<-9. Λέιαρντ: Ανακαλύψεις στα ερείπια τής Νινευή και τής Βαβυλώνας | 11. Λιντς: Αρμενία: Ταξίδια και μελέτες-> |
10. Χένρι Τόζερ: Τουρκική Αρμενία και Ανατολική Μικρά Ασία
Η περιήγηση τού Τόζερ στη Μικρά Ασία και την Αρμενία ξεκινά από την Κωνσταντινούπολη και την ακολουθούμε στα δύο της πρώτα κεφάλαια: από την Κωνσταντινούπολη στην Αμάσεια και από εκεί στον Αλατζά. Θα ξανασυναντήσουμε τον Τόζερ προς το τέλος τής περιήγησής του.
Από την Κωνσταντινούπολη στην Αμάσεια (1879)
Στις 14 Ιουλίου 1879 το απόγευμα ο Τόζερ επιβιβάστηκε στο γαλλικό ατμόπλοιο Μαίανδρος, που βρισκόταν στο λιμάνι τής Κωνσταντινούπολης στο σημείο συνάντησης τού Βοσπόρου και τού Κεράτιου κόλπου και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για τα λιμάνια τής νότιας ακτής τής Μαύρης Θάλασσας.1 Σύντροφός του ήταν ο κ. T. M. Κρόντερ, ταμίας τού κολλεγίου Κόρπους Κρίστι τής Οξφόρδης και ταγματάρχης στην οξφορδιανή πολιτοφυλακή, με τον οποίο είχε την καλή τύχη να κάνει τέσσερα προηγούμενα ταξίδια στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Τουρκία κατά διαστήματα, στη διάρκεια των προηγούμενων εικοσιεπτά ετών. Προορισμός τους ήταν το λιμάνι τής Σαμσούν, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση μικρότερη μάλλον από τα δύο τρίτα τής διαδρομής κατά μήκος αυτής τής ακτής μεταξύ Σινώπης και Τραπεζούντας. Από τη Σαμσούν είχαν σκοπό να διεισδύσουν στο ανατολικό τμήμα τής Μικράς Ασίας. Είχαν φτάσει από τη Μασσαλία πριν από τρεις ημέρες, έχοντας πιάσει στη Νάπολη και στον Πειραιά και από μεγάλη τύχη η ταχεία τους διέλευση τούς έφερε μια μέρα πιο πριν από την ώρα τους, ώστε να μπορέσουν να ολοκληρώσουν τις προετοιμασίες τους και να προχωρήσουν στο ταξίδι τους χωρίς καθυστέρηση. Κατά τη διάρκεια αυτού τού διαλείμματος είχαν πάρει έναν δραγουμάνο, έναν Έλληνα από τη Μυτιλήνη, ο οποίος είχε μόλις επιστρέψει από την υπηρεσία σε κάποιους Άγγλους επιτρόπους, για τη διευθέτηση των συνόρων τής Βουλγαρίας.
Ήταν άξεστος και όχι πρώτης τάξεως ταξιδιωτικός υπηρέτης, αλλά σκληραγωγημένος και υγιής, πράγμα που αποτελούσε το πρώτο που εξεταζόταν για ταξίδια σε απομακρυσμένες περιοχές. Ήταν ικανός να κάνει πολλή δουλειά, ήταν καλός μάγειρας σε απλά φαγητά, ενώ διέθετε βαθιά γνώση τής τουρκικής, την οποία μάλιστα μιλούσε ως μητρική του γλώσσα. Εν πάση περιπτώσει ήταν ο καλύτερος που μπόρεσαν να έχουν, αν και είχαν ερευνήσει εκ των προτέρων, γιατί οι πιο έμπειροι δραγουμάνοι ήσαν κάπως απρόθυμοι να αναλάβουν αυτά τα σκληρά ταξίδια. Το αποτέλεσμα όμως ήταν, ότι πολλά από εκείνα που γίνονταν συνήθως από τον υπηρέτη έπεφταν στις πλάτες των εργοδοτών του. Είχαν επίσης αγοράσει τουρκικές σέλλες στα παζάρια, που έμοιαζαν κατά το δυνατόν με τις αγγλικές σέλλες, αλλά ήσαν λιγότερο σκληρές και γι’ αυτόν τον λόγο προτιμούνταν, επειδή ήταν λιγότερο πιθανό να τραυματίσουν τις ράχες των αλόγων σε μεγάλο συνεχές ταξίδι. Αναβολείς και δέρματα αναβολέων είχαν φέρει από την Αγγλία, καθώς εκείνοι τής εδώ χώρας ήσαν αναξιόπιστοι και άβολοι. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν μικρά και απλά μαγειρικά σκεύη και μερικά άλλα απαραίτητα είδη. Τελευταίο, αλλά όχι το λιγότερο σημαντικό, ήταν ότι είχαν εφοδιαστεί με χρηματικό ποσό σε νομίσματα τής χώρας. Ήσαν εφοδιασμένοι με φιρμάνι τού σουλτάνου, το οποίο, μέσω τής καλοσύνης τού Υπουργείου Εξωτερικών, τούς είχε διαβιβαστεί πριν αναχωρήσουν από την Αγγλία, έγγραφο υψίστης σημασίας για τον ταξιδιώτη, καθώς όχι μόνο διασφάλιζε τον σεβασμό εκ μέρους των τοπικών αρχών, επέτρεπε στον κάτοχό του να διεκδικήσει φιλοξενία, αν ήταν απαραίτητο, καθώς και τα μέσα μεταφοράς, όταν ήταν δύσκολο να τα αποκτήσει, αλλά εγγυόταν επίσης την αποδοχή σε τόπους, τούς οποίους διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να επισκεφθεί.
Ενώ το πλοίο τους φόρτωνε εμπορεύματα, είχαν τον χρόνο να ερευνήσουν τη σκηνή γύρω τους και πάνω στο πλοίο. Από τη μια πλευρά βρισκόταν ο Γαλατάς με τον τεράστιο γενουάτικο πύργο του και το πιο αριστοκρατικό Πέρα στους πιο πάνω λόφους. Από την άλλη το Σαράιμπουρνου, με τούς κήπους του και τα γραφικά κτίρια, πίσω από τα οποία υψωνόταν ο επιχρυσωμένος τρούλος τής Αγίας Σοφίας και η γραμμή των τζαμιών και μιναρέδων που έστεφαν τα διαδοχικά υψώματα τής Σταμπούλ, ενώ στην ασιατική πλευρά απλωνόταν το Σκουτάρι, κάτω από το σκούρο άλσος κυπαρισσιών τού τεράστιου νεκροταφείου του. Στο πρώτο πλάνο αυτής τής μοναδικής θέας, η οποία με τις απότομες αλλά χαριτωμένες ανηφόρες της, τον συνδυασμό σημαντικών οικοδομημάτων, ακανόνιστων ξύλινων κτιρίων και πολυάριθμων δένδρων και την ποικιλία χρωμάτων που παρουσίαζε, συνδύαζε κάθε στοιχείο γραφικότητας, βρίσκονταν πολυάριθμα σκάφη, κυρίως γαλλικά, αυστριακά και ρωσικά ατμόπλοια, καταλαμβάνοντας τον χώρο ανάμεσα σε εκείνους και τη θάλασσα τού Μαρμαρά. Ελαφρύς βορειοανατολικός άνεμος είχε κάνει το μπλε νερό να χορεύει και να σχηματίζει λευκούς αφρούς ενώ, μέσα σε όλα αυτά, σκάφη ορμούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις, μερικά από τα οποία ήσαν επιχρυσωμένα καΐκια, οι γόνδολες τού Βοσπόρου, αν και πολύ πιο κομψού σχήματος και ζωηρού χρώματος από τα βενετσιάνικα ξαδέλφια τους. Ήσαν τόσο πολυάριθμα, που φαινόταν ότι θα συγκρούονταν μεταξύ τους ή με τις σημαδούρες στις οποίες ήσαν δεμένα τα πλοία. Μάλιστα τέτοια ατυχήματα δεν αποφεύγονταν εντελώς και όταν συνέβαιναν, ή ακριβώς πριν συμβούν, προκαλούσαν άγρια και πολύγλωσσα επιφωνήματα. Το πλοίο τους ήταν γεμάτο με επιβάτες καταστρώματος, Αρμένιους, Τούρκους και Πέρσες με ψηλά μαύρα καπέλα, που ήσαν ξαπλωμένοι σε χαλιά και κιλίμια, στενά στριμωγμένοι. Η καμπίνα υψωνόταν πάνω από το κατάστρωμα και πίσω από αυτήν, στην πρύμνη, όλος ο χώρος καταλαμβανόταν από τις κυρίες και τα παιδιά ενός χαρεμιού, οι οποίες ήσαν ξαπλωμένες σε στρώματα και δέματα διαφόρων χρωμάτων, ενώ μερικές ήσαν τυλιγμένες με πέπλα και λιγότερες ήσαν όμορφες. Οι επιβάτες καμπίνας δεν ήσαν πολλοί, ενώ η κυρία ανάμεσά τους ήταν μια μεγάλης ηλικίας Ρωσίδα, δυναμική καπνίστρια τσιγάρων, η οποία βρισκόταν καθ’ οδόν για να επισκεφτεί, μαζί με τούς δύο γιους της, μια παντρεμένη κόρη της στη Σαμσούν.
Στις έξι το πλοίο έλυσε τα σχοινιά του και προχώρησε ανεβαίνοντας τον Βόσπορο. Ήσαν και οι δυο πολύ χαρούμενοι που έφευγαν από την πόλη, γιατί ποτέ άλλοτε δεν είχαν εντυπωσιαστεί τόσο από την αντίθεση ανάμεσα στην ομορφιά τής εξωτερικής της εμφάνισης και την αποκρουστική εικόνα τού εσωτερικού της. Είχαν προετοιμαστεί να βρουν σημαντικές βελτιώσεις που θα είχαν γίνει από την τελευταία τους επίσκεψη, αλλά στην πραγματικότητα η αλλαγή τούς φαινόταν ότι ήταν μάλλον προς το χειρότερο. Ήταν αλήθεια ότι τώρα υπήρχε τραμ στη Σταμπούλ, ενώ ένας σιδηρόδρομος έτρεχε κατά μήκος τού θαλάσσιου τείχους προς την κατεύθυνση τού Αγίου Στέφανου, αν αυτά μπορούσαν να θεωρούνται πλεονεκτήματα, εφ’ όσον δεν έβλεπε κανείς εξωφρενικές παρισινές ενδυμασίες πλάι-πλάι στη σιχαμερή εξαθλίωση. Σίγουρα εκείνη τη στιγμή οι δρόμοι τού Γαλατά δεν ήσαν λιγότερο βρώμικοι απ’ όσο στο παρελθόν, ούτε τα πεζοδρόμια τού Πέρα λιγότερο τραχιά, ούτε οι σκύλοι-οδοκαθαριστές λιγότεροι σε αριθμό ή λιγότερο θορυβώδεις. Αλλά οι όχθες τού Βοσπόρου δεν είχαν χάσει τίποτε από τη γοητεία τους. Αρχικά πέρασαν μπροστά από τα υπέροχα παλάτια στην ευρωπαϊκή ακτή, τα οποία αντιπροσώπευαν τον παραλογισμό διαδοχικών σουλτάνων και τα χρήματα κατεστραμμένων ομολογιούχων. Στη συνέχεια ανάμεσα σε βίλες και χωριά στις δύο όχθες, που μερικές φορές παρατάσσονταν στην ακτή, μερικές φορές σκαρφάλωναν στις πλαγιές των λόφων και διανθίζονταν με πλούσια βλάστηση από άλση κυπαρισσιών και κήπους, αν και εδώ κι εκεί ένα ερείπιο παραμόρφωνε το τοπίο, με τη μορφή όμορφων ξύλινων σπιτιών που είχαν ερημώσει και κατέρρεαν από τη φθορά. Καθώς το βράδυ προχωρούσε, μετέτρεψε το σκηνικό σε διπλά όμορφο, ρίχνοντας την ασιατική ακτή στο φως, σε αντίθεση με τη σκοτεινή σκιά απέναντι, μέχρι που πέρασαν ανάμεσα στα κάστρα τής Ρωμυλίας και τής Ανατολίας στα αντίστοιχα ακρωτήρια και τελικά έφτασαν στα αρχοντικά χωριά, τα Θεραπειά και το Μπουγιούκντερε, τα τουριστικά θέρετρα των πρεσβευτών και των πλούσιων Ελλήνων και Αρμενίων εμπόρων. Είχε νυχτώσει όταν έβγαιναν από τον στενό πορθμό, αλλά κατάλαβαν ότι είχαν μπει στη Μαύρη Θάλασσα από το βύθισμα τού πλοίου, λόγω των ψηλών κυμάτων που κατέβαζε ο άνεμος.
Ανεβαίνοντας στο κατάστρωμα το επόμενο πρωί, είδαν ότι δεν είχαν θέα τής στεριάς, γιατί η ακτή σε αυτό το μέρος σχημάτιζε σημαντικό κόλπο, πριν αρχίσει να προεξέχει προς βορρά και να σχηματίζει αυτή την αξιοσημείωτη καμπούρα στο περίγραμμα τής χώρας, όπως φαίνεται στον χάρτη, η οποία στην αρχαιότητα αντιπροσώπευε την περιοχή τής Παφλαγονίας. Μετά το μεσημέρι όμως πλησίαζαν στην ακτή, σε σημείο που δεν απείχε πολύ από την Άμασρα, την αρχαία Άμαστρι, ενώ από εκείνη τη στιγμή και μετά ακολουθούσαν συνεχώς την ακτή. Το έδαφος σε αυτό το μέρος υψωνόταν αμέσως από τη θάλασσα, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο απότομα, ενώ αν και το μεγαλύτερο μέρος του ήταν ακαλλιέργητο, παρ’ όλα αυτά κατά διαστήματα υπήρχαν εκτεταμένα ξέφωτα, όπου καλλιεργούνταν σιτηρά. Πίσω, σε απόσταση λίγων μιλίων, αναπτυσσόταν οροσειρά παράλληλα με την ακτή, μεγάλου ύψους και ωραίου περιγράμματος, ενώ πιο κάτω ασβεστολιθικά βάραθρα έκαναν την εμφάνισή τους. Το υπόλοιπο ήταν ντυμένο με πυκνά δάση, υπενθυμίζοντάς τους ότι ολόκληρη αυτή η περιοχή εφοδίαζε με μεγάλη ποσότητα ξυλείας τούς Ρωμαίους. Μέρος τής οροσειράς έφερε το όνομα Κύτωρος και μιλούν γι’ αυτήν τόσο ο Κάτουλλος2 όσο και ο Βιργίλιος3 ως διάσημη για τα δένδρα πύξου, καθώς και ο Οράτιος τη μοναδική φορά που χρησιμοποιεί αλληγορία. Μιλώντας για το ρωμαϊκό κράτος με το παράδειγμα σκάφους που χτυπιέται από τρικυμία, το παρομοίαζε με «πεύκο από τον Πόντο, κόρη διάσημου δάσους».4 Το πλουσιότερο όμως τοπίο κατά μήκος αυτής τής νότιας ακτής τής Μαύρης Θάλασσας ήταν πιο ανατολικά, μεταξύ Σαμσούν και Τραπεζούντας, όπως διαπίστωσαν στο ταξίδι τής επιστροφής τους από την τελευταία αυτή πόλη. Η χώρα σε αυτό το μέρος ήταν καλά καλλιεργημένη και όμορφα δασωμένη, ενώ, λόγω τού υγρού της κλίματος, διατηρούσε τη φρεσκάδα της όλο τον χρόνο. Καθώς περνούσε κανείς δίπλα της με το ατμόπλοιο, τα πολυάριθμα καλοφτιαγμένα χωριά και η χάρη των περιγραμμάτων των βουνών ίσως τον έκαναν να νομίζει ότι ακολουθούσε την ακτή μιας από τις ιταλικές λίμνες.
Στις οκτώ το πρωί στις 16 Ιουλίου βρίσκονταν στα ανοιχτά τής Σινώπης. Αυτό το διάσημο μέρος, η πιο σημαντική απ’ όλες τις ελληνικές αποικίες στον Εύξεινο, η οποία σε μεταγενέστερη περίοδο υπήρξε η γενέτειρα και πρωτεύουσα τού Μιθριδάτη τού Μεγάλου, πήρε το μεγαλείο της κυρίως από τα γεωγραφικά της χαρακτηριστικά, καθώς καταλαμβάνει κεντρική θέση στην προεξοχή τής ακτής η οποία μόλις αναφέρθηκε και έτσι ελέγχει τις δύο μεγάλες προσεγγίσεις και στις δύο πλευρές, γιατί από αυτό το σημείο η χώρα αρχίζει να τείνει προς τα νοτιοανατολικά. Από την άποψη αυτή μπορεί να συγκριθεί με την αρχαία Καρχηδόνα και την Τύνιδα τής σύγχρονης εποχής, η θέση των οποίων πόλεων κρατά με τον ίδιο τρόπο το κλειδί των δύο λεκανών τής Μεσογείου και τής μεταξύ τους επικοινωνίας. Η θέση τής ίδιας τής πόλης ήταν εντυπωσιακή, καθώς καταλάμβανε τον στενό ισθμό που ένωνε τριγωνική χερσόνησο με την ηπειρωτική χώρα και κατά συνέπεια είχε δύο θαλάσσια μέτωπα. Περιβαλλόταν από τεράστια τείχη με πύργους, τα οποία ακολουθούσαν την ακτή και εκτείνονταν από τη θάλασσα μέχρι το λιμάνι, ενώ στην πλευρά προς την ενδοχώρα υπήρχε μεγάλο κάστρο. Η χερσόνησος απλωνόταν και υψωνόταν απότομα προς τη θάλασσα, όπου το έδαφος που αποτελούσε τη βάση τού τριγώνου έπεφτε σε γκρεμούς. Αυτό το ακρωτήριο ονομαζόταν Μπόζτεπε ή Γκρίζο Ακρωτήριο. Αφού το πέρασαν, είχαν θέα τού λιμανιού που προστατευόταν από αυτό από τα βόρεια. Υπήρξε το θέατρο τής πυρπόλησης τού τουρκικού στόλου από τούς Ρώσους τον Νοέμβριο τού 1853, λίγο πριν από την έναρξη τού Κριμαϊκού πολέμου.
Ο Κριμαϊκός πόλεμος (1853-1856) υπήρξε σύγκρουση τής Ρωσίας από τη μία πλευρά και συμμαχίας τής Γαλλίας, τής Βρετανίας και τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την άλλη. Η άμεση αιτία αφορούσε τα δικαιώματα των χριστιανικών μειονοτήτων στους Αγίους Τόπους, οι οποίοι ελέγχονταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Γαλλία προωθούσε τα δικαιώματα των Καθολικών, ενώ η Ρωσία προωθούσε εκείνα των Ορθοδόξων χριστιανών. Οι μακροπρόθεσμες αιτίες είχαν σχέση με την παρακμή τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και με την απροθυμία τής Βρετανίας και τής Γαλλίας να επιτρέψουν στη Ρωσία να κερδίσει έδαφος και εξουσία σε βάρος των Οθωμανών. Η Ρωσία ηττήθηκε στον πόλεμο και οι Οθωμανοί κέρδισαν μια εικοσαετή ανάπαυλα από τη ρωσική πίεση. Χορηγήθηκε στους χριστιανούς κάποιος βαθμός επίσημης ισότητας, ενώ οι Ορθόδοξοι απέκτησαν τον έλεγχο διαμφισβητούμενων χριστιανικών εκκλησιών.
Ίσως η πτώση τής ευημερίας τής Σινώπης έπρεπε να αποδοθεί στη ζημιά που έγινε σε αυτήν εκείνη την εποχή. Ο Τεξιέ μιλάει γι’ αυτήν ως τον κύριο σταθμό για τα ατμόπλοια στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά τώρα είχαν πάψει να πιάνουν εκεί, καθώς το εμπόριό της δεν ήταν γι’ αυτά ανταποδοτικό. Όμως σε κακές καιρικές συνθήκες έσπευδαν ευχαρίστως να βρουν καταφύγιο εκεί, καθώς πρόσφερε το καλύτερο και σχεδόν το μόνο καλό καταφύγιο στα νότια τού Ευξείνου, όπου τα άλλα λιμάνια δεν ήσαν τίποτε σχεδόν περισσότερο από ανοικτά αγκυροβόλια, ενώ οι θύελλες, όπως τούς διαβεβαίωσαν περισσότεροι από ένας από τούς κυβερνήτες των πλοίων αυτών, ήσαν τόσο τρομακτικές, όσο και κατά το παρελθόν.
Μεταξύ Σινώπης και Σαμσούν παρεμβάλλεται ακρωτήριο, το οποίο, αν και αποτελεί εμφανές αντικείμενο στον χάρτη, από το κατάστρωμα τού ατμόπλοιου μπορούσε να περάσει σχεδόν απαρατήρητο μέχρι να βρεθείς κοντά σε αυτό, γιατί η γραμμή τού βουνού, που ακολουθούσε μέχρι τώρα την ακτή, εδώ αναπτυσσόταν μακριά στην ενδοχώρα και το παρεμβαλλόμενο έδαφος ήταν τόσο χαμηλό, που εκτός από τα δένδρα και τούς θάμνους που φύτρωναν πάνω του, έφτανε λίγο πάνω από το επίπεδο τής θάλασσας. Αυτό ήταν το δέλτα τού Άλυ (Κιζίλ Ιρμάκ), τού μεγαλύτερου ποταμού τής Μικράς Ασίας, στον οποίο θα είχαν συχνά την ευκαιρία να αναφερθούν κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών τους. Η ποσότητα τής πρόσχωσης εδώ παρείχε μαρτυρία για το μέγεθος τού ρεύματος, αλλά και σε όλη την πορεία του το νερό ήταν πολύ θολό, περιέχοντας μεγάλη ποσότητα απόθεσης. Ήταν δύο περίπου το μεσημέρι όταν έφτασαν στην κορυφή τού δέλτα και βρήκαν τη θάλασσα σε αυτό το σημείο έντονα αποχρωματισμένη από το ίζημα που είχε κατέβει σε αυτήν. Καθώς πλησίαζαν τη Σαμσούν ο αριθμός των χωριών αυξανόταν και οι πλαγιές καλύπτονταν από σιτοχώραφα και άλλες καλλιέργειες. Περνώντας φάρο στη γωνία τού κόλπου, μπήκαν στο λιμάνι, το οποίο όμως δεν ήταν μόνο πλήρως εκτεθειμένο στον βόρειο άνεμο, αλλά λόγω τής συνεχούς παραμέλησης ήταν τόσο ρηχό, που ένα ατμόπλοιο δεν μπορούσε να πλησιάσει πιο κοντά από μισό μίλι από την ακτή. Κατά συνέπεια το σκάφος τους κυκλώθηκε σύντομα από στολίσκο με βάρκες, ενώ μπήκαν σε μια από αυτές οι ίδιοι και τα πράγματά τους. Είχαν ακούσει από πριν για τη δυσχέρεια τής αποβίβασης όταν είχε θάλασσα, λόγω των κυμάτων που ξεσπούσαν στον τόπο αποβίβασης, οπότε θεώρησαν τούς εαυτούς τους τυχερούς που είχαν σχετικά ήρεμα νερά. Μάλιστα μόνο ένα κύμα ξέσπασε πάνω τους καθώς πλησίαζαν την αποβάθρα κοντά στον σταθμό τού τελωνείου. Ύστερα από κάποια καθυστέρηση στο σημείο αυτό, περισσότερο από ελπίδες για μπαξίσι εκ μέρους των υπαλλήλων παρά για οποιαδήποτε πραγματική εξέταση των αποσκευών τους, ήσαν και πάλι στη σειρά προς την κατεύθυνση μιας λοκάντα [πανδοχείου στα ιταλικά] που βρισκόταν στην ακτή σε μικρή απόσταση και τελικά προσγειώθηκαν εκεί στους ώμους ενός Τούρκου.
Η πόλη τής Σαμσούν, αν και ήταν τόπος διαμονής πασά, λόγω τής εμπορικής της σημασίας ως σημείου εξόδου όλου σχεδόν τού εμπορίου τής βορειοανατολικής Μικράς Ασίας, ήταν αμελητέα σε μέγεθος και σε καμία περίπτωση επιβλητική σε εμφάνιση. Το μεγαλύτερο μέρος της βρισκόταν στις παρυφές τής ακτής στη δυτική πλευρά τού λιμανιού, αλλά μερικά από τα καλύτερα σπίτια βρίσκονταν πιο πάνω στους πίσω λόφους. Υπήρχαν μερικοί μιναρέδες, ενώ το πιο εμφανές κτίριο ήταν ελληνική εκκλησία πρόσφατης κατασκευής. Ο τόπος είχε κακό όνομα για επικίνδυνους πυρετούς κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού και αυτό τούς το επιβεβαίωσαν εκείνοι από τούς κατοίκους με τούς οποίους συνομίλησαν. Τούς απέδιδαν κυρίως στα εκτεταμένα έλη στην ανατολική πλευρά τού κόλπου, όπου ο ποταμός Ίρις σχημάτιζε σημαντικό δέλτα, ενώ από τα μέσα Ιουλίου και μετά λίγοι κάτοικοι ξέφευγαν εντελώς από αυτούς. Η αρχαία ελληνική πόλη τής Αμισού, η οποία κάποτε υπολειπόταν σε σημασία μόνο τής Σινώπης, δεν καταλάμβανε τον χώρο τής σύγχρονης πόλης, αλλά ήταν χτισμένη σε απόσταση ενάμιση περίπου μιλίου προς βορρά, πιο κοντά στην είσοδο τού κόλπου. Τα ερείπια περιγράφηκαν στον Τόζερ από κάποιον που τα είχε επισκεφθεί, ως συγκεχυμένη μάζα από συντρίμμια. Ήταν περίεργο ότι αν και, όπως υπέθετε, το όνομα Σαμσούν ήταν παραφθορά τής Αμισού, όμως οι δύο πόλεις επιβίωναν δίπλα-δίπλα για κάποιο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια τού Μεσαίωνα. Η μία ήταν η τουρκική, η άλλη η ελληνική εγκατάσταση. Ήδη από τις αρχές τού 13ου αιώνα τις βρίσκουμε σε μεταξύ τους συμμαχία, όπου η εντός των τειχών πόλη τής Σαμσούν ήταν το εμπορικό κέντρο, στις αποθήκες τού οποίου αποθηκεύονταν εμπορεύματα τεράστιας αξίας που είχαν μεταφερθεί από το εσωτερικό, ενώ οι Έλληνες τής Αμισού διέθεταν το κεφάλαιο και τα πλοία, μέσω των οποίων τα εμπορεύματα αυτά διανέμονταν στη Ρωσία και τη Δυτική Ευρώπη. Μεταξύ των αντικειμένων εμπορίου που κυκλοφορούσαν έτσι ήταν ύφασμα από τρίχα και μαλλί και ποικιλόχρωμα χαλιά, η παραγωγή νομαδικών φυλών, χαλκός τής Τοκάτ και οι λαμπρές βαφές τής Καισάρειας.5
Όταν ζητήθηκαν τα διαβατήριά τους στο σημείο αποβίβασης, είχαν δείξει το φιρμάνι τους. Αλλά οι αξιωματούχοι, που ήσαν εξαιρετικά αγενείς, απαίτησαν ξεχωριστό διαβατήριο για τον δραγουμάνο τους, σε αντίθεση με κάθε συνήθεια, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις ο ταξιδεύων υπηρέτης θεωρούνταν ότι συμπεριλαμβανόταν. Δεν υπήρχε όμως καμία βοήθεια γι’ αυτό. Έπρεπε λοιπόν να σταλεί ο υπηρέτης στον πασά να δώσει περιγραφή για τον εαυτό του. Καθώς θα αργούσε να επιστρέψει και ο ιδιοκτήτης τής λοκάντα υποστήριζε ότι αν ο πασάς είχε φύγει από το γραφείο του και είχε πάει στο εξοχικό του σπίτι, θα τον κρατούσαν εκεί τη νύχτα, ο Τόζερ και ο σύντροφός του θεώρησαν καλό να κάνουν μια επίσκεψη στον Γάλλο πρόξενο, ο οποίος ενεργούσε επίσης ως εκπρόσωπος τής Αγγλίας, ελπίζοντας ταυτόχρονα να πάρουν κάποιες πληροφορίες για άλογα για το ταξίδι τους. Όταν έφτασαν στο σπίτι του, τούς έδειξαν το υπνοδωμάτιό του, όπου τον βρήκαν ξαπλωμένο με σπασμένο πόδι, αποτέλεσμα ενός ατυχήματος στην Κωνσταντινούπολη. Ζήτησαν συγνώμη για την εισβολή τους, αλλά επέμεινε ευγενικά να μείνουν και ζήτησε από τον δραγουμάνο τού προξενείου να κανονίσει τα θέματα για αυτούς. Γρήγορα όμως διαπίστωσαν ότι ο υπηρέτης τους είχε βρεθεί ενώπιον τού πασά, ο οποίος είχε αποφασίσει αμέσως ότι ήταν περιττό ένα διαβατήριο.
Η περιγραφή που τούς έδωσε ο πρόξενος για την κατάσταση των πραγμάτων στο εσωτερικό, καθώς και η άποψη που εξέφρασε για τις προοπτικές τού ταξιδιού τους, ήσαν στον μέγιστο βαθμό αποθαρρυντικές. «Δεν πρέπει να σκέφτεστε να ξεκινήσετε», είπε, «για αρκετές ημέρες. Πρέπει να περιμένετε μέχρι να σχηματιστεί καραβάνι, γιατί κανένας δεν ταξιδεύει τώρα με συντροφιά μικρότερη από είκοσι άτομα. Οι δρόμοι είναι απολύτως ανασφαλείς λόγω των Τσερκέζων και άλλων ληστών». Όταν τον ρώτησε ο Τόζερ αν ο αυτός ο κίνδυνος από τούς Τσερκέζους γινόταν αντιληπτός μόνο σε αυτή την περιοχή, απάντησε: «Ω, όχι, υπάρχουν παντού στο εσωτερικό. Ακούμε συνεχώς για τις ληστείες τους». Αυτή η πληροφορία σίγουρα δεν ήταν καθησυχαστική. Ήξεραν ότι δεν έπρεπε να παίρνουν τοις μετρητοίς τις δηλώσεις τού πρόξενου, γιατί είχαν μάθει από προηγούμενη εμπειρία πόσο υπερβολικές ιδέες επικρατούσαν στις πόλεις-λιμάνια, ιδιαίτερα μεταξύ των ατόμων που ασχολούνταν με το εμπόριο, όσον αφορά τούς κινδύνους τού εσωτερικού. Ταυτόχρονα γνώριζαν ότι αυτές οι ιστορίες για Τσερκέζους δεν ήσαν εξ ολοκλήρου φανταστικές, γιατί ο δραγουμάνος τους, όταν ταξίδευε με δύο Άγγλους στα δυτικά τής Μικράς Ασίας, στον δρόμο μεταξύ Σκουτάρι και Αγκύρας, κατά το προηγούμενο έτος, είχε πέσει θύμα ληστείας δύο φορές από ληστές αυτής τής φυλής, ενώ το ίδιο πράγμα είχε συμβεί σε παρέα Αμερικανών στην ίδια περιοχή. Παρ’ όλα αυτά, η εμπειρία των ταξιδιών τους στα αγριότερα μέρη της Ευρωπαϊκής Τουρκίας υποδείκνυε ότι οι πιθανότητες ήσαν υπέρ τους, ενώ είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη στην ασυνήθιστη εμφάνιση τής ευρωπαϊκής τους ενδυμασίας, γιατί επικρατούσε η άποψη ότι ο Φράγκος, όπως ο σκαντζόχοιρος, ήταν ζώο με το οποίο ήταν ανασφαλές να μπλέξει κανείς, και ότι αν κακοποιούνταν, το γεγονός δεν θα αφηνόταν απαρατήρητο. Όπως είχε παρατηρήσει επιγραμματικά Αμερικανός κάτοικος στο εσωτερικό, «το σχήμα των καπέλων σας θα σάς προστατεύει».
Η επόμενη ερώτηση ήταν πώς θα έπαιρναν άλογα, ενώ και σε αυτό το σημείο ο πρόξενος λίγα ενθαρρυντικά είχε να τούς πει. Στόχος τους ήταν να τα μισθώσουν μέχρι την Αμάσεια, ταξίδι τριών ημερών, γιατί αν και ορισμένοι έμπειροι ταξιδιώτες υποστήριζαν να αγοράζονται τα άλογα και να παίρνονται μαζί σε όλο το ταξίδι, δεν είχαν κανένα δισταγμό να εκφράσουν την αντίθεσή τους με αυτό το σχέδιο. Ήταν αλήθεια ότι με αυτόν τον τρόπο γλύτωνες από τον κόπο να αλλάζεις συχνά άλογα και να κάνεις νέες συμφωνίες. Από την άλλη όμως πλευρά, αν τα άλογα ήσαν δικά σου, διέτρεχες τον κίνδυνο να σε καθυστερήσουν αν ένα από αυτά κουτσαινόταν ή πληγωνόταν στη ράχη ή δυστροπούσε με άλλον τρόπο. Επίσης, όταν ταξίδευες με ρυθμό οκτώ περίπου ωρών την ημέρα, που δεν ήταν παράλογο, τα άλογά σου δεν μπορούσαν να συνεχίσουν για περισσότερες από πέντε ή έξι μέρες χωρίς μακρά ανάπαυση και αυτό δεν μπορούσε να το αντέξει ένας ταξιδιώτης που περιοριζόταν χρονικά. Αλλά όταν ρώτησαν για τη μίσθωση αλόγων, τούς είπαν ότι θα τούς χρειάζονταν σίγουρα αρκετές ημέρες μέχρι να τα πάρουν, ενώ ο πρόξενος πρόσθεσε ανάμεσα σε άλλα προς ενίσχυση τής άποψής του ότι πριν από λίγο καιρό η υπηρεσία αλλαγής αλόγων από Βαγδάτη, που περνούσε από αυτόν τον τόπο, είχε καθυστερήσει, επειδή δεν μπορούσαν να βρεθούν άλογα για να προχωρήσει. Τούς οδήγησε να υποθέσουν ότι θα εύρισκαν την ίδια δυσκολία σε όλη τη χώρα, καθώς τα άλογα ήσαν πολύ σπάνια ύστερα από τον ρωσικό πόλεμο, ενώ αυτό, αν αλήθευε, θα αποτελούσε σοβαρό εμπόδιο για τη συνέχιση τού ταξιδιού τους. Όμως δεν απέφευγαν να ελπίζουν ότι η κατάσταση τής υγείας τού εκπροσώπου τους τον είχε κάνει άσκοπα μεμψίμοιρο.
Στο μικρό ρεστωράν όπου γευμάτιζαν, βρήκαν να επικρατούν οι ίδιες απόψεις μεταξύ των θαμώνων τού τόπου σε σχέση με τούς κινδύνους των ταξιδιών στο εσωτερικό, κυρίως λόγω των Τσερκέζων. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν μεταναστεύσει στην Τουρκία κατά διαστήματα στη διάρκεια τού τελευταίου μισού αιώνα, όσο προχωρούσε η υποταγή τής μητρικής τους χώρας στους Ρώσους.
Η Κιρκασία αποτελεί σήμερα το νότιο τμήμα τής Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα, πάνω από τη Γεωργία. Κατακτήθηκε από τη Ρωσία στη διάρκεια των Πολέμων τού Καυκάσου (1817-1864), οι οποίοι έληξαν με την υπογραφή όρκων νομιμοφροσύνης από τούς Κιρκάσιους (Τσερκέζους) ηγέτες. Στη συνέχεια η Οθωμανική Αυτοκρατορία προσφέρθηκε να χορηγήσει καταφύγιο στους μουσουλμάνους Κιρκάσιους που δεν ήθελαν να ζουν κάτω από την εξουσία χριστιανού μονάρχη. Έτσι πολλοί μετανάστευσαν στην Ανατολία.
Είχαν δοθεί στους Τσερκέζους κλήροι γης από την κυβέρνηση και πολλοί είχαν εγκατασταθεί σε αυτούς και είχαν γίνει ειρηνικός λαός. Από την άλλη πλευρά όμως δεν ήσαν λίγοι εκείνοι που είχαν προτιμήσει ζωή επιδρομών και αποτελούσαν τώρα τον τρόμο των κατοίκων. Το μοιραίο λάθος έγινε όταν τούς επιτράπηκε να μπουν στη χώρα πάνοπλοι, γιατί ερχόμενοι ανάμεσα σε πληθυσμό που είτε ήταν άοπλος ή είχε μόνο πολύ πρωτόγονα όπλα, σύντομα διαπίστωσαν ότι έλεγχαν την κατάσταση, πέρα από το οποίο, ο τολμηρός και αποφασιστικός τους χαρακτήρας τούς είχε καταστήσει πολύ πιο τρομερούς από τούς συνηθισμένους κακοποιούς, που εμφανίζονταν όταν μια χώρα ήταν αποδιοργανωμένη. Άκουσαν επίσης πολλά για νέα μάστιγα που είχε αρχίσει να μολύνει την περιοχή τής Σαμσούν, δηλαδή τούς Λαζούς, που είχαν μεταναστεύσει από το Βατούμ ύστερα από τη ρωσική κατάληψη αυτού τού τόπου και είχαν αποβιβαστεί σε αυτή την ακτή. Οι αρχές πρότειναν να σταλούν και αυτοί στο εσωτερικό, αλλά μέχρι τώρα είχαν αρνηθεί να μετακινηθούν και είχαν αντισταθεί σε κάθε προσπάθεια να τούς εξαναγκάσουν. Υπό αυτές τις συνθήκες ο Τόζερ και ο σύντροφός του θεώρησαν σκόπιμο να πάρουν φρουρούς, ενώ αυτό συνέχιζαν να κάνουν σε όλη την πορεία τους, συνοδευόμενοι γενικά από δύο, μερικές φορές από έναν μόνο. Βρήκαν ότι υπήρχαν μεγάλα πλεονεκτήματα σε αυτό, γιατί δεν ήσαν μόνο χρήσιμοι ως προστασία, αλλά συχνά ήσαν καλά εξοικειωμένοι με τούς δρόμους και μπορούσαν να δώσουν πληροφορίες για τα αντικείμενα στην περιοχή, ενώ επίσης μπορούσαν να είναι χρήσιμοι στη φόρτωση και εκφόρτωση των αποσκευών, στην εξεύρεση νυχτερινού καταλύματος, καθώς και με διάφορους άλλους τρόπους. Οι τοπικές αρχές υποχρεούνταν να τούς παρέχουν δωρεάν σε όποιον έφερε φιρμάνι, ενώ ο ταξιδιώτης πλήρωνε εθελοντική μόνο αμοιβή (οι ίδιοι βρήκαν τη μέση πληρωμή να είναι ένα σελίνι τη μέρα ανά φρουρό), όταν ήταν ικανοποιημένος. Ήσαν επίλεκτοι άνδρες και γενικά καλά εφοδιασμένοι για ιππασία και καλά οπλισμένοι, ενώ οι περισσότεροι είχαν οπισθογεμή όπλα, μερικοί ακόμη και επαναληπτικά ντουφέκια. Τούς εύρισκαν επίσης συνήθως πολύ εγκάρδιους και πρόθυμους συνεργάτες. Σε περίπτωση σοβαρής επίθεσης, πιθανότατα δεν θα πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες, αφού θα εξουδετερώνονταν από τον αριθμό των αντιπάλων, αλλά, έτσι ή αλλιώς, η παρουσία τους αποτελούσε απόδειξη ότι η παρέα την οποία συνόδευαν ταξίδευε υπό την αιγίδα τής κυβέρνησης.
