<-8. Παρένθεση: Οι Έλληνες ιστορικοί για την άλωση τής Τραπεζούντας | 10. Τόζερ: Τουρκική Αρμενία και Ανατολική Μικρά Ασία-> |
9. Όστιν Χένρι Λέιαρντ: Ανακαλύψεις στα ερείπια τής Νινευή και τής Βαβυλώνας
Από την Τραπεζούντα προς τη λίμνη Βαν (1853)
Ύστερα από λίγους μήνες διαμονής στην Αγγλία κατά τη διάρκεια τού έτους 1848, προκειμένου να αναλάβει η κράση του που είχε φθαρεί από τη μακροχρόνια έκθεση στις ακρότητες τού κλίματος τής Ανατολής, ο Λέιαρντ πήρε εντολές να προχωρήσει προς τη θέση του στην πρεσβεία τής Αυτής Μεγαλειότητας στην Τουρκία.1 Οι επίτροποι τού Βρετανικού Μουσείου δεν προέβλεπαν εκείνη την εποχή περαιτέρω ανασκαφές στον χώρο τής αρχαίας Νινευή. Προβλήματα υγείας και ο περιορισμένος χρόνος δεν τού είχαν επιτρέψει να θέσει ενώπιον τού κοινού, πριν από την επιστροφή του στην Ανατολή, τα αποτελέσματα των πρώτων του ερευνών με τις απεικονίσεις των μνημείων και αντίγραφα των επιγραφών που ανακτήθηκαν από τα ερείπια τής Ασσυρίας. Δεν δημοσιεύθηκαν παρά μόνο λίγο μετά την αναχώρησή του και ως εκ τούτου δεν έτυχαν τής προσεκτικής επιστασίας και επανεξέτασης που απαιτούνταν για εργασίες αυτής τής φύσης. Στην Κωνσταντινούπολη έμαθε για πρώτη φορά για το γενικό ενδιαφέρον που είχαν προκαλέσει στην Αγγλία αυτές οι ανακαλύψεις, καθώς και ότι είχαν γίνει καθολικά δεκτές ως νωπές απεικονίσεις τής Αγίας Γραφής και τής προφητείας, αλλά και τής αρχαίας ιστορίας, τόσο τής ιερής όσο και τής βλάσφημης [δηλαδή τής παγανιστικής].
Ας τού επιτρεπόταν εδώ, ευθύς εξαρχής, να αναγνωρίσει με ευγνωμοσύνη αυτό το γενναιόδωρο πνεύμα τής αγγλικής κριτικής, που παρέβλεπε τις αδυναμίες και τις ελλείψεις τού εργάτη, όταν το αντικείμενό του ήταν άξιο επαίνου και επιδιώκονταν με ειλικρίνεια και μοναδικότητα σκοπού. Η ευγνωμοσύνη, την οποία αισθάνθηκε βαθιά για την απαράμιλλη ενθάρρυνση, δεν μπορούσε παρά να επιδειχθεί καλύτερα με την πρόσχαρη συναίνεση, χωρίς δισταγμό, στο αίτημα που τού έγινε από τούς επιτρόπους τού Βρετανικού Μουσείου, παρακινημένους από την κοινή γνώμη, να αναλάβει την επιστασία μιας δεύτερης αποστολής στην Ασσυρία. Όταν κλήθηκε να υποβάλει σχέδιο ενεργειών, ανέφερε εκείνη που τού φαινόταν ως η καλύτερα υπολογισμένη πορεία για την παραγωγή ενδιαφερόντων και σημαντικών αποτελεσμάτων και η οποία θα τούς επέτρεπε να αποκτήσουν τις πιο ακριβείς πληροφορίες για την αρχαία ιστορία, τη γλώσσα και τις τέχνες, όχι μόνο τής Ασσυρίας, αλλά και τού αδελφού της βασιλείου τής Βαβυλωνίας. Ίσως το σχέδιό του ήταν πολύ εκτεταμένο και γενικό, ώστε να επιτρέπει εκπλήρωση ή εγγυημένη υιοθέτηση. Πήρε απλώς εντολή να επιστρέψει στον χώρο τής Νινευή και να συνεχίσει τις έρευνες που είχαν ξεκινήσει ανάμεσα στα ερείπιά της.
Οι ρυθμίσεις στην Αγγλία έγιναν βιαστικά και φυσικά ανεπαρκώς. Η συνδρομή ενός ικανού καλλιτέχνη ήταν απολύτως επιθυμητή, για να απεικονίσει με πιστότητα εκείνα τα μνημεία, τα οποία ο τραυματισμός και η φθορά θα καθιστούσε ακατάλληλα για απομάκρυνση. [Αναφέρθηκε ήδη στην εισαγωγή αυτής τής ενότητας, ότι ο Λέιαρντ έστελνε στην Αγγλία τα δείγματα που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος τής συλλογής ασσυριακών αρχαιοτήτων στο Βρετανικό Μουσείο.] Ο κ. Φ. Κούπερ επιλέχθηκε από τούς επιτρόπους τού Βρετανικού Μουσείου για να συνοδεύσει την αποστολή με αυτή την ιδιότητα. Ο κ. Χορμούζντ Ρασσάμ, ήδη γνωστός σε πολλούς από τούς αναγνώστες του Λέιαρντ για τη συμβολή του στις πρώτες του ανακαλύψεις, έφυγε από την Αγγλία μαζί του. Τον συνάντησαν και οι δύο στην Κωνσταντινούπολη. Ο Δρ Σάντουϊθ, Άγγλος γιατρός επισκεπτόμενος την Ανατολή, παρακινήθηκε να αποτελέσει μέλος τής ομάδας τους. Ο Αμπντ-ελ-Μεσσία, καθολικός Σύρος από το Μαρντίν, δραστήριος και αξιόπιστος υπηρέτης κατά τη διάρκεια τής προηγούμενης διαμονής του Λέιαρντ στην Ασσυρία, τότε βρισκόταν ευτυχώς στην πρωτεύουσα και μπήκε και πάλι στην υπηρεσία του. Οι υπόλοιποι συνοδοί του ήσαν ο τσαούσης Μοχάμεντ αγάς και ένας Αρμένιος ονομαζόμενος Σερκίς. Ο πιστός Μπαϊρακτάρ, ο οποίος τον είχε υπηρετήσει τόσο καλά κατά τη διάρκεια τού προηγούμενου ταξιδιού του, είχε συνοδεύσει την αγγλική επιτροπή για τη διευθέτηση των συνόρων μεταξύ Τουρκίας και Περσίας, με την προϋπόθεση όμως ότι θα τον συναντούσε στη Μοσούλη, σε περίπτωση που επέστρεφε. [Για το έργο τής επιτροπής βλέπε την επόμενη ενότητα αυτού τού βιβλίου: Ρόμπερτ Κέρζον: Αρμενία: Ένα έτος στο Ερζερούμ και στα σύνορα Ρωσίας, Τουρκίας και Περσίας (1854).] Την ομάδα του ολοκλήρωνε ο Καουάλ Γιουσούφ, ο επικεφαλής των ιεροκηρύκων των Γιαζίντι, με τέσσερις αρχηγούς των περιοχών στην περιφέρεια τού Ντιγιάρμπακιρ, ο οποίος είχε βρεθεί για μερικούς μήνες στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά την αναχώρησή του από τη Μοσούλη το 1847, η επιστράτευση που επιβλήθηκε στους μουσουλμάνους κατοίκους τού πασαλικιού επεκτάθηκε στους Γιαζίντι, οι οποίοι, μαζί με τούς χριστιανούς, στο παρελθόν συχνά εξαιρούνταν από αυτήν, με βάση τον γενικό νόμο που υπαγορευόταν από το Κοράνι και μέχρι τώρα εφαρμοζόταν από τα περισσότερα μουσουλμανικά έθνη, ότι δηλαδή μόνο οι αληθινοί πιστοί μπορούσαν να υπηρετούν στους στρατούς τού κράτους.
[Οι Γιαζίντι ήσαν Κουρδική εθνο-θρησκευτική κοινότητα, τής οποίας η συγκρητική αλλά αρχαία θρησκεία συνδέεται με τον Ζωροαστρισμό και τις αρχαίες θρησκείες τής Μεσοποταμίας. Οι Γιαζίντι (ή Γεζίντι) εξακολουθούν να ζουν κυρίως στην επαρχία Νινευή τού βόρειου Ιράκ, περιοχή που αποτελούσε κάποτε μέρος τής αρχαίας Ασσυρίας και πρωτεύουσα τής Νεο-Ασσυριακής αυτοκρατορίας.]
Με την αιτιολογία ότι καθώς οι Γιαζίντι δεν αποτελούσαν αναγνωρισμένο δόγμα απίστων, έπρεπε οπωσδήποτε να περιλαμβάνονται στους μωαμεθανούς, όπως οι Δρούζοι και οι Ασσύριοι τού όρους Λίβανος, η κυβέρνηση είχε πρόσφατα προσπαθήσει να στρατολογήσει μεταξύ των Γιαζίντι νεοσύλλεκτους για τα τακτικά στρατεύματα. Οι νέοι κανονισμοί είχαν εφαρμοστεί με μεγάλη αυστηρότητα και είχαν δώσει αφορμή για πολλές πράξεις βίας και καταπίεσης εκ μέρους των τοπικών αρχών. Πέρα από την κοινή γενική αίσθηση σε όλους τούς ανατολίτες εναντίον τής υποχρεωτικής θητείας στον στρατό, οι Γιαζίντι είχαν κι άλλους λόγους να αντιτίθενται στις εντολές τής κυβέρνησης. Δεν μπορούσαν να γίνουν νιζάμ ή πειθαρχημένοι στρατιώτες, χωρίς να παραβιάζουν ανοιχτά το τελετουργικό και τις υποχρεώσεις που επέτασσε η πίστη τους. Το λουτρό, στο οποίο οι Τούρκοι στρατιώτες ήσαν υποχρεωμένοι να καταφεύγουν κάθε βδομάδα, αποτελούσε γι’ αυτούς ρύπανση, όταν γινόταν από κοινού με μουσουλμάνους. Το μπλε χρώμα και ορισμένα τμήματα τής τουρκικής στολής απαγορεύονταν απολύτως από τον νόμο τους. Επίσης δεν μπορούσαν να φάνε πολλά είδη τροφίμων που περιλαμβάνονταν στις μερίδες που διανέμονταν στα στρατεύματα. Οι αξιωματικοί τής στρατολογίας αρνούνταν να ακούσουν αυτές τις αντιρρήσεις και επέβαλαν την εκτέλεση των αποφάσεών τους με ιδιαίτερη και περιττή αυστηρότητα. Οι Γιαζίντι, πάντοτε έτοιμοι να υποφέρουν για την πίστη τους, αντιστέκονταν και πολλοί πέθαναν κάτω από τα βασανιστήρια που τούς επιβλήθηκαν. Άλλωστε εξακολουθούσαν να είναι εκτεθειμένοι στην καταπίεση και τις παράνομες βιαιοπραγίες των τοπικών κυβερνητών. Τα παιδιά τους αποτελούσαν ακόμη νόμιμο αντικείμενο δημόσιας πώλησης ενώ, παρά τη θέσπιση μεταρρυθμισμένου συστήματος διακυβέρνησης στις επαρχίες, οι γονείς υποβάλλονταν σε διώξεις, ακόμη και σε θάνατο, λόγω τής θρησκείας τους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Χουσεΐν μπέης και ο σεΐχης Νασρ, οι ηγέτες ολόκληρης τής κοινότητας, μαθαίνοντας ότι ο Λέιαρντ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, αποφάσισαν να στείλουν αντιπροσωπεία για να θέσει τα παράπονά τους ενώπιον τού σουλτάνου, ελπίζοντας ότι μέσω τής συνδρομής του θα μπορούσαν να αποκτήσουν πρόσβαση σε ορισμένους υπουργούς τού κράτους. Είχαν επιλεγεί για την αποστολή ο Καουάλ Γιουσούφ και οι σύντροφοί του, ενώ είχαν συγκεντρωθεί χρηματικά ποσά από συνδρομές των οπαδών τού δόγματος, προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα τού ταξιδιού τους.
