλοίο χωρητικότητας τεσσάρων χιλιάδων πιθαριών. Στη συνέχεια η πόλη τής Βενετίας, όταν έκανε ειρήνη με τον τύραννο τής Λιγουρίας και Νάπολης,101 ναυπήγησε και αυτή δύο πλοία, μεγαλύτερα από οποιαδήποτε προηγούμενα. Τα πλοία τού βασιλιά τής Νάπολης ήσαν τόσο μεγάλα, που βούλιαξαν και βυθίστηκαν στο λιμάνι και δεν πρόφτασαν να πλεύσουν στην ανοικτή θάλασσα. Όταν ο σουλτάνος το έμαθε αυτό, ναυπήγησε πλοίο χωρητικότητας τριών χιλιάδων πιθαριών. Λίγο αργότερα όμως χάθηκε λόγω τού μεγέθους τού πανιού του, όταν, έχοντας ανοίξει τη γάστρα και βγάζοντας τα σεντινόνερα για αρκετό καιρό, που τα έβγαζαν τετρακόσιοι άνδρες στους οποίους είχε ανατεθεί η εργασία, βούλιαξε στο λιμάνι και σκεπάστηκε από τη θάλασσα. Ο καπετάνιος τού πλοίου απέδρασε φοβούμενος τον σουλτάνο Μωάμεθ.102

Αυτό όμως συνέβη αργότερα. Τότε ο σουλτάνος, έχοντας πάρει τον έλεγχο τής χώρας τού Ισμαήλ, τού γιου τού Ισκεντέρ, έσπευσε να επιτεθεί ταυτόχρονα εναντίον τού Ουζούν Χασάν και τής Κολχίδας για να υποτάξει τον αυτοκράτορα τής Τραπεζούντας, που είχε κάνει τον Χασάν σύμμαχο και συγγενή του, ή μάλλον ο αδελφός του, ο αυτοκράτορας Ιωάννης,103 καθώς και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Δαβίδ104 είχαν δώσει την κόρη τού Ιωάννη, τη ανηψιά τού Δαβίδ, σε γάμο με τον Ουζούν Χασάν.105 Επιπλέον ο αυτοκράτορας Δαβίδ είχε ζητήσει από τον Χασάν να προσπαθήσει να πείσει τον σουλτάνο Μωάμεθ στο μέλλον να μην παίρνει τον φόρο υποτέλειας τής Τραπεζούντας για τον εαυτό του, αλλά να τού ζητήσει να τον χαρίζει ο σουλτάνος στον Χασάν. Οι πρέσβεις λοιπόν τού Χασάν, ερχόμενοι στον σουλτάνο, έλεγαν και άλλα πολύ αλαζονικά πράγματα, μεταξύ των οποίων απαιτούσαν και αυτό, να αφεθεί δηλαδή στους ίδιους ο φόρος υποτέλειας τής Τραπεζούντας. Ο σουλτάνος τούς έδιωξε, απειλώντας ότι στο μέλλον δεν θα βρίσκονταν πολύ μακριά, όποτε χρειαζόταν να καταφεύγουν στον σουλτάνο.106 Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στα μέρη τής Καππαδοκίας και καθώς πορευόταν ήρθε και τον συνάντησε ο μεγάλος του γιος, που ήταν κυβερνήτης τής Αμάσειας,107 φέρνοντας στον πατέρα του μεγάλα δώρα και προσκυνώντας τον γονατιστός, όπως είναι το έθιμό τους.108

Συνάντησε τον σουλτάνο και ο πεθερός του, ο Τουργούτ, την κόρη τού οποίου ο σουλτάνος, επειδή τού άρεσε, την πήρε μαζί του και την απολάμβανε σε δεύτερη θέση, ύστερα από τις γυναίκες του στο χαρέμι, ενώ και τον αδελφό τής γυναίκας, ο οποίος είχε έρθει στην αυλή τού σουλτάνου και διέμενε εκεί, τον έπαιρνε μαζί του να τον συνοδεύει όπου εκστράτευε. Τότε λοιπόν συναντήθηκε ο Τουργούτ με τον σουλτάνο, καθώς εκείνος πορευόταν, φέρνοντάς του μεγάλα δώρα. Όταν έφτασε στη Σεβάστεια,109 μπήκε στη χώρα τού Χασάν, επιτέθηκε και κατέλαβε μια κωμόπολη ονομαζόμενη …110 Καθώς προχωρούσε, έφτασε η μητέρα τού Χασάν111 φέρνοντας πλούσια δώρα και ενεργώντας ως πρέσβειρα για τον γιο της.112

Όταν συνάντησε τον σουλτάνο, είπε τα εξής: «Σουλτάνε, γιε τού Οθωμανού Μουράτ,113 έστειλε εμένα την ίδια ο γιος μου Χασάν, ο οποίος νοιάζεται για τις δικές σου υποθέσεις και ούτε στενοχωριέται για τη δική σου ευημερία, ούτε αρνείται να σού κάνει όποια χάρη τον προστάξεις. Από την πλευρά μου θα σού πω τα εξής. Σπουδαίε άνθρωπε, γιατί φέρνεις πόλεμο σε εμάς τούς ομοφύλους σου κατά τρόπο αντίθετο προς τον θείο νόμο; Μήπως δεν γνωρίζεις ότι η θεία δίκη, επειδή ο Βαγιαζήτ ο Κεραυνός, ο γιος τού Μουράτ, αδικούσε πολύ και αμάρτανε σε βάρος των ομοφύλων του, έβαλε το χέρι της και χάθηκε αυτός από τον σουλτάνο Ταμερλάνο;114 Μέχρι τώρα, που φερόσουν ήπια στους ομοφύλους σου και δεν τούς έκανες ανεπανόρθωτη ζημιά, ο Θεός σού δίνει μεγάλη και άφθονη ευημερία παρέχοντάς σου τα αγαθά τού προφήτη, παρέχοντάς σου μεγάλη και ευημερούσα περιοχή, πόλεις και βασιλείς που γίνονται υπήκοοί σου και αιχμάλωτοι. Γνωρίζεις επίσης καλά, ότι δεν θα επιτρέψει να υποτάξει τούς ομοφύλους του κάποιος που τον έχει προσβάλει τόσο πολύ. Εκείνοι που είναι αυθαδέστατοι και αναιδείς στη φύση και την ψυχή, νομίζουν ότι η θεία δίκη πουθενά στη γη δεν τιμωρεί τούς ανθρώπους, αλλά αφήνει να προχωρούν οι υποθέσεις τους τυχαία και χωρίς σκοπό. Ότι οποιαδήποτε επιδίωξη κάθε ανθρώπου είναι θεμιτή και δίκαιη. Και ότι ο ισχυρός ηγεμόνας ή σουλτάνος μπορεί να προχωρά σε συμφωνία με τη θέληση τού Θεού σε όλα εκείνα που ακολουθούν. Αλλά ο Θεός, μοιράζοντας τις μοίρες, την κακή και την καλή, εκείνος αποφασίζει ποια πηγαίνει σε ποιον από τούς θνητούς. Γιατί μπορεί σε κάποιον να δώσει στη ζωή καλή μοίρα, αλλά ύστερα από τον θάνατό του να τον τιμωρήσει ιδιαίτερα αλυσοδένοντάς τον. Επίσης ο Θεός θεωρεί φυσικό και κάτι άλλο: να τηρεί καθένας εκείνο που έχει συμφωνήσει, ενώ, αν το παραβαίνει, να αφανίζεται. Εσύ έχεις φτάσει στη μεγαλύτερη ευημερία από τούς βασιλείς όλου τού κόσμου επειδή πειθαρχείς στον προφήτη, δεν παραβιάζεις εκείνα που θεωρούνται σωστά και στο μέλλον θα εξουσιάζεις όλους τούς ανθρώπους. Όλα όσα συμφώνησε με συνθήκες ο άνθρωπος, ορκιζόμενος είτε στον Θεό είτε στον προφήτη, πρέπει να τα τηρεί μέχρι να πεθάνει. Πρέπει να πειθαρχεί. Κι εσύ σε εμάς τούς ομοφύλους σου δεν φέρεσαι καλά, παρά το γεγονός ότι είμαστε υπηρέτες τού προφήτη, στον οποίο η μοίρα ανέθεσε τις συμφωνίες ειρήνης. Γιατί δεν θα κοιτάζει και θα περιμένει, όταν εμείς προσβαλλόμαστε και αδικούμαστε από σένα».115

Αυτά είπε, ενώ απαντώντας ο σουλτάνος είπε τα εξής: «Γυναίκα, σωστά είναι όλα αυτά που είπες. Να ξέρεις όμως καλά, ότι τόσο για τον σουλτάνο όσο και για τον ηγεμόνα τίποτε δεν είναι πιο ευχάριστο από μια συνθήκη. Εκεί πρέπει να οδηγούνται τα πράγματα από τη φύση τους. Αν κάποιος φαίνεται ότι κάνει κακό στους ομοφύλους του, πρέπει πρώτα ο ίδιος να αποδείξει ότι αμύνεται απέναντι σε επιτιθέμενους. Εμείς λοιπόν το κάναμε αυτό και τον προειδοποιήσαμε να μη δημιουργεί προβλήματα στα εδάφη μας, αλλά εκείνος δεν σταμάτησε καθόλου και δεν έπαψε ποτέ να δημιουργεί προβλήματα. Θα πούμε όμως τα εξής στον γιο σου: θα παραμένουμε στο εξής έξω από τη χώρα του, εφόσον κι εκείνος δεν καταπατήσει πάλι εδάφη μας, αν ο ίδιος δεν καταχραστεί πάλι τη γη μας και δεν βοηθά και υπερασπίζεται τον αυτοκράτορα τής Τραπεζούντας». Μόλις τα είπε αυτά ο σουλτάνος, συμφώνησε αμέσως η γυναίκα και έκαναν ειρήνη.116

Από εδώ λοιπόν ξεκίνησε την πορεία του προς την Τραπεζούντα και εναντίον τού αυτοκράτορα Δαβίδ, ο οποίος, όταν πέθανε ο αδελφός του ο αυτοκράτορας Ιωάννης και είχε αφήσει πίσω του έναν απόγονο, φέρνοντας τούς Καβαζίτες άρχοντες τής Μεσοχαλδίας,117 περιοχής κοντά στην Τραπεζούντα, κατέλαβε τον θρόνο και έγινε αυτοκράτορας αδικώντας τον ανηψιό του, o οποίος ήταν τεσσάρων ετών. Ο στόλος λοιπόν, σαλπάροντας από τη Σινώπη όταν την κατέκτησε, προχωρούσε έχοντας στα δεξιά την Καππαδοκία. Φτάνοντας στην Τραπεζούντα πυρπόλησε τα προάστια και πολιορκούσε την πόλη για τριανταδύο μέρες. Στη συνέχεια επελαύνοντας ερχόταν και ο σουλτάνος.118

Ο Μαχμούτ, βαδίζοντας προς την Τραπεζούντα και στρατοπεδεύοντας κάπου εκεί, στη λεγόμενη Σκυλολίμνη,119 έκανε πρόταση στον εξάδελφό του, τον πρωτοβεστιάριο Γεώργιο,120 λέγοντάς του να πει στον αυτοκράτορα Δαβίδ τα εξής: «Αυτοκράτορα Τραπεζούντας, απόγονε τής αυτοκρατορίας των Ελλήνων, ο μεγάλος σουλτάνος σού λέει αυτό: Όπως βλέπεις, διέσχισα πορευόμενος μεγάλη περιοχή για να φτάσω εδώ. Αν παραδώσεις αμέσως την πόλη στον σουλτάνο, τότε θα σού παραχωρήσει περιοχή, όπως χάρισε ευδαιμονία στον Δημήτριο,121 τον ηγεμόνα των Ελλήνων τής Πελοποννήσου, καθώς και νησιά και την ευημερούσα πόλη τής Αίνου,122 όπου ευημερεί παραμένοντας με ασφάλεια. Αν όμως δεν υπακούσεις και θελήσεις να αντισταθείς, τότε να γνωρίζεις ότι η πόλη σύντομα θα υποδουλωθεί. Δεν θα σταματήσω, μέχρι να σάς βγάλω από την πόλη και να σάς παραδώσω σε επαίσχυντο θάνατο». Σε εκείνα που είπε ο Μαχμούτ, ο αυτοκράτορας Τραπεζούντας απάντησε: «Όμως εμείς μέχρι τώρα δεν παραβιάσαμε τις συμφωνίες μας με τον σουλτάνο. Όταν ο σουλτάνος έστειλε τον αδελφό του, ήμασταν πρόθυμοι να κάνουμε ό, τι προστάξει ο σουλτάνος, πειθαρχώντας να κινηθούμε αμέσως, ενώ και τώρα στον ναυτικό διοικητή τού σουλτάνου αυτό λέγαμε, να μη λεηλατούν την περιοχή σπέρνοντας τον όλεθρο, γιατί, όταν έρθει ο σουλτάνος, είμαστε έτοιμοι να παραδοθούμε».123