Ίσως είναι επίσης χρήσιμο να αναφερθεί, πριν ξεκινήσουν, ποιες ρυθμίσεις είχαν κάνει για την απόκτηση χρημάτων κατά το ταξίδι τους, γιατί δεν χρειάζεται να ειπωθεί, ότι όταν η χώρα βρισκόταν σε τέτοια αναταραχή, καλό ήταν να είχε κανείς μαζί του όσο το δυνατόν λιγότερα χρήματα. Τώρα, σε πολλές μεγάλες πόλεις τού εσωτερικού τής Μικράς Ασίας και τής Αρμενίας υπήρχαν εγκατεστημένοι Αμερικανοί προτεστάντες ιεραπόστολοι και από καλή τύχη, πριν φύγουν από την Αγγλία, ο σύντροφός τού Τόζερ είχε μάθει από γνωστό που ταξίδεψε σε αυτά τα μέρη πριν από μερικά χρόνια, ότι τού είχαν επιτρέψει να χρησιμοποιεί αυτούς τούς κυρίους ως τραπεζική υπηρεσία. Έτσι, όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, επισκέφτηκαν τα κεντρικά τους γραφεία ή Οίκο τής Βίβλου όπως ονομαζόταν στη Σταμπούλ και ρώτησαν αν θα τούς επιτρεπόταν το ίδιο προνόμιο. Σε αυτό ο γραμματέας τους, ο κ. Μπάλντουϊν, απάντησε ευγενικά και χωρίς κανένα δισταγμό καταφατικά. Καταθέτοντας λοιπόν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό, τούς έδωσε εγκύκλιο επιστολή γι’ αυτό το ποσό, που απευθυνόταν στους διάφορους ιεραποστόλους. Από εκείνους έπαιρναν κατά καιρούς επαρκές ποσό για να τούς μεταφέρει στο επόμενο στάδιο τής διαδρομής τους, υπολογισμένο σύμφωνα με την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία. Αντί για κανονικό τραπεζικό σύστημα σε αυτές τις χώρες, ήταν δυνατό να διαπραγματεύεται κανείς συναλλαγματικά γραμμάτια, φέρνοντάς τα στα παζάρια και προσφέροντάς τα στον πλειοδότη. Μάλιστα τόσο μεγάλη ήταν η εμπιστοσύνη που εναποτίθετο σε ένα κομμάτι χαρτί με ευρωπαϊκή υπογραφή, που ο Τόζερ ήξερε ότι ένα τέτοιο εξαργυρώθηκε, χωρίς να μπορεί ο παραλήπτης να διαβάσει ούτε λέξη από αυτό και χωρίς να έχει καμία εγγύηση, πέρα από την παρουσία τού ατόμου που το συνέταξε. Όμως η μέθοδος που υιοθέτησαν ήταν πολύ πιο ασφαλής και τη βρήκαν να ανταποκρίνεται αξιοθαύμαστα.
Φυσικά, αφού τέτοιες υπερβολικές αντιλήψεις επικρατούσαν σε σχέση με τη δυσκολία τού ταξιδιού, δεν τούς έκανε εντύπωση όταν διαπίστωσαν ότι το αντικείμενο τού ταξιδιού τους ερμηνευόταν με διάφορους τρόπους. Αργότερα, σε περισσότερους από έναν τόπους, διαπίστωσαν ότι πολλοί πίστευαν ότι ερευνούσαν τοπογραφικά για σιδηροδρομική γραμμή. Αλλά σε ένα πράγμα συμφωνούσαν όλοι και εκείνο ήταν ότι έπρεπε να είχαν κάποιον πιο συγκεκριμένο σκοπό πέρα από το να δουν απλώς τη χώρα, γιατί ήταν γελοίο να υποθέσουν ότι θα πήγαινε κάποιος εκεί, αν δεν ήταν υποχρεωμένος. Ο κ. Μπάλντουϊν στην Κωνσταντινούπολη προφανώς συμμεριζόταν αυτή την άποψη, γιατί, προς μεγάλη τους ψυχαγωγία, η πρώτη του ερώτηση ήταν: «Είστε κυβερνητικοί πράκτορες ή ανταποκριτές εφημερίδων;» Επίσης στη βρώμικη λοκάντα τους στη Σαμσούν, όταν γίνονταν οι συνήθεις ερωτήσεις και απαντούσαν ότι ταξίδευαν για αναψυχή, το μόνο επιστρεφόμενο σχόλιο ήταν ένα γέλιο δυσπιστίας.
Τα βιβλία που είχαν μαζί τους για να δώσουν πληροφορίες γι’ αυτό το μέρος τής διαδρομής τους ήσαν το Μικρά Ασία τού Tεξιέ, το μικρότερο έργο με αυτό το όνομα σε ένα τόμο, που εκδόθηκε στη σειρά Λ’Ουνιβέρς τού Ντιντό, το Έρευνες στη Μικρά Ασία τού Χάμιλτον, 2 τόμοι, 1842 [μέρος τού οποίου έχουμε διαβάσει ήδη σε αυτό το βιβλίο] και το Tαξίδια στη Μικρά Ασία τού Φαν Λέννεπ, 2 τόμοι, 1869. Το πρώτο από αυτά τα έργα ήταν το πιο πλήρες και εξαντλητικό. Το δεύτερο διακρινόταν για την κλασική έρευνα και γεωλογική γνώση τού συγγραφέα και αποτελούσε πρότυπο ακριβούς ταξιδιωτικού βιβλίου. Το τρίτο έδινε την εμπειρία ενός ανθρώπου, που είχε διαμείνει στη χώρα για καιρό και ήταν προσεκτικός παρατηρητής και εξαιρετικός σχεδιαστής. Ο χάρτης τους ήταν ο ανεκτίμητος τού Κίπερτ για την Ασιατική Τουρκία. Ο Χάινριχ Κίπερτ (1818-1899) υπήρξε Γερμανός γεωγράφος και χαρτογράφος, οι ιστορικοί χάρτες τού οποίου για τις περιοχές τής Μικράς Ασίας αποτελούσαν πολύτιμο βοήθημα για τούς ερευνητές τής εποχής.
Αρκετά όμως με τα προκαταρκτικά. Ας τούς δούμε να ξεκινούν για το εσωτερικό. Σίγουρα η ασφυκτική ζέστη τής νύχτας στη Σαμσούν και η ακαθαρσία τού καταλύματος δεν τούς προδιέθεταν να καθυστερήσουν πέρα απ’ όσο ήταν αναγκαίο. Όταν ήρθε το πρωί και ασχολήθηκαν σοβαρά για να βρουν άλογα, οι δυσκολίες τους άρχισαν να εξαφανίζονται. Δεν φαινόταν τότε να υπάρχει καμία έλλειψη αλόγων, αν και οι τιμές που ζητούσαν για τη μίσθωσή τους ήσαν εντελώς παράλογες. Η μια ώρα μετά την άλλη δαπανήθηκαν σε άκαρπες διαπραγματεύσεις, έως ότου, έχοντας απελπιστεί ότι δεν θα κατέληγαν σε συμφωνία με κατιρτζή ή μεταφορέα, πήραν άλογα από το μενζίλ, τον τουρκικό σταθμό αλλαγής αλόγων, αν και είχαν λόγους να πιστεύουν ότι η συμφωνία ήταν ιδιωτική κερδοσκοπία από την πλευρά τού μενζιλτζή και ότι το ποσό που χρεωνόταν ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο συνηθιζόταν γι’ αυτή την υπηρεσία. Όμως θα έρχονταν επιτέλους πέντε άλογα, τρία για αυτούς και τον υπηρέτη τους, ένα για τις αποσκευές και ένα για τον σουρτζή, δουλειά τού οποίου ήταν να φροντίζει τα ζώα και να τα φέρει πίσω στο τέλος τού ταξιδιού. Στις τρεις το μεσημέρι ξεκίνησαν, συνοδευόμενοι από δύο φρουρούς, τούς οποίους είχε διαθέσει ο πασάς κατόπιν αιτήματος τού δραγουμάνου τού προξενείου. Ένας από αυτούς ήταν καλοφτιαγμένος νεαρός Τούρκος, με υπέροχες μπερδεμένες μπούκλες μαλλιών που κρέμονταν προς τα πίσω. Ο άλλος ήταν Κιρκάσιος, ντυμένος με την ενδυμασία τού έθνους του, ο οποίος υποτίθεται ότι θα είχε επιρροή επί των ληστών τής φυλής του, αν τύχαινε και τούς συναντούσαν. Καθώς ανέβαιναν απότομα προς την κορυφή τού λόφου πίσω από την πόλη, πέρασαν από μεγάλα καπνοχώραφα καθώς και από αριθμό ελαιόδεντρων, τα τελευταία δείγματα αυτού τού δένδρου που θα έβλεπαν μέχρι να επιστρέψουν και πάλι στην ακτή τής Μαύρης Θάλασσας, γιατί το κλίμα στο εσωτερικό τής Μικράς Ασίας και τής Αρμενίας ήταν πάρα πολύ ψυχρό για να επιτρέψει την καλλιέργειά τους. Από την επίπεδη κορυφή κατέβηκαν πάλι σε κοιλάδα, στην πέρα άκρη τής οποίας η θάλασσα ήταν ορατή μακριά προς βορρά. Σε μέρος της υπήρχε μικρό τούρκικο νεκροταφείο, μισογκρεμισμένο, όπου οι τάφοι περικλείονταν από πλάκες και σημαδεύονταν από επιτύμβιες στήλες. Κατά το ταξίδι τους στη συνέχεια πρέπει να είδαν περισσότερα από πενήντα τέτοια παρόμοια, ενώ η μοναξιά αυτών των χωριάτικων νεκροταφείων ήταν εντυπωσιακή (γιατί βρίσκονταν σχεδόν πάντοτε σε απόσταση από κατοικημένες περιοχές), αν η παραμελημένη τους κατάσταση δεν υποδήλωνε συναίσθημα θλίψης και μελαγχολίας.
Σε αυτό το σημείο άρχιζε σταθερή ανάβαση προς την κορυφογραμμή των βουνών που βρίσκονταν στο πίσω μέρος τής Σαμσούν, την οποία ολοκλήρωσαν σε καλό ρυθμό σε τρεις ώρες. Στα χωράφια με τις καλαμιές στην άκρη τού δρόμου υπήρχαν πολλά κοπάδια βουβαλιών, ενώ από καιρό σε καιρό συναντούσαν συρμούς αγροτών από το εσωτερικό, που έφερναν σιτηρά για εξαγωγή σε σάκους σωρευμένους πάνω στα κάρα τής υπαίθρου. Ήσαν εξαιρετικά πρωτόγονες επινοήσεις, έχοντας δύο συμπαγείς ξύλινες ρόδες το καθένα, η επιφάνεια των οποίων ήταν αδρά σκαλισμένη με μάλλον χαριτωμένα σχέδια. Εδώ κι εκεί η συγκομιδή συνεχιζόταν, αν και στα ψηλότερα εδάφη δεν είχε ακόμη αρχίσει, ενώ σε ένα μέρος βρήκαν τούς θεριστές να εργάζονται κάτω από τον ήχο τύμπανου και άσκαυλου. Σταδιακά η θέα έγινε πολύ εκτεταμένη, αν και κάποιος θα προτιμούσε να τη χαρακτηρίσει ευρεία παρά μεγαλειώδη. Στα αριστερά τους βρισκόταν βαθιά κοιλάδα στην οποία κυλούσε το ρεύμα τής Σαμσούν, ενώ πέρα από αυτήν απλώνονταν ψηλά βουνά και πίσω τους υπήρχε η μεγάλη έκταση τής θάλασσας. Κατά την πορεία τους σε ψηλότερο έδαφος υπήρχε πολλή χαμηλή βλάστηση, συμπεριλαμβανομένων θάμνων κέδρου και δένδρων που έμοιαζαν με τις δικές τους φουντουκιές, βελανιδιές και οξιές, αν και δεν ήσαν ίδια, αλλά δεν υπήρχε υπέροχη ξυλεία και απογοητεύτηκαν που δεν βρήκαν την ίδια πλούσια βλάστηση που αναπτυσσόταν αλλού στην περιοχή τής ακτής. Από το πάνω μέρος τής κορυφογραμμής είχαν θέα των υψιπέδων τής ενδοχώρας, αλλά λίγο αφού άρχισαν να κατεβαίνουν από την άλλη πλευρά, ο ήλιος έδυσε και ήρθε γρήγορα το σκοτάδι. Ο δρόμος γινόταν τώρα τόσο απότομος και τραχύς, που ήταν απαραίτητο να ξεπεζέψουν και να οδηγήσουν τα άλογά τους. Ήταν ο κύριος δρόμος από τη Μαύρη Θάλασσα προς την Ανατολική Μικρά Ασία και τη Νότια Αρμενία, αλλά παρά το γεγονός αυτό, η εμφάνιση τέτοιων άγριων και σπασμένων κομματιών όπως εκείνο που συνάντησαν εδώ, προφανώς τον έκαναν ακατάλληλο για άμαξες. Τότε ήταν πολύ σκονισμένος, αλλά από την αργιλώδη φύση τού εδάφους πρέπει να ήταν πολύ λασπωμένος σε βροχερές καιρικές συνθήκες. Είχε σκοτεινιάσει πριν φτάσουν στο Τσακαλή Χαν ή Ταβέρνα τού Τσακαλιού, το οποίο θα ήταν ο σταθμός ανάπαυσής τους για τη νύχτα. Ήταν πανδοχείο τής υπαίθρου, σαν εκείνα που είχαν συνηθίσει στην Ευρωπαϊκή Τουρκία, στα οποία λιγότερη φροντίδα δινόταν στον «άνθρωπο» απ’ όση στο «ζώο» του, αλλά δεν είχαν λόγο να διαμαρτύρονται, καθώς υπήρχε άδειο δωμάτιο στον πάνω όροφο, στο οποίο θα μπορούσαν να τοποθετηθούν τα ράντζα τους, ενώ, αν και δεν υπήρχε έλλειψη ζωυφίων, σε καμία περίπτωση δεν ήσαν τόσο άφθονα όπως στη Σαμσούν. Για το περιβάλλον τού τόπου δεν μπορούσαν να έχουν άποψη, ξέροντας μόνο ότι πρέπει να υπήρχε νερό κοντά, από τούς βατράχους που κόαζαν. Το υψόμετρό του πάνω από τη θάλασσα ήταν 1.100 πόδια [335 μέτρα].
Ο ερχομός τής ημέρας τούς έδειξε ότι βρίσκονταν σε κοιλάδα που περιβαλλόταν από λόφους, μέσα από την οποία κυλούσε μικρό ρέμα, παραπόταμος τού ποταμού τής Σαμσούν. Λίγα σπίτια στις όχθες του σχημάτιζαν χωριό, ενώ κοντά υπήρχε τεράστια πέτρινη κατασκευή με οξυκόρυφο τόξο πάνω από την είσοδο-πύλη της, που ονομαζόταν Παλαιό Τσακαλή Χαν, το οποίο βρισκόταν πια εκτός χρήσης. Από το σημείο εκείνο ανέβηκαν μέσα από χώρα που έμοιαζε με εκείνη τής προηγούμενης βραδιάς, μόνο που η βλάστηση τού υποστρώματος ήταν παχύτερη, ενώ η χαρά τού ταξιδιώτη που συρόταν πάνω στην ακατάσχετη ευθάλεια των θάμνων τούς θύμιζε τις σειρές θάμνων τής Αγγλίας. Την προσοχή τους προσέλκυαν επίσης τα όμορφα πουλιά, ιδιαίτερα οι τσαλαπετεινοί, με φτερά με λευκές ραβδώσεις, που άπλωναν τα καφέ λοφία τους καθώς προσγειώνονταν στην άκρη τού δρόμου μπροστά στον ταξιδιώτη. Αυτοί και οι φάσες ήσαν τα συνηθέστερα πουλιά στην περιοχή, που τα συναντούσαν στη διάρκεια ολόκληρης τής διαδρομής τους. Οι καρακάξες ήσαν επίσης πολύ πολυάριθμες, ιδιαίτερα κοντά σε κατοικημένες περιοχές. Όταν έφτασαν σε ύψος λίγο πάνω από 2.000 πόδια [600 μέτρα], είχαν την τελευταία θέα τής θάλασσας προς βορρά. Στην αντίθετη κατεύθυνση υπήρχε διαδοχή λοφοσειρών, η πιο καθαρά προβάλλουσα από τις οποίες ήταν η γραμμή τού Καρά Νταγ ή Μαύρου Βουνού, ενώ τον ορίζοντα έκλεινε το πιο ψηλό Ακ Νταγ ή Άσπρο Βουνό, όμορφη οροσειρά, αν και χωρίς πολύ χαρακτηριστικό περίγραμμα. Οι κορυφές της ήσαν γκρίζες και γυμνές από δένδρα, ενώ τον χειμώνα πρέπει να καλύπτονταν με χιόνι, γεγονός από το οποίο προερχόταν πιθανώς το όνομα, αν και η τουρκική ονοματολογία των τοποθεσιών ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη. Ο δρόμος τους σε αυτό το μέρος ήταν πολύ μοναχικός, γιατί συνάντησαν λίγους μόνο ανθρώπους, ενώ καθώς περνούσαν μέσα από δάσος, είδαν τον σκελετό αλόγου που είχε αφεθεί στην τύχη του, σημάδι βαρβαρότητας που δεν παρατηρούνταν συχνά στην Ευρωπαϊκή Τουρκία, εκτός από τα πιο άγρια μέρη τής Αλβανίας. Στην Ασία όμως σύντομα εξοικειώθηκαν με τα κουφάρια και τούς σκελετούς. Και στις δύο χώρες τα κρανία αλόγων και βοδιών τοποθετούνταν σε στύλους στα χωράφια σαν φυλαχτά, για να αποτρέπουν την επίδραση τού κακού ματιού. Κατέβηκαν στο χωριό Καβάκ, όπου έφτασαν ύστερα από ιππασία δύο ωρών και ενός τετάρτου από το χάνι. Από το Καβάκ πέρασε επίσης ο Κίνεϊρ (στον δρόμο του από Κασταμονή προς Αμισό), όπως διαβάσαμε ήδη. Ήταν φτωχός τόπος, με ετοιμόρροπο ξύλινο μιναρέ ενώ, καθώς βρισκόταν κάτω από προεξέχουσα φλούδα βράχου στην πλαγιά τού λόφου, δύσκολα φαινόταν από πάνω, μέχρι να κατέβει κανείς σε αυτό. Εδώ θα άλλαζαν τούς φρουρούς τους και μέχρι να ετοιμαστεί η νέα συνοδεία τους, πέρασαν μια ώρα στο σπίτι τού αρχηγού τής αστυνομίας, σε μπαλκόνι με θέα σε μπλεγμένο κήπο.
Η κατεύθυνσή τους από τη Σαμσούν ήταν μέχρι τώρα νοτιοδυτική. Τώρα έμπαιναν σε μεγάλη κοιλάδα ανάμεσα σε όμορφους δασωμένους λόφους, που οδηγούσε μάλλον δυτικά παρά νότια, η οποία ονομαζόταν Ακ Σου Ντερέσι, ή Κοιλάδα τού Άσπρου Ποταμού, από λασπώδες ρεύμα το οποίο τη διέσχιζε, αλλά όλο το νερό ήταν πολύτιμο σε αυτά τα μέρη, γιατί το έδαφος ήταν ξερό και λίγες πηγές υπήρχαν. Όταν είχαν φτάσει σχεδόν στο κεφάλι τής κοιλάδας, στράφηκαν νότια και ανέβηκαν στην πλευρά τού Καρά Νταγ, περνώντας χωριό που έπαιρνε από αυτό το όνομά του, δηλαδή Kαρά Νταγ Κιόι. Η κορυφή, που είχε ύψος 2.900 περίπου πόδια [900 περίπου μέτρα] ήταν καλυμμένη με δάση οξιάς. Τα λουλούδια που παρατήρησε ο Τόζερ σε αυτές τις οροσειρές έμοιαζαν πολύ με εκείνα που βρίσκονταν στις χαμηλότερες πλαγιές των Άλπεων: μικρές κίτρινες δακτυλίτιδες, ψηλές γαρυφαλλιές, ποικιλία από καμπανούλες, το κίτρινο φασκόμηλο και το κίτρινο αμμόχορτο. Υπήρχε επίσης είδος γεντιανής, μάλλον θαμνώδες φυτό με απαλό μπλε λουλούδι (gentiana cruciata), ενώ από το γένος τής ορχιδέας είδε ένα μόνο δείγμα, τη θαμπή κόκκινη επιπακτίδα (Epipactis rubiginosa). Κατέβηκαν σε ευρύ επίπεδο, απ’ όπου φαινόταν πολύ μακριά στη δύση εμφανές βουνό, το Ταουτσάν Νταγ, ενώ στη συνέχεια, διασχίζοντας άλλη οροσειρά ύψους 3.000 περίπου ποδιών [900 περίπου μέτρων] και επίσης δασωμένη, έφτασαν στην υπερυψωμένη πεδιάδα τής Λαντίκ, η οποία καλυπτόταν από πλούσιες καλλιέργειες χόρτου, κριθαριού και βρώμης. Σε όλη αυτή την περιοχή τούς εντυπωσίασε η γενική εικόνα ευημερίας, ενώ η καλλιέργεια σιτηρών φαινόταν να είναι πολύ εκτεταμένη.
Έχουν περιγραφεί λεπτομερώς τα χαρακτηριστικά τής χώρας από την οποία πέρασαν μέχρι τώρα, γιατί μπορεί να βοηθήσει την εισαγωγή τού αναγνώστη στη γενική γεωγραφία τής Μικράς Ασίας, η οποία είναι πολύ αξιοσημείωτη, ιδιαίτερα όσον αφορά την υπερύψωση τού εσωτερικού. Το καθοριστικό χαρακτηριστικό αυτής τής μεγάλης χερσονήσου βρίσκεται στις οροσειρές, οι οποίες αναπτύσσονται από τα ανατολικά προς τα δυτικά παράλληλα με τις δύο θάλασσες, δηλαδή τού Ταύρου προς τη Μεσόγειο, καθώς και των διαδοχικών οροσειρών προς τον Εύξεινο, που ονομάζονται Όλυμπος (διακρινόμενος σε Γαλατικό, Βιθυνικό κλπ.), ανάλογα με τις περιοχές από τις οποίες διέρχονται. Οι περιοχές που αποτελούν τις παραθαλάσσιες πλαγιές αυτών των οροσειρών έχουν ζεστή θερμοκρασία, ενώ εκείνων προς βορρά το κλίμα είναι εύκρατο και εκείνων προς νότο σχεδόν τροπικό. Αλλά η μεγάλη έκταση τού εσωτερικού το οποίο περικλείουν ανάμεσά τους σε σειρά ακανόνιστων οροπεδίων μεγάλου υψομέτρου, περιέχει πολυάριθμες αλμυρές λίμνες, είναι εκτεθειμένη σε υπερβολική ζέστη και κρύο, πυρπολούμενη από τον ήλιο κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών και συχνά καλυπτόμενη με χιόνια κατά τη διάρκεια τού χειμώνα. Οι οροσειρές που διέσχιζαν τώρα, γιατί είχαν ήδη περάσει τρεις φτάνοντας σχεδόν σε υψόμετρο 3.000 ποδιών [1.000 περίπου μέτρων] μετά την αναχώρησή τους από τη Σαμσούν, ενώ έπρεπε να διασχίσουν μια ακόμη πριν φτάσουν στην Αμάσεια, αποτελούσαν μέρος τής οροσειράς τού Ολύμπου, ή μάλλον των βουνών που την ενώνουν με τον Αντίταυρο και τα οποία εδώ είναι κάπως ακανόνιστα σπασμένα. Στην Αμάσεια φτάνουν σε χαμηλότερο επίπεδο, αν και ο τόπος εξακολουθεί να είναι περισσότερο από 1.100 πόδια [335 μέτρα] πάνω από την θάλασσα, αλλά στη συνέχεια ανεβαίνουν σταδιακά, αρχικά σε μέσο υψόμετρο 3.000 και ύστερα 4.000 ποδιών [1.200 περίπου μέτρων], μέχρι τελικά στα ακραία ανατολικά, εκεί όπου η Μικρά Ασία εφάπτεται με την Αρμενία, οι πεδιάδες να βρίσκονται σε υψόμετρο 5.000 ποδιών [1.500 περίπου μέτρων]. Οι πορείες των ποταμών δεν είναι καθόλου λιγότερο αξιοσημείωτες. Ο μεγαλύτερος από αυτούς είναι ο Άλυς, που πηγάζει στο βορειοανατολικό τμήμα τής χώρας, κυλά αρχικά σε νοτιοδυτική κατεύθυνση μέχρι να φτάσει στην περιοχή τής Κάισερι [Καισάρεια Καππαδοκίας], απ’ όπου στη συνέχεια, κάνοντας μεγάλη καμπύλη προς βορρά, χύνεται στη θάλασσα, εκεί όπου είχαν ήδη δει το δέλτα του, μεταξύ Σινώπης και Σαμσούν. Μέσα σε αυτό το μεγάλο τόξο, μικρότερο τόξο σχηματἰζεται από την πορεία τού Ίρι, που περνά από την Αμάσεια και κάτω από αυτόν τον τόπο ενώνεται με άλλο σημαντικό ρεύμα, τον Λύκο, που πηγάζει πίσω από την Τραπεζούντα. Η διαδρομή τους θα βρισκόταν για κάποιο χρονικό διάστημα σε αυτά τα υψίπεδα τού εσωτερικού και ως επί το πλείστον μέσα ή κοντά στο τόξο τού Άλυ.
Η πόλη τής Λαντίκ βρισκόταν στην άκρη τής πεδιάδας, έχοντας πίσω σειρά λόφων, πίσω από τούς οποίους υψωνόταν και πάλι το ψηλό Ακ Νταγ. Η θέση της ήταν πολύ όμορφη, καθώς καταλάμβανε γωνία, γύρω από την οποία ξεχώριζαν δασώδη υψώματα σε πολλές πτυχές. Καταλάμβανε τη θέση τής αρχαίας πόλης που ονομαζόταν Λαοδίκεια [Λαοδίκεια Ποντική], μιας από τη μισή ντουζίνα πόλεις στην Ασία με αυτό το όνομα, τού οποίου το σύγχρονο όνομα αποτελεί παραφθορά, ενώ η ίδια αλλαγή είχε συμβεί και αλλού, γιατί η Λαοδίκεια Κατακεκαυμένη στον νότο τής χώρας, κοντά στο Ικόνιο, τώρα ονομαζόταν επίσης Λαντίκ. Δεν φαίνεται να είχε κάποια ιστορία στην αρχαιότητα, ενώ τώρα ήταν φτωχός τόπος. Διέθετε όμως ωραίο τζαμί, εμφανές από τούς δύο ψηλούς μιναρέδες του από πλούσια καφέ πέτρα. Το ίδιο το τζαμί, που ήταν θολωτό, ήταν χτισμένο με εναλλασσόμενες στρώσεις τούβλου και πέτρας και είχε όμορφη στοά στηριζόμενη σε κίονες, με κιονόκρανα διακοσμημένα με σαρακηνική κυψελοειδή εργασία. Το χάνι στο οποίο πέρασαν τη νύχτα έβλεπε στην κεντρική πλατεία, στο κέντρο τής οποίας υπήρχε σιντριβάνι που χυνόταν σε μεγάλη στέρνα, με περίπτερο (κιοσκ) ή θερινό σπίτι. Μια γούρνα για άλογα έξω από αυτό πλαισιωνόταν από δύο τύμπανα κιόνων, που αποτελούσαν πιθανώς απομεινάρι τής αρχαίας πόλης. Οι ομάδες ανθρώπων που μαζεύονταν εδώ το πρωί σχημάτιζαν χαρούμενη σκηνή, καθώς φορούσαν τουρμπάνια, πουκάμισα και γιλέκα κάθε πιθανού χρώματος. Στην περιοχή τής Λαντίκ είδαν πελαργούς για πρώτη φορά σε αυτό το ταξίδι.
Το επόμενο πρωί η διαδρομή τους συνεχιζόταν για κάποια απόσταση κατά μήκος των πρανών και των κοιλάδων στα δυτικά τής Λαντίκ. Σε ένα σημείο, καθώς ίππευαν δίπλα σε χωράφι από το οποίο κοβόταν το σιτάρι, ένας από τούς θεριστές ήρθε τρέχοντας προς το μέρος τους φέρνοντας μια χούφτα στάχια, με σκοπό να ζητήσει δώρο από τούς περαστικούς ταξιδιώτες. Το έθιμο αυτό, που βρήκαν να επικρατεί στα περισσότερα μέρη τής χώρας εκείνης και τής Αρμενίας, ήταν πιθανώς πολύ αρχαίο και θεωρείται ότι ήταν αρχικά τρόπος να ζητηθεί ευλογία για τη συγκομιδή. Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να ήταν το ίδιο με εκείνο που αναφέρεται στον ψαλμό: «Από το οποίο ο θεριστής δεν γεμίζει το χέρι του, ούτε αυτός που δένει τα χειρόβολα στον κόρφο του· ώστε, οι διαβάτες δεν θα πουν: Ευλογία Κυρίου επάνω σας· σάς ευλογούμε στο όνομα τού Κυρίου».6 Τώρα όμως θεωρούνταν απλώς ως μέσο για να πάρει κανείς μπαξίσι. Σε αυτό το μέρος συνάντησαν πολύ περισσότερα ρέματα απ’ όσα είχαν δει μέχρι τώρα, γιατί το Ακ Νταγ ήταν νερομάνα. Κατά μήκος τής πορείας αυτών των ρεμάτων είδαν τις ψηλές αιχμές τής μωβ σαλικάριας, η οποία ήταν τόσο μεγάλο στολίδι στα χαντάκια τους στην Αγγλία, όπου φύτρωνε άφθονα. Ύστερα από δυόμιση ώρες έκαναν σύντομη στάση σε μεγάλο χάνι σε πολύ όμορφη κοιλάδα, όπου ταχύ ρεύμα που ονομαζόταν Ντερενίζ διασχιζόταν από γέφυρα. Σε αυτό το σημείο άρχιζε η πραγματική ανάβαση τού Ακ Νταγ, ενώ καθώς προχωρούσαν, εύρισκαν τις πλαγιές ντυμένες με πολλά πεύκα, δένδρα από τα οποία μέχρι τώρα είχαν δει μόνο μερικά δείγματα. Η αρωματική τους μυρωδιά, την οποία τραβούσε έξω η θερμότητα τού ήλιου, γέμιζε τώρα τον αέρα. Επίσης η μεγάλη μολόχα, την οποία θα μπορούσε κανείς να περιγράψει ως πρωτοξάδερφο τής δεντρομολόχας, έδειχνε ότι πλησίαζαν σε θερμότερη περιοχή. Μέχρι τώρα, από τότε που έφυγαν από τη Σαμσούν, είχαν δροσερό και συννεφιασμένο καιρό, ενώ καθώς διέσχιζαν την πεδιάδα τής Λαντίκ, έπεσε και κάποιο ψιλόβροχο. Αλλά αυτή τη μέρα ο ουρανός ήταν καθαρός και η ζέστη από τον ήλιο, αν και ανεκτή σε ψηλότερα εδάφη, γινόταν καυτή καθώς κατέβαιναν. Όταν έφτασαν στον ώμο τού βουνού, κοίταξαν κάτω τη μεγάλη και εύφορη πεδιάδα τού Μαρσοβάν [Μερζιφών], η οποία παρουσίαζε ως επί το πλείστον γυμνή εμφάνιση, αφού οι καλλιέργειες είχαν θεριστεί. Όταν έφτασαν στο ψηλότερο σημείο τού περάσματος, είχαν ακόμη πιο εκτεταμένη θέα των διαδοχικών οροσειρών προς τα νότια και τα δυτικά προς την κατεύθυνση τής Κάισερι και τής Γιοζγκάτ. Το υψόμετρο τού περάσματος μετρήθηκε σε 3.200 πόδια [975 μέτρα] από το βαρόμετρο και ήταν κατά συνέπεια το μεγαλύτερο υψόμετρο στο οποίο είχαν φτάσει μέχρι τότε. Αλλά τα ψηλότερα σημεία τού Ακ Νταγ, το οποίο φαινόταν μακριά στα αριστερά τους, δεν πρέπει να ήσαν λιγότερο από 2.000 πόδια [περίπου 600 μέτρα] πάνω τους. Μερικοί από τούς γκρεμούς στις πλαγιές τού βουνού προς αυτή την κατεύθυνση ήσαν τέλεια χρωματισμένοι με μωβ και κόκκινο. Η κατάβαση ήταν μακρά και απότομη κι έτσι για ένα κομμάτι τού δρόμου αφίππευσαν και άφησαν τα άλογα να τούς ακολουθούν. Επίσης το έδαφος ήταν γυμνό, εκτός από εκεί όπου ήταν αραιά ντυμένο με τούς άγριους θάμνους τής παλλούρια που αγαπά τη ζέστη, γιατί η νότια πλευρά των βουνών σε αυτά τα μέρη είχε συνήθως λιγότερη βλάστηση απ’ όσο η βορεινή, λόγω τής έκθεσής της στον ήλιο. Τελικά έφτασαν στην κοιλάδα, εκεί ακριβώς όπου η πεδιάδα τού Μαρσοβάν σχημάτιζε γωνία και το ποτάμι που την αποστράγγιζε κυλούσε έξω, κατευθυνόμενο στη συμβολή του με τον Ίρι. Εδώ βρήκαν το καλύτερο κομμάτι τού δρόμου που είχαν δει ποτέ στην Τουρκία, μεγάλο και με καλό οδόστρωμα, που αποτελούσε μέρος υπό κατασκευή δρόμου από τη Σαμσούν στην Αμάσεια. Όμως, όπως τα περισσότερα από αυτά τα σχέδια, το μεγαλύτερο μέρος του υπήρχε μόνο στα χαρτιά. Η κοιλάδα σταδιακά γινόταν σχεδόν φαράγγι από την κλίση με την οποία οι βράχοι υψώνονταν και στις δύο πλευρές. Όμως στην περιοχή τού ρεύματος ήταν γεμάτη με την πιο λαμπρή βλάστηση, αμπέλια, καρυδιές, λεύκες και μουριές, όπου το τελευταίο αυτό δένδρο καλλιεργούνταν για το μετάξι, το οποίο, αν και σε μικρότερη κλίμακα απ’ όση στο παρελθόν, εξακολουθούσε να παράγεται στην Αμάσεια.
Κοιτάζοντας από πάνω, από τα ορεινά υψώματα, είχαν παρατηρήσει από κάτω τους, στον νότο, αυτό που έμοιαζε με συνάντηση στενών φαραγγιών και εδώ τούς έλεγαν ότι ήταν η περιοχή τής Αμάσειας. Σε αυτό το σημείο πλησίαζαν τώρα και καθώς ο ποταμός που ακολουθούσαν πλησίαζε στη συμβολή του με τον Ίρι, η κοιλάδα άνοιγε, για να σχηματίσει μικρή τριγωνική πεδιάδα, η οποία αρδευόταν και καλλιεργούνταν προσεκτικά. Καθώς την κύκλωναν, υψωνόταν από πάνω τους, στα δεξιά τους, μάζα απόκρημνου βράχου, που είχε στο πάνω μέρος της τείχη και προμαχώνες μεσαιωνικού κάστρου. Όταν προχώρησαν λίγο ακόμη, είχαν μια πρώτη θέα τής πόλης, μέρος τής οποίας φαινόταν να ανεβαίνει τις πλαγιές στην απέναντι πλευρά τού Ίρι. Στη συνέχεια πέρασαν αυτό το ποτάμι από πέτρινη γέφυρα και ανέβηκαν τη δεξιά του όχθη μέσα από την πόλη, περνώντας από πολλούς μεγάλους τροχούς, που περιστρέφονταν από το νερό και χρησιμοποιούνταν για την άρδευση των γειτονικών κήπων. Από αυτούς οι σκέψεις τους γύρισαν πίσω στη Βερόνα και στους νερόμυλους τού Αδίγη, μόνο που εκείνοι σε αυτό το μέρος ήσαν πολύ μεγαλύτερης κλίμακας. Ο Ίρις εδώ είχε πλάτος 60 περίπου πόδια [20 περίπου μέτρα], και παρόλο που η στάθμη του νερού ήταν χαμηλή εκείνη την εποχή, λόγω τής ασυνήθιστης ζέστης, φαινόταν όμως να υπάρχει κάποιο μικρό βάθος, γιατί σε ένα μέρος είδαν άλογα να κολυμπούν σε αυτόν, ενώ ένας άνθρωπος που τα ακολουθούσε, κολυμπούσε επίσης. Το ρεύμα του ήταν θολό, θαμπού υπόλευκου χρώματος, μη δικαιολογώντας το τουρκικό όνομα Γεσίλ Ιρμάκ ή Πράσινος Ποταμός.