Αφού συνάντησαν πολλές δυσκολίες και κινδύνους, έφτασαν στην πρωτεύουσα και ανακάλυψαν την κατοικία του. Ο Λέιαρντ τούς παρουσίασε αμέσως στον Σερ Στράτφορντ Κάνινγκ, ο οποίος, πάντοτε έτοιμος να ασκήσει την ισχυρή επιρροή του για την υπόθεση τού ανθρωπισμού, έθεσε αμέσως υπόψη τής Υψηλής Πύλης τις αδικίες που υφίσταντο. Μέσω τής ευγενικής του μεσολάβησης χορηγήθηκε φιρμάνι ή αυτοκρατορική εντολή στους Γιαζίντι, που τούς ελευθέρωνε από όλες τις παράνομες επιβολές, απαγόρευε την πώληση των παιδιών τους ως σκλάβων, εξασφάλιζε γι’ αυτούς πλήρη ελευθερία στην άσκηση τής θρησκείας τους και τούς τοποθετούσε στην ίδια μοίρα με τα άλλα θρησκευτικά δόγματα τής αυτοκρατορίας. Παρεχόταν επίσης η υπόσχεση ότι θα γίνονταν διευθετήσεις, προκειμένου να απελευθερωθούν από εκείνους τούς στρατιωτικούς κανονισμούς, που καθιστούσαν την υπηρεσία τους στον στρατό ασυμβίβαστη με την αυστηρή τήρηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Τόσο συχνά μπορούσε η επιρροή, που είχε αποκτηθεί καλά και κατευθυνόταν καλά, να ασκηθεί για τη μεγάλη υπόθεση τού ανθρωπισμού, χωρίς να γίνεται διάκριση προσώπων ή δογμάτων! Επρόκειτο απλώς για μία από τις πολλές περιπτώσεις, τις οποίες ο Σερ Στράτφορντ Κάνινγκ είχε προσθέσει στην καλύτερη φήμη τού βρετανικού ονόματος. [O Σερ Στράτφορντ Κάνινγκ (1786-1880) ήταν τότε ο Βρετανός πρεσβευτής στην Ισταμπούλ. Ο πατέρας του, ο Στράτφορντ Κάνινγκ, ήταν θείος τού Τζορτζ Κάνινγκ (1770-1827), Βρετανού πολιτικού και φιλέλληνα, που διακρίθηκε ως υπουργός των Εξωτερικών και τού οποίου το όνομα φέρει η Πλατεία Κάνιγγος στην Αθήνα.]
Ο Καουάλ Γιουσούφ, έχοντας εκπληρώσει την αποστολή του, δέχτηκε με προθυμία την πρότασή του Λέιαρντ να επιστρέψει μαζί του στη Μοσούλη. Οι σύντροφοί του δεν είχαν ακόμη λάβει ορισμένα έγγραφα από την Υψηλή Πύλη και έπρεπε να παραμείνουν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την ολοκλήρωση τής επιχείρησής τους. Ο Καουάλ διατηρούσε ακόμη την ενδυμασία τού θρησκεύματος και τού αξιώματός του. Το μελαχρινό του πρόσωπο και τα κανονικά και εκφραστικά του χαρακτηριστικά σκιάζονταν από μαύρο τουρμπάνι, ενώ ένα ριγέ πανωφόρι (άμπα) τραχιάς υφής ήταν ριγμένο χαλαρά πάνω από κόκκινο μεταξωτό μανδύα.
Οι προετοιμασίες τους ολοκληρώθηκαν στις 28 Αυγούστου (1849) και εκείνη τη μέρα έφυγαν από τον Βόσπορο με αγγλικό ατμόπλοιο που είχε προορισμό την Τραπεζούντα. Καθώς το μέγεθος τής ομάδας του και τα επακόλουθα εμπόδια καθιστούσαν απολύτως απαραίτητο ένα ταξίδι καραβανιού, ο Λέιαρντ αποφάσισε να αποφύγει τις συνήθεις διαδρομές και να διασχίσει την Ανατολική Αρμενία και το Κουρδιστάν, τόσο λόγω τής καινοτομίας που παρουσίαζε τμήμα τής χώρας από γεωγραφική άποψη, όσο και λόγω τού πολιτικού του ενδιαφέροντος, αφού μόλις πρόσφατα είχε τεθεί υπό τον άμεσο έλεγχο τής τουρκικής κυβέρνησης.
Αποβιβάστηκαν στην Τραπεζούντα στις 31 τού μηνός και την επόμενη μέρα ξεκίνησαν το χερσαίο ταξίδι τους. Η περιοχή από το λιμάνι αυτό μέχρι το Ερζερούμ είχε συχνά διασχιστεί και περιγραφεί. Μέσα από αυτήν περνούσαν οι διαδρομές καραβανιών που συνέδεαν την Περσία με τη Μαύρη Θάλασσα, οι μεγάλες γραμμές επικοινωνίας και εμπορίου μεταξύ Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας. Οι διαδρομές που χρησιμοποιούνταν συνήθως ήσαν τρεις. Ο θερινός ή πάνω δρόμος ήταν ο συντομότερος, αλλά ήταν πιο απότομος ενώ, διασχίζοντας πολύ ψηλά βουνά, έκλεινε όταν ξεκινούσαν τα χιόνια [βλέπε χάρτη στην αρχή αυτού τού κεφαλαίου]. Ονομαζόταν Τσαϊρλέρ από τα έξοχα ορεινά του λιβάδια [τσαΐρ στα τουρκικά σημαίνει λιβάδι], στα οποία τα άλογα τρέφονταν συνήθως, όταν τα καραβάνια ακολουθούσαν αυτή τη διαδρομή. Ο μεσαίος δρόμος είχε λίγα πλεονεκτήματα σε σχέση με τον πάνω και σπάνια τον ακολουθούσαν οι έμποροι, οι οποίοι προτιμούσαν τον χαμηλότερο, αν και αυτός συνεπαγόταν σημαντική περιπορεία μέσω τής Γκουμούσχανε, δηλαδή των αργυρωρυχείων. Οι τρεις δρόμοι ενώνονταν στην πόλη τής Μπαϊμπούρτ, στη μέση τής απόστασης μεταξύ τής θάλασσας και τού Ερζερούμ. Παρά το γεγονός ότι μέσω αυτών των δρόμων διεξαγόταν δραστήριο και συνεχώς αυξανόμενο εμπόριο, μέχρι πρόσφατα καμία πρωτοβουλία δεν είχε αναληφθεί για τη βελτίωσή τους. Αποτελούνταν από απλά ορεινά μονοπάτια, βυθισμένα στη λάσπη ή τη σκόνη, ανάλογα με την εποχή τού έτους. Οι γέφυρες, που χτίζονταν όταν η κατασκευή και επισκευή δημοσίων έργων επιβαλλόταν στους τοπικούς κυβερνήτες και θεωρούνταν ιερό καθήκον από τις ημι-ανεξάρτητες κληρονομικές οικογένειες, οι οποίες κυβερνούσαν στις επαρχίες ως πασάδες ή ντερεμπέηδες, είχαν εδώ και καιρό αφεθεί στη φθορά, ενώ το εμπόριο συχνά διακοπτόταν για μέρες από φουσκωμένο χείμαρρο ή αδιάβατο ρέμα. Αυτό ήταν ένα από τα πολλά κακά αποτελέσματα τού συστήματος συγκεντρωτισμού που εγκαινιάστηκε τόσο σθεναρά από τον σουλτάνο Μαχμούτ και εφαρμόστηκε τόσο σταθερά κατά τη διάρκεια τής βασιλείας του. [Έχουμε ήδη αναφερθεί στον συγκεντρωτισμό εξουσίας που επέβαλε ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’, θέτοντας υπό έλεγχο τούς ντερεμπέηδες και άλλους τοπικούς ηγεμόνες, όπως ο Αλή πασάς στα Γιάννινα και ο Τσαπάνογλου στη Γιοζγκάτ.] Οι τοπικοί κυβερνήτες, που λάμβαναν σταθερό μισθό και σπάνια τούς επιτρεπόταν να παραμείνουν στο αξίωμα περισσότερο από λίγους μήνες, δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για την ευημερία των περιοχών που τίθεντο υπό τη φροντίδα τους. Τα κονδύλια που διατίθεντο από την Υψηλή Πύλη για δημόσια έργα, μικρά και εντελώς ανεπαρκή, ξοδεύονταν ή υπεξαιρούνταν πολύ πριν διατεθεί οποιοδήποτε μέρος τους στα υπόψη αντικείμενα.
Από την εποχή τής επίσκεψής του Λέιαρντ στην Τραπεζούντα είχε ξεκινήσει η κατασκευή δρόμου για τροχοφόρα, ο οποίος επρόκειτο να οδηγεί από το λιμάνι αυτό στα περσικά σύνορα. [Ο δρόμος αυτός περιγράφεται από τον Λιντς σε επόμενο κεφάλαιο αυτού τού βιβλίου.] Αλλά, όπως και άλλες προσπάθειες τού είδους, κατά πάσα πιθανότητα θα εγκαταλειπόταν πολύ πριν ολοκληρωθεί ή, αν ολοκληρωνόταν, θα τον άφηναν αμέσως να περιπέσει σε φθορά από την έλλειψη τακτικής συντήρησης. Αυτό θα συνέβαινε παρά το γεγονός ότι το περσικό εμπόριο αποτελούσε μία από τις κυριότερες πηγές εσόδων τής τουρκικής αυτοκρατορίας, ενώ, αν δεν προσφέρονταν ευκολίες για τη διεξαγωγή του, σύντομα θα περνούσε σε άλλα χέρια. Οι νότιες ακτές τής Μαύρης Θάλασσας, τις οποίες πριν από δώδεκα χρόνια σπάνια επισκεπτόταν ξένο πλοίο, παραπλέονταν τώρα από ατμόπλοια που ανήκαν σε τρεις εταιρείες, τα οποία προσέγγιζαν σχεδόν κάθε βδομάδα τα κύρια λιμάνια, ενώ υπήρχε εμπόριο και μεταφορικό έργο για αρκετά περισσότερα. Η εγκαθίδρυση ατμοπλοϊκής επικοινωνίας μεταξύ των λιμανιών και τής πρωτεύουσας είχε δώσει στο εσωτερικό εμπόριο δραστηριότητα προηγουμένως άγνωστη, ενώ είχε φέρει τούς κατοίκους μακρινών επαρχιών τής αυτοκρατορίας σε επαφή με την πρωτεύουσα, πράγμα ιδιαίτερα ευνοϊκό για την επέκταση τού πολιτισμού και την επιβολή τής νόμιμης εξουσίας τής κυβέρνησης. Η έλλειψη κατάλληλων λιμανιών αποτελούσε σημαντικό μειονέκτημα για τη ναυσιπλοΐα σε θάλασσα τόσο ασταθή και επικίνδυνη όπως ο Εύξεινος. Η Τραπεζούς είχε ένα απλό αγκυροβόλιο, ενώ από τη θέση της ήταν κατά τα άλλα λίγο υπολογισμένη για το μεγάλο εμπορικό λιμάνι στο οποίο είχε μετατραπεί, όπως και πολλά άλλα μέρη, μάλλον από τις κληρονομικές της αξιώσεις ως εκπροσώπου μιας πόλης κάποτε γνωστής, παρά από οποιαδήποτε τοπικά πλεονεκτήματα.