Αυτά είπε και ζητούσε να κάνει μαζί του ειρήνη ο σουλτάνος, παίρνοντας την κόρη του για γυναίκα και δίνοντάς του περιοχή με έσοδα ίσα με εκείνα τής δικής του χώρας. Με αυτούς τούς όρους ζητούσε να γίνει ειρήνη. Ο Μαχμούτ λοιπόν, όταν έφτασε ο σουλτάνος στο στρατόπεδο, τον συνάντησε για να τον ενημερώσει για τα σχετικά με την πόλη. Εκείνος εξοργίστηκε από αυτά που άκουσε και θέλησε να εισβάλει στην πόλη και να την υποδουλώσει. Γιατί είχε ενοχληθεί που η γυναίκα του αυτοκράτορα,124 πριν από την άφιξη τού στόλου τού σουλτάνου, είχε βγει από την πόλη και είχε πάει στον γαμπρό της, τον Μαμία.125 Ύστερα όμως, όταν σκέφτηκε, αποφάσισε να δοθούν οι όρκοι τής ειρήνης και δόθηκαν οι όρκοι τού σουλτάνου.126

Στη συνέχεια πήραν τον έλεγχο τής πόλης τής Τραπεζούντας οι γενίτσαροι τού σουλτάνου, όπως πρόσταξε ο σουλτάνος. Έβαλε σε ένα πλοίο τον αυτοκράτορα Τραπεζούντας, μαζί με τούς γιους του, την κόρη του, τούς συγγενείς του, όλους όσοι ήσαν παρόντες μαζί του και πρόσταξε να σαλπάρει για το Βυζάντιο, ενώ ο ίδιος ο σουλτάνος θα αναχωρούσε αμέσως από τη στεριά. Ανέθεσε την πόλη στον αρχηγό τού στόλου, τον πασά τής Καλλίπολης, τοποθετώντας γενίτσαρους στην ακρόπολη και αζάπηδες127 στην πόλη. Ύστερα από αυτό, στέλνοντας τον Χιτίρ, τον κυβερνήτη τής Αμάσειας, υπέταξε τις περιοχές γύρω από την πόλη και γύρω από τη Μεσοχαλδία, οι διοικητές των οποίων ήσαν Καβαζίτες, καθώς και ο πανσέβαστος128 και ο γιος του. Όλες αυτές οι περιοχές παραδόθηκαν. Ο Χιτίρ άφησε εκεί φρουρά, προχώρησε από την ενδοχώρα και αναχώρησε με τον στρατό, περνώντας από τη Τζανική, περιοχή πολύ ισχυρή και αδιάβατη.129 Όταν έφτασε στο Βυζάντιο, ο σουλτάνος τον διέταξε να οδηγήσει τον αυτοκράτορα στην Αδριανούπολη, ενώ και ο ίδιος λίγο αργότερα έφυγε με συνοδεία για την Αδριανούπολη.130

Έτσι λοιπόν κατακτήθηκε η Τραπεζούς. Ολόκληρη η περιοχή τής Κολχίδας πέρασε κάτω από τον σουλτάνο, όντας και αυτή ελληνική ηγεμονία και στραμμένη προς τούς Έλληνες στις συνήθειες και στον τρόπο ζωής. Μέσα σε λίγο χρόνο διώχτηκαν από τα σπίτια τους από αυτόν τον σουλτάνο οι Έλληνες και οι ηγεμόνες των Ελλήνων, πρώτα η πόλη του Βυζαντίου και στη συνέχεια η Πελοπόννησος και ο αυτοκράτορας Τραπεζούντας και η χώρα του.131 132

Σε τέτοια έκταση λοιπόν συνέβησαν τα πράγματα. Στη συνέχεια, χωρίζοντας την Τραπεζούντα σε μερίδια, ένα μέρος κράτησε για τον εαυτό του και τούς έκανε αργότερα σιλαχτάρ και σιπαχογλάν133 στην αυλή του, κρατώντας τους κοντά του για να τού προσφέρουν και υπηρεσίες στα παιδικά.134 Ένα άλλο μέρος το εγκατέστησε στο Βυζάντιο και τούς υπόλοιπους τούς έκανε γενίτσαρους και σκλάβους, διαλέγοντας οκτακόσια παιδιά που προστέθηκαν στις τάξεις των γενιτσάρων. Όμως την κόρη τού αυτοκράτορα Δαβίδ δεν την παντρεύτηκε, αλλά ύστερα από λίγο την έστειλε στο χαρέμι του, όταν θανατώθηκε ο αυτοκράτορας Δαβίδ, ενώ τον νεαρό απόγονο τού προηγούμενου αυτοκράτορα, που ήταν μικρό παιδί, τον είχε μαζί του ο ηγεμόνας. Ο μικρότερος γιος τού αυτοκράτορα, που ονομαζόταν Γεώργιος και βρισκόταν στην Αδριανούπολη, προσηλυτίστηκε στη θρησκεία τού Μωάμεθ και ακολουθούσε τα έθιμά τους. Συνελήφθη όμως λίγο αργότερα από τον σουλτάνο, μαζί με τον πατέρα του και τούς αδελφούς του. Γιατί η ανηψιά τού αυτοκράτορα, η γυναίκα τού Χασάν, είχε στείλει επιστολές και προσκαλούσε εκεί είτε τον γιο τού αυτοκράτορα ή τον ανηψιό του, τον Αλέξιο από τη Μυτιλήνη, που ήταν Κομνηνός.135 Οι επιστολές παραδόθηκαν στον σουλτάνο, αποκαλύπτοντας ότι ένας από τούς γιους τού αυτοκράτορα ή ο ανηψιός του, όπως λεγόταν, θα πήγαινε στη Δέσποινα, τη γυναίκα τού Ουζούν Χασάν. Τις επιστολές τις παρέδωσε ο πρωτοβεστιάριος Γεώργιος136 με καλό δήθεν σκοπό, για να φανεί ότι είχαν εμπιστοσύνη στον σουλτάνο, επίσης όμως για να μην ακουστεί από τρίτους ότι ο πρωτοβεστιάριος τις έκρυψε, φοβούμενος τον μεγάλο αφέντη και τον Μαχμούτ πασά, μήπως πάθει κακό ο πρωτοβεστιάριος από τον μεγάλο αφέντη. Έδωσε λοιπόν τα έγγραφα στον σουλτάνο. Ο σουλτάνος, όταν πήρε στα χέρια του τις επιστολές, μπήκε σε υποψίες, συνέλαβε τον Δαβίδ, τούς γιους του και τον ανηψιό του και τούς έκλεισε στη φυλακή. Την κόρη τού αυτοκράτορα την έστειλε στο χαρέμι του, ενώ έχοντάς τους αλυσοδεμένους, ύστερα από λίγο τούς οδήγησαν στο Βυζάντιο και τούς θανάτωσαν. Τούς νέους από την πόλη και τη γύρω περιοχή, άλλους έκανε γενίτσαρους για το δικό του χαρέμι, άλλους χρησιμοποίησε στις δικές του δραστηριότητες, ενώ τούς υπόλοιπους τούς παραχώρησε στους γιους του και στους αξιωματικούς του. Από τις νέες, άλλες τοποθέτησε στο χαρέμι του, άλλες χάρισε, ενώ μερικές τις έστειλε στους γιους του και μερικές άλλες τις πάντρεψε σε σύντομο χρονικό διάστημα.137

Δούκας138

Το έτος 6969139 από κτίσεως κόσμου ο σουλτάνος έφτιαξε στόλο αποτελούμενο από διακόσιες περίπου γαλέρες με τρεις ή δύο σειρές κουπιών και δέκα πλοία μεταφοράς. Ο ίδιος την άνοιξη, περνώντας τον πορθμό, πήγε στην Προύσα τής Βιθυνίας, χωρίς να γνωρίζει κανένας και χωρίς να καταλαβαίνει ποια ήταν η επιθυμία του.140

Θα πω και κάτι απίστευτο. Ο νομοδιδάσκαλός του, που ήταν τότε και δικαστής των δικαστών, έχοντας θάρρος λόγω τής οικειότητας την οποία είχε με τον ηγεμόνα και τού σεβασμού που έδειχνε ο ηγεμόνας προς τον δάσκαλό του, τόλμησε να ρωτήσει τον ηγεμόνα ενώ βρίσκονταν μόνοι οι δυο τους: «Κύριε, το στράτευμα αυτό που ετοιμάστηκε από στεριά και θάλασσα, πού σκοπεύεις να το οδηγήσεις;» Κι εκείνος, αφού τον κοίταξε οργισμένος, είπε: «Να ξέρεις, ότι αν γνώριζα ότι μια τρίχα από τα δικά μου γένια είχε αποσπάσει το μυστικό μου, θα την ξερίζωνα και θα την έριχνα στη φωτιά». Τόσο κρυψίνους και οξύθυμος ήταν ο άνθρωπος.141

Φοβήθηκαν όλοι: οι Βλάχοι που κατοικούσαν στο Λυκόστομο,142 αλλά και οι κάτοικοι τού Καφφά,143 τής Τραπεζούντας και τής Σινώπης, καθώς και τα νησιά τού Αιγαίου πελάγους, η Ρόδος και τα γύρω της μικρά νησιά, η Χίος και η Λέσβος, αν και ήσαν υποτελείς, τρόμαξαν επειδή γνώριζαν την αστάθειά του.144

Ο ηγεμόνας έφυγε από τη Βιθυνία, πήγε στην Άγκυρα τής Γαλατίας και στρατοπέδευσε εκεί, ενώ ο άρχοντας τής Σινώπης έστειλε τον γιο του με πολλά δώρα, ο οποίος παρουσιάστηκε μπροστά στον σουλτάνο και τον προσκύνησε δουλικά. Εκείνος τον υποδέχτηκε εγκάρδια, τού είπε εκείνα που έπρεπε να μεταφερθούν στον πατέρα του και χρησιμοποιώντας τον ως αγγελιοφόρο εκείνων που έπρεπε να ειπωθούν, είπε τα εξής: «Πες στον πατέρα σου ότι θέλω τη Σινώπη και αν μού τη δώσει με τη θέλησή του, τότε κι εγώ με χαρά θα τού δώσω σε αντάλλαγμα την επαρχία τής Φιλιππούπολης. Αν όχι, έρχομαι γρήγορα». Και ο στόλος έφτασε στη Σινώπη από τον Εύξεινο Πόντο. Ο γιος τού Ισμαήλ, τού ηγεμόνα τής Σινώπης, πήγε στον πατέρα του και τού ανάγγειλε εκείνα που ειπώθηκαν από τον τύραννο. Ο τύραννος, μαθαίνοντας ότι ο στόλος είχε φτάσει στη Σινώπη, προχωρούσε και ο ίδιος προς αυτήν από τη στεριά. Ο Ισμαήλ βγήκε απορώντας από τη Σινώπη, τον προϋπάντησε και τον προσκύνησε δουλικά. Ο τύραννος τον καλωσόρισε χαρούμενα και τον πρόσταξε να πάρει όλους τούς θησαυρούς του με άλογα, μουλάρια και καμήλες, καθώς και οτιδήποτε άλλο υπήρχε στα ταμεία του, χωρίς να αγγίξει κανένας τίποτε δικό του. Αφού λοιπόν ρύθμισε καλά τα πράγματα στη Σινώπη και αφού χειροτόνησε ως ηγεμόνα της έναν από τους δούλους του, ο ίδιος προχώρησε προς το εσωτερικό τής Αρμενίας.145

Ο προαναφερθείς Ουζούν Χασάν ζούσε με τούς άνδρες του ως ηγεμόνας στα σύνορα τής Περσίας πάνω από τα βουνά, μη έχοντας τη δύναμη να αντιμετωπίσει τον τύραννο. Διασχίζοντας την Αρμενία [ο σουλτάνος] και περνώντας τον ποταμό Αράξη άρπαξε κάποιες περιοχές, ενώ κάποιες άλλες παρέκαμψε, αφού δεν μπόρεσε να τις αρπάξει. Αφού ανέβηκε τα όρη τού Καυκάσου με μεγάλη δυσκολία και στέρηση των αναγκαίων, κατέβηκε στους Κόλχους.146