Το χάνι στο οποίο ανέλαβαν διαμονή, επιμήκης δομή χτισμένη γύρω από εσωτερική αυλή, με στάβλους κάτω και βεράντα πάνω, που παρείχε πρόσβαση σε πολλά δωμάτια, είχε πρόσοψη στο ποτάμι και έβλεπε ακριβώς απέναντι τούς περίφημους «Τάφους των Βασιλέων», οι οποίοι ήσαν το κύριο αντικείμενο τής επίσκεψής τους. Σε αυτό το σημείο το ποτάμι κυλούσε σχεδόν ανατολικά και δυτικά, αλλά πριν φτάσει στη γέφυρα από την οποία μπήκαν, έκανε σημαντική στροφή προς τα βόρεια. Οι βράχοι, που αποτελούνταν από κόκκινο και γκρίζο ασβεστόλιθο, υψώνονταν σε μεγάλο ύψος και στις δύο πλευρές. Εκείνοι προς νότο ήσαν οι ψηλότεροι, φτάνοντας ίσως τα 2.000 πόδια [700 περίπου μέτρα], αλλά ήσαν λιγότερο απότομοι και στις χαμηλότερες πλαγιές τους ήταν χτισμένο το μεγαλύτερο μέρος τής πόλης, παρουσιάζοντας όμορφη εμφάνιση από τα πολλά δένδρα που ήσαν διασκορπισμένα ανάμεσα στα σπίτια. Από την αντίθετη πλευρά, οι βράχοι, στην όψη των οποίων είχαν σκαφτεί οι «Τάφοι», υψώνονταν πολύ απότομα, μέχρι που οι κορυφές τους στεφανώνονταν από το κάστρο που είχαν ήδη δει από το πίσω μέρος. Αυτό φαινόταν να καταλαμβάνει δύο ξεχωριστά υψώματα, τα οποία συνδέονταν με ράχη. Κοντά στο χάνι τους ο ποταμός διασχιζόταν από άλλη γέφυρα χτισμένη από ξύλο, αλλά η υποδομή της ήταν από πέτρα και εδραζόταν σε αψίδες, οι οποίες, από τη συμπαγή τους κατασκευή, φαινόταν ότι ήσαν τής Ρωμαϊκής περιόδου. Ξεπρόβαλλαν λίγο μόνο από την επιφάνεια τού νερού και τις περισσότερες εποχές τού έτους πρέπει να καλύπτονταν. Όμως ανάμεσα από τις αψίδες υψώνονταν βάθρα, τα οποία, αν και τώρα σπασμένα, πρέπει προφανώς να υπηρετούσαν την υποστήριξη μιας πιο πάνω γέφυρας. Σε κάποια απόσταση από τη γέφυρα το φαράγγι άνοιγε προς άλλη μικρή πεδιάδα, από την οποία περνούσε το ποτάμι πριν φτάσει στην πόλη. Ήταν υπέροχη θέση και τούς θύμισε εκείνη τού Μπεράτ στην Αλβανία, το οποίο βρισκόταν σε παρόμοια ρεματιά, με ποτάμι που κυλούσε ανάμεσά του, μεταξύ πάνω και κάτω πεδιάδας, έχοντας ψηλά απότομο βράχο-κάστρο στη βόρεια πλευρά του. Αλλά η Αμάσεια υπέφερε πολύ, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, από ακραίες θερμοκρασίες και το καλοκαίρι έμοιαζε με φούρνο. Η ζέστη λοιπόν θα ήταν αφόρητη, αν δεν μετριαζόταν προς το βράδυ από το δροσερό αεράκι που ανέβαινε από την κοιλάδα. Ο πληθυσμός τού τόπου υπολογιζόταν σε 20.000 κατοίκους.
Από την Αμάσεια στον Αλατζά (1879)
Η επόμενη μέρα (20 Ιουλίου) ήταν αφιερωμένη στα αξιοθέατα τής Αμάσειας, αλλά καθώς πρωταρχικό μέλημα ήταν να υπάρξει πρόβλεψη για τη συνέχεια τού ταξιδιού τους, αποφάσισαν πρώτα να επισκεφτούν τον πασά, προκειμένου να εξασφαλίσει άλογα.7 Η επίσημη κατοικία του βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την άλλη πλευρά τού ρέματος. Καθώς προχωρούσαν προς τα εκεί, πολλοί γύπες, οι οδοκαθαριστές τής πόλης, γύριζαν πάνω από τα κεφάλια τους. Ήταν υπέροχα πουλιά, εντελώς αντίθετα από τα αποκρουστικά δείγματα αυτής τής φυλής για τα οποία οι άνθρωποι έχουν παραδοσιακή αντιπάθεια και πολύ πιο όμορφα από αετούς, όπως στη συνέχεια ανακάλυψαν από συχνή σύγκριση στα πιο άγρια τμήματα της Αρμενίας, όπου οι γύπες και οι αετοί ήσαν ανάμεσα στα πιο συνηθισμένα πουλιά. Αυτοί οι γύπες-οδοκαθαριστές λεγόταν ότι έτρωγαν μόνο ψοφίμια κι έτσι δεν υπάρχει φόβος να αρπάζουν κότες και αρνιά. Μάλιστα, αν δεν συνέβαινε αυτό, δύσκολα θα τούς ανέχονταν στις ανατολίτικες πόλεις. Οι άγριοι γύπες στα βουνά, από την άλλη πλευρά, όπως τούς είπαν, διέπρατταν μεγάλες διαρπαγές σε αυτά τα μέρη, ιδιαίτερα κατσίκες, τις οποίες παρακολουθούσαν μέχρι να φτάσουν σε προεξέχοντα βράχο και τότε, ορμώντας προς τα κάτω, τις χτυπούσαν δυνατά και τις έριχναν στον γκρεμό. Βρήκαν το κονάκι τού πασά να είναι ευρύχωρο κτίριο με μεγάλα δροσερά δωμάτια και εδώ η εξοχότητά του τούς υποδέχτηκε με μεγάλη φιλικότητα. Κατά τη διάρκεια τής συζήτησης, γιατί καθυστέρησαν εκεί πολύ, όσο γίνονταν ερωτήσεις για άλογα, καθώς και για την πιο επιθυμητή διαδρομή προς Γιοζγκάτ, που θα τούς επέτρεπε να επισκεφθούν κάποιες σημαντικές αρχαιότητες στον δρόμο, ο πασάς τούς ενημέρωσε ότι τέσσερα χρόνια πριν, τον μήνα Μάρτιο, συνέβη μεγάλη πλημμύρα τού Ίρι, όταν το ποτάμι ξεχείλισε από τις όχθες του, που εδώ βρίσκονταν δεκαπέντε πόδια πάνω από το νερό κα ήταν εγκιβωτισμένες με πέτρα, και παρέσυρε μισή ξύλινη γέφυρα, η οποία διέσχιζε το ποτάμι σε αυτό το σημείο. Τα ερείπιά της ήσαν ακόμη ορατά, γιατί ποτέ δεν επισκευάστηκε. Όταν τον ρώτησε ο Τόζερ για τις επιπτώσεις τού ρωσικού πολέμου επί τού πληθυσμού αυτής τής περιοχής, απάντησε ότι 15.000 άνδρες είχαν πάει στον πόλεμο από το σαντζάκι τής Αμάσειας, αλλά από αυτούς μόνο ένας στους δέκα είχε επιστρέψει. Η απώλεια λοιπόν σε εργατικά χέρια ήταν πολύ μεγάλη για την περιοχή.
Από τον πασά άκουσαν για πρώτη φορά για την αποστολή προξένων από την Αγγλία στη Μικρά Ασία και την Αρμενία. Είπε ότι καταλάβαινε ότι έρχονταν εκπρόσωποι σε όλες τις μεγάλες πόλεις τού εσωτερικού, αν και δεν είχαν φτάσει ακόμη. Αργότερα διαπίστωσαν ότι οι περισσότεροι από αυτούς είχαν προηγηθεί από τούς ίδιους μερικές εβδομάδες και είχαν την ευκαιρία να επισκεφτούν πολλούς στους νέους τομείς καθηκόντων τους. Το σύστημα σύμφωνα με το οποίο διορίζονταν, ήταν από κάποιες απόψεις πρωτότυπο, γιατί ο τόπος διαμονής τους δεν προσδιοριζόταν σε οποιαδήποτε πόλη, όπως συνέβαινε με τούς παλιούς προξένους, αλλά καθένας τους είχε είδος περιοδεύουσας αποστολής μέσα σε ορισμένη περιοχή, ώστε να μπορεί να μετακινείται από τόπο σε τόπο και να παραμένει για περιορισμένο διάστημα σε διάφορες πόλεις, προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες και να ασκήσει εκείνη την απροσδιόριστη επιρροή που συνδεόταν με το προξενικό αξίωμα. Επίσης ήσαν όλοι στρατιωτικοί, επιλεγμένοι από διαφορετικούς κλάδους τής υπηρεσίας. Ο Τόζερ δεν μπορούσε να ξέρει ποιος ήταν ο λόγος που διόριζαν αξιωματικούς τού στρατού, αλλά ειλικρινά μπορούσε να πει, ότι δεν πίστευε ότι μπορούσε να είχε γίνει καλύτερη επιλογή. Τούς βρήκαν όχι μόνο ικανούς, συνετούς και ενεργητικούς άνδρες, αλλά και ανοιχτόμυαλους και χωρίς προκαταλήψεις, έτοιμους να κοσκινίσουν αμερόληπτα τα στοιχεία που έφταναν ενώπιόν τους και ούτε να υπερβάλλουν τις καταγγελίες, ούτε να μετριάζουν τις καταχρήσεις. Τέτοιοι άνθρωποι πρέπει να ήσαν πάντοτε χρήσιμοι σε χώρες όπως η Τουρκία, γιατί η παρουσία τους ήταν διαμαρτυρία εναντίον τής αδικίας και τούς φοβούνταν για την ευθύτητά τους και τη δύναμή τους να αναφέρουν παραπτώματα στα κεντρικά γραφεία. Η μόνη ατυχία που συνδεόταν με τον διορισμό τους, ήταν οι συνθήκες υπό τις οποίες έγινε, γιατί, ακολουθώντας, όπως συνέβη, τον απόηχο τής ανάληψης από την Αγγλία ενός προτεκτοράτου των ασιατικών επαρχιών τής Τουρκίας, αυτός έδωσε αφορμή για τις πιο υπερβολικές προσδοκίες από μέρους των ντόπιων. Παντού βρήκαν να επικρατεί η ιδέα ότι οι Άγγλοι είχαν έρθει να κυβερνήσουν τη χώρα, ενώ παντού, τουλάχιστον στη Μικρά Ασία, η φήμη χαιρετιζόταν με ικανοποίηση. Έτσι στη Σίβας τούς είπαν ότι δεκαπέντε μέρες μετά την άφιξη τού συνταγματάρχη Ουίλσον, τού γενικού προξένου στον τόπο αυτόν, ένας χωρικός ακούστηκε να λέει ότι «ο Ινγκιλίζ (Άγγλος) πασάς πρέπει να είναι εξαιρετικά καλής φύσης άνθρωπος, γιατί όλοι ξέρουν ότι κυβερνά τη χώρα και ότι όλη η εξουσία βρίσκεται στα χέρια του και παρ’ όλα αυτά επιτρέπει στον Τούρκο πασά να διατηρεί τη θέση και τον τίτλο του». Πίστευαν ότι οι καταχρήσεις θα έφταναν σύντομα σε τέλος και ότι θα ξεκινούσε περίοδος ευημερίας. Φυσικά, αυτές οι ελπίδες ήσαν καταδικασμένες σε απογοήτευση, αμέσως μόλις διαπιστώθηκε ότι οι Άγγλοι αξιωματούχοι δεν είχαν κανενός είδους καθήκοντα διοίκησης.
Ζήτησαν από τον πασά να τούς δώσει έναν ζαπτιέ, ο οποίος θα λειτουργούσε ως οδηγός τους για την επίσκεψη στις αρχαιότητες. Την καθορισμένη ώρα το απόγευμα, αυτός ο αξιωματούχος παρουσιάστηκε στο χάνι. Ήταν ευπαρουσίαστος άντρας, με ευχάριστη όψη, ενώ καθώς ήταν ευφυής και άνθρωπος τού τόπου, ήταν εξοικειωμένος με τις διάφορες τοποθεσίες και αποδείχθηκε ευχάριστος και εξυπηρετικός σύντροφος. Διασχίζοντας την ξύλινη γέφυρα στην περιοχή τής κατοικίας τους, ανέβηκαν μέσα από τα στενά δρομάκια εκείνου τού τμήματος τής πόλης που βρισκόταν στους πρόποδες τού κάστρου-λόφου, από σκάλα με πέτρινα σκαλοπάτια, τα οποία, με τη χρήση τής γνωστής ανατολίτικης στρογγύλευσης των αριθμών, αναφέρονταν ως σαράντα. Ξεπροβάλλοντας ανάμεσα στα κτίρια, έφτασαν σε γραμμή των παλαιών τειχών, εν μέρει από την εποχή τού βασιλείου τού Πόντου, εν μέρει μεσαιωνικών, σαρακηνικών ή σελτζουκικών, σε σημείο όπου είχε ανοιχτεί πέρασμα ανάμεσά τους. Μερικοί από τούς πύργους που ανήκαν σε αυτά τα τείχη ήσαν υπέροχοι, ενώ ο Τόζερ μέτρησε μέχρι και τριαντατρείς σειρές αρχαίας τοιχοποιίας. Αυτά ήσαν τα τείχη που αναφέρει ο Στράβων ότι κύκλωναν το παλάτι και τούς βασιλικούς τάφους, ενώ εξυπηρετούσαν τον περαιτέρω σκοπό τού ελέγχου τής προσέγγισης σε απότομη και στενή ρεματιά, από την οποία υπήρχε δυνατότητα ανάβασης στην ακρόπολη πιο πάνω: «Η δική μου πόλη βρίσκεται σε μεγάλη βαθιά κοιλάδα, μέσω τής οποίας ρέει ο Ίρις ποταμός. Από ανθρώπινη πρόνοια αλλά και από τη φύση είναι αξιοθαύμαστα φτιαγμένη πόλη, παρέχοντας ταυτόχρονα τα πλεονεκτήματα τής πόλης και τού φρουρίου. Πρόκειται για ψηλό και απόκρημνο βράχο, που κατεβαίνει απότομα προς το ποτάμι, έχοντας στη μια πλευρά το τείχος στο χείλος τού ποταμού, όπου έχει κτιστεί η πόλη, και στο άλλο το τείχος που ανηφορίζει και από τις δύο πλευρές προς τις κορυφές».8 Οι γραμμές των οχυρώσεων που κατέβαιναν από αυτή την ακρόπολη και στις δύο πλευρές, προχωρούσαν μόνο κατά μήκος εκείνων των τμημάτων των βράχων, όπου ήταν δυνατή η αναρρίχηση σε αυτούς. Θα παρατηρούσε παρεμπιπτόντως σε σχέση με την ιστορία αυτής τής ακρόπολης, ότι τα τείχη της καταστράφηκαν από τον Πομπήιο, όταν κατέλαβε την πόλη στον Μιθριδατικό Πόλεμο και ότι στη συνέχεια αντιστάθηκε στον μεγάλο Ταμερλάνο κατά τη διάρκεια επτάμηνης πολιορκίας, ύστερα από τη νίκη τού τελευταίου επί τού σουλτάνου Βαγιαζήτ στη μάχη τής Αγκύρας.
Το παλάτι βρισκόταν σε επίπεδη εξέδρα, η οποία δημιουργούνταν σε αυτό το σημείο από προβολή των βράχων, σε ωραία θέση, με θέα στο ποτάμι και την πόλη. Οι Τάφοι των Βασιλέων ήσαν πέντε, σχηματίζοντας δύο ομάδες, που χωρίζονταν από τη χαράδρα και απείχαν εκατοντάδες πόδια ο ένας από τον άλλο. Από απόσταση έμοιαζαν με μεγάλους φούρνους φτιαγμένους από το χέρι κάποιου γίγαντα, ενώ μια πιο κοντινή επιθεώρηση υποδήλωνε ομοιότητα με τεράστιες σαρκοφάγους στρογγυλεμένες στην κορυφή. Ήσαν όλοι σκαλισμένοι στους κατακόρυφους βράχους και παρουσίαζαν ως επί το πλείστον τα ίδια χαρακτηριστικά. Την προσέγγιση διαμόρφωνε αριθμός φαρδιών σκαλοπατιών, εν γένει τριών έως έξι. Ύστερα ακολουθούσε ορθογώνιος προθάλαμος, υποχωρώντας με θολωτή στέγη μέσα στον βράχο, στην εσωτερική πλευρά τού οποίου υπήρχε λεία επιφάνεια πέτρας, που σχημάτιζε το μπροστινό μέρος τού τάφου. Στη μέση αυτής τής όψης, σε σημαντικό ύψος από το έδαφος, μερικές φορές όσο το μισό τού ύψους από την κορυφή μέχρι κάτω, υπήρχε τετράγωνης κεφαλής πύλη, μέσω τής οποίας ήταν η είσοδος.
Μέσα υπήρχε θάλαμος μετρίου μεγέθους, με χαμηλό πέτρινο κάθισμα ή ντιβάνι που έτρεχε γύρω του. Το μήκος τής όψης, σε γενικές γραμμές, ήταν από 25 έως 35 πόδια, ενώ το ύψος τής οροφής ήταν συνήθως τα τρία τέταρτα περίπου τού μήκους.
Όλα αυτά που έχουν περιγραφεί ήσαν λαξευμένα στη συμπαγή πέτρα, αλλά είχαν την περαιτέρω ιδιαιτερότητα ότι είχαν αποσπαστεί γύρω-γύρω, στις πλευρές, πίσω και πάνω, ώστε να ακουμπούν στο βράχο μόνο με τη βάση τους. Για κάποιους τάφους αυτό ίσχυε ανεπιφύλακτα, άλλοι όμως συνδέονταν εν μέρει με την πέτρα από πάνω τους. Σκοπός αυτού φαίνεται ότι ήταν να αποτρέπουν την υγρασία που προκαλούνταν από την διείσδυση. Ταυτόχρονα, όπως υποδείκνυε ο κ. Περό, η μεγαλύτερη αυθεντία για αυτά τα μνημεία,9 το είδος τού πλαισίου που σχηματιζόταν έτσι βοηθούσε να αυξάνεται η εντύπωση από απόσταση. Τώρα ήσαν σχεδόν στερημένοι από στολίδια, ενώ αν και αρκετοί εξερευνητές έλεγαν ότι είχαν βρει κομμάτια από λαξευτή πέτρα στα συντρίμμια κάτω από ορισμένους από αυτούς, ποτέ δεν θα είχαν πολύ αρχιτεκτονικό διάκοσμο. Οι τρύπες όμως, που φαίνονταν σε τακτά διαστήματα κατά μήκος των όψεων, αποτελούσαν σαφή απόδειξη ότι καλύπτονταν, ολικά ή μερικά, από μεταλλικές πλάκες.
Σκαρφαλώνοντας σε μερικά σπασμένα σκαλοπάτια πίσω από τον χώρο τού βασιλικού παλατιού, έφτασαν στην πλησιέστερη ομάδα τάφων. Ήσαν τρεις και από αυτούς ο πρώτος βρισκόταν σε κάπως χαμηλότερο επίπεδο, ενώ οι άλλοι δύο, που ήσαν δίπλα-δίπλα, φαίνονταν να σχηματίζουν ζεύγος.
Η Αμάσεια από τούς τάφους των βασιλέων τού Πόντου
(φωτ. Κ. Παραδεισόπουλος, Αύγουστος 2014)
Η φωταγωγημένη Αμάσεια τη νύχτα
(φωτ. Ν. Παραδεισόπουλος, Αύγουστος 2014)
Αμάσεια: Τάφος βασιλέων (Τόζερ 1879)
Όλοι τους ήσαν λιγότερο τέλειοι στην εκτέλεσή τους από εκείνους που είδαν στη συνέχεια, ενώ οι δύο πρώτοι δεν ήσαν εντελώς αποσπασμένοι από τον περιβάλλοντα βράχο. Αφού τούς εξέτασαν, κατέβηκαν στη χαράδρα από απότομο μονοπάτι και διασχίζοντάς την ανέβηκαν πάλι κατά μήκος τού γκρεμού σε πιο υπερυψωμένο σημείο, όπου δύο άλλοι σχημάτιζαν τη δεύτερη ομάδα. Ο πιο πέρα από αυτούς ήταν ο ψηλότερος από τούς δύο και η επικοινωνία μεταξύ τους γινόταν μέσω σκάλας με απότομα και ολισθηρά σκαλοπάτια κομμένα στην όψη τού βράχου, ο οποίος ήταν τόσο απότομος, που σε ένα σημείο το πέρασμα είχε φτιαχτεί με κούφωμα τού βράχου, με την προστασία στηθαίου στην εξωτερική πλευρά. Αυτοί οι δύο στέκονταν 300 τουλάχιστον πόδια πάνω από το ποτάμι και η θέα τού φαραγγιού κάτω τους ήταν πολύ εντυπωσιακή. Ήσαν σε μεγαλύτερη κλίμακα από τούς τρεις τής προηγούμενης ομάδας και ξεχώριζαν για το φινίρισμα τής εκτέλεσής τους.
Επιστρέφοντας στη γέφυρα, πρόσεξαν απέναντι από το χάνι τους άλλον τάφο στα βράχια, μικρότερο και χαμηλότερα από τούς τάφους των βασιλέων, ενώ αφού πέρασαν αυτόν προχώρησαν μέσα από την πόλη, ακολουθώντας την όχθη τού ποταμού, στην ίδια διαδρομή από την οποία είχαν μπει. Σε κάποιο σημείο σταμάτησαν για να εξετάσουν όμορφο κτίριο τής περιόδου των Σελτζούκων, με όμορφη σαρακηνική πύλη, την οποία ο ζαπτιές τους αποκάλεσε με το όνομα τού Τιμούρ Χαν (Ταμερλάνου). Η πόρτα τής εισόδου ήταν κλειστή, αλλά μέσα από αυτήν μπορούσαν να δουν ότι υπήρχε κεντρική αυλή στο εσωτερικό και σε κάθε πλευρά της σειρά πυλώνων, οι οποίοι σε συνδυασμό με τα εξωτερικά τοιχώματα στήριζαν πάνω όροφο, ρύθμιση την οποία στη συνέχεια συνάντησαν πολλές φορές σε κτίρια αυτού τού ύφους στη Μικρά Ασία. Φαινόταν ότι προοριζόταν για νοσοκομείο. Στη συνέχεια ξαναδιέσχισαν το ποτάμι από το πέτρινο γεφύρι και προχώρησαν για κάποια απόσταση μέσα από φυτείες μουριάς, οι οποίες πρόσφεραν ευγνώμονα σκιά από τον καύσωνα τού ήλιου, μέχρι που έφτασαν στον παραπόταμο που κατέβαινε από την πεδιάδα τού Μαρσοβάν.
Ακολουθώντας τον δρόμο από εκεί προς μέρος όπου ψηλά βράχια προσέγγιζαν το ρεύμα τού Ίρι, δύο περίπου μίλια από την πόλη, έφτασαν στον μεγαλύτερο απ’ όλους τούς τάφους, που βρισκόταν στην άκρη τού δρόμου, είχε σκαφτεί με τον ίδιο τρόπο όπως οι άλλοι και κατασκευαστεί με το ίδιο σχέδιο. Η εκτέλεση αυτού τού τάφου ήταν απολύτως τέλεια και τα τοιχώματα τής διόδου που έτρεχαν γύρω από τις πλευρές και στο πίσω μέρος τού επιτύμβιου θαλάμου ήσαν τόσο γυαλισμένα, ώστε να παρουσιάζουν σχεδόν υαλώδη επιφάνεια, από την οποία πήρε από τούς ντόπιους το όνομα «η Σπηλιά τού Καθρέφτη». Μόνο αυτό από όλα τα μνημεία έφερε επιγραφή, γιατί πάνω από την πόρτα τής εισόδου, η οποία εδώ βρισκόταν ψηλότερα από το κέντρο τού τοίχου, ήταν σκαλισμένο με μεγάλα γράμματα
Αμάσεια: Επιγραφή στον Τάφο τής «Σπηλιάς τού Καθρέφτη» (Τόζερ 1879)
δηλαδή «Αρχιερέας τής Μητέρας Γης», όπου ο τάφος είχε προφανώς ανεγερθεί για τον επικεφαλής ενός από εκείνα τα σημαντικά ιερατεία, για τα οποία ο Στράβων γράφει ότι είχαν υπάρξει σε αυτό το μέρος τού Πόντου:10
Αμάσεια: Ο Τάφος τής «Σπηλιάς τού Καθρέφτη»
(φωτ. Ν. Παραδεισόπουλος 2014)
Διακρίνεται σε τρεις γραμμές η επιγραφή ΓΗΣ ΑΡΧIΙΕΡΕΥΣ
«Τα Κόμανα λοιπόν είναι πολυάνθρωπη πόλη και αποτελούν αξιόλογο εμπορικό κέντρο για τούς ανθρώπους από την Αρμενία. Την εποχή των «εξόδων» τής θεάς συγκεντρώνονται εκεί άνθρωποι από παντού, από τις πόλεις και την ύπαιθρο, άνδρες και γυναίκες, για να παρακολουθήσουν τη γιορτή. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, οι οποίοι, σύμφωνα με τάμα που έχουν κάνει, ζουν πάντοτε εκεί, κάνοντας θυσίες προς τιμή τής θεάς. Οι κάτοικοι ζουν πολυτελώς, ενώ όλα τα κτήματά τους είναι οινόφυτα. Υπάρχει πλήθος γυναικών που προσφέρουν το κορμί τους, οι περισσότερες από τις οποίες είναι αφιερωμένες στη θεά. Κατά κάποιο λοιπόν τρόπο η πόλη είναι μικρή Κόρινθος, γιατί κι εκεί, λόγω τού πλήθους των εταιρών που ήσαν αφιερωμένες στην Αφροδίτη, οι ξένοι προσέρχονταν και συνεόρταζαν σε μεγάλους αριθμούς. Οι έμποροι και οι στρατιωτικοί που πήγαιναν εκεί καταξόδευαν όλα τα χρήματά τους, έτσι ώστε η ακόλουθη παροιμία βγήκε γι’ αυτούς: «οὐ παντός ἀνδρός εἰς Κόρινθόν ἐσθ’ ὁ πλοῦς», δηλαδή το ταξίδι στην Κόρινθο δεν είναι για κάθε άνδρα».
Στην όψη αυτού τού τοίχου υπήρχαν επίσης ίχνη βυζαντινών τοιχογραφιών, γιατί μέσα στα γράμματα τής παλαιάς επιγραφής φαινόταν το κεφάλι αγίου με χρυσό φωτοστέφανο και κάτω από αυτό στεκόταν μορφή πλήρους μήκους. Όποια και αν ήταν η χρονολογία αυτών, πρέπει σίγουρα να προηγούνταν τής μωαμεθανικής κατάκτησης τής χώρας, γιατί η αναπαράσταση τέτοιων αντικειμένων δεν θα γινόταν ανεκτή ύστερα από εκείνη την εποχή.
Το ερώτημα που τίθεται τώρα, ήταν σε ποια περίοδο ανήκουν αυτά τα αξιόλογα μνημεία; Ο Στράβων μιλά ρητά για εκείνα μέσα από το τείχος ως «τούς τάφους των βασιλέων», οπότε οι ηγεμόνες που αναφέρονται εδώ, καθώς η διατύπωση προερχόταν από συγγραφέα τής εποχής τού Αυγούστου, ο οποίος γεννήθηκε στην Αμάσεια και έζησε εκεί, καθώς επίσης επειδή και το παλάτι αναφέρεται στην ίδια πρόταση, δεν ήταν δυνατό να ήταν άλλοι από εκείνους τής ιστορικής γενεαλογίας των βασιλέων τού Πόντου.
Στηριζόμενος κυρίως σε αυτή την αυθεντία, ο κ. Περό τούς απέδιδε σε αυτή τη δυναστεία και εφιστούσε την προσοχή στο γεγονός ότι ο αριθμός των τάφων αντιστοιχούσε στους πέντε ηγεμόνες που κυβέρνησαν στην Αμάσεια, πριν μεταφερθεί η έδρα τής κυβέρνησης στη Σινώπη [Perrot, Exploration, σελ. 370-371]. Καθώς το βασίλειο ιδρύθηκε από τον Αριοβαρζάνη το 363 π. Χ. και η Σινώπη καταλήφθηκε από τον Φαρνάκη Α’ το 183 π. Χ., αυτό τοποθετεί τη χρονολόγησή τους από τα μέσα τού 4ου μέχρι τις αρχές τού 2ου π. Χ. αιώνα. Ο Δρ Μπαρθ υιοθετούσε την τελευταία αυτή χρονολόγηση για τούς δύο δυτικότερους τάφους, αλλά θεωρούσε τούς τρεις που αποτελούσαν την άλλη ομάδα, λόγω τής απλότητας τής κατασκευής τους, όχι μεταγενέστερους τού 5ου π. Χ. αιώνα, κάνοντάς τους έτσι παλαιότερους από το βασίλειο [Barth, Reise von Trapezunt nach Skutari, σελ. 32, 33]. Αυτή η άποψη δεν διέφερε πολύ από εκείνη τού Κερ Πόρτερ [την οποία διαβάσαμε στη δεύτερη ενότητα αυτού τού βιβλίου], τού πρώτου ταξιδιώτη που φαινόταν ότι είχε δώσει προσοχή στις αρχαιότητες τής Αμάσειας. Σημείωνε την ομοιότητά τους με τούς πρώιμους τόπους ταφής που είχε δει στην Περσία και παρατηρώντας ότι η περιοχή αυτή αποτελούσε μέρος τής τρίτης σατραπείας τού Δαρείου Υστάσπη, διατύπωνε την άποψη ότι οι απλούστεροι τάφοι εισήχθησαν από την Περσία, ενώ ο τελευταίος ήταν απομίμησή τους από τούς ηγεμόνες τής γενεαλογίας τού Μιθριδάτη [Ker Porter, Travels in Georgia, etc., II, σελ. 711]. Ο κ. Τεξιέ απέφευγε τις εικασίες επί τού θέματος, λόγω τής απουσίας οποιουδήποτε χαρακτηριστικού στην κατασκευή τους, το οποίο θα βοηθούσε στον προσδιορισμό της [Texier, Asie Mineure, σελ. 604]. Ο Τόζερ από τη δική του πλευρά απέρριπτε την παραπομπή σε ακόμη μεγαλύτερη αρχαιότητα, ιδιαίτερα έχοντας δει τις αίθουσες στο κάστρο-βράχο τής Βαν στην Αρμενία, λόγω τής ακραίας απλότητας και τής ελευθερίας τους από την επιρροή οποιουδήποτε στυλ τέχνης, αν δεν υπήρχε η ελληνική επιγραφή στον τάφο τού αρχιερέα. Αλλά αυτή, η οποία αναμφίβολα ήταν τής ίδιας ηλικίας με το ίδιο το μνημείο, ήταν προφανώς μεταγενέστερης χρονολογίας, αφού δεν υπήρχαν σημάδια αρχαϊσμού στα γράμματα. Και ήταν απολύτως απίθανο ότι τέτοια εργασία όπως ο τάφος θα είχε εκτελεστεί τότε κατ’ απομίμηση αντικειμένων, η ιστορία των οποίων είχε χαθεί. Τα στοιχεία αυτά, λαμβανόμενα σε σχέση με εκείνα τού Στράβωνος, φαινόταν σχεδόν να διευθετούν το ζήτημα. Ταυτόχρονα η εικασία ότι η ιδέα αυτών των βράχων-τάφων ήρθε από την Περσία ήταν πολύ πιθανή.
Έχοντας αναφέρει το όνομα τού Στράβωνος, δεν μπορούμε να αποφύγουμε εδώ στη γενέτειρά του να υποβάλουμε φόρο τιμής σε αυτόν τον μεγάλο συγγραφέα, στον οποίο χρωστά τόσα πολλά καθένας που ενδιαφέρεται για την αρχαία γεωγραφία. Δεν είναι εδώ το κατάλληλο μέρος για να μιλήσουμε για τα γραπτά του γενικά. Αλλά πρέπει τουλάχιστον να επιστήσουμε την προσοχή στην ποιότητα τής περιγραφής του για την Αμάσεια. Πρόκειται για υπόδειγμα συντομίας, αφού υπήρχε ο πειρασμός να επεκταθεί σε αντικείμενα με τα οποία ήταν τόσο εξοικειωμένος, ενώ ταυτόχρονα είναι τόσο σαφής και ακριβής, που όλα σχεδόν όσα αναφέρει είναι δυνατόν να προσδιοριστούν εύκολα.
Επιστρέφοντας από το Σπήλαιο τού Καθρέφτη, διέσχισαν τον Ίρι σε σημείο όπου είχε φτιαχτεί φράγμα εγκάρσια στη ροή του για σημαντική απόσταση. Ο ζαπτιές τους, που τούς οδηγούσε από αυτόν τον δρόμο, πρέπει να είχε κάποια εμπιστοσύνη στις δυνατότητές τους να σκαρφαλώνουν, γιατί το τελευταίο μέρος τής διαδρομής έγινε κατά μήκος κεκλιμένου επιπέδου, αποτελούμενου από πασσάλους που προεξείχαν από το νερό, όπου κάθε γλίστρημα θα ήταν δυσάρεστο. Ανάμεσα σε αυτό και την πόλη τούς έδειξε παλαιά κρήνη στην άκρη τού δρόμου, στους τοίχους τής οποίας είχαν κατασκευαστεί πολλά αρχαία ελληνικά ανάγλυφα, που αναπαρίσταναν σκηνές κυνηγιού, αλλά με μικρή σχέση με αυτό που αναπαρίσταναν. Πέρασαν επίσης από δύο ακόμη τάφους που έμοιαζαν με τούς άλλους, αλλά μικρούς και όχι αποσπασμένους από τον βράχο. Λίγο πριν μπουν στην πόλη έστριψαν αριστερά και ανέβηκαν στον λόφο απέναντι από το κάστρο-βράχο, με σκοπό να επισκεφτούν τον Γερμανό πρόξενο, τον κ. Κρουγκ, το σπίτι τού οποίου βρισκόταν σε υπερυψωμένη θέση στα προάστια. Καθώς ανέβαιναν, άκουσαν τον ήχο δυνατού ύμνου να προέρχεται από γειτονικό κτίριο, ενώ ρωτώντας έμαθαν ότι ήταν εκκλησία που ανήκε σε σώμα Αρμενίων προτεσταντών, οι οποίοι βρίσκονταν σε σύνδεση με αμερικανική ιεραποστολή που έδρευε στο Μαρσοβάν και είχαν ντόπιο πάστορα. Ήσαν εκατό σε αριθμό και νωρίς το επόμενο πρωί αντιπροσωπεία οκτώ από τούς προκρίτους άνδρες τους τούς επισκέφτηκαν για να εκφράσουν την ικανοποίησή τους για την επίσκεψή τους στην Αμάσεια. Είπαν ότι καταλάβαιναν ότι ερευνούσαν τοπογραφικά για σιδηροδρομική γραμμή, η οποία θα τούς συνέδεε με τη θάλασσα και θα αποτελούσε μεγάλο πλεονέκτημα για τις εμπορικές τους συναλλαγές.
Το σπίτι τού προξένου ήταν ένα ευάερο αρχοντικό, ευχάριστα επιπλωμένο και από την ψηλή του θέση και τον βορεινό του προσανατολισμό λιγότερο εκτεθειμένο στη ζέστη απ’ όσο οι κατοικίες στην πόλη. Εδώ ζούσε με τον μικρότερο αδελφό του και τις αδελφές του. Ο πατέρας τους, ο οποίος είχε πια πεθάνει, εγκαταστάθηκε ως έμπορος στην Αμάσεια πριν από πολλά χρόνια και ίδρυσε ευημερούσα επιχείρηση, ειδικά στο εμπόριο τού μεταξιού. Οι γιοι του τον είχαν τώρα διαδεχθεί, ενώ αν και η καλλιέργεια μεταξιού σε αυτά τα μέρη είχε μειωθεί σημαντικά τον τελευταίο καιρό, λόγω ασθένειας στους μεταξοσκώληκες, οι ίδιοι είχαν κάνει ανοίγματα σε άλλους κλάδους εμπορίου, όπως, για παράδειγμα στην κατασκευή σπίρτων, την οποία είχαν ξεκινήσει πρόσφατα. Η εμφάνισή τους ήταν πολύ περισσότερο αγγλική απ’ όσο γερμανική και όταν ο Τόζερ το παρατήρησε, είπαν ότι ήσαν ελβετικής καταγωγής. Και οι δύο είχαν γεννηθεί εδώ και σπουδάσει στη Γερμανία. Ο μεγαλύτερος μιλούσε μόνο γερμανικά, αλλά ο νεότερος, ο οποίος είχε μείνει κάποιο διάστημα στην Ινδία, μιλούσε και αγγλικά. Κανένας τους δεν φαινόταν πάνω από τριάντα ετών. Ο Τόζερ εντυπωσιάστηκε βλέποντας πιάνο στο σπίτι τους και ακόμη περισσότερο όταν έμαθε ότι είχε μεταφερθεί ολόκληρο από τη Σαμσούν. Η Ανατολή όμως ήταν πάντοτε χώρα μεταφορέων, ενώ αργότερα στο ταξίδι τους, στο Μπιτλίς, στα σύνορα τής Αρμενίας και τού Κουρδιστάν, είδαν αρμόνιο που είχε μεταφερθεί εκεί από τη Μεσόγειο, μέσω Μεσοποταμίας, από τον δρόμο τού Χαλεπιού και τού Ντιγιάρμπακιρ. Από αυτούς τούς κυρίους πήραν πολλές πληροφορίες για τη χώρα, οι οποίες ίσως αξίζει τον κόπο να παρουσιαστούν τώρα.