Το μοναδικό λιμάνι στη νότια ακτή ήταν εκείνο τού Βατούμ, ενώ δεν υπήρχε καταφύγιο για σκάφη στις ανατολικές ακτές τής Κιρκασίας. Αυτό το μέρος ήταν συνεπώς κατά πάσα πιθανότητα προορισμένο να γίνει το εμπορικό κέντρο, τόσο λόγω τού ασφαλούς και ευρύχωρου λιμανιού του, όσο και λόγω τής δυνατότητας που πρόσφερε για εσωτερική επικοινωνία με την Περσία, τη Γεωργία και την Αρμενία. Ίσως αυτό είχε παρακινήσει την τουρκική κυβέρνηση να κατασκευάσει τον δρόμο που ξεκινούσε από την Τραπεζούντα, αν κάποια πολιτική επιρροή, πάντοτε εχθρική προς οποιαδήποτε πραγματική βελτίωση τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν αντιτασσόταν σε αυτόν με εκείνη την επιμονή, που γενικά ήταν βέβαιο ότι θα πετύχαινε.
Πίσω από την Τραπεζούντα, όπως μάλιστα και κατά μήκος ολόκληρης τής μοναδικά έντονης και όμορφης ακτής, τα βουνά υψώνονταν με ψηλές κορυφές και ήσαν κατάφυτα από δένδρα τεράστιας ανάπτυξης και αξιοθαύμαστης ποιότητας, παρέχοντας απεριόριστη προσφορά ξυλείας για εμπόριο ή πόλεμο. Αναρίθμητα ρέματα άνοιγαν τον δρόμο τους προς τη θάλασσα μέσα από βαθιές και βραχώδεις χαράδρες. Οι πιο προστατευμένες θέσεις καταλαμβάνονταν από χωριά και χωριουδάκια, που κατοικούνταν κυρίως από σκληροτράχηλη και φιλόπονη φυλή Ελλήνων. Την άνοιξη τα εκλεκτότερα λουλούδια αρωμάτιζαν τον αέρα και πλούσια αναρριχητικά φυτά έντυναν τα κλαδιά γιγαντιαίων δένδρων. Το καλοκαίρι τα πλουσιότερα λιβάδια στόλιζαν τις ορεινές περιοχές και οι κάτοικοι των ακτών οδηγούσαν τα κοπάδια τους στις ψηλότερες περιοχές των λόφων. Τα δάση, τρεφόμενα από τούς ατμούς και τις βροχές που προκαλούνταν από μεγάλη ποσότητα νερού, σχημάτιζαν ζώνη πλάτους 30 έως 50 μιλίων [περίπου 50 έως 80 χλμ] κατά μήκος τής Μαύρης Θάλασσας. Πιο πέρα τα πυκνά δάση έπαυαν, όπως επίσης και οι τραχιές χαράδρες και οι βραχώδεις κορυφές. Τις διαδέχονταν ακόμη ψηλότερα βουνά, ως επί το πλείστον στρογγυλεμένα στη μορφή τους, μερικά σκεπασμένα στην κορυφή με αιώνια χιόνια, γυμνά από δένδρα, ακόμη και από βλάστηση, εκτός από την περίοδο τού καλοκαιριού, όταν καλύπτονταν από αλπικά λουλούδια και βότανα. Τα χωριά στις κοιλάδες κατοικούνται από Τούρκους, Λαζούς (μουσουλμάνους) και Αρμένιους. Το έδαφος ήταν εύφορο και παρήγαγε πολλά σιτηρά.
Το ταξίδι τους στο Ερζερούμ πραγματοποιήθηκε χωρίς κανένα δυσάρεστο περιστατικό. Βαριά και αδιάκοπη βροχή για δύο μέρες έθεσε σε δοκιμασία την υπομονή και την ψυχραιμία εκείνων που αντιμετώπιζαν για πρώτη φορά τις δυσκολίες και τα περιστατικά των ταξιδιών στην Ανατολή. Το μόνο μέρος με κάποιο ενδιαφέρον, από το οποίο πέρασαν κατά τη διάρκεια τής πορείας τους, ήταν ένα μικρό αρμενικό χωριό, απομεινάρι μεγαλύτερου, με τα ερείπια τριών παλαιοχριστιανικών εκκλησιών ή βαπτιστηρίων. Αυτά τα αξιόλογα κτίρια, των οποίων υπήρχαν πολλά παραδείγματα, ανήκαν σε κατηγορία αρχιτεκτονικής που προσιδίαζε στις πιο ανατολικές περιοχές τής Μικράς Ασίας και στα ερείπια αρχαίων αρμενικών πόλεων2 στα σύνορα Τουρκίας και Περσίας.
Αρχαία αρμενική εκκλησία στο Βαρζαχάν (Λέιαρντ 1853)
Το ένα κτίριο, τού οποίου ο Λέιαρντ έχει δώσει σκίτσο [βλέπε εικόνα], ήταν οκτάγωνο και μπορεί να ήταν βαπτιστήριο. Οι εσωτερικοί τοίχοι εξακολουθούσαν να καλύπτονται από τα απομεινάρια περίτεχνων τοιχογραφιών, που αναπαριστούσαν γεγονότα τής Αγίας Γραφής και εθνικούς αγίους.
Τα χρώματα ήσαν ζωντανά και οι μορφές, αν και αδρές, δεν ήσαν άκομψες ή λανθασμένες, μοιάζοντας με εκείνες των τοιχογραφιών τής Κατώτερης Αυτοκρατορίας [Ονομασία (Lower Empire) που χρησιμοποιείται συχνά από συγγραφείς τής εποχής για την Ανατολική Ρωμαϊκή («Βυζαντινή») αυτοκρατορία], που μπορούσε κανείς να δει ακόμη στη διάσημη βυζαντινή εκκλησία τής Τραπεζούντας [την Αγία Σοφία τής Τραπεζούντας, περιγραφή τής οποίας παρέχεται σε αυτό το βιβλίο από άλλους περιηγητές. Βλέπε ιδιαίτερα πιο κάτω, Χένρι Λιντς, «Η ακτή τού Ευξείνου και το λιμάνι τής Τραπεζούντας»], καθώς και στα παρεκκλήσια των μοναστηριών τού Αγίου Όρους.
Τα κιονόκρανα με φιόγκους των ψηλών εκλεπτυσμένων ομαδοποιημένων στηλών, η ιδιόμορφη διάταξη των λίθων στο υπέρθυρο που υποστήριζαν ο ένας τον άλλο με ζιγκ-ζαγκ, καθώς και οι διακοσμήσεις, θύμιζαν σε γενικές γραμμές ευρωπαϊκή γοτθική αρχιτεκτονική τού Μεσαίωνα.
Αυτές οι εκκλησίες χρονολογούνταν πιθανότατα πριν από τον 12ο αιώνα, αλλά δεν υπήρχαν επιγραφές ή άλλη ένδειξη για τον ακριβή καθορισμό τής εποχής τους, ενώ οι διάφορες τεχνοτροπίες και οι τροποποιήσεις τής αρχιτεκτονικής δεν είχαν μέχρι τότε μελετηθεί επαρκώς, ώστε να δώσουν στον Λέιαρντ και τούς ανθρώπους του τη δυνατότητα να προσδιορίσουν με ακρίβεια τον χρόνο στον οποίο έπρεπε να ανήκει κάθε ιδιαίτερο στολίδι ή μορφή. Υπήρχαν όμως πολλά ενδιαφέροντα θέματα που συνδέονταν με αυτή την αρμενική αρχιτεκτονική και τα οποία άξιζε πολύ να φωτιστούν. Από αυτήν προερχόταν πιθανότατα μεγάλο μέρος εκείνου που πέρασε στη γοτθική αρχιτεκτονική, ενώ οι Τάταροι κατακτητές τής Μικράς Ασίας την υιοθέτησαν, όπως θα φαινόταν στη συνέχεια από τα μαυσωλεία και τούς τόπους λατρείας τους. Ήταν παράξενα κομψή τόσο στη διακόσμησή της, όσο και στις αναλογίες της και στη γενική διάταξη των μαζών, ενώ ο σύγχρονος αρχιτέκτονας θα επωφελούνταν από τη μελέτη της. Μάλιστα η Μικρά Ασία αποτελούσε χρυσωρυχείο παρόμοιων υλικών, ανεξερεύνητων και σχεδόν άγνωστων.
Οι εκκλησίες τού Βαρζαχάν [σήμερα Ουγράκ], σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβε ο Λέιαρντ από ηλικιωμένο κάτοικο τού χωριού, είχαν καταστραφεί πριν από πενήντα περίπου χρόνια από τούς Λαζούς. Οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι τού τόπου θυμούνταν την εποχή, όταν η θεία λατρεία εξακολουθούσε να τελείται μέσα από τούς τοίχους τους.
Έφτασαν στο Ερζερούμ στις 8 τού μηνός και τούς υποδέχτηκε πολύ φιλόξενα ο Βρετανός πρόξενος κ. Μπραντ, ένας κύριος ο οποίος είχε συντηρήσει για καιρό, καλά και τιμητικά, την επιρροή τής χώρας τους σε αυτό το μέρος τής Τουρκίας και ο οποίος ήταν ο πρώτος που άνοιξε σημαντικό πεδίο για το εμπόριό τους στη Μικρά Ασία. [Το ταξίδι τού Τζέημς Μπραντ περιγράφεται σε προηγούμενη ενότητα αυτού τού βιβλίου.] Μαζί του επισκέφτηκε τον στρατιωτικό διοικητή των τουρκικών δυνάμεων στην Ανατολία, ο οποίος είχε πρόσφατα επιστρέψει από επιτυχημένη εκστρατεία εναντίον των άγριων ορεινών φυλών τής κεντρικής Αρμενίας. Ο Ρεσίντ πασάς, γνωστός ως γκιοζλού (διοπτροφόρος) επειδή φορούσε γυαλιά, απολάμβανε των πλεονεκτημάτων ευρωπαϊκής εκπαίδευσης και είχε ήδη διακριθεί στη στρατιωτική σταδιοδρομία. [Στον Ρεσίντ πασά, τον γνωστό στους Έλληνες Κιουταχή, αναφερθήκαμε ήδη σε προηγούμενες ενότητες.] Ένωνε κάποια γνώση τής γαλλικής γλώσσας με ενδιαφέρον για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, πράγμα το οποίο, κατά τις πολυάριθμες αποστολές του σε περιοχές άγνωστες στους δυτικούς ταξιδιώτες, τον είχε οδηγήσει να εξετάσει τα γεωγραφικά τους χαρακτηριστικά και να κάνει έρευνες σχετικές με τα ήθη και τη θρησκεία των κατοίκων τους. Το τελευταίο του κατόρθωμα ήταν η υποταγή των φυλών που κατοικούσαν στα βουνά Ντουτζούκ, νοτιοδυτικά τού Ερζερούμ, οι οποίες βρίσκονταν από καιρό σε ανοικτή εξέγερση εναντίον τού σουλτάνου. Η περιγραφή που έδωσε στον Λέιαρντ για τη χώρα και τούς κατοίκους της τού προκάλεσε μεγάλη περιέργεια, την οποία δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει στον περιορισμένο χρόνο που είχε στη διάθεσή του. Σύμφωνα με τον πασά οι φυλές ήσαν ειδωλολατρικές, λατρεύοντας σεβάσμιες βελανιδιές, μεγάλα δένδρα, τεράστιους μοναχικούς βράχους και άλλα μεγάλα χαρακτηριστικά τής φύσης. Είχε την τάση να τούς καταλογίζει μυστηριώδεις και αποτρόπαιες τελετουργίες. Αυτή η συκοφαντία, πηγή άγνοιας και μισαλλοδοξίας, την οποία δεν κατάφερε να αποφύγει ούτε ο αρχέγονος χριστιανισμός, είχε γενικά εξαπλωθεί στην Ανατολή εναντίον εκείνων, των οποίων τα δόγματα ήσαν άγνωστα ή προσεκτικά κρυμμένα και οι οποίοι στην Τουρκία περιλαμβάνονταν κάτω από τον γενικό όρο (που υποδείκνυε τις υποτιθέμενες άσεμνες τελετές τους) των τσεράγ-σοντεράν ή «εκείνων που σβήνουν τα φώτα». Είχαν αρχιερέα, που ήταν ταυτόχρονα είδος πολιτικού επικεφαλής τού θρησκευτικού δόγματος. Πρόσφατα είχε συλληφθεί αιχμάλωτος, στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί εξορίστηκε σε κάποια πόλη στον Δούναβη. Μιλούσαν κουρδική διάλεκτο, αν και οι διάφορες φάρες στις οποίες χωρίζονταν είχαν αραβικά ονόματα, που έδειχναν προφανώς νότια προέλευση. Όμως ο πασάς δεν μπόρεσε να μάθει τίποτε για την ιστορία τους και τις αρχικές τους μεταναστεύσεις. Ο κατευθείαν δρόμος μεταξύ Τραπεζούντας και Μεσοποταμίας περνούσε κάποτε μέσα από τις περιοχές τους και τα ερείπια ευρύχωρων και καλά χτισμένων χανιών διασώζονταν ακόμη σε τακτά διαστήματα πάνω στα απομεινάρια τού παλαιού ανυψωμένου δρόμου. Αλλά από κάποια απομακρυσμένη περίοδο η περιοχή είχε κλειστεί εναντίον των ισχυρότερων καραβανιών και κανένας ταξιδιώτης δεν αποτολμούσε να περάσει μέσα από τη δύναμη φυλών διαβόητων για τη σκληρότητα και την ανομία τους. Ο πασάς μίλησε για το ξανάνοιγμα τού δρόμου, την ανοικοδόμηση των καραβανσεράι και την αποκατάσταση τού εμπορίου στον αρχαίο του δίαυλο, καλές προθέσεις όλες, των οποίων δεν υπήρχε έλλειψη μεταξύ των Τούρκων τής τάξης του και οι οποίες, αν υλοποιούνταν, θα επανέφεραν μια περιοχή πλούσια σε φυσικούς πόρους σε περισσότερη από την αρχαία της ευημερία.