Καθώς κατευθυνόταν στην Τραπεζούντα, έστειλε μήνυμα στον αυτοκράτορα Τραπεζούντας να διαλέξει ποιο από τα δύο προτιμά: ή να παραδώσει την αυτοκρατορία στον τύραννο χωρίς ζημιά στους δικούς του θησαυρούς (σε ασήμι, χρυσάφι, χαλκό, καθώς και σε κάθε άλλο είδος, επίσης δούλους και δούλες και κάθε άλλη κινητή περιουσία), ή να τα χάσει όλα αυτά μαζί με την αυτοκρατορία του, καθώς και τη ζωή του. Όταν τα άκουσε αυτά ο αυτοκράτορας, βγήκε και προσκύνησε μαζί με όλη την οικογένειά του. Γιατί ο στόλος είχε φτάσει πριν από πολλές ημέρες, έχοντας αναχωρήσει από τη Σινώπη για την Τραπεζούντα, αλλά αν και πολεμούσε καθημερινά δεν κατόρθωνε τίποτε, μέχρι τη στιγμή που έφτασε ο τύραννος από τη στεριά. Τότε βγήκε ο αυτοκράτορας μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του και προσκύνησε. Ήταν ο Δαβίδ Κομνηνός, γιος τού Αλεξίου Κομνηνού και αδελφός τού προηγούμενου αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνού. Ο σουλτάνος τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τις γαλέρες, με όλο το σόι του, θείους και ανηψιούς, καθώς και με τούς άρχοντες και ευγενείς τού παλατιού, κουβαλώντας καθένας όλα τα υπάρχοντά του εκτός από τα ακίνητα. Ο ίδιος, αφού οργάνωσε καλά τα ζητήματα τής διοίκησης τής Τραπεζούντας, επέστρεψε έχοντας συμπληρώσει ένα ολόκληρο έτος σε αυτό το ταξίδι.147

Ψευδο-Σφραντζής148

Στη συνέχεια εκστρατεύει εναντίον τής αυτοκρατορίας Τραπεζούντας και εύκολα, με λίγο πόλεμο, πήρε όλη εκείνη την εξουσία και οδήγησε τον αυτοκράτορά της, τον Δαβίδ Κομνηνό, αιχμάλωτο στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης τη διάσημη πόλη τής Σινώπης, την οποία οι πρόγονοί του είχαν καταστήσει υποτελή, ο ίδιος, αφού νίκησε σε πόλεμο τον εμίρη της, έγινε εντελώς κυρίαρχος τής εκεί εξουσίας.149

Αμιρούτζης

Ο Γεώργιος Αμιρούτζης, μορφωμένος Τραπεζούντιος, γράφει σε επιστολή του με ημερομηνία 11 Δεκεμβρίου 1461 προς τον επίσης Τραπεζούντιο Βησσαρίωνα, που βρισκόταν πια στην Ιταλία, έχοντας προαχθεί σε καρδινάλιο τής Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας:150

Πολύ σεβαστέ και επιφανέστατε πατέρα εν Χριστώ και δέσποτα, ελπίζω να είσαι υγιής και καλά από όλες τις απόψεις.151

Εκείνα τα οποία διακήρυσσα παλαιότερα, για τα οποία διαμαρτυρόμουν στους πολίτες μας και έγραφα και προς την αφεντιά σου, παρακαλώντας δηλαδή να σώσεις έναν από τούς γιους μου παίρνοντάς τον κοντά σου, συνέβησαν πια και τελείωσαν. Αν και γνωρίζω ότι σού φέρνω φοβερά νέα, τέτοια που δεν θα προσπεράσεις αδάκρυτος, μικρή θα σού έκανα χάρη αν σού έκρυβα τις κοινές μας συμφορές. Γιατί άραγε τι πλεονέκτημα υπάρχει στην άγνοια των κακών νέων από την πατρίδα; Ταυτόχρονα θα ήταν άσκοπο να προσπαθήσω να σιωπήσω για πράγματα, τα οποία νομίζω ότι οι πληροφορίες έχουν εξαπλώσει και διεκτραγωδήσει παντού.152

Να ξέρεις ότι η πατρίδα μας, αλίμονο, έχει πέσει στα χέρια αλλοφύλων και έχει υποστεί τα χειρότερα. Παρά το γεγονός ότι παραδόθηκε, δεν κέρδισε τίποτε από τούς όρους με τούς οποίους παραδόθηκε. Μάλιστα έχει υποστεί τα αντίστοιχα με εκείνες που έχουν καταληφθεί ύστερα από πόλεμο.153

Την επικεφαλίδα των κακών στην είπα ήδη, για την οποία πιστεύω ότι θα πενθήσεις πολλές ημέρες και πολλές νύχτες, συμπαθώντας άλλωστε τούς Έλληνες και αγαπώντας πολύ την πατρίδα. Πρέπει όμως να εξηγήσω με λίγα λόγια πώς συνέβη αυτό, ώστε να ξέρεις και τις λεπτομέρειες. Γιατί όταν κάποιος δεν ξέρει τον τρόπο με τον οποίο έγινε το κακό, συνήθως θυμώνει περισσότερο.154

Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος που μπορεί να κάνει πολλά, αυτός που εξουσιάζει πολλά και μεγάλα έθνη, ο αυτοκράτορας ήδη Ελλήνων και Ρωμαίων, χωρίς να έχει ίσως κάτι να μάς κατηγορήσει, αλλά παρακινούμενος από σφοδρή επιθυμία για δόξα και μεγαλύτερη εξουσία, ετοίμασε μεγάλο στόλο, όχι τόσο από την άποψη τού αριθμού των γαλερών (οι οποίες δεν ήσαν περισσότερες από εκατό), όσο από τον εξοπλισμό του με όλα τα είδη πυρομαχικών και πολεμικών μηχανών και τον έστειλε εναντίον τής Σινώπης και των άλλων πόλεων τής Παφλαγονίας. Ο ίδιος, οδηγώντας στρατιά πεζικού δύναμης μεγαλύτερης των εκατόν πενήντα χιλιάδων ανδρών, πέρασε στη Μικρά Ασία χωρίς να φανερώνει τον σκοπό τής εκστρατείας του. Έτσι, εισβάλλοντας ύπουλα στα εδάφη τού εχθρού του, κατέλαβε τα πάντα απροσδόκητα. Γιατί οι Παφλαγόνες δεν είχαν φροντίσει ούτε να εξοπλιστούν, ούτε να ετοιμαστούν, ούτε ακόμη να εκμεταλλευτούν τον χρόνο. Αντίθετα, αφού από πουθενά δεν μπορούσαν να ελπίζουν για κάτι καλύτερο, περιφρόνησαν και την ίδια την τύχη που τούς είχε σώσει τόσες φορές από τον κίνδυνο. Αφού λοιπόν παρέδωσαν τις πόλεις και τα φρούριά τους μαζί με τον ηγέτη τους, αναγνώρισαν αμέσως τον σουλτάνο ως άρχοντά τους. Καθώς λοιπόν εξελίχθηκαν τα πράγματα έτσι ανέλπιστα, τού μπήκαν στο μυαλό μεγαλύτερες ιδέες και καθώς είχε τον στόλο του εντελώς ανέγγιχτο και χωρίς απώλειες, τον έστειλε εναντίον μας. Ο ίδιος πορευόταν εναντίον τού ηγεμόνα Καππαδοκίας και Μεσοποταμίας.155

Εκείνος [ο εμίρης τής Σινώπης], όταν πρωτάκουσε την είδηση, δεν την πίστεψε και νόμιζε ότι ήταν απλώς φήμη. Γιατί κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει ότι την εποχή μας θα πήγαινε τόσο μακριά από το κέντρο τής εξουσίας του. Μόλις όμως διαπίστωσε ότι ήταν αλήθεια και έμαθε ότι οι εχθροί είχαν εισβάλει στα εδάφη του, τρομοκρατήθηκε και δεν έκανε γενναίες σκέψεις, αφού υποψιαζόταν ότι και ο αδελφός του συνωμοτούσε εναντίον του. Δίστασε, υποχώρησε και δεν τόλμησε να τα παίξει όλα για όλα. Αφού λοιπόν ξεγύμνωσε από άνδρες την περιοχή από την οποία θα περνούσαν οι εχθροί, ο ίδιος υποχωρούσε σταδιακά και στάθηκε έξω από το στρατόπεδό του. Αυτό δεν συνέβη επειδή ο σουλτάνος τον καταδίωκε πλησιάζοντας. Ο σουλτάνος προτιμούσε να πάρει τη νίκη χωρίς αγώνα, αναγκάζοντας τον εχθρό του να σηκωθεί και να φύγει.156

Έχοντας δώσει αυτό το μάθημα στους εχθρούς, όταν έφτασε στα σύνορά μας και άρπαξε τα ορεινά περάσματα, έβαλε όλα τα άλλα στην άκρη και προχώρησε εναντίον μας. Ο στόλος του, που είχε ήδη φτάσει στην πόλη μας ξαφνικά, προκάλεσε μεγάλη έκπληξη και αναταραχή. Εμείς νομίζαμε ότι δεν θα ερχόταν, τόσο επειδή είχαμε πρόσφατα ανταλλάξει όρκους και δεν είχαμε παραβιάσει καμία από τις συμφωνίες, όσο και επειδή ελπίζαμε σε καθυστέρηση επειδή, πολιορκώντας τη Σινώπη, δεν θα ερχόταν σύντομα. Ξαφνικά όμως ο στόλος εμφανίστηκε να πλέει εναντίον τής πόλης. Δεν είχαμε ακόμη τη δυνατότητα ούτε να συγκεντρώσουμε εκείνους τούς στρατιώτες που είχαμε, ούτε να φέρουμε μέσα τα τρόφιμα από τα χωράφια, αλλά έπρεπε μόνο να υπερασπιστούμε την πόλη παρά τις ελλείψεις αυτές. Έτσι λοιπόν οι εχθροί, που αποβιβάστηκαν απρόσκοπτα με δύναμη όχι μικρότερη από δέκα χιλιάδες άνδρες καλά οπλισμένους, λεηλατούσαν για κάποια διάστημα την περιοχή έξω από την πόλη, καταστρέφοντας τα σπαρτά και καίγοντας τα σπίτια, ενώ στη συνέχεια μάς έκλεισαν μέσα στα τείχη και μάς πολιορκούσαν.157

Ο πόλεμος κράτησε σαράντα περίπου μέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων φαινόταν ότι θα αντέχαμε και ότι θα προκαλούσαμε σημαντικές απώλειες στους εχθρούς μας. Γιατί τόσο εκείνοι που έτρεχαν από τα χωράφια, συμπλέκονταν κάθε τόσο μαζί τους και σκότωναν πολλούς, αλλά κι εμείς τούς προκαλούσαμε ακόμη μεγαλύτερες ζημιές, όταν κάναμε εφόδους από την πόλη. Οι καρδιές μας γέμιζαν με καλές ελπίδες ότι θα εξολοθρεύαμε όλο τον στόλο. Να είσαι βέβαιος ότι θα το είχαμε κατορθώσει, αν δεν εμφανιζόταν από την ενδοχώρα ολόκληρος ο στρατός, να κατεβαίνει επιτιθέμενος μαζί με τον άρχοντά τους. Αυτό λοιπόν έσωσε εκείνους που είχαν βρεθεί τόσο κοντά στην καταστροφή και σκέπτονταν να φύγουν με τον στόλο τη νύχτα, ενώ εμάς μάς κατέστρεψε. Γιατί ο στρατός δεν χωρούσε ούτε στις πεδιάδες μπροστά από την πόλη, ούτε στις ρεματιές στις δύο πλευρές. Αλλά ούτε τα γύρω βουνά και λόφοι επαρκούσαν για τον καταυλισμό του.158