Ο Τόζερ και ο σύντροφός του ρώτησαν πρώτα για τούς κατοίκους τής περιοχής από την οποία πέρασαν ύστερα από την αναχώρησή τους από τη Σαμσούν, παρατηρώντας ότι δεν ήσαν σε θέση να ξεχωρίσουν τούς χριστιανούς από τούς μωαμεθανούς. Αυτό, απάντησαν εκείνοι, δεν ήταν παράξενο, καθώς φορούσαν την ίδια ενδυμασία, συμπεριλαμβανομένου τού τουρμπανιού, αν και χρώματα που είχαν ιδιαίτερη σημασία, όπως το πράσινο και το λευκό, απαγορεύονταν για τούς χριστιανούς. Οι Τούρκοι όμως μπορούσαν γενικά να ξεχωρίζονται, καθώς είχαν πιο γεμάτα και πιο στρογγυλεμένα πρόσωπα, ενώ οι χριστιανοί πιο εξασθενημένα. Αυτοί οι τελευταίοι ήσαν Έλληνες, δηλαδή μέλη τής ελληνικής εκκλησίας, αν και γλώσσα τους ήταν η τουρκική, ενώ τελούσαν υπό τον επίσκοπο τής Σαμσούν, ο οποίος υπαγόταν στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Λίγοι μόνο Αρμένιοι υπήρχαν σε αυτά τα μέρη. Οι Έλληνες έφεραν όπλα όσο και οι Τούρκοι και ήσαν, αν μη τι άλλο, οι πιο άγριοι από τούς δύο. Όταν ο Τόζερ είπε ότι τού έκανε εντύπωση που δεν έβλεπαν εκκλησίες σε κανένα από τα χωριά, απάντησαν ότι υπήρχαν, αν και ήσαν πολύ ασήμαντα κτίρια. Όμως μέχρι πριν από πέντε χρόνια, αν κάποιος έχτιζε εμφανή εκκλησία, θα προκαλούσε αμέσως δίωξη. Αλλά τώρα τα πράγματα βρίσκονταν σε διαφορετική βάση. Επιβεβαίωσαν αυτό που είχαν παρατηρήσει για τη γονιμότητα τού εδάφους και την καλή ποιότητα των καλλιεργειών. Ήταν λάθος να πιστεύει κανείς ότι υπήρχε δυστυχία και στέρηση στη χώρα, γιατί τα αναγκαία για τη ζωή ήσαν πάρα πολύ φτηνά και δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Η Ανατολία ήταν πολύ πλούσια και παραγωγική χώρα και σχεδόν οτιδήποτε μπορούσε να παραχθεί σε αυτήν κάτω από καλή κυβέρνηση. Αναμφίβολα την εποχή τού λιμού, πριν από πέντε χρόνια, οι άνθρωποι είχαν υποφέρει σε μεγάλο βαθμό, ιδιαίτερα στην περιοχή τής Γιοζγκάτ, αλλά οι επιπτώσεις του είχαν τώρα πια περάσει. Όσον αφορά τη δικαιοσύνη, ήταν αναμφίβολα αργυρώνητη, αλλά τότε τη δικαστική απόφαση την κέρδιζε ο πλειοδότης και καθώς οι χριστιανοί ήσαν οι πλουσιότεροι, είχαν περισσότερες πιθανότητες να παίρνουν δικαστικές αποφάσεις προς όφελός τους, γιατί οι Τούρκοι παράκμαζαν παντού και εξαιτίας αυτού η ισότητα των φυλών αυξανόταν. Για τη διοίκηση μίλησαν με πολύ καταδικαστικά λόγια. Οι φόροι ήσαν βαριοί και οι πασάδες συνήθως διεφθαρμένοι. Αυτοί οι κυβερνήτες αλλάζονταν συνεχώς, καθώς τα αξιώματά τους τα αγόραζαν από τον μεγάλο βεζίρη. Μερικές φορές υπήρχαν ακόμη και τρεις σε ένα χρόνο, ενώ σε μία περίπτωση στάλθηκε άτομο στην Αμάσεια, που δεν μπορούσε ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει, έχοντας διοριστεί από αυλική εύνοια. Όμως αυτό το σαντζάκι ήταν ένα από τα πιο σημαντικά στην Τουρκία. Για τον τωρινό πασά είπαν ότι ήταν αρκετά καλός κυβερνήτης. Ολόκληρος ο πληθυσμός ήταν τώρα εντελώς αηδιασμένος από την κυβέρνηση, τόσο πολύ που όλοι τους, περιλαμβανομένων των Τούρκων, θα καλωσόριζαν ευχαρίστως οποιαδήποτε ευρωπαϊκή δύναμη πατούσε εδώ το πόδι της. Ιδιαίτερα απέναντι στη Ρωσία υπήρχε εξαιρετική διάθεση, κυρίως λόγω τής ευνοϊκής μεταχείρισης των Τούρκων αιχμαλώτων κατά τη διάρκεια τής κράτησής τους σε εκείνη τη χώρα. Εκείνοι που επέστρεψαν, έλεγαν: «Οι Ρώσοι μάς τάιζαν καλά και μάς έδιναν καλά ρούχα και μπότες. Αυτοί οι άνθρωποι μάς ταιριάζουν ως κυβερνήτες». Αν δεν υπήρχε μια μακρόχρονη αίσθηση καλής διάθεσης προς την Αγγλία, θα πήγαιναν όλοι με το μέρος τής Ρωσίας. Οι πληροφορίες αυτές δίνονται ως αποτέλεσμα τής παρατήρησης ευφυών κατοίκων. Μερικές από αυτές χρειάστηκε στη συνέχεια να διορθωθούν σε κάποιο βαθμό, ενώ η κατάσταση των ανθρώπων σίγουρα παρουσιάστηκε με πολύ ευνοϊκά χρώματα. Αλλά, από την άλλη πλευρά, είχε και ο ίδιος ο Τόζερ την ευκαιρία να επαληθεύσει μερικές από αυτές τις πιο εντυπωσιακές δηλώσεις.
Όταν είχαν επισκεφθεί τον πασά το πρωί, τον ρώτησαν για το ταχυδρομείο, σκοπεύοντας να στείλουν επιστολές στη Σαμσούν. Τούς ενημέρωσε απαντώντας, αφού ενημερώθηκε από τούς συνοδούς του, ότι πήγαινε δύο φορές την εβδομάδα και ανέφερε τις ημέρες. Ύστερα από αυτό διασκέδασαν όταν άκουσαν από τον κ. Κρουγκ ότι δεν υπήρχε καθόλου τακτικό ταχυδρομείο, παρά τη σημασία αυτής τής γραμμής επικοινωνίας, αλλά ότι οι επιστολές συχνά παραδίδονταν από τις αρχές σε κοινό μεταφορέα, ο οποίος θα τύχαινε να ταξιδεύει προς την κατεύθυνση που έπρεπε αυτές να ακολουθήσουν, με εντολές να τις πάει στον επόμενο σταθμό, ας πούμε στη Λαντίκ. Από εκεί πάλι, έπρεπε να βρουν την τύχη να συνεχίσουν με παρόμοια «ευκαιρία». Πρόσθεσε όμως ότι τελικά έφταναν σχεδόν πάντοτε στον προορισμό τους. Βρήκαν ότι αυτό το περίεργο και αφρόντιστο σύστημα επικρατούσε σε μεγάλο μέρος τής χώρας.
Καθώς έφευγαν από το σπίτι τού κ. Κρουγκ, σταμάτησαν για να θαυμάσουν την υπέροχη θέα, την καλύτερη που μπορούσε να έχει κανείς από οπουδήποτε για τη θέση τής Αμάσειας. Από αυτό το σημείο φαινόταν η πόλη στα πόδια σου, με τα δένδρα και τούς μιναρέδες της, το ποτάμι, διασχιζόμενο από πολλές γέφυρες, τα βραχώδη ύψη και στις δύο πλευρές, ιδιαίτερα τούς απόκρημνους γκρεμούς τού κάστρου-βράχου, στεφανωμένου από τα τείχη τής ακρόπολης, καθώς και τις δύο πλούσιες πεδιάδες, πάνω και κάτω. Όλα αυτά τα αντικείμενα, εκείνη τη στιγμή, μαλάκωναν και ακτινοβολούσαν κάτω από το φως τού απογευματινού ήλιου, ο οποίος κατέβαινε απέναντί τους, στο πέρα τέλος τού φαραγγιού. Στον δρόμο τους προς τα κάτω συναντηθήκαν με δύο πλούσιους στην εμφάνιση άντρες, των οποίων τα χαρακτηριστικά και οι αποχρώσεις διεκήρυσσαν αλάνθαστα ότι ήσαν Γερμανοί, ακόμη και πριν βγει το «γκούτεν άμπεντ» [«καλησπέρα» στα γερμανικά] από τα χείλη τους. Έμαθαν ότι ζούσαν εδώ, στην υπηρεσία των κυρίων Κρουγκ.
Άφησαν την Αμάσεια το πρωί στις 21 Ιουλίου στις επτάμιση, έχοντας καθυστερήσει λόγω τής μη εμφάνισης των αλόγων αλλαγής που τούς είχαν υποσχεθεί. Τα είχαν μισθώσει για να τούς πάνε μέχρι τη Γιοζγκάτ, το τέλος τού επόμενου σταδίου τής διαδρομής τους, η οποία βρισκόταν στα νοτιοδυτικά αυτού τού τόπου. Βγαίνοντας από την πόλη συνάντησαν πολλές Τουρκάλες, ανεβασμένες σε άλογα ή γαϊδούρια και ιππεύοντας αντρικά, κατά πάσα πιθανότητα στον δρόμο τους προς την αγορά. Άλλες, που πήγαιναν με τα πόδια, έμοιαζαν με φαντάσματα από τα μακριά λευκά πέπλα στα οποία ήσαν τυλιγμένες. Αλλά το πέπλο σε αυτά τα μέρη και αλλού στις ασιατικές επαρχίες ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από εκείνο τής Κωνσταντινούπολης, γιατί πέρα από το συνηθισμένο γιασμάκ, ένα σκούρο μαντήλι τραβιέται πάνω από το πρόσωπο, έτσι ώστε να είναι δύσκολο να καταλάβεις πώς εκείνες που το φορούσαν έβλεπαν μέσα από αυτό. Σε αυτή την άκαμπτη απόκρυψη αντιστοιχούσε μια εξαιρετική αποφυγή τού βλέμματος τού ανδρικού φύλου. Είχαν μια τέτοια περίεργη περίπτωση καθώς πλησίαζαν την πόλη από τη Σαμσούν, γιατί τρεις γυναίκες, που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση, γύρισαν τα πρόσωπά τους προς την τάφρο, προκειμένου να αποφύγουν τα μάτια των ξένων, αλλά όταν αυτοί είχαν περάσει, η περιέργεια επικράτησε και πιάστηκαν να τούς κοιτάζουν με τα μάτια ορθάνοιχτα.
Ήσαν τώρα στην άνω κοιλάδα τού Ίρι, η οποία ήταν λαμπρή με άφθονη βλάστηση και αρδευόταν από νερόμυλους, όπως και οι κήποι τής πόλης, δημιουργώντας έτσι έντονη αντίθεση με τούς γυμνούς βράχους που πλαισίωναν τις πλευρές της. Σε απόσταση δύο μιλίων από την Αμάσεια έφτασαν σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια αρχαιότητας σε αυτή την περιοχή, στα ερείπια υδραγωγείου κομμένου στον βράχο στην αριστερή πλευρά τού δρόμου, ο οποίος εδώ προσέγγιζε την δεξιά όχθη τού ποταμού. Στην αρχαιότητα πρέπει να χρησίμευε για τον εφοδιασμό τής πόλης με νερό. Εδώ ήταν δεκαπέντε περίπου πόδια πάνω από τον δρόμο ενώ, σκαρφαλώνοντας πάνω του, βρήκαν ότι είχε πλάτος ένα πόδι και βάθος δύο πόδια, αλλά πιο πέρα, εκεί όπου προεξέχον σημείο τού βράχου ξεχώριζε από τούς γκρεμούς, είχε σκαφτεί σε μεγάλο βάθος. Τα ίχνη του εμφανίζονταν κατά διαστήματα, καθώς κύκλωναν τούς βράχους, επί δύο ακόμη μίλια. Μέχρι στιγμής ο δρόμος τους ήταν εξίσου καλός με εκείνον από τον οποίο είχαν μπει στην Αμάσεια, αλλά λίγο μετά, όταν άφησαν το υδραγωγείο, πέρασαν στην αριστερή όχθη τού Ίρι από γέφυρα και άρχισαν να ακολουθούν μονοπάτι τής υπαίθρου. Η πορεία τού ποταμού, πάνω από αυτό, βρισκόταν μέσα σε φαράγγι προς τα νότια, ύστερα από το οποίο καμπτόταν και απομακρυνόταν ανατολικά, προς την κατεύθυνση τής Τοκάτ. Οι ίδιοι, από την άλλη πλευρά, έμπαιναν σε μεγάλη πεδιάδα, που έμοιαζε με την Καμπάνια τής Ρώμης στα γενικά της χαρακτηριστικά, στη νότια πλευρά τής οποίας κυλούσε παραπόταμος τού Ίρι και διασχιζόταν από μικρότερα λασπώδη ρέματα, στα οποία τα βουβάλια χαίρονταν να βουτάνε, όπως συνήθιζαν. Προς τα βόρεια, εκεί όπου το έδαφος ανυψωνόταν ελαφρά, είχε φυτρώσει πολύ σιτάρι, το οποίο τώρα στοιβαζόταν, αλλά η μέση τής πεδιάδας, κρίνοντας από την εμφάνισή της, πρέπει να ήταν ελώδης τον χειμώνα. Εδώ βοσκούσαν μεγάλα κοπάδια, ενώ πελαργοί κατά διαστήματα έψαχναν για τροφή. Το έδαφος ήταν καλυμμένο με κάποιο αρωματικό φυτό, το οποίο, αν και δεν ήταν αψίνθι, είχε παρόμοια τονωτική μυρωδιά.
Καθώς η κατεύθυνση που ακολουθούσαν τώρα ήταν δυτική-νοτιοδυτική, άρχιζαν να αμφιβάλλουν για τη διαδρομή που είχαν πάρει. Υπήρχαν δύο δρόμοι από την Αμάσεια προς τη Γιοζγκάτ: ο ένας σχετικά κατευθείαν, τον οποίο όμως είχαν αποφύγει, επειδή βρισκόταν μακριά από τις αρχαιότητες που ήθελαν να επισκεφτούν καθ’ οδόν, και ο άλλος μέσω τής πόλης τού Τσόρουμ, ο οποίος έκανε σημαντική παράκαμψη προς βορρά, αλλά στη συνέχεια περνούσε από αυτές τις αρχαίες τοποθεσίες. Η ενδιάμεση χώρα ήταν σχεδόν κενός χώρος στον χάρτη τού Κίπερτ, ενώ ο κ. Κρουγκ τούς είπε ότι κανένας ταξιδιώτης δεν είχε περάσει από αυτόν τον δρόμο και, αν και θα τούς εξοικονομούσε χρόνο, τούς συνέστησε να μην τον δοκιμάσουν, καθώς οι κάτοικοι αναφερόταν ότι ήσαν άγρια φάρα. Συμφώνησαν λοιπόν να πάνε μέσω Τσόρουμ. Ύστερα από αυτό, με κάποια έκπληξη και ευθυμία έμαθαν ρωτώντας ότι τούς οδηγούσαν από αυτόν τον ενδιάμεσο δρόμο, συμφωνία που πίστευαν ότι είχε επινοήσει ο δικός τους σουρτζής, προκειμένου να εξοικονομήσει απόσταση και επομένως χρήματα. Αλλά τούς βόλεψε επίσης, ενώ είχαν επιπλέον τη γοητεία τού νέου. Σύντομα όμως ανακάλυψαν ότι κανένας από τη συντροφιά τους δεν ήξερε τίποτε για τον δρόμο, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που όταν ο Τόζερ ρώτησε έναν από τούς ζαπτιέδες τους, ένα νωθρό τύπο, ποιο ήταν το όνομα τού ποταμού, εκείνος απάντησε, με αυτό το περίεργο μείγμα αποχαύνωσης και ευγένειας, που έκανε έναν Τούρκο να προτιμά να δώσει λανθασμένη απάντηση παρά να μην απαντήσει καθόλου, «ο Κιζίλ Ιρμάκ», δηλαδή ο Άλυς! Έμαθαν από τούς ντόπιους ότι ονομαζόταν Τσέκερεκ. Παρ’ όλα αυτά ήταν σαφές ότι η περιοχή δεν ήταν εντελώς ανεξερεύνητη, γιατί σειρά από τηλεγραφικά σύρματα απλωνόταν μπροστά τους στα δεξιά, ενώ για όσο διάστημα τα ακολουθούσαν, ένιωθαν αρκετά ασφαλείς. Τελικά η πεδιάδα περιορίστηκε σε φαρδιά κοιλάδα και εδώ, καθώς ίππευαν έξι ώρες και δεν είχαν φάει τίποτε πέρα από ένα πολύ πρωινό πρόγευμα, πρότειναν να ξεκουραστούν, καθώς υπήρχε χωριό κοντά, στην πλαγιά τού λόφου. Αλλά ο ζαπτιές τούς είπε με έμφαση, «Όχι, είναι τσερκέζικο χωριό και οι Τσερκέζοι είναι κακή φάρα». Λίγο πιο πέρα υπήρχε απότομη όχθη, πάνω από το ποτάμι, στην πλαγιά τής οποίας ένα κοπάδι κατσίκες, κάποιες από αυτές θαυμάσιοι πατριάρχες [ράτσα κατσικιών] με μακριά κέρατα και μεταξένιο άσπρο τρίχωμα, είχαν βρει καταφύγιο από τον ήλιο. Τις έδιωξαν και έχοντας βολευτεί στη θέση τους, περίμεναν τις αποσκευές τους και τούς άλλους συνοδούς τους, που ήσαν πολύ πίσω. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Μεταξύ τρεις και τέσσερις το απομεσήμερο βρήκαν ότι η θερμοκρασία ήταν 92° Φαρενάιτ στη σκιά [33° Κελσίου]. Γευμάτισαν όταν έφτασε και η υπόλοιπη παρέα τους και ύστερα συνέχισαν για δύο ώρες, μέχρι να φτάσουν σε τουρκικό χωριό που ονομαζόταν Γκιογνουτζέκ, το οποίο φαινόταν βολικός τόπος ανάπαυσης για τη νύχτα. Βρισκόταν σε κάποια απόσταση πάνω από τον δρόμο και καθώς ίππευαν μέσα από τα χωράφια προς αυτό, έβλεπαν τις θημωνιές πρόσφατα θερισμένου κριθαριού να προστατεύονται από τις λεηλασίες των ζώων, ίσως και των ανθρώπων, με κλαδιά τής αγκαθωτής παλλούρια τοποθετημένα ολόγυρά τους. Ήταν αξιοσημείωτο ότι κατά τη διάρκεια ολόκληρου τού ταξιδιού εκείνης τής ημέρας δεν είχαν περάσει ούτε από ένα σπίτι ή χάνι στην άκρη τού δρόμου.
Το χωριό Γκιογνουτζέκ [με το ίδιο όνομα και σήμερα] ήταν μεγαλύτερο μέρος απ’ όσο έδειχνε εκ πρώτης όψεως, ενώ, αν και τα σπίτια του ήσαν μονώροφα, με επίπεδη στέγη και χτισμένα από πλήθρες ξεραμένες στον ήλιο, είχε γενική εμφάνιση ευημερίας. Γύρω του φύτρωναν ιτιές και μουριές, ενώ στο κέντρο υπήρχε κρήνη καλού νερού, το οποίο έβγαινε κάτω από αψίδα διακοσμημένη με το στυλ των Σελτζούκων, πράγμα που έδειχνε ότι ήταν παλαιό σημείο στάθμευσης. Το περιβάλλον του ήταν ωραίο, γιατί οι λόφοι και στις δύο πλευρές κατηφόριζαν προς το ποτάμι και τα πάνω μέρη τους ήσαν ντυμένα με πεύκα-νάνους. Οι κάτοικοι τούς δέχτηκαν με μεγάλη φιλικότητα και καθώς περιπλανιούνταν ανάμεσα στα σπίτια, δυσκολεύονταν να κρατήσουν μακριά τα άγρια σκυλιά, που ήσαν πάντοτε έτοιμα να τούς επιτεθούν. Ήσαν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που είχαν δει ποτέ και όταν στηνόταν η σκηνή τους στη μέση τού χωριού, μεγάλο μέρος τού πληθυσμού μαζεύτηκε για να παρακολουθήσει τη διαδικασία, ενώ τα γειτονικά παράθυρα και οι στέγες των σπιτιών ήσαν γεμάτες παιδιά, αν και μια παρατεταμένη ματιά από οποιονδήποτε από τούς ταξιδιώτες ήταν αρκετή για να τα κάνει να εξαφανιστούν. Ο τύπος τού προσώπου ήταν σίγουρα διαφορετικός από εκείνον των Τούρκων τής Κωνσταντινούπολης και παρ’ όλα αυτά, τα χαρακτηριστικά τους ήσαν πιο ξεχωριστά απ’ όσο θα περίμενε κανείς από πρωτόγονους Τούρκους αγρότες. Μόνο μεταξύ των παιδιών ο Τόζερ παρατήρησε στρογγυλά πρόσωπα και πλακουτσωτές μύτες, ενώ τα μάτια τους, αν και πιο συχνά σκούρα, μερικές φορές ήσαν μπλε. Προς το βράδυ, όταν γυρνούσαν στο σπίτι τα ζώα, σχηματίστηκε μακρά σειρά από κατσίκες, γαϊδούρια, αγελάδες και βουβάλια, που κοίταζαν με μεγάλα μάτια κατάπληξης την ασυνήθιστη κατοικία τους καθώς περνούσαν μπροστά της. Το ηλιοβασίλεμα ένας ιμάμης ανέβηκε σε τοίχο αντί για μιναρέ και έδωσε την πρόσκληση για προσευχές, οπότε δώδεκα περίπου άτομα συγκεντρώθηκαν σε αυλή μπροστά από το ταπεινό τζαμί και στρέφοντας τα πρόσωπά τους προς τη Μέκκα, έψελναν τις προσευχές με ένρινη χροιά. Όχι πολύ μακριά, δύο γυναίκες χτυπούσαν σιτάρι με μεγάλες ξύλινες σφύρες σε γουδί από λευκό μάρμαρο, ύψους τριών περίπου ποδιών και πλάτους δύο. Το έκαναν για να φτιάξουν είδος πολέντας ή πουτίγκας σταριού [χαλβά σιμιγδαλένιο κατά πάσα πιθανότητα], την οποία λάτρευαν οι κάτοικοι σε όλη τη χώρα. Υπήρχε κάτι πολύ ευχάριστο στην απλή πρωτόγονη ζωή αυτών των ανθρώπων και φαινόταν να συμφωνεί με την ευνοϊκή αντιμετώπιση που είχαν γνωρίσει πιο πριν από την τουρκική αγροτιά στη Μικρά Ασία. Το κλίμα πρέπει να ήταν δριμύ τον χειμώνα, γιατί τούς είπαν ότι το χιόνι στο έδαφος έχε συχνά δύο πόδια βάθος.
Καθώς η σκηνή τους είχε πια στηθεί για πρώτη φορά, ίσως ήταν καλό να πει κανείς εδώ λίγα λόγια για τον εξοπλισμό τους. Κατ’ αρχάς υπήρχε αυτή η μικρή τσιγγάνικη σκηνή, ακριβώς τόσο μεγάλη ώστε να χωράει δύο κρεβάτια και να ζυγίζει 50 λίμπρες [περίπου 23 κιλά]. Τη χρησιμοποιούσαν μόνο όταν ήταν απαραίτητο, προτιμώντας συνήθως, τόσο για να γλιτώσουν από τη φασαρία αλλά και για να παίρνουν πληροφορίες, να σταματάνε στα σπίτια των ντόπιων. Όμως στα πιο απομακρυσμένα μέρη τής Αρμενίας τη βρήκαν απαραίτητη. Τα κρεβάτια ήσαν στρατιωτικά ράντζα από ξύλο και δίπλωναν, έτσι ώστε να συσκευάζονται σε πολύ μικρό χώρο, ενώ ζύγιζαν μόλις 15 λίμπρες το καθένα. Ήσαν εφοδιασμένα με καναβάτσο και αυτό μαζί με ένα σιδηροδρομικό χαλί καθιστούσε το στρώμα περιττό. Το «σιδηροδρομικό χαλί» ήταν συνηθισμένο είδος τον 19ο αιώνα, για να ζεσταίνεται κανείς σε μη θερμαινόμενα σιδηροδρομικά βαγόνια, στα οποία το κρύο έμπαινε απ’ όλες τις χαραμάδες. Το χαλί μπορούσε να ανοιχτεί σαν κουβέρτα και να διπλωθεί σαν ταξιδιωτικός σάκος.
Στη συνέχεια, πέρα από μερικά μαγειρικά σκεύη που είχαν ήδη αναφερθεί, καθώς και τη μεγαλύτερη από τις πολυτέλειες, μια φορητή μπανιέρα από ινδικό λάστιχο, υπήρχε κουτί που περιείχε προμήθειες: μισή ντουζίνα μπουκάλια κονιάκ που έφτασαν για ολόκληρο το ταξίδι τους και ήσαν ίσως το πιο πολύτιμο αντικείμενο που κουβαλούσαν, λίγο τσάι, αν και αυτό δεν ήταν μεγάλης σημασίας, αφού ο καφές ήταν παντού καλός, καθώς και συντηρημένα κρέατα με τη μορφή κύβων σούπας από την ουσία τού βόειου κρέατος στο δέρμα, που περιείχαν πολλή τροφή σε μικρό όγκο και δεν επηρεάζονταν από τις αλλαγές τού κλίματος. Είχε επίσης καθένας τους τσάντα με τα προσωπικά του αντικείμενα. Όλες αυτές οι αποσκευές μαζί δεν αντιστοιχούσαν σε περισσότερο από το συνηθισμένο φορτίο ενός αλόγου σε αυτά τα μέρη, αν και τμήμα τους μερικές φορές μεταφερόταν για ευκολία στο άλογο που ίππευε ο σουρτζής. Χαλιά, αδιάβροχα και άλλα τυλίγματα, δένονταν σφιχτά μαζί και προσαρμόζονταν πίσω από τις σέλλες τους, πράγμα για το οποίο υπήρχε πάντοτε πρόβλεψη στην τουρκική σέλλα. Στη λαβή τής σέλλας μπροστά υπήρχαν θήκες ή μάλλον στρατιωτικά πορτοφόλια, για να περιέχουν βιβλία αναφοράς για τη χώρα, βιβλίο σχεδίασης ή βιβλίο για αποξηραμένα λουλούδια, ένα φλασκί κλπ.
Μάλιστα οι κακουχίες τού ταξιδιού στην ασιατική Τουρκία δεν τούς φαίνονταν πολύ σοβαρές. Ένας πρώην ταξιδιώτης σε αυτή τη χώρα, στον οποίο απευθύνθηκε ο Τόζερ για πληροφορίες πριν ξεκινήσει, τού είπε: «Θα βρείτε να φάτε λιγότερο απ’ όσο στην Ευρωπαϊκή Τουρκία και περισσότερα πράγματα που θα σάς τρώνε». Η εμπειρία τους, πρέπει να πούμε, ήταν η αντίθετη. Σίγουρα είχαν ένα πλεονέκτημα, ότι δηλαδή ο ταξιδεύων υπηρέτης τους, ανάμεσα σε πολλές ελλείψεις, είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν καλός κριτής στις προσφορές πουλερικών, πράγμα που δεν ήταν μικρό όφελος, όταν το μενού τής ημέρας ήταν «πάντοτε κοτόπουλο». Πριν φτάσει στη Μικρά Ασία, ο Τόζερ γνώριζε ότι χόροζ στα τουρκικά σήμαινε «κόκορας» και ταβούκ «πουλερικά», αλλά παρατήρησε ότι όταν ο άνθρωπός τους ψώνιζε για αυτούς, ενώ χρησιμοποιούσε το χόροζ ως όρο ισχυρής επίπληξης και το ταβούκ ως πολύ ειδικής επιδοκιμασίας, η λέξη που χρησιμοποιούσε συνήθως ήταν πίλιτς, που συμπέρανε φυσικά ότι σήμαινε «κοτόπουλο». Το αποτέλεσμα ήταν ότι, αν και οι πετεινοί τους γενικά σφάζονταν λιγότερο από δύο ώρες πριν τούς φάνε, τα δείπνα τους ήσαν εύγευστα. Αλλά ανεξάρτητα από αυτό και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη τι έφεραν μαζί τους από την Αγγλία, δεν βρήκαν καμία έλλειψη καλών προμηθειών, γιατί το ψωμί, τα αυγά και το γάλα ήσαν παντού διαθέσιμα στις επαρχίες τής χώρας, ενώ υπήρχε άφθονο κρέας προς αγορά στις πόλεις. Λαχανικά και φρούτα ήσαν τα σπανιότερα είδη, ενώ κρασί συνάντησαν μόνο σε τέσσερα σημεία κατά τη διάρκεια ολόκληρου τού ταξιδιού τους. Όσο για τα ζωύφια, σίγουρα δεν υπήρχε έλλειψη, αλλά δεν εμφανίζονταν τόσο πολυάριθμα ή τόσο απαράδεκτα, όσο σε ορισμένα μέρη τής Τουρκίας στην Ευρώπη. Για την αϋπνία δεν είχε τίποτε να πει. Πραγματικά ήταν δύσκολο να κοιμηθείς, όταν, όπως συνέβαινε συνεχώς, η σκηνή τους στα χωριά ή το σπίτι τους στις πόλεις δεχόταν επισκέψεις κατά διαστήματα στη διάρκεια τής νύχτας από σκυλιά που ούρλιαζαν και τρώγονταν. Από αυτό υπέφερε πολύ, αλλά ίσως ήταν ιδιαιτέρως ζήτημα προσωπικής ιδιοσυγκρασίας, ώστε να μη χρειάζεται να ληφθεί υπόψη.
Η πορεία τους το επόμενο πρωί συνέχισε να ακολουθεί την κοιλάδα τού Τσέκερεκ, διατηρώντας νοτιοδυτική κατεύθυνση, πάνω από έδαφος λίγο καλλιεργούμενο και συχνά γυμνό, όπου την κύρια βλάστηση αποτελούσαν θάμνοι κέδρου. Ο ποταμός κυλούσε με πολλές ελικώσεις και είχε γίνει στοιχειώδης προσπάθεια άρδευσης μέσω αναχωμάτων, πράγμα που επέτρεπε να στρέφεται το νερό στο καλλιεργούμενο έδαφος, στην πλευρά τού ρέματος. Πίσω τους το Ακ Νταγ στην περιοχή τής Αμάσειας, το οποίο ήταν ορατό όλη την προηγούμενη μέρα, συνέχιζε να φαίνεται ακόμη. Αφού ίππευσαν τρεισήμιση ώρες, έφτασαν σε ευχάριστο περιβάλλον, όπου η όχθη σκιαζόταν από ιτιές και πλατάνια και καθώς η ζέστη ήταν ήδη πολύ μεγάλη και δεν ήξεραν πόσο σύντομα θα έφταναν σε χωριό, σταμάτησαν εκεί για μπάνιο και πρόγευμα και κοιμήθηκαν τρεις ώρες. Έξι περίπου μίλια πιο πέρα άφησαν το ποτάμι, που εδώ ξεπρόβαλλε από βαθύ βραχώδες φαράγγι στον νότο, ενώ διατηρούσαν την προηγούμενη κατεύθυνσή τους, ακολουθώντας τα τηλεγραφικά σύρματα, γιατί ο δρόμος είχε γίνει ασήμαντο μονοπάτι. Σταδιακά ανέβαιναν στα βουνά, η επιφάνεια των οποίων ήταν είδος βαλτώδους εδάφους, αλλά ύστερα από κάτι περισσότερο από τέσσερις ώρες από τον τόπο ανάπαυσής τους, τα μάτια τους ενθουσιάστηκαν από τοπίο υπέροχης βλάστησης, όπου η πλαγιά για μισό σχεδόν μίλι ήταν ντυμένη με υπέροχες καρυδιές και λεύκες, διανθιζόμενη από καλά καλλιεργούμενα αμπέλια. Περνώντας μέσα από αυτήν, κύκλωσαν εκτεταμένο νεκροταφείο με απλοϊκές επιτύμβιες στήλες διάσπαρτες πάνω του, πιο ψηλά από το οποίο βρισκόταν το χωριό Καρά Χατζίπ [Καραχατζίπ και σήμερα], πολύ πιο σημαντικός τόπος από τη χτεσινοβραδινή κατοικία τους. Οι πρώτοι ντόπιοι που συνάντησαν ήσαν δύο Τσερκέζοι και προς στιγμή σκέφτηκε ότι είχαν φτάσει σε κιρκασιανή αποικία. Αλλά αυτό ήταν αδύνατο, γιατί η ανάπτυξη των δένδρων και η φροντίδα που προσφερόταν στην κτηνοτροφία αποδείκνυαν ότι δεν επρόκειτο για νέο οικισμό. Βρήκαν ότι, όπως και στο Γκιογνουτζέκ, στο χωριό κατοικούσαν Τούρκοι και ότι τα αμπέλια καλλιεργούνταν για τον καρπό τους και όχι για την παραγωγή κρασιού. Τούς καλωσόρισαν κάποιοι από τούς προκρίτους και μαζί τους προχώρησαν στο πάνω μέρος τού χωριού, όπου η σκηνή τους στήθηκε σε επίπεδη ταράτσα σπιτιού μπροστά από την κατοικία τού οικοδεσπότη τους. Γιατί τα σπίτια εδώ ήταν έτσι τοποθετημένα το ένα πάνω από το άλλο, που ένας άνθρωπος έβγαινε στην ταράτσα τού γείτονά του και κοίταζε κάτω από την καμινάδα του. Αυτές οι καμινάδες, που ήσαν κάτι περισσότερο από τρύπες στην οροφή, ήσαν σημεία επικίνδυνα για να σκοντάψει κανείς στο σκοτάδι και σε κάθε περίπτωση απαιτούνταν προσοχή κατά το περπάτημα κοντά τους. Για πολλούς λόγους έπρεπε να είχαν προτιμήσει να κατασκηνώσουν έξω από το χωριό, αλλά τούς είχαν προειδοποιήσει να μην το κάνουν, λόγω τού κινδύνου επιθέσεων από αδέσποτα σκυλιά και ανθρώπινους επιδρομείς. Επίσης θα είχαν αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό οι δυσκολίες τους στο ζήτημα τής εστίασης και τού μαγειρέματος. Τώρα άρχιζαν να αισθάνονται ότι βρίσκονταν πραγματικά στην καρδιά τής Μικράς Ασίας.
Φεύγοντας από αυτό το μέρος, άφησαν τη γραμμή τού τηλέγραφου, η οποία εδώ απόκλινε προς νότο και ανέβηκαν απότομα πάνω στα βουνά προς τα νοτιοδυτικά, από τα οποία είχαν εκτεταμένη θέα πάνω σε ακανόνιστες ορεινές πεδιάδες και λοφοσειρές, που υψώνονταν η μία πίσω από την άλλη για μεγάλη απόσταση στο εσωτερικό. Οι πλαγιές των βουνών λίγο καλλιεργούνταν, αν και το έδαφος ήταν καλό και το σιτάρι θα μπορούσε να καλλιεργηθεί σχεδόν παντού. Τώρα άρχιζαν να προσέχουν την απουσία δένδρων, η οποία αποτελεί τόσο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό τού εσωτερικού τής Μικράς Ασίας και τής Αρμενίας. Μάλιστα διαπίστωσαν ότι μέχρι να φτάσουν στις ακτές τής Τραπεζούντας έχοντας κάνει το κύκλωμα και των δύο αυτών χωρών, ποτέ δεν είχαν δει πλήρως αναπτυγμένο δένδρο, εκτός από τις περιοχές των πόλεων και των χωριών, όπου είχαν φυτευτεί από το χέρι τού ανθρώπου. Μέχρι την Αμάσεια, όπως είδαμε, δεν συνέβαινε αυτό, αλλά η μεγαλύτερη πρασινάδα τής βόρειας περιοχής οφειλόταν στο υγρό κλίμα τής γειτνίασης με τη Μαύρη Θάλασσα. Η κορυφογραμμή που διέσχιζαν τώρα αποτελούσε τον υδροκρίτη μεταξύ των παραποτάμων τού Ίρι και τού Άλυ σε αυτό το μέρος, γιατί τα ρεύματα τής πέρα πλευράς της, αντίθετα με αυτό που δινόταν στους χάρτες, ξεκινούσαν αμέσως να ρέουν προς βορρά. Κατέβηκαν ελαφρώς σε πιο επίπεδα εδάφη και ύστερα από επτά ζεστές ώρες, κατά τις οποίες ένιωθαν σίγουροι ότι έκαναν ευρεία παράκαμψη, γιατί οδηγήθηκαν πρώτα για κάποια απόσταση προς τα νοτιοδυτικά και ύστερα προς τα βορειοδυτικά, έφτασαν στη μικρή πόλη τού Αλατζά. Ήταν φτωχός τόπος, αν και ανώτερος από τα περισσότερα χωριά, ενώ το μέγεθος τού νεκροταφείου στην περιοχή του έδειχνε ότι κάποτε είχε μεγαλύτερο πληθυσμό. Διέθετε μεγάλο τζαμί και πανύψηλο μιναρέ, που ήσαν γραφικά αντικείμενα το βράδυ, όπως φαίνονταν από το σπίτι όπου έμεναν, με το μισοφέγγαρο πάνω τους και το φως τού δειλινού πίσω, απέναντι από τα οποία ξεχώριζαν οι μορφές είκοσι πελαργών, που κούρνιαζαν στη στέγη. Μεταξύ των κατοίκων υπήρχαν λίγοι Αρμένιοι, αλλά οι υπόλοιποι ήσαν Τούρκοι, ενώ το ίδιο συνέβαινε με τα περισσότερα χωριά σε αυτή την περιοχή. Αν και στεκόταν στη μέση πεδιάδας, ο Αλατζάς βρισκόταν με βάση το βαρόμετρο 2.700 πόδια [825 περίπου μέτρα] πάνω από τη θάλασσα και άρα είχαν φτάσει στο υπερυψωμένο κεντρικό υψίπεδο. Τα μόνο διαθέσιμα φρούτα ήσαν πολύ συνηθισμένα αχλάδια και μήλα.