Ερζερούμ: Το ιμαρέτ (πτωχοκομείο) του Μεγάλου Τζαμιού
(Τεξιέ, Περιγραφή τής Αρμενίας, τής Περσίας και τής Μεσοποταμίας, 1842)
Ίσως δεν έπρεπε κανείς να βασιστεί κατά λέξη στη περιγραφή που έδωσε στον Λέιαρντ, αλλά μια περιοχή μέχρι τότε απρόσιτη μπορούσε ενδεχομένως να περιέχει τα λείψανα αρχαίων φυλών, μνημείων τής αρχαιότητας και φυσικών προϊόντων τέτοιας σημασίας, που να άξιζαν την προσοχή τού ταξιδιώτη στη Μικρά Ασία.
Η πόλη τού Ερζερούμ παράκμαζε ραγδαία σε σημασία και στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στο περσικό διαμετακομιστικό εμπόριο. Θα ερημωνόταν σχεδόν, αν αυτή η κίνηση εκτρεπόταν σε νέο κανάλι με την κατασκευή τού απευθείας δρόμου από το Βατούμ προς τα περσικά σύνορα.
Δεν περιλάμβανε κτίρια κάποιου ενδιαφέροντος, με την εξαίρεση λίγων ερειπίων εκείνων των μνημείων τής πρώιμης μουσουλμανικής κυριαρχίας, τής περίτεχνα διακοσμημένης στοάς και τού μιναρέ, στων οποίων τις όψεις ήσαν στρωμένα ενυαλωμένα πλακίδια πλούσιου αλλά αρμονικού χρωματισμού, καθώς και τού κωνικού μαυσωλείου, χαρακτηριστικού στις περισσότερες παλαιές πόλεις στη Μικρά Ασία. Τα σύγχρονα τουρκικά οικοδομήματα, στα οποία είχαν δώσει αξία ονομάζοντάς τα παλάτια και στρατώνες, μοιράζονταν τη μοίρα τής παραμελημένης λάσπης. Οι καταρρέοντες τοίχοι τους με δυσκολία παρείχαν καταφύγιο στους ενοίκους τους, σε ένα κλίμα σχεδόν απαράμιλλο στον κατοικούμενο κόσμο για τη δριμύτητα των χειμώνων του.
Οι περιοχές τής Αρμενίας και τού Κουρδιστάν, μέσω των οποίων περνούσε ο δρόμος τους από το Ερζερούμ προς τη Μοσούλη, ήσαν αρκετά άγνωστες και ενδιαφέρουσες, ώστε να αξίζουν περισσότερο από περιστασιακή αναφορά. Ο χάρτης δείχνει ότι η διαδρομή τους από τη λίμνη Βαν προς το Μπιτλίς και τη Τζεζίρα [Μεσοποταμία] ήταν σχεδόν κατευθείαν. Μόλις πρόσφατα είχε ανοίξει για τα καραβάνια. Τα κρησφύγετα των τελευταίων Κούρδων ανταρτών βρίσκονταν στις όχθες τής λίμνης. Μετά την πτώση τού πιο ισχυρού από τούς αρχηγούς τους, τού Μπεντέρ Χαν μπέη, είχαν υποταγεί ένας προς έναν και είχαν οδηγηθεί στην αιχμαλωσία. Λίγοι μόνο μήνες είχαν όμως περάσει από τότε που είχαν συλληφθεί οι μπέηδες τού Μπιτλίς, οι οποίοι είχαν προβάλει την πιο μακροχρόνια αντίσταση στα τουρκικά όπλα. Με τη σύλληψή τους κατασβέστηκε προς το παρόν η εξέγερση στο Κουρδιστάν.
Το δικό τους καραβάνι αποτελoύσε η ομάδα τού Λέιαρντ, με την προσθήκη ενός μουλαρά και δύο βοηθών του, ντόπιων τού Μπιτλίς, που τον εφοδίασαν με δεκαεπτά άλογα και μουλάρια για το ταξίδι από το Ερζερούμ μέχρι τη Μοσούλη. Η πορεία τής πρώτης ημέρας, όπως συνηθιζόταν στην Ανατολή, όπου οι φίλοι συνόδευαν τον ταξιδιώτη πολύ πέρα από τις πύλες τής πόλης και όπου οι προετοιμασίες για ταξίδι ήσαν τόσο πολλές, που δεν μπορούμε να τις θυμόμαστε όλες καλά, μόλις και μετά βίας ξεπέρασε τα εννέα μίλια. Ξεκουράστηκαν τη νύχτα στο χωριό Γκούλι [Γκούλου, ανατολικά τού Τοπαρλάκ], τού οποίου ο ιδιοκτήτης, κάποιος Σαχάν μπέης, είχε ενημερωθεί για την επικείμενη επίσκεψή του. Είχε κάνει το νεόκτιστο σπίτι του όσο πιο άνετο επέτρεπαν οι πόροι του για τη διαμονή τους ενώ, αφού τούς πρόσφερε εξαιρετικό δείπνο, πέρασε το απόγευμα μαζί με τον Λέιαρντ. Καταγόμενος από αρχαία οικογένεια ντερεμπέηδων είχε κληρονομήσει τη φιλοξενία και τούς καλούς τρόπους μιας τάξης, η οποία τώρα πια είχε σχεδόν εξαφανιστεί και τής οποίας μια σύντομη περιγραφή δεν έπρεπε να στερείται ενδιαφέροντος.
Οι Τούρκοι κατακτητές, μετά την ανατροπή τής ελληνικής αυτοκρατορίας, κατάτμησαν τις νεοαποκτηθείσες κτήσεις τους σε στρατιωτικά φέουδα. Αυτές οι ιδιοκτησίες διέφεραν ακολούθως σε μέγεθος, από τις τεράστιες περιουσίες των μεγάλων οικογενειών με στρατούς ακολούθων, όπως οι Καρά Οσμάν τής Μαγνησίας, οι Πασβάν Ογλού και άλλοι, μέχρι τα μικρά σπαχηλίκια τής Τουρκίας στην Ευρώπη, των οποίων οι ιδιοκτήτες ήσαν υποχρεωμένοι να προσφέρουν προσωπικά στρατιωτική θητεία, όταν καλούνταν από το κράτος. Ανάμεσά τους, στη μεσαία κατηγορία, βρίσκονταν οι ντερεμπέηδες, κυριολεκτικά οι «άρχοντες τής κοιλάδας», οι οποίοι κατοικούσαν στα οχυρωμένα τους κάστρα ή χωριά και σπάνια πρόσφεραν περισσότερη από ονομαστική απλώς υποταγή στον σουλτάνο, αν και γενικά ήσαν πρόθυμοι να τον συνοδεύσουν σε μεγάλο εθνικό πόλεμο εναντίον των απίστων ή σε εκστρατείες εναντίον πολύ ισχυρών και σφετεριστών υπηκόων. Ο σουλτάνος Μαχμούτ, άνθρωπος αδιαμφισβήτητης ιδιοφυΐας και εκτεταμένων απόψεων για την εδραίωση και τον συγκεντρωτισμό τής αυτοκρατορίας του, στόχευε όχι μόνο στην εκρίζωση όλων αυτών των μεγάλων οικογενειών, οι οποίες, είτε από κληρονομικό δικαίωμα ή από τοπική επιρροή, είχαν αποκτήσει ένα είδος ανεξαρτησίας, αλλά και όλων των μικρότερων ντερεμπέηδων και σπαχήδων. Αυτό το γιγαντιαίο σχέδιο, το οποίο άλλαξε το όλο σύστημα ιδιοκτησίας και τοπικής διοίκησης, πολιτικής ή οικονομικής, σχεδόν το ολοκλήρωσε, εν μέρει με τη δύναμη των όπλων και εν μέρει μέσω προδοσίας. Ο σουλτάνος Αμπντούλ Μετζίντ, απελευθερωμένος από τις δυσκολίες και τις απογοητεύσεις με τις οποίες είχαν κυκλώσει τον πατέρα του ένας ατυχής πόλεμος με τη Ρωσία και επιτυχημένες εξεγέρσεις στην Αλβανία και την Αίγυπτο, ολοκλήρωσε εκείνο που είχε ξεκινήσει ο Μαχμούτ. Οι λίγοι εναπομείναντες ντερεμπέηδες όχι μόνο καταστράφηκαν ή απομακρύνθηκαν από την εξουσία ένας προς έναν, αλλά ακόμη και η στρατιωτική ιδιοκτησία καταργήθηκε ολοκληρωτικά με αυθαίρετα θεσπίσματα, τα οποία δεν έδιναν καμία αποζημίωση στους ιδιοκτήτες και είχαν καταστρέψει τη μόνη κληρονομική αριστοκρατία στην αυτοκρατορία. Οι γνώμες ως προς τη σοφία τής πορείας που επιδιώχθηκε και ως προς τα πιθανά της αποτελέσματα ασφαλώς διέφεραν. Ενώ αναμφίβολα εγκαθιδρύθηκε μεγαλύτερη προσωπική ασφάλεια σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια, όπου οι υπήκοοι τού σουλτάνου, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν ήσαν πια εκτεθειμένοι στην τυραννία τοπικών αρχηγών, αλλά διοικούνταν από τούς πιο δίκαιους και ανεκτικούς νόμους τής αυτοκρατορίας, ο θρόνος του είχε χάσει την υποστήριξη μιας φυλής, που είχε ανατραφεί για στρατιωτική ζωή, απείθαρχη, ήταν αλήθεια, αλλά γενναία και αφοσιωμένη, πάντοτε έτοιμη να ενωθεί με το ιερό λάβαρο, όταν ξεδιπλωνόταν εναντίον των εχθρών τού έθνους και τής θρησκείας της, μιας φυλής που έφερε τα τουρκικά όπλα στην καρδιά τής Ευρώπης και αποτελούσε τον τρόμο τής Χριστιανοσύνης. Απέμενε να φανεί κατά πόσον ένας τακτικός στρατός, πειθαρχημένος κατά το δυνατόν με τον τρόπο των ευρωπαϊκών, θα μπορούσε να πάρει τη θέση τού παλαιού άτακτου τουρκικού ιππικού και πεζικού. Υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες. Μαζί με το παλαιό σύστημα εξαφανιζόταν γοργά και το πνεύμα που το υποστήριζε και ήταν αμφισβητούμενο κατά πόσον στη μουσουλμανική Τουρκία η πειθαρχία μπορούσε ποτέ να αναπληρώσει την απώλειά του. Σίγουρα η χώρα δεν είχε ακόμη συνέλθει από την αλλαγή. Κατά την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων, με όλες τις πράξεις τυραννίας και καταπίεσης τις οποίες προκαλούσε η απόλυτη εξουσία, υπήρχε περισσότερη ευτυχία μεταξύ των ανθρώπων και περισσότερη ευημερία στη χώρα. Οι κληρονομικοί αρχηγοί θεωρούσαν τούς χριστιανούς υπηκόους τους ως περιουσία που έπρεπε να βελτιώνεται και να προστατεύεται, όπως το ίδιο το έδαφος. Αποτελούσαν πηγή εσόδων. Κατά συνέπεια σπάνια τούς επιβαλλόταν βαριά φορολογία, η οποία παρεμπόδιζε την εργασία και απομάκρυνε τον εργάτη από τη γη. Η κυβέρνηση άφηνε την επιβολή τής τάξης στους τοπικούς αρχηγούς. Όλος ο φόρος υποτέλειας που εισπράττονταν από αυτούς αποτελούσε καθαρό κέρδος για το δημόσιο ταμείο, επειδή δεν χρειάζονταν συλλέκτες για τη συγκέντρωσή του, ούτε στρατός για να επιβάλει την πληρωμή του. Τα έσοδα τής αυτοκρατορίας επαρκούσαν για μεγάλους πολέμους και δεν υπήρχε ούτε δημόσιο χρέος ούτε οικονομική δυσκολία. Τώρα που είχε τεθεί πλήρως σε εφαρμογή το σύστημα συγκεντρωτισμού, τα έσοδα απορροφώνταν σε μεγάλο βαθμό από τα μέτρα που ήσαν απαραίτητα για τη συλλογή τους, ενώ οι αξιωματούχοι τής κυβέρνησης, που δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για τις περιοχές στις οποίες είχαν τοποθετηθεί, παραμελούσαν όλα όσα θα συνέτειναν στην ευημερία των κατοίκων τους. Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ως ελαφρυντικό, ότι δεν ήταν δίκαιο να κρίνεται η λειτουργία ενός συστήματος που είχε επιβληθεί τόσο ξαφνικά και ότι η Τουρκία βρισκόταν απλώς σε μεταβατική κατάσταση. Η αρχή την οποία είχε υιοθετήσει, πέρα από τις οποιεσδήποτε καταχρήσεις της, ήταν ουσιαστικά σωστή. Ένα πράγμα ήταν σίγουρο: ότι η Τουρκία έπρεπε, αργά ή γρήγορα, να περάσει από αυτή την αλλαγή.