Άρχισε αμέσως να δραστηριοποιείται, να στήνει και να χρησιμοποιεί εναντίον τής πόλης κανόνια μεγαλύτερα απ’ όσα είχε δει μέχρι τότε ο ήλιος. Πολύ γρήγορα η πόλη έπεσε σε κατάσταση απελπισίας και χάθηκε αμέσως κάθε ελπίδα για το καλύτερο. Τα απαραίτητα σπάνιζαν ήδη και υπήρχε έλλειψη νερού, κάτι που δεν είχε συμβεί εδώ και πολύ καιρό. Οι άνθρωποι δεν ήθελαν να εμπλακούν σε τόσο προφανή κίνδυνο, αλλά απέβλεπαν σε συνθηκολόγηση. Σε κανένα δεν φαινόταν ότι θα μπορούσαμε να παρατείνουμε τον πόλεμο, ενώ ήταν προφανές ότι η πόλη θα καταλαμβανόταν με έφοδο. Καθώς έτσι σκέφτονταν οι πολλοί, φάνηκε προτιμότερο να παραδοθούμε, ώστε να μην αναγκαστούμε να διασχίσουμε όλη τη γη και τη θάλασσα αιχμάλωτοι και ζητώντας ελεημοσύνη.159

Όταν επιτεύχθηκαν έτσι οι συμφωνίες, παρέδωσαν την πόλη και τούς εαυτούς τους. Και η πιο ελεύθερη από όλες τις πόλεις, που έδωσε στο παρελθόν πολλούς λαμπρούς αγώνες για την ελευθερία της, κερδίζοντας τιμή και δόξα, έπεσε αλίμονο στα χέρια αλλοφύλων. Τώρα υποφέρει την ατιμωτική δουλεία, προξενώντας μεγάλη θλίψη όχι μόνο στους ομοθρήσκους, αλλά και σε όλους τούς βαρβάρους τής Μικράς Ασίας.160

Όταν πήραν την πόλη και έπιασαν όλους τούς Κομνηνούς σαν να τούς είχαν μέσα στο δίχτυ τού ψαρά, έπαιρναν αγόρια και κορίτσια, αιχμαλωτίζοντας σχεδόν όλα όσα βρίσκονταν εκεί κοντά. Μεταξύ των οποίων και τον δικό μου, αλίμονο, γιο, τον οποίο βάφτισες εσύ ο ίδιος, όταν η μητέρα του στον έφερε στην κολυμπήθρα, τον όμορφό μου Βασίλειο. Επίσης και τον άντρα τής κόρης μου, που ήταν νέος και όμορφος και είχε απολαύσει τον γάμο του για πολύ λίγο. Όσο για τον αυτοκράτορα, τον έβαλαν σε γαλέρες μαζί με όλους τούς συγγενείς του και σχεδόν όλους τούς ανθρώπους τής εξουσίας και τον οδήγησαν στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί πάλι τούς οδήγησαν και τούς εγκατέστησαν στην περιοχή τής Αδριανούπολης.161

Και τώρα είμαι εδώ, τρέμοντας από τον φόβο με τον βράχο να κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου.162 Αν και πολλές φορές κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας ριψοκινδύνευσα, θέλοντας να πεθάνω, αυτό δεν συνέβη ακόμη, από θεία πρόνοια φαντάζομαι, που με κρατά για τα χειρότερα, για να πεθάνω αφού τιμωρηθώ για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα άλλα πράγματα, όπως τη φτώχεια και την ανελεύθερη ζωή σε μακρινή χώρα, μπορώ να τα υποφέρω, αλλά μού καίει τα σπλάχνα η στέρηση τού παιδιού μου. Πέρα από όλα τα άλλα, τρελαίνομαι όταν μαθαίνω ότι βασανίζεται και ταλαιπωρείται από τον κυρίαρχο όλων. Η αιτία είναι ότι το παιδί μου, έχοντας ισχυρό φρόνημα και όντας ιδιαίτερα ένθερμο από τη φύση του στα ζητήματα τής αρετής, δεν θα εγκαταλείψει την πίστη των πατέρων. Στην αρχή λοιπόν ο ηγεμόνας προσπάθησε να τον πείσει με λόγια και δώρα. Καθώς όμως ήταν απόρθητος από αυτά, στράφηκε στα βασανιστήρια. Όταν, έχοντας κάνει τα πάντα, δεν μπόρεσε να υπερισχύσει, έμεινε έκπληκτος από την αρετή τού παιδιού και την αίσθηση δικαιοσύνης. Δεν τον ελευθέρωσε όμως, όπως θα ήταν το πρέπον, αλλά παρατώντας τον προσηλυτισμό, αποφάσισε να τον απελευθερώσει με λύτρα. Τέτοιας φιλανθρωπίας το έκρινε άξιο. Όμως ζητά μεγάλο ποσό λύτρων, το οποίο από μόνοι μας δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συγκεντρώσουμε. Αυτά λοιπόν είναι τα νέα μας και από πολλές απόψεις ακόμη χειρότερα. Θέλοντας να σού ζητήσω χέρι βοήθειας, δεν νομίζω ότι θα χρειαστείς πολλά λόγια. Γιατί εκείνος που έχει πληρώσει τα λύτρα για την απελευθέρωση πολλών από τούς δύστυχους Ρωμιούς, θα φροντίσει έναν πολίτη που υποφέρει και παρακαλεί.163

Αν και στο παρελθόν ήμουν διακριτικός, μη θέλοντας να ζητήσω κάτι από την αφεντιά σου, τώρα δεν θα ντρεπόμουν να το κάνω. Παρακαλώ λοιπόν την αφεντιά σου σεβασμιότατε πατέρα, ενθυμούμενος την πάντοτε απέναντί σου καλή μου διάθεση και τις πολλές και μεγάλες ελπίδες που είχα εναποθέσει σε σένα, έχοντας τις οποίες ζήσαμε ευχάριστα μέχρι τη στιγμή τής άλωσης, όπως γνωρίζει ο οφθαλμός που βλέπει τα πάντα, καθώς επίσης και τις ευεργεσίες σου προς εμάς, τις οποίες, αν τις αφαιρέσει κάποιος δικός μας, δεν ξέρω τι θα απομείνει, όπως και εκείνη την καθαρή και ειλικρινή φιλία, την οποία ούτε ο χρόνος, ούτε οι αλλαγές των καταστάσεων, ούτε η τόσο μεγάλη απόσταση, δεν μπόρεσαν να αμαυρώσουν καθόλου. Αυτά που μπορείς να κάνεις για να βοηθήσεις, είναι πρώτα να ελευθερώσεις τον Βασίλειο για εμάς, ο οποίος, μόλις συμβεί αυτό, θα έρθει αμέσως σε σένα και θα γίνει υπηρέτης σου. Στη συνέχεια, να προσφέρεις και σε εμάς κάποια οικονομική βοήθεια στο μέλλον, με την οποία θα μπορέσουμε να επιζήσουμε μέσα στην τωρινή μας κακοτυχία. Αλλά αν τα δύο αυτά πράγματα είναι μεγάλα και δεν είναι εύκολο να γίνουν αυτή τη στιγμή, απελευθερώνοντας το παιδί μου θα ήταν το πιο σπουδαίο πράγμα που θα μπορούσες να κάνεις και δεν θα υπήρχε μεγαλύτερο για εμάς, που θα αντέξουμε τις άλλες ατυχίες χωρίς πικρία, βλέποντας τούς αξιοθρήνητους Ρωμιούς, που κάνουν ό, τι μπορούν για να βάλουν ψωμί στο καθημερινό τραπέζι.164

Αλλά μακάρι ο Θεός που κανονίζει όλα τα πράγματα να σού δίνει πολλά χρόνια ζωής και να σε φυλάει για εμάς υγιή και γενναιόδωρο. Γιατί έχοντας εσένα, θα περάσουμε χωρίς δυστυχία την αιχμαλωσία, τη φτώχεια και κάθε ατυχία. Προς Θεού όμως, μην αρνηθείς να καταδεχτείς να μάς γράφεις. Και μόνο τα γράμματά σου μάς φέρνουν μεγάλη παρηγοριά. Είναι εύκολο να μάς στείλεις γράμματα εδώ, γιατί φτάνουν πολλοί στην Κωνσταντινούπολη από τη Βενετία και τη Φλωρεντία, ενώ από εκεί στην Αδριανούπολη είναι τριών ημερών δρόμος, ώστε να είναι ασφαλές να σταλούν γράμματα και οτιδήποτε άλλο. Κι εγώ προσωπικά, μαθαίνοντας ότι έχει έρθει κάτι από σένα, θα σπεύσω αμέσως στην Κωνσταντινούπολη.165

Ο άνθρωπος που σού φέρνει αυτό το γράμμα είναι συμπολίτης μας, συγγενής και φίλος τού Παρασκευά, τού υπηρέτη τής μητέρας σου. Έχασε κι αυτός παιδί και γυναίκα κι αν τού προσφέρεις τη δυνατή βοήθεια, θα κάνεις χάρη στη μητέρα σου, έστω και πεθαμένη. Κι αυτός για χάρη της έρχεται σε σένα. Να είσαι καλά.166

Αδριανούπολη, 11 Δεκεμβρίου 1462.167

Ο ταπεινός δούλος τής σεβασμιότητάς σου

Γεώργιος Αμιρούτζης168

Κριτόβουλος

Η παραπάνω επιστολή Αμιρούτζη γράφτηκε ένα χρόνο μετά την κατάκτηση τής Τραπεζούντας. Ας δούμε τι γράφει για τη συνέχεια ο Κριτόβουλος:169

Έτσι λοιπόν πήρε τις περιοχές γύρω από τη Σινώπη και την Τραπεζούντα, πόλεις αξιόλογες και από τις πιο ονομαστές στην εποχή μας. Επιστρέφοντας ο σουλτάνος Μωάμεθ στην Κωνσταντινούπολη, έκρινε πρώτα σπουδαιότερο να εξυπηρετήσει τον αυτοκράτορα Τραπεζούντας. Έδωσε σε αυτόν και στους δικούς του εύφορη περιοχή κοντά στον ποταμό Στρυμώνα, ώστε να τούς αποφέρει ετήσια έσοδα τριακόσιες χιλιάδες ασημένια νομίσματα.170

Μεταξύ των ανθρώπων τού αυτοκράτορα υπήρχε και κάποιος άνδρας που ονομαζόταν Γεώργιος Αμιρούτζης, πολύ μορφωμένος στη φιλοσοφία, έχοντας μελετήσει φυσική, θεωρία,171 μαθηματικά, γεωμετρία, τις αναλογίες των αριθμών, επίσης τις σχολές τού Περιπάτου172 και τής Στοάς,173 ενώ είχε και ευρύτατη εγκύκλια μόρφωση στη ρητορική και την ποίηση.174

Μαθαίνοντας γι’ αυτό ο σουλτάνος, κάλεσε τον άνδρα και παίρνοντας από τη συνάντηση και συζήτηση με αυτόν άφθονες αποδείξεις για την παιδεία και τη σοφία του, τον θαύμασε πολύ και τον έκρινε άξιο να κατέχει την κατάλληλη θέση, ώστε να μπορεί να έρχεται συνεχώς και να τον τιμά με ομιλίες, παρουσιάζοντας τις θεωρίες των αρχαίων φιλοσόφων, καθώς και φιλοσοφικές δυσκολίες, συζητήσεις και εξεύρεση λύσεων, επειδή ο σουλτάνος ήταν επίσης καλά μορφωμένος στη φιλοσοφία.175

Ύστερα από αυτό ασχολήθηκε πάλι φροντίζοντας για την πόλη και για τον εποικισμό της, προσέχοντας ιδιαίτερα για τη συνολική της διακόσμηση, την ομορφιά της και τα οικοδομήματά της, υψώνοντας τέμενος και χτίζοντας ναυπηγεία, θέατρα, αγορές και άλλα αντίστοιχα. Έβαλε επίσης μέσα σε αυτήν όλες τις τέχνες και τις επιστήμες, ξεσηκώνοντας από παντού και μετακομίζοντας στην πόλη επιστήμονες και τεχνίτες και ενισχύοντάς την με πληθυσμό, χωρίς να λογαριάζει δαπάνες και έξοδα. Γιατί επειγόταν πολύ να εμφανίσει την πόλη απολύτως αυτάρκη σε όλα, χωρίς να εξαρτάται από τίποτε έξω από αυτήν, ούτε σε διάκριση, ούτε σε ανάγκη, ούτε σε στολίδια, ούτε σε λαμπρότητα.176