Από τον Αλατζά ο Τόζερ προχώρησε στη Γιοζγκάτ (κεφάλαιο 3), πλησίασε τον Άλυ και έφτασε στην Καισάρεια (κεφάλαιο 4). Ανέβηκε στο όρος Αργαίος (κεφάλαιο 5) και περιπλανήθηκε στην Καππαδοκία (κεφάλαιο 6). Προχώρησε στην Αλμυρά λίμνη και τη Σεβάστεια (κεφάλαιο 7) και μπήκε στην Αρμενία και στο Κεμπάν Μαντέν (κεφάλαιο 8). Επισκέφτηκε το Χαρπούτ και τις πηγές τού Τίγρη (κεφάλαιο 9), την κοιλάδα τού Μουράτ και τη Μους (κεφάλαιο 10), το Μπιτλίς και τη λίμνη Βαν (κεφάλαιο 11), περιέτρεξε τη λίμνη (κεφάλαια 12 και 13) και προχώρησε στο Ντιγιαντίν, το Ελεσκίρτ και την κοιλάδα τού Αράξη, φτάνοντας στο Ερζερούμ (κεφάλαιο 14). Ξανασυναντάμε λοιπόν τον Τόζερ στο Ερζερούμ στο επόμενο κεφάλαιο.
Ερζερούμ και Μπαϊμπούρτ (1879)
To Ερζερούμ ήταν o πιο σημαντικός τόπος στην Αρμενία. Το έδαφος στο οποίο βρισκόταν καταλαμβανόταν από πόλη από την αρχαιότητα, όπως θα αναμενόταν από τη θέση του στην άκρη εκτεταμένης και εύφορης πεδιάδας, καθώς και στην είσοδο περάσματος στην κύρια γραμμή επικοινωνίας μεταξύ Μαύρης Θάλασσας και Περσίας.11 Η παλαιότερη ονομασία που έφερε ήταν Κάριν, αλλά το έτος 415 τής εποχής μας αυτό άλλαξε σε Θεοδοσιούπολη, προς τιμήν τού αυτοκράτορα Θεοδοσίου τού Μικρού, όταν ο τόπος οχυρώθηκε από τον Ανατόλιο, τον στρατηγό των στρατευμάτων αυτού τού ηγεμόνα στην Ανατολή. Από εκείνη τη στιγμή έγινε το κύριο προπύργιο τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε αυτήν την περιοχή. Το σύγχρονο όνομά του ήταν παραφθορά τού Άρζεν-ερ-Ρουμ, ή Άρζεν των Ρωμαίων, όνομα που τού έδωσαν οι Σαρακηνοί. Καθώς ήταν παραμεθόριο φρούριο, άλλαξε πολλές φορές χέρια μεταξύ Ελλήνων και Μουσουλμάνων κατά την πρώιμη περίοδο τού Μεσαίωνα. Τον 13ο αιώνα καταλήφθηκε και λεηλατήθηκε από τούς Μογγόλους και όταν τερματίστηκε η δική τους εξουσία, έπεσε στα χέρια των Τούρκων, στους οποίους ανήκε από τότε. Κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας τού 1829 καταλήφθηκε από τούς Ρώσους, αλλά στα τέλη τού πολέμου απέτυχαν να το πάρουν και τούς παραχωρήθηκε μόνο ως εμπράγματη εγγύηση, όσο οι όροι τής ειρήνης βρίσκονταν υπό διαπραγμάτευση. Ο πληθυσμός, που κάποτε ήταν πολύ μεγάλος, είχε μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και τώρα τον εκτιμούσαν μόλις σε 20.000. Λόγω τού μεγάλου υψομέτρου τού τόπου, 6.000 περίπου πόδια πάνω από τη θάλασσα [το υψόμετρο τού Ερζερούμ είναι 1.950 μέτρα], το κρύο ήταν δριμύτατο τον χειμώνα και συνεχιζόταν για μεγάλο μέρος τού έτους, με αποτέλεσμα να είναι γνωστό ότι έπεφτε χιόνι ακόμη και στις αρχές Ιουνίου. Το κατακαλόκαιρο όμως, όπως συμβαίνει συχνά σε ψηλά οροπέδια, η ζέστη ήταν υπερβολική.
Η συνοικία τής πόλης την οποία πέρασαν στον δρόμο τους από την πύλη εισόδου προς το σπίτι τού ταγματάρχη Τρότερ κατοικούνταν από Πέρσες. Οι άνθρωποι αυτοί αποτελούσαν σημαντικό στοιχείο στον πληθυσμό, γιατί αριθμούσαν δύο περίπου χιλιάδες και είχαν στα χέρια τους το μεγαλύτερο μέρος τού διακινούμενου εμπορίου με την Περσία. Γι’ αυτόν τον λόγο απολάμβαναν εδώ μεγαλύτερης ελευθερίας απ’ όση σε άλλα μέρη στην Τουρκία. Έτσι το θέαμα τού μουχαρράμ, μιας ετήσιας γιορτής προς τιμήν των Χουσεΐν και Χασάν, των γιων τού Αλή και τού θρήνου γι’ αυτούς, η οποία στην Κωνσταντινούπολη και αλλού έπρεπε να πραγματοποιείται σε ιδιωτικούς χώρους, εδώ λάμβανε χώρα στους ανοικτούς δρόμους. Ο κ. Κολ, Αμερικανός ιεραπόστολος που κατοικούσε εδώ, περιέγραψε στον Τόζερ τη σκηνή, όταν οι πιστοί, ντυμένοι με λευκές ενδυμασίες, βάδιζαν σε πομπή μέσα στην πόλη το σούρουπο, κρατώντας σπαθιά. Με αυτά έγδερναν τα κεφάλια τους και οι πληγές που προκαλούνταν έτσι ήσαν αρχικά ελαφρές. Όταν όμως οι συμμετέχοντες διεγείρονταν, γίνονταν τόσο επικίνδυνα δριμείς, που οι συγγενείς τους, οι οποίοι λάμβαναν μέρος στην τελετή, απέφευγαν να τούς συνοδεύουν, προκειμένου να αποφύγουν τα χτυπήματα. Η φρίκη τού θεάματος αυξανόταν φυσικά από την αντίθεση ανάμεσα στις κόκκινες κηλίδες αίματος και τις λευκές ενδυμασίες. Στην Κωνσταντινούπολη αυτό λάμβανε χώρα μέσα σε μεγάλα καραβανσεράι και εκεί, λόγω τού πιο περιορισμένου χώρου, ήταν πιο αηδιαστικό και λιγότερο επιβλητικό.
Την επομένη τής άφιξής τους επισκέφτηκαν τα κύρια οικοδομήματα τού Ερζερούμ, συνοδευόμενοι από τον ταγματάρχη Τρότερ, ο οποίος είχε λάβει για αυτούς ειδική άδεια να επιθεωρήσουν το κάστρο και κάποια αρχαία οικοδομήματα, τα οποία, καθώς χρησιμοποιούνταν από την κυβέρνηση ως αποθήκες στρατιωτικού υλικού και για παρόμοιες άλλες χρήσεις, δεν επιτρεπόταν να τα δει κανείς χωρίς άδεια. Τα καταστήματα από τα οποία περνούσαν, καθώς περπατούσαν στους δρόμους, φαίνονταν να είναι καλά και εκείνα των προμηθειών καλά εφοδιασμένα, γιατί η γιορτή τού μπαϊράμ, με την οποία έκλεινε ο κύκλος τού ραμαζανιού, θα ξεκινούσε εκείνο το βράδυ. Μεγάλη αφθονία φρούτων ήσαν απλωμένα προς πώληση, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και σταφυλιών, αλλά αυτά τα τελευταία δεν παράγονταν στην περιοχή, το κλίμα τής οποίας ήταν πολύ δριμύ γι’ αυτά, αλλά τα είχαν φέρει από μέρος που απείχε δεκαοκτώ περίπου ώρες, προς τα ρωσικά σύνορα. Το Ερζερούμ θεωρούνταν ότι ήταν διάσημο για τα μπρούτζινά του, αλλά για το θέμα αυτό δεν μπόρεσαν ούτε να δουν ούτε να ακούσουν τίποτε πέρα από τα πολύ συνηθισμένα.
Το πρώτο κτίριο που επισκέφθηκαν ήταν το ονομαζόμενο Τσίφτε Μιναρέ ή «Ζεύγος μιναρέδων», από δύο τέτοιες δομές που υψώνονταν σε μεγάλο ύψος πάνω από την πρόσοψη και ήταν κατασκευασμένες από τούβλο, με μικρούς δεσμευτικούς πυλώνες από το ίδιο υλικό γύρω τους. Διέφεραν στο ύφος από το υπόλοιπο οικοδόμημα και προφανώς προστέθηκαν σε μεταγενέστερη περίοδο. Πάνω από τη μπροστινή πύλη υπήρχε εξαίρετο κυψελωτό έργο, ενώ η πέτρα στις πλευρές ήταν επίσης περίτεχνα διακοσμημένη. Μέσα υπήρχε φαρδύ κλίτος, το άνοιγμα τού οποίου πρέπει να ήταν υπέροχο όταν η οροφή βρισκόταν στη θέση της και υπήρχαν οι αψίδες που τη στήριζαν. Υπήρχε επίσης διασταύρωση και αντί για κλίτη στις δύο πλευρές υπήρχαν σειρές από αψίδες, που σχημάτιζαν δύο ορόφους, τον ένα πάνω από τον άλλο. Η διακόσμηση ήταν ως επί το πλείστον χαραγμένη και περιείχε πολλή συνυφασμένη δουλειά. Ο Χάμιλτον [Researches in Asia Minor, Ι, 179] πίστευε ότι το οικοδόμημα ήταν αρχικά χριστιανική εκκλησία [βλέπε πιο πάνω, κεφάλαιο «Ερζερούμ-Καρς-Ανί (1836)» τού Χάμιλτον (1842)], αλλά ο Τόζερ δεν μπόρεσε να δει τέτοιο σημάδι στο ίδιο το κτίριο, ενώ καθώς έβλεπε ακριβώς προς τη Μέκκα, ήταν πιο πιθανό ότι ήταν τζαμί. Συνδεδεμένο με το πέρα άκρο του, αν και αποτελώντας προφανώς ξεχωριστό κτίριο, υπήρχε μεγάλο πολυγωνικό οικοδόμημα, που αντιστοιχούσε σε γενικές γραμμές με τα χαρακτηριστικά τού τάφου που είχαν δει έξω από τα τείχη, αλλά πολύ μεγαλύτερο και ψηλότερο. Είχε πολλά μικρά παράθυρα τρυπημένα ψηλά και κόγχες με κυψελωτή εργασία γύρω από το κάτω μέρος στο εσωτερικό. Μερικές από τις λεπτομέρειες των κτιρίων αυτών δεν ήταν εύκολο να διερευνηθούν, καθώς τμήματά τους είχαν χτιστεί ως χώροι αποθήκευσης και οι άνθρωποι που ήσαν υπεύθυνοι γι’ αυτούς δεν γνώριζαν τίποτε για τον σκοπό για τον οποίο είχαν αρχικά σχεδιαστεί. Όχι πολύ μακριά, αλλά από την αντίθετη πλευρά τού κάστρου, υπήρχε άλλη στήλη από τούβλο, που ονομαζόταν Μπιρ Μιναρέ ή «Μοναδικός Μιναρές». Αντιστοιχούσε σε στυλ με τούς προηγούμενους, αλλά ήταν πολύ πιο περίτεχνα διακοσμημένη, ενώ πολλά κομμάτια μπλε εγκαυστικών πλακιδίων είχαν εισαχθεί με σχέδια στην επιφάνειά της.
Το κάστρο καταλάμβανε ύψωμα όχι μεγάλης έκτασης στο κέντρο τής πόλης. Δεν περιείχε κανένα αντικείμενο ενδιαφέροντος, εκτός από μικρό σαρακηνικό παρεκκλήσι, αλλά η γύρω θέα από τα τείχη ήταν πολύ όμορφη, περιλαμβάνοντας τα βουνά στο πίσω μέρος, την πεδιάδα, το κύκλωμα των σύγχρονων τειχών, τούς πολυάριθμους μιναρέδες και τούς πολύβουους δρόμους. Η έκταση των οχυρώσεων ήταν πολύ μεγάλη, ενώ σημαντικός χώρος παρεμβαλλόταν ανάμεσα στα τείχη και την πόλη. Για τη σωστή υπεράσπισή τους θα χρειάζονταν πιθανώς όχι λιγότεροι από 20.000 άνδρες. Ο ταγματάρχης Τρότερ, ο οποίος βρισκόταν μέσα στο Ερζερούμ κατά τη διάρκεια τής τελευταίας πολιορκίας, τούς υπέδειξε το οχυρό στα υψώματα, προς την κατεύθυνση τού Ντεβέ Μπογιούν, στο οποίο εισήλθαν προς στιγμή οι Ρώσοι. Σχεδόν αμέσως τούς απώθησαν και πάλι, αλλά αν το είχαν κρατήσει, θα έλεγχαν την πόλη. Η επίθεση ήταν μέρος συνδυασμένης κίνησης, γιατί ένα άλλο ρωσικό απόσπασμα είχε σταλεί γύρω κατά τη διάρκεια τής νύχτας, για να κατέβει στον τόπο μέσω περάσματος από τα απόκρημνα βουνά στα νότια και επομένως να αποσπάσει την προσοχή των πολιορκούμενων. Στο σκοτάδι όμως έχασαν τον δρόμο τους, με αποτέλεσμα να μη φτάσουν στα υψώματα πριν από το ξημέρωμα και καθώς η κατάβαση ήταν μακρά, αναχαιτίζονταν εύκολα από το τουρκικό πυροβολικό. Αυτό το ατύχημα πιθανότατα έσωσε την πόλη, γιατί οι Τούρκοι είχαν χρειαστεί όλους τούς άντρες τους για να αντισταθούν στις μάζες που έφερναν οι Ρώσοι για να ξαναπάρουν το φρούριο στα υψώματα.
Κατά τη διάρκεια τής βραδιάς ο κ. Κολ δείπνησε με τον ταγματάρχη Τρότερ προκειμένου να τούς συναντήσει. Από αυτόν άκουσαν για πρώτη φορά για την ανησυχητική προοπτική λιμού στην Αρμενία τον ερχόμενο χειμώνα, γεγονός το οποίο αργότερα επαληθεύτηκε τόσο οικτρά. Φαινόταν ότι η συγκομιδή σε αυτή την περιοχή, αντί να ήταν άφθονη, όπως την είχαν βρει στη Μικρά Ασία, είχε αποτύχει σχεδόν εντελώς λόγω τής ανομβρίας. Οι χωρικοί είχαν αποθηκεύσει πολύ λιγότερο σιτάρι απ’ όσο είχαν σπείρει και το αλεύρι κατά συνέπεια ήταν έξι φορές πιο ακριβό από τον προηγούμενο χρόνο, καθώς η μεζούρα, που κόστιζε τότε 2½ γρόσια, αγοραζόταν τώρα για 15 γρόσια. Παρ’ όλα αυτά οι φόροι δεκάτης, οι άλλοι φόροι και οι κυβερνητικές επιβολές παρέμεναν οι ίδιοι με εκείνους πιο ευνοϊκών εποχών. Ήταν σαφές ότι, όταν εξαντλούνταν το μικρό απομένον απόθεμα σιτηρών, ο λοιμός θα ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα. Απ’ όλα αυτά ο Τόζερ μπορούσε να καταλάβει ότι η φυσιολογική κατάσταση των χριστιανών σε αυτή την περιοχή ήταν πολύ κακή. Ούτε φαινόταν να υπάρχει μεγάλη νομιμοφροσύνη μεταξύ των Τούρκων, αν και δεν υπήρχε ανοιχτά διακηρυσσόμενη δυσαρέσκεια, όπως συνέβαινε στη Μικρά Ασία. Τα στρατεύματα στο Ερζερούμ δεν είχαν πάρει μισθό για τέσσερα χρόνια και το μόνο που τούς συγκρατούσε από ανταρσία ήταν η νομιμοφροσύνη στον σουλτάνο και η αφοσίωση στη θρησκεία τους. Ακόμη κι έτσι, ήταν άγνωστο για πόσον καιρό θα συνεχιζόταν η υποταγή τους. Ο πασάς αγωνιούσε να τούς δώσει αμοιβή ενός μηνός στη διάρκεια αυτής τής εορταστικής περιόδου, αλλά για να το κάνει αυτό αναγκάστηκε να δανειστεί 1.200 στερλίνες με δική του ευθύνη, αφού τίποτε δεν αναμενόταν από τη Σταμπούλ. Λόγω τής εγγύτητας τής ρωσικής μεθορίου, ο Τόζερ περίμενε να βρει ότι μεταξύ των Αρμενίων αυτού τού τμήματος θα ήταν κυρίαρχη η ρωσική επιρροή. Αυτό όμως δεν συνέβαινε, γιατί στο Ερζερούμ δεν υπήρχε καλή άποψη γι’ αυτή τη χώρα, λόγω τής έλλειψης πειθαρχίας και των καταχρήσεων των στρατιωτών της κατά την εποχή τής κατοχής. Από την άλλη πλευρά, οι οθωμανικές αρχές και οι επικεφαλής μουσουλμάνοι, τόσο εδώ όσο και στις άλλες κύριες πόλεις, για παράδειγμα στη Βαν, δεν έδειχναν καλή διάθεση απέναντι στους Άγγλους.
Κατά τη διάρκεια τής αφήγησής του ο Τόζερ είχε την ευκαιρία από καιρό σε καιρό να σχολιάζει την κατάσταση τού υπηκόου πληθυσμού στην Αρμενία και τη Μικρά Ασία. Και προκειμένου να δείξει ότι έχει μάλλον πει λιγότερα παρά περισσότερα για το θέμα, θα ήταν καλό για αυτόν, τώρα που ήταν έτοιμος να αφήσει την τελευταία μεγάλη πόλη που επισκέφθηκε στην Αρμενία, να επιβεβαιώσει τα σχόλιά του με περαιτέρω στοιχεία.
Κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού τού 1879 εκδόθηκε η έκθεση (Τουρκία, αριθ. 10) με τίτλο «Αλληλογραφία σχετική με την κατάσταση τού πληθυσμού στη Μικρά Ασία και τη Συρία», η οποία αποτελούνταν κυρίως από προξενικές εκθέσεις σχετικές με τις εν λόγω χώρες. Σε αυτήν ο ταγματάρχης Τρότερ έγραφε στον Λόρδο Σόλσμπερι, τον Ρόμπερτ Γκασκόιν-Σέσιλ (1830-1903), τότε υπουργό εξωτερικών (1878-1880), σε σχέση με την κακομεταχείριση των Αρμενίων από τούς Κούρδους (σελ. 15): «Είναι ανώφελο να μπούμε σε λεπτομέρειες σχετικές με τούς χίλιους και έναν τρόπους με τούς οποίους οι μπέηδες μπορούν, όπως γενικά κάνουν, να καταπιέζουν τούς ραγιάδες των χωριών τους: καταναγκαστική εργασία, βαριές και παράνομες επιβολές πολλών ειδών, τόσο σε χρήμα όσο και σε προϊόντα, περιφρονητική και προσβλητική γλώσσα, που συχνά συνοδεύεται από χτυπήματα στους αρσενικούς και πολύ συχνά από καταπάτηση τής τιμής των θηλυκών. Μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό ότι σε χώρα όπου δεν υπάρχει νόμος, όπου οι φεουδαρχικοί αρχηγοί κατέχουν απόλυτη σχεδόν εξουσία πάνω σε φυλή ανθρώπων τούς οποίους ταυτόχρονα αντιπαθούν και περιφρονούν, η κατάσταση τής υπήκοης φυλής είναι πραγματικά άθλια». [Από την άποψη αυτή ο Τόζερ λυπόταν που έβλεπε ότι οι Κούρδοι περιγράφονταν με πιο μελανά χρώματα από εκείνα στα οποία τον είχαν οδηγήσει να πιστεύει ότι ίσχυαν.]
Για το ίδιο ζήτημα ο Σερ Ω. Χ. Λέιαρντ, ο διπλωμάτης και αρχαιολόγος, το πρώτο κεφάλαιο από το βιβλίο τού οποίου «Ανακαλύψεις στα ερείπια τής Νινευή και τής Βαβυλώνας» παρουσιάστηκε πιο πάνω, απεύθυνε ρηματική διακοίνωση προς την Υψηλή Πύλη, στην οποία ανέφερε (σελ. 106-7): «Ο πρεσβευτής τής Αυτής Μεγαλειότητος επιθυμεί να υποβάλει στην Υψηλή Πύλη δήλωση σχετική με την καταπίεση και τα εγκλήματα στα οποία υποβάλλονται οι Αρμένιοι τού χωριού Ογκνόα από Κούρδους αρχηγούς, στην περιοχή τής Γκόνιγκ, στο Κουρδιστάν…. Η κατάσταση πραγμάτων που υπάρχει σε αυτό το χωριό φαίνεται δυστυχώς ότι επικρατεί σε μεγάλο μέρος τής ανατολικής Ανατολίας, το οποίο περιλαμβάνεται σε αυτό που ονομάζεται Κουρδιστάν». Όσον αφορά τούς ζαπτιέδες, ο ταγματάρχης Τρότερ γράφει (σελ. 28, 29): «Η εξοχότητά σας πιθανώς γνωρίζει ότι ο μηνιαίος μισθός ενός ζαπτιέ, πέρα από μια μερίδα ψωμιού, είναι 70 γρόσια τον μήνα, που πληρώνεται, αν πληρώνεται, σε καϊμέ, δηλαδή τρέχουσα ισοτιμία, η οποία σήμερα αντιστοιχεί σε 3 σελίνια τον μήνα. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι καταβάλλεται τακτικά, πράγμα που δεν συμβαίνει, πώς άραγε είναι δυνατόν να επιβιώσει ένας άνθρωπος και να φροντίσει την οικογένειά του με αυτή την άθλια μικρή αμοιβή;… Όπως συμβαίνει, υπάρχει γενικά η πεποίθηση, ότι προκειμένου να αποκτήσουν τα προς το ζην, οι ζαπτιέδες παίρνουν το μερίδιό τους από κάθε σχεδόν ληστεία που διαπράττεται, αν μάλιστα δεν είναι οι ίδιοι σε πολλές περιπτώσεις οι πραγματικοί εγκληματίες».
Όσον αφορά τούς Τσερκέζους στη Μικρά Ασία, ο συνταγματάρχης Ουίλσον έγραφε (σελ. 126): «Οι Κιρκάσιοι ήρθαν στη χώρα με τίποτε άλλο εκτός από τα χέρια τους. Τώρα κάθε Κιρκάσιος έχει άλογο, μερικοί δύο ή τρία. Εισπράττουν επίδομα από ποσό που συγκεντρώνεται μέσω φόρου που επιβάλλεται στην κοινότητα ανάμεσα στην οποία ζουν, αλλά, μη όντας ικανοποιημένοι με αυτό, παίρνουν ό, τι τούς αρέσει από τούς ανθρώπους. Δεν έχουν άλλη ασχολία πέρα από αυτήν τής ληστείας στους κύριους δρόμους και των μικροκλοπών και όντας καλά οπλισμένοι με τουφέκια, περίστροφα και σπαθιά, ενώ οι ζαπτιέδες συχνά δεν έχουν τίποτε καλύτερο από καριοφίλια, αψηφούν την τοπική κυβέρνηση. Οι άνθρωποι που υποφέρουν δεν έχουν καμία αποζημίωση».
Όσον αφορά τα δικαστήρια, ο ίδιος συγγραφέας ανέφερε (σελ. 127): «Η κατάσταση των δικαστηρίων απέχει πολύ από την επιθυμητή. Τα συμβούλια, αν και θεωρητικά εκλέγονται από τον λαό, στην πραγματικότητα ορίζονται από την τοπική κυβέρνηση ή πωλούνται οι θέσεις τους. Η δωροδοκία και η διαφθορά είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση. Η κράτηση ή η απόδραση από τη φυλακή αποτελεί συχνά ζήτημα δωροδοκίας. Υπάρχει γενική διαμαρτυρία, ότι σπάνια αποδίδεται δικαιοσύνη υπέρ χριστιανού ή εναντίον μουσουλμάνου, καθώς και ότι, αν και παραλαμβάνονται τυπικά χριστιανικές μαρτυρίες, λίγο ή καθόλου βάρος δεν δίνεται σε αυτές στα δικαστήρια. Το κόστος τής επίλυσης διαφορών είναι τόσο μεγάλο, που οι χωρικοί, όταν ληστεύονται, συχνά αποφεύγουν να γνωστοποιήσουν τη ληστεία στις τοπικές αρχές. Κύριοι λόγοι γι’ αυτό είναι η αβεβαιότητα που συνδέεται με την ετυμηγορία, η απώλεια χρόνου ο οποίος απαιτείται για την υποχρεωτική παραμονή στην κύρια πόλη τού καϊμακαμλικιού, καθώς και τα έξοδα τής δίκης».
Στο ζήτημα τής γενικής κατάστασης τής χώρας και τής επικρατούσας αποδιοργάνωσης, καμία γλώσσα δεν θα μπορούσε να είναι ισχυρότερη από εκείνη τού Σερ Χένρι Λέιαρντ (βλέπε ιδιαίτερα σελ. 93 και 100), τόσο για την Υψηλή Πύλη όσο και για την κυβέρνηση τής πατρίδας.
Σκοπός του ήταν να αναφέρει πραγματικά περιστατικά και όχι να βγάλει συμπεράσματα, αλλά ίσως δεν θα ήταν εκτός τόπου, αν εξεταζόταν για μια στιγμή, σε σχέση με την Αρμενία, ποια πιθανή λύση θα μπορούσε να βρεθεί γι’ αυτή την κατάσταση των πραγμάτων. Δεν ήταν καθόλου απαραίτητο να εξεταστεί προς το παρόν, κατά πόσον αυτή η χώρα μπορούσε να συσταθεί ως ανεξάρτητο κράτος. Υπήρχε εκ πρώτης όψεως αντίρρηση σε αυτό, με την αιτιολογία ότι οι Αρμένιοι δεν αποτελούσαν την απόλυτη πλειοψηφία τού πληθυσμού. Σε αυτό όμως δεν χρειαζόταν να δίνεται μεγάλο βάρος, επειδή ήσαν οι αρχικοί κάτοικοι και κατείχαν σχεδόν όλη την ευφυΐα και την ικανότητα για πρόοδο που υπήρχε στη χώρα, ενώ ακριβώς η κακή διακυβέρνηση ήταν εκείνη που προκάλεσε τη μετανάστευση με την οποία ο αριθμός τους είχε μειωθεί. Εκτός από αυτό, οι Κούρδοι νομάδες δεν αποτελούσαν στοιχείο που έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση τού ζητήματος. Η γνώμη όμως των κατοίκων τής χώρας δεν ήταν ευνοϊκή απέναντι στη διακυβέρνησή τους από τούς Αρμένιους, αν και, αν αποτύχαιναν άλλα μέσα, μπορούσε τουλάχιστον να δοκιμαστεί, ενώ ορισμένα άτομα που είχαν το δικαίωμα να κρίνουν, πίστευαν ότι θα πετύχαιναν. Τρεις όμως μεταρρυθμίσεις μπορούσαν τουλάχιστον να ζητηθούν, η παραχώρηση των οποίων θα βελτίωνε σύντομα την κατάσταση των ανθρώπων, δηλαδή ο διορισμός χριστιανού κυβερνήτη με μεγάλες εξουσίες, η άδεια συγκρότησης τοπικής πολιτοφυλακής και το δικαίωμα να δαπανάται το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τής επαρχίας για τοπικούς σκοπούς. Η πρώτη από αυτές τις μεταρρυθμίσεις θα προστάτευε την περιοχή από τις καταχρήσεις και την κακή διακυβέρνηση των Τούρκων αξιωματούχων. Η δεύτερη θα εγκαθίδρυε σύντομα την τάξη, γιατί το γεγονός ότι οι Κούρδοι δεν αποτελούσαν τρομερούς εχθρούς όταν συναντούσαν σοβαρή αντίσταση, αποδείχθηκε επαρκώς στον τελευταίο πόλεμο. Και η τρίτη θα έτεινε ραγδαία στην ανάπτυξη των πόρων τής περιοχής και τής φιλοπονίας των ανθρώπων. Ήταν μεγάλο συμφέρον τής Αγγλίας να εξασφαλίσει ότι θα εφαρμόζονταν αυτές οι αλλαγές και ότι θα υποστηριζόταν και με άλλους τρόπους η υπόθεση των Αρμενίων, λόγω τής σημασίας τής παρεμβολής μεταξύ των ρωσικών κτήσεων και τής Μικράς Ασίας ενός λαού που παρακινούνταν από ισχυρή αίσθηση εθνικής ζωής και δεν ήταν διατεθειμένος να απορροφηθεί από οποιαδήποτε άλλη αυτοκρατορία. Αλλά για ένα πράγμα μπορούσαν να είναι βέβαιοι: ότι αυτές οι παραχωρήσεις δεν θα γίνονταν από την Υψηλή Πύλη, παρά μόνο κάτω από μεγάλη πίεση και ίσως μόνο ως αποτέλεσμα βίαιης πάλης.
Στις 18 Σεπτεμβρίου ξεκίνησαν το τελευταίο στάδιο τού ταξιδιού τους και αφήνοντας το Ερζερούμ ίππευσαν προς τα δυτικά κατά μήκος τής πεδιάδας. Ο δρόμος που ακολουθούσαν ήταν φτιαγμένος συμπαγώς, αλλά δεν είχαν προχωρήσει πολύ, όταν διαπίστωσαν με έκπληξη ότι είχε κοπεί από άκρη σε άκρη από βαθιά τάφρο, με αποτέλεσμα όλοι οι ταξιδιώτες και ακόμη περισσότερο όλα τα οχήματα να υποχρεώνονται να στραφούν στα γειτονικά χωράφια. Η εξήγηση φαινόταν να είναι ότι, όταν ο δρόμος κατασκευάστηκε, δεν υπήρξε πρόβλεψη για το πέρασμα των επιφανειακών νερών κάτω από αυτόν. Έτσι τα νερά πέρασαν από πάνω και κατέστρεψαν τον δρόμο. Λίγο πιο πέρα ο δρόμος, αν και ακόμη συμπαγής, γινόταν τόσο σκληρός, που οι ταξιδιώτες τον απέφευγαν και ακολουθούσαν πιο εύκολη διαδρομή δίπλα του. Στο τέλος τριών ωρών έφτασαν στους πρόποδες των λόφων που προεξείχαν από τη νότια πλευρά τής πεδιάδας. Εδώ ήταν το χωριό Ελίτζα (Θερμή Πηγή) [η σημερινή Αζιζιγιέ, η Ελέγεια τού παρελθόντος, στην οποία αναφέρθηκαν προηγούμενοι περιηγητές], στη μέση τού οποίου οι άφθονες πηγές από τις οποίες έπαιρνε το όνομά του ανάβλυζαν από τον βράχο. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτή ήταν η θέση των θερμών λουτρών που λεγόταν ότι είχε κατασκευάσει ο Ανατόλιος, ο ιδρυτής τής Θεοδοσιούπολης, κοντά σε αυτόν τον τόπο.12 Τώρα άρχιζαν να πλησιάζουν τον Φρατ ή Δυτικό Ευφράτη, το ελισσόμενο μέσα στις καλαμιές ρεύμα τού οποίου ήταν κάπως ευρύτερο από εκείνο τού Μουράτ στο σημείο όπου πρωτοείδαν την άνω πορεία του. Η πηγή τού Φρατ βρισκόταν ανάμεσα στα βουνά στα βόρεια τού Ερζερούμ, έξι περίπου ώρες μακριά από την πόλη αυτή. Έτσι είχαν επισκεφθεί τα κεφαλάρια των τεσσάρων μεγάλων ποταμών που πήγαζαν στην Αρμενία, η εξερεύνηση των οποίων ήταν ένα από τα αντικείμενα τού ταξιδιού τους, δηλαδή αυτό τού δυτικού κλάδου τού Τίγρη κοντά στο Χαρπούτ, εκείνο τού ανατολικού κλάδου τού ίδιου ποταμού πάνω από το Μπιτλίς, το άνω ρεύμα τού Ανατολικού Ευφράτη στο Ντιγιαντίν και εδώ εκείνο τού δυτικού συντρόφου του, που εξακολουθούσε να διατηρεί το όνομα τού ποταμού. Ακολουθούσαν τις πλαγιές των λόφων πάνω από την πορεία τού ποταμού, γύρω από τον οποίο φαίνονταν πολλά υδρόβια πουλιά, έως ότου, ύστερα από επτά ώρες, έφτασαν σε χάνι, νεόδμητο και με ωραία τάξη, όπου αποφάσισαν να περάσουν τη νύχτα. Ένα χάνι αποτελούσε καινοτομία για αυτούς, λόγω τής απουσίας τέτοιων τόπων διαμονής στη χώρα μέσω τής οποίας ταξίδευαν τελευταία, ενώ τούς αποδείκνυε ότι βρίσκονταν τώρα σε πιο πολυσύχναστο δρόμο. Ήταν φτιαγμένο πρόσφατα και είχε το όνομα Γενί Χαν, δηλαδή νέο χάνι, επειδή είχε ανεγερθεί για να αντικαταστήσει παρόμοιο κτίριο σε μικρή απόσταση, το οποίο είχε καταστραφεί από τούς Ρώσους κατά τη διάρκεια τού πολέμου. Κατά τη διάρκεια αυτής τής ημέρας η θερμοκρασία ήταν αναμφισβήτητα χαμηλή, ενώ οι νύχτες από εδώ και πέρα ήσαν τόσο ψυχρές, που ήσαν ευτυχείς χρησιμοποιώντας όλες τις επενδύσεις που είχαν φέρει μαζί τους.
Κατά τη διάρκεια τής επόμενης ημέρας διέσχισαν τον Ευφράτη από ξύλινη γέφυρα που στηριζόταν σε πέτρινα βάθρα. Το περιβάλλον γύρω του ήταν ωραίο, γιατί ακριβώς πάνω από αυτό το σημείο το ποτάμι δεχόταν παραπόταμο και μεταξύ των δύο υψωνόταν απότομη μάζα βράχου με χωριό που φώλιαζε στους πρόποδές του. Ο δρόμος τώρα άρχιζε να ανεβαίνει και ακολουθούσε τη γραμμή των λόφων στην απέναντι πλευρά τού ρέματος, το οποίο τώρα περιφερόταν εδώ κι εκεί μέσα από μεγάλη κοιλάδα. Στη συνέχεια διείσδυσαν στα βουνά και περνώντας από στενό φαράγγι έφτασαν στην αρχή τής ανάβασης τού ψηλού Κοπ Νταγ, που ήταν το μεγάλο εμπόδιο μεταξύ Ερζερούμ και Μπαϊμπούρτ στον δρόμο προς την Τραπεζούντα και αποτελούσε τον υδροκρίτη μεταξύ τής κοιλάδας τού Ευφράτη και τής Μαύρης Θάλασσας. Εδώ υπήρχε χάνι αλλά έδειχνε τόσο αφιλόξενος τόπος ανάπαυσης για τη νύχτα, που αποφάσισαν να διασχίσουν το πέρασμα αμέσως, αν και το απομεσήμερο είχε ήδη προχωρήσει αρκετά. Ο δρόμος σε αυτό το μέρος είχε σχεδιαστεί και κατασκευαστεί ωραία και ανέβαινε με ήπια κλίση, αν και, καθώς ο φυσικός βράχος προεξείχε εδώ κι εκεί σε άγριες μάζες, φαινόταν ότι είτε δεν ολοκληρώθηκε ποτέ ή ότι όλο το οδόστρωμα είχε φθαρεί. Επίσης τα μικρότερα γεφύρια είχαν αφεθεί ασυντήρητα, κι έτσι πολλά από αυτά ήσαν αδιάβατα. Όσο πιο ψηλά ανέβαιναν, τόσο πιο όμορφη γινόταν η θέα διαδοχικών οροσειρών προς τα νότια και τού μεγάλου βαθουλώματος που σηματοδοτούσε την πορεία τού Φρατ, ενώ οι άγριες καταιγίδες που σάρωναν από τον ουρανό προς αυτή την κατεύθυνση πρόσθεταν στο μεγαλείο τής εικόνας. Ο ήλιος έδυσε ακριβώς μόλις έφτασαν στο ψηλότερο σημείο, το υψόμετρο τού οποίου ήταν 7.600 πόδια [περίπου 2.300 μέτρα], ενώ είχαν μακρύτερη κατάβαση απ’ όσο περίμεναν, μέχρι να καταλήξουν σε θέση στάθμευσης. Ευτυχώς, είχε ενωθεί μαζί τους στον δρόμο από το Ερζερούμ ένας Αρμένιος έμπορος, που μάζευε και εμπορευόταν παραφυάδες από καρυδιές, ο οποίος τότε ερχόταν από τη Βαν και φαινόταν εξοικειωμένος με κάθε βήμα τού δρόμου. Τόσο στη γενική εμφάνιση όσο και στη ζωντάνια τού τρόπου του αυτός ο κύριος έμοιαζε πολύ περισσότερο με Γάλλο παρά με Αρμένιο. Κουβαλούσε κιάλια όπερας κρεμασμένα πάνω από τον ώμο, αλλά κατά τα άλλα ήταν ντυμένος πολύ αθλητικά. Ήταν ένθερμος λάτρης των σπορ και τούς διασκέδαζε με τον τρόπο με τον οποίο, ειδοποιώντας τους την τελευταία στιγμή, άφηνε το άλογό του στον δρόμο και ορμούσε πάνω από τα βράχια και στις νεροσυρμές, για να πυροβολήσει μια πέρδικα ή μια αγριόπαπια. Υπό την καθοδήγησή του άφησαν τον κεντρικό δρόμο και οδηγώντας τα άλογά τους κατέβηκαν από απότομες κατηφόρες ανάμεσα σε αρωματικούς θάμνους, που έβγαζαν μυρωδιές τις οποίες σπάνια είχαν μυρίσει στα οροπέδια τής Αρμενίας. Με αυτό τον τρόπο κέρδισαν μια ώρα σε χρόνο, αλλά ήταν σκοτάδι όταν βρέθηκαν σε μεγάλο χάνι, το οποίο ονομαζόταν Κοπ Χανέ από το βουνό και ήταν το φυσικό σημείο εκκίνησης ή ο τόπος ανάπαυσης για όσους διέσχιζαν το πέρασμα.