Συνήθως θεωρούνταν αυτοί οι παλαιοί Τούρκοι άρχοντες ως αδυσώπητοι τύραννοι, αρχηγοί ληστών, που ζούσαν από τη λεηλασία των ταξιδιωτών και των υπηκόων τους. Αναμφίβολα υπήρχαν πολλοί που αντιστοιχούσαν σε αυτή την περιγραφή, αλλά αποτελούσαν εξαιρέσεις, όπως πίστευε ο Λέιαρντ. Μεταξύ αυτών υπήρχαν μερικοί πλούσιοι σε αρετές και υψηλά και ευγενή αισθήματα. Είχε τύχει συχνά να συναντήσει εκπρόσωπο αυτής τής σχεδόν εξαφανισμένης τάξης, σε κάποιο απομακρυσμένο και σχεδόν άγνωστο σημείο τής Μικράς Ασίας ή τής Αλβανίας. Είχε γίνει δεκτός με στοργική ζεστασιά στο τέλος τής διαδρομής μιας ημέρας από σεβάσμιο μπέη ή αγά στο ευρύχωρο κονάκι του, που τώρα κατέρρεε γρήγορα σε ερείπια, αλλά ήταν ακόμη φωτεινό με τα απομεινάρια πλούσιας αλλά καλόγουστης ανατολίτικης διακόσμησης. Η μακριά του γενειάδα, λευκή σαν το χιόνι, κατέβαινε χαμηλά στο στήθος του. Το τουρμπάνι του με πολλές δίπλες σκίαζε την καλοπροαίρετη αλλά ανδροπρεπή του όψη, ενώ τα άκρα του ήσαν τυλιγμένα στα ευγενή ενδύματα που απορρίφθηκαν από τη νέα γενιά. Η αίθουσα υποδοχής του ήταν ανοιχτή σε όλες τις γωνίες και τον επισκέπτη, όταν βύθιζε τα χέρια του μαζί του στο ίδιο πιάτο, δεν τον ρωτούσε ούτε από που ήρθε ούτε προς τα πού πήγαινε. Οι υπηρέτες του στέκονταν με ευλάβεια μπροστά του, περισσότερο παιδιά του παρά υπηρέτες. Τα έσοδά του ξοδεύονταν στην ανέγερση κρηνών στην άκρη τού δρόμου για τον κουρασμένο ταξιδιώτη ή στην οικοδόμηση καραβανσεράι στη θλιβερή πεδιάδα. [Ο Λέιαρντ σημειώνει: Ακόμη και ο λιγότερο παρατηρητικός και βιαστικός περιηγητής στην Τουρκία σύντομα θα εξοικειωνόταν με αυτό το γεγονός, αν μπορούσε να διαβάσει τη σεμνή και ευσεβή επιγραφή, χαραγμένη ανάγλυφα σε μικρή μαρμάρινη πλάκα τού καθαρότερου λευκού, που κοσμεί σχεδόν κάθε μισοκατεστραμμένη κρήνη, στην οποία σταματά για να δροσιστεί στην άκρη τού δρόμου.] Όχι μόνο πίστευε, αλλά ασκούσε όλα τα καθήκοντα και τις αρετές που υπαγορεύονταν από το Κοράνι, που αποτελούσαν επίσης χριστιανικά καθήκοντα και αρετές. Στους τρόπους του, στην εμφάνισή του, στη φιλοξενία του και στην πίστη του αποτελούσε τέλειο υπόδειγμα χριστιανού κυρίου. Το είδος εξαφανιζόταν γοργά και ο Λέιαρντ αισθανόταν ευγνώμων που ήταν σε θέση να βεβαιώσει, μαζί με κάποιους άλλους, για την κάποτε ύπαρξή του, πέρα από προκατάληψη, μισαλλοδοξία και τη λεγόμενη μεταρρύθμιση.
Αλλά για να επιστρέψουμε στον οικοδεσπότη τους στο Γκούλι, ο Σαχάν μπέης, αν και δεν ήταν γέρος, αποτελούσε πολύ χαρακτηριστικό δείγμα τής τάξης που περιγράφηκε. Στην ευγενή και εκφραστική φρασεολογία τής Ανατολής ήταν πραγματικά ένας «Οτζάκ Ζαντέχ», ένα «παιδί τής εστίας», γεννημένος κύριος. Η οικογένειά του είχε αρχικά μεταναστεύσει από το Νταγεστάν [σήμερα τμήμα τής Ρωσικής Ομοσπονδίας, βρίσκεται στον βόρειο Καύκασο, δυτικά τής Κασπίας] και ο πατέρας του, ένας πασάς, είχε διακριθεί στους πολέμους με τη Ρωσία. Ψυχαγώγησε τον Λέιαρντ με έντονες περιγραφές διενέξεων ανάμεσα στους προγόνους του και τούς γειτονικούς αρχηγούς, όταν, χωρίς τούς ένοπλους ακολούθους του, κανένας δεν μπορούσε να ξεμυτίσει πέρα από τα άμεσα εδάφη του, αντιπαραβάλλοντας, με καλή αίσθηση και γνώση τού αντικειμένου του, την παρελθούσα πραγματική κατάσταση τής υπαίθρου προς την τωρινή. Το επόμενο πρωί, όταν ο Λέιαρντ τον αποχαιρέτησε, δεν τού επέτρεψε να αποζημιώσει είτε τον ίδιο ή τούς υπηρέτες του για τη φιλοξενία που είχε επεκταθεί σε μια τόσο μεγάλη ομάδα. Ίππευσε μαζί του για κάποια απόσταση στη διαδρομή τής ομάδας μαζί με τα λαγωνικά και τούς ακολούθους του και στη συνέχεια επέστρεψε στο χωριό του.
Από το Γκούλι διέσχισαν ψηλή οροσειρά, που αναπτυσσόταν σχεδόν από τα ανατολικά προς τα δυτικά, από πέρασμα που ονομαζόταν Αλή Μπαμπά, ή Αλά Μπαμπά, απολαμβάνοντας από την κορυφή εκτεταμένη θέα τής πεδιάδας τού Πάσβιν [Πάσιν, τής Φασιανής], κάποτε μιας από τις πιο πυκνοκατοικημένες και καλύτερα καλλιεργούμενες περιοχές στην Αρμενία. Οι χριστιανοί κάτοικοι, εν μέρει παρακινημένοι από υποσχέσεις για γη και προστασία και εν μέρει εξαναγκασμένοι με τη βία, ακολούθησαν τον ρωσικό στρατό στη Γεωργία μετά το τέλος τού τελευταίου πολέμου με την Τουρκία. Με παρόμοιο τρόπο, εκείνο το μέρος τού πασαλικιού τού Ερζερούμ που συνόρευε με τις περιοχές τής Ρωσίας είχε σχεδόν απογυμνωθεί από τον πιο εργατικό αρμενικό πληθυσμό του. Στα νότιά τους υψώνονταν τα χιονισμένα βουνά τού Μπινγκιόλ, ή των «Χιλίων Λιμνών», στα οποία είχαν τις πηγές του ο Αράξης και πολλοί παραπόταμοι τού Ευφράτη. Κατέβηκαν από το πέρασμα σε κυματιστή και γυμνή περιοχή. Τα χωριά, αραιά διασκορπισμένα στους χαμηλούς λόφους, ήσαν εγκαταλειμμένα από τούς κατοίκους τους, οι οποίοι, εκείνη την εποχή τού έτους, έστηναν τις σκηνές τους και αναζητούσαν βοσκοτόπια για τα κοπάδια τους στα υψίπεδα. Κατασκήνωσαν για τη νύχτα κοντά σε ένα από αυτά τα χωριά που ονομαζόταν Γκούντι-Μιράν ή, στα τουρκικά, Μπέη Κιόι [Μπεϊκιόι και σήμερα], το οποίο είχε την ίδια έννοια, «χωριό τού αρχηγού». Ένας άνθρωπος που παρέμενε για να παρακολουθεί τις καλλιέργειες καλαμποκιού και κριθαριού πήγε στις σκηνές και τούς έφερε τις απαιτούμενες προμήθειες. Οι κάτοικοι τής περιοχής αυτής ήσαν Κούρδοι και εξακολουθούσαν να χωρίζονται σε φυλές. Ιδιοκτήτες τού Γκούντι-Μιράν και των γύρω χωριών ήσαν οι Ζιράκλου (οι φέροντες πανοπλία), που είχαν έρθει αρχικά από την περιοχή τού Ντιγιάρμπακιρ. Λίγους μήνες μετά την επίσκεψή τους βρίσκονταν σε ανοικτή εξέγερση εναντίον τής κυβέρνησης και η περιοχή είχε κλείσει για τούς ταξιδιώτες και τα καραβάνια.