Αφού λοιπόν ο σουλτάνος ξεχειμώνιασε ασχολούμενος με αυτά τα πράγματα, καθώς έμπαινε ήδη η άνοιξη, άρχισε να θέτει σε κίνηση νέα εκστρατεία και προετοιμαζόταν γι’ αυτήν. Συγκρατήθηκε όμως όταν αντιλήφθηκε ότι οι στρατιώτες, ακόμη και τής δικής του φρουράς, αγανακτούσαν, όντας κατάκοποι και ταλαιπωρημένοι από τις διαρκείς και μεγάλου μήκους οδοιπορίες και εκστρατείες, ευρισκόμενοι πάντοτε σε μακρινά ταξίδια και βάσανα, μακριά από τα σπίτια τους, χάνοντας όλα τα υπάρχοντά τους, σώματα, χρήματα, άλογα και υποζύγια, καταστρεφόμενοι και βασανιζόμενοι με κάθε τρόπο. Μάλιστα και ο ίδιος ο σουλτάνος ήταν κατάκοπος και εντελώς ταλαιπωρημένος, στο κορμί και στο μυαλό, τόσο από τις συνεχείς και σταθερές σκέψεις και φροντίδες, όσο και από τούς ανυποχώρητους κόπους, κινδύνους και δοκιμασίες. Χρειαζόταν λοιπόν προσωρινή ανάπαυλα και ξεκούραση.177

Γι’ αυτό αποφάσισε ότι έπρεπε να μην κινηθεί, αλλά να ξεκουραστεί ο ίδιος και ο στρατός το καλοκαίρι που ερχόταν, ώστε να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τούς στρατιώτες πιο φρέσκους και πιο πρόθυμους στις επόμενες εκστρατείες. Όταν λοιπόν αποφάσισε έτσι, απέλυσε την υπόλοιπη στρατιά, αφού πρώτα τούς έδωσε πολλά δώρα, σε άλλους άλογα, σε άλλους ενδύματα, σε άλλους διάφορα αγαθά, ενώ από τούς στρατιώτες τής δικής του φρουράς, εκείνους που θεωρούσε πιο εργατικούς, ριψοκίνδυνους, σημαντικούς, χρήσιμους σε όλα και καλούς άνδρες, τούς τίμησε με τις ανάλογες τιμές και αξιώματα και με λαμπρά δώρα και πολλά άλλα καλά, προάγοντας και προβιβάζοντάς τους λόγω τής αρετής τους.178

Όπως είπα λοιπόν, τούς απέλυσε αυτούς αφού τούς τίμησε με αυτόν τον τρόπο και τούς αντάμειψε με πολλούς τρόπους με δώρα. Ο ίδιος όμως παραμένοντας το καλοκαίρι στο Βυζάντιο, δεν παραμελούσε καθόλου τις φροντίδες για την πόλη, δηλαδή φροντίζοντας πολύ για την επάνδρωσή της με κατοίκους, καθώς και για κάθε άλλη κατασκευή και βελτίωση.179

Ασχολούνταν επίσης με τη φιλοσοφία, με εκείνη των Αράβων και των Περσών, αλλά ιδιαίτερα με εκείνη των Ελλήνων, όση είχε μεταφραστεί στην αραβική γλώσσα. Ήταν συνεχώς μαζί με τούς αντίστοιχους ειδικούς και δασκάλους (γιατί δεν είχε λίγους τέτοιους γύρω του), συζητώντας ταυτόχρονα και φιλοσοφώντας μαζί τους και προσπαθώντας υπομονετικά να μάθει τις φιλοσοφικές θεωρίες, ιδιαίτερα εκείνες των Περιπατητικών και των Στωικών.180

Έχοντας βρει κάπου τα διαγράμματα τού Πτολεμαίου, στα οποία εκείνος παρουσιάζει επιστημονικά και φιλοσοφικά τη γεωγραφική περιγραφή και τον χάρτη όλου τού κόσμου, θέλησε κατ’ αρχάς, επειδή το υλικό ήταν κατακερματισμένο μέσα στο βιβλίο και δυσανάγνωστο, να μεταφερθεί ενωμένο σε ένα σώμα, ένα φύλλο, έναν πίνακα, ώστε να είναι έτσι σαφέστερο και πιο κατανοητό και έχοντας συγκεντρωμένο το νόημα, να το κατέχει και να το γνωρίζει καλά. Γιατί θεωρούσε αυτό το μάθημα πολύ αναγκαίο και σπουδαιότατο.181

Αφού λοιπόν φώναξε τον Γεώργιο τον φιλόσοφο, τού ανέθεσε τη διεκπεραίωση αυτού τού αντικειμένου με βασιλική απαίτηση και φιλοδοξία. Εκείνος την ανέλαβε με χαρά, υπηρετώντας πρόθυμα τον σκοπό και την εντολή τού σουλτάνου. Αφού λοιπόν πήρε στα χέρια του το βιβλίο και πέρασε όλο το καλοκαίρι αφιερώνοντας την προσοχή του σε αυτό, μελετώντας το πλήρως και συγκεντρώνοντας τις πληροφορίες του, σχεδίασε άριστα και επιστημονικότατα τον χάρτη ολόκληρης τής οικουμένης σε ένα φύλλο, σε έναν πίνακα, εννοώ τη γη και τη θάλασσα μαζί, τούς ποταμούς, τις λίμνες και τα νησιά, τα βουνά και τις πόλεις, όλα ανεξαιρέτως. Στον χάρτη αυτόν πρόσθεσε κλίμακα, αποστάσεις και όλα τα άλλα, ώστε να είναι απολύτως σαφής. Παρέδωσε λοιπόν επιμελέστατη εργασία στον σουλτάνο, μάθημα πολύ αναγκαίο και χρήσιμο τόσο στους σημαντικούς ανθρώπους, όσο και στους εργατικούς και φιλόδοξους.182

Μάλιστα παρουσίασε στον χάρτη τα ονόματα των χωρών, των τόπων και των πόλεων με αραβικούς χαρακτήρες, χρησιμοποιώντας τον γιο του ως μεταφραστή, ο οποίος ήταν καλά εξασκημένος στα αραβικά και στα ελληνικά.183

Ο σουλτάνος λοιπόν, επειδή ευχαριστήθηκε πολύ από αυτό το έργο, θαυμάζοντας την σοφία και την περίσκεψη τού Πτολεμαίου, αλλά κι εκείνου που το παρουσίασε τόσο όμορφα, τού χάρισε πολλά και πλούσια δώρα, ενώ πρόσταξε να εκδοθεί από αυτούς και ολόκληρο το βιβλίο στα αραβικά, ανακοινώνοντας μεγάλους μισθούς και δώρα για ένα τέτοιο έργο. Αυτά λοιπόν συνέβησαν.184

Ενώ λοιπόν ο σουλτάνος ασχολούνταν με τέτοια πράγματα και με αυτούς τούς ανθρώπους, πέρασε όλο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Όταν πέρασαν κι αυτά, τελείωνε το έτος 6973 από κτίσεως κόσμου,185 που ήταν το δέκατο πέμπτο έτος τού σουλτάνου στην εξουσία.186 187

Ἔκθεσις Χρονική

Κέρδισε λοιπόν ο Αμιρούτζης την εύνοια τού σουλτάνου κατασκευάζοντας τον χάρτη τής οικουμένης με βάση τον Πτολεμαίο, ενώ, όπως φαίνεται, έσωσε και τον γιο του. Άραγε τι έγινε μετά; Ας δούμε πώς περιγράφονται στην αγνώστου συγγραφέα Ἔκθεσι Χρονική188 τα γεγονότα ύστερα από την άλωση τής Κωνσταντινούπολης, μέχρι την κατάκτηση τής Τραπεζούντας, καθώς και εκείνα που ακολούθησαν στην Πόλη και την Αδριανούπολη μετά τον εκεί εκτοπισμό των Τραπεζουντίων, ηγεμόνων και λαού:

Με αυτόν τον τρόπο αιχμαλωτίστηκε η Κωνσταντινούπολη. Ο ταλαίπωρος ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, όταν μπήκαν οι Τούρκοι στην περιοχή τού Αγίου Ρωμανού, βάδιζε μαζί με άλλους άρχοντες επιθεωρώντας τα τείχη. Τούς συνάντησαν μερικοί Τούρκοι, πολεμώντας τούς οποίους δεν δέχτηκαν να υποδουλωθούν. Τού έκοψαν λοιπόν το κεφάλι, καθώς και εκείνων που ήσαν μαζί του, χωρίς να γνωρίζουν ότι ήταν ο αυτοκράτορας. Αργότερα, όταν έψαξαν πολύ για να τον βρουν, επειδή ο αφέντης φοβόταν μήπως ήταν ανάμεσα στους ζωντανούς, μήπως διαφύγει και φέρει από τη Φραγκιά στρατό εναντίον του, βρήκαν το κεφάλι του, το αναγνώρισαν ο Μάμαλης και άλλοι άρχοντες κι έτσι ησύχασε.189

Ποιος άραγε μπορεί να διηγηθεί τη χαρά που πήρε ο αφέντης, έχοντας γίνει κύριος τέτοιου διαλεχτού κάστρου; Όταν πέρασαν πέντε μέρες, αναζήτησε τούς μεγάλους άρχοντες, δηλαδή τον μεγάλο δούκα, τον μεγάλο δομέστικο, τον πρωτοστάτορα, γιο τού μεσάζοντος Καντακουζηνού, καθώς και άλλους, τούς πιο εκλεκτούς.190 Τούς αποκεφάλισε όλους. Έσφαξε τον μεγάλο δούκα, καθώς και τούς γιους του μπροστά του. Τον μικρότερο γιο του, τον Ισαάκιο, τον έβαλε στο σεράι. Εκείνος, ύστερα από λίγο καιρό, απέδρασε από το σεράι τής Αδριανούπολης και εξαφανίστηκε. Βρέθηκε αργότερα στη Ρώμη, στην αδελφή του, η οποία είχε σταλεί εκεί από τον πατέρα της πριν από την άλωση, μαζί με αμέτρητα πλούτη.191 Τούς αποκεφάλισε όλους σε μια μέρα, ενώ όλα τα σώματα, όσα βρίσκονταν μέσα και έξω από τις πύλες, τα έκαψαν ανάβοντας μεγάλη φωτιά μέσα στην τάφρο.192

Ύστερα από λίγο σκότωσε και τον Χαλίλ πασά,193 για τον οποίο είχε μνησικακία, επειδή είχε ειδοποιήσει τον πατέρα του την εποχή τού πολέμου με τούς Ούγγρους194 και επειδή τον εμπόδιζε να πολιορκήσει την Πόλη, λέγοντάς του «θα ξεσηκωθούν οι Φράγκοι, θα έρθουν εδώ και θα μάς διώξουν από τη Δύση». Τον σκότωσε λοιπόν. Αφού εγκατέστησε στην Πόλη φρουρά και καδή, πορεύτηκε στην Αδριανούπολη με μεγάλη χαρά και δόξα. Καθώς η Πόλη ήταν ακατοίκητη, πρόσταξε να φέρουν σεργούνηδες.195 Έφεραν λοιπόν από τη Μήδεια196 και τα χωριά της. Γιατί υπέκυψαν σε αυτόν όλη η Μήδεια και όλη η Μεσημβρία.197 Ξεσηκώνοντας πλήθη ανδρών και γυναικών, τα έφεραν από τη Σηλυβρία,198 την Ηράκλεια,199 την Ορεστιάδα200 και την Πάνιδο201 για να τα εγκαταστήσουν στην έρημη Πόλη, δίνοντάς τους όποια σπίτια ήθελαν.202

Επιστρέφοντας ο αφέντης στην Πόλη, άρχισε να χτίζει το παλιό σεράι.203 Ύστερα πήρε εκστρατεύοντας την Αίνο, μετά την Αθήνα, τη Θήβα, τη Θάσο, τη Σαμοθράκη, το Άργος (γιατί το Εξαμίλιον το είχε πάρει πριν από καιρό204 ) τη Λήμνο, την Ίμβρο, με λίγα λόγια ολόκληρη τη Δύση εκτός από το Νεγκροπόντε.205 Τούς έφεραν λοιπόν όλους στην Πόλη, άνδρες και γυναίκες.206