Το ποτάμι που ακολούθησαν προς τα κάτω το επόμενο πρωί μέσα από μεγάλη κοιλάδα, ανάμεσα σε ψηλά βουνά, ήταν ο Τσορούχ, ο αρχαίος Άκαμψις, που κυλούσε προς τη Μαύρη Θάλασσα, στην οποία φτάνει κοντά στο Βατούμ. Τα σύννεφα, που απειλούσαν για κάποιο διάστημα, ξέσπαγαν τώρα σε δυνατή βροχή, αλλά το προηγούμενο μέρος τού ταξιδιού τους είχε υπάρξει τόσο τυχερό από την άποψη αυτή, που ήταν μόλις η δεύτερη φορά που αντιμετώπιζαν δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Δεν ήταν πολύ μετά το μεσημέρι, όταν έφτασαν στον άμεσο προορισμό τους, την πόλη τής Μπαϊμπούρτ, αλλά αποφάσισαν να περάσουν το υπόλοιπο τής ημέρας εκεί, προκειμένου να εξετάσουν προσεκτικά τα ερείπια τού κάστρου της, για την εκπληκτική εμφάνιση τού οποίου δεν ήσαν προετοιμασμένοι. Η πόλη σχεδόν δεν ήταν ορατή από αυτή την πλευρά, μέχρι να μπεις σε αυτήν, γιατί η κοιλάδα εδώ έκανε υπερβολικά απότομη στροφή, περνώντας την οποία έβλεπες ξαφνικά τα κτίρια να ανεβαίνουν στους λόφους και στις δύο πλευρές τού ποταμού, ο οποίος είχε γίνει πια σημαντικό ρεύμα. Η ίδια η όχθη τού ποταμού πλαισιωνόταν από εκτεταμένους κήπους λαχανικών και φυτείες λεύκας, ενώ ακριβώς απέναντι βρισκόταν ο ψηλός λόφος τού κάστρου, στεφανωμένος από μακριές και ποικίλες σειρές οχυρώσεων. Η Μπαϊμπούρτ ήταν σημαντική πόλη 2.000 σπιτιών, 300 από τα οποία κατοικούνταν από χριστιανούς.
Στο Ερζερούμ τούς είχαν πει, ότι στο ταξίδι τους μάλλον θα διασταυρώνονταν με τον Σάμι πασά, ο οποίος βρισκόταν καθ’ οδόν από την Κωνσταντινούπολη προς τη Βαν, σε αποστολή για να αποκαταστήσει την τάξη μεταξύ των Κούρδων, γιατί υπήρχαν σοβαρές υποψίες τότε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, για γενική εξέγερση εκείνου τού λαού, όπου οι φυλές τού Τζουλαμέρκ βρίσκονταν σε ανοικτή εχθρότητα προς την κυβέρνηση, ενώ υποψιάζονταν έξυπνα ότι οι κινήσεις ανάμεσα στους Χαϊντερανλή και άλλους είχαν πολιτική σημασία. Ο Σάμι θεωρούνταν ικανός άνθρωπος, αλλά αντιμετωπιζόταν με κάποια καχυποψία, λόγω των φιλορωσικών του τάσεων.
Συνέβη να αναμένεται η άφιξή του στη Μπαϊμπούρτ ακριβώς όταν εκείνοι έμπαιναν στη δημόσια πλατεία, όπου μοίρα ιππικού είχε παραταχθεί για να τον υποδεχθεί, ενώ λίγο αργότερα εμφανίστηκε η εύσωμη μορφή του, σε άμαξα την οποία τραβούσαν δύο άλογα, ακολουθούμενος από όχι πολύ επιβλητική συνοδεία.
Η στιγμή ήταν ατυχής για εκείνους, γιατί οι αρχές στις οποίες απευθύνθηκαν για κατάλυμα ήσαν πολύ απασχολημένες με την άφιξη τού μεγάλου άνδρα, προκειμένου να σκεφτούν οτιδήποτε άλλο. Με λιγότερη λοιπόν από τη συνηθισμένη ευγένεια τούς έστειλαν σε πολύ άχαρο χάνι. Η δυσκολία λύθηκε με τρόπο παρόμοιο με εκείνον που είχε συμβεί σε μία ή δύο προηγούμενες περιπτώσεις.
Όταν ο σύντροφος τού Τόζερ επέστρεφε για να παραπονεθεί γι’ αυτό, συναντήθηκε με φιλόξενο Αρμένιο, ο οποίος προσφέρθηκε να τούς φιλοξενήσει στο σπίτι του, που βρισκόταν στις πλαγιές τού κάστρου-λόφου, πρόταση που έγινε ευχαρίστως δεκτή.
Το κάστρο ήταν χτισμένο σε απομονωμένη μάζα βράχου, που εκτεινόταν από τα ανατολικά προς τα δυτικά και ήταν απότομος από κάθε πλευρά, αλλά κυρίως στο ανατολικό άκρο, όπου κατέβαινε απότομα προς το ποτάμι.
Ο ποταμός Μασάτ, κλάδος του Τσορούχ (αρχ. Άκαμψι) και το κάστρο τής Μπαϊμπούρτ
(φωτ. Κ. Παραδεισόπουλος, 2014)
Ο Τσορούχ έκανε εδώ κι άλλη ξαφνική στροφή, έτσι ώστε να ρέει γύρω από δύο πλευρές τού λόφου, ύστερα από το οποίο μπορούσε να τον δει κανείς από ψηλά να απομακρύνεται ελισσόμενος προς την κατεύθυνση τού Βατούμ. Η κύρια γραμμή των τειχών ακολουθούσε την κορυφογραμμή σε όλο το μήκος της, ενώ υπήρχε επίσης κατώτερο τείχος στη νότια πλευρά, κατεβαίνοντας για κάποια απόσταση τον λόφο που βρισκόταν πάνω από την πόλη. Κατά διαστήματα στα τείχη υπήρχαν πύργοι, μερικοί κυκλικοί και κάποιοι τετράγωνοι, ενώ το σύνολο αποτελούνταν από κιτρινωπή καφέ πέτρα. Μπήκαν στις οχυρώσεις από πύλη κοντά στη νοτιοανατολική γωνία και στη συνέχεια, κατεβαίνοντας τις απότομες πλαγιές προς την πέρα πλευρά, έφτασαν στην είσοδο προς δύο καλυμμένα κλιμακοστάσια, που οδηγούσαν κάτω στο επίπεδο τού ρεύματος και προορίζονταν αναμφίβολα για την εξασφάλιση παροχής νερού. Ανεβαίνοντας και πάλι από αυτά κατά μήκος τής βόρειας πλευράς, βρήκαν θολωτό θάλαμο, ερειπωμένο τώρα, που πιθανότατα χρησίμευε ως δεξαμενή. Ακόμη πιο ψηλά υπήρχαν ερείπια τής αψίδας χριστιανικής εκκλησίας και μερικά ασήμαντα ερείπια από τζαμί. Οι ψηλότερες οχυρώσεις βρίσκονταν στο δυτικό άκρο, όπου οι πύργοι υψώνονταν σε μεγάλο ύψος πάνω από το έδαφος κάτω και η τοιχοποιία ήταν πολύ ογκώδης. Η θέα τής πόλης και τού ποταμού, με τις φυτείες και τούς κήπους, όπως φαινόταν μέσα από τα ανοίγματα των τειχών, ήταν εξαιρετικά όμορφη. Η κύρια είσοδος βρισκόταν προς τα νοτιοδυτικά. Κοντά της υπήρχε αραβική επιγραφή με μεγάλα γράμματα ψηλά στον τοίχο, ενώ υπήρχε άλλη μία κοντά στην πύλη. Μια τρίτη τούς επισημάνθηκε στο ανατολικό άκρο από τον ζαπτιέ που τούς συνόδευε. Καθώς κατέβαιναν προς την πόλη, τούς έδειξε επίσης, ακριβώς κάτω από τα τείχη τού κάστρου, μικρό περίβολο που περιείχε τον τάφο Τούρκου αγίου, που ήταν αντικείμενο προσκυνήματος. Ένας Αρμένιος ιερέας, ο οποίος τούς επισκέφθηκε κατά τη διάρκεια τής βραδιάς, είπε ότι είχε αντιγράψει και μεταφράσει όλες τις επιγραφές και ότι αναφέρονταν στην ανακατασκευή τού κτιρίου από τούς Σελτζούκους. Χτίστηκε αρχικά, έλεγε, από τούς Αρμένιους, στην εποχή των οποίων ανήκαν τα περάσματα που οδηγούσαν στο νερό, αλλά ήταν σελτζουκικό κατά το πολύ μεγαλύτερο μέρος του. Από πολλές απόψεις τούς θύμισε την αρχιτεκτονική τού κάστρου τού Μπιτλίς. Αυτός ο ιερέας είχε κάποτε ζήσει στο Μάντσεστερ, απ’ όπου είχε φύγει πριν από πέντε χρόνια. Μιλούσε αγγλικά, αλλά πολύ αργά, σαν κάποιον που προσπαθούσε να τα θυμηθεί. Τούς είπε ότι τα είχε μιλήσει μόνο έξι περίπου φορές από τότε που είχε επιστρέψει από την Αγγλία.
Υπήρχαν δύο διαδρομές που οδηγούσαν από τη Μπαϊμπούρτ στην Τραπεζούντα, μια από τις οποίες έπαιρνε ο κεντρικός δρόμος και ακολουθούσε την πορεία των κοιλάδων των ποταμών, ενώ η άλλη περνούσε απέναντι μέσα από τα παρεμβαλλόμενα βουνά. Η πρώτη ήταν η ευκολότερη από τις δύο, αλλά πολύ πιο κυκλική και κατά συνέπεια στο Ερζερούμ τούς πρότειναν να πάρουν τον ορεινό δρόμο. Αλλά εδώ οι τουρκικές αρχές, όταν απευθύνθηκαν σε αυτές, λίγα πράγματα φαίνονταν να ξέρουν για τον δεύτερο δρόμο και τούς αποθάρρυναν να τον ακολουθήσουν, λέγοντας ότι σε κακές καιρικές συνθήκες, αν κατέβαιναν σύννεφα, ήταν εύκολο να χάσουν τον δρόμο και προτείνοντάς τους ταυτόχρονα να πάρουν πέντε ζαπτιέδες ως προστασία, πρόταση που αρνήθηκαν αμέσως ως περιττή. Ήσαν αποφασισμένοι να ακολουθήσουν αυτή τη διαδρομή, αν και φαινόταν να τη συνοδεύει κάποιος μικρός κίνδυνος, γιατί είχαν ακούσει για ανθρώπους που τούς είχαν ληστέψει σε εκείνα τα μέρη, ενώ ενδεχομένως εκείνη την εποχή υπήρχε πρόσθετο στοιχείο ανασφάλειας, λόγω των μουσουλμάνων μεταναστών από το Λαζιστάν, πολλοί από τούς οποίους είχαν περάσει από αυτή τη χώρα, όταν έφυγαν από τα σπίτια τους προκειμένου να αποφύγουν να γίνουν Ρώσοι υπήκοοι. Ταυτόχρονα όμως ήταν συντομότερη και θα αποδεικνυόταν ενδεχομένως πιο ενδιαφέρουσα. Οι δύο δρόμοι χωρίζονταν στο χωριό Βαρζαχάν [σήμερα Ουγράκ], δύο περίπου ώρες από τη Μπαϊμπούρτ και εδώ έκαναν την πρώτη τους στάση, όταν ξανάρχισαν το ταξίδι τους την επόμενη μέρα, προκειμένου να επισκεφτούν τα αξιόλογα αρχιτεκτονικά λείψανα στον τόπο αυτόν.
Βαρζαχάν (Κούπερ, 1849)
Τα αρχαία κτίρια στο Βαρζαχάν καταλάμβαναν υπερυψωμένο έδαφος πάνω από το σύγχρονο χωριό. Από απόσταση θα μπορούσαν εύκολα να εκληφθούν ως πύργοι, αλλά καθώς πλησίαζε κανείς, διαπίστωνε ότι ήσαν μεσαιωνικά αρμενικά οικοδομήματα πολύ περίτεχνης σχεδίασης. Το καλύτερα διατηρημένο από αυτά ήταν μικρό οκταγωνικό εκκλησάκι ή τάφος, το εξωτερικό τοίχωμα τού οποίου στεκόταν, αν και η οροφή και το μεγαλύτερο μέρος τού εσωτερικού είχε καταστραφεί. Όμως στο εσωτερικό παρέμενε όρθια μια μόνο στήλη και αυτή αποτελούσε κάποτε έναν από κύκλο παρόμοιων κιόνων, μεταξύ των οποίων και τού τοίχου πρέπει να υπήρχε περιμετρικά είδος διαδρόμου ή περάσματος και οι οποίοι φαινόταν ότι υποστήριζαν τρούλο. Στη δυτική, τη βόρεια και τη νότια πλευρά υπήρχαν πόρτες εισόδου, ενώ σε αντίστοιχη θέση προς τα ανατολικά υπήρχε μικρή αψίδα. Πάνω από τη δυτική θύρα υπήρχε μεγάλο παράθυρο, αλλά τα άλλα σε όλο το κτίριο ήσαν απλές σχισμές, με τα ανοίγματα να είναι συνήθως διπλά με τη μικρή κολώνα που τα χώριζε, ενώ από πάνω τους και πάλι υπήρχε άλλο άνοιγμα εξίσου στενό.
Όλες οι αψίδες ήσαν κυκλικές, ενώ εδώ κι εκεί στα ανοίγματα των παραθύρων υπήρχαν απομεινάρια από αδρά σχέδια στην τοιχογραφία.
Κοντά σε αυτό βρισκόταν άλλο κτίριο, τόσο κατεστραμμένο, που το σχέδιό του δύσκολα προέκυπτε, αλλά στην ανατολική πλευρά διασωζόταν οξυκόρυφο τόξο και πάνω από αυτό κομμάτι τυφλής στοάς, με κόγχες στην εξωτερική της όψη, η οποία φαινόταν ότι σχημάτιζε μέρος τού τυμπάνου ή φανού τού τρούλου.
Και στα δύο αυτά, η διακόσμηση ήταν προσεκτική και λεπτεπίλεπτη και επικρατούσε το κορδόνι ή στριμμένο γείσο. Στην περιοχή υπήρχε αρχαίο νεκροταφείο, σε μέρος τού οποίου, δίπλα-δίπλα, υπήρχαν τρεις τάφοι κομμένοι σε σχήμα κριαριών, όπου η λάξευση των άκρων και οι ουρές ήσαν σε πολύ χαμηλό ανάγλυφο. Σε μικρή απόσταση από αυτή την ομάδα και σε ψηλότερο έδαφος, υπήρχε άλλη εκκλησία, η οποία φαινόταν ότι είχε τη μορφή ελληνικού σταυρού, με κεντρικό τρούλο. Μεγάλο μέρος τού τυμπάνου τού τρούλου διασωζόταν, με πολλούς μικρούς κυκλικούς φεγγίτες, αλλά ήταν αδύνατο να επισκεφτούν το εσωτερικό τού κτιρίου, καθώς όλες οι είσοδοι ήσαν αποκλεισμένες.
Οι αρχιτέκτονες αυτών των κτιρίων δεν υπήρξαν αξιοκαταφρόνητοι καλλιτέχνες, αλλά ούτε επιγραφές ούτε άλλες πηγές στοιχείων διασώζονταν, ώστε να δείξουν σε ποια περίοδο έζησαν. Στα αρχιτεκτονικά τους χαρακτηριστικά, τα οικοδομήματα παρουσίαζαν πολλά σημεία ομοιότητας με εκείνα τής Ανί στη ρωσική Αρμενία, ενώ από αυτό μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι ήσαν τού 11ου ή 12ου αιώνα. Είχαν όμως πολύ λίγα κοινά χαρακτηριστικά με τις άλλες αξιόλογες εκκλησίες που είχαν παρατηρήσει σε αυτή τη χώρα, όπως αυτή τής Ιτς Κιλίσε κοντά στο Ντιγιαντίν ή εκείνη τού μοναστηριού τού Σουρπ Γκαραμπέντ κοντά στη Μους. Μάλιστα φαινόταν σχεδόν αδύνατο να εντοπιστεί οποιαδήποτε επακόλουθη εξέλιξη στα στυλ τής αρμενικής αρχιτεκτονικής, αν και η επίδραση τόσο τής περσικής όσο και τής βυζαντινής τέχνης μπορούσε να είναι ορατή σε αυτά. Όσον αφορά τις μορφές αυτών των οικοδομημάτων, ο κ. Φέργκιουσον παρατηρούσε στο βιβλίο του «Ιστορία τής Αρχιτεκτονικής» [τόμος ΙΙ, σελ. 473 (2η έκδοση)]: «Τα σχέδια των αρμενικών εκκλησιών αψηφούν την ταξινόμηση. Μερικές είναι τετράγωνες ή ορθογώνιες με κάθε πιθανή αναλογία μήκους προς πλάτος, ορισμένες οκτάγωνες ή εξάγωνες και μερικές τής πιο απερίγραπτης έλλειψης κανονικότητας».
Στο Βαρζαχάν παρατήρησαν για πρώτη φορά ότι υπήρχε φρέσκο χιόνι στις γειτονικές βουνοκορφές και αυτό φαινόταν να είναι προειδοποίηση για αυτούς, ότι έπρεπε σύντομα να φύγουν από την περιοχή. Η άφθονη βροχή που έπεσε στη συνέχεια κατά τη διάρκεια τής παραμονής τους στην Τραπεζούντα και στο ταξίδι τους κατά μήκος τής ακτής τής Μαύρης Θάλασσας, το επιβεβαίωσε αυτό πλήρως και έδειξε ότι η εποχή των ταξιδιών στην Αρμενία είχε περάσει. Το απόγευμα τής ίδιας ημέρας έφτασαν σε χάνι, όπου άρχιζαν τα περίπλοκα περάσματα που οδηγούσαν στην Τραπεζούντα. Εδώ σταμάτησαν για τη νύχτα και ξεκίνησαν την ανάβαση το επόμενο πρωί. Ο δρόμος τους τώρα περνούσε από γρανιτικά βουνά, άγρια και γυμνά, αν και με κάποια στοιχεία μεγαλείου, όπως εκείνα που βρίσκονταν στα κατώτερα περάσματα των Άλπεων. Η διαδρομή ήταν απλό ορεινό μονοπάτι, πολύ λιγότερο σημαδεμένο απ’ όσο περίμεναν να το βρουν. Τον χειμώνα δύσκολα μπορούσε να είναι βατό, γιατί οι απότομες πλαγιές που διέσχιζε συχνά πρέπει εκείνη την εποχή να ήσαν καλυμμένες από πάγο ή παγωμένο χιόνι. Αυτή την εποχή μεγάλα κοπάδια προβάτων με φαρδιές ουρές βοσκούσαν στις κοιλάδες ή πάνω στις πλαγιές. Το πέρασμα αποτελούνταν από διαδοχή διάσελων, στο πρώτο από τα οποία υπήρχε μικρό νεκροταφείο, που περιείχε τον τάφο Τούρκου αγίου, απ’ όπου και όλο το πέρασμα έπαιρνε το όνομα Χατζή Βαλή Μέζαρι ή «ο τάφος τού Χατζή Βαλή». Ολόγυρα πλήθος λευκών κρόκων ξεφύτρωνε από το έδαφος. Ύστερα ακολούθησαν εκτεταμένη περιοχή ορεινών βοσκοτόπων, στη μέση των οποίων υπήρχε μικρή κρήνη με τουρκική επιγραφή, φιλικό αντικείμενο σε τόσο έρημο σημείο. Για μια ακόμη φορά ανέβηκαν σε ψηλότερο διάσελο, στην πέρα πλευρά τού οποίου ξεκουράστηκαν για λίγο, δίπλα σε πηγή, σε κανονικό αλπικό λιβάδι σκεπασμένο από κοντό πράσινο χλοοτάπητα. Τελικά απότομη κατάβαση 1.600 ποδιών [500 περίπου μέτρων], κατά την οποία χρειάστηκε να ξεπεζέψουν και να οδηγούν τα άλογά τους, τούς έφερε στην είσοδο στενού φαραγγιού ανάμεσα σε απότομους και ψηλούς βράχους από γρανίτη, το τοπίο τού οποίου ήταν αντάξιο τού διάσημου ορεινοὐ περάσματος τού Σαντ Γκόταρντ στην Ελβετία. Ένα ρεύμα κυλούσε μέσα από αυτό και όταν βγήκαν στην πέρα άκρη του, είχαν ελπίσει ότι θα ακολουθούσαν την πορεία του προς τα κάτω, αλλά οι οροσειρές σε αυτό το μέρος ήσαν πάρα πολύ μπερδεμένες για να επιτρέψουν τέτοια απλή έξοδο και ήσαν αναγκασμένοι να αποκλίνουν από αυτό μέσω πλευρικής κοιλάδας, στην οποία κυλούσε παραπόταμός του. Μέχρι στιγμής η μέρα ήταν πολύ καλή και σε αυτό ήσαν τυχεροί, γιατί σε κακές καιρικές συνθήκες ίσως ήταν δύσκολο να βρουν τη διαδρομή. Τώρα όμως τα σύννεφα, που είχαν προσθέσει στο μεγαλείο τού φαραγγιού παρασυρόμενα μέσα σε αυτό και τραβώντας στους γκρεμούς του, έκλειναν γύρω τους. Ανάμεσά τους ανέβηκαν για μια ακόμη φορά σε μεγάλο ύψος, μέχρι που τελικά μικρή κατάβαση τούς έφερε στον τόπο ανάπαυσής τους, στο χωριό Τας Κιοπρού, που ονομαζόταν έτσι από πέτρινο γεφύρι στην περιοχή του. Ολόκληρο το ταξίδι τους εκείνη τη μέρα ήταν παράξενα μοναχικό και ήταν προφανές ότι πολύ λίγοι ταξιδιώτες περνούσαν από αυτόν τον δρόμο. Ο χανιτζής εδώ ήταν Έλληνας και μιλούσε ελληνικά ως μητρική του γλώσσα, όχι τουρκικά, όπως συνέβαινε με τούς Έλληνες στο εσωτερικό τής Μικράς Ασίας. Ήταν η πρώτη απόδειξη που είχαν, ότι πλησίαζαν σε περιοχή κατοικούμενη από αυτούς τούς ανθρώπους.
Ξαναρχίζοντας το ταξίδι τους την επόμενη μέρα (23 Σεπτεμβρίου), άφησαν τον κατευθείαν δρόμο προς Τραπεζούντα, καθώς σκοπός τους ήταν πια να επισκεφθούν το περίφημο ελληνικό μοναστήρι τής Σουμελά, το οποίο βρισκόταν σε μία από τις πλευρικές κοιλάδες, λίγο πιο πέρα. Αρχικά ο δρόμος τους ανηφόριζε και πάλι, αλλά δεν είχαν προχωρήσει πολύ, όταν τα μάτια τους ενθουσιάστηκαν από πολύ ευχάριστο θέαμα. «Θάλαττα! Θάλαττα!» αναφώνησαν και οι δύο, γιατί ήταν πραγματικά η θάλασσα, ενώ ο Ξενοφών και οι στρατιώτες του πρέπει να την είδαν για πρώτη φορά από σημείο κάπως αντίστοιχο με αυτό. Ο θαυμασμός τους είχε γίνει καθημερινή λέξη και μόνο όσοι αγωνίστηκαν πορευόμενοι για μήνες μέσω τής χώρας τού εχθρού και πέρασαν συχνά τη νύχτα σε χιονισμένους τόπους, όπως εκείνοι, θα μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι σήμαινε γι’ αυτούς. Αλλά ακόμη κι ένας συνηθισμένος ταξιδιώτης, που είχε ταξιδέψει πρώτα κατά μήκος των άγονων, ομοιόμορφων επίπεδων μεταξύ Αραράτ και Ερζερούμ, ανάμεσα σε χωριά είτε κατεστραμμένα ή που έμοιαζαν στην καλύτερη περίπτωση με σωρούς λάσπης, και στη συνέχεια πάνω από τα ψυχρά και ζοφερά βουνά που χώριζαν την Αρμενία από την ακτή, θα μπορούσε να αισθανθεί την εμπνέουσα επίδραση αυτής τής θέας. Και τι θέας! Δεν είχαν δει τίποτε σαν κι αυτό σε όλη την περιοδεία τους. Από την υπερυψωμένη τους θέση, μεταξύ 7.000 και 8.000 ποδιών [2.200 και 2.400 μέτρων] πάνω από τη θάλασσα, κοίταζαν κάτω σε βαθιά κοιλάδα, στην οποία υπήρχαν ευχάριστα καλοφτιαγμένα χωριά, με τοίχους από πέτρα και στέγες από κόκκινα κεραμίδια. Πέρα από την κοιλάδα υψώνονταν βουνά σκεπασμένα με δάση, που χωρίζονταν μεταξύ τους από χαράδρες. Ακολουθούσε διαδοχή απαλά κομμένων κορυφογραμμών, που κατηφόριζαν σταδιακά προς την Τραπεζούντα. Ακόμη πιο πέρα, μακριά προς τα βορειοανατολικά, το ένα ακρωτήριο μετά το άλλο εκτείνονταν μέσα στη θάλασσα, ενώ οι οροσειρές πίσω τους ανέβαιναν προς τα βουνά τού Λαζιστάν με τις χιονισμένες κορυφές. Ολοκληρώνονταν όλα με την έκταση τού γαλάζιου Ευξείνου. Ολόκληρο το τοπίο, λόγω τής λεπτότητας και τής πολλαπλότητας τής μορφής του και τού συνδυασμού θάλασσας και βουνού, έμοιαζε θαυμάσια με τις ακτές τής Ελλάδας. Φαινόταν φυσικό από την ίδια της τη μορφή, ότι μια τέτοια περιοχή είχε κατοικηθεί από τούς Έλληνες στην αρχαιότητα.
Ας επιστρέψουμε για λίγο στους Μυρίους, τούς οποίους έπρεπε τώρα να αποχαιρετίσουν. Τούς άφησαν στην πεδιάδα τού Πάσιν, στα ανατολικά τού Ερζερούμ. Όπως έχει ήδη επισημάνει ο Τόζερ, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα ότι ακολούθησαν σχεδόν την ίδια διαδρομή που είχαν πάρει και οι ίδιοι, αν και το σημείο από το οποίο είδαν για πρώτη φορά τη θάλασσα, καθώς και το πέρασμα από το οποίο κατέβηκαν από τα ορεινά στην ακτή, φαινόταν ότι βρισκόταν κάπως μακρύτερα στα ανατολικά. Αυτή θα ήταν η φυσική κατεύθυνση που έπρεπε να πάρουν και η αφήγηση που μάς έχει δώσει ο Ξενοφών φαίνεται ότι ήταν λιγότερο δύσκολο να συμφιλιωθεί με αυτή τη διαδρομή απ’ όσο με οποιαδήποτε άλλη. Όταν έφτασαν στις πηγές τού Φρατ (Δυτικού Ευφράτη), καθώς αυτό θα είχε ματαιώσει τον σκοπό τους να ακολουθήσουν αυτό το ρεύμα, θα είχαν σχεδόν εξαναγκαστεί να πάρουν τον δρόμο πάνω από τα βουνά στα βορειοδυτικά. Τα δύο κύρια σημεία που αναφέρονται στην διαδρομή τους ήταν ένα μεγάλο ποτάμι που ονομαζόταν Άρπασος και μια σημαντική πόλη που ονομαζόταν Γυμνιάς. Ο πρώτος πιθανόν ταυτίζεται με τον Τσορούχ, ενώ η θέση τής δεύτερης (αν και αυτό αποτελεί καθαρά θέμα εικασίας) ίσως βρισκόταν σε όχι μεγάλη απόσταση από τη Μπαϊμπούρτ. [Έχουμε εξηγήσει αλλού, ότι ο μόνος τρόπος για να είναι συμβατές οι αναλυτικές πληροφορίες χρόνου και απόστασης του Ξενοφώντος με τις αντίστοιχες συγκεντρωτικές στην Κύρου Ανάβαση, είναι να θεωρηθεί ως Άρπασος ποταμός ο σημερινός Άρπα τσάι στα σύνορα Τουρκίας-Αρμενίας και ως πόλη Γυμνιάς το Γκυουμρί της σύγχρονης βορειοδυτικής Αρμενίας. Στην περίπτωση αυτή, επειδή η απόσταση από την πόλη Γυμνιάς-Γκυουμρί μέχρι το όρος Θήχης (Θάλαττα! Θάλαττα!) πάνω από την Τραπεζούντα δεν είναι δυνατόν να διανυθεί στις πέντε ημέρες του Ξενοφώντος (4.7.21), πρέπει επίσης να δεχτούμε την περιγραφή του Διόδωρου (14.29.3) για δεκαπέντε ημέρες πορείας.13]
Θα έχει φανεί από την πολυπλοκότητα και την κλίση των ορεινών μονοπατιών που περιέγραψε ο Τόζερ στο ταξίδι τής τελευταίας τους ημέρας, ότι οι οροσειρές ανάμεσα σε αυτό το μέρος και τη θάλασσα ήταν εξίσου δυνατό να διασχιστούν σε ένα σημείο ή σε άλλο, ενώ φαινόταν πιθανό ότι οι Έλληνες κατέβηκαν τελικά από κοιλάδα ποταμού, η οποία έφτανε στην ακτή λίγο πιο ανατολικά από την Τραπεζούντα [βλέπε Banbury, History of Ancient Geography, Ι, 375-378].
Σουμελά και Τραπεζούς (1879)
Αφού χόρτασαν να αγναντεύουν τη θάλασσα, έστρεψαν για μια ακόμη φορά τα βήματά τους προς την ενδοχώρα, στην κατεύθυνση τής μονής Σουμελά. Το μονοπάτι τώρα ανέβαινε σε σημαντικά μεγαλύτερο υψόμετρο απ’ όσο πριν, ενώ από το ύψος στο οποίο είχαν φτάσει, μπορούσαν να κρίνουν το ψηλό εμπόδιο που σχημάτιζαν τα βουνά μεταξύ τής περιοχής τής Τραπεζούντας και των γειτονικών τμημάτων τής Αρμενίας και τής Μικράς Ασίας.14 Τόσο πλήρης ήταν ο υδροκρίτης, που κανένα απολύτως ρέμα δεν περνούσε μέσα από αυτές τις περιοχές από το εσωτερικό προς τη θάλασσα, ενώ με τη Μικρά Ασία ιδιαίτερα δεν υπήρχε σχεδόν καμία επικοινωνία από την ακτή. Αυτά τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά εξηγούσαν τη μεσαιωνική ιστορία τής Τραπεζούντας και την ύπαρξή της για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ως ανεξάρτητου βασιλείου, γιατί ήταν έτσι απομονωμένη από τη γειτονική ήπειρο και προστατευμένη από επιθέσεις από αυτή την περιοχή, ενώ ταυτόχρονα ήταν αναγκασμένη να εξαρτάται από το δικό της στενό, αν και παραγωγικό, έδαφος, καθώς και από τη θάλασσα. Καθώς προχωρούσαν, το μονοπάτι γινόταν τόσο μικρό, που ήταν δύσκολα ανιχνεύσιμο και τελικά έφτασαν σε απότομη κατωφέρεια, όπου κατέβηκαν με τα πόδια από τις τραχιές βουνοπλαγιές, μέχρι που έφτασαν σε σημείο πάνω από βαθιά κοιλάδα, ανάμεσα σε θάμνους ροδόδεντρου ανάμικτους με φτέρες. Εδώ ξεκουράστηκαν δίπλα σε ρέμα, ενώ τα άλογά γεύτηκαν τέτοιο γρασίδι, που δεν είχαν συναντήσει για πάρα πολλές ημέρες.
Αυτό που ακολούθησε, τούς φάνηκε σαν σκηνή παραμυθιού, όπως έρχονταν από γυμνή και έρημη περιοχή. Σύντομα έφτασαν σε σημείο, όπου το αντικείμενο τής αναζήτησής τους ήταν ορατό, καταλαμβάνοντας πολύ ασυνήθιστη θέση στην απέναντι πλευρά τής κοιλάδας. Εδώ υψωνόταν κατακόρυφος βράχος σε ύψος χιλίων σχεδόν ποδιών και στη μέση ακριβώς τής όψης του, στο κοίλωμα ενός σπηλαίου, βρισκόταν το μοναστήρι, τα λευκά κτίρια τού οποίου δημιουργούσαν έντονη αντίθεση με τον καφέ βράχο, που φαινόταν να αποτελεί το σκηνικό τους. Η πρώτη αίσθηση τού θεατή ήταν αίσθηση έκπληξης, που υπήρξαν ανθρώπινα όντα τα οποία εγκαταστάθηκαν σε μέρος προφανώς τόσο απρόσιτο. Από πολλές απόψεις έμοιαζε με το μοναστήρι τού Μεγάλου Σπηλαίου στον Μοριά, το οποίο καταλάμβανε επίσης μεγάλη σπηλιά, όπως υποδήλωνε το όνομά του, αλλά στην περίπτωση εκείνη το σπήλαιο βρισκόταν στους πρόποδες τού βράχου και συνεπώς ήταν εύκολη η πρόσβαση, ενώ εδώ ήταν αδύνατο εκ πρώτης όψεως να ανακαλύψεις τρόπο προσέγγισης.
Ένα από τα πιο εμφανή αντικείμενα στην περιοχή τού κτιρίου ήταν μακρά σειρά αψίδων προσαρμοσμένων στον βράχο, που στήριζαν νεροσυρμή η οποία τροφοδοτούσε το μοναστήρι.
Το περιβάλλον αυτής τής παράξενης εικόνας αποτελούσε μάζα ευθάλειας. Η κοιλάδα κάτω, καθώς ελισσόταν απομακρυνόμενη προς βορρά ανάμεσα σε πολλές πτυχές των λόφων, ήταν γεμάτη από την πιο πλούσια βλάστηση, ενώ οι πλαγιές και κορυφές τού ίδιου τού μεγάλου βράχου ήσαν ντυμένες με δένδρα, οπουδήποτε αυτά μπορούσαν να ριζώσουν. Το ελικοειδές μονοπάτι από το οποίο ανέβαιναν τώρα περνούσε μέσα από δάσος ελάτων, που διανθίζονταν με το φωτεινότερο φύλλωμα τής οξιάς, τής συκομουριάς, τής σημύδας και τής φουντουκιάς, μαζί με τα κόκκινα μούρα τής ορεινής φλαμουριάς και ψηλό υπόστρωμα από ροδόδεντρα και αζαλέες. Παρά το προχωρημένο τής εποχής, πολλά ανθοφόρα φυτά άνθιζαν ακόμη. Ήσαν ως επί το πλείστον γνωστοί φίλοι από τη χλωρίδα των κάτω Άλπεων. Υπήρχε το μή μοῦ ἅπτου (impatiens noli-me-tangere) με τα κρεμάμενα χρυσά περικάρπιά του, το κίτρινο φασκόμηλο (salvia), τα ψηλά μπλε στάχια τής γεντιανής τής ασκληπιαδοειδούς (gentiana asclepiadea) και εδώ κι εκεί κάποιο καθυστερημένο χαμομήλι. Μερικές πλαγιές ήσαν έντονα χρωματισμένες από τον φθινοπωρινό κρόκο, τα λουλούδια τού οποίου υπερέβαιναν κατά πολύ σε μέγεθος οποιαδήποτε είχε δει ποτέ ο Τόζερ στην Ελβετία.