Την επόμενη μέρα συνέχισαν το ταξίδι τους ανάμεσα σε κυματοειδείς λόφους, που αφθονούσαν σε κοπάδια μεγάλων και μικρότερων ωτίδων [μεγαλόσωμων, χερσαίων πουλιών, που μοιάζουν με τούς γερανούς]. Αναρίθμητες διαδρομές προβάτων διακλαδίζονταν από το πατημένο μονοπάτι, σημάδι ότι χωριά βρίσκονταν κοντά, αλλά, όπως εκείνα που είχαν περάσει την προηγούμενη μέρα, είχαν εγκαταλειφθεί για τούς γιαγλάδες, τα θερινά βοσκοτόπια. Τα χωριά αυτά ήσαν ακόμη όπως ήσαν όταν ο Ξενοφών διέσχιζε την Αρμενία. «Τα σπίτια τους», λέει ο ίδιος, «ήσαν υπόγεια, με είσοδο στενή σαν πηγάδι, αλλά κάτω ευρύχωρα. Και ενώ οι είσοδοι για τα υποζύγια ήσαν σκαμμένες σήραγγες, οι άνθρωποι κατέβαιναν με σκάλες. Στα σπίτια υπήρχαν κατσίκες, πρόβατα, γελάδια, πουλερικά και τα μικρά τους».3 Οι χαμηλές καλύβες, απλές τρύπες στην πλαγιά τού λόφου και κοινό καταφύγιο ανθρώπων, πουλερικών και βοοειδών, δεν φαίνονταν από απόσταση, ενώ ήσαν σκόπιμα χτισμένες μακριά από τον δρόμο, για να αποφεύγουν τις ανεπιθύμητες επισκέψεις ταξιδευόντων κυβερνητικών αξιωματούχων και στρατιωτών σε πορεία. Δεν ήταν ασυνήθιστο να έχει ένας ταξιδιώτης τον πρώτο υπαινιγμό τής προσέγγισής του σε χωριό, βλέποντας τα μπροστινά πόδια τού αλόγου του να χώνονται σε καμινάδα και ο ίδιος να παίρνει απροσδόκητα τη θέση του στον οικογενειακό κύκλο μέσω τής στέγης. Πολυάριθμα μικρά ρυάκια ελίσσονταν ανάμεσα στις κοιλάδες, σηματοδοτώντας με μαιανδρικές γραμμές αέναου πράσινου την πορεία τους προς τον Αράς ή Αράξη. Διέσχισαν το ποτάμι περίπου το μεσημέρι από πέρασμα όπου το βάθος δεν ξεπερνούσε τα τρία πόδια, αλλά η κοίτη τού ρέματος ήταν φαρδιά και ύστερα από βροχές και κατά τη διάρκεια τής άνοιξης γέμιζε εντελώς από αδιάβατο χείμαρρο. Στη νότια όχθη του βρήκαν ένα καραβάνι να ξεκουράζεται, με τα άλογα και τα μουλάρια να βόσκουν στο ψηλό γρασίδι και τούς ταξιδιώτες να κοιμούνται στη σκιά των σωρών από δέματα εμπορευμάτων. Μεταξύ των εμπόρων αναγνώρισαν αρκετούς ντόπιους τής Μοσούλης που εμπορεύονταν με το Ερζερούμ, ανταλλάσσοντας χουρμάδες και χοντρά υφάσματα Μοσούλης για έξοχο λινό που φτιαχνόταν στη Ρίζε, μικρό μέρος στη Μαύρη Θάλασσα κοντά στην Τραπεζούντα. Το ύφασμα αυτό φοριόταν πολύ από τούς πλούσιους και από τις γυναίκες.
Το απόγευμα διέσχισαν τη δυτική απόληξη των βουνών Τιεκτάμπ, ψηλής και έντονης οροσειράς με τρεις σαφώς διαγραφόμενες κορυφές, η οποία ήταν ορατή από τον αυχένα τού περάσματος Άλα Μπαμπά. Από την κορυφή είχαν την τελευταία θέα τού Σουμπχάν ή Σιπάν Νταγ, υπέροχης κωνικής κορυφής, καλυμμένης με αιώνια χιόνια, που υψωνόταν απότομα από την πεδιάδα στα βόρεια τής λίμνης Βαν. Αποτελούσε ευδιάκριτο και όμορφο αντικείμενο από κάθε μέρος τής γύρω χώρας.
[Ο Λέιαρντ σημειώνει: «Το Σιπάν αποτελεί κουρδική παραφθορά τού Σουμπχάν, δηλαδή Επαίνου. Το βουνό ονομάζεται έτσι, επειδή, σύμφωνα με μια παράδοση, όταν ο Νώε παρασυρόταν μπρος και πίσω από τα νερά τού κατακλυσμού, η κιβωτός προσέκρουσε στην κορυφή του και ο πατριάρχης, θορυβημένος από το τράνταγμα, αναφώνησε «Σουμπχάνου Ιλάχ», «Έπαινος στον Θεό!» Έχει επίσης προταθεί ότι το όνομα προέρχεται από το «Σουρπ», αρμενική λέξη που σημαίνει «Ιερό». Απ’ όσο γνωρίζω, το έχουν ανέβει Ευρωπαίοι μία μόνο φορά. Ο κ. Μπραντ, ο Βρετανός πρόξενος τού Ερζερούμ, συνοδευόμενος από τον υπολοχαγό Γκλάσκοτ και τον Δρα Ντίκσον, έφτασαν στην κορυφή την 1η Σεπτεμβρίου 1838, έχοντας αισθανθεί ιδιαίτερη κόπωση και ενόχληση λόγω κάποιας ιδιαιτερότητας στην ατμόσφαιρα (η οποία δεν φαίνεται να ήταν το αποτέλεσμα κάποιου πολύ σημαντικού υψομέτρου). Βρήκαν στο εσωτερικό τού κώνου μικρή λίμνη, η οποία γέμιζε προφανώς την κοιλότητα κρατήρα. Σκωρία και λάβα, τις οποίες συνάντησαν σε αφθονία κατά τη διάρκεια τής ανάβασης, έδειχναν την ύπαρξη ηφαιστείου σε κάποια απομακρυσμένη περίοδο. Δυστυχώς τα βαρόμετρα με τα οποία ήταν εφοδιασμένη η ομάδα τέθηκαν εκτός λειτουργίας και ο κ Μπραντ μπόρεσε να εκτιμήσει το ύψος τού βουνού κατά προσέγγιση μόνο στα 10.000 πόδια, πράγμα που πιστεύω ότι αποτελεί υποεκτίμηση».]
Κατέβηκαν στη μεγάλη και εύφορη πεδιάδα τής Χουνούς. Η πόλη ήταν μόλις ορατή σε απόσταση, αλλά την άφησαν στα δεξιά και σταμάτησαν για τη νύχτα στο μεγάλο αρμενικό χωριό Κοσλί [Κοζλού, σήμερα Αλούντερι], ύστερα από πορεία περισσότερων από εννέα ώρες. Υποδέχτηκε τον Λέιαρντ στον ξενώνα με μεγάλη φιλοξενία κάποιος Μιζράμπ αγάς.
[Ο Λέιαρντ σημειώνει: «Σχεδόν κάθε χωριό στην Τουρκία, που δεν βρίσκεται πάνω σε μεγάλο δρόμο και δεν είναι εφοδιασμένο με καραβανσεράι ή χάνι, έχει σπίτι που διατηρείται αποκλειστικά για τη φιλοξενία επισκεπτών, στο οποίο οι ταξιδιώτες όχι μόνο καταλύουν, αλλά και τρέφονται δωρεάν. Συντηρείται με την κοινή συμβολή των κατοίκων τού χωριού, ή μερικές φορές από τα φιλανθρωπικά κληροδοτήματα ιδιωτών και βρίσκεται υπό την φροντίδα είτε τού αρχηγού τού χωριού ή προσώπου που κατονομάζεται ρητά για αυτόν τον σκοπό και αποκαλείται οντάμπασης, επικεφαλής τού ξενώνα. Από την εισαγωγή τής Τανζιμάτ (σύστημα μεταρρύθμισης) το έθιμο αυτό περιπίπτει ραγδαία σε αχρηστία στις περισσότερες περιοχές τής Τουρκίας, τις οποίες επισκέπτονται συχνά Ευρωπαίοι ταξιδιώτες».]
Ο Μιζράμπ αγάς ήταν Τούρκος στον οποίο το χωριό ανήκε προηγουμένως ως σπαχηλίκι ή στρατιωτική ιδιοκτησία και ο οποίος, αποστερημένος των κληρονομικών του δικαιωμάτων, ήταν τώρα φοροσυλλέκτης των εσόδων του. Έσπευδε με μακρύ ραβδί ανάμεσα στα χαμηλά σπίτια και τούς σωρούς αποξηραμένης κοπριάς, που είχαν συσσωρευτεί σε κάθε ανοιχτό χώρο για χειμερινά καύσιμα, μαζεύοντας κότες, τυρόπηγμα, ψωμί και κριθάρι, παραβιάζοντας ταυτόχρονα την Τανζιμάτ, η οποία υποχρέωνε υψηλούς ταξιδιώτες σαν την ομάδα τού Λέιαρντ, όπως έλεγε, «να πληρώνουν για τις προμήθειες που καταδέχονταν να αποδεχθούν». Όμως οι κάτοικοι δεν ήσαν οπισθοδρομικοί όσον αφορά τον εφοδιασμό τής ομάδας με όλα όσα ήθελε και το ραβδί που επέσειε ο Μιζράμπ αγάς αποτελούσε απλώς κατάλοιπο παλαιού εθίμου. Ο Λέιαρντ τον προσκάλεσε να δειπνήσει μαζί του, πρόσκληση την οποία αποδέχθηκε ευχαρίστως, ενώ ο ίδιος συνέβαλε προσφέροντας στην ψυχαγωγία τους ένα ολόκληρο ψητό αρνί. Οι κάτοικοι τού Κοσλί δύσκολα ξεχώριζαν από τούς Κούρδους, είτε από την ενδυμασία τους ή από τη γενική τους εμφάνιση. Φαίνονταν να ευημερούν και είχαν τις καλύτερες σχέσεις με τον μουσουλμάνο συλλέκτη των φόρων δεκάτης τους. Αυτό το χωριό, μαζί με άλλα στην περιοχή, είχε σχεδόν ερημώσει μετά τον ρωσικό πόλεμο, με τούς κατοίκους να μεταναστεύουν στη Γεωργία. Πολλές οικογένειες είχαν πρόσφατα επιστρέψει, αλλά έχοντας τελειώσει τη συγκομιδή τους, επιθυμούσαν να ξαναδιασχίσουν τα σύνορα, πράγμα που αποτελούσε πιθανώς ελιγμό, για να αποφύγουν την καταβολή ορισμένων δασμών και φόρων. Ο Μιζράμπ αγάς είχε πλήρη επίγνωση τού γεγονότος. «Οι ανάγωγοι φίλοι», αναφώνησε, «έχοντας γεμίσει τις κοιλιές τους με καλά πράγματα και έχοντας αποσπάσει το λίπος τής γης, θέλουν να επιστρέψουν στους Μοσχοβίτες. Αλλά εξαπατούν τούς εαυτούς τους. Πρέπει να παραμείνουν τώρα εκεί όπου βρίσκονται». Μάλιστα οι μετανάστες δεν μιλούσαν πολύ θετικά για την κατάσταση εκείνων που είχαν εγκατασταθεί στη Ρωσία. Πολλοί επιθυμούσαν να επιστρέψουν στα παλιά τους χωριά στην Τουρκία, όπου μπορούσαν να απολαύσουν πολύ μεγαλύτερη ελευθερία και ανεξαρτησία. Αυτό επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια στον Λέιαρντ από άλλους, που είχαν επιστρέψει στους γενέθλιους οικισμούς τους. Όμως η ρωσική κυβέρνηση, με αυστηρή στρατιωτική επιτήρηση κατά μήκος των συνόρων τής Γεωργίας, απέτρεπε όσο το δυνατόν περισσότερο αυτή τη λιποταξία.