Αυτός ο αλιτήριος και καταστροφέας των χριστιανών δεν παρέμεινε ειρηνικός ούτε για έναν ολόκληρο χρόνο. Περνώντας στην Ανατολή με στόλο και στρατό ξηράς πήρε τη Μυτιλήνη και τις δύο Φώκαιες207 χωρίς πόλεμο, γιατί υπέκυψαν σε αυτόν όλες οι πόλεις. Ξεσηκώνοντας από εκεί πλήθη ανδρών και γυναικών, τα έφεραν στην Πόλη μαζί με τούς ηγέτες τους. Επιστρέφοντας στη Μικρά Ασία πήρε και την Κασταμονή και τη Σινώπη από τα χέρια τού Κιζίλ Αχμέτ.208 Τις πόλεις αυτές τις είχαν οι πρόγονοί του ως κληρονομιά από τον σουλτάνο Αλαντίν.209 Μαθαίνοντας λοιπόν την άφιξη τού αφέντη στην Κασταμονή, διέφυγε και πορεύτηκε προς τη χώρα τού Ουζούν Χασάν στην Περσία. Πήρε λοιπόν κι αυτές τις πόλεις χωρίς κόπο, καθώς και ολόκληρη την περιοχή τους. Η Άμαστρις ήταν η μόνη πόλη που είχε απομείνει στους Γενουάτες, οι οποίοι είχαν και τον Καφφά, αλλά τον πήρε κι αυτόν λίγο μετά την άλωση τής Πόλης. Έφερε λοιπόν όλο τον λαό στην πόλη, που την είχε αφήσει ακατοίκητη, έχοντας καταστρέψει και τα τείχη της.210

Όταν ήρθε ξανά στην Πόλη, ρώτησε για πατριάρχη. Πρόσταξε λοιπόν να κάνουν πατριάρχη εκείνον που θα διάλεγαν ανάμεσά τους. Το έκανε αυτό σκόπιμα, σαν αλεπού, ώστε να το ακούσουν οι χριστιανοί σε όλα τα μέρη και να μαζευτούν στην Πόλη. Διάλεξαν λοιπόν τον φιλόσοφο, τον κυρ Γεώργιο τον Σχολάριο, τον δικαστή τού αυτοκρατορικού δικαστηρίου, άνδρα αγιότατο και πολύ ευλαβή, τον έκαναν πατριάρχη χωρίς τη θέλησή του και τον ονόμασαν Γεννάδιο. Ο αφέντης τού έδωσε το δεκανίκι211 με τα δικά του χέρια, τον υποδέχτηκε με χαρά και τον αντιμετώπιζε φιλικά. Τού έδωσε επίσης ως πατριαρχείο τη διάσημη και μεγάλη εκκλησία των Αγίων Αποστόλων,212 αλλά όταν βρισκόταν εκεί ο πατριάρχης, βρέθηκε κάποιος σκοτωμένος μέσα στην αυλή τής εκκλησίας. Έτσι, καθώς φοβήθηκε ο πατριάρχης και εκείνοι που ήσαν μαζί του μήπως πάθουν και αυτοί τα ίδια, έφυγαν από εκεί εγκαταλείποντας τη θαυμάσια εκείνη εκκλησία. Γιατί εκείνη την εποχή ο τόπος γύρω από την εκκλησία ήταν ακατοίκητος και δεν υπήρχαν κοντά γείτονες. Εκείνη η εκκλησία βρισκόταν τότε εκεί όπου τώρα υπάρχει στο νότιο μέρος ιμαρέτ213 τού σουλτάνου Μωάμεθ, όπου διασώζονται ακόμη κάποια κτίσματά της. Παράτησαν λοιπόν εκείνα τα μέρη, ζήτησαν να έχουν ως πατριαρχείο τη μονή Παμμακαρίστου214 και τούς την έδωσε για ένα και μόνο λόγο. Ζητούσαν αυτή την εκκλησία επειδή βρισκόταν σε μέρος κατοικούμενο από χριστιανούς σεργούνηδες, τούς οποίους είχαν φέρει από όλες τις πόλεις. Μάλιστα όταν ο ίδιος ο αφέντης ήλθε μέσα στο παρεκκλήσι που βρισκόταν στο σκευοφυλάκιο, συζήτησε με τον πατριάρχη κυρ Γεννάδιο, ο οποίος τού απέδειξε την αλήθεια τής πίστης μας χωρίς περιστροφές και με θάρρος, εξηγώντας με σαφήνεια το μυστήριο τής Αγίας Τριάδας και ότι αυτός που ενσαρκώθηκε από την πάντοτε αγνή και παρθένο Μαρία είναι ο ένας τής Αγίας Τριάδας, ο Υιός και λόγος τού αγέννητου Πατέρα, που πέθανε και αναστήθηκε και κάθεται μέσα στη δόξα τού Πατέρα, γιατί αυτό σημαίνει ότι κάθεται στα δεξιά Του, που αναλήφθηκε επίσης στους ουρανούς όπως είδαν όλοι και που αυτός είναι εκείνος που πρόκειται να έρθει πάλι, για να δικάσει ζωντανούς και νεκρούς. Ο αφέντης τον ρώτησε αναλυτικά και για άλλα μυστήρια τής εκκλησίας, τα οποία ο πατριάρχης διασαφήνισε με ευσέβεια. Αφού λοιπόν ενημερώθηκε λεπτομερώς για την αλήθεια τού δόγματος των χριστιανών, αντιμετώπιζε ευνοϊκά το δικό μας γένος, γιατί χαιρόταν που είχε γίνει αρχηγός τέτοιου γένους σοφών και δασκάλων.215

Ύστερα από λίγο καιρό εκστράτευσε εναντίον τής Πελοποννήσου. Οι δύο δεσπότες, ο Δημήτριος και ο Θωμάς,216 δεν μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν σε μάχη και συνθηκολόγησαν. Θα τού έδιναν ο καθένας ετήσιο φόρο υποτέλειας δύο χιλιάδες φλουριά, ενώ θα τού παρέδιδαν και την περιοχή στην οποία περπάτησε το άλογό του. Τού έδωσαν λοιπόν τα Καλάβρυτα, την Πάτρα και άλλα κάστρα και περιοχές κι εκείνος επέστρεψε στην Αδριανούπολη.217

Ας πούμε και για τα ζητήματα τής εκκλησίας. Ο κυρ Γεννάδιος λοιπόν, αφού υπήρξε πατριάρχης για πέντε ή και περισσότερα χρόνια,218 συγκάλεσε αρχιερατική σύνοδο και υπέβαλε την παραίτησή του. Πατριάρχης έγινε ο κυρ Ισίδωρος,219 αγιότατος πνευματικός πατέρας όλης τής Πόλης. Όταν λοιπόν πέθανε εκείνος, έγινε πατριάρχης ο Ιωάσαφ, ο επονομαζόμενος Κόκκας,220 ο οποίος, μη μπορώντας να αντιμετωπίσει τις καθημερινές αντιδράσεις των κληρικών, έπεσε σε πηγάδι, από το οποίο τον έβγαλαν μισοπεθαμένο. Και ο κυρ Γεννάδιος, φεύγοντας από την Πόλη και από όλα τα σκάνδαλα, πήγε στη μονή τού Τιμίου Προδρόμου κοντά στις Σέρρες και πέθανε εκεί.221 222

Ο αφέντης έμαθε ότι οι δύο δεσπότες δεν συμβιβάζονταν αλλά καθημερινά προκαλούσαν σκάνδαλα, ενώ ούτε το χαράτσι πλήρωναν, αν και είχαν υποσχεθεί. Μάλιστα τον είχε ενημερώσει και ο κυρ Δημήτριος: «Ο αδελφός μου ο κυρ Θωμάς δεν τηρεί τις συμφωνίες που είχαμε κάνει με τον αφέντη, αλλά έχει κατακτήσει περιοχές και κάστρα. Έχουν υποταγεί σε αυτόν η Παλαιά Πάτρα,223 τα Καλάβρυτα και άλλοι τόποι τούς οποίους είχαμε δώσει σε σένα. Μάλιστα όχι μόνον αυτοί, αφού δεν σταματά να αρπαζει και από τις δικές μου περιοχές. Έλα λοιπόν και πάρε τον τόπο μας, για να μάς ειρηνεύσεις». Αυτό το μήνυμα έστειλε ο δεσπότης στον σουλτάνο Μωάμεθ. Κι εκείνος, γεμάτος θυμό, εκστράτευσε αμέσως εναντίον τής Πελοποννήσου. Ο αδελφος τής γυναίκας τού δεσπότη,224 ο Ματθαίος Ασάνης, βρισκόταν στην Ακροκόρινθο. Μη μπορώντας να αντιδράσει, προσκύνησε ακόμη και χωρίς τη θέλησή του και το παρέδωσε αυτό το θαυμαστό κάστρο. Ο σουλτάνος πήρε μαζί του τον Ασάν και τούς στρατιώτες του και πορεύτηκε εκεί όπου βρισκόταν ο δεσπότης, δηλαδή στον Μυστρά. Τι άραγε μπορούσε να κάνει ο δεσπότης, από τη στιγμή που ο ίδιος τον είχε ειδοποιήσει; Υπέβαλε λοιπόν κάποια αιτήματα στον αφέντη: να πάρει την κόρη του ως γυναίκα και να τού δώσει, καθώς και σε εκείνους που ήσαν μαζί του, τα απαραίτητα για τη διατροφή τους. Ο σουλτάνος συμφώνησε με όσα τού ζήτησε. Αρραβωνιάστηκε λοιπόν την κόρη τού δεσπότη με τη δική τους τελετή, τούς παρέδωσε σε ευνούχους με μεγάλη στρατιωτική συνοδεία για να τούς οδηγήσουν στην Αδριανούπολη, αλλά δεν συνευρέθηκε μαζί της ποτέ, επειδή φοβόταν μήπως εκείνη τον δηλητηριάσει ή τού κάνει άλλο κακό. Ήταν λοιπόν καχύποπτος και δεν θέλησε να συνευρεθεί μαζί της. Τούς έφεραν όλους στην Αδριανούπολη, μαζί με τον δεσπότη Δημήτριο και τη γυναίκα του τη βασίλισσα,225 που ήταν κόρη τού κυρ Παύλου τού Ασάν, ο οποίος είχε πεθάνει πιο πριν. Ο γιος τού Παύλου, ο Ματθαίος Ασάν,226 είχε πάρει γυναίκα την κόρη τού Ευδαίμονος Ιωάννη. Έφεραν επίσης όλους τούς άρχοντες τού δεσπότη, μικρούς και μεγάλους, ενώ ήλθαν και άλλοι άρχοντες στην Αδριανούπολη, γιατί δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν αλλού τα προς το ζην.227

Ο δεσπότης κυρ Θωμάς, μαθαίνοντας την άφιξη τού αφέντη στα βουνά τής Πελοποννήσου, διέφυγε και κατευθύνθηκε στη Ρώμη μαζί με τη γυναίκα του228 και τούς δύο γιους του, τον Ανδρέα και τον Μανουήλ, καθώς και με μερικούς δικούς του άρχοντες. Τον υποδέχθηκαν με χαρά οι Λατίνοι και τού εξασφάλισαν επίδομα καθώς και στους γιους του, όμως πέθανε ύστερα από λίγο καιρό. Είχε επίσης δύο κόρες. Η μία ήταν στη Σερβία παντρεμένη με τον κράλη229 και η άλλη στη Ρωσία παντρεμένη με τον μεγάλο πρίγκηπα Μόσχας.230 Η κόρη του που βρισκόταν στη Σερβία απέκτησε κόρη,231 την οποία πάντρεψαν με τον κράλη τής Βοσνίας.232 Αυτήν αργότερα την πήρε ο σουλτάνος Μωάμεθ, όταν κατέκτησε τη Βοσνία και όλη την περιοχή της. Τον άνδρα της τον σκότωσε, αλλά την κράλισσα την έφερε στην Κωνσταντινούπολη και τής χορήγησε επίδομα για όλη τη ζωή της. Αυτή η κράλισσα είχε εκεί και την αδελφή τού πατέρα της, την κυρά Μάρα,233 η οποία ήταν στο παρελθόν γυναίκα τού σουλτάνου Μουράτ, δηλαδή μητριά τού σουλτάνου Μωάμεθ. Ο αφέντης είχε δώσει σε αυτήν, για να έχει εισοδήματα, μεγάλες περιοχές κοντά στις Σέρρες, την Έζοβα234 και τα γειτονικά χωριά, όπου ζούσε αρχοντικά η βασίλισσα Μάρα μέχρι το τέλος τής ζωής της.235