Παναγία Σουμελά (Τόζερ 1881)
Μοναστήρι Παναγίας Σουμελά
(φωτ. Ν. Παραδεισόπουλος 2014)
Εκεί βρήκε επίσης τη σαξιφράγκα κυμπαλάρια (saxifraga cymbalaria), τη σπανιότερη από όλες τις σαξιφράγκες, ευαίσθητο φυτό με φύλλα σε σχήμα κισσού και κίτρινο λουλούδι, την οποία κάποτε στο παρελθόν είχε συναντήσει κοντά στο χιόνι, ανάμεσα στις κορυφές τού Παρνασσού, αλλά που δεν υπήρχε όμως, όπως πίστευε, σε άλλες ευρωπαϊκές χλωρίδες [βλέπε το άρθρο τού κ. Ball, “The Origin of the Flora of the European Alps”, Proceedings of the Geographical Society, Σεπτέμβριος 1879, σελ. 677]. Ας προσθέσει σε όλα αυτά κανείς φτέρες και χλόη και μικρά ρυάκια και στη συνέχεια ας κρίνει αν, μη έχοντας δει κατά τη διάρκεια δύο μηνών ούτε ένα αγριολούλουδο ή ένα πλήρως αναπτυγμένο δασικό δένδρο, είχαν άδικο που πίστευαν ότι είχαν μπει σε επίγειο παράδεισο.
Στο κάτω μέρος τής κοιλάδας έφτασαν στο ρέμα, που έμοιαζε με καθαρό ρυάκι τού Ντέβονσαϊρ, πέφτοντας από βράχο σε βράχο με απότομες ριπές. Το διέσχισαν από μικρή σκεπαστή ξύλινη γέφυρα, μοναδικής τυρολέζικης όψης, η στέγη τής οποίας προοριζόταν αναμφίβολα, όπως εκείνες στις Άλπεις, για να αποτινάσσει το βάρος τού χιονιού τον χειμώνα. Από αυτήν, πολύ απότομο ζιγκ-ζαγκ μονοπάτι, κλεισμένο σε δένδρα, ανηφόριζε σε αριθμό περίεργων κώνων βράχου, που στέκονταν σε κάπως χαμηλότερο υψόμετρο από το μοναστήρι, στην πλευρά τού μεγάλου βράχου πάνω στον οποίο ήταν χτισμένο. Κοντά σε αυτούς τούς βράχους υπήρχαν μερικές αγροικίες, από τις οποίες σχετικά επίπεδο μονοπάτι οδηγούσε στο σημείο από το οποίο γινόταν η προσέγγιση.
Δεν ήταν το λιγότερο αξιοθαύμαστο χαρακτηριστικό γνώρισμα τού τόπου, ενώ μια επιθεώρησή του αποδείκνυε τόσο την αρχική αδυναμία πρόσβασης στο σπήλαιο, όσο και την επίμονη εφευρετικότητα εκείνων που το κατέλαβαν αρχικά. Σε αυτή την πλευρά τού γκρεμού υπήρχε μικρή προεξοχή στον βράχο σε κάπως ψηλότερο επίπεδο από το σπήλαιο και αφού προσφερόταν η ευκαιρία, είχε βελτιωθεί, ώστε να καταστήσει εφικτή την είσοδο. Από το σημείο όπου στέκονταν τώρα είχαν κατασκευαστεί πενήντα πέτρινα σκαλοπάτια, φτάνοντας στην κορυφή αυτής τής αντιστήριξης, ενώ από εκεί πάλι ξύλινη σκάλα κατέβαινε ίση απόσταση στην πέρα πλευρά μέσα στο μοναστήρι.
Η πραγματική πύλη βρισκόταν στην κορυφή αυτής τής σειράς σκαλοπατιών. Εκεί βρήκαν τον ηγούμενο να τούς περιμένει και καθώς ήταν στενή η πύλη και αυτός πολύ παχύσαρκος, πράγμα σπάνιο για Έλληνες μοναχούς, των οποίων η πενιχρή διατροφή συνήθως παρήγαγε λιπόσαρκο σώμα, καταλάμβανε ολόκληρο σχεδόν τον χώρο. Τούς μίλησε στα ελληνικά με το συνηθισμένο καλωσόρισμα (καλῶς ὡρίσατε) και εκείνοι αισθάνονταν χαρά που βρίσκονταν και πάλι ανάμεσα σε ελληνόφωνους. Ύστερα τούς οδήγησαν κάτω στη σκάλα και μέσα από περίπλοκα περάσματα στο πέρα άκρο τού κτιρίου, όπου εγκαταστάθηκαν σε άνετο δωμάτιο με θέα στην κοιλάδα. Το ύψος τού μοναστηριού πάνω από το ρέμα ήταν 400 πόδια [125 περίπου μέτρα] και παρά το γεγονός ότι είχαν κατέβει τόσο πολύ κατά τη διάρκεια τής ημέρας, βρίσκονταν ακόμη 4.000 πόδια [1.200 περίπου μέτρα] πάνω από το επίπεδο τής θάλασσας. Όταν ήρθε το βράδυ, ήθελαν πολύ μια φωτιά και στοίβαξαν κούτσουρα τού ρητινώδους πεύκου στο τζάκι τους.
Ήταν σχεδόν ακατόρθωτο έργο να περιγράψει ο Τόζερ την εικόνα τού εσωτερικού τού μοναστηριού, λόγω τής απουσίας ομοιομορφίας στα κτίρια, ορισμένα από τα οποία ήσαν ξύλινα και μερικά πέτρινα, καθώς και λόγω τής εγγύτητας με την οποία ήσαν τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο σε περιορισμένο χώρο, στημένα σε κάθε νοητή γωνία το ένα προς το άλλο και συνδεόμενα μεταξύ τους με σκάλες που οδηγούσαν πάνω και κάτω και γέφυρες ριγμένες εγκάρσια, σε όλες τις κατευθύνσεις. Όπως φαινόταν από απέναντι, το σπήλαιο έδειχνε κάπως ρηχό, αλλά όταν ήταν κανείς μέσα, αποδεικνυόταν πολύ βαθύτερο από μπροστά μέχρι πίσω, απ’ όσο θα είχε φανταστεί. Ήταν υπέροχο να στέκεται κανείς σε οποιοδήποτε σημείο ανάμεσα στα κτίρια και να βλέπει τις σκοτεινές μάζες του να δεσπόζουν πάνω. Τόσο συμπαγής ήταν ο βράχος στη σύνθεσή του, που ποτέ δεν αποσπώνταν κομμάτια για να πέφτουν στο μοναστήρι. Εδώ μπορούσες να περιπλανηθείς σε μικροσκοπικές αυλές και περιορισμένα περάσματα, από τα οποία θα έβγαινες από καιρό σε καιρό σε μικρά μπαλκόνια που κρέμονταν πάνω από τον γκρεμό. Το πιο συμπαγές τμήμα τής δομής ήταν εκείνο στο οποίο κατοικούσαν οι ίδιοι. Είχε χτιστεί πριν από δεκαπέντε χρόνια, κατά πάσα πιθανότητα στη θέση μερικών παλαιότερων κτιρίων και αποτελούνταν από τρεις ορόφους, οι οποίοι στηρίζονταν σε σημαντικό τείχος. Τα δωμάτια σε αυτό προορίζονταν κυρίως για τούς επισκέπτες.
Στις 15 Αυγούστου, τη μεγάλη γιορτή τής Παναγίας, το μοναστήρι, τούς είπαν, κατακλυζόταν από πλήθη προσκυνητών. Η θέα που πρόσφεραν τα παράθυρά του δεν ήταν λιγότερο θαυμάσια από εκείνη τού ίδιου τού τόπου απ’ έξω. Ακριβώς από κάτω ήταν το ρεύμα, το οποίο κατέβαινε σταδιακά με τη θορυβώδη πορεία του, μέχρι που σε κάποια απόσταση από αυτό έφτανε σε βάθος 700 πόδια [περίπου 200 μέτρα] κάτω από το κτίριο. Προς την άλλη κατεύθυνση το βλέμμα εκτεινόταν στην κοιλάδα προς τα πάνω, μέχρι να συναντήσει τις γυμνές κορυφές των βουνών, ενώ στην αντίθετη πλευρά ένα ψηλό δασωμένο βουνό υψωνόταν απότομα με σπασμένες κορυφογραμμές. Το βάθος τού φαραγγιού πρόσφερε άπειρες ευκαιρίες για όμορφες αντιθέσεις, αποτέλεσμα που ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό μετά το σούρουπο, όταν το φως τού φεγγαριού έριχνε τις βραχώδεις αντηρίδες πότε στο φως και πότε στη σκιά.
Το μοναστήρι τής Σουμελά ήταν αφιερωμένο στην Ευλογημένη Παρθένο (την Παναγία στα ελληνικά) και τώρα περιλάμβανε δώδεκα μοναχούς, οι οποίοι ήσαν όλοι ιερείς. Ιδρύθηκε, σύμφωνα με τον ηγούμενο, πριν από δεκαπέντε αιώνες, από τον ιερέα Βαρνάβα και τον διάκονο Σωφρόνιο, καταγόμενους από την Αθήνα. Όποια όμως κι αν ήταν η αληθινή ιστορία τής ίδρυσής του, ήταν βέβαιο ότι ο πρώτος άνθρωπος που το ανέδειξε σε σημασία ήταν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’ Κομνηνός τής Τραπεζούντας. Αυτός το ανοικοδόμησε το 1360, το προικοδότησε πλούσια και εγγυήθηκε ορισμένα δικαιώματα και προνόμια. Οι διάδοχοι αυτού τού ηγεμόνα το υποστήριξαν επίσης και όταν η δυναστεία τους οδηγήθηκε σε τέλος από τον Μωάμεθ Β’, λίγο μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης, το αντιμετώπισε με χαρακτηριστική εύνοια και ο κατακτητής. Όμως ο πιο περίεργος θρύλος τής μονής σχετιζόταν με διάδοχο αυτού τού σουλτάνου, τον Μουράτ Δ’. Τούς τον διηγήθηκε το πρωί τής επομένης τής άφιξής τους ο άνθρωπος που είχε συνοδεύσει τα άλογά τους από το Ερζερούμ και ο οποίος είχε επισκεφθεί πολλές φορές αυτό το μέρος. Αλλά φαινόταν πολύ πιο γραφικό όταν προερχόταν από τα χείλη του, καθώς ήταν μωαμεθανός. Σύμφωνα λοιπόν με τον θρύλο, όταν ο σουλτάνος Μουράτ βρισκόταν στον δρόμο του προς τη Βαγδάτη με τον στρατό του, πέρασε πάνω από τα βουνά που υψώνονταν απέναντι από το μοναστήρι. Βλέποντας το κτίριο στο φαράγγι από κάτω του, έδωσε εντολή σε έναν από τούς στρατηγούς του να το κάψει και να το καταστρέψει.
Μοναστήρι Παναγίας Σουμελά
(φωτ. Κ. Παραδεισόπουλος 2014)
Ας σημειωθεί εν παρόδω ότι η περιοχή για την οποία μιλάμε εδώ αποτελεί μάλλον δύσκολο έδαφος για να διασχιστεί από πυροβολικό, αλλά το γεγονός αυτό δεν πρέπει να μάς επιτρέψει να παρέμβουμε στην ιστορία. Υπάκουσαν στις διαταγές τού σουλτάνου, αλλά, υπέροχο να το αφηγείσαι, όλα τα κανόνια αρνούνταν να προχωρήσουν.
Ο στρατηγός στον οποίο είχε δοθεί η εντολή, πρότεινε τότε στον κύριό του, να κάνουν την προσπάθεια από κάποιο πιο πέρα ύψωμα. Αλλά όταν το προσπάθησαν, το αποτέλεσμα δεν ήταν περισσότερο επιτυχές απ’ όσο στην προηγούμενη περίπτωση.
Τότε ο σουλτάνος αντιλήφθηκε ότι ήταν θαύμα και αναφώνησε με ενθουσιασμό: «Αν επιστρέψω από τη Βαγδάτη, θα στολίσω αυτό το μοναστήρι με ασήμι!» Η κατάληξη τής ιστορίας, για να πούμε την αλήθεια, ήταν κάπως ευτελής. Ο Μουράτ επέστρεψε και στόλισε την εκκλησία τού μοναστηριού, όχι όμως με ασήμι, όπως είχε υποσχεθεί, αλλά με χαλκό, όπως μπορούσε να δει κανείς μέχρι τώρα.
Ας επιτραπεί τώρα στον Τόζερ να περιγράψει τα κύρια οικοδομήματα και πρώτα απ’ όλα την εκκλησία. Το σώμα της, που σχημάτιζε υποτυπώδες τετράγωνο, δεν ήταν ορατό απ’ έξω, επειδή καταλάμβανε το εσωτερικό μέρος του σπηλαίου. Το μόνο που φαινόταν ήταν το ιερό και η αψίδα, η οποία προεξείχε στο ανατολικό άκρο. Το εξωτερικό τοίχωμα αυτών καλυπτόταν με τοιχογραφίες βιβλικών και θρησκευτικών θεμάτων, αλλά είχαν δυστυχώς παραμορφωθεί, όχι από μωαμεθανούς, όπως είχε μερικές φορές συμβεί σε άλλα μοναστήρια, αλλά από τούς Έλληνες, που είχαν γράψει τα ονόματά τους πάνω τους. Η στέγη αυτού τού τμήματος ήταν καλυμμένη με χαλκό, όπως περιγράφηκε στον μύθο. Μπροστά από την εκκλησία κρεμόταν μεγάλο ξύλινο σήμαντρον ή αντηχείο, ενώ σε κοντινή απόσταση βρισκόταν νεόκτιστο και ζωγραφισμένο καμπαναριό με τρούλο, που περιείχε πέντε καμπάνες. Μια από αυτές την είχαν ακούσει να χτυπά για λειτουργία δύο φορές κατά τη διάρκεια τής νύχτας. Τα δύο κλειδιά, με τα οποία άνοιξε η πόρτα τής εκκλησίας, ήσαν δεμένα μαζί με σειρά από μακριές όμορφες ασημένιες αλυσίδες εξαιρετικής ποιότητας κατασκευής. Το εσωτερικό ήταν αναπόφευκτα πολύ σκοτεινό και οι πολυάριθμοι γυάλινοι πολυέλαιοι που κρέμονταν από την οροφή, μαζί με μερικές όμορφες ασημένιες λάμπες, πρέπει να ήσαν συχνά αναγκαίοι. Η ίδια η οροφή παρουσίαζε περίεργη εμφάνιση λόγω τής ανώμαλης επιφάνειάς της, αφού δεν ήταν τίποτε άλλο από την οροφή τού σπηλαίου σοβατισμένη. Πολυάριθμες μικρές βυζαντινές εικόνες κρέμονταν σε διάφορα μέρη, ενώ τμήματα των τοίχων καλύπτονταν με τοιχογραφίες, μεταξύ των οποίων υπήρχαν πορτρέτα, φανταστικά φυσικά, των αγίων Βαρνάβα και Σωφρονίου. Στο δυτικό άκρο βρισκόταν περίτεχνα σκαλισμένος και επιχρυσωμένος άμβωνας, από τον οποίο διαβαζόταν το Ευαγγέλιο, ενώ το εικονοστάσιον ή τέμπλο απέναντί του ήταν επίσης πλούσια διακοσμημένο. Μέσα από αυτό, στο ιερό, διατηρούνταν το μεγάλο αντικείμενο λατρείας για το οποίο ήταν γνωστό το μοναστήρι, η μικρή εικόνα τής Παναγίας, που λεγόταν ότι ήταν φτιαγμένη από το χέρι τού Ευαγγελιστή Λουκά. Λόγω τής ηλικίας της και τού καπνού από τα κεριά αναρίθμητων πιστών, δεν φαινόταν σχεδόν τίποτε περισσότερο από το παλαιό ξύλο στο οποίο ήταν ζωγραφισμένη. Είχε όμως μεγάλη φήμη μεταξύ των μωαμεθανών, όπως και μεταξύ των χριστιανών, γιατί αυτή η Παναγία ελευθέρωνε από επιδημίες ακρίδων όσους τη λάτρευαν, ανεξάρτητα από θρήσκευμα, ενώ οι Τουρκάλες είχαν συνηθίσει να επισκέπτονται το ιερό της, προκειμένου να βρουν ανακούφιση από ασθένεια και στειρότητα [Fallmerayer, Fragmente aus dem Orient, τόμος I, σελ. 179].
Στη συνέχεια τούς επιτράπηκε να επιθεωρήσουν τα κειμήλια και άλλα πολύτιμα αντικείμενα που φυλάσσονταν μέσα στην εκκλησία. Πρώτα τούς παρουσίασαν τις κάρες των Αγίων Βαρνάβα και Σωφρόνιου, οι οποίες φυλάσσονταν σε χωριστές θήκες. Αυτές, παρατήρησαν, δεν αντιμετωπίζονταν με κανένα πολύ μεγάλο σεβασμό, γιατί οι μοναχοί δεν κρατούσαν τα άμφιά τους πριν τις πάρουν στα χέρια τους, ούτε υπήρχαν λαμπάδες αναμμένες προς τιμήν τους, όπως θα συνέβαινε στο Άγιον Όρος. Ύστερα ήρθε κομμάτι τού Τιμίου Σταυρού, πολύ όμορφα εφαρμοσμένο και διακοσμημένο με ασήμι και κοσμήματα. Φυλασσόταν σε αργυρεπίχρυση κασετίνα και ήταν δώρο τού αυτοκράτορα Μανουήλ Γ’ τής Τραπεζούντας. Υπήρχε επίσης βυζαντινό χειρόγραφο τού Ευαγγελίου στο αρχικό του μεταλλικό δέσιμο, σε σχήμα μικρού τετράδιπλου και με ημιμεγαλογράμματη [semiuncial] γραφή, εικονογραφημένο με ολοσέλιδες μορφές των Ευαγγελιστών, οι οποίες ήσαν καλά ζωγραφισμένες.
Όμως ο πραγματικός θησαυρός τού μοναστηριού, τον οποίο ο Τόζερ προσδοκούσε να δει με μεγάλη αγωνία, ήταν το περίφημο χρυσόβουλλο τού αυτοκράτορα Αλεξίου Γ’, το οποίο έγινε από τότε ο καταστατικός χάρτης αυτού τού ιδρύματος και ήταν από τα καλύτερα δείγματα τέτοιων εγγράφων. Ήταν περγαμηνή φοδραρισμένη με μετάξι, πλάτους 13 περίπου ιντσών [35 εκατοστών] και μήκους 15 ποδιών [5 μέτρων], στο πάνω μέρος τής οποίας υπήρχαν δύο πορτρέτα, τού ίδιου τού Αλεξίου και τής βασίλισσάς του, που φορούσαν χιτώνες βυσσινί και χρυσούς και κρατούσαν ανάμεσά τους εκκλησία, η οποία συμβόλιζε το μοναστήρι. Οι ομοιότητες των προσώπων με την πραγματικότητα ήσαν προφανείς, γιατί δεν υπάρχει τίποτα συμβατικό σε αυτά. Κάτω από όλα αυτά υπήρχε αρχικά η χρυσή σφραγίδα, που όμως, όπως θα αναμενόταν, δεν είχε γλιτώσει. Η επικεφαλίδα, η οποία ήταν γραμμένη με χρυσά γράμματα, περιλάμβανε τούς τίτλους τού αυτοκράτορα: «Αλέξιος, Πιστός στον Χριστό τον Θεό μας, βασιλιάς και αυτοκράτορας ολόκληρης τής Ανατολής, των Ιβήρων και τής Περατείας, ο Μέγας Κομνηνός». Ως Περατεία ή «επαρχία πέρα από τη θάλασσα» εννοούνταν οι κτήσεις των αυτοκρατόρων στην Ταυρική Χερσόνησο (Κριμαία). Το υπόλοιπο έγγραφο ήταν γραμμένο με μαύρο μελάνι, με πολλές συναιρέσεις, αλλά όπου εμφανιζόταν το όνομα τού αυτοκράτορα (βασιλεύς), ήταν γραμμένο με κόκκινο, όπως κόκκινη ήταν και η υπογραφή στο τέλος, η οποία επαναλάμβανε τον τίτλο που δόθηκε πιο πάνω και υπογραφόταν από μεγάλο, τολμηρό χέρι. Ο πάπυρος ήταν ραγισμένος σε πολλά σημεία, ενώ σε ένα η ρωγμή εκτεινόταν σε όλο το πλάτος τού φύλλου. Ήταν λυπηρό που πίστευαν ότι ένα τόσο πολύτιμο έγγραφο έπρεπε να φυλάσσεται από τόσο αδαείς και απρόσεκτους ανθρώπους, όπως φαινόταν ότι ήσαν οι μοναχοί. [Ο Τόζερ σημειὠνει ότι το πρωτότυπο κείμενο τού χρυσόβουλλου τής Σουμελά, το οποίο αντιγράφηκε από τον καθηγητή Φαλμεράγιερ, παρέχεται από τον ίδιο στο έργο του Original Fragmente (Transactions of the Academy of Munich for 1843, Hist. Class, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 92 και εξής) με γερμανική μετάφραση (στο ίδιο, σελ. 58 και εξής). Στην επόμενη σελίδα παρουσιάζεται το χρυσόβουλλο που χορήγησε ο Αλέξιος Γ΄ Μέγας Κομνηνός (βασ. 1349-1390) στη Μονή Διονυσίου τού Αγίου Όρους. Παρεμφερούς εμφάνισης πρέπει να ήταν (σύμφωνα με την περιγραφή τού Τόζερ) και το μη διασωζόμενο χρυσόβουλλο τού ίδιου αυτοκράτορα προς τη Μονή Σουμελά.]
Ο Αλέξιος Γ΄ Μέγας Κομνηνός (βασ. 1349-1390) και η σύζυγός του Θεοδώρα, από το χρυσόβουλλο που χορήγησε στη Μονή Διονυσίου τού Αγίου Όρους.
Ένα άλλο χειρόγραφο μεγάλου ενδιαφέροντος, το οποίο διατηρούνταν επίσης μέσα στην εκκλησία, ήταν το φιρμάνι τού Μωάμεθ Β’, με το οποίο χορηγούσε την προστασία του στο μοναστήρι. Επρόκειτο για υπέροχο δείγμα τουρκικής καλλιγραφίας, ενώ μαζί με αυτό υπήρχε σειρά από παρόμοια φιρμάνια μεταγενέστερων σουλτάνων, που χορηγούσαν στους μοναχούς απαλλαγή από τη φορολόγηση.
Στις τωρινές κακές ημέρες οθωμανικής πτώχευσης δεν επιτρέπονταν τέτοια προνόμια και κατά συνέπεια οι σημερινοί κάτοχοι τού μοναστηριού δεν είχαν λάβει κανένα έγγραφο αυτού τού είδους από τον βασιλεύοντα σουλτάνο και έπρεπε να πληρώνουν φόρους όπως οι άλλοι υπήκοοι τής Υψηλής Πύλης. Ενώ ο Τόζερ και ο σύντροφός του εξέταζαν αυτά τα χειρόγραφα, είχαν εκπληκτικό παράδειγμα τής άγνοιας για την οποία μόλις μιλήσαμε. Ο σύντροφός του ανυπομονούσε να βεβαιωθεί ότι ο σουλτάνος που εξέδωσε το πρώτο φιρμάνι ήταν ο κατακτητής τής Κωνσταντινούπολης. Ρώτησε λοιπόν τον ηγούμενο ποιον Μωάμεθ εννοούσε. Σε αυτό ο ηγούμενος απάντησε: «Γιατί; Τον προφήτη Μωάμεθ». Όταν κοιτάχτηκαν με απόλυτη έκπληξη, πιστεύοντας ότι τούς είχαν γελάσει τα αυτιά τους, ένας άλλος από τούς μοναχούς, ο οποίος παρατήρησε την αμηχανία τους, τούς καθησύχασε λέγοντας: «μάλιστα· ὁ μέγας, ὁ προφήτης». Αφού το άκουσαν αυτό, δεν έκαναν άλλες ερωτήσεις.
Καθώς αυτό το μοναστήρι ήταν κοινοβιακό, δηλαδή οι μοναχοί δεν ζούσαν χωριστά, όπως συνέβαινε σε ορισμένες από αυτές τις κοινότητες, αλλά γευμάτιζαν από κοινού, διέθετε χώρο εστίασης (τράπεζα). Ήταν όμως η πιο πρωτόγονη αίθουσα τού είδους που είχε δει ποτέ ο Τόζερ, μικρή και χαμηλή και εφοδιασμένη μόνο με δύο ακατέργαστα ξύλινα τραπέζια και πάγκους. Τόσο αφρόντιστη ήταν, που θα υπέθετε ότι είχαν σταματήσει να τη χρησιμοποιούν, αλλά ο ηγούμενος τούς διαβεβαίωσε ότι οι αδελφοί συναντιούνταν εκεί δύο φορές τη μέρα. Η κουζίνα δεν ήταν το λιγότερο περίεργο από τα κτίρια, καθώς επρόκειτο για μικρό τετράγωνο κτίσμα μεγάλης αρχαιότητας, με θολωτή πέτρινη στέγη, μαύρο από τον καπνό αιώνων. Το εσωτερικό ήταν πολύ σκοτεινό, γιατί υπήρχαν μερικά παράθυρα, αλλά έβλεπαν προς το εσωτερικό τού σπηλαίου. Υπήρχε επίσης ιερή πηγή (ἁγίασμα), όπως συναντιόταν συχνά στα ελληνικά μοναστήρια. Αλλά εδώ, αντί να είναι πηγάδι ή πηγή, σχηματιζόταν από το νερό που έσταζε από την οροφή τού σπηλαίου σε τετράγωνη δεξαμενή κλεισμένη με τοιχοποιία, η οποία βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά τής εκκλησίας, προς το καμπαναριό. Από αυτήν αναμφίβολα προμηθεύονταν αρχικά νερό οι ένοικοι, αλλά καθώς η ποσότητα αποδείχθηκε ανεπαρκής για τις ανάγκες τους ύστερα από κάποιο διάστημα, μια πρόσθετη παροχή προστέθηκε αργότερα από έξω, μέσω τού υδραγωγείου, το οποίο οδηγούνταν κατά μήκος τής όψης τού βράχου, κοντά στη σκάλα από την οποία έμπαινε κανείς στο μοναστήρι.
Μένει να περιγραφεί η βιβλιοθήκη. Όταν ο Τόζερ ρώτησε γι’ αυτήν, ο ηγούμενος τού έδειξε μια πέτρινη καμάρα χτισμένη ψηλά, πάνω στην όψη τού βράχου, προς την πόρτα τής οποίας δεν υπήρχε τρόπος πρόσβασης. Εκφράζοντας την επιθυμία να την επισκεφθούν, έστειλαν να φέρουν σκάλα και όταν την έφεραν, καθώς και το κλειδί, ανέβηκαν, με τον ηγούμενο μπροστά, που έδειχνε μεγαλύτερες δυνατότητες αναρρίχησης απ’ όσες είχαν προβλέψει κρίνοντας από την παχυσαρκία του. Βρήκαν, αλίμονο, ένα μικρό σκοτεινό δωμάτιο με παράθυρο χωρίς τζάμι, έτσι ώστε, με την υγρή ατμόσφαιρα έξω και τον κρύο βράχο πίσω, το μέρος δεν θα μπορούσε παρά να είναι υγρό. Και τα βιβλία ήσαν στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο σε απόλυτη σύγχυση. Ήταν σχεδόν αδύνατο να τα εξετάσει, αλλά ο Τόζερ συνάντησε τρία χειρόγραφα ευαγγέλια, καλής εκτέλεσης, αλλά όχι εικονογραφημένα. Ο ηγούμενος τούς ενημέρωσε ότι είχαν χτίσει νέα βιβλιοθήκη, αλλά ότι τα βιβλία δεν είχαν μεταφερθεί ακόμη εκεί. Ο Τόζερ φοβόταν όμως ότι δεν είχαν καλή ευκαιρία προσεκτικής μεταχείρισης στα χέρια αυτών των ανόητων ιδιοκτητών.
Κατά τη διάρκεια τού απογεύματος τής ημέρας μετά την άφιξή τους έκαναν βόλτα κάτω, στο ζιγκ-ζαγκ μονοπάτι που οδηγούσε στους πρόποδες τού μεγάλου βράχου και από εκεί μέσα από ευχάριστα ξέφωτα στην κοιλάδα ακόμη πιο κάτω, όπου στη βλάστηση που έχει ήδη περιγραφεί, είχαν προστεθεί καρυδιές και καστανιές. Τούς φαινόταν ότι ήταν από τα ομορφότερα σημεία που είχαν δει ποτέ και αποτελούσε ιδανικό τόπο ανάπαυσης για κουρασμένους περιηγητές. Όπου στρεφόταν το μάτι, συναντούσε νέες απολαύσεις. Πώς άραγε θα ήταν την άνοιξη, όταν τα ροδόδεντρα και οι αζαλέες ήταν ανθισμένες και το έδαφος στολισμένο με χαμομήλια και αλπικά λουλούδια! Πόσο πολύ θα χαιρόταν ένας ζωγράφος τοπίων, με τούς βραχώδεις ογκόλιθους που υψώνονταν στο πλευρό κρυστάλλινων ρευμάτων και στέφονταν, όχι με ρείκια και μύρτιλλο, αλλά με αυτή την πλούσια βλάστηση! Το ροδόδεντρο εδώ, έπρεπε να γίνει κατανοητό, δεν ήταν το μικρό αλπενρόζε, αλλά τού ίδιου είδους με εκείνο που αναπτύσσεται στους αγγλικούς κήπους, ενώ η αζαλέα ήταν το γνωστό είδος, το οποίο, επειδή ευδοκιμούσε σε αυτή την περιοχή, ονομαζόταν αζαλέα ποντική. Η υγρασία που στάζει από τα κίτρινα άνθη της ήταν δηλητηριώδης και επηρεάζει το μέλι των μελισσών που τρέφονται από αυτά. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από την περίεργη δήλωση στην αφήγηση τού Ξενοφώντος, όπου αναφέρει ότι οι στρατιώτες του, αφού έφαγαν το μέλι αυτής τής χώρας, δέχτηκαν επίθεση από εμετό και εμφάνισαν όλα τα συμπτώματα δηλητηρίασης και τρέλας:15 «Μόλις λοιπόν άρχισαν να τρέχουν έτσι, οι εχθροί [Κόλχοι] δεν μπορούσαν πια να κρατήσουν τις θέσεις τους, αλλά τράπηκαν σε φυγή, καθένας προς άλλη κατεύθυνση. Οι Έλληνες, αφού ανέβηκαν στον λόφο, στρατοπέδευσαν σε πολλά χωριά, που είχαν μεγάλες ποσότητες προμηθειών. Εδώ δεν υπήρχε γενικά κάτι αξιοθαύμαστο, αλλά οι κυψέλες μελισσών ήσαν πάρα πολλές, ενώ όσοι από τούς στρατιώτες έφαγαν τις κηρύθρες παραφρόνησαν, υπέφεραν από εμετούς και διάρροια και δεν μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους. Μικρή δόση προκαλούσε κατάσταση έντονης μέθης ενώ μεγαλύτερη προκαλούσε κατάσταση παραφροσύνης, φέρνοντάς τους ακόμη και στα πρόθυρα τού θανάτου. Ήσαν λοιπόν πολλοί ξαπλωμένοι σαν να είχαν υποστεί ήττα, ενώ υπήρχε μεγάλη βαρυθυμία. Την επόμενη όμως ημέρα δεν είχε πεθάνει κανένας, ενώ την ίδια περίπου ώρα με εκείνη που είχαν φάει το μέλι άρχισαν να ανακτούν τις αισθήσεις τους. Την τρίτη και την τέταρτη μέρα ξανασηκώθηκαν στα πόδια τους, σαν να συνέρχονταν έχοντας πιεί μεγάλες δόσεις φαρμάκου».
Παρόμοιο περιστατικό περιγράφεται από τον Στράβωνα, σχετικό με τον στρατό τού Πομπήιου, μόνο που σε αυτή την περίπτωση το μέλι φαινόταν ότι είχε ληφθεί κατευθείαν από τα δένδρα:16 «Πάνω από την Τραπεζούντα και τη Φαρνακεία βρίσκονται οι Τιβαρηνοί, οι Χαλδαίοι και οι Σάννοι, τούς οποίους σε παλαιότερες εποχές ονόμαζαν Μάκρωνες, καθώς και η Μικρά Αρμενία. Επίσης οι Αππαΐται, οι οποίοι σε παλαιότερους χρόνους ονομάζονταν Κερκίται, βρίσκονται πολύ κοντά σε αυτές τις περιοχές. Δύο βουνά διασχίζουν τη χώρα αυτών των ανθρώπων, όχι μόνο ο Σκυδίσης, τραχύτατο βουνό που ενώνεται με τα Μοσχικά όρη πάνω από την Κολχίδα, τις κορυφές τού οποίου κατέχουν οι Επτακωμήται, αλλά και ο Παρυάδρης, που εκτείνεται από την περιοχή τής Σιδήνης και τής Θεμίσκυρας προς τη Μικρή Αρμενία και σχηματίζει την ανατολική πλευρά τού Πόντου. Όλοι αυτοί οι λαοί που ζουν στα βουνά είναι εντελώς άγριοι, αλλά οι Επτακωμήται είναι οι χειρότεροι απ’ όλους. Μερικοί ζουν επίσης πάνω σε δένδρα ή σε πυργίσκους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι αρχαίοι τούς ονόμαζαν Μοσσυνοίκους, αφού «μόσσυνες» ήσαν οι πυργίσκοι. Ζουν τρώγοντας το κρέας αγρίων θηρίων και καρπούς βελανιδιάς, ενώ επιτίθενται εναντίον των οδοιπορούντων πηδώντας από τα ικριώματα. Οι Επτακωμήται κατέκοψαν τρεις σπείρες ρωμαϊκής λεγεώνας τού στρατού τού Πομπήιου, καθώς αυτός περνούσε μέσα από την ορεινή χώρα. Ανέμιξαν σε κρατήρες το «μέλι που τρελαίνει», το οποίο παράγεται στα κλαδιά των δένδρων και τούς τοποθέτησαν στους δρόμους και ύστερα, όταν οι στρατιώτες ήπιαν το μίγμα κι έχασαν τις αισθήσεις τους, τούς επιτέθηκαν και τούς σκότωσαν χωρίς δυσκολία. Ορισμένοι από αυτούς τους βαρβάρους ονομάζονται επίσης Βύζηρες».
Το επόμενο πρωί ξεκίνησαν νωρίς, γιατί είχαν μπροστά τους μακρά διαδρομή μέχρι να φτάσουν στην Τραπεζούντα. Περίμεναν επίσης αλλαγή καιρού, γιατί ο αέρας ήταν μαλακός και ζεστός, δημιουργώντας έντονη αντίθεση με τη θερμοκρασία των δύο τελευταίων ημερών, η οποία είχε κάνει μια φωτιά τόσο ευπρόσδεκτη. Κατέβηκαν από το ίδιο μονοπάτι όπως και πριν, μέχρι να φτάσουν σε σκεπαστή γέφυρα, που έμοιαζε με εκείνη που είχαν συναντήσει, αλλά σημαντικά χαμηλότερα τώρα στην πορεία τού ρέματος. Εδώ στράφηκαν για να ρίξουν μια τελευταία ματιά στο μοναστήρι στην υπέροχη θέση του, που τώρα δέσποζε ψηλά πάνω από αυτούς. Η βόλτα, κατεβαίνοντας την κοιλάδα για αρκετές ώρες από αυτό το σημείο, ήταν μία από εκείνες τις εμπειρίες, οι ομορφιές των οποίων ήταν μάταιο να γίνει προσπάθεια να αποδοθεί με λόγια. Δεν υπήρχε τίποτε στις Άλπεις με το οποία θα μπορούσε κανείς να το συγκρίνει, λόγω τής καθαρότητας τού νερού και τής ποικιλίας τής βλάστησης. Στον Φαλμεράγιερ θύμιζε την προσέγγιση στη Γκραν Σαρτρέζ, την περιοχή βόρεια τής Γκρενόμπλ στη Γαλλία, όπου βρίσκεται το κύριο μοναστήρι τού Καρθουσιανού Τάγματος, από την οποία αυτό το θρησκευτικό τάγμα πήρε το όνομά του, αλλά ακόμη και εκείνη η ένδοξη κοιλάδα στερούνταν τού πλούσιου φυτικού υποστρώματος αυτής τής νότιας περιοχής. Η όμορφη διαδρομή από το Κωτερέ στον Πον ντ’ Εσπάνιε στη γαλλική πλευρά των Πυρηναίων, νότια τής Λούρδης, τής έμοιαζε ίσως περισσότερο, αλλά και εκεί η θέα ήταν πιο περιορισμένη και λιγότερο ποικίλη. Εδώ ίππευες σε υπερυψωμένα μονοπάτια κομμένα μέσα στο δάσος, μερικές φορές ακολουθώντας επίπεδο ψηλά πάνω από το ποτάμι και μερικές φορές κατηφορίζοντας με ζιγκ-ζαγκ προς αυτό, αλλά παντού κλεισμένος στα δένδρα, ενώ παντού γύρω σου στις απότομες όχθες τα ροδόδεντρα και οι αζαλέες υψώνονταν σε ύψος δεκαπέντε ή είκοσι ποδιών και τα μεγάλα απλωτά φύλλα τού ελλέβορου ωθούνταν πάνω από το έδαφος, επί του οποίου υπήρχε ήδη χαλί από οξαλίδα και άλλα τρυφερά φυτά. Ύστερα, σε κάθε στροφή τού δρόμου, νέα θέα άνοιγε προς κάθε κατεύθυνση των πτυχών τής κοιλάδας, με τιτιβίσματα τού ρεύματος κάτω χαμηλά και με τα ελατοσκέπαστα βουνά να υψώνονται σε μεγάλα ύψη από πάνω. Και καθώς κοιτούσαν πίσω, το φαράγγι φαινόταν να είναι κλεισμένο από τον μεγάλο βράχο, στην όψη τού οποίου, τώρα κρυμμένη από αυτούς, στεκόταν το μοναστήρι. Τελικά έφταναν σε σημείο όπου ο ποταμός έπρεπε να ξαναδιασχιστεί, γιατί πιο κάτω το φαράγγι στένευε τόσο πολύ, που δεν χωρούσε το πέρασμα μονοπατιού και τώρα ανηφόριζαν για αρκετές εκατοντάδες πόδια στην αντίθετη πλευρά, μέχρι που έφτασαν σε προεξέχοντα βράχο, στεφανωμένο με μικρό παρεκκλήσι. Αυτό σηματοδοτούσε το ψηλότερο σημείο τού δρόμου και αφού το πέρασαν, ελίσσονταν προς τα κάτω κυκλώνοντας τις όψεις των γκρεμών και ακολουθώντας τις ελικώσεις των λοφοπλαγιών, μέχρι που συνάντησαν άλλη κοιλάδα, ευρύτερη και πιο γυμνή, όπου η παλλούρια και η σαρσαπαρίλλη φύτρωναν πάνω στους τοίχους και η συκιά που αγαπά τη ζέστη είχε ριζώσει στα βράχια. Σε όλη τη διαδρομή τούς εντυπωσίασε η ποιότητα τού μονοπατιού, η καλή κατάσταση των γειτονικών αγροκτημάτων και υποστατικών και το προσεκτικό βοτάνισμα που γινόταν στα ξέφωτα. Η γη σε αυτό το μέρος ανήκε στους μοναχούς και ήταν προφανές ότι λόγιοι μπορεί να μην ήσαν, αλλά σε κάθε περίπτωση πρόσεχαν την περιουσία τους.