Το Κοσλί βρισκόταν στους πρόποδες των λόφων που αποτελούσαν το νότιο όριο τής πεδιάδας τής Χουνούς, μέσω τής οποίας κυλούσε κλάδος τού Μουράτ Σου ή Κάτω Ευφράτη. Διαβήκαν αυτό το ποτάμι κοντά στα ερείπια γέφυρας στο Καρά Κιοπρού [Καρακιοπρού και σήμερα]. Η πεδιάδα ήταν γενικά καλά καλλιεργούμενη, με κύρια προϊόντα το σιτάρι και την κάνναβη. Τα χωριά, τα οποία ήσαν πυκνά διάσπαρτα πάνω της, παρουσίαζαν την εμφάνιση ακραίας αθλιότητας ενώ, με τα χαμηλά τους σπίτια και τούς σωρούς ξεραμένης κοπριάς συσσωρευμένους πάνω στις στέγες και στους γύρω ανοιχτούς χώρους, έμοιαζαν περισσότερο με γιγαντιαίους λόφους κοπριάς παρά με κατοικημένες περιοχές. Οι Κούρδοι και οι Αρμένιοι χριστιανοί, σκληραγωγημένες και εργατικές φυλές και οι δύο, ήσαν σχεδόν ισομοιρασμένοι αριθμητικά και ζούσαν συντροφικά στην ίδια βρωμιά και δυστυχία. Η εξαιρετική δριμύτητα τού χειμώνα, στη διάρκεια τού οποίου παχύ στρώμα χιονιού κάλυπτε το έδαφος για αρκετούς μήνες, εμπόδιζε την καλλιέργεια οπωροφόρων δένδρων, ενώ η πλήρης απουσία δασών έδινε στην ύπαιθρο έρημη όψη. Αφθονούσαν οι ωτίδες, οι γερανοί και τα υδρόβια πτηνά διαφόρων ειδών.
Άφησαν τον κάμπο τής Χουνούς από πέρασμα μέσα από την οροσειρά τού Ζερνάκ. Στις κοιλάδες βρήκαν ομάδες μαύρων σκηνών που ανήκαν στους νομάδες Κούρδους, ενώ οι πλαγιές των λόφων ήσαν σκεπασμένες από τα κοπάδια τους. Η ψηλή κορυφή που κρεμόταν πάνω από τον δρόμο καταλαμβανόταν από τα ερείπια κάστρου, το οποίο κατείχαν παλαιότερα Κούρδοι αρχηγοί, που εκβίαζαν τούς ταξιδιώτες και πραγματοποιούσαν τις λεηλασίες τους στις πεδιάδες. Φτάνοντας στην κορυφή τού περάσματος είχαν απεριόριστη θέα τού Σουμπχάν Νταγ. Από το χωριό τού Καραγκιόλ [Καρααγίλ σήμερα], όπου σταμάτησαν για τη νύχτα, υψωνόταν απότομα μπροστά τους. Αυτή η υπέροχη κορυφή, με τα τραχιά βουνά τού Κουρδιστάν, τον ποταμό Ευφράτη να διασχίζει την πεδιάδα, τούς αγρότες να οδηγούν τα βόδια πάνω από το στάρι στο αλώνι και τις ομάδες των Κούρδων ιππέων με τις μακριές τους λόγχες και τα φαρδιά ενδύματα, αποτελούσε μια από εκείνες τις σκηνές των ταξιδιών στην Ανατολή, που αποτυπώνονται ανεξίτηλα στη φαντασία και επαναφέρουν σε μεταγενέστερες περιόδους απερίγραπτα συναισθήματα ευχαρίστησης και ηρεμίας.
Το αλώνισμα, που πρόσθετε τόσο πολύ στην ομορφιά και το ενδιαφέρον τής εικόνας στο Καραγκιόλ, το είχαν δει σε όλα τα χωριά από τα οποία είχαν περάσει κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού τής ημέρας τους. Η άφθονη συγκομιδή είχε θεριστεί και το σιτάρι έπρεπε τώρα να αλωνιστεί και να αποθηκευτεί για τον χειμώνα. Η διαδικασία που ακολουθούσαν ήταν απλή και σχεδόν όπως ήταν κατά την πατριαρχική εποχή. Τα παιδιά είτε οδηγούσαν άλογα γύρω και γύρω πάνω από τούς σωρούς ή στέκονταν πάνω σε έλκηθρο γεμάτο αιχμηρές πέτρες στο κάτω μέρος και έλκονταν από βόδια πάνω από τα διάσπαρτα δεμάτια. Τέτοια ήσαν τα «αλωνιστικά έλκηθρα εξοπλισμένα με δόντια», που αναφέρονται από τον Ησαΐα. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να φιμώνονται τα ζώα: «δεν θα φιμώσεις το βόδι, όταν αλωνίζει». Αντίθετα, τούς επιτρεπόταν να καθυστερούν λίγο για να πάρουν μια μικρή μπουκιά, καθώς τα προέτρεπαν να συνεχίσουν αγόρια και κορίτσια, στα οποία ανατίθεντο κυρίως τα καθήκοντα τού αλωνίσματος. Το σιτάρι λιχνιζόταν από τούς άνδρες και τις γυναίκες, που πετούσαν μαζί τον καρπό και το άχυρο στον αέρα με ξύλινο φτυάρι, αφήνοντας τον άνεμο να παρασύρει την ήρα, ενώ ο σπόρος έπεφτε στο έδαφος. Ύστερα το σιτάρι μαζευόταν σε σωρούς και παρέμενε στο αλώνι, μέχρι να πάρει το μέρος του ο συλλέκτης τού φόρου δεκάτης. Το άχυρο αποθηκευόταν για τον χειμώνα, ως ζωοτροφή.
[Ο Λέιαρντ σημειώνει ότι αυτές οι διαδικασίες αλωνίσματος και λιχνίσματος φαίνεται ότι είχαν χρησιμοποιηθεί από την πρώτη στιγμή στην Ασία. Ο Ησαΐας το υπαινίσσεται αυτό, όταν απευθύνεται στους Εβραίους: «Ο άνηθος δεν μαζεύεται με σκληρά κτυπήματα, ούτε οι τροχοί τής αλωνιστικής άμαξας κυλιούνται πάνω στο κύμινο για τον καθαρισμό του, αλλά με ραβδί μόνο τινάζεται ο άνηθος».4 «Οι ταύροι σας και τα βόδια, που εργάζονται στα χωράφια σας, θα τρώνε άχυρα ανάμικτα με κριθάρι, λεπτά και λιχνισμένα».5 «Ιδού, σε έκανα σαν τούς πριονωτούς τροχούς τής αλωνιστικής άμαξας, καινούργιους, ικανούς να αλωνίζουν».6 «Θα τα λιχνίσεις και ο άνεμος θα τα παραλάβει».7 ]
Αλωνίζοντας το σιτάρι στην Αρμενία (Λέιαρντ 1853)
Οι Κούρδοι κάτοικοι αυτής τής πεδιάδας ήσαν κυρίως τής φυλής Μαμανλί, κάποτε πολύ ισχυρής, που συγκέντρωνε 2.000 περίπου ιππείς για πόλεμο, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβα ο Λέιαρντ από έναν από τούς μικρούς της αρχηγούς, ο οποίος κατέλυσε μαζί τους για τη νύχτα στον ξενώνα τού Καραγκιόλ. Μετά τον ρωσικό πόλεμο, μέρος τής φυλής περιλαμβανόταν στο έδαφος που παραχωρήθηκε. Ο αρχηγός τους κατοικούσε στο Μαντζικέρτ.
Διέσχισαν τον κύριο κλάδο τού Ευφράτη λίγο μετά την αναχώρησή τους από το Καραγκιόλ. Παρά το γεγονός ότι το ποτάμι ήταν διαβατό αυτή την εποχή τού έτους, κατά τη διάρκεια τής άνοιξης είχε πλάτος ένα σχεδόν μίλι, ξεχείλιζε από τις όχθες του και μετέτρεπε ολόκληρη την πεδιάδα σε μεγάλο βάλτο. Έπρεπε τώρα να διαλέξουν τον δρόμο τους μέσα από έλος, τρομάζοντας, καθώς προχωρούσαν, μυριάδες άγρια πουλιά. Σπάνια είχε δει ο Λέιαρντ κυνήγι σε τέτοια αφθονία και τέτοια ποικιλία σε ένα σημείο. Το νερό κατακλυζόταν από χήνες, πάπιες και αγριόπαπιες, το ελώδες έδαφος από ερωδιούς και μπεκάτσες και οι καλαμιές από ωτίδες και γερανούς. Μετά τις βροχές ο χαμηλότερος δρόμος ήταν αδιάβατος και τα καραβάνια υποχρεώνονταν να κάνουν σημαντική περιπορεία στους πρόποδες των λόφων.
Δεν λυπήθηκαν που ξέφυγαν από το τέλμα αναπαραγωγής τής ελονοσίας και τη λάσπη τής πεδιάδας, μπαίνοντας σε σειρά χαμηλών λόφων που τούς χώριζαν από τη λίμνη Σαΐλου. Ο Λέιαρντ σταμάτησε για λίγα λεπτά σε αρμενικό μοναστήρι, που βρισκόταν σε μικρό ύψωμα πάνω από την πεδιάδα. Ο επίσκοπος έπαιρνε το πρωινό του. Η τροφή του, λιτή και επισκοπική, δεν περιλάμβανε τίποτε περισσότερο από βρασμένα φασόλια και ξινόγαλα. Επέμενε να συμμετάσχει ο Λέιαρντ στο γεύμα του και το έκανε, μέσα σε μικρό δωμάτιο, το οποίο με δυσκολία χωρούσε τον στρογγυλό δίσκο που περιείχε τα πιάτα, στα οποία ο Λέιαρντ βουτούσε το χέρι του μαζί του και με τον εφημέριό του. Τον βρήκε βαθιά αδαή, όπως και οι υπόλοιποι τής τάξης του, να γκρινιάζει για φόρους και για την κακομεταχείριση από την τουρκική κυβέρνηση. Όλα όσα μπόρεσε να μάθει για την εκκλησία ήταν ότι περιείχε το σώμα ιδιαίτερα τιμώμενου αγίου, ο οποίος έζησε περίπου την εποχή τού Αγίου Γρηγορίου τού Φωτιστή και ότι ήταν καταφύγιο χτυπημένων από αρρώστιες ή ασθενούντων, οι οποίοι εμπιστεύονταν για ανακούφιση περισσότερο την πίστη τους παρά την ιατρική. [Ο Άγιος Γρηγόριος ο Φωτιστής (περ. 257-περ. 331) είναι ο πολιούχος άγιος και ο πρώτος επίσημος επικεφαλής τής Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας. Υπήρξε θρησκευτικός ηγέτης, στον οποίο πιστώνεται ο προσηλυτισμός τής Αρμενίας από την ειδωλολατρία στον χριστιανισμό το 301. Η Αρμενία υπήρξε λοιπόν το πρώτο έθνος που υιοθέτησε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του.] Ολόκληρη η εγκατάσταση ανήκε στο μεγάλο αρμένικο χωριό Κοπ [σήμερα Μπουλανίκ], το οποίο διακρινόταν αχνά κάτω στην πεδιάδα. Οι Κούρδοι είχαν λεηλατήσει από το μοναστήρι τα βιβλία του και τα στολίδια του, αλλά η εκκλησία παρέμενε αρκετά καλά, όπως ήταν και πριν από δεκαπέντε περίπου αιώνες.