Όπως προαναφέραμε, ο δεσπότης κυρ Θωμάς είχε δύο γιους. Ο μικρότερος λοιπόν από τούς δύο, ο Μανουήλ, απέδρασε από τη Ρώμη και ήλθε στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας παραπλανηθεί από τον Μαγκαφά, τον Κόντο και τον Νικολό, που ήσαν φίλοι του. Όντας νεαρός, άκουσε τα λόγια τους, ότι «ο αφέντης, αν πάμε στην Πόλη, θα σε τιμήσει πολύ επειδή δεν παρέμεινες στη Φραγκιά». Τον εξαπάτησαν λοιπόν και τον έφεραν στην Πόλη. Εκεί ο αφέντης τον υποδέχθηκε με χαρά και τού έδωσε για να έχει εισόδημα τα χωριά Σιρέντζι, Αμπελίτζι και άλλα δύο, καθώς και έκτακτο ημερήσιο επίδομα εκατό ασημένια νομίσματα, ενώ τού έδωσε και δύο δούλες. Έκανε λοιπόν γιους και από τις δύο δούλες. Ονόμασε τον έναν Ιωάννη Παλαιολόγο και τον άλλον Ανδρέα. Ζούσε λοιπόν καλά και έντιμα ο Μανουήλ, ενώ είχε μαζί του αρκετούς άρχοντες. Όταν έφτασε η ώρα να αντιμετωπίσει την κοινή ανθρώπινη μοίρα,236 πέθανε και τάφηκε στο Σιρέντζι237 μέσα στην εκκλησία, όπως και η ανηψιά του η κράλισσα.238 239

Λίγο μετά τον θάνατο τού πατέρα τους Μανουήλ, ο σουλτάνος Σελήμ Α’, που βασίλευε τότε, πήρε τον Ανδρέα, τον μικρότερο γιο, τον έβαλε στο παλάτι, τον έκανε μουσουλμάνο και τον ονόμασε Μωάμεθ. Ο άλλος γιος τού Μανουήλ, ο Ιωάννης, αρρώστησε από ανίατη ασθένεια, πέθανε και τάφηκε στη μονή τής Παμμακαρίστου.240

Από την άλλη μεριά, στον δεσπότη Δημήτριο, που βρισκόταν στην Αδριανούπολη, ο αφέντης Μωάμεθ Β’ έδωσε τα μισά έσοδα τής αλυκής τής Αίνου.241 Ζούσε με περισσότερες σπατάλες, πολυτέλειες και κυνήγια απ’ όσο πριν στην Πελοπόννησο. Ο Ματθαίος Ασάν έπαιρνε τώρα μέρος στους πολέμους στο πλευρό τού αφέντη. Ήταν πολύ μυαλωμένος άνδρας. Ζήλεψε λοιπόν ο εχθρός σατανάς και έβαλε ιδέα στο μυαλό των εισπρακτόρων, που λειτουργούσαν τότε την αλυκή, να κλέψουν ασημένια νομίσματα από την αλυκή.242 Είπαν λοιπόν τη σκέψη τους πρώτα στον Ασάν. Εκείνος τούς έδιωξε με βαριά λόγια και απέρριψε την πρότασή τους. Προχωρώντας λοιπόν ειδοποίησε τον δεσπότη, ότι «αν σού πουν οι εισπράκτορες εκείνα που είπαν και σε μένα, μη συμφωνήσεις, γιατί αν κάνεις αυτά που λένε, θα πέσουμε σε μεγάλο κίνδυνο». Όπως έγινε. Στο μεταξύ ο Ασάν πορεύτηκε μαζί με τον αφέντη στη Βοσνία. Μόλις έφυγε ο Ασάν, οι εισπράκτορες πήγαν στον Δημήτριο, τον παραπλάνησαν και αυτός συμφώνησε να κλέψουν τα ασημένια νομίσματα. Κοίτα μυαλά δούλου και αφέντη! Αυτά έκανε λοιπόν ο επιπόλαιος δεσπότης. Ύστερα από λίγο καιρό, όταν επέστρεψε ο αφέντης από τη Βοσνία και μαθεύτηκε ότι οι εισπράκτορες έκλεψαν ασημένια νομίσματα από την αλυκή, τούς έδωσαν ραβδισμούς243 και ομολόγησαν: «Κλέψαμε με τη σύμφωνη γνώμη τού δεσπότη και τα μοιραστήκαμε μαζί του». Όταν το έμαθε ο αφέντης, ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά τον απέτρεψε ο Μαχμούτ πασάς. Τού πήρε όμως την αλυκή και κάθε άλλο εισόδημα. Οι άρχοντες που ήσαν μαζί με τον Δημήτριο έφυγαν, καθένας προς άλλο τόπο, γιατί δεν υπήρχαν πια πόροι, ούτε για τη διατροφή τους. Παραμένοντας λοιπόν ο δύστυχος στην Αδριανούπολη, δεν είχε ούτε άλογο να ιππεύσει. Ο Ασάν, επιστρέφοντας από τη Βοσνία και μαθαίνοντας τις άσχημες εξελίξεις, αρρώστησε από τη χολή του και πέθανε. Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε και η κόρη του. Πέρασε κάποιος καιρός, ο αφέντης γύρισε στην Αδριανούπολη και ο δύστυχος Δημήτριος βγήκε πεζός για να τον συναντήσει. Ο σουλτάνος τον λυπήθηκε όταν τον είδε. Πρόσταξε και τού έδωσαν άλογο από τα εκλεκτά, το ίππευσε και πορευόταν μπροστά από τον σουλτάνο. Τού έδωσε και μικρό επίδομα, μόνο για τη διατροφή του. Σε λίγο πέθανε και η βασίλισσα,244 αλλά και ο ίδιος ο δεσπότης στην Αδριανούπολη.245 Τα είδη τής κόρης του246 δόθηκαν στο πατριαρχείο. Περιλαμβανόταν σε αυτά ο αρχαίος σάκκος,247 που διασώζεται μέχρι σήμερα. Τάφηκαν όλοι στην Αδριανούπολη.248

Την εποχή που πατριάρχης ήταν ο Ιωάσαφ,249 ο αφέντης σουλτάνος Μωάμεθ Β’ πορεύτηκε εναντίον τής Τραπεζούντας με μεγάλη δύναμη από στεριά και θάλασσα, με αναρίθμητο πλήθος. Αυτοκράτορας εκεί ήταν ο κυρ Δαβίδ, που καταγόταν από το γένος των Κομνηνών. Μόλις λοιπόν είδε την αθρόα προέλαση και το μεγάλο πλήθος τού στρατού, μη έχοντας τι άλλο να κάνει, προσκύνησε έστω και χωρίς τη θέλησή του. Ζήτησε όμως τρία πράγματα, ένα από τα οποία ήταν να πάρει την κόρη του ο σουλτάνος ως γυναίκα. Ο σουλτάνος υποσχέθηκε να το κάνει. Ο ίδιος αυτοκράτορας είχε και άλλη κόρη, τη δέσποινα Χατούν, που ήταν στην Ταμπρίζ παντρεμένη με τον Ουζούν Χασάν και είχε από αυτόν τρεις γιους.250 Ο αυτοκράτορας έλπιζε να πάρει βοήθεια από τον Χασάν, αλλά εκείνος δεν μπόρεσε να βοηθήσει καθόλου, επειδή φοβόταν μήπως ο σουλτάνος πορευτεί εναντίον του. Εξαιτίας αυτού τού φόβου έστειλε τη μητέρα του στον αφέντη ως πρέσβειρα, μαζί με πολλά δώρα, να τον προϋπαντήσει στον δρόμο και να τού πει τα εξής: «Να γνωρίζει η βασιλεία σου ότι δεν είμαι εναντίον σου. Προχώρα στον δρόμο σου και κάνε ό, τι θέλεις». Ο σουλτάνος, αφού τη δέχτηκε με χαρά και την τίμησε, την έστειλε στην πατρίδα της. Ο δύστυχος αυτοκράτορας ζήτησε από τον σουλτάνο να τού δώσει κάποιον τόπο για να τρέφεται ο ίδιος και εκείνοι που ήσαν μαζί του. Όταν ο σουλτάνος το δέχτηκε και αυτό, ο αυτοκράτορας τού έστειλε τα κλειδιά τού κάστρου. Κυρίευσε λοιπόν άκοπα και χωρίς πόλεμο μια τόσο μεγάλη επαρχία, που περιλάμβανε περιοχές και κάστρα από την Αμισό μέχρι τα σύνορα τής Γεωργίας. Τον λαό τής Tραπεζούντας τον χώρισαν σε τρία κομμάτια. Ένα πήρε ο ίδιος και οι μεγιστάνες του, ένα άλλο το έφερε εξόριστο στην Πόλη, ενώ το τρίτο το άφησε εκεί, να κατοικεί στο κάστρο, έξω όμως και όχι μέσα από τα τείχη. Ανέβασε σε πλοία και έφερε στην Κωνσταντινούπολη τόσο τον αυτοκράτορα και όλους τούς άρχοντές του, όσο και τον Καβαζίτη και όλο το σόι του, τον μεγάλο αξιωματούχο Αλταμούριο και τον πρωτοβεστιάριο Αμιρούτζη τον φιλόσοφο.251

Αυτός ο πρωτοβεστιάριος ήταν εγγoνός τού Ιάγαρι, όπως και ο Μαχμούτ πασάς, που ήταν εγγονός από την άλλη κόρη τού Ιάγαρι, εκείνη που βρισκόταν στη Σερβία. Ήσαν λοιπόν πρώτα ξαδέρφια. Με πονηριά και απάτη αυτού τού πρωτοβεστιάριου πορεύτηκε ο αφέντης στην Τραπεζούντα. Γιατί αυτός έπεισε και τον δύστυχο αυτοκράτορα και προσκύνησε. Αυτός ο αυτοκράτορας ήταν νωθρός και δειλός, όχι ικανός για το αξίωμα. Ο πρωτοβεστιάριος λοιπόν κέρδισε μεγάλες τιμές από τον αφέντη και από τον πασά. Γιατί ήταν ωραίος και ανδρείος, μεγαλόσωμος και ικανός. Τοξότης σαν κι αυτόν δεν υπήρχε στην προσωπική φρουρά τού σουλτάνου. Τούς γιους τού Αμιρούτζη τούς έβαλαν στο σεράι τού σουλτάνου, ενώ τον ίδιο τον Αμιρούτζη αργότερα τον έκανε μουσουλμάνο.252 Ο σουλτάνος έδωσε στον αυτοκράτορα περιοχές κοντά στις Σέρρες για να έχει εισόδημα. Την κόρη του, την οποία είχε υποσχεθεί να πάρει, δεν την παντρεύτηκε, αλλά την έδωσε στον δικό του χότζα. Μόχθησε πολύ για να τη βγάλει από την πίστη τού Χριστού, δεν κατάφερε να την προσηλυτίσει, αλλά την άφησε ελεύθερη. Μάλιστα τής έδινε επίδομα μέχρι το τέλος τής ζωής της. Αργότερα, όταν έγινε πόλεμος με τον Ουζούν Χασάν, πριν ξεκινήσει εναντίον του, έστειλε και σκότωσαν τον δύστυχο αυτοκράτορα. Δεν μάθαμε όμως ποια ήταν η αιτία.253

Εκείνον τον καιρό διώχτηκε από τον πατριαρχικό θρόνο ο Ιωάσαφ. Ο αφέντης τού έκοψε τα γένια, ενώ έκοψε και τη μύτη τού μεγάλου εκκλησιάρχη. Αιτία ήταν ο πρωτοβεστιάριος Αμιρούτζης. Είχε νόμιμη γυναίκα και παιδιά από αυτήν. Όταν ο αφέντης πορεύτηκε πριν από λίγο καιρό στην Αθήνα,254 κατέλαβε την πόλη, σκότωσε τον άρχοντά της και έφερε τη γυναίκα του και τα παιδιά του στην Αδριανούπολη, γιατί η γυναίκα ήταν κόρη τού Δημητρίου Ασάν.255 Βλέποντάς την ο πρωτοβεστιάριος την ερωτεύτηκε και ήθελε να την πάρει για γυναίκα του. Παρακαλούσε λοιπόν με γράμματα τον πατριάρχη να τού επιτρέψει να την πάρει. Επειδή εκείνος δεν συγκατατέθηκε, αφού ήταν φανερή μοιχοζευξία, ενώ και η γυναίκα τού Αμιρούτζη κατήγγειλε το γεγονός, θύμωσε ο Μαχμούτ πασάς με τον πατριάρχη και τον μεγάλο εκκλησιάρχη που δεν άκουσαν τα λόγια του και τούς έκανε εκείνα που είπαμε πιο πάνω. Ο Αμιρούτζης την πήρε μοιχεύοντας παράνομα. Όμως η θεία δίκη δεν τον άφησε να χαρεί πολύ. Μια μέρα λοιπόν, παίζοντας ζάρια με τούς άρχοντες, όταν άπλωσε τα χέρια του για να τα πάρει και να τα ρίξει, έχασε τις αισθήσεις του, πέθανε πρόωρα και στάλθηκε στην αιώνια φωτιά τής κόλασης.256