Σε απόσταση τεσσάρων ωρών από το μοναστήρι έφτασαν στο χωριό Τζεβιζλίκ, όπου για μια ακόμη φορά συνάντησαν τον κεντρικό δρόμο από το Ερζερούμ, ο οποίος εδώ διέσχιζε το ποτάμι από νέο γεφύρι δύο τόξων. Σε αυτό το σημείο το ρέμα τής Σουμελά ενωνόταν με άλλο ίσου μεγέθους και τα συνδυασμένα ύδατα σχημάτιζαν το ποτάμι που κυλούσε προς την Τραπεζούντα, το οποίο στην αρχαιότητα ονομαζόταν Πυξίτης και ήταν τώρα ο Σουρμέλ. Ο δρόμος σε αυτό το τμήμα είχε κατασκευαστεί πολύ προσεκτικά και τώρα η χώρα άρχιζε να δείχνει σημάδια πολιτισμού, τέτοιου που δεν είχαν δει σε κανένα προηγούμενο μέρος τού ταξιδιού τους. Τα καλοχτισμένα πέτρινα σπίτια με στέγες από σχιστόλιθο ή βότσαλα, καθώς και τα ελληνικά χωριά στις πλαγιές, παρουσίαζαν ευημερούσα εικόνα και όψη άνεσης. Τα πρόσωπα επίσης που έβλεπαν φορούσαν το γρήγορο φωτεινό βλέμμα που συνοδεύει παντού την ελληνική φυλή. Γιατί οι Έλληνες τής περιοχής αυτής ήσαν πραγματικοί Έλληνες και όχι απλώς, σαν εκείνους που είχαν συναντήσει αλλού στη Μικρά Ασία, αρχικοί κάτοικοι τής χώρας, που θεωρούνταν Έλληνες επειδή ανήκαν στην ελληνική εκκλησία από την εποχή τής Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το τοπίο τής μεγάλης κοιλάδας, η οποία εδώ κατηφόριζε προς τη θάλασσα, τούς θύμιζε επιτακτικά τα υψίπεδα τής Βαυαρίας, με τις φαρδιές ανοικτές πλαγιές λόφων, τη λαμπρή βλάστηση και τα δάση που υψώνονταν από πάνω. Τελικά εμφανίστηκε σειρά σπειρωδών κυπαρισσιών, δένδρο που είχαν να δουν από τότε που έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη, προαναγγέλλοντας θερμότερο και πιο ήπιο κλίμα. Ταυτόχρονα κι άλλα χαρακτηριστικά συνέβαλαν στην ίδια εντύπωση εγκαρδιότητας. Στην Αρμενία τούς είχε εντυπωσιάσει ιδιαίτερα το γεμάτο σκοτούρες βλέμμα των ανθρώπων. Ακόμη και τα παιδιά δεν είχαν τίποτε από τη λάμψη άλλων παιδιών. Η ζωή έμοιαζε πάρα πολύ σκληρή και το περιβάλλον πολύ βαρετό για να τούς ενθαρρύνει για κέφι. Αλλά εδώ τα χαμόγελα και τα γέλια αφθονούσαν στα πρόσωπα των αγροτών, ομάδες των οποίων συναντούσαν στην επιστροφή τους από την πόλη. Βαριά καταιγίδα είχε προηγηθεί και η βροχή που είχε πέσει συνεισέφερε σε περισσότερη φρεσκάδα των σιτοχώραφων και των άλλων ξέφωτων στις πλαγιές. Τούς φαινόταν λοιπόν πραγματικά σαν Ευτυχισμένη Κοιλάδα, που τούς οδηγούσε στην Τραπεζούντα. Σύντομα έφτασαν στην παραλία και είχαν θέα της πόλης, η οποία ήταν το τέλος τής περιπλάνησής τους. Ολοκλήρωσαν λοιπόν έτσι ταξίδι 1.500 μιλίων [2.400 περίπου χλμ], το οποίο είχε πραγματοποιηθεί χωρίς ασθένεια ή άλλου είδους ατύχημα.
Η θέα τής Τραπεζούντας, καθώς την προσεγγίζει κανείς από τα ανατολικά, ήταν μοναδικά όμορφη. Δύο περίπου μίλια δυτικά των εκβολών τού ρέματος, χαμηλό ακρωτήριο εκτεινόταν προς βορρά μέσα στη θάλασσα, σχηματίζοντας χαριτωμένο κόλπο. Η ανατολική πλευρά αυτού τού ακρωτηρίου, εκτός από την άκρη που παρέμενε γυμνός βράχος, ήταν πασπαλισμένη με καλοχτισμένα σπίτια, χαρούμενα με κεραμοσκεπές και βαμμένα σε διάφορα χρώματα, λευκό, κίτρινο, κόκκινο και πράσινο, ενώ γύρω από όλα υπήρχαν καταπράσινοι κήποι. Η κορυφή στεφόταν από μακρά σειρά ψηλών κυπαρισσιών, που σηματοδοτούσαν τον χώρο παλιού τούρκικου νεκροταφείου. Τα κτίρια αυτά ανήκαν σε προάστιο, γιατί το κύριο μέρος τής πόλης δεν ήταν ορατό από αυτή την πλευρά. Όταν μπήκαν, ανέλαβαν διαμονή σε άνετο μικρό ξενοδοχείο, ένα από τα πολύ λίγα αξιοπρεπή που θα συναντούσε κανείς στην Τουρκία, το οποίο δέσποζε πάνω από τον κόλπο, με τις διαδοχικές οροσειρές των ακτών τού Λαζιστάν σε απόσταση στα ανατολικά. Ήταν ζωντανή γειτονιά κρίνοντας από τον αριθμό των καραβανιών που μπορούσε να δει κανείς να ξεκινούν για το εσωτερικό, ιδιαίτερα για την Περσία, γιατί το σημείο αποβίβασης από τα ατμόπλοια ήταν κοντά. Ετερόκλητο αποτέλεσμα παραγόταν από τα φορέματα των διαφόρων εθνικοτήτων, μεταξύ των οποίων οι Πέρσες ήσαν εμφανείς από τα ψηλά μαύρα καπέλα τους ή στρογγυλά καφέ σχήματος μανιταριού και από τις μακριές ρόμπες τους, που έφταναν μέχρι τούς αστραγάλους, μερικές φορές εξ ολοκλήρου από πεντακάθαρο λευκό, μερικές φορές πράσινες, που φαινόταν να είναι το αγαπημένο τους χρώμα. Στα δυτικά αυτού τού προαστείου απλωνόταν η εκτεταμένη χριστιανική συνοικία και πέρα από αυτήν πάλι ήταν το Καλέ, η εντός των τειχών πόλη, που κατοικούνταν από τούς Τούρκους και αποτελούσε τον χώρο τής αρχαίας πόλης. Η εκτίμηση για τον συνολικό πληθυσμό τού τόπου ήταν 32.000, από τούς οποίους 2.000 ήσαν Αρμένιοι, 7.000 ή 8.000 Έλληνες και οι υπόλοιποι Τούρκοι.
Η τελευταία μέρα τής παραμονής τους στη Μικρά Ασία ήταν αφιερωμένη στην πόλη και τις αρχαιότητές της, τις οποίες επισκέφθηκαν με τη συνοδεία γιόζμπαση (λοχαγού) και δύο ζαπτιέδων. Η συντροφιά αυτών των αξιωματούχων ήταν απαραίτητη, για να τούς επιτρέψει να δουν τα τζαμιά και το κάστρο. Η θέση την οποία καταλάμβανε η ελληνική και μεσαιωνική πόλη ήταν πολύ αξιόλογη. Εκ πρώτης όψεως φαινόταν περίεργο το γεγονός ότι οι αρχικοί έποικοι δεν διάλεξαν το ίδιο το ακρωτήριο για χώρο τής πόλης τους, καθώς έλεγχε το λιμάνι και ήταν κατάλληλο για αμυντικούς σκοπούς. Όμως μια στενότερη γνωριμία με την τοποθεσία δικαιολογούσε αμέσως την προτίμησή τους. Εδώ δύο βαθιές κοιλάδες, κατεβαίνοντας από το εσωτερικό, έτρεχαν παράλληλα προς τη θάλασσα, σε όχι μεγάλη απόσταση η μια από την άλλη, κλείνοντας ανάμεσά τους ένα τραπέζι επικλινούς εδάφους, απ’ όπου προερχόταν το αρχικό όνομα τού τόπου, Τραπεζούς ή «χώρα τού τραπεζιού», το οποίο έπεφτε σε απόκρημνους βραχώδεις γκρεμούς και στις δύο πλευρές. Το σύνολο περιβαλλόταν ακόμη από τα βυζαντινά τείχη, τα οποία ακολουθούσαν τις γραμμές των γκρεμών και εκτείνονταν μέχρι το θαλάσσιο μέτωπο. [Ο Τόζερ σημειώνει: Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το θαλάσσιο τείχος δεν ανήκει στην πρώτη περίοδο, αλλά κατασκευάστηκε στις αρχές τού 14ου αιώνα από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Β’, ο οποίος πρόσθεσε έτσι μια τρίτη συνοικία στην πόλη. Πριν από τότε, το βόρειο τείχος έτρεχε παράλληλα με την ακτή, σε κάποια μικρή απόσταση από την ενδοχώρα. Fallmerayer, Fragmente aus dem Orient, Ι, 82.]
Τραπεζούς (Τεξιέ και Πουλάν 1864)
Το πάνω τμήμα τού επιπέδου, το οποίο διαχωριζόταν από το κατώτερο από εσωτερικό εγκάρσιο τοίχωμα, σχημάτιζε το κάστρο, ενώ στο ψηλότερο σημείο, εκεί όπου σχηματιζόταν είδος λαιμού μεταξύ των δύο κοιλάδων, βρισκόταν η φρουρά που στεφάνωνε το σύνολο. Στις δύο πλευρές, στα μισά περίπου τού δρόμου μεταξύ αυτής τής φρουράς και τής θάλασσας, οι κοιλάδες διασχίζονταν από ογκώδεις γέφυρες, ενώ στην πέρα πλευρά τής δυτικότερης από αυτές, μακριά από την πόλη, διασώζονταν μεγάλος πύργος και άλλες οχυρώσεις, που πρέπει να είχαν χρησιμεύσει για την υπεράσπιση τής προσέγγισης από αυτή την περιοχή. Ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς κάτι πιο ωραίο από αυτές τις οχυρώσεις και το περιβάλλον τους. Μάλιστα δεν είχαν την τριπλή γραμμή, η οποία καθιστούσε τα παλαιά τείχη στη χερσαία πλευρά τής Κωνσταντινούπολης τόσο εντυπωσιακά, αλλά το ακανόνιστο των βράχων τούς οποίους ακολουθούσαν, καθώς και οι πύργοι, κάποιοι στρογγυλοί, κάποιοι γωνιώδεις, οι οποίοι προεξείχαν από αυτές, πρόσφεραν πολύ μεγαλύτερη ποικιλία στο μάτι. Πολλοί από αυτούς τούς πύργους ήσαν οι ίδιοι σκεπασμένοι με αναρριχητικά φυτά, ενώ οι κήποι που καταλάμβαναν τις δύο στενές κοιλάδες ήσαν γεμάτοι με πλούσια βλάστηση και το μάτι περιπλανιόταν μέσα σε αυτούς, από τη μία πλευρά προς τα πάνω, μέχρι τα ωραία σχηματισμένα βουνά και από την άλλη προς τα κάτω στον μπλε Εύξεινο.
Η πόλη τής Τραπεζούντας ήταν αποικία τής Σινώπης, αλλά αναφέρεται για πρώτη φορά στην Κάθοδο των Μυρίων, οι οποίοι βρήκαν ανάπαυση σε αυτόν τον τόπο και οι κάτοικοι τούς αντιμετώπισαν φιλόξενα. Η απομακρυσμένη της θέση είχε ως αποτέλεσμα τη μικρή της σημασία για την ελληνική ιστορία, αλλά η θέση της σε σχέση με το εσωτερικό τής Ασίας την καθιστούσε τότε, όπως πάντοτε από τότε, ακμάζον εμπορικό κέντρο. Όμως το πραγματικό της μεγαλείο χρονολογείται από πολύ μεταγενέστερη περίοδο, ενώ μπορεί να ειπωθεί ότι σχεδόν υπήρξε αποτέλεσμα ατυχήματος. Την εποχή εκείνης τής επαίσχυντης πειρατικής εκστρατείας, στην οποία προσδίδεται αξία με το όνομα 4η Σταυροφορία (1204 μ. Χ.), όταν η Βυζαντινή αυτοκρατορία διαμελίστηκε και η πρωτεύουσά της καταλήφθηκε από τούς Λατίνους, ένας γόνος τής οικογένειας των Κομνηνών, που ονομαζόταν Αλέξιος, δραπέτευσε στην Ασία και έχοντας συγκεντρώσει στρατό από Ίβηρες [Γεωργιανούς] μισθοφόρους, μπήκε στην Τραπεζούντα, όπου αναγνωρίστηκε ως ο έμπιστος ηγεμόνας και έλαβε τον τίτλο τού Μεγάλου Κομνηνού. Αν και μόλις εικοσιδύο ετών, ο Αλέξιος ήταν άνθρωπος με ικανότητα και αποφασιστική βούληση και δεδομένου ότι εκείνη την περίοδο τής αναρχίας ένας δυναμικός κυβερνήτης ήταν αυτό που ήθελε καθένας, κατάφερε χωρίς δυσκολία να γίνει κύριος τού μεγαλύτερου μέρους τής νότιας ακτής τής Μαύρης Θάλασσας. Η αυτοκρατορία που ιδρύθηκε έτσι συνέχισε να υπάρχει για δυόμιση αιώνες, μέχρι που οδηγήθηκε σε τέλος από τον μεγάλο καταστροφέα, τον Μωάμεθ Β’, οκτώ χρόνια αφότου είχε καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Η απομονωμένη της θέση, προστατευόμενη από τη μία πλευρά από τη θάλασσα και από την άλλη από τις ψηλές οροσειρές που παρεμβάλλονται ανάμεσα σε αυτήν και τη Μικρά Ασία, ήταν ταυτόχρονα η αιτία τής διάρκειάς της και το μυστικό τής ιστορίας της. Με αυτόν τον τρόπο μπόρεσε να αψηφήσει τόσο τούς Σελτζούκους όσο και τούς Οθωμανούς και να διατηρήσει την ανεξαρτησία της απέναντι στους αυτοκράτορες τής Νικαίας και τής Κωνσταντινούπολης. Αλλά για τον ίδιο λόγο η πολιτική της ήταν πάντοτε στενή και ποτέ δεν ανυψώθηκε σε πραγματικό μεγαλείο ή άσκησε κάποια γενικότερη ευεργετική επίδραση στον κόσμο. Αντανακλούσε τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά τής μεγάλης Bυζαντινής αυτοκρατορίας, τής οποίας ήταν μικροσκοπικό αντίγραφο, με εξαίρεση εκείνα που τής προσέδιδαν την πραγματική δύναμη και το μεγαλείο της. Το ανάκτορο τής Τραπεζούντας ήταν φημισμένο για τη μεγαλοπρέπειά του, η αυλή για την πολυτέλειά της και το περίτεχνο τελετουργικό της, ενώ την ίδια στιγμή ήταν συχνά φυτώριο μηχανορραφιών και ανηθικότητας. Οι κάτοικοι τής χώρας, είτε Έλληνες είτε Λαζοί, ήσαν σθεναρές φυλές, ενώ η ίδια η γη ήταν υγιεινή και παραγωγική. Το καλύτερο που θα μπορούσε να πει κανείς για τη διακυβέρνησή της, ήταν ότι διαφύλασσε τα άτομα από την αναρχία και έτσι τούς έδινε τη δυνατότητα να απολαύσουν τα πλεονεκτήματα αυτά. Ήταν απαραίτητο να το κάνει αυτό για την ύπαρξή της, αλλά λίγη προσοχή έδειξε για κάθε περαιτέρω βελτίωση ή ανάπτυξη των υπηκόων της.
Ταυτόχρονα υπάρχει έντονο το στοιχείο τού ρομαντισμού στην ιστορία αυτής τής απομακρυσμένης αυτοκρατορίας και στην ύπαρξη τόσο πολλής φινέτσας σε άμεση γειτνίαση με τόσο άγρια περιοχή. Η αυτοκρατορική οικογένεια, άνδρες και γυναίκες, ήσαν γνωστοί για την ομορφιά τους, χαρακτηριστικό το οποίο ήταν αισθητό στο πορτρέτο τού Αλεξίου Γ’ στο χρυσόβουλλο τής Σουμελά. Οι πριγκίπισσες αυτής τής φυλής ήσαν περιζήτητες ως νύφες από βασιλείς και οπλαρχηγούς από ιδιαίτερα μακρινές χώρες. Τις βρίσκουμε παντρεμένες όχι μόνο με Βυζαντινούς αυτοκράτορες τής δυναστείας των Παλαιολόγων, με Γενουάτες ευγενείς και με σταυροφόρους, αλλά και με μωαμεθανούς ηγεμόνες, με τούς ηγεμόνες τής Περσίας και των Μογγόλων και των Τουρκομάνων και με τούς γιους των Τούρκων εμίρηδων. Οι δεσμοί που σχηματίζονταν έτσι, όχι μόνο ξεκινούσαν ποικιλία διπλωματικών σχέσεων και φιλικών ή επιθετικών συμμαχιών, αλλά παρείχαν το υλικό για πολλές ιστορίες ιπποσύνης και περιπέτειας.17 Οι Μεγάλοι Κομνηνοί ήσαν επίσης προστάτες τής τέχνης και τής μάθησης και ως συνέπεια αυτού στην αυλή τους κατέφευγαν πολλοί επιφανείς άνδρες, μέσω των οποίων η βιβλιοθήκη τού παλατιού εφοδιαζόταν με πολύτιμα χειρόγραφα και η πόλη στολιζόταν με λαμπρά οικοδομήματα. Μάλιστα η εικόνα τού τόπου, όταν βρισκόταν στο απόγειο τής ακμής του, πρέπει να ήταν πραγματικά μαγευτική. Οι συγγραφείς εκείνης τής εποχής μιλούν με ενθουσιασμό για τούς ψηλούς πύργους της, τις εκκλησίες και τα μοναστήρια στα προάστια και ιδιαίτερα για τούς κήπους, τα περιβόλια και τούς ελαιώνες, τούς οποίους ήταν τόσο κατάλληλο για να περιθάλψει το ευχάριστο αλλά υγρό κλίμα. Προκάλεσε τον θαυμασμό τού Γκονζάλες Κλαβίχο, τού Ισπανού απεσταλμένου, όταν πέρασε από αυτήν στον δρόμο του για να επισκεφτεί την αυλή τού Ταμερλάνου στη Σαμαρκάνδη,18 ενώ ο καρδινάλιος Βησσαρίων, ο οποίος καταγόταν από εκεί, στο τελευταίο μέρος τής ζωής του, όταν η πόλη είχε περάσει στα χέρια των μωαμεθανών και ο ίδιος ήταν αξιωματούχος τής ρωμαϊκής εκκλησίας, τόσο λίγο είχε ξεχάσει την εντύπωση που τού είχε κάνει, που έγραψε έργο με τίτλο «Εγκώμιον Τραπεζούντος» [ο Τόζερ σημειώνει ότι το Ἐγκώμιον Τραπεζοῦντος υπάρχει σε χειρόγραφο στη Βενετία και αναφέρεται από τον Fallmerayer, Original-Fragmente, μέρος Ι, σελ. 180].
Μόνο μια από τις κύριες αρχαιότητες βρισκόταν μέσα στην περιοχή τής παλαιάς πόλης: το τζαμί Όρτα Χισάρ, που ήταν κάποτε χριστιανική εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία Χρυσοκέφαλο και αποτελούσε καλά διατηρημένο δείγμα βυζαντινού οικοδομήματος, καθώς, εκτός από τις συνήθεις ρυθμίσεις που ήσαν αναγκαίες για την προσαρμογή της στη μωαμεθανική λατρεία, η αρχική δομή δεν είχε υποστεί σχεδόν καθόλου παρεμβάσεις. Ήταν μεγάλο και ογκώδες κτίριο, με δύο νάρθηκες στο δυτικό άκρο, ενώ ο κυρίως ναός είχε δύο θολωτά υπερώα, τόσο προς τα ανατολικά όσο και προς τα δυτικά τού κεντρικού τρούλου, πέρα από την ίδια την αψίδα.
Στις πλευρές υπήρχαν χαμηλά κλίτη, που επίσης τελείωναν σε αψίδες και υποστηρικτικά υπερώα. Ήταν υπερβολικά απλός, χωρίς να υπάρχει κανένα σχεδόν στολίδι. Από την άλλη πλευρά τής ανατολικής χαράδρας, καταλαμβάνοντας εντυπωσιακή θέση απέναντι από το κάστρο, υπήρχε κι άλλο τζαμί, το Γενί Τζουμά Τζαμί ή Νέο Τζαμί τής Παρασκευής, πρώην εκκλησία τού Αγίου Ευγενίου, πολιούχου τής Τραπεζούντας, ο οποίος λεγόταν ότι μαρτύρησε σε αυτό το σημείο κατά τη διάρκεια των διωγμών τού Διοκλητιανού. Αυτό ήταν πολύ μικρότερο οικοδόμημα και απόλυτα απλό, αλλά εξαιρετικό στις αναλογίες του, σχηματίζοντας πλήρη ελληνικό σταυρό, με υπέροχο τρούλο, ο οποίος ήταν διάτρητος με πολλά μικρά παράθυρα. Ένας ψηλός μιναρές είχε πια προστεθεί σε αυτό στη βόρεια πλευρά.
Λόγω τής επιβλητικής της θέσης, η εκκλησία αυτή, με την οποία ήταν αρχικά συνδεδεμένο ένα μοναστήρι, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία τής πόλης και ήταν η σκηνή τής κρίσης για μια από τις μεγαλύτερες πολιορκίες στις οποίες υποβλήθηκε. Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού δεύτερου αυτοκράτορα, τού Ανδρόνικου Α’, ενώ η επιτιθέμενη δύναμη ήταν ο στρατός των Σελτζούκων, με διοικητή τον Μελίκ, γιο τού μεγάλου σουλτάνου Αλαντίν. Ύστερα από ατελέσφορη επίθεση στο βόρειο τείχος προς την κατεύθυνση τής θάλασσας, αποφασίστηκε να γίνει επίθεση από την αντίθετη περιοχή. Η ιστορία εκείνου που επακολούθησε, παρέχεται ως εξής από τον Φίνλεϊ [Finley, History of Greece, IV, 336]:
Η επόμενη προσπάθεια εισβολής στην Τραπεζούντα έγινε από τον νότο. Ο Μελίκ κατέλαβε με τμήμα τού στρατού του τη στενή πλατφόρμα ανάμεσα στα δύο μεγάλα φαράγγια, πριν από το τείχος τού άνω φρουρίου. Το δικό του επιτελείο ήταν στο μοναστήρι τού Αγίου Ευγενίου, όπου η ίδια η εκκλησία χρησίμευε ως κατοικία τού χαρεμιού του. Αποφασίστηκε να αιφνιδιάσουν το άνω φρούριο με νυχτερινή επίθεση, αλλά το σκοτάδι, που είχε υποτεθεί ότι θα βοηθούσε στην επιτυχία τού εγχειρήματος, αποδείχθηκε η καταστροφή τού τουρκικού στρατού. Οι τρεις μεραρχίες των πολιορκητών, καταλαμβάνοντας το ανατολικό προάστιο, τον λόφο τού Αγίου Ευγενίου και την πλατφόρμα πάνω από το φρούριο, διαχωρίζονταν η μια από την άλλη από βαθιές χαράδρες, όμως έμελλε να δράσουν από κοινού. Καθώς τα στρατεύματα κινούνταν προς τα εμπρός για να υποστηρίξουν το τμήμα που έκανε έφοδο, ξέσπασε φοβερή καταιγίδα, συνοδευόμενη από χαλάζι και κατακλυσμό βροχής, φουσκώνοντας ξαφνικά τούς χείμαρρους στις ρεματιές. Τα στρατεύματα από τον Άγιο Ευγένιο και το ανατολικό προάστιο δεν ήσαν σε θέση να ολοκληρώσουν τη βραχώδη ανάβαση στην πλατφόρμα και κάποιοι παρασύρθηκαν από τις πλημμύρες καθώς διέσχιζαν το φαράγγι. Ο αντιπερισπασμός από τα βόρεια απωθήθηκε και όλη η επίθεση απέτυχε. Οι ηττημένοι στρατιώτες απωθούνταν από παντού, πίσω σε εκείνους που προορίζονταν για την υποστήριξή τους. Το ιππικό, άλογα και άνδρες, απωθήθηκε πάνω από τα βάραθρα. Το πεζικό οδηγήθηκε πίσω στους χειμάρρους που κυλούσαν από τα βουνά και η σύγχυση σύντομα έγινε αδιέξοδη. Όταν υποχώρησε η μανία τής καταιγίδας και έγινε δυνατό να προσφέρει η ενημέρωση τής τοπικής φρουράς κάποια βοήθεια, μια εξόρμηση στράφηκε προς το επιτελείο τού Μελίκ από τις βόρειες πύλες. Τότε ολόκληρος ο στρατός των Σελτζούκων τράπηκε σε φυγή σε σύγχυση, εγκαταλείποντας το στρατόπεδο και αφήνοντας τα πάντα στον εχθρό. Ο ίδιος ο Μελίκ ενώθηκε με τούς φυγάδες και οδηγήθηκε αιχμάλωτος στο Κουράτιον από ομάδα ορεσίβιων από τη Ματσούκα. Η δόξα τής νίκης αποδόθηκε στον Άγιο Ευγένιο, η ιστορία τού οποίου εμπλουτίζεται με πολλούς μύθους!
Μετά την επίσκεψη αυτών των κτιρίων μέσα στη σύγχρονη πόλη, ο Τόζερ και ο σύντροφός του προχώρησαν στην πιο σημαντική απ’ όλες τις αρχαίες εκκλησίες, εκείνη τής Αγίας Σοφίας, που βρισκόταν δύο περίπου μίλια μακριά προς τα δυτικά, σε περίοπτη θέση με θέα τη θάλασσα. Στον δρόμο τους προς τα εκεί πέρασαν από το Καμπάκ Μεϊντάν ή «Πλατεία τής Κολοκύθας» [κατ’ άλλους Καβάκ Μεϊντάν ή Πλατεία τής Λεύκας], εκτεταμένο ανοιχτό χώρο, όπου τώρα βρίσκονταν τα χαμηλά ξύλινα μονώροφα κτίρια τού νοσοκομείου, το οποίο είχε ανεγερθεί κατά τη διάρκεια τού τελευταίου πολέμου. Ένας Ιταλός γιατρός στην τουρκική υπηρεσία, που γευμάτιζε στο ξενοδοχείο τους, τούς είπε ότι δώδεκα ή δεκατέσσερις γιατροί, από τούς οποίους ένας ήταν αυτός, εργάζονταν εκεί συνεχώς εκείνη την εποχή, ενώ έφερναν τούς τραυματίες από το Βατούμ, το Ερζερούμ και αλλού. Μιλούσε για την αξιοθαύμαστη υπομονή των Τούρκων στρατιωτών, καθώς επίσης και για τη μοιρολατρία τους, που τούς ανάγκαζε συνεχώς να προτιμούν να πεθάνουν παρά να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση. Εικαζόταν ότι ο χώρος αυτός (το Μεϊντάν) ήταν η περιοχή τού μεσαιωνικού τζυκανιστηρίου ή γηπέδου πόλο τής Τραπεζούντας, για την οποία ψυχαγωγία θα ήταν εξαιρετικά κατάλληλος. Αυτό το παιχνίδι ήταν από τα αγαπημένα των ευγενών τόσο τής Τραπεζούντας όσο και τής Κωνσταντινούπολης και παιζόταν πάνω σε άλογα, πολύ παρόμοια με το σύγχρονο πόλο. Ο ενθουσιασμός που προκαλούσε στους θεατές συναγωνιζόταν σχεδόν εκείνον τού ιπποδρόμου και φαίνεται ότι ήταν τόσο επικίνδυνο, όσο ήταν τής μόδας. Προκάλεσε τον θάνατο ενός αυτοκράτορα τής Τραπεζούντας, τού Ιωάννη Α’, ύστερα από πτώση από το άλογό του, ενώ ο πιο διάσημος Μανουήλ Α’ Κομνηνός τής Κωνσταντινούπολης παραλίγο να σκοτωθεί με τον ίδιο τρόπο.
Δυστυχώς για τον Τόζερ και τον σύντροφό του, η εκκλησία τής Αγίας Σοφίας είχε διατεθεί για στρατιωτικούς σκοπούς και τώρα ήταν γεμάτη εφόδια, ενώ στον υπαίθριο χώρο γύρω της είχε κατασκευαστεί στρατώνας, τον οποίο καταλάμβαναν ακόμη στρατιώτες. Αυτό το οικοδόμημα με τις κόκκινες στέγες του έδινε σε όλο τον χώρο από απόσταση την εμφάνιση μοναστηριού. Ο υποχρεωτικός σύντροφός τους, ο γιόζμπασης, τούς είχε προειδοποιήσει εκ των προτέρων ότι ίσως υπήρχε κάποια δυσκολία να μπουν στο κτίριο, αλλά εμπιστεύονταν την παρουσία του και την εξουσία τού φιρμανιού τους για τη διευκόλυνση τής κατάστασης. Όμως η εμπειρία τους από την Τουρκία έπρεπε να τούς είχε διδάξει καλύτερα. Το κλειδί δεν ήταν εκεί, ενώ οι υπεύθυνοι έστελναν εδώ κι εκεί για να το βρουν, μέχρι που ύστερα από μισή περίπου ώρα ανακαλύφθηκε ότι ο υπάλληλος που το κρατούσε έμενε κάπου πολύ κοντά στο ξενοδοχείο τους, δηλαδή τρία περίπου μίλια μακριά. Ακούγοντάς το, αν και προσφέρθηκαν να στείλουν να το φέρουν με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, εγκατέλειψαν το ζήτημα ως μάταιο. Μέσα όμως από το παράθυρο μιας από τις πτέρυγες τού ναού, μπόρεσαν να αποκτήσουν αρκετά καλή ιδέα για το εσωτερικό, το οποίο από τις περισσότερες απόψεις έμοιαζε με την εκκλησία που περιγράφηκε στην αρχή, με τη διαφορά ότι η αρχιτεκτονική του ήταν ελαφρύτερη, επειδή ο τρούλος στηριζόταν σε ανεξάρτητους πυλώνες, όπως συνέβαινε με πολλές από τις εκκλησίες στα μοναστήρια τού Αγίου Όρους. Στο δυτικό άκρο, πέρα από τον νάρθηκα, υπήρχε προαύλιον ή εξωτερική βεράντα, που έτρεχε σε όλο το πλάτος τού κτιρίου, ενώ οι τριπλές αψίδες μέσω των οποίων εισερχόταν κανείς, εδράζονταν σε κιονόκρανα περίτεχνα σκαλισμένα με εγχάρακτη διακόσμηση, με κυψελοειδή εργασία από πάνω. Εκατό περίπου πόδια πέρα από το δυτικό άκρο τού ναού υψωνόταν ψηλό και ογκώδες καμπαναριό, τα παράθυρα τού οποίου ήσαν πολύ μικρά μέχρι κοντά στην κορυφή, όπου ήταν διάτρητο με οξυκόρυφα τόξα. Ξύλινη σκάλα στο εσωτερικό οδηγούσε στην κορυφή, από την οποία υπήρχε ωραία θέα προς τα βουνά και την ευρεία έκταση τού κόλπου. Μέρος των εσωτερικών τοίχων είχε καλυφθεί με τοιχογραφίες θρησκευτικών θεμάτων, τα χρώματα των οποίων ήσαν ακόμη νωπά, αλλά είχαν παραμορφωθεί φοβερά. Μέχρι πρόσφατα η εκκλησία περιείχε και κάποιες άλλες ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες και ανάμεσά τους ομοίωμα τού αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ τής Τραπεζούντας, από τον οποίο χτίστηκε. Αλλά αυτά πρέπει τώρα να είχαν εξαφανιστεί, καθώς το σύνολο τού εσωτερικού είχε καλυφθεί με στρώμα ασβέστη.
Ήταν θλιβερό να σκέφτεται κανείς την καταστροφή των αρχαίων μνημείων που συνεχιζόταν στην Τουρκία, ενώ η Τραπεζούς ιδιαίτερα είχε υποφέρει πολύ από αυτή την άποψη. Στο μεγάλο έργο των Τεξιέ και Πουλάν για τη βυζαντινή αρχιτεκτονική παρουσιάζονταν οι πραγματικού μεγέθους φυσιογνωμίες του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ’, τής μητέρας του Ειρήνης και τής αυτοκράτειρας Θεοδώρας [βλέπε επόμενη σελίδα], ντυμένων με τις αυτοκρατορικές τους ενδυμασίες, όπως ήσαν ζωγραφισμένες στους τοίχους τού προθαλάμου τής εκκλησίας στο μοναστήρι της Παναγίας τής Θεοτόκου ή Θεοσκεπάστου.
Τραπεζούς: Μονή Θεοσκεπάστου. Πορτρέτα τής Ειρήνης Παλαιολογίνας, τού Αλεξίου Γ’ Μεγάλου Κομνηνού και τής Θεοδώρας Καντακουζηνής (Τεξιέ και Πουλάν 1864)
Tο μοναστήρι βρισκόταν σε απόκρημνη θέση, στην όψη τού Μπόζτεπε (Γκρίζου Λόφου), όπως ονομαζόταν το βουνό που υψωνόταν πίσω από την χριστιανική συνοικία τής πόλης. Αυτό το κομμάτι τής αρχαιότητας, το οποίο ένας αρχαιολόγος θα θεωρούσε ως τη μεγαλύτερη δόξα τής Τραπεζούντας, είχε πια εξαφανιστεί.
Το 1843 ο ναός επισκευάστηκε και ο προθάλαμος ξανασοβατίστηκε από τη γενναιοδωρία μιας ανίδεης ηγουμένης, ενώ κάποιες σύγχρονες μορφές πασαλείφτηκαν πάνω από την επιφάνεια των αρχαίων ζωγραφικών έργων [Finlay, History of Greece, IV, 383, σημ. 2].
Όμως αν έπρεπε να πιστέψουν τον γιόζμπασή τους, άλλο ένα μνημείο, ακόμη μεγαλύτερης αρχαιότητας, είχε επίσης χαθεί τον τελευταίο καιρό. Ήταν η επιγραφή [που παρέχεται στους Texier και Pullan, σελ. 190] πάνω από την είσοδο τού κάστρου, η οποία είχε στηθεί σε ανάμνηση τής αποκατάστασης των δημοσίων κτιρίων τής πόλης από τον Ιουστινιανό [η επιγραφή παρατέθηκε πιο πάνω από τον Χάμιλτον]. Ρώτησαν προσεκτικά γι’ αυτήν, αλλά η μόνη πληροφορία που μπόρεσαν να πάρουν ήταν ότι μια επιγραφή πάνω από την πύλη, που αντιστοιχούσε με εκείνη που αναφέρθηκε, είχε αφαιρεθεί πριν από λίγο καιρό. Κάποια άτομα έλεγαν ότι ο μουαβίν (ο χριστιανός βοηθός κυβερνήτη) την είχε πάρει φεύγοντας μαζί του, ενώ άλλοι πίστευαν ότι βρισκόταν κάπου στον περίβολο τού σεράι τού πασά, χωρίς όμως να μπορέσουν να δώσουν οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία. Ίσως, σε τελευταία ανάλυση, να ήσαν αυτοσχέδιες αυτές οι δηλώσεις και να στεκόταν η επιγραφή πάνω από κάποια πύλη που οι ίδιοι δεν είδαν, αν και σίγουρα δεν υπήρχε πάνω από εκείνη από την οποία μπήκαν στο κάστρο. Αλλά αν πραγματικά είχε καταστραφεί, αυτή ήταν η χειρότερη πράξη βανδαλισμού που είχε διαπραχθεί εδώ και πολλά χρόνια.
Είχαν τώρα πετύχει τον σκοπό τού ταξιδιού τους και στις 27 Σεπτεμβρίου έφυγαν από την Τραπεζούντα με το γαλλικό ατμόπλοιο και επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη.
Εδώ τελειώνει λοιπόν το ταξίδι και το βιβλίο τού Τόζερ.
<-9. Λέιαρντ: Ανακαλύψεις στα ερείπια τής Νινευή και τής Βαβυλώνας | 11. Λιντς: Αρμενία: Ταξίδια και μελέτες-> |