Ύστερα από ευχάριστη ιππασία πέντε ωρών έφτασαν σε βαθιά καθαρή λίμνη, περικλεισμένη από τα βουνά, όπου δύο-τρεις πελεκάνοι, «ο κύκνος διπλός με τη σκιά του»8 και μυριάδες νερόκοτες επέπλεαν νωχελικά στα καταγάλανα νερά της. Το Πιρόν [Πιράν, σήμερα Γκιόζτεπε], το χωριό στο οποίο σταμάτησαν για τη νύχτα, βρισκόταν στο πέρα τέλος τής λίμνης Σαΐλου [σήμερα Χατσλί Γιολού] και κατοικούνταν από Κούρδους τής φυλής των Χασανανλού και Αρμένιους, όπου όλοι ζούσαν με καλές σχέσεις ανάμεσα στη βρωμιά και την αθλιότητα των αιώνιων σωρών τους από κοπριά. Η οφθαλμίαση είχε προκαλέσει θλιβερό όλεθρο ανάμεσά τους και σύντομα περιτριγύριζε τον γιατρό πλήθος τυφλών και αρρώστων, που φώναζαν ζητώντας ανακούφιση. Οι χωρικοί είπαν ότι ένας Πέρσης που υποστήριζε ότι ήταν χακίμ (γιατρός) είχε περάσει από τον τόπο πριν από λίγο καιρό και είχε προσφερθεί να θεραπεύσει όλα τα προσβεβλημένα μάτια, με την προκαταβολική πληρωμή συγκεκριμένου ποσού. Όταν συμφωνήθηκαν αυτοί οι όροι, έδωσε στους ασθενείς του μια σκόνη, που άφησε τα προσβεβλημένα μάτια όπως ήσαν, ενώ κατέστρεψε και τα καλά. Ύστερα συνέχισε τον δρόμο του: «Και με τα χρήματα στην τσέπη του επίσης», πρόσθεσε ένας άγριας εμφάνισης Κούρδος, τού οποίου το παρουσιαστικό σίγουρα έριχνε σημαντική αμφιβολία στον ισχυρισμό: «Αλλά τι μπορεί άραγε να κάνει κανείς αυτές τις ημέρες τής καταραμένης Τανζιμάτ (μεταρρύθμισης)»;
Η περιοχή στην οποία έμπαιναν τώρα ανήκε στο παρελθόν στον Σερίφ μπέη, τον επαναστατημένο επικεφαλής τής Μους, αλλά ύστερα από τη σύλληψή του το περασμένο έτος, είχε μετατραπεί σε μίρι ή κρατική περιουσία. Παρά το γεγονός ότι όλοι οι μωαμεθανοί κάτοικοι αυτού τού μέρους τού Κουρδιστάν ήσαν Κούρδοι, ονομάζονταν έτσι μόνο εκείνοι που ζούσαν σε σκηνές. Εκείνοι που κατοικούσαν στα χωριά ήσαν γνωστοί απλώς ως «μουσουλμάνοι».
Η λίμνη Σαΐλου διαχωριζόταν από τη μεγαλύτερη λίμνη Ναζίκ από σειρά χαμηλών λόφων, πλάτους έξι περίπου μιλίων. Έφτασαν σε δυόμιση περίπου ώρες στο μικρό χωριό Κερς [σήμερα Κουρούκ-καγια], χτισμένο στη δυτική της άκρη. Βρήκαν τον αρχηγό, περιβαλλόμενο από τούς προκρίτους, να κάθεται σε υπερυψωμένη εξέδρα κοντά σε καλοφτιαγμένο πέτρινο σπίτι. Διαβεβαίωσε τον Λέιαρντ, χαϊδεύοντας μια γενειάδα από πεντακάθαρο λευκό για να επιβεβαιώσει τα λόγια του, ότι ήταν πάνω από ενενήντα χρονών και δεν είχε δει ποτέ Ευρωπαίο πριν από τη μέρα αυτής τής επίσκεψής του. Όντας μισότυφλος, τον περιεργάστηκε με τα θολά του μάτια μέχρι να ικανοποιήσει πλήρως την περιέργειά του. Στη συνέχεια μίλησε περιφρονητικά για τούς Φράγκους και κακολόγησε την Τανζιμάτ, η οποία, όπως δήλωσε, είχε καταστρέψει κάθε μουσουλμανικό πνεύμα, είχε μετατρέψει αληθινούς πιστούς σε άπιστους και είχε οδηγήσει τη δική του φυλή στην καταστροφή, εννοώντας βέβαια ότι δεν μπορούσαν πια να λυμαίνονται τούς γείτονες. Ο γιος του, περισσότερο αυλικός και σκεπτόμενος πιθανώς ότι κάτι θα μπορούσε να κερδηθεί επαινώντας την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, μίλησε λιγότερο δυσμενώς για τη μεταρρύθμιση, διατηρώντας όμως, χωρίς αμφιβολία, την ίδια αποστροφή στην καρδιά του. Ο ηλικιωμένος κύριος, παρά την τραχιά εξωτερική του εμφάνιση, ήταν φιλόξενος κατά το έθιμό του και δεν θα επέτρεπε να αναχωρήσουν, μέχρι να γευτούν κάθε λιχουδιά την οποία διέθετε το χωριό.
Η διαδρομή τους ακολουθούσε τις όχθες τής λίμνης. Οι άνθρωποι τού Κερς ανέφεραν ότι η Ναζίκ Γκιόλ είχε ψάρια μόνο κατά τη διάρκεια τής άνοιξης τού έτους και στη συνέχεια μόνο το είδος που αλιευόταν στη λίμνη Βαν. Ο Λέιαρντ δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτό το γεγονός, το οποίο επαναλάμβαναν οι αγρότες που συναντούσαν στον δρόμο τους, μέχρις ότου, φτάνοντας στο ανατολικό άκρο τής λίμνης, βρήκε ότι υπήρχε επικοινωνία ανάμεσα σε αυτήν και εκείνη τής Βαν μέσω βαθιάς χαράδρας, από την οποία τα νερά, φουσκωμένα κατά τη διάρκεια των βροχών και με το λιώσιμο των χιονιών την άνοιξη, χύνονταν κοντά στο Αχλάτ. [Ο Λέιαρντ αναφέρει ότι είχε πληροφορηθεί ότι η λίμνη Σαΐλου είχε παρόμοια επικοινωνία με τον Μουράτ Σου και ότι και οι δύο λίμνες ήσαν λανθασμένα τοποθετημένες στους πρωσικούς και άλλους χάρτες, ενώ δεν σημειώνονταν οι έξοδοί τους.] Αυτή την εποχή υπήρχε μόνο τόσο νερό στη χαράδρα, ώστε να φαίνεται η διαφορά τής στάθμης. Την άνοιξη τα ψάρια αναζητούσαν τα ρυάκια και ρέματα γλυκού νερού για αναπαραγωγή και μόνο εκείνη την εποχή αλιεύονταν από τούς κατοίκους των ακτών τής λίμνης Βαν. Κατά τη διάρκεια τού υπόλοιπου έτους άφηναν τα ρηχά νερά και ήσαν ασφαλή από τα δίχτυα των ψαράδων. [Ο Λέιαρντ σημειώνει ότι ο Γιακούτι, στο γεωγραφικό του έργο Moajem el Buldan, αναφέρει αυτή την εξαφάνιση των ψαριών, τα οποία λέει ότι εμφανίζονται μόνο κατά τη διάρκεια τριών μηνών τού έτους, προσθέτει όμως βατράχους και οστρακοειδή.] Το μόνο γνωστό ψάρι είχε το μέγεθος και την εμφάνιση τής ρέγγας. Αλιευόταν κατά τη διάρκεια τής εποχής σε τέτοια αφθονία, ώστε να σχηματίζει, όταν ξεραινόταν και αλατιζόταν, προμήθεια για το υπόλοιπο έτος και σημαντικό αντικείμενο εξαγωγής. Ο Λέιαρντ πληροφορήθηκε όμως από έναν χριστιανό ότι μεγάλο ψάρι, πιθανότατα τού είδους τού μπαρμπουνιού, είχε βρεθεί στη Ναζίκ Γκιόλ, τής οποίας τα νερά, σε αντίθεση με εκείνα τής λίμνης Βαν, ήσαν γλυκά.
Αφήνοντας τη Ναζίκ Γκιόλ μπήκαν σε κυματιστή περιοχή διασχιζόμενη από πολύ βαθιές χαράδρες, απλά κανάλια κομμένα στον ψαμμίτη από τούς ορεινούς χείμαρρους. Τα χωριά ήσαν κτισμένα στο κάτω μέρος αυτών των βαθιών τάφρων, ανάμεσα σε οπωροφόρα δένδρα και κήπους, προστατευμένα από κάθετους βράχους και ποτιζόμενα από τρεχούμενα νερά. Ήσαν κρυμμένα μέχρι να φτάσει ο ταξιδιώτης στην άκρη τού γκρεμού, όπου ευχάριστη και χαρούμενη σκηνή άνοιγε ξαφνικά κάτω από τα πόδια του. Θα πίστευε ότι η πάνω χώρα ήταν απλή έρημος, αν δεν είχε δει εδώ κι εκεί από απόσταση έναν χωρικό να οδηγεί αργά το άροτρό του μέσα από το πλούσιο χώμα.
Τομή τροχού αρμενικού κάρου (Λέιαρντ 1853)
Οι κάτοικοι αυτής τής περιοχής ήσαν πιο εργατικοί και ευφυείς από τούς γείτονές τους. Μετέφεραν το προϊόν τής συγκομιδής τους όχι στις ράχες των ζώων, όπως στα περισσότερα μέρη τής Μικράς Ασίας, αλλά σε κάρα φτιαγμένα εξ ολοκλήρου από ξύλο, όπου σίδερο δεν χρησιμοποιούνταν ούτε καν στους τροχούς, οι οποίοι ήσαν έξυπνα κατασκευασμένοι από ξύλο καρυδιάς, βελανιδιάς και καρά αγάτς [κυριολεκτικά μαύρο δένδρο, αγκάθι ίσως; αναρωτιέται ο Λέιαρντ, ενώ πρόκειται για τη φτελιά (καραγάτσι)], όπου τα ισχυρότερα ξύλα χρησιμοποιούνταν για ακατέργαστες ακτίνες που οδηγούνταν στο κέντρο τού τροχού.
Το άροτρο διέφερε επίσης από εκείνο που βρισκόταν σε γενική χρήση στην Ασία. Δύο παράλληλες σανίδες μήκους τεσσάρων περίπου ποδιών προσαρμόζονταν στο υνί, καθώς και πάτημα για τα πόδια, οι οποίες διαχώριζαν το έδαφος και άφηναν βαθύ και καλά καθορισμένο αυλάκι.
Ίππευσαν για δύο ή τρεις ώρες σε αυτές τις ορεινές περιοχές, μέχρις ότου, φτάνοντας ξαφνικά στην άκρη φαραγγιού, άνοιξε μπροστά τους όμορφη θέα τής λίμνης, των δασών και τού βουνού.
Θα αφήσουμε εδώ τον Λέιαρντ να συνεχίσει το ταξίδι του προς τη Μεσοποταμία και να περιγράψει, μεταξύ άλλων, τις ανακαλύψεις του στην Ασσυρία και τη Βαβυλωνία.
<-8. Παρένθεση: Οι Έλληνες ιστορικοί για την άλωση τής Τραπεζούντας | 10. Τόζερ: Τουρκική Αρμενία και Ανατολική Μικρά Ασία-> |