Ανέβηκε λοιπόν στον πατριαρχικό θρόνο ο κυρ Μάρκος ο Ξυλοκαράβης,257 που ήταν Κωνσταντινουπολίτης και μορφωμένος. Δεν είχε βρεθεί πολύ καιρό στον πατριαρχείο, όταν ξέσπασαν αρκετά σκάνδαλα από τούς κληρικούς, επειδή δεν τον αγαπούσαν. Υπήρχε τότε κάποιος ιερομόναχος, ονομαζόμενος Συμεών, που καταγόταν από την Τραπεζούντα και ήταν χρήσιμος και φιλόξενος όσο κανένας άλλος. Οι Τραπεζούντιοι λοιπόν τής Πόλης ήθελαν να τον κάνουν πατριάρχη. Γιατί είχαν γιους μέσα στο σεράι τού σουλτάνου και έξω από αυτό, σε μεγάλα αξιώματα και ψηλές θέσεις, ενώ, μπαίνοντας στο πλευρό των κληρικών, αντιμετώπιζαν με άσχημο τρόπο τον πατριάρχη, τον συκοφαντούσαν και έλεγαν: «Πρόσθεσε νέον όρο, να δίνει πεσκέσι258 χίλια φλουριά». Γιατί δεν έδιναν δώρο στον σουλτάνο ούτε αυτός ούτε οι προηγούμενοι πατριάρχες. Εκείνος ορκιζόταν ότι δεν έκανε τέτοιο πράγμα, αλλά δεν τον πίστευαν. Μαζεύτηκαν λοιπόν οι Τραπεζούντιοι άρχοντες και μερικοί πολίτες, συγκέντρωσαν χίλια φλουριά και τα έστειλαν στον αφέντη λέγοντας: «Ο πατριάρχης έταξε στη βασιλεία σου χίλια φλουριά. Δίνουμε κι εμείς το ίδιο ποσό, για να κάνουμε πατριάρχη τον δικό μας καλόγερο. Γιατί δεν θέλουμε τον Μάρκο ούτε ο ίδιος ο λαός ούτε οι κληρικοί». Γέλασε λοιπόν ο αφέντης και παρατηρώντας την άγνοιά τους είπε: «Πραγματικά, μού τα έταξε αυτά τα φλουριά. Αφού όμως εσείς δεν τον θέλετε, κάνετε πατριάρχη όποιον σάς αρέσει». Αφού λοιπόν έδιωξαν τον κυρ Μάρκο με αυτόν τον ληστρικό τρόπο από το πατριαρχείο, ανέβασαν στον πατριαρχικό θρόνο τον κυρ Συμεών.259 Τον Μάρκο τον αναθεμάτιζαν όχι μόνο κληρικοί αλλά και ιδιώτες. Έριχναν πέτρες στους δρόμους και τα σοκάκια τής πόλης και τον αναθεμάτιζαν. Καθώς δεν μπορούσε να κάνει κάτι, καθόταν ιδιωτεύοντας, περιμένοντας να γίνει σύνοδος και να εξεταστεί η αδικία που τού είχε γίνει. Γιατί δεν σταματούσε να γράφει στους αρχιερείς. Έτσι, ύστερα από λίγο καιρό, έγινε μεγάλη σύνοδος για να εξετάσουν ποιο ήταν το έγκλημα για το οποίο τον είχαν καθαιρέσει από τον θρόνο του. Γιατί φώναζε ότι τον είχαν αδικήσει.260

Ένας από τούς αρχιερείς τής συνόδου ήταν και ο κυρ Διονύσιος τής Φιλιππούπολης, που είχε μεγάλη φιλία με την κυρά Μάρα, τη μητριά τού αφέντη,261 η οποία τον τιμούσε και τον αγαπούσε ως πνευματικό της πατέρα. Όταν αυτή έμαθε για τα σκάνδαλα των δύο πατριαρχών, αποφάσισε να κάνουν πατριάρχη τον κυρ Διονύσιο και να σταματήσουν όλα τα σκάνδαλα. Γιατί οι λαϊκοί και οι ιερείς τής Πόλης είχαν γίνει φατρίες, από τις οποίες η μία ήθελε τον ένα και η άλλη τον άλλο. Η κυρία αυτή, αφού έβαλε σε ασημένιο ταψί δύο χιλιάδες φλουριά, πήγε στον αφέντη. Όταν εκείνος τη ρώτησε, «Μητέρα, τι είναι αυτά;», εκείνη είπε: «Έχω έναν καλόγερο και παρακαλώ την αφεντιά σου να αφήσεις να τον κάνω πατριάρχη». Εκείνος πήρε τα φλουριά και αφού την ευχαρίστησε, τής είπε: «Κάνε, μητέρα, όποιον θέλεις». Ανέβασαν λοιπόν στον πατριαρχικό θρόνο τον κυρ Διονύσιο262 με εντολή τού ηγεμόνα. Άραγε τι άλλο μπορούσαν να κάνουν; Όταν δέρνονται δύο, ο τρίτος γίνεται πρώτος.263

Έτσι ο κυρ Συμεών έφυγε και πήγε στη μονή Στενημάχου,264 ενώ ο κυρ Μάρκος πήρε την αρχιεπισκοπή τής Αχρίδας265 και πέθανε ύστερα από λίγο καιρό. Ο κυρ Διονύσιος, που υπήρξε πατριάρχης για οκτώ χρόνια,266 καταγόταν από την Πελοπόννησο. Έχοντας έρθει παιδί στην Κωνσταντινούπολη, βρισκόταν στη μονή των Μαγγάνων, όπου έγινε υποτακτικός τού κυρ Μάρκου Ευγενικού, τού επισκόπου Εφέσου. Ανατράφηκε και εκπαιδεύθηκε από εκείνον στη μοναστική ζωή, χειροτονήθηκε ιερέας από εκείνον και βρισκόταν μαζί του όσο ζούσε εκείνος. Ύστερα, με την άλωση τής Πόλης, τον πήραν αιχμάλωτο. Τον αγόρασε στην Αδριανούπολη κάποιος άρχοντας που ονομαζόταν Κυρίτζης. Λόγω τής αρετής του έγινε σύντομα μητροπολίτης Φιλιππούπολης, ενώ αργότερα έγινε και πατριάρχης. Όταν βρισκόταν στον πατριαρχικό θρόνο, ο εχθρός σατανάς, ζηλεύοντας την ειρήνη και την ηρεμία τής εκκλησίας, έσπειρε ζιζάνια στους κληρικούς, οι οποίοι τον συκοφάντησαν ότι οι μουσουλμάνοι, όταν τον είχαν δούλο, τού είχαν κάνει περιτομή. Συγκλήθηκε λοιπόν σύνοδος και συνέλευση με μεγάλη συμμετοχή αρχιερέων και επισκόπων, των ιερέων και των αρχόντων τής Πόλης και πλήθους από τον κοινό λαό. Θα εκδίκαζαν την υπόθεσή του κάποιοι κληρικοί. Εκείνος ορκιζόταν ότι αυτό που λεγόταν δεν ήταν αλήθεια αλλά συκοφαντία. Καθώς λοιπόν δεν πείθονταν, τι άλλο άραγε μπορούσε να κάνει; Όταν αλλάζεται η ιεροσύνη, από ανάγκη γίνεται και αλλαγή νόμου.267 268

Αφού σηκώθηκε λοιπόν και στάθηκε στη μέση τού πλήθους, σήκωσε τις άκρες των ενδυμάτων του και έδειξε σε όλους τις σάρκες του, σε εκείνους που κάθονταν και από τις δύο πλευρές, στους αρχιερείς και τούς καλύτερους των λαϊκών, σε όσους έτυχε να βρεθούν κοντά. Βλέποντας ένιωσαν έκπληξη από την καθαρότητα και την παρθενία του. Γιατί δεν φαινόταν καθόλου σάρκα παρά μόνο δέρμα μέχρι την άκρη. Ντροπιάστηκαν λοιπόν εκείνοι που είχαν πει τα αντίθετα, έπεσαν στα πόδια του και τού ζητούσαν να τούς συγχωρήσει την εναντίον του αδικία και συκοφαντία τους. Τον παρακαλούσαν όλοι οι αρχιερείς και όλος ο λαός να μην αφήσει τον πατριαρχικό θρόνο, αλλ’ αυτός δεν άκουγε με τίποτε. Στάθηκε όρθιος με παρρησία, αφόρισε όλους τούς συνεργoύς, δράστες και συκοφάντες αυτής τής τραγικής υπόθεσης, βγήκε αμέσως από την Πόλη με την περιουσία του και τα πράγματά του, πορεύτηκε στη μονή Κοσινίτζου, όπου προχώρησε σε ανοικοδομήσεις και αρκετές καλλιέργειες.269 Παρέμεινε σε αυτό το μοναστήρι ζώντας στην ησυχία του.270

Τότε ανέβασαν πάλι στον πατριαρχικό θρόνo τον κυρ Συμεών,271 που χρειάστηκε να δώσει πεσκέσι στον σουλτάνο δύο χιλιάδες φλουριά. Ο ντεφτερντάρ δεν δεχόταν χίλια μόνο φλουριά,272 αφού είχαν βρεθεί καταγεγραμμένα δύο χιλιάδες φλουριά από τον κυρ Διονύσιο.273

Εκείνο τον καιρό ο αφέντης πορεύτηκε στην Περσία για να πολεμήσει τον Ουζούν Χασάν και φτάνοντας στον Ευφράτη ποταμό μπήκε σε μάχη εναντίον του. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε και ο Χας Μουράτης, ο γιος τού Παλαιολόγου τού Γίδου,274 όντας μπεηλερμπέης της Ανατολής, ενώ ο Μαχμούτ πασάς, που ήταν μπεηλερμπέης τής Δύσης, δεν τον βοήθησε στον πόλεμο, επειδή τον ζήλευε.275 Γι’ αυτόν τον λόγο οργίστηκε εναντίον του ο αφέντης και όταν γύρισε στην Πόλη από τον στρατό, τον στραγγάλισε λίγο αργότερα στον πύργο τού Τζαλατλή. Όταν έγινε πόλεμος, ο Ουζούν Χασάν δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τούς Οθωμανούς, αλλά σώθηκε τρεπόμενος σε φυγή. Στον πόλεμο αιχμαλωτίστηκε μεγάλος αριθμός νεοσυλλέκτων276 μαζί με τούς αξιωματικούς τους και τούς έφεραν όλους στην Πόλη. Εκεί ζούσαν κάτω από κακές συνθήκες και άλλοι πέθαναν ενώ οι υπόλοιποι, όταν έγινε ειρήνη, επέστρεψαν στην πατρίδα τους.277

Ενώ ο κυρ Συμεών ήταν πατριάρχης για τρία ή περισσότερα χρόνια, εμφανίστηκε κάποιος ιερομόναχος, ονομαζόμενος Ραφαήλ, μέθυσος και οινοπότης, προερχόμενος από τη Σερβία. Έχοντας φίλους μεταξύ των αρχόντων, πρότεινε να δίνει κάθε χρόνο δύο χιλιάδες φλουριά, καθώς και πεσκέσι επτακόσια φλουριά. Τού έδωσαν λοιπόν τον πατριαρχικό θρόνο278 και διώχτηκε πάλι ο κυρ Συμεών. Υπήρξε εξέγερση, δεν ήθελαν να λειτουργήσουν μαζί του, αλλά συλλειτουργούσαν από φόβο και χωρίς τη θέλησή τους. Γιατί ήταν τόσο μέθυσος, που ακόμη και την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή στα τροπάρια δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος από το μεθύσι, αλλά έπεφτε το δεκανίκι από τα χέρια του. Τον μισούσαν λοιπόν όλοι, αφενός γιατί ήταν μπεκρής και αφετέρου γιατί ήταν αλλόγλωσσος. Όταν πέρασε ένας χρόνος, δεν μπόρεσε να πληρώσει το χαράτσι, γιατί κανένας δεν προσφέρθηκε να τον βοηθήσει ούτε από τούς κληρικούς ούτε από τούς λαϊκούς. Τον παράτησαν λοιπόν, τον έκλεισαν στη φυλακή και περπατώντας αλυσοδεμένος είχε κακό τέλος…279

<-7. Κέρζον: Ένα έτος στο Ερζερούμ και στα σύνορα Ρωσίας, Τουρκίας και Περσίας 9. Λέιαρντ: Ανακαλύψεις στα ερείπια τής Νινευή και τής Βαβυλώνας->
error: Content is protected !!
Scroll to Top